Η ιστορική συνέχεια των Ελλήνων - Μέρος Α΄-Β΄- Γ΄.




Ρωμιοί, Γραικοί, Έλληνες (Μέρος Α΄)





Από την αρχαία Ελλάδα στο Βυζάντιο

του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού

Μετά τη δημιουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου) ο παλιός ελληνικός κόσμος δεν εξαφανίστηκε τόσο εύκολα: Μέχρι τους μεσοβυζαντινούς ή ακόμα και τους υστεροβυζαντινούς χρόνους, μαρτυρείται η επιβίωση των αρχαίων παραδόσεων, ακόμα και της αρχαίας θρησκείας ή των υπολειμμάτων της, γεγονός που εξηγεί εν μέρει την εμμονή των χριστιανικών πηγών και της κρατικής ιεραρχίας στην αποφυγή της προσωνυμίας «Έλλην»[1]. Ιδιαίτερα στην ελλαδική «επαρχία», την Αθήνα και την Πελοπόννησο –κατ’ εξοχήν στις πιο απομονωμένες περιοχές, όπως στην Αρκαδία και τη Μάνη– ο λαός διατηρούσε τις αρχαίες παραδόσεις, όπως καταδεικνύεται από πάμπολλα συγκλίνοντα και διασταυρούμενα στοιχεία.

Στην ίδια την Αθήνα, επίκεντρο του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η σύγκρουση του παγανισμού με τον χριστιανισμό θα συνεχίζεται μέχρι τον 6ο αιώνα, όταν θα κλείσουν οριστικά οι σχολές φιλοσοφίας, στις οποίες είχαν ήδη θητεύσει ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός κ.ά· ιδιαίτερα η νεοπλατωνική Ακαδημία γνώρισε μια νέα ύστατη άνθηση κατά τον 5ο αιώνα, κάτω από την ώθηση του Πρόκλου (430-482). Η επιλογή των καθηγητών ή των σχολαρχών των αθηναϊκών σχολών αποτελούσε ένα ζήτημα πανεθνικής σημασίας και εμβέλειας, όπως αναφέρει ο Ευνάπιος, τουλάχιστον στα τέλη του 4ου και τις αρχές του 5ου αιώνα[2]. Οι σχολές έκλεισαν οριστικά κατά τα τέλη του 6ου αιώνα, αφού πρώτα ο Ιουστινιανός αφαίρεσε τη δημόσια χρηματοδότηση, μισθοδοσία και περιουσία των σχολών και εν τέλει απαγόρευσε τη διδασκαλία σε «όσους συμμερίζονται τα ανόσια παραληρήματα των Ελλήνων»[3]. Μάλιστα, προς στιγμήν, σύμφωνα με τον ιστορικό Αγαθία, επτά από τους σημαντικότερους παγανιστές φιλοσόφους, όπως ο μαθητής του Πρόκλου, τελευταίος σχολάρχης της νεοπλατωνικής Ακαδημίας, Δαμάσκιος Δαμασκηνός (θανών το 535), και οι μαθητές του Σιμπλίκιος και Πρισκιανός, κατέφυγαν στην αυλή του Πέρση βασιλιά Χοσρόη, αλλά επέστρεψαν μετά από ένα χρόνο[4]. Όσο για την παγανιστική λατρεία, γνωρίζουμε από τον Ζώσιμο, τον παγανιστή ιστορικό που γράφει στις αρχές του 6ου αιώνα, πως, κατά τα τέλη του 4ου αιώνα καθώς και κατά τον 5ο, συνεχίζονταν οι λατρευτικές πράξεις και οι θυσίες ζώων, και οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι έδειχναν μια σχετική ανοχή σε αυτές, παρά τις κρατικές απαγορεύσεις[5]. Ο δε μαθητής του Πρόκλου, Μαρίνος, κατά τον 5ο αιώνα, αναφέρει ακόμα και θυσίες ταύρων και αιγών[6], πάντα στην Αθήνα.

Παρ’ όλο που από τη βασιλεία του Ιουστινιανού επιτείνονται οι διώξεις κατά των εθνικών, καθώς –προπαντός– και κατά των πάσης φύσεως αιρέσεων[7], φαίνεται πως όχι μόνο συνέχισαν να επιβιώνουν θύλακες εθνικών, αλλά, κυρίως, πολλές από τις παραδόσεις και τις πρακτικές τους είτε συνεχίζονταν αυτούσιες, είτε είχαν διεισδύσει στην ίδια τη χριστιανική λαϊκή θρησκευτικότητα. Ορισμένοι απαγορευτικοί κανόνες της «Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου» του 691/692 μας προσφέρουν σοβαρές ενδείξεις: Με τον 51ο κανόνα απαγορεύονται οι «μίμοι. Τὰ τούτων θέατρα [ ] καὶ αἱ ἐπὶ σκηνῆς ὀρχήσεις». Ο κανόνας 57 ορίζει ότι δεν πρέπει να προσφέρεται μέλι και γάλα κατά τη θεία Ευχαριστία («οὐ χρὴ ἐν τοῖς θυσιαστηρίοις μέλι καὶ γάλα προσφέρεσθαι»). Ο κανόνας 62 απαγορεύει τις εορτές προς τιμήν του Πανός, τα Βοτά (τη γιορτή του Διονύσου) και την επίκληση του ονόματός τους κατά τη διάρκεια του τρύγου και το πάτημα των σταφυλιών «ἐν τοῖς ληνοῖς», τη χρήση κωμικών προσωπείων και τις ανάλογες μουσικές. Ο 71ος κανόνας απαγορεύει στους σπουδαστές της νομικής να φορούν προχριστιανικά ενδύματα και να επιμένουν στα αρχαία ήθη («τοὺς διδασκομένους τοὺς πολιτικοὺς νόμους μὴ δεῖν τοῖς ἑλληνικοῖς ἔθεσι κεχρῆσθαι [ ] ἢ παρὰ τὴν κοινὴν χρῆσιν στολὰς ἑαυτοῖς περιτιθέναι» κ.λπ.


Φωτ ΑΡΧΕΙΟΥ


Οι συνήθειες αυτές επιβίωναν για πολλούς αιώνες και, όπως παρατηρεί ο Δ. Κωνσταντέλος, στο «Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Δασίου», που γράφτηκε κατά τον 11ο αιώνα, καταδικάζονται τα άσεμνα και αθέσμια παίγνια, τα μυσαρά είδωλα και όλα όσα διαδραματίζονται κατά την εορτή των αρχαίων Κρονίων. Σύμφωνα με τον βιογράφο του οσίου Δασίου, διατηρούνται σχεδόν αναλλοίωτες οι γιορτές στις Καλένδες του Ιανουαρίου, όταν οι εορτάζοντες μεταμφιέζονται, συμμετέχουν σε ανόσιες πομπές και παίρνουν τη μορφή του διαβόλου, φορώντας δέρματα τράγων και απεμπολώντας έτσι τη χριστιανική τους ταυτότητα:

Αὕτη ἡ μυσαρὰ παράδοσις καὶ μέχρις ἡμῶν τῶν ἐσχάτων περιελθοῦσα ἀθλιωτέρως παραφυλάττεται. [ ] Ἐν γὰρ τῇ ἡμέρᾳ τῶν καλανδῶν Ἰα­νουα­ρίων μάταιοι ἄνθρωποι τῷ ἔ­θει τῶν Ἑλ­λή­νων ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν­τες χρι­στια­νοὶ ὀ­νο­μα­ζό­με­νοι με­τὰ παμ­με­γέ­θους πομ­πῆς προ­έρ­χον­ται, ἐ­ναλ­λάτ­τον­τες τὴν ἑ­­αυ­τῶν φύ­σιν, καὶ τὸν τρό­πον καὶ τὴν μορ­φὴν τοῦ δι­α­βό­λου ἐν­δύ­ον­ται. Αἰ­γεί­οις δέρ­μα­σι πε­ρι­βε­βλη­μέ­νοι, τὸ πρό­σω­πον ἐ­νηλ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πο­βάλ­λου­σιν ἐν ᾧ ἀ­νε­γεν­νή­θη­σαν ἀ­γα­θῷ καὶ δι­α­κα­τέ­χου­σιν ἐν ᾧ ἐ­γεν­νή­θη­σαν κα­κῷ[8].

Τα «Κρόνια», που ήταν αρχαία εορτή προς τιμήν της χρυσής εποχής του Κρόνου, τα οποία συνδέθηκαν μετέπειτα με το φαγοπότι, την ελευθερογαμία και οργιαστικές συμπεριφορές, φαίνεται πως επιβίωναν ακόμα και τον 12ο αιώνα. Στον αρχόμενο 13ο αιώνα, ο Νικήτας Χωνιάτης (1155-1217), αναφερόμενος στις ερωτικές περιπέτειες του Ανδρονίκου Κομνηνού, υποστηρίζει πως, κατά τη διάρκεια των Κρονίων, δεν δίσταζε να διαπράττει ανάρμοστες πράξεις με ενδεκάχρονη συγγενή του: «οὐκ ᾐσχύνετο Κρονίων ἀπόζων ἀνεψιοῦ γυναικὶ μιλτοπαρνίῳ καὶ τρυφερᾷ καὶ μήπω τὸ ἑνδέκατον ἔτος, ἀθεμίτως συγκατακρίνεσθαι…»[9]. 

Είναι γνωστή, και έχει προκαλέσει πάμπολλες συζητήσεις και διχογνωμίες, η αναφορά του Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου (905-959) σε κατοίκους της Μάνης οι οποίοι συνέχιζαν να αποκαλούνται «Έλληνες» από τους ντόπιους, διότι τα παλαιότερα χρόνια προσκυνούσαν τα είδωλα («μέ­χρι τοῦ νῦν πα­ρὰ τῶν ἐν­το­πί­ων Ἕλ­λη­νες προ­σα­γο­ρεύ­ον­ται διὰ τὸ ἐν τοῖς προ­πα­λαι­οῖς χρό­νοις εἰ­δω­λο­λά­τρας εἶ­ναι προ­σκυ­νη­τὰς τῶν εἰ­δώ­λων κα­τὰ τοὺς πα­λαι­οὺς Ἕλ­λη­νας…») και είχαν βαπτιστεί επί Βασιλείου του Μακεδόνος (830-886) («οἵ­τι­νες ἐ­πὶ τῆς βα­σι­λεί­ας τοῦ ἀ­οι­δί­μου Βα­σι­λεί­ου βα­πτι­σθέν­τες χρι­στια­νοὶ γε­γό­να­σιν»)[10]. Ο όσιος «Νίκων ο Μετανοείτε» επισκέφθηκε τη «γῆν Δωριέων», «τῶν ἐθνικῶν χώρας», όπου ολοκλήρωσε τον εκπολιτισμό (και εκχριστιανισμό;) των σλαβικών φύλων, των Μηλιγγών, των Νεζεριτών κ.ά., που είχε εγκαινιάσει ο Βασίλειος[11].


Το αν υπήρχαν ακόμα και γηγενείς Έλληνες «εθνικοί», σύμφωνα με τον Δ. Κωνσταντέλο, ή αν πρόκειται πλέον για χριστιανικούς πληθυσμούς, όπως υποστηρίζει ο εκδότης του Βίου τοῦ Ὁσίου, Οδ. Λαμψίδης[12], δεν έχει ιδιαίτερη σημασία· απλώς, επιβεβαιώνεται πως, έναν αιώνα μετά τον Βασίλειο, εξακολουθούσε μέρος της περιοχής να αποκαλείται «χώ­ρα τῶν ἐ­θνι­κῶν», όπου και ο όσιος Νίκων επρόκειτο να αφιερώσει τον ιεραποστολικό ζήλο της τελευταίας περιόδου της ζωής του[13]. Ο Ιωάννης Ζωναράς, ο οποίος έζησε τον 12ο αιώνα (+1159), γράφει ότι κάποιοι συνεχίζουν να ακολουθούν τα εθνικά ήθη χωρίς να γνωρίζουν τι σημαίνουν: «ἔθη ἑλληνικά τε καὶ ἐθνι­κὰ κατὰ παράδοσιν ἐποίουν τινές, καὶ ποιοῦσι, μηδὲ εἰδότες τί δη­λοῦ­σι τὰ γι­νόμενα…»[14].

Η ισχυρότερη παρουσία της ελληνικής παράδοσης στην ελλαδική χερσόνησο τεκμαίρεται και από τη στάση των ελλαδικών πληθυσμών κατά την εικονομαχική έριδα όταν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, συντάχθηκαν με τους εικονόφιλους – βέβαια, μέχρι το 732, ανήκαν στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ρώμης και ο πάπας υπήρξε σθεναρός υπερασπιστής των εικόνων. Μάλιστα, το 727, οι κάτοικοι της Ελλάδας και των Κυκλάδων («συμφωνήσαντες Ἑλλαδικοί τε καὶ οἱ τῶν Κυκλάδων νήσων») επαναστάτησαν κατά του Λέοντα Γ΄ Ισαύρου, με αρχηγούς τον Αγαλλιανό, «τουρμάρχη» της Ελλάδας, τον Στέφανο και τον Κοσμά. Ο τελευταίος, μάλιστα, ανακηρύχθηκε βασιλέας στην Ελλάδα, ενώ, στις 18 Απριλίου του 727, με ικανές στρατιωτικές δυνάμεις και ισχυρό στόλο, κατέπλευσε έμπροσθεν της Κωνσταντινουπόλεως. Εκεί ο στόλος καταστράφηκε από το υγρόν πυρ και ο μεν Αγαλλιανός έπεσε μόνος του στη θάλασσα («ἔνοπλος ἑαυτὸν ἐπόντωσεν»), ο δε Στέφανος και ο Κοσμάς παραδόθηκαν και αποκεφαλίσθηκαν[15].

Ο προσδιορισμός «Ρωμαίοι», ιδιαίτερα κατά τους πρώτους βυζαντινούς αιώνες, ήταν δηλωτικός της κρατικής πολιτειότητας – και θα ταυτιστεί με τους Έλληνες, κατ’ αντιδιαστολή με τους άλλους πληθυσμούς, μόνο μετά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους, όπως θα δούμε στη συνέχεια

Γι’ αυτό, στους πρώτους αιώνες, μέχρι τα μεσοβυζαντινά χρόνια, όταν επρόκειτο να δηλωθεί η εθνικότητα (το γένος) των ελληνικών πληθυσμών, χρησιμοποιούνταν και κάποιος άλλος προσδιορισμός, συνηθέστερα το «Γραικός-Γραικοί», και όχι η ακόμα ύποπτη για ειδωλολατρία ονομασία «Έλλην». Τη λέξη Γραικός χρησιμοποιούν και οι περισσότεροι ξένοι λαοί· ειδικά οι Δυτικοί αποκαλούν τους Έλληνες «Γραικούς»[16], ήδη από τον 5ο αι., για να τους διαφοροποιούν από τους, επίσης «Ρωμαίους», Λατίνους, χωρίς βέβαια ποτέ να πάψει να χρησιμοποιείται και ο προσδιορισμός «Ρωμανία»[17].

 Τον 5ο αιώνα, ο ιστορικός Πρίσκος (γενν. 410~420) γράφει ήδη για έναν Έλληνα, ο οποίος, στην αυλή του Αττίλα, αυτοχαρακτηρίζεται ως «Γραι­κὸς εἶναι τὸ γένος». Ο καθηγητής του πανεπιστημίου των Ιωαννίνων, Απόστολος Καρπόζηλος, που παραθέτει το σχετικό κείμενο του Πρίσκου[18], σημειώνει: «Γραικοί την περίοδο αυτή ονομάζονται κατά κανόνα οι Έλληνες χριστιανοί, ενώ οι ειδωλολάτρες αποκαλούνται Έλληνες»[19]. Αυτή η διαπίστωση, που συνάγεται από πληθώρα στοιχείων, λύνει μάλλον οριστικώς όλη τη διχογνωμία περί της εθνικής συνέχειας των Ελλήνων και εξηγεί και την ιστορική διάρκεια της ονομασίας «Γραικός» μέχρι και την επανάσταση του 1821. Εξ άλλου, ο Θεόδωρος Στουδίτης (759-826) αναφέρεται επανειλημμένα στη «Γραικία» και τους «Γραικούς»[20], γεγονός που καταδεικνύει πόσο συχνή ήταν η χρήση της προσωνυμίας όταν δεν γινόταν αναφορά στην κρατική υπόσταση (Ρώμη, Ρωμαίοι) αλλά στην εθνική (το «γένος»). Ακόμα χαρακτηριστικότερα, ο Λέων Στ΄ Σοφός, αναφερόμενος στον εξελληνισμό των σλαβικών φύλων από τον πατέρα του Βασίλειο, γράφει στα Τακτικά:

Ταῦ­τα δὲ (τα σλα­βι­κά φύ­λα) ὁ ἡ­μέ­τε­ρος ἐν θεί­ᾳ τῇ λή­ξει γε­νό­με­νος πα­τὴρ καὶ αὐ­το­κρά­τωρ Ῥω­μαί­ων Βα­σί­λει­ος τῶν ἀρ­χαί­ων ἠ­θῶν ἔ­πει­σε με­τα­στῆ­ναι καὶ γραι­κώ­σας καὶ ἄρ­χου­σι κα­τὰ τὸν ῥω­μα­ϊ­κὸν τύ­πον ὑ­πο­τά­ξας καὶ βα­πτί­σμα­τι τι­μή­σας…[21]

Όπως επισημαίνει η Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου[22], εκτός από την υποταγή στο κράτος («κατὰ τὸν ρωμαϊκὸν τύπον ὑποτάξας») και τον εκχριστιανισμό («βαπτίσματι τιμήσας»), πραγματοποιείται και ο εξελληνισμός («γραικώσας»), που καταδεικνύει τη συνείδηση του αυτοκράτορα-συγ­γραφέα για την εθνική διάσταση της ελληνικότητας, παράλληλα με την κρατική και τη θρησκευτική. Καταδεικνύεται δε, για μία ακόμα φορά, η εκτεταμένη χρήση του όρου «Γραικός» και των παραγώγων του.


Ωστόσο, υπάρχουν βυζαντινολόγοι, όπως ο Σύριλ Μάνγκο, οι οποίοι επιχειρούν μια διαφορετική ανάγνωση του αποσπάσματος. Ο Μάνγκο ισχυρίζεται ότι το «γραικώσας» αναφέρεται απλώς στον εκχριστιανισμό των Σλάβων στην… ελληνική γλώσσα χωρίς να αφορά κάποιον συνειδητό «εξελληνισμό»[23]. [  ]

Στην ίδια λογική, ο Σ. Μάνγκο απορρίπτει όχι απλώς την ελληνικότητα των Βυζαντινών αλλά την ίδια τη συνείδηση της «ρωμαϊκότητάς» τους! Υποστηρίζει πως η ταυτότητα των Βυζαντινών ήταν απλώς «χριστιανική» [24] και δεν τους περνούσε διόλου από το μυαλό η ιδέα να αυτοχαρακτηριστούν Ρωμαίοι! Σε μια κριτική παρουσίαση του βιβλίου του, ο Στυλιανός Αλεξίου επισήμανε πως «η προσέγγιση είναι συχνά ασυνήθιστη όχι τόσο για τον Έλληνα (πράγμα που δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία) όσο γενικότερα για την απροκατάληπτη επιστημονική σκέψη»[25]:

Το αόριστο επιχείρημα του Mango, γιατί δεν συνέβη ανάλογος εξελληνισμός κατά την αρχαιότητα (και αυτό άλλωστε ανακριβές), είναι άσχετο από τη συγκεκριμένη μαρτυρία του Λέοντος. [ ] Η μία και μόνη λέξη γραικώσας, μάλιστα στη φάση των Μακεδόνων (όχι στην υστεροβυζαντινή), υπεραρκεί για να απορρίψει τη θεωρία του ισοτίμως πολυεθνικού Βυζαντίου[26].


ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Βλέπε Δημήτριος Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες για την Ταυτότητα των Βυζαντινών και των Ρωμιών σε Ελληνικές Πηγές», Πεμπτουσία,τ. 7, 8, 9, Δεκέμβριος 2001 – Νοέμβριος 2002, και Ηλίας Αναγνωστάκης, «Η θέση των ειδωλολατρών στο Βυζάντιο», στο Χρ. Μαλτέζου (επιμ.), Οι περιθωριακοί στο Βυζάντιο, ΙΓΧ, Αθήνα 1993, σσ. 25-47.

[2] Ευνάπιος, Άπαντα, Βίοι φιλοσόφων και σοφιστών, Αποσπάσματα ιστορικά, Κάκτος, Αθήνα 2001· Speros Vryonis, The Ghost of Athens in Byzantine and Ottoman Times, ανάτυπο από το Balkan Studies, 43, 1, Θεσσαλονίκη 2002, σσ. 13-17.

[3] «Πᾶν δὲ μάθημα παρὰ τῶν νοσούντων τὴν τῶν ἀνοσίων Ἑλλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν»· βλ. Απόστολος Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, τόμ. Α΄ (4ος-7ος αιών), εκδ. Κανάκη, Αθήνα 1997, σελ. 391· για τη σχετική διαμάχη, βλέπε το εμπεριστατωμένο άρθρο του Αναστασίου Φιλιππίδη «το “κλείσιμο” της Ακαδημίας Αθηνών το 529 μ.χ.», Ιούνιος 2007, http://www.parembasis.gr/2007/07_06_02.htm.

[4] Αγαθίας Σχολαστικός, Περὶ τῆς Ἰουστινιανοῦ Βασιλείας, εκδ. Dindorf L., Historici Graeci Minores, 2 τ., σ. 132-453., Λειψία, 1870-1871, (υπό έκδοσιν, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη)· Α. Φιλιππίδης, ό.π.

[5] Zosimus, Ἱστορία Νέα, εκδ. Imm. Becker, «Corpus Scriptorium historiae Byzantinae», Βόννη 1837, IV, 3· Vryonis, The Ghost of Athens…, ό.π., σσ. 21-27.

[6] Vryonis, The Ghost of Athens…, ό.π., σ. 23.

[7] Καρπόζηλος, ό.π., σσ. 388-396.

[8] Δ. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…»,ό.π., και Cumont, Franz, «Les Actes de S. Dasius», Analecta Bollandianna, τόμ. 16 (1897), σσ. 5-16, κυρίως σ. 12.

[9] Νι­κή­τα τοῦ Χω­νιά­του, X­ρο­νι­κὴ Δι­ή­γη­σις, εκδ. loannes Aloysius Van Dieten, Βερολίνο, Walter de Gruyter, 1975, σσ. 275-276.

[10] Constantine Porphyrogenitus, De Administrando Imperio, Gu. Moravcsik και R.J.H. Jenkins (επιμ.), Budapest 1949, σσ. 232-236.

[11] Οδ Λαμψίδης, Ο εκ Πόντου Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, Επιτροπή Ποντιακών Μελετών του περ. «Αρχείον Πόντου», Παρ. 13, Αθήναι 1982, σ. 114, όπου δημοσιεύονται όλες οι εκδόσεις του βίου του Οσίου.

[12] Βλ. Λαμψίδης, ό.π., σ. 446, και Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π.

[13] Ο όσιος Νίκων μετέβη αρχικώς στην Κρήτη, όταν ανακατελήφθη από τον Νικηφόρο Φωκά, το 961, και, μαζί με τον άγιο Ιωάννη τον Ξένο,προσπάθησε να επαναφέρει στον χριστιανισμό εξισλαμισθέντες Κρητικούς (για την έκταση του εξισλαμισμού των οποίων υπάρχουν έντονες διχογνωμίες).

[14] Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π.

[15] Θεοφάνης, Χρονογραφία, έκδ. Bonn. Α., 623· Κεδρηνός, Α΄, 796· πρβλ. και Γ. Κορδάτος, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμ. Α΄, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα 1959, σσ. 280-281· Αικατ. Χριστοφιλοπούλου, «Κρίσιμοι Χρόνοι», ΙΕΕ, ΕΑ, τόμ. Η΄, ό.π., σ. 28, και Ν. Σβορώνος, «Οικονομία – Κοινωνία», αυτόθι, σσ. 211-212. Σύμφωνα με τον Σβορώνο, οι εικονομάχοι αυτοκράτορες εξέφραζαν την ανερχόμενη στρατιωτική αριστοκρατία, ενώ η εξέγερση του Κοσμά είχε λαϊκό χαρακτήρα.

[16] Η προσωνυμία «Γραικός», σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Απολλόδωρο, όχι μόνο είναι ταυτόσημη με το «Έλλην» αλλά και αρχαιότερη. Βλ. Αριστοτέλης, Μετεωρολογικά, Αθήνα, Κάκτος 1994, 1:14· Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη, Α:7.3, http://www. mikrosapoplous.gr/texts1.htm. Πρβλ. Δ. Κωνσταντέλος, ό.π., και Παν. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, Αθήνα 1960.

[17] Βλ. Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π.

[18] Βλ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί…, ό.π., όπου και το απόσπασμα «Ἐκ τῶν κατ’ Ἀττήλαν» του Πρίσκου, σσ. 320-323.

[19] Καρπόζηλος, ό.π., σ. 323.

[20] Ο Στουδίτης, σε επιστολή του, καλεί τον Ναυκράτιο να μείνει πιστός «χά­ριν τῆς δό­ξης τοῦ Χρι­στοῦ ὑ­πὲρ οὗ δο­νεῖ­ται ἡ τα­πει­νὴ Γραι­κί­α μά­λα», ενώ σε άλλη επιστολή, στην ηγουμένη Ευφροσύνη της Μ. Κλουβίου, ομιλεί για στρατηγίες και δημαγωγίες «καὶ ἐν Ἀρμενίᾳ καὶ ἐν Γραικίᾳ». Σε επιστολή στον ασηκρήτι Στέφανο, αποκαλεί τον αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄ (775-780) αντίχριστο προ του Αντιχρίστου και αναφωνεί: «Ἀ­κού­σα­τε, πάν­τα τὰ ἔ­θνη, ἐ­νω­τί­σα­σθε πάν­τες οἱ κα­τοι­κοῦν­τες τὴν οἰ­κου­μέ­νην τί γέ­γο­νεν ἐν Γραι­κοῖς»: Θ. Στουδίτου, Ἐπιστολαὶ 145, 419, 458, εκδ. Georgios Fatouros, Theodori Studi­tae Epi­stulae, 2 τόμοι, Walter de Gruyter, Βερολίνο 1991, σσ. 261, 587, 652· Κωνσταντέλος, «Μαρτυρίες…», ό.π.

[21] PG 107, στ. 969.

[22] Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Βυζάντιο και Σλάβοι – Ελλάδα και Βαλκάνια (6ος– 20ός αιώνας), εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 100-102 και σημ. 147, 148.

[23] Cyril Mango, Βυζάντιο. Η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σ. 39.

[24] Ό.π., σ. 40.

[25] Στυλιανός Αλεξίου, Δημώδη Βυζαντινά,Στιγμή, Αθήνα 1997, σ. 173.

[26] Στ. Αλεξίου, ό.π., σ. 177.                                                                                                          





Η ιστορική συνέχεια των Ελλήνων (Β΄ Μέρος)


Ο Ιησούς Αναπεσών, έργο που αποδίδεται στον Πανσέληνο.

Βυζάντιο

του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του 1204, H διαμόρφωση του νεώτερου Ελληνισμού

Καθώς το Βυζάντιο περιορίζεται στα ελληνικά εδάφη μετά τον 11ο αιώνα και Σέρβοι, Βούλγαροι Αρμένιοι δημιουργούν πρωτοεθνικά κράτη ενώ απομακρύνεται χρονικά η ταύτιση Έλλην = ειδωλολάτρης και πολλαπλασιάζονται οι αναφορές στην ελληνική παιδεία, από τον Φώτιο και εφεξής, αρχίζει να χρησιμοποιείται, παράλληλα με το «Ρωμαίος» ή το «Γραικός», και το «Έλλην». Αρχικά ως προς την παιδεία, για να καταλήξει, μετά το 1204, και στους Έλληνες ως έθνος. Γράφει ο Π. Χρήστου:

Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική του σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθή πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνισι. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. [ ] Με την επανεμφάνισί του τώρα, για την δήλωσι καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό[1].

Ο συγγραφέας του 10ου αιώνα, Νικήτας Μάγιστρος, αναφέρεται στην καταγωγή του ως εξής: «Είμαστε Σπαρτιάτες από την πλευρά του πατέρα μας και Αθηναίοι από εκείνη της μητέρας μας»![2] Ο δε «ελληνολάτρης» Μιχαήλ Ψελλός επαινεί τον Ρωμανό Γ΄ διότι ήταν αναθρεμμένος «λόγοις ἑλληνι­κοῖς», ενώ αντίθετα ψέγει τον Μιχαήλ Δ΄, άμοιρο «παιδείας ἑλληνικῆς παντάπασιν»[3]. Αξίζει να προσέξουμε, εκατό χρόνια αργότερα, ένα απόσπασμα της Άννας Κομνηνής στην Αλεξιάδα το οποίο αναφέρεται στο ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε δημιουργήσει ο Αλέξιος: «Καὶ ἔστιν ἰδεῖν καὶ Λατῖνον ἐν­ταῦθα παι­δο­τρι­βού­με­νον καὶ Σκύ­θην ἑλ­λη­νί­ζον­τα καὶ Ῥω­μαῖ­ον τὰ τῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γράμ­μα­τα με­τα­χει­ρι­ζό­με­νον καὶ τὸν ἀ­γράμ­μα­τον Ἕλ­λη­να ὀρ­θῶς ἑλ­λη­νί­ζον­τα»[4]. Οι μορφωμένοι Βυζαντινοί, προερχόμενοι από τη διοικητική ή τη στρατιωτική γραφειοκρατία, είναι ακόμα «Ρωμαίοι» ως προς το κράτος αλλά Έλληνες ως προς την παιδεία· οι «Σκύθες», δηλαδή οι Σλάβοι, εξελληνίζονται, ενώ οι αγράμματοι άνθρωποι του λαού αποκαλούνται ήδη «Έλληνες».

Η αναφορά της Άννας Κομνηνής είναι εξαιρετικής σημασίας, διότι επιβεβαιώνει αυτό που ήδη τονίσαμε στην Εισαγωγή: Η «ελληνικότητα» των λαϊκών στρωμάτων είναι προγενέστερη εκείνης των «ελίτ». Και όμως, από ορισμένους ιστορικούς και διανοουμένους υποστηρίζεται πως η ελληνική συνείδηση αποτέλεσε μια «κατασκευή» των ανωτέρων κοινωνικών στρωμάτων, ιδιαίτερα κατά την Αυτοκρατορία της Νικαίας, η οποία και «εισήχθη» ή και επεβλήθη εν συνεχεία στα λαϊκά στρώματα. Αρκεί η παρατήρηση μιας «Ῥωμαίας», «τὰ τῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γράμ­μα­τα με­τα­χει­ρι­ζομένης», όπως η Άννα Κομνηνή, για να θέσει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις: Από τον 12ο αιώνα, πραγματοποιείται μια ώσμωση ανάμεσα στον λαό, που πιθανώς δεν είχε απολέσει ποτέ την ιδιαίτερη «ελληνική» του ταυτότητα και ήθη, και την ανώτερη τάξη, που δεν περιορίζεται πλέον στη συνείδηση ενός «Ρωμαίου» με ελληνική παιδεία, αλλά ενστερνίζεται και την «ελληνικότητα». Η σύνθεση θα ολοκληρωθεί μετά τη λατινική κατάκτηση και την εμφάνιση των Τούρκων.

Ο άγνωστος Αθηναίος σχολιαστής της Ρητορικής του Αριστοτέλους, αναφερόμενος σε λεηλασίες των Δανισμενιτών Τούρκων στη Μικρά Ασία, στα τέλη του 11ου αιώνα, εκφράζει τη συμπαράστασή του στους Έλληνες Μικρασιάτες: «δεῖ λοι­πὸν καὶ ἡ­μᾶς τοὺς Ἀ­θη­ναί­ους, ὅ­πως φρον­τί­ζω­μεν πῶς ἂν οἱ ἄλ­λοι Ἕλ­λη­νες δο­ξά­ζων­ται»[5]. Ο Νικήτας Χωνιάτης περατώνει την Ιστορία του με την Άλωση της Πόλης από τους «βαρβάρους Δυτικούς», διότι δεν μπορεί να δεχθεί να συνεχίζει τη συγγραφή, το «κάλλιστον εὕρημα τῶν Ἑλλήνων», περιγράφοντας βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων[6]. Τον 13ο αιώνα, ο Ιωάννης Βατάτζης (1222-1254), βασιλεύς της Νικαίας, στην επιστολή του στον πάπα Γρηγόριο Θ΄, υποστηρίζει πως «ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει…» και διεκδικεί τα απαράγραπτα δικαιώματά τους πάνω στην κατεχόμενη από τους Φράγκους και τους Λατίνους Κωνσταντινούπολη, με φράσεις για τους θεσμούς της πατρίδος και τα ιερά τεμένη πανομοιότυπες με εκείνες των αρχαίων Ελλήνων:

Οὐδέποτε παυσόμεθα μαχόμενοι καὶ πολεμοῦντες τοῖς κατάγουσι τὴν Κωνσταντινούπολιν. Ἢν γὰρ ἀδικοίημεν καὶ φύσεως νόμους καὶ πατρίδος θεσμοὺς καὶ πατέρων τάφους καὶ τεμένη θεῖα καὶ ἱερά, εἰ μὴ ἐκ πάσης τῆς ἰσχύος τούτων ἕνεκα διαγωνισόμεθα[7]. 


Ο διάδοχός του, Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258), θα αποκαλέσει την Αυτοκρατορία της Νικαίας «Ἑλληνικὸν» και «Ἑλλάδα», ταυτίζοντας ήδη την εθνική/κρατική υπόσταση με την ουσία της ελληνικότητας. Η Ελλάδα δεν είναι πλέον μια γεωγραφική περιοχή, ούτε καν η ελληνική χερσόνησος, αλλά το ελληνικό κράτος του Βυζαντίου και, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το κράτος της Νικαίας, έστω και αν η πρωτεύουσα βρίσκεται στην Ασία. Διαφοροποιείται μάλιστα από την Ευρώπη: «Σὺ δέ ποτ’ ἂν ἐκ τῆς Εὐρώπης ἀνέλθῃς εἰς τὴν Ἑλλάδα». Επιπλέον, ο Λάσκαρις μιλάει για ελληνικό γένος –«ἁπασῶν γλωσσῶν τὸ ἑλληνικὸν ὑπέρκειται γένος»– και διεκδικεί την πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, που έχουν εφεύρει τη φιλοσοφία και την επιστημονική γνώση, έναντι των απαιδεύτων Λατίνων: «Πᾶ­σα τοί­νυν φι­λο­σο­φί­α καὶ γνῶ­σις Ἑλ­λή­νων εὕ­ρε­μα. [ ] Σὺ δέ, ὦ Ἰ­τα­λέ, τί­νος ἕνεκεν ἐγκαυχᾷ;»[8]. Τα κείμενα αυτά θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και πολλούς αιώνες αργότερα, διότι η εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, έχει ήδη διαμορφωθεί.

Ο Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγος, μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1261 διετύπωνε τη «Μεγάλη Ιδέα» της ανασύστασης του βυζαντινού κράτους, ο δε Νικηφόρος Βλεμμύδης, τον ίδιο αιώνα, θα αναφέρεται στην «ἑλληνίδα ἐπικράτειαν»[9] και «ο Δημήτριος Κυδώνης, στα τελευταία του έργα, χρησιμοποιεί τη λέξη Ελλάς ως ισοδύναμη της λέξεως Βυζάντιον»[10].

Ο Θεόδωρος Μετοχίτης. Φωτ ΑΡΧΕΙΟΥ

Ο σημαντικότερος λόγιος των αρχών του 14ου αιώνα, ο Θεόδωρος Μετοχίτης, υποστηρίζει πως οι Βυζαντινοί «ανήκουν στο ίδιο γένος και έχουν την ίδια γλώσσα και πολιτισμό» με τους αρχαίους Έλληνες[11].

 Παρ’ ότι συχνά υποστηρίζεται πως την προσωνυμία «Έλληνες» χρησιμοποιούσαν μόνον οι λόγιοι και οι πολιτικοί και καθόλου οι κληρικοί και οι μοναχοί –οι οποίοι επέμεναν περισσότερο στα παραδοσιακά στερεότυπα, που χαρακτήριζαν τους «Έλληνες» εθνικούς–, ωστόσο πληθαίνουν οι αναφορές και αυτών στην «Ελλάδα».

 Ο αδελφός του Νικήτα Χωνιάτη, Μιχαήλ Χωνιάτης (Ακομινάτος), που ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο της Αθήνας το 1182, κατά την ενθρόνισή του, στον «ἐμβατήριο» λόγο του, υμνεί τους σύγχρονούς του Αθηναίους ως άμεσους απογόνους των αρχαίων· η Αθήνα δεν διατήρησε μόνο το όνομα της αρχαίας πόλης αλλά και την ταυτότητά της[12]. Ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Κύπριος, αναφερόμενος στην Καππαδοκία, την ιδιαίτερη πατρίδα του αγίου Γεωργίου, λέει πως «τοὺς οἰ­κή­το­ρας ἐ­φά­νη πλου­τί­σα­σα τὸ ἀ­νέ­κα­θεν Ἕλ­λη­νας, γέ­νος ἀ­φω­σι­ω­μέ­νον τῇ τῶν λό­γων φύ­σει», ενώ, μιλώντας για την πατρίδα του την Κύπρο, την οποία κατείχαν οι Λουζινιάν, διερωτάται μέχρι πότε οι Έλληνες θα παραμένουν υπόδουλοι στους βάρβαρους Ιταλούς: «ἕ­ως οὔ­πω βαρ­βά­ροις ἔ­λα­χεν Ἰ­τα­λοῖς τὸ ἐ­κεῖσε δου­λεύ­ειν Ἑλ­λη­νι­κόν;»[13]. Στη Θεσσαλονίκη, επίκεντρο της παλαιολόγειας, ελληνοκεντρικής αναγέννησης του 14ου αιώνα, οι αναφορές των κληρικών γίνονται πυκνότερες. Ο Νικόλαος Καβάσιλας Χαμαετός, απευθυνόμενος στον πατέρα του, θα μιλήσει για τους «ἐν ὑ­μῖν Ἕλ­λη­νας», «τὸ κo­ι­νòν τοῦ­το πά­σης Ἑλ­λά­δος», «τῶν νῦν ἁ­παν­τα­χοῦ τῆς ἡ­με­τέ­ρας Ἑλ­λή­νων»[14]. Ο αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ισίδωρος, με μια σχεδόν σύγχρονη ευαισθησία, θα αναγάγει, υπερθεματίζοντας, τους αρχαίους Έλληνες σε πρότυπο συμπεριφοράς και αλληλεγγύης, οι οποίοι δεν ήταν άρπαγες και έδειχναν συμπόνοια για τους φτωχούς, σε αντίθεση με τους συγχρόνους του, που αρνούνταν να ενισχύσουν τους ενδεείς αδελφούς τους. Από τους Έλληνες ειδωλολάτρες, στους Έλληνες ως πρότυπο[15].

Ακόμα και ο τόσο συκοφαντημένος ως «ανθέλλην», Γεννάδιος, δεν ξεφεύγει από τη γενική τάση της «ελληνοποίησης». Όπως αναφέρει ο Σπύρος Βρυώνης, που μελέτησε  το σύνολο των οκτώ τόμων του εκδοθέντος έργου του, στον Α΄, Δ΄ και Ζ΄ τόμο, όπου περιλαμβάνονται κείμενα σχετιζόμενα με το θέμα, οι Έλληνες αναφέρονται δεκαπέντε φορές με αυτή την ονομασία και μόνον επτά με το όνομα Ρωμαίοι. Και, μάλιστα, διακρίνει τους αρχαίους Έλληνες από τους συγχρόνους του: «…Ἑλλήνων… τῶν  παλαιοτέρων, οὔτε τῶν ἐπ’ ἐμοῦ», ενώ οι καταστροφές που έπληξαν τους Βυζαντινούς οφείλονται στην «κακὴ τῶν Ἑλλήνων τύχη», ενώ, ακόμα και σε σχέση με τον μεγάλο αντίπαλό του Πλήθωνα, γράφει πως, παρά τις αντιθέσεις τους, τον σέβεται τόσο ο ίδιος όσο και οι σύγχρονοι Έλληνες, «τοῖς νῦν Ἕλλησιν»![16] Οι πολυάριθμες αναφορές του Γενναδίου στους Έλληνες είναι προσιτές στους ερευνητές –ιδιαίτερα ο καθηγητής Σπύρος Βρυώνης επιμένει σε αυτές σε πληθώρα κειμένων του– και όμως αποσιωπώνται συστηματικά.   [   ]

Από τη Ρωμανία λοιπόν θα αναδυθεί ο ελληνικός κόσμος. Οι ανάλογες αναφορές του Πλήθωνα ή του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δύο αιώνες αργότερα, αποτελούν πλέον κοινό τόπο για τη βυζαντινή-ελληνική συνείδηση. Ο Γεώργιος Γεμιστός-Πλήθων τονίζει προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο ότι οι άνθρωποι των οποίων ηγείται είναι «Ἕλ­λη­νες τὸ γέ­νος ὡς ἥ τε φω­νὴ καὶ ἡ πά­τριος παι­δεί­α μαρ­τυ­ρεῖ», ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης απαιτεί να αντικατασταθεί πλήρως η ρωμαϊκή με την ελληνική εθνική προσηγορία, ενώ πλέον αποκαλεί Ρωμαίους τον πάπα («Ῥωμαίων άρχιερέα») και την αυτοκρατορία των Αψβούργων («Ῥωμαίων βασιλεία»)· ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θα είναι πλέον «βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων», όπως θα αναγορεύει στο εξής τους αυτοκράτορες ο Ιωάννης Αργυρόπουλος[17].

Τέλος, οι Δυτικοί, Φράγκοι και Λατίνοι, παρόντες πλέον στην ελληνική Ανατολή, αποδίδουν στα ελληνικά το πατροπαράδοτο Graeci ως Έλληνες, όπως δείχνει το σχετικό χωρίο του Χρονικού του Μορέως:

Διαβάντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ῥωμαῖοι

Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτω τοὺς ὀνομάζαν,

πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκόμα τὸ κρατοῦσιν–

ἀπὸ τὴν Ῥώμην ἐπήρασι τὸ ὄνομα τῶν Ῥωμαίων[18].

Μετά την Άλωση, το 1619, ο επίσκοπος Μυρέων Ματθαίος, ως εάν να ήθελε να κλείσει οριστικώς το ζήτημα, θα κατορθώσει να περιλάβει και τις τρεις ονομασίες σε… τρεις στίχους:

Ἀλλοίμονον, ἀλλοίμονον ’ς τὸ γένος τῶν Ῥωμαίων. [ ]

Ὤ, πῶς ἐκαταστάθηκε τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων. [ ]

Σ’ ἐμᾶς εἰς ὅλους τοὺς Γραικοὺς νὰ ἔλθῃ τούτ’ τὴν ὥρα[19].


ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Παναγιώτης Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων (α΄ έκδ. 1960), β΄ έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 129.

[2] «Καὶ ἡμεῖς, ὦ φιλότης, Σπαρτιᾶται μὲν πρὸς πατρὸς, Ἀθηναῖοι δὲ πρὸς μητρὸς γεγονότες», Nicétas Magistros, Lettres d’ un exilé, εκδ. L. G. Westerink, Παρίσι 1937, σ. 57·  Speros Vryonis, The Ghost of Athens…, ό.π., σ. 35.

[3] Βλ. Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία, εκδ. Κανάκη, Αθήνα 2004, τόμ. Α΄, κεφ. Γ΄, «Ρωμανός», σ. 116, και κεφ. Δ΄, «Μιχαήλ», σ. 172.

[4] Βλέπε Άννα Κομνηνή, Αλεξιάς, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1990, τόμ. Β΄, σ. 232.

[5] Βλ. Κ.Ν. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Βενετία – Παρίσι, 1872-1894, τόμ. 7, σ. ιγ΄.

[6] «Πῶς ἂν εἴ­ην ἐ­γὼ τὸ βέλ­τι­στον χρῆ­μα, τὴν ἱ­στο­ρί­αν, τὸ κάλ­λι­στον εὕ­ρη­μα τῶν Ἑλ­λή­νων, βαρ­βα­ρι­καῖς κα­θ’ Ἑλ­λή­νων πρά­ξε­σι χα­ρι­ζό­με­νος;». Βλ. Ν. Σβορώνου, Ανάλεκτα, ό.π.,σσ. 154-155.

[7] «Τοῦ ἀοιδήμου βασιλέως κυροῦ Ἰωάννη τοῦ Δούκα πρὸς τόν τε Πάπαν Γρηγόριον», εκδ. Ιω. Σακελλίωνος, Αθήναιον 1 (1872), σσ. 372-378.

[8] Χριστιανική Θεολογία 7, 3, εκδ. Χ. Κρικώνη, Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 141-142.

[9] Δημοσθένης Δανιηλίδης, Η νεοελληνική κοινωνία και Οικονομία, Λιβάνης, Αθήνα 1985, σ. 42.

[10] Στήβεν Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία,εκδ. Μπεργαδή, Αθήνα 1979, τόμ. Α΄,σσ. 265-267, καιS. Runciman, «Byzantine and Hellene in the Fourteenth century», στο Γ. Μιχαηλίδης-Νουάρος (επιμ.), Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου επί τη εξακοσιετηρίδι της Εξαβίβλου αυτού (1345-1945), Θεσσαλονίκη 1952. Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης 6.

[11] «… Οἱ καὶ τοῦ γένους ἐσμέν καὶ τῆς γλώττης αὐτοῖς, κοινωνοὶ καὶ διάδοχοι»· βλ. Theodorus Metochites, Miscellanea philosophica et historica, εκδ. C. Muller, Άμστερνταμ 1966, σ. 595· Speros Vryonis, «Introductory Remarks on Byzantine Intellectuals and Humanism», ΣΚΕΨΙΣ 2, Αθήνα-Ολυμπία 1991, σσ. 116-117.

[12] Μιχαήλ του Ακομινάτου του Χωνιάτου τα σωζόμενα, επιμ. Σπυρίδωνος Λάμπρου, Αθήνα 1879, τ. Α΄, σ. 93· S. Vryonis, «Introductory Remarks …», ό.π., σσ. 122-125.

[13] PG 142, στ. 20 και 304· βλ. P. Gounaridis, «Η εξέλιξη της ταυτότητας των Ελλήνων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία», Byzance et hellénisme, ό.π., σ. 65.

[14] Ν. Καβάσιλας, «Ἐπιστολὴ εἰς τὴν Αὐτοκράτειραν Ἄνναν»· «Ἐγκώμιον εἰς τὸν ἔν-δοξον τοῦ Χριστοῦ μεγαλομάρτυρα καὶ θαυματουργὸν καὶ μυροβλύτην Δημήτριον», λόγος ζ΄, Μs. gr., Παρίσι 1213, f. 301, f. 47· Oreste Tafrali, Thessalonique au quator-zième siècle, Libr. Paul Geuthner, Παρίσι 1913, ανατ. ΙΜΧΑ, Θεσ/νίκη 1993, σ. 157.

[15] Ισίδωρος, «Ὁμιλία εἰς τὸ εὐαγγέλιον τὸ ἐπορεύετο ὁ Ἰησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν», Ms. gr., Παρίσι 1192, f. 238, και O. Tafrali, ό.π., σ. 157.

[16] Oeuvres complètes de Gennade Scholarios, εκδ. L. Petit, M. Jugie, X.A. Sidérides, Παρίσι 1928-1936, τ. Δ΄, αντίστοιχα στις σελίδες. 492, 3, 2· βλ. Speros Vryonis, «Recent Scholarship on Continuity and Discontinuity of Culture; Classical Greeks, Byzantines, Modern Greeks», στο Byzantina kai Metabyzantina, Undema Publ., Μαλιμπού, Καλιφόρνια 1978, σσ. 237-256· του ιδίου, «The Byzantine Patriarchate and Turkish Islam», Byzantinoslavica LVII (1996), σσ. 89· του ιδίου, «Introductory Remarks…», ό.π., σσ. 119-120· περισσότερα, στο Speros Vryonis, «Byzantine Cultural Self-Consciousness in the Fifteenth Century », στο Slobodan Ċurčiċ – Doula Mouriki (επιμ.), The Twilight of Byzantium, Aspects of Cultural and Religious History in the Late Byzantine Empire,Princeton 1991, ανάτυπο, σσ. 7-17.

[17] Βλ. «Τοῦ σο­φω­τά­του καὶ λο­γι­ω­τά­του κυ­ροῦ Ἰ­ω­άν­νου δι­δα­σκά­λου τοῦ Ἀρ­γυ­ρο­πού­λου, Μο­νῳ­δί­α εἰς τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Ἰ­ω­άν­νην τὸν Πα­λαι­ο­λό­γον» και «Βα­σι­λι­κὸς ἢ πε­ρὶ βα­σι­λεί­ας, πρὸς τὸν αὐ­το­κρά­το­ρα Κων­σταν­τῖ­νον τὸν Πα­λαι­ο­λό­γον», Σπ. Λάμ­προς, Ἀρ­γυ­ρο­πού­λεια, Α­θή­να 1910: Μη­δε­νὸς δὲ ἀ­φι­στά­με­νος τῶν ὅ­σα πρὸς τὴν τῶν Ἑλ­λή­νων ἐ­λευ­θε­ρί­αν τεί­νει (σ. 5), ὢ κοι­νῆς εὐ­ζω­ί­ας ἐ­κεί­νης, ᾗ τό­τε μὲν ἀ­γα­θῇ τύ­χῃ ξυ­νῆ­μεν ἅ­παν γέ­νος Ἑλ­λή­νων (σ. 5), ὢ τῆς Ἑλ­λά­δος ἥ­λι­ε βα­σι­λεῦ (σ. 7), σοῦ τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­γα­θῇ τύ­χῃ νυ­νὶ βε­βα­σι­λευ­κό­τος (σ. 29), ὁ Θε­ὸς Ἑλ­λή­νων ἀ­νέ­δει­ξε βα­σι­λέ­α (σ. 45).

[18] Χρονικὸν τοῦ Μορέως, επιμέλεια Π. Καλονάρος, Αθήνα 1940 [ανατύπωση Εκάτη], στ. 794 κ.ε. Βλ. επίσης Αδαμάντιος Ι. Αδαμαντίου, Τα Χρονικά του Μορέως. Συμβολαί εις την Φραγκοβυζαντινήν Ιστορίαν και Φιλολογίαν, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος, τόμ. 6, 24 Μαΐου 1906, επανέκδ. Πελεκάνος, Αθήνα 2003.

[19] Βλ. Επίσκοπος Μυρέων, Ματθαίος, «Άλωσις Κωνσταντινουπόλεως», στο Γεωργίου Ζώρα, Βυζαντινή ποίησις, ΒΒ, αρ. 1, Αθήνα ά.χ.,στ. 2359, 2361, 2454, σσ. 208, 210.


Η άρνηση της συνέχειας του ελληνικού έθνους (Μέρος Γ΄)


Εκεί σαν μπω, μες σ’ εκκλησία των Γραικών…

ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,

στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Κ.Καβάφης,  Στην εκκλησία


του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του, Η αποστασία των διανοουμένων, Εναλλακτικές Εκδόσεις 2012.

Η νεώτερη εθνοαποδομητική ιστοριογραφία κυριάρχησε στους πανεπιστημιακούς και ακαδημαϊκούς χώρους, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, προπαντός κατά την εικοσαετία –1990-2010–, την εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Αυτή η σχολή σκέψης επιδιώκει να αποδείξει πως δεν υπάρχει ιστορική συνέχεια των σημερινών Ελλήνων ως έθνους, από την αρχαιότητα, το Βυζάντιο, αλλά ακόμα και από την Τουρκοκρατία το νεώτερο ελληνικό έθνος αποτελεί, κατ’ αυτήν, ένα καινοφανές ιστορικό δημιούργημα. Κατά συνέπεια, και η επανάσταση του ’21 δεν αποτελεί τον ξεσηκωμό ενός πανάρχαιου έθνους με στόχο την απελευθέρωσή του και την κατάκτηση μιας αυτόνομης κρατικής υπόστασης, αλλά συνιστά, στην πραγματικότητα, την καταστατική πράξη της εθνογένεσης του νεώτερου ελληνισμού.

Συναφώς, η νέα ιστοριογραφία πρέπει να αποδομήσει την έννοια της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων –, προϋπόθεση για τη μεταβολή του ’21 και του ελληνικού κράτους σε αφετηρία της εθνογένεσής τους, και να ερμηνεύσει την εθνική απελευθέρωση των Ελλήνων όχι ως ενδογενές αίτημα της ελληνικής κοινωνίας –μια και δεν υπάρχει «συνέχεια»– αλλά ως αντανάκλαση και επίδραση της γαλλικής Επανάστασης και του νεώτερου ευρωπαϊκού εθνικισμού.

*****

Κατά την περίοδο που προηγείται της Επαναστάσεως του 1821, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θεωρούσε τον νεώτερο ελληνισμό συνέχεια του Βυζαντίου, την δε Κωνσταντινούπολη ως την ιστορική πρωτεύουσα του έθνους και «κληρονόμο» της αρχαίας Αθήνας. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος αποτελεί καθολικό σύμβολο του γένους και οι μεγάλοι Βυζαντινοί αυτοκράτορες παίρνουν τη θέση τους δίπλα στους ήρωες της αρχαιότητας και τον Αλέξανδρο. Ακόμα και στην ελληνική εισαγωγή της ανώνυμης μετάφρασης του έργου του Μοντεσκιέ, Considérations sur les causes de la grandeur et de la décadence des Romains, που κυκλοφόρησε το 1734 και ίσως έθεσε τη θεμέλιο λίθο της αντιβυζαντινής προκατάληψης του Διαφωτισμού, διαβάζουμε το 1795, μεσούσης της γαλλικής Επανάστασης, παρατηρήσεις που διατηρούν μια αρυτίδωτη επικαιρότητα:

καθέκαστος, ὑποθέτω, ἠξεύρει, ὅτι ἐστάθη ποτὲ Γραικικὸν Βασίλειον (ἡ βυ­ζαντινὴ Αὐτοκρατορία), ὅτι ἠχμαλωτίσθη καὶ ὅτι ἐκ τοῦ τότε ἐσκλαβώθημεν, διεσκορπίσθημεν καὶ εὑρισκόμεθα εἰς τὴν κατάστασιν, ὁποὺ εὑρισκόμεθα. Πλὴν ἐξέτασε τὶς τὴν ἀρχὴν τούτου τοῦ Βασιλείου; ἐξέτασε τὶς τὴν πρόοδόν του; ἐξέτασε τὶς τὰς μεταβολάς του; ἐξέτασε τὶς τέλος πάντων τὰς αἰτίας τοῦ ἀφανισμοῦ του;[1]

Ο Δημητράκης Καταρτζής, ο δάσκαλος του Ρήγα, στη «Συμβουλή στους νέους», θα διατυπώσει ένα «μανιφέστο» τόσο της διαχρονικής ενότητας του ελληνισμού, όσο και της δημιουργικής αναχώνευσης των οθνείων παραδόσεων:

… ἀφ’ οὗ ἕνας Ρωμηὸς συλλογιστῆ μία φορᾷ πὼς κατάγεται ἀπὸ τὸν Περικλέα, Θεμιστοκλέα καὶ ἄλλους παρόμοιους Ἕλληνες, ἢ ἀπτοὺς συγγενεῖς τοῦ Θεοδόσιου, τοῦ Βε­λισάριου, τοῦ Ναρσῆ, τοῦ Βουλγαροκτόνου, τοῦ Τζιμισκῆ κ’ ἄλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ἢ ἕλκει τὸ γένος του ἀπὸ κανέναν ἅγιο, ἢ ἀπὸ κανέναν τοῦ συγγενῆ, πῶς νὰ μὴν ἀγαπᾷ τοὺς ἀπογόνους ἐ­κείνων κ’ αὐτωνῶν τῶν μεγάλων ἀνθρώπων; [ ]

Ὤντας λοιπὸν κ’ ἐμεῖς ὅπωσουν ἕνα ἔθνος, κ’ ἔχωντας πατρίδα φίλον ἔδαφος, πρέπει νὰ ’χουμε οἰκείαις ἰδέαις ποὺ μας τεριάζουν, ἡ ὁποίαις κ’ εἲν’ ἄλλαις κ’ ἀλλοιώτικαις ἀπὸ τῆς τούρκικαις, ἰταλικαὶς ἢ φραντζέζικαις, καὶ γιὰ τοῦτο χαρακτηρίζωντας τὸ ἔθνος μας πρέπει νὰ σπουδάζ’ ἕνας Ρωμηὸς χριστιανὸς νὰ τῆς ἀποχτᾷ [  ]. Λοιπὸν κ’ ὅσοι μαθαίνουν ἀποὺ μας ξενικαὶς γλώσσαις, καὶ τρόπον τινὰ μὲ τοῦτο ἀποδημοῦν σ’ ἄλλα ἔθνη, δὲν πρέπει ναπομένουνε εἰς αὐτὰ καὶ ναρνιοῦνται τὴν πατρίδα τους, νὰ λειποτακτοῦν καὶ νὰ καταδικάζουνται μοναχοί τους σὲ ἀειφυγία, ἀλλὰ πάλε νὰ γυρίζουν στὸν τόπο τους, ὃ ἐστὶ παραβλέποντας τῆς ἄλλαις ἰδέαις, νὰ οἰκειοποιοῦνται τῆς ἰδέαις ποὺ τεριάζουν στὸ ἔθνος τους καὶ τὸ ὠφελοῦν, κ’ ἐκείναις μοναχὰ νὰ δοξάζουν καὶ νὰ ’χουν πάντα στὸ στόμα τους ἣ νὰ τῆς γράφουν καὶ νὰ τῆς μεταδίδουνε μὲ τὴν πέννα[2].

Τουναντίον, η αντίληψη του δυτικού διαφωτισμού υπήρξε κατ’ εξοχήν απορριπτική και υποτιμητική για το Βυζάντιο, αντίληψη την οποία εν μέρει ασπάστηκαν και αρκετοί Έλληνες λόγιοι και διαφωτιστές[3]: Ο Βολταίρος θεωρούσε τη Βυζαντινή Ιστορία «ιστορία… αφανών ληστών» και «όνειδος της γης»[4].

Έτσι, υπό την επιρροή των αντιλήψεων του δυτικού διαφωτισμού, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ένα νέο ρεύμα εμφανίζεται, επηρεασμένο από τη δυτική σκέψη, το οποίο, μετά τον Μοντεσκιέ και τον Γίββωνα[5], θεωρεί το Βυζάντιο εποχή παρακμής και αμφισβητεί κάθε σχέση συνέχειας των νεώτερων Ελλήνων μαζί του: Οι Έλληνες, από τη Χαιρώνεια και μετά ή, στην καλύτερη περίπτωση, μετά την Πύδνα και το 146 π.Χ., είναι υπόδουλοι στις αυτοκρατορίες που κυριάρχησαν στον ελληνικό χώρο, τους Μακεδόνες, τους Ρωμαίους, τους οποίους ακολούθησαν οι Βυζαντινοί, και εν τέλει στους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη ενισχύεται και από τη σύγκρουση ορισμένων λογίων με την Εκκλησία, η οποία λειτουργεί ως κληρονόμος του Βυζαντίου.

Αυτό το σχήμα έμελλε να ενισχυθεί στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια[6]. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Κωνσταντίνος Σχινάς, θα μιλήσει, το 1837, κατά την εγκαθίδρυση του Πανεπιστημίου, για την «Ελλάδα [ ] μεταβάσα ως κληροδότημα τρόπον τινά υπό το σκήπτρον των διαδόχων της Ρωμαϊκής παντοκρατορίας Βυζαντινών αυτοκρατόρων»[7], ενώ ο πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Ι. Ρίζος Νερουλός, το 1841, θα επανέλθει: «Η βυζαντινή ιστορία είναι… μακροτάτη σειρά πράξεων μωρών, και αισχρών βιαιοτήτων του εις το Βυζάντιον μετεμφυτευθέντος Ρωμαϊκού κράτους. Είναι στηλογραφία επονείδιστος της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων»[8]. Εξ άλλου, κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της Βαυαροκρατίας, τα βυζαντινά κτήρια που βρίσκονταν πάνω σε αρχαία ερείπια γκρεμίζονταν[9].

Ο Νικόλαος Σαρίπολος, στον εναρκτήριο λόγο του στο Πανεπιστήμιο, το 1848[10], θα θεωρήσει πως, μετά τη μάχη της Χαιρωνείας, «πέπλος μέλας δουλείας επισκιάζει την Ελλάδα, εποχή μακράς καταστροφής, εποχή άγονος. Τους Μακεδόνας διαδέχονται οι Ρωμαίοι, τους Ρωμαίους οι βάρβαροι του Βορρά, τούτους δε οι αιμοχαρείς της Κασπίας περίοικοι». Έργο των νεωτέρων Ελλήνων είναι να γεφυρώσουν «τα δύο διεστώτα», «αποστρέφοντες τους οφθαλμούς του αναμέσον χάσματος»[11], ενός χάσματος που διετηρήθη για τουλάχιστον δεκαέξι αιώνες.

Ο Στέφανος Κουμανούδης, καθηγητής της Λατινικής Φιλολογίας, θα υποστηρίξει, το 1853, πως υπήρξε μεν «έθνος Ελληνικόν καθ’ όλον τον μέσον αιώνα», αλλά «εις αμάθειαν περιπεσόν ελεεινήν, υπείκεν εις τα δεσποτικά δόγματα της Καισαρικής αρχής [του Βυζαντίου][ ]. Αίσθησις πολιτικής υπάρξεως έλειπεν εν τω λαώ ή εκοιμάτο ύπνον βαθύν». Η επανεμφάνιση των Ελλήνων, συναρτάται εδώ, στον Κουμανούδη, απ’ ευθείας με τη Δύση, «ειμή αφού, και της μεγίστης συμφοράς επελθούσης, της υπό των Τούρκων αλώσεως του Βυζαντίου, ανεγεννήθησαν τα Ελληνικά γράμματα εν τη Δύσει». Το δε νεώτερο ελληνικό κράτος, της εποχής του Κουμανούδη, είναι το… μεγαλύτερο της ελληνικής ιστορίας, διότι περιέλαβε «ει μη πάσας, τόσας όμως Ελληνίδας χώρας, όσας ουδέποτε τούτω τω ονόματι»[12].

Αυτή την αντίληψη υποδαύλιζε, αν δεν την κατασκεύασε, η αγγλική «προστασία», που επεδίωκε να μείνει η Ελλάδα καθηλωμένη στη Μελούνα, η δε Αθήνα να καταστεί αντίπαλος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το «αυτοκέφαλον» της ελλαδικής Εκκλησίας. Η επικέντρωση στην αρχαία πόλη-κράτος των Αθηνών μεταβάλλεται σε οιονεί πρόκριμμα για την «πόλη-κράτος» της Μελούνας – η οποία δεν συνιστά απειλή για τα δυτικά συμφέροντα, σε αντίθεση με τη «Μεγάλη Ιδέα» και την «Αυτοκρατορία», η οποία, με επίκεντρο την Κωνσταντινούπολη, θα αναβίωνε το ανταγωνιστικό προς τη Δύση, Βυζάντιο[13].

Ο Διονύσιος Ζακυθηνός, μόλις το 1974, επιχειρεί να εξηγήσει το φαινόμενο της ολοκληρωτικής απόρριψης του Βυζαντίου μετά τη δημιουργία του νεώτερου ελληνικού κράτους:

Ως ήτο φυσικόν, οι Έλληνες και παλαιότερον, αλλά εντόνως κατά την εποχήν ταύτην, είχον σταθή διστακτικοί και είχον διχασθή μεταξύ δύο φωτεινών κέντρων της παραδόσεως, δύο μεγάλων περιόδων της ιστορίας, δύο συμβόλων, του Παρθενώνος και της Αγίας Σοφίας. Εις τον διχασμόν τούτον παρενεβάλλετο, άλλοτε συμπορευομένη και άλλοτε εναντιουμένη προς την παράδοσιν, η από μακρού παρατηρουμένη ισχυρά έλξις προς την «πεφωτισμένην Ευρώπην». Οι υπέρμαχοι της Αρχαιότητος συνέδεον αμέσως τα δύο άκρα, τους κλασσικούς χρόνους και την αναγεννωμένην διά της Επαναστάσεως Ελλάδα, παρεγνώριζον δε και αυτήν την ουσίαν της Βυζαντινής Ιστορίας και υπετίμων την οικουμενικήν πολιτικήν του Βυζαντινού Ελληνισμού[14].

Ωστόσο, ακόμα και στο αρχαιόπληκτο νεοελληνικό κράτος, η αντίληψη της ιστορικής συνέχειας ήταν ούτως ή άλλως αυτονόητη για τους αγωνιστές της Επανάστασης και τον λαό, και αδιαμφισβήτητη στην εκκλησιαστική παράδοση. Εξάλλου όλες οι τάσεις αποδέχονταν τη συνέχεια του ελληνικού έθνους. Απλώς οι αρχαιόπληκτοι αντιβυζαντινιστές απέρριπταν την πολιτειακή συνέχεια, σε αντίθεση με τη σύγχρονη αποδομητική σχολή, η οποία, ταυτίζοντας την εθνική συνέχεια με την κρατική, απορρίπτει και την πρώτη.

Το γεγονός που θα πυροδοτήσει την αντίστροφη κίνηση, και έμελλε να υπονομεύσει εκ των ένδον το ιδεολόγημα του «ανθελληνικού Βυζαντίου», υπήρξε η παρέμβαση Φαλμεράυερ και η έκδοση των βιβλίων του, κατά την περίοδο 1830-1860[15]. Διότι, εάν όντως οι Έλληνες είχαν υποταχθεί για δεκαέξ αιώνες, τι απαγόρευε την παντελή εξαφάνισή τους κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, όπως υποστήριζε ο Φαλμεράυερ; [«Το γένος των Ελλήνων ξεριζώθηκε τελείως από την Ευρώπη. [ ] Είναι Σκυθικοί Σλάβοι, ιλλυρικοί Αρναούτες, απόγονοι βορείων λαών, ομόφυλοι των Σέρβων, των Βουλγάρων, των Δαλματών και των Μοσχοβιτών, αυτοί τους οποίους σήμερα ονομάζουμε Έλληνες»[16].]

Φαλμεράυερ και Παπαρρηγόπουλος

Η προσπάθεια των Ελλήνων λογίων και ιστορικών να απαντήσουν στον Φαλμεράυερ, τους έφερε για πρώτη φορά αντιμέτωπους με την ανάγκη διερεύνησης του ζητήματος της ταυτότητας του μεσαιωνικού ελληνισμού και κατ’ επέκτασιν του ζητήματος της διαχρονικότητάς του. Το 1843, θα εγκαινιάσει το ιστορικό του έργο ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με τη δημοσίευση της μελέτης του, Περί της εποικήσεως Σλαβικών τινων φυλών εις την Πελοπόννησον[17]. Με τη μελέτη του, ο «εθνικός μας ιστοριογράφος» (κατά Δημαρά) εγκαινιάζει το έργο που επρόκειτο να θεμελιώσει τη σύγχρονη αντίληψη για την ιστορία του ελληνισμού,:

Καλή και αναγκαία είναι η σπουδή της αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, αλλά παρορώντες την των μετέπειτα αιώνων, των οποίων, ούτως ειπείν, είμεθα άμεσα τέκνα, δεν είναι κίνδυνος μήπως ακούσωμεν να μας αφομοιώσωσι με τους δυστυχείς νόθους, οίτινες, αισχυνόμενοι ν’ αναφέρωσιν, ή αγνοούντες, τους πατέρας των, ανατρέχουσιν ακαταπαύστως εις τους πάππους και τους προπάππους αυτών;[18]

Το 1852, θα εκδοθεί το βιβλίο-σταθμός του Σπυρίδωνα Ζαμπέλιου, Άσματα δημοτικά της Ελλάδος, όπου θα διατυπώσει, το πρώτον, με ευκρίνεια, το σχήμα της τριμερούς υφής του ελληνισμού, το οποίο και θα επεξεργασθεί περαιτέρω στο επόμενο βιβλίο του[19]. Ο Ζαμπέλιος θα αναζητήσει στον μεσαιωνικό τις ρίζες του νεώτερου ελληνισμού, οι οποίες αναβλύζουν «υπόγειοι και αδιόρατοι εξ αυτής της θείας ενανθρωπήσεως. Αναπηδώσιν εις την επιφάνειαν της γης επί Κωνσταντίνου και Θεοδοσίου. Ζητούσι τον ευθύτερον και συμφορώτερον δρόμον από Λέοντος του Θρακός άχρι Λέοντος του Ισαύρου, και δεν ορμώσιν ακατάσχετοι πλέον ή εις τας ημέρας Βασιλείου του Μακεδόνος και των διαδόχων του, ιθυτενώς έκτοτε προς την σύγχρονον παλιγγενεσίαν μας ευθυπορούσαι»[20]. Στον αντίποδα των απόψεων που υποτιμούν το Βυζάντιο, «η Δευτέρα και μέση περίοδος, υπερεχόντως των άλλων εμπεριέχει το νήμα της ενότητος και ολομελείας. Ο μεσαίων είναι ο μέσος και ουσιωδέστατος κρίκος ο συναρμολογών λογικώς και φιλοσοφικώς τα προηγούμενα μετά των επομένων»[21].

Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, με την Ιστορία του ελληνικού έθνους (1860-1874), θα κλείσει οριστικώς το κεφάλαιο της ανεπίγνωστης σχέσης των Ελλήνων λογίων και του επίσημου ελληνικού κράτους με τον βυζαντινό του πρόδρομο[22]. Η απόρριψη του Βυζαντίου υπήρξε η διττή συνέπεια της αρχαιολατρίας των διανοουμένων και της τυφλής προσκόλλησής τους στις εμμονές και την εχθρότητα της Δύσης έναντι του μεσαιωνικού ελληνισμού:

Η Εσπερία είχε προ καιρού διατεθή δυσμενώς προς την ημετέραν εν Κωνσταντινουπόλει μοναρχίαν. Συμφέροντα θρησκευτικά και πολιτικά πολλάς παρήγαγον αμοιβαίας αιτιάσεις μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, επί τέλους δε επήγαγον και τας ολεθρίας σταυροφορικάς καθ’ ημών επιδρομάς[23].

Ο Παπαρρηγόπουλος διαπιστώνει, εξαιρετικά πρώιμα και διεισδυτικά, πως «φρονημάτων διάστασις μεταξύ λαού και λογίων συνέβη και εν τοις νεωτέροις χρόνοις παρ’ ημίν. Ενώ ουκ ολίγοι των λογίων σκώπτουσι κατά το μάλλον και ήττον ευφυώς τους πατέρας αυτών, ο λαός ουδέποτε έπαυε τιμών και γεραίρων αυτούς». Και θα θυμίσει τον πανελλήνιο λαϊκό θρήνο για την πτώση: «Πήραν την Πόλιν, πήραν την! πήραν την Σαλονίκην! Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα Μοναστήρι!…», καθώς και το γεγονός πως, όταν ο αρματολός Χασιών, παπα-Θύμιος Βλαχάβας, συγκάλεσε, το 1808, στον Όλυμπο, σύνοδο για την κήρυξη νέου επαναστατικού κινήματος, «η Σύνοδος αύτη ώρισεν ως ημέραν ενάρξεως του αγώνος την 29ην Μαΐου, [ ] καθ’ ην έπεσεν επί των επάλξεων της Κωνσταντινουπόλεως ο έσχατος των Παλαιολόγων».

Εν Ελλάδι πολλοί επιμένουσιν έτι εις την αρχαίαν πλάνην, δεν εγκρίνουσιν όσα συνέβησαν επί της γης κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους και φαντασιοκοπούντες, αγωνίζονται να συναρμόσωσι τον νέον Ελληνισμόν μετά του αρχαίου δι’ εναερίου τινός και αοράτου γεφύρας[24].


ΑΝΑΦΟΡΕΣ

[1] Έρευνα περί προόδου και πτώσεως των Ρωμαίων συντεθείσα παρά του Μοντεσκίου και μεταφρασθείσα εκ της Γαλλικής διαλέκτου, εν Λειψία της Σαξωνίας, 1795. Βλ. Γεωργίου Γ. Λαδά και Αθανασίου Δ. Χατζηδήμου, Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1791-1795, εν Αθήναις 1970 (έτος 1795, αρθμ. 216, σ. 356 κ. ε.).

[2] Δημήτριος Καταρτζής, «Συμβουλή στους νέους πώς να ωφελιούνται και να μη βλάπτουνται απτά βιβλία τα φράγκικα και τα τούρκικα και ποια να ’ναι η καθ’ αυτό τους σπουδή», στο Δοκίμια, επιμ. Κ.Θ. Δημαράς, Ερμής, Αθήνα 1974, σσ. 43-47.

[3] Γιώργος Κοκορέλης, «Διαφωτισμός και Βυζάντιο», στο Η καθ’ ημάς Ανατολή, Περιοδική Έκδοση των εν Αθήναις Μεγαλοσχολιτών, τ. Δ΄, Αθήνα 1998, σσ. 119-141.

[4] Βλ. Δ.Α. Ζακυθηνός, «Βυζαντιναί σπουδαί», Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, συμπλήρωμα, Αθήνα 1959, σ. 177.

[5] Gibbon, E., The History of the Decline and Fall of the Roman Empire, Strahan & Cadell, Λονδίνο 1776-1788.

[6] Βλ. Αλέξης Πολίτης, Ρομαντικά χρόνια. Ιδεολογίες και νοοτροπίες στην Ελλάδα του 1830-1880, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Αθήνα 21998  Β. Καραμανωλάκης – Π. Στάθης, «Ιστορίες για την Άλωση στον πρώτο αιώνα του ελληνικού βασιλείου», στο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1453. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης και η μετάβαση από τους μεσαιωνικούς στους νεώτερους χρόνους, ΠΕΚ, Ηράκλειο 2005, σσ. 227-257.

[7] Φώτης Δημητρακόπουλος, Βυζάντιο και νεοελληνική διανόηση, Καστανιώτης, Αθήνα 21999, σ. 151.

[8] Φώτης Δημητρακόπουλος, ό.π., σ. 161.

[9] George Huxley, «Aspects of modern Greek historiography of Byzantium», στο David Ricks, Paul Magdalino, Byzantium and the Modern Greek Identity, Variorum 1998, σ. 16.

[10] Λόγος εκφωνηθείς την 21ην Οκτωβρίου 1848 κατά την έναρξιν της διδασκαλίας των αρχαίων Ελληνικών πολιτευμάτων, εν Αθήναις 1848, σ. 24. Πρβλ. την κατατοπιστική μελέτη της Μαρίας Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, «Οι βυζαντινές ιστορικές σπουδές στην Ελλάδα, από τον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο στον Διονύσιο Ζακυθηνό», στο ΚΒΕ/ΕΙΕ, Σύμμεικτα, τ. 9, Μνήμη Δ.Α. Ζακυθηνού, μέρ. Β΄, σσ. 153-176.

[11] Ό.π., σ. 24.

[12] Λόγος εκφωνηθείς την 20ήν Μαΐου 1853 κατά την επέτειον εορτήν της ιδρύσεως του Πανεπιστημίου Όθωνος, υπό Στεφάνου Α. Κουμανούδη, εν Αθήναις 1853.

[13] Βλέπε και τη ρηξικέλευθη σχετική μελέτη του Δημήτρη Μάρτου, Αθήνα, πρωτεύουσα του νέου ελληνικού κράτους. Πολιτική, ιδεολογία και χώρος, Γόρδιος, Αθήνα 2006.

[14] Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, «Μεταβυζαντινή και Νεωτέρα Ελληνική Ιστοριογραφία», Πρακτικά της Ακαδημίας Αθηνών,1974.

[15]Jakob Philipp Fallmerayer, Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων, μτφρ. Κ. Ρωμανός, Νεφέλη, Αθήνα 1984.

[16] Γ. Βελουδής, Jakob Philipp Fallmerayer και η γένεση του Ελληνικού Ιστορισμού, ΕΜΝΕ-Μνήμων, Θεωρία και Μελέτες Ιστορίας, 5, Αθήνα 1982, σσ. 18-19 Βλ και Έλλη Σκοπετέα, Φαλμεράϋερ: τεχνάσματα του αντίπαλου δέους, Θεμέλιο, Αθήνα 1999.

[17] Εν Αθήναις 1843 και στο Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορικαίς Πραγματείαις, μέρ. Α΄, Αθήνα 1858, σσ. 261-370. Πρβλ., Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Η εποχή του, η ζωή του, το έργο του, ΜΙΕΤ Αθήνα 1986,  σ. 188.

[18] Κ. Παπαρρηγόπουλος, Στοιχεία της Γενικής Ιστορίας κατά το σύστημα του Γάλλου Λευΐ, εν Αθήναις 1845. Πρβλ. και Κ.Θ. Δημαράς, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ό.π., σ. 122.

[19] Σπ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται. Περί πηγών της Νεοελληνικής Εθνότητος από Η’ άχρι Ι’ εκατονταετηρίδος μ.Χ., Αθήναι 1857.

[20] Σπυρ. Ζαμπελίου, Βυζαντιναί Μελέται, ό.π., σ. 62 κ.ε.

[21] Σπυρίδωνος Ζαμπελίου, Άσματα δημοτικά, ό.π., σσ. 18-23.

[22] Για τη μεταβολή της στάσης των Ελλήνων διανοουμένων έναντι του Βυζαντίου, από το 1860 έως τους Βαλκανικούς Πολέμους, βλ. τη σχετική μελέτη της Ρωξάνης Αργυροπούλου, Les intellectuels grecs à la recherche de Byzance (1860-1912), INE/ΕΙΕ, Αθήνα 2001.

[23] Βλ. σχετικά, Γ. Κοντογιώργης, «Το Βυζάντιο ως παράμετρος του ελληνικού κοσμοσυστήματος και η δυτικο-ευρωπαϊκή μετάβαση στον ανθρωποκεντρισμό», στο Μ. Morfakidis (επιμ.), Constantinopla: 550 anos desde su Caida, IX Encuento Cientifico sobre Grecia, Granada, (2003) 2006.]

[24] Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Απόπειρα εθνικής αυτοκτονίας», Ιστορικαί πραγματείαι, 1888, http://www.myriobiblos.gr/index.htm. Πρτθ. στο σύνολό του και από τον Κ.Θ. Δημαρά, Κ. Παπαρρηγόπουλος, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σσ. 378-395.



ΑΠΟ ΤΟ ://ardin-rixi.gr/





ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ