ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ Β ΜΕΡΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ
Θ Α Λ Ε Ι Α
1. Κατά του Αμάσιος τούτου εστράτευσεν ο υιός του Κύρου Καμβύσης, έχων μεθ' εαυτού εκ των Ελλήνων τους Ίωνας και τους Αιολείς, εκτός εκείνων των λαών επί των οποίων εβασίλευεν. Αιτία δε της στρατείας ταύτης ήτο η ακόλουθος• πέμψας ο Καμβύσης κήρυκα εις την Αίγυπτον εζήτει την θυγατέρα του Αμάσιος• την εζήτει δε κατά συμβουλήν Αιγυπτίου τινός ωργισμένου κατά του Αμάσιος, διότι από όλους τους ιατρούς τους ευρισκομένους εις την Αίγυπτον αυτόν απέσπασεν από την γυναίκα του και τα παιδία του διά να τον παραδώση εις τους Πέρσας, όταν ήλθον απεσταλμένοι του Κύρου διά να ζητήσωσιν ιατρόν οφθαλμών τον άριστον των της Αιγύπτου. Μνησικακών διά την αιτίαν ταύτην παρεκίνησε διά των συμβουλών του τον Καμβύσην να ζητήση την θυγατέρα του Αμάσιος, με τον σκοπόν, εάν μεν την δώση, να τον λυπήση, εάν δε δεν την δώση να τον καταστήση εχθρόν του Καμβύσου. Ο δε Άμασις, στενοχωρούμενος ήδη διά την δύναμιν των Περσών και φοβούμενος ενταυτώ, δεν ετόλμα μήτε να την δώση μήτε να την αρνηθή• άλλως τε δε δεν ηγνόει ότι ο Καμβύσης ήθελε να την έχη ουχί γυναίκα αλλά παλλακίδα του. Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος έπραξε το εξής• υπήρχε θυγάτηρ τις του προτέρου βασιλέως Απρίου, υψηλού αναστήματος και ωραία, η μόνη ήτις είχε μείνει από την οικογένειαν ταύτην και ήτις εκαλείτο Νίτητις. Αυτήν την κόρην κοσμήσας ο Άμασις με ενδύματα και χρυσόν, την έπεμψεν εις τους Πέρσας ως ιδίαν του θυγατέρα. Μετά τινα χρόνον χαιρετίζων αυτήν ο Καμβύσης την προσηγόρευσε θυγατέρα του Αμάσιος• τότε η Νίτητις τω είπεν• «Ω βασιλεύ, δεν βλέπεις ότι ηπατήθης από τον Άμασιν όστις κοσμήσας πολυτελώς με έπεμψε και με έδωκεν εις σε ως θυγατέρα του, εμέ ήτις αληθώς είμαι θυγάτηρ του Απρίου, άλλοτε αυθέντου του, τον οποίον αυτός και οι επαναστατήσαντες Αιγύπτιοι εφόνευσαν.» Οι λόγοι ούτοι, καθώς και αυτό τούτο το γεγονός, έπεισαν τον Καμβύσην υιόν του Κύρου, μεγάλως οργισθέντα, να στρατεύση κατά της Αιγύπτου. Και ταύτα μεν λέγουσιν οι Πέρσαι.
2. Οι δε Αιγύπτιοι εξ εναντίας οικειοποιούνται τον Καμβύσην, αξιούντες ότι εγεννήθη εκ της θυγατρός ταύτης του Απρίου. Κατ' αυτούς, ουχί ο Καμβύσης, αλλ' ο Κύρος εζήτησε την θυγατέρα του Αμάσιος. Λέγοντες όμως ταύτα, πολύ απομακρύνονται της αληθείας• ούτε λανθάνει αυτούς (καθότι ουδείς γνωρίζει καλλίτερον από τους Αιγυπτίους τα έθιμα των Περσών) πρώτον μεν ότι ο νόμος δεν επιτρέπει να βασιλεύση νόθος, υπάρχοντος νομίμου υιού• δεύτερον ότι ο Καμβύσης ήτο υιός της Κασσανδάνης, θυγατρός του Φαρνάσπου, ενός των Αχαιμενιδών, και όχι γυναικός Αιγυπτίας. Επίτηδες όμως αλλοιούσι τα γεγονότα διά να φανώσιν ότι συγγενεύουσι με την οικογένειαν του Κύρου. Και ταύτα μεν ούτως έχουσι.
3. Λέγουσιν ακόμη και την ακόλουθον ιστορίαν, κατ' εμέ απίστευτον. Γυνή τις Περσίς, εισελθούσα εις τας γυναίκας του Κύρου είδε περί την Κασσανδάνην τα παιδία της τα οποία ήσαν ευειδή και μεγάλα• καταληφθείσα δε υπό θαυμασμού, επήνει αυτά. Τότε η Κασσανδάνη, ήτις ήτο σύζυγος του Κύρου, τη είπε• «Μολονότι είμαι μήτηρ τοιούτων παιδιών, ο Κύρος με περιφρονεί και τιμά εκείνην την οποίαν έλαβεν από την Αίγυπτον.» Ταύτα είπεν η Κασσανδάνη ζηλοτυπούσα την Νίτητιν• αλλ' ο Καμβύσης ο πρεσβύτερος των υιών της, απεκρίθη• «Μήτερ, όταν γίνω ανήρ, όλην την Αίγυπτον θα φέρω άνω κάτω.» Τους λόγους τούτους είπεν ο Καμβύσης μόλις δεκαετής ων και αι γυναίκες εθαύμασαν• τούτο δε ενθυμούμενος, άμα ηνδρώθη και έλαβε την βασιλείαν, εστράτευσε κατά της Αιγύπτου.
4. Περίστασις δε την οποίαν θέλω αναφέρει συνετέλεσε κάπως εις την επιτυχίαν της εισβολής. Μεταξύ των επικούρων του Αμάσιος υπήρχεν άνθρωπός τις γεννηθείς εις Αλικαρνασσόν, ονόματι Φάνης, ικανός σύμβουλος και ανδρείος πολεμιστής. Ο Φάνης ούτος, πειραχθείς διά τινα αιτίαν κατά του Αμάσιος, έφυγεν εκ της Αιγύπτου διά θαλάσσης με σκοπόν να συνδιαλεχθή με τον Καμβύσην. Επειδή δε ήτο άνθρωπος με μεγάλην βαρύτητα μεταξύ των επικούρων και είχεν ακριβεστάτας πληροφορίας περί των πραγμάτων της Αιγύπτου, έπεμψε κατόπιν του ο Άμασις προθυμοποιούμενος να τον συλλάβη• προς τούτο δε επεφόρτισε τον πιστότατον των ευνούχων του δους αυτώ τριήρη. Ο ευνούχος τον έφθασεν εις την Λυκίαν• αλλ' αφού τον συνέλαβε δεν τον έφερεν εις την Αίγυπτον, διότι ο Φάνης τον ηπάτησε με τας πανουργίας του, εμέθυσε τους φύλακάς του και έφυγεν εις τους Πέρσας• Φθάσας εις τον Καμβύσην τον εύρεν ενασχολούμενον εις τας ετοιμασίας του πολέμου και απορούντα ποίαν οδόν να λάβη διά να διέλθη την έρημον. Τότε ο Φάνης τον επληροφόρησε περί της καταστάσεως του Αμάσιος, τω υπέδειξε την καλλιτέραν οδόν και τον συνεβούλευσε να ζητήση από τον βασιλέα των Αραβίων δίοδον και ασφάλειαν.
5. Γνωστόν ότι μόνον εκ τούτου του μέρους δύναταί τις να εισβάλη εις την Αίγυπτον, διότι από της Φοινίκης μέχρι των συνόρων της Καδύτιος, η χώρα ανήκει εις τους Σύρους της Παλαιστίνης, και από της Καδύτιος (πόλεως ήτις ως νομίζω δεν είναι μικροτέρα των Σάρδεων) μέχρι της Ιηνύσου τα παραθαλάσσια εμπόρια ανήκουσιν εις την Αραβίαν• πάλιν δε από της Ιηνύσου μέχρι της λίμνης Σερβωνίδος, κατά μήκος της οποίας το Κάσιον όρος καταβαίνει έως εις την θάλασσαν, η χώρα ανήκει εις τους Σύρους• η δε Αίγυπτος αρχίζει από την λίμνην ταύτην Σερβωνίδα όπου λέγουσιν ότι εκρύφθη ο Τυφών. Το μεταξύ της πόλεως Ιηνύσου, του όρους Κασίου και της λίμνης Σερβωνίδος, όπερ δεν είναι ολίγον, αλλ' έως τριών ημερών οδός, είναι καθ' υπερβολήν ξηρόν.
6. Θα αναφέρω ενταύθα εκείνο το οποίον ολίγοι εκ των ελθόντων διά θαλάσσης εις την Αίγυπτον παρετήρησαν. Εξ όλης της Ελλάδος και προς τούτοις εκ της Φοινίκης δις του έτους κομίζονται εις την Αίγυπτον πήλινα αγγεία πλήρη οίνου• και εν τούτοις αφού κενωθώσι τα αγγεία ταύτα, μολονότι τόσα πολλά, δεν βλέπει τις πλέον μήτε έν. Πού λοιπόν δαπανώνται; δύναταί τις να ερωτήση. Εγώ θα το είπω. Ο δήμαρχος εκάστης πόλεως είναι υποχρεωμένος να συνάζη όλα τα πήλινα αγγεία και να τα στέλλη εις την Μέμφιν, εκείθεν δε, πληρούμενα ύδατος, στέλλονται εις την έρημον της Συρίας. Τοιουτοτρόπως όλα τα εις την Αίγυπτον ερχόμενα και αποβιβαζόμενα αγγεία κομίζονται εις την Συρίαν όπως και τα προ αυτών.
7. Πρώτοι οι Πέρσαι, αφότου εγένοντο κύριοι της Αιγύπτου, ευκόλυναν διά του τρόπου τούτου την εις την Αίγυπτον είσοδον πληρούντες με ύδωρ τα αγγεία και πέμποντες αυτά εις την έρημον. Τότε όμως, επειδή δεν υπήρχεν ακόμη η προμήθεια αύτη του ύδατος, ο Καμβύσης, αφού ήκουσε τον ξένον Αλικαρνασσέα, έπεμψεν απεσταλμένους προς τον Αράβιον, και ζητήσας έλαβεν υπόσχεσιν ασφαλείας, δους και δεχθείς παρ' αυτού εχέγγυα πίστεως.
8. Οι δε Αράβιοι πλειότερον παντός άλλου λαού σέβονται τας συνθήκας των• κάμνουσι δε αυτάς ως εξής. Όταν τινές θέλουσι να δώσωσιν αμοιβαίον όρκον, τρίτος τις άλλος άνθρωπος ιστάμενος εν τω μέσω αυτών χαράττει με λίθον οξύν πλησίον των μεγάλων δακτύλων το μήλον της χειρός των ορκιζομένων, λαμβάνων δε έπειτα ολίγον χνουν εκ του ιματίου αυτών τον βρέχει με αίμα και αλείφει επτά λίθους τεθειμένους εκεί. Ταύτα πράττων επικαλείται τον Διόνυσον και την Ουρανίαν Αφροδίτην. Μετά το πέρας δε των διατυπώσεων τούτων, εκείνος όστις ωρκίσθη παρουσιάζει εις τους φίλους του τον ξένον ή τον πολίτην, εάν μετά πολίτου ωρκίσθη, και οι φίλοι κρίνουσι δίκαιον να σέβωνται και αυτοί τας πίστεις ταύτας. Νομίζουσι δε ότι μόνοι θεοί είναι ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, και λέγουσιν ότι κείρουσι τας τρίχας της κεφαλής των ως και ο Διόνυσος• τας κόπτουσι δε κυκλοτερώς και ξυρίζουσι το άνω μέρος των κροτάφων. Ονομάζουσι δε τον μεν Απόλλωνα Οροτάλ, την δε Αφροδίτην Αλιλάτ.
9. Αφού ο Αράβιος έκαμε συνθήκας με τους απεσταλμένους του Καμβύσου, ιδού τι εμηχανεύθη• εγέμισε με ύδωρ ασκούς κατεσκευασμένους από δέρματα καμήλων και τους εφόρτωσεν επί ζωντανών καμήλων τας οποίας έφερεν εις την έρημον όπου περιέμεινε τον στρατόν του Καμβύσου. Και τούτο μεν είναι το μάλλον πιθανόν εξ όσων διηγούνται• πρέπει όμως να αναφέρω και το ολιγώτερον πιθανόν, καθότι λέγουσι και τούτο. Υπάρχει εις την Αραβίαν μέγας ποταμός όστις καλείται Κόρυς και χύνεται εις την Ερυθράν λεγομένην θάλασσαν. Εκ του ποταμού τούτου λοιπόν λέγουσιν ότι ο βασιλεύς των Αραβίων έφερε το ύδωρ εις την έρημον διά μακροτάτου οχετού εκ βοείων δερμάτων ακατεργάστων και άλλων δερμάτων ερραμμένων ομού, όστις έληγεν εις μεγάλας δεξαμενάς, ορυχθείσας όπως δέχωνται και διαφυλάττωσι το ύδωρ. Από του ποταμού δε μέχρι της ερήμου είναι δώδεκα ημερών πορεία, και τρεις οχετοί δευτερεύοντες έφερον ως λέγεται το ύδωρ εις τρία διάφορα μέρη.
10. Ο δε υιός του Αμάσιος Ψαμμήνιτος, εστρατοπεδευμένος εις το Πηλούσιον στόμα του Νείλου, περιέμενε τον Καμβύσην• καθότι ούτος, όταν εστράτευσε κατά της Αιγύπτου, δεν εύρε ζώντα τον αντίπαλόν του όστις απέθανεν αφού εβασίλευσε τεσσαράκοντα και τέσσαρα έτη κατά τα οποία δεν υπέστη μεγάλην τινά συμφοράν. Ταριχευθέίς δε ετάφη εις τον εντός του ιερού τάφου τον οποίον αυτός έκτισεν. Επί της βασιλείας του υιού του Ψαμμηνίτου μέγιστον θαύμα εγένετο εις την Αίγυπτον• βροχή έπεσεν εις τας Αιγυπτίας Θήβας, όπου ουδέποτε έβρεξεν ούτε πρότερον ούτε έπειτα μέχρι της εποχής μου, ως λέγουσιν αυτοί οι Θηβαίοι. Τωόντι ποσώς δεν βρέχει εις την άνω Αίγυπτον, και τότε ολίγαι μόνον ψεκάδες έπεσον.
11. Όταν οι Πέρσαι διαπεράσαντες την έρημον εστρατοπεδεύσαντο απέναντι των Αιγυπτίων και ητοιμάζοντο να συμπλακώσι, τότε οι επίκουροι του Ψαμμηνίτου, όντες Έλληνες και Κάρες, ωργισμένοι κατά του Φάνητος διότι ωδήγει κατά της Αιγύπτου στρατόν ξενικόν, τον ετιμώρησαν σκληρώς. Ο Φάνης είχεν αφήσει εις την Αίγυπτον τα παιδία του• αυτά τα παιδία αγαγόντες εις το στρατόπεδον και εις θέσιν ώστε να δύναται να τα βλέπη ο πατήρ, έστησαν κρατήρα μεταξύ των δύο στρατευμάτων έπειτα, λαμβάνοντες το έν μετά το άλλο, τα έσφαζον άνωθεν του κρατήρος και αφού εσφάγησαν όλα έχυσαν εις το αίμα των ύδωρ και οίνον. Πιόντες εκ του κράματος τούτου όλοι οι επίκουροι, συνεπλάκησαν. Μάχης δε γενομένης κρατεράς και πεσόντων πολλών εξ αμφοτέρων των στρατοπέδων, ετράπησαν εις φυγήν οι Αιγύπτιοι (43).
12. Είδον εκεί θαύμα μέγα το οποίον μοι εξήγησαν οι κάτοικοι. Τα οστά εκείνων οίτινες εκατέρωθεν εφονεύθησαν εν τη μάχη εκείνη, κείνται κεχωρισμένα (τα των Περσών αφ' ενός, τα των Αιγυπτίων αφ' ετέρου, εις την αυτήν απόστασιν ην είχον πριν έλθωσιν εις χείρας), και τα κρανία των Περσών είναι τόσον αδύνατα ώστε εάν θέλης να τα κτυπήσης με έν μόνον μικρόν χαλίκιον, τα διατρυπάς• εξ εναντίας τα των Αιγυπτίων είναι τόσον σκληρά ώστε δυσκόλως θα τα συνέτριβες εάν τα εκτύπας με μεγάλην πέτραν. Μοι είπον την αιτίαν τούτου, και δεν εδυσκολεύθην να τους πιστεύσω• οι Αιγύπτιοι εκ παιδικής ηλικίας αρχίζουσι να ξυρίζωσι την κεφαλήν, και το κρανίον των σκληρύνεται υπό της επιρροής του ηλίου• η αυτή αιτία προφυλάττει αυτούς από του να γίνωνται φαλακροί, και τωόντι ουδαμού αλλαχού υπάρχουσιν ολιγώτεροι φαλακροί ή εις την Αίγυπτον. Ιδού λοιπόν διατί το κρανίον των είναι τόσον σκληρόν. Τουναντίον δε το των Περσών είναι απαλόν διότι μένουσιν εις την σκιάν εκ νεαράς ηλικίας και φέρουσιν επί της κεφαλής τιάρας μαλλίνους. Είδον ταύτα ως είναι και έκαμον την αυτήν παρατήρησιν και εις την Πάπρημιν επί των οστών εκείνων οίτινες μετά του Αχαιμένους του υιού του Δαρείου εφονεύθησαν υπό του Λίβυος Ινάρου.
13. Διασπασθέντες οι Αιγύπτιοι, έφυγον εν αταξία. Όταν δε εκλείσθησαν εις την Μέμφιν, έπεμψεν εις αυτούς ο Καμβύσης διά του ποταμού πλοίον Μυτιληναίον με κήρυκα Πέρσην διά να τοις προτείνη να παραδοθώσι διά συνθήκης. Αυτοί όμως άμα είδον το πλοίον εισελθόν εις την Μέμφιν, ώρμησαν όλοι έξω του τείχους, κατέστρεψαν το πλοίον, εκρεούργησαν τους άνδρας και τους έφερον εις το τείχος. Και οι μεν Αιγύπτιοι μετά ταύτα πολιορκηθέντες παρεδόθησαν επί τέλους, οι δε γείτονες των Λίβυες, φοβηθέντες μη πάθωσι τα αυτά, παρεδόθησαν αμαχητί, υπεσχέθησαν να τελώσι φόρον και έπεμψαν δώρα. Επίσης και οι Κυρηναίοι και οι Βαρκαίοι, φοβηθέντες ως οι Λίβυες, έπραξαν το αυτό. Ο δε Καμβύσης εδέχθη μεν φιλοφρόνως τα δώρα των Λιβύων, κατεφρόνησεν όμως τα των Κυρηναίων καθότι ήσαν κατώτερα, ως εγώ φρονώ. Και τωόντι οι Κυρηναίοι δεν έπεμψαν ειμή πεντακοσίας μνας αργυράς. Ο Καμβύσης λοιπόν λαβών με τας χείρας του τα νομίσματά των τα διέσπειρεν εις τον στρατόν.
14. Την δεκάτην ημέραν αφ' ης εκυρίευσε την Μέμφιν ο Καμβύσης, εκάθισε προς περιφρόνησιν είς τι προάστειον μετ' άλλων Αιγυπτίων τον βασιλέα Ψαμμήνιτον βασιλεύσαντα έξ μήνας μόνον και εδοκίμαζε την γενναιότητα της ψυχής αυτού διά του ακολούθου τρόπου. Ενδύσας την θυγατέρα του με ενδύματα δούλης την έπεμψε με στάμνον εις την χείρα διά να φέρη ύδωρ• μετ' αυτής δε συναπέστειλε και άλλας παρθένους τας οποίας εξελέξατο μεταξύ των Θυγατέρων των πρώτων ανδρών του τόπου, όλας ενδεδυμένας ως η θυγάτηρ του βασιλέως. Ενώ δε διήρχοντο προ των πατέρων των κλαίουσαι και βοώσαι, οι μεν εβόων και έκλαιον βλέποντες την ταπείνωσιν των τέκνων των, ο δε Ψαμμήνιτος, μολονότι είδε και εγνώρισε την θυγατέρα του, ουδέν άλλο έπραξεν ή να ταπεινώση τα βλέμματα του προς την γην. Αφού διήλθαν αι υδροφόροι, έπεμψεν έπειτα ο Καμβύσης τον υιόν του Ψαμμηνίτου με άλλους δισχιλίους Αιγυπτίους, έχοντας την αυτήν ηλικίαν, δεδεμένους με σχοινιά από τον λαιμόν και χαλινωμένους από το στόμα• τους απήγον δε διά να τους θανατώσωσι προς εκδίκησιν των Μιτυληναίων οίτινες απώλοντο εις την Μέμφιν αυτοί και το πλοίον των. Τοιαύτη ήτο η απόφασις των βασιλικών δικαστών δι' ένα έκαστον Έλληνα να θανατωθώσι δέκα Αιγύπτιοι εκ των πρώτων. Ο Ψαμμήνιτος είδε και τούτους διαβαίνοντας και έμαθεν ότι απήγον και τον υιόν του διά να τον θανατώσωσιν• ενώ δε οι περικαθήμενοι Αιγύπτιοι έκλαιον και ελυπούντο, αυτός έπραξεν ό,τι είχε πράξει ότε διέβη η θυγάτηρ του. Μόλις διέβησαν οι νέοι, και άνθρωπός τις, ομοτράπεζός του τρόπον τινά, πρεσβύτερος αυτού κατά την ηλικίαν, όστις αφού έχασε την περιουσίαν του και δεν είχε πλέον ειμή ό,τι έχουσιν οι πτωχοί περιήρχετο επαιτών εις τον στρατόν, συνέβη να διέλθη προ του Ψαμμηνίτου και των εις το προάστειον συγκαθημένων Αιγυπτίων. Άμα τον είδεν ο Ψαμμήνιτος, έκλαυσε πολύ, εκάλεσε τον φίλον του ονομαστί και εκτύπησε την κεφαλήν. Ήσαν δε εκεί φύλακες οίτινες ειδοποίουν τον Καμβύσην ό,τι έπραττεν ο Ψαμμήνιτος εις εκάστην έξοδον. Εκπλαγείς ο Καμβύσης δι' όσα ήκουσεν, έπεμψεν άγγελον και τον ηρώτησεν ως ακολούθως• «Ο δεσπότης Καμβύσης, ω Ψαμμήνιτε, σε ερωτά διατί, βλέπων την θυγατέρα σου ταλαιπωρουμένην και τον υιόν σου φερόμενον εις θάνατον, ούτε ανεβόησας, ούτε έκλαυσας, ενώ εξεναντίας ετίμησας άνθρωπον πτωχόν, όστις, ως μανθάνει παρ' άλλων, ουδεμίαν συγγένειαν έχει μετά σου;» Ταύτα είπεν ο απεσταλμένος, ιδού δε τι απεκρίθη ο Ψαμμήνιτος• «ω υιέ του Κύρου, αι ίδιαί μου δυστυχίαι είναι μεγαλείτεραι ή ώστε να κλαύση τις, η δυστυχία όμως του φίλου μου ήτο αξία δακρύων, διότι από τον πλούτον και την ευδαιμονίαν περιέπεσεν εις την ένδειαν φθάσας εις τον ουδόν του γήρατος.» Οι λόγοι ούτοι διαβιβασθέντες εις τον Καμβύσην εφάνησαν ορθότατοι. Προσθέτουσι δε οι Αιγύπτιοι ότι ο Κροίσος, όστις έτυχε να ακολουθή τον Καμβύσην εις την Αίγυπτον, εδάκρυσε και αυτός, εδάκρυσαν δε και όλοι οι παρευρεθέντες Πέρσαι. Αυτός δε ο Καμβύσης εκινήθη εις οίκτον και αμέσως διέταξε και τον υιόν του να σώσωσιν εξαιρούντες αυτόν από τους άλλους καταδίκους και τον Ψαμμήνιτον να λάβωσιν από το προάστειον και να τον φέρωσιν εις την οικίαν του.
15. Αλλά τον μεν υιόν δεν εύρον ζώντα οι απεσταλμένοι, διότι είχε κατακοπή πρώτος, τον δε Ψαμμήνιτον λαβόντες έφερον προς τον Καμβύσην ένθα του λοιπού διητάτο εν πλήρει ανέσει. Εάν μάλιστα δεν τον υπώπτευον ότι ερραδιούργει, θα ελάμβανε πάλιν την διοίκησιν των υποθέσεων της Αιγύπτου ως επίτροπος, καθότι οι Πέρσαι συνειθίζουσι να τιμώσι τους υιούς των βασιλέων, τόσον ώστε και αν αποστατήσωσιν οι γονείς, αποδίδουσιν εις τους παίδας την αρχήν. Ότι έχουσι την συνήθειαν ταύτην δύναται τις να κρίνη εκ πολλών παραδειγμάτων και προσέτι εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Λίβυος Ινάρου Θαννύραν όστις έλαβε πάλιν την αρχήν την οποίαν είχεν ο πατήρ του, και εξ εκείνου το οποίον συνέβη εις τον υιόν του Αμυρταίου Παύσιριν όστις και αυτός έλαβε πάλιν την αρχήν του πατρός του. Εν τούτοις ουδείς έβλαψε τόσον τους Πέρσας όσον ο Ίναρος και ο Αμυρταίος. Αλλ' ο Ψαμμήνιτος, κακά μηχανώμενος, έλαβε τον μισθόν• διότι φωραθείς ενώ εζήτει να επαναστατήση τους Αιγυπτίους και βλέπων ότι ανεκαλύφθη υπό του Καμβύσου, έπιεν αίμα ταύρου και απέθανεν αμέσως. Τοιουτοτρόπως λοιπόν ετελεύτησεν ούτος.
16. Ο δε Καμβύσης εκ της Μέμφιος ήλθεν εις την πόλιν Σάιν σκοπεύων να πράξη όσα και έπραξε• διότι άμα εισήλθεν εις τα βασίλεια του Αμάσιος, αμέσως διέταξε να εκβάλωσιν από τον τάφον το σώμα του Αμάσιος• τούτου γενομένου, διέταξε να το μαστιγώσωσι, να μαδήσωσι τας τρίχας του, να το διαπεράσωσι με κέντρα και να το υβρίσωσι με πάσαν τιμωρίαν. Αφού δε οι μαστιγωταί απέκαμον ταύτα πράττοντες, (επειδή το τεταριχευμένον εκείνο σώμα αντείχε και δεν απεσυντίθετο), επρόσταξεν ο Καμβύσης να το κατακαύσωσι, διατάξας πράγμα ανόσιον, καθότι οι Πέρσαι νομίζουσιν ότι το πυρ είναι θεότης και διά τούτο ούτε οι Πέρσαι ούτε οι Αιγύπτιοι κατ' ουδένα τρόπον δεν συνειθίζουσι να καίωσι τους νεκρούς, οι μεν Πέρσαι διά τον ανωτέρω λόγον λέγοντες ότι δεν είναι δίκαιον να χορταίνωσι θεόν με το πτώμα ανθρώπου, οι δε Αιγύπτιοι νομίζοντες ότι το πυρ είναι θηρίον ζων το οποίον καταβιβρώσει όσα τω δίδουσι και το οποίον αφού χορτασθή αποθνήσκει μετ' εκείνου το οποίον κατέφαγε. Δεν συγχωρείται δε παρ' αυτοίς κατ' ουδένα τρόπον να δίδωσι το πτώμα εις τα ζώα, και διά τούτο το ταριχεύουσιν ίνα μη το φάγωσιν οι σκώληκες εάν ταφή. Βεβαιούσιν όμως οι Αιγύπτιοι ότι ο ταύτα παθών δεν ήτο ο Άμασις, αλλά άλλος τις Αιγύπτιος, έχων το αυτό ανάστημα με τον Άμασιν, τον οποίον κακοποιούντες οι Πέρσαι ενόμιζον ότι εκακοποίουν τον Άμασιν. Κατ' αυτούς ο Άμασις μαθών έκ τινος χρησμού τι έμελλε να τω συμβή μετά θάνατον και θέλων να αποφύγη τα απειλούμενα, διέταξε να θάψωσι πλησίον της θύρας, εντός του ιδίου τάφου, τον μαστιγωθέντα εκείνον άνθρωπον, το δε ιδικόν του σώμα παρήγγειλεν εις τον υιόν του να αποθέση εις το μάλλον σκοτεινόν μέρος του τάφου. Αι παραγγελίαι όμως αύται του Αμάσιος περί της ταφής και του ανθρώπου εκείνου δεν μοι φαίνονται αληθείς, αλλ' απλώς οι Αιγύπτιοι έπλασαν αυτάς διά να καλύψωσι την γενομένην ατιμίαν.
17. Κατόπιν ο Καμβύσης εσχεδίασε τρεις εκστρατείας, κατά των Καρχηδονίων, κατά των Αμμωνίων και κατά των μακροβίων Αιθιόπων οίτινες οικούσι τα νότια παραθαλάσσια της Λιβύας. Τούτο σκοπεύων, απεφάσισε να ετοιμάση στόλον κατά των πρώτων, να προσβάλη τους δευτέρους διά ξηράς με στρατόν εκλεκτόν, και να πέμψη πρώτον εις τους Αιθίοπας κατασκόπους διά να ίδωσι την λεγομένην ηλίου τράπεζαν, εάν υπήρχεν αληθώς, και να κατασκοπεύσωσι τα άλλα πράγματα, προφασιζόμενοι ότι μετέβησαν εκεί διά να προσφέρωσι δώρα εις τον βασιλέα.
18. Η δε τράπεζα του ηλίου τοιαύτη τις λέγεται ότι είναι. Υπάρχει λειμών εις προάστειόν τι έμπλεως κρεάτων οπτών πάντων των τετραπόδων. Εις τούτον τον λειμώνα την μεν νύκτα μεταφέρουσι τα κρέατα εκείνοι εις ους είναι ανατεθειμένη η φροντίς αύτη, λαμβάνοντες παρά των πολιτών το αναλογούν εις έκαστον μερίδιον, την δε ημέραν έρχεται όστις θέλει και τρώγει• οι εγχώριοι όμως λέγουσιν ότι αναδίδει ταύτα εκάστοτε η γη. Και η μεν καλουμένη τράπεζα του ηλίου τοιαύτη λέγονται ότι είναι.
19. Ο δε Καμβύσης, άμα απεφάσισε να πέμψη τους κατασκόπους, έφερεν εκ της Ελεφαντίνης Ιχθυοφάγους γινώσκοντας την Αιθιοπικήν γλώσσαν. Ενώ δε οι απεσταλμένοι μετέβησαν να μεταφέρωσιν αυτούς, διέταξε τον ναυτικόν στρατόν να πλεύση κατά της Καρχηδόνος. Οι Φοίνικες όμως ηρνήθησαν να πράξωσι τούτο, λέγοντες ότι ήσαν συνδεδεμένοι διά μεγάλων όρκων και ότι ήθελεν είσθαι ανόσιον να εκστρατεύσωσι κατά των ιδίων των απογόνων. Αποχωρησάντων των Φοινίκων, οι λοιποί δεν ήρκουν διά να πολεμήσωσι, και τοιουτοτρόπως οι Καρχηδόνιοι διέφυγον τον ζυγόν των Περσών. Ο Καμβύσης δεν έκρινε πρέπον να εξαναγκάση τους Φοίνικας, καθότι ούτοι εκουσίως εδόθησαν εις τους Πέρσας και όλος ο ναυτικός στρατός εξηρτάτο από αυτούς. Και οι Κύπριοι ομοίως εδόθησαν εις τους Πέρσας και εστράτευσαν κατά της Αιγύπτου.
20. Αφού έφθασαν οι Ιχθυοφάγοι εκ της Ελεφαντίνης εις τον Καμβύσην, τους έπεμψεν ούτος εις την Αιθιοπίαν παραγγείλας τι ώφειλον να είπωσι, και φέροντας δώρα, ένδυμα πορφυρούν, περιδέραιον στρεπτόν εκ χρυσού, ψέλια, αλαβάστρινον αγγείον με μύρραν και κάδον με οίνον φοινίκων. Οι Αιθίοπες δε ούτοι προς τους οποίους έπεμπε τα δώρα ο Καμβύσης, λέγονται ότι είναι μέγιστοι και ωραιότατοι πάντων των ανθρώπων. Έχουσι δε, ως λέγεται, έθιμα διάφορα των άλλων χωρών, και ιδίως το ακόλουθον ως προς την εκλογήν του βασιλέως. Εκείνον εκ των αστών τον οποίον κρίνωσιν ότι υπερβαίνει τους άλλους κατά το ύψος και η δύναμίς του είναι ανάλογος με το ύψος του, αυτόν εκλέγουσιν ως βασιλέα των.
21. Εις τούτους λοιπόν τους ανθρώπους όταν ήλθον οι Ιχθυοφάγοι, έδοσαν τα δώρα εις τον βασιλέα λέγοντες ταύτα• «Ο βασιλεύς των Περσών Καμβύσης, θέλων να ήναι φίλος και ξένος σου, έπεμψεν ημάς να ομιλήσωμεν μετά σου και σοι προσφέρει τα δώρα ταύτα τα οποία ευχαριστείτο πολύ ο ίδιος μεταχειριζόμενος.» Αλλ' ο Αιθίοψ, εννοήσας ότι ήλθον ως κατάσκοποι, τοις απεκρίθη• «Ο βασιλεύς των Περσών δεν σας έπεμψε να μοι φέρετε δώρα επιθυμών την φιλίαν μου, και δεν λέγετε την αλήθειαν. Ο σκοπός σας είναι να κατασκοπεύσετε το βασίλειόν μου, και ο άνθρωπος αυτός δεν είναι δίκαιος. Τωόντι, εάν ήτο τοιούτος, δεν θα επεθύμει άλλας χώρας πλην της ιδικής του και δεν θα υπεδούλωνεν ανθρώπους οίτινες ποτέ δεν τον αδίκησαν. Τώρα φέρετε προς αυτόν το τόξον τούτο και επαναλάβετε αυτώ τους λόγους τούτους• «Ο βασιλεύς των Αιθιόπων συμβουλεύει τον βασιλέα των Περσών, όταν οι πέρσαι δυνηθώσι να έλκωσιν ευκόλως τόξα τοιούτου μεγέθους, τότε να στρατεύση κατά των μακροβίων Αιθιόπων με στρατόν περισσότερον• μέχρι τότε όμως ας γνωρίζη χάριν εις τους θεούς ότι δεν ενέπνευσαν εις τους υιούς των Αιθιόπων την ιδέαν να ενώσωσι και άλλην γην πλησίον της ιδικής των.»
22. Ταύτα ειπών και χαλαρώσας το τόξον, το έδωκεν εις τους απεσταλμένους• έπειτα λαβών το πορφυρούν ένδυμα, ηρώτησε τι ήτο και πώς κατεσκευάσθη. Ειπόντων των Ιχθυοφάγων την αλήθειαν περί της πορφύρας και της βαφής, απεκρίθη• «Και τα ενδύματά σας είναι δολερά ως είσθε και υμείς δολεροί.» Κατόπιν τους ηρώτησε περί του περιδεραίου και των ψελίων. Εξηγούντων δε των Ιχθυοφάγων τους κόσμους εκείνους, ο βασιλεύς γελάσας και νομίσας ότι ήσαν πέδαι τοις είπεν ότι οι Αιθίοπες είχον πέδας δυνατωτέρας. Η τρίτη ερώτησις αυτού ήτο περί της μύρρας, και όταν τω εξήγησαν την κατασκευήν και την χρήσιν αυτής, τοις επανέλαβε τα αυτά όσα είπε περί των ενδυμάτων. Τέλος έφθασεν εις τον οίνον, έμαθε τον τρόπον πώς εγίνετο, και ευχαριστηθείς από το ποτόν τούτο, ηρώτησε τι έτρωγεν ο βασιλεύς και πόσον χρόνον μακρότατον ζη είς Πέρσης. Εκείνοι τω είπον ότι ο βασιλεύς έτρωγεν άρτον, τω εξήγησαν την φύσιν του σίτου και προσέθηκαν ότι εις την Περσίαν το μακρότατον πλήρωμα της ζωής του ανθρώπου είναι έτη ογδοήκοντα. «Δεν εκπλήττομαι λοιπόν, είπεν ο Αιθίοψ, εάν τοιαύτην τρώγοντες κόπρον ζώσι τόσον ολίγα έτη• αλλ' ούτε τόσα δεν θα έζων, εάν δεν τους εκράτει το ποτόν εκείνο.» Ταύτα λέγων ενόει τον οίνον, και ως προς τα αντικείμενον τούτο συνεφώνει ότι οι Πέρσαι ήσαν ανώτεροι.
23. Οι δε Ιχθυοφάγοι ηρώτησαν και αυτοί τον βασιλέα περί της ζωής και της διαίτης των Αιθιόπων• τοις είπε δε ούτος ότι οι πλειότεροι φθάνουσι τα εκατόν είκοσι έτη καί τινες υπερβαίνουσιν αυτά, και ότι η μεν τροφή των ήτο κρέατα βραστά το δε ποτόν των γάλα. Και επειδή οι κατάσκοποι εφαίνοντο θαυμάζοντες περί των ετών, τους ωδήγησεν εις κρήνην εκ της οποίας, αφού ελούσθησαν, εξήλθον λιπαροί ως αν ήτο από έλαιον• ανεδίδετο δε εξ αυτής ευωδία τις ίων. Το ύδωρ της κρήνης ταύτης είναι τόσον ελαφρόν ώστε κατά το λέγειν των κατασκόπων ουδέν δύναται να επιπλεύση επ' αυτού, μήτε ξύλον μήτε όσα είναι ελαφρότερα των ξύλων, αλλ' όλα χωρούσιν εις τον βυθόν. Εάν το ύδωρ τούτο ήναι αληθώς ως το λέγουσιν οι Αιθίοπες, ίσως είναι μακρόβιοι διότι μεταχειρίζονται αυτό πάντοτε. Από της κρήνης έφερον τους απεσταλμένους εις δεσμωτήριον ανδρών όπου πάντες ήσαν δεδεμένοι με πέδας χρυσάς. Είναι δε εις τους Αιθίοπας τούτους σπανιώτατον και πολυτιμότατον πάντων των μετάλλων ο χαλκός. Θεωρήσαντες δε και το δεσμωτήριον, εθεάσαντο έπειτα και την του ηλίου λεγομένην τράπεζαν.
24. Μετά ταύτην τελευταίον εθεώρησαν τους τάφους οίτινες ως λέγεται κατασκευάζονται εκ κρυστάλλου ως ακολούθως. Αφού ξηράνωσι το πτώμα, είτε κατά τον τρόπον των Αιγυπτίων, είτε άλλως πως, το περικαλύπτουσι με γύψον και το ζωγραφίζουσιν, αποτυπούντες, όσον το δυνατόν, τους χαρακτήρας του αποθανόντος. Το περικλείουσιν έπειτα εντός στήλης κρυσταλλίνης την οποίαν κοιλαίνουσιν• η τοιαύτη δε ύλη είναι άφθονος εις αυτούς και ευκόλως ορύσσεται• υπάρχων δε εν μέση τη στήλη ο νεκρός διαφαίνεται χωρίς να αποφέρη ουδεμίαν κακήν οσμήν ούτε άλλο αηδές, και φαίνονται όλα τα μέλη αυτού απαράλλακτα ως ήσαν. Οι πλησιέστατοι συγγενείς φυλάττουσι την στήλην επί έν έτος εις την οικίαν των, προσφέροντες εις αυτήν απαρχάς όλων των πραγμάτων και κάμνοντες θυσίας• μετά δε ταύτα μεταφέρουσιν αυτήν εις τους τάφους της πόλεως.
25. Θεωρήσαντες όλα ταύτα οι κατάσκοποι, ανεχώρησαν οπίσω. Όταν δε τα ανέφερον, οργισθείς ο Καμβύσης, εξεστράτευσεν αμέσως επί τους Αιθίοπας, ούτε προμήθειαν τροφίμων παραγγείλας, ούτε σκεφθείς ότι έμελλε να μεταβή εις την μάλλον μεμακρυσμένην χώραν της γης, αλλ' ανεχώρησεν άμα ήκουσε τους ιχθυοφάγους ως τρελός, ως άφρων, διατάξας τους εις την Αίγυπτον Έλληνας να μείνωσιν εκεί και λαβών μεθ' εαυτού όλον τον πεζόν στρατόν. Ότε δε έφθασεν εις τας Θήβας, απέσπασεν από τον στρατόν πεντήκοντα περίπου χιλιάδας άνδρας και τους επρόσταξε να εξανδραποδίσωσι τους Αμμωνίους, και έπειτα να καύσωσι το μαντείον του Διός. Αυτός δε, μετά του υπολοίπου στρατού, εξηκολούθησε να προχωρή προς την Αιθιοπίαν. Αλλά πριν ή ο στρατός διανύση το πέμπτον της οδού, εξηντλήθησαν όσα τρόφιμα είχον φέρει μεθ' εαυτών• μετά τα τρόφιμα δε έλειψαν τα υποζύγια, διότι τα έφαγον. Εάν ο Καμβύσης, ιδών αυτά, ήλλασσε γνώμην και επανέφερεν οπίσω τα στρατεύματα, ήθελεν είσθαι φρόνιμος άνθρωπος, με όλον το πρώτον σφάλμα του• καταφρονών όμως πάντα ταύτα, εχώρει πάντοτε εις τα πρόσω. Οι δε στρατιώται, εφόσον μεν εύρισκόν τι να ανασπώσιν εκ της γης, έζων τρεφόμενοι με χόρτα• φθάσαντες όμως εις τα αμμώδη μέρη, εστερήθησαν και του καταφυγίου τούτου• τότε τινές εξ αυτών έπραξαν έργον αποτρόπαιον. Ρίπτοντες κλήρον μεταξύ των έτρωγον ένα εις τους δέκα. Ο βασιλεύς το έμαθε και εφοβήθη μήπως τους ίδη να καταφαγωθώσι μεταξύ των όλοι• παραιτηθείς λοιπόν της εναντίον των Αιθιόπων εκστρατείας, επέστρεψεν οπίσω και έφθασεν εις τας Θήβαις αφού απώλεσε πολλούς του στρατού. Εκ των Θηβών κατέβη εις την Μέμφιν και επέτρεψεν εις τους Έλληνας να αποπλεύσωσι. Τοιαύτην έκβασιν έτυχεν η κατά των Αιθιόπων εκστρατεία.
26. Εκείνοι δε οίτινες εστάλησαν κατά των Αμμωνίων, αφού εξήλθον από τας Θήβας έλαβον οδηγούς και έφθασαν, ως είναι θετικώς γνωστόν, δι' αμμώδους ερήμου εις την πόλιν Όασιν την οποίαν κατοικούσι Σάμιοι εκ της φυλής της λεγομένης Αισχρωνίας. Ο τόπος ούτος απέχει επτά ημερών οδόν από τας Θήβας, καλείται δε ελληνιστί Μακάρων νήσος. Μέχρις αυτού του τόπου λέγουσιν ότι έφθασεν ο στρατός• πέραν δε, εκτός των Αμμωνίων και εκείνων όσοι ήκουσαν τους Αμμωνίους, κανείς άλλος δεν δύναται να είπη τι περί αυτών, διότι ούτε επέστρεψαν οπίσω. Λέγουσι δε οι Αμμώνιοι τα ακόλουθα• αφού ανεχώρησαν εκ της Οάσεως πορευόμενοι εναντίον των διά γης αμμώδους, έφθασαν εις τον ήμισυν περίπου δρόμον μεταξύ αυτών και της Οάσεως• εκεί δε, ενώ εστάθησαν διά να γευματίσωσιν, ισχυρός και παράδοξος νότος πνεύσας επ' αυτών, ανήγειρε τοσούτους σωρούς άμμου ώστε τους εκάλυψε και διά του τρόπου τούτου εγένοντο άφαντοι. Και οι μεν Αμμώνιοι ταύτα λέγουσιν ότι ηκολούθησαν εις τον στρατόν εκείνον.
27. Ότε δε έφθασεν ο Καμβύσης εις την Μέμφιν, εφάνη εις τους Αιγυπτίους ο Άπις, τον οποίον οι Έλληνες καλούσιν Έπαφον. Εις την περίστασιν λοιπόν ταύτην όλοι εφόρεσαν τα κάλλιστα αυτών ενδύματα και επανηγύριζον. Ο βασιλεύς τους είδε και νομίσας ότι έχαιρον διά τας δυστυχίας του, προσεκάλεσε τους άρχοντας της πόλεως. Όταν δε επαρουσιάσθησαν ενώπιόν του τους ηρώτησε διατί ότε προηγουμένως ήτο εις την Μέμφιν οι Αιγύπτιοι δεν έπραξαν τοιούτο τι, αλλ' εξελέξαντο την στιγμήν καθ' ην επέστρεψεν αφού απώλεσε το πλείστον μέρος του στρατού του. Εκείνοι δε τω είπον ότι εφάνη εις αυτούς ο θεός εκείνος όστις σπανίως συνειθίζει να εμφανίζεται, και ότι, όταν εμφανίζεται, όλοι οι Αιγύπτιοι χαίροντες τελούσιν εορτήν. Ακούσας ταύτα ο Καμβύσης είπεν ότι ψεύδονται, και ως ψεύστας τους ετιμώρησε με θάνατον.
28. Αποκτείνας δε τούτους εκάλεσεν έπειτα τους ιερείς. Λεγόντων δε των ιερέων τα αυτά• «Θέλω, είπε, να βεβαιωθώ εάν θεός χειροήθης ήλθεν εις τους Αιγυπτίους•» ταύτα ειπών διέταξε να τω φέρωσι τον Άπιν εκείνον, και οι ιερείς εξήλθον διά να τον φέρωσιν. Ο δε Άπις ή Έπαφος είναι μόσχος γεννώμενος εκ βοός ήτις μετά ταύτα δεν ειμπορεί πλέον να συλλάβη. Οι Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι καταβαίνει επ' αυτής σέλας εκ του ουρανού και εκ του σέλαος τούτου συλλαμβάνει τον Άπιν. Έχει δε ο μόσχος ούτος, ο Άπις καλούμενος, τα ακόλουθα σημεία• μέλας ων επί μεν του μετώπου έχει λευκόν τετράγωνον, επί δε των νώτων το ομοίωμα αυτού, εν δε τη ουρά τρίχας διπλάς, υπό την γλώσσαν δε κάνθαρον.
29. Άμα έφερον οι ιερείς τον Άπιν, ο Καμβύσης, ως εάν κατελήφθη υπό τρέλλας, έσυρε το εγχειρίδιον, και θέλων να πληγώση τον Άπιν εις την κοιλίαν επλήγωσεν αυτόν εις τον μηρόν. Γελάσας δε είπε προς τους ιερείς• «Ω ανόητοι κεφαλαί, γίνονται τοιούτοι θεοί έχοντες σώμα και σάρκα, αισθανόμενοι τα κτυπήματα του σιδήρου; Ο θεός ούτος είναι τωόντι άξιος των Αιγυπτίων. Δεν θα χαρήτε όμως ότι με επεριπαίξατε» Ταύτα ειπών διέταξεν εκείνους εις ους ήσαν ανατεθειμένα τα τοιαύτα έργα να μαστιγώσωσι τους ιερείς και να φονεύσωσι τους άλλους Αιγυπτίους όσους ήθελεν εύρει πανηγυρίζοντας. Ούτω λοιπόν διελύθη η εορτή των Αιγυπτίων και οι ιερείς εμαστιγώθησαν, ο δε Άπις, πληγωμένος εις τον μηρόν, απέθανεν εις τον ναόν όπου έκειτο. Και αυτόν μεν αποθανόντα εκ του τραύματος έθαψαν οι ιερείς κρυφίως από τον Καμβύσην.
30. Ο δε Καμβύσης, ως λέγουσιν οι Αιγύπτιοι, ένεκα του αδικήματος τούτου, παρεφρόνησεν αμέσως, μολονότι και πρότερον δεν είχε τας φρένας του. Και πρώτον μεν κακόν έπραξε θανατώσας τον Σμέρδιν, αδελφόν του εκ του αυτού πατρός και της αυτής μητρός. Τον Σμέρδιν τούτον είχεν αποπέμψει εκ της Αιγύπτου εις την Περσίαν υπό φθόνου, καθότι αυτός μόνος από όλους τους Πέρσας ετάνυσε με δύο δακτύλους τα τόξον των Αιθιόπων το κομισθέν υπό των Ιχθυοφάγων• εκ των άλλων δε Περσών κανείς δεν ηδυνήθη να πράξη τούτο. Μετά την αναχώρησιν του Σμέρδιος είδεν ο Καμβύσης εις τον ύπνον του το εξής όνειρον• τω εφάνη ότι ήρχετο απεσταλμένος εκ της Περσίας διά να τω αναγγείλη ότι ο Σμέρδις, καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου, ήγγιζε με την κεφαλήν του τον ουρανόν. Ένεκα του ονείρου τούτου φοβηθείς μήπως ο αδελφός του τον φονεύση και λάβη το βασίλειόν του, πέμπει εις την Περσίαν τον Πρηξάσπη, όστις ήτο εξ όλων των Περσών ο μάλλον πιστός εις αυτόν, με την διαταγήν να τον φονεύση. Φθάσας δε ο Πρηξάσπης εις τα Σούσα, εφόνευσε τον Σμέρδιν, ως μεν λέγουσι τινές εξαγαγών αυτόν εις κυνήγιον, ως λέγουσι δε άλλοι πνίξας αυτόν εις την Ερυθράν θάλασσαν.
31. Αυτό λέγουσιν ότι υπήρξε το πρώτον κακόν το οποίον έπραξεν ο Καμβύσης, δεύτερον δε εφόνευσε την αδελφήν του ήτις τον ηκολούθει εις την Αίγυπτον και την οποίαν είχε γυναίκα, μολονότι ήτο αδελφή του εκ πατρός και μητρός. Ιδού δε πώς την ενυμφεύθη• πρότερον δεν υπήρχεν αυτή η συνήθεια, να λαμβάνωσιν οι Πέρσαι γυναίκας τας αδελφάς των. Αλλ' ο Καμβύσης ερασθείς μιας των αδελφών του ηθέλησε να την νυμφευθή, και επειδή δεν το επέτρεπεν η συνήθεια, συνεκάλεσε τους βασιλικούς δικαστάς και τους ηρώτησεν εάν υπήρχε νόμος επιτρέπων εις εκείνον όστις το ήθελε να νυμφεύεται την αδελφήν του. Οι βασιλικοί δικασταί είναι άνδρες εκλεκτοί μεταξύ των Περσών, εξασκούσι δε τα καθήκοντά των διά βίου, εκτός εάν υποπέσωσιν εις αδικίαν τινά• δικάζουσι τας υποθέσεις των πολιτών και είναι οι διερμηνείς των πατρίων νόμων, και όλα τα ζητήματα εις αυτούς υποβάλλονται. Εις εκείνο δε το οποίον τοις προέτεινεν ο Καμβύσης απεκρίθησαν δικαίως και συνετώς• είπον ότι δεν εύρισκον μεν νόμον επιτρέποντα εις τον αδελφόν να λαμβάνη γυναίκα την αδελφήν, αλλ' ότι εγνώριζον ένα άλλον συγχωρούντα εις τον βασιλέα των Περσών να πράττη ό,τι θέλει. Τοιουτοτρόπως, ο φόβος του Καμβύσου δεν τους παρέσυρε να καταλύσωσι νόμον τον οποίον δεν ηδύναντο να υπερασπίσωσι χωρίς να εκθέσωσι την ζωήν των, αλλ' εύρον άλλον, σύμφωνον με την θέλησιν του βασιλέως• Ενυμφεύθη λοιπόν ο Καμβύσης εκείνην την οποίαν ηγάπα• μετ ολίγον δε ενυμφεύθη άλλην αδελφήν του και εκ τούτων εφόνευσε την νεωτέραν ήτις ηκολούθει αυτόν εις την Αίγυπτον.
32. Διηγούνται δε κατά δύο τρόπους τον θάνατον αυτής, καθώς και τον του Σμέρδιος. Οι Έλληνες λέγουσιν ότι ο Καμβύσης και η γυνή του εθεώρουν ποτέ σκύμνον λέοντος πολεμούντα με ένα μικρόν σκύλον• επειδή δε ενικήθη ο σκύλαξ, άλλος σκύλαξ, ο αδελφός αυτού, θραύσας την άλυσόν του έδραμεν εις βοήθειαν, ώστε ενωθέντες οι δύο σκύλακες ενίκησαν τον λεοντιδέα. Και ο μεν Καμβύσης ετέρπετο εις το θέαμα τούτο, αλλ' η γυνή του, καθημένη πλησίον του, εδάκρυε. Παρετήρησε τούτο ο Καμβύσης και την ηρώτησε διατί εδάκρυε. «Δακρύω, είπεν εκείνη, ιδούσα τον σκύλακα τούτον ότι εβοήθησε τον αδελφόν του και ενθυμηθείσα τον Σμέρδιν όστις δεν είχε κανένα να τον βοηθήση.» Οι Έλληνες προσθέτουσιν ότι ένεκα των λόγων τούτων η γυνή εθανατώθη από τον Καμβύσην. Οι δε Αιγύπτιοι λέγουσιν ότι ενώ εκάθηντο εις την τράπεζαν, η γυνή έλαβε θρίδακα, την απεφύλλισε και είπεν εις τον σύζυγόν της• «Ποία είναι ωραιοτέρα θρίδαξ, η έχουσα φύλλα ή η μη έχουσα; — Η έχουσα φύλλα, απεκρίθη εκείνος. — Ω! επανέλαβεν εκείνη, η γεγυμνωμένη αύτη θρίδαξ είναι η εικών της οικίας του Κύρου την οποίαν συ απεγύμνωσας.» Θυμώσας δε ο Καμβύσης την ελάκτισεν εις την κοιλίαν ενώ ήτο έγκυος, ώστε αποβαλούσα απέθανε.
33. Ταύτα έπραξεν ο Καμβύσης προς τους συγγενείς του υπό μανίας ήτις τον ηκολούθησεν είτε ένεκα του Άπιος, είτε ένεκα άλλης τινός αιτίας, τόσον πολλαί είναι αι συμφοραί αι καταλαμβάνουσαι τους ανθρώπους. Λέγουσιν άλλως τε ότι ο Καμβύσης εκ γενετής είχε μεγάλην νόσον, την οποίαν τινές ονομάζουσιν ιεράν νόσον (44) ώστε επειδή το σώμα έπασχεν υπό τοιαύτης μεγάλης νόσου, δεν είναι απίθανον να ήσαν βεβλαμμέναι και αι φρένες.
34. Μεταβαίνω εις εκείνα τα οποία η μανία του τον ώθησε να πράξη εναντίον των άλλων Περσών. Λέγουσιν ότι είπεν εις τον Πρηξάσπη τον οποίον ετίμα πολύ (αυτός ήτο ο φέρων τας αγγελίας του, ο δε υιός του ήτο οινοχόος του Καμβύσου, τιμή και αύτη ου μικρά), «ω Πρήξασπες, ποίον τινά με νομίζουσιν οι Πέρσαι και τι λέγουσι περί εμού; — Βασιλεύ, απεκρίθη ο Πρηξάσπης, κατά μεν τα άλλα πάντα μεγάλως επαινείσαι, λέγουσιν όμως ότι είσαι καθ' υπερβολήν έκδοτος εις τον οίνον.» Και ο μεν Πρηξάσπης ταύτα έλεγε περί των Περσών, ο δε Καμβύσης οργισθείς απεκρίθη τα εξής• «Τώρα οι Πέρσαι θα λέγωσι βεβαίως ότι έκδοτος ων εις τον οίνον παραφρονώ και δεν έχω πλέον τον νουν μου. Άρα οι πρότεροι λόγοι των δεν ήσαν αληθείς.» Τωόντι πρότερον ενώ εκάθηντό ποτε περί αυτόν οι Πέρσαι και ο Κροίσος, τους ηρώτησεν ο Καμβύσης τι άνθρωπος τοις εφαίνετο παραβαλλόμενος με τον πατέρα του Κύρον, εκείνοι δε τω απεκρίθησαν ότι ήτο καλλίτερος του πατρός, αφού ήτο κύριος ου μόνον όσων ήτο εκείνος κάτοχος, αλλά προσεκτήσατο και την Αίγυπτον και την θάλασσαν. Και οι μεν Πέρσαι ταύτα είπον, ο δε Κροίσος, εις ον απήρεσκεν η κρίσις αύτη, είπε προς τον Καμβύσην ταύτα, «Εις εμέ όμως, υιέ του Κύρου, δεν φαίνεσαι όμοιος με τον πατέρα σου, διότι δεν έχεις ακόμη υιόν τοιούτον οίον εκείνος μας άφησε.» Ταύτα ακούσας ο Καμβύσης ευχαριστήθη και επήνεσε την κρίσιν του Κροίσου.
35. Ταύτα λοιπόν ενθυμούμενος ο Καμβύσης είπε μετ' οργής προς τον Πρηξάσπη• «Πληροφορήθητι αμέσως ο ίδιος εάν οι Πέρσαι είπον την αλήθειαν, ή εάν αυτοί παραφρονώσι λέγοντες ταύτα. Ιδέ, σκοπεύω τον υιόν σου όστις ίσταται όρθιος εις τα πρόθυρα της οικίας• εάν τον επιτύχω εις το μέσον της καρδίας, οι Πέρσαι θα φανώσιν ότι μωρολογούσιν• εάν δε αποτύχω, θα ήναι φανερόν ότι οι Πέρσαι λέγουσιν αληθή και ότι εγώ είμαι παράφρων.» Ταύτα ειπών, ετάνυσε το τόξον και εκτύπησε το παιδίον, αφού δε τούτο έπεσε, διέταξε να το σχίσωσι και να εξετάσωσι την πληγήν. Και επειδή το βέλος ευρέθη εμπεπηγμένον εις την καρδίαν, είπε προς τον πατέρα γελών και περιχαρής γενόμενος• «Πρήξασπες, βλέπεις καλώς ότι δεν είμαι τρελλός και ότι οι Πέρσαι είναι παράφρονες• τώρα αποκρίθητι, είδες ποτέ σου άνθρωπον να τοξεύη τόσον ευστόχως;» O Πρηξάσπης είδεν ότι ο άνθρωπος εκείνος ήτο έξω φρενών, και φοβούμενος δι' εαυτόν• «Δέσποτα, είπε, νομίζω ότι ούτε θεός δεν θα ηδύνατο να σκοπεύση με τόσην ευστοχίαν.» Ταύτα έπραξε τότε• άλλοτε δε συλλαβών άνευ ευλόγου αιτίας δώδεκα Πέρσας, πρώτου επίσης βαθμού, τους έθαψε ζώντας με την κεφαλήν προς τα κάτω.
36. Ταύτα πράττοντα ενόμισε καθήκον του ο Κροίσος ο Λυδός να τον νουθετήση διά των ακολούθων λόγων. «Ω βασιλεύ, μη αφίνεσαι ολοτελώς εις την ορμήν της νεότητος και του θυμού, αλλά κράτει και μετρίαζε σεαυτόν• είναι ωφέλιμον πράγμα να έχη τις σύνεσιν, και σοφόν να ήναι προβλεπτικός. Συ θανατόνεις ανθρώπους συμπολίτας σου τους οποίους συλλαμβάνεις άνευ ευλογοφανούς αιτίας, φονεύεις δε και τα τέκνα αυτών. Εάν εξακολουθήσης ούτω, πρόσεξον μήπως οι Πέρσαι επαναστατήσωσιν εναντίον σου. Ο πατήρ σου Κύρος μοι παρήγγειλε πολλά, να σε νουθετώ και να σοι λέγω ό,τι νομίζω ωφέλιμον διά σε.» Και ο μεν Κροίσος υπό ευμενείας κινούμενος συμβούλευε ταύτα, ο δε τω απεκρίνετο ως ακολούθως• «Πώς, τολμάς να με συμβουλεύης συ όστις τόσον καλώς εκυβέρνησας το βασίλειόν σου και τόσον καλώς παρεκίνησας τον πατέρα μου να διαβή τον Αράξην ποταμόν και να βαδίση κατά των Μασσαγετών, ενώ εκείνοι ήθελον να έλθωσιν επί της χώρας μας! Και αφ' ενός μεν απώλεσας σεαυτόν, διευθύνας κακώς τας υποθέσεις της πατρίδος σου, αφ' ετέρου δε απώλεσας τον Κύρον, επειδή σε ήκουσεν. Αλλά δεν θα χαρής δι' αυτό, διότι προ πολλού εζήτουν πρόφασιν διά να σε αφανίσω.» Ταύτα ειπών έλαβε το τόξον του διά να τοξεύση αυτόν, αλλ' ο Κροίσος αναπηδήσας έφυγε ταχέως. Ιδών ο Καμβύσης ότι δεν ηδύνατο πλέον να τον τοξεύση, διέταξε τους υπηρέτας του να τον συλλάβωσι και να τον φονεύσωσιν. Οι δε θεράποντες γνωρίζοντες τας έξεις αυτού έκρυψαν τον Κροίσον επί τω εξής συλλογισμώ• εάν μεν ο Καμβύσης μεταμεληθή και ζητήση τον Κροίσον, να παρουσιάσωσιν αυτόν και να λάβωσι δώρα ως φεισθέντες της ζωής αυτού• εάν δε μήτε μεταμεληθή μήτε τον ποθήση, τότε να τον φονεύσωσι. Τωόντι ο Καμβύσης δεν εβράδυνε να ποθήση τον Κροίσον, και οι θεράποντες ιδόντες τούτο τω είπον ότι έζη. O δε Καμβύσης είπεν ότι έχαιρε μεν διά την σωτηρίαν του, αλλ' ότι εκείνοι οίτινες ανέλαβον να τον σώσωσι δεν έπρεπε να μείνωσιν ατιμώρητοι και ότι θα θανατωθώσι. Τούτο και έπραξε.
37. Πολλά λοιπόν τοιαύτα έπραττε κατά των Περσών και των συμμάχων ο μαινόμενος Καμβύσης. Ενόσω διέμενεν εις την Μέμφιν, ήνοιγεν αρχαίους τάφους και παρετήρει τους νεκρούς. Προς τούτοις εισήλθεν εις τον ναόν του Ηφαίστου και εκάγχασεν ιδών το άγαλμα, διότι ήτο ομοιότατον με τους Παταικούς τους οποίους οι Φοίνικες θέτουσιν εις τας πρώρας των τριήρεων. Εις εκείνον όστις δεν τους είδεν εγώ θα τω είπω οποίοι είναι• οι Πάταικοι είναι ομοιώματα ανδρών πυγμαίων. Εισήλθεν επίσης εις τον ναόν των Καβείρων, όπου κανείς, πλην του ιερέως, δεν έχει δικαίωμα να εισέρχεται, και έκαυσε τα αγάλματα αυτών αφού τα εχλεύασεν. Είναι δε και αυτά όμοια με τα του Ηφαίστου, και λέγεται ότι οι Κάβειροι είναι υιοί του θεού τούτου.
38. Εξ όλων λοιπόν βλέπω ότι ο Καμβύσης είχε περιπέσει εις μεγάλην μανίαν• άλλως πώς ήθελε τολμήσει να σκώπτη τα έθιμα και τα ιερά πράγματα; διότι εάν τις επρότεινεν εις όλους τους λαούς να εκλέξωσι τους καλλίστους εκ πάντων των νόμων, έκαστος λαός καλώς σκεφθείς ήθελεν εκλέξει τους ιδικούς του• τόσον ο καθείς νομίζει ότι οι νόμοι του είναι ανώτεροι των άλλων νόμων. Τούτου ένεκα λοιπόν λέγω ότι ουδείς άλλος δύναται να σκώπτη τα τοιαύτα ή μαινόμενός τις. Είναι δε εύκολον να κρίνη τις εκ πολλών τεκμηρίων ότι τοιαύτη είναι η γνώμη των ανθρώπων διά τα έθιμα των• εις έν μόνον θα αρκεσθώ. Ο Δαρείος, επί της βασιλείας του, καλέσας τους εις την Περσίαν ευρισκομένους Έλληνας, τους ηρώτησε ποίαν πληρωμήν ήθελον διά να τρώγωσι τους πατέρας των αποθνήσκοντας• οι δε Έλληνες απεκρίθησαν ότι κατ' ουδένα τρόπον δεν συγκατετίθεντο να πράξωσι τούτο. Έπειτα ο Δαρείος εκάλεσε τους Ινδούς τους καλουμένους Καλατίας οίτινες τρώγουσι τους γονείς των, και τους ηρώτησεν ομοίως παρόντων των Ελλήνων και μανθανόντων τα λεγόμενα διά διερμηνέως τι εζήτουν διά να καίωσι τους αποθνήσκοντας γονείς των• εκείνοι δε αναβοήσαντες τον παρεκάλεσαν να μη βλασφημή. Τοιαύτα είναι τα νόμιμα των ανθρώπων, και ορθώς νομίζω είπεν ο Πίνδαρος ότι το έθιμον είναι βασιλεύς όλων.
39. Ότε ο Καμβύσης εξεστράτευε κατά της Αιγύπτου οι Λακεδαιμόνιοι συγχρόνως εξεστράτευον κατά της Σάμου και του Πολυκράτους, υιού του Αιάκους, όστις είχε γίνει κύριος της νήσου ταύτης επαναστατήσας αυτήν. Και πρώτον μεν την διήρεσεν εις τρία μέρη και την εμοιράσθη με τους αδελφούς του Παντάγνωτον και Συλοσώντα• ύστερον δε φονεύσας τον πρώτον και διώξας τον νεώτερον Συλοσώντα κατέλαβεν όλην την Σάμον. Αφού δε κατέλαβεν αυτήν συνέδεσε συμμαχίαν με τον βασιλέα της Αιγύπτου Άμασιν, πέμψας δώρα και δεχθείς παρ' αυτού άλλα. Εντός ολίγου χρόνου η δύναμις του Πολυκράτους ηύξησε και διεφημίζετο εις όλην την Ιωνίαν και την άλλην Ελλάδα, διότι όπου διεύθυνε τα στρατεύματά του τα πάντα εχώρουν κατ' ευχήν. Είχεν εκατόν πεντηκοντόρους και χιλίους τοξότας, ελεηλάτει δε όλους άνευ εξαιρέσεως «διότι, έλεγε, περισσότερον θα φανώ ευάρεστος εις ένα φίλον εάν του αποδώσω όσα τω ήρπασα, ή να μη λάβω παρ' αυτού τίποτε εξ αρχής.» Εκυρίευσε λοιπόν, πολλάς νήσους και πολλάς πόλεις της ηπείρου. Προς τούτοις δε και τους Λεσβίους, βοηθήσαντας τους Μιλησίους πανστρατιά, τους ενίκησεν εις ναυμαχίαν και τους ηχμαλώτευσεν. Αυτοί είναι οι κατά την αιχμαλωσίαν των σκάψαντες την τάφρον περί το τείχος της Σάμου.
40. Ο Άμασις δεν ηγνόει την μεγάλην ευτυχίαν του Πολυκράτους και ανησύχως έβλεπεν αυτήν• και επειδή αύτη έβαινεν αδιακόπως αυξάνουσα, έγραψεν επιστολήν και διεβίβασε τα ακόλουθα εις την Σάμον. «Ο Άμασις προς τον Πολυκράτη λέγει τα εξής. Είναι ευχάριστον να μανθάνη τις ότι ο φίλος και σύμμαχός του ευτυχεί• η μεγάλη όμως ευτυχία σου δεν μοι αρέσκει, διότι ηξεύρω ότι το θείον είναι φθονερόν. Δι' εμέ και δι' εκείνους τους οποίους αγαπώ, εύχομαι είς τινα μεν πράγματα ευτυχίαν, είς τινα δε αποτυχίαν, και προτιμώ βίον παρερχόμενον με τας εναλλαγάς ταύτας ή διαρκή ευτυχίαν. Τωόντι ποτέ δεν ήκουσα κανένα άνθρωπον, όστις ευτυχών κατά πάντα, να μη ετελείωσε τον βίον κακώς. Συ λοιπόν σήμερον, άκουσον και ακολούθησον την συμβουλήν ταύτην διά την παρούσαν ευτυχίαν σου. Ζήτησον τι έχεις πολυτιμότατον, του οποίου η στέρησις ήθελε λυπήσει την ψυχήν σου καθ' υπερβολήν• ρίψον το αντικείμενον τούτο ώστε να μη αναφανή πλέον μεταξύ των ανθρώπων, και εάν μετά ταύτα αι ευτυχίαι σου εξακολουθήσωσι σταθερώς χωρίς να διακόπτωνται εναλλάξ υπό δυστυχιών, επανάλαβε την δοκιμήν και κάμνε χρήσιν του θεραπευτικού μέσου το οποίον σοι υπαγορεύω.»
41. Αναγνώσας ο Πολυκράτης την επιστολήν ενόησεν ότι ο Άμασις καλώς τον συνεβούλευεν• εζήτησε λοιπόν να εύρη ποίον από τα τιμαλφή του πράγματα εάν έχανε θα ελυπείτο η ψυχή του καθ' υπερβολήν. Αφού δε εσκέφθη καλώς, εύρε το ακόλουθον• είχε χρυσοδεδεμένην σφραγίδα εκ λίθου σμαράγδου, έργον του Σαμίου Θεοδώρου, υιού του Τηλεκλέους. Κρίνας δε ότι αυτήν την σφραγίδα έπρεπε να χάση, έπραξε τα εξής. Ητοίμασε πεντηκόντορον και εισελθών εις αυτήν μετ' άλλων ανδρών διέταξε να αναχθώσιν εις το πέλαγος• αφού δε εμακρύνθη της νήσου, εξέβαλε το δακτυλίδιον και επί παρουσία όλων των συμπλωτήρων το έρριψεν εις την θάλασσαν, τούτο ποιήσας και επιστρέψας εις την οικίαν του ησθάνθη λύπην διά την συμφοράν.
42. Μετά πέντε όμως ή έξ ημέρας συνέβη εις τον Πολυκράτη το εξής• αλιεύς τις, συλλαβών ιχθύν μέγαν και ωραίον, έκρινε καλόν να τον προσφέρη εις τον Πολυκράτη. Κρατών λοιπόν αυτόν ήλθεν εις την θύραν του Πολυκράτους και εζήτει να εισαχθή εις την οικίαν• εισχωρήσας δε έδωκε τον ιχθύν εις τον Πολυκράτη και τω είπεν• «ω βασιλεύ, συλλαβών τοιούτον ιχθύν, δεν ενέκρινα να τον φέρω εις την αγοράν, μολονότι ζω εκ της εργασίας των χειρών μου, αλλά μοι εφάνη άξιος σου και του βαθμού σου• σοι τον έφερα λοιπόν και σε παρακαλώ να τον δεχθής.» Ευχαριστηθείς ο Πολυκράτης απεκρίθη τα εξής• «Βεβαίως έπραξας καλώς, και διπλή σοι οφείλεται χάρις διά τους λόγους και συγχρόνως διά το δώρον• καλούμεν δε και σε εις το δείπνον.» Και ο μεν αλιεύς μέγα φρονών διά την τιμήν ταύτην εισήλθεν εις τα δωμάτια, οι δε θεράποντες ανοίξαντες τον ιχθύν εύρον εις την κοιλίαν αυτού το δακτυλίδιον του Πολυκράτους, και αναγνωρίσαντες αυτό, το έλαβον αμέσως και το έφερον χαίροντες εις τον Πολυκράτη. Δίδοντες δε αυτό έλεγον με ποίον τρόπον το εύρον. Τότε ο Πολυκράτης εννοήσας ότι το πράγμα ήτο υπερφυσικόν, έγραψεν όλα όσα έπραξε, ποίαν έκβασιν έσχον, και τελειώσας την επιστολήν έπεμψεν αυτήν εις την Αίγυπτον.
43. Αναγνώσας δε ο Άμασις την εκ μέρους του Πολυκράτους ελθούσαν επιστολήν, έκρινεν ότι αδύνατον είναι εις άνθρωπον να αποτρέψη από άλλον άνθρωπον τας μελλούσας να επισκήψωσιν επ' αυτού δυστυχίας και ότι ο φίλος του δεν έμελλε να έχη ευτυχές τέλος αφού τοσούτον τον ευνόει η τύχη ώστε να επανευρίσκη εκείνο το οποίον είχε θυσιάσει. Έπεμψε λοιπόν εις την Σάμον κήρυκα διά να τω είπη ότι διαλύει την μεταξύ των συμμαχίαν. Έπραξε δε τούτο διότι εφοβήθη μήπως συμβή μεγάλη τις δυστυχία εις τον Πολυκράτη και λυπηθή ως λυπείται τις προκειμένου περί συμμάχου.
44. Κατά του Πολυκράτους τούτου ευτυχούντος κατά πάντα εξεστράτευσαν οι Λακεδαιμόνιοι παρακληθέντες υπό των Σαμίων οίτινες έκτισαν βραδύτερον την εν Κρήτη Κυδωνίαν. Προηγουμένως ο Πολυκράτης είχε πέμψει προς τον υιόν του Κύρου Καμβύσην, ενασχολούμενον τότε εις το να συναθροίζη στρατόν κατά της Αιγύπτου, και τον παρεκάλει να στείλη εις Σάμον και ζητήση παρ' αυτού στρατόν. Ταύτα ακούσας ο Καμβύσης προθύμως έπεμψεν εις την Σάμον και παρεκάλει τον Πολυκράτη να τω πέμψη ναυτικόν στρατόν διά την κατά της Αιγύπτου εκστρατείαν. Ο δε Πολυκράτης εκλέξας μεταξύ των πολιτών εκείνους τους οποίους υπώπτευε κλίνοντας προς επανάστασιν, τους απέπεμψε με τεσσαράκοντα τριήρεις. συνιστών εις τον Καμβύσην να μη τους αποστείλη οπίσω ποτέ.
45. Τινές λέγουσιν ότι οι αποπεμφθέντες Σάμιοι υπό του Πολυκράτους δεν έφθασαν εις την Αίγυπτον, αλλ' ότι διασκεφθέντες εν τη νήσω Καρπάθω απεφάσισαν όλοι εκ συμφώνου να μη προχωρήσωσι περαιτέρω. Κατ' άλλους, άμα έφθασαν εις την Αίγυπτον, καί τοι επιτηρούμενοι έφυγον• ενώ δε επλησίαζον εις την Σάμον, ο Πολυκράτης τους απήντησε με πλοία και τους επολέμησε• νικήσαντες όμως οι καταβαίνοντες απέβησαν εις την νήσον και πεζομαχήσαντες ενικήθησαν, και τοιουτοτρόπως έπλευσαν προς την Λακεδαίμονα. Υπάρχουσι δε καί τινες λέγοντες ότι ο Πολυκράτης ενικήθη υπ' αυτών των επιστρεφόντων εκ της Αιγύπτου• αλλ' η αξίωσις αυτών δεν μοι φαίνεται ορθή, διότι τότε δεν είχον ανάγκην να επικαλεσθώσι τοις Λακεδαιμονίους εάν αυτοί ήσαν αρκετά ισχυροί ώστε να νικήσωσι τον Πολυκράτη. Πώς άλλως τε να πιστεύσωμεν ότι εκείνος όστις είχεν επικούρους και μισθωτούς και τοξότας ιδικούς του, ήτο δυνατόν να νικηθή υπό των επιστρεφόντων Σαμίων οίτινες ήσαν ολίγοι; Εκτός τούτου ο Πολυκράτης συναθροίσας εις τους νεωσοίκους τας γυναίκας και τα τέκνα των πολιτών τους οποίους είχεν υπό την εξουσίαν του ήτο έτοιμος να τα καύση ομού με τους νεωσοίκους εάν τυχόν οι πολίται ούτοι εφαίνοντο διατεθειμένοι να τον προδώσωσι χάριν των εκ τις Αιγύπτου επιστρεφόντων.
46. Ότε δε οι διωχθέντες υπό του Πολυκράτους Σάμιοι έφθασαν εις την Σπάρτην, παρουσιασθέντες εις τους άρχοντας έλεγον πολλά, και ότι ήσαν εις μεγάλην ανάγκην. Οι δε Λακεδαιμόνιοι εις την πρώτην ακρόασιν απεκρίθησαν ότι ελησμόνησαν την αρχήν του λόγου και δεν ενόησαν το τέλος. Όθεν οι Σάμιοι παρουσιάσθησαν και εκ δευτέρου, την φοράν δε ταύτην ήσαν συντομώτεροι• ηρκέσθησαν να δείξωσι σάκκον κενόν και να είπωσιν ότι ο σάκκος έχει ανάγκην αλεύρου. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τοις επεκρίθησαν πάλιν ότι η λέξις σάκκος ήτο περιττή• ενέκριναν όμως να τους βοηθήσωσι.
47. Μετά ταύτα οι Λακεδαιμόνιοι παρασκευασθέντες εξεστράτευσαν κατά της Σάμου• ως μεν οι Σάμιοι λέγουσιν, ένεκα ευγνωμοσύνης προς αυτούς οίτινες πρότερον τους είχον βοηθήσει με πλοία εναντίον των Μεσσηνίων• ως δε λέγουσιν οι Λακεδαιμόνιοι, ουχί τόσον διά να βοηθήσωσι τους εν ανάγκη Σαμίους, όσον διά να τιμωρήσωσι την κλοπήν του πεμφθέντος προς τον Κροίσον κρατήρος και του θώρακος τον οποίον τοις είχε πέμψει δώρον ο βασιλεύς της Αιγύπτου Άμασις• διότι έν έτος προ του κρατήρος οι Σάμιοι ελήστευσαν θώρακα λινούν, όστις είχε διαφόρους μορφάς ενυφασμένας καί ήτο πεποικιλμένος με χρυσόν και μαλλίον εκ δένδρου (45), ούτως ώστε έκαστον των νημάτων του καθίστα αυτόν αξιοθαύμαστον έκαστον δε νήμα μολονότι λεπτόν, περιείχεν άλλα τριακόσια εξήκοντα νήματα διακρινόμενα κάλλιστα. Απαράλλακτος είναι ο άλλος τον οποίον ο Άμασις αφιέρωσεν εις την Αθηνάν της Λίνδου.
48. Συνέπραξαν δε και οι Κορίνθιοι μετά προθυμίας εις την επιχείρησιν της εκστρατείας ταύτης κατά της Σάμου• διότι κατά την προγενεστέραν γενεάν, συγχρόνως με την αρπαγήν του κρατήρος, είχον υποστή ύβριν τινά εκ μέρους των Σαμίων. Ο υιός του Κυψέλου Περίανδρος έπεμψεν εις Σάρδεις προς τον Αλυάττην τριακοσίους νεανίας, υιούς των πρώτων της Κερκύρας, διά να τους ευνουχίσωσιν. Επειδή δε οι μεταφέροντες αυτούς Κορίνθιοι προσήγγισαν εις την Σάμον, μαθόντες οι Σάμιοι πρός τινα σκοπόν ήγοντο οι παίδες εκεί οι εις τας Σάρδεις, πρώτον μεν τους εσυμβούλευσαν να καταφύγωσιν εις τον ναόν της Αρτέμιδος, έπειτα δε ανέλαβον την υπεράσπισίν των και δεν άφινον ν' αποσπάσωσι τους ικέτας από το ιερόν• τέλος, επειδή οι Κορίνθιοι εμπόδιζον να δώση τις τροφήν εις τους παίδας, οι Σάμιοι εσύστησαν εορτήν την οποίαν και σήμερον ακόμη τελούσιν απαραλλάκτως. Άμα επήρχετο η νυξ, εφ' όσον χρόνον οι παίδες ήσαν ικέται, συνεκρότουν χορούς εκ παρθένων και νέων, και διαρκούντων των χορών οι πολίται παρηγγέλλοντο να φέρωσιν εις τον ναόν πλακούντια εκ μέλιτος και σησάμου, από τα οποία αρπάζοντες οι παίδες των Κερκυραίων ετρέφοντο. Και τούτο εξακολούθησε μέχρις ου οι Κορίνθιοι φύλακες ανεχώρησαν αφήσαντες τους παίδας, τους οποίους έπειτα οι Σάμιοι επανέφεραν εις την Κέρκυραν.
49. Εάν μετά τον θάνατον του Περιάνδρου οι Κερκυραίοι εφιλιόνοντο με τοις Κορινθίους, ηδύναντο οι Κορίνθιοι να μη συμπράξωσιν εις την κατά της Σάμου εκστρατείαν ταύτην. Τότε όμως, ως πάντοτε αφότου αποίκισαν την Κέρκυραν, είχον μεταξύ των διαφοράς. Οι Κορίνθιοι λοιπόν εμνησικάκουν κατά των Σαμίων, θεωρούντες άλλως τε ότι, εάν ο Περίανδρος έπεμψεν εις τας Σάρδεις διά να ευνουχίση τους παίδας των πρώτων Κερκυραίων, έπραξε τούτο προς εκδίκησιν, διότι πρώτοι οι Κερκυραίοι τον ύβρισαν πράξαντες πράξιν κακοήθη.
50. Ότε ο Περίανδρος εφόνευσε την γυναίκα του Μέλισσαν (46), εις την συμβάσαν δυστυχίαν προσετέθη και άλλη δυστυχία η εξής. Είχεν εκ της Μελίσσης δύο υιούς, τον μεν δεκαεξαετή, τον δε δεκαοκταετή. Τούτους ο προς μητρός πάππος των Προκλής, βασιλεύς της Επιδαύρου, προσεκάλεσε πλησίον του και τους επεριποιείτο όπως έπρεπε, καθότι ήσαν υιοί της θυγατρός του. Όταν δε τους απέπεμψε, τοις είπεν• «Ω παίδες, ηξεύρετε άρα γε ποίος εφόνευσε την μητέρα σας;» Ο λόγος ούτος εις μεν τον πρεσβύτερον ουδεμίαν επροξένησεν εντύπωσιν• αλλ' ο νεώτερος, όστις εκαλείτο Λυκόφρων, τόσον ελυπήθη ακούσας, ώστε επιστρέψας εις Κόρινθον ούτε εχαιρέτισε τον φονέα της μητρός του Περίανδρον, ούτε απεκρίνετο προς αυτόν ομιλούντα, ούτε τω ωμίλει εξετάζοντι. Τέλος ο Περίανδρος, πλήρης οργής, τον εδίωξεν από την οικίαν.
51. Αφού δε τον εδίωξεν ηθέλησε να μάθη από τον πρεσβύτερον τι είχεν ειπεί εις αυτούς ο Προκλής• ο νεανίας τω διηγήθη την φιλόφρονα υποδοχήν του πάππου του, αλλ' ουδεμίαν μνείαν έκαμε των λόγων τους οποίους είπε προπέμπων αυτούς, διότι ούτε τους ενθυμείτο. Αλλ' ο Περίανδρος επέμεινε, λέγων ότι ήτο αδύνατον να μη τους συνεβούλευσε τίποτε ο Προκλής. Τόσον δε τον εστενοχώρησε με τας ερωτήσεις του ώστε επί τέλους ο νέος ενθυμήθη τους λόγους και τους επανέλαβεν. Ο δε Περίανδρος δεν αφήκεν αυτούς τους λόγους να παρέλθουν απαρατήρητοι• εξ εναντίας απεφάσισε να μη δείξη ουδεμίαν ηπιότητα, και όπου ο εκδιωχθείς υιός του προσήρχετο να ζητήση καταφύγιον, έπεμπεν απεσταλμένους και επρόσταζε να μη τον δέχωνται εις τας οικίας των. Όταν δε ο Λυκόφρων διωκόμενος από μίαν οικίαν μετέβαινεν εις άλλην, απεδιώκετο πάλιν και εξ αυτής, διότι ο πατήρ ηπείλει εκείνους οίτινες τον εδέχοντο και τους διέτασσε να τον διώκωσιν. Ούτω δε διωκόμενος μετέβαινεν από οικίας εις οικίαν• οι δε φίλοι του, καί τοι φοβούμενοι, τον εδέχοντο ως υιόν του Περιάνδρου.
52. Τέλος ο βασιλεύς εκήρυξεν ότι όστις ήθελε τον δεχθή ή συνομιλήση μετ' αυτού να πληρόνη εις τον Απόλλωνα ιερόν πρόστιμον, του οποίου το ποσόν προσδιώριζε το κήρυγμα. Από της στιγμής δε ταύτης κανείς πλέον δεν ηθέλησε μήτε να συνομιλήση μετ' αυτού μήτε να τω δώση άσυλον. Ούτε αυτός δε ο ίδιος δεν έκρινε πλέον δίκαιον να πειράται την παραβίασιν των αυστηρών εκείνων διαταγών, και εσύρετο από στοάς εις στοάν. Την τετάρτην δε ημέραν, ιδών ο Περίανδρος αυτόν εξηντλημένον υπό της πείνης και ειδεχθή υπό της αλουσίας, τον ελυπήθη και μετριάσας την οργήν του επλησίασε προς αυτόν και τω είπε• «Τέκνον, τι εκ των δύο είναι προτιμότερον, η παρούσα κατάστασις εις ην ευρίσκεσαι, ή η εξουσία και τα πλούτη τα οποία έχω και τα οποία θα διαδεχθής εάν φερθής καλώς προς τον πατέρα σου; Συ, υιέ μου, βασιλεύς της ευδαίμονος Κορίνθου, καταδικάζεις σεαυτόν εις βίον πλάνητα διά της αντιστάσεώς σου και της οργής σου εναντίον εκείνου τον οποίον ώφειλες να σέβεσαι. Εάν εις τον οίκον μας συνέβη συμφορά διά την οποίαν με βλέπεις υπόπτως, η συμφορά αύτη ήλθεν εις εμέ• εγώ προ πάντων την αισθάνομαι, διότι εγώ την έπραξα. Αλλ' έμαθες πλέον ότι καλλίτερον είναι να φθονώσι τινα ή να τον οικτείρωσι, και ταυτοχρόνως τι κερδίζει τις οργιζόμενος εναντίον πατρός, εναντίον ισχυροτέρου. Επίστρεψον λοιπόν εις την οικίαν.» Και ο μεν Περίανδρος με τοιούτους λόγους προσεπάθει να τον καταπραΰνη• εκείνος δε ουδέν άλλο απεκρίθη ή ότι ώφειλε να πληρώση τι πρόστιμον εις τον θεόν διότι τω ωμίλησεν. Ιδών δε ο Περίανδρος ότι το μίσος του υιού του ήτο αμείλικτον και ακατανίκητον, τον εδίωξεν από τους οφθαλμούς του και τον έστειλε με πλοίον εις την Κέρκυραν, της οποίας τότε ήτο κύριος. Αφού δε τον έστειλεν εκεί, εξεστράτευσε κατά του πενθερού του Προκλέους, ως κυριωτάτου αιτίου της παρούσης αυτού καταστάσεως• και εκυρίευσε μεν την Επίδαυρον, συνέλαβε δε τον Προκλέα και τον έφερε μεθ' εαυτού ως αιχμάλωτον.
53. Επειδή δε προβαίνοντας του χρόνου εγήρασεν ο Περίανδρος και συνησθάνετο ότι δεν ήτο πλέον ικανός να επιτηρή όλας τας υποθέσεις και να διέπη αυτάς, έπεμψεν εις την Κέρκυραν και προσεκάλει εις την εξουσίαν τον Λυκόφρονα, καθότι ουδεμίαν έβλεπεν ικανότητα εις τον πρεσβύτερον υιόν του, όστις τω εφαίνετο νωθρός. Αλλ' ο Λυκόφρων ουδέ απαντήσεως έκρινεν άξιον τον κομιστήν της αγγελίας• ο δε Περίανδρος όστις επέμενεν εις την ανάκλησιν του νέου, έπεμψεν εκ νέου προς αυτόν• την φοράν όμως ταύτην έστειλε την ιδίαν του θυγατέρα και αδελφήν του Λυκόφρονος, καθότι ήλπιζεν ότι δι' αυτής ο υιός του ήθελε πεισθή ευκολώτερον. Ελθούσα λοιπόν αύτη τω είπε• «Παιδίον, προτιμάς να ιδής την εξουσίαν μεταβαίνουσαν εις άλλας χείρας και την οικίαν μας διασκορπιζομένην, ή να έλθης και την παραλάβης συ; Επίστρεψε εις την οικίαν και παύσον τιμωρών σεαυτόν• η επιμονή είναι δυσάρεστον πράγμα• μη ζητής να θεραπεύσης το έν κακόν διά του άλλου. Πολλοί προτιμώσι την ισότητα αντί του δικαίου, και πολλοί πολλάκις ζητούντες τα μητρικά έχασαν τα πατρικά. Η βασιλεία είναι κτήμα επισφαλές, πολλούς έχουσα εραστάς, ο δε πατήρ μας είναι γέρων και προβεβηκώς• μη δίδης λοιπόν τα αγαθά σου εις άλλους.» Και η μεν κόρη, διδαχθείσα από τον πατέρα της, τοιούτους έλεγε λόγους πειστικωτάτους• ο δε Λυκόφρων απεκρίθη ότι ποτέ δεν θα υπάγη εις την Κόρινθον ζώντος του πατρός του. Ότε δε αύτη έφερε την απόκρισιν του Λυκόφρονος, ο Περίανδρος έπεμψε και εκ τρίτου κήρυκα λέγων ότι θα μεταβή να κατοικήση εις την Κέρκυραν εάν ο υιός του συγκατετίθετο να επανέλθη εις την Κόρινθον διά να τον αντικαταστήση. Παραδεχθέντος τέλος του νέου την συμφωνίαν ταύτην, ητοιμάζοντο ο μεν Περίανδρος να μεταβή εις την Κέρκυραν, ο δε υιός του εις την Κόρινθον. Μαθόντες όμως ταύτα οι Κερκυραίοι και μη θέλοντες να έλθη ο Περίανδρος εις τον τόπον των, εφόνευσαν τον νέον. Και ο μεν Περίανδρος διά το έγκλημα τούτο εξεδικείτο τους Κερκυραίους.
54. Οι δε Λακεδαιμόνιοι, φθάσαντες με μέγαν στόλον, επολιόρκησαν την Σάμον. Προσέβαλον το τείχος, και είχον υπερβή τον πύργον όστις υψούται πλησίον της θαλάσσης, εις την είσοδον του προαστείου, όταν ο Πολυκράτης, ελθών μετά πολλής δυνάμεως, απεδίωξεν αυτούς. Τότε οι επίκουρος και πολλοί Σάμιοι εξελθόντες εκ του επάνω πύργου, όστις είναι επί της ράχεως του όρους, αντέστησαν κατά των Λακεδαιμονίων και σχεδόν αμέσως έφυγον οπίσω• καταδιώκοντες δε οι Λακεδαιμόνιοι τους εφόνευον.
55. Εάν κατ' εκείνην την ημέραν οι πολιορκούντες ηκολούθουν το παράδειγμα του Αρχίου και του Λυκώπου, θα εκυρίευον την Σάμον, διότι μόνον ο Αρχίας και ο Λυκώπης διώκοντες εισήλθον εις το τείχος μετά των φευγόντων• κλεισθείσης όμως εις αυτούς της εξόδου εφονεύθησαν εντός της πόλεως των Σαμίων. Σηνηντήθην εις την Πιτάνην (διότι ήτο από τον δήμον τούτον) μεθ' ενός άλλου Αρχίου, υιού του Σαμίου και εγγόνου του αρχαίου Αρχίου• ετίμα δε ούτος τους Σαμίους περισσότερον από όλους τους άλλους Σαμίους, και με είπεν ότι ο πατήρ του είχεν ονομασθή Σάμιος διότι ο πατήρ του Αρχίας εφονεύθη εις την Σάμον ανδρείως πολεμήσας. Προσέθηκε δε ότι ετίμα τους Σαμίους διότι ενταφίασαν τον πάππον του δημοσία δαπάνη.
56. Μετά τεσσαρακονθήμερον πολιορκίαν οι Λακεδαιμόνιοι, επειδή δεν έκαμναν καμμίαν πρόοδον, επέστρεψαν εις την Πελοπόννησον. Λέγουσιν, αλλ' οι λόγοι των είναι αβάσιμοι, ότι ο Πολυκράτης κόψας από μόλυβδον πολύ επιχώριον νόμισμα και καταχρυσώσας το έδωκεν εις τους Λακεδαιμονίους οίτινες το εδέχθησαν και ανεχώρησαν. Αυτή είναι η πρώτη εκστρατεία την οποίαν οι Δωριείς της Λακεδαίμονος έκαμον κατά της Ασίας.
57. Οι δε επαναστατήσαντες κατά του Πολυκράτους Σάμιοι, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι έμελλον να τους εγκαταλείψωσιν, απέπλευσαν και αυτοί εις την Σίφνον• είχον ανάγκην χρημάτων, τα δε πράγματα των Σιφνίων ήκμαζον κατ' εκείνον τον χρόνον και ήσαν οι πλουσιώτατοι των νησιωτών, επειδή εις την νήσον των ευρίσκοντο μεταλλεία χρυσού και αργύρου τόσον άφθονα ώστε εκ του δεκάτου των εισοδημάτων αυτών αφιέρωσαν εις τους Δελφούς θησαυρόν τον οποίον ουδείς υπερβαίνει κατά την πλουσιότητα. Κατ' έτος εμοιράζοντο τα εισοδήματα ταύτα μεταξύ των και ότε ενησχολούντο να απαρτίσωσι τον θησαυρόν εκείνον ηρώτησαν το μαντείον εάν η ευδαιμονία των έμελλε να διαρκέση πολύν χρόνον• η δε Πυθία απεκρίθη τα εξής• Ό τ α ν-τ ο-π ρ υ τ α ν ε ί ο ν- τ η ς-Σ ί φ ν ο υ-γ ί ν η-λ ε υ κ όν,-ό τ α ν-τ ο-μ έ τ ω π ο ν- τ η ς-α γ ο ρ ά ς-γ ί ν η-λ ε υ κ όν,-π α ς-φ ρ ό ν ι μ ο ς- ά ν θ ρ ω π ο ς-ο φ ε ί λ ε ι-ν α-π ρ ο φ υ λ α χ θ ή-α π ό-τ η ν- ξ υ λ ί ν η ν-ε ν έ δ ρ α ν-κ α ι-α π ό-τ ο ν-ε ρ υ θ ρ ό ν- κ ή ρ υ κ α. Ήσαν δε ήδη και η αγορά και το πρυτανείον κεκοσμημένα διά μαρμάρου της Πάρου.
58. Τούτον τον χρησμόν δεν ηδυνήθησαν να εννοήσωσι μήτε τότε ευθύς μήτε όταν ήλθον οι Σάμιοι. Τωόντι μόλις ούτοι επλησίασαν εις τον Σίφνον, έπεμψαν εις την πόλιν πλοίον με πρέσβεις. Ήσαν δε το πάλαι τα πλοία αλειμμένα με μίλτον, και τούτο ενόει η Πυθία όταν τοις είπε να προφυλάσσωνται από την ξυλίνην ενέδραν και τον ερυθρόν κήρυκα. Παρουσιάσθησαν λοιπόν οι πρέσβεις και εζήτησαν από τους Σίφνιους να τοις δανείσωσι δέκα τάλαντα• αλλ' ούτοι ηρνήθησαν, και οι Σάμιοι ήρχισαν να λεηλατώσι την χώραν των. Μαθόντες τούτο οι Σίφνιοι έδραμον προς βοήθειαν και πολεμήσαντες ενικήθησαν, οι δε Σάμιοι απέκλεισαν εις πολλούς την εις την πόλιν υποχώρησιν. Από αυτούς μετά ταύτα οι νικηταί έλαβον εκατόν τάλαντα.
59. Έπειτα οι Σάμιοι ηγόρασαν από τους Ερμιονείς την πλησίον της Πελοποννήσου νήσον Ύδραν και ενεπιστεύθησαν αυτήν εις τους Τροιζηνίους. Αυτοί δε ήλθον εις την Κρήτην και αποίκισαν την Κυδωνίαν, μολονότι δεν έπλευσαν εκεί επί τω σκοπώ τούτω αλλά να διώξωσιν εκ της νήσου τους Ζακυνθίους. Έμειναν λοιπόν εις αυτήν και επί πέντε έτη ευτύχησαν τόσον ώστε αυτοί έκτισαν τα ιερά τα οποία σώζονται σήμερον εις την Κυδωνίαν καθώς και τον ναόν της Δικτύνης Αρτέμιδος. Κατά δε το έκτον έτος οι Αιγινήται, ενωθέντες με τους Κρήτας, τους ενίκησαν κατά θάλασσαν, τους εξηνδραπόδισαν, έκοψαν τας πρώρας των πλοίων των, αίτινες παρίστων κάπρους, και αφιέρωσαν τας εικόνας ταύτας εις τον εν Αιγίνη ναόν της Αθηνάς. Έπραξαν δε ταύτα οι Αιγινήται διά το πάθος το οποίον είχον κατά των Σαμίων, διότι οι Σάμιοι επί της βασιλείας του Αμφικράτους εν Σάμω, είχον εκστρατεύσει κατά της Αιγίνης, μεγάλα κακά ποιήσαντες εις τους Αιγινήτας και παθόντες παρ' αυτών. Η μεν αιτία λοιπόν αύτη ήτο.
60. Εμήκυνα δε τον λόγον περί των Σαμίων διότι αυτοί έκαμον τρία έργα μεγαλείτερα από όλα όσα εξετέλεσαν οι Έλληνες. Είς τι όρος, εκατόν πεντήκοντα οργυιάς υψηλόν, ήνοιξαν όρυγμα επτά σταδίων μήκους και οκτώ ύψους και πλάτους, αρχίζοντες από την βάσιν. Καθ' όλον το μήκος του ορύγματος τούτου έσκαψαν άλλο όρυγμα είκοσι πηχών το βάθος και τριών ποδών το πλάτος, διά του οποίου το ύδωρ μεγάλης πηγής φέρεται διά σωλήνων μέχρι της πόλεως. Ο αρχιτέκτων του ορύγματος τούτου ήτο ο Μεγαρεύς Ευπαλίνος του Ναυστρόφου. Τοιούτον είναι το πρώτον των τριών τούτων έργον• το δεύτερον είναι το περί την θάλασσαν πρόχωμα, είκοσι οργυιών το ύψος και δύο σταδίων το μήκος• το τρίτον είναι ο μέγιστος εξ όσων είδομεν ναών, του οποίου αρχιτέκτων πρώτος εγένετο ο Σάμιος Ροίκος του Φιλαίου. Τούτων ένεκα εμήκυνα ολίγον περισσότερον τον λόγον περί των Σαμίων.
61. Ενώ ο Καμβύσης, ο υιός του Κύρου, κατέτριβε τον χρόνον εις την Αίγυπτον και παρεφρόνει, δύο αδελφοί, αμφότεροι μάγοι, επανεστάτησαν κατ' αυτού• τον ένα εξ αυτών είχεν αφήσει επιστάτην της οικίας του. Αυτός λοιπόν επανέστη κατά του Καμβύσου μαθών ότι εφονεύθη ο Σμέρδις, ότι ο θάνατος αυτού ετηρείτο κρυπτός, και ότι ολίγοι Πέρσαι ήξευρον αυτόν, οι δε περισσότεροι ενόμιζον τον Σμέρδιν ζώντα. Αυτά ηξεύρων εσκέφθη τα ακόλουθα διά να αρπάση την βασιλείαν. Είχεν αδελφόν μεθ' ου, ως είπα, επανεστάτησε, και όστις ωμοίαζε με τον υιόν του Κύρου Σμέρδιν τον φονευθέντα κατά διαταγήν του Καμβύσου. Η ομοιότης ήτο τελεία και εκαλείτο επίσης Σμέρδις. Αυτόν τον άνθρωπον πείσας ο μάγος Πατιζείθης τον εκάθισεν επί του βασιλικού θρόνου• μετά τούτο έπεμψε κήρυκας εις όλα τα μέρη και εις την Αίγυπτον διά να παραγγείλωσιν εις τον στρατόν ότι εις το εξής ώφειλον να υπακούωσιν εις τον Σμέρδιν, τον υιόν του Κύρου, και ουχί εις τον Καμβύσην.
62. Και οι άλλοι λοιπόν κήρυκες παρήγγελλον ταύτα, και ο εις την Αίγυπτον πεμφθείς, ευρών τον Καμβύσην και τον στρατόν εις τα Εκβάτανα της Συρίας, και σταθείς εις το μέσον έλεγε τα εντεταλμένα υπό του μάγου. Ο δε Καμβύσης ακούσας ταύτα παρά του κήρυκος και νομίσας ότι έλεγεν αληθή και ότι τον είχε προδόσει ο Πρηξάσπης (διότι υπέθεσεν ότι ο Πρηξάσπης τον οποίον έπεμψε διά να φονεύση τον Σμέρδιν δεν έπραξε τούτο) ητένισε προς τον Πρηξάσπη και τω είπε• «Πρήξασπες, ούτως εξετέλεσας την εντολήν ην σοι ανέθηκα;» Εκείνος δε απεκρίθη• «Δέσποτα, ουδόλως είναι αληθές ότι ο αδελφός σου Σμέρδις επανέστη κατά σου, ούτε είναι δυνατόν να προκύψη πλέον μεταξύ σας μικρά ή μεγάλη διχόνοια• εγώ ο ίδιος, αφού έπραξα ό,τι με διέταξες, τον έθαψα με τας χείρας αυτάς τας οποίας βλέπεις. Εάν τώρα επανέρχονται εις την ζωήν οι αποθανόντες, περίμενε να ιδής επανερχόμενον και τον Μήδον Αστυάγη• εάν όμως τα πράγματα βαίνωσι την συνήθη αυτών τάξιν, ουδέν δυσάρεστον θα σοι συμβή εκ μέρους του αδελφού σου. Όθεν η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να συλλάβωμεν τον κήρυκα, να τον ανακρίνωμεν και να μάθωμεν παρά τίνος εστάλη να μας παραγγείλη ότι πρέπει να υπακούωμεν εις τον βασιλέα Σμέρδιν».
63. Ταύτα ήπεν ο Πρηξάσπης• επειδή δε ήρεσαν εις τον βασιλέα, αμέσως συνέλαβον τον κήρυκα και τον προσήγαγον, ο δε Πρηξάσπης τον ηρώτησεν ως εξής• «Άνθρωπε, λέγεις ότι ήλθες εξ ονόματος του Σμέρδιος, υιού του Κύρου• τώρα ειπέ μας την αλήθειαν και ύπαγε χαίρων. Ο ίδιος Σμέρδις εφάνη εις σε και σοι έδωκε τας διαταγάς ταύτας, ή κανείς των υπηρετών του;» Ο δε κήρυξ απεκρίθη• «Εγώ δεν είδον τον Σμέρδιν, τον υιόν του Κύρου, αφότου ο βασιλεύς Καμβύσης ανεχώρησε διά την Αίγυπτον• αλλ' ο μάγος τον οποίον ο Καμβύσης εξελέξατο ως επίτροπον της οικίας του, αυτός με παρήγγειλε ταύτα, λέγων ότι ο Σμέρδις, ο υιός του Κύρου, με διατάττει να τα είπω προς υμάς.» Και ο μεν κήρυξ ταύτα είπεν, ουδόλως ψευδόμενος• ο δε Καμβύσης είπε• «Πρήξασπες, συ μεν, ως άνθρωπος τίμιος, έπραξες ό,τι σε διέταξα• πλην ποίος να ήναι άρα γε εκείνος εκ των Περσών ότι επανίσταται κατ' εμού οικειοποιούμενος το όνομα του Σμέρδιος; — Νομίζω, απήντησεν ο Πρηξάσπης, ότι ενόησα το πράγμα, ω βασιλεύ• οι αποστατήσαντες κατά σου είναι οι μάγοι, ο Πατιζείθης τον οποίον αφήκες επιμελητήν της οικίας σου, και ο αδελφός αυτού Σμέρδις».
64. Ο Καμβύσης ακούσας το όνομα του Σμέρδιος εξεπλάγη εκ των λόγων και του ενυπνίου το οποίον είχεν ιδεί• καθότι τω εφάνη εις τον ύπνον του ότι τω ανήγγελλε τις ότι ο Σμέρδις, καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου, έψαυε διά της κεφαλής του τον ουρανόν.
Εννόησας λοιπόν ότι εις μάτην εφόνευσε τον αδελφόν του, ήρχισε να κλαίη• αφού δε έκλαυσε και εθρήνησε διά την συμφοράν την οποίαν τω επήνεγκεν ο θάνατος ούτος, επήδησεν επί του ίππου του σκοπεύων να τρέξη αμέσως εις τα Σούσα και να εκστρατεύση κατά του μάγου. Αλλ' ενώ επήδα επί του ίππου, έπεσε το κομβίον το κρατούν την θήκην της σπάθης του, γυμνωθείς δε τοιουτοτρόπως ο σίδηρος εκτύπα τον μηρόν του και τον επλήγωσεν εις το αυτό μέρος όπου και αυτός πρότερον είχε πληγώσει τον θεόν των Αιγυπτίων Άπιν. Επειδή δε η πληγή του εφαίνετο καιρία, ηρώτησε ποιον ήτο το όνομα της πόλεως• οι δε τω είπον ότι εκαλείτο Εκβάτανα. Εις δε τον Καμβύσην προηγουμένως είχε δοθή χρησμός από την πόλιν Βουτώ ότι έμελλε να τελευτήση τον βίον εις τα Εκβάτανα, και είχε νομίσει ότι ήθελεν αποθάνει εις τα Εκβάταν της Μυδίας όπου είχεν όλους τους θησαυρούς του, ενώ το χρηστήριον ενόει βεβαίως τα Εκβάτανα της Συρίας. Όθεν επειδή ερωτών έμαθε το όνομα της πόλεως, τεταραγμένος από την συμφοράν του μάγου και του τραύματος, εσωφρόνησε, και εννοήσας τον χρησμόν είπεν• «Εδώ είνε πεπρωμένον να τελευτήση ο Καμβύσης του Κύρου.»
65. Και τότε μεν δεν είπε περισσότερα• βραδύτερον όμως, μετά είκοσι περίπου ημέρας, καλέσας τους λογιμωτάτους των εις τα Εκβάτανα ευρισκομένων Περσών, τοις είπε τα εξής• «Ω Πέρσαι, αναγκάζομαι να σας φανερώσω πράγμα το οποίον υπέρ παν άλλο ετήρουν μυστικόν. Κοιμώμενός ποτε εις την Αίγυπτον είδον όνειρον το οποίον είθε να μη έβλεπον• μοι εφάνη ότι απεσταλμένος τις ήλθεν εκ της οικίας μου διά να μοι αναγγείλη ότι ο Σμέρδις καθήμενος επί του βασιλικού θρόνου ήγγιζε με την καφαλήν του τον ουρανόν. Εφοβήθην μήπως με αφαιρέση την βασιλείαν ο αδελφός μου και ενήργησα ταχύτερον ή φρονιμώτερον, διότι είναι αδύνατον εις τον άνθρωπον να αποφύγη το πεπρωμένον να γίνη. Έπεμψα λοιπόν ασυλλογίστως τον Πρηξάσπη εις τα Σούσα διά να φονεύση τον Σμέρδιν. Γενομένου δε του κακού τούτου, έζων ησύχως, μη σκεπτόμενος πλέον ότι, αφού εφονεύθη ο Σμέρδις, άλλος άνθρωπος ήθελεν ευρεθή να επαναστατήση κατ' εμού. Αλλ' ηπατήθην• εγενόμην αδελφοκτόνος άνευ ανάγκης, και ουχ ήττον εστερήθην την βασιλείαν• διότι τον Σμέρδιν τον μάγον μοι προεδείκνυεν ο θεός εν τω ονείρω εκείνω ως προωρισμένον να επαναστατήση κατ' εμού. Ιδέτε λοιπόν τι έπραξα και σκεφθήτε ότι όχι ο Σμέρδις του Κύρου, αλλά δύο μάγοι αρπάζουσι την βασιλείαν, εκείνος τον οποίον αφήκα επίτροπον εις τα βασίλεια και ο αδελφός του Σμέρδις. Ο αδελφός εις τον οποίον ανήκε να με υπερασπίση ατιμαζόμενον από τους ανθρώπους τούτους εφονεύθη από τον πλησιέστατον συγγενή του γενόμενος θύμα σκληρού πεπρωμένου• τούτου δε μη υπάρχοντος, εις υμάς οφείλω να αποτείνω τις θελήσεις μου τελευτών τον βίον. Επικαλούμενος τους θεούς του βασιλείου τούτου σας προστάζω όλους και μάλιστα τους παρόντας των Αχαιμενιδών να μη ανεχθήτε να περιέλθη η βασιλεία αύθις εις τους Μήδους• αλλ' εάν μεν καταγίνωνται να την καταλάβωσι με δόλον, αφαιρέσατέ την από αυτούς με δόλον, εάν δε θελήσωσι να το κατορθώσωσι μετά δυνάμεων, προσπαθήσατε και υμείς να την ανασώσετε μετά πλειοτέρων δυνάμεων. Εάν πράξετε ό,τι σας ζητώ, είθε η γη να παράγη τους καρπούς της δι' υμάς, είθε να τίκτωσιν οι γυναίκες και αι ποίμναι υμών, είθε να ήσθε διά παντός ελεύθεροι! Εάν όμως δεν ανασώσετε την αρχήν, μήτε επιχειρήσετε να ανασώσητε αυτήν, σας καταρώμαι να συμβώσιν εις υμάς τα εναντία τούτων, και προσέτι το τέλος εκάστου Πέρσου να ήναι τοιούτο οίον το ιδικόν μου!» Ταύτα είπεν ο Καμβύσης και έκλαιε τας δυστυχίας του.
66. Ιδόντες οι Πέρσαι τον βασιλέα των να κλαίη έσχισαν τα ιμάτιά των και εθρήνουν μεγαλοφώνως. Μετά ταύτα το οστούν του πληγωμένου εσάπισεν, αι σάρκες του μηρού του εγαγγραινώθησαν και απέθανεν αφού εβασίλευσεν εν όλοις επτά έτη και πέντε μήνας χωρίς να απολαύση τέκνον, μήτε άρρεν μήτε θήλυ. Αίσθημά τι αμφιβολίας περιεχύθη μεταξύ των παρόντων Περσών• δεν ηδύναντο να πιστεύσωσιν ότι οι μάγοι κατέλαβον τα πράγματα, αλλ' υπώπτευσαν ότι ο Καμβύσης έπλασε την διήγησιν του θανάτου του Σμέρδιος διά να τους απατήση και επαναστατήσωσι κατά του αδελφού του.
67. Υπέθεσαν λοιπόν ότι ο αναβάς εις τον θρόνον ήτο ο Σμέρδις, ο υιός του Κύρου• έτι δε και ο Πρηξάσπης ηρνείτο επιμόνως ότι εφόνευσε τον Σμέρδιν, διότι δεν ενόμιζεν ασφαλές να φανερώση μετά τον θάνατον του Καμβύσου ότι εφόνευσεν ιδιοχείρως τον υιόν του Κύρου. Ο μάγος λοιπόν, αφού ετελεύτησεν ο Καμβύσης, ωφελούμενος εκ της ομοιότητος των ονομάτων, εβασίλευσε κατ' αρχάς ησύχως τους επτά μήνας οίτινες υπελείποντο διά να συμπληρώση ο Καμβύσης οκτώ έτη. Κατά τον ολίγον τούτον χρόνον έπραξε προς όλους τους υπηκόους του μεγάλας ευεργεσίας, ώστε ότε απέθανεν όλοι οι εν τι Ασία τον επόθησαν, πλην των Περσών• διότι ο μάγος πέμψας κήρυκας εις όλα τα υπό την εξουσίαν του έθνη εκήρυξεν ότι ούτε άνδρας ήθελε στρατολογήσει ούτε φόρους ήθελεν εισπράξει, επί τρία έτη• ταύτα δε εκήρυξεν άμα επανεστάτησε διά να καταλάβη την αρχήν.
68. Τον όγδοον δε μήνα ανεκαλύφθη κατά τον ακόλουθον τρόπον τις ήτο• ο Οτάνης, ο υιός του Φαρνάσπους, ήτο κατά το γένος και τα πλούτη είς των πρώτων Περσών. Ο Οτάνης ούτος πρώτος των άλλων υπώπτευσεν ότι ο μάγος ήτο όχι ο Σμέρδος ο υιός του Κύρου, αλλ' εκείνος όστις ήτο πράγματι. Η εικασία του δε εβασίζετο εις τούτο, ότι ο βασιλεύς δεν εξήρχετο της ακροπόλεως και δεν εκάλει ενώπιον του κανένα από τους λογίμους Πέρσας. Υποπτεύσας λοιπόν έπραξε τα ακόλουθα• ο Καμβύσης είχε λάβει γυναίκα την θυγατέρα του καλουμένην Φαιδύμην• την ιδίαν είχε τότε ο μάγος και συνέζη μετ' αυτής ως και μετά των άλλων γυναικών του Καμβύσου. Εις ταύτην την θυγατέρα πέμψας ο Οτάνης, την ηρώτα περί του ανθρώπου μεθ' ου συνεκοιμάτο, εάν ήτο ο Σμέρδις του Κύρου ή άλλος τις. Εκείνη δε τω διεβίβασε την απόκρισιν ότι ποτέ δεν είδε τον Σμέρδιν του Κύρου και ούτε εγνώριζε ποίος ο μετ' αυτής συνευναζόμενος. Έπεμψεν εκ δευτέρου ο Οτάνης λέγων• «Εάν δεν γνωρίζης τον Σμέρδιν τον υιόν του Κύρου, ερώτησον την Άτοσσαν μετά τίνος ανθρώπου συγκοιμάται, ως συ, διότι δεν είναι δυνατόν να μη γνωρίζη τον αδελφόν της.» Εις την ερώτησιν ταύτην αποκρίνεται η θυγάτηρ λέγουσα• «Ούτε με την Άτοσσαν ειμπορώ να συνομιλήσω, ούτε να ίδω άλλην τινα των γυναικών, διότι ο άνθρωπος ούτος, οιοσδήποτε και αν ήναι, άμα παρέλαβε την βασιλείαν, μας διεσκόρπισε θέσας εκάστην εις ιδιαίτερον οίκημα.»
69. Ταύτα ακούσας ο Οτάνης ήρχισε να εννοή καλλίτερον το πράγμα• έπεμψε λοιπόν προς την θυγατέρα τρίτην αγγελίαν λέγουσαν ταύτα• «Ω θύγατερ• διά την λαμπράν σου γέννησιν πρέπει να αναδεχθής τον κίνδυνον εις τον οποίον ο πατήρ σου σε διατάττει να εκτεθής. Εάν ο άνθρωπος ούτος δεν είναι ο υιός του Κύρου, εάν ήναι εκείνος τον οποίον υποθέτω, δεν πρέπει να ζήση χαίρων ότι συνεκοιμήθη μετά σου και ήρπασε την βασιλείαν των Περσών, αλλά να τιμωρηθή αυστηρώς. Κάμε λοιπόν αυτό το οποίον σοι παραγγέλλω. Όταν συγκατακλιθή μετά σου και κρίνης ότι εβυθίσθη εις τον ύπνον, ψηλάφησον τα ωτία του, και εάν μεν εύρης ότι έχει τοιαύτα, πείσθητι ότι συγκοιμάσαι με τον Σμέρδιν τον υιόν του Κύρου, εάν δε δεν έχη, είναι ο μάγος Σμέρδις.» Προς ταύτα απεκρίθη η Φαιδύμη λέγουσα ότι θα κινδυνεύση μεγάλως εάν υπακούση• διότι εάν δεν έχη ώτα, εάν την εννοήση ότι τον ψηλαφεί, βεβαίως θα την φονεύση, όμως θα υπακούση. Η Φαιδύμη λοιπόν υπεσχέθη εις τον πατέρα της να εκτελέση τας διαταγάς του. Τούτου δε του μάγου Σμέρδιος τα ώτα είχε κόψει ο υιός του Καμβύσου Κύρος ότε εβασίλευε δι' αιτίαν ου μικράν. Ούτως η Φαιδύμη αύτη, η του Οτάνου θυγάτηρ, υποσχεθείσα εις τον πατέρα της να εκτελέση τας διαταγάς του όταν έλθη η σειρά της να εισαχθή προς τον μάγον (διότι αι γυναίκες των Περσών εκ περιτροπής συνευρίσκονται με τους άνδρας των), εισήλθε και κατεκλίθη μετ' αυτού• αφού δε ο μάγος απεκοιμήθη βαθέως εψηλάφησε τα ώτα του και ευκόλως ενόησεν ότι ο άνθρωπος δεν είχεν ώτα. Άμα δε εφάνη η ημέρα, πέμψασα εφανέρωσεν εις τον πατέρα της τα γενόμενα.
70. Ο δε Οτάνης λαβών κατ' ιδίαν τον Ασπαθίνην και τον Γωβρύαν, πρώτους των Περσών και πιστοτάτους φίλους του, τοις διηγήθη όλην την υπόθεσιν. Επειδή δε και αυτοί οι ίδιοι υπώπτευον ότι το πράγμα είχεν ούτως, εδέχθησαν τους λόγους του Οτάνου και συνεφώνηοαν να προσεταιρισθή έκαστος τον μάλλον πιστόν φίλον του. Ο μεν Οτάνης λοιπόν εισάγει τον Ινταφέρνην, ο Γωβρύας τον Μεγάβυζον, ο δε Ασπαθίνης τον Υδάρνη. Ήσαν δε έξ όταν ο υιός του Υστάσπους Δαρείος έφθασεν εις τα Σούσα ερχόμενος εκ τις Περσίας όπου ο πατήρ του ήτο διοικητής• μαθόντες την άφιξίν του οι έξ ούτοι Πέρσαι, ενέκριναν να προσεταιρισθώσι τον Δαρείον.
71. Συνελθόντες λοιπόν οι επτά, ωρκίσθησαν μεταξύ των και ήρχισαν να συσκέπτωνται. Ότε δε ήλθεν η σειρά του Δαρείου να εκφέρη την γνώμην του, είπε τα ακόλουθα• «Εγώ ενόμιζον ότι ήμην ο μόνος όστις ήξευρα ότι ο μάγος μας κυβερνά και ότι ο υιός του Κύρου Σμέρδις ετελεύτησε, και τούτου ένεκα έδραμον όπως διοργανόσω τον θάνατον του μάγου. Επειδή δε συμβαίνει να το ηξεύρετε και υμείς ως εγώ, νομίζω ότι πρέπει να ενεργήσωμεν αμέσως και να μη βραδύνωμεν, διότι δεν συμφέρει η αναβολή.» Ο Οτάνης απεκρίθη εις ταύτα• «Ω υιέ του Υστάσπους, είσαι υιός πατρός γενναίου και δεν φαίνεσαι κατώτερος του πατρός σου• μη σπεύδης όμως απερισκέπτως τοιαύτην επιχείρησιν, αλλά διεύθυνον αυτήν μετά πλειοτέρας φρονήσεως• είναι ανάγκη να γίνωμεν περισσότεροι, και τότε ενεργούμεν.» Απεκρίθη ο Δαρείος εις ταύτα• «Ω άνδρες όσοι είσθε παρόντες, εάν ακολουθήσετε την γνώμην του Οτάνου, μάθετε ότι θα απολεσθήτε κάκιστα, διότι θα ευρεθή τις όστις παρασυρόμενος υπό του ιδίου συμφέροντος θα φανερώση ταύτα εις τον μάγον. Έπρεπε, μετά τας πρώτας σας ομιλίας, να εκτελέσετε υμείς μόνοι το σχέδιόν σας• επειδή όμως ηθελήσατε συνεταίρους, επειδή το ενεπιστεύθητε και εις εμέ, ή θα το θέσωμεν εις ενέργειαν σήμερον, ή, εάν αφήσωμεν να παρέλθη η σήμερον, δεν σας κρύπτω ότι δεν θα δώσω καιρόν εις άλλον να με καταγγείλη προς τον μάγον, αλλ' εγώ θα φανερώσω τα πάντα εις αυτόν.»
72. Τότε ο Οτάνης βλέπων τον Δαρείον τόσον σπεύδοντα είπεν• «Αφού μας αναγκάζεις να επιταχύνωμεν και δεν μας επιτρέπεις να αναβάλωμεν, ειπέ μας συ πώς να εισέλθωμεν εις τον βασιλικόν οίκον και με ποίον τρόπον να επιτεθώμεν κατ' αυτών• διότι ηξεύρεις, ή, εάν δεν είδες, θα ήκουσες ότι φύλακες είναι τοποθετημένοι πανταχού• πώς λοιπόν να διέλθωμεν δι' αυτών;» Απεκρίθη ο Δαρείος τα ακόλουθα• «Πολλά πράγματα, Οτάνη, δεν δύνανται να σαφηνισθώσι διά λόγων αλλά δι' έργου• υπάρχουσιν επίσης άλλα τα οποία με τον λόγον μεν είναι ευκατόρθωτα, άμα όμως τα επιχειρήση τις ουδέν λαμπρόν αποτέλεσμα έχουσιν. Ηξεύρετε ότι δεν είναι αδύνατον να διέλθωμεν διά των φυλάκων• αφ' ενός μεν, είτε εκ φόβου, είτε εκ σεβασμού, κανείς δεν θα τολμήση να εμποδίση ανθρώπους του βαθμού μας• αφ' ετέρου δε έχω εγώ πρόφασίν τινα λίαν εύλογον διά να εισέλθωμεν εις το ανάκτορον• θα είπω ότι ταύτην την στιγμήν έφθασα εκ της Περσίας και ότι επιθυμώ να αναφέρω τι εις τον βασιλέα εκ μέρους του πατρός μου. Όπου είναι ανάγκη να είπη τις ψεύδος, ας το είπη• διότι ημείς οι άνθρωποι την αυτήν πάντοτε έχομεν επιθυμίαν, είτε ψευδόμενοι είτε λέγοντες την αλήθειαν. Οι μεν ψεύδονται τότε, όταν θέλωσι διά του ψεύδους να πείσωσι και κατορθώσωσί τι• οι άλλοι δε εξ εναντίας λέγουσι την αλήθειαν διά να ωφεληθώσι τι εκ της αληθείας και διά να τους εμπιστεύονται περισσότερον. Ώστε διά διαφόρων οδών τείνομεν πάντες προς τον αυτόν σκοπόν. Εάν δεν είχον τι να ωφεληθώσιν, αδιαφόρως και ο φιλαλήθης θα εψεύδετο, και ο ψεύστης θα έλεγεν αληθή. Ο φύλαξ όστις προθύμως ήθελε μας αφήσει να διέλθωμεν, αυτός μετά ταύτα θα ωφεληθή• εκείνον δε όστις θελήση να μας εναντιωθή, ας τον μεταχειρισθώμεν αμέσως ως εχθρόν, και εισερχόμενοι έπειτα διά της βίας ας πράξωμεν το έργον μας.»
73. Λέγει ο Γωβρύας μετά ταύτα• «Φίλοι, πότε άλλοτε θα εύρωμεν καλλιτέραν ευκαιρίαν να ανακτήσωμεν την βασιλείαν μας, ή, εάν δεν το κατορθώσωμεν, να αποθάνωμεν, ημείς οίτινες όντες Πέρσαι, κυβερνώμεθα από ένα μάγον, και μάλιστα μάγον όστις δεν έχει ώτα; Όσοι εξ υμών παρευρέθητε πλησίον του ασθενούς Καμβύσου, δεν ελησμονήσατε τι κατηράσθη αποθνήσκων να πάθωσιν οι Πέρσαι εάν δεν προσπαθήσωσι να ανακτήσωσι την βασιλείαν. Τότε δεν εδέχθημεν τους λόγους του, νομίζοντες ότι ο Καμβύσης εσκόπευε να μας απατήση• τώρα όμως ψηφίζω να υπακούσωμεν εις τον Δαρείον και να μη χωρισθώμεν εξερχόμενοι του συνεδρίου τούτου, αλλά να υπάγωμεν κατ' ευθείαν προς τον μάγον.». Ταύτα είπεν ο Γωβρύας, και όλοι ταύτα ενέκρινον.
74. Ενώ δε ούτοι ταύτα εβουλεύοντο, εγένοντο κατά συντυχίαν τα ακόλουθα. Οι μάγοι, αφού συνεσκέφθησαν, έκριναν εύλογον να ελκύσωσι την φιλίαν του Πρηξάσπους διότι αυτός έπαθεν υπό του Καμβύσου σκληρώς, όταν ο βασιλεύς τοξεύσας εφόνευσε τον υιόν του• διότι αυτός μόνος ήξευρε τον θάνατον του Σμέρδιος υιού του Κύρου, ως φονεύσας αυτόν με τας ιδίας του χείρας, και τέλος διότι απελάμβανε παρά τοις Πέρσαις μεγάλην υπόληψιν. Διά ταύτα λοιπόν τον προσκάλεσαν, εζήτησαν την φιλίαν του, τον υπεχρέωσαν με πιστά και με όρκους να τηρήση μυστικήν και να μη φανερώση εις κανένα την προς τους Πέρσας απάτην των, και τω υπεσχέθησαν άπειρα δώρα. Επειδή δε ο Πρηξάσπης υπεσχέθη ό,τι επεθύμουν, και οι μάγοι ενόμισαν ότι τον έπεισαν, τω είπον κατόπιν ότι αυτοί μεν θα συγκαλέσωσιν όλους τους Πέρσας προ του ανακτόρου, εκείνον δε διώρισαν να αναβή επί ενός πύργου και να κηρύξη ότι βασιλεύς των είναι ο Σμέρδις, και ουχί άλλος τις. Εζήτησαν δε παρ' αυτού να πράξη τούτο ένεκα της μεγάλης εμπιστοσύνης την οποίαν ενέπνεεν εις τον λαόν, και διότι πολλάκις είπε παρρησία ότι ο Σμέρδος του Κύρου έζη και ηρνήθη επιμόνως τον φόνον αυτού.
75. Υποσχεθέντος λοιπόν του Πρηξάσπους να πράξη τούτο, οι μάγοι συνεκάλεσαν τους Πέρσας και ανεβίβασαν αυτόν εις τον πύργον κελεύσαντες αυτόν να αγορεύση. Αλλά λησμονήσας εκουσίως τι περιέμενον παρ' αυτού, ήρχισεν από του Αχαιμένους την πατρικήν γενεαλογίαν του Κύρου, φθάσας δε εις τούτον, απηρίθμησε πόσα καλά έπραξεν ο Κύρος εις τους Πέρσας. Αφού δε διηγήθη ταύτα, εφανέρωσε την αλήθειαν ειπών ότι πρότερον μεν έκρυπτεν αυτήν διότι δεν θα είχεν ασφάλειαν εάν απεκάλυπτε το πράγμα• τώρα όμως καθήκον του είναι να το φανερώση, και είπεν ότι τον υιόν του Κύρου Σμέρδιν αυτός ο ίδιος εφόνευσεν αναγκασθείς υπό του Καμβύσου και ότι βασιλεύουσιν οι μάγοι. Αφού δε επρόφερε πολλάς κατάρας κατά των Περσών εάν δεν προσπαθήσουν ν' ανακτήσωσι την ελευθερίαν και εάν δεν τιμωρήσωσι τους μάγους, ερρίφθη εκ του ύψους του πύργου επί κεφαλήν. Και ο μεν Πρηξάσπης, όστις πάντοτε διετέλεσεν άνθρωπος ευϋπόληπτος, ούτως ετελεύτησεν.
76. Οι δε επτά Πέρσαι, αποφασίσαντες να κτυπήσωσι τους μάγους άνευ αναβολής, ευχήθησαν εις τους θεούς και εκίνησαν, μη γνωρίζοντες τίποτε εκ των περί τον Πρηξάσπη πραχθέντων. Πορευόμενοι δε και φθάσαντες εις το μέσον της οδού έμαθον τα γεγονότα και παραμερίσαντες της οδού ήρχισαν πάλιν να συσκέπτωνται• και οι μεν περί τον Οτάνην επέμενον να αναβάλωσι την υπόθεσιν και να μη επιχειρήσωσι τίποτε, ευρισκομένων των πραγμάτων εις τοιούτον αναβρασμόν, οι δε περί τον Δαρείον επέμενον εξ εναντίας να προχωρήσωσιν εμπρός, να πράξωσιν, ό,τι είχον αποφασίσει και να μη φέρωσι καμμίαν αναβολήν. Ενώ δε εφιλονήκουν, εφάνησαν επτά ζεύγη ιεράκων καταδιώκοντα δύο ζεύγη γυπών τα οποία έτιλλον και εσπάραττον. Εις την θέαν ταύτην οι επτά συνετάχθησαν όλοι με την γνώμην του Δαρείου και εχώρησαν προς τα βασίλεια ενθαρρυνθέντες από τον οιωνόν.
77 Όταν έφθασαν εις τας πύλας συνέβη ό,τι είχε προΐδει ο Δαρείος• οι φρουροί εφάνησαν πλήρης σεβασμού προς τους πρώτους των Περσών, και μη υποπτεύοντες κανένα κίνδυνον εκ μέρους των, τους άφησαν να εισέλθωσιν ως εάν τους συνώδευε θεία δύναμις και κανείς ούτε τους ηρώτησεν. Εις την αυλήν όμως συνήντησαν τους αγγελιαφόρους ευνούχους και ούτοι τους ηρώτησαν τι ήθελον, συγχρόνως δε ηπείλουν τους πυλωρούς διατί να τους αφήσωσιν ελευθέρους και εμπόδιζον τους επτά θέλοντας να προχωρήσωσι περισσότερον. Τότε οι συνωμόται ενθαρρύναντες αλλήλους και σύραντες τα εγχειρίδια επέπεσαν κατά των εμποδιζόντων αυτούς και ώρμησαν εις τον ανδρώνα.
78. Συνέπεσε δε κατ' εκείνην την στιγμήν να ευρίσκωνται αμφότεροι οι μάγοι εντός και να συσκέπτωνται περί εκείνου το οποίον έπραξεν ο Πρηξάσπης. Εις τον θόρυβον και τας φωνάς των τεταραγμένων ευνούχων, προσέδραμον αμφότεροι, και εννοήσαντες τα γινόμενα, επεκαλέσθησαν την ιδίαν των ανδρείαν. Και ο μεν εξ αυτών προφθάνει και δράττει το τόξον, ο δε άλλος το ακόντιον• τότε σενεπλάκησαν. Εκείνος όστις εκράτει το τόξον, στενοχωρούμενος εκ του σύνεγγυς υπό των αντιπάλων του, δεν ηδυνήθη να το μεταχειρισθή• ο δε δεύτερος υπερασπίζετο διά του ακοντίου• εκτύπησεν εις τον μηρόν τον Ασπαθίνην και εις τον οφθαλμόν τον Ινταφέρνην, όστις έχασε μεν τον οφθαλμόν ένεκα του κτυπήματος τούτου, αλλά δεν απέθανεν. Ο είς λοιπόν από τους δύο μάγους επλήγωσε τους Πέρσας τούτους, ο δε αδελφός του βλέπων ότι το τόξον είναι όπλον ανωφελές, καταφεύγει εις θάλαμον συγκοινωνούντα με τον ανδρώνα με την πρόθεσιν να κλείση τας θύρας αυτού. Δύο όμως εκ των επτά, ο Δαρείος και ο Γωβρύας, εισπίπτουσιν ομού. Και ο μεν Γωβρύας συνεπλάκη μετ' αυτού σώμα προς σώμα, ο δε Δαρείος φοβούμενος μήπως διατρυπήση τον Γωβρύαν εν τω σκότει, ίσταται διστάζων. Ιδών δε ο Γωβρύας αυτόν ιστάμενον αργόν, τον ερωτά διατί δεν μεταχειρίζεται τας χείρας του. Ο δε Δαρείος αποκρίνεται• «Διότι φοβούμαι μήπως κτυπήσω σε.» Τότε πάλιν ο Γωβρύας είπεν, «Έμπηξον το ξίφος σου δι' αμφοτέρων.» Ο δε Δαρείος πειθόμενος ώθησε το εγχειρίδιον και κατά τύχην εφόνευσε τον μάγον.
79. Αποκτείναντες δε τους μάγους και κόψαντες αυτών τας κεφαλάς, τους μεν δύο τραυματίας των αφήκαν εκεί και διά την αδυναμίαν των και διά να φυλάττωσι την ακρόπολιν• έπειτα οι πέντε με μεγάλας κραυγάς και θόρυβον, κρατούντες τας κεφαλάς των μάγων, ώρμησαν εκτός, εκάλουν τους Πέρσας, τοις διηγούντο τα γενόμενα και τοις εδείκνυον τας κεφαλάς, συγχρόνως δε εφόνευον πάντα μάγον τον οποίον εύρισκον εμπρός των. Οι δε Πέρσαι, μαθόντες το έργον των επτά και την απάτην των μάγων, έκριναν δίκαιον να μιμηθώσι τους πρώτους. Όθεν ανασπάσαντες τα εγχειρίδια εφόνευον οιονδήποτε μάγον απήντων. Και εάν δεν επήρχετο η νυξ, δεν θα άφινον ζώντα ούτε ένα. Οι Πέρσαι τιμώσι δημοσίως την ημέραν ταύτην πλειότερον πάσης άλλης ημέρας, και κατ' αυτήν τελούσι εορτήν την οποίαν καλούσι μαγοφόνια. Ενώ τελούσιν αυτήν εις κανένα μάγον δεν επιτρέπεται να φανή εις το φως, αλλ' όλοι μένουσι δι' όλης της ημέρας κεκλεισμένοι εις τους οίκους των.
80. Αφού δε κατέπαυσεν ο θόρυβος και ήλθεν η έκτη ημέρα, οι επαναστατήσαντες εναντίον των μάγων συνεσκέφθησαν περί των δημοσίων πραγμάτων και είπον λόγους οίτινες εφάνησαν απίστευτοι είς τινας Έλληνας, μολονότι ελέχθησαν πράγματι. Ο μεν Οτάνης προέτεινε να αναθέσωσι την κυβέρνησιν εις την κοινότητα των Περσών. «Η γνώμη μου, είπεν, είναι να μη γίνη πλέον είς μόνος εξ ημών βασιλεύς• ούτε ευάρεστον ούτε καλόν είναι το τοιούτο, διότι ηξεύρετε μέχρι ποίου βαθμού σας ύβρισεν ο Καμβύσης και πόσα επάθετε εκ της αυθαδείας του μάγου. Και τωόντι πώς η μοναρχία δύναται να ήναι διοίκησις καλώς ωργανισμένη όταν επιτρέπη εις ένα άνθρωπον να πράττη ό,τι θέλει χωρίς να δίδη λόγον εις κανένα; Και ο μάλλον ενάρετος άνθρωπος εάν περιβληθή με τοιαύτην εξουσίαν, ήθελε παρεκτραπή των συνήθων του ορθών φρονημάτων. Παρά τω ανθρώπων η υπερηφάνεια γεννάται εκ των αγαθών τα οποία έχει, ο δε φθόνος αρχήθεν συγγεννάται με τον άνθρωπον. Ταύτα τα δύο έχων, έχει πάσαν κακίαν και πράττει πλήθος εγκλημάτων, άλλα μεν εν τη υπερβολή της υπερηφανείας του, άλλα δε υπό φθόνου. Ο τύραννος εν τούτοις δεν έπρεπε να ήναι φθονερός αφού έχει εις την εξουσίαν του όλα τα αγαθά, αλλ' εκ φύσεως εμφορείται υπό όλως εναντίων αισθημάτων προς τους πολίτας. Φθονεί την ζωήν και την ύπαρξιν των καλών και αγαπά τους κακούς πολίτας• είναι πολύ ταχύς εις το να πιστεύη τας διαβολάς και ο μάλλον διεφθαρμένος. Εάν τον θαυμάζης μετρίως, δυσαρεστείται λέγων ότι δεν τον τιμάς πολύ• εάν δε τον τιμάς πολύ, δυσαρεστείται υποπτεύων ότι τον κολακεύεις. Το χειρότερον όμως, το οποίον και θα σας είπω, είναι ότι μεταβάλλει νόμους πατροπαραδότους, βιάζει γυναίκας, φονεύει ανθρώπους χωρίς να τους δικάζη. Όταν άρχη ο λαός, πρώτον μεν η αρχή αυτού φέρει το κάλλιστον των ονομάτων, καλείται ισονομία• δεύτερον δεν πράττονται εκείνα τα εγκλήματα τα οποία ανέφερα ότι πράττει ο μονάρχης• διότι τα μεν αξιώματα δίδονται διά ψήφου εις υπευθύνους άρχοντας, τα δε βουλεύματα ανακοινούνται εις το κοινόν. Προτείνω λοιπόν να καταλύσωμεν την μοναρχίαν και να δώσωχεν δύναμιν εις τον λαόν, διότι εις τους πολλούς περιλαμβάνονται όλοι.» Ο μεν Οτάνης ταύτην την γνώμην έδωκεν.
81. Ο δε Μεγάβυζος συνεβούλευσε να εγκαταστήσωσιν ολιγαρχίαν λέγων τα εξής• «Όσα μεν είπεν ο Οτάνης διά να καταλύσωμεν την τυραννίαν, θεωρήσατε ως να τα είπον εγώ, όσα όμως είπε συμβουλεύων να μεταφέρωμεν την εξουσίαν εις τον λαόν, κατά ταύτα έσφαλε της ορθής γνώμης, διότι ουδέν ανοητότερον και αυθαδέστερον του ασημάντου όχλου, και ουδέν μάλλον ανυπόφορον ή να υποκύψωσιν εις την αυθάδειαν ακρατήτου πλήθους άνδρες θέλοντες να αποφύγωσι την αυθάδειαν μονάρχου. Ο τύραννος, εάν πράξη τι, ηξεύρει τι πράττει, ο λαός όμως δεν δύναται να το ηξεύρη. Και πώς είναι δυνατόν να το ηξεύρη, αφού μήτε εδιδάχθη μήτε έμαθε ποτε τι εστι καλόν και αρμόζον; Ορμά ασυλλογίστως επί των δημοσίων υποθέσεων και τας ωθεί, όμοιος με χείμαρρον χειμερινόν. Δημοκρατίαν λοιπόν ας μεταχειρισθώσιν όσοι βουλεύονται κακά διά τους Πέρσας• ημείς δε εκλέξαντες συνέλευσιν εκ των αρίστων ανδρών, ας αναθέσωμεν εις αυτούς την κυριαρχίαν, καθότι εις αυτούς θα περιεχώμεθα και ημείς. Είναι δε επόμενον ότι των αρίστων τούτων ανδρών και τα βουλεύματα θα ώσιν άριστα.» Τοιαύτη ήτο η γνώμη του Μεγαβύζου.
82. Τρίτος ο Δαρείος εγνωμοδότησε λέγων «Κατ' εμέ, ο Μεγάβυζος ωμίλησεν ορθώς μεν περί του πλήθους, ουχί όμως και περί της ολιγαρχίας• καθότι εκ των τριών τούτων ειδών των υποτιθεμένων ως αρίστων, ήτοι αρίστης δημοκρατίας, ή ολιγαρχίας, ή μοναρχίας, λέγω ότι η τελευταία αύτη υπερτερεί τας άλλας δύο κατά πολύ. Ουδέν καλλίτερον ή η εξουσία ήτις είναι εις χείρας ενός ανδρός, του αρίστου, διότι η φρόνησις αυτού ήθελε τον οδηγή να κυβερνά το πλήθος αμέμπτως και προ πάντων να φυλάττη μυστικάς τας εναντίον των εξωτερικών εχθρών αποφάσεις. Εν δε τη ολιγαρχία, όταν πολλοί ασκώσι την αρετήν προς το κοινόν συμφέρον, γεννώνται μίση ιδιαίτερα, συνήθως βίαια• έκαστος θέλει να εκφέρη την γνώμην του και να βλέπη αυτήν υπερισχύουσαν• εκ τούτου προκύπτουσιν εμφύλιαι διχόνοιαι, και εκ των διχονοιών γεννώνται αιματοχυσίαι. Εκ των αιματοχυσιών δε καταντώσιν εις την μοναρχίαν, όπερ αποδεικνύει ότι η μοναρχία είναι η αρίστη διοίκησις. Εάν πάλιν άρχη ο δήμος, είναι αδύνατον να μη εισχωρήση η διαφθορά• εισαγομένης δε της διαφθοράς εις τα κοινά, μίση μεν δεν γεννώνται μεταξύ των κακών, αλλά φιλίαι σταθεραί• διότι οι βλάπτοντες τα κοινά, πράττουσι τούτο εκ συμφώνου. Παρατείνεται δε η κατάστασις αύτη μέχρις ου ευρεθή τις να αναλάβη την υπεράσπισιν του λαού και χαλιναγωγήση τους τοιούτους• τότε ο λαός θαυμάζει τον άνθρωπον τούτον, όστις θαυμαζόμενος δεν βραδύνει να γίνη βασιλεύς. Ώστε φαίνεται και εκ τούτου ότι η μοναρχία είναι η καλλιτέρα διοίκησις. Συλλήβδην δε ειπείν, πόθεν επήγασεν η ελευθερία ημών και τις μας έδωκεν αυτήν; Ο δήμος, η ολιγαρχία, ή η μοναρχία; Η γνώμη μου λοιπόν είναι ότι, αφού είς μόνος άνθρωπος κατέστησεν ημάς ελευθέρους, το καθήκον ημών είναι να διατηρήσωμεν την τοιαύτην διοίκησιν. Μη καταργούμεν πατρίους νόμους καλώς έχοντας, διότι τούτο δεν συμφέρει.»
83. Τοιαύται υπήρξαν αι τρείς γνώμαι, και οι τέσσαρες άλλοι συνωμόται συνετάχθησαν με την τελευταίαν. Ο δε Οτάνης όστις ήθελε να εγκαταστήση την ισονομίαν παρά τοις Πέρσαις, ιδών ότι η γνώμη αυτού ηττήθη, είπεν εν τω μέσω αυτών• «Ω άνδρες συστασιώται, είναι φανερόν ότι είς εξ ημών πρέπει να γίνη βασιλεύς, είτε διά κλήρου επιτυχών τούτο, είτε δι' εκλογής του πλήθους των Περσών, εάν αναθέσωμεν εις αυτόν την φροντίδα ταύτην, είτε δι' άλλου τινός τρόπου. Εγώ όμως δεν θα συναγωνισθώ μεθ' υμών, διότι ούτε να άρχω θέλω, ούτε να άρχωμαι. Παραιτούμαι λοιπόν της αρχής επί τω όρω να μη εξουσιασθώ ποτέ παρ' ουδενός, ούτε εγώ, ούτε οι απόγονοι εμού.» Αφού είπε ταύτα ο Οτάνης, επειδή οι άλλοι έξ εδέχθησαν την πρότασίν του, δεν ανεμίχθη πλέον εις τίποτε, αλλ' απεχώρησε. Και μέχρι σήμερον αυτή η οικία μόνη εκ των Περσών είναι ελευθέρα υπακούουσα μόνον εις όσα θέλει, μη παραβαίνουσα όμως τους νόμους του τόπου.
84. Οι έξ οίτινες έμειναν εσκέφθησαν με ποίον δικαιότατον τρόπον να ονομάσωσι βασιλέα• εκ προοιμίων δε έκρινον εύλογον να αποφασίσωσιν, εάν καταλάβη την βασιλείαν είς των επτά, να δίδη κατ' έτος εις τον Οτάνην και εις τους απογόνους του μίαν εσθήτα μηδικήν, ως τιμήν όλω ιδιαιτέραν, και συγχρόνως όλα τα αλλά δώρα όσα παρά τοις Πέρσαις θεωρούνται τιμιώτατα. Ενέκρινον δε να δίδωνται ιδιαιτέρως τα δώρα ταύτα εις τον Οτάνην, διότι πρώτος ούτος διενοήθη την επιχείρησιν και διότι τους προσεκάλεσε να λάβωσι μέρος εις αυτήν. Μόνος λοιπόν ο Οτάνης ηξιώθη των τιμών τούτων, και μεταξύ των συνεφώνησαν να έχη έκαστος το δικαίωμα να εισέρχεται εις το ανάκτορον όταν θέλη χωρίς να τον αναγγείλωσιν, εκτός εάν ο βασιλεύς τύχη να καθεύδη μετά γυναικός. Συνεφώνησαν επίσης να μη επιτρέπεται εις τον βασιλέα να λαμβάνη γυναίκα από άλλην οικογένειαν ειμή από τας των συνωμοτών. Όσον δ' αφορά την βασιλείαν απεφάσισαν τα εξής• εκείνος του οποίου ο ίππος, κατά την ανατολήν του ηλίου και καθ' ην στιγμήν αυτοί αναβάσαντες τους ίππους των εξέλθωσιν εις το προάστειον, ήθελε χρεμετίσει πρώτος, εκείνος να λάβη την βασιλείαν.
85. Είχε δε ο Δαρείος ένα ιπποκόμον, άνθρωπον πολύ νοήμονα, του οποίου το όνομα ήτο Οιβάρης• εις αυτόν τον άνθρωπον, αφού εχωρίσθησαν οι επτά• είπεν ο Δαρείος τα εξής• «Οίβαρες, ημείς απεφασίσαμεν να πράξωμεν περί της βασιλείας το εξής• εκείνος του οποίου ο ίππος ήθελε χρεμετίσει πρώτος, καθ' ην στιγμήν ανατείλη ο ήλιος και ημείς αναβώμεν τους ίππους μας, εκείνος να λάβη την βασιλείαν. Τώρα λοιπόν, εάν ηξεύρης καμμίαν τέχνην, προσπάθησον να λάβωμεν αυτό το γέρας και να μη μας νικήσει άλλος.» Προς ταύτα ο Οιβάρης απεκρίθη• «Δέσποτα, εάν τούτο μόνον απαιτείται διά να γίνης ή να μη γίνης βασιλεύς, μη φοβείσαι και έχε θάρρος, διότι κανείς άλλος πλην σου δεν θα γίνη βασιλεύς• τόσον βέβαια είναι τα ιατρικά τα οποία έχω.» Ο δε Δαρείος επανέλαβεν• «Εάν γνωρίζης τωόντι σόφισμά τι, ήλθεν η ώρα να το μεταχειρισθής άνευ αναβολής, διότι ο αγών θα γίνη αύριον.» Ακούσας ταύτα ο Οιβάρης, έπραξε τα ακόλουθα. Άμα ενύκτωσεν, έφερε και έδεσεν εις τα προάστειον μίαν φοράδα την οποίαν ο ίππος του Δαρείου ηγάπα πολύ• έπειτα έφερε και τον ίππον εκείνον, και αφού πρώτον τον περιήγαγε πολλάκις περί την φοράδα, πλησιάζων αυτόν μέχρι προστριβής, τον αφήκε τέλος να την οχεύση.
86. Εις τας πρώτας φαύσεις της ημέρας, οι έξ, όπως είχον συμφωνήσει, ευρέθησαν έφιπποι εις το μέρος της συνεντεύξεως• ενώ δε διεξελαύνοντες κατά το προάστειον έφθασαν εις το μέρος όπου κατά την παρελθούσαν νύκτα ήτο δεδεμένη η θήλεια ίππος, ενταύθα ο ίππος του Δαρείου προσδραμών εχρεμέτισε. Συγχρόνως δε ενώ έκαμνεν ο ίππος τούτο, αστραπή έσχισε τον αίθριον ουρανόν και ηκούσθη βροντή. Όλαι αύται αι περιστάσεις, ωσεί συνδυασθείσαι υπό συνθέτου τινός, επεκύρωσαν την βασιλείαν εις τον Δαρείον• οι δε άλλοι συνωμόται πηδήσαντες από τους ίππους, προσεκύνησαν αυτόν ως βασιλέα.
87. Άλλοι μεν λέγουσιν ότι ταύτα εμηχανεύθη ο Οιβάρης, άλλοι δε (διότι οι Πέρσαι λέγουσιν ότι κατ' αμφοτέρους τους τρόπους συνέβησαν) ότι επιψαύσας διά τις χειρός τα μόρια της ίππου ταύτης, εκράτει την χείρα κεκρυμμένην υπό την αναξυρίδα του• ότε δε ανέτειλεν ο ήλιος και έμελλον να κινήσωσιν έφιπποι, ο Οιβάρης εξέβαλε την χείρα και την έφερεν εις τους μυκτήρας του ίππου του Δαρείου• οσφρανθείς δε αυτήν ο ίππος άρχισε να φρυάττη και να χρεμετίζη.
88. Ανεδείχθη λοιπόν βασιλεύς ο Δαρείος του Υστάσπους (47), και πλην των Αραβίων, όλοι οι λαοί της Ασίας ήσαν υπήκοοί του, καθότι τους είχεν υποτάξει ο Κύρος και έπειτα ο Καμβύσης. Οι Αράβιοι όμως ουδέποτε εδουλώθησαν υπό των Περσών, αλλ' έμεναν σύμμαχοί των και εβοήθησαν τον Καμβύσην όταν εισέβαλεν εις την Αίγυπτον, διότι ποτέ οι Πέρσαι δεν θα εισήρχοντο εις της χώραν ταύτην εάν δεν ήθελον οι Αράβιοι. Τας πρώτας επιγαμίας έκαμεν ο Δαρείος με τους Πέρσας, λαβών γυναίκας δύο θυγατέρας του Κύρου, την Άτοσσαν και την Αρτυστώνην, εκ των οποίων η μεν Άτοσσα υπήρξε γυνή πρώτον μεν του αδελφού της Καμβύσου έπειτα δε του μάγου, η δε Αρτυστώνη ήτο παρθένος. Έλαβε προσέτι γυναίκα την θυγατέρα του Σμέρδιος, υιού του Κύρου, ης το όνομα ήτο Πάρμυς έλαβε δε και την θυγατέρα του Οτάνου, εκείνην ήτις εφανέρωσε τον μάγον. Ήτο δε καθ' όλα δυνατός ο Δαρείος. Μετά ταύτα πρώτον μεν ήγειρε μνημείον λίθινον, το οποίον παρίστα άνθρωπον έφιππον, και εχάραξεν επ' αυτού χαρακτήρας λέγοτας τα εξής «Δαρείος, ο υιός του Υστάσπους, διά της αρετής του ίππου του (και ανέφερε το όνομα αυτού) και του ιπποκόμου του Οιβάρους, εκτήσατο την βασιλείαν των Περσών.»
89. Έπειτα δε κατέστησεν εις την Περσίαν είκοσι ηγεμονίας, τις οποίας οι Πέρσαι καλούσι σατραπείας. Καταστήσας δε τας ηγεμονίας και διορίσας τους άρχοντας, εκανόνισε τους φόρους τους οποίους ώφειλον να πέμπωσι τα έθνη• ήνονε δε εις τα έθνη τους πλησιοχώρους• ενίοτε όμως αφίνων τα πλησίον ήνονεν έθνη μεμακρυσμένα απ' αλλήλων. Διενεμήθησαν δε αι ηγεμονίαι και οι ετήσιοι φόροι ως εξής. Όσοι μεν επλήρωνον εις αργύριον, τους διέταξε να πληρώνωσι κατά το βάρος του Βαβυλωνίου ταλάντου, όσοι δε εις χρυσίον, κατά το βάρος του Ευβοϊκού. Ισοδυναμεί δε το Βαβυλώνιον τάλαντον με εβδομήκοντα Ευβοϊκάς μνας. Επί της βασιλείας του Κύρου και της του Καμβύσου, δεν υπήρχε τίποτε ωρισμένον ως προς τους φόρους, αλλ' ο λαός προσέφερε δώρα. Ένεκα δε της επιτάξεως ταύτης του φόρου και διαφόρων άλλων αναλόγων μέτρων, οι Πέρσαι λέγουσιν ότι ο Δαρείος ήτο έμπορος, ο Καμβύσης δεσπότης και ο Κύρος πατήρ• ο πρώτος διότι εκαπήλευεν όλα τα πράγματα, ο δεύτερος διότι ήτο αυστηρός και υπεροπτικός, ο τρίτος διότι ήτο ήπιος και εσκέπτετο πάντοτε πώς να τους ωφελήση.
90. Από μεν τους Ίωνας, τους εν τη Ασία Μάγνητας, τους Αιολείς, τους Κάρας, του Λυκίους, τους Μιλυείς και τους Παμφίλους (διότι όλοι αυτοί ομού έδιδον ένα φόρον) εισέπραττεν ο Δαρείος τετρακόσια αργυρά τάλαντα. Αυτοί συνεκρότουν τον πρώτον νομόν. Οι δε Μυσοί, οι Λυδοί, οι Λασόνιοι, οι Καβάλιοι και οι Υγεννείς, δεύτερος νομός, επλήρωνον πεντακόσια τάλαντα. Οι δε τις δεξιάς όχθης Ελλησπόντιοι, οι Φρύγες, οι εν τη Ασία Θράκες, οι Παφλαγόνες, οι Μαριανδυνοί και οι Σύριοι, τρίτος νομός, επλήρωνον τριακόσια εξήκοντα τάλαντα. Οι δε Κίλικες, τέταρτος νομός, παρείχον τριακόσιους εξήκοντα ίππους λευκούς, ένα καθ' ημέραν, και πεντακόσια τάλαντα αργυρίου, εκ των οποίων τα μεν εκατόν τεσσαράκοντα κατηναλίσκοντο εις την συντήρησιν του ιππικού όπερ εφύλαττε την χώραν της Κιλικίας, τα δε άλλα τριακόσια εξήκοντα ήρχοντο εις τον Δαρείον.
91. Από την πόλιν Ποσείδειον, την οποίαν ίδρυσεν επί των ορέων της Κιλικίας και τις Συρίας ο υιός του Αμφιαράου Αμφίλοχος, μέχρι της Αιγύπτου, πλην των Αραβίων (διότι αυτοί ήσαν απαλλαγμένοι φόρου) ο φόρος ανέβαινεν εις τριακόσια πεντήκοντα τάλαντα• ο νομός ούτος, όστις είναι πέμπτος, περιλαμβάνει όλην την Φοινίκην, την Συρίαν την καλουμένην Παλαιστίνην, και την Κύπρον. Η Αίγυπτος, οι συνορεύοντες με αυτήν Λίβυες, η Κυρήνη και η Βάρκη (διότι εις τον έκτον νομόν τον της Αιγύπτου συμπεριελαμβάνοντο και αι πόλεις αύται), έπεμπον επτακόσια τάλαντα πλην του αργυρίου το οποίον έδιδεν η Μοίριος λίμνη εκ των ιχθύων. Ανεξαρτήτως του αργυρίου τούτου και του χορηγουμένου σίτου, ο νομός ούτος επλήρωνον επτακόσια τάλαντα• η προμήθεια δε εκείνη του σίτου συνίστατο εις εκατόν είκοσι χιλιάδας μέτρα διά τους Πέρσας και τους επικούρους οίτινες εφύλαττον την Λευκήν ακρόπολιν της Μέμφιδος. Οι δε Σατταγύδαι, οι Γανδάριοι, ο Δαδίκαι και οι Απαρίται, έβδομος νομός, ηνωμένοι όλοι, επλήρωνον εκατόν εβδομήκοντα τάλαντα• τα δε Σούσα και η άλλη χώρα των Κισσίων, όγδοος νομός, επλήρωνον τριακόσια.
92. Η Βαβυλών και όλη η Ασσυρία, έννατος νομός, έπεμπον χίλια τάλαντα αργυρίου και πεντακοσίους ευνούχους παίδας. Τα Εκβάτανα και όλη η Μηδία, οι Παρικάνιοι και οι Ορθοκορυβάντιοι, δέκατος νομός, τετρακόσια πεντήκοντα τάλαντα. Οι Κάσπιοι (48), οι Παυσοί, οι Παντίμαθοι και οι Δαρείται, ενδέκατος νομός, διακόσια τάλαντα. Οι δε Βακτριανοί μέχρι των Αιγλών, δωδέκατος νομός, ετέλουν φόρον τριακοσίων ταλάντων.
93. Οι Πάκτυες, οι Αρμένιοι και τα πλησίον μέρη μέχρι του Ευξείνου πόντου, νομός δέκατος τρίτος, επλήρωνον τετρακόσια τάλαντα. Οι Σαγάρτιοι, οι Σαράγγαι, οι Θαμαναίοι, οι Ούτιοι, οι Μύκοι και οι κατοικούντες τας νήσους της Ερυθράς θαλάσσης, όπου ο βασιλεύς πέμπει τους εξοριζομένους, νομός δέκατος τέταρτος, όλοι ούτοι επλήρωνον εξακόσια τάλαντα. Οι Σάκαι και οι Κάσπιοι (49), δέκατος πέμπτος νομός, διακόσια πεντήκοντα τάλαντα. Οι Πάρθοι, οι Χοράσμιοι, οι Σόγδιοι και οι Άριοι νομός δέκατος έκτος, τριακόσια τάλαντα.
94. Οι Παρικάνιοι και οι εκ της Ασίας Αιθίοπες, δέκατος έβδομος νομός, έπεμπον τετρακόσια τάλαντα. Οι Ματιανοί, οι Σάσπειρες και οι Αλαρόδιοι, νομός δέκατος όγδοος, ετάχθησαν να πληρώνωσι διακόσια τάλαντα. Οι Μόσχοι, οι Τιβαρηνοί, οι Μάκρωνες, οι Μοσύνοικοι και οι Μάρε, δέκατος έννατος νομός, τριακόσια τάλαντα. Οι Ινδοί, νομός εικοστός, οίτινες είναι το πολυανθρωπότερον έθνος από όσα γνωρίζομεν ετάχθησαν να δίδωσι φόρον περισσότερον από όλους τους άλλους• έφερον τριακοσίων εξήκοντα ταλάντων ψήγματα χρυσού.
95. Ο Βαβυλώνιος άργυρος μετατρεπόμενος εις Ευβοϊκά τάλαντα φέρει εννέα χιλιάδας πεντακόσια τεσσαράκοντα τάλαντα αργύρου• εκτιμωμένου δε του χρυσού τρισκεδεκάκις πλειότερον του αργύρου, τα ψήγματα μας δίδουσι τετρακισχίλια και εξακόσια ογδοήκοντα τάλαντα Ευβοϊκά. Προσθέτοντες τας δύο ταύτας ποσότητας ευρίσκομεν ότι το όλον του εις τον Δαρείον ετησίως πληρωνομένου φόρου, εις ευβοϊκόν μέτρον, ήτο δεκατέσσαρες χιλιάδες και πεντακόσια εξήκοντα τάλαντα, χωρίς να υπολογίσωμεν άλλας μικροτέρας ποσότητας τας οποίας παραλείπω.
96. Ούτος ήτο ο φόρος ο πληρωνόμενος εις τον Δαρείον υπό της Ασίας και μικρού μέρους της Λιβύας• βραδύτερον όμως άλλοι φόροι ήρχοντο εκ των νήσων και των λαών των κατοικούντων την Ευρώπην προς βορράν της Θεσσαλίας. Τούτους δε τους φόρους θησαυρίζει ο βασιλεύς κατά τον ακόλουθον τρόπον• τήκων τα μέταλλα, τα χύνει εις πηλίνους πίθους, αφού δε πληρωθή το αγγείον, θραύει το περικάλυμμα, και όταν λάβη ανάγκην χρημάτων κόπτει τόσον νόμισμα όσον χρειάζεται εκάστοτε.
97. Αύται λοιπόν ήσαν αι ηγεμονίαι και αι επιτάξεις των φόρων• μόνον διά την Περσικήν χώραν δεν ανέφερα ότι επλήρωνε φόρον, καθότι οι Πέρσαι νέμονται χώραν αφορολόγητον. Επίσης απηλλαγμένοι φόρου είναι οι συνορεύοντες με την Αίγυπτον Αιθίοπες τους οποίους ο Καμβύσης, εκστρατεύσας κατά των μακροβίων Αιθιόπων, είχεν υποτάξει• δίδουσιν όμως δώρα. Οι λαοί ούτοι κατοικούσι περί την ιεράν Νύσαν και τελούσι τας εορτάς του Διονύσου• σπείρουσι δε, ως και οι γείτονές των, τους αυτούς καρπούς ους σπείρουσιν οι Καλατίαι Ινδοί, και έχουσι κατοικίας υπογείους. Αυτά τα δύο έθνη ομού φέρουσι κατά παν τρίτον έτος το αυτό δώρον• δίδουσιν ακόμη και εις τας ημέρας μου δύο φοίνικας χρυσού καθαρού, διακοσίους κορμούς εβένου, πέντε παίδας Αιθίοπας και είκοσι μεγάλους οδόντας ελέφαντος. Οι δε Κόλχοι διετάχθησαν να δίδωσι δώρα, καθώς και οι μέχρι του Καυκάσου όρους γείτονές των, διότι μέχρι του όρους τούτου εξουσιάζουσιν οι Πέρσαι, προς βορράν όμως του Καυκάσου κανείς δεν φροντίζει δι' αυτούς. Ακόμη και επί των ημερών μου οι υποτελείς ούτοι έφερον κατά παν πέμπτον έτος εκατόν παίδας και εκατόν παρθένους. Οι δε Αράβιοι έπεμπον κατ' έτος χίλια τάλαντα λιβανωτού. Ταύτα ήσαν τα δώρα τα οποία ελάμβανεν ο βασιλεύς, πλην του φόρου.
98. Προμηθεύονται δε οι Ινδοί τον πολύν τούτον χρυσόν, εξ ου πέμπουσιν εις τον βασιλέα τα ειρημένα ψήγματα, κατά τον ακόλουθον τρόπον. Προς ανατολάς της Ινδικής χώρας υπάρχει αμμώδης έρημος• διότι από όλους τους λαούς της Ασίας τους οποίους εμείς γνωρίζομεν και περί των οποίων δυνάμεθα να είπωμέν τι ακριβές, οι Ινδοί είναι οι πρώτοι προς ανατολάς του ηλίου κατοικούντες, τα δε ανατολικώτερα μέρη των Ινδών είναι έρημα ένεκα της άμμου. Πολλά έθνη υπάρχουσιν εν αυτή τη χώρα, δεν ομιλούσι δε όλα την αυτήν γλώσσαν• άλλα μεν είναι νομαδικά, άλλα δε όχι• τινά κατοικούσι τα έλη του ποταμού και τρέφονται δι' ιχθύων ωμών τους οποίους αλιεύουσι με πλοιάρια καλάμινα, εκάστου πλοιαρίου κατασκευαζομένου εξ ενός γόνατος καλάμου. Αυτοί δε οι Ινδοί φορούσιν εσθήτα εκ φλοιού τον οποίον αφαιρούσιν από τους καλάμους, όταν τους κόψωσιν εις τον ποταμόν και τους κοπανίσωσι• πλέκουσι δε τον φλοιόν τούτον ως την ψάθαν και τον φορούσιν εν είδει θώρακος.
99. Άλλοι Ινδοί, προς ανατολάς τούτων οικούντες, είναι νομάδες και τρώγουσι κρέατα ωμά, καλούνται δε Παδαίοι. Ούτοι έχουσιν, ως λέγεται, τας ακολούθους συνηθείας• όταν πολίτης τις ασθενήση, εάν μεν ήναι ανήρ, οι πλησιέστατοι φίλοι του τον φονεύουσι, λέγοντες ότι εάν τον άφινον να τακή υπό της νόσου θα διεφθείροντο αι σάρκες του• και αν ακόμη θελήση να αρνηθή ότι είναι ασθενής, οι φίλοι του δεν τον πιστεύουσιν, αλλά τον φονεύουσι, και ευωχούνται• εάν δε ασθενήση γυνή, ομοίως αι γυναίκες όσαι την συναναστρέφονται πράττουσι τα αυτά ως οι άνδρες. Επίσης θυσιάζουσι και τρώγουσιν εν συμποσίω εκείνον όστις φθάση εις γήρας. Ολίγιστοι όμως αυτών γηράσκουσι, διότι πριν τούτου φονεύονται όσοι ήθελον ασθενήσει.
100. Άλλοι πάλιν Ινδοί ζώσι κατ' άλλον τρόπον ούτε φονεύουσιν έμψυχον ον, ούτε σπείρουσί τι, ούτε έχουσι την συνήθειαν να κτίζωσιν οικίας, αλλά τρώγουσι φυτά τινα, και έχουσι καρπόν τινα εντός κάλυκος, έχοντα μέγεθος κέγχρου, τον οποίον η γη παράγει αυτομάτως• τούτον τον καρπόν συλλέγουσι, τον βράζουσι μετά του κάλυκος και τον τρώγουσιν. Όστις δε ασθενήση, έρχεται και πίπτει εις την έρημον• κανείς δε δεν φροντίζει περί αυτού μήτε εάν απέθανε μήτε εάν πάσχη.
101. Όλοι αυτοί οι Ινδοί τους οποίους ανέφερα συνουσιάζονται αναφανδόν ως τα κτήνη, το δε χρώμα των ομοιάζει με το των Αιθιόπων. Το δε σπέρμα το οποίον εκβάλλουσι με τας γυναίκας δεν είναι λευκόν ως το των άλλων ανθρώπων, αλλά μέλαν ως το δέρμα των• τοιούτον ωσαύτως είναι και το σπέρμα των Αιθιόπων. Οι Ινδοί ούτοι κατοικούσι μακράν των Περσών προς νότον άνεμον και ουδαμώς υπετάγησαν εις τον βασιλέα Δαρείον.
102. Άλλοι δε εκ των Ινδών συνορεύουσι με την πόλιν Κασπάτυρο και την Πακτυικήν χώραν, κατοικούντες προς άρκτον των άλλων Ινδών και έχοντες σχεδόν την αυτήν δίαιταν με τους Βακτρίους. Αυτοί και πολεμικώτεροι είναι των άλλων Ινδών, και προς ζήτησιν χρυσού αυτοί απέρχονται, διότι πλησίον των υπάρχει το έδαφος το οποίον είναι έρημον ένεκα της άμμου. Εις την έρημον και εις την άμμον ζώσι μύρμηκες των οποίων το μέγεθος είναι έλασσον μεν των κυνών, μείζον δε των αλωπεκών Ο βασιλεύς των Περσών έχει τινάς των μυρμήκων τούτων, ενταύθα θηρευθέντας. Οι μύρμηκες ούτοι λοιπόν, κατασκευάζοντες τας κατοικίας των υπό την γην, σωρεύουσι την άμμον, απαραλλάκτως ως κάμνουσιν οι μύρμηκες εις την Ελλάδα, με τους οποίους άλλως τε ομοιάζουσι πολύ. Αλλ' η άμμος η εκείθεν εξερχομένη είναι χρυσίτις, προς ζήτησιν δε της άμμου ταύτης μεταβαίνουσα εις την έρημον οι Ινδοί, ζευγνύων ο καθείς τρεις καμήλους, εκατέρωθεν μεν ανά μίαν άρρενα φέρουσαν άλυσον διά να σύρη, εν τω μέσω δε μίαν θήλειαν επί της οποίας αναβαίνει αυτός, την οποίαν εξέλεξεν επιμελώς μεταξύ εκείνων αίτινες προ ολίγου εγέννησαν και την οποίαν ζευγνύει αφού την αποχωρίση από τα τέκνα της• διότι αι κάμηλοι δεν είναι κατώτεραι των ίππων κατά την ταχύτητα και είναι δυνατώτεραι να φέρωσι πολύ βάρος.
103. Ποίον σχήμα έχει η κάμηλος δεν το περιγράφω, διότι είναι γνωστόν εις τους Έλληνας• θα αναφέρω δε μόνον εκείνην την ιδιότητα αυτής την οποίαν δεν γνωρίζουσιν. Η κάμηλος εις τα οπίσθια σκέλη έχει τέσσαρας μηρούς και τέσσαρα γόνατα, τα δε αιδοία διά των οπισθίων σκελών προς την ουράν τετραμμένα.
104. Μεταχειρίζονται λοιπόν οι Ινδοί αυτόν τον τρόπον και αυτήν την ζεύξιν όταν απέρχωνται προς αναζήτησιν χρυσού, καιροφυλακτούντες να αρπάσωσιν αυτόν εν ώρα θερμοτάτων καυμάτων, διότι τότε οι μύρμηκες κρύπτονται υπό την γην. Εις τας χώρας ταύτας ο ήλιος είναι καυστικώτατος μετά την ανατολήν, και όχι ως αλλαχού κατά την μεσημβρίαν• η θερμοτάτη δύναμίς του διαρκεί μέχρι της στιγμής καθ' ην παρ' ημίν διαλύεται η αγορά. Καθ' όλον τούτο το διάστημα καίει πολύ περισσότερον παρ' όσον καίει εις την Ελλάδα εν μέση ημέρα, τόσον ώστε λέγουσιν ότι οι άνθρωποι αναγκάζονται να δροσίζωνται με ύδωρ. Μεσούσα η ημέρα καίει τους Ινδούς σχεδόν όσον και τους άλλους• Όταν δε αρχίση να κλίνη, γίνεται ο ήλιος εις αυτούς όπως είναι εις τους άλλους ανθρώπους κατά την πρωίαν• και όσον προχωρεί, τόσον ψυχρούται, μέχρι της στιγμής καθ' ην πλησιάζων να δύση γίνεται ψυχρότατος.
105. Φθάνοντες εις τον τόπον οι Ινδοί με σάκκους πληρούσιν αυτούς άμμου και επιστρέφουσιν οπίσω όσον τάχιστα, διότι, ως λέγουσιν οι Πέρσαι, ευρίσκουσιν οι μύρμηκες τα ίχνη των εκ της οσμής και τους διώκουσι. Τόσον δε ταχύτατα είναι τα ζώα ταύτα, ώστε εάν οι Ινδοί δεν επρόφθανον να μακρύνωνται πολύ όταν συνάζωνται οι μύρμηκες, κανείς εξ αυτών δεν θα εσώζετο. Και οι μεν άρρενες των καμήλων, κατώτεροι εις το τρέξιμον από τας θηλείας και ταχύτερον κουραζόμενοι, δεν θα εβάδιζον με ίσον βήμα• αλλ' αι θήλειαι, ενθυμούμεναι τα τέκνα τα οποία αφήκαν, δεν βραδύνουσι την πορείαν των ουδ' επί μίαν στιγμήν. Τοιουτοτρόπως λοιπόν οι Ινδοί προμηθεύονται τον πλειότερον χρυσόν, ως λέγουσιν οι Πέρσαι• υπάρχει δε και άλλος χρυσός τον οποίον ευρίσκουσιν εις την χώραν σκάπτοντες.
106. Αι εσχατιαί της οικουμένης έχουσι την ιδιότητα να παράγωσι τα κάλλιστα πράγματα, καθώς η Ελλάς έλαχε να έχη το μάλλον ευκραές κλίμα. Τωόντι η Ινδική είναι προς ανατολάς ο τελευταίος κατοικούμενος τόπος, ως είπον ανωτέρω, τα δε τετράποδα αυτής και τα πτηνά είναι πολύ μεγαλείτερα ή εις τα άλλα μέρη, πλην των ίππων οίτινες είναι μικρότεροι των Μηδικών ίππων των καλουμένων Νισαίων. Προς τούτοις έχει χρυσόν άφθονον, είτε ορυσσόμενον, είτε καταβιβαζόμενον υπό ποταμών, είτε αρπαζόμενον ως περιέγραψα. Τα δε άγρια δένδρα εκεί παράγουσιν ως καρπόν μαλλίον ωραιότερον και καλλιτέρας ποιότητος της των προβάτων• εκ του καρπού των δένδρων τούτων κατασκευάζουσιν οι Ινδοί φορέματα.
107. Προς μεσημβρίαν δε η Αραβία είναι το έσχατον κατοικούμενον μέρος, εις αυτήν δε μόνην παράγεται λιβανωτός, σμύρνα, κασία, κιννάμωμον και λήδανον• όλα ταύτα όμως, πλην της σμύρνης, δυσκόλως προμηθεύονται οι Άραβες. Και τον μεν λιβανωτόν συνάζουσιν εκ του καπνού της στύρακος την οποίαν κομίζουσιν εις αυτούς οι Έλληνες και οι Φοίνικες. Καίουσι την στύρακα και λαμβάνουσι το θυμίαμα, διότι τα λιβανωτοφόρα ταύτα δένδρα φυλάττουσι πτερωτοί όφεις μικροί και πολυποίκιλοι• φυλάττουσι δε πολλοί εις έκαστον δένδρον. Ούτοι είναι οι όφεις οι εισβάλλοντες εις την Αίγυπτον. με κανέν δε άλλο μέσον δεν αποδιώκονται από τα δένδρα ειμή με τον καπνόν της στύρακος.
108. Οι Άραβες λέγουσιν ότι όλη η γη θα επληρούτο τοιούτων όφεων εάν δεν συνέβαινε και εις αυτούς εκείνο το οποίον ως ηξεύρομεν συμβαίνει εις τας εχίδνας. Ούτως η θεία πρόνοια, ως είναι επόμενον, ούσα σοφή, όσα μεν ζώα είναι δειλά και εδώδιμα, ταύτα πάντα εποίησε πολύγονα διά να μη εκλείψωσι τρωγόμενα, όσα δε είναι άγρια και βλαβερά, ταύτα εποίησεν ολιγόγονα. Ο μεν λαγωός, επειδή κυνηγείται από όλους, από τα θηρία, από τα όρνεα και από τους ανθρώπους, είναι ζώον γονιμώτατον και το μόνον το οκροποίον ενώ είναι έγκυον συλλαμβάνει πάλιν• έχει συγχρόνως εις την μήτραν του έν έμβρυον τριχωτόν, έν άτριχον, έν μόλις σχηματισθέν και άλλο συλλαμβάνει. Τοιούτος ήναι ο λαγωός. Η δε λέαινα, επειδή είναι ζώον ισχυρότατον και τολμηρότατον, έν μόνον τέκνον γεννά καθ' όλην της την ζωήν διότι όταν γεννά εξέρχεται μετά του τέκνου και η μήτρα το αίτιον δε τούτου είναι το εξής. Όταν ο σκύμνος αρχίζη να κινήται εντός της μήτρας, έχων όνυχας πολύ οξυτάτους από όλα τα άλλα θηρία, αμύσσει αυτήν, και όσον αυξάνουν αι δυνάμεις του, τόσον περισσότερον πληγόνει και σχίζει αυτόν και όταν έλθη ο καιρός του τοκετού ουδέν μέρος της μήτρας μένει υγιές.
109. Ομοίως και έχιδναι και οι πτερωτοί όφεις της Αραβίας, εάν επολλαπλασιάζοντο, όπως η φύσις των είναι θηριώδης, το ανθρώπινον γένος δεν θα ηδύνατο να ζήση• αλλ' όταν συνέρχωνται τα ζώα ταύτα κατά ζεύγη, ενώ το άρρεν καταγίνεται να εκπέμψη την γονήν τον, το θήλυ προσκολλάται εις τον λαιμόν του και δεν το αφίνει πριν το καταφάγη. Αποθνήσκει λοιπόν το άρρεν κατ' αυτόν τον τρόπον και το θήλυ τιμωρείται διά τον φόνον τούτον ως εξής. Τα τέκνα, προς εκδίκησιν του πατρός των, όντα έτι εις την κοιλίαν τρώγουσι την μήτραν, αφού δε φάγωσι και την γαστέρα εξέρχονται τοιουτοτρόπως. Οι άλλοι δε όφεις οι αβλαβείς εις τους ανθρώπους τίκτουσιν ωά και εκλεπίζουσι πολλά τέκνα. Και αι μεν έχιδναι ευρίσκονται πανταχού• οι δε πτερωτοί όφεις είναι όλοι συνηγμένοι εις την Αραβίαν και ουδαμού αλλαχού• τούτου δε ένεκα φαίνονται ότι είναι πολλοί.
110. Τον μεν λιβανωτόν τούτον ούτω κτώνται οι Αράβιοι, την δε κασίαν ως εξής. Αφού περιτυλίξωσι καλώς το σώμα των και το πρόσωπον, πλην των οφθαλμών με δέρματα βοών και άλλα, υπάγουν να συνάξωσι την κασίαν. Φύεται δε αύτη εις λίμνην όχι βαθείαν περί την οποίαν και εν τη οποία διατρίβουσι ζώα πτερωτά. Τα ζώα ταύτα ομοιάζουσι πολύ με τας νυχτερίδας, έχουσι κραυγήν απαισίαν και είναι πολύ δυνατά• προφυλάττοντες λοιπόν οι άνθρωποι τους οφθαλμούς των τοιουτοτρόπως, δρέπουσι την κασίαν.
111. Το δε κυννάμωμον συνάγουσι με τρόπον θαυμαστότερον των προρρηθέντων. Πώς γίνεται και ποία γη παράγει αυτό, δεν ηξεύρουσι να είπωσιν, εκτός μόνον εξ εικασίας λέγουσί τινες ότι παράγεται εις τα μέρη όπου ετράφη ο Διόνυσος• λέγουσι δε ότι μεγάλα όρνεα φέρουσι τα κάρφη, τα οποία ημείς μαθόντες από τους Φοίνικας καλούμεν κιννάμωμον• τα φέρουσι δε τα όρνεα ταύτα διά να κατασκευάσωσι τας φωλεάς των, αίτινες είναι εκ πηλού προσκεκολλημέναι εις όρη απόκρημνα όπου ουδεμία υπάρχει ανάβασης διά τον άνθρωπον. Εν τούτοις οι Αράβιοι μεταχειρίζονται το εξής μέσον διά να αναβώσι• κόπτοντες εις μέγιστα τεμάχια τα μέλη βοών, αποθνησκόντων όνων και άλλων υποζυγίων, τα φέρουσιν εις εκείνα τα μέρη, τα αποθέτουσι πλησίον των φωλεών και απομακρύνονται. Τα πτηνά καταβαίνουσι και αρπάζουσι τα μέλη ταύτα των υποζυγίων• επειδή όμως αι φωλεαί δεν δύνανται να βαστάσωσι τοσούτον βάρος, συντρίβονται και κρημνίζονται εις την γην• τότε προστρέχοντες οι άνθρωποι συνάζουσι το κιννάμωμον, το οποίον συλλεγόμενον υπ' αυτών, κομίζετε εις άλλας χώρας.
112. Το δε ήδανον, το οποίον οι Αράβιοι καλούσι λάδανον, τούτο είναι θαυμασιώτερον πάντων• διότι, παραγόμενον εις μέρος δυσωδέστατον, είναι ευωδέστατον• ευρίσκεται δε ως γλοιός εις τους πώγωνας των αιγών και των τράγων, όπου προσκολλάται όταν βόσκωσιν εις τους θάμνους. Είναι χρήσιμον εις την κατασκευήν πολλών μύρων, και αυτό προ πάντων μεταχειρίζονται οι Αράβιοι όταν θυμιώσιν.
113. Και ταύτα μεν αρκούσι περί των θυμιαμάτων, όλη δε η Αραβία επιχέει οσμήν θαυμασίαν και ηδυτάτην. Οι Αράβιοι έχουσι δύο είδη προβάτων θαυμασμού άξια, τα οποία ουδαμού αλλαχού ευρίσκονται. Το μεν έχει τας ουράς μακράς μόλις ολιγώτερον των τριών πήχεων, αι οποίαι εάν τας άφινον να σύρωνται, θα επληγώνοντο προστριβόμεναι εις την γην. Αλλ' όλοι οι ποιμένες, διά την αιτίαν ταύτην, ηξεύρουσιν ολίγον να ξυλουργώσι• κατασκευάζοντες λοιπόν αμαξίδια, τα δένουσιν υπό τας ουράς, και τοιουτοτρόπως έκαστον ζώον έχει την ουράν του επί ενός αμαξιδίου. Το άλλο είδος των προβάτων έχει τας ουράς πλατείας και μέχρι πήχεως το πλάτος.
114. Προς το μέρος δε όπου η μεσημβρινή ζώνη του ουρανού κλίνει προς τον δύοντα ήλιον, η Αιθιοπία είναι η τελευταία των κατοικουμένων χωρών. Αύτη και χρυσόν έχει πολύ και ελέφαντας μεγάλους, και άγρια δένδρα παντοειδή, και έβενον, και ανθρώπους μεγίστους, ωραιοτάτους και μακροβιωτάτους.
115. Αυτοί μεν είναι αι εσχατιαί της Ασίας και της Λιβύας, περί δε των εσχατιών της δυτικής Ευρώπης δεν δύναμαι να ομιλήσω μετά βεβαιότητος, διότι δεν παραδέχομαι ότι υπάρχει ποταμός καλούμενος υπό των βαρβάρων Ηριδανός, όστις εκβάλλει εις την βόρειον θάλασσαν και από τον οποίον ως λέγουσι μας έρχεται το ήλεκτρον, ούτε νήσοι Κασσιτερίδες γνωρίζω να υπάρχωσιν από τας οποίας μας έρχεται ο κασσίτερος. Πρώτον μεν διότι το όνομα Ηριδανός μαρτυρεί αφ' εαυτού ότι είναι ελληνικόν και ουχί βάρβαρον, υπό ποιητού τίνος πλασθέν• δεύτερον δε, διότι με όλας τας αναζητήσεις μου, δεν ηδυνήθην να εύρω άνθρωπον ιδίοις οφθαλμοίς βεβαιωθέντα ότι εκείθεν της Ευρώπης υπάρχει θάλασσα. Τούτο μόνον είναι βέβαιον ότι ο κασσίτερος και το ήλεκτρον μας έρχονται εκ μεμακρυσμένων χωρών.
116. Εις δε τα αρκτικά της Ευρώπης φαίνεται ότι ο χρυσός είναι άφθονος• πώς όμως τον λαμβάνουσι, δεν δύναμαι να είπω μετά θετικότητος. Λέγουσιν ότι άνθρωποι μονόφθαλμοι, καλούμενοι Αριμασποί, αρπάζουσιν αυτόν από γούπα. Πλην δεν πιστεύω ούτε τούτο, ότι γεννώνται μονόφθαλμοι άνθρωποι, την άλλη φύσιν έχοντες ομοίαν με τους λοιπούς ανθρώπους. Όπως και αν έχη το πράγμα, αι εσχατιαί του κόσμου, αι περικλείουσαι την άλλην γην και περιορίζουσαι αυτήν, έχουσιν όσα εις ημάς φαίνονται κάλλιστα και σπανιώτατα.
117. Υπάρχει δε εις την Ασίαν πεδιάς περικεκλεισμένη πανταχόθεν υπό ορέων τα οποία έχουσι πέντε στενωπούς. Η πεδιάς αύτη ανήκε ποτε εις τους Χορασμίους και κείται εις τα σύνορα αυτών των Χορασμίων, των Υρκανίων, των Πάρθων, των Σαραγγών και των Θαμαναίων• αφότου δε οι Πέρσαι έχουσι το κράτος, ανήκει εις τον βασιλέα. Εκ τούτων λοιπόν των ορέων των περικλειόντων αυτήν ρέει μέγας ποταμός του οποίου το όνομα είναι Άκης• ο ποταμό ούτος διαμοιραζόμενος πρότερον εις πέντε διώρυχας έφερε το ύδωρ του διά των πέντε διασφάγων των ορέων εις έκαστον των εθνών τα οποία ανέφερα και επότιζεν αυτά• αφότου όμως τα έθνη ταύτα υπετάγησαν εις τους Πέρσας, πάσχουσι το εξής. Κλείσας ο βασιλεύς τους τοίχους των διασφάγων, έθεσεν εις εκάστην μίαν πόλην, ώστε αποκλειομένου του ύδατος εντός και μη υπαρχούσης διεξόδου, η εντός των ορέων πεδιάς γίνεται πέλαγος, καθότι ο ποταμός χύνεται μεν εντός αυτής, δεν έχει όμως καμμίαν έξοδον. Εκείνοι λοιπόν οίτινες πρότερον ήσαν συνετισμένοι να μεταχειρίζωνται το ύδωρ τούτο, μη δυνάμενοι πλέον να το χρησιμοποιώσι πάσχουσι μεγάλην συμφοράν• διότι βρέχει μεν εις αυτούς ο θεός κατά τον χειμώνα καθώς και εις τους άλλους ανθρώπους, αλλά κατά το θέρος, όταν σπείρωσι τον κέγχρον και το σήσαμον, λαμβάνουσιν ανάγκην αυτού του ύδατος• επειδή δε δεν τοις παραχωρείται, πορευόμενοι εις την Περσίαν, αυτοί και αι γυναίκες των, ίστανται προ των πυλών του βασιλέως βοώντες και ωρυόμενοι. Τότε ο βασιλεύς διατάττει να ανοιγώσιν αι πύλαι αι προς το μέρος των εχόντων μεγάλην ανάγκην. Αφού δε η γη των χορτασθή πίνουσα ύδωρ, αύται μεν αι πύλαι κλείονται, διατάττει δε να ανοίξωσιν άλλας εις άλλους οίτινες ήθελον είπει ότι έχουσι μεγίστην ανάγκην. Καθώς δε ηξεύρω εξ ακοής, τας ανοίγει αφού λάβη μεγάλας ποσότητας χρημάτων, πλην του φόρου. Και ταύτα μεν ούτως έχουσιν.
118. Εκ των επτά δε ανδρών των κατά του μάγου επαναστάντων, είς ο Ινταφέρνης εθανατώθη αμέσως μετά την επανάστασιν δι' την εξής αυθάδειάν του. Ηθέλησε να εισέλθη εις την βασιλικήν οικίαν και να συνομιλήση μετά του βασιλέως, καθότι ήτο συμπεφωνημένον μεταξύ των κατά του μάγου συνωμοσάντων να έχωσιν ελευθέραν την είσοδον παρά τω βασιλεί άνευ προηγουμένης ειδοποιήσεως, εκτός εάν ο βασιλεύς τύχη να κοιμάται μετά τινος των γυναικών του. Ο Ινταφέρνης λοιπόν ενόμισεν ότι ηδύνατο να εισέλθη χωρίς να τον αναγγείλη κανείς, και ηθέλησε να εισχωρήση, καθότι ήτο είς των επτά• αλλ' ο πυλωρός και ο αγγελιαφόρος δεν επέτρεπον τούτο, λέγοντες ότι ο βασιλεύς ήτο μετά γυναικός. Νομίσας δε ο Ινταφέρνης ότι έλεγον ψεύματα έπραξε τα εξής• έσυρε τον ακινάκην και έκοψε τα ώτα αυτών και τας ρίνας• έπειτα δέσας τας χείρας των και περάσας περί τον λαιμόν των τον χαλινόν του ίππου του τους άφησε συνδεδεμένους.
119. Εκείνοι δε δεικνύοντες εαυτούς εις τον βασιλέα, είπον την αιτίαν δι' ην έπαθον τα παθήματα εκείνα. Φοβηθείς δε ο Δαρείος μήπως η πράξις εγένετο εκ συνεννοήσεως των έξ, έστειλε και έφερε τον ένα μετά τον άλλον, και εδοκίμασε την γνώμην των εάν επεδοκίμαζον τα γενόμενα. Αφού όμως εβεβαιώθη ότι εγένοντο άνευ της συνδρομής των, συνέλαβε τον Ινταφέρνη, τους παίδας αυτού και όλους τους οικείους του, επειδή πολλάς είχεν υποψίας ότι με τους συγγενείς του εσκόπευε να επαναστατήση εναντίον του. Συλλαβών λοιπόν αυτούς, διέταξε να τους δέσωσι και να τους θανατώσωσιν. Η γυνή όμως του Ινταφέρνους, ελθούσα εις την θύραν του βασιλέως, έκλαιε και ωδύρετο• επειδή δε δεν έπαυε, συνεκίνησεν επί τέλους τον Δαρείον, όστις, ευσπλαγχνισθείς αυτήν, έπεμψεν απεσταλμένον όστις τη είπεν• «Ω γύναι, ο βασιλεύς Δαρείος σε συγχωρεί να σώσης από όλους τους συγγενείς εκείνον τον οποίον θέλεις.» Η γυνή, σκεφθείσα επ' ολίγον, απεκρίθη• «Αφού ο βασιλεύς μοι χαρίζει την ζωήν ενός εξ αυτών, εκλέγω μεταξύ όλων τον αδελφόν μου.» Μαθών δε ο Δαρείος ταύτα και εκπλαγείς έπεμψε πάλιν και τη είπεν• «Ω γύναι, ο βασιλεύς σε ερωτά ποίαν σκέψιν έχουσα αφίνεις τον άνδρα και τα τέκνα σου και προτιμάς να σωθή ο αδελφός σου, όστις σε είναι μάλλον αλλότριος ή τα τέκνα σου, και ολιγώτερον αγαπητός του ανδρός σου.» — Ω βασιλεύ, απεκρίθη κείνη, άνδρα μεν ειμπορώ να εύρω άλλον, εάν θέλη ο θεός, καθώς και τέκνα άλλα, εάν χάσω αυτά• αλλ' επειδή ο πατήρ και η μήτηρ μου δεν ζώσι πλέον, αδελφόν άλλον με είναι αδύνατον να εύρω κατ' ουδένα τρόπον. Αυτή ήτο η σκέψις μου όταν έδωκα την απόκρισίν μου.» Εις δε τον Δαρείον εφάνη ορθός ο συλλογισμός της γυναικός, και επειδή ευχαριστήθη εκ της αποκρίσεώς της τη παρήτησε τον ζητούμενον και τον πρεσβύτατον υιόν της, τους δε άλλους όλους εφόνευσε. Τοιουτοτρόπως λοιπόν είς εκ των επτά εφονεύθη αμέσως μετά την συνωμοσίαν.
120. Περί την εποχήν καθ' ην ήτο ασθενής ο Καμβύσης ιδού τι συνέβη. Πέρσης τις, ονόματι Οροίτης, διωρισμένος υπό του Κύρου διοικητής τον Σαρδίων, επεθύμησε πράγμα ανόσιον. Χωρίς να πάθη τίποτε από τον Σάμιον Πολυκράτη, χωρίς να ακούση παρ' αυτού προσβλητικόν τινα λόγον, χωρίς να τον ίδη πρότερον, διενοήθη να τον συλλάβη και να τον θανατώση. Πολλοί εν τούτοις διατείνονται ότι ωρμήθη εις τούτο εκ της εξής αιτίας• ο Οροίτης και έτερος τις Πέρσης, ο Μιτροβάτης, διοικητής του νομού Δασκυλείου, έτυχεν ημέραν τινά να κάθηνται προ της θύρας του βασιλέως• από τας ομιλίας ήλθον εις φιλονεικίας, και επειδή ήριζον περί ανδρίας, ο Μιτροβάτης ονειδίζων τον Οροίτην τω είπε• «Δύνασαι να συγκαταριθμείσαι μεταξύ των ανδρών συ όστις δεν κατέκτησες ακόμη διά τον βασιλέα την πλησιεστάτην του νομού σου νήσον Σάμον, ήτις εν τούτοις είναι ευάλωτος, αφού είς των κατοίκων της άνευ άλλης δυνάμεως ή δεκαπέντε στρατιωτών βαρέως ωπλισμένων την εκυρίευσεν επαναστατήσας και τώρα την εξουσιάζει;» Κατά την διήγησιν ταύτην ο Οροίτης, λυπηθείς καιρίως διά τους λόγους τούτους, απεφάσισεν όχι να εκδικηθή τον Μιτροβάτη αλλά να καταστρέψη τον Πολυκράτη χάριν του οποίου ήκουσε τας προσβολάς εκείνας.
121. Οι δε ολιγώτεροι λέγουσιν ότι ο Οροίτης έπεμψεν εις την Σάμον κήρυκα διά να ζητήση πράγμα τι (δεν αναφέρουσιν όμως τι πράγμα) και ότι ο Πολυκράτης τυχών κατ' εκείνην την στιγμήν εξηπλωμένος εις τον ανδρώνα όπου ευρίσκετο και ο Ανακρέων ο Τήιος, είτε εκ τύχης, είτε επίτηδες διά να καταφρονίση την αίτησιν του Οροίτου ηκροάσθη τον κήρυκα με πρόσωπον εστριμμένον προς τον τοίχον, και ούτε εστράφη όταν ωμίλει ούτε απεκρίθη.
122. Αύται είναι αι δύο αιτίαι εις τας οποίας αποδίδουσι τον θάνατον του Πολυκράτους, δύναται δε έκαστος να προτιμήση οποίαν θέλει εκ των δύο. Διαμένων λοιπόν ο Οροίτης ούτος εις την Μαγνησίαν, πόλιν κειμένην υπεράνω του Μαιάνδρου, και μαθών την φιλοδοξίαν του Πολυκράτους, έστειλεν εις την Σάμον κομιστήν αγγελίας τον Μύρσον του Γύγου, άνδρα Λυδόν. Ο δε Πολυκράτης είναι ο πρώτος από όσους γνωρίζομεν Έλληνας όστις έβαλε κατά νουν, μετά τον Κνώσσιον Μίνωα, να θαλασσοκρατήση. Ίσως προ του Μίνωος επέτυχε τις τούτο• αλλ' από της εποχής την οποίαν καλούσι γενεάν ανθρωπίνην, πρώτος ο Πολυκράτης ήλπισε να κυριεύση την Ιωνίαν και τας νήσους. Γνωρίζων λοιπόν ο Οροίτης τα διανοήματά του ταύτα, έπεμψεν αγγελίαν λέγουσαν ταύτα• «Ο Οροίτης προς τον Πολυκράτη λέγει ούτω• έμαθον ότι διανοείσαι μεγάλα πράγματα και ηξεύρω ότι τα χρήματά σου δεν εξαρκούσι προς εκπλήρωσιν των σκοπών σου. Εάν όμως πράξης ό,τι θα σοι είπω, και συ θα υψωθής και εμέ θα σώσης, διότι ο βασιλεύς Καμβύσης απεφάσισε να με θανατώση και το σχέδιόν του με ανηγγέλθη σαφέστατα. Συ λοιπόν ελθών εδώ φυγάδευσόν με, και εκ των χρημάτων άλλα μεν λάβε συ, άλλα δε άφες να έχω εγώ• διά των χρημάτων δε τούτων δύνασαι να άρξης απάσης της Ελλάδος. Εάν δεν με πιστεύης διά τα χρήματα, πέμψον τινά εκ των πιστοτάτων σου, εις τον οποίον να τα δείξω.»
123. Ακούσας ταύτα ο Πολυκράτης εχάρη και εδέχθη την προσφοράν επειδή δε μεγάλως επεθύμει τα χρήματα, έπεμψε πρώτον διά να παρατηρήση τον πολίτην Μαιάνδριον τον υιόν του Μαιανδρίου όστις ήτο γραμματεύς του, και όστις ολίγον μετά τα συμβεβηκότα ταύτα αφιέρωσεν εις τον ναόν της Ήρας όλα τα αξιοθαύμαστα κοσμήματα του ανδρώνος του Πολυκράτους. Ο δε Οροίτης, μαθών ότι επρόκειτο να έλθη ο παρατηρητής, έπραξε τα ακόλουθα. Γεμίσας οκτώ κιβώτια με λίθους, εκτός ολίγου διαστήματος περί τα χείλη, έθεσεν επί των λίθων χρυσόν, έδεσε καλώς τα κιβώτια και τα είχεν έτοιμα. Ελθών δε ο Μαιάνδριος και ιδών ανέφερεν εις τον Πολυκράτη.
124. Ούτος δε μολονότι πολλοί μάντεις και πολλοί φίλοι τον εμπόδιζον, ητοιμάζετο να αναχωρήση• προσέτι και η θυγάτηρ του είδε το εξής όνειρον. Τη εφάνη ότι ο πατήρ της, μετεωριζόμενος εις τον αέρα, ελούετο μεν υπό του Διός, ηλείφετο δε με έλαιον υπό του Hλίου. Τούτο το όνειρον ιδούσα, πάντα τρόπον μετεχειρίσθη διά να μη αποδημήση ο Πολυκράτης προς τον Οροίτην, τόσον ώστε και όταν ακόμη μετέβαινεν εις την πεντηκόντορον του, εκείνη τον ηκολούθει και εφώναζεν. Ο δε Πολυκράτης την ηπείλησεν ότι εάν επανέλθη σώος και αβλαβής, θα την αφήση παρθένον επί πολύν χρόνον• τότε εκείνη ηυχήθη να εκτελεσθή η απειλή του, λέγουσα ότι προτιμά να μείνη διά παντός παρθένος ή να στερηθή τον πατέρα της.
125. Περιφρονήσας λοιπόν ο Πολυκράτης πάσαν συμβουλήν έπλευσε προς τον Οροίτην συνοδευόμενος υπό πολλών φίλων του εν οις ήτο και ο υιός του Καλλιφώντος Δημοκήδης ο Κροτωνιάτης, όστις ήτο ιατρός και άριστος εις την τέχνην του μεταξύ των συγχρόνων του. Φθάσας όμως εις την Μαγνησίαν ο Πολυκράτης υπέστη σκληρόν θάνατον, ανάξιον εαυτού και των μεγάλων φρονημάτων του• διότι, πλην των Συρακοσίων τυράννων ουδέ είς των Ελληνικών τυράννων είναι άξιος να παραβληθή με τον Πολυκράτη κατά την μεγαλοπρέπειαν. Αφού λοιπόν ο Οροίτης τον εφόνευσε με τρόπον τον οποίον και να διηγηθή τις είναι ανάρμοστον (50), τον ανεσταύρωσεν. Εξ εκείνων δε οίτινες τον συνώδευον, όσοι μεν ήσαν Σάμιοι, τους απέλυσε λέγων να τω γνωρίζωσι χάριν διότι τους άφηνεν ελευθέρους όσοι δε των ακολουθούντων ήσαν ξένοι και δούλοι, τους εκράτησεν ως ανδράποδα. Κρεμάμενος ο Πολυκράτης εξεπλήρωσεν όλον το όνειρον της θυγατρός του, διότι ελούετο μεν υπό του Διός οσάκις έβρεχε εχρίετο δε υπό του ηλίου αναδίδων ικμάδα εκ του σώματός του. Ούτως ετελείωσαν αι ευτυχίαι του Πολυκράτους, ως είχε προμαντεύσει ο βασιλεύς της Αιγύπτου Άμασις.
126. Μετ' ου πολύ όμως απέτισεν ο Οροίτης τον θάνατον του Πολυκράτους, διότι αφού απέθανεν ο Καμβύσης και διαρκούσης τις βασιλείας των μάγων, ο Οροίτης εις τας Σάρδεις ουδόλως ωφέλησε τους Πέρσας από τους οποίους οι Μήδοι είχον αφαιρέσει την αρχήν• εύρε μάλιστα καιρόν κατά τας ταραχάς εκείνας να φονεύση τον ύπαρχον του Δασκυλείου Μιτροβάτην όστις τον είχεν ονειδίσει διά τον Πολυκράτη, έπειτα δε εφόνευσε τον υιόν του Μιτροβάτου Κρανάσπην, αμφοτέρους πρωτεύοντας μεταξύ των Περσών. Ου μόνον δε ταύτα αλλά και άλλα πολλά υβριστικά έπραξε• προσέτι δε και ταχυδρόμον τινά του Δαρείου όστις ήλθε προς αυτόν, επειδή τα αγγελλόμενα δεν τω ήρεσαν, ετοποθέτησεν ανθρώπους να τον ενεδρεύσωσι καθ' οδόν και τον εφόνευσεν επιστρέφοντα. Αφού δε τον εφόνευσεν, εξηφάνισε και αυτόν και τον ίππον του.
127. Λαβών την βασιλείαν ο Δαρείος επεθύμησε να τιμωρήση τον Οροίτην και διά τα άλλα του αδικήματα, ιδίως όμως διά τον θάνατον του Μιτροβάτου και του υιού του. Και ευθύς μεν εξ αρχής δεν ενέκρινε να στείλη στρατόν εναντίον του, διότι και αι ίδιαί του υποθέσεις ήσαν ατακτοποίητοι, και η βασιλεία του όλως πρόσφατος, και αφ' ετέρου εμάνθανεν ότι ο Οροίτης ύπαρχος ων του νομού της Φρυγίας, της Λυδίας και της Ιωνίας, είχε μεγάλην ισχύν, και μεταξύ άλλων χίλιους Πέρσας δορυφόρους. Ταύτα λοιπόν σκεπτόμενος ο Δαρείος επενόησε το εξής τέχνασμα. Συγκαλέσας τους σημαντικωτάτους των Περσών, τοις είπε τα εξής• «Ω Πέρσαι, τις εξ υμών θα αναλάβη επιχείρησιν ήτις απαιτεί φρόνησιν μάλλον ή αριθμόν και βίαν; διότι όπου είναι αναγκαία η φρόνησις, περιττή αποβαίνει η βία. Τις εξ υμών θα μου φέρη ζώντα τον Οροίτην ή θα φονεύση αυτόν; Ο άνθρωπος ούτος κατ' ουδέν εβοήθησε τους Πέρσας και έπραξε μεγάλα εγκλήματα• αφ' ενός μεν εφόνευσε δύο ιδικούς μας, τον Μιτροβάτην και τον υιόν του, αφ' ετέρου δε εφόνευσεν εκείνους τους οποίους έπεμψα διά να τον καλέσωσιν ενώπιόν μου, και δεικνύει αυθάδειαν ανυπόφορον. Όθεν πριν κάμη μεγαλείτερον κακόν εις τους Πέρσας, πρέπει να προλάβωμεν και να τον θανατώσωμεν.»
128. Και ο μεν Δαρείος ταύτα ηρώτησε• τριάκοντα δε άνδρες επρότεινον εαυτούς, θέλων έκαστος να εκτελέση την διαταγήν του. Επειδή δε εφιλονείκουν, ο Δαρείος τους καθησύχασε λέγων να ρίψωσι κλήρον. Έρριψαν λοιπόν τους κλήρους και έλαχεν ο Βαγαίος του Αρτόντου. Κληρωθείς δε ο Βαγαίος, έπραξε τα εξής. Γράψας πολλάς επιστολάς περί πολλών υποθέσεων διαλαμβανούσας, έθεσεν επ' αυτών την σφραγίδα του Δαρείου• έπειτα έχων ταύτας μετέβη εις τας Σάρδεις. Φθάσας και παρουσιασθείς εις τον Οροίτην, εξήγεν ανά μίαν των επιστολών και έδιδεν αυτάς εις τον βασιλικόν γραμματέα προς ανάγνωσιν, διότι όλοι οι ύπαρχοι έχουσι μεθ' εαυτών βασιλικούς γραμματείς. Δίδων δε τας επιστολάς ο Βαγαίος παρετήρει τους δορυφόρους θέλων να εννοήση εάν θα εδέχοντο να αποστατήσωσι κατά του Οροίτου. Όταν δε είδεν ότι εδείκνυον μέγαν σεβασμόν προς τα γράμματα και έτι μεγαλείτερον προς το περιεχόμενον αυτών, τότε έδωκεν έν άλλο εις το οποίον ο γραμματεύς ανέγνωσε τους ακολούθους λόγους• «Πέρσαι, ο βασιλεύς Δαρείος σας προστάζει να μη δορυφορήτε τον Οροίτην.» Ακούσαντες ταύτα οι δορυφόροι, αφήκαν τας λόγχας των να πέσωσι χαμαί. Ο δε Βαγαίος ευχαριστηθείς διά την ταχείαν εκείνην υπακοήν, έλαβε θάρρος και έδωκεν εις τον γραμματέα το τελευταίον γράμμα εις το οποίον ήτο γεγραμμένον• «Ο βασιλεύς Δαρείος προστάζει τους εις τας Σάρδεις Πέρσας να φονεύσωσι τον Οροίτην.» Άμα δε ήκουσαν ταύτα οι δορυφόροι, ελκύσαντες τους ακινάκας, εφόνευσαν αυτόν• και ιδού πώς ο Πέρσης Οροίτης απέτισε τον θάνατον του Πολυκράτους.
129. Μετ' ου πολύν χρόνον, αφού μετέφερον τους θησαυρούς του Οροίτου εις τα Σούσα, συνέβη εις το κυνήγιον θηρίων, ενώ κατέβαινεν από του ίππου, να στραγγαλίση ο Δαρείος τον πόδα του δεινώς, διότι ο αστράγαλος εξήλθεν από την άρθρωσιν. Πεπεισμένος δε προ πολλού ότι είχε πλησίον του τους πρώτους των Αιγυπτίων περί την ιατρικήν, προσέφυγεν εις αυτούς. Ούτοι όμως, μεταχειρισμένοι την βίαν διά να επαναφέρωσι τον πόδα εις την θέσιν του, τον εστρέβλωσαν χειρότερον, ο δε Δαρείος τοσούτους πόνους υπέφερεν ώστε επί επτά ημέρας και επτά νύκτας, δεν εκοιμήδη διόλου. Την ογδόην ημέραν ήτο εις πολύ χειροτέραν κατάστασιν όταν τις, όστις είχεν ακούσει εις τας Σάρδεις επαινουμένην την τέχνην του Δημοδόκους, τω ωμίλησε περί αυτού. Ο Δαρείος αμέσως διέταξε να τον φέρωσιν ενώπιόν του. Ευρόντες δε αυτόν παρερριμμένον και λησμονημένον μεταξύ των ανδραπόδων του Οροίτου, τον έφερον εις τον βασιλέα, σύροντα τας πέδας και ρακενδύτην.
130. Άμα τον έφερον ενώπιόν του, ο Δαρείος τον ηρώτησεν εάν ήξευρε να θεραπεύη. Εκείνος όμως ηρνείτο φοβούμενος μήπως, εάν φανερώση εαυτόν, τον εμποδίσωσι να επιστρέψη εις την Ελλάδα. Ο Δαρείος ενόησε και την επιστήμην του και τον δισταγμόν του• διέταξε λοιπόν τους αγαγόντας αυτόν να φέρωσιν εις το δωμάτιον μάστιγας και κέντρα. Τότε εφανέρωσεν εαυτόν και είπεν ότι καλώς μεν δεν εγνώριζεν αλλ' ότι διαμείνας πλησίον ιατρού είχεν ασκηθή ολίγον εις την τέχνην. Μετά ταύτα όμως, όταν ο Δαρείος ενεπιστεύθη εαυτόν εις τας φροντίδας του, αντικατέστησε την δραστικήν θεραπείαν δι' άλλης ηπίας, κατά την ελληνικήν μέθοδον. Τοιουτοτρόπως ο βασιλεύς ευθύς μεν επανεύρε τον ύπνον, μετ' ολίγας δε ημέρας ιάθη εντελώς ενώ δεν ήλπιζε πλέον ότι θα τω έμενον σώοι αμφότεροι οι πόδες. Τω εδώρησε λοιπόν ο Δαρείος δύο ζεύγη χρυσών πεδών, και ο Δημοκήδης τον ηρώτησεν εάν έπραξε τούτο σκοπεύων να διπλασιάση την δουλείαν του, διότι τον ιάτρευσεν. Ευχαριστηθείς ο βασιλεύς διά τους λόγους εκείνους έπεμψεν αυτόν εις τας γυναίκας του. Περιάγοντες δε αυτόν οι ευνούχοι, έλεγον ότι αυτός ήτο ο αποδώσας την ζωήν εις τον Δαρείον. Εκάστη τότε αυτών, βυθίζουσα ποτήριον εντός κιβωτίου πλήρους χρυσίου, το έδιδε δώρον εις τον Δημοκήδη ομού με το αγγείον• τόσον δε πλουσιοπάροχος ήτο η δωρεά, ώστε ο ακολουθών αυτόν υπηρέτης, ονόματι Σκίτων, συνάζων τους εκ των αγγείων πίπτοντας χαμαί στατήρας, απεθησαύρισε μεγάλην ποσότητα.
131. Ιδού δε πώς ήλθεν ο Δημοκήδης ούτος εκ Κρότωνος και εγνωρίσθη με τον Πολυκράτη• κρατούμενος εις την Κρότωνα υπό πατρός δυσκόλου εις τον θυμόν, και μη δυνάμενος να υποφέρη το είδος τούτο της ζωής, τον εγκατέλιπεν επί τέλους και μετέβη εις την Αίγιναν. Εγκατασταθείς δε εκεί υπερέβη αμέσως από του πρώτου έτους τους άλλους ιατρούς, μολονότι δεν είχε μήτε εργαλεία μήτε άλλο τι εκ των προς εξάσκησιν της τέχνης απαιτουμένων. Κατά το δεύτερον έτος το κοινόν των Αιγινητών τον εμίσθωσεν αντί ενός ταλάντου, κατά το τρίτον έτος οι Αθηναίοι τω έδωκαν εκατόν μνας, και κατά το τέταρτον, ο Πολυκράτης, δύο τάλαντα. Ιδού πώς ήλθεν εις την Σάμον, και μετ' αυτόν οι Κροτωνιάται ιατροί ευδοκίμησαν ουχί ολιγώτερον, διότι υπήρξεν εποχή καθ' ην οι Κροτωνιάται ιατροί εθεωρούντο ότι ήσαν οι πρώτοι ιατροί της Ελλάδος, δεύτεροι δε οι Κυρηναίοι. Κατά την αυτήν εποχήν οι Αργείοι εφημίζοντο ότι ήσαν οι πρώτοι μουσικοί της Ελλάδος.
132. Θεραπεύσας λοιπόν εις τα Σούσα ο Δημοκήδης τον Δαρείον, έλαβεν οίκον μέγιστον και εγένετο ομοτράπεζος του βασιλέως. Πλην ενός αγαθού, να επιστρέψη εις την Ελλάδα, είχεν όλα τα άλλα αγαθά. Αφ' ενός μεν εζήτησε παρά του βασιλέως και επέτυχε την χάριν των Αιγυπτίων ιατρών οίτινες πρότερον εθεράπευον τον βασιλέα και τους οποίους έμελλον να ανασκολοπίσωσι διότι εφάνησαν κατώτεροι ενός Έλληνος ιατρού• αφ' ετέρου δε έσωσεν ένα μάντιν Ηλείον όστις είχεν ακολουθήσει τον Πολυκράτη και όστις είχε λησμονηθή μεταξύ των ανδραπόδων. Ήτο λοιπόν ο Δημοκήδης σημαντικόν πρόσωπον πλησίον του βασιλέως.
133. Ολίγον έπειτα συνέβησαν τα ακόλουθα άλλα γεγονότα. Εις τον μαστόν της Ατόσσης, θυγατρός του Κύρου και γυναικός του Δαρείου, εγένετο εξοίδημα το οποίον μετά ταύτα ήνοιξε και εξηπλώθη. Και ενόσω μεν ήτο μικρόν, η Άτοσσα αισχυνομένη το έκρυπτε και δεν έλεγε τίποτε περί αυτού εις κανένα• αλλ' επί τέλους, βλέπουσα τον κίνδυνον, προσεκάλεσε τον Δημοκήδη και το έδειξεν. Αυτός δε υποσχεθείς να την θεραπεύση την ώρκισε να τω παραχωρήση προς αμοιβήν ό,τι ήθελε τη ζητήσει, λέγων ότι δεν θα ζητήση τίποτε προσβάλλον την τιμήν της.
134. Αφού λοιπόν περιποιηθείς την εθεράπευσε, τότε η Άτοσσα διδαχθείσα από τον Δημοκήδη είπεν εσπέραν τινά εις τον Δαρείον ευρισκομένη εις την κλίνην μετ' αυτού• «Ω βασιλεύ, ενώ έχεις τόσην δύναμιν αναπαύεσαι και δεν προσπαθείς να προσθέσης άλλο Έθνος εις την κυριαρχίαν των Περσών. Εις νεαρόν βασιλέα, κάτοχο απείρου πλούτου, αρμόζουν αι μεγάλαι πράξεις διά να βεβαιωθώσι και οι Πέρσαι ότι άρχονται υπό ανδρός. Δύο αίτια σε αναγκάζουσι να πράξης ούτω• πρώτον διά να γνωρίζωσιν οι Πέρσαι ότι ο ηγεμών των είναι γενναίος και δεύτερον διά να τρίβωνται εις τον πόλεμον και να μη σ' επιβουλεύωνται σχολάζοντες. Τώρα, ενόσω ακόμη είσαι νέος, δύνασαι να κατορθώσης έργα λαμπρά• διότι αυξανομένου του σώματος, συναυξάνει και ο νους, γηράσκοντος δε του σώματος συγγηράσκει και ο νους και αμβλύνεται εις όλα τα πράγματα.» Η Άτοσσα λοιπόν ταύτα έλεγε διδαχθείσα, ο δε Δαρείος απεκρίθη ως εξής• «Ω γύναι, με είπες όσα και εγώ εσκεπτόμην να πράξω• εσκόπευα να κατασκευάσω γέφυραν από την ήπειρον ταύτην μέχρι της απέναντι ηπείρου και να στρατεύσω κατά των Σκυθών• τούτο δε θα γίνη εντός ολίγου.» Είπε δε η Άτοσσα• «Σκέφθητι, ω βασιλεύ• παραίτησον προς το παρόν το σχέδιον να εκστρατεύσης πρώτον κατά των Σκυθών, διότι οι λαοί ούτοι γίνονται υπήκοοί σου άμα θελήσης, και στράτευσον πρώτον κατά της Ελλάδος• καθότι επιθυμώ να έχω θεραπαίνας Λακαίνας και Αργείας και Αττικάς και Κορινθίας διά τας οποίας ακούω να γίνεται λόγος. Έχεις δε και άνθρωπον επιτηδειότατον να σοι εκθέση την κατάστασιν της Ελλάδος και να σε καθοδηγήση. Ο άνθρωπος ούτος είναι ο θεραπεύσας τον πόδα σου.» Ο δε Δαρείος απεκρίθη•
«Ω γύναι, επειδή νομίζεις ότι πρέπει πρώτον να εκστρατεύσω κατά της Ελλάδος νομίζω καλόν να πέμψω προηγουμένως Πέρσας κατασκόπους ομού με εκείνον τον οποίον λέγεις, οίτινες μαθόντες και ιδόντες όλα, θα μας αναφέρωσι περί αυτών• έπειτα δε, αφού πληροφορηθώ καλώς, θα στραφώ κατά των Ελλήνων.»
135. Ταύτα είπε, και άμα έπος άμα έργον. Όταν εξημέρωσε, προσκαλέσας δεκαπέντε επισήμους Πέρσας, τους διέταξε να συνοδεύσωσι τον Δημοκήδη και να περιέλθωσι μετ' αυτού τα παραθαλάσσια της Ελλάδος, προσέχοντες να μη τους φύγη ο Δημοκήδης• αλλ' αφεύκτως να τον φέρωσιν οπίσω. Αφού δε τοις έδωκε τας διαταγάς ταύτας, προσεκάλεσεν έπειτα τον Δημοκήδη και τον παρεκάλεσεν, αφού οδηγήση και δείξη όλην την Ελλάδα εις τους Πέρσας, να επιστρέψη οπίσω. «Λάβε, τω είπεν, όλα τα έπιπλά σοι διά να τα δώσης δώρα εις τον πατέρα και εις τους αδελφούς σου, εγώ δε σοι υπόσχομαι άλλα πλουσιώτερα. Διά την μεταβίβασιν δε αυτών σοι χαρίζω ολκάδα πλήρη παντοίων πολυτίμων πραγμάτων ήτις θα σε παρακολουθή.» Και ο μεν Δαρείος, ως εγώ νομίζω, τω ωμίλει άνευ δολιότητος• ο Δημοκήδης όμως, φοβηθείς μήπως ήθελε να τον δοκιμάση ο Δαρείος, δεν εδέχθη με προθυμίαν όλα όσα τω προσέφερεν• είπε μάλιστα ότι θα αφήση τα έπιπλά του εις την θέσιν των διά να τα έχη όταν επιστρέψη οπίσω, και ότι δέχεται μόνον την ολκάδα με τα δώρα τα προωρισμένα διά τον πατέρα και τους αδελφούς του. Ο δε Δαρείος, αφού παρήγγειλε και εις αυτόν όσα παρήγγειλεν εις τους Πέρσας, τους απέστειλεν εις τον λιμένα.
136. Καταβάντες δε ούτοι εις την Σιδώνα της Φοινίκης, αμέσως επλήρωσαν δύο τριήρεις, και ομού με αυτάς μίαν ολκάδα από διάφορα πολύτιμα αντικείμενα. Ετοιμάσαντες δε τα πάντα, έπλεον εις την Ελλάδα, και πλησιάζοντες εις τα παραθαλάσσια παρετήρουν και εσημείωνον αυτά, μέχρις ου ιδόντες τα περισσότερα και ονομαστότερα, έφθασαν εις τον Τάραντα της Ιταλίας. Εκεί, διά πονηρίας του Δημοκήδους, ο βασιλεύς των Ταραντίνων Αριστοφιλίδης αφήρεσε τα πηδάλια των Μηδικών πλοίων και εφυλάκισε τους Πέρσας ως κατασκόπους δήθεν. Ενώ δε ούτοι έπασχον ταύτα, ο Δημοκήδης έφθασεν εις την Κρότωνα. Φθάσαντος δε αυτού εις τη πατρίδα του, ο Αριστοφιλίδης απέλυσε του Πέρσας και τοις απέδωκεν ό,τι έλαβεν εκ των πλοίων των.
137. Εκπλεύσαντες εκείθεν οι Πέρσαι και διώκοντες τον Δημοκήδην έφθασαν εις την Κρότωνα• ευρόντες δε αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον συνέλαβον. Εκ των Κροτωνιατών δε όσοι μεν εφοβούντο την δύναμιν των Περσών, ήσαν έτοιμοι να τον παραδώσωσιν• οι άλλοι όμως αντέταξαν βίαν εις την βίαν και εκτύπησαν τους Πέρσας με ράβδους. Διά να τους εκφοβίσωσι δε οι Πέρσαι έλεγον τα εξής• «Άνδρες Κροτωνιάται, συλλογισθήτε τι πράττετε• μας αρπάζετε άνθρωπον όστις εδραπέτευσεν από τον βασιλέα. Πώς ο βασιλεύς θα υποφέρη την τοιαύτην ύβριν; περιμένετε καλήν έκβασιν διά την βίαν σας εάν μας διώξετε; κατά ποίας άλλης πόλεως πρότερον θα εκστρατεύσωμεν ή κατ' αυτής; Ποίαν άλλην πρώτην θα πειραθώμεν να ανδραποδίσωμεν;» Αλλ' αι απειλαί αύται δεν έπειθον τους Κροτωνιάτας, οίτινες επέμειναν, ηλευθέρωσαν τον Δημοκήδη και έλαβον την ολκάδα την οποίαν οι Πέρσαι είχον φέρει μεθ' εαυτών. Τότε ούτοι επέστρεψαν εις την Ασίαν χωρίς να συλλέξωσιν άλλας πληροφορίας περί Ελλάδος, επειδή εστερήθησαν τον οδηγόν των. Ενώ δε απεχώρουν, ο Δημοκήδης τους παρεκάλεσε να είπωσιν εις τον Δαρείον ότι εμνηστεύθη την θυγατέρα του Μίλωνος και έμελλε να την λάβη γυναίκα. Είχε δε το όνομα του παλαιστού Μίλωνος μεγάλην βαρύτητα εις τα Σούσα, και τούτου ένεκα νομίζω επέσπευσε τον γάμον τούτον ο Δημοκήδης δους πολλά χρήματα, διά να φανή ότι και εις την πατρίδα του ήτο σημαντικός.
138. Εκπλεύσαντες από την Κρότωνα οι Πέρσαι έπεσαν με τα πλοία των εις την Ιαπυγίαν. Εκεί δε όντας δούλους τους ελύτρωσεν ο Ταραντίνος φυγάς Γίλλος και τους έφερεν εις τον βασιλέα Δαρείον, όστις προς αμοιβήν της χάριτος ταύτης τω υπεσχέθη να εκτελέση ό,τι ήθελε ζητήσει. Ο δε Γίλλος, διηγηθείς τας συμφοράς του, εζήτησε να τον επαναφέρη εις την πατρίδα του. Φοβούμενος όμως μήπως ταραχθή η Ελλάς εάν χάριν αυτού εκπλεύση διά την Ιταλίαν μέγας στόλος, εβεβαίωσεν ότι μόνοι οι Κνίδιοι ήρκουν διά να τον καταβιβάσωσιν εις τον Τάραντα, νομίζων ότι οι Κνίδιοι, όντες φίλοι των Ταραντίνων, ευκόλως ήθελον τους πείσει να τον δεχθώσιν. Ο Δαρείος λοιπόν, δεχθείς την αίτησίν του, έπεμψεν απεσταλμένον εις τους Κνιδίους παραγγέλλων να επαναφέρωσι τον Γίλλον εις τον Τάραντα. Οι δε Κνίδιοι υπήκουσαν μεν εις τον Δαρείον, δεν εδυνήθησαν όμως να πείσωσι τους Ταραντίνους, και δεν ήσαν τόσον δυνατοί ώστε να τους βιάσωσιν εις τούτο. Και ταύτα μεν ούτως εγένοντο, ούτοι δε οι Πέρσαι ήσαν οι πρώτοι οίτινες ήλθον εκ της Ασίας εις την Ελλάδα, και διά την αιτίαν ταύτην εστάλησαν ως κατάσκοποι.
139. Μετά ταύτα ο Δαρείος εκυρίευσε την Σάμον• ήτο δε η πρώτη όλων των Ελληνίδων και βαρβάρων πόλεων την οποίαν υπέταξε διά την εξής αιτίαν. Όταν ο υιός του Κύρου Καμβύσης κατέκτησε την Αίγυπτον, πολλοί Έλληνες τον συνώδευον• οι μεν, ως είναι πιθανόν, χάριν εμπορίου, οι δε διά να λάβωσι μέρος εις τον πόλεμον, τινές δε απλώς διά να ίδωσι τον τόπον, μεταξύ των οποίων ήτο και ο υιός του Αιάκους Συλοσών, αδελφός του Πολυκράτους και εξόριστος της Σάμου. Εις τούτον τον Συλοσώντα συνέβη το εξής ευτύχημα• περιεφέρετο ες την αγοράν της Μέμφιδος περιτετυλιγμένος εις μανδύαν ερυθρόν, όταν τον είδεν ο Δαρείος όστις τότε ήτο απλούς δορυφόρος του Καμβύσου και ελαχίστης σημασίας. Ο Δαρείος επεθύμησε τον μανδύαν και πλησιάσας εζήτησε να τον αγοράση• ο δε Συλοσών, βλέπων την ζωηράν εκείνην επιθυμίαν και ωσεί παρακινούμενος υπό θείας εμπνεύσεως, τω λέγει «Εγώ μεν δεν πωλώ αυτόν αντί ουδεμιάς αξίας• εάν δε επιθυμής να τον έχης, σε τον δίδω άνευ αποζημιώσεως.» Ο Δαρείος τον ευχαρίστησε και έλαβε το φόρεμα.
140. Ο Συλοσών ήτο βέβαιος ότι απώλεσε τον μανδύαν εξ ευηθείας• αλλά παρήλθον έτη, ο Καμβύσης απέθανεν, οι επτά επανέστησαν κατά του μάγου και εκ των επτά ο Δαρείος έλαβε την βασιλείαν. Τότε ο Συλοσών μαθών ότι εκείνος εις τον οποίον άλλοτε έδωκεν εν Αιγύπτω το ένδυμα εγένετο βασιλεύς, ανέβη εις τα Σούσα, εκάθισεν εις τα πρόθυρα του βασιλικού οίκου, και είπεν ότι ήτο ευεργέτης του Δαρείου. Ακούσας τούτο ο πυλωρός, εισήλθεν εις τον βασιλέα διά να δώση είδησιν• ο δε βασιλεύς εκπλαγείς, είπε• «Και τις λοιπόν είναι αυτός ο Έλλην ευεργέτης μου εις τον οποίον οφείλω ευγνωμοσύνην, εγώ όστις νεωστί έλαβον την αρχήν; Εδώ εις ημάς δεν ηξεύρω αν κανείς ακόμη ανέβη από αυτούς και δεν ενθυμούμαι να οφείλω τι εις Έλληνα. Μολοντούτο είσαξέ τον διά να μάθω τι θέλει να είπη με τους λόγους τούτους.» Εισήγαγεν ο πυλωρός τον Συλοσώντα• άμα δε ούτος εισήλθεν εις τον βασιλικόν θάλαμον, οι διερμηνείς τον ηρώτησαν τις ήτο και τι έπραξε διά να λέγη εαυτόν ευεργέτην του βασιλέως. Ο δε Συλοσών διηγήθη όλην την υπόθεσιν του μανδύου, προσθείς ότι αυτός ήτο όστις τον έδωκε. Τότε ο Δαρείος απεκρίθη• «Ω γενναιότατε ανδρών, συ ήσο όστις με εδώρησας τον μανδύαν ότε δεν είχον ακόμη καμμίαν δύναμιν; Το δώρον ήτο μικρόν, αλλ' η ευγνωμοσύνη μου είναι η αυτή ως εάν σήμερον ελάμβανόν τι μέγα. Προς αμοιβήν θα σοι δώσω χρυσόν και άργυρον άπειρον διά να μη μετανοήσης ποτέ ότι ευηργέτησας τον Δαρείον, τον υιόν του Υστάσπους.» Απεκρίθη δε εις ταύτα ο Συλοσών• «Μη με δίδης, ω βασιλεύ, μήτε χρυσόν μήτε άργυρον, αλλά σώσας της πατρίδα μου Σάμον την οποίαν αφότου ο αδελφός μου Πολυκράτης εφονεύθη υπό του Οροίτου κατέχει είς των δούλων μας, δος μοι αυτήν άνευ σφαγών και δουλείας.»
141. Ταύτα ακούσας ο Δαρείος έπεμψε στρατόν και στρατηγόν τον Οτάνην όστις ήτο είς εκ των επτά, διατάξας αυτόν να εκπληρώση όσα εζήτησεν ο Συλοσών. Καταβάς δε εις το παράλιον ο Οτάνης, ητοίμαζε την εκστρατείαν.
142. Κατείχε δε την εξουσίαν εις την Σάμον ο Μαιάνδριος, υιός του Μαιανδρίου, κρατήσας αυτήν αφότου ο Πολυκράτης τον αφήκεν επίτροπόν του. Ούτος μολονότι επεθύμει να φανή δικαιότατος άνθρωπος, δεν το κατώρθωσεν. Άμα μαθών τον θάνατον του Πολυκράτους, έπραξε ταύτα• πρώτον μεν ίδρυσε βωμόν του Ελευθερίου Διός, πέριξ του οποίου έστησε το τέμενος τα οποίον υπάρχει ακόμη εις το προάστειον. Αφού δε ετελείωσε τας εργασίας ταύτας, συνήθροισεν εκκλησίαν όλων των πολιτών και είπε τα εξής• «Ως γνωρίζετε, το σκήπτρον και πάσα η δύναμις του Πολυκράτους περιήλθον εις εμέ, και δύναμαι τώρα, εάν θέλω να άρχω υμών• εγώ όμως δεν θα πράξω, εφ' όσον το δυνατόν, ό,τι μέμφομαι εις τους άλλους, διότι ούτε ο Πολυκράτης δεν με ήρεσκε δεσπόζων ανδρών ομοίων του, ούτε άλλος όστις πράττει τα αυτά. Ο Πολυκράτης λοιπόν τώρα εξεπλήρωσε το πεπρωμένον του, εγώ δε καταθέτων ενταύθα την αρχήν κηρύττω ισονομίαν. Κρίνω όμως δίκαιον να με δοθή η εξής αμοιβή• πρώτον να λάβω τάλαντα εκ της περιουσίας του Πολυκράτους• δεύτερον να παραχωρηθή εις εμέ και εις τους απογόνους μου ισοβίως η ιερωσύνη του Ελευθερίου Διός, εις τον οποίον έκτισα ιερόν και χάριν του οποίου σας αποδίδω την ελευθερίαν.» Αυτός μεν ταύτα είπε προς τους Σαμίους• είς δ' εξ αυτών εγερθείς είπεν• «Αλλ' ούτε είσαι άξιος να άρχης ημών• συ όστις είσαι ταπεινής καταγωγής και υπήρξες όλεθρος ημών• σκέφθητι δε μάλλον πώς θα δώσης λόγον των χρηστών τα οποία διεχειρίσθης.»
143. Εκείνος όστις ωμίλησε τοιουτοτρόπως ήτο σημαντικός μεταξύ των Σαμίων και ωνομάζετο Τελέσαρχος. Τότε ο Μαίανδρος ενόησεν ότι εάν απέθετε την αρχήν, άλλος τύραννος θα ελάμβανε την θέσιν του• δεν εσκέφθη λοιπόν πλέον να την αφήση. Όθεν, άμα απήλθεν εις την ακρόπολιν, προσκαλέσας τους πρώτους του λαού ένα έκαστον, επί τη προφάσει να τοις δώση λόγον της διαχειρίσεως των χρημάτων, τους συνέλαβε και τους έρριψεν εις τα δεσμά. Και ούτοι μεν ήσαν δεσμώται• εν τω μεταξύ δε ο Μαιάνδριος ησθένησεν, ο δε αδελφός του Λυκάρητος, νομίζων ότι έμελλε να αποθάνη, απέκτεινεν όλους τους δεσμώτας διά να καταλάβη ευκολώτερον την εξουσίαν της Σάμου, διότι οι πολίται εφαίνοντο ότι δεν ήθελον να ήναι ελεύθεροι.
144. Όταν οι Πέρσαι έφθασαν εις την Σάμον φέροντες τον Συλοσώντα, κανείς δεν επέφερε την παραμικράν αντίστασιν• αλλά και αυτοί οι οπαδοί του Μαιανδρίου και αυτός ο Μαιάνδριος είπον ότι ήσαν έτοιμοι να αναχωρήσωσιν από την νήσον με συνθήκην. Δεχθέντος δε του Οτάνους τας συμφωνίας ταύτας, και ποιήσαντος σπονδάς, οι σημαντικώτατοι των Περσών έστησαν θρόνους και εκάθισαν αντικρύ της ακροπόλεως.
145. Είχε δε ο τύραννος Μαιάνδριος αδελφόν ολίγον παράφορον, όστις εκαλείτο Χαρίλαος• ο αδελφός ούτος ήτο δέσμιος εις την ειρκτήν διά σφάλμα τι. Ακούσας κατ' εκείνην την στιγμήν τα γινόμενα και κύψας διά της οπής της ειρκτής, είδε τους Πέρσας ησύχως καθημένους και εφώναξε ζητών να ομιλήση με τον Μαιάνδριον. Ακούσας τούτο ο Μαιάνδριος, διέταξε να τον λύσωσι και να τον φέρωσιν ενώπιόν του. Άμα δε τον έφεραν, επέπληξε τον αδελφόν του, τον ύβρισε και τον παρεκίνησε να φονεύση τους Πέρσας, λέγων• «Εμέ μεν, ω κάκιστε άνθρωπε, όντα αδελφόν σου και μη πράξαντα τίποτε άξιον δεσμών, με έδεσες και με έρριψες εις την ειρκτήν, βλέπων δε τους Πέρσας οίτινες σε διώκουσι και σε καθιστώσιν άνοικον, δεν τολμάς να τους τιμωρήσης, ενώ είναι τόσον εύκολον να τους νικήσης. Αλλ' εάν συ τους φοβήσαι, δος εις εμέ τους επικούρους και εγώ τους τιμωρώ διότι ήλθον εδώ. Σε δε είμαι έτοιμος να εκπέμψω εκ της νήσου.»
146. Ταύτα είπεν ο Χαρίλαος• ο δε Μαιάνδριος εδέχθη την αίτησίν του, ουχί ως φρονώ διότι έφθασεν εις τόσην ανοησίαν ώστε να νομίζη ότι διά των δυνάμεών του ήθελε νικήσει τον βασιλέα, αλλά μάλλον εκ φθόνου προς τον Συλοσώντα, ότι έμελλε χωρίς κόπον να επαναλάβη την πόλιν ακέραιον. Ο σκοπός του λοιπόν ήτο να ερεθίση τους Πέρσας, να εξασθενίση την Σάμον και να την παραδώση εις αυτήν την κατάστασιν, ηξεύρων ότι αν εβλάπτοντο οι Πέρσαι ήθελον φερθή σκληρώς προς τους Σαμίους, και βέβαιος ων επίσης ότι ηδύνατο να εξέλθη της πόλεως ασφαλέστατα όταν ήθελε• διότι είχε κατασκευάσει μυστικήν διώρυχα φέρουσαν από της ακροπόλεως εις την θάλασσαν. Απέπλευσε λοιπόν ο Μαιάνδριος εκ της νήσου ακριβώς κατά την στιγμήν καθ' ην ο Χαρίλαος οπλίσας πάντας τους επικούρους και ανοίξας τας πύλας εξήλθε διά να κτυπήση τους Πέρσας οίτινες δεν περιέμενον τοιούτο τι και ενόμιζον ότι τα πάντα είχον συμβιβασθή. Επιπεσόντες λοιπόν οι επίκουροι κατ' αυτών εφόνευσαν τους μάλλον σημαντικούς, εκείνους οίτινες εδιφροφορούτο. Αλλ' ενώ εφόνευον αυτούς, ήλθε προς βοήθειαν ο άλλος Περσικός στρατός και επιπεσών κατά των επικούρων ηνάγκασεν αυτούς να κλεισθώσιν εις την ακρόπολιν.
147. Ο Οτάνης, μάρτυς της καταστροφής ταύτης, ενθυμήθη τας διαταγάς τας οποίας τω έδωκεν ο Δαρείος αποστέλλων αυτόν, να μη φονεύση κανένα, να μη δουλώση κανένα και να αποδώση την νήσον εις τον Συλοσώντα αβλαβή• τας ενθυμήθη και συγχρόνως τας ελησμόνησε• διέταξε λοιπόν τον στρατόν να φονεύση πάντα ον ήθελε συλλάβει, άνδρα ή παιδίον. Τότε οι μεν εκ του στρατού επολιόρκησαν την ακρόπολιν, οι δε εφόνευον πάντα ον εύρισκον ενώπιόν των, είτε εις τας οδούς, είτε εις τους ναούς.
148. Ο δε Μαιάνδριος, φυγών από την Σάμον, έπλευσε προς την Λακεδαίμονα. Φθάσας εκεί με όλα τα πράγματα όσα έλαβε μεθ' εαυτού αναχωρών, έπραξε τα εξής. Εξέβαλε ποτήρια χρυσά και αργυρά, και οι μεν υπηρέται τα εκαθάριζον, αυτός δε κατ' εκείνην την στιγμήν εξήλθε διά να συνομιλήση μετά του Κλεομένους του Αναξανδρίδου, βασιλέως της Σπάρτης, τον οποίον έπειτα έφερεν εις την κατοικίαν του. Όταν ο Κλεομένης είδε τα ποτήρια, εθαύμασε και εξεπλάγη. Αμέσως ο Μαιάνδριος τον προσκαλεί να λάβη όσα θέλη, αλλ' εις μάτην επαναλαμβάνει την παράκλησίν του δις και τρις, ο Κλεομένης δεικνύεται δικαιότατος άνθρωπος και δεν κρίνει πρέπον να δεχθή τα προσφερόμενα. Εννοών δε ότι άλλοι πολίται ηδύναντο να δελεασθώσιν από τα δώρα και να εύρη ίσως ο Μαίανδρος υπεράσπισιν, μετέβη προς τους εφόρους και τοις είπεν ότι συμφέρει εις την Σπάρτην να αναχωρήση ο Σάμιος ξένος εκ της Πελοποννήσου διά να μη αναπείση ή αυτόν ή άλλον τινά Σπαρτιάτην να γίνη κακός. Υπακούσαντες δε οι έφοροι διέταξαν διά του κήρυκος τον Μαιάνδριον να αναχωρήση.
149. Οι δε Πέρσαι, περικυκλώσαντες την Σάμον ως εντός δικτύου, την παρέδοσαν εις τον Συλοσώντα έρημον κατοίκων. Μετά τινα χρόνον όμως ο Οτάνης ανενέωσε τον πληθυσμόν της συνεπεία ονείρου τινός το οποίον είδε και ασθενείας τινός ήτις τον ηκολούθησεν εις τα αιδοία.
150. Καθ' ην στιγμήν ο στόλος ανεχώρει διά την Σάμον απεστάτησαν οι Βαβυλώνιοι καλώς προητοιμασμένοι καθ' όλα• διότι από της εποχής του μάγου, της συνωμοσίας των επτά και των ταραχών αίτινες επηκολούθησαν, παρεσκευάζοντο διά την πολιορκίαν χωρίς να τους εννοήση κανείς. Αφού δε επανέστησαν αναφανδόν, έλαβον και τα εξής μέτρα• έκαστος εξελέξατο την γυναίκα την οποίαν επροτίμα περισσότερον από τας άλλας της οικίας, πλην των μητέρων τας οποίας έθεσαν κατά μέρος, έπειτα συνήθροισαν τας λοιπάς και τας έπνιξαν. Είχε λοιπόν έκαστος μίαν γυναίκα διά να κατασκευάζη τα φαγητά του, τας δε λοιπάς έπνιξαν διά να οικονομώσι τας τροφάς.
151. Μαθών τούτο ο Δαρείος, συνήθροισεν όλας τας δυνάμεις του, εστράτευσε κατ' αυτών, έφθασεν εις την Βαβυλώνα και επολιόρκησε τους κατοίκους μηδόλως μεριμνώντας περί τούτου. Τωόντι οι Βαβυλώνιοι, αναβαίνοντες εις τους προμαχώνας, εχόρευον και έσκωπτον τον Δαρείον και τον στρατόν του• είς δ' εξ αυτών είπε τους λόγους τούτους• «Διατί μένετε εδώ, ω Πέρσαι, και δεν αναχωρείτε. Θα μας κυριεύσετε τότε όταν ημίονοι γεννήσωσι.» Ταύτα είπεν είς των Βαβυλωνίων νομίζων ότι ποτέ ημίονος δεν ειμπορεί να γεννήση.
152. Έν έτος και επτά μήνες είχον ήδη παρέλθει, ο δε Δαρείος και όλος ο στρατός ηγανάκτουν διότι δεν ηδύναντο να κυριεύσωσι την πόλιν, μολονότι ετέθησαν εις ενέργειαν όλα τα στρατηγήματα και όλαι αι μηχαναί. Μεταξύ δε των άλλων στρατηγημάτων, απεπειράθησαν και εκείνο με το οποίον επέτυχεν άλλοτε ο Κύρος. Αλλ' οι Βαβυλώνιοι είχον λάβει μεγάλας προφυλάξεις και δεν ηδύνατο να τους κυριεύση.
153. Ενώ εγίνοντο ταύτα, κατά τον εικοστόν μήνα, συνέβη το εξής θαύμα εις τον Ζώπυρον τον υιόν του Μεγαβύζου, εκείνου όστις υπήρξεν είς των επτά κατά του μάγου συνωμοσάντων. Μία από τας σιτοφόρους ημιόνους του εγέννησεν. Όταν δε τω ανήγγειλον τούτο δεν επίστευσε και μετέβη ο ίδιος διά να ίδη τον πώλον. Παραγγείλας δε εις τους υπηρέτας του να μη φανερώσωσιν εις κανένα το γεγονός, εσκέπτετο πολλά καθ' εαυτόν. Τότε ενθυμήθη τους λόγους του Βαβυλωνίου όστις κατά την έναρξιν της πολιορκίας είχεν ειπεί ότι θα κυριευθή το τείχος όταν γεννήσωσιν ημίονοι, και έκρινεν ότι ηδύνατο τέλος να κυριευθή η Βαβυλών, καθότι επίστευεν ότι κατά θείαν βούλησιν ο Βαβυλώνιος είπε τον λόγον εκείνον και εγέννησεν η ημίονός του.
154. Επειδή λοιπόν τω εφαίνετο ότι απεφασίσθη υπό της μοίρας να κυριευθή η Βαβυλών, μετέβη προς τον Δαρείον και τον ηρώτησεν εάν είχε μεγάλην επιθυμίαν να κυριεύση την πόλιν ταύτην, Ότε δε έμαθεν ότι επεθύμει πολύ, ήρχισε να σκέπτεται πώς να την κυριεύση ο ίδιος και πώς το έργον να αποδοθή εις αυτόν, διότι εις τους Πέρσας τα κατορθώματα ανταμείβονται διά μεγίστων τιμών. Δι' άλλου τρόπου λοιπόν δεν έβλεπεν ότι ηδύνατο να κυριεύση την Βαβυλώνα ειμή πρώτον να πληγώση εαυτόν και έπειτα να αυτομολήση εις τους Βαβυλωνίους. Ούτω δε αψηφήσας τους πόνους επλήγωσεν εαυτόν με πληγάς ανιάτους• καθότι κόψας την ρίνα και τα ώτα και περικείρας ακανονίστως την κόμην και μαστιγώσας εαυτόν παρουσιάσθη ενώπιον του Δαρείου.
155. Ο δε Δαρείος ελυπήθη πολύ ιδών λελωβημένον ένα των σημαντικωτάτων του στρατού• όθεν αναπηδήσας από τον θρόνον ανεβόησε και τον ηρώτησε ποίος ο πληγώσας αυτόν και διά ποίαν αιτίαν. Ο δε Ζώπυρος απεκρίθη• «Δεν υπάρχει άνθρωπος, εκτός σου, όστις να έχη τόσην δύναμιν ώστε να με φέρη εις αυτήν την κατάστασιν• ούτε άλλος τις ξένος, ω βασιλεύ, έπραξε τούτο, αλλ' εγώ ο ίδιος, μη ανεχόμενος να σκώπτωσι τους Πέρσας οι Ασσύριοι.» Απεκρίθη ο Δαρείος• «Ω σκληρότατε άνθρωπε, εις αισχίστην πράξιν έδωσες κάλλιστον όνομα, λέγων ότι ένεκα των πολιορκουμένων επληγώθης ανιάτως. Νομίζεις λοιπόν, ω ανόητε άνθρωπε, ότι σού καταπληγωθέντος οι εχθροί θα παραδοθώσι ταχύτερον; τόσον λοιπόν έχασες τας φρένας σου ώστε να έλθης εις αυτήν την κατάστασιν;» Ο δε Ζώπυρος απήντησεν• «Εάν σοι εκοινοποίουν τι έμελλον να πράξω, βεβαίως θα με εμπόδιζες• τώρα όμως το έπραξα χωρίς να ερωτήσω κανένα και ήλθεν η στιγμή καθ' ην, εκτός εάν δείξης καμμίαν έλλειψιν, θα κυριεύσωμεν την Βαβυλώνα, διότι όπως είμαι θα αυτομολήσω εις την πόλιν, θα είπω εις τους πολιορκουμένους ότι από σε έπαθον ταύτα και νομίζω, αφού τους πείσω περί τούτου, να μοι αναθέσωσι την στρατηγίαν. Συ εν τούτοις, την δεκάτην ημέραν μετά την είσοδόν μου εις τα τείχη των, παράταξον προς την πύλην της Σεμιράμιδος χιλίους στρατιώτες εξ εκείνων τους οποίους δεν φροντίζεις πολύ εάν χαθώσι• μετά τούτο, περίμενον ακόμη επτά ημέρας, έπειτα παράταξον άλλους δισχιλίους προς την πύλην των Νινίων• μετά την εβδόμην δε ταύτην ημέραν, άφες ακόμη να παρέλθωσιν είκοσιν ημέραι, και παράταξον τρισχιλίους στρατιώτας προς την πύλην των Χαλδαίων. Τόσον ούτοι όσον και οι προηγούμενοι να μη έχωσιν άλλο αμυντήριον όπλον πλην εγχειριδίων• αυτά μόνον άφες τους να έχωσι. Μετά την εικοστήν ημέραν διάταξον αμέσως το άλλο στράτευμα να κάμη έφοδον περί την πόλιν, θέσον δε δι' εμέ τους Πέρσας παρά τας Βηλίδας και Κισσίας λεγομένας πύλας, διότι δεν αμφιβάλλω ότι οι Βαβυλώνιοι, αφού με ίδωσι να εκτελέσω τόσα κατορθώματα, θα εμπιστευθώσιν εις εμέ και τα άλλα πράγματα και προς τούτοις τας κλείδας των πυλών. Περί των λοιπών δε θα φροντίσωμεν εγώ και οι Πέρσαι.»
156. Ταύτα παραγγείλας επορεύετο προς τας πύλας επιστρεφόμενος πολλάκις ως αν ήτο αληθώς αυτόμολος. Ιδόντες αυτόν οι επί των επάλξεων τοποθετημένοι σκοποί, κατέβησαν μετά σπουδής, ήνοιξον ολίγον μίαν πύλην και τον ηρώτησαν τις ήτο και τι ήθελε. Τοις είπεν ότι ήτο ο Ζώπυρος και ότι κατέφευγεν εις αυτούς. Ακούσαντες ταύτα οι πυλωροί τον έφεραν εις το κοινόν των Βαβυλωνίων, όπου παρουσιασθείς ελεεινολόγει εαυτόν λέγων ότι έπαθεν υπό του Δαρείου όσα έπαθεν αφ' εαυτού• προσέθηκε δε ότι τα έπαθεν επειδή συνεβούλευσε τον Δαρείον να λύση την πολιορκίαν, αφού δεν εφαίνετο ότι υπήρχε μέσον να κυριευθή η πόλις. «Τώρα, εξηκολούθησεν, ω Βαβυλώνιοι, έρχομαι προς σας διά μεγίστην ωφέλειαν υμών και μεγίστην βλάβην του Δαρείου και του στρατού και των Περσών• διότι αφού με έφερεν εις τοιαύτην κατάστασιν δεν θα απέλθη ατιμώρητος και ηξεύρω λεπτομερώς όλα του τα σχέδια.» Ταύτα είπεν ο Ζώπυρος.
157. Οι δε Βαβυλώνιοι, βλέποντες άνδρα εκ των πρώτων Περσών στερηθέντα ρινός και ώτων, πλήρη αίματος και μαστιγώσεων, επίστευσαν άνευ της παραμικράς αμφιβολίας ότι έλεγε την αλήθειαν και ότι ήλθε να πολεμήση δι αυτούς• προθύμως λοιπόν τω έδοσαν ό,τι εζήτει• τοις εζήτησε δε στρατόν. Αφού δε επέτυχεν ό,τι επεθύμει, εξετέλεσεν όσα συνεφώνησε μετά του Δαρείου. Την δεκάτην ημέραν εξέβαλε τον στρατόν των πολιορκουμένων, και περικυκλώσας τους χιλίους τους οποίους παρήγγειλεν εις τον Δαρείον να πέμψη πρώτους, κατέκοψεν αυτούς. Πεισθέντες δε οι Βαβυλώνιοι ότι τα έργα του ήσαν σύμφωνα με τους λόγους του, πάνυ περιχαρείς ήσαν έτοιμοι να τον υπηρετώσιν εις ό,τι διέταττεν. Ο δε αφήσας να παρέλθωσιν αι συμπεφωνημέναι ημέραι, εκλέξας πάλιν τινάς Βαβυλωνίους εξήλθε και κατέκαψε τους δισχιλίους του Δαρείου. Ιδόντες δε και τούτο το έργον οι Βαβυλώνιοι, όλοι είχον εις το στόμα το όνομα του Ζωπύρου και υπερεπήνουν αυτόν. Ούτος δε πάλιν αφήσας να παρέλθωσι και αι άλλαι συμπεφωνημένα ημέραι, έκαμε τρίτην έξοδον εις το προειρημένον μέρος, περιεκύκλωσε τους τετρακισχιλίους και εφόνευσεν αυτούς. Μετά το τελευταίον δε τούτο κατόρθωμα ο Ζώπυρος ήτο το παν εις τους πολιορκουμένους, οίτινες τον κατέστησαν στρατάρχην και τειχοφύλακα.
158. Όταν όμως ο Δαρείος έκαμε κατά τα συμπεφωνημένα γενικήν έφοδον κατά του τείχους εξ όλων των μερών, όλος ο δόλος του Ζωπύρου απεκαλύφθη• διότι, ενώ οι Βαβυλώνιοι από των τειχών ημύνοντο και απέκρουον τον στρατόν, ο Ζώπυρος, ανοίξας τας Κισσίας και τας Βηλίδας καλουμένας πύλας, εισήγαγε τους Πέρσας εις το κέντρον της πόλεως. Εκ δε των Βαβυλωνίων όσοι μεν είδον τα πραττόμενα κατέφυγον εις τον ναόν του Διός του Βήλου, όσοι δε δεν τα είδον έμειναν εις την θέσιν των μέχρις ου έμαθον και αυτοί ότι επροδώθησαν. Τοιουτοτρόπως η Βαβυλών εκυριεύθη εκ δευτέρου.
159. Ο δε Δαρείος, αφού υπέταξε τους Βαβυλωνίους, εκρήμνισε τα τείχη και απέσπασεν όλας τας πύλας• ο Κύρος, ο πρώτος κατακτητής της Βαβυλώνος, δεν έπραξεν ούτε το έν ούτε το άλλο. Επί πάσιν ο βασιλεύς ανεσκολόπισε τρισχιλίους εκ των κορυφαίων πολιτών, επιτρέψας εις τους λοιπούς να κατοικώσι την πόλιν. Διά να έχωσι δε γυναίκας οι Βαβυλώνιοι (διότι είχον πνίξει τας ιδικάς των, ως εφανέρωσα εις τας αρχάς, διά να οικονομήσωσι τας τροφάς) διέταξε τα γείτονα έθνη να στείλωσι γυναίκας εις την Βαβυλώνα, κανονίσας εκάστου την αναλογίαν, ώστε το όλον των συναθροισθεισών γυναικών ήτο πεντήκοντα χιλιάδες. Εκ τούτων δε των γυναικών κατάγονται οι σήμερον Βαβυλώνιοι.
160. Κατά την κρίσιν του Δαρείου, ουδείς υπερέβη τον Ζώπυρον κατά την ανδραγαθίαν, ούτε εκ των προγενεστέρων ούτε εκ των συγχρόνων, πλην του Κύρου, διότι ποτέ Πέρσης δεν ενόμισεν ότι δύναται να παραβληθή με τον τελευταίον τούτον. Λέγουσι δε ότι πολλάκις ο Δαρείος επανέλαβε τους λόγους τούτους• ότι επροτίμα μάλλον να μη υποστή την βλάβην εκείνην ο Ζώπυρος, παρά να κατακτήση αυτός άλλας είκοσι Βαβυλώνας εκτός εκείνης την οποίαν κατέκτησε. Τον ετίμησε δε υπερβαλλόντως, καθότι κατ' έτος τω έδιδε δώρα όσα οι Πέρσαι νομίζουσι πολυτιμότατα• τω έδωκε προς τούτοις να κυβερνά ισοβίως την Βαβυλώνα αφορολόγητον, και άλλα πολλά προνόμια τω εχάρισεν. Εκ του Ζωπύρου δε τούτου εγεννήθη ο Μεγάβυζος όστις εις την Αίγυπτον επολέμησε κατά των Αθηναίων και των συμμάχων• και εκ του Μεγαβύζου τούτου εγεννήθη ο Ζώπυρος όστις μετηνάστευσεν εκ της Περσίας διά να κατοικήση εις τας Αθήνας.
ΒΙΒΛΙΟΝ TΕTAPTOΝ
Μ Ε Λ Π Ο Μ Ε Ν Η.
1. Μετά δε την άλωσιν της Βαβυλώνος, εγένετο η κατά των Σκυθών εκστρατεία του Δαρείου• διότι ανθούσης της Ασίας και εισρεόντων πολλών χρημάτων, ηθέλησεν ο Δαρείος να τιμωρήση τους Σκύθας επειδή ούτοι πρώτοι εισβαλόντες εις την Μηδικήν χώραν και νικήσαντες τους εναντιουμένους, ήρχισαν αδικούντες. Τωόντι, ως είπον προηγουμένως, οι Σκύθαι ήρξαν της άνω Ασίας έτη εικοσιοκτώ• εισήλθον δε εις την Ασίαν διώκοντες τους Κιμμερίους και κατέλυσαν την ηγεμονίαν των Μήδων, οίτινες ήρχον της Ασίας πριν ή έλθωσιν οι Σκύθαι. Οι ίδιοι λοιπόν ούτοι Σκύθαι, μετά απουσίαν εικοσιοκτώ ετών, επιστρέφοντες εις τον τόπον των, έμελλον να υποστώσι πόλεμον όχι μικρότερον του Μηδικού. Εύρον εναντιούμενον εις αυτούς ουκ ολίγον στρατόν• διότι αι γυναίκες των Σκυθών, ένεκα της πολυχρονίου απουσίας των ανδρών των, είχον σχέσεις με τους δούλους.
2. Έχουσι δε οι Σκύθαι δούλους τυφλούς ένεκα του γάλακτος το οποίον πίνουσι και το οποίον συνάζουσι κατά τον εξής τρόπον. Λαμβάνοντες φυσητήρας οστεΐνους, παρεμφερεστάτους με αυλούς, εμβάλλουσιν αυτούς εις τα γεννητικά μόρια των φοράδων και φυσώσι διά του στόματος• ενώ δε αυτοί φυσώσιν, άλλοι αμέλγουσι. Λέγουσι δε ότι πράττουσι τούτο διά την εξής αιτίαν• αι φλέβες της ίππου πληρούμεναι ανέμου εξογκούνται και καταβαίνουσιν οι μαστοί. Αφού δε αμέλξωσι το γάλα, το χύνουσιν εντός ξυλίνων αγγείων κοίλων και στήσαντες πέριξ τους τυφλούς το κινούσι. Και όσον μεν μένει εις την επιφάνειαν το αποσύρουσι νομίζοντες αυτό ως καλλίτερον. Διά την αιτίαν ταύτην οι Σκύθαι τυφλούσιν εκείνους τους οποίους αιχμαλωτεύουσιν. Είναι δε οι Σκύθαι ούτοι ουχί γεωργοί, αλλά νομάδες.
3. Εκ των δούλων τούτων και των γυναικών εγεννήθησαν παίδες οίτινες μαθόντες την γέννησίν των εξήλθον εναντίον των Σκυθών οι οποίοι επέστρεφον εκ της Μηδίας. Και πρώτον μεν περιεχαράκωσαν την χώραν ορύξαντες ευρείαν τάφρον την οποίαν εξέτεινον από των Ταυρικών ορέων μέχρι της Μαιώτιδος λίμνης, ήτις εστί μεγίστη. Έπειτα, επειδή οι Σκύθαι προσεπάθουν να εισβάλωσι, παρετάχθησαν εις το απέναντι μέρος της τάφρου και επολέμουν. Γενομένης δε μάχης πολλάκις και μη κατορθούντων των Σκυθών να υπερτερήσωσιν, είς αυτών είπε τα εξής• «Τι πράττομεν, ω Σκύθαι, πολεμούντες τους δούλους μας; Εάν μεν φονευώμεθα ολιγοστεύομεν, εάν δε τους φονεύωμεν, ελαττούμεν τον αριθμόν εκείνων επί των οποίων ήμεθα κύριοι. Ακούσατέ με λοιπόν• ας αφήσωμεν τα τόξα και τα ακόντια, και λαβόντες τας μάστιγας των ίππων ας πλησιάσωμεν αυτούς• διότι ενόσω βλέπουσιν ημάς με όπλα, νομίζουσιν ότι είναι όμοιοι μας και από ομοίους γονείς γεννηθέντες• αλλ' εάν μας ίδωσι κρατούντας μάστιγας αντί όπλων, θα εννοήσωσιν ότι είναι δούλοι ημών, και άμα το εννοήσωσι, δεν θα αντισταθώσι πλέον.»
4. Ακούσαντες ταύτα οι Σκύθαι τα έθεσαν εις ενέργειαν• οι δε δούλοι εκπλαγέντες ελησμόνησαν την μάχην και έφυγον. Τοιουτοτρόπως οι Σκύθαι, αφού εκυρίευσαν την Ασίαν, διωχθέντες από τους Μήδους, μετεχειρίσθησαν το μέσον τούτο διά να εισέλθωσιν εις την πατρίδα των. Ο δε Δαρείος, θέλων να τους εκδικηθή διά την εισβολήν των, συνήθροισε στράτευμα εναντίον των.
5. Ως λέγουσιν οι Σκύθες, το νεώτατον όλων των εθνών είναι το ιδικόν των και εγένετο ούτω πως• ο πρώτος άνθρωπος της χώρας ταύτης, ερήμου έως τότε, ωνομάζετο Γαργίταος• γονείς δε του Γαργιτάου τούτου λέγουσιν ότι είναι ο Ζευς και μία θυγάτηρ του ποταμού Βορυσθένους, όπερ εις εμέ μεν δεν φαίνεται πιστευτόν, το λέγουσιν όμως. Και η μεν καταγωγή του Γαργιτάου τοιαύτη ήτο• εξ αυτού δε εγεννήθησαν τρεις παίδες, ο Λιπόξαϊς, ο Αρπόξαϊς και ο νεώτατος Κολάξαϊς. Επί της βασιλείας αυτών, εκ του ουρανού φερόμενα χρυσά έργα, άροτρον, ζυγός, πέλεκυς, ποτήριον, έπεσαν εις την Σκυθικήν. Πρώτος ο πρεσβύτατος τα είδε και επλησίασε διά να τα λάβη• αλλ' εις την προσέγγισιν του ο χρυσός εξέβαλε φλόγας. Μακρυνθέντος αυτού, επλησίασεν ο δεύτερος αλλά συνέβησαν τα αυτά. Ο δε καίων χρυσός, αφού απώθησε τους δύο τούτους, εσβέσθη όταν επλησίασεν ο τρίτος ο νεώτατος όστις τον έλαβε και τον έφερε εις την κατοικίαν του. Οι πρεσβύτεροι λοιπόν αδελφοί, εννοήσαντες τι εσήμαινε το θαύμα εκείνο, παρέδωκαν όλην την βασιλείαν εις τον νεώτατον.
6. Από μεν του Λιποξάιος κατάγονται οι Σκύθαι των οποίων το γένος καλείται Αυχάται• από δε του δευτέρου Αρποξάιος οι λεγόμενοι Κατίαροι και Κράσπιες, από δε του νεωτάτου αυτών οι βασιλικοί Σκύθαι οι καλούμενοι Παραλάται. Όλοι δε κοινώς καλούνται Σκόλοτοι, από του ονόματος του βασιλέως των• Σκύθας δε τους ωνόμασαν οι Έλληνες.
7. Τοιαύτη, ως λέγουσιν οι Σκύθαι, είναι η καταγωγή των, προσθέτουσι δε ότι παρήλθον χίλια έτη, όχι περισσότερα, αλλ' ακριβώς τόσα, από του βασιλέως Γαργιτάου μέχρι της επιδρομής του Δαρείου. Τον ιερόν δε τούτον χρυσόν φυλάττουσιν οι βασιλικοί Σκύθαι επιμελώς και κατ' έτος τω αποτείνουσι δεήσεις και ζητούσι να τον καταστήσωσιν ευμενή διά μεγάλων θυσιών. Όστις δε κρατών τον χρυσόν διαρκούσης της εορτής αποκοιμηθή εν υπαίθρω, αυτός, λέγουσιν οι Σκύθαι, δεν ζη εκείνον τον χρόνον, και διά τούτο δίδεται εις αυτόν τόση γη όσην δύναται να διατρέξη έφιππος εις μίαν ημέραν. Επειδή δε η χώρα είναι μεγάλη, ο Κολάξαϊς την διένειμε διά τους υιούς του εις τρία βασίλεια, και εξ αυτών έν έκαμε μέγιστον, εκείνο όπου φυλάττεται ο χρυσός. Τα απώτερα μέρη τα προς άρκτον των κατοικουμένων χωρών, λέγουσιν οι Σκύθαι ότι ούτε να τα ίδη τις δύναται ούτε να τα πλησιάση ένεκα των πτερών τα οποία είναι κεχυμένα εις τον αέρα και εις το έδαφος• είναι δε τόσα πολλά, ώστε εμποδίζουσι την όρασιν.
8. Ταύτα λέγουσιν οι Σκύθαι περί εαυτών και περί της χώρας των• αλλ' οι Έλληνες οι κατοικούντες τας όχθας του Ευξείνου πόντου άλλως διηγούνται τα πράγματα. Ο Ηρακλής, λέγουσιν, ελαύνων τας βους του Γηρυόνου, έφθασεν εις την έρημον γην την οποίαν νέμονται σήμερον οι Σκύθαι. O Γηρυόνης κατώκει μακράν του Πόντου, εις την νήσον την οποίαν οι Έλληνες καλούσιν Ερύθειαν, κειμένην πλησίον των Γαδείρων, εν τω Ωκεανώ, πέραν των Ηρακλείων στηλών. Ο δε Ωκεανός ούτος λέγουσι μεν ότι αρχίζει από το μέρος όπου ανατέλλει ο ήλιος και τρέχει περί όλην την γην, αλλά δεν φέρουσιν ουδεμίαν απόδειξιν τούτου. Εντεύθεν ο Ηρακλής έφθασεν εις την σήμερον καλουμένην Σκυθικήν χώραν, όπου ο χειμών και το ψύχος τον κατέλαβον• εκαλύφθη λοιπόν με την λεοντήν και εκοιμήθη. Αλλ' οι ίπποι του οχήματος, βόσκουσαι εις αυτό το διάστημα, εγένοντο άφαντοι κατά υπερφυσικήν τινα αιτίαν.
9. Ότε ηγέρθη ο Ηρακλής τας εζήτει, και διατρέξας όλην την χώραν έφθασε τέλος εις την καλουμένην Υλαίαν. Εκεί εύρεν εντός άντρου μιξοπάρθενόν τινα έχιδναν, της οποίας τα μεν άνω των γλουτών ήσαν γυναικός, τα δε κάτω όφεως. Ιδών αυτήν και θαυμάσας ο Ηρακλής, την ηρώτησεν εάν είδε που ίππους πλανωμένας• εκείνη δε είπεν ότι τας έχει, αλλά δεν τας αποδίδει εις αυτόν πριν ή μιχθή μετ' αυτής. Επί τω όρω τούτω εμίγη μετ' αυτής ο Ηρακλής, αλλ' η έχιδνα ανέβαλλε την απόδοσιν των ίππων, επιθυμούσα να ζη μετ' αυτού οίον το δυνατόν πλειότερον χρόνον. Εκείνος όμως ήθελε να τας λάβη και να αναχωρήση. Τέλος πάντων τας απέδωκε λέγουσα προς αυτόν. ««Τας μεν ίππους ταύτας εδώ σοι έσωσα εγώ, συ δε μοι επλήρωσες τα σώστρα, διότι συνέλαβον εκ σου τρεις παίδας• τούτους αφού γίνωσιν άνδρες, τι πρέπει να τους κάμω; να τους αποκαταστήσω εις την χώραν ταύτην της οποίας είμαι κυρία, ή να τους πέμψω προς σε;» Εκείνη μεν ταύτα ηρώτησεν• ο δε Ηρακλής, ως λέγουσιν οι Έλληνες, απεκρίθη• «Όταν ίδης τους παίδας να γίνωσιν άνδρες, δεν θα σφάλης πράττουσα αυτό το οποίον θα σοι είπω. Αποκατάστησον εις την χώραν εκείνον εκ των τριών τον οποίον θα ίδης τείνοντα τοιουτοτρόπως το τόξον τούτο και ζωννύμενον κατ' αυτόν τον τρόπον τον ζωστήρα τούτον• εκείνους δε τους οποίους ιδής ότι δεν είναι ικανοί να πράξωσιν αυτά τα οποία σοι παραγγέλλω, δίωξον από την χώραν. Εάν πράξης ούτω, και συ θα ευχαριστηθής καί τας διαταγάς μου θα εκπληρώσης.»
10. Ταύτα ειπών ο Ηρακλής έλαβεν έν των τόξων του (διότι έως τότε είχε δύο) και λύσας τον ζωστήρα όστις εις το άκρον της συμβολής είχε φιάλην χρυσήν, παρέδοσε το τόξον και τον ζωστήρα, και ανεχώρησεν. Όταν δε τα εξ αυτής γεννηθέντα παιδία ηνδρώθησαν, η Έχιδνα κατ' αρχάς τοις έδωκεν ονόματα, και τον μεν ωνόμασεν Αγάθυρσον, τον δε δεύτερον Γελωνόν και τον νεώτατον Σκύθην. Έπειτα ενθυμήθη όσα τη παρήγγειλεν ο Ηρακλής. Δύο των υιών της, ο Αγάθυρσος και ο Γελωνός, δεν ηδυνήθησαν να εκτελέσωσι τον προσβληθέντα αγώνα και έφυγον εκ της χώρας διωχθέντες υπό της μητρός των, ο δε νεώτατος αυτών Σκύθης εκτελέσας τα απαιτούμενα έμεινεν εν τη χώρα. Εκ του Σκύθου τούτου, υιού του Ηρακλέους κατάγονται όλοι οι βασιλείς των Σκυθών, ένεκα δε της φιάλης, οι Σκύθαι φέρουσιν ακόμη φιάλας εις την ζώνην των. Τούτο μόνον εμηχανεύθη η μήτηρ προς χάριν του Σκύθου. Ταύτα διηγούνται οι Έλληνες οι κατοικούντες τον Εύξεινον Πόντον.
11. Περί του αυτού πράγματος υπάρχει και άλλη παράδοσις την οποίαν αφότου ήκουσα προτιμώ. Οι νομάδες Σκύθαι οι κατοικούντες εν τη Ασία, πιεσθέντες υπό των πολεμούντων αυτούς Μασσαγετών έφυγον και διαβάντες τον ποταμόν Αράξην ήλθον εις την Κιμμερίαν γην• διότι η γη την οποίαν κατοικούσι τώρα οι Σκύθαι ανήκεν άλλοτε, ως λέγουσιν, εις τους Κιμμερίους. Οι δε Κιμμέριοι, επειδή ήρχοντο εναντίον των οι Σκύθαι, ιδόντες την έφοδον τόσου στρατού, συνεσκέφθηααν• ήσαν δε αι γνώμαι διηρημέναι, έντονοι μεν αμφότεραι, καλλιτέρα όμως η των βασιλέων. Ο μεν δήμος έλεγεν ότι ήτο ανάγκη να κινδυνεύσωσι πολεμούντες προς πολλούς, η δε γνώμη των βασιλέων ήτο ότι εξ εναντίας έπρεπε να μείνωσι και να υπερασπίσωσι την χώραν των κατά των επερχουμένων εχθρών. Και οι μεν βασιλείς ηρνήθησαν να ενδώσωσιν εις τον δήμον, ο δε δήμος ηρνήθη να υπακούση εις τους βασιλείς• βλέποντες δε ούτοι ότι η μερίς του δήμου επέμενε να αναχωρήση και παραδώση την χώραν αμαχητί εις τους επιόντας, απεφάσισαν αποθανόντες να ταφώσιν εκεί και να μη φύγωσι μετά του δήμου, αναλογιζόμενοι όσα καλά απήλαυσαν και όσα κακά ήτο ενδεχόμενον να τοις συμβώσιν εάν έφευγον εκ της πατρίδος των. Ταύτα αποφασίσαντες, διηρέθησαν εις δύο ισάριθμα σώματα και επέπεσαν κατ' αλλήλων. Και αυτούς μεν αποθανόντας εκουσίως έθαψεν ο δήμος των Κιμμερίων εις τας όχθας του ποταμού Τύρου, όπου φαίνεται εισέτι ο τάφος των• ο δε δήμος αφού τους έθαψεν ανεχώρησε και ελθόντες οι Σκύθαι εύρον την χώραν έρημον.
12. Έτι και σήμερον υπάρχουσιν εις την Σκυθίαν Κιμμέρια πόλις, τα Κιμμέρια Πορθμεία, χώρα τις καλουμένη Κιμμερία και ο λεγόμενος Κιμμέριος Βόσπορος. Φαίνεται δε ότι οι Κιμμέριοι φυγόντες εις την Ασίαν ένεκα των Σκυθών αποκατεστάθησαν εις την χερσόνησον όπου σήμερον είναι η ελληνική πόλις Σινώπη• είναι βέβαιον επίσης ότι οι Σκύθαι καταδιώκοντες αυτούς επλανήθησαν της οδού και εισέβαλον εις την Μηδικήν γην, διότι οι μεν Κιμμέριοι φεύγοντες ηκολούθουν πάντοτε το παραθαλάσσιον, οι δε Σκύθαι τους εδίωκον έχοντες τον Καύκασον προς τα δεξιά, και τραπέντες προς τα μεσόγαια έφθασαν εις την Μηδίαν. Είπα λοιπόν και τον λόγον τούτον τον οποίον κοινώς και οι Έλληνες και οι βάρβαροι λέγουσι.
13. Αλλ' ο Αριστέας του Καϋστροβίου, Προκοννήσιος εποποιός, λέγει ότι εμπνευσθείς υπό του Φοίβου μετέβη εις τους Ισσηδόνας• πέραν του λαού τούτου, προσθέτει, κατοικούσιν οι Αριμασποί, άνθρωποι μονόφθαλμοι• πέραν των Αριμασπών οι χρυσοφύλακες γρύπες, και πέραν αυτών οι Υπερβόρειοι, εκτεινόμενοι μέχρι της θαλάσσης. Όλοι οι λαοί ούτοι, κατά τον ποιητήν, εκτός των Υπερβορείων, αδιακόπως κάμνουσιν επιδρομάς εναντίον των γειτόνων των, και ότι πρώτοι ήρχισαν τούτο οι Αριμασποί• ώστε υπό μεν των Αριμασπών διώκονται εκ της χώρας οι Ισσηδόνες, υπό δε των Ισσηδόνων οι Σκύθαι. Τέλος δε οι Κιμμέριοι, οι κατοικούντες τα παράλια του Ευξείνου Πόντου, πιεσθέντες υπό των Σκυθών, εγκατέλιπον τας γαίας των. Ούτω δε μήτε ο Αριστέας δεν συμφωνεί μετά των Σκυθών περί της χώρας των.
14. Ανέφερα την πόλιν εξ ης κατήγετο ο ποιητής ούτος• θα είπω δε τώρα εκείνο το οποίον ήκουσα περί αυτού εις την Προκόννησον και την Κύζικον. Λέγουσιν ότι ο Αριστέας, όστις ουδενός των πολιτών ήτο κατώτερος κατά το γένος, εισελθών εις τι πλυντήριον εν Πρoκοννήσω, απέθανεν αιφνιδίως• ο κναφεύς κλείσας το εργαστήριόν του έδραμε να ειδοποιήση τους συγγενείς του αποθανόντος. Αφού δε διεδόθη εις την πόλιν η είδησις ότι απέθανεν ο Αριστέας, Κυζηκινός τις ελθών της πόλεως Αρτάκης εφιλονείκει με τους λέγοντας τούτο, βεβαιών ότι συνήντησε τον Αριστέαν μεταβαίνοντα εκ της Αρτάκης εις την Κύζικον και ότι συνωμίλησε μετ' αυτού. Ενώ δε υπεστήριζε τα λεγόμενά του επιμόνως, οι συγγενείς μετέβησαν εις την κατοικίαν του κναφέως έχοντες μεθ' εαυτών και εκείνα τα οποία απητούντο διά να άρωσι το σώμα. Ανοιχθείσης της οικίας δεν ευρέθη ο Αριστέας ούτε νεκρός ούτε ζων. Επτά έτη μετά ταύτα εφάνη εις την Προκόννησον και έκαμε τους στίχους τούτους τους οποίους σήμερον οι Έλληνες καλούσιν Αριμασπείους• αφού δε τους έκαμνεν, έγινεν άφαντος και εκ δευτέρου. Ταύτα διηγούνται αι δύο αύται πόλεις.
15. Τα δε ακόλουθα έμαθον ότι συνέβησαν εις τους Μεταποντίνους τους εις την Ιταλίαν, τριακόσια τεσσαράκοντα έτη μετά την εξαφάνισιν του Αριστέου, ως εύρισκον εγώ αριθμήσας τα έτη ότε ήμην εις την Προκόννησον και το Μεταπόντιον. Οι Μεταποντίνοι διηγούνται ότι ο Αριστέας φανείς εις την χώραν των τους διέταξε να ιδρύσωσι ναόν εις τον Απόλλωνα και να στήσωσι πλησίον αυτού ανδριάντα έχοντα επωνυμίαν Αριστέου του Προκοννησίου. Εξ όλων των Ιταλιωτών λαών, έλεγεν, είσθε οι μόνοι τους οποίους επεσκέφθη ο Απόλλων• εγώ αυτός, όστις σήμερον είμαι Αριστέας, τον συνώδευον, και τότε ήμην κόραξ.» Και ο μεν Αριστέας ταύτα ειπών εγένετο άφαντος, οι δε Μεταποντίνοι λέγουσιν ότι πέμψαντες εις τους Δελφούς ηρώτωυ τον θεόν τι εσήμαινον οι λόγοι εκείνοι του φάσματος, η δε Πυθία τους διέταξε να υπακούσωσιν εις αυτά, υποσχομένη ότι ήθελε προκύψει καλόν. Τότε οι Μεταποντίνοι πεισθέντες εξετέλεσαν τα διατασσόμενα, και σήμερον ίσταται ανδριάς επωνυμίαν έχων Αριστέου πλησίον αυτού του αγάλματος του Απόλλωνος και περί αυτόν υπάρχουσι δάφναι πεφυτευμέναι. Ίσταται δε το άγαλμα εν τη αγορά. Και περί μεν του Αριστέου αρκούσιν όσα είπον.
16. Ουδείς δε γνωρίζει μετά βεβαιότητος τι υπάρχει άνω της χώρας, περί ης η ρύμη της διηγήσεως με φέρει να ομιλήσω, ούτε ηδυνήθην ν' ακούσω τινά λέγοντα ότι εγνώριζέ τι ιδίοις όμμασιν, ούτε αυτός δε ο Αριστέας, περί του οποίου ωμίλησα προ ολίγου ανέφερε ποτέ εις τους στίχους του ότι επροχώρησε πέραν των Ισσηδόνων, αλλά τα ανώτερα εκείνων μέρη τα διηγείται εξ ακοής, ομολογών ότι οι Ισσηδόνες τα είπον εις αυτόν. Ημείς όμως θα διηγηθώμεν όλα όσα ηδυνήθημεν να εξακριβώσωμεν περί των μεμακρυσμένων τούτων μερών.
17. Από του εμπορικού λιμένος του Βορυσθένους (καθότι τούτο είναι το κεντρικώτατον σημείον εξ όλων των μερών της Σκυθίας), οι πρώτοι κάτοικοι είναι οι Καλλιπίδαι, όντες Ελληνοσκύθαι• άνωθεν αυτών είναι άλλο έθνος, οι καλούμενοι Αλαζώνες, οίτινες τας αυτάς συνηθείας έχουσι μετά των Σκυθών• σπείρουσι και τρώγουσι σίτον, κρόμμυα, σκόροδα, φακήν, κέγχρους. Υπεράνω των Αλαζώνων κατοικούσιν οι γεωργοί Σκύθαι, οίτινες σπείρουσι τον σίτον ουχί διά να τρώγωσιν, αλλά διά να τον πωλώσι. Τούτων υπεράνω κατοικούσιν οι Nευροί, προς βοράν δε των Νευρών, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, δεν κατοικούσι πλέον άνθρωποι. Ταύτα είναι τα έθνη τα παρά τον Ύπανιν ποταμόν και προς δυσμάς του Βορυσθένους.
18. Πέραν δε του Βορυσθένους, αρχίζοντες από την θάλασσαν, πρώτον μεν είναι η Υλαία, μετ' αυτήν δε κατοικούσι Σκύθαι γεωργοί τους οποίους οι παρά τον Ύπανιν ποταμόν οικούντες Έλληνες καλούσι Βορυσθενείτας, εαυτούς ονομάζοντες Ολβιοπολίτας. Ούτοι λοιπόν οι γεωργοί Σκύθαι νέμονται προς ανατολάς μεν τριών ημερών οδόν μέχρι του ποταμού τον οποίον καλούσι Παντικάπην, προς βοράν δε μέχρις ένδεκα ημερών πλουν άνω του Βορυσθένους• υπεράνω δε τούτων είναι έρημος μεγάλης εκτάσεως. Πέραν της ερήμου ευρίσκονται οι Ανδροφάγοι, έθνος αυτόχθον και ουδόλως Σκυθικόν. Τούτων άνωθεν η χώρα είναι εντελώς ακατοίκητος, ουδέ υπάρχει έθνος τι ανθρώπων, καθ' όσον ημείς ηξεύρομεν.
19. Προς ανατολάς των γεωργών τούτων Σκυθών, διαβαίνων τις τον Παντικάπην ποταμόν εισέρχεται αμέσως εις τους νομάδας Σκύθας οίτινες ούτε σπείρουσιν ούτε καλλιεργούσιν, είναι δε η χώρα αυτών, πλην της Υλαίας, γυμνή δένδρων. Οι νομάδες ούτοι νέμονται γην δεκατεσσάρων ημερών οδού, ήτις εκτείνεται μέχρι του ποταμού Γέρρου.
20. Πέραν του ποταμού τούτου είναι οι καλούμενοι βασιλικοί Σκύθαι, οι άριστοι, οι πολυαριθμότατοι, οι νομίζοντες τους άλλους Σκύθας δούλους των. Εκτείνονται δε ούτοι προς μεσημβρίαν μεν μέχρι της Ταυρικής, προς ανατολάς δε μέχρι της τάφρου την οποίαν ώρυξαν οι εκ των τυφλών γεννηθέντες, και μέχρι του εμπορικού λιμένος της Μαιώτιδος λίμνης όστις καλείται Κρημνοί• τινές δ' εξ αυτών εκτείνονται μέχρι του ποταμού Τανάιδος. Άνωθεν των βασιλικών Σκυθών, προς βοράν, κατοικούσιν οι Μελάγχλαινοι, άλλο έθνος και ουχί Σκυθικόν• άνωθεν δε των Μελαγχλαίνων είναι λίμναι και γη ακατοίκητος, καθ' όσον ημείς ηξεύρομεν.
21. Αφού διαβή τις τον Τάναϊν, παύει πλέον η Σκυθία, και ο μεν πρώτος κλήρος είναι των Σαυροματών οίτινες αρχόμενοι εκ του μυχού της Μαιώτιδος λίμνης κατοικούσι προς βοράν διάστημα δεκαπέντε ημερών οδόν, όπου ούτε καρποφόρα δένδρα υπάρχουσιν ούτε άγρια. Ανωτέρω τούτων, έχουσι τον δεύτερον κλήρον οι Βουδίνοι νεμόμενοι γην κεκαλυμμένην υπό παντός είδους δένδρων.
22. Υπεράνω των Βουδίνων, προς βοράν, πρώτον μεν είναι έρημος επτά ημερών οδού• μετά την έρημον, κλίνοντες περισσότερον προς ανατολάς, κατοικούσιν οι Θυσαγέται, έθνος πολυάριθμον και ίδιον, όπερ ζη εκ της θήρας. Γείτονες τούτων εις τους αυτούς τόπους κατοικούσιν οι Ιύρκαι οίτινες ωσαύτως ζώσιν εκ της θήρας. Ο θηρευτής αναβάς εις δένδρον (διότι τα δένδρα είναι πολλά ανά πάσαν την χώραν) παραμονεύει, εις την ρίζαν δε του δένδρου αφίνει τον ίππον του όστις είναι δεδιδαγμένος να κήται επί της κοιλίας, να φαίνεται μικρότατος και να ήναι έτοιμος καθώς και είς κύων. Όταν δε ιδή το θήρευμα από του δένδρου, τοξεύει αυτό, αναβαίνει επί τον ίππον, το διώκει, και ο κύων το συλλαμβάνει. Υπεράνω τούτων, πάντοτε αποκλίνοντες προς ανατολάς, κατοικούσιν άλλοι Σκύθαι, αποστατήσαντες από των άλλων βασιλικών Σκυθών και ελθόντες εις τον τόπον τούτον.
23. Μέχρι της χώρας των Σκυθών τούτων, όλα τα μέρη τα οποία περιέγραψα είναι πεδινά και βαθύγαια, πέραν δε τούτων είναι πετρώδη και τραχέα. Διερχόμενος τις πολύ μέρος της τραχείας ταύτης χώρας, φθάνει εις τους πρόποδας υψηλών ορέων όπου κατοικούσιν άνθρωποι οίτινες ως λέγεται γεννώνται φαλακροί, και οι άνδρες και αι γυναίκες, έχουσι την ρίνα σιμήν, τα γένεια μεγάλα, γλώσσαν ιδιαιτέραν, ενδυμασίαν μεταχειρίζονται Σκυθικήν και ζώσιν εκ των δένδρων. Το δένδρον εξ ου τρέφονται καλείται ποντικός, το μέγεθος αυτού είναι περίπου το της συκής, παράγει καρπόν ίσον τω κυάμω και έχει πυρήνα. Αφού ωριμάση, κόπτουσι τον καρπόν, θλίβουσιν αυτόν εντός ιματίου και εξάγουσι ρευστόν παχύ και μέλαν το οποίον καλούσιν άσχυ. Το άσχυ τούτο ή λείχουσιν ή μιγνύοντες μετά γάλακτος πίνουσι, και από της παχύτητος της υποστάθμης κατασκευάζουσι πλακούντια και τρώγουσιν αυτά. Κτήνη δεν έχουσι πολλά, διότι δεν υπάρχουσιν εκεί νομαί καλαί. Έκαστος έχει την κατοικίαν του κάτωθεν δένδρου, τον μεν χειμώνα περικαλυπτόμενος με λευκόν κάλυμμα εκ μαλλίου δυνατού, το δε θέρος άνευ καλύμματος. Ουδείς αδικεί αυτούς, καθότι λέγονται ότι είναι ιεροί• ούτε έχουσι κανέν πολεμικόν όπλον. Αφ' ενός μεν, μεσολαβούσιν όπως περαιώσωσι τας διαφοράς των γειτόνων των, αφ' ετέρου δε ο φυγάς όστις ζητεί παρ' αυτοίς άσυλον, δεν αδικείται υπ' ουδενός. Ονομάζονται δε Οργιεμπαίοι.
24. Μέχρι των φαλακρών τούτων πολύ γνωστός είναι ο τόπος καθώς και τα έθνη όσα είναι πριν φθάσωμεν εις αυτούς, καθότι και Σκύθαι τινές φθάνουσιν εις αυτούς, και δεν είναι δύσκολον να λάβη τις πληροφορίας είτε παρ' αυτών είτε παρά των Ελλήνων του λιμένος του Βορυσθένους και των άλλων λιμένων του Ευξείνου πόντου. Εκ δε των Σκυθών όσοι έρχονται εις αυτούς, διαπραγματεύονται δι' επτά διερμηνέων και επτά γλωσσών.
25. Μέχρι των Αργιππαίων λοιπόν είναι γνωστός ο τόπος• μακρύτερον όμως, ουδέν δύναται τις να είπη ακριβώς, διότι τέμνουσι την χώραν όρη υψηλά τα οποία ουδείς υπερβαίνει. Αλλ' οι φαλακροί ούτοι λέγουσι, και κατ' εμέ δεν είναι πιστευτοί, ότι κατοικούσι τα όρη ταύτα άνθρωποι με πόδας αιγός, και ότι υπερβαίνων τις αυτούς φθάνει εις άλλους ανθρώπους, οίτηνες κοιμώνται έξ μήνας. Ουδόλως παραδέχομαι τούτο, αλλά λέγω ότι τα μεν προς ανατολάς των φαλακρών μέρη είναι γνωστά ότι κατοικούνται υπό Ισσηδόνων, περί δε των προς βοράν των φαλακρών και των Ισσηδόνων ουδέν άλλο είναι γνωστόν ειμή ό,τι λέγουσιν αυτοί οι ίδιοι.
26. Οι Ισσηδόνες, ως λέγεται, έχουσι τα ακόλουθα έθιμα. Όταν αποθάνη τινός ο πατήρ, όλοι οι συγγενείς φέρουσι ζώα• έπειτα, αφού τα θυσιάσωσι και τα διαμελίσωσι, διαμελίζουσιν επίσης τον πατέρα του φιλοξενούντος• αναμίξαντες δε όλα τα κρέατα τα παραθέτουσι προς δείπνον. Την δε κεφαλήν αυτού ψιλώσαντες και καθαρίσαντες καταχρυσούσι, και έπειτα μεταχειρίζονται αυτήν ως είδωλον προσφέροντες κατ' έτος μεγάλας θυσίας. Το έθιμον τούτο ομοιάζει προς το των Ελλήνων οίτινες εορτάζουσι την επέτειον ημέραν του θανάτου των πατέρων των. Άλλως οι Ισσηδόνες φημίζονται ως άνθρωποι δίκαιοι, και αι γυναίκες έχουσι την αυτήν εξουσίαν με τους άνδρας• είναι δε και ούτοι γνωστοί.
27. Ανωτέρω αυτών λέγουσιν οι Ισσηδόνες ότι υπάρχουσιν άνθρωποι μονόφθαλμοι και γρύπες φύλακες του χρυσού. Από τους Ισσηδόνας το παρέλαβον και το επαναλαμβάνουσιν οι Σκύθαι, παρά δε των Σκυθών το παρεδέχθημεν ημείς οι άλλοι και ονομάζομεν αυτούς Σκυθιστί Αριμασπούς, διότι άριμα οι Σκύθαι λέγουσι το έν, σπου δε τον οφθαλμόν.
28. Τόσον δυσχείμερος είναι όλη η χώρα, την οποίαν περιέγραψα, ώστε επί οκτώ μήνας το ψύχος είναι αφόρητον. Κατ' αυτούς τους μήνας εάν χύσης ύδωρ δεν κάμνεις πηλόν, αλλ' εάν ανάψης πυρ κάμνεις πηλόν. Πήγνυται δε και η θάλασσα επίσης ως ο Κιμμέριος Βόσπορος, και επί του κρυστάλλου περιπατούσι τα στρατεύματα των Σκυθών οίτινες κατοικούσιν εντός της τάφρου και ελαύνουσι τας αμάξας πέραν εις τους Σινδούς. Τοιούτος χειμών διατελεί επί οκτώ μήνας, τους δ' επίλοιπους τέσσαρας είναι ακόμη ψύχος. Ο χειμών των κλιμάτων τούτων διαφέρει εκείνου όστις υπάρχει εις όλας τας άλλας χώρας• καθ' όλην ταύτην την ώραν του έτους δεν γίνονται μεγάλαι βροχαί, κατά δε το θέρος δεν παύει η βροχή. Όταν γίνωνται βρονταί εις τα άλλα μέρη, τότε εκεί δεν γίνονται, το δε θέρος είναι συνεχείς. Εάν συμβή κατά τον χειμώνα βροντή, νομίζεται ως θαύμα• εάν δε συμβή σεισμός είτε κατά το θέρος είτε κατά τον χειμώνα, τούτο νομίζεται θαύμα δι' όλην την Σκυθίαν. Οι ίπποι συνειθίζουσιν εις τον χειμώνα τούτον και τον υποφέρουσιν, οι ημίονοι όμως και οι όνοι δεν ανέχονται αυτόν. Εξ εναντίας εις κλίματα ηπιώτερα οι μεν ίπποι οι μένοντες εκτεθειμένοι εις το ψύχος αποθνήσκουσιν, οι δε όνοι και οι ημίονοι αντέχουσιν,
29. Νομίζω δε ότι το γένος των βοών της χώρας ταύτης δεν έχει κέρατα ένεκα του ψύχους• βεβαιοί δε την γνώμην μου ο εξής στίχος του Ομήρου εν τη Οδυσσεία•
$$ Η Λυβία όπου τ' αρνία άμα γεννηθώσιν έχουσιν κέρατα.
Και τω όντι τα κέρατα φύονται ταχέως εις τα θερμά κλίματα• αλλ' εις εκείνα όπου το ψύχος είναι δριμύ, δεν φύονται ουδόλως ή μόλις φύονται.
30. Ενταύθα λοιπόν ταύτα γίνονται ένεκα του ψύχους, θαυμάζω δε (καθότι εξ αρχής η διήγησίς μου ηρέσκετο εις τας προσθήκας) διατί εις όλην την Ηλείαν δεν δύνανται να γεννηθώσιν ημίονοι• το κλίμα δεν είναι ψυχρόν, ουδέ υπάρχει άλλο φανερόν αίτιον του γεγονότος τούτου• λέγουσι δε οι Ηλείοι ότι τούτο προέρχεται έκ τινος κατάρας. Διά τούτο όταν έλθη ο καιρός να συλλάβωσιν οι ίπποι, φέρουσιν αυτάς εις τους πλησιοχώρους• εκεί δε τας αφίνουσι να τας αναβώσιν οι όνοι, και αφού συλλάβωσι, τας φέρουσι πάλιν οπίσω.
31. Περί δε των πτερών με τα οποία λέγουσιν οι Σκύθαι ότι είναι πλήρης ο αήρ, τόσον ώστε μήτε να ίδη τις δύναται μήτε να προχωρήση προς το μέρος της ηπείρου, ιδού ποία είναι η γνώμη μου. Εις τα υψηλότερα μέρη της χώρας ταύτης πάντοτε πίπτει χιών, ολιγωτέρα κατά φυσικόν λόγον το θέρος ή τον χειμώνα. Όστις δε είδε χιόνα πίπτουσαν αφθόνως, εκείνος εννοεί τι λέγω• και τωόντι η χιών ομοιάζει με πτερά. Ένεκα λοιπόν αυτού του δριμέος χειμώνος τα βόρεια μέρη της ηπείρου ταύτης είναι ακατοίκητα. Νομίζω δε ότι οι Σκύθαι και οι περίοικοι αυτών, μεταχειριζόμενοι γλώσσαν συμβολικήν, καλούσι την χιόνα πτερά. Ταύτα λοιπόν είναι όσα λέγονται περί των απωτάτων τούτων χωρών.
32. Περί δε των υπερβορείων ανθρώπων μήτε οι Σκύθαι μήτε οι άλλοι οι περί τα μέρη εκείνα οικούντες λέγουσι τι, πλην ίσως των Ισσηδόνων• ως νομίζω δ' εγώ, ούτε αυτοί δεν λέγουσι τίποτε, διότι εάν έλεγον τι θα το επανελάμβανον οι Σκύθαι, όπως πράττουσι τούτο και διά τους μονοφθάλμους. Ο Ησίοδος μόνον ανέφερε περί των Υπερβορείων, έτι δε και ο Όμηρος εις τους Επιγόνους, εάν τωόντι ο Όμηρος εποίησε τα έπη ταύτα.
33. Οι Δήλιοι όμως λέγουσι πολύ περισσότερα περί αυτών, διηγούμενοι ότι ιερά τινα αντικείμενα, περιτετυλιγμένα εις άχυρα σίτου εκομίζοντο εκ των Υπερβορείων εις τους Σκύθας• ότι εκ των Σκυθών μετεφέροντο εις τους γείτονάς των, έπειτα, από έθνους εις έθνος, έφθανον μέχρι των εσχάτων προς δυσμάς ορίων, εις τον Αδρίαν• εκείθεν δε πεμπόμενα προς μεσημβρίαν, τα εδέχοντο πρώτοι εκ των Ελλήνων οι Δωδωναίοι• έπειτα εκ της Δωδώνης κατέβαινον εις τον Μαλέαν κόλπον διά να διαβώσιν εις την Εύβοιαν• ότι αι πόλεις της νήσου ταύτης διαδοχικώς τα έπεμπον μέχρι της Καρύστου• ότι από την Κάρυστον, αφίνοντες την Άνδρον προς τα αριστερά, τα μετέφερον οι Καρύστιοι εις την Τήνον και οι Τήνιοι εις την Δήλον. Τοιουτοτρόπως λοιπόν λέγουσιν ότι ήρχοντο εις αυτούς τα ιερά ταύτα αντικείμενα. Ιδού δε πώς συμπληρούσι την διήγησίν των• κατά πρώτην φοράν οι Υπερβόρειοι έπεμψαν διά να φέρωσι τα αναθήματα ταύτα δύο κόρας τας οποίας οι Δήλιοι ονομάζουσιν Υπερόχην και Λαοδίκην, μετ' αυτών δε, ως ασφαλή συνοδείαν, έπεμψαν πέντε εκ των αστών οίτινες σήμερον καλούνται Περφερείς και οίτινες εις την Δήλον τιμώνται πολύ. Αλλ' ούτε αι κόραι ούτε οι συνοδοί επέστρεψαν πλέον εις τους Υπερβορείους• κρίνοντες δε τότε ούτοι ότι θα ήτο άτοπον εάν εξηκολούθει πάντοτε να μη επιστρέφωσιν οι αποστελλόμενοι άνθρωποι, απεφάσισαν να φέρωσι τα αναθήματα μέχρι των συνόρων και να τα παραδίδωσι περιτετυλιγμένα με άχυρα εις τους πλησιεστέρους γείτονας παραγγέλλοντες εις αυτούς να τα προσέχωσι και να τα διαβιβάζωσιν εις άλλο έθνος. Και ταύτα μεν τοιουτοτρόπως πεμπόμενα από έθνους εις έθνος έφθανον, ως λέγεται, εις την Δήλον• ηξεύρω δε εγώ το ακόλουθον όπερ έχει σχέσιν προς τα αναθήματα ταύτα. Αι γυναίκες της Θράκης και της Παιονίας, όταν θυσιάζωσιν εις την βασίλισσαν Αρτέμιδα, ποτέ δεν προσφέρουσι τας θυσίας χωρίς άχυρα σίτου. Και ταύτα μεν ηξεύρω ότι πράττουσιν αυταί.
34. Προς τιμήν δε των παρθένων εκείνων αίτινες ελθούσαι εκ των Υπερβορείων ετελεύτησαν εις την Δήλον, αφιερούσιν οι νέοι και αι νέαι της νήσου ταύτης την κόμην των. Αι μεν νέαι, προ του γάμου των, αποτέμνουσαι ένα πλόκαμον ελίττουσιν αυτόν περί άτρακτον και τον αποθέτουσιν επί του τάφου όστις είναι έσω του ναού της Αρτέμιδος, προς αριστεράν του εισερχομένου και σκιάζεται υπό ελαίας. Οι δε νέοι ελίττουσιν ολίγας τρίχας περί τινα χλόην και αποθέτουσιν αυτάς επίσης επί του τάφου. Και αύται μεν αι παρθένοι τοιαύτην τιμήν λαμβάνουσιν από τους κατοίκους της Δήλου.
35. Λέγουσι δε οι αυτοί Δήλιοι ότι η Άργη και η Ώπις, παρθένοι εκ των Υπερβορείων, διελθούσαι διά των αυτών χωρών, έφθασαν εις την Δήλον προ της Υπερόχης και της Λαοδίκης και ότι έφερον εις την Ειλείθυιαν, χάριν του ευκόλου τοκετού των γυναικών, τον φόρον τον οποίον έταξαν. Προσθέτουσι δε ότι η Άργη και η Ώπις ήλθον ομού με αυτούς τους θεούς και ότι εδόθησαν εις αυτάς άλλαι τιμαί παρά των Δηλίων. Αι γυναίκες επαιτούσιν επικαλούμεναι τα ονόματά των έν τινι ύμνω τον οποίον εποίησεν εις αυτάς ο Λύκιος Ωλήν• παρ' αυτών δε μαθόντες οι νησιώται και οι Ίωνες να υμνώσι την Ώπιν και την Άργην, επικαλούνται επίσης αυτάς επαιτούντες (ο Ωλήν δε ούτος, ελθών εκ της Λυκίας, εποίησεν όλους τους παλαιούς ύμνους τους ψαλλομένους εις την Δήλον.) Όταν δε οι μηροί καίωνται επί του βωμού, λαμβάνουσι την τέφραν και την σκορπίζουσιν επί του τάφου της Ώπιος και της Άργης. Είναι δε ο τάφος ούτος όπισθεν του ναού της Αρτέμιδος, προς ανατολάς, πλησιέστατα του εστιατορίου των Κείων.
36. Και ταύτα μεν αρκούσι διά τους Υπερβορείους, διότι δεν θα αναφέρω την ιστορίαν του Αβάριος όστις, ως λέγεται, ήτο Υπερβόρειος και βέλος τον περιέφερεν ανά πάσαν την γην χωρίς να φάγη τίποτε. Εάν ήναι αληθές ότι υπάρχουσιν υπερβόρειοι άνθρωποι, αναγκαίως θα υπάρχωσι και άλλοι υπερνότιοι. Γελώ δε βλέπων πολλούς περιγράφοντας την γην χωρίς να εξηγώσι τίποτε σαφώς. Τινές τούτων παριστώσι τον Ωκεανόν ρέοντα περί την γην, ως εάν η γη εγένετο στρογγύλη διά τόρνου• υποθέτουσιν επίσης ότι η Ευρώπη είναι μεγάλη όσον η Ασία. Με ολίγας όμως λέξεις θα φανερώσω το μέγεθος εκάστης αυτών και το σχήμα.
37. Οι Πέρσαι οικούσιν εκτεινόμενοι μέχρι της νοτίας θαλάσσης της καλουμένης Ερυθράς. Ανωτέρω αυτών, προς βοράν, οικούσιν οι Μήδοι• ανωτέρω των Μήδων οι Σάσπειρες• ανωτέρω δε των Σασπείρων οι Κόλχοι εκτεινόμενοι μέχρι της βορείας θαλάσσης όπου εισβάλλει ο Φάσις ποταμός. Ταύτα τα τέσσαρα έθνη κατοικούσιν από της μιας θαλάσσης μέχρι της άλλης.
38. Εκείθεν, προς δυσμάς, δύο μεγάλαι ξηραί χωρίζονται και καταβαίνουσι μέχρι της θαλάσσης• ταύτας θέλω περιγράψει. Η μία εξ αυτών προς βοράν μεν αρχίζουσα από τον Φάσιν ποταμόν, ακολουθεί την παραλίαν του Ευξείνου Πόντου και του Ελλησπόντου και φθάνει μέχρι του Τρωικού ακρωτηρίου Σιγείου, προς νότον δε η αυτή αύτη ξηρά αρχομένη από του Μυριανδρικού κόλπου του κειμένου πλησίον της Φοινίκης εκτείνεται παρά την θάλασσαν μέχρι του ακρωτηρίου Τριοπίου. Κατοικούσι δε εις την ξηράν ταύτην έθνη τριάκοντα. Αύτη είναι η μία ξηρά.
39. Η ετέρα, αρχομένη από των Περσών, εκτείνεται μέχρι της Ερυθράς θαλάσσης και περιέχει πρώτον την Περσικήν γην, μετά ταύτα την Ασσυρίαν και τέλος την Αραβίαν• λήγει δε, ουχί φυσικώς αλλά τεχνητώς, εις τον Αράβιον κόλπον, εις το σημείον όπου ο Δαρείος ήνωσε διά διώρυχος τα ύδατα του Νείλου. Από της Περσίας μέχρι της Φοινίκης, η χώρα είναι πλατεία και μεγάλη• από δε της Φοινίκης η ξηρά αύτη παρακολουθεί τα παραθαλάσσια της Συρίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου όπου και τελευτά. Εις ταύτην τρία μόνα έθνη κατοικούσι. Τοιούτον είναι το σχήμα της Ασίας, εάν αρχίσωμεν από την Περσίαν και προχωρήσωμεν προς δυσμάς.
40. Τα δε ανωτέρω των Περσών, των Μήδων, των Σασπείρων και των Κόλχων προς ανατολάς, αφ ενός μεν περιορίζει η Ερυθρά θάλασσα, αφ' έτερου δε η Κασπία θάλασσα και ο Αράξης ποταμός όστις ρέει ακολουθών την πορείαν του ηλίου. Η Ασία κατοικείται μέχρι της Ινδικής• μετά ταύτα δε προς ανατολάς είναι έρημος και ουδείς δύναται να είπη τι περί αυτής. Τοιαύτη και τοσαύτη είναι η Ασία.
41. Η δε Λιβύα είναι εις την ετέραν ξηράν, διότι συνέχεται με την Αίγυπτον προς το μέρος της οποίας η ξηρά αύτη είναι στενή• τωόντι από της ημετέρας θαλάσσης μέχρι της Ερυθράς είναι δέκα χιλιάδες οργυιαί όπερ εστί χίλιοι στάδιοι. Από του ισθμού όμως τούτου η χώρα πλατύνεται και λαμβάνει το όνομα Λιβύα.
42. Θαυμάζω λοιπόν εκείνους οίτινες ώρισαν και διήρεσαν την γην εις Λιβύαν, Ασίαν και Ευρώπην, καθότι η μεταξύ των χωρών τούτων διαφορά δεν είναι μικρά. Τωόντι η Ευρώπη κατά μήκος μεν είναι ίση με τας άλλας δύο, κατά πλάτος όμως δεν με φαίνεται αξία να παραβληθή με αυτάς. Η Λιβύα προφανώς περικυκλούται υπό υδάτων, πλην του διαστήματος του αποτελούντος τα προς την Ασίαν σύνορα• πρώτος δε από όσους ημείς ηξεύρομεν έδειξε τούτο ο Νεκώ, ο βασιλεύς της Αιγύπτου. Όταν έπαυσε να σκάπτη την μεταξύ του Νείλου και του Αραβίου κόλπου διώρυχα, εξέπεμψε Φοίνικάς τινας με πλοία διατάξας αυτούς να επιστρέψωσιν εις την βορείαν θάλασσαν διά των Ηρακλείων στηλών και ούτω να επανέλθωσιν εις την Αίγυπτον. Οι Φοίνικες αναχωρήσαντες εκ της Ερυθράς θαλάσοης έπλεον προς νότον• όταν δε έφθανε το φθηνόπωρον προσαρμοζόμενοι έσπειρον την γην εις το μέρος της Λιβύας όπου ήθελον ευρεθή και περιέμενον το θέρος• αφού δε εθέριζον τον σίτον, εξηκολούθουν πάλιν τον πλουν των. Τοιουτοτρόπως δύο έτη παρήλθον, κατά δε το τρίτον κάμψαντες τας Ηρακλείους στήλας επέστρεψαν εις την Αίγυπτον και έλεγον ότι περιπλέοντες την Λιβύαν είχον τον ήλιον εις τα δεξιά, όπερ εγώ μεν δεν πιστεύω, άλλος τις όμως ενδέχεται να πιστεύη. Τοιουτοτρόπως λοιπόν η Λιβύα εγένετο γνωστή κατά πρώτον.
43. Μετά δε ταύτα λέγουσιν οι Καρχηδόνιοι ότι την εγνώρισαν, καθότι ο Αχαιμενίδης Σατάσπης ο υιός του Τεάσπιος, σταλείς επί τούτω δεν περιέπλευσε την Λιβύαν• αλλά φοβηθείς το μήκος του πλου και την ερημίαν, επέστρεψεν οπίσω χωρίς να εκτελέση την ποινήν την οποίαν τω επέβαλεν η μήτηρ του. Ο Σατάσπης ούτος είχε βιάσει την θυγατέρα του Ζωπύρου υιού του Μεγαβύζου, και καθ' ην στιγμήν προς τιμωρίαν του εγκλήματος τούτου έμελλε να ανασκολοπισθή κατά διαταγήν του βασιλέως Ξέρξου, η μήτηρ του, αδελφή ούσα του Δαρείου, εμεσίτευσε και τω εχαρίσθη η ζωή υποσχεθείσα ότι αυτή θα τω επιβάλη τιμωρίαν αυστηροτέραν, να περιπλεύση την Λιβύαν, μέχρις ου φθάση, εις τον Αράβιον κόλπον. Συγκατατεθέντος του Ξέρξου, ο Σατάσπης μετέβη εις την Αίγυπτον, και λαβών εκείθεν πλοίον και ναύτας, έπλευσε μετ' αυτών προς τας Ηρακλείους στήλας• διαβάς δε ταύτας και κάμψας το ακρωτήριον της Λιβύας όπερ καλείται Σολόεις, έπλευσε προς μεσημβρίαν. Αφού όμως διήνυσε θάλασσαν πολλήν εις πολλούς μήνας και είδεν ότι υπελείπετο το περισσότερον μέρος του πλου, επέστρεψεν οπίσω και έπλευσεν εις την Αίγυπτον. Εκ της Αιγύπτου πορευθείς εις τον βασιλέα Ξέρξην διηγείτο ότι εις τας απωτάτας χώρας είχεν ιδή ανθρώπους μικρούς φέροντας ενδύματα εκ φύλλων φοίνικος, οι οποίοι, άμα προσωρμίζετο το πλοίον, έφευγον εις τα όρη εγκαταλείποντες τας πόλεις των, εις τας οποίας εισερχόμενοι οι άνθρωποι του ουδεμίαν βλάβην επροξένουν, αλλά μόνον ελάμβανον ζώα τινα από αυτάς. Αίτιον δε του μη εντελούς περίπλου της Λιβύας έλεγεν ότι ήτο το ακόλουθον• ότι το πλοίον εκάθητο και δεν ήτo δυνατόν να προχωρήση περαιτέρω. Ο δε Ξέρξης μη πιστεύων εις τα λεγόμενα και επειδή δεν εξετέλεσε τον επιβληθέντα αγώνα, διέταξε να τον ανασκολοπίσωσι, κρίνας αυτόν άξιον της πρώτης τιμωρίας. Τούτου του Σατάσπους ευνούχος τις, άμα έμαθε τον θάνατον του δεσπότου του, έφυγεν εις την Σάμον με χρήματα πολλά τα οποία Σάμιός τις κατεχράσθη• γνωρίζω το όνομα αυτού, αλλά δεν θέλω να το είπω.
44. Της δε Ασίας τα περισσότερα μέρη ανεκάλυψεν ο Δαρείος. Θέλων να μάθη εις ποίαν θάλασσαν χύνεται ο Ινδός, ο δεύτερος ποταμός εις τον οποίον ευρίσκονται κροκόδειλοι, έπεμψε μετά πλοίων τον Σκύλακα τον Καρυανδέα και άλλους παρά των οποίων επίστευεν ότι ήθελε μάθει την αλήθειαν. Ούτοι δε αναχωρήσαντες εκ της πόλεως Κασπατύρου και της Πακτυϊκής γης έπλεον προς ανατολάς ακολουθούντες το ρεύμα του ποταμού μέχρι της θαλάσσης. Πλεύσαντες δε ακολούθως εις το πέλαγος προς δυσμάς, έφθασαν κατά τον τριακοστόν μήνα εις τον αυτόν τόπον εκ του οποίου ο βασιλεύς της Αιγύπτου είχε πέμψει τους ανωτέρω μνημονευθέντας Φοίνικας διά να περιπλεύσωσι την Λιβύαν. Μετά τον τελευταίον τούτον περίπλουν ο Δαρείος υπέταξε τους Ινδούς και μετεχειρίζετο την θάλασσαν ταύτην. Τοιουτοτρόπως δε, πλην των προς ανατολάς μερών, τα άλλα ευρέθησαν ότι είναι όμοια με τα της Λιβύας.
45. Ουδείς ηδυνήθη να γνωρίση θετικώς εάν η Ευρώπη, είτε προς ανατολάς, είτε προς το βόρειον μέρος, περιβρέχεται υπό υδάτων, γνωστόν δε είναι μόνον ότι το μήκος αυτής είναι σχεδόν ίσον με το των άλλων δύο. Ούτε δύναμαι να εικάσω πώς, ενώ η γη είναι μία, εδόθησαν εις αυτήν τρία ονόματα, μήτε διατί τα ονόματα ταύτα είναι ονόματα γυναικών, μήτε διατί ο Νείλος εις την Αίγυπτον, και ο Φάσις εις την Κολχίδα ετέθησαν ως όρια (τινές δε λέγουσι τον Τάναϊν ποταμόν της Μαιώτιδος και τα Κιμμέρια Πορθμεία.) Ούτε δύναμαι να μάθω τα ονόματα εκείνων οίτινες έθεσαν αυτά τα όρια, ούτε πόθεν έλαβον αυτάς τας επωνυμίας. Οι πλείστοι των Ελλήνων λέγουσιν ότι η μεν Λιβύα έλαβε το όνομα γυναικός τινος αυτόχθονος, η δε Ασία ωνομάσθη ούτω από της γυναικός του Προμηθέως. Οι Λυδοί όμως οικειοποιούνται αυτό το όνομα και λέγουσιν ότι ωνομάσθη ούτω η Ασία από τον Ασίαν υιόν του Κότυος του Μάνου και όχι από την Ασίαν την γυναίκα του Προμηθέως• τούτου ένεκα φυλή τις των Σάρδεων καλείται Ασίας. Κανείς λοιπόν μεταξύ των ανθρώπων δεν ηξεύρει εάν η Ευρώπη περιβρέχεται υπό υδάτων, μήτε πόθεν έλαβε το όνομά της• εκτός εάν παραδεχθώμεν ότι έλαβε το όνομα της Τυρίας Ευρώπης και ότι πρότερον δεν είχε κανέν όνομα, όπως και αι δύο άλλαι. Αλλ' είναι φανερόν ότι η γυνή αύτη ήτο εκ της Ασίας και ότι ποτέ δεν ήλθεν εις την χώραν την οποίαν σήμερον οι Έλληνες καλούσιν Ευρώπην, αλλά μόνον από την Φοινίκην ήλθεν εις την Κρήτην και εκ της Κρήτης εις την Λυκίαν. Και ταύτα μεν αρκούσι περί του αντικειμένου τούτου• ημείς δε θα εξακολουθήσωμεν μεταχειριζόμενοι τα ονόματα τα οποία εγένοντο δεκτά.
46. Τα δε παράλια του Ευξείνου πόντου όπου ο Δαρείος έφερε τα στρατεύματά του περιέχουσιν έθνη αμαθέστατα, πλην του Σκυθικού. Ούτε έν έθνος υπάρχει εκ των κατοικούντων εντός του Πόντου το οποίον να δυνάμεθα να μνημονεύσωμεν διά την σοφίαν του, μήτε γνωρίζομεν κανένα λόγιον άνδρα, πλην του Σκυθικού έθνους και του Αναχάρτιδος. Το δε Σκυθικόν έθνος εκανόνισε σοφώτερον πάντων των άλλων εθνών τα οποία γνωρίζομεν το σπουδαιότερον από όλα τα ανθρώπινα πράγματα, καθότι τας άλλας αυτού συνηθείας δεν θαυμάζω. Το σπουδαιότερον λοιπόν των ανθρωπίνων πραγμάτων ούτως ερρυθμίσθη παρ' αυτών• ουδείς εξ εκείνων οίτινες εκστρατεύουσι κατ' αυτών είναι βέβαιος ότι θα τους αποφύγη, και εάν θέλωσι να μη τους εύρωσι, κανείς δεν ειμπορεί να τους εύρη• διότι μήτε πόλεις έχουσι μήτε τείχη, αλλ' είναι φερέοικοι. Είναι δε όλοι ιπποτοξόται καί ζώσιν ουχί εκ της γεωργίας, αλλ' εκ της κτηνοτροφίας• έχουσι δε τας κατοικίας των επί αμαξίων. Πώς λοιπόν να μην ήναι απρόσβλητοι και πώς να δυνηθή τις να τους εύρη και να τους πολεμήση;
47. Επενόησαν δε το μέσον τούτο της υπερασπίσεως, διότι και η γη των είναι αρμοδία και οι ποταμοί βοηθούσιν εις τούτο. Τωόντι η γη των είναι πεδιάς χλοώδης και καλώς διαβρεχομένη, μεγάλοι δε ποταμοί ρέουσι δι' αυτής μόλις ολιγώτεροι των εν Αιγύπτω διωρύχων. θα αναφέρω τους μάλλον ονομαστούς και προσπλωτούς από το μέρος της θαλάσσης. Πρώτος είναι ο πεντάστομος Ίστρος• μετ' αυτόν είναι ο Τύρης, ο Ύπανις, ο Βορυσθένης, ο Παντικάπης, ο Γέρρος και ο Τάναϊς• ρέουσι δε ούτοι κατά την εξής διεύθυνσιν.
48. Ο Ίστρος, ο μέγιστος των ποταμών τους οποίους γνωρίζομεν, τρέχει πάντοτε ο ίδιος και το θέρος και τον χειμώνα• ων δε ο πρώτος τον οποίον συναντά τις εις την Σκυθίαν προς τα εσπέρια μέρη, εγένετο μέγιστος καθότι πίπτουσιν εις αυτόν και άλλοι ποταμοί. Εκείνοι δε οίτινες καθιστώσιν αυτόν μέγαν είναι οι ακόλουθοι. Πέντε μεν οι ρέοντες διά της Σκυθικής χώρας, εκείνος τον οποίον οι Σκύθαι καλούσι Πόρατα, οι δε Έλληνες Πυρετόν, ο Τιαραντός, ο Αραρός, ο Νάπαρις και ο Ορδησσός. Ο μεν πρώτος των ποταμών τούτων, μέγας και τρέχων προς ανατολάς, ενόνει τα ύδατά του, μετά του Ίστρου, ο δε δεύτερος, ο Τιαραντός, είναι μικρότερος και ρέει μάλλον δυτικώς, ο δε Αραρός, ο Νάπαρις και ο Ορδησσός, τρέχοντες διά μέσου τούτων, εισβάλλουσιν εις τον Ίστρον. Και ούτοι μεν οι ποταμοί, όντες Σκυθικοί, συντελούσιν εις την αύξησιν αυτού• ο δε Μάρις, ων εκ της χώρας των Αγαθύρσων, ενούται και αυτός με τον Ίστρον.
49. Από δε τας κορυφάς του Αίμου τρεις άλλοι μεγάλοι ποταμοί ρέοντες προς βοράν εισβάλλουσιν εις αυτόν, ο Άτλας, ο Αύρας και ο Τίβισις• διά δε της Θράκης και των Κροβύζων Θρακών ρέοντες ο Άθρυς, ο Νόης και ο Αρτάνης πίπτουσιν εις τον Ίστρον. Εκ των Παιόνων και του όρους της Ροδόπης ο Σκίος ποταμός σχίζων εις το μέσον τον Αίμον εισβάλλει εις αυτόν. Εκ των Ιλλυριών ρέων προς βοράν ο Άγγρος ποταμός εισβάλλει εις την Τριβαλλικήν πεδιάδα και εις τον Βρόγγον ποταμόν, ο δε Βρόγγος εις τον Ίστρον τοιουτοτρόπως δε ο Ίστρος δέχεται αμφοτέρους, όντας μεγάλους. Εκ δε της χώρας της κειμένης υπεράνω των Ομβρίκων ο Κάρπις και ο Άλπις, ρέοντες και ούτοι προς βοράν, εισβάλλουσιν εις αυτόν, διότι ο Ίστρος ρέει δι' όλης της Ευρώπης αρχόμενος εκ των Κελτών οίτινες μετά τους Κύνητας είναι οι τελευταίοι κάτοικοι της Ευρώπης προς δυσμάς• ρέων δε δι' όλης της Ευρώπης εισβάλλει εις την θάλασσαν πλαγίως της Σκυθικής.
50. Αυξάνων εκ των υδάτων των καταλεχθέντων ποταμών και άλλων πολλών, γίνεται ο Ίστρος μέγιστος των ποταμών. Εάν δε παραβάλωμεν μόνον τα ύδατα του Νείλου προς τα του Ίστρου, ευρίσκομεν ότι ο πρώτος είναι πολύ μεγαλείτερος, καθότι ο Νείλος μήτε ποταμόν τινα μήτε κρήνην δέχεται όπως αυξηθή. Ρέει δε ο Ίστρος ίσος και κατά το θέρος και κατά τον χειμώνα διά την εξής, ως νομίζω, αιτίαν• τον χειμώνα έχει το φυσικόν αυτού μέγεθος, ίσως ολίγον περισσότερον, διότι εις την χώραν ταύτην μόλις βρέχει κατά τον χειμώνα, χιών όμως πίπτει πάντοτε• κατά το θέρος η άφθονος χιών η πεσούσα κατά τον χειμώνα αναλυομένη εις όλα τα μέρη έρχεται εις τον Ίστρον. Όθεν και η χιών αύτη η πίπτουσα εις αυτόν συντρέχει εις την αύξησίν του, εν ταυτώ δε αι πολλαί και ορμητικαί βροχαί, διότι κατά το θέρος βρέχει. Όσον δε περισσότερον ύδωρ ανέλκει ο ήλιος το θέρος παρά τον χειμώνα, τόσον τα συνενούμενα με τον Ίστρον ύδατα είναι περισσότερα το θέρος παρά τον χειμώνα, και τοιουτοτρόπως γενομένης της αναπληρώσεως των εξατμιζομένων επέρχεται αντισήκωσις, ώστε ο Ίστρος να φαίνεται πάντοτε ίσος.
51. Είναι λοιπόν ο Ίστρος είς των ποταμών της Σκυθίας, μετά τούτον δε έρχεται ο Τύρος, όστις ορμάται μεν από τα βόρεια μέρη, άρχεται δε ρέων εκ λίμνης μεγάλης ήτις χωρίζει την Σκυθίαν από την Νευρίδα γην. Προ του στόματος αυτού κατοικούσιν Έλληνες οίτινες καλούνται Τυρίται.
52. Τρίτος ποταμός είναι ο Ύπανις όστις ορμάται μεν εκ της Σκυθικής, ρέει δε εκ λίμνης μεγάλης πέριξ της οποίας βόσκουσιν άγριοι ίπποι λευκοί. Ορθώς δε καλείται η λίμνη αυτή μήτηρ του Υπάνεως. Εκ ταύτης λοιπόν εκβαίνων ο Ύπανις ποταμός ρέει μικρός και γλυκύς μέχρι πέντε ημερών πλουν, έπειτα δε εις τεσσάρων ημερών πλουν από της θαλάσσης είναι πολύ πικρός, διότι ρίπτεται εις αυτόν κρήνη τόσον πικρά, ώστε καίτοι μικρά μεταδίδει την πικρότητά της εις όλον τον Ύπανιν όστις μεταξύ των μικρών ποταμών είναι μέγας. Είναι δε η κρήνη αύτη εις τα σύνορα των γεωργών Σκυθών και των Αλαζώνων. Όνομα της κρήνης ταύτης και του μέρους εκ του οποίου ρέει είναι Σκυθιστί μεν Εξαμπαίος, κατά δε την γλώσσαν των Ελλήνων Ιεραί οδοί. Ο Τύρης και ο Ύπανις πλησιάζουσι κατά το μέρος των Αλαζώνων, έπειτα όμως τρεπόμενοι αμφότεροι διάφορον διεύθυνσιν, αφίνουσι μεταξύ των μέγα διάστημα.
53. Τέταρτος είναι ο Βορυσθένης ποταμός όστις, κατά την εμήν γνώμην, είναι μετά τον Ίστρον ο μέγιστος και διά τους ανθρώπους ωφελιμώτατος ου μόνον των Σκυθικών ποταμών, αλλ' όλων των ποταμών, πλην του Νείλου, προς τον οποίον ουδείς άλλος δύναται να συγκριθή. Εκ των λοιπών όμως ο Βορυσθένης προσφέρει μεγίστας ωφελείας εις τους ανθρώπους, διότι και εις τα κτήνη παρέχει νομάς καλλίστας και αφθονωτάτας, και ιχθύς δίδει αρίστους και πολλούς, και το ύδωρ αυτού είναι γλυκύτατον. Ρέει δε καθαρός πλησίον άλλων ποταμών θολερών, τα σιτηρά εις τας όχθας αυτού γίνονται αξιολογώτατα, και η χλόη, εις τα μέρη όπου δεν σπείρεται η χώρα, φθάνει εις ύψος πολύ. Εις το στόμιον αυτού άπειρον άλας πήγνυται αυτόματον, παρέχον προς ταρίχευσιν μεγάλα κήτη άνευ ακάνθης, τα οποία καλούσιν αντακαίους, και πολλά άλλα θαυμασμού άξια. Μέχρι του Γέρρου, εις τον οποίον φθάνει τις μετά τεσσαράκοντα ημερών πλουν, ο Βορυσθένης είναι γνωστόν ότε ρέει καταβαίνων από βορά, πέραν όμως ουδείς γινώσκει διά τίνων ανθρώπων ρέει• είναι δε φανερόν ότι διέρχεται έρημον πριν φθάση εις την χώραν των γεωργών Σκυθών οίτινες εισι παρόχθιοι αυτού κάτοικοι επί δέκα ημερών πλουν. Μόνου τούτου του ποταμού και του Νείλου δεν δύναμαι να σημειώσω τας πηγάς, νομίζω δε ότι ούτε άλλος τις των Ελλήνων. Ρέων δε ο Βορυσθένης φθάνει πλησίον της θαλάσσης και εκεί ενούται μετ' αυτού ο Ύπανις χυνόμενος εις το αυτό έλος. Το μεταξύ των ποταμών τούτων διάστημα, σχηματίζον προεξοχήν της χώρας, καλείται ακρωτήριον του Ιππολάου. Εν αυτώ δε είναι εκτισμένος ναός της Δήμητρας, και απέναντι αυτού του ναού, επί του Υπάνεως, κατοικούσιν οι Βορυσθενείται. Και ταύτα μεν περί των ποταμών τούτων.
54. Πέμπτος δε ποταμός μετ' αυτούς είναι ο Παντικάπης. Ρέει και ούτος από το βόρειον μέρος και από λίμνην, τα δε μεταξύ τούτου και του Βορυσθένους νέμονται οι γεωργοί Σκύθαι. Αφού διασχίση την Υλαίαν, ενούται κατόπιν με τον Βορυσθένη.
55. Έκτος είναι ο Υπάκυρις, όστις πηγάζει μεν εκ λίμνης, ρέων δε διά μέσου των νομάδων Σκυθών, χύνεται πλησίον της πόλεως Καρκινίτιδος, χωρίζων προς τα δεξιά την Υλαίαν και τον Αχίλλειον καλούμενον δεσμόν.
56. Έβδομος ποταμός είναι ο Γέρρος όστις μακρύνεται του Βορυσθένους εις το μέρος όπου είναι γνωστός ο Βορυσθένης• χωρίζεται δε επίσης και εκ του τόπου εις ον δίδει το όνομά του• ρέων δε μέχρι θαλάσσης χωρίζει τους νομάδας Σκύθας από τους βασιλικούς Σκύθας και ενούται με τον Υπάκυριν.
57. Όγδοος ποταμός είναι ο Τάναϊς όστις πηγάζει μακρόθεν έκ τινος μεγάλης λίμνης και χύνεται εις άλλην έτι μεγαλειτέραν, καλουμένην Μαιώτιδα, ήτις χωρίζει τους βασιλικούς Σκύθας από τους Σαυρομάτας. Εις τούτον δε τον Τάναϊν εισβάλλει άλλος ποταμός όστις καλείται Ύργις.
58. Με τούτους λοιπόν τους ονομαστούς ποταμούς εστολίσθησαν οι Σκύθαι. Η δε χλόη η φυομένη εις την Σκυθικήν χώραν προς τροφήν των κτηνών είναι, καθ' όσον ημείς γνωρίζομεν, χολωδεστάτη πασών. Δύναται δέ τις να βεβαιωθή τούτο ανοίγων τα θυσιαζόμενα κτήνη.
59. Τοιουτοτρόπως λοιπόν τα μεν αξιολογώτερα πράγματα ευκολώτατα δύναταί τις να προμηθευθή εις τους Σκύθας, τα δε έθιμα αυτών είναι τα εξής. Εκ των θεών τους μόνους τους οποίους λατρεύουσιν είναι πρώτον η Εστία, έπειτα δε ο Ζευς και η Γη την οποίαν νομίζουσι γυναίκα του Διός• μετ' αυτούς λατρεύουσι τον Απόλλωνα, την Ουρανίαν Αφροδίτην, τον Ηρακλέα και τον Άρην. Και αυτούς μεν τους θεούς λατρεύουσιν όλοι οι Σκύθαι, οι δε βασιλικοί Σκύθαι θυσιάζουσι και εις τον Ποσειδώνα. Ονομάζονται δε Σκυθιστί η μεν Εστία Ταβιτί, ο δε Ζευς, ορθότατα κατ' εμέ, Παπαίος (51), η Γη Απία, ο Απόλλων Οιτόσουρος, η ουρανία Αφροδίτη Αρτίμπασα, και ο Ποσειδών Θαμιμασάδας. Δεν κατασκευάζουσι μήτε αγάλματα, μήτε βωμούς, μήτε ναούς, ειμή εις τον Άρην, εις ον και μόνον εγείρουσιν.
60. Εις όλους τους ιερούς τόπους αι θυσίαι γίνονται κατά τον αυτόν τρόπον. Ιδού δε πώς γίνονται• το θύμα ίσταται όρθιον με δεδεμένους τους εμπροσθίους πόδας• ο δε θύων, ιστάμενος όπισθεν του κτήνους, σύρει το σχοινίον και το ρίπτει χαμαί. Ενώ δε πίπτει το ιερείον, αυτός επικαλείται τον θεόν προς τον οποίον θυσιάζει. Έπειτα θέτει βρόχον περί τον τράχηλον του ζώου και εμβαλών ράβδον στρέφει αυτήν, μέχρις ου το αποπνίξη, ούτε πυρ ανάπτων, ούτε απαρχάς προσφέρων ούτε σπονδάς. Αφού δε το πνίξη και το εκδάρη, τρέπεται προς έψησιν.
61. Επειδή δε η γη των Σκυθών στερείται ξύλων εντελώς, ιδού τι επενόησαν προς έψησιν των κρεάτων• γυμνούντες τα οστά των εκδειρομένων θυμάτων, ρίπτουσι τα κρέατα εις λέβητας επιχωρίους, εάν τύχωσι να έχωσιν, οίτινες πολύ ομοιάζουσι με τους κρατήρας της Λέσβου, εκτός μόνον ότι είναι πολύ μεγαλείτεροι• συγχρόνως θέτουσι τα οστά υπό τους λέβητας, και καίοντες αυτά ψήνουσι τα κρέατα. Εάν δεν έχωσι λέβητας, περικλείουσιν όλα τα κρέατα εις τας γαστέρας των ιερείων ομού με ύδωρ και ανάπτουσι κάτωθεν τα οστά, τα οποία καίουσι θαυμάσια. Χωρούσι δε αι γαστέρες ευκολώτατα τα κρέατα τα γυμνωθέντα των οστών. Τοιουτοτρόπως και ο βους ψήνεται αφ' εαυτού και τα άλλα ιερεία ομοίως. Αφού δε εψηθώσι τα κρέατα, ο θύσας ρίπτει μακράν, ως απαρχάς, μέρος των κρεάτων και των σπλάγχνων, θύουσι δε παντός είδους ζώα, και προ πάντων ίππους.
62. Εις μεν τους άλλους θεούς τοιουτοτρόπως θυσιάζουσι και ταύτα τα κτήνη προσφέρουσιν, εις δε τον Άρην ως εξής. Εις την κωμόπολιν εκάστου νομού ιδρύουσι ναόν κατά τον ακόλουθον τρόπον• φάκελοι φρυγάνων εισί συσσωρευμένοι εις τριών σταδίων μήκος και πλάτος, το ύψος δε αυτών είναι μικρότερον• επί του σωρού τούτου γίνεται τετράγωνον επίπεδον, και αι μεν τρεις πλευραί αυτού εισίν απότομοι, εκ δε της μιας δύναται τις ν' αναβή. Κατ' έτος επιθέτουσιν εκατόν πεντήκοντα αμαξών φρύγανα, καθότι ο σωρός ελαττούται αδιακόπως υπό των ανέμων. Επί εκάστου των ναών τούτων είναι ιδρυμένος αρχαίος ακινάκης σιδηρούς, όστις είναι το άγαλμα του Άρεως. Εις αυτόν δε τον ακινάκην προσφέρουσι θυσίας κτηνών και ίππων, και θυσιάζουσι πλειότερον ή εις τους άλλους θεούς• προς τούτοις από όσους ζωγρήσωσιν εις τον πόλεμον, θυσιάζουσιν ένα εις τους εκατόν, ουχί όμως καθώς θυσιάζουσι τα κτήνη αλλά κατά διάφορον τρόπον. Αφού χύσωσιν οίνον επί της κεφαλής των, σφάζουσι τους ανθρώπους εις αγγείον, το οποίον αναβιβάζοντες έτι του σωρού των φρυγάνων καταβρέχουσι τον ακινάκην με το αίμα• ενώ δε οι μεν αναβιβάζουσιν αυτό, οι άλλοι μένοντες εις τους πρόποδας του σωρού, κόπτουσιν ολοκλήρους τους δεξιούς ώμους των σφαγέντων ανδρών ομού με τας χείρας, και ρίπτουσιν αυτούς εις τον αέρα• έπειτα δε, αφού τελειώσωσι την θυσίαν και των άλλων θυμάτων, αναχωρούσι. Μένουσι δε αι μεν χείρες όπου πέσωσι, τα δε σώματα κεχωρισμένα.
63. Τοιαύται λοιπόν είναι αι θυσίαι των Σκυθών• χοίρους όμως δεν συνειθίζουσι να θυσιάζωσιν, ούτε δέχονται να τρέφωσι τοιούτους εις την χώραν των.
64. Οι δε πολεμικοί των νόμοι είναι οι ακόλουθοι. Τον πρώτον εχθρόν τον οποίον καταβάλη ο Σκύθης, πίνει εκ του αίματός του, φέρει δε εις τον βασιλέα τας κεφαλάς όλων εκείνων τους οποίους φονεύση εν τη μάχη• διότι, εάν μεν φέρη κεφαλήν, μετέχει των λαφύρων, εάν δε δεν φέρη, όχι. Διά να εκδάρη κεφαλήν, την περιτέμνει κύκλω περί τα ώτα, την λαμβάνει εκ των τριχών, την σείει, και αφού το δέρμα αποσπασθή από το κρανίον, αποξέει το κρέας με πλευράν βοός, μαλάσσει έπειτα αυτό μεταξύ των χειρών του• αφού δε το καταστήση τοιουτοτρόπως μαλακόν ως χειρόμακτρον, το κρεμά του χαλινού του ίππου επί του οποίου ιππεύει, και γαυριά. Εκείνος όστις έχει πολλά τοιαύτα δέρματα φημίζεται ως ανδρειότατος. Πολλοί κατασκευάζουσιν εκ των δερμάτων φορέματα και τα ράπτουσιν ως τα ποιμενικά ενδύματα. Πολλοί δε άλλοι, αφού εκδείρωσι τας δεξιάς χείρας των φονευθέντων εχθρών ομού με τους όνυχας, περικαλύπτουσι δι' αυτών τας φαρέτρας των. Είναι δε το δέρμα του ανθρώπου και παχύ και λαμπρόν, και σχεδόν εξ όλων των δερμάτων το μάλλον λευκόν. Άλλοι πάλιν, αφού εκδείρωσιν ολοκλήρους τους ανθρώπους και προσκολλήσωσι το δέρμα των επί ξύλων, περιφέρουσιν αυτό οσάκις ιππεύουσιν. Ταύτα λοιπόν είναι τα πολεμικά των έθιμα.
65. Ιδού δε πώς μεταχειρίζονται τας κεφαλάς, όχι όλων, αλλά των εχθίστων. Πριονίζουσι το κρανίον κάτωθεν των οφρύων και το καθαρίζουσι. Και ο μεν πτωχός το μεταχειρίζεται, αφού το περικαλύψη με δέρμα βοός ακατέργαστον, ο δε πλούσιος το καλύπτει ομοίως με δέρμα βοός κεχρυσωμένον έξωθεν και το μεταχειρίζεται ως ποτήριον. Κατασκευάζουσι δε τοιαύτα ποτήρια και από τας κεφαλάς των συγγενών των, εάν τύχη να έχωσι διαφοράν τινα μεταξύ των και νικήση ο είς τον άλλον, παρόντος του βασιλέως• όταν δε τον επισκέπτονται ξένοι τους οποίους υπολήπτεται, δεικνύει αυτάς τας κεφαλάς και λέγει ότι όντες συγγενείς εγένοντο εχθροί και τους ενίκησεν αυτός. Διηγούνται δε τούτο ως ανδραγάθημα.
66. Άπαξ του έτους έκαστος νομάρχης εις τον νομόν του γεμίζει ένα κρατήρα με οίνον και πίνουσιν εξ αυτού εκείνοι των Σκυθών όσοι εφόνευσαν εχθρούς• όσοι δεν κατώρθωσαν τοιούτο τι, δεν πίνουσιν εξ αυτού του οίνου, αλλ' ως άτιμοι κάθηνται μακράν• και τούτο είναι παρ' αυτοίς μέγιστον όνειδος. Όσοι εφόνευσαν παμπόλλους ανθρώπους, αυτοί έχουσι δύο ποτήρια και πίνουσι με τα δύο.
67. Οι Σκύθαι έχουσι πολλούς μάντεις οίτινες μαντεύονται με πολλάς ράβδους εξ ιτέας κατά τον εξής τρόπον• φέροντες μεγάλα δέματα εκ τοιούτων ράβδων, τα λύουσι, τακτοποιούσι τας ράβδους μίαν προς μίαν και προφητεύουσιν• ενώ δε λέγουσι τας προφητείας των, τινάζουσι πάλιν τας ράβδους και τας σχηματίζουσι δέματα. Τοιούτος είναι ο τρόπος της μαντικής τον οποίον παρέλαβον από τους πατέρας των. Οι δε Εναρείς οι ανδρόγυνοι (52) λέγουσιν ότι η Αφροδίτη τους έδωκε την μαντικήν επιστήμην προλέγουσι δε με φλοιόν φιλύρας. Αφού σχίση ο μάντις την φιλύραν εις τρία, περιτυλίσσει τον φλοιόν εις τους δακτύλους του, έπειτα τον εκτυλίσσει και χρησμοδοτεί.
68. Όταν ο βασιλεύς των Σκυθών ασθενήση, προσκαλεί τρεις μάντεις, τους ονομαστοτάτους, οίτινες μαντεύονται κατά τα ανωτέρω ρηθέντα τρόπον, και σχεδόν πάντοτε λέγουσιν ότι το κακόν προήλθε, διότι ο δείνα ή ο δείνα ώμοσε ψευδώς εις την βασιλικήν εστίαν• είναι δε συνήθεια εις τους Σκύθας, όταν θέλωσι να δώσωσιν επίσημον όρκον, να ομνύωσιν εις την βασιλικήν εστίαν. Άμα είπωσι τούτο, προσάγεται εκείνος τον οποίον κατήγγειλαν ως ένοχον ψευδορκίας• αφού δε έλθη, οι μάντεις τον κατηγορούσι λέγοντες ότι διά της μαντικής απεδείχθη καταφανώς ότι επιώρκησεν ορκισθείς εις την βασιλικήν εστίαν και ότι η ασθένεια του βασιλέως δεν έχει άλλην αιτίαν. Τότε ο κατηγορούμενος αρνείται, λέγει ότι δεν επιώρκησε και θρηνολογεί. Επειδή λοιπόν αρνείται τούτο, ο βασιλεύς προσκαλεί άλλους διπλασίους μάντεις, και εάν διά της μαντικής αποδείξωσιν ούτοι ότι τωόντι επιώρκησεν ο άνθρωπος, τότε αμέσως τον αποκεφαλίζουσι, και οι πρώτοι μάντεις μοιράζονται την περιουσίαν του. Εάν δε οι δεύτεροι μάντεις τον αθωώσωσι, προσκαλούνται άλλοι, και έπειτα άλλοι. Επί τέλους, όταν οι πλειότεροι αθωώσωσι τον άνθρωπον, αποφασίζεται να θανατωθώσιν οι πρώτοι μάντεις.
69. Διά να τους θανατώσωσι δε πληρούσιν άμαξαν με φρύγανα, ζευγνύουσιν εις αυτήν ίππους, αναγκάζουσι τους καταδικασθέντας να αναβώσιν εις το μέσον των φρυγάνων με τας χείρας δεδεμένας όπισθεν, τους πόδας περικεκλεισμένους εις πέδας και το στόμα πεφραγμένον• τιθεμένου δε πυρός εις τα φρύγανα, οι βόες εξαγριούνται και παρασύρουσι την άμαξαν. Και πολλοί μεν βόες συγκατακαίονται με τους μάντεις, πολλοί δε σώζονται περικεκαυμένοι αφού κατακαυθή ο ρυμός αυτών. Κατακαίουσι δε τους μάντεις ουχί μόνον διά την αιτίαν την οποίαν ανέφερα, αλλά και δι' άλλας αιτίας, ονομάζοντες αυτούς ψευδομάντεις. Όσους δε φονεύση ο βασιλεύς, τούτων ουδέ τα τέκνα αφίνει, αλλά φονεύει τα άρρενα και παραιτεί τα θήλεα.
70. Με όσους δε ορκίζονται οι Σκύθαι, ορκίζονται ως εξής• Χύνουσιν οίνον εις μέγα ποτήριον πήλινον, και μιγνύουσιν εν αυτώ αίμα εκείνων οίτινες θα ορκισθώσι κάμνοντες μικράν αμυχήν είτε δι' οπητίου είτε διά της αιχμής μαχαιρίου. Έπειτα βυθίζουσιν εις το αγγείον ακινάκην, βέλη, πέλεκυν και ακόντιον• τούτου γενομένου, λέγουσι κατάρας πολλάς, και έπειτα οι ορκιζομένοι και οι σημαντικότεροι των ακολουθούντων αυτούς πίνουσιν εκ τούτου του κράματος.
71. Ενταφιάζονται δε οι βασιλείς εις τα Γέρρα μέχρι των οποίων ο Βορυσθένης είναι προσπλωτός. Ενταύθα, όταν αποθάνη ο βασιλεύς των, ορύσσουσιν εις την γην μέγα όρυγμα τετράγωνον• άμα δε τούτο ετοιμασθή, λαμβάνουσι τον νεκρόν, του οποίου το μεν σώμα είναι κατακηρωμένον, η δε κοιλία ανοιγείσα και καθαρισθείσα είναι γεμισμένη με κύπερον τετριμμένον, με θυμίαμα, με σπόρον σελίνου και με άνηθον, έπειτα δε πάλιν ερραμμένη• τοιουτοτρόπως δε κομίζουσα αυτόν εν αμάξη εις άλλο έθνος. Εκείνοι οίτινες δεχθώσι το σώμα πράττουσιν όσα και οι βασιλικοί Σκύθαι οίτινες έφεραν αυτό• κόπουσιν ολίγον το ωτίον των, περικείρουσι τας τρίχας της κεφαλής, περιτέμνουσι τους βραχίονας, κάμνουσιν αμυχάς εις το μέτωπον και την ρίνα, και διαπερώσι με βέλη την αριστεράν χείρα. Εκείθεν φέρουσιν εν αμάξη τον νεκρόν του βασιλέως εις άλλο έθνος εξ εκείνων εφ' ων άρχουσιν, οι δε προηγούμενοι εις τους οποίους τον έφεραν ακολουθούσιν. Αφού δε τοιουτοτρόπως περιέλθωσιν όλα τα έθνη κομίζοντες τον νεκρόν, φθάνουσιν επί τέλους εις το έσχατον των εθνών, τα Γέρρα, και εις τους τάφους. Τότε αποθέτουσι τον νεκρόν εις τον τάφον επί στιβάδος, πηγνύοντες ένθεν και ένθεν του νεκρού αιχμάς και επάνω αυτών απλούντες ξύλα τα οποία στεγάζουσι με ψιάθους. Εις το κενόν δε διάστημα του τάφου θάπτουσι μίαν των παλλακίδων την οποίαν πνίγουσιν, ένα οινοχόον, ένα μάγειρον, ένα ιπποκόμον, ένα ιδιαίτερον θεράποντα, ένα αγγελιαφόρον, ίππους, απαρχάς όλων των πραγμάτων του και φιάλας χρυσάς, καθότι δεν μεταχειρίζονται μήτε άργυρον μήτε χαλκόν. Ταύτα ποιήσαντες, ρίπτουσι χώμα και ανυψούσι τον τάφον, αμιλλώμενοι και προθυμούμενοι να τον υψώσωσιν όσον το δυνατόν περισσότερον.
72. Αφού παρέλθη έν έτος, πράττουσι πάλιν τα ακόλουθα• λαμβάνουσι τους προθυμοτάτους εκ των υπολειπομένων θεραπόντων (είναι δε ούτοι Σκύθαι εγχώριοι, διότι τοιούτοι Σκύθαι υπηρετούσι τον βασιλέα εις ό,τι διατάξη, και δεν έχει αργυρωνήτους υπηρέτας)• εξ αυτών λοιπόν των θεραπόντων αφού πνίξωσι πεντήκοντα, και ίππους καλλίστους πεντήκοντα, εκβάλλουσι την κοιλίαν των, την καθαρίζουσι, την γεμίζουσι με άχυρα και την ράπτουσι πάλιν. Έπειτα διά δύο ξύλων στηρίζουσι το ήμισυ τροχού του οποίου η περιφέρεια εγγίζει την γην• διά του αυτού δε τρόπου στηρίζουσι και το άλλο ήμισυ. Στηρίζουσι δε πολλά τοιαύτα. Ακολούθως περώσι διά ξύλων μακρών και χονδρών τα σώματα όλων των ίππων μέχρι των τραχήλων και θέτουσιν αυτά επί των ημιτροχίων, άτινα βαστάζουσιν εμπρός τους ώμους, οπίσω την κοιλίαν, και αφίνουσι κρεμάμενα τα σκέλη εκατέρωθεν εις τους ίππους τούτους, τοιουτοτρόπως κρατουμένους ευθείς, θέτουσι χαλινούς και στόμια, τείνουσα αυτά έμπροσθεν και τα δένουσιν εις πασσάλους. Τέλος, επί εκάστου ίππου, ανεβιβάζουσιν ένα νέον πεπνιγμένον, αφού προηγουμένως περάσωσι κατά μήκος του οστού της ράχεως ξύλον όρθιον το οποίον επάνω μεν φθάνει μέχρι του τραχήλου, κάτω δε είναι μακρόν τόσον ώστε να εισέρχεται εις οπήν κατεσκευασμένην εις το άλλο ξύλον το διά του ίππου διερχόμενον. Αφού λοιπόν στήσωσι τοιούτους ιππείς περί τον τάφον, αναχωρούσιν.
73. Ούτω θάπτουσι τους βασιλείς, όταν δε αποθάνωσιν οι άλλοι Σκύθαι, οι πλησιέστατοι συγγενείς των τους θέτουσιν εις αμάξας και τους περιφέρουσιιν εις τους φίλους των• έκαστος δε αυτών υποδεχόμενος φιλοξενεί τους συνοδεύοντας δίδων και εις τον νεκρόν από όλα όσα δίδει εις τους άλλους. Περιφέρονται κατ' αυτόν τον τρόπον επί ημέρας τεσσαράκοντα, μετά ταύτα δε τον θάπτουσι και καθαρίζονται κατά τον ακόλουθον τρόπον. Πλύναντες προηγουμένως τας κεφαλάς των και σπογγίσαντες αυτάς, εμπήγουσιν εις την γην ξύλα τα οποία κλίνουσιν όπως τα προσεγγίσωσι προς άλληλα εκ των άνω, επί των ξύλων δε τούτων εκτείνουσιν υφάσματα μάλλινα. Μεταξύ των ξύλων τούτων τα οποία φέρουσι τα υφάσματα θέτουσι σκάφην εντός της οποίας υπάρχουσι λίθοι πεπυρακτωμένοι μέχρι διαφανείας.
74. Παράγεται δε εις την χώραν ταύτην είδος τι κανννάβεως πολύ ομοίας με το λίνον πλην της παχύτητος και του μεγέθους, διότι κατά τα δύο ταύτα η κάναβις είναι πολύ υπερτέρα του λίνου. Φύεται δε και αυτομάτως και σπειρομένη, οι δε Βράκες κατασκευάζουσιν εξ αυτής ενδύματα πολύ ομοιάζοντα με τα λινά, τοσούτον ώστε όστις δεν τα μετεχειρίσθη, δεν δύναται να διακρίνη το έν πανίον από το άλλο, εκείνος δε όστις δεν είδε ποτέ κάνναβιν δύναται να εκλάβη το ύφασμα ως λινούν.
75. Λαμβάνοντες λοιπόν οι Σκύθαι εκ του σπόρου τούτου εισέρχονται υπό τα ξύλα τα οποία καλύπτονται από τα υφάσματα και ρίπτουσιν αυτόν επί των διαφανών υπό του πυρός λίθων• καιόμενος δε ούτος καπνίζει και επιχέει καπνόν περισσότερον παρά παν άλλο ελληνικόν λουτρόν. Οι Σκύθαι παραφερόμενοι εκ του καπνού τούτου ωρύονται τούτο δε μεταχειρίζονται αντί λουτρού, επειδή, ποτέ δεν βυθίζουν το σώμα των ολόκληρον εις το ύδωρ. Αι γυναίκες των βρέχουσι λίθον τραχύν και επ' αυτού τρίβουσι ξύλον κυπαρίσσου, κέδρου και λιβάνου• με το μίγμα• δε τούτο αλείφουσι το σώμα και το πρόσωπον και αφ' ενός μεν ευωδιάζουσιν, αφ' ετέρου δε, όταν τα εκβάλωσι την ακόλουθον ημέραν, είναι καθαραί και δροσεραί.
76. Αποφεύγουσι δε με πάντα τρόπον από του να παραλαμβάνωσι τα έθιμα των άλλων εθνών και μάλιστα των Ελλήνων, ως το απέδειξαν εις τον Ανάχαρσιν και μετ' αυτόν εις τον Σκύλην. Ο Ανάχαρσις, αφού περιηγήθη, πολύ μέρος της γης και εκτήσατο κατά την περιήγησιν ταύτην πολλήν σοφίαν, επέστρεφεν εις την Σκυθίαν• πλέων δε διά του Ελλησπόντου προσωρμίσθη, εις την Κύζικον και ιδών τους Κυζικηνούς ασχολουμένους να εορτάζωσι μεγαλοπρεπώς την εορτήν της μητρός των θεών, ευχήθη εις την θεάν εάν φθάση αισίως εις την πατρίδα του να προσφέρη εις αυτήν ομοίως θυσίας και να συστήση πανυχίδα. Όταν λοιπόν έφθασεν εις την Σκυθικήν και εισέδυσεν εις την λεγομένην Υλαίαν, ήτις κείται πλησίον του Αχιλλείου δρόμου και καλύπτεται όλη υπό δένδρων παντοίων, ήρχισεν ο Ανάχαρσις να τελή την εορτήν της Κυβέλης με όλα τα καθέκαστα, κρατών τύμπανον και έχων εις το στήθος αγάλματα κρεμάμενα. Είς όμως των Σκυθών ιδών αυτόν εφανέρωσεν εις τον βασιλέα τι έπραττεν. Ούτος δε ελθών και ιδών τον Ανάχαρσιν ταύτα πράττοντα, τον ετόξευσε και τον εφόνευσε (53). Και σήμερον, εάν τις ερωτήση περί του Αναχάρσιδος, οι Σκύθαι προσποιούνται ότι δεν τον γνωρίζουσιν, επειδή απεδήμησεν εις την Ελλάδα και παρεδέχθη έθιμα ξενικά ως δε ήκουσα εγώ από τον Τίμνον τον επίτροπον του Αριπείθους, ο Ανάχαρσις ήτο προς πατρός θείος του Ιδανθύρσου βασιλέως των Σκυθών και υιός του Γνούρου του υιού του Λύκου και εγγονού του Σπαργαπείθους. Εάν λοιπόν ο Ανάχαρσις ήτο εκ της οικίας ταύτης, ας μάθη ότι εφονεύθη υπό του αδελφού του, διότι ο Ιδάνθυρσος ήτο υιός του Σαυλίου, ο Σαύλιος δε ήτο ο φονεύσας τον Ανάχαρσιν.
77. Ήκουσα επίσης τους Πελοποννησίους διηγουμένους άλλην ιστορίαν την ακόλουθον• ότι ο Ανάχαρσις απεδήμησε κατά διαταγήν του βασιλέως των Σκυθών και εγένετο μαθητής της Ελλάδος και ότι επιστρέψας είπεν εις τον πέμψαντα ότι όλοι οι Έλληνες ασχολούνται εις παν είδος μαθήσεως πλην των Λακεδαιμονίων, και όμως μόνον εις αυτούς δύναται τις να δώση και να λάβη καλήν συμβουλήν. Αλλ' η διήγησις αύτη επλάσθη υπ' αυτών των Ελλήνων, το δε βέβαιον είναι ότι ο άνθρωπος εθανατώθη ως είπον ανωτέρω. Ο Ανάχαρσις λοιπόν ταύτα έπαθε χάριν των ξενικών εθίμων και των στενών σχέσεων τας οποίας είχε με τους Έλληνας.
78. Μετά πολλά δε έτη ύστερον ο Σκύλης του Αριαπείθους έπαθε σχεδόν τα ίδια. Ο Σκύλης ούτος ήτο υιός του Αριαπείθους βασιλέως των Σκυθών και γυναικός τινος ουχί εγχωρίας αλλ' εκ της πόλεως Ιστρίας, η δε μήτηρ του τω εδίδαξε την γλώσσαν και τα ελληνικά γράμματα. Βραδύτερον ο μεν Αριαπείθης εδολοφονήθη υπό του Σπαργαπείθους, βασιλέως των Αγαθύρεων, ο δε Σκύλης παρέλαβε την βασιλείαν και την γυναίκα του πατρός του ήτις ωνομάζετο Οποίη. Ήτο δε η Οποίη αύτη εγχωρία και είχεν υιόν εκ του Αριαπείθους καλούμενον Όρικον. Ο Σκύλης, μολονότι ήτο βασιλεύς των Σκυθών, ποσώς δεν ηρέσκετο εις την Σκυθικήν δίαιταν, καθότι η ανατροφή την οποίαν είχε λάβει τον έκαμνε να κλίνη μάλλον προς τα ελληνικά έθιμα. Επομένως, οσάκις μετέβαινε με τον στρατόν εις την πόλιν των Βορυσθενειτών (οι Βορυσθενείται δε ούτοι λέγονται ότι είναι Μιλήσιοι), τον μεν στρατόν άφινεν εις το προάστειον, αυτός δε εισήρχετο εις την πόλιν και κλείων τας θύρας εξεδύετο την Σκυθικήν και εφόρει την ελληνικήν ενδυμασίαν• ταύτην δε φορών περιεφέρετο εις την αγοράν, ούτε υπό φύλακός τινος συνοδευόμενος ούτε υπό άλλου τινός, καθότι οι άνθρωποι του εφύλαττον τας θύρας μήπως εισέλθη τις των Σκυθών και τον ίδη με τα ενδύματα ταύτα. Προσέτι δε και καθ' όλα τα άλλα ηκολούθει την ελληνικήν δίαιταν και εθυσίαζεν εις τους θεούς κατά τα έθιμα των Ελλήνων. Αφού δε διέτριβεν εκεί ένα μήνα ή και περισσότερον, ανεχώρει επαναλαμβάνων την Σκυθικήν ενδυμασίαν. Έπραττε δε τούτο πολλάκις, και έκτισεν οικίαν εις την πόλιν των Βορυσθενειτών όπου είχε νυμφευθή γυναίκα εγχωρίαν.
79. Επειδή όμως ήτο πεπρωμένον να πάθη κακόν, ιδού εκ ποίας αιτίας προήλθε το κακόν. Επεθύμησε να μυηθή τα μυστήρια του Διονύσου, και ενώ έμελλε να αρχίση την τελετήν εγένετο μέγα θαύμα. Είχεν, ως είπον ανωτέρω, εις την πόλιν των Βορυσθενειτών μεγάλην οικίαν και πολυτελή, περί την οποίαν είχον στηθή σφίγγες και γρύπες εκ λευκού λίθου. Εις ταύτην ο θεός έρριψε κεραυνόν. Και η μεν οικία κατεκάη όλη, ο δε Σκύθης ουχ ήττον εξηκολούθησε και ετελείωσε την τελετήν. Ονειδίζουσι δε τους Έλληνας οι Σκύθαι διά την εορτήν ταύτην του Βάκχου, διότι λέγουσιν ότι δεν ήρμοζε να εφεύρωσι τοιούτον θεόν όστις ωθεί τους ανθρώπους εις μανίαν. Ότε λοιπόν ο Σκύλης εμυείτο τα μυστήρια του Βάκχου, Βορυσθενείτης τις, μεταβάς εις τους Σκύθας, τοις είπε• «Μας ονειδίζετε, ω Σκύθαι, ότι βακχεύομεν και ότι καταλαμβάνει ημάς ο θεός• την στιγμήν ταύτην όμως ο θεός κατέλαβε και τον υμέτερον βασιλέα και βακχεύει και μαίνεται υπό του θεού. Εάν δεν με πιστεύετε, ακολουθήσατέ με, και θέλω σας δείξει αυτόν.» Τον ηκολούθησαν οι προεστώτες των Σκυθών, και ο Βορυσθενείτης αναβιβάσας κρυφίως τους ετοποθέτησεν εις ένα πύργον• μετ' ολίγον διέβη ο Σκύλης με τον θίασον των μαινομένων, και οι Σκύθαι τον είδον ότι εβάκχευε. Τότε εθεώρησαν εαυτούς πληγέντας υπό μεγάλης συμφοράς, και εξελθόντες ανεκοίνωσαν εις όλον τον στρατόν όσα είδον.
80. Μετά ταύτα δε, ότε ο Σκύλης επέστρεφεν εις την Σκυθίαν, οι Σκύθαι, ονομάσαντες βασιλέα τον αδελφόν αυτού Οκταμασάδην, γεννηθέντα εκ της θυγατρός του Tήρου, επανεστάτησαν κατά του Σκύλη. Ούτος δε, μαθών τα γινόμενα εναντίον του και την αιτίαν δι' ην εγίνοντο, έφυγεν εις την Θράκην. Ακούσας τούτο ο Οκταμασάδης, εξεστράτευσε κατά των Θρακών και τους απήντησεν εις τον Ίστρον. Ενώ δε έμελλον να πολεμήσωσιν, έπεμψεν ο Σιτάλκης προς τον Οκταμασάδην και τω είπε• «Τι ανάγκη να μετρηθώμεν προς αλλήλους; Είσαι υιός της αδελφής μου και έχεις μετά σου τον αδελφόν μου• δος μοι αυτόν και σοι παραδίδω τον Σκύλην, και τοιουτοτρόπως μήτε ο στρατός σου να κινδυνεύση μήτε ο στρατός μου.» Αυτά έλεγεν ο Σιτάλκης πέμψας κήρυκα, διότι ευρίσκετο παρά τω Οκταμασάδη αδελφός τις του Σιτάλκου φυγάς. Ο δε Οκταμασάδης, δεχθείς την πρότασιν, παρέδωκεν εις τον Σιτάλκην τον εκ μητρός θείον του και έλαβε τον αδελφόν Σκύλην. Και ο μεν Σιτάλκης άμα λαβών τον αδελφόν του ανεχώρησεν, ο δε Οκταμασάδης απεκεφάλισεν εκεί τον Σκύλην. Τοιουτοτρόπως οι Σκύθαι φυλάττουσι τα έθιμά των, και ούτω τιμωρούσιν εκείνους οίτινες παραδέχονται ξένα ήθη.
81. Ποτέ δεν ηδυνήθην να μάθω ακριβώς τον αριθμόν των Σκυθών, αλλά διαφόρους λόγους ήκουον περί αυτών• άλλοι μεν έλεγον ότι είναι πάμπολλοι, άλλοι δε ότι καθαυτό Σκύθαι είναι ολίγοι. Τόσον μόνον μοι εδείκνυον, και το είδον οφθαλμοφανώς. Μεταξύ του Βορυσθένους ποταμού και του Υπάνεως υπάρχει χώρος καλούμενος Εξαμπαίος, τον οποίον εμνημόνευσα ανωτέρω ειπών ότι εν αυτώ υπάρχει κρήνη πικρά της οποίας το ύδωρ χυνόμενον εις τον Ύπανιν καθιστά αυτόν άποτον. Εις αυτόν τον χώρον ευρίσκεται χαλκείον εξάκις μεγαλείτερον του εν τω στομίω του Ευξείνου Πόντου κρατήρος τον οποίον ανέβηκεν ο Παυσανίας του Κλεομβρύτου. Δι' εκείνον όμως όστις δεν το είδεν εισέτι, το περιγράφω με ολίγας λέξεις. Το εις την Σκυθίαν χαλκείον χωρεί ευκόλως εξακοσίους αμφορείς και έχει έξ δακτύλων πάχος. Οι εγχώριοι λέγουσιν ότι κατεσκευάσθη από αιχμάς βελών, και ιδού πώς• βασιλεύς τις των Σκυθών, ονομαζόμενος Αριαντάν, θέλων να μάθη τον αριθμόν των Σκυθών, τους διέταξε να φέρη έκαστος μιαν αιχμήν βέλους, απειλών διά θανάτου εκείνον όστις δεν ήθελεν υπακούσει. Λέγουσι λοιπόν ότι εκομίσθησαν άπειροι τοιαύται αιχμαί και ότι ο βασιλεύς έκρινε καλόν να αφήση εξ αυτών ενθύμιον. Κατεσκεύασε δε το χαλκείον τούτο και το ανέθηκεν εις τον Εξαμπαίον τούτον. Αυτά ήκουσα περί του αριθμού των Σκυθών.
82. Η χώρα αύτη ουδέν έχει θαυμάσιον πλην των πολλών και μεγίστων ποταμών της. Το μόνον δε όπερ, πλην των ποταμών και της απείρου εκτάσεως της πεδιάδος, είναι άξιον θαυμασμού, τούτο θα είπω• δεικνύουσιν επί βράχου πλησίον του Τύρου ποταμού ίχνος του Ηρακλέους, το οποίον φαίνεται μεν ως βήμα ανδρός, έχει όμως μέγεθος δύο πήχεων. Και το μεν ίχνος τοιούτον είναι, εγώ δε επανέρχομαι εις την ιστορίαν την οποίαν εξ αρχής ηθέλησα να διηγηθώ.
83. Ενώ ο Δαρείος παρεσκευάζετο να εκστρατεύση κατά των Σκυθών και έστελλεν ανθρώπους να παραγγείλωσιν εις άλλους μεν να δώσωσι πεζόν στρατόν, εις άλλους δε πλοία, και εις άλλους να ζεύξωσι τον Θρακικόν Βόσπορον, ο αδελφός του Δαρείου Αρτάβανος ο του Υστάσπους παρεκάλεσεν αυτόν να μη επιχειρήση την εκστρατείαν ταύτην, προβάλων την πτωχείαν των Σκυθών• δεν ηδυνήθη όμως να τον πείση, μολονότι αι συμβουλαί του ήσαν καλαί. Τούτου ένεκα αυτός μεν έπαυσεν επιμένων, ο δε Δαρείος, αφού τα πάντα παρεσκευάσθησαν, εξέβαλε τον στρατόν από τα Σούσα.
84. Τότε ο Οιόβαζος, είς των Περσών, όστις είχεν εις τον στρατόν τους τρεις υιούς του, παρεκάλεσε τον Δαρείον να τω αφήση τον ένα. Ο Δαρείος τω απεκρίθη ότι επειδή ήτο φίλος και εζήτει πράγμα μέτριον, θα τω αφήση όλους τους υιούς του. Ο Οιόβαζος ήτο λοιπόν περιχαρής νομίζων ότι οι υιοί του απηλλάγησαν της στρατείας• αλλ' ο Δαρείος διέταξε τους περί αυτόν να θανατώσωσιν όλους τους παίδας του Οιοβάζου. Και ούτοι μεν σφαγέντες έμειναν εκεί.
85. Ο δε Δαρείος αναχωρήσας εκ των Σούσων έφθασεν εις τον Βόσπορον της Καλχηδονίας όπου ήτο εζευγμένη η γέφυρα, και εκείθεν εμβάς εις πλοίον έπλεε προς τας νήσους τας λεγομένας Κυανάς, αι οποίαι, ως λέγουσιν οι Έλληνες, ήσαν άλλοτε πλαγκταί. Καθήμενος δε εις τον ναόν, εθεώρει τον Εύξεινον Πόντον όστις είναι άξιος θαυμασμού, διότι από όλα τα πελάγη αυτός είναι ο θαυμασιώτατος• το μεν μήκος αυτού είναι ένδεκα χιλιάδων και εκατόν σταδίων, το δε μέγιστον πλάτος τριών χιλιάδων και τριακοσίων σταδίων. Το στόμιον του πελάγους τούτου έχει τεσσάρων σταδίων πλάτος, το μήκος δε αυτού, ο αυχήν, όστις καλείται Βόσπορος, και όπου εζεύχθη η γέφυρα, είναι περίπου εκατόν είκοσι σταδίων. Εκτείνεται δε ο Βόσπορος μέχρι της Προποντίδος ήτις έχει πεντακοσίων σταδίων πλάτος και χιλίων τετρακοσίων μήκος και ήτις καταβαίνει μέχρι του Ελλησπόντου όστις έχει πλάτος επτά μεν σταδίων κατά το στενώτερον αυτού μέρος, τετρακοσίων δε σταδίων μήκος. Εκχύνεται δε ο Ελλήσποντος εις χάσμα πελάγους, το οποίον καλείται Αιγαίον πέλαγος. 86. Εμετρήθησαν δε τα στάδια ταύτα ως εξής. Εν γένει το πλοίον διανύει κατά τας μακροτέρας ημέρας εβδομήκοντα χιλιάδας οργυιάς, κατά δε την νύκτα εξήκοντα χιλιάδας. Όθεν από του στομίου του Ευξείνου Πόντου μέχρι του Φάσιδος (διότι τούτο είναι το μακρότατον διάστημα του Πόντου) ο πλους είναι εννέα ημερών και οκτώ νυκτών, όπερ εστί έν εκατομμύριον εκατόν δέκα χιλιάδες οργυιαί, ή ένδεκα χιλιάδες εκατόν στάδια. Από δε την Σινδικήν μέχρι της Θεμισκύρας ήτις είναι επί του Θερμώδοντος ποταμού (διότι τούτο είναι το πλατύτατον μέρος του Πόντου) ο πλους είναι τριών ημερών και δύο νυκτών, αίτινες αποτελούσι τριακοσίας τριάκοντα χιλιάδας οργυιάς ή τρισχίλια τριακόσια στάδια. Τοιούτοι είναι εκ φύσεως ο Πόντος, ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος και τοιουτοτρόπως κατεμετρήθησαν παρ' εμού. Ωφελείται δε ο Πόντος ούτος και έκ τινος λίμνης ήτις χύνεται εις αυτόν και είναι μόλις μικροτέρα αυτού. Καλείται δε η λίμνη αύτη Μαιώτις και μήτηρ του Πόντου.
87. Ο δε Δαρείος, αφού εθεώρητε τον Εύξεινον, έπλευσε πάλιν οπίσω εις την γέφυραν, της οποίας αρχιτέκτων ήτο ο Σάμιος Μανδροκλής. Αφού δε εθεώρησε και τον Βόσπορον, διέταξε να στήσωσιν εκεί δύο στήλας εκ λίθου λευκού και να χαράξωσιν εις μεν την μίαν με γράμματα Ασσυριακά εις δε την άλλην με Ελληνικά τα ονόματα όλων των εθνών όσα είχεν εις την εκστρατείαν του• είχε δε στρατεύματα εξ όλων των εθνών εφ' ων ήρχεν. Αριθμηθείς ο στρατός του ευρέθη ότι συνέκειτο, πλην του ναυτικού, εξ επτακοσίων χιλιάδων ανδρών συμπεριλαμβανομένων και των ιππέων• πλοία δε ηριθμήθησαν εξακόσια. Αυτάς τας στήλας, μετακομίσαντες ύστερον οι Βυζάντιοι εις την πόλιν των, μετεχειρίσθησαν διά να κτίσωσι τον βωμόν της Οθρωσίας Αρτέμιδος, πλην ενός λίθου όστις αφέθη πλησίον του ναού του Διονύσου εις το Βυζάντιον πλήρης γραμμάτων Ασσυριακών. Το μέρος δε του Βοσπόρου το οποίον εγεφύρωσεν ο Δαρείος είναι, ως ηδυνήθην να κρίνω ερευνήσας, μεταξύ του Βυζαντίου και του πλησίον του στομίου υπάρχοντος ναού.
88. Ο Δαρείος δε μετά ταύτα, ευχαριστηθείς διά την γέφυραν εκείνην, εβράβευσε τον αρχιτέκτονα αυτής Μανδροκλή τον Σάμιον με δέκα από όλα εκείνα όσα ο Ανδροκλής ζωγραφήσας την γέφυραν του Βοσπόρου και τον βασιλέα Δαρείον καθήμενον επί θρόνου και τον στρατόν του διαβαίνοντα προσέφερεν ως απαρχήν εις τον ναόν της Ήρας με την ακόλουθον επιγραφήν.
«_Γεφυρώσας ο Μανδροκλής τον ιχθυόεντα Βόσπορον, αφιέρωσεν εις την Ήραν το μνημόσυνον τούτο της σχεδίας. Εκτελέσας δε το έργον κατά την επιθυμίαν του βασιλέως, εις εαυτόν μεν περιέθετο στέφανον, εις τους Σαμίους δε δόξαν._»
Τοιούτο μνημείον αφήκεν ο ζεύξας την γέφυραν.
89. Αφού δε εβράβευσε τον Μανδροκλή ο Δαρείος διέβη εις την Ευρώπην (54) και παρήγγειλεν εις τους Ίωνας να πλεύσωσιν εις τον Εύξεινον μέχρι του Ίστρου ποταμού, να τον περιμείνωσιν όταν φθάσωσιν εκεί και να γεφυρώσωσι τον ποταμόν, διότι το ναυτικόν εκυβερνάτο από τους Ίωνας, τους Αιολείς και τους Ελλησποντίους. Όθεν το μεν ναυτικόν στράτευμα έκαμψε τας Κυανάς νήσους και έπλευσε κατ' ευθείαν προς τον Ίστρον εισελθόν δε εις τον ποταμόν και προχωρήσαν δύο ημέρας εις τα άνω προς την θάλασσαν εγεφύρωσε τον αυχένα του ποταμού εις το μέρος εκ του οποίου σχίζονται τα στόματα του Ίστρου. Ο δε Δαρείος αφού διέβη τον Βόσπορον διά της γεφύρας εξηκολούθησε την πορείαν του διά της Θράκης, έφθασεν εις τας πηγάς του Τεάρου ποταμού και εστρατοπέδευσεν ημέρας τρεις.
90. Λέγουσι δε οι περί τον Τέαρον κατοικούντες ότι ο ποταμός είναι άριστος εις το να θεραπεύη όλας τας ασθενείας και ιδίως την ψώραν των ανθρώπων και των ίππων. Έχει τριάκοντα οκτώ πηγάς αίτινες ρέουσιν εξ' ενός και του αυτού βράχου, και αι μεν αυτών είναι ψυχραί, αι δε θερμαί. Διά να υπάγη τις εις αυτάς είτε αναχωρών εκ της παρά την Πέρινθον Ηραιουπόλεως είτε εκ της Απολλωνίας του Ευξείνου Πόντου χρειάζεται να δαπανήση δύο ημέρας διά των δύο τούτων οδών. Χύνεται δε ο Τέαρος ούτος εις τον Κοντάδεστον ποταμόν, ο δε Κοντάδεστος εις τον Αγριάνην, ο δε Αγριάνης, εις τον Έβρον, ο δε Έβρος εις την θάλασσαν, πλησίον της πόλεως Αίνου.
91. Φθάσας λοιπόν εις τον ποταμόν τούτον ο Δαρείος και στρατοπεδεύσας, ευχαριστήθη πολύ και έστησε και ενταύθα στήλην έχουσαν κεχαραγμένα τα εξής γράμματα• «Αι πηγαί του Τεάρου δίδουσιν ύδωρ άριστον και κάλλιστον από όλους τους ποταμούς και εις αυτάς ήλθεν, οδηγών στρατόν κατά των Σκυθών, ο άριστος και ο κάλλιστος πάντων των ανδρών, ο υιός του Υστάσπους Δαρείος, βασιλεύς των Περσών και όλης της ηπείρου.» Ταύτα τα γράμματα εχάραξεν εκεί.
92. Αναχωρήσας δε εκείθεν έφθασεν εις άλλον ποταμόν του οποίου το όνομα είναι Αρτισκός και όστις ρέει διά των Οδρυσών. Εις τούτον τον ποταμόν φθάσας, έπραξε το εξής• εσημείωσε θέσιν τινά και διέταξε πάντα άνδρα διερχόμενον να θέτη ένα λίθον εις το υποδειχθέν τούτο μέρος. Αφού δε όλοι εξεπλήρωσαν την διαταγήν ταύτην, αφήσας εκεί μεγάλους σωρούς λίθων, ήγειρε τον στρατόν και ανεχώρησεν.
93. Πριν φθάση δε εις τον Ίστρον υπέταξε πρώτους τους Γέτας οίτινες νομίζουσιν εαυτούς αθανάτους• καθότι οι μεν Θράκες οι έχοντες τον Σαλμυδησόν και κατοικούντες προς τα άνω των πόλεων Απολλωνίας και Μεσημβρίας, ονομαζόμενοι δε Σκυρμιάδαι και Νιψαίοι, παρεδόθησαν αμαχητί εις τον Δαρείον• αλλ' οι Γέται εν τη ανοία των θελήσαντες να αντισταθώσιν εδουλώθησαν αμέσως, μολονότι είναι οι ανδρειότατοι και οι δικαιότατοι των Θρακών.
94. Ιδού δε πώς νομίζουσιν εαυτούς αθανάτους οι Γέται. Αυτοί νομίζουσιν ότι δεν αποθνήσκουσιν αλλ' ότι ο τελευτών τον βίον μεταβαίνει εις τον θεόν Ζάμολξιν, τον οποίον τινές φρονούσιν ότι είναι αυτός ούτος ο υπό το όνομα Γεβελέιζις τιμώμενος. Κατά πενταετίαν δε πέμπουσι διά κλήρου ένα εκ των ιδικών των προς τον Ζάμολξιν διά να παραστήση εις αυτόν τας ανάγκας των. Τον πέμπουσι δε κατά τον ακόλουθον τρόπον• οι μεν ίστανται κρατούντες τρία ακόντια, οι δε κρατούσι τας χείρας και τους πόδας του μέλλοντος να σταλή προς τον Ζάμολξιν, και έπειτα τον ρίπτουσιν εις τον αέρα εις τρόπον ώστε να πέση επί των ακοντίων• και εάν μεν πίπτων εις αυτά διαπερασθή και εκπνεύση, κρίνουσιν εκ τούτου ότι είναι ευάρεστος εις τον θεόν, εάν δε δεν αποθάνη, τότε αιτιώνται αυτόν τον άγγελον, λέγοντες ότι είναι κακός άνθρωπος. Αφού δε αιτιαθώσιν αυτόν, πέμπουσιν άλλον προς τον οποίον δίδουσι τας παραγγελίας των ενόσω ακόμη ζη. Αυτοί οι ίδιοι Θράκες, όταν βροντά και αστράπτη, τοξεύουσι προς τον ουρανόν και απειλούσιν ούτω τον θεόν• διότι νομίζουσιν ότι δεν υπάρχει άλλος θεός ειμή ο ιδικός των.
95. Ως δε εγώ μανθάνω παρά των κατοικούντων τον Ελλήσποντον και τον Εύξεινον πόντον Ελλήνων, αυτός ο Ζάμολξις, ων άνθρωπος, εγένετο δούλος εις την Σάμον πλησίον του Πυθαγόρου του Μνησάρχου. Μετά ταύτα γενόμενος ελεύθερος εκτήσατο πολλά χρήματα και επέστρεψεν εις την πατρίδα του. Επειδή δε οι Θράκες έζων τότε αθλίως ως κτήνη, ο Ζάμολξις, γνωρίζων την Ιωνικήν δίαιταν και ήθη μάλλον εξευγενισμένα ή τα των Θρακών, καθότι συνέζησε με Έλληνας και με τον Πυθαγόραν, άνδρα εκ των σοφωτάτων της Ελλάδος, κατεσκεύασεν ανδρώνα όπου εδέχετο και ευώχει τους πρώτους των αστών, διδάσκων ότι ούτε αυτός, ούτε οι συμπόται του, ούτε οι απόγονοί των δεν θα αποθάνωσιν, αλλά θα μεταβώσιν εις τόπον όπου ζώντες αιωνίως θα έχωσιν όλα τα αγαθά. Ενώ δε έπραττε και έλεγε τα ανωτέρω, συγχρόνως κατεσκεύαζεν οίκημα υπόγειον• όταν δε τούτο ετελείωσεν, εγένετο άφαντος εκ του μέσου των Θρακών, και καταβάς κάτω εις το υπόγειον οίκημα έμεινεν εκεί τρία έτη. Εν τούτοις οι Θράκες τον επόθουν και τον επένθουν ως θανόντα• αλλά κατά τα τέταρτον έτος εφάνη πάλιν εις αυτούς και κατέστησεν ούτω πιστευτά όσα είχεν ειπεί. Ούτοι μεν ταύτα λέγουσι διά τον Ζάμολξιν.
96. Εγώ δε περί τούτου μεν και περί του υπογείου οικήματος ούτε απιστώ ούτε πιστεύω πολύ, αλλά φρονώ ότι ο Ζάμολξις υπήρξε κατά πολλά έτη προγενέστερος του Πυθαγόρου. Είτε όμως ο Ζάμολξις ήτο άνθρωπος, είτε είναι θεός τις των Γετών επιχώριος, ας χαίρη. Ούτοι λοιπόν οι Γέται οι τοιαύτα πράττοντες, επειδή εχειρώθησαν υπό των Περσών, ηκολούθησαν το άλλο στράτευμα.
97. Ότε δε ο Δαρείος και ο μετ' αυτού πεζός στρατός έφθασαν εις τον Ίστρον και διέβησαν αυτόν, τότε ο βασιλεύς διέταξε τους Ίωνας να κόψωσι την γέφυραν και να τον ακολουθήσωσι διά ξηράς καθώς και ο ναυτικός στρατός. Ενώ δε έμελλον και οι Ίωνες να κόψωσι την γέφυραν και να εκτελέσωσι τα διαταχθέντα, ο Κώης ο Ερξάνδρου στρατηγός των Μιτυληναίων είπεν εις τον Δαρείον τα εξής, αφού πρώτον τον ηρώτησεν εάν δέχεται να ακούση γνώμην παρά τινος επιθυμούντος να δώση τοιαύτην• «Ω βασιλεύ, μέλλεις να στρατεύσης κατά χώρας εις την οποίαν μήτε αγρούς καλλιεργημένους θέλεις ιδεί μήτε πόλεις κατοικουμένας υπό ανθρώπων• άφες λοιπόν την γέφυραν ταύτην να ίσταται εις την θέσιν της και διάταξον να την φυλάττωσιν εκείνοι οίτινες την κατεσκεύασαν• και είτε κατά την επιθυμίαν μας επιτύχωμεν να εύρωμεν τους Σκύθας, η γέφυρα θα χρησιμεύση διά την επιστροφήν μας, είτε δεν δυνηθώμεν να τους φθάσωμεν, πάλιν θα έχωμεν την επιστροφήν ασφαλή. Δεν φοβούμαι ποσώς ότι είναι δυνατόν να νικηθώμεν από τους Σκύθας, αλλά πολύ μάλλον φοβούμαι μήπως μη δυνηθέντες να τους εύρωμεν πάθωμεν τι πλανώμενοι. Ίσως τις νομίση ότι λέγω ταύτα χάριν εμού και διά να μείνω εδώ• αλλά, ω βασιλεύ, σοι εκθέτω μεν την γνώμην ταύτην την οποίαν προς το συμφέρον σου ευρίσκω αρίστην, θα σε ακολουθήσω όμως μετά ταύτα και κατ' ουδένα τρόπον δεν θέλω μείνει.» Η γνώμη αύτη ήρεσε πολύ εις τον Δαρείον και απεκρίθη ως εξής• «Ξένε Λεσβίε, όταν επιστρέψω εις τον οίκον μου σώος και αβλαβής, παρουσιάσθητι αφεύκτως ενώπιόν μου και θα ανταμείψω γενναίως την καλήν συμβουλήν σου.»
98. Ταύτα είπεν ο Δαρείος• έπειτα δέσας εξήκοντα κόμβους εις λωρίον, προσεκάλεσε τους βασιλείς των Ιώνων όπως συνδιασκεφθώσι μετ' αυτού και τοις είπε τα εξής• «Άνδρες Ίωνες, μάθετε πρώτον ότι μετέβαλον γνώμην ως προς την γέφυραν• λάβετε λοιπόν αυτό το λωρίον, και μη λησμονήσετε όσα θα σας ειπώ. Άμα με ιδήτε πορευόμενον κατά των Σκυθών, λύετε απ' εκείνης της στιγμής ένα κόμβον καθ' ημέραν. Εάν παρέλθωσι τόσαι ημέραι όσον είναι οι κόμβοι και δεν επανέλθω, αποπλεύσατε εις τας πατρίδας σας. Μέχρις όμως εκείνης της ημέρας, επειδή ήλλαξα γνώμην, φυλάττετε την γέφυραν πάσαν προθυμίαν καταβάλλοντες προς υπεράσπισιν και διατήρησιν αυτής. Ταύτα πράξαντες θα μ' ευχαριστήσετε πολύ•» Αφού δε είπεν ο Δαρείος τους λόγους τούτους, έσπευσε να προχωρήση.
99. Πριν εισέλθη τις εις την Σκυθικήν είναι η Θράκη, ήτις προς το μέρος της θαλάσσης σχηματίζει κόλπον• έπειτα διαδέχεται αυτήν η Σκυθική, και εκεί χύνεται ο Ίστρος εις την θάλασσαν έχων το στόμιόν του εστραμμένον προς ανατολάς. Από τον Ίστρον δε τούτον αρχίζων θα περιγράψω την έκτασιν της προς το μέρoς της θαλάσσης Σκυθίας. Αύτη είναι η αρχαία Σκυθία, κειμένη προς μεσημβρίαν και νότον άνεμον, και εκτεινομένη από του Ίστρου μέχρι πόλεως τινός ονομαζομένης Καρκινίτιδος• πέραν της πόλεως ταύτης το Ταυρικόν έθνος κατοικεί την ορεινήν χώραν ήτις εκτείνεται μέχρι της θαλάσσης και προέχει εις τον Εύξεινον πόντον μέχρι της καλουμένης τραχείας Χερσονήσου• καταβαίνει δε και αύτη προς την θάλασσαν την προς ανατολάς• διότι αι άκραι των δύο πλευρών της Σκυθίας απολήγουσιν εις θάλασσαν, η μεν προς μεσημβρίαν, η δε προς ανατολάς, καθώς αι άκραι των δύο πλευρών της Αττικής, και κατοικούσιν εις αυτάς οι Ταύροι. Είναι το αυτό ως εάν ξένον έθνος και όχι Αθηναίοι κατώκουν εις την Αττικήν την μάλλον προέχουσαν προς την θάλασσαν άκραν του Σουνίου ακρωτηρίου, από του Θερικού μέχρι του Αναφλύστου δήμου, καθ' όσον δύναταί τις να παραβάλη τα μικρά προς τα μεγάλα. Τοιαύτη είναι η Ταυρική. Αλλ' επειδή πιθανόν να μη περιέπλευσέ τις τα παράλια ταύτα της Αττικής, εγώ θα δείξω άλλην τοποθεσίαν. Υποθέσατε ότι άλλο έθνος, και όχι Ιάπυγες, κατοικεί εις την Ιαπυγίαν την άκραν από του λιμένος Βρεντεσίου μέχρι του Τάραντος. Υποδεικνύων τας δύο ταύτας χώρας είναι ως να υποδεικνύω συγχρόνως πολλάς άλλας προς τας οποίας ομοιάζει επίσης η Ταυρική.
100. Από δε της Ταυρικής, ήτοι τα ανωτέρω των Ταύρων και της ανατολικής θαλάσσης, όντα δυτικώς του Κιμμερίου Βοσπόρου, και της Μαιώτιδος λίμνης, και του Τανάιδος ποταμού όστις χύνεται εις τον μυχόν της λίμνης ταύτης, κατοικούσιν οι Σκύθαι. Άνωθεν δε του Ίστρου εισερχόμενον εις το εσωτερικόν της χώρας, η Σκυθία περιορίζεται πρώτον μεν υπό των Αγαθύρσων, μετά ταύτα υπό των Νευρών, έπειτα υπό των Ανδροφάγων και τελευταίον υπό των Μελαγχλαίνων.
101. Της Σκυθικής λοιπόν, θεωρουμένης ως τετραγώνου, αι δύο πλευραί αίτινες εκτείνονται μέχρι της θαλάσσης, δηλαδή η πλευρά ήτις άρχεται από του Ίστρου και προβαίνει προς την μεσόγειον και η πλευρά ήτις άρχεται από του αυτού ποταμού και παρακολουθεί την ακτήν, αυταί αι δύο πλευραί είναι ίσαι• διότι από του Ίστρου μέχρι του Βυρυσθένους είναι οδός δέκα ημερών, και από του Βορυσθένους μέχρι της Μαιώτιδος λίμνης άλλων δέκα• από της θαλάσσης πάλιν προς την μεσόγειον μέχρι των Μελαγχλαίνων, κατοικούντων υπεράνω των Σκυθών, είναι είκοσιν ημερών οδός• υπολογίζω δε την ημερησίαν οδόν εις διακόσια στάδια. Ούτω λοιπόν διά να διέλθη τις την χώραν των Σκυθών εξ αριστερών προς τα δεξιά πρέπει να διανύση τέσσαρας χιλιάδας σταδίων, διά να προχωρήση δε κατ' ευθείαν μέχρι των μεσογείων τις χώρας, άλλα τόσα στάδια. Τοιαύτη είναι η έκτασις αυτής.
102. Οι δε Σκύθαι, επειδή συσκεφθέντες είδον ότι μόνοι δεν ήσαν ικανοί να αντιπαραταχθώσι προς τον στρατόν του Δαρείου, έπεμψαν πρέσβεις εις τους πλησίον χώρους. Οι βασιλείς των χωρών τούτων συνελθόντες εβουλεύοντο, ενώ επροχώρει το μέγα στράτευμα του εχθρού. Ήσαν δε οι συνελθόντες ούτοι βασιλείς, των Ταύρων, των Αγαθύρσων, των Νευρών, των Ανδροφάγων, των Μελαγχλαίνων, των Γελωνών, των Βουδίνων και των Σαυροματών.
103. Εκ τούτων οι μεν Ταύροι έχουσι τας εξής συνηθείας• θυσιάζουσι κατά τον ακόλουθον τρόπον εις την παρθένον τους ναυαγήσαντες και όσους των Ελλήνων συλλάβωσι ριφθέντας εις τα παράλιά των. Μετά τας προτελεστικάς ιεροπραξίας κτυπώσι με ρόπαλον την κεφαλήν του θύματος• και άλλοι μεν λέγουσιν ότι ωθούσι το σώμα από του κρημνού κάτω (διότι ο ναός είναι ιδρυμένος επί της κορυφής του κρημνού), την δε κεφαλήν στήνουσιν επί πασσάλου, άλλοι δε λέγουσιν ότι δεν ρίπτουσι το σώμα από του κρημνού αλλά το θάπτουσιν. Η θεά δε αύτη εις την οποίαν θυσιάζουσιν είναι, κατά τους Ταύρους, η θυγάτηρ του Αγαμέμνονος Ιφιγένεια. Όσους δε εχθρούς συλλάβωσιν αιχμαλώτους, τους μεταχειρίζονται ως ακολούθως• κόψας έκαστος μίαν κεφαλήν την φέρει εις την οικίαν των, και την διαπερά εις ξύλον μέγα όπερ εμπήγει άνωθεν της οικίας του πολύ υψηλά, μάλιστα δε άνωθεν της καπνοδόχης. Λέγουσι δε ότι την ανυψούσιν ούτω διά να ήναι φύλαξ όλης της οικίας. Ζώσι δε από της λεηλασίας και του πολέμου.
104. Οι δε Αγάθυρσοι είναι άνθρωποι αβρότατοι και τα μάλιστα χρυσοφόροι. Έχουσι τας γυναίκας κοινάς διά να ήναι όλοι αδελφοί μεταξύ των, και όντες συγγενείς να μη αισθάνωνται οι μεν κατά των δε μήτε μίσος μήτε φθόνον. Κατά τα άλλα όμως έθιμα εμιμήθησαν τους Θράκας.
105. Οι Νευροί έχουσι τα έθιμα των Σκυθών. Η προ της εισβολής του Δαρείου γενεά ηναγκάσθη να αφήση την χώραν ένεκα των όφεων, διότι εις την χώραν των εφάνησαν άπειροι όφεις ερχόμενοι οι πλείστοι από τας άνωθεν αυτών ερήμους• υπό των όφεων δε τούτων πιεσθέντες άφησαν την χώραν των και κατώκησαν μετά των Βουδίνων. Κατηγορούσι τους ανθρώπους τούτους ότι είναι μάγοι• οι Σκύθαι και οι εις την Σκυθίαν κατοικούντες Έλληνες βεβαιούσιν ότι κατ' έτος έκαστος Νεύρος γίνεται λύκος δι' ολίγας ημέρας και έπειτα επανέρχεται εις την προτέραν του κατάστασιν. Και εμέ μεν δεν πείθουσι ταύτα λέγοντες, ουχ ήττον όμως τα λέγουσι και τα υποστηρίζουσι δι' όρκων.
106. Οι δε Ανδροφάγοι έχουσιν ήθη αγριώτατα πάντων των ανθρώπων, μήτε δικαιοσύνην γνωρίζοντες μήτε μεταχειριζόμενοι κανένα νόμον. Είναι νομάδες και φορούσιν ενδυμασίαν ομοίαν με την Σκυθικήν• η γλώσσα των είναι ιδιαιτέρα και μόνοι από όλα αυτά τα έθνη είναι ανθρωποφάγοι.
107. Οι δε Μελάγχλαινοι φορούσι όλοι ενδύματα μέλανα, από τα οποία έχουσι και την επωνυμίαν, και έχουσιν έθιμα Σκυθικά.
108. Οι δε Βουδίνοι, έθνος μέγα και πολυάριθμον, είναι όλοι γλαυκώπιδες και πυρρότριχες. Υπάρχει δε εις αυτούς πόλις εκτισμένη με ξύλα της οποίας το όνομα είναι Γελωνός• τα τείχη αυτής σχηματίζουσι τετράγωνον του οποίου εκάστη πλευρά είναι τριάκοντα σταδίων. Τα τείχη ταύτα είναι υψηλά και ξύλινα, αι οικίαι ξύλιναι και οι ναοί ξύλινοι, καθότι εις την πόλιν ταύτην υπάρχουσιν ιερά Ελληνικών θεών εστολισμένα κατά τον ελληνικόν τρόπον με αγάλματα, με βωμούς και ναούς ξυλίνους. Οι Γελωνοί τελούσιν ανά πάσαν τριετίαν την εορτήν του Διονύσου και βακχεύουσιν• είναι δε καταγωγής Ελληνικής. Διωχθέντες από τους λιμένας εις τους οποίας κατώκουν, εγκατεστάθησαν μεταξύ των Βουδίνων και η γλώσσα των είναι μεμιγμένη Σκυθική και Ελληνική.
109. Οι δε Βουδίνοι δεν μεταχειρίζονται την αυτήν γλώσσαν με τους Γελωνούς, αλλ' ουδέ την αυτήν δίαιταν έχουσιν οι Βουδίνοι και οι Γελωνοί, διότι οι Βουδίνοι, καθό αυτόχθονες, είναι νομάδες και μόνοι από τους εις εκείνα τα μέρη ανθρώπους τρώγουσι βλαστούς δένδρων. Εξ εναντίας οι Γελωνοί καλλιεργούσι την γην, τρέφονται με σίτον και έχουσι κήπους• διαφέρουσιν επίσης από τους Βουδίνους και κατά το χρώμα και κατά την φυσιογνωμίαν. Εν τούτοις οι Έλληνες καλούσι τους Βουδίνους Γελωνούς, πλην κακώς τους ονομάζουσιν ούτω. Η χώρα των όλη είναι κατάφυτος από διάφορα δάση• εις το πυκνότερον δε αυτών είναι μεγάλη και ευρεία λίμνη περικυκλουμένη υπό ελών και καλάμων. Εις αυτήν αγρεύονται ενύδριες, κάστορες και άλλα ζώα τετραγωνοπρόσωπα των οποίων τα δέρματα χρησιμεύουσιν ως περιφράματα των σισυρών, οι δε όρχεις αυτών είναι χρήσιμοι προς θεραπείαν της υστέρας.
110. Διά τους Σαυρομάσας λέγουσι τα εξής. Ότε οι Έλληνες επολέμησαν τας Αμαζόνας (καλούσι δε οι Σκύθαι τας Αμαζόνας Οιόρπατα, όπερ σημαίνει Ελληνιστί ανδροκτόνοι• διότι _οιόρ_ σημαίνει ανήρ και _πάτα_ κτείνειν), τότε λέγεται ότι οι Έλληνες νικήσαντες εις την μάχην του Θερμώδοντος απέπλευσαν με τρία πλοία συμπαραλαβόντες όσας Αμαζόνας ηδυνήθησαν να ζωγρήσωσι, και ότι αυταί εις το πέλαγος, επιπεσούσαι κατά των ανδρών εφόνευσαν αυτοίς. Πλην ούτε πλοίον ήξευρον, ούτε εγνώριζον την χρήσιν του πηδαλίου, ούτε των ιστίων, ούτε των κωπών, και αφού εφόνευσαν τους άνδρας εφέροντο όπου τας ώθουν τα κύματα και ο άνεμος και έφθασαν ούτω εις τους Κρημνούς της Μαιώτιδος λίμνης. Είναι δε οι Κρημνοί μέρος της χώρας των ελευθέρων Σκυθών. Εκεί αι Αμαζόνες ωδοιπόρουν προς τους κατωκημένους τόπους• την πρώτην όμως αγέλην ίππων την οποίαν απήντησαν την διήρπασαν και αναβάσαι επί των ίππων τούτων ελεηλάτουν την χώραν των Σκυθών.
111. Οι δε Σκύθαι δεν ηδύναντο να εννοήσωσι το πράγμα, διότι ούτε την ενδυμασίαν, ούτε το έθνος, ούτε την γλώσσαν των εγνώριζον, αλλ' εθαύμαζον πόθεν ήλθον και τας ενόμιζον ότι ήσαν άνδρες έχοντες όλοι την αυτήν ηλικίαν• τέλος τας επολέμησαν. Μετά την μάχην όμως οι Σκύθαι έλαβόν τινα πτώματα και ανεγνώρισαν ότι ήσαν γυναίκες. Συνεσκέφθησαν λοιπόν και απεφάσισαν να μη τας φονεύωσι πλέον, αλλά να πέμψωσιν εις αυτάς αριθμόν τινα νέων ανάλογον με το πλήθος των Αμαζόνων, παραγγέλλοντες εις τους νέους τούτους να στρατοπεδεύσωσι πλησίον των και να τας μιμώνται καθ' όλα• εάν τους καταδιώκωσι, να μη τας πολεμώσιν, αλλά να φεύγωσι• και όταν αύται παύωσι την καταδίωξιν, να επιστρέφωσι και να στρατοπεδεύσωσι πλησίον των. Τούτο το σχέδιον παρεδέχθησαν οι Σκύθαι, θέλοντες να τεκνοποιήσωσιν εξ αυτών.
112. Πεμφθέντες λοιπόν οι νεανίσκοι εξετέλουν τα προσταχθέντα. Ιδούσαι δε αι Αμαζόνες ότι ούτοι δεν ήλθον διά να τας κακοποιήσωσι, τους άφινον ησύχους, και τοιουτοτρόπως ημέρα τη ημέρα επλησίαζον τα στρατόπεδα περισσότερον. Δεν είχον δε οι νεανίσκοι, καθώς ούτε αι Αμαζόνες, άλλο ειμή τα όπλα και τους ίππους των, ώστε έζων και αυτοί της ιδίαν ζωήν με τας Αμαζόνας, θηρεύοντες και λεηλατούντες.
113. Κατά την μεσημβρίαν συνείθιζον αι Αμαζόνες να αποχωρίζονται αλλήλων και να διασκορπίζωνται ανά μία ή ανά δύο όπως αναπαυθώσιν. Οι Σκύθαι παρετήρησαν τούτο και έπραττον το αυτό• είς δ' εξ αυτών πλησιάσας μίαν των μονωθεισών εχαριεντίζετο πλησίον της• και η Αμαζών δεν τον απώθησεν αλλά τον άφησε να πράξη ό,τι ήθελε. Και να τω ομιλήση μεν δεν ηδύνατο, διότι δεν ενόουν αλλήλους• με χειρονομίας όμως τω είπε να έλθη την ακόλουθον ημέραν εις το ίδιον μέρος φέρων και ένα άλλον ομού ώστε να γίνωσι δύο, και ότι θα φέρη και αυτή μίαν άλλην. Αναχωρήσας εκείθεν ο νεανίας διηγήθη το συμβάν εις τους άλλους, και την επομένην ημέραν επέστρεψεν εις την αυτήν θέσιν συνοδευόμενος παρ' ενός άλλου Σκύθου και εύρε την Αμαζόνα περιμένουσαν μετά μιας άλλης. Οι λοιποί νεανίσκοι, μαθόντες τα γενόμενα, ημέρωσαν και αυτοί τας λοιπάς Αμαζόνας.
114. Έπειτα τα δύο στρατόπεδα _ηνώθησαν_• όλοι έμενον ομού και έκαστος είχεν ως γυναίκα εκείνην με την οποίαν είχε μιχθή εξ αρχής. Και οι μεν άνδρες δεν ηδύναντο να μάθωσι την γλώσσαν των γυναικών, αι γυναίκες όμως έμαθον την των ανδρών. Αφού δε ήρχισαν να εννοώσιν αλλήλους, οι άνδρες είπον προς τας Αμαζόνας τα ακόλουθα. «Έχομεν γονείς, έχομεν κτήματα• λοιπόν ας παύσωμεν πλέον διάγοντες τοιαύτην ζωήν• ας αναχωρήσωμεν, ας ζήσωμεν με τους άλλους σεις μόναι θα ήσθε γυναίκες ημών και ουχί άλλαι.» Εκείναι δε απεκρίθησαν• «Ημείς ποτέ δεν θα δυνηθώμεν να κατοικήσωμεν μετά των υμετέρων γυναικών, διότι δεν έχομεν τα ίδια με αυτάς έθιμα• ημείς τοξεύομεν, ιππεύομεν, γυναικεία δε έργα δεν εμάθομεν. Αι υμέτεραι γυναίκες δεν κάμνουσι τίποτε από όσα ανεφέραμεν, αλλ' ενασχολούνται εις έργα γυναικεία με τας αμάξας των, μήτε προς θήραν εξερχόμεναι μήτε πράττουσαι άλλο τι παρόμοιον. Τούτου ένεκα ποτέ δεν θα συμφωνήσωμεν. Αλλ' εάν επιθυμήτε να μας έχετε γυναίκας και να φανήτε ότι είσθε άνθρωποι δίκαιοι, υπάγετε εις τους γονείς σας, λάβετε το ανάλογόν σας εκ των κτημάτων σας, και όταν επιστρέψετε συγκατοικούμεν εις ιδικόν μας τόπον.»
115. Οι νεανίσκοι επείσθησαν και έπραξαν ταύτα. Αφού δε λαβόντες το ανάλογον των κτημάτων επέστρεψαν προς τας Αμαζόνας, αύται τοις είπον• «Ημείς φοβούμεθα και δεν τολμώμεν να κατοικώμεν εις ταύτην την χώραν, όπου αφ' ενός μεν σας εστερήσαμεν των πατέρων σας, αφ' ετέρου δε επροξενήσαμεν πολλάς ζημίας. Επειδή όμως μας κρίνετε αξίας να μας έχετε γυναίκας σας, πράξατε τα ακόλουθα ομού με ημάς. Ας αναχωρήσωμεν, ας αφήσωμεν την γην ταύτην και ας υπάγωμεν να κατοικήσωμεν εις το απέναντι μέρος του ποταμού Τανάιδος.
116. Οι νεανίσκοι επείσθησαν και εις τούτο, και διαβάντες τον Τάναϊ ωδοιπόρησαν τριών μεν ημερών οδόν προς ανατολάς από του Τανάιδος, τριών δε προς βοράν από της Μαιώτιδος λίμνης. Φθάσαντες εις τούτο το μέρος, εις το οποίον κατοικούσι σήμερον, εγκατεστάθησαν εις αυτό. Έκτοτε δε αι γυναίκες των Σαυροματών διετήρησαν τα παλαιά έθιμα, θηρεύουσαι έφιπποι μετά των ανδρών των και άνευ αυτών, συχνάζουσαι εις τον πόλεμον και ενδυόμεναι ως οι άνδρες των.
117. Οι Σαυρομάται ομιλούσι την Σκυθικήν γλώσσαν αναμιγνύοντες ανέκαθεν εις αυτήν σολοικισμούς, επειδή αι Αμαζόνες ποτέ δεν την έμαθον καλώς. Ο δε νόμος των γάμων είναι τοιούτος• ουδεμία παρθένος νυμφεύεται πριν φονεύση άνδρα πολέμιον. Τινές δε γηράσκουσι χωρίς να νυμφευθώσι, μη δυνηθείσαι να εκπληρώσωσι τον νόμον.
118. Έφθασαν λοιπόν οι απεσταλμένοι των Σκυθών καθ' ην στιγμήν οι βασιλείς των εθνών τούτων ήσαν συναθροισμένοι και τοις είπον ότι οι Πέρσαι, αφού υπέταξαν όλην την άλλην ήπειρον, εγεφύρωσαν τον Βόσπορον, ότι διέβησαν εις την ήπειρον ταύτην, ότι υπέταξαν τους Θράκας και εγεφύρωσαν τον Ίστρον ποταμόν, και ότι ο βασιλεύς των θέλει να καθυποτάξη και όλα αυτά τα μέρη. «Εμείς λοιπόν, προσέθηκαν, μη θελήσετε κατ' ουδένα τρόπον να μείνετε αδιάφοροι και να μας αφήσετε να καταστραφώμεν, αλλ' ενούμενοι ας αντιταχθώμεν από κοινού κατά του επερχομένου πολεμίου. Δεν θα πράξετε τούτο; τότε ημείς πιεζόμενοι ή θα εγκαταλείψωμεν την χώραν, ή μένοντες θα παραδοθώμεν διά συνθήκης, διότι τι δυνάμεθα να πράξωμεν εάν δεν θελήσετε να μας βοηθήσετε; Αλλά τότε δεν θα πάθετε και υμείς ολιγώτερα, επειδή ο Πέρσης ήλθεν ου μόνον δι' ημάς αλλά και διά σας, ουδέ αφού καταστρέψη ημάς θα σας αφήση ησύχους. Μέγα δε μαρτύριον των λόγων τούτων είναι το εξής• εάν ο Πέρσης εξεστράτευε καθ' ημών μόνων θέλων να μας εκδικηθή διά την προλαβούσαν δούλωσιν, έπρεπε να στρατεύση μόνον καθ' ημών και να αφήση όλους τους άλλους• τότε τωόντι ήθελε δείξει σαφώς ότι μόνον κατά των Σκυθών ελαύνει και ουχί κατά των άλλων• αλλ' άμα διέβη εις την ήπειρον ταύτην, υπέταξεν όλους τους λαούς όσους εύρεν εμπρός του. Υπέταξε δε και τους άλλους Θράκας, και τους πλησιεστάτους γείτονας μας Γέτας»
119. Ταύτα ειπόντων των Σκυθών, συνεσκέπτοντο οι εκ διαφόρων εθνών ελθόντες βασιλείς και αι γνώμαι αυτών διηρέθησαν. Ο μεν Γελωνός, ο Βουδίνος και ο Σαυρομάτης, ενωθέντες υπεσχέθησαν να βοηθήσωσι τους Σκύθας• ο δε Αγάθυρσος, ο Νευρός, ο Ανδροφάγος και οι βασιλείς των Μελαγχλαίνων και των Ταύρων απεκρίθησαν εις τους απεσταλμένους τα εξής «Εάν δεν ηδικείτε πρότερον τους Πέρσας και δεν ηρχίζατε πρώτοι τον πόλεμον, θα εφαίνεσθε ότι ομιλείτε ορθώς ζητούντες αυτά τα οποία ζητείτε, και ημείς ακούοντες όσα είπατε ηθέλομεν σας βοηθήσει• αλλ' υμείς εισεβάλετε εις την γην των άνευ ημών και εβασιλεύσατε επί των Περσών εφ' όσον χρόνον σας επέτρεψε τούτο ο θεός, σήμερον δε εκείνοι, παρακινούμενοι υπό του αυτού θεού, σας αποδίδουσι τα ίσα. Ημείς δε και τότε δεν τους ηδικήσαμεν, και τώρα θα προσπαθήσωμεν να μη τους αδικήσωμεν πρώτοι. Εάν όμως ο βασιλεύς των έλθη και κατά της ιδικής μας γης και αρχίση να μας αδική, τότε και ημείς δεν θα μείνωμεν αργοί, καθότι φρονούμεν ότι οι Πέρσαι δεν ήλθον καθ' ημών αλλά κατά των αιτίων της εις αυτούς γενομένης αδικίας.»
120. Μαθόντες την απόκρισιν ταύτην οι Σκύθαι, παρητήθησαν μεν πάσης μάχης φανεράς, επειδή δεν συνεμάχησαν μετ' αυτών όλοι, απεφάσισαν δε να αναχωρήσωσι λαμβάνοντες τα ποίμνιά των, να συγχώνωσι κατά την πορείαν των τα φρέατα και τας κρήνας, να καταπατώσι την χλόην της γης και να διαιρεθώσιν εις δύο σώματα. Και το μεν έν, του οποίου αρχηγός ήτο ο Σκώπασις, διετάχθη να πλησιάση τους Σαυρομάτας, να προσκαλέση αυτούς εν περιπτώσει καθ' ην ο Πέρσης ήθελε λάβει αυτήν την διεύθυνσιν, και να φύγη κατ' ευθείαν προς τον Τάναϊν παραπορευόμενος την Μαιώτιδα λίμνην• να επιπίπτη δε εξ εναντίας κατ' αυτού οσάκις υποχωρή και να τον καταδιώκη. Αύτη ήτο η πρώτη μοίρα των βασιλικών Σκυθών ήτις διετάχθη να ακολουθήση την οδόν την οποίαν περιέγραψα. Το δεύτερον σώμα (ήτοι αι δύο άλλαι μοίραι των βασιλικών Σκυθών, η μεγάλη της οποίας άρχων ήτο ο Ιδάνθυρσος και η τρίτη της οποίας άρχων ήτο ο Τάξακις, ηνωμέναι μετά των Γελωνών και των Βουδίνων) διετάχθη να μένη πάντοτε μακράν από τους Πέρσας μιας ημέρας οδόν και να τους αποπλανά υποχωρόν και πράττον τα συμφωνηθέντα. Και πρώτον μεν να τους φέρη κατ' ευθείαν εις τας χώρας εκείνων οίτινες απεποιήθησαν την συμμαχίαν των διά να περιπλέξη και τούτους εις τον πόλεμον• και εάν εκουσίως δεν εδέχθησαν να πολεμήσωσι τους Πέρσας, να αναγκασθώσι τουλάχιστον διά του μέσου τούτου να επιχειρήσωσι τον πόλεμον. Κατόπιν διετάχθη το σώμα τούτο να εισέλθη πάλιν εις την χώραν και να πολεμήση τους Πέρσας εάν κρίνη την περίστασιν αρμοδίαν.
121. Ταύτα αποφασίσαντες οι Πέρσαι [-»Σκύθες] εξήλθον εις απάντησιν των στρατευμάτων του Δαρείου, αποστείλαντες ως προδρόμους τους αρίστους των ιππέων. Τας δε αμάξας, εις τας οποίας διαιτώντο τα τέκνα και αι γυναίκες όλαι, όλα τα ζώα πλην εκείνων τα οποία ήσαν αναγκαία διά τροφήν, τόσα αφήσαντες, έπεμψαν τα άλλα ομού με τας αμάξας παραγγείλαντες να διευθυνθώσι προς βοράν.
122. Ταύτα λοιπόν επέμφθησαν εμπρός, οι πρόδρομοι δε των Σκυθών συνήντησαν τους Πέρσας απέχοντας τριών ημερών οδόν από του Ίστρου. Και ούτοι μεν ευρόντες τούτους εστρατοπεδεύσαντο εις απόστασιν οδού μιας ημέρας και κατέστρεψαν τα φυτά της γης, οι δε Πέρσαι άμα είδον ότι ενεφανίσθη το ιππικόν των Σκυθών, εκίνησαν εναντίον των και ηκολούθουν τα ίχνη αυτών υποχωρούντων• έπειτα δε (επειδή οι Σκύθαι διευθύνθησαν προς την πρώτην μοίραν) τους εδίωκον φεύγοντας προς ανατολάς και προς τον Τάναϊν. Οι Σκύθαι έφθασαν τον ποταμόν τούτον και τον διέβησαν• οι Πέρσαι τον διέβησαν και αυτοί και τους κατεδίωκον εις την άλλην όχθην. Αμφότεροι δε, διεξελθόντες την χώραν των Σαυροματών, έφθασαν εις την των Βουδίνων.
123. Ενόσω οι Πέρσαι επορεύοντο διά μέσου της Σκυθικής και της Σαυρομάτιδος χώρας δεν είχον τίποτε να καταστρέψωσι, της χώρας ούσης χέρσου, εισελθόντες όμως εις την των Βουδίνων, εύρον την ξυλίνην πόλιν την οποίαν κενώσαντες οι κάτοικοι από όλα τα πράγματα είχον εγκαταλίπει, ενέπρησαν αύτην. Τούτο δε πράξαντες, επανέλαβον την καταδίωξιν μέχρις ου διήλθον την χωράν των Βουδίνων και έφθασαν εις την έρημον όπου ουδεμία φυλή ανθρωπίνη κατοικεί και ήτις εκτείνεται επί επτά ημερών οδόν. Ανωτέρω της ερήμου ταύτης οικούσιν οι Θυσσαγέται, και εκ του τύπου τούτου ρέουσι τέσσαρες μεγάλοι ποταμοί οίτινες, διερχόμενοι διά των Μαιωτών, χύνονται εις την λίμνην την καλουμένων Μαιώτιδα, και των οποίων τα ονόματα είναι Λύκος, Όαρος, Τάναϊς και Σύργις.
124. Όταν ο Δαρείος ήλθεν εις την έρημον διέκοψε την πορείαν του και παρέταξε τον στρατόν του εις τας όχθας του ποταμού Οάρου. Τούτο πράξας έκτισεν οκτώ τείχη μεγάλα απέχοντα απ' αλλήλων εξίσου, ήτοι εξήκοντα ακριβώς στάδια, των οποίων τα ερείπια εσώζοντο έτι εις την εποχήν μου. Ενώ δε ησχολείτο εις τας εργασίας ταύτας, οι Σκύθαι τους οποίους είχε καταδιώξει καταβάντες εκ των άνω εισήλθον διά περιστροφής εις την χώραν των. Εγένοντο λοιπόν εντελώς άφαντοι, και επειδή δεν παρουσιάζοντο πλέον ενώπιόν του, ο Δαρείος τα μεν τείχη εκείνα αφήκεν ημιτελή, αυτός δε υποστρέψας διευθύνθη προς δυσμάς, νομίζων ότι όλοι αυτοί ήσαν Σκύθαι και ότι έφευγον προς το μέρος εκείνο.
125. Ταχύνων την πορείαν επανεύρε τας δύο μοίρας των Σκυθών εις την Σκυθικήν. Ήρχισε λοιπόν πάλιν να τους καταδιώκη, αλλ' αυτοί, απέχοντες πάντοτε απ' αυτού μιας ημέρας οδόν, υπεχώρουν. Και επειδή ο Δαρείος δεν παρητείτο της καταδιώξεως, οι Σκύθαι κατά το σχέδιόν των έφευγον προς την γην των αρνηθέντων την συνδρομήν των και πρώτον ήλθον εις την γην των Μελαγχλαίνων. Αφού δε εισελθόντες εις αυτήν, τους ετάραξαν και οι Σκύθαι και οι Πέρσαι, οι Σκύθαι έφερον τους Πέρσας εις τους τόπους των Ανδροφάγων. Ταραχθέντων δε και τούτων, εισήλθον εις τους Νευρούς. Ταρασσομένων δε και τούτων, υποχωρούντες οι Σκύθαι έφθασαν εις τους Αγαθύρσους. Οι δε Αγάθυρσοι βλέποντες τους ομόρους των φεύγοντας ένεκα των Σκυθών και ταραττομένους, έπεμψαν κήρυκα προς τους Σκύθας και τοις απηγόρευσαν να διέλθωσι τα σύνορα, απειλούντες ότι εάν αποπειραθώσι τούτο, θα έχωσι πρώτον να πολεμήσωσι με αυτούς. Ταύτα μηνύσαντες οι Αγάθυρσοι έδραμον ένοπλοι εις τα μεθόρια, απόφασιν έχοντες να αποκρούσωσι την εισβολήν, ενώ οι Μελάγχλαινοι, οι Ανδροφάγοι και οι Νευροί, άμα οι Πέρσαι καταδιώκοντες τους Σκύθας εισήλθον εις τα μέρη των, λησμονήσαντες τας προηγουμένας απειλάς, έφυγον τεταραγμένοι εις την έρημον προς βοράν. Οι δε Σκύθαι εις μεν τους Αγαθύρσους απαγορεύσαντας δεν εισήλθον, αλλ' εξελθόντες εκ της χώρας των Νευρών έσυραν τους Πέρσας εις την ιδικήν των χώραν.
126. Επειδή δε τούτο εξηκολούθει επί πολύν χρόνον, ο Δαρείος έπεμψεν ιππέα προς τον βασιλέα των Σκυθών Ιδάνθυρσον και είπε τα εξής• «Ω κάκιστε άνθρωπε, διατί φεύγεις πάντοτε, ενώ από σου εξαρτάται να πράξης έν εκ των δύο; Νομίζεις ότι είσαι ικανός να εναντιωθής εις την δύναμίν μου; στήθι, παύσον να πλανάσαι και πολέμησον. Αναγνωρίζεις ότι είσαι ασθενέστερος; παύσον πάλιν αυτήν την περιπλάνησιν και φέρε εις τον δεσπότην σου χώμα και ύδωρ• έπειτα διαπραγματευόμεθα;»
127. Εις ταύτα ο βασιλεύς των Σκυθών Ιδάνθυρσυς απεκρίθη• «Ούτως έχουσι τα κατ' εμέ, ω Πέρσα• εγώ ακόμη δεν έφυγα φοβηθείς κανένα άνθρωπον, ούτε πρότερον ούτε τώρα φεύγω σε• ούτε πράττω σήμερον άλλο παρ' ό,τι πράττω συνήθως και εν ειρήνη. Διατί δε δεν σε πολεμώ αμέσως, θα σοι το είπω. Ημείς ούτε πόλεις έχομεν ούτε γαίας καλλιεργημένας ώστε φοβηθέντες μήπως τας κυριεύσης ή τας διαρπάσης να σπεύσωμεν να σε πολεμήσωμεν. Εάν εν τούτοις θέλης αφεύκτως πόλεμον, έχομεν τους τάφους των πατέρων μας• υπάγετε, εύρετε αυτούς, δοκιμάσατε να τους πειράξετε, και τότε θα ιδήτε εάν θα πολεμήσωμεν διά τους τάφους τούτους ή εάν δεν θα πολεμήσωμεν. Προ τούτου, άνευ αιτίας δεν θα συμπλακώμεν μετά σου. Και περί μεν της μάχης αρκούσι ταύτα, δεσπότας μου δε εγώ νομίζω μόνον τον Δια τον προπάτορά μου και την Εστίαν την βασίλισσαν των Σκυθών. Αντί δε να σοι δώσω χώμα και ύδωρ, θα σοι πέμψω δώρα αρμόδια να σοι προσφερθώσι, και αντί του λόγου τον οποίον με είπες ότι είσαι δεσπότης μου, σοι λέγω να κλαύσης.» Με ταύτα αναλογούσιν όσα είπον οι Σκύθαι.
128. Ο μεν κήρυξ λοιπόν ανεχώρησε διά να αναγγείλη ταύτα εις τον Δαρείον, οι δε βασιλείς των Σκυθών αφού ήκουσαν το όνομα της δουλείας επλήσθησαν οργής. Και την μεν υπό τον Σκώπασιν μοίραν μετά των Σαυροματών πέμπουσι προς τους Ίωνας τους φυλάσσοντας την γέφυραν του Ίστρου διά να έλθη εις ομιλίαν με αυτούς, οι δε υπολειπόμενοι του στρατού απεφάσισαν να μη πλανώσι πλέον τους Πέρσας, αλλά να επιπίπτωσι κατ' αυτών οσάκις εκάθηντο διά να φάγωσιν. Όταν λοιπόν έβλεπον τους στρατιώτας του Δαρείου καθημένους διά να φάγωσιν, έπραττον τα αποφασισθέντα. Και το μεν ιππικόν των Σκυθών πάντοτε έτρεπεν εις φυγήν το ιππικόν των Περσών, οι δε ιππείς των Περσών φεύγοντες κατέφευγαν εις το πεζόν• οι δε Σκύθαι αφού έτρεπον το ιππικόν υπέστρεφον φοβούμενοι τον πεζόν στρατόν. Τοιαύτας προσβολάς έκαμνον οι Σκύθαι και κατά τας νύκτας.
129. Θα αναφέρω ενταύθα παράδοξόν τι το οποίον εβοήθει τους Πέρσας και έβλαπτε τους Σκύθας ότε επέπιπτον κατά του στρατοπέδου του Δαρείου• τούτο ήτο η φωνή των όνων και η θέα των ημιόνων, διότι εις την Σκυθίαν δεν γεννώνται μήτε ημίονοι μήτε όνοι, ως εφανέρωσα προηγουμένως, ουδέ ευρίσκεται παντελώς εις την χώραν όλην ή όνος ή ημίονος ένεκα του ψύχους. Οι όνοι λοιπόν αγχωμένοι ετάραττον το ιππικόν των Σκυθών, και πολλάκις, ότε οι Σκύθαι ώρμων κατά των Περσών, οι ίπποι ακούοντες την φωνήν των όνων, εταράσσοντο και έστρεφον οπίσω εκπληττόμενοι και ορθούντες τα ώτα των, ως ίπποι μη ακούσαντες άλλοτε τοιαύτην φωνήν μήτε ιδόντες τοιαύτας μορφάς. Αλλά τούτο ήκιστα εμπόδιζε τον πόλεμον.
130. Εν τούτοις οι Σκύθαι βλέποντες τους Πέρσας θορυβουμένους εμηχανεύθησαν τα εξής διά να τους κρατήσωσι περισσότερον εις την Σκυθίαν, όπως βλάπτωνται παραμένοντες και στερούμενοι των πάντων. Αφίνοντες ζώα τινα μετά των βοσκών, έφευγον εις άλλο μέρος• οι δε Πέρσαι επερχόμενοι ελάμβανον τα ζώα και εμεγαλοφρόνουν διά το κατόρθωμα τούτο.
131. Επειδή δε πολλάκις εγένετο το στρατήγημα τούτο, τέλος ο Δαρείος περιήλθεν εις μεγάλην απορίαν. Οι βασιλείς των Σκυθών μαθόντες τούτο έπεμψαν κήρυκα φέροντα δώρα εις τον Δαρείον έν πτηνόν, ένα μυν, ένα βάτραχον και πέντε βέλη. Οι Πέρσαι ηρώτησαν τον φέροντα τα δώρα ποίαν έννοιαν είχον τα διδόμενα, εκείνος δε απεκρίνετο ότι ουδέν άλλο εγίνωσκεν ή να τα δώση και να αναχωρήση τάχιστα• προσέθετε δε ότι εάν ήσαν σοφοί άνθρωποι οι Πέρσαι, αυτοί έπρεπε να εννοήσωσι τι εσήμαινον τα δώρα. Ταύτα ακούσαντες οι Πέρσαι συνεσκέπτοντο.
132. Και η μεν γνώμη του Δαρείου ήτο ότι οι Σκύθαι παραδίδονται εις αυτόν και τω προσφέρουσι χώμα και ύδωρ, εικάζων τούτο εκ του ότι ο μεν μυς γεννάται εντός της γης και τρώγει τους αυτούς καρπούς με τον άνθρωπον, ο δε βάτραχος γεννάται εις το ύδωρ, το δε πτηνόν ομοιάζει τα μάλιστα με τον ίππον, τα δε βέλη ότι παραδίδουσι την δύναμίν των. Αύτη ήτο η γνώμη του Δαρείου, εναντία όμως ήτο η του Γωβρύου ενός των επτά ανδρών των φονευσάντων τον μάγον, όστις έλεγεν ότι τα δώρα εσήμαινον• «Ω Πέρσαι, εάν δεν γίνετε πτηνά και να πετάξετε εις τον ουρανόν, ή μύες διά να κρυβήτε υπό την γην, ή βάτραχοι διά να πηδήσετε εις τας λίμνας, δεν θα επιστρέψετε οπίσω αλλά θα πέσετε υπό τα βέλη ταύτα.»
133. Οι μεν Πέρσαι ούτως εξήγουν τα δώρα, η δε μοίρα των Σκυθών εκείνη ήτις εξ αρχής είχε την εντολήν να φυλάττη την Μαιώτιδα λίμνην και ήτις κατ' εκείνην την στιγμήν είχεν αναχωρήσει διά να έλθη εις λόγους με τους επί του Ίστρου Ίωνας, έφθασεν εις την γέφυραν. Άμα δε έφθασεν, είπε ταύτα• «Άνδρες Ίωνες, ερχόμεθα να σας φέρωμεν την ελευθερίαν, εάν θέλετε να μας ακούσετε. Ηξεύρομεν ότι ο Δαρείος σας διέταξε να φυλάττετε την γέφυραν ταύτην εξήκοντα μόνον ημέρας, επιτρέπων υμίν να αναχωρήσετε εις την χώραν σας εάν εν τούτω τω μεταξύ δεν επιστρέψη. Τώρα λοιπόν εάν πράξετε ως σας λέγομεν, ούτε εκείνος θα δυνηθή να σας μεμφθή ούτε ημείς• επειδή παρεμείνατε τας διωρισμένας ημέρας, αναχωρήσατε πλέον.» Και οι μεν Σκύθαι, επειδή οι Ίωνες υπεσχέθησαν να πράξωσι τούτο, έσπευσαν να αναχωρήσωσιν όσον τάχιστα.
134. Μετά δε τα δώρα τα σταλέντα εις τον Δαρείον οι μείναντες Σκύθαι, πεζόν και ιππικόν, αντετάχθησαν διά να πολεμήσωσι τους Πέρσας. Ενώ δε ήσαν παρατεταγμένοι οι Σκύθαι, διέσχισε τας τάξεις αυτών λαγός. Τούτου φανέντος όλοι έσπευσαν προς καταδίωξιν του. Επειδή δε εγίνετο ταραχή και βοή μεγάλη, ηρώτησεν ο Δαρείος την αιτίαν δι' ην εθορύβουν οι αντιπαρατεταγμένοι πολέμιοι. Μαθών δε ότι εδίωκον τον λαγόν, είπε προς εκείνους με τους οποίους συνείθιζε να ομιλή• «Οι άνθρωποι ούτοι πολύ μας καταφρονούσι και νομίζω ότι ο Γωβρύας πολύ καλώς εξήγησε τα δώρα των. Επειδή λοιπόν και εγώ κρίνω ότι ούτως έχουσι τα πράγματα, είναι ανάγκη να σκεφθώμεν καλώς περί της ασφαλούς επιστροφής μας.» Προς ταύτα ο Γωβρύας είπεν• «Ω βασιλεύ, εγώ και εξ ακοής μεν ήξευρον την πτωχείαν των ανθρώπων τούτων, αφότου όμως ήλθον έμαθον περισσότερα, βλέπων αυτούς να μας εμπαίζωσι. Φρονώ λοιπόν, άμα επέλθη η νυξ, να ανάψωμεν τα πυρά μας όπως εσυνειθίζαμεν να πράττωμεν, να απατήσωμεν τους στρατιώτας όσοι είναι ασθενέστατοι εις τας ταλαιπωρίας, να δέσωμεν όλους τους όνους και να αναχωρήσωμεν πριν οι Σκύθαι προχωρήσωσιν εις τον Ίστρον και κόψωσι την γέφυραν, ή οι Ίωνες πράξωσί τι το οποίον ειμπορεί να μας αφανίση.» Ο μεν Γωβρύας ταύτα συνεβούλευσεν.
135. Αφού δε εγένετο νυξ, ο Δαρείος ηκολούθησε την συμβουλήν ταύτην• αφήκεν εις το στρατόπεδον τους ασθενείς στρατιώτας και εκείνους των οποίων η απώλεια δεν θα ήτο επαισθητή• αφήκεν επίσης και τους όνους δεδεμένους. Αφήκε δε τους όνους και τους ασθενείς διά την εξής αιτίαν• τους όνους διά να κάμνωσι βοήν, τους δε ανθρώπους διά την ασθένειάν των, μεταχειρισθείς όμως την πρόφασιν ότι αυτός μεν μετά του υγιούς στρατού έμελλον να επιτεθώσι κατά των Σκυθών, αυτοί δε να φυλάττωσι το στρατόπεδον κατ' αυτό το διάστημα. Ταύτα παραγγείλας ο Δαρείος εις τους υπολειπομένους και ανάψας πυρά, διευθύνθη ταχέως προς τον Ίστρον. Μείναντες δε μόνοι οι όνοι, τόσον μάλλον εφώναζον ένεκα τούτου, και οι Σκύθαι ακούοντες τας φωνάς αυτών πληρούσας, όλην την χώραν, ενόμιζον ότι οι Πέρσαι ήσαν εκεί ακόμη.
136. Ημέρας γενομένης, εννοήσαντες οι υπολειφθέντες ότι τους επρόδοσεν ο Δαρείος, έτεινον τας χείρας εις τους Σκύθας και τοις διηγήθηκαν τα συμβαίνοντα. Άμα ήκουσαν ταύτα οι Σκύθαι ήνωσαν αμέσως τας δύο μοίρας, παρέλαβον μεθ' εαυτών τους Σαυρομάτας, τους Βουδίνους και τους Γελωνούς και κατεδίωκον τους Πέρσας κατ' ευθείαν προς τον Ίστρον. Επειδή όμως το Περσικόν στράτευμα συνέκειτο κατά το πλείστον εκ πεζικού και δεν εγνώριζε τας οδούς καθότι αύται δεν ήσαν τετμημέναι, οι δε Σκύθαι ήσαν όλοι ιππείς και εγνώριζον τας συντομωτέρας οδούς, δεν απηντήθησαν, αλλ' οι Σκύθαι επρόλαβον και έφθασαν εις την γέφυραν πολύ προ των Περσών. Ιδόντες δε ότι οι Πέρσαι δεν είχον φθάσει ακόμη, είπον προς τους Ίωνας όντας εις τα πλοία των• «Άνδρες Ίωνες, και ο αριθμός των ημερών σας παρήλθε και άδικον κάμνετε μένοντες εδώ ακόμη. Επειδή όμως μέχρι τούδε εμείνατε υπό φόβου, τώρα λύσατε την γέφυραν, αναχωρήσατε τάχιστα χαρήτε διά την ελευθερίαν σας και ευχαριστήσατε τους θεούς και τους Σκύθας. Όσον αφορά εκείνον όστις πρότερον ήτο δεσπότης σας, ημείς θα τον διορθώσωμεν ούτως ώστε να μη δύναται πλέον να εκστρατεύση κατ' ουδενός έθνους.»
137. Ταύτα ακούσαντες οι Ίωνες συνεσκέπτοντο. Και του μεν Μιλτιάδου του Αθηναίου, στρατηγού και τυράννου των εν τω Ελλησπόντω χερσονησιτών, η γνώμη ήτο να πεισθώσιν εις τους λόγους των Σκυθών και να ελευθερώσωσι την Ιωνίαν, του δε Ιστιαίου του Μιλησίου η γνώμη ήτο εναντία• ούτος έλεγεν ότι τώρα μεν ένεκα του Δαρείου έκαστος αυτών ήτο τύραννος μιας πόλεως• καταστρεφομένης όμως της δυνάμεως του Δαρείου, ούτε αυτός θα ηδύνατο πλέον να κυβερνά τους Μιλησίους ούτε άλλος τις άλλην τινά πόλιν, καθότι εκάστη πόλις θα ζητήση να δημοκρατήται μάλλον ή να τυραννεύεται. Αίφνης όλοι εκείνοι όσοι πρότερον είχον παραδεχδή την γνώμην του Μιλτιάδου, συνετάχθησαν με την γνώμην του Ιστιαίου.
138. Οι δε δόντες την ψήφον των, οίτινες και μεγάλην υπόληψιν έχαιρον παρά τω βασιλεί, ήσαν οι τύραννοι των Ελλησποντίων Δάφνις ο Αβυδηνός, Ίπποκλος ο Λαμψακηνός, Ηρόφαντος ο Παριηνός, Μητρόδωρος ο Προκοννήσιος, Αρισταγόρας ο Κυζικηνός και Αρίστων ο Βυζάντιος. Και ούτοι μεν ήσαν εκ του Ελλησπόντου, εκ δε της Ιωνίας ήσαν Στράττις ο Χίος, Αιάκης ο Σάμιος, Λαοδάμας ο Φωκαιεύς και Ιστιαίος ο Μιλήσιος ούτινος η ψηφοφορηθείσα γνώμη ήτο εναντία της του Μιλτιάδου. Εκ δε των Αιολέων ο μόνος σημαίνων ήτο ο Κυμαίος Αρισταγόρας.
139. Ούτοι λοιπόν, αφού παρεδέχθησαν την γνώμην του Ιστιαίου, απεφάσισαν να πράξωσι και να είπωσι τα εξής• να λύσωσι το μέρος της γεφύρας το προς τους Σκύθας, να το λύσωσι δε εις όσον διάστημα δύναται να φθάση βέλος, ίνα, φαινόμενοι ότι πράττουσί τι χωρίς να πράττωσι τίποτε, εμποδίσωσι τους Σκύθας να μεταχειρισθώσι βίαν και διαβώσι τον Ίστρον διά της γεφύρας. Λύοντες δε το με την Σκυθικήν συνεχόμενον μέρος της γεφύρας να είπωσιν ότι θα πράξωσι παν ό,τι δύνανται διά να ευχαριστήσωσι τους Σκύθας. Ταύτα μεν προσέθησαν εις την γνώμην του Ιστιαίου, έπειτα δε ο Ιστιαίος απεκρίθη εξ ονόματος όλων τα εξής• «Ω Σκύθαι, ήλθετε φέροντες εις ημάς αγαθάς συμβουλάς, και εσπεύσατε εγκαίρως. Καθώς δε ό,τι επράξατε αποβλέπει εις όφελος ημών, ούτω και ημείς σας υπηρετούμεν κατά την επιθυμίαν σας• διότι, ως βλέπετε, και την γέφυραν αποσπώμεν, και πάσαν προθυμίαν θέλομεν καταβάλει, θέλοντες να ήμεθα ελεύθεροι. Ενώ όμως ημείς λύομεν την γέφυραν, καιρός είναι να ζητήσετε τους Πέρσας και να τους τιμωρήσετε καθώς πρέπει δι' όσας ύβρεις έκαμον εις ημάς και εις υμάς.»
140. Οι δε Σκύθαι πιστεύσαντες και δευτέραν φορά τους Ίωνας ότι ωμίλουν ειλικρινώς υπέστρεψαν προς αναζήτησιν των Περσών, αλλ' επλανήθησαν όλως διόλου από την οδόν την οποίαν εκείνοι είχον λάβει. Αίτιοι δε τούτου εγένοντο αυτοί οι ίδιοι καταστρέψαντες τας βοσκάς των ίππων και συγχώσαντες τας πηγάς των υδάτων. Τωόντι εάν δεν έκαμναν τας ζημίας ταύτας, θα τοις ήτο εύκολον να εύρωσι τους Πέρσας όταν ήθελον• τώρα όμως το μέτρον εκείνο το οποίον προηγουμένως ενόμισαν ως συμφερώτατον, απέβη εις αυτούς βλαβερόν. Και αφ' ενός μεν οι Σκύθαι εζήτουν τους πολεμίους εις τα μέρη της χώρας όπου υπήρχον ακόμη βοσκαί και ύδωρ, εικάζοντες ότι ο Δαρείος διά τούτων των μερών θα έφευγεν• αφ' ετέρου δε οι Πέρσαι, παρατηρούντες τα ίχνη της προτέρας των οδοιπορίας, επέστρεφον διά της αυτής οδού ην είχον χαράξει προηγουμένως, και πάλιν μόλις κατώρθωσαν να φθάσωσιν εις την γέφυραν. Επειδή δε ότε έφθασαν ήτο νυξ και εύρον την γέφυραν λελυμένην, εφοβήθησαν υπερβολικά μήπως τους εγκατέλιπον οι Ίωνες.
141. Πλησίον του Δαρείου ήτο Αιγύπτιος τις έχων φωνήν δυνατωτάτην από όλους τους ανθρώπους. Αυτόν τον άνθρωπον διέταξεν ο Δαρείος να σταθή εις την όχθην του Ίστρου και να καλέση τον Μιλήσιον Ιστιαίον. Και ούτος μεν έπραξε ταύτα, ο δε Ιστιαίος ακούσας εις το πρώτον κέλευμα έφερεν όλα τα πλοία διά να διαπορθμεύσωσι τον στρατόν, και έζευξε την γέφυραν.
142. Τοιουτοτρόπως οι Πέρσαι διέφυγον, οι δε Σκύθαι ζητούντες αυτούς απέτυχον και εκ δευτέρου και είπον περί των Ιώνων ότι εάν μεν τους θεωρήση τις ως ελευθέρους, είναι οι μάλλον άνανδροι και οι μάλλον ουτιδανοί από όλους τους ανθρώπους, εάν δε τους θεωρήση ως δούλους, είναι ανδράποδα φιλοδέσποτα ουδεμίαν διάθεσιν έχοντα να ελευθερωθώσι. Τοιαύτας μομφάς επιρρίπτουσιν οι Σκύθαι κατά των Ιώνων.
143. Ο δε Δαρείος, πορευόμενος διά της Θράκης, έφθασεν εις την Σηστόν της Χερσονήσου• εντεύθεν αυτός μεν διέβη μετά των πλοίων εις την Ασίαν, εν τη Ευρώπη δε κατέλιπε στρατηγόν τον Πέρσην Μεγάβαζον τον οποίον ποτε ετίμησε μεγάλως ειπών ενώπιον των Περσών τον εξής λόγον. Ενώ ο Δαρείος ελάμβανε ρόδια και ήνοιγεν έν διά να το φάγη, ο αδελφός του Αρτάβανος τον ηρώτησε τι επεθύμει να είχε τόσον πλήθος όσοι ήσαν οι κόκκοι του ροδίου• τότε ο βασιλεύς απεκρίθη• «Προτιμώ να έχω τόσους Μεγαβάζους παρά την Ελλάδα υπήκοον.» Και ενώπιον μεν των Περσών με τοιούτους λόγους τον ετίμα• τότε δε τον άφησε στρατηγόν με ογδοήκοντα χιλιάδας άνδρας εκ του στρατού.
144. Ο Μεγάβαζος ούτος ένεκα των εξής λόγων τους οποίους είπε κατέλιπεν αθάνατον μνήμην εις τους Ελλησποντίους. Ευρίσκετο εις το Βυζάντιον όταν είπον ενώπιόν του ότι οι Καλχηδόνιοι ίδρυσαν αποικίαν εν τη χώρα δεκαεπτά έτη προ των Βυζαντίων. «Ήσαν λοιπόν τυφλοί, ανέκραξε• διότι αν δεν ήσαν τυφλοί, πώς εξέλεξαν τον ασχημότερον τόπον, ενώ ηδύναντο να κατοικίσωσι τον ωραιότερον;» Ο Μεγάβαζος λοιπόν αφεθείς στρατηγός εις την χώραν των Ελλησποντίων, υπέταξεν όλους τους μη μηδίζοντας.
145. Και ούτος μεν ταύτα έπραττε• κατά τον αυτόν δε χρόνον εγένετο μεγάλη αποστολή άλλου στρατού κατά της Λιβύας υπό την πρόφασιν την οποίαν θα είπω αφού διηγηθώ προηγουμένως τα εξής. Οι απόγονοι των Αργοναυτών, διωχθέντες εκ της Λήμνου υπό των Πελασγών, οίτινες είχον αρπάσει τας γυναίκας των Αθηναίων (55), έφθασαν διά θαλάσσης εις την Λακεδαίμονα, εστρατοπέδευσαν επί του όρους Ταϋγέτου και ήναψαν εκεί πυρά. Οι Λακεδαιμόνιοι τους είδον και έπεμψαν διά να τους ερωτήσωσι τινες και πόθεν ήσαν εκείνοι δε απεκρίθησαν εις τον άγγελον όστις τους ηρώτα ότι ήσαν μεν Μινύαι, απόγονοι δε των μετά της Αργούς πλευσάντων ηρώων καθότι οι ήρωες εκείνοι, προσορμισθέντες εις την Λήμνον, εγένννησαν αυτούς. Μαθόντες οι Λακεδαιμόνιοι ότι ήσαν εκ του γένους των Μινυών, έπεμψαν πάλιν διά να τους ερωτήσωσι την αιτίαν δι' ην ήλθον εις τον τόπον και ήναψαν πυρά. Εκείνοι δε απεκρίθησαν ότι διωχθέντες υπό των Πελασγών ήλθον εις τους προγόνους των, ως είναι δίκαιον, και ότι ζητούσι να συγκατοικήσωσι μετ' αυτών, μετέχοντες των τιμών και λαμβάνοντες μερίδιά τινα γης. Οι Λακεδαιμόνιοι συγκατένευσαν να δεχθώσι τους Μινύας υπό τους όρους τούτους εκείνο δε το οποίον τους παρεκίνησε να πράξωσιν ούτω, ήτο κυρίως ότι μετά των άλλων είχον συνεκπλεύσει διά της Αργούς και οι Τυνδαρίδαι. Τους εδέχθησαν λοιπόν, διένειμον εις αυτούς γαίας και τους διεμοίρασαν μεταξύ των φυλών. Αμέσως δε οι Μινύαι έλαβον γυναίκας Λακεδαιμονίας, δώσαντες εις άλλους εκείνας τας οποίας είχον φέρει εκ της Λήμνου.
146. Δεν παρήλθεν όμως πολύς χρόνος και εφάνησαν αυθάδεις αξιούντες να μετάσχωσι της βασιλείας και πράττοντες και άλλα ανόσια. Τούτου ένεκα οι Λακεδαιμόνιοι απεφάσισαν να τους φονεύσωσιν• όθεν τους συνέλαβαν και τους εφυλάκισαν. Οι δε Λακεδαιμόνιοι όσους έχουσι να φονεύσωσι τους φονεύουσι την νύκτα και ουδέποτε την ημέραν. Επειδή λοιπόν είχεν αποφασισθή να τους θανατώσωσιν, οι γυναίκες των Μινυών, ούσαι ασταί και θυγατέρες των πρώτων Σπαρτιατών, εζήτησαν την άδειαν να εισέλθωσιν εις την φυλακήν και να ομιλήση εκάστη μετά του ανδρός της. Οι δε Λακεδαιμόνιοι τας άφησαν να εισέλθωσι, μη υποπτεύσαντες παρ' αυτών δόλον τινά. Αύται όμως, άμα εισήλθον, έπραξαν τα εξής• δώσασαι εις τους άνδρας των όλα τα ενδύματα όσα εφόρουν, έλαβον τα των ανδρών. Οι Μινύαι, ενδεδυμένοι ως γυναίκες, εξήλθον και διαφυγόντες τοιουτοτρόπως εστρατοπέδευσαν πάλιν επί του Ταϋγέτου.
147. Κατά τον αυτόν χρόνον ο Θήρας του Αυτεσίωνος, του Τισαεμνού, του Θερσάνδρου, του Πολυνείκους, ανεχώρησεν εκ Λακεδαίμονος με αποικίαν. Ήτο δε ο Θήρας ούτος Καδμείος την καταγωγήν και μητρικός θείος του Ευρυσθένους και του Προκλέους, υιών του Αριστοδήμου. Όντων δε των παίδων τούτων εισέτι ανηλίκων, ο Θήρας επετρόπευε την βασιλείαν της Σπάρτης. Ότε δε ηύξησαν οι ανεψιοί του και παρέλαβον την εξουσίαν, ο Θήρας δεινόν νομίζων να άρχεται υπό άλλων αφού εγεύσατο άπαξ της αρχής, είπεν ότι δεν μένει πλέον εις την Λακεδαίμονα, αλλά θ' αποπλεύση προς τους συγγενείς του. Ήσαν δε εις την νήσον την σήμερον καλουμένην Θήραν, ήτις άλλοτε εκαλείτο Καλλίστη, απόγονοι του Φοίνικος Μεμβλιάρου υιού του Ποικίλου• διότι ο Κάδμος του Αγήνορος, ζητών την Ευρώπην, είχε προσορμισθή εις την νήσον ταύτην την σήμερον καλουμένην Θήραν. Προσορμισθείς δε εκεί, είτε διότι τω ήρεσεν ο τόπος, είτε δι άλλην τινά αιτίαν, άφησεν εις την νήσον ταύτην Φοίνικάς τινας μεταξύ των οποίων και τον Μεμβλίαρον, ένα των συγγενών του. Ούτοι οι άνθρωποι, πριν έλθη ο Θήρας εκ της Λακεδαίμονος, κατώκουν εις την Καλλίστην επί οκτώ γενεάς ανθρώπων.
148. Προς αυτούς λοιπόν ητοιμάζετο ν' απέλθη ο Θήρας παραλαβών λαόν εξ όλων των φυλών ουχί διά να τους εκπατρίση αλλά διά να συγκατοικήση και να σχετισθή μετ' αυτών. Επειδή δε και οι Μινύαι τους οποίους οι Λακεδαιμόνιοι ήθελον να φονεύσωσιν, αποδράντες εκ της φυλακής εκάθηντο εις τον Ταΰγετον, ο Θήρας παρεκάλεσε να τους συγχωρήσωσι διά να μη γίνη φόνος και ανεδέχετο να τους εξαγάγη της χώρας. Συγκατατεθέντων δε των Λακεδαιμονίων, έπλευσε μετά τριών τριακοντόρων προς τους απογόνους του Μεμβλιάρου, έχων μεθ' εαυτού ουχί όλους τους Μινύας, αλλ' ολίγους τινάς, καθότι οι περισσότεροι ετράπησαν προς τους Παρωρεάτας και τους Καύκωνας. Διώξαντες δε αυτούς από τας χώρας των, διήρεσαν εαυτούς εις έξ μοίρας και έπειτα έκτισαν τας πόλεις Λέπρεον, Μάκιστον, Φριξάς, Πύργον, Έπιον, Νούδιον. Τούτων τας περισσοτέρας κατέστρεψαν οι Ηλείοι επί της εποχής μου. Η δε νήσος επωνομάσθη Θήρα από τον οικιστήν.
149. Ο υιός του δεν ηθέλησε να αναχωρήση μετ' αυτού, και ο πατήρ του είπεν ότι άφινε πρόβατον μεταξύ λύκων• εκ τούτου του λόγου ο νεανίσκος ωνομάσθη Οιόλυκος, και του χρόνου προϊόντος το όνομα τούτο επεκράτησεν. Εκ του Οιολύκου τούτου εγεννήθη ο Αιγεύς, από του οποίου έλαβον το όνομα οι Αιγείδαι, φυλή μεγάλη εν Σπάρτη. Επειδή δε δεν έζων τα τέκνα της φυλής ταύτης, κατά χρησμόν τινα έκτισαν ναόν εις τας Ερινύας του Λαΐου και του Οιδίποδος, και έκτοτε έζων τα τέκνα. Το αυτό συνέβαινε και εις την Θήραν εις τους από των ανδρών τούτων γενομένους παίδας.
150. Μέχρι του σημείου τούτου της διηγήσεως οι Λακεδαιμόνιοι και οι Θηραίοι συμφωνούσι• τα ακόλουθα όμως μόνον οι Θηραίαι λέγουσιν ότι συνέβησαν. Ο Γρίνος, υιός του Αισανίου, απόγονος ων του Θήρα τούτου και βασιλεύων εις την νήσον Θήραν, μετέβη εις τους Δελφούς διά να προσφέρη εξ ονόματος της πόλεως εκατόμβην. Πολλοί πολίται τον ηκολούθουν, μεταξύ δε άλλων και ο Βάττος ο υιός του Πολυμνήστου καταγόμενος από τον Εύφημον, ένα των Μινυών. Ενώ δε ο Γρίνος ο βασιλεύς των Θηραίων ηρώτα το μαντείον περί διαφόρων πραγμάτων, η Πυθία τω είπε να κτίση πόλιν εις την Λιβύαν. Τότε εκείνος απεκρίθη• «Εγώ μεν, ω άναξ, είμαι γέρων και ήδη βαρύς διά τοιαύτην επιχείρησιν, συ δε πρόσταξον τινά από τους νέους τούτους να πράξη τούτο.» Ταύτα λέγων εδείκνυε τον Βάττον. Και τότε μεν τούτο εγένετο• μετά την αναχώρησίν των δε δεν εσκέφθησαν πλέον περί του χρησμού, διότι ούτε την Λιβύαν εγνώριζον εις ποίον μέρος της γης ήτο, ούτε ετόλμων να πέμψωσιν αποικίαν εις μέρος άγνωστον.
151. Επί επτά δε έτη μετά ταύτα δεν έβρεξεν εις την Θήραν, και κατ' αυτό το διάστημα όλα τα δένδρα εξηράνθησαν, πλην ενός. Τότε οι Θηβαίοι προσέδραμον εις το μαντείον, και η Πυθία τοις ενθύμισε την αποικίαν εις την Λιβύαν. Επειδή λοιπόν δεν υπήρχεν άλλο μέσον όπως αποφύγωσι το κακόν, πέμπουσιν εις Κρήτην αγγέλους διά να ερωτήσωσιν εάν τις των Κρητών ή των μετοίκων υπήγε ποτε εις την Λιβύαν. Περιερχόμενοι δε την Κρήτην οι άνθρωποι ούτοι έφθασαν εις την πόλιν Ίτανον όπου εγνωρίσθησαν με ένα πορφυροβαφέα ονόματι Κορώβιον, όστις τοις είπεν ότι παρασυρθείς υπό των ανέμων υπήγεν εις την Λιβύαν και εις την νήσον της Λιβύας Πλατέαν. Πείσαντες λοιπόν αυτόν με μισθόν τον έφερον εις την Θήραν• εκείθεν δε εξέπλευσαν κατά πρώτον ολίγοι πρόσκοποι, οίτινες αφού ωδηγήθησαν εις την νήσον ταύτην την Πλατέαν τον μεν Κορώβιον κατέλιπον εκεί με τροφάς πολλών μηνών, αυτοί δε επέστρεψαν τάχιστα διά να αναγγείλωσιν εις τους Θηραίους περί της νήσου.
152. Επειδή δε αυτοί έμειναν εις την Θήραν πλειότερον του συμφωνηθέντος χρόνου, εις τον Κορώβιον ετελείωσαν τα πάντα. Μετά ταύτα πλοίον της Σάμου, του οποίου ναύκληρος ήτο ο Κωλαίος (56), πλέον προς την Αίγυπτον, ερρίφθη εις την νήσον ταύτην Πλατέαν μαθόντες δε οι Σάμιοι παρά του Κορωβίου διατί ευρίσκετο εκεί, τω άφησαν ενός έτους τροφάς, έπειτα δε εξήλθον εις το πέλαγος και προσεπάθουν να υπάγωσιν εις την Αίγυπτον έχοντες άνεμον ανατολικόν και επειδή δεν έπαυεν ο άνεμος, διαπεράσαντες τας Ηρακλείους στήλας φθάνουσιν εις την Ταρτησσόν, οδηγούμενοι από θείαν τινά δύναμιν. Ο λιμήν ούτος ήτο τότε άγνωστος ώστε επιστρέψαντες οπίσω εκέρδισαν από τα φορτία των πολύ περισσότερα από όλους τους Έλληνας όσους ημείς γνωρίζομεν ακριβώς, μετά τον Αιγινήτην Σώστρατον τον Λαοδάμαντος, διότι μετ' αυτού ουδείς δύναται να παραβληθή. Οι Σάμιοι λοιπόν λαβόντες το δέκατον εκ των κερδών των, συμποσούμενον εις έξ τάλαντα, κατεσκεύασαν χάλκινον αγγείον, όμοιον με κρατήρα αργολικόν, πέριξ του οποίου οι πρόκροσσοι ήσαν κεφαλαί γρυπών, και το αφιέρωσαν εις τον ναόν της Ήρας στήσαντες αυτό επί τριών χαλκίνων κολοσσών επταπήχων, εστηριγμένων εις τα γόνατα. Οι δε Κυρηναίοι και οι Θηραίοι ηνώθησαν διά στενής φιλίας μετά των Σαμίων, ευγνωμονούντες δι' όσα ούτοι είχον πράξει υπέρ του Κορωβίου.
153. Οι δε Θηραίοι, καταλιπόντες εις την νήσον τον Κορώβιον, άμα έφθασαν εις την Θήραν ανήγγειλον ότι εύρον νήσον εις την Λιβύαν. Τότε οι πολίται ενέκρινον να λάβωσι διά κλήρου από τας επτά κώμας των ένα μεταξύ των αδελφών και να τους πέμψωσιν εκεί με βασιλέα και αρχηγόν της αποικίας τον Βάττον. Εξέπεμψαν λοιπόν εις την Πλατέαν δύο πεντηκοντόρους.
154. Ταύτα μεν λέγουσι μόνοι οι Θηραίοι• εις δε τα επίλοιπα του λόγου συμφωνούσι μετά των Κυρηναίων, πλην των περί του Βάττου εις τα οποία ουδόλως συμφωνούσιν οι Κυρηναίοι, αλλά τα διηγούνται ως εξής. Υπάρχει εις την Κρήτην η πόλις Αξός όπου εβασίλευσεν ο Ετέαρχος όστις έχων θυγατέρα άνευ μητρός καλουμένην Φρονίμην, έλαβεν άλλην γυναίκα. Η γυνή αύτη, άμα εισελθούσα εις την οικίαν, ηθέλησε να δείξη εις την Φρονίμην και δι' έργων ότι ήτο μητρυιά, φερομένη κακώς προς αυτήν και τα πάντα τεχναζομένη, εναντίον της. Τέλος την διέβαλεν ως ασελγή και έπεισε τον άνδρα της ότι ταύτα ούτως έχουσιν. Αυτός δε πιστεύσας την γυναίκα, εμηχανεύθη κατά της θυγατρός του ανόσιον έργον. Ευρίσκετο εις την Αξόν Θηραίος τις έμπορος ονόματι Θεμίσων• τούτον προσκαλέσας ο Ετέαρχος διά να τον φιλοξενήση τον ώρκισε να εκτελέση ό,τι ήθελε ζητήσει παρ' αυτού. Αφού δε τον ώρκισε, τω παρέδωκε την Φρονίμην και τον επρόσταξε να την λάβη και να την ρίψη εις την θάλασσαν. Αλλ' ο Θεμίσων, αγανακτήσας διά την απάτην του όρκου και διαλύσας την ξενίαν έπραξε τα εξής• παραλαβών την κόρην απέπλευσε και όταν έφθασεν εις το πέλαγος, διά να εκπληρώση τον όρκον του προς τον Ετέαρχον, την έδεσε με σχοινία, την έρριψεν εις την θάλασσαν, την ανέσυρεν έπειτα και ήλθεν εις την Θήραν.
155. Μετά ταύτα, παραλαβών την Φρονίμην σημαντικός τις Θηραίος ο Πολύμνηστος, είχεν αυτήν ως παλλακήν• μετά καιρόν δε εγέννησεν αυτή υιόν ισχνόφωνον και τραυλόν, όστις ωνομάσθη Βάττος, ως λέγουσιν οι Θηραίοι και οι Κυρηναίοι, ως νομίζω όμως εγώ θα ωνομάσθη άλλως. Βάττος είναι όνομα το οποίον έλαβε βεβαίως όταν το μαντείον τον έστειλεν εις την Λιβύαν και εκ της αξίας εις ην εφηρμόζετο το όνομα τούτο• διότι οι Λίβυες ονομάζουσι βάττον τον βασιλέα, και διά τούτο φρονώ ότι η Πυθία χρησμοδοτούσα τω απέτεινε τον λόγον Λυβιστί, ηξεύρουσα ότι έμελλε να γίνη βασιλεύς εις την Λιβύαν. Αφού λοιπόν ηνδρώθη ούτος ήλθεν εις τους Δελφούς διά να ερωτήση περί της φωνής του. Εις τας ερωτήσεις του δε απεκρίθη η Πυθία τα εξής• «Ω Βάττε, ήλθες διά την φωνήν σου, αλλ' ο άναξ Φοίβος Απόλλων σε πέμπει οικιστήν εις την πολλά πρόβατα τρέφουσαν Λιβύαν•» ως να έλεγεν Ελληνιστί• «Ω βασιλεύ, ήλθες διά την φωνήν σου.» Εκείνος δε είπε τα εξής• «Ω άναξ, εγώ μεν ήλθον διά να σε ερωτήσω περί της φωνής μου, συ δε με διατάττεις πράγματα αδύνατα• με λέγεις να αποικίσω την Λιβύαν, αλλά με ποίαν δύναμιν, με ποία μέσα;» Με όλους όμως τούτους τους λόγους δεν έπειθε τον θεόν να δώση εις αυτόν άλλην απόκρισιν• και επειδή εξηκολούθει να ακούη τον αυτόν χρησμόν ως πρότερον, αφήσας όλα ο Βάττος επέστρεψεν εις την Θήραν.
156. Μετά ταύτα συνέβησαν και εις αυτόν και εις τους άλλους Θηραίους πολλαί συμφοραί κατά θείαν εκδίκησιν. Αγνοούντες δε οι Θηραίοι πόθεν προήρχοντο αύται, έπεμψαν να ερωτήσωσι το μαντείον των Δελφών περί των παρόντων κακών• η δε Πυθία εχρησμοδότησεν εις αυτούς ότι θα βελτιωθή η κατάστασίς των εάν αποικίσωσι μετά του Βάττου την Κυρήνην της Λιβύας. Απέστειλαν λοιπόν οι Θηραίοι τον Βάττον με δύο πεντηκοντόρους. Πλεύσαντες δε ούτοι εις την Λιβύαν, διότι δεν ηδύναντο να πράξωσιν άλλως, επέστρεψαν πάλιν εις την Θήραν• αλλ' ενώ προσωρμίζοντο τους ελιθοβόλουν οι Θηραίοι και δεν τους άφινον να αποβιβασθώσιν εις την ξηράν, αλλά τοις έλεγον να πλεύσωσιν οπίσω εις την Λιβύαν. Ενδίδοντες λοιπόν ούτοι εις την ανάγκην απέπλευσαν και αποικίσθησαν εις την νήσον της Λίβυας ήτις καλείται, ως είπον ανωτέρω, Πλατέα. Λέγεται δε ότι η νήσος αύτη έχει την αυτήν έκτασιν με την σημερινήν πόλιν των Κυρηναίων.
157. Δύο έτη διέμεινον εν αυτή, αλλ' ουδέν όφελος είδον• αφήσαντες λοιπόν εκεί ένα, μετέβησαν όλοι οι λοιποί εις τους Δελφούς• ελθόντες δε εις το μαντείον εζήτουν χρησμόν λέγοντες ότι επί δύο έτη κατώκουν εις την Λιβύαν και ουδεμίαν βελτίωσιν είδον. Η Πυθία απεκρίθη εις ταύτα• «Εάν συ, όστις δεν μετέβης εις την πολλά πρόβατα τρέφουσαν Λιβύαν, γνωρίζης αυτήν καλλίτερον από εμέ όστις μετέβην, πολύ θαυμάζω την σοφίαν σου. Ταύτα δε ακούσαντες οι περί τον Βάττον απέπλευσαν οπίσω, επειδή ο θεός δεν τους απήλλασσεν από την υποχρέωσιν της αποικίας πριν φθάσωσιν εις αυτήν ταύτην την Λιβύαν. Όθεν ελθόντες εις την νήσον και λαβόντες εκείνον τον οποίον είχον αφήσει εκεί, κατώκησαν απέναντι της Πλατέας μέρος τι της Λιβύας το οποίον ωνομάζετο Άζιρις και το οποίον εκατέρωθεν περιορίζουσι κάλλιστοι λόφοι, εις τους πρόποδας των οποίων ρέει ποταμός διά της κοιλάδος.
158. Τούτον τον τόπον κατώκουν έξ έτη, το δε έβδομον οι Λίβυες τους έπεισαν να τον αφήσωσιν, υποσχεθέντες να τους φέρωσιν εις τόπον καλλίτερον. Όθεν αναστήσαντες αυτούς εκείθεν οι Λίβυες, τους ωδήγησαν προς δυσμάς, και διά να μη ίδωσιν οι Έλληνες τον καλλίτερον τόπον τον οποίον διήρχοντο, εμέτρησαν τας ώρας της ημέρας και τους ωδήγουν διά νυκτός• καλείται δε ο τόπος ούτος Ίσαρα. Τέλος, αφού τους έφερον εις κρήνην τινά λεγομένην ότι είναι του Απόλλωνος, τοις είπον• «Ω Έλληνες, εδώ σας συμφέρει να κατοικήσετε, διότι εδώ ο ουρανός είναι τρυπημένος (57).»
159. Επί των ημερών του οικιστού Βάττου (58), βασιλεύσαντος τεσσαράκοντα έτη, και επί των ημερών του υιού αυτού Αρκεσιλάου, βασιλεύσαντος δεκαέξ έτη, οι Κυρηναίοι ήσαν τόσοι όσοι ήσαν εξ αρχής ότε εστάλησαν εις την αποικίαν. Επί της εποχής δε του τρίτου βασιλέως Βάττου, του επονομαζομένου Ευδαίμονος, η Πυθία παρεκίνησεν όλους τους Έλληνας διά χρησμού να αποπλεύσωσι και να συγκατοικήσωσι με τους Κυρηναίους την Λιβύαν, καθότι οι Κυρηναίοι τους προσεκάλουν όπως μοιρασθώσι την χώραν. Ήτο δε ο χρησμός της Πυθίας τοιούτος «Όστις μεταβή εις την πολυπόθητον Λιβύαν αφού γίνη η διανομή της γης, αυτός λέγω ότι θα μεταμεληθή μετά ταύτα.» Επειδή λοιπόν συνεσωρεύθησαν πολλοί εις την Κυρήνην, οι περίοικοι Λίβυες και ο βασιλεύς αυτών όστις ωνομάζετο Αδικράν, στερούμενοι της χώρας των και περιυβριζόμενοι υπό των Κυρηναίων, έπεμψαν εις την Αίγυπτον και παρέδοσαν εαυτούς εις τον βασιλέα της Αιγύπτου Απρίην. Ούτος δε συλλέξας πολύν στρατόν Αιγυπτίων, τον έστειλε κατά της Κυρήνης. Οι Κυρηναίοι παραταχθέντες εις τον τόπον Ίσαρα παρά την κρήνην Θέστιν συνεπλάκησαν με τους Αιγυπτίους και τους ενίκησαν. Οι Αιγύπτιοι οίτινες δεν τους είχον δοκιμάσει πρότερον, τους περιεφρόνουν αλλά εις τοιούτον βαθμόν ηττήθησαν, ώστε ολίγιστοι μόνον εξ αυτών επέστρεψαν εις την Αίγυπτον. Τούτου ένεκα οι Αιγύπτιοι μεμφόμενοι τον Απρίην απεστάτησαν απ' αυτού.
160. Εκ τούτου δε του Βάττου εγεννήθη υιός ο Αρκεσίλαος όστις βασιλεύσας πρώτος, τοσούτον ήρισε μετά των αδελφών του ώστε ούτοι τον εγκατέλιπον και απήλθον εις άλλο μέρος της Λιβύας• φυγόντες δε εκ της πόλεώς των, έκτισαν άλλην ήτις τότε και σήμερον καλείται Βάρκη (59) ενώ δε την έκτιζον, συγχρόνως ηρέθιζον τους Λίβυας εναντίον των Κυρηναίων. Μετά ταύτα δε ο Αρκεσίλαος εξεστράτευσε κατά των αποστατησάντων και των δεχθέντων αυτούς Λιβύων. Ούτοι δε οι Λίβυες φοβηθέντες ανεχώρησαν φεύγοντες προς τους ανατολικούς Λίβυας, και ο Αρκεσίλαος τους κατεδίωξε μέχρι της Λεύκωνος της Λιβύας όπου οι Λίβυες απεφάσισαν να μεταστραφώσι και να επιτεθώσι. Συμπλακέντες δε ενίκησαν τους Κυρηναίους τόσον ώστε έπεσαν εκεί επτακισχίλιοι οπλίται Κυρηναίοι. Μετά την καταστροφήν ταύτην ο Αρκεσίλαος ησθένησε και έπιεν ιατρικόν, ο δε αδελφός του Λέαρχος τον έπνιξεν αλλ' η γυνή του Αρκεσιλάου, της οποίας το όνομα ήτο Ερυξώ, εφόνευσε δολίως τον Λέαρχον.
161. Διεδέχθη δε την βασιλείαν ο υιός του Αρκεσιλάαυ Βάττος, όστις ήτο χωλός και όχι αρτίπους. Οι Κυρηναίοι, κατόπιν της συμβάσης συμφοράς, έπεμψαν εις τους Δελφούς διά να ερωτήσωσι ποίαν διοίκησιν παραδεχόμενοι ήθελον ευτυχήσει. Η Πυθία τους διέταξε να φέρωσιν από την Μαντίνειαν της Αρκαδίας ένα συμβιβαστήν. Έπεμψαν λοιπόν και εζήτησαν οι Κυρηναίοι• οι δε Μαντινείς τοις έδωκαν σημαντικώτατόν τινα άνθρωπον της πόλεώς των, όστις εκαλείτο Δημώναξ. Ελθών ούτος εις την Κυρήνην και εξετάσας τα πάντα, πρώτον μεν διήρεσε τους κατοίκους εις τρεις φυλάς κατά την ακόλουθον διάταξιν• τους μεν Θηραίους και τους περιοίκους κατέταξεν εις την πρώτην φυλήv, τους Πελοποννησίους και τους Κρήτας εις την δευτέραν, όλους δε τους νησιώτας εις την τρίτην. Έπειτα απεχώρισε διά τον βασιλέα Βάττον μέρος γης και την ιερωσύνην, δώσας εις τον λαόν όλην την εξουσίαν την οποίαν πρότερον είχον οι βασιλείς.
162. Και ενόσω μεν έζη ο Βάττος τοιαύτη τάξις επεκράτησεν• επί του υιού του όμως Αρκεσιλάου πολλαί ταραχαί συνέβησαν διά τα αξιώματα, διότι ο Αρκεσίλαος ο υιός του Βάττου του χωλού και της Φερετίμης, δεν ηθέλησε να δεχθή την τάξιν την οποίαν είχε καταστήσει ο Δημώναξ, αλλ' εζήτησε να λάβη πάλιν τας τιμάς τας οποίας είχον οι πρόγονοί του. Τούτου ένεκα ηγέρθη εμφύλια στάσις καθ' ην νικηθείς έφυγεν εις την Σάμον, η δε μήτηρ του κατέφυγεν εις την Σαλαμίνα της Κύπρου. Εις την Σαλαμίνα κατ' εκείνον τον χρόνον εβασίλευεν ο Ευέλθων, όστις αφιέρωσεν εις τους Δελφούς το αξιοθέατον εκείνο θυμιατήριον το οποίον σήμερον κείται εις τον θησαυρόν των Κορινθίων. Ελθούσα λοιπόν εις αυτόν η Φερετίμη εζήτει στρατόν διά να επαναφέρη τον υιόν της εις την Κυρήνην, ο δε Ευέλθων παν άλλο τη έδιδε πλην στρατού• εκείνη δε, εις έκαστον δώρον το οποίον ελάμβανε• «Καλόν είναι και τούτο, έλεγε, καλλίτερον όμως θα ήτο εάν μοι έδιδες το ζητούμενον στράτευμα.» Τέλος ο Ευέλθων τη έπεμψεν άτρακτον χρυσούν και ηλακάτην, εις την ηλακάτην δε υπήρχε μαλλίον. Επειδή δε η Φερετίμη επανέλαβε τας ιδίας λέξεις, ο Ευέλθων απήντησεν ότι τοιαύτα δώρα προσφέρει εις τας γυναίκας και όχι στρατόν.
163. Ο δε Αρκεσίλαος, ευρισκόμενος τότε εις την Σάμον, εστρατολόγει τον τυχόντα υποσχόμενος διανομήν γης. Συναθροίσας δε τοιουτοτρόπως πολύν στρατόν ήλθε πρώτον εις τους Δελφούς διά να ερωτήση το μαντείον περί της καθόδου του. Και η Πυθία εχρησμοδότησε τα εξής• «Ο Απόλλων σας συγχωρεί να βασιλεύσετε εις την Κυρήνην επί οκτώ γενεάς ανθρώπων, ήτοι επί τέσσαρας Βάττους και τέσσαρας Αρκεσιλάους, περισσότερον όμως τούτου σας συμβουλεύει μήτε να πειραθήτε. Επίστρεψον λοιπόν και μένε ήσυχος εις την κατοικίαν σου. Εάν εύρης κάμινον πλήρη αμφορέων, μη ψήσης τα αγγεία ταύτα, αλλ' έκβαλον αυτά εις τον αέρα• εάν δε ανάψης την κάμινον, μη εισέλθης εις μέρος περίρρυτον, διότι θα αποθάνης και συ και ο ωραιότατος ταύρος.»
164. Ταύτα εχρησμοδότησεν η Πυθία εις τον Αρκεσίλαον. Ούτος δε παραλαβών τους εκ της Σάμου κατήλθεν εις την Κυρήνην και γενόμενος κύριος των πραγμάτων ελησμόνησε τον χρησμόν και εζήτησε να εκδικηθή κατά των αντιπάλων διά την φυγήν του. Εξ αυτών δε άλλοι μεν έφυγον όλως διόλου από την χώραν, άλλοι δε συλληφθέντες παρ' αυτού εστάλησαν εις την Κύπρον διά να θανατωθώσι• και τούτους μεν ελθόντας εις την νήσον των ελύτρωσαν οι Κνίδιοι και τους απέστειλαν εις την Θήραν, άλλους δε τινας εκ των Κυρηναίων καταφυγόντας εις μέγαν ιδιωτικόν πύργον του Αγλωμάχου, περισωρεύσας φρύγανα ο Αρκεσίλαος τους έκαυσε. Γενομένου όμως τούτου, ενόησεν ο Αρκεσίλαος ότι αυτή ήτο η έννοια του χρησμού όταν η Πυθία τω είπε να μη ψήση τους αμφορείς τους οποίους ήθελεν εύρει εις την κάμινον. Απεμακρύνθη λοιπόν αυτοθελήτως, φοβούμενος τον θάνατον τον οποίον είχε προείπει ο χρησμός και νομίζων ότι περύρρυτον τόπον ενόει την Κυρήνην. Είχε δε ο Αρκεσίλαος γυναίκα μίαν συγγενή του, θυγατέρα του βασιλέως των Βαρκαίων του οποίου το όνομα ήτο Αλαζίρ• εις τούτον καταφεύγει. Αλλά Βαρκαίοι τινες και φυγάδες της Κυρήνης ιδόντες αυτόν περιφερόμενον εις την αγοράν, τον φονεύουσι, προς δε και τον πενθερόν αυτού Αλαζίρα (60). Ο Αρκεσίλαος λοιπόν είτε εκών είτε άκων πταίσας εις τον χρησμόν εξεπλήρωσε το πεπρωμένον του.
165. Η δε μήτηρ του Φερετίμη, ενόσω ο Αρκεσίλαος, αίτιος της ιδίας του φθοράς, διέτριβεν εις την Βάρκην, αυτή είχεν εις την Κυρήνην τα προνόμια του υιού της, απολαύουσα τας άλλας τιμάς και προεδρεύουσα του συμβουλίου. Μαθούσα όμως ότι ο υιός της εφονεύθη εις την Βάρκην, έφυγε και μετέβη εις την Αίγυπτον, ελπίζουσα εις εκδουλεύσεις τινάς τας οποίας είχε προσφέρει ο Αρκεσίλαος εις τον Καμβύσην του Κύρου• καθότι αυτός ήτο ο Αρκεσίλαος όστις παρέδωκε την Κυρήνην εις τους Πέρσας και εγένετο εκουσίως φόρου υποτελής. Ελθούσα λοιπόν η Φερετίμη εις την Αίγυπτον, εκάθισεν ικέτις εις την οικίαν του Αρυάδνου, παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση και προφασιζομένη ότι ο υιός της εφονεύθη διά την προς τους Μήδους αφοσίωσίν του.
166. Ο δε Αρυάνδης ούτος ήτο διοικητής της Αιγύπτου, διορισθείς υπό του Καμβύσου• μετά ταύτα όμως ο Δαρείος τον εθανάτωσε διότι ηθέλησε να εξισωθή με αυτόν. Τωόντι μαθών και ιδών ότι ο Δαρείος επεθύμει να αφήση μνημόσυνον τοιούτον οίον ουδείς άλλος των προκατόχων του κατέλιπε, τον εμιμήθη μέχρις ου έλαβε τον μισθόν των πράξεών του. Ιδού δε με ποίον τρόπον. Ο Δαρείος έκοψε νόμισμα με τον καθαρότερον χρυσόν τον οποίον ηδυνήθη να εύρη• αμέσως ο Αρυάνδης τον εμιμήθη κόψας νόμισμα εξ αργύρου, και σήμερον το καθαρώτατον αργύριον είναι το Αρυανδικόν. Αλλ' ο Δαρείος μαθών ότι έπραττε ταύτα, εύρε πρόφασιν ότι ενήργει επανάστασιν και τον εθανάτωσε.
167. Τότε δε ο Αρυάνδης οικτείρας την Φερετίμην έδωκεν εις αυτήν όλον τον στρατόν της Αιγύπτου, και τον πεζόν και τον ναυτικόν• στρατηγόν δε του μεν πεζού διώρισε τον Άμασιν, Μαράφιον την φυλήν, του δε ναυτικού τον Βάρδην όστις ήτο εκ του γένους των Πασαργαδών. Πριν όμως αποστείλη τον στρατόν ο Αρυάνδης, πέμψας κήρυκα εις την Βάρκην ηρώτα τις ήτο ο φονεύσας τον Αρκεσίλαον. Επειδή δε οι Βαρκαίοι όλοι ανεδέχοντο τον φόνον προσθέτοντες ότι πολλά και κακά έπασχον υπ' αυτού, ο Αρυάνδης ακούσας ταύτα εξέπεμψε τον στρατόν μετά τις Φερετίμης. Και αυτή μεν η αιτία ελέγετο ως πρόσχημα• επέμπετο δε κυρίως ο στρατός, ως εγώ νομίζω, διά να καθυποτάξη τους Λίβυας. Είναι δε οι Λίβυες πολλά και διάφορα έθνη, εκ των οποίων ολίγα ήσαν υπήκοα του βασιλέως, τα δε περισσότερα ουδόλως εφρόντιζον περί του Δαρείου.
168. Είναι δε κατοικημένοι οι Λίβυες ως εξής, αρχίζοντες από την Αίγυπτον• πρώτοι κατοικούσιν οι Αδυρμαχίδαι οίτινες τηρούσιν όλα σχεδόν τα Αιγυπτιακά έθιμα και ενδύονται ως και οι άλλοι Λίβυες. Αι γυναίκες των έχουσιν εις εκατέραν κνήμην ψέλλιον χάλκινον• αφίνουσι την κόμην μακράν, και όταν συλλάβωσι φθείραν εις την κεφαλήν, την φονεύουσι διά των οδόντων των και έπειτα την ρίπτουσιν. Οι Λίβυες είναι οι μόνοι οίτινες πράττουσι τούτο• οι μόνοι είναι επίσης οίτινες παρουσιάζουσιν εις τον βασιλέα τας μελλούσας να υπανδρευθώσι παρθένους, και εάν τις εκ τούτων τω αρέση, διαπαρθενεύεται υπ' αυτού. Εκτείνονται δε οι Αδυρμαχίδαι ούτοι από τις Αιγύπτου μέχρι του λιμένος όστις καλείται Πλυνός.
169. Έπειτα έρχονται οι Γιλιγάμμαι οίτινες εκτείνονται από δυσμών μέχρι τις νήσου Αφροδισιάδος• εις το μεταξύ της χώρας αυτών αντικρύζει η νήσος Πλατέα την οποίαν αποίκισαν οι Κυρηναίοι, και εις την ήπειρον είναι ο λιμήν του Μενελάου και η Άζιρις την οποίαν επί τινα καιρόν κατώκησαν οι Έλληνες. Από τούτου του μέρους αρχίζει το σίλφιον το οποίον φύεται από της νήσου Πλατέας μέχρι τις εισόδου της Σύρτιος. Μεταχειρίζεται δε το έθνος τούτο έθιμα σχεδόν όμοια με τα γείτονα έθνη.
170. Μετά τους Γιλιγάμμας προς δυσμάς είναι οι Ασβύσται• κατοικούσι δε ούτοι το μέρος το ανωτέρω της Κυρήνης και δεν εκτείνονται μέχρι της θαλάσσης, διότι τα παραθαλάσσια νέμονται οι Κυρηναίοι. Είναι πλειόσερον των άλλων Λιβύων επιτήδειοι εις το να οδηγώσι τέθριππα, και τα πλείστα αυτών έθιμα είναι απομίμησις των Κυρηναϊκών.
171. Προς δυσμάς των Ασβυστών είναι οι Αυσχίσαι, οίτινες κατοικούσιν υπεράνω της Βάρκης και φθάνουσι μέχρι της θαλάσσης προς το μέρος των Ευεσπεριδών. Εις το μέσον δε της χώρας των Αυσχισών κατοικούσιν οι Βάκαλες, έθνος μικρόν, εκτεινόμενοι μέχρι της θαλάσσης προς την Τεύχειραν, πόλιν των Βαρκαίων. Έθιμα δε έχουσι τα αυτά οία και οι κατοικούντες ανωτέρω της Κυρήνης.
172. Προς δυσμάς των Αυσχισών τούτων είναι οι Νασαμώνες, έθνος πολυάριθμον, οίτινες αφίνοντες κατά το θέρος τα ποίμνιά των εις τα παραθαλάσσια, αναβαίνουσιν εις τόπον τινά καλούμενον Αύγιλα διά να συλλέξωσι τους καρπούς των φοινίκων. Τα δένδρα ταύτα είναι πολλά και πυκνόφυλλα και όλα καρποφόρα. Συνάζουσιν επίσης ακρίδας, τας οποίας αφού ξηράνωσιν εις τον ήλιον, τας αλέθουσι και επιπάσσοντες αυτάς εις γάλα, το πίνουσιν. Έκαστος αυτών έχει συνήθως πολλάς γυναίκας, αλλά μεταχειρίζονται όλας κοινώς, σχεδόν κατά τον τρόπον των Μασσαγετών• στήνοντες ενώπιόν των ράβδον, μιγνύονται μετ' αυτών. Κατά πρώτον, όταν νυμφεύεται Νασαμών τις, ο νόμος απαιτεί κατά την πρώτην νύκτα η νύμφη να μεταβή από του ενός εις τον άλλον δαιτυμόνα και να μιγή με όλους• έκαστος δε αφού μιγή μετ' αυτής τη δίδει δώρον ό,τι έφερεν εκ της οικίας του. Ορκίζονται δε και μαντεύονται ως ακολούθως• θέτοντες την χείρα επί των τάφων των ανδρών όσοι ως λέγεται υπήρξαν δικαιότατοι και ανδρειότατοι εις το έθνος των, ομνύουσιν εις αυτούς• μαντεύονται δε πορευόμενοι εις τα μνήματα των προγόνων των, επί των οποίων αφού προσευχηθώσιν αποκοιμώνται, και παν ό,τι όνειρον ίδωσιν εις τον ύπνον των, αυτό δέχονται. Προς ασφάλειαν των ανταλλασσομένων όρκων πράττουσι τα εξής• δίδει να πίη εκ της χειρός του, και αυτός πίνει εκ της χειρός του άλλου• εάν όμως δεν έχωσι κανέν υγρόν, λαμβάνοντες κόνιν εκ της γης, λείχουσιν αυτήν.
173. Όμοροι δε των Νασαμώνων είναι οι Ψύλλοι, οίτινες εξωλοθρεύθησαν κατά τον ακόλουθον τρόπον• πνεύσας ο νότος εξήρανε παν ό,τι περιείχεν ύδωρ, και όλη η χώρα την οποίαν περικλείει η Σύρτις εγένετο αυχμηρά. Συσκεφθέντες οι Ψύλλοι απεφάσισαν από κοινού να εκστρατεύσωσι κατά του νότου (ενταύθα διηγούμαι όσα λέγουσιν οι Λίβυες•) ότε δε έφθασαν εις τα αμμώδη μέρη, έπνευσεν ο νότος και κατέχωσεν αυτούς. Εξολοθρευθέντων δε αυτών, κατέλαβαν την χώραν οι Νασαμώνες.
174. Ανωτέρω δε αυτών, νοτιοανατολικώς, εις την χώραν των αγρίων θηρίων, κατοικούσιν οι Γαράμαντες, οίτινες αποφεύγουσιν όλους τους ανθρώπους και πάσαν συγκοινωνίαν• δεν έχουσιν ούτοι κανέν όπλον πολεμικόν, και ούτε να υπερασπισθώσιν ηξεύρουσιν.
175. Και ούτοι μεν κατοικούσιν ανωτέρω των Νασαμώνων, προς δυσμάς δε παρά την θάλασσαν είναι οι Μάκαι οίτινες κείρονται μέχρι δέρματος και δεν αφίνουσιν ειμή μικρόν λόφον εις το μέσον της κεφαλής. Εις τον πόλεμον έχουσιν ως ασπίδας δέρματα στρουθοκαμήλων. Διά δε της χώρας αυτών ρέων εκ λόφου καλουμένου των Χαρίτων ο ποταμός Κίνυψ εκβαίνει εις την θάλασσαν. Είναι δε ο λόφος ούτος των Χαρίτων δασώδης, ενώ όλη η άλλη προλεχθείσα Λιβύα είναι γυμνή δένδρων, και από την θάλασσαν μέχρις αυτού είναι διακόσια στάδια.
176. Μετά τους Μάκας έρχονται οι Γίνδανες. Τούτων αι γυναίκες φορούσι περί τους αστραγάλους χάλκινα δακτύλια• εκάστη δε αυτών φορεί πολλά τοιαύτα περισφύρια διά την εξής αιτίαν, ως λέγουσιν• οσάκις ανήρ τις μιχθή μετ' αυτής, δένει αύτη εις τον πόδα έν περισφύριον, και εκείνη ήτις έχει τα περισσότερα νομίζεται αρίστη, ως αγαπηθείσα υπό πλείστων ανδρών.
177. Μίαν δε άκραν της γης τούτων των Γινδάνων, προέχουσαν εις την θάλασσαν, νέμονται οι Λωτοφάγοι, οίτινες ζώσι τρώγοντες μόνον τον καρπόν του λωτού. Είναι δε ο καρπός του λωτού κατά μεν το μέγεθος όσος είναι ο της σχίνου, κατά δε την γλυκύτητα όμοιος με τον του φοίνικος. Εκ του καρπού τούτου κατασκευάζουσιν οι Λωτοφάγοι και οίνον.
178. Μετά τους Λωτοφάγους, ακολουθούντες το παραθαλάσσιον, ευρίσκομεν τους Μάχλυας, οίτινες μεταχειρίζονται και αυτοί τον λωτόν, ολιγώτερον όμως από τους προλεχθέντας. Εκτείνονται μέχρι μεγάλου τινός ποταμού καλουμένου Τρίτωνος, όστις πίπτει εις την μεγάλην λίμνην Τριτωνίδα. Εντός της λίμνης ταύτης υπάρχει νήσος καλουμένη Φλα, και λέγουσιν ότι εδόθη χρησμός εις τους Λακεδαιμονίους να την αποικίσωσιν.
179. Λέγουσι προσέτι και τα εξής. Αφού ο Ιάσων ετελείωσε την κατασκευήν της Αργούς εις τους πρόποδας του Πηλίου όρους, έθεσεν εντός αυτής την προσδιωρισμένην εκατόμβην και ένα τρίποδα χάλκινον• ακολούθως περιέπλεε την Πελοπόννησον, θέλων να έλθη εις τους Δελφούς• ότε δε περιπλέων έφθασεν εις τον Μαλέαν, ο βορέας άνεμος τον παρέσυρε προς την Λιβύαν, και πριν γνωρίση την γην ταύτην, έπεσεν εις τας υφάλους της Τριτωνίδος λίμνης. Και ενώ ηπόρει πώς να εκβή εκείθεν, λέγουσιν ότι εφάνη ο Τρίτων και εζήτησε παρ' αυτού τον τρίποδα, υποσχόμενος να δείξη την έξοδον και να τους αποστείλη ασφαλείς. Πεισθέντος δε του Ιάσονος, έδειξεν ο Τρίτων εις τους Αργοναύτας τον τρόπον πώς να εξέλθωσι διά των υφάλων και έθεσε τον τρίποδα εις τον ναόν του. Κατόπιν αναβάς επ' αυτού εχρησμοδότησεν εις τους μετά του Ιάσονος παν ό,τι έμελλε να τοις συμβή• προσέθηκε δε ότι εάν τις των απογόνων των έλθη και λάβη τον τρίποδα, τότε ανάγκη πάσα να κτισθώσι περί την Τριτωνίδα λίμνην εκατόν πόλεις Ελληνίδες. Ακούσαντες ταύτα οι εγχώριοι Λίβυες, έκρυψαν τον τρίποδα.
180. Κατόπιν των Μαχλύων τούτων είναι οι Αυσείς. Ούτοι ως και οι Μάχλυες κατοικούσι περί την Τριτωνίδα λίμνην και χωρίζει αυτούς ο ποταμός Τρίτων. Και οι μεν Μάχλυες αφίνουσι τα μαλλιά των μόνον όπισθεν της κεφαλής, οι δε Αυσείς μόνον εις τα έμπροσθεν. Κατά την ημέραν της επετείου εορτής της Αθηνάς, αι παρθένοι των Αυσών διαιρούμεναι εις δύο μέρη μάχονται προς αλλήλας με λίθους και ξύλα, λέγουσαι ότι πράττουσι τούτο κατά νόμον πατροπαράδοτον προς τιμήν της ιθαγενούς θεάς την οποίαν ημείς καλούμεν Αθηνάν. Όσαι εξ αυτών αποθάνωσιν από τα τραύματα, τας λέγουσι ψευδοπαρθένους. Πριν όμως επιτρέψωσιν εις αυτάς να πολεμήσωσι, πράττουσι τα εξής• στολίσαντες παρθένον, την οποίαν κοινώς ήθελον αναγνωρίσει ως ωραιοτάτην, με περικεφαλαίαν Κορινθιακήν και πανοπλίαν Ελληνικήν, και αναβιβάσαντες εις άρμα, περιφέρουσιν αυτήν κύκλω της λίμνης. Τι εφόρουν όμως άλλοτε αι παρθένοι αύται πριν κατοικήσωσι πλησίον των οι Έλληνες δεν ηξεύρω να είπω, υποθέτω όμως ότι τας εστόλιζον με όπλα Αιγυπτιακά, διότι εγώ νομίζω ότι και η ασπίς και το κράνος ήλθον εις τους Έλληνας εκ της Αιγύπτου. Κατ' αυτούς, η Αθηνά είναι θυγάτηρ του Ποσειδώνος και της λίμνης Τριχωνίδας, και ότι συγχισθείσα με τον πατέρα της εδόθη αυτοθελήτως εις τον Δία, αυτός δε ο Ζευς την εδέχθη ως θυγατέρα του. Ταύτα λέγουσιν. Έχουσι δε τας γυναίκας κοινάς, και δεν κατοικούσι μετ' αυτών αλλά συνουσιάζονται ως τα κτήνη. Όταν γυνή τις γεννήση παιδίον καλόν, όλοι οι άνδρες έρχονται να το ίδωσι κατά τον τρίτον μήνα, και εκείνος μεθ' ου ομοιάζει αναγνωρίζεται ως πατήρ του.
181. Αύται λοιπόν τους οποίους περιέγραψα είναι οι παραθαλάσσιοι εκ των νομάδων Λιβύων• ανωτέρω δε τούτων, εις τα μεσόγαια, η Λιβύα είναι κατοικητήριον των αγρίων θηρίων. Υπεράνω του θηριώδους τούτου μέρους είναι η αμμώδης έρημoς ήτις εκτείνεται από των Αιγυπτιακών Θηβών μέχρι των Ηρακλείων στηλών. Προχωρούντες δέκα ημερών οδόν εις την υψηλήν ταύτην χώραν, ευρίσκομεν τρίμματα άλατος, ως χόνδρους μεγάλους, τα οποία σχηματίζουσι λόφους και εις την κορυφήν εκάστου λόφου αναπηδά εκ του μέσου του άλατος ύδωρ ψυχρόν και γλυκύ• πέριξ κατοικούσιν άνθρωποι οίτινες είναι οι τελευταίοι πέραν της ερήμου και του κατοικητηρίου των θηρίων. Και πρώτοι μεν εις διάστημα δέκα ημερών από τας Θήβας είναι οι Αμμώνιοι, εις τους οποίους υπάρχει ναός οικοδομηθείς κατά το σχέδιον του ναού του Θηβαιέως Διός• καθότι, ως και πρότερον είπον, το εις τας Θήβας άγαλμα του Διός είναι κριοπρόσωπον. Υπάρχει δε εκεί και άλλο ύδωρ κρηναίον, χλιαρόν κατά την αυγήν, ψυχρότερον καθ' ην ώραν πληρούται η αγορά, κατάψυχρον όταν γίνη μεσημβρία, και τότε ποτίζουσι τους κήπους των• καθ' όσον δε κλίνει η ημέρα, ελαττούται η ψυχρότης του, μέχρις ου δύση ο ήλιος, και τότε γίνεται πάλιν χλιαρόν• ακολούθως η θερμότης του αυξάνει βαθμηδόν μέχρι του μεσονυκτίου ότε κοχλάζει• παρερχομένου του μεσονυκτίου, η θερμότης ελαττούται και το ύδωρ γίνεται χλιαρόν κατά την πρωίαν. Καλείται δε η κρήνη αύτη κρήνη του Ηλίου.
182. Μετά τους Αμμωνίους, προχωρούντες ακόμη δέκα ημερών οδόν διά της αμμώδους ερήμου, ευρίσκομεν άλλον λόφον άλατος, όμοιον με τον Αμμώνιον, και ύδωρ• περί αυτόν κατοικούσιν άνθρωποι. Το άνομα του τόπου τούτου είναι Αύγιλα, και εκεί μεταβαίνουσιν οι Νασαμώνες διά να συλλέξωσι τον καρπόν των φοινίκων.
183. Εις διάστημα πάλιν άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα είναι άλλος λόφος άλατος, και ύδωρ, και φοίνικες καρποφόροι πολλοί, ως εις τους άλλους• άνθρωποι επίσης κατοικούσιν εις αυτόν οίτινες καλούνται Γαράμαντες, έθνος μέγα και ισχυρόν. Ούτοι ρίπτουσι χώμα επί του άλατος και τοιουτοτρόπως σπείρουσιν. Η συντομωτάτη οδός μεταξύ αυτών και των Λωτοφάγων είναι τριάκοντα ημερών. Εκεί οι βόες βόσκουσιν οπισθοβατούντες, καθότι τα κέρατά των είναι κεκλιμένα εις τα εμπρός και θα ήτο αδύνατον να προχωρώσιν εμπρός χωρίς να εμπηχθώσιν εις την γην. Κατά τα άλλα ουδόλως διαφέρουσι των άλλων βοών, εκτός ότι το δέρμα των είναι παχύτερον και τραχύτερον. Κυνηγούσι δε οι Γαράμαντες ούτοι τους Τρωγλοδύτας Αιθίοπας με τέθριππα οχήματα, καθότι οι Τρωγλοδύται είναι εξ όλων των ανθρώπων οι μάλλον ταχύποδες από όλους όσους ηκούσαμεν. Οι Τρωγλοδύται τρώγουσιν όφεις και σαύρας και άλλα τοιαύτα ερπετά, έχουσι δε γλώσσαν ήτις δεν ομοιάζει με καμμίαν άλλην, μικράς μόνον κραυγάς εκφέρουσιν ως αι νυκτερίδες.
184. Εις διάστημα πάλιν άλλων δέκα ημερών από τους Γαράμαντας είναι άλλος λόφος άλατος, και ύδωρ, και άνθρωποι κατοικούσι περί αυτόν καλούμενοι Ατάραντες, οι μόνοι εκ των ανθρώπων από όσους γνωρίζομεν οίτινες δεν έχουσιν ονόματα κύρια, διότι το όνομα Ατάραντες είναι κοινόν, κανείς δ' εξ αυτών δεν έχει ιδιαίτερον όνομα. Καταρώνται τον ήλιον όστις διέρχεται άνωθεν αυτών και απευθύνουσι κατ' αυτού παντός είδους λοιδορίας, διότι η θερμότης του βλάπτει και αυτούς και την χώραν των. Μετά δέκα άλλων ημερών πορείαν, υπάρχει άλλος λόφος άλατος με ύδωρ και με ανθρώπους περί αυτόν. Πλησίον του άλατος τούτου υψούται όρος ου το όνομα είναι Άτλας, στενόν, πάντοθεν κυκλοτερές, και τοσούτον υψηλόν, ως λέγουσιν, ώστε είναι αδύνατον να ίδη τις τας κορυφάς αυτού, καθότι ποτέ δεν λείπουσιν από αυτάς τα νέφη, ούτε κατά το θέρος ούτε κατά τον χειμώνα. Λέγουσι δε οι εγχώριοι ότι είναι στύλος του ουρανού. Εκ του όρους τούτου οι άνθρωποι ούτοι έλαβον την επωνυμίαν και ονομάζονται Άτλαντες. Λέγουσι δε ότι ούτε έμψυχον κανέν τρώγουσιν, ούτε ενύπνια βλέπουσιν.
185. Μέχρι των Ατλάντων τούτων ηδυνήθην να αριθμήσω τα ονόματα των κατοικούντων την οφρύν της ερήμου• πέραν δεν δύναμαι να το πράξω, μολονότι εκτείνεται μέχρι των Ηρακλείων στηλών και πέραν αυτών. Η οφρύς αύτη περιέχει εις έκαστον διάστημα δεκαημέρου πορείας, έν μεταλλείον άλατος πέριξ του οποίου άνθρωποι κατοικούσιν εις οικίας ωκοδομημένας εκ χόνδρων άλατος. Εις τα μέρη ταύτα της Λίβυας ουδέποτε βρέχει, διότι εάν έβρεχε θα ήτο αδύνατον να διατηρηθώσιν οι αλάτινοι ούτοι τοίχοι. Το ορυσσόμενον εκεί άλας είναι δύο ειδών, λευκόν και πορφυρούν. Άνωθεν της οφρύος ταύτης, νοτιοανατολικώς και εις τα μεσόγαια της Λιβύας, ο τόπος είναι έρημος, χωρίς ύδωρ, χωρίς άγρια θηρία, χωρίς βροχάς, χωρίς δένδρα, και ουδεμία υγρασία υπάρχει εις αυτόν.
186. Ούτω λοιπόν από της Αιγύπτου μέχρι της Τριτωνίδος λίμνης οι Λίβυες είναι νομάδες, κρεοφάγοι και γαλακτοπόται, αλλ' ούτε θηλείας βους τρώγουσι, διά την αυτήν αιτίαν ως οι Αιγύπτιοι, ούτε χοίρους τρέφουσι. Θηλείας βους επίσης δεν τρώγουσιν ούτε αι γυναίκες των Κυρηναίων, ένεκα της Αιγυπτίας Ίσιδος, χάριν της οποίας και νηστείας τελούσι και εορτάς. Αι δε γυναίκες των Βαρκαίων ούτε βοός ούτε χοίρου γεύονται. Και ταύτα μεν ούτως έχουσιν.
187. Προς δυσμάς δε της Τριτωνίδος λίμνης οι Λίβυες δεν είναι πλέον νομάδες, ούτε έχουσι τα αυτά έθιμα, ούτε κάμνουσιν εις τα παιδία ό,τι συνειθίζουν να κάμνωσιν οι νομάδες• καθότι οι νομάδες Λίβυες, αν όχι όλοι, δεν δύναμαι να βεβαιώσω τούτο, οι περισσότεροι όμως πράττουσι το εξής. Όταν τα παιδία των γίνωσι τεσσάρων ετών, καίουσι τας φλέβας της κορυφής των με άπλυτον μαλλίον προβάτων, τινές δε καίουσι τας φλέβας των κροτάφων διά να μη καταβαίνη ποτέ το φλέγμα εκ της κεφαλής και τα ενοχλή. Διά τούτο λέγουσιν ότι είναι υγιέστατοι άνθρωποι, και αληθώς οι Λίβυες είναι οι μάλλον υγιείς άνθρωποι από όσους γνωρίζομεν. Και εάν ήναι διά την αιτίαν ταύτην, δεν ειμπορώ να το βεβαιώσω, είναι όμως υγιέστατοι. Όταν τα παιδία τα οποία καίουσι καταληφθώσιν υπό σπασμών, εφεύρον και περί τούτου το εξής ιατρικόν• χύνοντες επί της κεφαλής των ούρος τράγου τα σώζουσιν. Επαναλαμβάνω όσα με είπον οι Λίβυες. 188. Αι δε θυσίαι των νομάδων είναι αι εξής• αφού κόψωσι το ωτίον του κτήνους ως απαρχήν, ρίπτουσιν αυτό υπέρ τον δόμον τις οικίας, και μετά ταύτα στρέφουσι τον αυχένα του και το σφάζουσι. Θυσιάζουσι δε μόνον εις τον ήλιον και την σελήνην, διότι εις αυτούς θυσιάζουσιν όλοι οι Λίβυες• οι δε κατοικούντες περί την Τριτωνίδα λίμνην κατ' εξοχήν μεν θυσιάζουσιν εις την Αθηνάν, κατά δεύτερον δε λόγον εις τον Τρίτωνα και εις τον Ποσειδώνα.
189. Οι Έλληνες παρέλαβον από τας γυναίκας των Λιβύων την ενδυμασίαν και τας αιγίδας των αγαλμάτων της Αθηνάς, εκτός ότι η ενδυμασία των Λιβυσσών είναι δερματίνη, και οι θύσανοι οι κρεμάμενοι εκ των αιγίδων δεν είναι όφεις αλλ' από λωρία• κατά τα λοιπά όμως η στολή είναι ομοία. Προς τούτοις και το όνομα αποδεικνύει ότι η στολή των αγαλμάτων της Αθηνάς ήλθεν εκ της Λιβύας• διότι αι Λίβυσσαι, αφού ενδυθώσι, φορούσιν επάνωθεν άτριχα δέρματα αιγών με ερυθροβαφείς θυσάνους, και εκ τούτων των δερμάτων των αιγών οι Έλληνες ωνόμασαν τας αιγίδας. Προς τούτοις εγώ φρονώ ότι αι εντός των ιερών ολολυγμοί εκ της Λιβύας έχουσι την καταγωγήν, διότι αι Λίβυσσαι τους μεταχειρίζονται, και τους μεταχειρίζονται με τρόπον καλόν. Προσέτι παρά των Λιβύων έμαθον οι Έλληνες πώς να ζευγνύωσι τέσσαρας ίππους εις τα οχήματα.
190. Θάπτουσι δε τους αποθνήσκοντας οι νομάδες ως και οι Έλληνες, πλην των Νασαμώνων• ούτοι τους θάπτουσι καθημένους, προσέχοντες, όταν φεύγη η ψυχή, να τους καθίζωσι διά να μη αποθνήσκωσιν ύπτιοι. Τα οικήματά των είναι κατεσκευασμένα από κλάδους ασφοδέλου πεπλεγμένους με σχοίνους, και είναι κινητά. Ταύτα τα έθιμα μεταχειρίζονται ούτοι.
191. Προς δυσμάς δε του Τρίτωνος ποταμού, μετά τους Αυσείς, η Λιβύα ανήκει εις γεωργούς οίτινες κατοικούσιν εις οικίας• ονομάζονται ούτοι Μάξυες, και εκ του δεξιού μέρους της κεφαλής αφίνουσι τα μαλλία, κόπτοντες το αριστερόν• χρίουσι δε το σώμα με μίλτον και λέγουσιν ότι κατάγονται από τους Τρώας. Η χώρα αυτών και το λοιπόν μέρος της Λιβύας προς δυσμάς είναι πολύ θηριωδέστερον και έχει δάση περισσότερα ή η χώρα των νομάδων. Καθότι το ανατολικόν μέρος της Λιβύας, όπου κατοικούσιν οι νομάδες, είναι πεδινόν και αμμώδες μέχρι του Τρίτωνος ποταμού• πέραν του ποταμού τούτου, προς δυσμάς, η γη των γεωργών είναι ορεινή, έχουσα δάση και θηρία. Εκεί ευρίσκονται οι υπερμεγέθεις όφεις, και οι λέοντες, και οι ελέφαντες, και αι άρκτοι, και αι ασπίδες, και οι κέρατα έχοντες όνοι, και τα κυνοκέφαλα τέρατα, και άλλα ακέφαλα και έχοντα τους οφθαλμούς εις το στήθος, ως λέγουσιν οι Λίβυες, και οι άγριοι άνδρες, και αι άγριαι γυναίκες, και άπειρα άλλα θηρία βεβαίως μυθώδη.
192. Εις την γην όμως των νομάδων ουδέν εκ τούτων των θηρίων υπάρχει, είναι δε άλλα• πύγαργοι, δορκάδες, βούβαλοι, όνοι, ουχί οι έχοντες κέρατα, αλλά άλλοι μη πίνοντες ποτέ, όρυες, εκ των κεράτων των οποίων οι Φοίνικες κατασκευάζουσι πήχεις κιθαρών (καθότι τα ζώα ταύτα είναι μεγάλα ως οι βόες), αλώπεκες, ύαιναι, ύστριχες, κριοί άγριοι, δίκτυες, θώες, πάνθηρες, βόρυες, χερσαίοι κροκόδειλοι μέχρι τριών πήχεων ομοιότατοι με σαύρας, στρουθοκάμηλοι και μικροί όφεις έχοντες έν κέρατον. Ταύτα τα θηρία ευρίσκονται εκεί και όσα άλλα αλλαχού, πλην της ελάφου και του αγριοχοίρου, διότι έλαφος και αγριόχοιρος ουδόλως ευρίσκονται εις την Λιβύαν. Υπάρχουσιν επίσης τρία είδη μυών, οι καλούμενοι δίποδες, οι ζεγέρεις (το όνομα είναι Λιβυκόν και σημαίνει Ελληνιστί λόφοι) και οι εχινείς, Υπάρχουσι δε και γαλαί γεννώμεναι εντός του σιλφίου και ομοιάζουσαι με τας γαλάς της Ταρτησσού. Η γη λοιπόν των νομάδων Λιβύων παράγει αυτά τα θηρία, καθ' όσον ηδυνήθην να εύρω εξετάζων.
193. Αμέσως μετά τους Μάξυας είναι οι Ζαύηκες, των οποίων αι γυναίκες ηνιοχούσι τα άρματα εις τον πόλεμον.
194. Μετ' αυτούς είναι οι Γύζαντες, εις την χώραν των οποίων και αι μέλισσαι κάμνουσι μέλι πολύ, λέγουσιν όμως ότι πολύ περισσότερον κατασκευάζουσι διά της τέχνης των άνθρωποι βιομήχανοι. Βάφονται όλοι με μίλτον, και τρώγουσι πιθήκους, οι όποιοι είναι άφθονοι εις τα όρη των.
195. Πλησίον αυτών λέγουσιν οι Καρχηδόνιοι• ότι υπάρχει νήσος της οποίας το όνομα είναι Κύραυνις, διακοσίων σταδίων το μήκος και στενή το πλάτος, διαβατή εκ της ηπείρου, και πλήρης ελαιών και αμπέλων. Εν αυτή προσθέτουσιν ότι υπάρχει λίμνη εκ του τέλματος της οποίας αι εγχώριαι παρθένοι, διά πτερών αλειμμένων με πίσσαν, ανασύρουσι ψήγματα χρυσού. Δεν γνωρίζω εάν ταύτα ήναι αληθή, γράφω όμως όσα λέγονται. Τα πάντα πιθανά, καθότι και εις την Ζάκυνθον είδον εγώ αυτός να εκβάλλωσι πίσσαν εκ λίμνης και ύδατος. Η νήσος αύτη περιέχει πολλάς λίμνας των οποίων η μεγίστη έχει πανταχόθεν εβδομήκοντα ποδών μήκος και δύο οργυιών βάθος. Δένοντες λοιπόν εις την άκραν κοντού κλάδον μυρσίνης, βυθίζουσιν αυτό εις την λίμνην, και δι' αυτής της μυρσίνης ανασύρουσι πίσσαν, ήτις έχει μεν οσμήν ασφάλτου, κατά τα άλλα όμως είναι καλλιτέρα της Πιερικής πίσσης. Την χύνουσιν εις λάκκον ανοιγμένον πλησίον της λίμνης, και αφού συναθροίσωσι πολλήν, τότε εκ του λάκκου την θέτουσιν εις αμφορείς. Παν ό,τι πέση εις την λίμνην, διερχόμενον υπογείως αναφαίνεται εις την θάλασσαν, ήτις απέχει τέσσαρα περίπου στάδια από της λίμνης. Τοιουτοτρόπως λοιπόν και τα περί τις νήσου της κειμένης πλησίον της Λιβύας λεγόμενα, είναι πιθανά.
196. Λέγουσι δε οι Καρχηδόνιοι και τα εξής, ότι εις μέρος τι της Λιβύας, πέραν των Ηρακλείων στηλών, υπάρχουσιν άνθρωποι μετά των οποίων εμπορεύονται• αποβιβάζοντες τα φορτία των, παρατάσσουσιν αυτά επί της παραλίας, εισέρχονται πάλιν εις το πλοίον των και κάμνουσι μέγαν καπνόν. Οι κάτοικοι βλέποντες τον καπνόν καταβαίνουσι πλησίον της θαλάσσης, και λαμβάνοντες τα φορτία θέτουσιν αντ' αυτών χρυσόν και αναχωρούσι μακράν. Οι Καρχηδόνιοι εκβαίνουσι πάλιν, παρατηρούσι, και εάν μεν ο χρυσός τοις φαίνεται αντάξιος των φορτίων, τον λαμβάνουσι και απέρχονται, εάν δε δεν ήναι αντάξιος, επιστρέφουσιν εις το πλοίον των και μένουσιν. Οι εγχώριοι πλησιάζουσι και προσθέτουσι χρυσόν, μέχρις ου τους ευχαριστήσωσι. Ποτέ όμως μήτε το έν μήτε το άλλο μέρος αδικεί• οι μεν δεν εγγίζουσι τον χρυσόν πριν ή εξισωθή με την τιμήν των φορτίων, οι δε δεν εγγίζουσι τα φορτία πριν ή οι άλλοι λάβωσι το χρυσίον.
197. Αυτοί λοιπόν είναι οι Λίβυες τους οποίους δυνάμεθα να ονομάσωμεν, και εξ αυτών οι περισσότεροι, ούτε τώρα ούτε τότε εφρόντιζον το παράπαν διά τον βασιλέα των Μήδων. Τόσον δε ακόμη έχω να είπω περί της χώρας ταύτης, ότι τεσσαρες φυλαί την νέμονται και όχι περισσότεραι, καθ' όσον ηδυνήθην να μάθω• και αι μεν δύο των φυλών τούτων εισίν αυτόχθονες, αι δύο δε άλλαι όχι. Οι Αιθίοπες και οι Λίβυες είναι αυτόχθονες και κατοικούσιν οι μεν προς βοράν οι δε προς νότον της Λιβύας• οι δε Φοίνικες και οι Έλληνες είναι επήλυδες.
198. Νομίζω δε ότι η Λιβύα ούτε είναι τόσον εξαίρετος ώστε να παραβληθή με την Ασίαν ή την Ευρώπην, πλην της Κίνυπος μόνης. Η γη αύτη έχει το αυτό όνομα με τον εκεί ποταμόν• είναι ομοία με τας αρίστας γαίας ως προς την παραγωγήν των Δημητριακών καρπών και δεν έχει ουδεμίαν ομοιότητα προς την άλλην Λιβύαν. Το έδαφος αυτής είναι μέλαν, ποτίζεται υπό υδάτων, ουδέποτε φοβείται ξηρασίας και ούτε βλάπτεται εάν πίη πολλήν βροχήν, καθότι εις αυτά τα μέρη της Λιβύας βρέχει. Ενταύθα η συγκομιδή γίνεται όση και εις την γην των Βαβυλωνίων. Καρποφόρος μεν είναι και η γη την οποίαν νέμονται οι Ευεσπερίται, διότι κατά την ευφορίαν της αποδίδει το εκατονταπλούν, αλλ' η γη της Κίνυπος αποδίδει τρις πλειότερον του εκατονταπλού.
199. Και η χώρα της Κυρήνης, η υψηλοτέρα της Λιβύας την οποίαν κατοικούσιν οι νομάδες, έχει τρία θέρη θαυμαστά• πρώτον είναι έτοιμοι να θερισθώσι και να τρυγηθώσιν οι καρποί των παραθαλασσίων μερών• αφού δε αυτοί συγκομισθώσιν αμέσως ωριμάζουσιν οι καρποί των παραθαλασσίων μεσαίων μερών τα οποία καλούσι λόφους. Συγκομισθέντων και τούτων, αμέσως ωριμάζουσι και οι καρποί των υψηλοτάτων μερών, εις τρόπον ώστε μέχρις ου πίωσι και φάγωσι τον πρώτον καρπόν, έρχεται ο τελευταίος. Τοιουτοτρόπως επί οκτώ μήνας διαρκεί ο θερισμός εις την Κυρήνην. Και περί τούτων μεν είναι ικανά διά είπομεν.
200. Οι δε εκδικηταί της Φερετίμης Πέρσαι, αφού εστάλησαν εκ της Αιγύπτου υπό του Αρυάνδου και έφθασαν εις την Βάρκην, επολιόρκησαν την πόλιν και εζήτουν να τοις παραδοθώσιν οι φονείς του Αρκεσιλάου• επειδή όμως όλος ο λαός ήτο ένοχος, οι λόγοι των δεν εγένοντο δεκτοί. Τότε οι Πέρσαι έμειναν πολιορκούντες την Βάρκην επί εννέα μήνας, σκάπτοντες υπόγεια ορύγματα απολήγοντα εις τα τείχη και εκτελούντες βιαίας εφόδους. Είς όμως των πολιορκουμένων ανεκάλυψε τα ορύγματα ταύτα δι' ασπίδος χαλκίνης, τεχνασθείς το εξής στρατήγημα. Περιφέρων την ασπίδα εις το τείχος την εφήρμοζεν επί του εδάφους. Και τα μεν άλλα μέρη εις τα οποία την επλησίαζεν, ήσαν κωφά• εκεί όμως όπου έσκαπταν, αντήχει ο χαλκός της ασπίδος, και εκεί αντισκάπτοντες οι Βαρκαίοι εφόνευον τους Πέρσας εργάτας. Τούτο μεν ούτως ανεκαλύφθη, αφ' έτερου δε απέκρουον τας προσβολάς.
201. Επειδή δε κατετρίβετο πολύς χρόνος και έπιπτον πολλοί εκατέρωθεν, προ πάντων Πέρσαι, ο στρατηγός του πεζικού Άμασις επενόησε το εξής στρατήγημα• πεισθείς ότι δεν ηδύναντο να κυριεύσωσι την Βάρκην διά της βίας, αλλ' ότι ηδύναντο να κατορθώσωσι τούτο διά του δόλου, έπραξε τα ακόλουθα. Σκάψας διά νυκτός τάφρον πλατείαν ήπλωσεν επ' αυτής ξύλα λεπτά, επάνω δε των ξύλων έφερε και έρριψε χώμα, ώστε την ισοπέδωσε με το άλλο έδαφος. Άμα τη ημέρα προσεκάλεσεν τους Βαρκαίους να ομιλήσωσι περί συμβιβασμού, ούτοι δε προθύμως υπήκουσαν και εδέχθησαν να συνθηκολογήσωσιν. Αι συνθήκαι τας οποίας έκαμνον ορκιζόμενοι επί της κρυπτής τάφρου ήσαν τοιαύται• έως ου η γη αύτη μένει ως έχει, να μένωσι και οι όρκοι των αμετάτρεπτοι. Και οι μεν Βαρκαίοι υπεσχέθησαν να πληρώνωσιν εις τον βασιλέα τον πρέποντα φόρον, οι δε Πέρσαι να μη επιχειρήσωσι πλέον τίποτε κατά της Βάρκης. Μετά τον όρκον αυτόν, πεποιθότες οι Βαρκαίοι εξήλθον της πόλεως των και επέτρεψαν εις ον τινα ήθελεν εκ των Περσών να εισέλθη εις αυτήν, ανοίξαντες όλας τας πύλας. Εντούτοις οι Πέρσαι, κρημνίσαντες την κρυπτήν γέφυραν ώρμησαν εις τα τείχη• κρημνίζοντες δε την γέφυραν την οποίαν είχον κατασκευάσει, εφρόνουν ότι δεν παρεβίαζον τον προς τους Βαρκαίους δοθέντα όρκον• δηλαδή να μένωσιν αι συνθήκαι απαράβατοι εφ' όσον χρόνον η γη έμενεν ως ήτο τότε. Αφού λοιπόν εκρήμνισαν την γέφυραν, δεν έπρεπε πλέον να μένωσιν αι συνθήκαι.
202. Τους μεν αιτιωτάτους των Βαρκαίων η Φερετίμη ανεσκολόπισε περί την πόλιν, διότι οι Πέρσαι τους παρέδοσαν εις αυτήν• των δε γυναικών τους μαστούς αποκόψασα, εκάρφωσεν αυτούς επίσης εις τα τείχη. Τους λοιπούς Βαρκαίους εγκατέλιπεν ως λάφυρον εις τους Πέρσας, πλην εκείνων οίτινες ήσαν εκ της οικογενείας ή εκ της μερίδος του Βάττου και δεν είχον λάβει μέρος εις τον φόνον. Εις τούτους δε η Φερετίμη επέτρεψε την πόλιν.
203. Οι Πέρσαι αναχώρησαν, αφού εξηνδραπόδισαν τους άλλους Βαρκαίους. Όταν δε έφθασαν πλησίον της Κυρήνης, οι κάτοικοι της πόλεως ταύτης, εκπληρούντες τας διαταγάς χρησμού τινος, τοις επέτρεψαν να διέλθωσι δι' αυτών. Μόλις όμως εξήλθον, ο αρχηγός του ναυτικού στρατού Βάδρης, συνεβούλευσε να κυριεύσωσι την πόλιν, αλλ' ο στρατηγός του πεζού Άμασις αντέτεινε λέγων ότι επέμφθη κατά της Βάρκης και δεν είχεν εντολήν να προσβάλη άλλην Ελληνίδα πόλιν. Τέλος, αφού διήλθον την Κυρήνην, ενώ ήσαν εστρατοπεδευμένοι επί του λόφου του Λυκαίου Διός, μετεμελήθησαν διότι δεν κατέλαβον την Κυρήνην, και απεπειράθησαν να εισέλθωσιν εις αυτήν εκ δευτέρου• οι Κυρηναίοι όμως δεν τους επέτρεψαν τούτο. Οι δε Πέρσαι, μολονότι κανείς δεν τους επολέμει, κατελήφθησαν υπό φόβου, και φυγόντες εσταμάτησαν μόνον εξήκοντα στάδια μακράν. Ενώ δε κατεγίνοντο να στρατοπεδεύσωσιν εις εκείνο το μέρος, ήλθεν άνθρωπος εκ μέρους του Αρυάνδου προσκαλών αυτούς. Τότε οι Πέρσαι παρεκάλεσαν τους Κυρηναίους να τοις δώσωσι τρόφιμα διά την οδοιπορίαν των, άτινα τοις εδόθησαν και ανεχώρησαν εις την Αίγυπτον. Αλλ' οι Λίβυες συλλαμβάνοντες τους μένοντας οπίσω και μη δυναμένους να συμπαρακολουθώσι τον άλλον στρατόν, τους εφόνευον διά να αρπάσωσι τα φορέματά των και τα όπλα των. Τούτο συνέβαινε μέχρις ου έφθασαν εις την Αίγυπτον.
204. Η εκστρατεία αύτη των Περσών δεν επροχώρησεν εις την Λιβύαν πέραν των Ευεσπερίδων. Όσους δε Βαρκαίους εξηνδραπόδισαν τους έστειλαν εις τον βασιλέα, ο δε Δαρείος τοις παρεχώρησε κώμην τινά της Βακτριανής διά να κατοικήσωσι. Και ούτοι ωνόμασαν την κώμην ταύτην Βάρκην, ήτις και μέχρι της εποχής μου κατωκείτο εις την Βακτριανήν.
205. Αλλ' ούτε η Φερετίμη ετελεύτησε τον βίον καλώς, διότι άμα εξεδικήθη τους Βαρκαίους, επέστρεψεν εκ της Λιβύας εις την Αίγυπτον όπου απέθανε κακώς, αφού ζώσα εξέβραζε σκώληκας. Τόσον μισούσιν οι θεοί τους ανθρώπους όσοι μνησικακούσι και εκδικούνται σκληρώς. Τοιαύτη ήτο η εκδίκησις της θυγατρός του Βάττου Φερετίμης κατά των Βαρκαίων.
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α'. ΤΟΜΟΥ
________________________________________
1) Από του έτους 1221 π. Χ. μέχρι του έτους 716 [ή 746]. ↩
2) Ο όρθιος ήτο μελωδία ανδρική και παροξυντική την οποίαν έψαλλον παίζοντες την κιθάραν ή τον αυλόν. ↩
3) Τω 560 π. χ. ↩
4) Τη 18 σεπτεμβρίου 610 π. Χ. ↩
5) Γενομένη τω 546 έτει π. Χ. ↩
6) Το πυρ παρά τοις Πέρσαις ήτο θεότης. ↩
7) Βασανιστικού εργαλείου ομοίου κατά το σχήμα με ακανθόκτενον. ↩
8) Από του 1231 π. Χ. μέχρι του 711. ↩
9) Τω 539 π. Χ. ↩
10) Προσευχήν εις όλους τους θεούς απευθυνομένην. ↩
11) Είδος λειχηνώδους εξανθήματος, αρχή λέπρας. ↩
12) Βιβλίον απολεσθέν, όπου περιγράφετο η άλωσις της Νίνου η εν τω κεφ. 106 σημειωθείσα. ↩
13) Δούλους, ευνούχους, καπήλους, κλπ. ↩
14) Της Mεσογείου. ↩
15) Του Iνδικού ωκεανού. ↩
16) Την του Θάλητος. ↩
17) Η του Εκαταίου. ↩
18) Η του Αναξαγόρου. ↩
19) Την Ίσιν και τον Όσιριν. ↩
20) Είδος πελαργών. ↩
21) Τας σαύρας. ↩
22) Μικρόν χοίρον. ↩
23) Τα νερόφιδα. ↩
24) Του Οσίριδος. ↩
25) Ο πρώτος τρόπος της ταριχεύσεως εκόστιζεν 6000 δραχμάς, ο δεύτερος 200, και ο τρίτος ολίγον τι. ↩
26) Οι Ιουδαίοι. ↩
27) Οι Καππαδόκαι. ↩
28) Tω 1357 π. Χ. ↩
29) Τω 1291 π. Χ. ↩
30) Τω 1237 π. Χ. ↩
31) Ο Πυθαγόρας και ο Φερεκύδης. ↩
32) Τω 1182 π. Χ. ↩
33) Τω 1132 π. Χ. ↩
34) Τω 1076 π. Χ. ↩
35) Τω 1056 π. Χ. ↩
36) 1005 π. Χ. ↩
37) Θεάς των Αιγυπτίων, θυγατρός της Ίσιδος και του Οσίριδος. ↩
38) Τω 715 π. Χ. Ο Σεθών δεν διεδέχθη λοιπόν αμέσως τον Άνυσιν, ως δεικνύει η χρονολογία• υπήρξαν άρα γε πολλοί Αιθίοπες ή μάλλον πολλοί έχοντες το όνομα Άνυσις; Οπωσδήποτε υπάρχει χάσμα 250 ετών. ↩
39) Τω 671 π. Χ. ↩
40) Από του 671 μέχρι του 617 π. Χ. ↩
41) Βιβλ. Δ'. § 159. ↩
42) Τω 509 π. Χ. ↩
43) Τω 525 π. Χ. ↩
44) Η επιληψία. ↩
45) Βάμβακος. ↩
46) Tην εφόνευσε πεισθείς εις τας διαβολάς των παλλακίδων του και κτυπήσας αυτήν εις την κοιλίαν, εγκυμονούσαν. Μετανοήσας έπειτα τας έκαυσε ζώσας. Ο Περίανδρος ήτο είς των επτά σοφών της Ελλάδος. ↩
47) Τω 523 π. Χ. ↩
48) Οι προς δυσμάς. ↩
49) Οι προς ανατολάς. ↩
50) Λέγεται ότι τον εξέδαρε ζώντα. ↩
51) Ο Ηρόδοτος επίστευεν ότι ο Ζευς πατήρ όλων τον Σκυθών, Παπαίος ενταύθα είναι αντί του πάππος. ↩
52) Η δευτέρα λέξις είναι μετάφρασις της πρώτης ήτις είναι σκυθική. ↩
53) Tω 518 π. Χ. ↩
54) Τω 508 π. Χ. ↩
55) Τω 508 π. Χ. ↩
56) Τω 640 π. Χ. ↩
57) Δηλαδή πίπτει βροχή. ↩
58) Η ίδρυσις της Κυρήνης εγένετο κατά το έτος 631 π. Χ. ↩
59) Τω έτει 531?[ 55 ή 33 ή 551 ή 331] π. Χ. ↩
60) Τον ταύρον βεβαίως του χρησμού. ↩
Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με με πλάγιους χαρακτήρες περιλαμβάνονται σε _. Οι υποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου. Μερικά γράμματα που δεν αναγνωρίζονται καλά στις υποσημειώσεις, έχουν περιληθεί σε []. Επίσης έχει περιληφθεί σε [] μια διόρθωσή μου στο κυρίως κείμενο.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΜΟΣ Β