Αψίδα Γαλερίου («Καμάρα»). Aποψη του γλυπτού διακόσμου της βόρειας πλευράς του νότιου πεσσού. Πρώιμος 20ός αιώνας. Γυάλινο αρνητικό.
Η συλλογή του Φωτογραφικού Αρχείου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αριθμεί σήμερα περισσότερα από 250.000 τεκμήρια
«Eνα εθνικό μουσείο χωρίς φωτογραφικό εργαστήριο αποτελεί “μέγα σφάλμα”, έλεγε ο γερμανοσπουδαγμένος αρχαιολόγος Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης. Μόλις είχε αναλάβει τη διεύθυνση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1922-1925) μετά την επιστροφή του από τη Μικρά Ασία, και για εκείνον μέγιστη προτεραιότητα ήταν η φωτογραφική αποτύπωση των αρχαιοτήτων.
Επειτα από πολλές ενέργειες να αγοραστεί κατάλληλος εξοπλισμός, το μουσείο απέκτησε δικό του φωτογραφικό εργαστήρι τον Μάιο του 1923, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυση της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στημένο για μια δεκαετία στο εσωτερικό αίθριο του μουσείου, σ’ έναν χώρο όπου αποθηκεύονταν αρχαία γλυπτά μέχρι το 1940, το εργαστήρι ήταν ο πυρήνας για τη δημιουργία ενός πλούσιου Φωτογραφικού Αρχείου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου – το παλαιότερο της ελληνικής αρχαιολογικής υπηρεσίας.
Η συλλογή του αριθμεί σήμερα περισσότερα από 250.000 τεκμήρια, μεταξύ των οποίων 8.500 γυάλινες αρνητικές πλάκες, εκτυπωμένες φωτογραφίες, αρνητικά κ.ά. και θα είναι σύντομα προσβάσιμη στο κοινό ψηφιοποιημένη. Διασώζει πολύτιμες εικόνες τοπίων, μνημείων, ανασκαφών και πολυάριθμες αρχαιότητες από τις αρχές του 20ού αιώνα (1900-1930). Μεταξύ αυτών της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας σε περίπου 150 φωτογραφικά τεκμήρια.
«Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο την περίοδο εκείνη εκτός από χώρος έκθεσης αρχαιοτήτων, λειτουργούσε και ως ένα από τα πρώτα κέντρα έρευνας, μελέτης, συντήρησης και αποκατάστασης των πολυάριθμων αρχαιοτήτων που αποκαλύπτονταν στις κατά τόπους ανασκαφές. Τις αποστολές των αρχαιολόγων συνόδευε φωτογράφος, ο οποίος κουβαλώντας τον βαρύ φωτογραφικό του εξοπλισμό κάλυπτε εικονογραφικά το ερευνητικό έργο», μας λέει η αρχαιολόγος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου δρ Μαρία Χιδίρογλου που παρουσιάζει αύριο τα σπάνια φωτογραφικά ντοκουμέντα της Θεσσαλονίκης, στο συνέδριο για τα 60 χρόνια του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης.
Γυάλινες πλάκες από λήψεις στη Θεσσαλονίκη εικονογραφούν την κατάσταση των μνημείων, γλυπτά, επιγραφές, αγγεία και άλλες αρχαιότητες από τις ανασκαφές των αρχών του 20ού αιώνα. Μια ομάδα απεικονίζει τα μισογκρεμισμένα τείχη της Θεσσαλονίκης, τον γλυπτό διάκοσμο της αψίδας του Γαλερίου, άλλες τον ναό του Αγίου Δημητρίου κατεστραμμένο από την πυρκαγιά του 1917 ενόψει των εργασιών αποκατάστασης καθώς και πολλά ευρήματα από εμβληματικές ανασκαφές τα οποία κοσμούν σήμερα το μουσείο.
Aποψη του εσωτερικού του ναού του Αγίου Δημητρίου, μετά την πυρκαγιά το 1917 ενόψει των εργασιών αποκατάστασης. Γυάλινο αρνητικό.
Οταν λειτούργησε το φωτογραφικό εργαστήρι στο Εθνικό Αρχαιολογικό, η Θεσσαλονίκη μετρούσε ήδη μια δεκαετία εντατικών δράσεων από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονίας που είχε ιδρυθεί μερικές μέρες μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912. Προτεραιότητα για τον πρώτο έφορο Μακεδονίας Γεώργιο Π. Οικονόμου ήταν να συγκεντρώσει και να διασώσει τις διάσπαρτες αρχαιότητες στη μακεδονική επικράτεια, αλλά και να αναδείξει τα μνημεία και τις βυζαντινές της εκκλησίες. Η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία έπρεπε να αποτινάξουν το οθωμανικό τους παρελθόν.
Το 1913 είχαν ήδη κηρυχθεί διατηρητέα μνημεία οι βυζαντινές εκκλησίες, ο Λευκός Πύργος και τα τείχη της πόλης. Δυστυχώς την περίοδο εκείνη, όπως αναφέρει η κ. Χιδίρογλου, «είχε καθαιρεθεί η πύλη του Βαρδαρίου και είχε ξεκινήσει η ανεξέλεγκτη κατεδάφιση μεγάλων τμημάτων των τειχών. Η πρώτη παρακολούθηση εκσκαφής πραγματοποιήθηκε το 1916 σε οικόπεδο επί των οδών Αριστοτέλους και Αγίου Νικολάου, όπου, σύμφωνα με έκθεση του Αρχείου, η κρύπτη που αποκαλύφθηκε ανέστειλε τις οικοδομικές εργασίες». Ενα χρόνο αργότερα η Εφορεία Αρχαιοτήτων Μακεδονίας είχε επωμιστεί τις εργασίες ανοικοδόμησης της Θεσσαλονίκης στην κατεστραμμένη πόλη από την πυρκαγιά του 1917
Γιώτα Μυρτσιώτη ://www.kathimerini.gr/