Περιήγηση σε μια αμμουδερή πρωτεύουσα, σε μια πρωτόλεια Αθήνα
Νέα φωτογραφικά δεδομένα
Tεκμηρίωση και σχόλια: Σαμσών Ρακάς
Αυτό που αποκαλούμε Παλιά Αθήνα είναι στην πραγματικότητα η Πρώτη Αθήνα που υπήρξε στα νεότερα χρόνια, μια πρωτοφυής και χωμάτινη πρωτεύουσα που έψαχνε τους βηματισμούς της. Το αν τους βρήκε είναι προς συζήτηση. Το σίγουρο είναι πως αν δεν κατανοήσεις την πόλη στην πρώτη της ώχρα δεν θα μπορέσεις να φτάσεις τη σημερινή γκριζότητά της. Κι αυτό είναι που μας προσφέρει η φωτογραφία που πρωτοπαρουσιάζουμε σήμερα: να αγγίξουμε το αμμουδερό και πρωτόλειο παρελθόν της. Υπάρχει βέβαια δυσκολία να γίνουν τα δεδομένα της εικόνας κατανοητά και διαχειρίσιμα διότι βρισκόμαστε αρκετές εκατοντάδες μέτρα από το επίμαχο κέντρο οπότε και οι γραπτές πηγές που υπάρχουν είναι φτωχές ως ανύπαρκτες. Δεν είναι όμως κι ακατόρθωτο. Μπορεί να είναι μια Αθήνα αγνώριστη αλλά όχι και άγνωστη. Οι μνήμες δεν σβήνουν. Φωλιάζουν στις σχισμές της ιστορίας. Και μας περιμένουν υπομονετικά να μας αποκαλύψουν τα μυστικά τους
Ο ήλιος έχει υψωθεί πάνω από τα ανάκτορα του Όθωνα και της Αμαλίας. Βρισκόμαστε μπροστά στο ίδιο γλυκό μεσημέρι του 1858/1859, που μας είχε απασχολήσει ξανά σε μια ακόμη πρωτοφανή φωτογραφία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας [Recueil de photographies d’ Athènes et ses antiquités, offert au prince impérial]. Οι κάτοικοι της νεότερης Αθήνας έχουν αρχίσει να ξυπνούν αγνοώντας τον ανεβασμένο στην Ακρόπολη φωτογράφο που αιχμαλωτίζει μια στιγμή από την μεταμόρφωση της πόλης τους. Ίσως μάλιστα να μην αντιλαμβάνονται απόλυτα πως πρόκειται ιστορικά για μια μεταμόρφωση. Ίσως να μην υποψιάζονται την επικείμενη έξωση του Όθωνα σε περίπου τρία χρόνια. Οπωσδήποτε δεν έχουν ιδέα για μένα που θα μιλήσω για την πόλη τους 160 χρόνια μετά, θέτοντας ευθύς αμέσως το ερώτημα: τι αντικρύζουμε εδώ;
.
ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΣΑΣ ΠΑΡΑΚΑΛΩ
Μια πρώτη προφανής απάντηση είναι φυσικά ο ναός του Ηφαίστου που μας βοηθάει ταχύτατα να προσανατολιστούμε σχετικώς: βρισκόμαστε στο Θησείο. Το εσωτερικό του ναού, μετά από τουλάχιστον 1200 χρόνια λειτουργίας ως χριστιανικός ναός του αγίου Γεωργίου (από τον 5ο ή 7ο αιώνα ως τον 1835) τώρα είναι γεμάτο αρχαιότητες καθώς συνιστά το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας. Κάποιο είδος φρουράς στον προαύλιο χώρο, που λόγω της αργής επαναλαμβανόμενης κίνησης έχει συλλάβει ο φακός προοδευτικά (θυμίζουν τα “ανθρωπάκια” του Γαΐτη) επιβεβαιώνει τη θεσμικότητα (δεν αποκλείεται βέβαια να πρόκειται για στρατιωτικά γυμνάσια). Ομοίως έχει συλλάβει και τις καθιστές φιγούρες στη γωνία του ανατολικού κρηπιδώματος. Αυτές είναι και οι μόνες φιγούρες της φωτογραφίας. Αναζητώντας έναν μπούσουλα, δηλαδή κάποιο άλλο κτίσμα που έχει φτάσει ως τις μέρες μας, θα κατευθυνθούμε στον βυζαντινό ναό των αγίων Ασωμάτων (11ος αι.) που εμφανίζεται δεξιά να στέκει με τον κομψό του αρχικό τρούλο. Το νεόδμητο σχετικά καμπαναριό θα αφαιρεθεί λίγα χρόνια αργότερα ώστε να επιστρέψει στη βυζαντινή του κατάσταση. Πάνω στη νοητή διαγώνιο που ενώνει τους δύο ναούς που περιγράψαμε, εκεί που καμπυλώνει ο χωματόδρομος, βρίσκεται ο σημερινός ηλεκτρικός σιδηρόδρομος του Θησείου, ο πρώτος της Αθήνας, που θα ξεκινήσει τη λειτουργία του μια δεκαετία αργότερα..
ΟΙ ΧΑΜΑΛΗΔΕΣ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΔΡΙΑΝΟΥ
Μια σωρεία σταθμευμένων κάρων τα οποία ανήκουν σε καραγωγούς και λογιών λογιών κουβαλητές εμφανίζονται σταθμευμένα. Δεν αποκλείεται το πρώιμο «αμαξοστάσιο» να σχετίζεται και με Μαλτέζους κουβαλητές και βαστάζους που κατοικούσαν εκεί κοντά και ήταν οι «αρμόδιοι» για τις χαμάλικες δουλειές σε Αθήνα και Πειραιά. Όπως δεν αποκλείεται τα κάρα να σχετίζονται και με το Αλογοπάζαρο που γινόταν κάθε Δευτέρα στο σημείο εκείνα τα χρόνια. Πίσω από τα κάρα, η ευθυγραμμισμένη οδός που βλέπουμε είναι η κατάληξη της οδού Αδριανού. Δηλαδή ενός δρόμου με τόσο ζωτική ανθρωπογεωγραφία και χειροποίητη ευφυία μα και παραβατικότητα που όσο κι αν προσπαθήσουμε είναι σχεδόν απίθανο να συλλάβουμε την ατμόσφαιρα και το το ηχοτοπίο που επικρατούσε (μέχρι και υπαίθρια τηγανιστήρια διέθετε!). Η γενικευμένη ερημιά που επικρατεί στη φωτογραφία, όσο κι αν η μέρα διανύει μια στιγμή ραστώνης, είναι ψευδαίσθηση και οφείλεται στην αδυναμία της περίπου πεντάλεπτης φωτογραφικής διαδικασίας να συλλάβει τη φυσική κίνηση των ανθρώπων. Ο ΜΑΧΑΛΑΣ (ΓΕΙΤΟΝΙΑ) ΠΟΥ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΗΝ ΡΩΜΑΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΑΘΗΝΑ
Αν κάνουμε μια προσπάθεια να ανέβουμε την Αδριανού προς το Μοναστηράκι, θα έχουμε στα δεξιά μας τη ρωμαϊκή αγορά, που τότε δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί. Όλη η συγκεκριμένη γειτονιά που διακρίνουμε στην παλιά της μορφή, η περίφημη Βλασσαρού, θυσιάστηκε μαζί με όλη τη συνοικία Βρυσάκι στην οποία άνηκε, για να αναδυθούν από κάτω οι αρχαιότητες. Αυτό θα συμβεί από το 1931 και έπειτα. Κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης, που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες και δαπανηρές ανασκαφές του 20ου αιώνα (χρηματοδοτήθηκε από αμερικανικά ιδρύματα), η Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή διέσωσε τη μορφή της συνοικίας τραβώντας χιλιάδες φωτογραφίες. Ωστόσο, στη δική μας φωτογραφία παίρνουμε έστω αποσπασματικά μια γερή ιδέα της παλιάς μεταοθωμανικής εκδοχής της συνοικίας, 70 χρόνια πριν θυσιαστεί προς χάρη της αρχαίας αίγλης. Για την ώρα αντέχει, μαχαλάς ισχυρός και συμπαγής σαν γροθιά, που βαστά από την πόλη των εφτά-οχτώ χιλιάδων κατοίκων που δύσκολα φανταζόντουσαν πως κάποτε η Αθήνα θα γινότανε πρωτεύουσα Φυσικά, η κουλτούρα της αυλής σε όλο της το μεγαλείο. Φαίνεται πως ο νεοκλασικισμός δεν έχει φτάσει ακόμη σε μια από τις πιο φτωχές γειτονιές της Αθήνας για να υψώσει μέγαρα και κλειστοφοβικές οικίες.
ΕΝΑΣ ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΣΤΟ ΒΑΘΡΟ ΤΟΥ
Μέσα στη λαβυρινθώδη ρυμοτομία του ευωδιαστού μαχαλά που βρισκόταν κάτω από την Ακρόπολη και αριθμούσε εκείνη την περίοδο γύρω στις 500 ψυχές (σε σύνολο 40 χιλιάδων περίπου που είχε η Αθήνα), διακρίνεται -δίπλα στην τότε οδό Επωνύμων- ένας από τους Τρίτωνες και Γίγαντες (μισοί γενειοφόροι άνδρες, μισοί ψάρια) που ήταν μέρος από τον διάκοσμο του Ωδείου του Αγρίππα. Πρωταγωνιστούν πια στο κέντρο της Ρωμαϊκής Αγοράς χωρίς να ασφυκτιούν. Αν και δεν αποκλείεται να προτιμούσαν τις οικίες φωνές των πλανόδιων τότε στραγαλάδων από τις διαφορετικές γλώσσες των τουριστών.
«ΦΡΙΞΟΝ ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΤΑ ΟΡΩΜΕΝΑ»
Μέσα στη μεσαιωνική γειτονιά -πέρα από το κωδωνοστάσιο της Παναγίας της Βλασσαρούς και πέρα από τα ίχνη παρουσίας του παλιού άγιου Φίλιππου- διακρίνεται στο αριστερό άκρο της φωτογραφίας το πρωτότυπο δίδυμο εκκλησάκι του Ηλία και Χαραλάμπους που μέχρι να κατεδαφιστεί διατηρούσε έντονα μνήμες παλαιότητας από μια ταπεινή, παπαδιαμαντική ορθοδοξία. Σύμφωνα με τις αναφορές, μέσα στον ναΐσκο, υπήρχε μόνο μια αγιογραφία του αρχάγγελου και ψυχοπομπού Μιχαήλ. Αν την πλησιάζαμε θα διαβάζαμε πάνω της μια φράση που μας αφορά, χριστιανούς και μη: «φρίξον ψυχή μου τα ορώμενα».
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΛΑΣΠΟΥΡΙΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΝΕΚΡΟΠΟΛΗ
Αν και λιγοστά, τα κτίσματα αυτά ήταν ήδη αρκετά κατατοπιστικά ώστε να μας προσφέρουν το ευρύτερο γεωγραφικό στίγμα και να συνειδητοποιήσουμε πως βρισκόμαστε σε μια Αθήνα λίγο πριν συμβούν όλα. Ας κατευθυνθούμε τώρα στο πάνω μέρος της φωτογραφίας για να το επιβεβαιώσουμε ακόμη περισσότερο. Δίπλα στον ναό των Ασωμάτων, στη δυτική πλευρά του καμπαναριού, εμφανίζεται το βαρύ διώροφο οίκημα του περίφημου «γιατρού του Αγώνα» Ερρίκου Τράιμπερ (κατεδαφισμένο κι αυτό πια) και ένα από τα σημαντικότερα οθωνικά σπίτια που χτίστηκαν (1837). Μπροστά του είναι ο όμορφος σημερινός πεζόδρομος της Ερμού που οδηγεί στο Γκάζι. Αν τον ακολουθήσουμε στη φωτογραφία, θα αντιληφθούμε πολύ σύντομα πως η Νεκρόπολη του Κεραμεικού απουσιάζει ηχηρά στην κάτω πλευρά.
Ο ΑΠΤΟΗΤΟΣ ΗΡΙΔΑΝΟΣ
Δεν απουσιάζει όμως ο Ηριδανός που τον ατενίζουμε να κυλάει. Περήφανος μπαίνει στο σκεπασμένο νεκροταφείο, λες και θέλει να χαιρετίσει τους ένδοξους νεκρούς. Εκτός των άλλων, η πρωτοφανέρωτη φωτογραφία επιβεβαιώνει πως ο Κεραμεικός (ο εντός και ο εκτός των τειχών) αποτελεί παρόχθια ζώνη του Ηριδανού και χρήζει μελέτης από τους γνώστες των ποταμών της Αθήνας. Κι αυτό γιατί αριστερά εμφανίζεται και άλλη μια νεροσυρμή που αν ακολουθήσουμε αντίστροφα την πορεία της φαίνεται να κατεβαίνει από την Ερμού. Το πιθανότερο είναι πως βρισκόμαστε στο σημείο διαχωρισμού του πολύπαθου Ηριδανού και ο ένας αποτελεί παρακλάδι του άλλου επιβεβαιώνοντας την άναρχή του φύση αλλά και τις απόπειρες διευθέτησής του κατά τις προηγούμενες χιλιετίες. ΜΙΑ ΣΤΑΧΤΟΘΗΚΗ ΑΠΟ ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Δεξιά του Ηριδανού, στα δυτικά όρια της σημερινής ανασκαφής του νεκροταφείου (ανάμεσα στις οδούς Διπύλου και Μελιδώνη που λίγα χρόνια μετά τη φωτογραφία θα κατοικηθεί από εβραϊκές οικογένειες, θα λάβει την ονομασία «Εβραϊκά» εξού και οι δύο Συναγωγές στο σημείο σήμερα) εμφανίζεται απρόσμενα ένας ψηλός λόφος που αν και δεν μας θυμίζει κάτι, κρύβει μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία. Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν λόφο τεχνητό που βαστάει από τα βυζαντινά χρόνια. Το όνομα αυτού: Σταχτοθήκη. Στην ουσία, οι βιοτεχνίες σαπουνιού, για τις οποίες η Αθήνα φημιζότανε, είχαν εντολή να ρίχνουν διαχρονικά τα απόβλητα και τη στάχτη τους στο σημείο οπότε με την πάροδο του χρόνου σχημάτισαν έναν γήλοφο που είναι άμεσα συνδεδεμένος με τη νεότερη ιστορία. Όπως φαίνεται και στη φωτογραφία που τον διασώζει, ο σχηματισμός του παραπέμπει σε μια φυσική εξέδρα λίγο πριν την είσοδο στην πόλη οπότε δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Αρχές υποδέχονταν και προσφωνούσαν από εκεί τους ξένους επισήμους, ενίοτε με κανονιοβολισμούς. Το ίδιο συνέβη με τον Όθωνα το 1834 αλλά και με τον διάδοχό του Γεώργιο Α’.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΤΡΙΣΤΡΑΤΟ
Από το σημείο της Σταχτοθήκης ως το παλιό εκκλησάκι της αγίας Τριάδας (με το υπόστεγο) και πέρα, όλο το πεδίο δηλαδή κάτω από την πεζοδρομημένη (σήμερα) οδό Ερμού, αφορά τον σημερινό αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, ο οποίος αρχικά, είχε λάβει την ονομασία «το νεκροταφείο της αγίας Τριάδας». Εκεί μεταξύ άλλων υπήρχαν δύο σημαντικές πύλες: το μνημειώδες Δίπυλον και δίπλα του η Ιερά Πύλη. Από το Δίπυλον ξεκινούσε ο δρόμος για την Ακαδημία του Πλάτωνα και διέσχιζε προς βορρά την Αττική. Από την Ιερά Πύλη ξεκινούσε η Ιερά Οδός, ο δρόμος προς τα Ελευσίνια Μυστήρια. Στην αρχή της Ιεράς Οδού υπήρχε παράκαμψη προς το αρχαίο λιμάνι του Πειραιά, σχηματίζοντας έναν τρίτο δρόμο και φτιάχνοντας ουσιαστικά ένα τρίστρατο. Εντύπωση προκαλεί πως η οδική γεωγραφία δεν διαφέρει από τα αρχαία χρόνια και οι δρόμοι της πρωτόλειας Αθήνας του 1858/59 διατηρούν μια μνήμη από τα ένδοξα χρόνια των αρχαίων. Ο δρόμος που ανοίγεται προς την Ακαδημία, τον Κολωνό και τα Σεπόλια διακρίνεται στα δεξιά (κατά μήκος της βόρειας κοίτης του Ηριδανού), μέχρι που χάνεται στο βάθος. Ο δρόμος προς την Ελευσίνα αρχίζει διαγώνια από το εκκλησάκι της Αγίας Τριάδας (νότια κοίτη Ηριδανού) ακολουθώντας μια διαδρομή με οπωροφόρα δέντρα που ενδεχομένως να σχετίζονται με τις εκτάσεις του Χατζή Αλή Χασέκη, απηχώντας και τη διαδρομή προς την τότε Γεωργική Σχολή (νυν Γεωπονικό Πανεπιστήμιο). Ο τρίτος δρόμος πού είναι;
ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΟΔΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΚΑΖΟΧΩΡΙ;
Για να απαντηθεί τούτο το ερώτημα, αυτό που μας δυσκόλεψε και περισσότερο, θα πρέπει πρώτα να κατευθυνθούμε σε ένα άλλο εκκλησάκι, ένα μικρό μεταβυζαντινό ναΰδριο χτισμένο πάνω σε έναν βράχο που σύμφωνα με τον Καμπούρογλου μαρτυρά τόπο αρχαίας λατρείας. Βρίσκεται στην κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας. Ίσως κάποιοι να το αναγνωρίζουν καθώς είναι το τρίτο και τελευταίο κτίσμα που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας: ο άγιος Αθανάσιος ο Κουρκούρης (η Κουρκουρής) στην οδό Επταχάλκου στο Θησείο. Απέναντι από το ανεμοδαρμένο εκκλησάκι του λόφου βρίσκονται δύο γειτονικοί μύλοι (ίσως δημόσιου χαρακτήρα) υψωμένοι σε αλώνι, για τους οποίους δεν έχω εντοπίσει καμία αναφορά. Ίσως γιατί υπήρχαν διάσπαρτοι πολλές δεκάδες μύλοι στην Αθήνα κατά τον 18ο/19ο αιώνα. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι πως ανάμεσα στους ανεμόμυλους και στο εν λόγω ναΰδριο περνάει η πρώιμη οδός Πειραιώς και πηγαίνει να συναντήσει την αρχή της Ιερά οδού στην αγία Τριάδα. Έπειτα, όπως και στις μέρες μας, με μια ελαφριά κλίση προς τα δεξιά, θα περάσει μπροστά από τη νεότερη (και τόσο αδιάφορη) Αγία Τριάδα, ανηφορίζοντας προς το κέντρο της Αθήνας. Τα ίχνη του ανοιγμένου δρόμου αχνοφαίνονται στην επιδερμίδα του χώματος. Το γεγονός πως η Πειραιώς βρίσκεται στο συγκεκριμένο σημείο επιβεβαιώνει και φωτογραφία λίγων ετών αργότερα που αποτυπώνει τις ανασκαφές στη Νεκρόπολη του Κεραμεικού. Εκεί εμφανίζεται ένας μύλος πίσω από την αγία Τριάδα, δίπλα στα πρώτα φουγάρα του εργοστασίου φωταερίου. Αυτό σημαίνει πως αν άνοιγε η φωτογραφία, δίπλα στους δύο μύλους, έχει ήδη αρχίσει να χτίζεται το εργοστάσιο φωταερίου εκείνη την περίοδο. Με λίγα λόγια, οι μύλοι αν υπήρχαν σήμερα, θα τους τοποθετούσαμε με αρκετή ασφάλεια στο γωνιακό λοφώδες πάρκο Πειραιώς-Ιεράς οδού που είναι σήμερα το υπόγειο πάρκινγκ (ανοίχτηκε εκβιαστικά από την Αττικό Μετρό και προοριζόταν αρχικά για τον σταθμό του Μετρό Κεραμεικός, αλλά το έργο διακόπηκε δικαστικώς λόγω της μεγάλης πυκνότητας ταφών) και συνορεύει με ένα γιγαντιαίο και κακόγουστο κτίριο εκδηλώσεων και συναυλιών. ΠΑΜΕ ΓΙΑ ΜΠΟΟΥΛΙΝΓΚ ΣΤΟ «ΠΡΑΣΙΝΟ ΔΕΝΔΡΙ»
Η γενναιοδωρία της φωτογραφίας μας είναι εντυπωσιακή και μάς χαρίζει την εικόνα ενός ακόμη άγνωστου μέχρι πρότινος κτιρίου. Μπροστά από το εκκλησάκι της αγίας Τριάδας στην αρχή της Ιεράς οδού, εκεί που σύμφωνα με τον Καμπούρογλου υπήρχε μια λεοντόμορφη κρήνη, διακρίνουμε ένα κτίριο που δορυφορείται και από μερικά ακόμη, μέσα σε έναν πλουσιοπάροχο κήπο. Εκεί τοποθετούν δεκάδες ιστορικοί το «Πράσινο Δενδρί», δηλαδή την Βαυαρική μπυραρία (grüne Baum) που μεταξύ άλλων σύχναζε και ο Όθωνας και εγκαινιάστηκε τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια. Εκτός από το φαγητό και τη μπύρα, την οποία εισήγαγε από το εξωτερικό και τη διατηρούσε παγωμένη σε λάκκους σκεπασμένους με χιόνι από την Πάρνηθα, είχε πολύμορφη δραστηριότητα: ήταν τόπος ξιφασκίας, τοξοβολίας και μπόουλινγκ και λογίζεται ως το πρώτο αθλητικό κέντρο της Αθήνας. Επίσης διοργάνωνε χορούς υπό τους ήχους της μουσικής της φρουράς αλλά και θεατρικές βραδιές. Με τα χρόνια έγινε στέκι και ελλήνων ποιητών: του Ι. Καρασούτσα, του Σπ. Βασιλειάδη, του Δημ. Παπαρρηγόπουλου και άλλων. ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ (;)
Η περιήγησή μας συνεχίζεται. Ακριβώς απέναντι από τον τρούλο της εκκλησίας των αγίων Ασωμάτων αχνοφαίνεται το πάνω μέρος μιας ψηλής καμάρας που στέκει μετέωρη και ξένη συγκριτικά με την αρχιτεκτονική του χώρου, παραπέμποντας σε μια υποτυπώδη ρωμαϊκή αψίδα. Αν ισχύει, είναι το πιο εντυπωσιακό εύρημα που μας παραδίδει η φωτογραφία. Μιλώ για το υπόλειμμα μίας από τις εφτά Πύλες του τείχους του Χασέκη που περικύκλωνε την πόλη, προστατεύοντάς την από ληστές κατά τα ύστερα οθωμανικά χρόνια και το οποίο ρίχτηκε μετά την Επανάσταση. Η πύλη που μας αφορά, η λεγόμενη Γυφτόπορτα, υποδεχόταν το μονοπάτι της Ιεράς Οδού, επιτρέποντας την είσοδο στην Αθήνα από τα αγροτικά πεδία του Χαϊδαρίου και της Ελευσίνας. Γνωρίζαμε, βέβαια, πως βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία των αγίων Ασωμάτων, γεγονός που είχε δώσει στο ναό την ονομασία «Ασώματος της Γυφτόπορτας» (ήταν «Γύφτικη» εξαιτίας της παρουσίας πολλών αθίγγανων σιδεράδων στη συγκεκριμένη περιοχή) μα η συγκεκριμένη, ποτέ δεν είχε αποτυπωθεί σε κάποια γκραβούρα. Ίσως γιατί, όπως υποπτευόμαστε από την εικόνα, ήταν και η πιο λιτή και όχι τόσο μνημειώδης, σε σχέση με τις υπόλοιπες της νοτιοανατολικής πλευράς.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΥΜΟΥΝΔΟΥΡΟΥ
Διασχίζοντας προς τα πάνω τον δρόμο που περνά ανάμεσα από την Πύλη και τους αγίους Ασώματους (ο δρόμος παραπέμπει ίσως στην σημερινή οδό Λεπενιώτου) εμφανίζεται ένα ακόμη ταπεινό εκκλησάκι, του οποίου η τύχη, το πιθανότερο είναι πως θα αγνοείται για πάντα. Δεν αποκλείεται να αποτελεί κτητορικό ναό της οικογένειας που κατοικούσε στο διώροφο αρχοντικό που βρίσκεται δίπλα, μιας και η ιστορία του μοιάζει να έρχεται από τα προεπαναστατικά χρόνια… Σε κοντινή απόσταση από εκεί φαίνονται κάποιες εξάρσεις που θυμίζουν παλιές ταφόπλακες και πιθανότατα διακρίνουμε το μικρό νεκροταφείο της περιοχής του παλαιού Θησείου. Κατά την -οθωμανικών χρόνων- συνήθεια, τα νεκροταφεία βρισκόντουσαν στους αυλόγυρους των εκκλησιών. Με βεβαιότητα πάντως, το ημίλευκό τετραγωνισμένο πεδίο από πάνω τους (φαίνεται κατά το ήμισυ), πάνω στο οποίο πέφτει η οδός Πειραιώς, ταυτοποιείται με την υπό διαμόρφωση πλατεία Κουμουνδούρου, η οποία ετοιμάζεται να υποδεχτεί σε λίγους μήνες τους αθλητικούς αγώνες των πρώτων «Ολυμπίων» (τον Νοέμβριο του 1859) στους οποίους οι Μαλτέζοι αχθοφόροι που αναφέραμε πριν διέπρεψαν. Ακριβώς απέναντι από την πλατεία, στο Μεταξουργείο, δεν καταφέρνει ο φωτογράφος μας να ενσωματώσει το περίφημο εργοστάσιο μεταξουργίας του Αθανάσιου Δουρούτη, στη γωνία των οδών Μεγάλου Αλεξάνδρου και Μυλλέρου που καθόρισε και την όλη περιοχή. Ωστόσο, σύμφωνα με χαρακτικά της εποχής, το οριοθετημένο περιβόλι ανήκει στις εκτάσεις του εργοστασίου.
ΤΟ ΠΑΝΤΟΤΙΝΟ ΕΓΚΛΗΜΑ
Σ χεδόν ό,τι οικοδόμημα υπάρχει στη φωτογραφία γκρεμίστηκε. Από την άλλη, τα χωμάτινα πεδία στην μεγάλη τους πλειοψηφία δεν υπάρχουν πια. Λες και βιώθηκε μια απόλυτη αντιστροφή. Τώρα απέμεινε μια νοσταλγία για την αττική απλωσιά και ένα συναίσθημα δέους που δεν είναι απατηλό. Γιατί θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν στεκόμασταν λίγο να θαυμάσουμε τον ξακουστό και γεμάτο ιερότητα Λόγγο, που φυλάσσεται από τις κορυφογραμμές μιας αττικής αρμονίας. Αυτός ήταν ο μοναδικός Ελαιώνας των Αθηνών που βάσταγε από τα πολύ παλιά χρόνια και αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες ελαιόδεντρα. Στην αρχαία Αθήνα, αν τολμούσε κανείς να ξεριζώσει μία από τις συγκεκριμένες ελιές δικαζότανε στον Άρειο Πάγο. Στις δικές μας ημέρες, οι κάτοικοι συναγωνίστηκαν σκληρά για το ποιος θα ξεριζώσει τις περισσότερες. Και στο τέλος ηττήθηκαν όλοι.
Σαν ψέμα μοιάζει εν έτει 2020 να εμφανίζεται μια τόσο «αρχαία» και πανοραμική εικόνα της Αθήνας, που παλεύει από οθωμανικό χωριό να γίνει ευρωπαϊκή πρωτεύουσα. Σαν ψέμα μοιάζει, αν όχι σαν θαύμα, να παρακολουθούμε τρεις ανθρώπους να κάθονται πάνω στην πρωτόλεια κυκλική διαμόρφωση της σημερινής πλατείας Κοτζιά, με την Ομόνοια από πίσω να είναι ακόμη πεδιάδα. Όμως δεν είναι ψέμα χάρη στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας που τον Φεβρουάριο του 2020 ψηφιοποίησε σε τεράστια ανάλυση ένα άγνωστο άλμπουμ κάμποσων αθηναϊκών φωτογραφιών [Recueil de photographies d’ Athènes et ses antiquités, offert au prince impérial] που μοιάζουν με μακέτες από ένα μετα-αποκαλυπτικό φιλμ. Σε πρώτη φάση θα ασχοληθούμε με μία εξ αυτών, σπάζοντάς την σε αρκετά μικρά κομμάτια, εποπτεύοντας λεπτομερώς την μέχρι πρότινος αθέατη γεωγραφία της Αθήνας, 25 περίπου χρόνια μετά την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους. ΕΡΜΟΥ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΣ ΓΩΝΙΑ
Δεν ξέρουμε ούτε τον φωτογράφο ούτε και τη χρονολογία. Είναι όμως σαφές πως είναι ανεβασμένος στην Ακρόπολη και φωτογραφίζει προς βορρά. Ο τρούλος του τζαμιού του Τζισταράκη που στέκει ως ορόσημο μέχρι τις μέρες μας στην πλατεία Μοναστηρακίου αχνοφαίνεται στην κάτω αριστερή γωνία της φωτογραφίας μας. Μπροστά του ο ναός της Παναγίας Παντάνασσας με το παλιό ψηλόλιγνο καμπαναριό. Βρισκόμαστε οπωσδήποτε Ερμού και Αθηνάς γωνία.
ΤΑ ΧΑΜΟΣΠΙΤΑ ΤΩΝ ΚΑΡΑΓΩΓΕΩΝ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΑΣ
Ας διασχίσουμε την Αθηνάς, λοιπόν, μέχρι τέλους να δούμε πού θα μας βγάλει ο χωμάτινος δρόμος: Έναν ακανόνιστο μαχαλά αντικρύζουμε με κολλημένες στέγες. Αραγμένες άμαξες με άλογα στέκονται μπροστά από κατώφλια φτωχικών σπιτιών και παράγκων. Γειτονιά καραγωγέων και χαμάληδων για να εμπνέουν τον Παπαδιαμάντη, που την στιγμή της φωτογραφίας πηγαίνει στο δημοτικό σχολείο της Σκιάθου. Κάποιοι καροτσιέρηδες εμφανίζονται εν μέσω εργασίας να κουβαλούν πράγματα μέσα στο μεσημεριανό λιοπύρι. Δεν είναι τυχαίο το παρατσούκλι της περιοχής εκείνα τα χρόνια: «στις καρότσες». Τριγύρω, τα απλωμένα ασπρόρουχα επιβάλλονται στο σκηνικό. Ξέρουμε πού ακριβώς βρισκόμαστε. Η εκκλησία του αγίου Δημητρίου στα αριστερά (ανέγερση 1845), με το σχεδόν απαράλλαχτο στις μέρες μας καμπαναριό, παραπέμπει με βεβαιότητα στη συνοικία του Ψυρρή και στις κρυμμένες οδούς Παλλάδος, αγίου Δημητρίου, Καλαμίδα κ.λπ.
Συνεχίζοντας την οδό Αθηνάς διακρίνουμε να διακόπτεται αρκετά σύντομα χωρίς να φτάνει το σημερινό μέγεθός της. Φαίνεται πως δεν έχει ακόμη χαρακτεί ολόκληρη. Πού βρισκόμαστε όμως; Το γιγαντιαίο για την εποχή κτίριο που επιβάλλεται στα αριστερά της φωτογραφίας (δυτικά της Αθηνάς) μπορεί να μας κατατοπίσει με ακρίβεια, ύστερα από την ταυτοποίηση που κάναμε. Πρόκειται για το Βαρβάκειο Λύκειο που κατεδαφίστηκε την δεκαετία του 1940, μετά και τις μεγαλές καταστροφές κατά τα Δεκεμβριανά. Σταθήκαμε τυχεροί καθώς εδώ το βλέπουμε να βρίσκεται στις σκαλωσιές. Σύμφωνα με τα ιστορικά εγχειρίδια, το συγκεκριμένο κτίριο ανεγέρθηκε το 1857-1859 στο οικοδομικό τετράγωνο: Αθηνάς – Αρμοδίου – Σωκράτους και Αριστογείτονος, άρα διαπιστώνουμε με βεβαιότητα πως η φωτογραφία τραβήχτηκε μέσα στο διάστημα αυτό -ίσως 1858-59 αν κρίνουμε από την πρόοδο των εργασιών. Στην δεξιά πλευρά της φωτογραφίας (ανατολική πλευρά της Αιόλου) διακρίνεται ένα ακόμη ιδιαίτερο κτίριο, με τρύπια στέγη στο κέντρο. Δεν έχει ταυτοποιηθεί. Πάντως ο όγκος των σπιτιών μπροστά του βρίσκονται στο σημερινό χώρο της Βαρβάκειου Αγοράς.
ΚΙ ΟΜΩΣ… ΕΙΝΑΙ Η ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΤΖΙΑ
Αν τώρα ανηφορίσουμε τον δρόμο που διακόπτει την πορεία της οδού Αθηνάς, δηλαδή ανεβούμε την οδό Σοφοκλέους, άλλη μια έκπληξη μας περιμένει. Αντικρύζουμε τις εκτάσεις της σημερινής πλατείας Κοτζιά, πολύ πριν πάρει το όνομά της, πολύ πριν χτιστεί το Δημαρχείο της Αθήνας. Μια κυκλική πετρώδης διαμόρφωση φορτίζει ιστορικά το βλέμμα μας. Τρεις άνθρωποι καθιστοί συνομιλούν και γεύονται τον αθηναϊκό ήλιο στην αποκαλούμενη επισήμως τότε πλατεία Λουδοβίκου (και ανεπισήμως «στα κανόνια» αφού μέχρι πρότινος υπήρχαν εκεί πυροβόλα του ελληνικού βασιλείου). Δεν έχουν ιδέα πως ακριβώς κάτω από τα πόδια τους βρίσκεται η αχαρνική οδός που θα αποκαλυφθεί σε ανασκαφές στα τέλη του 20ου αιώνα. Γνωρίζουν όμως καλά πως μπροστά τους περνάει η νεοχαραχθείσα οδός Αιόλου. Η σκιά που πέφτει στον χωμάτινο δρόμο στο ύψος που κάθονται οι άνθρωποι, προέρχεται από το «Ξενοδοχείο της Αγγλίας», το οποίο σήμερα έχει ενσωματωθεί στο κτίριο της Εθνικής Τράπεζας. Εκεί βρήκε κατάλυμα ο Γκουστάβ Φλωμπέρ -8 χρόνια πριν από την στιγμή που αντικρύζουμε- κατά την διάρκεια του ταξίδιού του στην Ελλάδα, το οποίο τον γοήτευσε. Εκεί ακριβώς δηλαδή που έγιναν οι σφοδρές και αιματηρές εμφύλιες μάχες τον Ιούνιο του 1863. Σε όλη αυτήν την αχανή έκταση μεταξύ Αθηνάς και Αιόλου παρατηρούνται λιθοσωροί, όπως αυτός ο κυκλικός που κάθονται οι τρεις άνθρωποι, και ίσως παραπέμπουν στα θεμέλια του υπό ανέγερση θεάτρου του Καμπούρογλου, ή απλώς στον καθαρισμό/εκβραχισμό της έκτασης για τον σκοπό αυτό. Όπως είπαμε, βρισκόμαστε γύρω στο 1858-59 και σύμφωνα με τον Γιάννη Καιροφύλλα (Η Αθήνα στου Όθωνα τα χρόνια) «στις 22 Δεκεμβρίου του 1857 μπήκαν τα θεμέλια του θεάτρου παρουσία του βασιλιά Όθωνα, αλλά και πάλι δεν προχώρησε η ανέγερση». Έκτοτε «τα πρώτα θεμέλια του κτηρίου θα παραμείνουν εκτεθειμένα» (Α. Ξεπαπαδάκου: Δημοτικό Θέατρο Αθηνών: τα πρώτα χρόνια, περ. ΑΡΙΑΔΝΗ, τόμος 18). 30 χρόνια μετά θα χτιστεί στο σημείο το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών με την γνωστή καταραμένη του ιστορία.
ΟΙ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ ΤΗΣ ΑΙΟΛΙΚΗΣ ΟΔΟΥ
Α ς περπατήσουμε την οδό Αιόλου (Αιολική οδό) του 1858-59 μέχρι να πέσει πάνω στην Ερμού (Ερμαϊκή οδό). Καταρχάς, ο ανακαινισμένος ναός της αγίας Ειρήνης με τις βυζαντινές επιδράσεις του πρωταγωνιστεί. Δίπλα της το ξενοδοχείο «Βύρων» να την ατενίζει. Λίγο πιο μπροστά φαίνεται ο τρούλος της ερειπωμένης τότε Χρυσοσπηλιώτισσας. Τα δέντρα που φαίνονται πρέπει να ανήκουν στον περιβάλλοντα χώρο της. Η σκιά που ρίχνουν πέφτει πάνω στο «γλυκισματοποιείον» του Σπυρίδωνα Παυλίδη που από το 1841 βρίσκεται Αιόλου και Βύσσης. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε πως βρισκόμαστε στο κέντρο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής της Αθήνας. Έπειτα προκαλεί εντύπωση πως όλα τα σπίτια φαίνονται νεόδμητα, σε αντίθεση με την οδό Αθηνάς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός πως κατά την διάνοιξή της, και σύμφωνα με το όραμα της Οθωνούπολης, θεσπίστηκαν ειδικοί όροι δομήσης. Σύμφωνα με αυτούς, η ανέγερση διώροφων κτιρίων στην Αιόλου ήταν υποχρεωτική, σε αντίθεση με την οδό Αθηνάς που είδαμε πριν. Επίσης, τα ισόγεια σχεδόν όλων των κτιρίων χρησιμοποιήθηκαν για την λειτουργία εμπορικών καταστημάτων και καφενείων, κάτι, άλλωστε, που γίνεται σαφές από τις αρκετές φιγούρες που βλέπουμε να συνομιλούν μεταξύ τους. Βρισκόμαστε στην περίοδο που το αντιοθωνικό κλίμα γιγαντώνεται και θα οδηγήσει στην εκθρόνισή του το 1862. Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό θα παίξει ένα καθοριστικό καφενείο στη συμβολή της Αιόλου με την Ερμού, που μέχρι πρότινος αγννούσαμε την εικόνα του. Εδώ μας φανερώνεται εν δράσει: Καφενείον «Η Ωραία Ελλάς».ΔΥΟ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΕΝ ΔΡΑΣΕΙ: «Η ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ» – «ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ» Εντυπωσιακό φωτογραφικό καρέ κατά το οποίο εμφανίζονται δύο ιστορικές γωνίες της παλιάς Αθήνας, πάνω στις οποίες βρισκόντουσαν δύο ιστορικά καφενεία της εποχής. Μπροστά μας η συμβολή Μητροπόλεως και Αιόλου και πίσω της η Ερμού με την Αιόλου. Όσον αφορά τη δεύτερη γωνία, την πιο πολυσύχναστη γωνία της Αθήνας εκείνη την εποχή, πράγματι βλέπουμε στο σημείο να στέκονται άνθρωποι. Βρίσκονται στην είσοδο του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς» (οικία Βρυζάκη) η οποία αποτελούσε το κέντρο της πολιτικής ζωής επί 40 χρόνια. Ένα στέκι της διανόησης και των δημοκρατικών Αθηναίων. Από εδώ άρχιζαν ή κατέληγαν διάφορες κινητοποιήσεις, όπως για παράδειγμα τα Σκιαδικά που οδήγησαν σε σκληρές συγκρούσεις ανάμεσα σε φοιτητές και αστυνομία. Εδώ σύχναζε και ο κύκλος των ρομαντικών ποιητών της εποχής. Η αντιμοναρχικότητα των θαμώνων ήταν τέτοια που το καφενείο σφραγίστηκε το 1862 λόγω των ακραίων ιδεών που διακινούνταν, προκαλώντας μεγάλες αντιδράσεις. Στην μπροστινή γωνία, Μητροπόλεως και Αιόλου, το κτίριο που αντικρύζουμε ταυτοποιείται με το σπίτι του αγωνιστή του 1821 Τζαβέλλα. Στο ισόγειο με τις καμάρες (ή στο υπόγειο κατά άλλους) λειτουργεί το ιστορικό «Καφενείο των Αγωνιστών». Θα πρέπει να το φανταστούμε γεμάτο με φουστανελοφόρους του απελευθερωτικού αγώνα να ρουφούν το ναργιλέ τους παίζοντας πρέφα, προφανώς εξιστορώντας τα κατορθώματά τους.
Η ΟΜΟΝΟΙΑ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΟΜΟΝΟΙΑ
Αν επιστρέψουμε προς τα πίσω και ξαναδούμε τους ανθρώπους να κάθονται στην πλατεία Κοτζιά ένα εύλογο ερώτημα θα γεννηθεί: πού βρίσκεται η πλατεία Ομονοίας; Ή έστω η πλατεία του Όθωνα για να συμβαδίσουμε με την εποχή; Πουθενά, είναι η απάντηση, όσο κι αν τα πολεοδομικά σχέδια των Κλεάνθη και Σάουμπερτ το 1832 αλλά και του Κλέντσε λίγο αργότερα, προσπαθούσαν για το αντίθετο. Το αδειανό χωράφι περιμένει καρτερικά το 1863 που μετά την έξωση του Όθωνα τα δύο πολιτικά στρατόπεδα της εποχής, οι Ορεινοί και οι Πεδινοί, εκεί θα δώσουν προσωρινά όρκο «ομονοίας» μεταξύ τους και ύστερα όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Μια βραχώδης ζώνη στα αριστερά πάνω σε ένα υπερυψωμένο πλάτωμα πιστοποιείται στις μέρες μας με το κατηφόρισμα που κάνει η οδός 3η Σεπτεμβρίου και ο πεζόδρομος της Κοτοπούλη. Σε κάθε περίπτωση η ερημική εικόνα της πλατείας Ομονοίας ως ένα χορτολίβαδο έλειπε από την εικονογραφική συνείδησή μας.
ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΘΛΙΜΜΕΝΗ ΠΑΤΗΣΙΩΝ
Ο περιβόητος και πιο φορτισμένος δρόμος της ελληνικής ιστορίας, εδώ αντικρύζεται ανάλαφρος από τα μεταγενέστερα ιστορικά του βάρη. Είναι ένας δρόμος που οδηγεί απλώς στην εξοχή τους πρώτους αθηναίους. Που ευαγγελίζεται την απόδραση από το πρώιμο αστικό περιβάλλον. Ταυτισμένη από γεννησιμιού της με την θλιμμένη ουτοπία. Εντωμεταξύ, δεξιά κι αριστερά, απεράντες εκτάσεις ξερού εδάφους. Η άδεια οικοδόμησης για το Πολυτεχνείο θα βγει το 1862 οπότε θα αρχίσει να ανοίγεται και η οδός Στουρνάρη που κρύβεται για την ώρα στα σπαρτά. Άν δεν ήταν ηλιόλουστη μέρα και έβρεχε, ίσως να βλέπαμε και τον χείμαρρο του Κυκλόβορου να κατεβαίνει από τα Τουρκοβούνια, να διασχίζει κάθετα την Πατησίων στο ύψος της σημερινής Μάρνης (ίσως φαίνεται το αποτύπωμα του ρέματος πίσω από την βραχώδη έκταση της Ομόνοιας) για να καταλήξει στην πλατεία Βάθης.
ΠΛΑΤΕΙΑ ΒΑΘΗΣ: ΕΝΑΣ ΚΗΠΟΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΒΟΔΑ
Σύμφωνα με τον Κώστα Μπίρη ο Κυκλόβορος λίμναζε στην πλατεία Βάθης, της οποίας «βάθαινε» το έδαφος για αυτό το λόγο. Εκεί ακριβώς, συνεχίζει ο Μπίρης, συναντιόντουσαν δύο δρόμοι: ο ένας οδηγούσε στο Μενίδι (Αχαρνών) και ο άλλος στα Λιόσια (Λιοσίων). Πράγματι, η φωτογραφία το επιβεβαιώνει περίτρανα, υποδηλώνοντας σε μας και το γεωγραφικό στίγμα της συνοικίας. Βλέπουμε την Αχαρνών να σχηματίζει ένα πέταλο μαζί με τη Λιοσίων, που τα άκρα του χάνονται στο βάθος του αθηναϊκού, γεμάτου ιερότητα ελαιώνα (με τα σχεδόν 100.000 ελαιόδεντρα να στέκουν εκεί από την αρχαιότητα ως τις αρχές του «θαυματουργού» 20ου αιώνα). Μπροστά μας, στην αρχή του πέταλου που αναφέραμε, ορθώνεται μια υπερμεγέθης οικίας εντός ενός γιγαντιαίου κτήματος. Πρόκειται για το μέγαρο του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Βόδα Σούτσου, που όταν έφτασε στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε σαν ερημίτης σε αυτήν την περιοχή, αγοράζοντας μία μεγάλη έκταση την οποία διαμόρφωσε σε κήπο.
ΘΕΑΤΡΟ ΜΠΟΥΚΟΥΡΑ (;)
Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η όψη του μεγάλου τριώροφου κτιρίου που εμφανίζεται στα αριστερά αποτελεί την μοναδική αποτύπωση σε φωτογραφία του περίφημου θεάτρου Μπούκουρα, δηλαδή του πρώτου λιθόκτιστου θεάτρου στην Αθήνα, που βρισκόταν επί της οδού Μενάνδρου και εν μέσω διαμαρτυριών κατεδαφίστηκε το 1897. Η απάντηση ναι λαμβάνει εξόχως ισχυρές πιθανότητες αν λάβουμε υπόψη μας τον σωματότυπο του κτιρίου που διαθέτουμε σε διάφορα σκίτσα αλλά και από το γεγονός πως εκεί φωλιάζει σήμερα η πλατεία Θεάτρου.ΤΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΕΛΓΙΝ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΚΙ
Η πανοραμικότητα της φωτογραφίας είναι τόσο μεγάλη που είναι αδύνατον να καταγράψουμε όλα τα δεδομένα. Εντός της φωτογραφίας βρίσκεται η σχολή Καραμάνου, το σπίτι του Γκρόπιους, αρκετά ακόμη ξενοδοχεία και καφενεία της εποχής που μένει να ταυτοποιηθούν εν καιρώ μαζί με διάφορες περιφερειακές λεπτομέρειες που θα ανακύψουν. Όσο περισσότερο κοιτάς την φωτογραφία τόσο μεγαλώνει η ένταση της φωνής της. Όσο περισσότερο την ατενίζεις τόσο αυξάνουν τα ντεσιμπέλ της ιστορίας από το χτυπήματα του ρολογιού του Έλγιν στην καρδιά της παλιάς πόλης. Πολύτιμα βοηθήματα για την ταυτοποίηση κάποιων δεδομένων:
1) «Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία» των Θανάση Γιοχάλα & Τόνια Καφετζάκη,
2) «Ο Αναδρομάρης της Αττικής» και η «Ιστορία των Αθηνών» του Δημήτρη Γ. Καμπούρογλου
3) «ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ» των Ελένη Μπάνου και Λεωνίδα Κ. Μπουρνιά
4) «Το Μεταξουργείο Της Αθήνας» της Χριστίνα Αγριαντώνη
5) Διάσπαρτα βιβλία του Κώστα Μπίρη και του Γιάννη Καιροφύλλα
6) https://www.taathinaika.gr/
ΠΗΓΗ:ΑΠΌ ΤΟ εξαιρετικό https://1-2.gr/Tεκμηρίωση και σχόλια: Σαμσών Ρακάς
left-sidebar
full-width