Γιώργος Καραμπελιάς – 08/08/2023 – ΑΡΔΗΝ
Ο Φίλιππος της Μακεδονίας, και κυρίως ο γιος του, Αλέξανδρος, θα είναι εκείνοι που θα επιτύχουν την ενοποίηση της Ελλάδας, εγκαινιάζοντας αυτό που αποκαλούμε Οικουμενικό Ελληνισμό, ο οποίος εκφράζεται κατ’ εξοχήν μέσα από τον πολιτισμό, τη γλώσσα, εξαιτίας της επέκτασής του σε έναν μεγάλο γεωγραφικό χώρο, όπου δεν υπήρχε εθνοτική ενότητα όπως υπήρχε στην Αρχαία Ελλάδα. Γι’ αυτό και αργότερα, όταν αναμείχθηκαν οι πληθυσμοί, το «όμαιμον» εξασθένησε και έπαψε να αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο όπως στο παρελθόν.
Είχαμε μπει σε μια νέα ιστορική περίοδο του αρχαίου κόσμου, στη λεκάνη της Μεσογείου και την Εγγύς Ανατολή, εκείνη της συγκρότησης οικουμενικών κρατών, που στηρίζονταν στην απόσπαση αγροτικού υπερπροϊόντος και στην επέκταση του εμπορίου και των επικοινωνιών. Και οι Έλληνες πρωτοπορούσαν στον ανταγωνισμό για τη συγκρότηση μιας οικουμενικής αυτοκρατορίας, απέναντι στους Καρχηδονίους και τους Ρωμαίους. Διέθεταν ανώτερη παραγωγική και εμπορική οργάνωση, ισχυρότερο στρατό και, πάνω απ’ όλα, τον πολιτισμό τους.
Όταν ο Αλέξανδρος κατέλαβε την Ανατολή, ο ελληνικός πολιτισμός, με αιχμή του την ελληνική γλώσσα, κυριάρχησε σε τέτοιο βαθμό, ώστε πολύ σύντομα τα διανοούμενα στρώματα και οι άρχουσες τάξεις της Εγγύς Ανατολής όχι απλώς τον ενστερνίστηκαν αλλά μεταβλήθηκαν σε οιονεί, ή ακόμα και κυριολεκτικά, Έλληνες. Στη Μικρά Ασία, τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, μέχρι και τα σύνορα της Ινδίας, θα δημιουργηθούν εκατοντάδες ελληνικές πόλεις και θα περάσουμε σε μια νέα περίοδο του ελληνικού πολιτισμού, την ελληνιστική, όπου πλέον η ελληνική ταυτότητα, από φυλετική και πολεοκρατική, τείνει να μεταβληθεί σε οικουμενική· περίοδος που θα διαρκέσει σχεδόν χίλια τετρακόσια χρόνια, από τον Μέγα Αλέξανδρο έως τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και τους Κομνηνούς.
Η κατάληψη αυτού του νέου οικουμενικού ελληνιστικού κόσμου από τους Ρωμαίους επί αρκετούς αιώνες δεν μετέβαλε ουσιαστικά την υφή της ελληνικής οικουμενικότητας. Παρά τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η ελληνική πολιτισμική ταυτότητα όχι μόνο θα συνεχίσει να κυριαρχεί στην Ανατολή, αλλά ο ελληνικός πολιτισμός και η ελληνική γλώσσα θα επεκταθούν και προς τη Δύση· στη Ρώμη, τη Γαλατία, την Ισπανία, τη Βρετανία, η ελληνομάθεια θα αποτελεί κριτήριο ανώτερου πολιτισμού.
Η ρωμαϊκή στρατιωτική επικράτηση επί του ελληνικού κόσμου οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Κατ’ αρχάς, στην ιστορική «τύχη» –ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε τη στιγμή που ήταν έτοιμος να στραφεί προς τα δυτικά– αλλά και σε γεωστρατηγικούς λόγους: Η Ρώμη βρισκόταν στο κέντρο μιας χερσονήσου μεγαλύτερης από την ελληνική, με ανάγλυφο πολύ πιο ομαλό. Επί πλέον, κατείχε στη Μεσόγειο μια στρατηγική γεωπολιτική θέση, στο κέντρο, μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Μεσογείου.
Κυρίως όμως οφείλεται στη διαφορετική φύση του ρωμαϊκού κράτους και της ρωμαϊκής επέκτασης. Η Ρώμη, για αρκετούς αιώνες, θα ασχολείται με τη σταδιακή κατάκτηση ολόκληρης της Ιταλίας, κατά τη διάρκεια της οποίας θα αναπτύξει όχι μόνο μια απαράμιλλη στρατιωτική μηχανή αλλά ένα συνεκτικό κρατικό σύστημα και ένα καταπληκτικό δίκτυο συγκοινωνιών.
Έτσι είχε τη δυνατότητα να ενσωματώνει οργανικά τις νέες κτήσεις στο ρωμαϊκό κράτος και διέθετε τον απαραίτητο χρόνο για να το πράξει, Το ίδιο θα συμβεί και με τις υπόλοιπες ρωμαϊκές κατακτήσεις, που θα συνεχίζονται επί αιώνες, σε αντίθεση με την αστραπιαία κατάκτηση της Ασίας από τον Μέγα Αλέξανδρο, η οποία δεν επέτρεψε τη διαμόρφωση και συγκρότηση νέων σταθερών κρατικών δομών.
Η Ρώμη υπήρξε το πρώτο κατ’ εξοχήν κράτος, με τη σύγχρονη έννοια του όρου. Γι’ αυτό και η διάρκεια της κυριαρχίας της υπήρξε τόσο μεγάλη και σταθερή. Τέλος, το σημαντικότερο στοιχείο υπήρξε η διαίρεση, ενδημική, μεταξύ των Ελλήνων, που επέτρεψε στους Ρωμαίους να τους αντιμετωπίσουν διαδοχικά, και συχνά προσεταιριζόμενοι τους μεν εναντίον των δε (Αχαϊκή Συμπολιτεία, Αιτωλική, Ρόδιοι, κ.λπ.).
Οι Έλληνες υποτάχθηκαν έτσι στους Ρωμαίους – μετά τις ήττες τους στην Πύδνα (168 π.X.), την Κόρινθο (146 π. Χ. ), κ.τ.λ., κατελήφθη η Ελλάδα και εν συνεχεία ολοκληρώθηκε η κατάληψη των ελληνιστικών βασιλείων με την υποταγή της Αιγύπτου, της Μικράς Ασίας, της Συρίας κ.λπ. Δηλαδή, κατελήφθη από τους Ρωμαίους ολόκληρη η ανατολική Μεσόγειος, που ήταν ελληνική και οπωσδήποτε ελληνόγλωσση.
Το ελληνικό έθνος, που έφερε έντονα τα στίγματα της παλιάς φυλετικής και πολεοκρατικής του οργάνωσης, δεν ήταν ίσως ο καταλληλότερος φορέας για τη διαμόρφωση ενός σταθερού οικουμενικού κράτους, αντίθετα, όμως, παρέμενε μια πολιτιστική υπερδύναμη. Οι Ρωμαίοι, κατώτεροι πολιτιστικά, υποχρεώθηκαν να εξελληνιστούν σε μεγάλη έκταση και ταυτόχρονα να εξελληνίσουν και τους λαούς που κατακτούσαν, ιδιαίτερα στη Δύση.
Όσο για την Ανατολή, που ήδη «ελληνοκρατείτο», η ρωμαϊκή σταθερότητα προσέφερε το πλαίσιο για τη συνέχιση της ελληνικής πολιτιστικής κυριαρχίας, που, χωρίς τις ρωμαϊκές λεγεώνες, θα είχε υποκύψει ίσως κάτω από τις επιθέσεις των «βαρβάρων». Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει και ο Διονύσιος Ζακυθηνός[1], η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικότητα μια διπλή αυτοκρατορία, κατά το πρότυπο της αυστροουγγρικής, μια ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Μόνο που οι ρόλοι ήταν μοιρασμένοι. Οι Ρωμαίοι κατείχαν την πολιτική και στρατιωτική εξουσία και η Έλληνες την πολιτισμική και διανοητική.
Αυτός ο καταμερισμός, όμως, όχι απλώς δεν ήρε τον ανταγωνισμό μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων αλλά τον αναπαρήγε. Διότι οι Ρωμαίοι κρατούσαν ζηλότυπα την πολιτική εξουσία στα χέρια τους και δεν επέτρεπαν την πρόσβαση των Ελλήνων σε αυτή – γι’ αυτό και δεν υπήρξε κανένας αυτοκράτορας ελληνικής καταγωγής, παρότι υπήρξαν και Σύροι και Ισπανοί και Ιλλυριοί και Άραβες κ.ά. Παράλληλα, οι Έλληνες, διατηρώντας την πολιτιστική ηγεμονία, αρνούνταν να ταυτιστούν με τους Ρωμαίους, σε αντίθεση με όλους τους άλλους κατακτημένους λαούς που διεκδικούσαν τη ρωμαϊκότητα. Έτσι, για πέντε ολόκληρους αιώνες, θα συνεχίσουν να διεκδικούν την ελληνική τους ταυτότητα και την ιδιαιτερότητά τους έναντι των Ρωμαίων.
Πώς λοιπόν, λιγότερο από έναν αιώνα μετά το τέλος της ηγεμονίας των Λατίνων, γύρω στα 400 μ.Χ., θα γίνουν αιφνιδίως Ρωμαίοι (Ρωμιοί) και θα επιμένουν σε αυτή την ονομασία για 1400 χρόνια (μέχρι την επανάσταση του 1821;) Για έναν πολύ απλό λόγο, υποστηρίζει ο μεγάλος ρωμαϊστής Πωλ Βέν. Διότι, μετά την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης και τη μεταφορά του κέντρου βάρους της Αυτοκρατορίας στα Ανατολικά, οι Έλληνες, εκτός από την πολιτισμική εξουσία, κατέκτησαν και την πολιτική και η ελληνο-ρωμαϊκή αυτοκρατορία θα γίνει ελληνική. Αναρωτιέται ο Βέν:
«…Οι Έλληνες κατέληξαν να θεωρούν τους Ρωμαίους συμπατριώτες τους, ή αντίθετα διατηρήθηκε η ελληνική εθνική ταυτότητα; Αναφέρομαι σε “εθνικότητα”, δηλαδή σε αυτή τη σχέση που συνδέει τα άτομα με μια ταυτότητα, και όχι στον “εθνικισμό”, δηλαδή εκείνο το κίνημα του 19ου αιώνα που θεμελιώνει την πολιτική ταυτότητα πάνω σε αυτή την εθνική ταυτότητα[2]. Και εάν το ερώτημα ήταν λιγότερο απλό; O Gilbert Dagron παρατηρεί εύστοχα: “Ακόμα και εάν ίσως υπήρξε προσχώρηση, δεν υπήρξε συγχώνευση· η εξουσία παρέμεινε ρωμαϊκή και ο πολιτισμός ελληνικός”[3]]. Και διακρίνει ανάμεσα “στον εθισμό της ελληνικής Ανατολής στην ρωμαϊκή εξουσία και την απόρριψη της ρωμαιοποίησης”»[4]. Ακόμα και κατά τον τέταρτο και τελευταίο αιώνα της αυτοκρατορίας, οι Έλληνες συνέχιζαν να λένε: “εσείς οι Ρωμαίοι και εμείς οι Έλληνες”, όπως έκαναν ήδη για πάνω από μισή χιλιετία».
Όσο κυριαρχούσαν οι Ρωμαίοι, όσο ήταν ακόμα ισχυρή η ρωμαϊκή ταυτότητα και η ρωμαϊκή κυριαρχία, οι Έλληνες αρνούνταν να ονομαστούν Ρωμαίοι. Ονομάστηκαν Ρωμαίοι από τότε που το «Ρωμαίοι» έγινε δικό τους όνομα, και είπαν τους άλλους Λατίνους. Εμείς ποτέ δεν λέγαμε τους Ρωμαίους «Ρωμαίους», τους λέγαμε «Λατίνους». Την ταυτότητα Ρωμαίοι την είχαν εγκολπωθεί οι Έλληνες. Και συνεχίζει ο Βέν: «Η Κωνσταντινούπολη είναι μια Ρώμη στην οποία μπορούν να προσχωρήσουν οι Έλληνες, είναι δική τους. Δέχθηκαν να θεωρηθούν τελικά Ρωμαίοι μόνο μετά την έκλειψη της Ρώμης και της εξουσίας της, την οποία κληρονόμησαν ή αν προτιμάτε την καρπώθηκαν». Παράλληλα, από το 600 μ.Χ. και μετά περίπου, ελληνοποιείται οριστικά και το δίκαιο και η διοίκηση, και δεν υπάρχει σχεδόν κανένας, εκτός από ελάχιστους λογίους, που να γνωρίζει λατινικά στην Κωνσταντινούπολη. Χάνεται ακόμα και η επαφή με τη λατινική γλώσσα.
«Για να ολοκληρώσουμε με δύο λέξεις, οι Έλληνες διατήρησαν πάντα, κάτω από την αυτοκρατορία, το συναίσθημα της διαφοράς τους και της ανωτερότητάς τους. Είναι άλλο ζήτημα, που δεν φαίνεται να τίθεται συχνά, το γεγονός ότι προσχώρησαν και αποδέχτηκαν την αυτοκρατορία από συμφέρον. Στους αιώνες που ακολούθησαν, οι Ρωμαίοι της Ανατολής θα ξεχάσουν τη γλώσσα της Ρώμης, τη λογοτεχνία της, ακόμη και την ίδια την ιστορία της. Οι Έλληνες, αφού έγιναν κύριοι μιας ελληνικής Ρώμης, θα είναι στο εξής οι αληθινοί Ρωμαίοι, και έτσι θα ονομάζονται για μια χιλιετία… Η Ρώμη στο εξής δεν θα είναι παρά μια βυζαντινή πόλη ανάμεσα στις άλλες … από το 678 ως το 752, ένδεκα Ποντίφικες στους δεκατρείς θα είναι Έλληνες, και θα μιλούν ελληνικά μέσα στα ανάκτορα του Λατερανού»[5].
Είχε φτάσει σε τέτοιο βαθμό η αναστροφή των σχέσεων ηγεμονίας ώστε εξελληνίζεται ακόμα και ο προκαθήμενος της Ρώμης, παρ’ ότι εν συνεχεία, με την εμφάνιση των Φράγκων, επιστρέφουν τα λατινικά και η ρωμαϊκή (λατινική) ταυτότητα. Δηλαδή με όπλο τους την πολιτισμική υπεροχή, οι Έλληνες θα κατορθώσουν, μετά από πέντε ή έξι αιώνες, να ανακτήσουν και την πολιτική αυτεξουσιότητα. Όπως αναφέρει ο επίσης έγκριτος ρωμαϊστής C. Lepelley[6], η ανεξαρτησία, που αρχίζει για τους Έλληνες στον 5ο αιώνα, δεν απέρριψε τη ρωμαϊκότητα προς όφελος του ελληνισμού, αλλά αντίθετα εξόπλισε τον ελληνισμό με τα χαρακτηριστικά της ρωμαϊκής εξουσίας, που απουσίαζαν από το ελληνικό «δαιμόνιο». Πραγματοποιήθηκε μια «αληθινή μεταφορά της ρωμαϊκής κληρονομιάς στην Ανατολή[7]».
Οι Βυζαντινοί, σε μια νέα ιστορική αναστροφή, θα αρχίζουν να αυτοχαρακτηρίζονται Έλληνες μόνο μετά την οριστική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα στη Νίκαια, μετά το 1204, όταν δηλαδή θα έχει χαθεί το οικουμενικό τους κράτος. Και, μέχρι σήμερα, πολλοί Κωνσταντινουπολίτες και Αιγυπτιώτες θα συνεχίζουν να αυτοαποκαλούνται Ρωμιοί, σε μια υπόμνηση της αυτοκρατορικής τους καταγωγής.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
[1] Διονυσίου Ζακυθηνού, «Ο Ελληνισμός άνευ πρωτογενούς εξουσίας – Δύο Ιστορικά παράλληλα: Ρωμαιοκρατία και Τουρκοκρατία», Μεταβυζαντινά και Νέα Ελληνικά, Δωδώνη Αθήνα 1978.
[2] Paul Veyne, L’ Empire gréco-romain, Seuil, Παρίσι 2005, σσ. 163-164.
[3] Gilbert Dagron, L’Empire romain d’Orient au quatrième siècle et les traditions politiques de l’hellénisme, Le témoignage de Thémistios, E. de Boccard, Παρίσι 1968, σσ. 74,82 και σημ. 284, 202.
[4] G. Dagron, L’Empire romain d’Orient, σσ. 74,82 και σημ. 284, 202.
[5] Πωλ Βεν, η Ελληνορωμαϊκή Αυτοκρατορία.
[6] C. Lepelley, «Le nivellement juridique du monde romain à partir du ΙΙΙe siècle et la marginalisation des droits locaux», Mélanges de l’École française de Rome, Moyen Âge, 113, 2001, σ. 855.
[7] G. Dagron, L’Empire romain…, ό.π., σ. 202.
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ