«Όταν απόκαμε πια από τα δάκρυα, θυμήθηκε να φάει».



Η Νιόβη θρηνεί απαρηγόρητη για την σφαγή των 14 παιδιών της από τον Απόλλωνα και την Άρτεμη. Για εννέα μέρες και νύχτες, θρηνούσε, αγνοώντας τις προσπάθειες των μελών της οικογένειας να την παρηγορήσουν. Τελικά ο Δίας, συμπονώντας την, την μεταμόρφωσε σε πέτρα…Ερυθρόμορφη λουτροφόρος από την Απουλία, 350 – 330 π.Χ. The J. Paul Getty Museum 

H εκδοχή της ιστορίας της Νιόβης που παρατίθεται στην Ιλιάδα περιλαμβάνει μια σημαντική λεπτομέρεια. Μολονότι βρίσκεται σε πλήρη απόγνωση, εκείνη που δεν δέχεται καμιά παρηγοριά νιώθει ξαφνικά να τη ζώνει μια ανάγκη: «Διότι μέχρι και η Νιόβη με τα όμορφα μαλλιά θυμήθηκε να φάει».


Ανάμεσα στα δολοφονημένα της παιδιά, και καθώς δεν έχει πετρώσει ακόμη, η Νιόβη επανέρχεται στη συνείδηση του σώματός της. Κάτι μέσα στα σπλάχνα της αντιστέκεται στη δυστυχία:«Οταν απόκαμε πια από τα δάκρυα, θυμήθηκε να φάει».

Όσο κι αν ο ανεπίδεκτος παρηγοριάς έχει επιλέξει την κατάστασή του, η σταθερότητα της βούλησής του δοκιμάζεται, η απόφαση της Νιόβης να παγιώσει τη συνείδησή της στη δυστυχία δεν απειλείται από τη λήθη, αλλά από τη δράση του χρόνου στον οργανισμό της, Ο χρόνος της φύσης δεν συ/κινείται μπροστά στην ένταση ενός ηθικού άλγους. Επιβάλλει την ίδια επιταγή σε μια μητέρα που έχασε τα παιδιά της όπως και σε οποιοδήποτε άλλο σώμα. Η πείνα είναι μια μορφή της φυσικής οδύνης ακριβώς επειδή αδιαφορεί για τις μύχιες δυστυχίες μας. Πιστεύαμε πως δεν θα επανακάμπταμε ποτέ από ένα συμβάν που έμοιαζε σχεδόν υπερφυσικό λόγω της σφοδρότητάς του, και νά που η φύση επανακτά τα δικαιώματά της υπό την επήρεια του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Υπάρχει, βεβαίως, μία περίπτωση όπου η πείνα κατακλύζει τη συνείδηση και μετατρέπεται επίσης σε ηθικό άλγος: όταν δεν πληρούνται οι υλικές προϋποθέσεις για να χορτάσει. Μα η Νιόβη είναι βασίλισσα, και τίποτα δεν είναι απλούστερο για εκείνη από το να ικανοποιήσει τούτη την ανάγκη που την αποσπά από το πένθος της. Υπό αυτές τις συνθήκες, η πείνα είναι η ειρωνεία της φύσης σε σχέση με τις δυνάμεις του πεπρωμένου.

Ο Όμηρος δεν αναφέρει τίποτα για την αντίδραση της Νιόβης απέναντι στην αφύπνιση του σώματός της. Συγκεκριμένα, δεν μαθαίνουμε εάν η μεταμόρφωσή της σε άγαλμα είναι εξίσου ένας τρόπος να μην ξανανιώσει πείνα, δίψα, ούτε καμία άλλη από τις σωματικές ανάγκες που διαταράσσουν τον δεσμό τον οποίο θέλει να κρατήσει με τα νεκρά της παιδιά. Γεγονός παραμένει ότι ο ανεπίδεκτος παρηγοριάς αντιμετωπίζει πειρασμούς που πηγάζουν πρώτα από το σώμα του. Το τελευταίο εξακολουθεί να εκδηλώνει τις δυνάμεις και τις αδυναμίες του ενώ ακριβώς το συναίσθημα θα επιθυμούσε να διαιωνιστεί στη στιγμή όπου όλα ανατράπηκαν. Εάν το σώμα της Νιόβης δεν είχε πετρώσει, η φύση θα είχε ίσως συνεχίσει το έργο της πέρα από την αρχή της αυτοσυντήρησης, μέσα από το ένστικτο της αναπαραγωγής. Ποιος μας λέει ότι η αλαζονική βασίλισσα δεν θα κυριευόταν και πάλι από την ανάγκη να τεκνοποιήσει;

Πώς να ερμηνεύσει κανείς τη σχέση ανάμεσα στη δυστυχία της Νιόβης και την πείνα της; Οι μεγάλες μορφές του ανεπίδεκτου παρηγοριάς είναι γυναικείες, και μπορούμε να πούμε ότι μια μητέρα που πενθεί γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα το βάρος του κορμιού που συνεχίζει να απαιτεί έπειτα από τη δοκιμασία. Αυτό εξηγεί ενδεχομένως γιατί το χάσμα ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα εξετάστηκε, μεταξύ των φιλοσόφων,κυρίως από γυναίκες.


Ερυθρόμορφη λουτροφόρος από την Απουλία, 350 – 330 π.Χ.

Η Σιμόν Βέιλ ερμηνεύει την πείνα της Νιόβης ως το απόγειο  της δυστυχίας που την καθιστά «ανίκανη ακόμη και να νιώσει τή συμφορά της» (Η Ιλιάδα ή το Ποίημα της δύναμης). Η ανεπίδεκτη παρηγοριάς θα άξιζε τουλάχιστον να έχει το προνόμιο να παρατείνει την απώλεια που τη συντρίβει, αλλά μια φύση που δεν νοιάζεται για το συναίσθημα της στερεί και το λίγο που της απομένει: τον όρκο αφοσίωσης στα νεκρά της παιδιά. Ξυπνώντας τη χειρότερη στιγμή, η πείνα αποκαλύπτει την αυτοκρατορία της δύναμης η οποία «σβήνει κάθε εσωτερική ζωή, μέχρι και τον πόνο μιας μητέρας». Η δύναμη είναι ύλη και το χαρακτηριστικό της ύλης είναι ότι διαφθείρει τις ψυχές: πριν πετρώσει στ’ αλήθεια, η Νιόβη είδε την ψυχή της να πετρώνει εξαιτίας της πεισματικής επιμονής του σώματός της. Η πρώτη δυστυχία (η απώλεια των παιδιών) ανήκει στην τάξη του συμβάντος, η δεύτερη (η πείνα που προδίδει) επανατοποθετεί το υποκείμενο, παρά τη θέλησή του, μες στον αμείλικτο φυσικό κύκλο όπου «κάθε καινούργια αυγή φέρνει την ίδια επιταγή». Πώς γίνεται να πεινούμε όπως χθες ενώ ολόκληρος ο κόσμος θα έπρεπε να έχει αφανιστεί έπειτα από τέτοια αδικία;


Η πείνα της Νιόβης είναι ανυπόφορη επειδή επιβάλλει ένα όριο στην αγάπη μιας μητέρας για τα παιδιά της. Έρχεται η ώρα που η ανεπίδεκτη παρηγοριάς θα «αποκάμει από τα δάκρυα»: ο τραγικός ήρωας ομολογεί τότε την περατότητά του μέσω του στομαχιού. Για τη Σιμόν Βέιλ, η ψυχή «φθείρεται από την υπέρμετρη δύναμη των φυσικών αναγκών. Τα σωματικά αισθήματα αλλοιώνουν τα ευγενή αισθήματα και αναδεικνύουν τον «άθλιο περιορισμό της ανθρώπινης αγάπης». Μια απέραντη αγάπη θα ήταν ανορεξική: το κορμί δεν θα διεκδικούσε ποτέ ό,τι δικαιούται. Αλλού, η φιλόσοφος παρατηρεί ότι «ο μεγάλος πόνος της ανθρώπινης ζωής είναι πως το να κοιτάζεις και το να τρως συνιστούν δύο διαφορετικές διεργασίες». Τρώω σημαίνει απαραιτήτως καταστρέφω, ενώ κοιτάζω σημαίνει φροντίζω και διατηρώ. Η Νιόβη ήθελε να γίνει σκέτο βλέμμα, άπραγη και αφοσιωμένη ενατένιση των νεκρών της παιδιών. Η πείνα, όμως, την υποχρεώνει να αποστρέψει τα μάτια της από το αίσχος, όπως ο κόσμος αρχίζει να κοιτάζει αλλού κάθε φορά που ξεσπάει μια αδικία. Δέσμιος της ύλης, ο άνθρωπος χρειάζεται να οικειοποιείται ή να καταβροχθίζει αυτό που θα έπρεπε μόνο να το ατενίζει. Το «τρώω» έχει συχνά εκληφθεί ως μεταφορά του «γνωρίζω», σαν να ήταν αδύνατον να κοιτάξουμε κάτι δίχως να το βεβηλώσουμε.

Σύμφωνα με τη Σιμόν Βέιλ, η πείνα που νιώθουμε παρά το ηθικό άλγος συμβολίζει την εξορία του ανθρώπου από το καλό. Γι’ αυτό, κατά τη γνώμη της, το Ευαγγέλιο εκπληρώνει την Ιλιάδα: το χαρμόσυνο νέο είναι πως η αυτοκρατορία της δύναμης συνεθλίβη· ό,τι δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν οι τραγικοί ήρωες (τα σώματά τους) καταργήθηκε από έναν εσταυρωμένο Θεό. Εάν η ύλη οριοθετεί την ανθρώπινη αγάπη, είναι απαραίτητο να αναζητήσουμε μια άλλη αγάπη που έχει τις ρίζες της στο υπερφυσικό. Υπάρχει, όμως, μια τέτοια αγάπη που θα αρκούσε για να μας χορτάσει;

Μια άλλη φιλόσοφος αμφιβάλλει· προτιμά να επικεντρωθεί στην amor mundi (την αγάπη του κόσμου) και δέχεται να υπεισέλθει στη λογική της παρηγοριάς. Όπως θυμάται η βιογράφος της, Ελίζαμπεθ Γιανγκ-Μπριλ, η Χάνα Άρεντ αφηγούνταν, το τελευταίο καλοκαίρι της ζωής της, την ιστορία της γάτας των γειτόνων της η οποία είχε χάσει τα μικρά της. Αφού τριγύρισε για κάμποση ώρα στον κήπο, φαινομενικά απαρηγόρητο, το ζώο ξαναβρήκε τελικά τις καθημερινές του συνήθειες, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Από τούτο το περιστατικό, η Άρεντ συνάγει ένα ηθικό δίδαγμα για τις σκοτεινές περιόδους: «Ας σκεφτούμε τώρα τι θα φάμε για βραδινό. Διότι ακόμα και η Νιόβη με τα μακριά μαλλιά οκέφτηκε να φάει· εκείνη με τα δώδεκα παιδιά που πέθαναν όλα στους διαδρόμους της- οι έξι γενναίοι γιοι της και οι έξι γενναίες θυγατέρες της».

Η Χάνα Άρεντ πίστευε στις παρηγορητικές δυνάμεις του αφηγήματος. Η ιστορία της Νιόβης είναι ψυχωφελής: εάν η βασίλισσα υπάκουσε στο κέλευσμα να μην ενδώσει στην αυτολύπηση, είναι επειδή πρόκειται για αρετή. Έστω κι αν υπαγορεύεται από το σώμα, η επιστροφή στον κόσμο πρέπει να εκτελείται με ζέση. Το ένστικτο της επιβίωσης είναι μια πρώτη νίκη πάνω στην απόγνωση που μεταμορφώνει την πραγματικότητα σε ερημιά μέσα στην οποία δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε τίποτα. Μέσω της πείνας που κυριεύει τη Νιόβη, ο κόσμος διεκδικεί τα δικαιώματά του έναντι του ενδόμυχου, η εμφάνιση υπερισχύει του βάθους και η δράση ξαναγίνεται μια εναλλακτική λύση στην απελπισία. Με τις ακούσιες αισθήσεις του σώματος αναγγέλλεται ήδη μια επιμονή η οποία μας προφυλάσσει από μια θλίψη που μοιάζει τρομακτικότερη όσο παραμένει αφηρημένη. 
Στη Σιμόν Βέιλ έχουν προσάψει συχνά ότι θέλησε να ενωθεί με τη δυστυχία του κόσμου, ενώ στη Χάνα Άρεντ ότι την αντιμετώπισε αδιάφορα. Η διαφωνία τους σχετικά με τη Νιόβη δικαιώνει τις κατηγορίες αυτές. Δεν έχει να κάνει με στοιχεία του χαρακτήρα, αλλά με δύο θεμελιώδεις θέσεις για τις αρετές της παρηγοριάς. Η πρώτη επαινεί, στον ανεπίδεκτο παρηγοριάς, μια μορφή πεισματικά προσκολλημένη στην αδικία την οποία ατενίζει, συντετριμμένη με ό,τι είναι ικανό να της αποσπάσει την προσοχή. Η δεύτερη ερμηνεύει την ανάγκη ως ένα μέσο, για τον ανεπίδεκτο παρηγοριάς, να ξαναβρεί μέσω του σώματος τον δρόμο της ανθρωπότητας.


***
Το κεφάλαιο «Ιντερμέδιο», από το βιβλίο «Ο καιρός της παρηγοριάς» του Michaël Foessel, μετάφραση: Μαριάννα Μαντά, εκδ. Πόλις, 2018, 382 σελ.


Πηγή: lifo ΜΕΣΩ Αντικλείδι , https://antikleidi.com















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ