Ποιος ήταν ο ακριβής πληθυσμός στην Αθήνα την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Σε μία μελέτη ανασυστήνεται το σκηνικό
Τα στοιχεία για τον πληθυσμό
«Ένας θεός κι ένας δαίμονας στις φλέβες του υπόδουλου ελληνισμού» -
Μεγάλα κεφάλαια της ελληνικής Ιστορίας στα... ψιλά της οθωμανικής κατοχής
Ο ακριβής πληθυσμός της Αθήνας την περίοδο της τουρκοκρατίας είναι σταυρόλεξο για
δυνατούς λύτες... Επίσημες απογραφές δε γίνονται. Οι Οθωμανοί ουδόλως ενδιαφέρονται
για καταγραφή γεννήσεων και θανάτων, ώστε να κρατούν κιτάπια, και οι σχετικές,
όποιες, καταχωρίσεις των Ελλήνων της πόλης έχουν περάσει ήδη, από τις πρώτες κιόλας
δεκαετίες της τυραννίας, από... 40 κύματα (διενέξεις, πυρκαγιές, λιμούς, εγκαταλείψεις
κ.ά.), οπότε θα ήταν μάλλον απίθανο να διασωθούν.
ΑΘΗΝΑΙ C. F. von Kügelgen ΤΟ 1820
Πηγές πληροφοριών περί τον αστικό πληθυσμό αποτελούν κυρίως οι εκτιμήσεις ντόπιων χρονικογράφων, τις οποίες αποτυπώνουν σε δημοσιοποιημένες αναφορές τους ή σε ημερολόγια, που διασώθηκαν από τους απογόνους τους, και οι καταγραφές των ξένων περιηγητών. Το μόνο σίγουρο είναι πως στην Αθήνα οι Έλληνες είναι πολλοί περισσότεροι των Τούρκων και μάλλον αποτελούν τα 3/4 του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Ο δε Γάλλος διπλωμάτης Λουί Ντεγιέ (Louis Desahyes), ο οποίος βρίσκεται εδώ το 1625, δεν αναφέρει καν τουρκικό πληθυσμό. Πάντως, για την πόλη την περίοδο της αλώσεως ουδεμία πληροφορία σώζεται. Τα πρώτα στοιχεία χρονολογούνται τον 16ο αι.
Ο Γερμανός ελληνοδίφης Μαρτίνος Κρούσιος (Martin Crusius) κάνει λόγο για 6.000
κατοίκους της Αθήνας, σε αντίθεση με τον νομικό και φιλόλογο, αξιωματούχο του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεοδόση Ζυγομαλά, ο οποίος τους υπολογίζει σε 1.000, και
τον λόγιο Σίμωνα Καβάσιλα, που “μετράει” «12.000 άνδρες». Από την άλλη, το χρονικό
του Οξωνίου αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τριετούς λιμού (1554-1556) έχουν πεθάνει
10.000 κάτοικοι, αριθμός ο οποίος εκτιμάται ότι εκ παραδρομής αλλοιώθηκε με την
προσθήκη ενός μηδενικού και ότι στην πραγματικότητα, οι νεκροί από τον λιμό ήσαν
1.000. Αλλά και πάλι, το περίφημο λίθινο χρονικό (πληροφορία χαραγμένη σε μάρμαρο)
κάνει λόγο για χιλιάδες νεκρούς από τον λιμό του 1555. Τον 17ο αι., πάντως, ο Γάλλος
ιστοριογράφος της Βασιλικής Ακαδημίας Ζωγραφικής Αντρέ Ζορζ Γκιγιέ (André Georges
Guillet) σημειώνει ότι η Αθήνα κατοικείται από 15.000-16.000 κατοίκους, εκ των οποίων
οι 1.000-1.200 Τούρκοι. Προσθέτει ότι είναι η πολυπληθέστερη πόλη της Ελλάδας και
πως στα χωριά η αναλογία Ελλήνων και Τούρκων είναι 400 προς έναν. Ο Γκιγιέ μάλιστα
απαντά και σ’ εκείνους που υποστηρίζουν ότι η Αθήνα είναι πόλη με μικρό πληθυσμό:
«Ως προς τον αριθμό των κατοίκων εθαύμασα αναγνούς πολλάκις, ότι αι Αθήναι ήσαν
έρημοι. Βεβαιότατα οι ταύτα γράφοντες περιηγηταί μόλις ελθόντες εις την πόλιν εξήλθον,
ίσως αφίκοντο κατά βροχεράν ημέραν, ότε ουδείς ευρίσκετο εις την οδόν, ή μάλλον εν
καιρώ επιδημίας, καθ’ ην οι κάτοικοι κατέφευγον εις τα εξοχικάς οικίας των».
Παραθέτοντας διάφορες εκτιμήσεις περί τον πληθυσμό της πόλης, ο ακαδημαϊκός
Δημήτρης Καμπούρογλου (“Η Ιστορία των Αθηναίων”) καταλήγει ότι οι κάτοικοι των
Αθηνών στα τέλη του 16ου αι. θα πρέπει να είναι περί τους 20.000, εκ των οποίων 3.500
Τούρκοι, 500 μαύροι, αθίγγανοι και Φράγκοι και 16.000 Έλληνες. Τα δε σπιτικά
εκτιμώνται σε 2.500, αν υπολογίσει κανείς το λιγότερο 8 μέλη στο καθένα, σε περίοδο
κατά την οποία τα παιδιά, ακόμη και νυμφευμένα, περιβάλλουν τον πατριάρχη.
Ωστόσο, κατά το δεύτερο έτος της Επαναστάσεως, το 1822, οι Έλληνες κάτοικοι της
Αθήνας είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχουν μειωθεί στους 10.000, σύμφωνα με επίσημο
σημείωμα ιερέων των συνοικιών της πόλης, το οποίο “φιλοξενεί” στο έργο του “Μνημεία
Ελληνικής Ιστορίας” ο ιστορικός μελετητής, διατελέσας και πρύτανης του Πανεπιστημίου
Αθηνών, Σπυρίδων Λάμπρου.
Η Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς (Παζαρόπορτα) στη Ρωμαϊκής εποχής αγορά της Αθήνας.
Ανεγέρθηκε με χρήματα του Ιούλιου Καίσαρα, και στην τουρκοκρατία οδηγούσε στο σταροπάζαρο. Πάνω στους κίονες οι έμποροι αναρτούσαν τις τιμές…
ΠΑΡΕΝΘΕΤΙΚΑ........ Η ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΩΤΗ ΚΟΛΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΖΑΡΟΠΟΡΤΑΣ
Η εγκατάλειψη της Αθήνας στη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου μπορεί να μη δημιουργεί τομή στην ιστορία της οθωμανικής περιόδου της πόλης, δεν παύει όμως να είναι γεγονός καθοριστικό για την εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα σε εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενους. Μετά την επιστροφή των κατοίκων στην Αθήνα κι ως την εποχή της Επανάστασης, παρ’ όλες τις κατά καιρούς επιδρομές κι άλλες ανάλογες περιπέτειες, η ζωή στην πόλη ακολουθεί ρυθμούς που μένουν αναλλοίωτοι για περισσότερο από εκατόν είκοσι χρόνια.
Τότε, στα τέλη του ΙΖ’ αιώνα, η Αθήνα παίρνει τη μορφή της οθωμανικής πόλης που μας έχουν παραδώσει κείμενα και εικόνες.
Η αγορά της,σύμφωνα με τα πρότυπα της εποχής, ήταν ταυτόχρονα διοικητικό και εμπορικό κέντρο.
Ξεκινώντας απ’ τους Αέρηδες και το Μεντρεσέ έφτανε μέχρι το δυτικό τοίχο της βιβλιοθήκης του Αδριανού και τους γύρω απ το Μοναστηράκι δρόμους. Την αποτελούσαν το Σταροπάζαρο, το Πάνω και το Κάτω Παζάρι.
Σ’ αυτή την περιοχή βρίσκονταν τα μαγαζιά, τα κέντρα αποφάσεων, οι χώροι κοινωνικών επαφών. Χώροι προσευχής (τζαμιά κι εκκλησίες), το τουρκικό διοικητήριο (Βοεβοδαλίκι), η έδρα της τοπικής αυτοδιοίκησης (Δημογεροντία), το τελωνείο (ντουάνα ή Πουμπρούκι), το δικαστήριο (Καπλίκι), τα καφενεία, τα λουτρά, τα πανδοχεία, αλλά και οι κατοικίες της ανώτερης τάξης. Εκεί κοντά ήταν και οι υπαίθριοι χώροι αγοραπωλησιών, όπως π.χ. το αλογοπάζαρο του Θησείου.
Για το λόγο αυτό, αντικείμενο κάθε ιστορικής προσέγγισηςτου χώρου της αγοράς αποτελούν όλες οι λειτουργίες της πόλης κι όχι μόνο οι εμπορικές συναλλαγές.
Στην Αθήνα, όπως και α όλες τις πόλεις της εποχής όπου το καθεστώς ήταν φεουδαρχικό, η αγορά λειτουργούσε με τρεις μορφές: σαν καθημερινή, σαν εβδομαδιαία και σαν ετήσια.
Το Σταροπάζαρο ήταν η σημαντικότερη και γνωστότερη ετήσια αγορά της Αθήνας. Χώρος λειτουργίας του η περιοχή της Ρωμαϊκής αγοράς.
Η είσοδος της, η δωρική Πύλη της Αρχηγέτιδος Αθηνάς, στραμμένη προς το δρόμο που από τα δυτικά ένωνε τη ρωμαϊκή με την ελληνική αγορά, διατήρησε τη λειτουργικότητα της και στις κατοπινές περιόδους, παρά τις ριζικές αλλαγές στο γύρω χώρο και τη μερική της ενσωμάτωση σε νεότερα κτίσματα. Το Σταροπάζαρο, που συγκέντρωνε στην περιοχή της πλήθη ντόπιων εμπόρων και αγροτών από τα χωριά των Μεσογείων, της έδωσε το όνομα της Παζαρόπορτας.
Οι αγοραπωλησίες γίνονταν εκεί ολόκληρο τον Ιούλιο, εποχή της συγκέντρωσης του σταριού.
Η ίδια περιοχή χρησίμευε και για τις συναλλαγές που αφορούσαν άλλα ανάλογα εμπορεύματα, όπως το λάδι και το αλάτι, απ’ την εποχή των Ρωμαίων. Μια επιγραφή πάνω στην «πλακωτή κολώνα της Παζαρόπορτας», μιας απ’ τις παραστάδες της Πύλης, στέκεται και σήμερα στο ίδιο σημείο και αναφέρεται στις αγοραπωλησίες αυτές: «ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ…».
(Σε σχεδιάσματα του 1809 η επιγραφή του Αδριανού φαίνεται εντειχισμένη σε σπίτι στηριγμένο πάνω στο αρχαίο κτίσμα.
Το σπίτι αυτό κατεδαφίστηκε στις ανασκαφές κι η ρωμαϊκή παραστάδα με την επιγραφή έμειναν ατόφιες στην αρχική τους θέση).
Αρκετά σπίτια με κήπους μικρούς, μια δημόσια βρύση που ήταν πόλος έλξης γι’ ανθρώπους και υποζύγια,γειτόνευαν με την Παζαρόπορτα. Κοντά της υπήρχε και μια, κατεδαφισμένη σήμερα, βυζαντινή εκκλησούλα, η Σωτείρα της Παζαρόπορτας – μια απ’ τις μικρές εκείνες εκκλησίες που χτίζονταν κοντά σε σημαντικά αρχαία μνημεία για να «εξαγνίσουν» το χώρο… Άλλες δυο εκκλησίες της περιοχής, που εδώ και χρόνια κατεδαφίστηκαν, ήταν ο Προφήτης Ηλίας κι ο Ταξιάρχης του Σταροπάζαρου. Στον ανοιχτό χώρο που εκτεινόταν περ’ απ’ τα κτίσματα αυτά, ζυγιζόταν και πουλιόταν το στάρι.
Τουλάχιστον μέχρι το 1672, οι έμποροι χρησιμοποιούσαν για το σκοπό αυτό τα ρωμαϊκά μέτρα βάρους που είχαν βρεθεί επί τόπου για το ζύγισμα του εμπορεύματος.
Τα «μελτέπια» της τουρκοκρατίας ήταν τα δίκοιλα και μονόκοιλα αρχαία μέτρα. Δίπλα από την επιγραφή του Αδριανού κρεμούσαν και την πινακίδα με το Narh (το Νάρτι), δηλαδή την επίσημη διατίμηση του σταριού, που καθοριζόταν απ’ τη διοίκηση.
Δυο επώνυμα κτίρια βρίσκονταν στο χώρο της ετήσιας αγοράς: το Ρολόι του Κηρρύστου και το τζαμί του Σταροπάζαρου, το Φεπχιέ. Και τα δυο συχνά συνοδεύουν στις χαρακτικές συνθέσεις των περιηγητών την Παζαρόπορτα, μαζί μ’ ένα άλλο, το Μεντρεσέ, που χάρη στην αρχιτεκτονική ιδιομορφία του αποτυπώθηκε από πολλούς ζωγράφους, πλαισιωμένος συνήθως από δυο λιγνά κυπαρίσσια.
Οι Τούρκοι, απασχολημένοι με τα εξουσιαστικά τους καθήκοντα, προτιμούσαν να χρησιμοποιούν παλιότερα οικοδομήματα, μετασκευάζοντας τα, παρά να χτίζουν καινούργια.
Έτσι, μ’ εξαίρεση λουτρά και κατοικίες, το πρώτο κτίριο που έρχεται να προστεθεί σ’ όσα προϋπάρχουν στο κέντρο της πόλης είναι ο Μεντρεσές. Χτίζεται απέναντι απ’ τους Αέρηδες στο πρώτο μισό του ΙΗ’ αιώνα, που χαρακτηρίζεται από την παγίωση της τουρκικής κυριαρχίας στην Αθήνα. Η κτητορική του επιγραφή, ακόμα εντειχισμένη πάνω απ’ την κεντρική είσοδο,
Ο ΜΕΝΤΡΕΣΕΣ ΚΑΙ Ο ΤΕΚΚΕΣ ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ (ΑΕΡΗΔΕΣ), ΑΚΡΑΙΑ ΚΤΥΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΪΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
εκτός απ’ τη χρονολογία, 1721, αναφέρει και το όνομα του κτήτορα Μεχμέτ Φαχρή.
Ο Μεντρεσές ήταν τούρκικο ιεροσπουδαστήριο και στέγαζε για πολλά χρόνια τους σοφτάδες (φοιτητές), που ζούσαν εκεί σαν οικότροφοι.
Το κτίριο είχε κεντρική αυλή που την τριγύριζαν μικρά δωμάτια, σαν κελιά χριστιανικού μοναστηριού, κι ένα μικρό τζαμί στη ΒΔ. του γωνία.
Οι μικροί τρούλοι της στέγης του κατέληγαν σε καμινάδες, που θύμιζαν κουζίνες βυζαντινών μοναστηριών, όπως π.χ. της Μονής Καισαριανής πάνω στον Υμηττό.
Στο Μεντρεσέ μαζεύονταν συχνά οι Τούρκοι ιθύνοντες για να συζητήσουν θέματα ιδιαίτερα σοβαρά. Εκεί συγκεντρώθηκαν οι αγάδες της περιοχής και στο άκουσμα του ξεσπάσματος της Επανάστασης στην Πελοπόννησο το 1821.
Ο Μεντρεσές, μετασκευασμένος αργότερα σε φυλακή, σώθηκε μέχρι το 1919, οπότε και κατεδαφίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά.
Ο Πύργος των Ανέμων, ή «Αέρηδες» – απ’ τ’ ανάγλυφα των οκτώ προσωποποιημένων ανέμων που διακοσμούσαν το εξωτερικό του, στέγασε μετά το 1750 τους δερβίσηδες του τάγματος των Μεβλεβηδών.
Το ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, που στον ΙΖ’ αιώνα είχε τόσο εντυπωσιάσει τον Εβλιά, πάντα τέλεια διατηρημένο, χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο απ’ τους δερβίσηδες, χωρίς ν’ αλλοιωθεί η αρχιτεκτονική του μορφή.
Καθώς όμως οι διάφορες προσχώσεις είχαν σκεπάσει το αρχικό του μαρμάρινο δάπεδο, οι Τούρκοι κατασκεύασαν ένα ξύλινο πάτωμα που βρισκόταν περίπου 2.30 μ. ψηλότερα απ’ το αρχικό.
Έτσι, το υδραυλικό ρολόι της ρωμαϊκής αρχαιότητας, το πρωτοχριστιανικό βαπτιστήριο, ο «τάφος του Σωκράτη» των δυτικών περιηγητών του ΙΖ’ αιώνα, μετατράπηκε τον ΙΗ’ σε «Τεκκέ του Μπραΐμη». Τεκκέδες (τόποι προσευχής των μωαμεθανών) υπήρχαν κι άλλοι τότε στην Αθήνα.
ΑΕΡΗΔΕΣ ΚΑΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ ΤΟ ΦΕΤΙΧΙΕ ΤΖΑΜΙ (ΤΗΣ ΚΑΤΆΚΤΗΣΕΩΣ, ΤΟΥ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ)
Το τάγμα των Μεβλεβηδών όμως που εγκαταστάθηκε στους Αέρηδες, με τις ιδιόρρυθμες τελετουργίες του, που σε πολλές περιπτώσεις, γίνονταν στο ύπαιθρο, γύρω απ’ τον Πύργο, τον έκανε επίκεντρο της προσοχής όχι μόνο των Αθηναίων, αλλά κι όσων ξένων πέρασαν απ’ την πόλη μετά το 1750.
Οι Μεβλεβήδες ήταν μορφωμένοι κληρικοί και ψ αυτό είχαν ευρύτατα χρησιμοποιηθεί απ’ το σουλτανικό καθεστώς για τον προσηλυτισμό αλλόπιστων στη μουσουλμανική θρησκεία. Σε εικονογραφήσεις του ΙΗ’ αιώνα παριστάνονται σαν ταξιδιώτες, ένα είδος μουσουλμάνων ιεραποστόλων.
Ανήκαν σ’ ένα δόγμα που είχε ιερό βιβλίο το Μενεβή, γραμμένο σε περσική γλώσσα. Εκτός από περσικά γνώριζαν και αραβικά, τη γλώσσα του Κορανίου. Εθνική τους γλώσσα ήταν η τουρκική.
Ιδρυτής του δόγματος τους ήταν ο Mevlana Cela Cettin Rumi που γεννήθηκε στο Αφγανιστάν το 1207 και πέθανε στην Τουρκία, στο Ικόνιο, το 1273. Εκεί βρίσκεται το Μαυσωλείο του και, κάθε Δεκέμβρη, γίνονται γιορτές στη μνήμη του μέχρι σήμερα.
Τεκκέδες Μεβλεβηδών υπήρχαν σ’ όλες τις σημαντικές πόλεις της Τουρκίας, κι ο «Τεκκές του Μπραΐμη» της τουρκοκρατούμενης Αθήνας ήταν ένας απ’ αυτούς.
Το εσωτερικό των Αέρηδων είχε κατάλληλα διακοσμηθεί από τους νέους οικιστές.Σε μια γωνιά του οκταγωνικού κτίσματος είχε σχηματισθεί μια εσοχή που έδειχνε την κατεύθυνση της Μέκκας, ήταν βαμμένη κόκκινη και πράσινη και διακοσμημένη με κεριά. Στους τοίχους είχαν τοποθετηθεί ξύλινες πινακίδες με αποσπάσματα απ’ το Κοράνιο και ιερές πράσινες σημαίες του Μωάμεθ. Εκτός από δεκάξι αυγά στρουθοκαμήλου που ήταν κρεμασμένα στο εσωτερικό του Τεκκέ για να διώχνουν το κακό μάτι, υπήρχε πάνω στον τοίχο και μια απομίμηση ενός αμφίστομου ιερού σπαθιού.
Το πράσινο χρώμα, χρώμα ιερό, κυριαρχούσε στο χώρο κι ο αρχηγός των δερβίσηδων ήταν ντυμένος στα πράσινα κι αυτός.
Κάθε Παρασκευή οι δερβίσηδες προσεύχονταν ψέλνοντας όλοι μαζί, με τη συνοδεία ενόργανης μουσικής, ύμνους στηριγμένους σε ποιήματα του Mevlana. Η ομαδική προσευχή είχε σαν κατάληξη της μια τελετή εντυπωσιακή: οι δερβίσηδες, ντυμένοι στ’ άσπρα, με κάπες μακριές, χόρευαν «σαν πεταλούδες» ένα είδος ρυθμικού κυκλικού χορού τον Sema. Ξεκινώντας απ το εσωτερικό του πύργου, έβγαιναν στη συνέχεια έξω απ’ τον Τεκκέ. Εκεί, ανάμεσα στους θάμνους και τα χόρτα, συνέχιζαν το χορό στην αρχή με κινήσεις αργές, στον ήχο τριών τύμπανων, βγάζοντας πού και πού περίεργες κραυγές. Έφταναν συχνά σε σημείο βακχικής έξαρσης, «σαν Κορύβαντες», καθώς η μουσική ακολουθούσε όλο και πιο γρήγορο ρυθμό. Σε στιγμές έκστασης, σύμφωνα με περιγραφές περιηγητών, έσκιζαν τα ρούχα τους, έβγαζαν αφρούς απ’ το στόμα τους κι έπεφταν κάτω ξεροί. Απεικονίσεις δυτικών ζωγράφων δείχνουν μεμονωμένες περιπτώσεις χαράγματος των χεριών τους από τους ίδιους.
Ο Edward Dodwell δίνει λεπτομέρειες απ’ τη ζωή των Μεβλεβηδών και το «χορό των στρεφομένων δερβισών», σε δυο πίνακες του. Φαίνεται μάλιστα πως λίγο πριν απ’ το τέλος της τουρκοκρατίας, όταν οι επισκέψεις ξένων στην Αθήνα είχαν πια γίνει μέρος της καθημερινής ζωής, ο ιερατικός αυτός χορός είχε γίνει τόσο γνωστός και δημοφιλής ανάμεσα τους, ώστε είχε τυποποιηθεί.
Καθώς διαβάζουμε σε κείμενο του 1809, γραμμένο απ’ τον Άγγλο John Gait, δίνονταν συχνά και ειδικές παραστάσεις μετά από κατάλληλη διαμόρφωση του χώρου, όταν επρόκειτο να παρακολουθήσουν το χορό επισκέπτες σημαντικοί.
Το Φετιχιέ, το τζαμί της περιοχής, βρισκόταν στο ακραίο όριο του Σταροπάζαρου. Τέλεια διατηρημένο και συντηρημένο, αλλά κλειστό μέχρι σήμερα στο κοινό, γνώρισε πολλές μεταμορφώσεις στη διαδρομή της ιστορίας του.
«Το τζαμί του Σταροπάζαρου σωζόμενον εισέτι… χρησιμεύει ότε μεν ως στρατιωτική τού φρουραρχείου φυλακή, ότε δε ως στρατών. Εν έτει 1824 τη αποφάσει της κοινότητος ωρισθή τούτο ως Σχολή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου παραδοθέν τη Φιλομούσω Εταιρεία».
(Δ. Γρ. Καμπούρογλου, εφημερίδα «Εστία», 1881)
Τη συνέχεια των μεταμορφώσεων του Φετιχιέ απαριθμεί ο Καμπούρογλους και σε μεταγενέστερη εποχή:
«..Ήδη μετεβλήθη εις αποθήκην πολυπληθών σάκκων αλεύρου προσοικοδομηδέντων καί των μηχανικών κλιβάνων τού μεγάλου στρατιωτικού αρτοποιείου…
…Αν ποτέ έν τω τόπω τούτω κυριάρχηση ή διάνοια καί επικράτηση πνεύμα ευρύτερων καί ενιαίων ίστορικών μελετών, παύσωσι δ’ ύβριζόμενα ιστορικά μνημεία υπάτης σημασίας, τότε έλπίζομεν ότι καί το Φετιχιέ τζαμί, απαλλασσόμενον τών κλιβάνων καί τών σάκκων, καθαριζόμενον τών προσθέτων κτιρίων, θέλει απόδειξη άν πράγματι ύπήρξέ ποτέ ή Μητρόπολις τών Άθηνών, αλλά καί οποίον τό όνομα της…».
Για πολλά χρόνια όμως, οι καμινάδες του στρατιωτικού φούρνου συνέχισαν τη λειτουργία τους…
Το τζαμί απαλλάχτηκε βέβαια κάποτε από τα πρόσθετα κτίσματα και αποκαταστάθηκε στην αρχική του μορφή, αλλά στη συνέχεια έγινε αποθήκη αρχιτεκτονικών μελών διαφόρων κτισμάτων που ανήκουν στην περιοχή της Ακρόπολης…
Ο μιναρές του τζαμιού είχε κατεδαφιστεί στα χρόνια της Επανάστασης. Μερικά σκαλοπάτια μόνο μαρτυρούν σήμερα την ύπαρξη του. Βωμοί αρχαίων ναών, καμπαναριά εκκλησιών, μιναρέδες, υπήρξαν σ’ όλους τους πολέμους θύματα της μισαλλοδοξίας των κατά καιρούς αντιμαχόμενων, σαν κατ’ εξοχήν σύμβολα λατρείας. Αντίθετα, τα κυρίως θρησκευτικά κτίρια, ναοί αρχαίοι, εκκλησίες χριστιανικές, τζαμιά, διατηρήθηκαν ακέραια μετά τον «αποχρωματισμό» τους, όντας χρήσιμα αυτά καθ’ εαυτά σαν οικοδομήματα…
ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΤΑΝΥΞΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ «ΤΕΚΚΕ ΤΟΥ ΜΠΡΑΪΜΗ» (ΑΕΡΗΔΕΣ)
Η συρρίκνωση του πληθυσμού της πόλης ερμηνεύεται ως εκ των λιμών και του πολέμου,
που είχαν αποτέλεσμα την εξόντωση αρκετών χιλιάδων ανθρώπων. Έπειτα, λίγο πριν και
μετά την έκρηξη της Επανάστασης, αρκετές αθηναϊκές οικογένειες μετανάστευσαν στο
εξωτερικό, ώστε μακριά από τον ασφυκτικό οθωμανικό ζυγό να προετοιμαστούν για τον
αγώνα προς τη λευτεριά.
Όσο για τη φυσική κατάσταση των Αθηναίων, οι ξένοι περιηγητές την εξαίρουν,
αποδίδοντάς την τόσο στο θαυμάσιο νερό και τους ζωογόνους ανέμους, που πνέουν από
τους λόφους που περιβάλλουν την πόλη, όσο και στο μέλι που καταναλώνουν, το οποίο -
όπως αναφέρει ο Γκιγιέ - «είναι δε ενταύθα εξαίρετον».
ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ
«Άνθρωποι και ποντίκια»
Κεφαλάδες, οικοκυραίοι, παζαρίτες, ξωτάρηδες... Σαν ξένες λέξεις φαντάζουν, αλλά είναι
ελληνικές και δεν αποδίδουν τίποτε περισσότερο από μία αδιαπραγμάτευτη κοινωνική
συνθήκη σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους. Για την ακρίβεια αποτυπώνουν σε
συγκεκριμένο τόπο και χρόνο τη μία και μόνη από καταβολής κόσμου ανεπηρέαστη
συνθήκη. Είναι η διαστρωμάτωση του πληθυσμού της Αθήνας, τους αιώνες της
οθωμανικής κατοχής. Όπως μάλιστα σκωπτικά αναφέρει ο Καμπούρογλου, «τα παλαιά
γένη, τα πλείστα των οποίων από της βυζαντινής ακμής είχον την καταγωγήν, διεκρίνοντο
δια τε της ενδυμασίας και της κομώσεως, τινά δε και δια του δικεφάλου αετού, ον έθετον
επί του τάφου αυτών, ουχί δε και εις το υπέρθυρον ή τα ενδύματά των ή όπου αλλαχού
συνειθίζεται, ωσεί ήθελον να δηλώσωσιν ότι η ελληνική πραγματική ευγένεια κείτεται εις
τον τάφον...».
Στην Αθήνα, λοιπόν, του οθωμανικού ζυγού, όπως σε κάθε χριστιανική επαρχία και
κοινότητα, υπάρχει διπλή διοίκηση, η ελληνική/χριστιανική, που προκύπτει διά ετήσιας
ψηφοφορίας (κάθε Μάρτιο) και εποπτεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και η
τουρκική, που διορίζεται από την Υψηλή Πύλη. Το χριστιανικό σκέλος της διοίκησης
καλύπτουν πάντα οι δημογέροντες. Αλλά, ασφαλώς, τον κύριο κορμό του πληθυσμού
αποτελούν οι «χαμηλής υποστάθμης»... Ειδικότερα, οι κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα (και
όχι μόνον) την εποχή της τουρκοκρατίας κατά πυραμιδωτή διαβάθμιση είναι:
Οι Κεφαλατικεύοντες (κατά τους Βυζαντινούς) ή Κεφαλάδες ή Κοτσάμπασι (κατά τους Οθωμανούς) ή Άρχοντες ή Προύχοντες. Είναι δώδεκα μεγάλες οικογένειες (κατά τα στοιχεία του Αλ. Γέροντα). Ανεπάγγελτοι, κτηματίες. Αποτελούν το φυτώριο από το οποίο προκύπτουν οι δημογέροντες. Τα κτήματά τους καλλιεργούν άλλοι, όπως επίσης και τα καταστήματά τους νοικιάζονται από άλλους. Ο πανεπιστημιακός Βασίλειος Σφυρόερας περιγράφει: «Οι εκλεγόμενοι δημογέροντες ανήκαν κατά κανόνα εις ανωτέραν κοινωνικήν τάξιν ή επελέγοντο μεταξύ των ευφυεστέρων και εγγραμμάτων. Συνήθως ούτοι λόγω του πλούτου των δεν εξήσκουν βιοποριστικό επάγγελμα και είχον όλον τον απαιτούμενον χρόνον δια την διοίκησιν των κοινών...».
Οι άρχοντες μόνον εισπράττουν. Κάποιοι από αυτούς ταξιδεύουν στο εξωτερικό και φέρνουν στην Ελλάδα εμπορεύματα. Προσφωνούνται, δε, «σιορ και σιόρα». Σχεδόν εθιμικώ δικαίω, οι δευτερότοκοι (οι πρωτότοκοι προορίζονται για δημογέροντες) γίνονται κληρικοί.
ΟΙ ΤΑΞΕΙΣ
Οι άρχοντες των Αθηνών
Οι γνωστότεροι εκ των αρχόντων των Αθηνών, όπως καταγράφονται σε σχετική λίστα του Γκιγιέ, είναι αυτή την εποχή οι Καπετανάκηδες, οι Μπενιζέλοι, οι Χαλκοκονδύληδες, οι Καβαλάρηδες και οι Παλαιολόγοι. Οι Οικοκυραίοι ή Νοικοκυραίοι αποτελούν τη δεύτερη κοινωνική τάξη. Είναι κτηματίες, που καλλιεργούν - συχνά οι ίδιοι - τα κτήματά τους και ζουν από αυτά. Είναι κατά κανόνα ευκατάστατοι και γίνονται κληρικοί ή δάσκαλοι. Προσφωνούνται «κυρ και κυρά». Ωστόσο, χρονικογράφοι της εποχής τούς περιγράφουν ως «αντιπροσωπευτικά δείγματα της φυλής». Αποταμιεύουν, είναι φρόνιμοι, αλλά οπισθοδρομικοί. «Μικρής διανοητικής αναπτύξεως, πονηρότατοι, έχοντες πάντα τα ελαττώματα και προτερήματα της φυλής», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλου.
Οι περισσότεροι έχουν ρίζες από την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Σε αυτήν την τάξη “ξεπέφτουν” κάποιοι άρχοντες, που πτωχεύουν, ή εντάσσονται κάποιοι ύστερα από γάμο εκ θηλυγονίας στις αρχοντικές οικογένειες. Οι νοικοκυραίοι φέρουν συνήθως στα επώνυμά τους την κατάληξη -άκης/-άτσης ή ειρωνικά -άκιας/-άτσιας (Μπενιζελάτσιας, Καπετανάτσιας κ.λπ.). Έλληνας άρχοντας κατά την Τουρκοκρατία.
Οι παζαρίτες δε διαφέρουν διακριτά από τους νοικοκυραίους. Θα έλεγε κανείς πως η όποια διαφορά τους συνίσταται στο επάγγελμά τους. Είναι έμποροι υφασμάτων, δερμάτων, γουναρικών, λαδιού, μελιού κ.λπ., τεχνίτες και εργάτες. Τους προσφωνούν «μάστρο- και μαστόρισσα». Είναι η πραγματική δύναμη της πόλης. Η ραχοκοκκαλιά της οικονομίας της. Διαιρούνται σε συντεχνίες και εκλέγουν - κυρίως αυτοί - τους δημογέροντες.
Οι ξωτάρηδες είναι η τελευταία κοινωνική τάξη στις ελληνικές πόλεις επί οθωμανικού ζυγού. Είναι αυτοί που καλλιεργούν και φροντίζουν γη, κήπους και υποστατικά στα προάστια της Αθήνας, όπου κατοικούν. Μερικοί έχουν αποκτήσει περιουσία και η γνώμη τους “μετράει” σε κάποιες αποφάσεις της Πολιτείας. Τους αποκαλούν “κουμπάρους και κολίγους”.
Δημογέροντας του 18ου αιώνα.
Οι χωριάτες, οι κάτοικοι των χωριών της Αττικής, δεν αποτελούν κοινωνική τάξη, επειδή δεν τους... ταιριάζει ούτε αυτό... «Κατωτέρας τάξεως όντα, ως τι μεταξύ ζώων και ανθρώπων» (!) παρατηρεί ξένος περιηγητής.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Ο ευφάνταστος φόρος των... οδοντών
Τα καθήκοντα των δημογερόντων, πάντως, φαίνονται πολυπληθή. Αυτοί διαχειρίζονται την περιουσία της κοινότητας, δικάζουν και επιλύουν τις διαφορές μεταξύ χριστιανών, συμβιβάζουν τις διενέξεις μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών και γενικώς επιτηρούν τη χρηστή λειτουργία της κοινότητας, για την οποία λογοδοτούν στον εκάστοτε Οθωμανό τοποτηρητή (βοεβόδα). Είναι δε αυτοί που συγκεντρώνουν τη “δεκάτη” (13% - και όχι 10% - επί της αγροτικής παραγωγής, αλλά και επί όλων των παραγομένων από βιοτεχνική δραστηριότητα) και τον κεφαλικό φόρο, το “χαράτσι” ή “χαράτζι” ή “χαράκι”, και τους αποδίδουν στον βοεβόδα. Το “χαράτσι” ορίζεται σε δύο σκούδα κατ’ έτος και αφορά μόνον τον ανδρικό πληθυσμό. Δείγμα «ομολογητικού γράμματος αναγόμενου στην καταβολή του κεφαλικού φόρου» σώζεται στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος:
Την σήμερον ομολογούμεν και μαρτυρούμεν ημείς οι γέροντες του μαχαλατακίου... πως ετεριάσαμε με τον Γεωργάκη Σταματάκη δια το χαράκι του υιού του του απεθαμένου, του αστραποκαϋμένου και μας έδωσε γρόσι ένα και πλέον από την σήμερον να μην του γυρεύωμεν τίποτες, και ούτως να είναι ελεύθερος εις αεί... Την περί τούτου δήλωσιν υπογράφομεν κάτωθεν εις σφάλειαν...».
Στους δημογέροντες ανήκει και η υποχρέωση είσπραξης των αποζημιώσεων εγκληματικών πράξεων που τελούνται στην περιφέρεια της δικαιοδοσίας τους, αλλά και των έκτακτων και καταναγκαστικών εισφορών, που επιβάλλονται από Οθωμανούς αξιωματούχους, εισφορές οι οποίες δεν είναι και λίγες. Ο υπόδουλος πληθυσμός, εκτός από το χαράτσι, καταβάλλει φόρο για πολλά και διάφορα. Για το αλάτι, για το νερό, για την εστία (εκάστη καπνοδόχην) υπέρ του πολεμικού ναυτικού (Αβαλίς), επί Μοροζίνι δε και για τον καπνό.
Μνημείο ύψιστης απληστίας των τυράννων αποτελεί ο περίφημος «φόρος των οδοντών» (diş parası), στην καταβολή του οποίου υποχρεούται ο νοικοκύρης, που θα φιλέψει έναν Τούρκο! Δηλαδή, αν κάποιος Τούρκος καταδεχτεί (!) να καθίσει στο τραπέζι ενός Χριστιανού, πρέπει και να αποζημιωθεί για τον κόπο που κατέβαλαν τα δόντια του μασώντας!!!
Σύμφωνα, πάντως, με τον Γκιγιέ, οι δημόσιες πρόσοδοι ανέρχονται συνολικά σε 7 με 8 χιλιάδες γρόσια κατ’ έτος.
Αλλά το “ρουσφέτι” (rüşvet = δωροδοκία) είναι λέξη τουρκική και στην καταπονημένη Ελλάδα της οθωμανικής κατοχής, που η φορολογία αποτελεί τον μεγαλύτερο και επικινδυνότερο “πονοκέφαλο” του υπόδουλου πληθυσμού, οι έχοντες και κατέχοντες φροντίζουν να χρυσώνουν τους κατακτητές, κρατώντας τους τουλάχιστον σε απόσταση από την τσέπη τους... Αντίθετα, οι μη έχοντες και κατέχοντες εξακολουθούν να στύβονται.
Κάθε πολίτης, πάντως, προσπαθεί να γλιτώσει ό,τι μπορεί από το μακρύ χέρι του Οθωμανού. Κυρίως, όμως, από το κτηνώδες παιδομάζωμα, που αποτελεί «φόρο στρατολογίας», αλλά και εκβιαστικό μέσο υφαρπαγής χρήματος. Ο ραγιάς, που έχει να εξαγοράσει την ελευθερία του παιδιού του, την εξαγοράζει. Ο μη έχων βλέπει να του το αρπάζουν. Αυτό το παιδί εξισλαμίζεται. Μεγαλώνει με τα οθωμανικά πρότυπα, γαλουχείται ως ένας παθιασμένος και δυνατός πολεμιστής και ενισχύει τον στρατό των γενιτσάρων, λησμονώντας και γονείς και πατρίδα. Για τους Οθωμανούς, το παιδομάζωμα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας του στρατού (στο έργο του “Σπουδή στην Ιστορία”, ο Βρετανός ιστορικός Arnold Joseph Toynbee, διαταλέσας στις αρχές του 20ού αι. καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στο London School of Economics, σημειώνει πως το παιδομάζωμα - παρότι μη οθωμανική εφεύρεση, απαντάται και σε άλλες νομαδικές αυτοκρατορίες - λειτούργησε με απόλυτη επιτυχία και θεωρείται ως μία από τις βασικότερες αιτίες της οθωμανικής σφριγηλότητας).
Η πόλη των Αθηνών θεωρείται ότι απολαμβάνει το προνόμιο της αποχής από το παιδομάζωμα, καθώς μαρτυρίες των Καπουτσίνων μοναχών αναφέρουν πως διά του χρήματος μπορεί κανείς να σώσει το παιδί του. Αυτό, ωστόσο, δεν καθιστά την πόλη προνομιακή. Απλώς, καταδεικνύει την παντοδυναμία του χρήματος. Άλλωστε, το χρονικό της Οξφόρδης περιλαμβάνει στοιχεία για παιδομαζώματα από συγκεκριμένα αθηναϊκά σπίτια (αναφέρονται ονομαστικώς) κατά τα έτη 1547, 1549, 1553, 1557, 1560 και 1566.
Η παλλόμενη φλέβα του ζυγού
Αλλά τόσο ο ασφυκτικός κλοιός της τυραννίας, του φόβου, της παράλογης φορολογίας, όσο ο αγώνας για επιβίωση και η κρυφή ελπίδα για λευτεριά, που φτάνουν πια για αιώνες να περνούν γονιδιακά από γενιά σε γενιά, φαίνεται πως διαμορφώνουν μια ράτσα ανθρώπων με ακραία χαρακτηριστικά, για τα οποία πλείστες όσες παραστατικές περιγραφές έχουν διασωθεί. Γενικώς, ουδείς άλλος πληθυσμός στην Ελλάδα δεν έτυχε τέτοιας λεπτομερούς και αντιφατικής περιγραφής από ξένους και Έλληνες περιηγητές και μελετητές όσο οι Αθηναίοι.
«Δύο φλέβες ήσαν στην Αθήνα, η μία του διαβόλου και η άλλη του Θεού» θα περιγράψει κάποτε στον Καμπούρογλου γέρων Αθηναίος τα χαρακτηριστικά των κατοίκων της πόλης. «Φιλύποπτοι, φιλοχρήματοι, μικρορραδιούργοι, κουτοπόνηροι, δεισιδαίμονες, προληπτικοί, φανατικοί, εκδικητικοί, δύσπιστοι, βωμολόχοι» αλλά και «φιλόπονοι, δραστήριοι, φιλότιμοι, φιλόξενοι, ευτράπελοι, φίλοι της μουσικής και του άσματος».
Κάποιοι εκ των ξένων περιηγητών αποδίδουν την αντιφατική συμπεριφορά των Ελλήνων και ειδικώς των Αθηναίων στις ισορροπίες του τρόμου υπό τις οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Τόσο ο Άγγλος ιστορικός Ρίτσαρντ Τσάντλερ (Richard Chandler) όσο και ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος Ζακόμπ Σπον (Jacob Spon) χαρακτηρίζουν τους Έλληνες ευπροσήγορους και φιλόξενους, πλην όμως εύκολους στον τρόμο ή την παρεκτροπή ακόμη και με ένα άγριο βλέμμα Τούρκου ή αντίστοιχα ντόπιου.
«Αν και συνεσταλμένοι ένεκα της τυραννίας, είναι ταραχοποιοί και δεν είναι σπάνιαι αι μεταξύ αυτών έριδες, σκευωρίαι και κομματικοί διαπληκτισμοί, χάριν των οποίων καταντώσι πολλάκις εις ενεργείας προς βλάβην εαυτών», γράφει ο Τσάντλερ.
Ο δε σπουδαίος Άγγλος ελληνιστής, ο αποκαλούμενος και «Αθηναίος», αρχιτέκτονας Τζέιμς Στιούαρτ (James Stuart) κάνει λόγο σχεδόν για «πολεμικό πεδίο», όταν στο καφενείο συζητούνται «οι υποθέσεις της Πολιτείας υπό αυτοσχεδίων πολιτικών ρητόρων»!
Σαν να μην πέρασε μια μέρα...
ΠΗΓΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΩΝ:
- - “Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ” - Δ. Καμπούρογλου (Εκδόσεις “ΠΑΛΜΟΣ”).
- - “ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ” - Συλλογικό έργο (Εκδόσεις “ΔΟΜΗ Α.Ε.”).
- - ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ.
- - ΕΘΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΑΡΙΣΙΟΥ.
- -ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΑΠΟ
1- -neakriti.gr2 - ΣΤΗΝ ΠΛΑΚΩΤΗ ΚΟΛΩΝΑ ΤΗΣ ΠΑΖΑΡΟΠΟΡΤΑΣ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΛΙΖΑ ΜΙΧΕΛΗ από attikigh