ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΟΥΡΚΟΙ...



Συμβολή σε μια μελλοντική ειλικρινή ελληνοτουρκική φιλία



Οι Τούρκοι Πέρασαν
Εκεί όπου τα πόδια μου επάτησα
το αίμα πάντα άφθονο τη γη ποτίζει
κι εκεί όπου τα χέρια μου τα άπλωσα
ο Μάης σε φθινόπωρο ευθύς γυρίζει.
________________________________________


Και πέτρα πάν' στην πέτρα αν ξεγελαστώ
κι αφήσω, με το τζάκι μου να σβήσω,
το σπίτι μου να γκρεμιστεί και να χαθώ.
Θα κάνω τάφους τους ροδώνες όλους γύρω.

Θ' αφήσω όλεθρο που θαν' μοναδικός
και ξανάγραψε ποτέ η ιστορία
που δεν θα διορθώσει ο πολιτισμός
σε δέκα χρόνια μετά. Πίστη μ' είν' η βία.

Απ' την αναπνοή μου θα ξερνώ φωτιά
και θάνατο τριγύρω, από το ντουφέκι.
Σημαία δεν θ' αφήσω στις επάλξεις μια
και το σπαθί μου θαν' παντού αστροπελέκι.

Θε να λερώσω κάθε χρώμα πούν' λευκό
με ένανε λεκέ μαβί από μπαρούτι
κι αυτόν θα τον ποτίσω μ' αίμα εχθρικό
να με θυμούνται οι εχθροί μου τούτοι.

Τα σπλάχνα θα κρεμάσω στου γαϊτανιού
την άκρη. Και του κόσμου τη σοφία όλου
μαζί με τον πολιτισμό, στου ντουφεκιού
τη σφαίρα και στα πίσω πόδια του αλόγου.

Οι ρεματιές, τα δάση πάνω στα βουνά
μαζί με τους σταυρούς τ' ολέθρου που θ' αφήσω
για πάντα θα μιλούν στον κόσμο για καλά
"Οι Τούρκοι πέρασαν". Να τι αφήσαν πίσω.

                                                 Ενίς-Αβνί Μπέη (Άκκα Γιουντίς), 1912, περιοδικό Τανίν.


 1) Από το βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου, Νέος Ελληνισμός, οι ρίζες, η καταγωγή των Ελλήνων και η διαμόρφωση του έθνους (1204 – μέσα 15ου αιώνα), εκδ. οίκος Αντ. Σταμούλη.

Μικρά Ασία, 11ος κ.ε. αι.: «Οι σύγχρονες βυζαντινές, τουρκικές και οι άλλες ξένες πηγές μιλούν με δραματική ζωηρότητα και συγκίνηση για τα γεγονότα, για τις καταστροφές και την ερήμωση των χωρών, την αγωνία των κατοίκων, τις σφαγές, λεηλασίες, τους εξανδραποδισμούς χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, για τους βίαιους εξισλαμισμούς ή μετοικεσίες, για την μετατροπή των εκκλησιών σε τζαμιά, για την κατάσχεση των περιουσιών τους, για την τραγική έξοδο προς ασφαλέστερα μέρη, για τους τουρκικούς εποικισμούς, και για τον μαρασμό της υπαίθρου και των πόλεων» σ. 113

«Πόσες πόλεις ή κωμοπόλεις, έδρες μητροπόλεων ή επισκόπων, που έσφυζαν από χριστιανική ζωή και κίνηση, δεν έσβησαν μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα, και τα εκκλησιαστικά τους μνημεία δεν έπεσαν σε συντρίμμια. Έτσι π.χ. παύουν να εμφανίζωνται στους μητροπολιτικούς καταλόγους τον 14ο αι. η Χαλκηδών, τον 15ο η Λαοδίκεια, το Κοτυάειον και τα Σύναδα» σ. 114

«Με την συνεχή εξόντωση ή αποχώρηση των κατοίκων χωριά, πόλεις και χώρες, μερικές μάλιστα πολύ εύφορες, όπως π.χ. η κοιλάδα του Μαιάνδρου, με τις χιλιάδες αγέλες και κοπάδια, καταστρέφονται και μεταβάλλονται σε ερημικές εκτάσεις, που δεν αποδίδουν τίποτε πια στην γεωργία. Δεν είναι λοιπόν παράξενο, αν ορισμένοι τόποι γίνονταν άγονοι και αν, εκεί όπου απλώνονταν απέραντα χωράφια, φύτρωναν τώρα θάμνοι και ψηλόκορμα δένδρα τόσο πυκνά, ώστε να δυσκολεύεται ν’ ανοίξη κανείς δρόμο μέσα απ’ αυτά, όπως συνέβηκε στην περιοχή του Σαγγαρίου. Έτσι ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος βλέποντας την ερημιά της χώρας εκείνης, που την είχε γνωρίσει άλλοτε καλλιεργημένη και πλούσια, δοκιμάζει βαθιά αισθήματα απελπισίας»
 «Επίσης η ορεινή περιοχή μεταξύ Νίκαιας και Νικομήδειας ως απέναντι από την Κωνσταντινούπολη, που άλλοτε ήταν πυκνοκατοικημένη και γεμάτη από κάστρα, πόλεις και χωριά, είχε ερημωθή και στην θέση τους είχαν φυτρώσει δέντρα και δάση ολόκληρα. Τα σημάδια της καταστροφής και παρακμής στις πόλεις, αν εξαιρέση κανείς ορισμένα κέντρα, μένουν για πολλά χρόνια και κάνουν εντύπωση στους επισκέπτες. Φανερή είναι η κατάπτωση ιδίως των πόλεων σε περιοχές, όπου έχουν εγκατασταθή τουρκομανικά φύλα, όπως π.χ. στην Αντιόχεια, η οποία στα 1432 μέσα στον περίβολό της αριθμεί μόλις 300 σπίτια με μόνους σχεδόν κατοίκους Τουρκομάνους ή Άραβες, που ασχολούνται με την κτηνοτροφία καμήλων, γιδιών, αγελάδων και προβάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες πόλεις της ΝΑ Μ. Ασίας»
 «Συχνά η φυγή των κατοίκων έπαιρνε την μορφή αξιοδάκρυτου πανικού. Άνδρες, γυναίκες και μικρά ακολουθώντας τους στρατιώτες που υποχωρούσαν, βάδιζαν, όσο μπορούσαν ν’ ανθέξουν, ζητώντας άσυλο είτε στις απέναντι ευρωπαϊκές ακτές, είτε στα νησιά του Αιγαίου, φυσικά άσυλα, είτε στις τελευταίες οχυρές πόλεις των ακτών της Προποντίδας. Έτσι με ζωηρά χρώματα περιγράφει ο Παχυμέρης τα θλιβερά καραβάνια των προσφύγων της ΒΔ Μ. Ασίας που έφθαναν κατά κύματα στην Νικομήδεια. Έβλεπες αξιολύπητους γέρους, γυναίκες και μωρά να είναι ξαπλωμένοι στους δρόμους ή έξω από τα τείχη στην ακρογιαλιά και να θρηνούν, άλλη τον άνδρα της, άλλη τον γιο ή την θυγατέρα, άλλη τον αδελφό ή την αδελφή. Έτσι μετανάστευσαν στην Κωνσταντινούπολη ή έσβησαν μεγάλες οικογένειες της Μ. Ασίας, οι Φωκάδες, Σκληροί, Βρυέννιοι, Κομνηνοί, Άγγελοι, Βατάτσηδες, Ταρχανιώτες, Φιλανθρωπηνοί κ.ά.» σ. 120

 

«Οι χριστιανοί δεν μπορούσαν να κινηθούν και να εκφρασθούν ελεύθερα. Είχαν κάποιο φόβο, όταν επρόκειτο να περιγράψουν τα δεινά τους. με μια λέξη, καταπιέζονταν. "Για τους πιστούς ο Ορχάν σήμαινε ευσπλαχνία, για τους απίστους καταδυνάστευση" έγραφε αργότερα ο Τούρκος ιστορικός Sükrülah, σύμβουλος του Μουράτ Β’ (1421-1451) και Μεχμέτ Β’ (1451-1481)» σ. 122

Ο Δ. Κυδώνης (τέλη 14ου αι.) «συνοψίζοντας την ιστορία των χριστιανικών χωρών και πληθυσμών της Μ. Ασίας γράφει: "Όλη η χώρα που καρπούμασταν από τον Ελλήσποντο προς ανατολάς ως τα βουνά της Αρμενίας, μας την άρπαξαν, κατέσκαψαν τις πόλεις, σύλησαν τους ναούς, άνοιξαν τους τάφους και γέμισαν τα πάντα με αίματα και νεκρούς. Και μόλυναν τις ψυχές των κατοίκων αναγκάζοντάς τους ν’ αγνοήσουν τον αληθινό Θεό και μεταδίδοντάς τους τα δικά τους μιαρά μυστήρια. Και, αλίμονο, ακόμη και στα κορμιά τους φέρθηκαν πρόστυχα. Κι αφού τους απογύμνωσαν απ’ ολόκληρη την περιουσία, τους αφαίρεσαν μαζί και την ελευθερία εγκαταλείποντάς τους αδύναμες σκιές δούλων· και τους χρησιμοποιούν τους δυστυχισμένους, ακόμα και με την λίγη δύναμη που τους είχε απομείνει, για την προσωπική τους άνεση"» σ. 126

«Και αυτά ακόμη τα βόρεια παράλια των ελληνικών χωρών, της Μακεδονίας και της Θράκης, είναι εκτεθειμένα στις επιθέσεις των μουσουλμάνων πειρατών. Συχνές ιδίως είναι οι λεηλασίες των μονών του Αγ. Όρους, που αναγκάζουν ορισμένους μοναχούς να μετακινηθούν προς άλλα μοναστικά κέντρα» σ. 127

«Φαίνεται ότι στις αρχές οι ολιγάριθμοι Τούρκοι με επικεφαλής τον Σουλεϊμάν πασά, γιο του Ορχάν, προσπάθησαν να επιβάλουν με την βία την μουσουλμανική θρησκεία, για να εδραιώσουν την θέση τους. εκείνους που αρνούνταν να την δεχθούν τους έσφαζαν και τις οικογένειές τους τις σκλάβωναν, αν πιστέψουμε τον Sukrulah. "Όπου υπήρχαν σήμαντρα, γράφει ο ίδιος παρακάτω, τα κομμάτιαζε (ο Σουλεϊμάν) και τα έριχνε στη φωτιά και κατέστρεφε τις εκκλησίες και γίνονταν τζαμιά. Στην θέση των σημάντρων ανέβαινε ο ιμάμης και οι βασιλείς της περιοχής των απίστων δέχθησαν στον σβέρκο τους το φόρο υποτέλειας"» σ. 133

«Οι Τούρκοι χρησιμοποιώντας την δύναμή τους, ιδίως κατά τα πρώτα χρόνια της κατοχής, δήμευαν τις εκκλησίες, τις μονές και τα τεράστια κτήματά τους, τα οποία χάριζαν στους διαφόρους αξιωματούχους των και ουσιαστικά καταδίκαζαν την Εκκλησία στην φτώχια και εξουθένωση. Έτσι τον 15ο αι. κιόλας μέσα σε μια περιοχή, που άλλοτε περιέκλειε 50 μητροπόλεις και περισσότερες από 400 επισκοπές, είχαν απομείνει μόνο 17 μητροπόλεις 1 αρχιεπισκοπή και 3 επισκοπές» σ. 174

2) Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τόμος Θ’
Αναφορικά προς τις επιδρομές των Τουρκομάνων στην Μικρά Ασία μετά από το 1071 και την ήττα των Βυζαντινών στο Μαντζικέρτ: «Χαρακτηριστικό είναι το επόμενο απόσπασμα: "ηφανίζοντο μεν πόλεις, εληΐζοντο δε χώραι και πάσα η Ρωμαίων γη Χριστιανών αίμασιν εμιαίνετο. Οι μεν γαρ βέλεσί τε δόρασι οικτρώς έπιπτον, οι δε των σφετέρων απελαυνόμενοι δορυάλωτοι προς τας πόλεις Περσίδος  απήγοντο. Και τρόμος άπαντας είχεν επί τα άντρα και τα άλση και τα όρη και τους βουνούς από τον εισπιπτόντων δεινών κρύπτεσθαι επειγομένους. Εν τούτοις οι μεν εποτνιώντο εφ’ οίς έπασχον προς Περσίδα απαγόμενοι, οι δ’ έτι περιόντες, εί που τινες τοις Ρωμαϊκοίς ορίοις εναπέμειναν, βύθιον στένοντες ο μεν υιόν, ο δε θυγατέρα εθρήνει· ο δε αδελφόν, ο δε αδελφιδούν απεκλαίετο προ καιρού θνήσκοντα και οία γυναίκες θερμόν κατέσταζον δάκρυον. Και ουκ ην τότε ουδεμία τις σχέσις άδακρυς ουδ’ αστένακτος"» σ. 46

«Το μέγεθος της καταστροφής που επέφερε ο Τούρκος εμίρης Τζαχάς φαίνεται καθαρά από την τύχη που επιφυλάχθκε στην πόλη Αδραμύττιο κατά τα τέλη του 11ου αι. Όπως γράφει η Άννα Κομνηνή, "πόλιν δε πρώην μενη ην πολυανθρωποτάτη· οπηνίκα δε ο Τζαχάς τα κατά την Σμύρνην εληΐζετο, και αυτήν παντελώς εριπώσας ηφάνισε. Τον γουν παντελή αφανισμόν της τοιαύτης θεασάμενος πόλεως, ως δοκείν μηδέ άνθρωπον κατοικήσαι ποτέ εν αυτή".
            Το Δορύλαιο στη βορειοδυτική άκρη του μικρασιατικού υψιπέδου παρέμεινε κατεστραμμένο επί έναν αιώνα, οπότε και ανοικοδομήθηκε από τον Μανουήλ Κομνηνό, το1175. "Αλλά Πέρσαι", όπως αναφέρει ο Ιω. Κίνναμος, "οπηνίκα η κατά Ρωμαίων ήκμαζεν εκδρομή, την τε πόλιν εις έδαφος βεβλημένην ανθρώπων έρημον παντάπασιν επεποίηντο και τα τήδε πάντα μέχρι και επί λεπτόν της πάλαι σεμνότητος ηφάνισαν ίχνος".
            Η Καισάρεια ήταν ακόμη ερειπωμένη όταν εμφανίσθηκαν στην περιοχή οι πρώτοι σταυροφόροι· ανοικοδομήθηκε μόλις το 1134 από τον Ντανισμεντίδη (σουλτάνο) "Μαχούμετ".
            Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία της πόλεως Έδεσσας στο ανατολικότερο σημείο της χερσονήσου. Η πόλη είχε κατορθώσει επί μακρό διάστημα να αντισταθεί στους Τούρκους. Το 1071 ο πληθυσμός της έφθανε τις 35.000 κατοίκους περίπου. Λόγω των καταστροφών όμως που υπέστησαν οι αγροτικές περιοχές μετά το 1071, μεγάλο μέρος των κατοίκων έσπευσε να βρει καταφύγιο μέσα στην ισχυρά οχυρωμένη πόλη, με αποτέλεσμα το 1144-45 ο πληθυσμός της να φθάσει τις 47.000 ψυχές. Τη χρονιά εκείνη ο Τούρκος αρχηγός Ζένγκι κατέλαβε την πόλη, την κατέστρεψε και την ισοπέδωσε. Κατά τον Μιχαήλ Σύρο "η Έδεσσα είχε πλέον ερημωθεί. Δεν κινούνταν παρά μόνο μια μορφή με μαύρο μανδύα, χορτασμένη από το αίμα των κουφαριών των κατοίκων. Βρυκόλακες και άγρια θηρία περιέτρεχαν τη νύχτα την πόλη, τρώγοντας τις σάρκες των σκοτωμένων και εκεί έγινε τόπος συγκεντρώσεως των τσακαλιών· κανείς δεν έμπαινε στην πόλη εκτός από εκείνους που έψαχναν να βρουν θησαυρούς. (…)".
            Οι Τούρκοι σκότωσαν 30.000, οδήγησαν στη δουλεία άλλους 16.000 από τους κατοίκους και μόνο 1.000 κατόρθωσαν να διαφύγουν. Τα τέσσερα μόνο αυτά χαρακτηριστικά παραδείγματα που αναφέρθηκαν σχετικά με την καταστροφή που υπέστησαν το Αδραμύττιο, το Δορύλαιο, η Καισάρεια και η Έδεσσα είναι ενδεικτικά για την τύχη μεγάλου μέρους των αστικών και αγροτικών κέντρων του Βυζαντίου κατά την περίοδο αυτή. Οι πηγές που αναφέρονται σ’ αυτή την περίοδο είναι βέβαια ελλιπείς· παρ’ όλα αυτά δίνεται σαφής εικόνα του μεγέθους της καταστροφής στον κατάλογο που παρατίθεται στο τέλος του κειμένου. Σ’ αυτόν σημειώνονται οι πόλεις και οι περιοχές της Μικράς Ασίας που καταστράφηκαν και καταλήφθηκαν. Από τον κατάλογο φαίνεται ότι 60 τουλάχιστον μικρασιατικές πόλεις καταστράφηκαν στη διάρκεια της περιόδου που εξετάζουμε. Είναι πιθανό ότι ορισμένες από αυτές τις πόλεις ανοικοδομήηκαν, ενώ άλλες καταστράφηκαν και για δεύτερη φορά. Είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακό πάντως το μέγεθος της καταστροφής και της διαλύσεως που προξένησαν οι νομαδικές επιδρομές και εγκαταστάσεις στη Μικρά Ασία.
            Μια άλλη συνέπεια των κατακτήσεων και εγκαταστάσεων των Τούρκων στη Μικρά Ασία ήταν η εκτόπιση των γηγενών πληθυσμών από τις εστίες τους. Οι τουρκικές εισβολές προξένησαν βέβαια τεράστια αναταραχή· δεν ήταν δυνατό όμως να αφανίσουν τους μικρασιατικούς πληθυσμούς στο σύνολό τους. σημαντικό μέρος του πληθυσμού μπροστά στον κίνδυνο των νομαδικών επιδρομών τράπηκε σε φυγή. Το φαινόμενο αυτό της φυγής παρατηρήθηκε στο μεγαλύτερο τμήμα της χερσονήσου. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους δεν εγκατέλειψαν τη Μικρά Ασία, αλλά προτίμησαν να καταφύγουν σε ασφαλέστερες περιοχές, που δεν αντιμετώπιζαν άμεσο κίνδυνο από τους νομάδες. (…) Ο Ματθαίος της Εδέσσης αναφέρει με γραφικό τρόπο τη φυγή των χριστιανικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Μικράς Ασίας στα τέλη του 11ου αι.:"Παντού, σε ολόκληρη την περιοχή της Κιλικίας, ώς την Ταρσό, τη Γερμανίκεια και τη Δολίχη και στα περίχωρα, βασίλευε αναταραχή. Και τούτο συνέβαινε γιατί οι πληθυσμοί κατά χιλιάδες συνέρρεαν και συνωστίζονταν σ’ αυτές τις περιοχές. Έμοιαζαν με ακρίδες που κάλυπταν την επιφάνεια της γής (…) Επιφανείς άνθρωποι, ευγενείς, αρχηγοί και δέσποινες περιπλανώνταν ικετεύοντας ένα κομμάτι ψωμί. Το θλιβερό αυτό θέαμα αντίκρισαν τα μάτια μας".
            Έτσι οι τουρκικές επιδρομές επέφεραν την εκτόπιση των γηγενών χριστιανικών πληθυσμών, αλλού σε μεγάλη και αλλού σε μικρότερη κλίμακα. Η εκτόπιση αυτή ήταν ιδιαίτερα μεγάλη στις ανατολικές, στις βόρειες, στις νότιες και στις δυτικές περιοχές, με αποτέλεσμα Έλληνες και Αρμένιοι να εγκαταλείψουν τις περιοχές του κεντρικού υψιπέδου και να κατευθυνθούν προς τα παράλια (…). Πρέπει ακόμη να τονισθεί ότι η Μικρά Ασία απέβη πλέον πεδίο διαρπαγής και πολλοί από τους αρχηγούς των νομαδικών φύλων είχαν διαποτισθεί από τη νοοτροπία και τον φανατισμό των γαζήδων, ο οποίος ήταν συνυφασμένος με την ιδέα του αφανισμού των εχθρών του Ισλαμισμού. Η λεηλασία πολλών πόλεων συνοδευόταν από μεγάλες σφαγές. Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε στ Σεβάστεια, στο Άνιον, στην Καισάρεια, στη Νεοκαισάρεια, στο Ικόνιο, στο Αμόριο και στις Χώνες πριν από τη μάχη του Μαντζικέρτ· από τότε και στο εξής έγινε πλέον κοινό φαινόμενο παντού. (…)
            Ο Αρμένιος χρονικογράφος Ματθαίος ο Εδέσσης μάς αναφέρει τα εξής: "Με την έναρξη του έτους 528 (1079-80) ο λιμός ερήμωσε τις περιοχές που κατοικούσαν οι χριστιανοί, οι οποίες ήδη είχαν αφανισθεί από τις άγριες και φονικές τουρκικές ορδές. Καμία επαρχία δεν διέφυγε την ερήμωση. Παντού οι χριστιανοί είχαν παραδοθεί στην κόψη του σπαθιού ή είχαν σκλαβωθεί, με αποτέλεσμα να σταματήσουν οι καλλιέργειες των αγρών και να υπάρχει έλλειψη άρτου. Οι γεωργοί και οι εργάτες είχαν σφαγεί ή είχαν οδηγηθεί στην αιχμαλωσία και στη σκλαβιά· η πείνα είχε απλωθεί παντού. Πολλές επαρχίες ήταν έρημες από τους κατοίκους τους· το ανατολικό έθνος (Αρμένιοι) δεν υπήρχε πια και η χώρα των Ελλήνων έκειτο σε ερείπια. Πουθενά κανείς δεν μπορεούσε να προμηθευθεί τροφή".
            Άλλοι παράγοντες οι οποίοι επέδρασαν στη μείωση του χριστιανικού πληθυσμού και στην αύξηση του μουσουλμανικού στοιχείου ήταν η δουλεία, οι επιγαμίες και ο προσηλυτισμός στον Μωαμεθανισμό. Υπάρχουν ενδείξεις ότι οι Τούρκοι επιδόθηκαν στο προσοδοφόρο εμπόριο των σκλάβων, πηγή του οποίου ήταν οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας. (…)
            Το παρακάτω απόσπασμα του Θεοδώρου Βαλσαμώνος στον 81ο κανόνα του Αγ. Βασιλείου, που αναφέρεται στις προσπάθειες των αλλοθρήσκων να αναγκάσουν τους χριστιανούς να απαρνηθούν την πίστη τους, είναι ενδεικτικό των εκτεταμένων εξισλαμισμών που έγιναν στη Μικρά Ασία: "…λέγουσί τινες τα του παρόντος κανόνος σχολάσαι δια το την πίστιν τη του Θεού χάριτι επί πέτραν ορθοδοξίας αραρότως στηρίζεσθαι, και τους τυράννους λιθολευστηθήναι πετροβόλοις μαρτυρικοίς προ χρόνων πολλών, αλλά και σήμερον πολλοί ταις των αθέων Αγαρηνών χερσίν αλώσιμοι γινόμενοι, και βασανιζόμενοι, την μεν, την ορθόδοξον πίστιν εξόμνυνται, την δε, την άθεον θρησκείαν του Μωάμεθ διόμνυνται· άλλοι δε και εκοντί εαυτούς επιρρίπτουσιν εις τον της απιστίας βόθρον…"» σ. 47-48
ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗΣΑΝ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΕΠΙΔΡΟΜΕΣ
Επεξήγηση των γραμμάτων που παρατίθενται μετά από κάθε πόλη/χωριό/επαρχία

Σε περίπτωση ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ    Λ
ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ    Κ
ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗΣ    Υ
ΑΛΩΣΗΣ    Α
ΣΦΑΓΗΣ    Σ
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ    Π
ΦΥΓΗΣ ΚΑΤΟΙΚΩΝ    Φ

Δυτική Μικρά Ασία
Πόλεις και χωριά
Κύζικος Α; Α; Α; Κ
Απολλωνία Α, Κ
Λοπάδιον Κ
Κίος Α
Ποιμανηνόν Κ
Αδραμύττιον Κ
Κάλαμος, Κ
Μελώη Κ
Σμύρνη Α, Κ
Κλαζομεναί Α, Κ
Φώκαια Α, Κ
Σάρδεις Α
Νυμφαίον Α
Έφεσος Α, Κ
Φιλαδέλφεια Α
Τράλλεις Κ
Λούμα Κ
Πεντάχειρ Κ
Μελανούδιον Κ
Λάτρος Κ
Στρόβιλος Κ
Αττάλεια Κ, Π
Νικομήδεια Α, Κ
Νίκαια Α, Κ, Π
Προύσα Α, Κ, Π
Κλαυδιούπολις Π
Πιθηκάς Κ
Μελάγγεια Κ
Δορύλαιον Κ, Α
Κοτύαιον Κ, Κ
Αμόριον Κ
Κεδρέα Α
Πολύβοτος Α
Φιλομήλιον Α, Κ, Κ
Μυριοκέφαλον Κ
Σωζόπολις Α, Π, Κ
Χώναι, Κ, Α
Λαοδίκαεια Α, Α, Κ
Ιεράπολις Κ
Τρίπολις Κ
Τάνταλος Κ, Υ
Καρία Κ, Υ, Κ, Υ
Αντιόχεια Μαιάνδρου Κ
Χόμα-Σούβλαιον Κ

Περίχωρα πόλεων και χωριών
Απολλωνία Λ
Λοπάδιον Λ
Ποιμανηνόν Λ
Άβυδος Λ, Λ
Αδραμύττιον  Λ, Λ, Φ
Χλιαρά Φ, Λ
Πέργαμος Φ, Λ
Σμύρνη Λ
Κλαζομεναί Λ
Φώκαια Λ
Έφεσος Λ, Λ
Φιλαδέλφεια Λ
Αττάλεια Λ
Δορύλαιον Λ
Κοτύαιον Κ
Σωζόπολις Λ
Λάμπη Λ
Λαοδικεία Λ
Χώναι Λ

Επαρχίες
Δυτική Μικρά Ασία Κ
Δορύλαιον –Ικόνιον Λ, Υ, Λ, Υ
Θυνία –Βιθυνία Λ, Λ, Λ, Λ
Προποντίς και Μυσία Λ, Λ, Λ
Κάικος, Έρμος, Κάυστρος, Μαίανδρος Λ, Λ, Λ
Φρυγία Λ
Παφλαγονία Λ
Πισιδία Λ
Λυκία Λ

Ανατολική Μικρά Ασία

Πόλεις και χωριά
Καισάρεια Κ
Αραβισσός Κ
Αβλιστηνή Υ, Κ
Καησούν Φ, Κ, Υ, Κ
Έδεσσα Π, Π, Κ, Π, Κ, Υ, Σ, Σ
Νίσιβις  Κ
Γάργαρα Κ,Υ, Κ, Υ
Μελιτηνή Κ, Σ, Υ, Κ, Α, Κ, Π
Bar Mar Sauma Π, Π, Π, Α
Σεβάστεια Κ, Σ, Υ, Α, Κ, Κ, Α
Άρτζε, Κ, Φ
Άνιον Κ, Α
Ζορινάκ, Κ, Σ

Περίχωρα πόλεων και χωριών
Γερμανίκεια Λ, Α
Καησούν Π, Σ, Υ, Λ, Κ, Κ
Tel Basir Π, Σ, Υ, Λ, Κ, Κ
Έδεσσα Λ, Κ, Λ, Λ
Γάργαρα Λ
Seveverek Λ
Μελιτηνή Λ, Λ, Λ, Κ, Υ
Χλίατ Λ
Perkri Λ

Επαρχίες:
Καππαδοκία Λ, Λ, Λ, Φ
Πύραμος ποτ. Υ, Λ
Αρμενία Σ, Υ, Φ, Λ
Λίμνη Βαν Λ, Λ
 
Βόρεια Μικρά Ασία

Πόλεις και χωριά:
Σινώπη Κ, Α
Τραπεζούς Κ, Α
Αμισός Α
Παΐπερτ Π, Α
Κολωνία Π, Α
Νεοκαισάρεια Κ, Α
Αμάσεια Π, Α
Κασταμονή Κ, Κ
Δόκει Α
Κόμανα Α
Ευχάιτα Α
Πιμώλισα Α
Γάγγρα Α, Κ
Δάδυβρα Α, Φ

Περίχωρα πόλεων και χωριών:
Γάγγρα Κ, Φ
Κασταμών Κ, Φ
Αμάσεια Κ, Φ

Νότια Μικρά Ασία

Πόλεις και χωριά:
Σελέυκεια Κ
Μοψουεστία Κ
Κώρυκος Κ
Άδανα Κ, Υ
Πράκανα Κ


Επαρχίες
Κοιλάς Πυράμου Λ

Κεντρική Μικρά Ασία

Πόλεις και χωριά:
Ικόνιον Κ, Σ
Άγκυρα Κ, Α, Α
Κολώνεια Αρχελαΐς Κ
Λαοδικεία Κεκαυμένη Κ

Περίχωρα πόλεων και χωριών
Άγκυρα Λ, Λ
Ικόνιον Λ, Λ, Λ
(σελ. 49)


Οχτακόσια πενήντα επτά*
Αυτή είν' η πιο μεγάλη, δοξασμένη ώρα,
που το Ισλάμ επρόσμενε αιώνες τώρα.
Η Κωνσταντίνου Πόλη πούταν πριν Ρωμαϊκή
θα λέγετ' Ισταμπούλ και θάναι τουρκική.

Ο νέος Πατισάχ μας αρχηγός ενός στρατού,
που νίκησε τον κόσμο όλο, απ' τ' Εγρί-καπού
καβάλα στ' άσπρο άλογο εμπήκε νικητής
καθώς τον ουρανό τον σχίζει το φως της αστραπής

Σ' οχτώ βδομάδες και τρεις μέρες δούλος του Αλλάχ
Αυτός ο Άγιος κι ευτυχής, ο νέος Πατισάχ
κατέκτησε την πι' όμορφη του κόσμου όλου πόλη
που ζήλευε και ήθελε η οικουμένη όλη

Εκπλήρωσε μεγάλο τάμα και επιθυμία
Ναμάζ απογευματινό εις την Αγιά Σοφία
Η Ισταμπούλ είν Τουρκική απ' την ημέρα κείνη
και δεν θα γίνει αλλουνού, μα τουρκική θα μείνει.
                 
    Ναζίμ Χικμέτ, Ωδή στον Βαλαά
                * 857 έτος Εγίρας =1453 μ.Χ.



3) Από το βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του νέου Ελληνισμού, τ. Γ’, εκδ. Ηρόδοτος.
 
Στα 1463 μετά από ήττα Βενετών και Ελλήνων στο Εξαμίλι, «τα τουρκικά στρατεύματα ξεχύνονται σα χείμαρρος στο εσωτερικό της Πελοποννήσου σφάζοντας, λεηλατώντας και αιχμαλωτίζοντας» σ. 23

Στα 1470 (11-12/7) κατά την άλωση της Χαλκίδας από τους Τούρκους «ακολουθούν όλη την ημέρα άγριες μάχες σε διάφορα σημεία της πόλης και σφαγές αόπλων ανδρών και γυναικοπαίδων. Ο σουλτάνος διατάζει την εκτέλεση κάθε αιχμαλώτου επάνω από 10 χρονών». σ. 43
Κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμ. Ι’, σ. 271: «Επί τρεις ημέρες η πόλη μετατράπηκε σε απέραντο σφαγείο ανθρώπινων υπάρξεων: στρατιώτες, πολίτες, άμαχοι, γυναίκες και παιδιά άνω των 10 ετών σφάζονταν κατά εκατοντάδες στους δρόμους, στους πύργους, στις εκκλησίες και στις γέφυρες. Ειδικές διαταγές του Μεχμέτ Β’ –που εφαρμόσθηκαν με χαρακτηριστική αυστηρότητα – απαιτούσαν την εκτέλεση όλων των ανδρών· απαγορεύθηκε επίσης στους γενίτσαρους να παρέχουν την υστερόβουλη προστασία τους σε κατοίκους, που θα μπορούσαν αργότερα να χρησιμοποιηθούν ως εμπορεύσιμοι σκλάβοι. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και οι αξιωματούχοι της βενετικής διοικήσεως της Ευβοίας, από τους οποίους ο σημαντικώτερος, ο βάιλος Erizzo, πριονίσθηκε ζωντανός»


Στα 1472, στον Πόντο, μετά από αποτυχημένη επίθεση των Ελλήνων για κατάληψη της Τραπεζούντας «οι Τούρκοι αντεπιτέθηκαν και τους κατέβαλαν· και όσοι αιχμαλωτίστηκαν μεταφέρθηκαν έξω από τα τείχη και θανατώθηκαν στη θέση που και σήμερα ακόμη ονομάζεται "Γκιαούρ μεϊντάν", δηλαδή πλατεία απίστων» σ. 46

Στα 1481 (4/4) έπειτα από αποτυχημένη εξέγερση του Κλαδά στο Μυστρά, ο οποίος αποσύρεται στα βουνά της Καστάνιας, οι Τούρκοι τον ακολουθούν «λεηλατώντας και καίοντας τα χωριά Καστρία, Λεφτίνη, Πραστόν, Καστάνια κ.ά.» σ. 52

Στα 1479 (καλοκαίρι) αποχωρώντας ο Τούρκος ναύαρχος από την Ζάκυνθο «λεηλατεί το νησί και καταστρέφει πολλές εκκλησίες και όλα τα σπίτια του» σ. 54

Στα 1480, έπειτα από αποτυχημένη πολιορκία της Ρόδου, ο Μεζίχ πασάς «αποσύρει τις δυνάμεις του από το νησί. Προηγουμένως καταστρέφει τους κήπους, τα αμπέλια, ερημώνει και καίει τα χωριά και απάγει μεγάλο αριθμό ζώων» σ. 58

Στα 1500 (9/8) κατά την κατάληψη της Μεθώνης από τους Τούρκους «ακολουθούν οι συνηθισμένες τραγικές σκηνές: οι περισσότεροι άνδρες εξοντώνονται, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά σκλαβώνονται και πουλιούνται σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας» σ. 75
Κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμ. Ι’, σ. 85: «Το δραματικό επεισόδιο ιστορεί ο ελληνικός Βαρβερινός Κώδικας της Βιβλιοθήκης του Βατικανού: «Και εκεί οπού επηγαίναν (οι Μεθωναίοι) εσυναπαντήθησαν με το πλήθος των Τουρκών, και τους ετζακίσανε, και αρπάζανε παιδιά, γυναίκες και τους ελεεινούς Μεθωναίους εκόφτανε, και άλλους εδένανε· και τους εδένασι ωσάν πρόβατα, και τους εσύρνασι… Και τότε εμπήκε μέσα και ο σουλτάν Μπαγιαζήτης· και εμπήκε και επροσκύνησε μέσα εις την φραγκοκκλησίαν, την οποίαν την έκαμε σμαΐδι, έως την τήμερον. Και εκατακόψανε τους ελεεινούς χριστιανούς. Λέγουσι ότι από την πολλήν σφαγήν οπού εκάμανε, έδραμε το αίμας έως εις την θάλασσα και εκοκκίνιζε. Και από εκεί, ωσάν επροσκύνησε ο Μπαγιαζήτης, εδιάβη εις το αφεντικό παλάτι και εκάθησε μετά μεγάλης δόξης και παρρησίας. Και όσους Μεθωναίους επιάσανε ζωντανούς, ώρισε και τους ηφέρανε ομπρός του, μικρούς μεγάλους. Και ώρισε ότι από δέκα χρονών και απάνω να τους κόψουν όλους και ούτως έγινε. Και εμαζώταν τα κεφάλια τους και τα εκτίσανε και έκαμαν έναν πύργον μεγάλον όξω από το κάστρο, ο οποίος φαίνεται εις την σήμερον»».

Στα τέλη του 15ου αι. «ο ηγούμενος της μονής Ιωάννου του Θεολόγου της Πάτμου σ’ ένα έγγραφο απεικονίζει γλαφυρά την αναστάτωση των χριστιανών: μολονότι, λέγει, έχουν αναγκαστή να πληρώνουν φόρο υποτέλειας, δεν έχουν απαλλαγή από τα δεινά του έθνους των "αθέων Αγαρηνών", που έχουν ξεχυθή σε όλη σχεδόν την ξηρά και την θάλασσα και δεν έχουν αφήσει απείραχτο κανένα τόπο· ακόμη δεν σεβάστηκαν και τα ιερά ιδρύματα του νησιού, αλλά έκαναν αρπαγές και αιχμαλωσίες, "ὥστε καὶ τὰς οἰκήσεις αὐτάς, ἐν αἷς ἡ θεία πολιτεύεται πολιτεία ᾠήθησαν καταλιπεῖν ἐρήμους"» σ. 94

Σε υπόμνημά του στα 1508 ο Ιάννος Λάσκαρις προς τον Πάπα Ιούλιο Β’ «μάς δίνει πολύτιμα στοιχεία –αντλημένα βέβαια από τις εντυπώσεις των δύο μεγάλων ελληνικών του ταξιδιών κατά τα τέλη του 15 αι.– για την εσωτερική κατάσταση στην σκλαβωμένη Ελλάδα και ιδίως για τα αισθήματα των κατοίκων απέναντι των κατακτητών: "οι χωρικοί, γράφει, είναι ρωμαλέοι και μισούν τους Τούρκους, προ πάντων οι ορεινοί"» σ. 95

Στα μέσα του 15ου αι. ο Σχολάριος γράφει: «Αλλοίμονο, για τα άλλα σιωπώ, αλλά είδα να χάνεται όλη η ελπίδα των δυστυχισμένων υπολειμμάτων των Ελλήνων, που μέχρι τότε σάλευαν σε μια μόνο πόλη και σε λίγα κορμιά με ακόμη λιγότερες αρετές· εγώ ο δυστυχισμένος ζούσα με αυτήν, κι έτσι σαν να επρόκειτο ν’ ανθίσουν κάποτε από κάποια ανέλπιστη μεταβολή τα ελληνικά προτερήματα, προσπαθούσα για χάρη της ελπίδας αυτής να περισώσω τα λείψανα των καλών, είτε ενεργώντας ο ίδιος είτε παρακαλώντας όσους μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε. Και τώρα πια ο ανθρώπινος βίος δεν θα έχη ως πρότυπά του τα "σεμνά" των Ελλήνων, ούτε θα τα στήνη ή εάν μένουν κάπου δεν θα τα γνωρίση κανείς καλά, ούτε και θα τα θαυμάση» σ. 97

Μετά την άλωση της Ρόδου, στα 1522, κατά παραβίαση της συνθήκης παράδοσης στους Τούρκους, οι τελευταίοι, όπως αναφέρει σύγχρονος της άλωσης, «με τη βία μπήκαν στα σπίτια του καστέλλου και της πόλης, άρπαξαν ό,τι μπορούσαν και ό,τι ήθελαν, κακοποίησαν και χτύπησαν τους φτωχούς χριστιανούς, και πολλούς ανάγκασαν με ραβδισμούς να κουβαλούν σαν δούλοι τα δέματα με τα ίδια τα πράγματά τους…Και αφού πια έκλεψαν και λεηλάτησαν τα σπίτια, όσο τους άρεσε, μπήκαν μέσα στις εκκλησίες· εκεί άρπαξαν κι έσπασαν και σύντριψαν τις εικόνες, τα αγάλματα του Εσταυρωμένου, της Παναγίας και όλων των άλλων αγίων, ρίχνοντας τα κομμάτια στους δρόμους και στον βόρβορο. Έπειτα πήγαν στο αναρρωτήριο και στο Νοσοκομείο, όπου οι δυστυχισμένοι οι άρρωστοι, και έκλεψαν όλα τα κεραμεικά και τα ασημικά, …Εκεί με απανθρωπιά μεγάλη και πιο πολύ με βάρβαρη ωμότητα σήκωσαν τους δυστυχισμένους άρρωστους και πληγωμένους από τα κρεββάτια τους, τους έδειραν και τους πέταξαν έξω από το νοσοκομείο· έριξαν επίσης από τις στοές του δεύτερου πατώματος κάτω έναν ιππότη, που είχαν βρη πληγωμένο, ο οποίος αμέσως έμεινε στον τόπο. … Στην πόλη, έπειτα, κακοποίησαν μερικές γυναίκες και εβίασαν πολλές παρθένες και κοπέλλες της παντρειάς. Συνέλαβαν με την βία όλους τους Τούρκους, που είχαν βαπτιστή, και με τις γυναίκες και τα παιδιά τους τούς έστειλαν στην Τουρκία… Οι Τούρκοι με ξεχωριστή φροντίδα έψαχναν να βρουν και να πετύχουν τους ομοεθνείς τους χριστιανούς, γιατί θεωρούσαν μεγάλη ασέβεια, ιεροσυλία υπερβολική και αφόρητη προσβολή για το έθνος τους, να έχει γίνη ένας Τούρκος χριστιανός» σ. 115

Σε επιστολή του μητροπολίτη της τουρκοκρατούμενης Ρόδου, Ευθυμίου, προς τον Πάπα (4-6-1528) διαβάζουμε «Δεν μπορούμε να υπομείνουμε πια περισσότερο χρόνο την έσχατη σκλαβιά και την αθλιότητα, μέσα στην οποία βρισκόμαστε· δεν μπορούμε πια να ανεχθούμε να βλέπουμε τις σκληρότατες περιφρονήσεις που κάθε μέρα γίνονται σε βάρος αυτού του δυστυχισμένου και αξιοδάκρυτου λαού. … Εμείς βέβαια είμεθα πρόθυμοι να την [ζωή μας] προσφέρουμε και την έχουμε έτοιμη να την θυσιάσουμε για τη σωτηρία και την ελευθερία αυτού του λαού» σ. 121

Ο Curipeschitz στα 1530 «με πολύ ζωηρά χρώματα περιγράφει τις καταπιέσεις και τα φορολογικά βάρη των Ελλήνων της Θράκης που δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να κλαίουν την μοίρα τους» σ. 131

Στα 1531 θανατώνεται ο μητροπολίτης Ρόδου Ευθύμιος από τους Τούρκους.

Ανώνυμη πηγή γύρω στα 1533 «μιλεί γα τα δεινά των χριστιανών, για τις αβανίες που αποβλέπουν στον εξισλαμισμό τους, για το σκληρό παιδομάζωμα, για την επίδραση και αυτού στον εξισλαμισμό και για τους φόρους που δεν είναι τόσο ελαφροί, όπως συνηθίζεται να λέγεται, γιατί, εκτός από το χαράτσι που είναι ένα δουκάτο και το πληρώνει κάθε άρρενας πάνω από 15 ετών, εκτός από τη δεκάτη στο κρασί και τα 2/15 στα δημητριακά, τους φόρους στα μικρά ζώα κ.λπ., υπάρχουν και οι έκτακτοι, που επιβάλλονται για την ετοιμασία στόλου (αγορά πίσσας, στουπιού, πανιών κ.λ.) ή για την οργάνωση εκστρατείας, οι αγγαρείες και οι ποικίλες άλλες επιβαρύνσεις, που είναι τόσο βαρύτερες, όσο μακρύτερα από την έδρα του σουλτάνου ζουν οι χριστιανοί…. Γενικά η τουρκική τυραννία, γράφει επιγραμματικά ο συντάκτης του υπομνήματος, μεταβάλλει "την μορφή του ανθρώπου, μπορεί να πη κανείς, κάνοντάς τον ν’ αλλάξη την γλώσσα, τους νόμους και τα ήθη και την ψυχή σε σκληρότητα και δίψα του αίματος"» σ. 142

Στην πολιορκία της Κέρκυρας στα 1537 ο Μπαρμπαρόσσα «κατέστρεψε το χωριό Ποταμός, δυο μίλια μακριά από την πόλη. Ο σύγχρονος Τούρκος ιστορικός Χατζή Κάλφα ανεβάζει τα λεηλατημένα χωριά έξω από την Κέρκυρα σε 140» σ. 146

«Σκορπισμένοι  οι Τούρκοι στρατιώτες έξω από την πόλη και σε όλο το νησί, αρπακτικοί και μανιασμένοι, αιχμαλώτιζαν, λεηλατούσαν, έβαζαν φωτιές, βίαζαν γυναίκες, έσφαζαν αλύπητα παιδιά και γέροντες, άρπαζαν ζώα, κατέστρεφαν ναούς, μοναστήρια, αγροικίες, ερήμωναν αγρούς και κήπους… Τρία ημερόνυχτα κράτησε η πυρκαϊά στα προάστεια. Τίποτε δεν έμεινε όρθιο… Από τις σκληρές αυτές δοκιμασίες γλύτωσαν μόνον οι χωρικοί που είχαν καταφύγει μέσα στο φρούριο Άγγελος, που βρισκόταν στην δυτική παραλία επάνω σε βραχώδες τοπίο» σ. 146

«Ύστερα από την αποτυχία της Κερκύρας ο σουλτάνος με τις πεζικές του δυνάμεις επιστρέφει στην Αδριανούπολη, ενώ ο στόλος του πλέοντας προς Ν. πυρπολεί την Πάργα, λεηλατεί τους Παξούς, την Κεφαλληνία, όπου σκλαβώνει πάνω από 13.000 κατοίκους, παραπλέει την Ζάκυνθο, και την νύχτα αιχμαλωτίζει πάνω από 100 αγρότες…κατακαίει την μονή του Σωτήρος στις Στροφάδες, αποβιβάζει αγήματα στα Κύθηρα..και σκλαβώνει 7.000 κατοίκους από το κάστρο του Αγίου Δημητρίου» σ. 150

«Ο Χαϊρεδδίν Μπαρμπαρόσσα μετά την ερήμωση των Κυθήρων παραπλέει τα νότια και ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, προσβάλλει την Αίγινα και ύστερα από τριών ημερών πολιορκία, στις 24 Οκτωβρίου, κυριεύει την οχυρή πρωτεύουσα του νησιού, την Παλιαχώρα. Οι άνδρες του λεηλατούν, καίουν, καταστρέφουν, σφάζουν τους άρρενες και σέρνουν στην καταισχύνη και αιχμαλωσία 4.708 γυναικόπαιδα, για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα της Κωνσταντινούπολης» σ. 151

Κατά την άλωση της Πάρου «από τους 6.000 περίπου κατοίκους, οι γέροι σφάζονται, οι νέοι ρίχνονται στις γαλέρες ως κωπηλάτες και τα γυναικόπαιδα γεμίζουν τα χαρέμια ή τις τάξεις των ατζέμ και ίτς ογλάν» σ. 154
Κατά την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμ. Ι’, σ. 79: «Γενικά από την εκστρατεία του αυτή ο Μπαρμπαρόσσα μετέφερε 18.000 αιχμαλώτους στο ναύσταθμο της Κωνσταντινουπόλεως και στα ναυπηγεία του Κερατίου και της Νικομηδείας. Όπως γράφει ανώνυμο χρονικό: «Άρας πλήθη ανδρών τε γυναικών έφερν εν τη πόλει μετά κατέργων. Γέγονε γαρ εν αυτοίς νόσος λοιμική τοσαύτη, ως μη δύνασθαι τους ζώντας θάπτειν τους θνήσκοντας. Έρριπτον γαρ αυτούς εν τη θαλάσση και ην ιδείν τας ακτάς των αιγιαλών νεκρών σωμάτων πεπληρωμένας»».

«Ο ίδιος ο Μονεμβασίας Μητροφάνης παρακινούσε τους συμπατριώτες του να καταφύγουν στην Κέρκυρα παρά να υποδέχωνται στα σπίτια τους "μιαιφόνους τε και ασεβείς Τούρκους"» σ. 162

Κατά την άλωση της Λευκωσίας (1568) «η σφαγή και η λεηλασία γενικεύονται μέσα στην πόλη, καθώς εισορμά μέσα από την πύλη της Αμμοχώστου και το τουρκικό ιππικό. …Ο αριθμός των νεκρών της πρώτης ημέρας λέγεται ότι ξεπέρασε τις 20.000. όσοι πιάστηκαν τις τρεις πρώτες ημέρες θεωρήθηκαν σκλάβοι…. Από καμμιά άλλη ελληνική πόλη, εκτός από την Κωνσταντινούπολη, δεν είχαν αποκομίσει οι Τούρκοι τόσο πλούσια λάφυρα, όσα από την Λευκωσία» σ. 246

Κατά παράβαση της συμφωνίας παράδοσης της Αμμοχώστου, στα 1571, «οι Τούρκοι ορμούν προς την πόλη και ένα μεγάλο μέρος απ’ αυτούς κατορθώνει να εισδύση στην πόλη και να ριχθή στην σφαγή, στο σκλάβωμα, στις λεηλασίες και στις ακολασίες. Στις 6 του μηνός (Αυγούστου) απαγχονίζονται, ύστερ’ από διαπόμπευση μέσα από τους δρόμους, ο L. Tiepolo και ο Έλληνας αρχηγός των stradioti Α. ή  Μ.Α. Σπηλιώτης. Μαρτυρικός ήταν ο θάνατος του M. A. Bragadin: αφού στις 4 του μηνός του έκοψαν τ’ αυτιά και την μύτη, στις 8 τον υπέβαλαν σε διάφορους ταπεινωτικούς εξευτελισμούς, και κατόπιν τον οδήγησαν στην κεντρική πλατεία, όπου τον έγδαραν ζωντανό. Ο Bragadin για μισή ώρα υπέμενε με στητή την ψυχή τα μαρτύρια, ώσπου το μαχαίρι του βασανιστή του έφτασε στο στήθος. Ώς τις τελευταίες στιγμές του αρνήθηκε ν’ αλλαξοπιστήση για να σώση τη ζωή του» σ. 248

Στα 1571, μετά τη νίκη της Ναυπάκτου, «ο Μονεμβασίας Μακάριος Μελισσηνός, μαζί με τον αδελφό του Θεόδωρο ξεσήκωσε τους Πελοποννήσιους σε επανάσταση» σ. 256

Μετά από αποκάλυψη της παραπάνω συνωμοσίας «Ο μητροπολίτης Παλαιών Πατρών Γερμανός, που ήταν φαίνεται επικεφαλής της ανταρσίας στην περιοχή του, κατακομματιάστηκε μαζί με τον ανεψιό του από τους Τούρκους. … Επίσης βρήκαν φρικτό τέλος (παλουκώθηκαν) ο αρχιεπίσκοπος Ρόδου και δυο άλλοι πρόκριτοι της πόλης. Θανατώθηκαν ακόμη οι μητροπολίτες Νάξου και Μυτιλήνης με τέσσερις ιερείς» σ. 257

Το Χρονικό του Γαλαξιδίου γράφει για τους πρόκριτους της Δ. Στερεάς «εσκοτωθήκασι γουν, με χίλια βασανιστήρια οι άλλοι ογδοήντα, οι πρώτοι κεφαλάδες και τα ανδρειότερα παλληκάρια, με απιστιά μεγάλη· ακούσατε· 22 Γαλαξιδιώτες, 3 Βουνοχωρίες… όλοι για την πατρίδα και την θρησκεία, συμπαθημένοι από όλες τες αμαρτίες!» σ. 258

Στα 1572 ο Ουλούτζ Αλή «καίει τα χωριά της Νάξου και Πάρου και ίσως και άλλων νησιών» σ. 259


Στα 1576 ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Ιωακείμ (συνυπογράφουν ο Βελεσού Φώτιος, ο Βελεγράδων Νεκτάριος και ο Καστορίας Σωφρόνιος) με επιστολή προς τον Don Juan de Austria ζητούν την διεξαγωγή νέων επιχειρήσεων κατά των Τούρκων. σ. 265

Στα 1568 «Επί Σελίμ Β’, οι Τούρκοι είχαν προβή στην κατάσχεση μετοχίων και άλλων κτημάτων των μονών μέσα στο Άγ. Όρος και γενικά μέσα στην αυτοκρατορία. ….Τότε φαίνεται ότι και μέσα στην ίδια την ιερή χερσόνησο είχαν λεηλατήσει και καταστρέψει μονές και είχαν σφάξει απελπισμένους φλογερούς μοναχούς….Επίσης στις 27 Ιανουαρίου 1570 οι ιεροσπουδαστές (σοφτάδες) των Σερρών είχαν πατήσει το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και είχαν σκοτώσει μερικούς μοναχούς» σ. 269

Μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου αναφέρεται ότι «οι Τούρκοι ρίχθηκαν σε λεηλασίες, φόνους και αιχμαλωσίες στις περιοχές Θεσσαλονίκης, Αγ. Όρους και Καρπάθου, ότι τα θύματα ήταν επάνω από 30.000 και κύριος στόχος τους ήταν οι μοναχοί» σ. 270

Στην Αίγυπτο κατά τον Μελέτιο Πηγά «με διαταγή του σουλτάνου είχαν καή τα ελληνικά βιβλία και χειρόγραφα και ότι είχε απαγορευθή να μιλούν ελληνικά» σ. 271


Σε αναφορά του για τους ορθόδοξους κληρικούς της βενετοκρατούμενης Κρήτης  ο Βενετός Cavelli κατηγορεί τον ορθόδοξο κλήρο ότι σπρώχνει τον λαό προς την ανυπακοή και την ανταρσία. σ. 301

Ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χριστόδουλος στα 1604 στέλνει επιστολή προς τον Κάρολο Εμμανουήλ «που την υπογράφουν όχι μόνον ο αρχιεπίσκοπος και οι επίσκοποι, αλλά και πρωτοπαπάδες, πρωτονοτάριοι…και τον διαβεβαιώνει ότι 35.000 άνδρες είναι κατάλληλοι για πόλεμο απέναντι μόνο 8.000 Τούρκων» σ. 330

Ο ηγούμενος της μονής Θεοτόκου της Εικοσιφοινίσσης Θεόκλητος στα 1632 με επιστολή του στο δούκα της Σαβοΐας τον προτρέπει να αναλάβει την απελευθέρωση της Κύπρου. σ. 330

Στα 1596 ο από τη Μάνη αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Αθανάσιος υπόσχεται στους Βενετούς «να ξεσηκώσει τους Ηπειρώτες και τους Αλβανούς. Εμφανίζεται ανάμεσα στους πολεμικούς κατοίκους της Χειμάρρας και αποστέλλει άνθρωπό του με επιστολές, στο βασίλειο της Νεάπολης» σ. 333

Κάτοικοι «των ελληνικών περιοχών της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου που είναι γύρω από την Πίνδο, ιδίως οι κληρικοί κάνουν έκκληση προς τον πάπα Κλήμη Η’» σ. 337, όπου γράφουν «ο του Χριστού λαός, ο Θετταλίας, Ηπείρου τε και Μακεδονίας, και σύμπασα εφεξής η Ελλάς και μυρίους υπέρ της πίστεως θανάτους υποστήσεται»  και ζητούν τη σύγκληση αντιτουρκικής δυτικής σταυροφορίας.

Στα 1608, μερικοί Έλληνες ιερείς και τέσσερις καλόγεροι από τα Τρίκαλα και τα Ιωάννινα που φτάνουν στη Νάπολη αναφέρουν ότι «οι πληθυσμοί εκείνων των περιοχών ήταν έτοιμοι ν’ αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό» σ. 341

Μετά από καταστολή ανταρσίας στην Ήπειρο στα 1611 «Κάθε μέρα οι Τούρκοι βασανίζουν, εκτελούν συνήθως αθώους και σκλαβώνουν όχι μόνον άνδρες, αλλά κάποτε και τις γυναίκες και τα παιδιά τους… Οι χριστιανοί κάτοικοι, ιδίως οι μοναχοί, είναι για τους Τούρκους και Εβραίους αντικείμενα εμπαιγμών και καταδιώξεων. Το μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Διχούνη καταστρέφεται από τα θεμέλια, εκτός από το καθολικό…στα 1622 γίνεται πια παιδομάζωμα στα Ιωάννινα» σ. 346

Στα 1610 ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος γράφει στους Ισπανούς ζητώντας να αποβιβαστούν στη Μάνη και να εκδιώξουν τους Τούρκους. σ. 351

Ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Χρύσανθος Λάσκαρις, ένα-δύο χρόνια μετά την εκλογή του (21 Μαρτίου 1601) είχε εγκαταλείψει την έδρα του και τριγύριζε στις πόλεις και χώρες της Δυτικής Ευρώπης αναζητώντας την υποστήριξη των ισχυρών της για την απελευθέρωση των ελληνικών χωρών. σ. 354

«Ο πενηντάρης Κορίνθιος λόγιος και μοναχός Ρωμανός Νικηφόρος, που μένει στο Παρίσι διδάσκοντας τα ελληνικά γράμματα, αναφέρει στα 1631 σε επιστολή του προς τον βασιλιά της Σουηδίας Γουστάβο Β’ Αδόλφο, ότι στα 1620 είχε σταλή από τον πατριάρχη Τιμόθεο στο δούκα του Nevers με σκοπό να πραγματευθή την απελευθέρωση των Ελλήνων…. Κατά τα τέλη του 1631 πηγαίνει στη ελεύθερη τότε πόλη της Γερμανίας Rostock, για να ικετεύση εξ ονόματος όλων των Ελλήνων το Γουστάβο Αδόλφο "ἵνα εὐμενεῖς ὀφθαλμοῦς ἄρῃ πρὸς τὴν ἡμετέραν ἔτι δύστηνον καὶ πολυστένακτον Ἑλλάδα"» σ. 362-3

Στο Άγιο Όρος «Κατά τα τέλη του 1638 οι Τούρκοι έχουν εξαπολύση άγρια τρομοκρατία, φυλακίζουν και δέρνουν τον καθένα για το παραμικρό. Αιτίες είναι ότι η φιλοχρηματία τους τους κάνει άπληστους, ότι απεσταλμένοι τους ζητούν 3 τσεκίνια ως ενίσχυση για τον πόλεμο, ότι ερευνούν ν’ ανακαλύψουν χριστιανούς σκλάβους ή Τούρκους που έγιναν χριστιανοί» σ. 366

Ο Κύριλλος Λούκαρις: «Πως η ανατολική Εκκλησία να είναι κακά καταστεμένη δεν το αρνούμεθα. (…) Όσον πως δεν έχομεν σοφίαν και μαθήματα αλήθεια είναι (…) και τώρα αν εβαρβαρώθημεν ημείς και εκείνοι [Λατίνοι] εσοφίσθησαν παράξενον δεν είναι· η πτωχεία και η αφαίρεσις της βασιλείας μας το έκαμαν (…) εις την Ελλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους ευρίσκεται [ο Τούρκος] και κακοπαθούσιν οι άνθρωποι δια να στέκουν εις την πίστιν τους» σ. 450

Απόκρουση πρώτης πολιορκίας του Ρεθύμνου, 1646 «Εξαγριωμένοι οι Τούρκοι ξεθυμαίνουν στα γύρω χωριά και στα μοναστήρια: λεηλατούν, καίουν, γκρεμίζουν τα σπίτια των χωρικών, αρπάζουν τα ζώα, κόβουν τα δένδρα, αναζητούν τους φυγάδες στις σπηλιές, δέρνουν όσους βρίσκουν, ληστεύουν και βιάζουν τις γυναίκες τους» σ. 494

Άλωση Ρεθύμνου, 11-10-1646 «Τραγικές στιγμές διαδραματίζονται παντού, ενώ πλήθη από άνδρες και γυναικόπαιδα τρέχουν με αλλοφροσύνη να σωθούν μέσα στο Καστέλλι, στην ακρόπολη. Ανεμπόδιστοι τότε πια οι εισβολείς μέσα στην πόλη σκλαβώνουν, γκρεμίζουν, αναποδογυρίζουν μνήματα, μιαίνουν εκκλησίες και συντρίβουν τα εικονίσματα» σ. 496

Μετά την άλωση του Ρεθύμνου: «εξαγριωμένοι ξεχύνονται στην ύπαιθρο, κυριεύουν δεκάδες χωριά και κωμοπόλεις της Κεντρικής και Ανατολικής Κρήτης σκορπίζοντας παντού τον όλεθρο, καταστρέφουν σπίτια και αμπέλια, σκλαβώνουν τους άνδρες και τα γυναικόπαιδα, όσους δεν προφταίνουν ν’ απομακρυνθούν σε άσυλα, κόβουν ακόμη τα ελαιόδενδρα και καίουν δάση» σ. 496-7

1647 «Νέα όμως καταδρομή του στον Χάρακα καταλήγει σε πανικό και μεγάλη καταστροφή. Από τότε οι Τούρκοι ξεχύνονται λεηλατώντας σε όλα τα χωριά της Κρήτης, πολλά από τα οποία προσκυνούν. Η επαρχία Σητείας καταστρέφεται απ’ άκρη σε άκρη» σ. 497

Κατά την πολιορκία του Χάνδακα «ο λόγιος κληρικός Γεράσιμος Βλάχος, ο "δημόσιος των επιστημών διδάσκαλος και ιεροκήρυξ", αυτός που με "συνεχή και επίμονα κηρύγματα" εμψυχώνει τους κατοίκους του Χάνδακα (…) Ο ίδιος ακόμη μέσα στον Χάνδακα κουβαλά σάκκους με χώμα για να κλείσουν τα ρήγματα των τειχών, δοκάρια για τα οχυρωματικά έργα, φέρνει επιδέσμους για τους πληγωμένους στα νοσοκομεία, σκαπάνες και φτυάρια για τους σκαπανείς, και παρακινεί πολλές γυναίκες να μεταφέρουν και οι ίδιες χώμα, νερό και πέτρες για τις ανάγκες των τειχών. Ακόμη προσφέρει ό,τι έχει από την ιδιωτική του περιουσία για να οργανωθή καλύτερα η άμυνα. Έτσι, εκτός από τις άλλες δαπάνες του, στις 25 Ιουνίου 1649 δανείζει 1000 αργυρά σκούδα στο ταμείο του Χάνδακα. Πολεμά και ο ίδιος με το σπαθί στο χέρι, με δυο ανεψιούς, τον Αρσένιο Καλούδη και τον Γρηγόριο Βλάχο, και με ένα υπηρέτη, σε μια από τις πιο επικίνδυνες θέσεις, στον προμαχώνα Ιησού. Αποτέλεσμα να τον επικηρύξουν οι Τούρκοι και να υποσχεθούν αμοιβές σ’ εκείνον που θα τον έφερνε νεκρό ή ζωντανό» σ. 498


«Στα 1648 με την πρωτοβουλία του Ματθαίου Καλλέργη στέλνονται μέσ’ από τον Χάνδακα ορισμένοι ιερείς, για να κινήσουν σε αντιπερισπασμό τους Σφακιανούς εναντίον των Τούρκων. Σκοπός τους θα ήταν να βοηθήσουν τους Βενετούς στην επιχείρηση του Αλμυρού Αποκορώνου. Ο αντιπερισπασμός όμως αυτός αποτυχαίνει και ο τουρκικός στρατός, αφού πρωτύτερα υποτάσσει την περιοχή του Αγ. Βασιλείου Κισάμου και των άλλων επαρχιών, εισβάλλει στα Σφακιά, καταλαμβάνει το κάστρο τους, πιάνει τους ιερείς και τους κρεμά κατά μήκος των δημόσιων δρόμων» σ. 499


«ο μοναχός Δανιήλ, γόνος παλαιάς και αρχοντικής οικογένειας της Αθήνας, πρόσωπο της εμπιστοσύνης του βασιλιά της Σουηδίας Καρόλου Ι’ Γουστάβου (1654-1660)… στέλνει στο βασιλιά του στις 12 Νοεμβρίου 1655 επιστολή στην οποία γράφει… "δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο έθνος από το ελληνικό, που βρίσκεται στην μεγαλύτερη σκλαβιά εδώ και τόσα χρόνια, κατά την διάρκεια των οποίων κακοποιούμενοι και τυραννούμενοι παρακαλούν τον θεό να τους ελευθερώση…"» σ. 507


«Άλλος Έλληνας πατριώτης, που θέλει να επωφεληθή από τον πόλεμο της Κρήτης, είναι ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Νικηφόρος, που απευθύνεται στον δόγη της Βενετίας στις 17 Μαΐου 1664 και ζητεί στρατό και όπλα, οπότε οι 60.000 Έλληνες του νησιού είναι εύκολο να νικήσουν τους 5.000 Τούρκου….Μόλις φτάση η βενετική βοήθεια, οι Κύπριοι αμέσως θα αγωνισθούν με το κορμί και με την ψυχή τους» σ. 509

Κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κρήτης «Ο θρησκευτικός φανατισμός των Τούρκων τόσο ανάβει, ώστε ο ίδιος ο γιος του Κιοπρουλή γκρεμίζει εκκλησίες μέσα στην Κωνσταντινούπολη και εμποδίζει να τις ανακαινίσουν. Επίσης ένας Τούρκος πλαστογραφεί φιρμάνι και παρουσιάζοντάς το καταστρέφει εκκλησίες στην Μακεδονία και στις άλλες ελληνικές χώρες. Τελικά ανακαλύπτουν την απάτη και κρεμούν τον δράστη, αλλά οι εκκλησίες μένουν ερειπωμένες. Για πολλούς μόνη σωτηρία είναι να γίνουν μουσουλμάνοι. Απελπισμένοι ιερείς και κοσμικοί – τώρα ίσως περισσότεροι από κάθε άλλη φορά – ασπάζονται την ισλαμική θρησκεία. Έτσι π.χ. στην Λαζία εξισλαμίστηκαν οι χριστιανοί πέρ’ από την Τραπεζούντα ως τον ποταμό Τζορόχη. Πολλές περιοχές και μοναστήρια ερημώνονται»  σ. 510

«Η καταστροφή άρχισε από την Τραπεζούντα το 1665. πλήθη φανατικών μουσουλμάνων, άπληστων για λεηλασία και διαρπαγή, όρμησαν – παρά τις εκκλήσεις των τοπικών αρχών – με επικεφαλής τον μουφτή εναντίον της Μητροπόλεως, κατέστρεψαν έπιπλα, σκεύη, χειρόγραφα και την καθιέρωσαν ως τζαμί. Κατόπιν έδιωξαν τους χριστιανούς της συνοικίας και οικειοποιήθησαν τα λαμπρά σπίτια τους. τα ίδια έκαναν και στην συνοικία της Αγ. Σοφίας. Κατά τις ταραχές αυτές πολλοί Έλληνες βρήκαν τον θάνατο» σ. 511

«Ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Γεράσιμος Β’ Παλλαδάς (1688-1710) αυτόπτης μάρτυρας των σκληρών μαχών, θρηνεί την πτώση του νησιού του, κυρίως του Χάνδακα» σ. 532

 

4) Από την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτικής Αθηνών Α.Ε., τόμος Ι’

«Οι έκτακτοι φόροι και αγγαρείες που επιβάλλονταν για τις ανάγκες των διοικητικών οργάνων, για την επισκευή των οχυρωματικών έργων, για τη συντήρηση των οδών και των γεφυρών, για την εξάρτυση του στρατού και του στόλου, για τις έκτακτες ανάγκες των εκστρατειών κλπ. έτειναν με την πάροδο του χρόνου να γίνωνται καταπιεστικώτεροι και επαχθέστεροι από τους τακτικούς φόρους. Στρατιές φοροεισπρακτόρων, ζαμπίτηδων, ταγσηλδάρηδων, καδήδων, σερέτ-δαβάδων, βεκίληδων, δραγουμάνων, μαμούρηδων και πουμπασίρηδων, απομυζούσαν τους φτωχούς ραγιάδες απαιτώντας διάφορα πρόστιμα, όπως το «φονικό» και το «κερατιάτικο» και έκτακτες εισφορές, όπως το «αλατιάτικο», «γρασιδιάτικο», «πανιάτικο», «σουρσάτ», «σουγιέμ», «πεσινάτι», «πακιγιέ», «συνεισφορά», «προσφορά», «δραγομανιά», «ρέσιμο», «βικιαλέτι», «χισμέτι», «ταϊνάτι» κλπ.
         
Χαρακτηριστική εικόνα των φορολογικών καταπιέσεων των χριστιανών κατά τα τέλη της περιόδου μάς δίνει ο Γάλος πρόξενος στην Αθήνα Ιωάννης Giraud. Ο επικεφαλής των τουρκικών αρχών βοεβόδας, ο οποίος εξαγόραζε το αξίωμά του για 35.000 πιάστρα τον χρόνο, εκτός από τα «υποχρεωτικά δώρα» (πεσκέσια) που δεχόταν κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, εισέπραττε τα ακόλουθα ποσά:  15.700 πιάστρα από τον κεφαλικό φόρο, 500 από το δικαίωμα βοσκής στους ελαιώνες και στα αμπέλια μετά τον τρύγο, 150 από τους δραγάτες, 40 από τους μεταξοπαραγωγούς, 110 από τους ασβεστάδες, κεραμοποιούς και μελισσοτρόφους. Επιπλέον εισέπραττε τη δεκάτη από τους Τούρκους και το χαράτσι (περίπου 14%) από τους χριστιανούς επί της παραγωγής των δημητριακών, των λαχανικών, του βαμβακιού, του λιναριού και της υπόλοιπης αγροτικής παραγωγής. Τα έσοδα του βοεβόδα συμπληρώνονταν από την υποχρεωτική πώληση στους Έλληνες των προϊόντων τα οποία συγκέντρωνε στην ανώτατη τιμή που είχαν φθάσει τα προϊόντα αυτά εκείνο τον χρόνο. Υποχρέωνε επίσης τους σαπωνοποιούς και τους παντοπώλες να αγοράσουν από αυτόν 2.000 μιζούρια λάδι σε τιμή πολλαπλάσια της αξίας του. Εισέπραττε επίσης ως δικαίωμα άλατος 49 πιάστρα ανά οικογένεια και πουλούσε σε υψηλή τιμή τα βαλανίδια της Αττικής, τα οποία συγκέντρωναν για λογαριασμό του οι Αρβανίτες έναντι εξευτελιστικής αμοιβής. Εισέπραττε τα τελωνειακά δικαιώματα, τα οποία ανέρχονταν σε 4% της αξίας των εισαγωγών και των εξαγωγών για τους Τούρκους και 5% για τους χριστιανούς. Ειδικά οι Αθηναίοι πλήρωναν διπλό τέλος. Ο βοεβόδας είχε επίσης το δικαίωμα του «πεταμάλ», δηλαδή περιερχόταν σ’ αυτόν η περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους, και του «ταπού», δηλαδή της πωλήσεως του δικαιώματος γαιοχρησίας όταν ο μέτοχος πέθαινε χωρίς να αφήση άρρενες απογόνους. Εισέπραττε επίσης το τέλος του «φονικού», 25 άσπρα από κάθε χριστιανικό σπίτι για κάθε δολοφονία ή θάνατο που οφειλόταν σε ατύχημα. Στα εισοδήματά του προσετίθεντο οι εισπράξεις της δίκαιης ή άδικης συλλήψεως ταραχοποιών, μοιχών κλπ. Τα κέρδη από την πώληση ως σκλάβων κοριτσιών που συλλαμβάνονταν να έχουν προγαμιαίες σχέσεις ανήκαν επίσης στον βοεβόδα. Στις φορολογικές υποχρεώσεις των υποδούλων θα πρέπει ακόμη να προστεθούν τα όχι ευκαταφρόνητα δικαιώματα των φοροεισπρακτόρων και των ζυγιστών. Εκτός από τους φόρους που κατέβαλλαν στον βοεβόδα οι Αθηναίοι πλήρωναν στον καπουδάν πασά το «πανιάτικο», το ποσό που χρειαζόταν για να αγορασθούν καραβόπανα καθώς και πουκάμισα για τους σκλάβους (10.500 πήχεις πανί το χρόνο) καθώς και στον σουλτάνο το «σουρσάτ» για τις εκστρατείες του, ποσό που ανήλθε το 1673 σε 1.200 τάλληρα» σ. 48-50.

«Η εκούσια προσέλευση ενός χριστιανού στον ισλαμισμό αποτελούσε μεγάλο γεγονός της θρησκευτικής ζωής των μουσουλμάνων, αληθινή νίκη, και εορταζόταν πανηγυρικά. «Όταν ένας χριστιανός θέλη να γίνη Άπιστος», γράφει ο αιχμάλωτος των Τούρκων Ιωάννης Schiltberger στις αρχές του 15ου αι., «πρέπει εμπρός σε όλους τους ανθρώπους να υψώση το δάκτυλο και να πη τις λέξεις: La ill ach ilalach· ο Μωάμεθ είναι ο αληθινός προφήτης του. Και όταν το πη αυτό, τον οδηγούν στον ανώτατο ιεροδικαστή· πρέπει τότε να επαναλάβη τις παραπάνω λέξεις μπροστά στον ιεροδικαστή και να αρνηθή τα χριστιανική πίστη· και όταν το κάμη αυτό, του φορούν καινούργιο ένδυμα και οεροδικαστής δένει ένα καινούργιο σαρίκι στο κεφάλι του, και αυτό το κάνουν για να φανή πως είναι Άπιστος, γιατί οι χριστιανοί φορούν στο κεφάλι γαλάζιο σαρίκι και οι Εβραίοι κίτρινο. Στη συνέχεια ο ιεροδικαστής ζητά από όλους τους ανθρώπους να φορέσουν τις πανοπλίες τους· και όποιος έχει άλογο να ιππεύση το ιππεύει· το ίδιο κάνουν όλοι οι ιερωμένοι που βρίσκονται στη γειτονιά. Και όταν έλθουν όλοι τον ανεβάζουν επάνω σε ένα άλογο και έπειτα το πλήθος πρέπει να προχωρή πριν από αυτόν και οι ιερωμένοι πηγαίνουν από πίσω του με σάλπιγγες, κύμβαλα και φλογέρες και δύο ιερωμένοι ιππεύουν κοντά σ’ αυτόν· κι έτσι τον περιφέρουν στην πόλη· και οι Άπιστοι φωνάζουν με δυνατή φωνή και δοξάζον τον Μωάμεθ και οι δύο ιερωμένοι του λένε αυτές τις λέξεις: «Ένας είναι ο Θεός και υπηρέτης του ο Μεσσίας, δούλη του η Μαρία και ο Μωάμεθ ο μεγαλύτερός του προφήτης». Αφού τον περιφέρουν παντού μέσα στην πόλη από τον ένα δρόμο στον άλλον, κατόπιν τον οδηγούν μέσα στο τζαμί και τον περιτέμνουν. Αν είναι φτωχός, συγκεντρώνουν με έρανο πολλά χρήματα και οι άρχοντες τον τιμούν ιδιαίτερα και τον κάνουν πλούσιο. Αυτό κάνουν, για να είναι πιο πρόθυμοι οι χριστιανοί να προσηλυτισθούν στη δική τους πίστη. Αν πρόκειται για γυναίκα που επιθυμεί να αλλαξοπιστήση, αυτή οδηγείται επίσης στον ανώτατο ιεροδικαστή και πρέπει να πη τις παραπάνω λέξεις.  Ο ιεροδικαστής κατόπιν παίρνει τη ζώνη της, την κόβει στα δύο και σχηματίζει με τα κομμάτια ένα σταυρό. Η γυναίκα τότε πρέπει να πατήση τον σταυρό τρεις φορές, να αρνηθή τη χριστιανική πίστη και να πη τις λέξεις που αναφέραμε παραπάνω».
          Οι νεοφώτιστοι μουσουλμάνοι επιβεβαίωναν τη νέα τους πίστη καταπιέζοντας και τυραννώντας τους άλλοτε ομόθρησκους ομοεθνείς τους. οι αρνησίθρησκοι αυτοί χαρακτηρίζονται επιγραμματικά από τον Βενετό βάιλο (πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη) Ματθαίο Zane ως «…οι πιο αλαζόνες» σ. 58

Η οριστική θεσμοποίηση του devsirme από το α’ ήμισυ του 15ου αι., μολονότι στην ουσία αντέβαινε προς τις αρχές του ιερού νόμου, αφού δεν επρόκειτο πια για την αξιοποίηση αιχμαλώτων πολέμου, δικαιολογήθηκε καθώς φαίνεται, αρχικά τουλάχιστον, με τη θεωρητική διατήρηση της «καταστάσεως πολέμου» και μετά την οριστική κατάκτηση, και κατά συνέπεια και της ισχύος του σουλτανικού δικαιώματος αποκτήσεως αιχμαλώτων από τους κόλπους των αλλοθρήσκων υποδούλων πληθυσμών, ειδικώτερα των ορθοδόξων χριστιανών οι οποίοι θεωρήθηκε ότι προέβαλαν σοβαρή αντίσταση στην οθωμανική προέλαση (οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική στρατολογία). Έτσι κατά την πρώτη περίοδο της τουρκοκρατίας η βίαιη στρατολογία των χριστιανοπαίδων, που πήρε τη μορφή αληθινής «δεκάτης αίματος» και έμεινε γνωστή ως παιδομάζωμα, περιορίσθηκε μόνο στη χερσόνησο του Αίμου, και μόνο από τα τέλη του 15ου αι., όταν πια είχε επίσημα θεσμοποιηθή, επεκτάθηκε και στην Μικρά Ασία» σ. 59

«Οι σουλτανικές διαταγές ήταν αυστηρές και δεν άφηναν καμμιά αμφιβολία σχετικά με τον τρόπο διενεργείας της στρατολογίας. Σύμφωνα με ένα φιρμάνι της 29ης Μαρτίου1601 προς τις τουρκικές αρχές της Ρούμελης, οι «νέοι των απίστων» έπρεπε να είναι «καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι». Απροθυμία ή αντίσταση των γονέων να παραδώσουν τα παιδιά τους συνεπαγόταν την εσχάτη των ποινών: «…όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος τις αντιστή εις την παράδοσιν του γενιτσάρου υιού του, θ’ απαγχονίζηται ευθύς εις το κατώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας» σ. 61

Παραδοσιακά οι Τούρκοι χρησιμοποιούν οχλοκρατικούς διωγμούς κατά των χριστιανών (Bibliothèque nationale de France)


«Χαρακτηριστική για την οδύνη που προκαλούσε στους χριστιανικούς πληθυσμούς το παιδομάζωμα είναι μια συγκινητική ομιλία από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια, πιθανόν του 1395, του μητροπολίτη  Θεσσαλονίκης Ισιδώρου Γλαβά: «Φρίττω γαρ το χαλεπόν κατά των φιλτάτων ακηκοώς επίταγμα και, ως εις πυρ απρόσιτον ή ρομφαίας άμαχον, ούτως έχω προς αυτό… Τι γαρ ουκ αν άνθρωπος πάθοι, παίδα ορών ον εγέννησεν, όν ανέθρεψεν, υπέρ ου πολλά πολλάκις των οφθαλμών επέσταξε δάκρυα, εις άκρον ευχόμενος ευδαιμονίας εληλακέναι, τούτον εξαίφνης βιαίως αλλοφύλων χερσίν αρπαζόμενον και εις αλλόκοτα μεταπεσείν έθη βιαζόμενον και βαρβαρικής στολής και φωνής και ασεβείας και δυσωδίας άλλης σκεύος γενέσθαι μετά μιρκόν προσδοκώμενον… Τίνα λοιπόν θρηνήσειεν, εαυτόν ο πατήρ ή τον παίδα;  Τούτο μεν, ότι της του γήρως εστέρηται βακτηρίας, ότι το φως απώλεσε των οφθαλμών, ότι τον εις τάφον ουκ έχει γνησίως παραπέμψοντα και οσίας άλλης και τιμής αξιώσοντα, ότι καρπόν, ον ήλπησε Θεώ προσενεγκείν, εις καρπόν ορά μεταποιηθησόμενον τω διαβόλω… εκείνο δε, ότι παις ελεύθερος δούλος γίνεται, ευγενής ων εις βάρβαρον ήθος βιάζεται, ο μητρικαίς χερσί και πατρικαίς ηδέως κολακευόμενος βαρβαρικής ωμότητος εμπίπλασθαι πρόκειται, ο προς ναούς ορθρίζων και ιερούς φοιτών διδασκάλους προς φόνους· φευ, ομοφύλων και ταύτα διανυκτερεύειν παιδεύεται, ότι  κυνών και ορνέων διακονίαν εγχειρίζεται ο θείοις οίκοις διακονείσθαι χειροτονούμενος… το δε πάντων έσχατον των κακών, ότι Θεο΄, φευ, ελεεινώς χωρίζεται και διαβόλω παναθλίως συμπλέκεται και τελευταίον σκότω και γεέννη συν τοςι δαίμοσι παραπέμπεται. Ταύτα τίνος ουκ αν διαρρήξειε σπλάχνα, τις ουκ αν προς τοσαύτην εκάμφθη, και κατεκλάσθη συμφοράν; Ει γαρ θηρίον ην, ει γαρ λίθος, ει γαρ σίδηρος, ει γαρ αυτοαδάμας, έπαθεν αν ενταύθα των ανθρωπίνων» σ. 64

«Χαρακτηριστική είναι και η επιστολή χριστιανών της δυτικής Μικράς Ασίας με ημερομηνία 20 Ιουνίου 1456, που απευθύνεται προς τον μεγάλο μάιγστρο των ιπποτών της Ρόδου. Η επιστολή («ετούτω ένεν το χαρτήν το επένσασην οι χριστιανοί άνθρωποι») είναι έκκληση βοηθείας των κατοίκων προς τους ιππότες. Μετά την προσφώνηση λέγουν: «Ημείς οι πτωχοί οι δούλι σας οι χριστιανοί οι ένπρεποι άνθρωποι, όπου ήκεβαν εις την Τουρκίαν, μικροί τε και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, την αυθεντία σας, να τον ξεύρετε, αυθέντη, πως έχωμεν αγανάκτησιν από τον Τούρκον, και παίρνουν τα παιδία μας και κάμνουν τα μουσουλμάνους, και δια τούτω παρακαλούμεν την αυθεντίαν σας… να βάλεται βουλήν, και στείλη ο αγιώτατος ο πατριάρχης (ο Πάπας) τα κάτεργά του, να μασυκόσεται απεδώ με τας γυναίκάς μας και με τα παιδία μας, ότι έχομεν μεγάλην αγανάκτησιν από τον Τούρκον, ότι να μη χάσομεν τα παιδία μας, αμή να έλθομεν εις τον τόπον σάς, να ζήσομεν και να αποθάνομεν ως υποταχτικοί της αυθεντίασας εντάμα μετά σας πάντοτε. Ει δε και αφήσετέ μας εδώ εις τούτο νίκον, ότι να χαθούν τα παιδία μας, να το δόσεται λόγιον εις τον θεόν, και το κρήμαν μας να ένεν απάνο σας» σ. 65

«Η απόγνωση των υποδούλων χριστιανών, ιδιαίτερα μάλιστα των Ελλήνων, απηχείται και σε ξένα έγγραφα της εποχής. «Έμαθα, γράφεις τις 4 Απριλίου 1579 ο εκπρόσωπος του δόγη της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολι προς τον κύριό του, …ότι οι χριστιανοί υπήκοοι Οθωμανοί τόσον εκείνης της χώρας (της Πελοποννήσου), όσον και της Ελλάδος, ευρίσκονται τώρα εις εσχάτην απόγνωσιν και ανέκφραστον λύπην, διότι εις διάστημα 25 ημερών υπέστησαν όλας αυτάς τας ανυποφόρους επιβαρύνσεις, ήτοι να κταταβάλουν το συνηθισμένον «χαράτσι», να πληρώνουν την αγγαρείαν, που ονομάζεται «αβαρίτς», δια τον εξοπλισμόν των γαλερών, να δώσουν τα παιδιά των, ίνα τα κάμουν αζαμογλάνια, να δώσουν αδιακρίτως κατοικίαν και τροφήν εις τους σπαχήδς, που συναθροίζονται δια τον κατά της Περσίας πόλεμον, και τέλος να απογυμνωθούν από τους σπαχήδες και από το ολίγον εκείνο που τους απέμεινεν εις τα χωρία των, τα οποία είναι πτωχά· και πληρώνουν τους σπαχήδες οι κάτοικοι με ό,τι έχουν και με το αίμα των ακόμη!» σ. 65

«Σε άλλες περιπτώσεις τέλος το παιδομάζωμα οδήγησε και σε βίαιες αντιδράσεις των υποδούλων. Έτσι τον Φεβρουάριο του 1581 με επιστολή τους προς τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ οι Χιμαριώτες ζητούσαν την επέμβαση των χριστιανικών δυνάμεων για να σώσουν τα παιδιά της Ελλάδος. Χαρακτήρα επαναστατικού κινήματος έλαβε η αντίδραση των Ναουσαίων σε απόπειρα διενεργείας παιδομαζώματος το 1705. όπως μαρτυρούν έγγραφα του ιεροδικείου Βεροίας, οι κάτοικοι αρνήθηκαν να παραδώσουν τα παιδιά τους και σκότωσαν τους Τούρκους στρατιωτικούς τους εντεταλμένους με τη στρατολογία. Έπειτα περισσότεροι από 100 άνδρες, με επικεφαλής τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δυο γιούς του, σχημάτισαν «συμμορφία», ύψωσαν τη σημαία της ανταρσίας και άρχισαν να διατρέχουν τα βουνά και τις πεδιάδες στην περιοχή της Βέροιας και της Νάουσας ληστεύοντας και σκοτώνοντας τους μουσουλμάνους της υπαίθρου»  σ. 65
Το γράμμα των Χιμαριωτών γράφει μεταξύ άλλων: «να λυτρώσεις ημάς και τα παιδιά μας όλης της Γρέτζιας, όπου καθημερινώς τα παίρνουν οι ασεβείς και τα κάνουν τουρκόπουλα» σ. 324

«…σύμφωνα με τουρκική πηγή του τέλους του 16ου αι., 200.000 παιδιά χριστιανών ήταν ήδη θύματα του παιδομαζώματος, χωρίς να υπολογίζωνται στον αριθμό αυτό οι αιχμάλωτοι πολέμου, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν, όπως είναι φυσικό, και πολλοί νέοι. Μόνο στην Τραπεζούντα, όταν περιήλθε στην κατοχή των Τούρκων το 1461, αναφέρεται ότι εξισλαμίσθηκαν 800 «παλληκαρόπουλα», ενώ στη Νέα Φώκαια 100. Χρονικό των αρχών του 16ου αι. αναφέρει ότι κατά την κατάκτηση της Πελοποννήσου ο Μεχμέτ Β’ πήρε σε μια περίπτωση 300 και σε άλλη 900 «παιδιά αρσενικά και τα έκαμε δια γενιτζάρους» σ. 65



Για τους εποικισμούς στη Μακεδονία:

«Η σημερινή ελληνική Μακεδονία εποικίσθηκε κατά το β’ ήμισυ του 14ου αι., δηλαδή επί Μουράτ Α’ ή και επί Βαγιαζίτ Α’, από Γιουρούκους γεωργούς και ιδίως βοσκούς, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν κυρίως στην περιοχή των Σερρών, της Θεσσαλονίκης και στην κοιλάδα του Αξιού. Ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour (τέλη 18ου αι.) αναφέρει ότι οι εγκαταστάσεις των Γιουρούκων σκοπό είχαν «να συγκρατούν τους νικημένους, αλλά όχι υποταγμένους Έλληνες» και προσθέτει ότι «στο παραμικρό άκουσμα ανταρσίας οι Γιουρούκοι οπλίζονται και κατεβαίνουν στα ελληνικά χωριά για να επιβάλουν την τάξη». Οι έποικοι αυτοί απετέλεσαν τη μεγαλύτερη ομάδα Γιουρούκων της Βαλκανικής και μετέφεραν στη βόρεια Ελλάδα τα απλοϊκά και άγρια ήθη και έθιμα των Τουρκομάνων προγόνων τους. Ειδικώτερα όσοι από αυτούς εγκαταστάθηκαν βορείως του Λαγκαδά ενοχλούσαν τους παλαιούς κατοίκους, Έλληνες, Βλάχους και Βουλγάρους, οι οποίοι τελικά αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τα χωριά τους. μάταια ένα φιρμάνι της 27ης Δεκεμβρίου 1695 διέταζε να πάψουν οι βιαιοπραγίες «μερικών ληστών Γιουρούκων» οι οποίοι, κατεβαίνοντας στα χριστιανικά χωριά, άρπαζαν γεωργικά προϊόντα, έκλεβαν ζώα και απήγαν ακόμη και γυναίκες και παιδιά.
          Οι Γιουρούκοι της κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται στο βιβλίο της απογραφής των αρχών του 16ου αι. ως «Γιουρούκοι του Εβρενός», γι’ αυτό εικάζεται ότι ανήκαν στη φυλή του μεγάλου αυτού Τούρκου πολεμάρχου, ότι προέρχονταν από την περιοχή του Σαρουχάν και είχαν ακολουθήσει τον γαζή Αχμέτ Εβρενός και τους απογόνους του Bürakκαι Umur (…) Εποικισμός νομάδων Γιουροούκων ή Κονιάρων (από το Ικόνιο), όπως ονομάζονται από ορισμένες πηγές, αναφέρεται επίσης και στη νοτιοδυτική Μακεδονία, στα τέλη του 14ου αι., και κυρίως στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιόλ και Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδος). Και εδώ η εγκατάσταση Τούρκων επέφερε αναστάτωση τους γειτονικούς ελληνικούς πληθυσμούς και προκάλεσε τα ίδια φαινόμενα που είδαμε και παραπάνω, τη φυγή ή τον εξισλαμισμό των κατοίκων. Πραγματικά πολλοί τότε κάτοικοι της δυτικής Μακεδονίας αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές τους εστίες και να ζητήσουν άσυλο σε ορεινές και δύσβατες θέσεις, στις πλαγιές του Βοΐου και των άλλων γύρω βουνών, όπου ίδρυσαν τα χωριά τους». σ. 68

Θεσσαλία: «Την εισβολή των Τούρκων στη Θεσσαλία ακολούθησε επί Βαγιαζίτ Α’ (1389-1402) η πρώτη εγκατάσταση μωαμεθανών εποίκων στην περιοχή αυτή. Το 1386, αφού κατέλαβαν το Κίτρος και έπειτα το τελευταίο προς Ν. οχυρό της Μακεδονίας, τον Πλαταμώνα, οι άτακτοι γαζήδες ξεχύθηκαν προς τα Τέμπη με οδηγούς τους γνωστούς για τον φανατισμό τους δερβίσηδες. Σημαντικό ρόλο στη συντριβή της ελληνικής άμυνας έπαιξε τότε ο δεβρίσης Χασάν Μπαμπάς. Θρησκευτικός και πολεμικός αρχηγός ο ίδιος, ακολουθούμενος από τους γνωστούς για τη μαχητικότητά τους Τουρκομάνους γαζήδες, έσπασε την αμυντική γραμμή του Κάστρου της Ωριάς, πέρασε τα Τέμπη και έσπειρε τον πανικό στους χριστιανικούς πληθυσμούς με όπλα το αραβικό του σπαθί και το φοβερό του τοπούζι (ρόπαλο).

          (…) Ο Χασάν Μπαμπάς φαίνεται ότι υπήρξε κλασσικός τύπος «πολεμιστού της πίστεως» και μέλος της περίφημης αιρέσεως των φανατικών μπεκτασήδων δερβίσηδων, που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν στην εξάπλωση και εμπέδωση της οθωμανικής κυριαρχίας, ιδίως στη Μικρά Ασία. Στην έξοδο της κοιλάδος των Τεμπών, στις ειδυλλιακές όχθες του Πηνειού, στη θέση του βυζαντινού Λυκοστομίου, που είχε σχεδόν ερημωθή από τους χριστιανούς κατοίκους του μετά τις αλλεπάλληλες εχθρικές εισβολές του 14ουαι. και ανασυνοικισθή από μωαμεθανούς, ίδρυσε ο Χασάν Μπαμπάς κατά τα ήθη των δερβίσηδων, τεκέ (μονή) ο οποίος αναδείχθηκε μετά τον θάνατό το σε πολυσύχναστο θρησκευτικό κέντρο των μωαμεθανών της περιοχής. Αξίζει να σημειωθή εδώ ότι μέσα στον τάφο (türbe) του Χασάν Μπαμπά σώζονται ακόμη και σήμερα ορισμένα τμήματα επιγραφής από κείμενο του 48ου κεφαλαίου του Κορανίου που έχει τον τίτλο «Η νίκη», στο οποίο εκφράζονται πολύ χαρακτηριστικές για τον φανατισμό των μουσουλμάνων ιδέες: πόλεμος κατά των απίστων, θεϊκή ανταμοιβή των πιστών που θα πάρουν μέρος, αλλά και τιμωρία εκείνων που θα απόσχουν. Τις βασικές αυτές έννοιες τις συνόψιζε επιγραμματικά η επιγραφή «θάνατος στους απίστους», σκαλισμένη επάνω στις λόγχες που συγκρατούσαν δύο πράσινες τουρκικές σημαίες» σ. 69

Η ζωή των σκλάβων: «Αξιολύπητη ήταν βέβαια η ζωή των γυναικών που πουλιόνταν στα σπίτια ή στα χαρέμια των μουσουλμάνων. Αλλά και των ανδρών ήταν τραγική. Ο ρωμαλέος μάλιστα σκλάβος ήταν πολύτιμο εμπόρευμα, γιατί ήταν δυνατό να εργασθή και ως βοσκός και ως γεωργός, να αντικαταστήση κάποτε και το ζώο στο άροτρο ή και να χρησιμοποιηθή σε άλλες βαριές εργασίες ή και ως κωπηλάτης στις γαλέρες (στα κάτεργα). Κατά τον βαρώνο von Mitrowitz, που είχε προσωπική εμπειρία του δράματος αυτών των ανθρώπων, η δουλειά στα κάτεργα ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Γυμνοί σχεδόν, με ένα βρακί μόνο από λινάρι, οι κωπηλάτες (οι «κατεργάρηδες»), καθισμένοι στον πάγκο τους με το ένα πόδι και τα χέρια τους αλυσοδεμένα, κωπηλατούσαν με την κάψα του ήλιου ή με το άγριο ξεροβόρι και την βροχή κάτω από το βλοσυρό βλέμμα του καπετάνιου, ο οποίος κτυπούσε λυσσασμένα με το βρεγμένο μαστίγιο τον σκλάβο που σταματούσε την κωπηλασία. Τα άφονα ζωύφια που τρέφονταν από το αίμα τους δεν γίνονταν αισθητά από τα βασανισμένα κορμιά τους. η τροφή τους ήταν δύο μικρά κομμάτια ξερό ψωμί. Οι μόνες ήσυχες ημέρες ήταν εκείνες που περνούσαν όταν έφθαναν στα νησιά» σ. 87

Για τα προνόμια του Μωάμεθ Β’ «τα προνόμια των υποδούλων στηρίζονταν σε μία μονόπλευρη πράξη, η οποία ήταν κάθε στιγμή ανακλητή με το πρόσχημα ότι παραβιάσθηκε η «τζιμμά», και ότι οπωσδήποτε εκείνοι που παραχώρησαν τα προνόμια ή οι διάδοχοί τους δεν δίσταζαν να τα καταπατήσουν όταν έπαυε να υπάρχη η σκοπιμότητα που τα υπαγόρευσε. (…)

          Η κατάκτηση της Συρίας και της Αιγύπτου από τους Οθωμανούς κατά τις αρχές του 16ου αι. απετέλεσε αποφασιστική καμπή για τη θέση των τζιμμήδων, και ιδιαίτερα των ορθοδόξων. Η εδραίωση του κράτους και η ενσωμάτωση σε αυτό μεγάλου αριθμού ορθοδόξων μουσουλμανικών μαζών ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση των σουλτάνων και τους οδήγησε σε αυστηρότερη ισλαμική ορθοδοξία. Η ενίσχυση της θέσεως του σουλτάνου απέναντι στους αιρετικούς δερβίσηδες περιόριζε ίσως ορισμένες αυθαιρεσίες φανατικών που αποσκοπούσαν στον βίαιο εξισλαμισμό των χριστιανών, αλλά η επιβολή του ορθόδοξου ισλαμισμού έκοβε τις γέφυρες που συνέδεαν παλαιότερα τη λαϊκή λατρευτική ζωή των δύο θρησκειών και αύξαινε το χάσμα που χώριζε τους πιστούς από τους απίστους. Εξ άλλου, η χρησιμοποίηση χριστιανών και ιδίως Ελλήνων, αρχικά αναγκαίων για την οργάνωση του οθωμανικού κράτους, περιορίσθηκε, ώστε ματαιώθηκε η προσέγγιση κατακτητών και κατακτημένων. (…) Σημαντικώτερη όμως συνέπεια της ενισχύσεως του μουσουλμανικού στοιχείου και της εδραιώσεως της σουλτανικής εξουσίας ήταν ότι έπαψε να υπάρχη η πολιτική σκοπιμότητα που είχε υπαγορεύσει την παραχώρηση των προνομίων κατά την περίοδο της κατακτήσεως. Φυσικό επακόλουθο ήταν η συνεχής καταπάτησή τους με διάφορους τρόπους και προφάσεις» σ. 43-4.

Μετά τον Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή: «Οι σαντζακμπέηδες, πασάδες και μεηλερμπέηδες αγόραζαν στην Κωνσταντινούπολι τα αξιώματά τους πλειοδοτώντας και δωροδοκώντας του ισχυρούς του Διβανίου. Φθάνοντας όμως στις επαρχίες με πολυάριθμη και πολυδάπανη ακολουθία, μακριά από την επίβλεψη του σουλτάνου, προσπαθούσαν με τις αυθαιρεσίες τους σε βάρος των κατοίκων, Τούρκων και ιδίως Χριστιανών, όχι μόνο να αποζημιωθούν για τις δαπάνες τους αλλά και να πλουτίσουν. Οι πασάδες ενεργούσαν ουσιαστικά σαν ανεξάρτητοι και τυραννικοί ηγεμονίσκοι. Αλλά και οι καδήδες, επειδή δεν είχαν τακτικό μισθό, όπως αναφέρθηκε, έκριναν τις υποθέσεις αποβλέποντας στα πρόστιμα και στα διάφορα ωφελήματα που μπορούσε να τους δώση η θέση τους και οι περιστάσεις, τα οποία και αποτελούσαν γι’ αυτούς τη μοναδική πηγή εισόδων. Ακόμη και οι υπάλληλοι των ταχυδρομείων (τσαούσηδες) καταπίεζαν τους χωρικούς των περιοχών από όπου περνούσαν· κατέλυαν στα σπίτια τους, έτρωγαν και έπιναν σε βάρος τους και αυθαιρετούσαν με διάφορους τρόπους. Η άμυνα των ραγιάδων απέναντι στις ποικίλες αυτές καταπιέσεις ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη, γιατί προϋπέθετε την αποστολή αντιπροσώπου στην Πύλη και την αντιμετώπιση εκεί διαφόρων δυσκολιών που ήταν δύσκολο να υπερνικηθούν» σ. 44

«Ανάμεσα στους ιεράρχες που έμμεσα τουλάχιστον αναμίχθηκαν στις αντιτουρκικές αυτές κινήσεις ήταν και οι πατριάρχες Μητροφάνης Γ’ (1565-1572), Θεόληπτος Β’ (1585-1586), Ιερεμίας Β’ (1572-1595 με μικρά διαλείμματα), Νεόφυτος Β’ (1607-1612 κυρίως) και Τιμόθεος Α’ (1612-1620)»  σ. 97

«Αξίζει να παρατεθή εδώ το κύριο μέρος μιας επιστολής που απηύθυνε το 1609 ο πατριάρχης Νεόφυτος στον βασιλέα της Ισπανίας Φίλιππο Γ’ (…) Το άκρως απόρρητο αυτό έγγραφο (ανέκδοτο ακόμη στα ισπανικά αρχεία του Σιμάνκας), που διαβιβάσθηκε στον Φίλιππο μέσω δύο Ελλήνων μυστικών πρακτόρων, είναι ενδεικτικό των αντιτουρκικών αισθημάτων και των προσδοκιών που στήριζε τότε μια μερίδα της ορθόδοξης ιεραρχίας στην επέμβαση των δυτικών δυνάμεων στα πράγματα της τουρκοκρατούμενης Ανατολής. «Θεοδόξαστε, θεοτίμητε, γαληνότατε βασιλεύ αυτοκράτωρ Ισπανίας… Προ πολλού και υπό πολλών ακηκόαμεν την καλήν θέλησιν και βουλήν, ην ένευσεν ο Θεός εις την καρδίαν σου, του ελευθερώσαι την μεγαλώνυμον και περιβόητον βασιλεύουσαν ταύτην Πόλιν συν ταις λοιπαίς πολιτείαις αυταίς και ότι και ητοιμάσατο, την αιτίαν δε ην ενεπόδισεν ουκ οίδαμεν, πλην ως ίσμεν υπό των αμαρτιών ημών εστί τούτο. Δια τούτο παρακαλούμεν και δεόμεθα ίνα ποιήσης έλεος και ελευθερώσης τον λαόν του Χριστού, ως μιμητούς αυτού… και ίνα δοξαστής και το όνομά σου εις τον αιώνα μεγαλυνθήσεται… Όμως μη βραδύνης, αλλ’  ό έχεις ποιήσαι, ποίησον τάχιον, όπως μη καταφθείρωσιν ημάς οι άγριοι θήρες και λυσσώδεις κύνες εις το παντελές. Ούτω δεόμεθα, ούτως ικετεύομεν και μη αποτύχωμεν (…)» σ. 97


«Τη ζοφερή ατμόσφαιρα κατά την περίοδο αυτή περιγράφει σύντομα αλλά πολύ παραστατικά ο σύγχρονος με τα γεγονότα πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος: «…Εκρέμασεν ο βεζύρης δύο πατριάρχας Κωνσταντινουπόλεως (Παρθένιο Β’ και Παρθένιο Γ’) και τον αρχιεπίσκοπον Ιπεκίου· (…) ο υιός του Κιουπρουλή Βεζίρη εκρήμνισε τας εκκλησίας εις Κωνσταντινούπολιν και εμπόδισε να ανακαινίζωνται εκκλησίαι πανταχού· την μητρόπολιν Τραπεζούντος, τον άγιον Φίλιππον, εκάμασι σμαγίδι· ένας Τούρκος έπλασεν ορισμόν (φιρμάνι) και επήγεν εις Ελλάδα και Μακεδονίαν και εκρήμνισε πολλάς εκκλησίας· εις την Λαζίαν ετούρκισαν οι χριστιανοί από Τζορέχη ποταμού έως Τραπεζούντος, ή τε Κρήτη ελήφθη και έλλειψαν   οι σπουδαίοι (λόγιοι) και οι ζωγράφοι» σ. 100

Μετά από την κατάληψη της Πάτρας από τους Βενετούς στα 1466, οι τελευταίοι επέμεναν να καταδιώξουν μακριά από τις βάσεις τους τον τουρκικό στρατό. Ο αρχηγός των Βενετών Barbarigo «έσπευσε με τους άνδρες του να προλάβη τον κύριο όγκο των δυνάμεων του Ομάρ ώς το Σαραβάλι και ακόμη πιο πέρα, ώς τις ορεινές διόδους του Σιδηροκάστρου. Εκεί πέφτει σε ενέδρα, που προκαλεί «καθολικόν τζακισμόν των Βενετίκων», κατά την έκφραση ανώνυμου Έλληνος χρονικογράφου:  Ο ίδιος ο Barbarigo και μερικοί ακόμη Βενετοί αξιωματούχοι σκοτώθηκαν· χάθηκαν επίσης 120 περίπου στρατιώτες και αιχμαλωτίσθηκαν αρκετοί Έλληνες ιππείς – μαζίμε τους διοικητές τους, τον Ράλλη (που ανασκολοπίσθηκε) και τον Μάρκο-επιφάνειο Κλαδά (που γδάρθηκε ζωντανός). (…) Οι συνεργάτες των Βενετών συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν, ο μητροπολίτης [Πάτρας] Νεόφυτος ανασκολοπίσθηκε» σ. 270.

Μετά τη Ναυμαχία της Ναυπάκτου (1570): «Ήρθασι γουν – γράφει ο συντάκτης του χρονικού ιερομόναχος Ευθύμιος – πολλοί Μωραΐτες μέσα στο Γαλαξίδι, και μέσα στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονος εκάμασι με τους Γαλαξιδιώτες τες συμφωνίες με όρκο για να σηκωθούνε την ίδια ημέρα· και οι Λιδωρικιώτες το επαραδεχθήκασι και οι Σαλονίτες, όσοι ήρθασι κρυφά στο Γαλαξίδι, και εμείνασι σύμφωνοι πως άλλοι της στεριάς και άλλοι του πελάγου να βαρέσουσι τους Τούρκους λέγοντες: ή να πεθάνωμε ή να ξεσκλαβωθούμε· και όποιος μετανιώση ή προδώση αυτά που είπαμε να μην ιδή Θεού πρόσωπο. Και εβάλασιν όλοι τα χέρια απάνου στες εικόνες και επήκασι φοβερόν όρκον» σ. 321

Ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Γαβριήλ «το 1585 πήγε στη Ρωσία, για να καταλήξη το 1587 στη Ρώμη, στον πάπα Σίξτο Ε’, σκοπός της μεγάλης αυτής περιοδείας του αρχιεπισκόπου ήταν ασφαλώς να πείση τους ισχυρούς της εποχής να βοηθήσουν στην απελευθέρωση του υποδούλου ποιμνίου του. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο Γαβριήλ δεν ετόλμησε να επιστρέψη στην έδρα του» σ. 325

«Ο πρωτοπόρος δημοτικιστής Νικόλαος Σοφιανός με θλίψη παρατηρούσε το 1544 «ότι δια την μακράν και πικρότατην δουλοσύνην το ημέτερον γένος εξέπεσε και ουδέ καν αναθυμάται την προκοπήν οπού είχαν οι πρόγονοί μας, με την οποίαν άφησαν εις όλην την οικουμένην λαμπράν και αθάνατον δόξαν… Εις τέτοιαν κακήν τύχην κατήντησε το πάλαι ποτέ μακαριστόν γένος ημών των Γραικών, ότι μόλις ευρίσκεται τώρα διδάσκαλος οπού νάναι ικανός να διδάσκει τους νέους καν την γραμματικήν τέχνην»» σ. 368

«Από την ίδια αγωνία κατέχονταν και οι απόδημοι στη Δύση Έλληνες λόγιοι, όπως ο Αντώνιος Έπαρχος: και γαρ εν των νυνί χρόνω μηδεμίαν ή μικράν όλως ορώντες καταβάλλεσθαι φροντίδα περί τα γράμματα τους Έλληνας, δια την ξυμβάσαν τω γένει καταστροφήν, αποπνιγόμεθα πάνυ χαλεπώς» σ. 368

«..ο Ευγένιος Γιαννούλης στις αρχές του 17ου αι.: εν τοις μέρεσι της Αιτωλίας, της εμής αθλίας πατρίδος, και επί πάσιν σχεδόν τοις πέριξ εκείνη κλίμασιν εξέλιπε προ πολλών ήδη χρόνων άπαν καλόν, μεθ’ ό η των πεζών γραμμάτων γνώσις… και ούτω συνέβη τους εκείσε πάντας αναλφαβήτους γενέσθαι και άγαν τρισβαρβάρους…σπάνιόν τι χρήμα ο ιερεύς εκεί, ο απλώς γραμμάτων είδησιν έχων» σ. 368

Ο Θεόδωρος Ζυγομαλάς στα 1577 προς τον Κρούσιο: «βασιλείας Γραικών μη ούσης, η και η σοφία και οι σπουδαίοι επανεπαύοντο. Δύστηνοι εσμέν Μεγαρείς» σ. 368

5) Από το βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. Δ'
Στα 1686 «αρματολοί και ανώτεροι κληρικοί εξαπλώνουν την επανάσταση στην Στερεά Ελλάδα. Στην Ήπειρο και Ακαρνανία, εκτός από τον Σουμίλα και τον Μεϊντάνη, στρέφουν τα όπλα κατά των Τούρκων και οι αρματολοί Χρίστος Βαλαωρίτης και Σπαθογιάννης, ενώ στην Ανατολική Ελλάδα, εκτός από τον Χορμόπουλο και τον Λιβίνη, επαναστατούν και οι αρματολοί της Παρνασίδας Κούρμας και της Υπάτης Σπανός. Μαζί τους συμπράττουν ο επίσκοπος Σαλώνων Φιλόθεος, ο Θηβών Ιερόθεος, ο Λαρίσης Μακάριος και ο Ευβοίας Αμβρόσιος» σ. 22


Στα 1688 στην Αθήνα: «Μετά την αποχώρηση των Βενετών στίφη ατάκτων Τούρκων και ληστών κατατρέχουν την περιοχή της Αθήνας λεηλατώντας και καταστρέφοντας» σ. 26


Στα 1697  λόγω των ηττών των Τούρκων από τους Γερμανούς: «Και ο ίδιος ο μεγάλος διερμηνέας της Πύλης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στην αλληλογραφία του προς διάφορους επιφανείς Έλληνες δεν κρύβει την χαρά του για τις ήττες των Τούρκων, προ πάντων στους στενούς φίλους του Δοσίθεο, πατριάρχη Ιεροσολύμων, και στους μητροπολίτες Δρύστρας και Ηράκλειας» σ. 42


«Στην εποχή αυτή πρέπει ν' αναχθούν και οι συνεννοήσεις που άρχισαν μεταξύ του Σιατιστινού Ζωσίμου Αχρίδος και κατόπιν μητροπολίτου Σισανίου με τον πρίγκιπα Ευγένιο για την απελευθέρωση της Δυτικής Μακεδονίας, συνεννοήσεις που αναζωογονούνταν από καιρό σε καιρό επί πολλά χρόνια» σ. 42


Γύρω στα 1700 ο Francesco Grimani γράφει: «Τα πιο προσοδοφόρα και γόνιμα εδάφη του Βασιλείου τα εκμεταλλεύονταν Τούρκοι, που δεν βρίσκονταν στην ίδια κοινωνική κατάσταση με τους Έλληνες. αυτοί ή δεν είχαν τίποτε ή κατείχαν ένα ελάχιστο μέρος από τα πιο άγονα» σ. 46


Γύρω στα 1700 «επιβάλλεται στους κατοίκους της Ηπείρου και Αλβανίας ο εισπραττόμενος από τους σπαχήδες φόρος "γιοβά χαράτς" ή αλλιώς "βοστίνα", στην αρχή στα αγόρια μέχρι των 12 ετών (οπότε άρχιζε ο κεφαλικός), αλλ' αργότερα καταχρηστικά και σε κάθε άρρενα οιασδήποτε ηλικίας» σ. 64


Στα τέλη του 17ου αι. «στον ίδιο τσάρο φέρνει και πουλεί ο Κωνσταντινουπολίτης χρυσοχόος Ιωάννης Γεωργίου χρυσό διάδημα στολισμένο με πολύτιμες πέτρες, διαμάντια, ζαφείρια και σμαράγδια, όμοιο με του "ευσεβεστάτου αυτοκράτορος των Ελλήνων Κωνσταντίνου"» σ. 68


«Συμπληρωματικά μπορούν να θεωρηθούν όσα γράφει ο De la Guilletiere στα 1676,  ότι οι Έλληνες "έχουν μια κρυφή ελπίδα ότι θα ξεπεταχθή μια μέρα ένας Έλληνας αρχηγός, άξιος μιμητής των αρχαίων, ο οποίος θα τους απελευθερώσει από την τυραννία των Τούρκων.."» σ. 69


Στα 1709 ο λόγιος Ναουσαίος μοναχός Αναστάσιος θεωρώντας ότι ο Μέγας Πέτρος θα απελευθερώσει την Ελλάδα γράφει μεταξύ άλλων: «Εύγε των Πιερίδων˙ πάλιν η Ελλάς βασιλικά φθέγγεται...η Ελλάς μενεί τε και ζήσεται» σ. 71


«Έχουμε την σύγχρονη μαρτυρία ιησουιτών της Θεσσαλονίκης (1714) που μνημονεύουν ότι οι Έλληνες της πόλης αυτής ήταν πεπεισμένοι ότι ο τσάρος θα τους απολύτρωνε κάποια μέρα από τον τουρκικό ζυγό» σ. 74


Στα 1715 οι Τούρκοι καταλαμβάνουν την Λευκάδα: «οι άτακτοι φέρθηκαν και εδώ επίσης όπως και στην Βόνιτσα...λεηλάτησαν τα σπίτια, σκότωσαν 600 κατοίκους και άλλους αιχμαλώτισαν» σ. 83


Για τους Έλληνες κατοίκους της Κων/πολης ένας ξένος γράφει: «Η όψη των υπολειμμάτων του αρχαίου τους μεγαλείου, αν και θλιβερή και ταπεινωτική, τους γεμίζει το κεφάλι με δεν ξέρω ποιες υπεροπτικές ιδέες, που τους κάνουν απείθαρχους και ματαιόδοξους» σ. 115


Ο καθολικός επίσκοπος Βερνάρδος Βοκκίνης (τέλη 18ου αι.) γράφει προς τους Βενετούς «...το έθνος των Ελλήνων αποβλέπον εις την ανάκτησιν της απολεσθείσης αυτοκρατορίας του...» σ. 156


«Σε σουλτανικό φιρμάνι του 1740 αναγνωρίζεται ότι οι πόλεμοι έγιναν αιτία να επιβαρυνθούν οι ραγιάδες με πρόσθετες φορολογίες και να υποφέρουν "σωματικώς και οικονομικώς, ένεκα δε τούτου τινές μη έχοντες πόρον ζωής εις τους καζάδες ...επροτίμησαν τον εκπατρισμόν των...» σ. 205


Ο Ηλίας Μηνιάτης (απεβ. 1714) γράφει προς τους Έλληνες: «Τόσον μεγαλείον του Γένους μας, τόση δόξα της βασιλείας μας, ηξεύρετε πώς αφανίσθη; διαβάσατε τας ιστορίας μας. Όχι από την δύναμιν των Περσών, όχι από το σπαθί των Αγαρηνών, αλλά από τον φθόνον μας...» σ. 304


Στα 1775 έγραφε ο Μετρών και Αθύρων «Θαύμα πώς ουκ εξέλιπεν όλως η καθωμιλουμένη κοινή των Ελλήνων γλώσσα εκ της Ελλάδος αυτής υπό βαρβάρων τελούσης και καταπολεμουμένης...» σ. 307


Ο μοναχός Καισάριος Δαπόντες (απεβ. 1784) γράφει σε ποίημά του: «Ελλάς, καθέδρα των εθνών και των αυτών μαντείον! / Ελλάς, σοφία ζωντανή, και το αυτής ταμείον, / το των σοφών βασίλειον, η των ηρώων πόλις, / ο νόμος και ο οφθαλμός της οικουμένης όλης...» σ. 314


Γύρω στα 1767: «Στην ΒΔ Μακεδονία, από την Έδεσσα ώς και τον Περλεπέ, ληστές μουσουλμάνοι λεηλατούν ολόκληρα χωριά και αιχμαλωτίζουν παρθένους.....Ακόμη και μέσα στις πόλεις δεν υπάρχει προστασία. Έτσι π.χ. στην Θεσσαλονίκη οι γενίτσαροι είναι στοιχεία ανωμαλιας και αναρχίας. Συχνά βρίζουν, εκβιάζουν, κακοποιούν, δολοφονούν ομοεθνείς τους ή Έλληνες ή και Εβραίους» σ. 358


Σε έκθεση του Γάλλου πρόξενου της Άρτας (1761) διαβάζουμε: «οι καταπιέσεις των Διοικητών της Άρτας και των Ιωαννίνων πάνω στον πληθυσμό, καθώς και οι εκβιασμοί των Αλβανών από δεκαετίας και εδώ οδήγησαν τον τόπο στην έσχατη αθλιότητα. Τα σπίτια και οι εξοχές είναι ως επί το πολύ ακατοίκητα και έρημα...» σ. 363


Γύρω στα 1759 τη διεύθυνση της Ακαδημίας αναλαμβάνει ο Νικόλαος Τζερτζούλης. «Όπως ο Βούλγαρις, έτσι και ο Τζερτζούλης ήταν...θερμός θιασώτης της Μεγάλης Ιδέας. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του για μαντείες, που ήταν αρεστές στις μάζες του λαού: "Ερμηνεία περί αναστάσεως Κωνσταντινουπόλεως σύντομος εις τους χρησμούς του Λέοντος Σοφού"» σ. 366


Κατά τα Ορλωφικά «οι κληρικοί υποβοήθησαν σημαντικά το έργο των Ρώσων μυστικών πρακτόρων, γιατί διέδιδαν τις προφητείες, που μιλούσαν για την άλωση της Πόλης από τους Ρώσους» σ. 384


«Ο σουλτάνος παίρνοντας αφορμή από τις έριδες της μονής των Ιβήρων και άλλων μοναστηριών... στέλνει στα 1764 στο Άγ. Όρος απεσταλμένο, ο οποίος κάνει απογραφή των μοναχών και επιβάλλει (κοντά στον κεφαλικό φόρο και την δεκάτη) και άλλος πρόσθετους φόρους» σ. 387


Με την αποτυχία της εξέγερσης των Ορλωφικών «σαν ακρίδες πέφτουν στην πλούσια Πελοπόννησο, την εστία του επαναστατικού κινήματος, οι Αλβανοί μισθοφόροι και αρκετοί Τούρκοι της Μακεδονίας και Θεσσαλίας: οι πόλεις της λεηλατούνται, οι επαρχίες ερημώνονται, οι περισσότερες εκκλησίες, τα μοναστήρια παθαίνουν μεγάλες ζημίες και πολλοί, κυρίως πλούσιοι έμποροι ή άρχοντες χάνουν την περιουσία και την ζωή τους ακόμη» σ. 395


Επίσης τότε «πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών, καθώς κληρικών και μοναχών πουλιούνται στα πέρατα της οθωμανικής αυτοκρατορίας ως δούλοι. (...) Αλλά και η τύχη των Πελοποννήσιων που γλύτωσαν από την λαίλαπα αυτή δεν ήταν καλύτερη. Οι Αλβανοί επιδρομείς άρχισαν να τους καταπιέζουν και να τους βασανίζουν με πολλούς και απάνθρωπους τρόπους» σ. 396


«Στις 9 Μαρτίου 1771 σφάζουν οι Αλβανοί στην Λάρισα ορισμένους Τρικαλινούς. πυρπολούν και κατεδαφίζουν την εκκλησία του πολιούχου της Αχ. Αχιλλείου και στις 14 Ιουλίου λεηλατούν και καίουν την αγορά των Τρικάλων, καταστρέφουν ακόμα το Ανατολικό, το Μεσολόγγι και μερικά άλλα "κάστρα" και σκλαβώνουν γυναίκες και παιδιά. Απ' αυτούς άλλους πουλούν στον Τίρναβο, Δομένικο και Τσαρίτσανη και άλλους μεταφέρουν στην Αλβανία, όπου και τους εξισλαμίζουν. Τον άλλο χρόνο, 1772, καταστρέφουν το Δαδί και τον Μάρτιο του 1773 λεηλατούν την Λιβαδιά και κατά τους επόμενους μήνες διαρπάζουν τον Βόλο, τα χωριά του Πηλίου, της Ελασσόνας, του Πλαταμώνα, του Ολύμπου καθώς και τα Γρεβενά» σ. 401


«Στα 1773 επίσης οι επανερχόμενοι από την Πελοπόννησο μουσουλμάνοι Αλβανοί επέπεσαν εναντίον των Τρικάλων με την κατηγορία ότι οι κάτοικοι τους είχαν αναμειχθή στις επαναστατικές ζυμώσεις του 1770 και σκότωσαν και αιχμαλώτισαν πάρα πολλούς. Η πόλη σχεδόν ερημώθηκε. (...) Η  ίδια κατάσταση συνεχίζεται και στα 1774, στις ίδιες σχεδόν περιοχές, Τρίκαλα, Λαμία, Φάρσαλα, Βόλο κ.ά.» σ. 402


«Λεηλασίες, φόνοι, βιασμοί, εμπρησμοί κτλ. διαπιστώνονται και σε άλλες ελληνικές περιοχές, όπως π.χ. στην Μυτιλήνη, Λήμνο, Θράκη, Φιλιππούπολη, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη. (...) "Ουκ έστιν ημίν βασιλεία ή πόλις ή κώμη ελευθέρα της μωαμεθανικής δουλείας...", γράφει χαρακτηριστικά στα 1775 ο Μετρών Γεράσιμος» σ. 404


Στο Άγιο Όρος «Στα 1777 το χρέος των μονών Αγ. Παντελεήμονος, Κασταμονίτου, Εσφιγμένου και Διονυσίου στο τουρκικό δημόσιο ανεβαίνει στις 150.000 γρ. και διατάσσεται η πληρωμή του με τόκο 5%» σ. 404


Στα 1770 μετά από ρωσσοτουρκική ναυμαχία «στην πλησιέστερη προς το δράμα Σμύρνη σημειώθηκαν και αιματηρά αντίποινα σε βάρος των χριστιανών, Ευρωπαίων και Ελλήνων:  όταν έληξε η ναυμαχία με τα γνωστά αποτελέσματα, άρχισε ο αναβρασμός του τουρκικού όχλου και στις 8 Ιουλίου, ημέρα Κυριακή, από τις 7 το πρωί, ξεχύθηκε στους δρόμους σφάζοντας όσους έβρισκε εμπρός του. Οι σφαγείς συνέχισαν το αποτρόπαιο έργο τους ώς τις 11 το πρωί, και έστειλαν στον Άδη 800-1000 περίπου Έλληνες και Αρμένιους. Η αργία της Κυριακής έσωσε τους αμπαρωμένους μέσα στα σπίτια τους κατοίκους» σ. 411


Στα τέλη του 18ου αι. ο υποπρόξενος της Γαλλίας στη Χίο Louis Jouvin γράφει για τους Έλληνες υπηρετούσαν τους Ρώσσους διότι «ίσως τρέφονταν με την χιμαιρική ιδέα ν' αποκατασταθούν στην παλιά αυτοκρατορία τους. Αυτοί άλλωστε ήταν οι ενδόμυχοι πόθοι τους» σ. 413


Στα 1795 ο Γάλλος πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Beaujour σε έκθεσή του μεταξύ άλλων γράφει: «"...Οι Εβραίοι είναι κοσμοπολίτες και δεμένοι με την γη λιγότερο από τους Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δική τους πατρίδα και τους Τούρκους ως φορτικούς και περαστικούς"» σ. 502


Σε δήλωσή του προς την τσαρίνα στα 1792 ο Λάμπρος Κατσώνης «ενώ χρησιμοποιεί συνήθως τη λέξη "Ρωμαίοι", μεταχειρίζεται μολαταύτα δυο φορές την έκφραση "ελληνικό γένος"» σ. 579


«Κατά τη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου 1787-1792 εντείνονται τα δεινά των ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι δοκιμάζουν τις επιπτώσεις των στρατιωτικών ατυχιών και των οικονομικών αναγκών των Τούρκων: βαριές αλλεπάλληλες φορολογίες, απογυμνώσεις των χριστιανικών μονών και ναών από τα χρυσά και αργυρά ιερά σκεύη τους, βίαιες στρατολογίες ναυτικών για τα τουρκικά καράβια και ποικίλες άλλες καταπιέσεις» σ. 583


Στα 1798 ο γιος του Αλή πασά Μαχμούτ κυριεύει την Πρέβεζα «και προβαίνει σε ομαδικές εκτελέσεις των κατοίκων χωρίς να φεισθή γέρους, γυναίκες και παιδιά» σ. 612


Στα 1800 ο Γάλλος Stephanopoli παραθέτει ένα άσμα ανώνυμου Πελοποννήσιου λαϊκού μουσικού τα ταξίδια του στο Μοριά μεταξύ 1797-8 (Voyage 2, σ. 75-78):
«"Τ' ήταν η Γραίκια μια φορά / κι' άκουσε τ' είναι τώρα, / Που ο τύραννος μού ερήμαξε / Το γένος των Ρωμαίων. / Πού είναι η Αθήνα μου, / Πού είναι κείνη η Αθήνα / Πού ο κόσμος εθαμάκτηκε / και σέβεται ακόμη; / Εκεί επρωτοφάνηκε / η ελευθερία εις τον κόσμον. / ............................... / Πόλη μου, πού είν' τα κάλλη σου, / Πόλη δυστυχισμένη, / Πόλη μου φως που εφώτιζες / Ανατολή και Δύση; / Και τώρα είσαι η κατοικιά / βαρβαρωτάτου γένους, / και βλέπεις την αγιάν Σοφιά / στου Αγαρηνού τα χέρια, / να κάθεται κι' ο Μωάμεθ / εις των Γραικών τον θρόνον / να θρέφη τα Ρωμαιόπουλα / με της σκλαβιάς το γάλα"» σ. 664-5



6) Από το βιβλίο του Νεοκλή Σαρρή, Οσμανική πραγματικότητα, εκδ. Αρσενίδης.

«Πρώτον: (…) Οι μη μουσουλμάνοι αποτελούσαν μόνιμα τους δεύτερης κατηγορίας υπηκόους σε βαθμό μάλιστα που ο πρώτος στην τάξη μη μουσουλμάνος να έπεται του τελευταίου στην κοινωνική ιεραρχία μουσουλμάνου. Δεύτερον: Εκείνοι που πραγματικά ασκούσαν την εξουσία ήταν μουσουλμάνοι. Η λέξη «πραγματικά» έχει για την περίπτωση ένα ειδικό σημαινόμενο. Γιατί ο μη μουσουλμάνος που αναδεχόταν κάποιο επιτρεπόμενο σ’ αυτόν υπούργημα, εξαρτιόταν κυριολεκτικά από την ανοχή όχι μονάχα της υπερέχουσας/προϊστάμενης του αρχής αλλά και του οποιουδήποτε μουσουλμάνου. Και τούτο γιατί η αρχή της υπεροχής των μουσουλμάνων ήταν απόλυτη. Πολλά χτυπητά παραδείγματα πιστώνουν τις αρχές αυτές. Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση του Αλέξανδρου Σούτζου παράπλευρα στο παραθαλάσσιο μέγαρο του οποίου «εναυπηγείτο παρά Τούρκων ναυς». Δύο σκλάβες του φαναριώτη άρχοντα «δαρείσαι παρά της κυρίας των εξεπόρτησαν κλαίουσαι» και επειδή ήταν νέες τις «οικειοποιήθησαν» οι Τούρκοι εργάτες. Ο Σούτζος ζήτησε να του επιστραφούν οι κοπέλες και επειδή οι απαγωγείς αρνούνταν, προσέφυγε στα δικαστήρια. Εκεί οι Τούρκοι ισχυρίστηκαν με ψευδομάρτυρες ότι οι «σκλάβες» ήταν μουσουλμάνες, έτσι το δικαστήριο τους τις κατακύρωσε. Ο Σούτζος προσέφυγε και σε άλλη αρχή και το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Επειδή απείλησε ότι θα συνέχιζε τον αγώνα, οι Τούρκοι κατέφυγαν στον σαντραζάμη προσκομίζοντας τις πρότερες αποφάσεις. Την εποχή όμως εκείνη ο σουλτάνος Ορχάν Γ’ έβλεπε ο ίδιος τα εισερχόμενα/εξερχόμενα έγγραφα της πρωθυπουργίας, θεώρησε λοιπόν ότι ο Σούτζος είχε «παλλακίδες» τις δυο νέες. Πρόσταξε λοιπόν αμέσως να ανασκολωπισθεί ο φαναριώτης άρχοντας. Και τούτο γιατί βάση του ιερού νόμου απαγορεύονταν σε χριστιανούς οι σχέσεις με μουσουλμάνες. Δεν πείσθηκε με τις εξηγήσεις που του έδωσε ο σαντραζάμης, ότι δηλαδή οι δύο νέες ούτε μουσουλμάνες ήταν ούτε παλλακίδες, αλλά απλώς υπηρέτριες. Έτσι τελικά ο Σούτζος οδηγήθηκε στο ικρίωμα» (τ. 1, σ. 246).

 «Όπως παρατηρούν οι τούρκοι συγγραφείς: «Κατά τις αρχές του 16ου αιώνα μερικοί άεργοι και αργόσχολοι είχαν ανεύρει τρόπους κερδοσκοπίας γενόμενοι ο ένας μάρτυρας του άλλου σε δίκες που σκάρωναν σε βάρος χριστιανών και εβραίων, τους οποίους ενοχλούσαν αφόρητα. Με τις δίκες αυτές τους κατηγορούσαν ότι ύβρισαν τον ισλαμισμό, τον τουρκισμό ή τους ίδιους τους κατηγόρους ή ισχυρίζονταν ότι οι κατηγορούμενοι είχαν προηγουμένως εξισλαμιστεί και στη συνέχεια είχαν επιστρέψει στην παλιά τους θρησκεία. Με τις κατηγορίες αυτές φόβιζαν τους μη μουσουλμάνους ότι θα προσήγοντο στο δικαστήριο ή ενώπιον του δικαστηρίου, σοφίζονταν μια άλλη κατηγορία ή συκοφαντία και με τον τρόπο αυτόν αποσπούσαν χρήματα» (τ. 1, σ. 256).

«Η θρυλούμενη «ανοχή» του κράτους στην ενάσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων ή την τέλεση των εθίμων των πιστών, ήταν εναρμονισμένες με το πνεύμα της οσμανικής πραγματικότητας κατά το οποίο οι μη μουσουλμάνοι υπήκοοι ήταν μια μόνιμη και αστείρευτη πηγή πλουτισμού για τους κρατούντες, αλλά και για κάθε μουσουλμάνο. Πραγματικά, δεν υπάρχει ποτέ στην ιστορία τόσο ακριβοπληρωμένη «ανοχή». Για παράδειγμα, το 1725, για την ανοικοδόμηση ενός ναού στη συνοικία Τζιμπαλί της Κωνσταντινούπολης (Αγίου Νικολάου) δαπανήθηκαν 40.000 άσπρα από τα οποία 9.562 για την οικοδόμηση και τα 30.000 για «δώρα εις Τούρκους οίτινες ήσαν πλησιέστατοι τω ναώ γείτονες». Πρόκειται για το γνωστό «μερίδιο αποσιώπησης» (sys payi). Κατά συνέπεια, δεν ήταν μόνον οι επίσημοι και ημιεπίσημοι που δωροδοκούνταν αδρά, αλλά και ο οποιοσδήποτε μουσουλμάνος εισέπραττε το αντίτιμο της ανοχής του, η οποία είχε αναχθεί σε επάγγελμα» (τ. 1, σ. 296).

«Ενδέχεται να έχει σχηματιστεί η εντύπωση ότι ο κάθε φορέας κρατικής εξουσίας, έστω και ασήμαντος, μπορούσε να βασανίσει τον κάθε εξουσιαζόμενο ρεαγιά. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και την ειδική σχέση εξουσίας/υποτέλειας που συνέδεε τους μη μουσουλμάνους με τους μουσουλμάνους, σύμφωνα προς την οποία οι πρώτοι θεωρούνταν σε σχέση προς τους δεύτερους δεύτερης τάξης υπήκοοι, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο κάθε ρεαγιάς χριστιανός ήταν έρμαιο των διαθέσεων του κάθε μουσουλμάνου, ειδικά όταν αυτός ήταν κρατικός υπάλληλος. Το συμπέρασμα αυτό μερικά μπορεί να είναι σωστό, ωστόσο σ’ ένα μεγάλο ποσοστό τα πράγματα δεν εξελίσσονταν έτσι, εφόσον από τη μια οι ρεαγιάδες ικανοποιούσαν τις δοσιματικές κυρίως απαιτήσεις των «τούρκων» και από την άλλη γιατί πάντα υπήρχε η πιθανότητα να ελεγχθούν οι παρανομήσαντες σε βάρος των ρεαγιάδων» (τ. 1, σ. 310).

«Αν υπολογίσουμε ότι ένα μέσης κατάστασης νοικοκυριό χριστιανού είχε ετήσιο εισόδημα 600 άσπρα, θα έπρεπε να καταβάλλει από αυτά 250 άσπρα ως φόρο τσιφτιού και επιπλέον 180 άσπρα τζιζγιέ (με τον υπολογισμό τριών ατόμων από 60 άσπρα ο καθένας). Με διαφορετική διατύπωση η φορολογική του οφειλή ανερχόταν σε 430 άσπρα. Αντίθετα, για ένα παρόμοιο κτήμα ο μουσουλμάνος κατέβαλλε μόνο 165,5 άσπρα. Συνεπώς στο χριστιανό παρέμενε καθαρό μόνο το 28,5% του εισοδήματός του, ενώ στο μουσουλμάνο το 72%, δηλαδή 2,5 φορές περισσότερο» (τ. 2, σ. 218).

«Ακόμη και για την περίπτωση του καθορισμού της ημερομηνίας του Πάσχα υπήρξαν φορές που έπρεπε να δωροδοκηθούν οι αρχές προκειμένου να την εγκρίνουν (…) ο συνηθισμένος εορτασμός του τριημέρου του Πάσχα στον περίβολο του πατριαρχείου εξαρτιόταν από την προαναγγελία του γεγονότος στο σαντραζάμη, του αγά των γενιτσάρων, σε διάφορους βεζίρηδες όπως και στο απόσπασμα των γενιτσάρων που φρουρούσε το πατριαρχείο και την πύλη του Φαναρίου. Η προαναγγελία αυτή συνοδευόταν απαραιτήτως από πολλά δώρα. Παρομοίως για τον γιορτασμό του Πάσχα στις επαρχίες έπρεπε να δωροδοκηθούν οι τοπικοί οσμανοί αξιωματούχοι» (τ. 2, σ. 536).

«Όπως προκύπτει από έγγραφο του έτους εγ. 1222, δηλαδή το 1807, ένας μουσουλμάνος εισέβαλε στην εκκλησία του χωριού Φαναράκι του Βοσπόρου έψαλε την ισλαμική προσευχή (εζζάνι) και μεταταύτα τέλεσε ναμάζι. Με τον ισχυρισμό αυτό ζητήθηκε η μετατροπή της εκκλησίας σε τζαμί. Έντρομοι οι χριστιανοί αναγκάστηκαν να προσφύγουν στη δικαιοσύνη υποβαλλόμενοι σε δαπάνες για την έκδοση φετβά από τον σεϊχουλισλάμη και απόφασης από τον σαντραζάμη που να τους προσκυρώνει την εκκλησία τους. το περιστατικό αυτό βλέπουμε να επαναλαμβάνεται αυτούσιο το 1979 όταν πιστοί του Ισλάμ εισέβαλαν στον πατριαρχικό ναό όπου τέλεσαν ναμάζι με απώτερη εκβιαστική πρόθεση» (τ. 2, σ. 528).

«Παρουσιάζει ενδιαφέρον ότι τα διατάγματα που αφορούν την κατεδάφιση ναών είναι περισσότερα από εκείνα που επιτρέπουν την επισκευή ή έστω το χρωμάτισμα των ναών. Το γεγονός αυτό επιδέχεται διπλή ερμηνεία. Η απειλή κατεδάφισης ανατρεπόταν συχνά με άλλο διάταγμα η έκδοση του οποίου κόστιζε ουκ ολίγα στους χριστιανούς. Έτσι, από τη μια μεριά οι αρχές και οι Οσμανοί εξασφάλιζαν έσοδα και από την άλλη οι εκκλησίες εξακολουθούσαν να παραμένουν ερειπωμένες» (τ. 2, σ. 527).

«Κάθε Πάσχα ή άλλες σημαντικές γιορτές, γενίτσαροι, ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, καταλάμβαναν σημαντικά οδικά περάσματα και απαιτούσαν βοήθημα από τους διερχόμενους χριστιανούς. Μετά το 16ο αιώνα εμφανίζονται οι ψευδο-γενίτσαροι, οι αποκαλούμενοι τασλακτσί, με περιβολή γενιτσάρου, που ζούσαν παρασιτικά εις βάρος των κατοίκων των πόλεων (…). Συγκεκριμένα αναφέρεται πως ήταν καθεστώς να κάθονται οι γενίτσαροι τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές στις γωνίες των δρόμων, και μάλιστα σε τμήμα που υπήρχαν λάσπες ή σκόνη, κρατώντας μια σκούπα. Έτσι ανάγκαζαν το χριστιανό που μετέβαινε στην εκκλησία να πάρει τη σκούπα και να σκουπίσει το δρόμο ή επειδή φορούσε τα γιορτινά του, πιεζόταν να δώσει στο γενίτσαρο «δυο, τρεις ή πέντε παράδες, όπως σώση τη γιορτινή φορεσιά» από τη λάσπη. Για παράδειγμα, μνημονεύεται περίπτωση κατά την οποία γυναίκα που χτενίστηκε και τίναξε την καλύπτρα της κεφαλής της από το παράθυρο υποχρεώθηκε να καταβάλει σημαντικό ποσό σε διερχόμενο τυχαίως γενίτσαρο, γιατί μια τρίχα είχε πέσει στη στολή του και την ερύπανε» (τ. 1, σ. 505).

«Υπάρχουν πολλές περιγραφές ξένων ταξιδιωτών από σκλαβοπάζαρα. Το 1511 ο Ούγγρος Γκεόργκι μας δίνει πληροφορίες από πρώτο χέρι, εφόσον και ο ίδιος είχε την ατυχία να υποδουλωθεί. Περιγράφει ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο στην Προύσσα, όπου οι δούλοι, άνδρες και γυναίκες εξαναγκάζονταν να παρελάσουν γυμνοί, να τρέχουν και να χοροπηδούν προκειμένου έτσι να ξεχωρίσουν οι άρρωστοι απ’ τους υγιείς, οι αδύνατοι από τους δυνατούς, οι γέροι από τους νέους και οι παρθένες από τις μη παρθένες. (…) Κατά τον Ζόργκ από τη Νυρεμβέργη στα σκλαβοπάζαρα έγδυναν εντελώς τους δούλους και τους ανάγκαζαν να χορεύουν και να κάνουν ασκήσεις. Οι αγοραστές εξέταζαν τα όργανα των δούλων είτε γυναίκες ήταν αυτοί, είτε άνδρες, είτε γέροι, σα να ήταν ζώα. Τα νήπια μεταφέρονταν σε σακιά, σα να ήταν λαγοί και οι υπόλοιποι σε ομάδες 10-12 ατόμων δεμένα με την ίδια αλυσίδα» (τ. 1, σ. 337)

«Προκειμένου να διασωθούν ορισμένες εκκλησίες επιχωματώθηκε ολόκληρη η γύρω από το ναό περιοχή, ώστε να δίνει την εντύπωση σχεδόν ημιυπόγειου κτίσματος. Οι περιπτώσεις βυζαντινών εκκλησιών της Αθήνας όπως της Καπνικαρέας και των Αγίων Θεοδώρων είναι ενδεικτικές» (τ. 1, σ. 348).

«Κατά το νεοαριστοτελικό μουσουλμάνο συγγραφέα Τζαχίζ (776-869 μ.Χ.) "Οι Τούρκοι δείχνουν μια πρωτοφανή κλίση στην πολεμική τέχνη, αλλά πολεμούν μόνο για λαφυραγωγία". Ο χαλίφης Ομέρ λέγεται πως έχει εκφραστεί ως εξής για τις τουρκικές φυλές: "Είναι λυσσασμένοι σκύλοι από τους οποίους λίγα πράγματα έχει κανείς να αποκομίσει" και "…μεγαλύτερη από το καλό που τυχόν κάμουν είναι η ζημιά τους". σε άλλο σημείο ο Τζαχίζ λέγει: "ο Τούρκος χορταίνει μονάχα με τη λεηλασία, δεν αρέσκεται να τρώγει παρά μονάχα θηράματα και λάφυρα". Και ακόμη: "… ένα από τα μεγαλύτερα μειονεκτήματά του είναι η ροπή του προς τη λεηλασία, την αρπαγή και τις δηώσεις" (Cahiz, 1967: 74, 75). Ο Μαχμούντ από το Κασγκάρ αναφωνεί: "Ο Θεός έχει δικό του στρατό, τους Τούρκους. όταν θυμώσει με κάποιο λαό και θελήσει να τον τιμωρήσει τους αποστέλλει σαν κατάρα επάνω του". Είναι με άλλα λόγια η Μάστιγα του Θεού (Togan, 1946: 101-106). Στις κινεζικές και αραβικές πηγές, τέλος, οι Τούρκοι αναφέρονται ως "σαρκοβόρα λυκόπουλα" (nasl ibn I nabbat a basl)» (τόμ. 1, σ. 116)

«Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιερού δικαίου δεν επιτρεπόταν η ανέγερση νέων εκκλησιών έστω και σε περιοχές που κατοικούνταν αποκλειστικά από χριστιανούς που στερούνταν ευκτήριου οίκου. Ο "εσμός των απίστων" (kefere tayifesi) έπρεπε να ικανοποιείται με όσες εκκλησίες είχαν καταληφθεί από την εποχή της εκπόρθησης (Altinay,A.R., 1988, 3:82). Αλλά και αυτές έπρεπε να είναι ταπεινά κτίσματα και όχι περίβλεπτα για να μη σκανδαλίζουν τους πιστούς του Ισλάμ. Η ανέγερση περικαλλών ναών σε οσμανοκρατούμενες περιοχές ουσιαστικά αρχίζει μετά το 1838, δηλαδή το Τανζιμάτ, και είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας να εμφανιστεί η αυτοκρατορία στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη ως διαπνεόμενη από τις αρχές της ισονομίας και ανεξιθρησκείας» (τ. 2, σ. 527)

[Μεβλανά Ρούμι:] «Για την οικοδόμηση πρέπει να προσλαμβάνονται Έλληνες εργάτες και για την κατεδάφιση το αντίθετο, δηλαδή Τούρκοι. Γιατί η δόμηση του κόσμου είναι ιδιότητα των Ελλήνων ενώ η καταστροφή και το γκρέμισμα έχει ανατεθεί στους Τούρκους. Όταν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, πρωταρχικά έδωσε ψυχή σε ανυποψίαστους απίστους.... Εκείνοι ύψωσαν πάνω στους λόφους μαρμάρινες κορυφές, πολλές πόλεις και φρούρια. Αλλά ο Θεός έτσι τα οργάνωσε, ώστε με τον χρόνο αυτές οι οικοδομές να γκρεμιστούν. Τότε ο Θεός δημιούργησε τους Τούρκους, προκειμένου, δίχως να αισθάνονται σεβασμό και λύπη, να γκρεμίζουν όλες τις οικοδομές που βλέπουν. Οι Τούρκοι γκρέμισαν και ακόμη γκρεμίζουν. Αυτό θα κάνουν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου. Στο τέλος η καταστροφή του Ικονίου θα γίνει από τα χέρια των άσπλαχνων και άδικων Τούρκων» (τ. 1, σ. 48)

[Το αυθεντικό τουρκικό κείμενο της παραπάνω μετάφρασης παρατιθέμενο από τον Π. Χιδίρογλου: Abdülbâki Gölpınarlı, Mevlânâ Celâleddin, Istanbul, Inkilâp Yayınlari, 1959, 206-7: "Bir gün Salâhaddin' in bağina gittiği zaman Türk, yâni köylü rençberlerin tamirle meşgul olduğunu görünce Efendi, demişti, bir şey yaptıracağın zaman Rum usta kullanmalısın, yıktıracağın zaman Türkçağır. Görmüyor musun? Tanrı bir yeri harab etmek dileyince Türkleri yolluyor"]

«Τόσο το Ισλάμ όσο και τα τουρανικά φύλα στήριξαν την παρουσία τους με τον κατακτητικό πόλεμο. Ωστόσο το Ισλάμ αντίθετα από τους τουρανούς νομάδες πήγασε από μια κοινωνία στην οποία το εμπορικό στοιχείο (καραβάνια) υπερτερούσε του στρατιωτικού. Η προσχώρηση των Τουρανών στον ισλαμισμό χωρίς την παράλληλη ένταξή τους στην κοινωνική συγκρότηση των Αράβων τους προσέφερε το ένα σκέλος της πολιτικής/κοινωνικής συγκρότησης που προϋπέθετε η νέα θρησκεία. Γι’ αυτό όπως θα δούμε οι ισλαμικές τουρανικές πολιτείες αποτελούσαν «παρεκβάσεις» του Ισλάμ» (τ. 1, σ. 81)

«Η σημειολογία της τελετουργίας που ακολουθούσε η διανομή της μισθοδοσίας των γενιτσάρων αποκαλύπτει τη φύση του στρατοκρατικού καθεστώτος. Ανά τρίμηνο ο σουλτάνος μοίραζε στους διοικητές των λόχων, τους λεγόμενους τσορμπατζήδες, που συγκεντρώνονταν για το σκοπό αυτό στη μέση αυλή του σαραγιού, τη μισθοδοσία του σώματος. Είναι πολύπλευρα σημαντικό πως στο κάλυμμα της κεφαλής των διοικητών, κατασκευασμένο από πυκνωμένο μαλλί, υπήρχε μια μεταλλική θήκη με μια κουτάλα. Η συγκέντρωση σήμαινε λήψη μεριδίου από το προϊόν της ευτυχίας, δηλαδή του κράτους. Μετά τη διανομή των πουγκιών με τον ουλουφέ (ulufe), δηλαδή λουφές, εξού και ηλούφα, δηλαδή το μισθό που αντιστοιχούσε στον καθένα άνδρα των λόχων, οι τσορμπατζήδες που τα παραλάμβαναν συμμετείχαν σε συνεστίαση στην οποία κυριαρχούσε η σούπα. Η γεύση της εξουσίας σημαίνεται με τη γεύση ενός εδέσματος που προϋποθέτει αναταραχή, του παρασκευάσματος δηλαδή που γίνεται δια μέσου της κουτάλας. Οι γενίτσαροι λοιπόν δεν συμμετείχαν μονάχα στο ιδανικό μερίδιο που εξασφάλιζε σ’ αυτούς η εξουσία, αλλά και τη μαγείρευαν. Η κουτάλα εδώ είναι το σημαίνον της εξουσίας/οικονομικού οφέλους και μέσο διαμόρφωσης πολιτικών εξελίξεων. Σε περιπτωση που η μισθοδοσία κρινόταν ανεπαρκής, η ανατροπή του καζανιού σήμαινε στάση. Και ο σουλτάνος έπρεπε να βρει στο ντιβάνι του ποδαριού, το αγιάκ ίντιβανι, που συνεδρίαζε επιτόπου, λύσει ώστε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των στασιαστών, οι οποίες συνήθως περιορίζονταν σε αύξηση των αποδοχών και ταυτόχρονη καρατόμηση του ντεφτερντάρη, δηλαδή του υπουργού των Οικονομικών» (τ. 1, σ. 515)
«Η ύπαρξη των μισθωτών ή τακτικών καταδοτών οι οποίοι κατά τα τέλη του 19ου αιώνα έγιναν «μυστικοί» ή «κρυφοί» (αστυνομικοί), δηλαδή χαφιέδες (hafiye), δε σήμαινε για την οσμανική πραγματικότητα παρά την κορυφή του παγόβουνου. Γιατί κάθε αξιωματούχος όφειλε να διαθέτει τους δικούς του πληροφοριοδότες, οι οποίοι στρατολογούνταν είτε από τους υφιστάμενους του είτε από τους απλούς υπήκοους. Άλλωστε η λέξη «χαφιέ» ήδη από τα μέσα του 17ου αιώνα είχε ταυτιστεί προς την κακόβουλη κατάδοση ή και συκοφαντία» (τ. 1, σ. 305).

«Το ίδιο το μόρφωμα των κατακερματισμένων δυνάμεων του πληθυσμού ερχόταν αρωγός στο κράτος, όταν αυτό εξαπέλυε απηνή διωγμό σε μια συγκεκριμένη εθνική κοινότητα. Η άλλη κοινότητα έμενε αδιάφορη θεωρώντας ότι δεν αφορούσε την ίδια αλλά την συν-δούλη της που είχε την απρονοησία να εναντιωθεί στο καταπιεστικό σύστημα. Πραγματικά όταν η ίδια είχε παρόμοια τύχη με εκείνη της κοινότητας που οίκτειρε, η δεύτερη την οίκτειρε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Για παράδειγμα το Οσμανικό κράτος, περί το τέλος του 19ου και στις αρχές του 20ού εξαπέλυσε διωγμούς πρώτα κατά των Αρμενίων και όταν έλυσε το πρόβλημα που είχε με αυτούς, στράφηκε κατά των Ελλήνων. Στη συνέχεια, το σύγχρονο Τουρκικό κράτος, το οποίο έχει συγκροτηθεί πάνω στις ίδιες δομές εξουσίας, εξαπέλυσε διωγμούς κατά των Κούρδων. (…) Έτσι έστρεψε τους Βουλγάρους κατά των Ελλήνων, τους Κούρδους κατά των Αρμενίων» (τ. 1, σ. 280).


Βασανιστήρια στην Οσμανική Αυτοκρατορία


1. Το παλούκωμα ή διοβελισμός (σούβλισμα)
Πρόκειται για πρωτότυπη μέθοδο μαρτυρικού θανάτου και δεν έχει σχέση με τον ανασκολωπισμό των αρχαίων (ο οποίος ήταν παραλλαγή του σταυρικού θανάτου) ούτε έχει προηγούμενο στην παράδοση του Βυζαντίου. Ο θάνατος με παλούκωμα (kaziklamak) προοριζόταν για τους στασιαστές, για τους δράστες ειδεχθών κακουργημάτων και γενικά για όσους αμφισβητούσαν την κρατική εξουσία. Η γενετική της μεθόδου ανατρέχει στις συνήθειες της νομαδικής πατριάς κτηνοτρόφων να ψήνουν τα πρόβατα ή τα θηράματά τους στη σούβλα. Το επιχείρημα αυτό γίνεται πιο πειστικό αν αναλογιστούμε ότι το σημαινόμενο της λέξης ρεαγιάς που αποδίδει τον υποτελή είναι πρόβατο.
            Εύστοχη είναι η παρατήρηση κατά την οποία ο πάσσαλος ή το παλούκι ήταν "παντού και πάντοτε το σύμβολο του οθωμανικού δεσποτισμού. Στηνόταν σε εμφανή σημεία, υψώματα, πλατείες και άλλους δημόσιους χώρους για να προκαλεί δέος και να εμπνέει τυφλή υποταγή στο δυνάστη".
            Για το παλούκωμα χρειάζονταν ειδικευμένοι και έμπειροι δήμιοι. Το παλούκι (kazik) ήταν ένα ευθύ χοντροράβδι μακρύ δυο και παραπάνω μέτρα, συνήθως ξύλινο και αιχμηρό στη μια άκρη που έπρεπε να μπηχθεί στα οπίσθια του θύματος, ακριβώς όπως γίνεται με το σούβλισμα των αρνιών, έτσι που η αιχμή να βγει κοντά στον αυχένα, πλάι στους ώμους, κάτω από τον λαιμό, δίπλα στην κλείδα ή κάπου στο στέρνο. Υπογραμμίζεται ότι "η δεξιοτεχνία ήταν απαραίτητη για να μην καταστραφούν ζωτικά όργανα και προκληθεί θάνατος κατά τη διάρκεια του βασανισμού". Το θύμα έπρεπε να επιζήσει για να παραταθεί το μαρτύριό του. Πραγματικά, αναφέρονται πολλές περιπτώσεις κατά τις οποίες καρφωμένο κατά τον παραπάνω τρόπο στον πάσσαλο θύμα επέζησε τρεις μέρες.
            Παραλλαγή της μεθόδου ήταν εκείνη κατά την οποία η μελλοθάνατοι ψήνονταν σε σιγανή φωτιά (συχνά εξαναγκάζονταν και οι γονείς ή συγγενείς του θύματος να τροφοδοτούν τη φωτιά), όπως και εκείνη με την οποία άλειφαν το θύμα με πίσσα και το λαμπάδιαζαν.
            Η μέθοδος του παλουκώματος που περιγράφουν λεπτομερώς πολλοί ταξιδιώτες και αυτόπτες μάρτυρες και με την οποία θανατώθηκε όπως είναι γνωστό και ο αγωνιστής του 1821 Αθανάσιος Διάκος, αποκαλύπτει τη σαδιστική πλευρά της εξουσίας ως προέκταση ή ως υποκατάστατο της γενετήσιας κυριαρχίας η οποία στην πατριαρχική και φαλλοκρατούμενη οσμανική κοινωνία θεωρείται πρωταρχικής σημασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη κα σήμερα στην τουρκική τα ανδρικά γεννητικά όργανα αποκαλούνται με τη λέξη που για αιώνες σήμαινε όπλο (yarak). Η συνήθεια βιασμού των ηττημένων από τους νικητές βρίσκεται στην ίδια ευθεία με το παλούκωμα και άλλα βασανιστήρια που έχουν ως άξονα τον πρωκτό του κρατουμένου. Είναι πρόδηλο ότι όλα αυτά αποτελούν εκδηλώσεις μιας εξουσίας που παριστά το ομοφυλοφιλικό στοιχείο το οποίο διαποτίζει υποσυνείδητα το πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο.
            Σχετικά πρέπει να μη διαλάθει από την προσοχή μας ότι η σκαιή συμπεριφορά των τοπικών διοικητών κατά των ρεαγιάδων της περιφέρειάς τους κατά τις επίσημες πηγές περιλάμβανε την τυράγνια (ζουλούμ) με τις τρεις χαρακτηριστικές εκφάνσεις: την απόσπαση παρανόμως χρημάτων, τις αυθαίρετες δολοφονίες και τη συστηματική αρπαγή και βιασμό των αγοριών (ογλάν) των υπηκόων (Dursum, 1989: 375). Ο σοδομισμός, η ομοφυλόφιλη σεξουαλική κατάχρηση, στο οσμανικό σύστημα προσλαμβάνει χαρακτήρα πολιτικής σημειολογίας.


2. Η εκδορά του θύματος
            Αριστοτέχνες εκδορείς έγδερναν το μελλοθάνατο ζωντανό. Σχετικά παρατηρούμε ότι το γνωστό από την αρχαιότητα βασανιστήριο που έχει ασιατική προέλευση, προσιδιάζει σε μια κτηνοτροφική κοινωνία όπως ήταν εκείνη από την οποία πήγασε η οσμανική. Το μαρτύριο της εκδοράς επιβαλλόταν συνήθως στους περιφρονητές της κρατικής εξουσίας. Με αυτό θανατώθηκε το 1611 ο μητροπολίτης Τρίκκης-Λαρίσης Διονύσιος Β’ ο επονομαζόμενος Φιλόσοφος ή Σκυλόσοφος, ύστερα από την αποτυχία του ένοπλου επαναστατικού κινήματος της αγροτιάς και τη σύλληψή του. Αφού τον έγδαραν μπροστά στο πλήθος, ειδικευμένοι δήμιοι σε μια πλατεία των Ιωαννίνων, παραγέμισαν το δέρμα του με άχερα και υπό τους ήχους μουσικών οργάνων, το διαπόμπευσαν στους δρόμους ντυμένο με τα αρχιερατικά άμφια. Ενάμιση αιώνα μετά, το 1772 το ίδιο μαρτύριο επιβλήθηκε στον Ιωάννη Δασκαλάκη ή Δασκαλογιάννη που είχε ηγηθεί της επανάστασης στα Σφακιά της Κρήτης




3. Ο βασανισμός στα τσεγκέλια ή τους γάντζους
            Το σώμα του μελλοθανάτου υψωνόταν με τροχαλία και αφηνόταν να πέσει πάνω σε τσεγκέλια (cengel) στερεωμένα σε μόνιμο ικρίωμα, σε τοίχο ή σε ειδική βάση. Σε περίπτωση που τα τραύματα δεν ήταν καίρια έμενε καρφωμένος πολλές μέρες και πέθαινε από την αγωνία και την κακοπάθεια. Τον 16ο αιώνα αναφέρεται περίπτωση Έλληνα που είχε συνάψει σχέσεις με Ελληνίδα σύζυγο μουσουλμάνου εμπόρου ο οποίος επειδή δε δέχτηκε να αλλαξοπιστήσει ρίχτηκε στους γάντζους όπου επέζησε τρεις μέρες, οπότε κάποιος τον λυπήθηκε και τον πυροβόλησε στο κεφάλι.
            Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι και τα τσεγκέλια προσιδιάζουν και αυτά περισσότερο σε μια κτηνοτροφική κοινωνία. Η παρεμφερής όμως βασανιστική εκτέλεση του διαμελισμού του μελλοθανάτου και η επίδειξη των σπαραγμάτων σε δημόσιο χώρο για καταπτόηση εχθρών και αντιπάλων, απαντάται πολύ συχνότερα στη μεσαιωνική Δύση απ’ ό,τι στους Οσμανούς. Οι τελευταίοι την επιφύλασσαν κυρίως σε αιχμαλώτους πολέμου, κατασκόπους και αρνητές της ισλαμικής θρησκείας κατά τη διάρκεια επίσημης και πανηγυρικής τελετής. Έτσι θανατώθηκε το 1808 ο Παπαθύμιος Βλαχάβας, αρχηγός του επαναστατικού κινήματος στη Θεσσαλία.


4. Το σταύρωμα
Η ρωμαϊκή ποινή του σταυρικού θανάτου επιβίωσε στους Οσμανούς. Θεωρούνταν όπως και στην αρχαιότητα ατιμωτική ποινή. Σε προηγούμενες σελίδες είδαμε στις αρχές του 15ου αιώνα να εκτελείται με αυτό τον τρόπο ο Μποκρουτζέ Μουσταφά ηγέτης του λαϊκού κινήματος που έθετε σε κίνδυνο την οσμανική εξουσία. Την άνοιξη του 1821 στην Κωνσταντινούπολη, κατά τις οργανωμένες από την κυβέρνηση οχλοκρατικές ταραχές που ακολούθησαν την είδηση για την επανάσταση που είχε ξεσπάσει, φανατικοί μουσουλμάνοι σταύρωναν πολλούς Έλληνες στα δέντρα, όπου και πέθαιναν από την αιμορραγία και τους φρικτούς πόνους (Streit, 1822: 42).

5. Το σφυροκόπημα των αρθρώσεων
Το θύμα, με συντριπτικά κατάγματα στους αρμούς των ποδιών και των χεριών, ένας πολτός οστών και σαρκών "κειτόταν εκτάδην αβοήθητο, βασανιζόταν μέρες πολλές και ξεψυχούσε από ατελείωτο μαρτύριο". Ο θρυμματισμός των αρθρώσεων γινόταν συνήθως με την πίσω πλευρά του μπαλτά (balta) δηλαδή του τσεκουριού που ήταν εργαλείο βασανισμού και θανάτου, σύμβολο της οσμανικής εξουσίας, όπως τα παλούκια που κουβαλούσαν τα τουρκικά καταδιωκτικά αποσπάσματα. Οι οσμανοί αξιωματούχοι στερέωναν στο ζωνάρι τους και έναν μπαλτά, υπόμνηση και απειλή βασανισμών και μαρτυρικών θανάτων.

6. Το θάψιμο του καταδίκου ζωντανού
Οι μελλοθάνατοι θάβονταν όρθιοι ώς το λαιμό σε λάκκους που ανοίγονταν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό. Έτσι, μισοπεθαμένους τους τάιζαν και τους πότιζαν με τη βία. "Τα περιττώματα και το χώμα προκαλούσαν μολύνσεις στο κορμί και ο άνθρωπος σάπιζε ζωντανός". Αναφέρεται περίπτωση που ο κατάδικος έζησε 14 μέρες (Guer, 1747: 161-162).

8. Ο αποκεφαλισμός
Ήταν η πιο αξιοπρεπής θανάτωση με την προϋπόθεση ότι ο δήμιος θα τοποθετούσε το κεφάλι στα χέρια του νεκρού αν ήταν χριστιανός και στη μασχάλη του πτώματος αν ήταν Τούρκος. Ακόμη και σήμερα στην Τουρκία η ανάληψη από κάποιον τολμηρής πρωτοβουλίας ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής αποδίδεται με την έκφραση ότι ο ενδιαφερόμενος "έλαβε το κεφάλι του παραμάσχαλα" (kellesini koltugu altinda aldi). (…) Οι αποκεφαλισμοί γίνονταν μεμονωμένα όταν επρόκειτο για αξιωματούχους του κράτους ή για κοινούς καταδίκους και ομαδικά όταν επρόκειτο για μαζικού μέσου καταστολής δηλαδή σφαγή. Αμέτρητοι αποκεφαλισμοί Ελλήνων έγιναν στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1821 ως αντίποινα για την ελληνική επανάσταση που είχε ξεσπάσει. Ο Άγγλος κληρικός έβλεπε κάθε μέρα ακέφαλα πτώματα κυλισμένα στο βόρβορο. Την ημέρα κατασπαράζονταν από τα όρνια και τη νύχτα από κοπάδια πειναλέων αγριόσκυλων (Walsh R., 1828: 321-322).
            Τα κεφάλια των ληστών, στασιαστών, γενικότερα εχθρών του κράτους αλλά και επαρχιακών παραγόντων όπως τοπαρχών και άλλων αξιωματούχων που θανατώνονταν με σουλτανική εντολή αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου εκτίθονταν στο χώρο μπροστά από την κύρια είσοδο (πύλη) των ανακτόρων. Συχνά τα κεφάλια συγκροτούσαν μακάβρια πυραμίδα από την οποία αναδυόταν απαίσια οσμή. Αναφέρεται πως καθημερινά υπήρχαν εκτεθειμένα 10-15 κομμένα κεφάλια ή και πτώματα. Περί τα μέσα του 17ου αιώνα υπήρξε περίοδος που ο αριθμός αυτός ανήλθε σε 500 κεφάλια, καρφωμένα στην άκρη λόγχης ή στοιβαγμένα με τρόπο ώστε να σχηματίζουν ένα μικρό λοφίσκο (Kocu, 1960: 13). Τα κομμένα στην επαρχία κεφάλια αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη για έκθεση σε τρίχινο τουρβά (torba) δηλαδή ταγάρι γεμάτο μέλι για να αποφευχθεί η σήψη, συνήθεια από την οποία προέρχεται και η έκφραση στη νεοελληνική "ότι έβαλε το κεφάλι του στον τορβά" (…)
            Σε περίπτωση που τα κεφάλια δεν αποστέλλονταν στην Κωνσταντινούπολη, οι Οσμανοί συνήθιζαν να τα εντοιχίζουν, περιχυμένα με ασβέστη, κατασκευάζονταν μ’ αυτά μνημείο στρατιωτικής νίκης, παραδειγματισμού ή εκδίκησης. Αυτό συνέβαινε κυρίως ύστερα από βίαιη κατίσχυση της οσμανικής εξουσίας. Για παράδειγμα το 1779 εξοντώθηκαν στην Πελοπόννησο χιλιάδες Αλβανοί που λυμαίνονταν και καταδυνάστευαν την περιοχή σχεδόν επί μία δεκαετία. Μετά από την εξολόθρευσή τους έξω από την ανατολική έξοδο της Τριπολιτσάς, "έκτισαν ένα είδος πύργου" με τα κεφάλια "θέσαντες έξωθεν τα πρόσωπα", δηλαδή κατά τρόπο ώστε να διακρίνονται οι μορφές τους. Ο αριθμός των κεφαλιών αυτών ήταν τέσσερεις χιλιάδες. Παρόμοια μνημεία έχουν κατασκευαστεί και σε άλλα σημεία της Αυτοκρατορίας, όπως αυτό που διατηρείται και σήμερα στη Νήσσα της Γιουγκοσλαβίας.

9. Απαγχονισμός και στραγγαλισμός
(…)
            Το πτώμα έπρεπε να παραμείνει κρεμασμένο επί τριήμερο. Έτσι οι περίοικοι αναγκάζονταν να συγκεντρώσουν μεγάλα ποσά προκειμένου να απομακρυνθούν τα κουφάρια. Απαγχονισμοί γίνονταν και σε δέντρα, οπότε μπορούσαν να είναι ομαδικοί και από κάθε κλαδί ενός μεγάλου δέντρου να απαγχονιστεί ένας κατάδικος. Για παράδειγμα το 1673 από έναν τεράστιο πλάτανο στην πλατεία του Εντιρνέκαπου στην Κων/πολη απαγχονίστηκαν 120 γενίτσαροι που είχαν στασιάσει. Το μακάβριο αυτό δέντρο ονομάστηκε βακ-βακ που είναι μυθικό δέντρο του Ισλάμ το οποίο αντί για καρπούς έχει ανθρώπινα μέλη.
11. Ειδικά βασανιστήρια
Η αυθαιρεσία που χαρακτήριζε την οσμανική πραγματικότητα φαίνεται και από το γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολη η απαρίθμηση όλων των ειδικών βασανιστηρίων που έχουν εφαρμοστεί. Για παράδειγμα το 1821 στην Κωνσταντινούπολη εφάρμοζαν στο μέτωπο των (Ελλήνων) κρατουμένων, ένα μεταλλικό στεφάνι και το συμπίεζαν βιδώνοντάς το σιγά-σιγά πάνω στους κροτάφους. Στο τέλος τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόγχες. Στη Θεσσαλία το εργαλείο βασανισμού πυρακτωνόταν πριν εφαρμοσθεί στο κεφάλι. (…)
            Εάν η μορφή του Αλή πασά από το Τεπελένι έχει αποκτήσει για την ελληνική κοινωνία διαστάσεις θρύλου δυσανάλογη ως προς τη σημασία που είχε για την οσμανική και την ελληνική ιστορία, τούτο οφείλεται στο ότι ο τοπάρχης της Ηπείρου είχε δημιουργήσει στη διοικητική του περιφέρεια επί τρεις περίπου δεκαετίες ένα καθεστώς τρόμου, φρίκης και πανικού με τα συστηματικά και πολυποίκιλα βασανιστήρια και τις μαρτυρικές εκτελέσεις των εχθρών του. (…) Έτσι, για παράδειγμα το ζεμάτισμα με καυτό λάδι αποτελούσε καθημερινό βασανιστήριο.

12. Ο φάλαγγας και ο ξυλοδαρμός
Η πιο κοινή σωματική ποινή ή βασανισμός ήταν ο φάλαγγας (falaka) (…) εφαρμοζόταν σε άντρες και μάλιστα των πενέστερων κοινωνικών στρωμάτων, εφόσον οι εύποροι συνήθως εξαγόραζαν τις ποινές. (…)
            Παρομοίως η νεοελληνική είναι αφάνταστα πλούσια σε λέξεις όπως βρομόξυλο, μαγκουριά, μπαγλάρωμα (από το τουρκικό baglamak, δένο), περντάχι (από το περσικόperdaht =γυάλισμα), μερεμέτιασμα (από το τουρκικό meremet= επισκευή) (…) (τ. 1, σ. 315 κ.ε.)

«Σε ένα δεσποτικό κράτος όπως το Οσμανικό, είναι επόμενο τα βασανιστήρια να καταλαμβάνουν πολύ σημαντική θέση στο σύνολο των κατασταλτικών μηχανισμών που διαθέτει η εξουσία. Στη στρατοκρατούμενη οσμανική κοινωνία όπου η υπεροχή θεωρείται επακόλουθο της ωμής βίας και της ισχύος, τα βασανιστήρια νομιμοποιούνται από τη συλλογική συνείδηση και μετατρέπονται σε αποδεκτή πρακτική που έχει σχέση προς την άσκηση οποιασδήποτε εξουσίας. Με τον τρόπο αυτό εκτονώνεται και ταυτόχρονα αυξάνεται η σωρευμένη επιθετικότητα, δηλαδή δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος στον οποίο η βία προκαλεί τη βία ή την επιβάλλει. Έτσι και η ελληνική εθνική κοινότητα, στα πλαίσια της οσμανικής πραγματικότητα δεν υπέστη μόνο βασανιστήρια, αλλά στο μέτρο που μπόρεσε τα ανταπέδωσε. Γι’ αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν οι φρικαλεότητες που διέπραξαν ως όργανα της εθνικής κοινότητας όχι μόνο κατέναντι της οσμανικής εξουσίας αλλά και κατά των ομοεθνών τους. Ειδικά η απάνθρωπη συμπεριφορά των αγωνιστών του 1821 στον τουρκικό πληθυσμό της επαναστατημένης Ελλάδας, η επέκταση τις ίδιας συμπεριφοράς και στους αντιφρονούντες και η συνέχεια της παράδοσης στο νεοπαγές Ελληνικό κράτος οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επαχθή οσμανική κληρονομιά κληρονομιά» (τ. 1, σ. 314).


«Το 1753 οι αντιτιθέμενοι στον Πατριάρχη Παΐσιο οργάνωσαν ογκώδη διαδήλωση κατά το πρότυπο των γενιτσάρων κραυγάζοντες τη γνωστή επωδό «ιστεμέγιζ» (istemeyiz), δηλαδή «δεν τον θέλουμε» κατευθυνόμενοι μέχρι την έδρα του σαντραζάμη. Ο τελευταίος ζήτησε να του αποσταλεί αντιπροσωπία του πλήθους και να του εκθέσει το αίτημά του. Δέχτηκε λοιπόν τους εκπροσώπους και ικανοποίησε πάραυτα το αίτημά τους αντικαθιστώντας τον Παΐσιο  με τον Κύριλλο τον Ε’. Την επόμενη όμως διέταξε να παλουκωθούν στην προκυμαία του Φαναρίου οι δύο αντιπρόσωποι των οποίων είχε σημειώσει τα ονόματα (Υψηλάντης, 1870:370)» (τ. 1, σ. 290)

«Όπως επισημάναμε με την περίπτωση του Πορθητή ο τουρκικός επεκτατισμός εκφραζόταν με το ιδανικό της "κοσμοκρατορίας". Ο ηγέτης μιας "τουρκικής αυτοκρατορίας" από τη φύση του ήταν "κοσμοκράτορας". Σχετικά, πολύ ορθά έχει παρατηρηθεί πως στην τουρκική δεν υπάρχει λέξη που να αντιστοιχεί στην έννοια "σύνορα" κράτους. Η λέξη "σινίρ" (sınır), που χρησιμοποιούν και σήμερα οι Τούρκοι, είναι βέβαια ελληνική· αλλά και το "χουντούτ" (hudud) που χρησιμοποιόταν άλλοτε ήταν αραβική και σήμαινε πραξιολογικό όριο, η υπέρβαση του οποίου συνεπαγόταν τιμωρία. Αραβική ήταν και η λέξη "σερ-χάντ" (ser had) (ser =αρχή, χουντούντ = πληθ. του χαντ, δηλαδή του ορίου)» (τ. 1, σ. 203)


7)  Η άποψη του Αδαμάντιου Κοραή
κατά τον καιρό της πρόσκαιρης επιστροφής του στη Σμύρνη, έφευγε "ολίγα στάδια μακράν της πόλεως [=Σμύρνης] δια να μη βλέπω Τούρκους" (Αυτοβιογραφία, 1829)

ο Σουλτάνος "πωλεί, ως κτήνη εις την αγοράν, τας γυναίκας, τα τέκνα των ταλαίπωρων Γραικών, ληστεύει τα υπάρχοντά των, κολυμβά ο αιμοβόρος αγαλλόμενος εις αυτά των τα αίματα", ότι "Ο μακελλάριος Σουλτάνος κατασκάπτει τους χριστιανικούς ναούς, καταμιαίνει τα ιερά θυσιαστήρια, κατασφάζει τους λειτουργούς των θυσιαστηρίων, αναγκάζει τα ανήλικα των χριστιανών τέκνα να αποτάσσωνται τον Χριστόν, και να συντάσσωνται με τον Σατανάν" (πρόλογος στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, 1822)

"Μην αφήσωμεν το παραμικρόν λείψανον της μιαράς Τουρκικής ζύμης εις την νέαν μας ταύτην αναζύμωσιν".

"θηρία, κατ’ ευτυχίαν, δεν γεννώνται πλην εις εκείνα τα έθνη, όσα κυβερνώνται, καθώς οι Τούρκοι, από νόμους θηριώδεις".

"ο άνανδρος Σουλτάνος σφάζει τους κατά πόλεις διατρίβοντας αόπλους και αθώους άνδρας, γυναίκας, γέροντας, ανήλικα παιδία".

"Ματαίως ηλευθερώσετε τους οφθαλμούς των από την φρικώδη θέαν των Τούρκων" (Ονήσανδρου Στρατηγικός και Τυρταίου το πρώτον ελεγείον, 1822)

"...τους φονέας και ληστάς στρατιώτας του αρχιληστού Σουλτάνου, και να τους διασπείρωσι όπου της Ελλάδος ήτον εύκολον να καίωσι, να ληστεύωσι, να φονεύωσι, να καταισχύνωσι γυναίκας, να βιάζωσι παρθένους..." (Περί των ελληνικών συμφερόντων διάλογος δεύτερος, 1826)

«Οι ταλαίπωροι Γραικοί δεν είναι κύριοι μήτε κτημάτων, μήτε τέκνων, μήτε των ιδίων αυτών γυναικών. Η τιμή και η ζωή των κρεμάται από την θέλησιν όχι μόνον αυτού του πρωτοτυράννου, αλλά και εκάστου από τους ελαχίστους αυτού δούλους»
«Τις δεν έφριξεν ακούων την καταδυναστείαν και τους αφορήτους φόρους, όσους οι κατά πάσαν την Τουρκικήν Ευρώπην ευρισκόμενοι Γραικοί βιάζονται να πληρώνωσι;» (Αδελφική Διδασκαλία )

«Τις εξ ημών δεν εδοκίμασε την απάνθρωπον αγριότητα και ασπλαχνίαν της διεστραμμένης των Οσμανλίδων γενεάς; Αυτοί μας μεταχειρίζονται ως άλογα κτήνη, μας καταβαρύνουσι με φόρους ανυποφόρους, τους κόπους των χειρών ημών και τους ιδρώτας του προσώπου κατατρώγουσιν αναισχύντως. Ημείς ποιμαίνομεν, και αυτοί σφάζουν τα πρόβατα των ποιμνίων ημών˙ ημείς σπείρομεν, και αυτοί θερίζουν˙ ημείς φυτεύομεν, και αυτοί τρυγώσι, μην αφίνοντες εις ημάς μηδ’ όσον αρκεί να θεραπεύσωμεν την πείναν ημών˙ ημείς ποτίζομεν, και αυτοί μας στερούν και όσον χρειάζεται να σβέσωμεν την δίψαν ημών. Αυτοί μας εγγίζουν καθ’ ημέραν την τιμήν, μας ενοχλούν και εις αυτήν ημών την σεβασμίον θρησκείαν. Τους ιερούς ημών ναούς μετέβαλαν εις τζαμία, και μην αρκούμενοι να μας στερεύωσι τα αναγκαία μέσα να συστήσωμεν σχολεία εις ανατροφήν και φωτισμόν των ημετέρων τέκνων, μας αρπάζουν από τους πατρικούς κόλπους και αυτά τα τέκνα» και «Εξαιτίας των Τούρκων η κοινή πατρίς ημών, … έγινεν σήμερον κατοικητήριον της αμαθίας και βαρβαρότητος, αληθές σπήλαιον ληστών, των και απ’ αυτούς τους ληστάς αναιδεστέρων Οσμανλίδων» (Σάλπισμα πολεμιστήριον , 1821).

Στα 1827 (Αρριανού των Επικτήτου Διατριβών μέρος πρώτον) οι Τούρκοι είναι "σαπρόν και ανίατον έθνος".

Στα 1829, στην αυτοβιογραφία του: "Το παιδιόθεν τρεφόμενον εις την ψυχήν κατά των Τούρκων μίσος, εκατήντησεν, αφού εγεύθην ευνομουμένης πολιτείας ελευθερίαν, εις αποστροφήν μανιώδη. Τούρκος και θηρίον άγριον ήσαν εις τον λογισμόν μου λέξεις συνώνυμοι, και τοιαύται είναι ακόμη".

Στα 1826 (Λυκούργου, Κατά Λεωκράτους) ο Κοραής αποκαλεί τους Τούρκους "καθάρματα".

«Η θρησκεία, της οποίας ονομάζεται Καλίφης, είναι των ψευδών όλων θρησκειών η ψευδεστάτη» (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821).-Κοραής, Αδαμάντιος,1748-1833.

Οι Τούρκοι δεν μπορούν να αποκτήσουν εύνομη πολιτεία "ενόσω πιστεύουν τον Μωάμεθ" (1826).

«το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων»

«οι τρισβάρβαροι Μουσουλμάνοι»

«Η πρόοδος των φώτων έφερε τέλος πάντων εις όλα σχεδόν της Ευρώπης τα έθνη τους δικαίους νόμους … Εις μόνον το βάρβαρον έθνος των Τούρκων δεν ίσχυσαν να προχωρήσωσι τα φώτα. Μόνων των Τούρκων εύρηκε και τους οφθαλμούς τυφλούς των επιστημών ο λύχνος, και τα ώτα κωφά η φιλάνθρωπος φωνή της ιερωτάτης φιλοσοφίας. Οι Τούρκοι μόνοι έμειναν εις της βαρβαρότητος το σκότος, σκότος αληθώς εξώτερον της κολάσεως˙ όθεν και μόνοι αυτοί δεν εγνώρισαν τι πράγμα είναι και τι δύναται η ευνομία»

 «Το άσπλαχνον γένος των Μουσουλμάνων είναι μαθημένον να τρέφεται με αίματα, να κυλιέται εις τα αίματα. Αίματα, και πάλιν αίματα χρειάζονται να σβέσωσι την δίψαν των αγριοτέρων και παρά τους λύκους Αγαρηνών» (Σάλπισμα πολεμιστήριον (1821)),

 

«Οι Τούρκοι κατάγονται από τους Σκύθας, εις των οποίων την ιστορίαν άλλο δεν ευρίσκεις παρά καταδρομάς, αρπαγάς, πόλεων αλώσεις, αιχμαλωτισμούς και φόνους ολοκλήρων εθνών … Τοιούτου γένους και τοιούτων αρετών κληρονόμοι είναι οι Τούρκοι. Έξω τούτου, επροσκολλήθηκαν και εις Θρησκείαν, η οποία αποστρέφεται και φοβείται τα φώτα» (Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις, Διάλογος δύο Γραικών (1805)).
(Ε.Δ - ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΑΓΝΟΙΑ ΤΙΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΣΥΝΟΜΙΛΗΤΕΣ –ΕΝ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΩ ΙΣΩΣ ΕΝΝΟΟΥΝ ΓΕΝΙΚΑ  ΟΘΩΜΑΝΟΥΣ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝΤΟ ΑΠΟ  ΠΟΛΛΕΣ ΕΘΝΟΤΗΤΕΣ-)

Οι Τούρκοι είναι "αναιδείς ληστές", "διεστραμμένο γένος", είναι "ηλίθιο έθνος" (Αριστοτέλους Πολιτικών τα Σωζόμενα, 1821, σημείωση 57).Κοραής, Αδαμάντιος,1748-1833.

"..την κτηνώδην μωρίαν των Μουσουλμάνων", "οι απάνθρωποι Τούρκοι", "το άγριον των Μουσουλμάνων γένος", "το απάνθρωπον γένος των Μουσουλμάνων" (Σάλπισμα πολεμιστήριον).

"την βδελυράν θρησκείαν του Μωάμεθ" (επιστ. 19-10-1822),

"τ ην φρικτήν λέπραν των Τούρκων" και "Μωραγρίους Μουσουλμάνους" (επιστ. 12-10-1822),

"...την οποίαν μολύνουν ακόμη οι πόδες των βρωμερών μουσουλμάνων" (επιστ. 6-5-1822).

8) Η άποψη του Ανώνυμου του Έλληνα της Ελληνικής Νομαρχίας
"πλέον σιχαμεράν και βάρβαρον κυριότητα, εις την τυραννία των οθωμανών" (Β', 38).

"η οθωμανική διοίκησις είναι τυραννική. Οι νόμοι της είναι ατελείς, σκληροί και ολίγοι (...) Τα ήθη των είναι βάρβαρα" (Γ', 2).

"κάθε φαμελίτης, όταν εβγαίνη από το οσπίτιόν του (...) νομίζει το ίδιον ωσάν να επηγαίνη εις τον πόλεμον, με το να μην είναι βέβαιος, αν πλέον επιστρέψει" (Γ', 5α).

Των Οθωμανών η "Διοίκησις, όσον τυραννική, τόσον εύκολος, και τοιαύτη, οπού δεν ημπορεί τινάς να υποθέση μίαν χειροτέραν από αυτήν" (Γ', 9).

"..Τόσον μιαρά η ψυχή των Οθωμανών" (Γ', 24).

"οι ποταμοί αίματος των συγγενών μας και φίλων μας, οπού εχύθησαν από το οθωμανικόν σπαθί" (Ε', 49).

9) Η άποψη των Δ. Φιλιππίδη-Γρ. Κωνσταντά στη Νεωτερική Γεωγραφία
«Όλοι λοιπόν εις την Τουρκίαν υποπτεύονται δια την ζωή τους και την περιουσία τους και πολλοί σηκόνονται και πηγαίνουν και καταστήνονται εις τα γείτονα μέρη. (…) Τι βασίλειο ήθελε είναι η Τουρκία…. πόσο ευτυχισμένο εις τα μέσα, αν ήταν ευνομία. (…) Μα Αρβανίται εξ ίσου εις καιρό ειρήνης και πολέμου να περιπατούν με στρατιωτικαίς σημαίαις να πατούν χωριά, να καίουν σπίτια, να σκλαβόνουν… μα τι λέγω εκείνα οπού είν’ εις όλους γνωστά;»



10) Η άποψη του Στήβεν Ράνσιμαν, The Great Church in Captivity, Cambridge University Press, p. 186-192
«The constitution arranged between the Conquering Sultan and the Patriarch Gennadius for the Orthodox milet soon proved to be more effective on paper than in fact. The Turks could not forget that they were the ruling race, the conquerors of the Christians; and it irked them that the Greeks should retain privileges that no conquered race ought to enjoy. Mehmet himself and his advisers, who were most of them older than he, had been brought up at a time when Constantinople was a great cultural centre and Greek learning was renowned throughout the world. They could not fail to see some respect for Greeks. (…) Subsequent generations of Turks did not share the same feelings. Mehmet’s son Bayezit II was five years old when his father captured Constantinople. By the time that he was a young man all the Greek scholars that had given luster to Constantinople were scattered, some in Italy and the West… All the Greeks that he met were either merchants or clerks or artisans or priests… to him Greek culture meant nothing. His son, Selim I, actively disliked the Christians (…)
            The outward symptom of the worsening condition of the Greeks was the steady annexation of their churches and their conversion into mosques (…) Others [churches] such as the Pantocrator or Saint Saviour in Chora, had been sacked and desecrated; and the Greeks made no attempt to retain them. As they were structurally sound it was not surprising that they were soon transformed into mosques. Some churches were taken over at once and put to secular uses. Saint Irene, close to Saint Sophia, became an armoury; Saint John in Dippion, near to the Hippodrome, housed a menagerie. In these cases the churches were in districts settled by Turks, and the Christians were prudent enough to make no protest. The Holy Apostles, though preserved for the Christians at the time of the fall of the city, was given up, within a few months (…) In 1490 he [Bayezit II] demanded the surrender of the Patriarchal church, the Pammacaristos. But the Patriarch Dionysius I was able to prove that Mehmet II had definitely bestowed the church upon the Patriarchate. The Sultan gave way, merely ordering the removal of the cross from the summit of the dome. At the same time he forbade his officials to annex other churches, as they were proposing to do. His ban, however, was soon disregarded, no doubt with his own connivance. The church of the Panachrantos was annexed before 1494 and that of Saint John in Studium about 1500. It was about this time that Turkish officials turned the abandoned churches of the Chora and the Pantocrator into mosques (…) In about 1520 Sultan Selim I, who disliked Christianity, suggested to his horrified vizier that all Christians should be forcibly converted to Islam. When he was told that this was impracticable, he demanded that at least all their churches should be surrendered. (…) For the rest of his reign [of Suleiman the Magnificent] no more churches were taken over. Later Sultans were less indulgent. More conversions were made under Selim II; and in 1586 Murad III, just back from a successful campaign in Azerbaijan, announced that he was going to transform the Patriarchal church of the Pammacaristos into a Mosque of Victory – Fethiye Cami. (…) By the eighteenth century there were some forty Greek churches in Constantinople; but only three of these had been built before the conquest. (…) The same process went on in the provincial towns. In Thessalonica the great church of Saint Demetrius and the churches of Saint Sophia and Saint George were converted in the middle of the sixteenth century….
            In any town in which Turks settled, it was the same story. Only in purely Christian districts were the churches left unmolested. The annexations were not only humiliating, but they caused grave legal and economic problems. Many of the annexed churches possessed considerable property, whose disposal involved endless lawsuits and intrigue. Nor was it easy for the Greeks to obtain permission to erect churches to replace those that they had lost. If they did not meet with active hostility they had to face the blank wall of Turkish officialdom. Bribery was usually the only method for securing a quick answer to any such request»

11) Η άποψη του Ένγκελς. Αναφέρεται στην φανταστική-πραγματική υπεροχή των Τούρκων έναντι των Χριστιανών: την «...φανταστική υπεροχή και την πραγματική ατιμωρησία για υπερβάσεις που του δίνονται από τα προνόμια του Ισλάμ απέναντι στους Τούρκους». «Μόνο αυτός έχει δικαίωμα να οπλοφορεί, ενώ κι ο πιο σπουδαίος Χριστιανός πρέπει να παραμερίζει όταν περνά μπροστά του ακόμα κι ο τελευταίος Μουσουλμάνος» (άρθρο στις 7-4-1853).
            Σύμφωνα με τον Ένγκελς (12/1855) «Το έμφυτο μίσος του Τούρκου εναντίον του "γκιαούρη" είναι τόσο άσβεστο κι οι συνθήκες κι αντιλήψεις του τόσο διαφορετικές από τις ευρωπαϊκές, ώστε όσο παραμένει η κυρίαρχη φυλή της χώρας του ποτέ δεν θα υποταχθεί σε ανθρώπους που μέσα του τους περιφρονεί, γιατί τους θεωρεί άπειρα κατώτερους. …Ο απλός Τούρκος μισεί τους θεσμούς των γκιαούρηδων εξίσου όσο και τους ίδιους τους γκιαούρηδες». (22/1/2010)



12) Από το Φατζέα, Γραμματική Γεωγραφική, Βενετία 1760:
«Εις την Ελλάδα...δεν είναι την σήμερον Ακαδημίαι, και Σπουδαστήρια, εις τα οποία να αρμώζη το Ακαδημαϊκόν όνομα. Επειδή η βάρβαρος τυραννία των Τούρκων δεν συγχωρεί εις τους απογόνους ων Ελλήνων να επιμελούνται την γύμνασιν των Επιστημών και της Σοφίας, καθώς ήτον η συνήθεια των προγενητόρων τους» τ. 2, σ. 142
«Αι πόλεις της Ελλάδος..την σήμερον είναι ερίπεια αι πλείονες. Αι Επαρχίαι κεχερσωμέναι, κι ακατοίκητοι....Διοικείται [ο τόπος] από τους Ηγεμόνας των Τουρκών κοινώς Πασιάδες, οπού κατεξουσιάζουσιν, ή μάλλον ειπείν τυρανούσι την γην, και τους εν αυτή ευρισκωμένους Χριστιανούς, χωρίς νόμον ή δικαιοσύνην, αλλά με τυραννίαν, αδικίαν, και βαρβαρότητα» τ. 2, σ. 146



13) Από το Κ. Φωτιάδη, Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, εκδ. Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα 2004

«Στις 26.6.1909 , ο Γερμανός πρεσβευτής της Κωνσταντινούπολης Miguel ενημέρωνε το Βερολίνο για τη δραματική συνάντηση του Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ με τον αρχιστράτηγο Σεφκέτ Πασά (…) Ένας Τούρκος υπουργός απειλούσε αυτοπροσώπως…. "Θα σας κόψουμε τα κεφάλια, θα σας εξαφανίσουμε. Ή εμείς θα επιζήσουμε ή εσείς"» σ. 87

Μυστική διαταγή Ταλαάτ πασά, υπ. εσωτερικών 14 Μαΐου 1914: «Είναι επείγον, για πολιτικούς λόγους, όπως οι Έλληνες κάτοικοι των μικρασιατικών παραλίων υποχρεωθούν να εκκενώσουν τα χωριά τους και να εγκατασταθούν στους νομούς του Ερζερούμ και της Χαλδαίας» σ. 121

Ο αμερικανός πρέσβης H. Morgenthau μεταφέρει ό,τι του είπε ο Ταλαάτ πασάς: «Το οθωμανικό κράτος, είπε, μίκρυνε τόσο, ώστε κοντεύει να εξαφανιστεί. Για να διατηρήσουμε όσα εδάφη απόμειναν, πρέπει να απαλλαγούμε από τους ξένους λαούς» σ. 123

Στους εκτοπισμούς/ σφαγές στην Φώκαια στα 1914, κατά τον γάλλο πρόξενο Sartiaux: «..Οι συμμορίες έκαναν την εμφάνισή τους συνήθως το βράδυ, οπλισμένες μέχρι τα δόντια με χατζάρια και τουφέκια. Ξεχύνονταν στους δρόμους, ξεκόλλαγαν πόρτες και παράθυρα με χτυπήματα υποκοπάνων και τσεκουριές, έσφαζαν, κάρφωναν στα κρεβάτια και τουφέκιζαν γυναίκες, παιδιά και γέρους. Κομμένα ανθρώπια μέλη κρέμονταν στις προθήκες των χασάπικων με την επιγραφή "χριστιανικό κρέας"». Νέα κορίτσια βιάζονταν, άλλα κλέβονταν, ειδεχθείς πράξεις εκδίκησης γίνονταν» σ. 124

Στον εναρκτήριο λόγο του μεγάλου βεζύρη Χαλίλ μπέη στην οσμανική πολυεθνική βουλή: «Δεν θα λησμονήση ο τουρκισμός το πράσινον Μοναστήρι και την ωραίαν Θεσσαλονίκην…» σ. 136

Γραπτή διαταγή σε στρατόπεδο εργατικού τάγματος:  «Επληροφορήθημεν ότι οι προδόται της πατρίδος Ρωμιοί στρατιώται δεν οδηγούνται εις εργασίαν οσάκις βρέχει…αποστέλλητε αυτούς άνευ ουδεμίας εξαιρέσεως να εργάζωνται υπό βροχήν και χιόνια» σ. 149

«Οι δυστυχείς χριστιανοί, πάσης τάξεως, στρατολογούμενοι εστέλλοντο εις τας ως άνω περιφερείας δια να εργασθούν υπό την επίβλεψιν κτηνωδών τσαούσηδων, επί 18 ώρας το ημερονύκτιον, δια να θραύουν λίθους» σ. 149

«Ο εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες και στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Ενώ η πομπή ξεκινούσε με άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια εισέβαλαν Τούρκοι των γειτονικών περιοχών που, καθώς φαίνεται, δεν διέτρεχαν ανάλογο κίνδυνο από το στόλο. Οι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός, ενώ απαγορευόταν η περίθαλψη των αρρώστων και η ταφή των νεκρών. Επιβαλλόταν αντίθετα η απολύμανση όλων σε θερμά λουτρά τουρκικού τύπου (χαμάμ) και η έκθεσή τους αμέσως μετά στην παγωμένη ύπαιθρο για καταμέτρηση και ιατρική εξέταση. Μετά την "εκκαθάριση" στους λουτρώνες- μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση- η πορεία συνεχιζόταν με πλήρη ασιτία. Απαγορευόταν επί ποινή θανάτου η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη»  σ. 161

Αυστριακός πρέσβης στην Πόλη, Pallavicini αναφέρει για την περιοχή Αμισού: «11 Δεκεμβρίου 1916. λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά, κατόπιν κάηκαν. Οι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. στα περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. ολόκληρα χωριά καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. στην περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. Η λεηλασία συνεχίζεται. Οι χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν» σ. 166

Επιστολή Γερμανού Καραβαγγέλη, Μάιος 1916: «…Είναι απερίγραπτα τα δεινά όσα υφίστανται οι ομογενείς πληθυσμοί της περιφερείας Αμισού από παρελθόντος Νοεμβρίου μηνός, δηλ. αφ’ ής εποχής έφθασεν ενταύθα ο νέος Τουρκοκρής μουτεσαρίφης Αμισού (Τζανίκ). Υπό το πρόσχμα της καταδιώξεως φυγοστράτων εξαπέλυσε πανταχού χωροφύλακας μετά Λαζών ατάκτων στρατιωτών με διαταγάς να βσασνίσωσι τα χωρία» σ. 168

Στις 15 Μαρτίου 1917 ο μητροπολίτης Γερμανός σε νέα διεξοδική του αναφορά στον Οικουμενικό Πατριάρχη: «…τα δύο τρίτα του εξωσθέντος πληθυσμού απέθανον εις τα τουρκικά χωρία της Αγκύρας και το υπολειφθέν εν τρίτον ήδη τήκεται…Την αυτήν τύχην υφίστανται εις το βιλαέτιον Σεβαστείας και οι εκ των χωρίων Τριπόλεως και Κερασούντος εις το βιλαέτιον Κασταμονής οι εκ Σινώπης και Ινεπόλεως εξωσθέντες χριστιανοί» σ. 171

«Ο Λάμπος Μαυρίδης από το Τεπέ Κιοΐ της Πουλαντζάκης καταθέτει ότι "από τους 700 που βγήκαμε εξορία από το χωριό μας το 1916 γυρίσαμε 232…Κανένα χρόνο μετάτ ο γυρισμό μας από την εξορία κακήν κακώς, ζήσαμε. Ύστερα ο Τοπάλ Οσμάν ήρθε χαράματα και περικύκλωσε το χωριό με τους τσέτες του. Μάζεψαν τον κόσμο, έναν-έναν του χωριανούς και τους έβαλαν σ’ ένα σπίτι, σιμά στην εκκλησία: Άντρες, παιδιά, γυναίκες, γέρους, μωρά. Έδωσαν φωτιά το σπίτι και τους έκαψαν ζωντανούς!.... Αυτό κράτησε μισή ώρα. Μετά μισή ώρα οι τσέτες έφυγαν και πήγαν στ’  άλλα χωριά. Και σε κάθε χωριό μισή ώρα στέκονταν, έκαιγαν έκαιγαν και συνέχεια έφευγαν. Δεκαεφτά (17) χωριά έκαψαν στη συνέχεια. Τα Γούζερε, Κόλτιζι, Τεπέκιοϊ, Τεμιρτζίκιοϊ, Γιόμα, Κινέη…Δεν έκαιγαν τα σπίτια των χωριών. Μόνο ένα σπίτι έκαιγαν μαζί με τους ανθρώπους» σ. 174-5

Στην Πουλαντζάκη: «οι εξόριστοι χωρικοί μας, με τις εξαντλητικές πορείες στις απέραντες εκτάσεις του εσωτερικού, με σκόπιμες μετακινήσεις κάθε τόσο, με το κακόβουλο επίμετρο, τη στρατολογία των νέων και των αντρών απ’ ανάμεσά τους, εξοντώθηκαν όλοι σχεδόν! Ζήτημα αν επιζήσαν τα 10%» σ. 177

«Στις 26 Δεκεμβρίου 1916 ο μητροπολίτης Γερμανός ενημέρωνε αναλυτικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την τραγική κατάσταση που επικρατούσε στην περιφέρειά του: "Το χιόνι μέχρι τα γόνατα και το κρύο τσουχτερό, εν τούτοις προχωρούν με συνοδεία πολιτοφυλάκων χιλιάδες παιδιά, γυναίκες και άρρωστοι γέροι προς τη Σεβάστεις…Οι άρρωστοι εγκαταλείπονται στην άκρη του δρόμου σχεδόν όλοι ξυπόλυτοι, καταδικασμένοι δηλ. εκ των προτέρων σε θάνατο από το ψύχος…. Από την Σαμψούντα στάλθηκαν πολιτοφύλακες και στρατιώτες εναντίον των πλούσιων χωριών της περιοχής, οι οποίοι έκαψαν τα χωριά, σκότωσαν γέρους και παιδιά και βίασαν γυναίκες. Ακόμη και κορίτσια κάτω των δέκα χρόνων και γριές πάνω των 80 είαν αυτήν την τύχη". Μέσα σε λίγες μέρες κάηκαν στην περιοχή της Σαμψούντας 14 χωριά ολοσχερώς, 4 χωριά κατά το ήμισυ και 26 χωριά κατά ένα μέρος, αφού βέβαια υπέστησαν πρώτα τη λεηλασία των Τούρκων» σ. 178

Ο Ταλαάτ πασάς «από συνομιλία που είχε στις 31 Ιανουαρίου 1916 με έμπιστό του πρόσωπο, πράκτορα των Αυστριακών, στον οποίο εμπιστεύεται ότι "βλέπει να παρουσιάζεται στην Τουρκία η αναγκαιότητα να ξεμπλέξει με τους Έλληνες όπως ακριβώς με τους Αρμένιους". Την ίδια άποψη, είχε εκφράσει δύο μήνες νωρίτερα, στις 26 Νοεμβρίου ο μουτεσαρίφης Αμισού, Ραφέτ μπέης, στον Αυστριακό πρόξενο Kwiatkowski» σ. 178

«Το επιχείρημα του Liman von Sanders ότι δηλαδή στρατιωτικοί λόγοι είχαν επιβάλει τις εκτοπίσεις των ελληνικών πληθυσμών, δε βρήκε σύμφωνο ούτε τον Αυστριακό πρεσβευτή Pallavicini, ο οποίος ενημερώνοντας τηλεγραφικά τη Βιέννη, στις 12 Ιανουαρίου [1918] εκτιμούσε ότι: "Είνε φανερό πως οι εκτοπίσεις αυτές δεν υπαγορεύονται, αυτή τη στιγμή, από κανένα στρατιωτικό λόγο και ότι στοχεύουν μόνο σε κακώς εννοούμενες πολιτικές σκοπιμότητες» σ. 196

Στα 1916 «Είκοσιν οκτώ έτερα χωρία επυρπολήθησαν εντός μίας εβδομάδος από τις 15 Ιανουαρίου, μη συμπεριλαμβανομένων των πυρποληθέντων κατά Δεκέμβριον. Τα γυναικόπαιδα απεστάλησαν πεζή εν μέσω βροχής και χιόνων εις τα βιλαέτια Σεβαστείας και Αγκύρας. Νήπια, κοράσια, λεχώ, έγκυοι, ασθενείς και γέροντες ωθούνται από τόπον εις τόπον, διανυκτερεύουσι κατά χιλιάδας εις χάνια, όπου διαμένουσιν άνευ άρτου ή άλλης τροφής… Πολλά παιδία απωλέσαντα τους γονείς των διασκορπίζονται εις τα όρη, ή εις τα τουρκικά χωρία. Οι μετατοπιζόμενοι αποθνήσκουσι κατ’οδόν εκ της πείνης, του ψύχους και των ταλαιπωριών και θάπτονται εις τα όρη, ή αφήνονται βορά των αγρίων θηρίων. Κατά πρόχειρον υπολογισμόν ο αριθμός τούτων υπερέβη ήδη τας 20000… Εκ Πάφρας απεστάλη εις Βοϊβάτ ολόκληρος άρρην πληθυσμός… Οκτώ χωρία της Πάφρας …επυρπολήθησαν και οι κάτοικοι μετεφέρθησαν εις το βιλαέτιον της Αγκύρας… Ταύτην την στιγμήν φαίνονται εις τα όρη καπνοί και φλόγες…Και ο υπαίθριος πληθυσμός της Κερασοούντος μετεφέρθη ολόκληρος εις το εσωτερικόν…. Χείρονα τούτων συνέβησαν εις Πάφραν όπου κατά τας τελευταίας εβδομάδας παρεδόθησαν εις το πυρ έτερα είκοσι χωρία μετά των εκκλησιών των και σχολείων, αφού δε ελεηλατήθη η κινητή αυτών περιουσία και η ακίνητος εγένετο παρανάλωμα του πυρός, ο πληθυσμός ολόκληρος απεστάλη εις το εσωτερικόν» σ. 197

«Στις 3 Φεβρουαρίου 1916, λίγο πριν την κατάληψη από τους Ρώσους της πόλης Ερζερούμ, οι Έλληνες της περιοχής εκδιώχτηκαν "επί τη προελάσει δε κατά την παραλίαν εκ Χόπας στίφη μεταναστών Τούρκων και Λαζών… εξωπλισμένα μέχρις οδόντων ανήλθον δια Κιουρτούν …δηούντες τα ελληνικά χωρία, φονεύοντες, εκβιάζοντες τας γυναίκας και απάγοντες τα ποίμνια, επενεγκότες ανυπολογίστους καταστροφάς εις 32 χωρία και φονεύσαντες 157 ομογενείς» σ. 199

«Από μίαν κωμόπολιν απηλάθησαν εις το εσωτερικόν αθρόως 1300 ομογενείς άνδρες, γυναίκες, παιδία. Μετά επτάωρον πεζοπορίαν εν μέσω χειμώνι έφθασαν εις τουρκικόν χωρίον, όπου ωδηγήθησαν εις λουτρόν δήθεν προς απολύμανσιν. Όταν μετ’ ολίγον εξήλθον, δεν εύρον τα ενδύματά των. Τα είχον διαρπάσει προηγουμένως οι Τούρκοι. Ολόγυμνοι τότε, όπως ήσαν, ηλαύνοντο μαστιγούμενοι εις το εσωτερικόν, ευρόντες καθ’ οδόν οικτρόν θάνατον» σ. 199

«Η δολοφονία 14 κατοίκων του χωριού Λερίν, η ολική καταστροφή και η προσφυγιά 500 ψυχών στο χωριό Ίμερα από συμμοερίες 300 Τούρκων, προερχόμενων από τα Σούμερνα, το Γιαμούρ-τερέ, το Βεσερνή και Τάνερα…ανάγκασαν τους κατοίκους της Ίμερας,… να πάρουν την προστασία των χωριών στα χέρια τους» σ. 210

Ο ανθυπολοχαγός A. Schipper σε αναφορά του στον πρόξενο Kwiatkowski: «Μετά την αναχώρησή μας από την Πάφρα ερημώθηκαν τα ελληνικά χωριά κατά μήκος του KizilIrmak. Στο ποτάμι βρίσκουν πτώματα δολοφονημένων Ελλήνων, γυναικών και παιδιών. Παντού υπάρχουν στοιχεία κακοποίησης των Ελλήνων και πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες εκτελούν μέχρι το τέλος το έργο της εξολόθρευσης» σ. 219-220

«Στην Πάφρα και τη Σαμψούντα μετά την αποχώρηση των Ρώσων, δεν υφίσταντο πια οι "στρατηγικοί λόγοι" για τη συνέχιση των εκτοπισμών. Και όμως μέσα στην καρδιά του χειμώνα του 1918 τα μέτρα πολλαπλασιάστηκαν και οι συνθήκες κατά τις πορείες χειροτέρεψαν» σ. 220

Αναφορά Kwiatkowski: «Τον τελευταίο καιρό είδαμε συχνά παγωμένες γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους να μεταφέρονται με την ανοιχτή άμαξα στο νοσοκομείο κι ενώ εξαντλημένοι έπεφταν στο έδαφος, οι συνοδοί στρατιώτες τους χτυπούσαν με τον υποκόπανο των όπλων για να τους οδηγήσουν με δικαιολογία την καθαριότητα, στο μπάνιο μέσα στην καταιγίδα και το κρύο, ώστε συνειδητά να είναι πιο μεγάλος ο κίνδυνος αρρώστιας» σ. 221

«Η λιμοκτονία αποδείχτηκε ένα από τα αποτελεσματικότερα μέσα για την εξόντωση του ελληνικού πληθυσμού. Στην περιφέρεια Επεσίου 18 χωριά εξαναγκάσθησαν από τις τουρκικές αρχές, με τιμωρία το θάνατο, να μην καλλιεργούν τα χωράφια τους. σε περίπτωση ανυπακοής τους περίμενε η ποινή του θανάτου» σ. 233


14) Από το Π. Χιδίρογλου, Ταυτότητα και ετερότητα στον τουρκικό πολιτισμό, εκδ. Γρηγόρη.
Κατά τη δεκαετία 1980-1990
«Η εκκλησία του Αγ. Γεωργίου στο  Μακροχώρι κατεδαφίστηκε κατά το ένα τρίτο και πάνω σ' αυτήν σήμερα λειτουργεί περίπτερο με τοστ και αναψυκτικά. Το αγίασμα του Αγ. Βασιλείου στο Εμινονού κατεδαφίστηκε με σκοπό τη διεύρυνση της εκεί λεωφόρου. Το βυζαντινό αγίασμα του Αγ. Νικολάου στο Φανάρι κατεδαφίστηκε με σκοπό τη διεύρυνση της εκεί λεωφόρου. Το βυζαντινό αγίασμα της Αγ. Παρασκευής στη Βλάγκα κατεδαφίστηκε με σκοπό την κατασκευή αερογέφυρας. Πάνω στο ιστορικό αγίασμα της Αγ. Παρασκευής στο Κοντοσκάλι έχει κτισθεί τράπεζα. Το ιστορικό αγίασμα του Αγ. Νικήτα στο Κιρέτσμπουρνού του Βοσπόρου κατεδαφίστηκε με σκοπό τη διεύρυνση της εκεί λεωφόρου. Κατά την κατασκευή της πρώτης γέφυρας του Βοσπόρου κατεδαφίστηκε ιστορικό αγίασμα επειδή σ' αυτό ακριβώς το σημείο έπρεπε να στηριχθούν. Το αγίασμα της Αγ. Φωτεινής στη νήσο Πρώτη κατεδαφίστηκε και πάνω σ' αυτό λειτουργεί ταβέρνα. Το αγίασμα του Αγ. Παντελεήμονος στο Τσεγκέλκιοϊ Βοσπόρου λειτουργεί σαν ταβέρνα. Στην περιοχή του Φαναρίου έκταση 2 τετρ. χιλιομέτρων κατεδαφίστηκε και έγινε πάρκο. Χάθηκαν εκατοντάδες αρχοντικά φαναριωτών, πατριαρχών, αγιάσματα και ιστορικά κτίρια. Η μονή του Σινά διεσώθη κατόπιν ενεργειών του εφόρου της και του Έλληνος προξένου. Στην περιοχή Ταρλάμπασι στο Πέρα, 800 τριόροφα-τετραόροφα ελληνικά σπίτια του περασμένου αιώνα κατεδαφίστηκαν με σκοπό τη διεύρυνση της εκεί λεωφόρου. Τα θεοδοσιανά τείχη αλλοιώθηκαν κακόγουστα. Δυτικά του Ιπποδρόμου εξαφανίστηκε το παλάτι του Αντιόχου και τα πρωτοχριστιανικά μνημεία του Οκταγώνου. Με τσιμεντένιο γήπεδο μπάσκετ σκεπάσθηκε ο τόπος μαρτυρίου της Αγ. Ευφημίας»  σ. 160-1


15) Από το βιβλίο του Απόστολου Βακαλόπουλου Ιστορία της Θεσσαλονίκης 316 π.Χ.-1983, εκδ. Αφών Κυριακίδη
Κατά την πρώτη, σύντομη περίοδο της τουρκικής κατοχής (1387-1403), στα 1391 «τότε πρέπει να βεβηλώθηκαν, όπως μνημονεύει ο τελευταίος αρχιεπίσκοπος της ελεύθερης Θεσσαλονίκης, ο Συμεών “πλείστοι των εν τη πόλει σεβασμίων οίκων”, να καταστράφηκαν “θυσιαστήρια” και να μιάνθηκαν τα “άγια”. Τότε, νομίζω, κατασχέθηκαν και οι δύο μονές μέσα στην πόλη, του Χριστού Σωτήρος και του Τιμίου Προδρόμου που γίνεται τεκές δερβίσηδων» (σελ. 166-7).
«Η σκλαβιά τα πρώτα χρόνια είναι σκληρή: περιφρονητική και υβριστική η συμπεριφορά των κατακτητών απέναντι των ιερών και οσίων, απέναντι των κατοίκων, και μέσα σ’ αυτήν ακόμη την αγορά: βλαστήμιες, ειρωνείες και εμπαιγμοί σε βάρος των κληρικών και του σχήματός των, παροτρύνσεις βάναυσες προς προσέλευση προς τον ισλαμισμό. (….) Λίγα χρόνια ύστερ’ από την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στα 1395, οι Τούρκοι κάνουν παιδομάζωμα, που δεν περιορίζεται, φαίνεται, μόνο στη Θεσσαλονίκη, αλλά εκτείνεται στη Χρυσούπολη και στις άλλες ελληνικές περιοχές» (σσ. 167, 169). Ο μητροπολίτης Ισίδωρος Γλαβάς παρατηρεί για το παιδομάζωμα: «Φρίττω γαρ το χαλεπόν κατά των φιλτάτων ακηκοώς επίταγμα και, ως εις πυρ απρόσιτον ή ρομφαίας άμαχον, ούτως έχω προς αυτό… Τι γαρ ουκ αν άνθρωπος πάθοι, παίδα ορών ον εγέννησεν, όν ανέθρεψεν, υπέρ ου πολλά πολλάκις των οφθαλμών επέσταξε δάκρυα, εις άκρον ευχόμενος ευδαιμονίας εληλακέναι, τούτον εξαίφνης βιαίως αλλοφύλων χερσίν αρπαζόμενον και εις αλλόκοτα μεταπεσείν έθη βιαζόμενον και βαρβαρικής στολής και φωνής και ασεβείας και δυσωδίας άλλης σκεύος γενέσθαι μετά μικρόν προσδοκώμενον… Τίνα λοιπόν θρηνήσειεν, εαυτόν ο πατήρ ή τον παίδα; Τούτο μεν, ότι της του γήρως εστέρηται βακτηρίας, ότι το φως απώλεσε των οφθαλμών, ότι τον εις τάφον ουκ έχει γνησίως παραπέμψοντα και οσίας άλλης και τιμής αξιώσοντα, ότι καρπόν, ον ήλπησε Θεώ προσενεγκείν, εις καρπόν ορά μεταποιηθησόμενον τω διαβόλω… εκείνο δε, ότι παις ελεύθερος δούλος γίνεται, ευγενής ων εις βάρβαρον ήθος βιάζεται, ο μητρικαίς χερσί και πατρικαίς ηδέως κολακευόμενος βαρβαρικής ωμότητος εμπίπλασθαι πρόκειται, ο προς ναούς ορθρίζων και ιερούς φοιτών διδασκάλους προς φόνους· φευ, ομοφύλων και ταύτα διανυκτερεύειν παιδεύεται, ότι κυνών και ορνέων διακονίαν εγχειρίζεται ο θείοις οίκοις διακονείσθαι χειροτονούμενος… το δε πάντων έσχατον των κακών, ότι Θεώ, φευ, ελεεινώς χωρίζεται και διαβόλω παναθλίως συμπλέκεται και τελευταίον σκότω και γεέννη συν τοις δαίμοσι παραπέμπεται. Ταύτα τίνος ουκ αν διαρρήξειε σπλάχνα, τις ουκ αν προς τοσαύτην εκάμφθη, και κατεκλάσθη συμφοράν; Ει γαρ θηρίον ην, ει γαρ λίθος, ει γαρ σίδηρος, ει γαρ αυτοαδάμας, έπαθεν αν ενταύθα των ανθρωπίνων».
Η Θεσσαλονίκη απελευθερώνεται προσωρινά στα 1403, μετά την ήττα των Τούρκων στην Άγκυρα από τους Μογγόλους. Όμως «ίσως από το 1417 αναγκάζεται πάλι να καταβάλλει φόρο υποτέλειας 100.000 άσπρα ή 10.000 χρυσά για ν’ απαλλαγεί κάπως από τις πιέσεις των Τούρκων. (…) Ο Burak μπέης την πολιορκεί τον Ιούνιο του 1422 και λεηλατεί την Καλαμαρία, την ανατολική περιοχή, ως την Κασσάνδρα» (σσ. 172,173)
Στις 29 Μαρτίου 1430 μετά από πολιορκία η Θεσσαλονίκη πέφτει στα χέρια του Μουράτ Β’. Πέρα από τις υψηλές επιδόσεις σε μια από τις γνωστές αρετές του τουρκικού πολιτισμού, το άγριο πλιάτσικο, καταστρέφονται εκκλησίες και μοναστήρια. «Μεγάλες ήταν οι ζημιές στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου» (σ. 192). Τότε αρχίζει η ατελείωτη, πολυπολιτισμική, μετατροπή χριστιανικών εκκλησιών σε ισλαμικά τεμένη. «Όταν μπήκε ο Μουράτ στην πόλη, πήγε και προσκύνησε στην Αχειροποίητο και πρώτη αυτή μετέτρεψε σε τζαμί, το ονομαζόμενο Εσκί Τζουμά (Παλιά συνάθροιση)» (σ. 192). Στην Ακρόπολη «Οι Τούρκοι έδιωξαν όλους τους κατοίκους και έκτισαν τον επόμενο κιόλας χρόνο, κοντά στο βυζαντινό συγκρότημα του Επταπυργίου, ένα μεγάλο πύργο με την εξής επιγραφή· “Κατέκτησε και κατέλαβε δι’ ισχυράς επιθέσεως την ακρόπολιν αυτήν, με την βοήθειαν του Θεού, ο Σουλτάν Μουράτ, υιός του Σουλτάν Μεχμέτ, του οποίου την σημαίαν να μη παύση ο Θεός να βοηθεί προς νίκην, από τας χείρας των Φράγκων και των απίστων και εσκότωσε και ηχμαλώτισε μερικά από τα παιδιά των και επήρε την περιουσίαν των. Και περίπου εν έτος μετά την κατάκτησιν εθεμελιώθη και εκτίσθη αυτός ο πύργος χειρί του – εκ των Εμίρηδων και των Μεγιστάνων του βασιλέως – Τσαούς Μπέη. Μην Ραμαζάν έτους Εγίρας 834″» (σ. 193-4).
«Αμέσως μετά την άλωση ο Μουράτ Β’ διατάζει ν’ αποσπάσουν από τις εκκλησίες και τα μοναστήρια της πόλης χίλια μάρμαρα και να μεταφερθούν στην Αδριανούπολη για να χρησιμοποιηθούν εκεί για το στρώσιμο του δαπέδου ενός λουτρού» (σ. 201). Τόσο υψηλού επιπέδου ήταν ο οθωμανικός πολυπολιτισμός, για τον οποίο θέλουν να πείσουν σήμερα οι «αντιεθνικιστές» ώστε ο Μουράτ Β’ «προβαίνει ύστερ’ από δύο χρόνια στην πρώτη απογραφή και στην κατάσχεση μονών και εκκλησιών, καθώς και των σπιτιών των παρόντων και των απόντων κατοίκων. Από τους σημαντικότερους ναούς τέσσερες μόνον, οι λεγόμενοι καθολικοί, έμειναν στα χέρια των χριστιανών, μεταξύ των οποίων ο ναός των Αγίων Αγγέλων ή Ασωμάτων (Ροτόντα), ο Άγιος Δημήτριος και η Αγία Σοφία…Ποιος ήταν ο τέταρτος καθολικός ναός αποτελεί πρόβλημα. (…) Κατόπιν ο Μουράτ τα ωραιότερα και μεγαλύτερα μοναστήρια και σπίτια τα χάρισε ως mulk (ιδιοκτησία τέλειας κυριότητας) στους οικείους και στους αξιωματούχους του, και τα άλλα τα μοίρασε στους κατώτερους βαθμοφόρους και στους Τούρκους που κατά διαταγή του ήλθαν από τα Γενιτσά και άλλα μέρη….Οι έποικοι καταλαμβάνουν αδιάκριτα σπίτια και κάποτε εκκλησίες και με τη βάρβαρη συμπεριφορά τους απέναντι των παλιών κατοίκων φέρνουν ταραχή και αναστάτωση στην πόλη» (σσ. 201-202). Ο Ιωάννης Αναγνώστης, σύγχρονος της Άλωσης λέει στην Διήγησή του ότι «άλλες από τις εκκλησίες έγιναν “κοινά καταγώγια”, άλλες πάλι “λείψανα μόνον του πρώτου κάλλους αυτών και της θέσεως” διέσωζαν, ενώ οι περισσότερες σωριάστηκαν κυριολεκτικά, “ως μηδέ πού ποτέ ήσαν γνωρίζεσθαι”» (σ. 204). Στη θέση της μονής του αγίου Ισαάκ ή της Παναγίας της Περιβλέπτου, ιδρυμένης πριν από το 1314, εντοπίζεται το τζαμί Koca Kasim Paşa.

Οι αρπαγές δεκάδων χριστιανικών ναών αρκετά χρόνια μετά την Άλωση του 1430, δηλαδή όχι ως «δίκαια αντίποινα» για την αντίσταση των πολιορκουμένων κατοίκων, πρέπει να ήταν ένα δείγμα της αστείρευτης έφεσης των Τούρκων Οθωμανών προς την θρησκευτική ανεκτικότητα. Επί Βαγιαζίτ Β’ στα 1492 καταλαμβάνεται ο ναός του Αγ. Δημητρίου από τον Κασίμ Πασά, διοικητή της πόλης (σ. 211-212). «Ακολουθεί γύρω στα 1500 η κατάσχεση του ναού του Αγίου Παντελεήμονος από τον καδή της Θεσσαλονίκης Ishak Çelebi ibn Hasan (γι’ αυτό και ο ναός ονομάζεται Ishkiye τζαμί)…Επίσης στα 1510, μετατρέπει σε τζαμί τον ναό της Αγ. Αικατερίνης ο Yakub πασάς, Βόσνιος ως προς την καταγωγή….Ακόμη μεταξύ 1520-1530 μετατρέπεται και η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί από τον Cezeri Kaşim Paşa, βεζίρη των σουλτάνων Βαγιαζίτ Β’ και Σελίμ Α’. Και στα 1524 αρπάζει τον μεγάλο ναό των Ελλήνων, την Αγία Σοφία, και τον μετατρέπει σε τζαμί ο μεγάλος βεζίρης και μπεηλέρμπεης της Ρούμελης Maktul Ibrahim Paşa.

 Ότι βίαια κατέλαβαν την Αγία Σοφία οι Τούρκοι μαρτυρεί και το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν μπόρεσαν να παραλάβουν ακόμη και τα χειρόγραφα ιερά βιβλία» (σσ. 213-4). Οι ανεκτικοί Οσμανοί κατάσχουν «την εκκλησία των Αγίων Αγγέλων, δηλαδή τη σημερινή Rotonda, ύστερα από αίτηση του τότε μεγάλου βεζίρη Σινάν πασά» (σ. 229) στα 1590, «με πρωτοβουλία του δερβίση σεΐχη Χορτάτζ» (ό.π., σ. 229). Τα ωραία εκείνα χρόνια δεν έλειπαν και οι σεΐχηδες από την Θεσσαλονίκη, όπως φαίνεται. «Έξω από τα δυτικά τείχη, ψηλά, ο τεκές των Μεβλεβήδων δερβισών υποκατέστησε τη μονή της Αγίας Ματρώνας…Τη μονή Χορταΐτου ή καλύτερα το μετόχι της έξω από την ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, την διαδέχθηκε ο τεκές και ο τάφος (turbe) του Γκιουλ Μπαμπά….Την ίδια τύχη είχε ασφαλώς και η μονή του Αγ. Δημητρίου του Αρμογένη. Στη θέση του υψώθηκε αντίστοιχο θρησκευτικό ίδρυμα των Τούρκων» (σ. 250).
Από την μεγάλη ένταση της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ των λαών και των πολιτισμών στην προσαρτημένη από τους Οθωμανούς Θεσσαλονίκη σύμφωνα με μια τουρκική απογραφή του 1525, δηλαδή 95 χρόνια μετά την Άλωση «υπήρχαν τότε έναντι 38 Μουσουλμανικών συνοικιών, 10 μόνο χριστιανικές με 5 άλλες χωριστές ολιγάριθμες ομάδες» (σ. 219). Η ελληνική συνοικία της Αγίας Πελαγίας «παύει να μνημονεύεται μετά τα μέσα του 16ου αιώνα εγκαταλείπεται, φαίνεται, στην πλημμυρίδα της εισροής αλλά και της γεννητικότητας των Εβραίων. Οι Έλληνες ακόμη των συνοικιών του Αγ. Δημητρίου και της Καταφυγής θ’ αραιώσουν και θα εξαφανιστούν αργότερα και θα παραδώσουν τη θέση τους οι πρώτοι στους Τούρκους και οι δεύτεροι στους Τούρκους και στους Εβραίους. Στη θέση της συνοικίας της Καταφυγής θα σχηματιστούν οι τουρκικές Balat και Kâtip Musliheaddin και η εβραϊκή Roğos. Επίσης εξαφανίζεται και η συνοικία του Ομφαλού και στη θέση της αναπτύσσονται οι τουρκικές Ya‘kub Paşa, Hacı Iskender, Yılan Mermer και Sehabeddin» (σ. 220). Η συνοικία ΝΑ. της Αγίας Σοφίας ονομάζεται πλέον Timurtaş. Τον 17ο αιώνα «η πόλη έχει 48 συνοικίες Τούρκων, 56 Εβραίων και 16 Ελλήνων, Αρμενίων κ.λπ.» (σ. 232), δηλαδή το χριστιανικό ποσοστό, λόγω των καλών συνθηκών πέφτει στο 13% από 19% στις αρχές του 16ου αιώνα.

Πέρα από την καταστροφή, ερείπωση και κλοπή των βυζαντινών ναών δεν λείπουν δείγματα της ισλαμικής συμπεριφοράς, κυρίαρχης κατά το παρελθόν το οποίο νοσταλγούν οι πολέμιοι των «νεκρόφιλων» και του «εθνοφασισμού», προς τους Έλληνες Χριστιανούς: «Έτσι, στις 21 Μαρτίου 1544 δέχεται τον στέφανο του μαρτυρίου επάνω στην πυρά ο Μιχαήλ ο εξ Αγράφων…Εικοσιδύο χρόνια αργότερα, στις 6 Ιουνίου 1566, τον ακολουθεί ο Κύριλλος, 22 χρονών, στην πλατεία Ιπποδρομίο» (σσ. 223, 234). Από τους πνευματικούς ανθρώπους, όσοι δεν αντέχουν την κατάσταση αποδημούν στη Δύση, όπως ο Θεόδωρος Γαζής και ο Ανδρόνικος ο Κάλλιστος.

Μετά την ήττα των Τούρκων στη ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) η λύπη ενός άλλου πολυπολιτισμικού Τούρκου, του Σουλτάνου Σελίμ Β’ τον οδηγεί σε σφαγές και αιχμαλωσίες σε όλον τον ελλαδικό χώρο «προ πάντων στο Αιγαίο, στη Θεσσαλονίκη και στο Άγιον Όρος» (σ. 228).
Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα «η Θεσσαλονίκη διοικούνταν από ένα πασά, που επειδή δεν μπορούσε να καλύψει τα τεράστια έξοδά του για τη συντήρηση της ακολουθίας του κατέφευγε σε διάφορα μηχανεύματα για να εξασφαλίσει πόρους, ώς το σημείο ν’ απομυζά σημαντικά ποσά από την ελληνική ή εβραϊκή κοινότητα» (σ. 280). Οι άνδρες που κατατάσσονταν στους λόχους που έδρευαν στην πόλη «συχνά δημιουργούσαν ταραχές και, καθώς δεν είχαν καμιά άλλη απασχόληση, καταπίεζαν τους Έλληνες, τους Εβραίους και τους Ντομνέδες…Συχνές ήταν, φαίνεται, οι αρπαγές αγοριών και κοριτσιών των Ελλήνων» (σ. 281). Και η εικόνα της ευλογημένης αυτής πόλης; «Βλέποντάς την από μακριά, από το πέλαγος, με τα βυζαντινά της τείχη, έδειχνε ωραία, αλλά γρήγορα έχανε κανείς την καλή ιδέα, όταν αποβιβαζόταν σ’ αυτήν: δρόμοι στενοί και άστρωτοι, χωρίς ευθυγράμμιση, σπίτια σκυθρωπά απ’ έξω, με κακή διαρρύθμιση στο εσωτερικό» (σ. 284). Πυρκαγιές στην πόλη: στα 1510, στα 1545, στα 1620, στα 1734, στα 1759, στα 1763 καθώς και στα 1826, 1840, 1849, 1875, 1877, 1890, 1910. Εννοείται ότι οι επιδημίες στην ευτυχισμένη πόλη της Selanik έστελναν μυριάδες κόσμο στον άλλο κόσμο. Ας αναφέρουμε μόνο τις επιδημίες χολέρας και πανούκλας του «1497, 1516, 1530, 1545, 1550, 1553, 1572, 1581, 1588, 1609, 1620, 1621, 1622, 1648, 1679, 1689, 1712-1714 (μόνο το καλοκαίρι του 1713 πέθαναν 8.000 άτομα), 1717, 1719-1721, 1730, 1741, 1784, 1757-1761, 1832, 1838, 1857, 1893, 1911» (σ. 314).

Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Γάλλου προξένου Félix Beaujour στην πόλη (1794-1796) για τους Έλληνες: «οι Εβραίοι είναι κοσμοπολίτες και λιγότερο δεμένοι με τη γη, από ό,τι οι Έλληνες, οι οποίοι θεωρούν την Ελλάδα δική τους πατρίδα και τους Τούρκους ως φορτικούς και περαστικούς κατακτητές» (σ. 289). Η παρατήρηση αυτή δεν επιβεβαιώνει την άποψη ότι η γκετοποιημένη αυτή πόλη ήταν πολυπολιτισμική και υπεράνω εθνοτήτων, οι οποίες άλλωστε, και συγκεκριμένα η ελληνική, δεν ενδιαφέρονταν για την κατοχή της αλλά αισθάνονταν λίγο πολύ απλώς πολίτες της.

Φθάνουμε στα 1821. Ή λίγο πριν από αυτό. «Τον Σεπτέμβριο του 1820 πιάνεται και οδηγείται στο Κονάκι μπροστά στον μουτεσελίμη Σερίφ Σιντίκ Γιουσούφ μπέη ένας μεσόκοπος Έλληνας, ο Μεστανές, γιατί μάθαινε στα παιδιά του επαναστατικά τραγούδια, ασφαλώς τα τραγούδια του Ρήγα» (σ. 300). Ο επαναστατικός αναβρασμός των Ελλήνων αναστατώνει τους ανεκτικούς Οσμανούς σε όλη την Ελλάδα: «Για να τους τρομοκρατήσουν, συλλαμβάνουν πολλούς και τους ρίχνουν στα μπουντρούμια των φυλακών και στον Κανλή Κουλέ» (σ. 301). Όταν φθάνουν οι ειδήσεις για την επανάσταση του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία και στην Πελοπόννησο, ο μουσελίμης (διοικητής) της πόλης Γιουσούφ «φυλακίζει στο κονάκι του περισσότερους από 400 ομήρους, που τους κακομεταχειρίζεται: τους βρίζει, τους εξευτελίζει, τους μαστιγώνει και μερικούς θανατώνει» (σ. 302). Μετά από την εξέγερση στον Πολύγυρο λόγω της καταπίεσης που άσκησαν οι τούρκοι στρατιώτες της εκεί μικρής φρουράς, ο Γιουσούφ την επαύριο της εξέγερσης, «το βράδι διατάζει να σφαγούν στο κονάκι εμπρός στα μάτια του για αντίποινα 200 και περισσότεροι όμηροι από τα διάφορα χωριά της δικαιοδοσίας του. Από τη μέρα εκείνη αρχίζει φοβερή τρομοκρατία στη Θεσσαλονίκη.
 Η πόλη μεταβάλλεται σ’ ένα απέραντο σφαγείο…χαφιέδες [του μουτεσελίμη] τριγύριζαν στους δρόμους και σκότωναν ανελέητα όποιον Έλληνα συναντούσαν. Ακόμη και τις έγκυες γυναίκες δεν λυπούνταν ούτε σέβονταν, ομολογεί ο ίδιος ο Χαϊρουλλάχ. Αλλά και στα σπίτια των Ελλήνων μπαίνουν, σκοτώνουν, διαρπάζουν, κακοποιούν χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα….». Πολυπολιτισμός σε όλο του το μεγαλείο, όπως ξέρουν να τον εξυμνούν οι σημερινοί Έλληνες νοσταλγοί του, ως πρόγευση της σφαγής αμάχων στη Σμύρνη, ένα αιώνα μετά, που κι αυτοί δεν συμμετείχαν σε καμμιά εξέγερση άλλωστε.
Στο Καπάνι, στη σημερινή αγορά Βλάλη, Έλληνες κομματιάζονται από τον τουρκοϊσλαμικό όχλο. «Εκεί εκτελούν ακόμη τον μητροπολίτη του Κίτρους Μελέτιο, τον παπά Γιάννη του Αγ. Μηνά, καθώς και άλλους πρόκριτους..τον Χρίστο Μενεξέ τον κρέμασαν στον μεγάλο πλάτανο της εκκλησίας του Αγ. Γεωργίου (Rotonda).
Σύγχρονα τραγικές σκηνές εκτυλίσσονται μέσα στον μητροπολιτικό ναό, τον σημερινό Γρηγόριο Παλαμά, όπου είχαν καταφύγει πλήθη Ελλήνων. Ο τουρκικός όχλος σπάζει τις πόρτες και χύνεται μέσα σφάζοντας. Όσους δεν σκοτώνει αμέσως, τους δένει δυο-δυο και τους μεταφέρει στο Καπάνι, όπου και τους εκτελεί. Λίγοι μόνο μέσα στη σύγχυση του όχλου και των στιγμών εκείνων κατορθώνουν να ξεφύγουν…» (σ. 304).
 Σκηνές απείρου κάλλους αρμονικής συνύπαρξης των πολιτισμών, ανακατέματος των οσμών από τα εξωτικά, ανατολίτικα φαγητά της Τουρκάλας με τα φαγητά της Ελληνίδας γειτόνισσάς της. Ίσως και με την οσμή των πτωμάτων και του ελληνικού αίματος, των προγόνων των «εθνοφασιστών», «εθνολαϊκιστών», «εθνικιστών» και «νεκρόφιλων».
«Η όψη της Θεσσαλονίκης είναι φρικτή, οι πλατείες της γεμάτες από πασσάλους και οι επάλξεις του Επταπυργίου στεφανωμένες με κεφάλια.
Οι εκκλησίες έχουν μετατραπεί σε φυλακές, όπως αναφέρουν όχι μόνον οι γραπτές, αλλά και οι προφορικές παραδόσεις, που σώζονται ακόμη ώς σήμερα: στην εκκλησία του Αγ. Αθανασίου είχαν φυλακιστεί πολλοί Έλληνες, κυρίως γέροι και γυναικόπαιδα, που τους άφησαν χωρίς τροφή και νερό.
Συνηθισμένος τόπος βασανιστηρίων και ανασκολοπισμών ήταν για πολύν καιρό η περιοχή γύρω από την Πύλη της Καλαμαρίας (Πλατεία Συντριβανίου) ώς τους Στρατώνες» (σ. 304).
Οι πεθαμένοι πετάγονταν στη θάλασσα, κι όταν οι άλλες εκκλησίες που είχαν χρησιμεύσει ως φυλακές είχαν αδειάσει, στον Άγ. Αθανάσιο έμεναν ακόμη φυλακισμένοι. «Η φοβερή δυσοσμία που γέμιζε την ατμόσφαιρα ανάγκασε μερικούς γείτονες ν’ ανοίξουν ένα βραδάκι την εκκλησία. Και τότε βρέθηκαν εμπρός σ’ ένα φοβερό θέαμα.
Καμιά εκατοστή πτώματα βρίσκονταν καταγής στις πλάκες σε αποσύνθεση: είχαν πεθάνει από την πείνα και τη δίψα» (σ. 307). Ίσως οι μυριάδες Τούρκοι τουρίστες τους οποίους ελπίζουν μερικοί να φέρουν στη Θεσσαλονίκη θα έπρεπε να πληροφορούνται και γι’ αυτά που έπραξαν οι πρόγονοί τους, που διώχτηκαν οι καημένοι έπειτα από τόσα καλά που έπραξαν, όσο κατείχαν την πόλη και φέρονταν με ανεκτικότητα σε άοπλους και απόλεμους κατοίκους.

Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1821 τον Γιουσούφ αντικαθιστά ο Μεχμέτ Εμίν πασάς. Αυτός αντιλαμβανόμενος τη συμβολή των Ελλήνων εμπόρων στην χρηματοδότηση της Επανάστασης «θέλοντας να τους εξουθενώσει, αλλά και να πλουτίσει ο ίδιος, αρχίζει τη συστηματική αργυρολογία και καταλήστευσή τους.
Τους επιβάλλει αναγκαστικές συνεισφορές προσποιούμενος ότι λυπάται τους καϋμένους τους Έλληνες που είναι υποχρεωμένοι να πληρώσουν τις τρέλες των ομοεθνών τους» (σ. 308). Σταματά για λίγο, για να καταστείλει τις επαναστάσεις των απεγνωσμένων Ελλήνων οι οποίοι σύμφωνα με τους οπαδούς της άποψης για «προσάρτηση/κατάκτηση της Θεσσαλονίκης το 1912» δίχως λόγο επαναστατούσαν, αλλά μετά ξαναρχίζει. «Στραγγαλίζει μέσα στη φυλακή τον πλούσιο έμπορο και υποπρόξενο της Δανίας Μανολάκη Κυριακού, που τον είχε συλλάβει με την κατηγορία ότι είχε δώσει στους μοναχούς του Αγίου Όρους 60.000, και χωρίς να φοβάται πια κανένα, βάζει στο χέρι και τους πλούσιους Εβραίους» (σ. 308).
Η τουρκική ανοχή και η πολυπολιτισμικότητα, ασφαλώς δεν μπορούσε να εξαιρέσει τους Εβραίους της πόλης όταν έφθανε σε υψηλά επίπεδα. Επίσης ο Μεχμέτ καίει ελληνικά χειρόγραφα που βρήκε στη βιβλιοθήκη της Αγίας Σοφίας, η οποία είχε μετατραπεί ήδη από τα 1524 σε τζαμί. Ως συνέπεια της τουρκικής συμπεριφοράς «υπολογίζεται ότι ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης κατέβηκε στις 3-4.000 κατοίκους» (σ. 310). Ίσως οι αντιεθνικιστές που θρηνούν για το τέλος αυτής της πολυπολιτισμικότητας στα 1912 πουν: «Έτσι συμβαίνει κατά τις συρράξεις»!
Δεν αναφερθήκαμε σε άλλες όψεις της πολυπολιτισμικότητας στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη, όπως την αντιμετώπιση του Σαμπατάι Σεβή (1665) ή τη σφαγή των προξένων της Γαλλίας και της Γερμανίας (1876) από τον ισλαμικό όχλο.
Εδώ τελειώνει η σύντομη αναφορά, με βάση το βιβλίο του Απ. Βακαλόπουλου, στην κατά φαντασίαν ορισμένων πολυπολιτισμικότητα της κατεκτημένης από τους Μουσουλμάνους Τούρκους Θεσσαλονίκης



16)Από το βιβλίο ΞΕΝΟΙ ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ τ. β’, του Κυριάκου Σιμόπουλου.

Η περιγραφή της Θεσσαλονίκης από τον Ιησουίτη Jean Baptiste Souciet (1726-1733)

Οι Εβραίοι, που κατέχουν το ένα τρίτο της Θεσσαλονίκης, κατοικούν στις χαμηλές συνοικίες, στην περιοχή των παζαριών και κατά μήκος των παραλιακών τειχών. Οι περισσότεροι είναι τόσο εξαθλιωμένοι, που ζουν σε σπίτια ανοιχτά από όλες τις μεριές και χωρίς τζάμια. Εξαιτίας του υποσιτισμού και των ρυπαρών κατοικιών οι Εβραίοι αποδεκατίζονται από τις επιδημίες, ακόμα και από την πανούκλα που μόνο τις δικές τους συνοικίες θερίζει.

            Οι δρόμοι στην κάτω πόλη ήταν στενοί, κακοστρωμένοι και ρυπαροί. Στο κέντρο, στην περιοχή της αγοράς, σκεπάζονταν από σανίδες και γι’ αυτό ήταν σκοτεινοί. (….). Οι ελληνικές εκκλησίες, γράφει ο Souciet, «δεν είναι τριάντα, όπως υποστηρίζει ο Morery, αλλά μόνο δώδεκα ή δεκατρείς. Βρίσκονται όλες απόκεντρα, πίσω από τα σπίτια, γιατί οι Τούρκοι δεν θα ανέχονταν ποτέ να υπάρχουν χριστιανικοί ναοί πάνω στους δρόμους» (σσ. 175-6)
Ο ιεραπόστολος συνεχίζει μεταξύ άλλων:
«Οι εβραϊκές συναγωγές έχουν πρόσοψη στο δρόμο, προνόμιο που δεν απολαμβάνουν οι εκκλησίες των Ελλήνων» (σ. 180)

Ο Γάλλος περιηγητής Sonnini  de Manoncourt, στα τέλη του 18ου αιώνα:
Μόλις μπήκε στην πόλη απογοητεύτηκε. «Δρόμοι στενοί, άστρωτοι, σκολιοί, σπίτια άθλια. Ο πληθυσμός ζη σε μαύρη δυστυχία».

Ο πληθυσμός της περιοχής υπέφερε από θέρμες. «Τα βαλτοτόπια ανάμεσα στην πόλη και το Βαρδάρη έχουν γίνει εστία μολύνσεων και επιδημιών που αφανίζουν τον πληθυσμό» (σ. 424)

Ένας ανώνυμος Άγγλος επισκέφτηκε τη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1788
«Από τη μπόχα καταλαβαίνεις πότε βρίσκεσαι σε εβραϊκή συνοικία. Γενικά οι Εβραίοι δεν προσέχουν την καθαριότητα» (σ. 496)

Ο Γάλλος πρόξενος Felix Beaujour στα 1796 περιγράφει το χαράτσι στη Θεσσαλονίκη:
Στη Θεσσαλονίκη τα παιδιά πλήρωναν από τα οχτώ τους χρόνια και στα χωριά από τα πέντε. «Όταν ένας πατέρας υποστηρίζει ότι το παιδί του είναι μικρότερο και δεν πρέπει να πληρώση χαράτσι, οι εισπράκτορες μετράνε το κεφάλι του παιδιού με ένα κορδόνι που το χρησιμοποιούν για δείχτη. Και καθώς μπορούν να μικραίνουν το κορδόνι ο δύστυχος ο Έλληνας έχει πάντα άδικο» (σ. 693).
Ο ίδιος πρόξενος κάνει σχόλια για την καπνοκαλλιέργεια στην οθωμανική Μακεδονία: «Ο Beaujour παρατήρησε ότι μ’ όλα τα πλεονεκτήματα της καπνοκαλλιέργειας οι παραγωγοί δεν ευημερούσαν. Αυτό ωφειλόταν στο γεγονός ότι τα καπνοχώραφα, που ήταν και τα καλύτερα της μακεδονικής γης, βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων, ενώ οι λιγώτερο γόνιμες εκτάσεις, κατάλληλες για σιτοκαλλιέργειες, βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων» (σ. 696)


17)Από το βιβλίο Ιστορία της Μακεδονία 1354-1833 του Απ. Βακαλόπουλου (Βάνιας 1992)

Μετά το 1371, «είναι πολύ πιθανόν ότι μετά την νίκη των Τούρκων στον Έβρο άτακτοι γαζήδες συνεχίζοντας την κατά παράδοση τακτική τους, προχωρούν προς Δ., βρίσκουν αντιμέτωποι τον νεαρό Έλληνα πρίγκιπα και οργισμένοι από την παρεμβολή του παρακάμπτουν τις Σέρρες και άλλα τυχόν οχυρά κάστρα, περνούν τον Στρυμόνα και διασπείρονται στην Κεντρική Μακεδονία λεηλατώντας και καίοντας» σ. 29

Οι Σέρρες «Στις 19 Σεπτεμβρίου 1383 κυριεύονται με επίθεση. Η τύχη της πόλης είναι η προδιαγραμμένη… λεηλατείται και οι  κάτοικοί της –και μαζί τους ο μητροπολίτης της Ματθαίος Φακρασής– σκλαβώνονται» σ. 38

«Μετά το 1385 επί Μουράτ Α’ ή και αργότερα επί Βαγιαζίτ Α’, πλήθος Γιουρούκων, γεωργοί και κυρίως βοσκοί, εποικίστηκαν γύρω από τις Σέρρες και ΒΔ της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή Γενιτσών. Πολλοί εγκαταστάθηκαν κυρίως σε ορεινά μέρη, Β. της λίμνης του Λαγκαδά ώς τις Σέρρες και ώς τη Δράμα και – ίσως αργότερα – ώς την Καβάλα» σ. 49

Στο Δεμίρ Χισάρ «Οι Τούρκοι βαθμιαία εκτόπισαν τους Έλληνες από τη συνοικία τους, την παλαιά βυζαντινή, τον Κάτω Μαχαλά, το πεδινότερο τμήμα της περιοχής και τους ανάγκασαν να καταφύγουν στο ψηλότερο και άνυδρο τμήμα, στο Βαρώσι» σ. 50

«Επίσης νομάδες Γιουρούκοι εγκαταστάθηκαν στην ΝΔ Μακεδονία στα 1390, κυρίως στις περιοχές Κοζάνης, Σαρή Γκιολ και Καϊλαρίων. Πιθανόν οι Γιουρούκοι αυτοί να ήταν απόγονοι του πολέμαρχου Pasa Tigit bey, πατέρα του Τουραχάν μπέη της Θεσσαλίας, και να είχαν μεταφερθή και αυτοί από το Σαρουχάν» σ. 51

«Οι Κονιάροι των Καραγιαννίων (ορεινής περιοχής της Δυτικής Μακεδονίας) ήταν ριψοκίνδυνοι και έρεπαν προς την ληστεία και τις αρπαγές των χριστιανικών γειτονικών χωριών» σ. 53

«..η ανάμνηση των εξισλαμισμών αυτών έμεινε ζωηρή στους μεταγενέστερους. Πραγματικά, ακόμη ως σήμερα σώζονται παραδόσεις, που μιλούν για εξισλαμισμούς κατοίκων διαφόρων περιοχών της Μακεδονίας, οι οποίοι μη μπορώντας να υποφέρουν τις ποικίλες καταπιέσεις, ιδίως τις φορολογικές των κατά τόπους τιμαριούχων προσέρχονταν τελικά στον ισλαμισμό. Έτσι π.χ. οι χριστιανοί της περιοχής Μογλενών πιεζόμενοι από τους γειτονικούς των Γιουρούκους του Γαζή Εβρενός, αφού μάταια επικαλέστηκαν την προστασία του, απελπισμένοι δέχτηκαν την μουσουλμανική θρησκεία. …. Επίσης και στην Δυτική Μακεδονία μετά την εγκατάσταση των Τούρκων θα έγινε εξισλαμισμός των εντοπίων κατοίκων, ιδίως στην περιοχή της κοιλάδας του Αλιάκμονα» σ. 65

«Χαρακτηριστικά για την αποχώρηση των πληθυσμών στα ορεινά είναι και η πληροφορία του Εβλιά Τσελεμπή κατά τα μέσα του 17ου αι., ότι προς Β. της λίμνης του Λαγκαδά δεν συναντούσε κανείς τίποτε· μόνο σε ορισμένα σημεία έβρισκε κατεστραμμένα χωριά, ερειπωμένους τοίχους σπιτιών, που ανήκαν σε «ληστρικούς» πληθυσμούς (χαϊντούτ), Έλληνες, Βουλγάρους και Βλάχους….Αν εξαιρέσουμε τις πόλεις εκείνες που παρουσιάζουν σχετική ασφάλεια χάρη στην επίκαιρη εμπορική και στρατηγική τους θέση, όπως π.χ. την Θεσσαλονίκη, παρατηρούμε, θα λέγαμε, ένα αληθινό ξερίζωμα των χριστιανικών πληθυσμών…Έτσι πρέπει να εξηγηθή η υπεροχή του μουσουλμανικού στοιχείου μεταξύ 1520-1530 στις περισσότερες πόλεις» σ. 99

«Χαρακτηριστική και για το όνομα και για την ιστορία του είναι η περίπτωση του Καταφυγίου των Πιερίων. Οι κάτοικοί του, όπως αναφέρει η παράδοση, ζούσαν σ’ ένα εύφορο χωριό, ονομαζόμενο Ποδάρι, στις όχθες του Αλιάκμονα, αλλά επειδή καταπιέζονταν από τους Τούρκους, αποσύρθηκαν – άγνωστο πότε – στις απόκρημνες και δασωμένες πλαγιές του Φλάμπουρου… Παρόμοια συνοικίστηκαν στην Δυτική Μακεδονία, όπως αναφέρει η παράδοση, η Γαλατινή, το Μπλάτσι, η Κλεισούρα, το Βογατσικό, το Κωσταράζι, η Σέλιτσα κ.ά. Φαίνεται επίσης ότι κάτοικοι του βυζαντινού Σισανίου, μετά την καταστροφή του από τους Τούρκους και τον απαγχονισμό του μητροπολίτη τους, όπως αναφέρει η παράδοση, κατέφυγαν στην απόμερη Σιάτιστα, που τότε θα ήταν απλή θέση ή μικρός οικισμός. Τότε πιθανόν εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους κι ερημώθηκαν τα χωριά Παλαιοχώρι, Πεκρεβενίκο και Σούρποβο, που βρίσκονταν ανατολικά της Σέλιτσας» σ. 100

Λίγο πριν από την ναυμαχία της Ναυπάκτου, στα 1568 «επί Σελίμ Β’, οι Τούρκοι προβαίνουν στην κατάσχεση μετοχίων και άλλων κτημάτων στο Άγιον Όρος…Τότε φαίνεται ότι και μέσα στην ίδια την ιερή χερσόνησο λεηλάτησαν και κατέστρεψαν μονές και έσφαξαν απελπισμένους φλογερούς μοναχούς, που θέλησαν να εμποδίσουν τις αυθαιρεσίες των Τούρκων. Ακόμη ο Σελίμ Β’ προβαίνει στην κατάσχεση εκκλησιών της Θεσσαλονίκης και αρπάζει κίονες από μερικές άλλες, από τον Αγ. Μηνά και από τους Αγ. Αγγέλους (την σημερινή Rotonda), για να τους χρησιμοποιήσει ασφαλώς σε τουρκικά οικοδομήματα. Επίσης στις 27 Ιανουαρίου 1570 οι ιεροσπουδαστές (σοφτάδες) των Σερρών πατούν το μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και σκοτώνουν μερικούς μοναχούς» σ. 180

Μετά την ήττα των Τούρκων στην Ναύπακτο, στις Σέρρες «οι Τούρκοι λεηλάτησαν την μητρόπολή της και επτά άλλες εκκλησίες, ερήμωσαν την μονή του Προδρόμου, τα «προάστεια» και τα μετόχια. Τα λάφυρα, εκκλησιαστικά χειρόγραφα κλ., τα πουλούσαν έπειτα οι ίδιοι όπου μπορούσαν» σ. 181

Στα τέλη του 16ου αιώνα σε μια έκκληση κατοίκων της Βόρειας Ελλάδας προς τον πάπα Κλήμη Η’ αναφέρεται «…ο του Χριστού λαός, ο Θετταλίας, Ηπείρου τε και Μακεδονίας και σύμπασα εφεξής η Ελλάς και μυρίους υπέρ της πίστεως θανάτους υποστήσεται…» σ. 184

Ο παπα-Συνοδινός από τις Σέρρες περιγράφει στο χρονικό του ορισμένα συμβάντα μεταξύ 1598 -1642: «μας μιλεί για τους εκβιασμούς των Τούρκων σε βάρος των χριστιανών, που απέβλεπαν στην καταλήστευση ή στην εξόντωση ή και στον εξισλαμισμό τους. Έτσι βλέπουμε  πολλούς απλούς ανθρώπους του λαού είτε να υποχωρούν και να λιποψυχούν, όπως π.χ. ο σκευοφύλακας Αμαριανός Τεμερούτογλου που ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό αλλαξοπίστησε, είτε και να δείχνουν έναν ηρωισμό που προκαλεί βαθιά εντύπωση…μερικοί απ’ αυτούς φθάνουν ως και τη θυσία και θεωρούνται από τους συμπατριώτες τους μάρτυρες, όπως π.χ ο σκευοφύλακας Μανόλης Μποσταντζόγλου, ο Πάτρουλας, για τη θυσία του οποίου μας δίνει απλή και συγκινητική περιγραφή ο παπά Συναδινός: "…και είχαν δεμένα τα χέρια του, και αυτός· «μη με δένετε και εγώ μονάχος σεβαίνω εις την φλόγα» και έτζι αυτοθελήτως επήδησεν εις την φλόγα. Και τόσον έβαλαν περισσά ξύλα και κλιματσίδες και έστεκαν όλοι οι Τούρκοι τρογύρου, έως ου εκάηκεν όλος και δεν απόμεινεν ουδέ κόκκαλον από αυτόν. Και μετά ταύτα ήλθεν μέγας ανεμοστρόβιλος και εσκόρπισεν όλην την στάκτην και δεν έμεινεν τίποτες…» σ. 186

«Χαρακτηριστικό είναι (όπως γράφει ο Deshayes) ότι, αν επιχειρούσε κανείς στα 1621 να φθάση στην Θεσσαλονίκη ξεκινώντας από τις ηπειρωτικές ακτές και να διασχίση την σπαρμένη από βουνά Δυτική Ελλάδα, την γεμάτη από κλέφτες, θα έπρεπε να είναι βέβαιος ότι θα κινδύνευε να πέση στα χέρια τους» σ. 190

Στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα στη Θεσσαλονίκη
«Πολλοί ιδίως είναι οι φόροι και οι άλλες οικονομικές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους Εβραίους…γεγονός είναι ότι οι Εβραίοι την εποχή εκείνη περνούν δύσκολα χρόνια. Συνεχώς καταπιέζονται με έκτακτους φόρους και εισφορές ή και απαιτήσεις να παραδώσουν μεγάλες ποσότητες μάλλινων φασμάτων, ώστε πολλοί πλούσιοι έμποροι παίρνουν τα μάτια τους και φεύγουν προς τη Σμύρνη και αλλού» σ. 194

«Όταν στα 1666  περνούσε ο βεζίρης Αχμέτ Κιοπορυλής από την Θεσσαλονίκη (όπου έμεινε 11 μέρες) πηγαίνοντας για την Λάρισα και εκστρατεύοντας εναντίον της Κρήτης που αντείχε ακόμη, οι κάτοικοι τράβηξαν πολλά. «Τα όσα επέρασαν οι Χριστιανοί αδυνατώ γράψαι» σημειώνει σύγχρονος ανώνυμος από την Βέροια. Πολύ χαρακτηριστικός ιδίως είναι ο κατάλογος των ποικίλων φόρων που αναφέρει ότι έδιναν εκείνα τα χρόνια οι χριστιανοί. Και προσθέτει: "αυτά όλα τα έδωκαν οι χριστιανοί και αδυνάτησαν· καθ’ ημέραν φυλακισμένοι, υβρισμένοι, ονειδισμένοι, δαρμένοι και καθολικά πεθαμένοι· και ο Θεός να γένη ίλεως να μας λυπηθή να αγαθύνη τα έθνη τα καταπάνω μας"» σ. 198

«Σ’ ένα φιρμάνι κιόλας του 1635 αναφέρονται τα εξής για το βιλαέτι του Μοναστηρίου: "..Από τη ληστεία και την ανταρσία πολλοί ραγιάδες σκορπίζονται και οι κάτοικοι αφήνουν τις πόλεις και τα χωριά. Μετοικίζονται σε άλλες πόλεις και το βιλαέτι διαλύεται…"» σ. 199

«Κατά τη διάρκεια του αυστροτουρκικού πολέμου, αλλά και μετά τη συνθήκη του Passarowitz (1718) πολλοί Οθωμανοί λιποτάκτες εκτρέπονταν σε ληστείες και φόνους εντείνοντας έτσι την αναστάτωση μέσα στην αυτοκρατορία. Αλβανοί επίσης αρματολοί στην περιοχή Μοναστηρίου και Φλώρινας, καθώς και σε άλλα τμήματα της Ελλάδας, πρόβαιναν σε ποικίλες αδικίες και εκβιασμούς σε βάρος των ταξιδιωτών» σ. 263

Στις πεδιάδες της Θεσσαλονίκης και των Σερρών «Οι χωρικοί των παραπάνω περιοχών είτε μικροϊδιοκτήτες είτε καλλιεργητές των μεγάλων ιδιοκτησιών των Τούρκων αγάδων, επειδή απαγορευόταν η εξαγωγή σιτηρών, ήταν αναγκασμένοι να πουλούν τα προϊόντα τους στους Τούρκους αγάδες, οι οποίοι, όπως ήταν φυσικό, έβρισκαν κάθε μέσο να τους εκμεταλλευθούν, δηλαδή αγόραζαν το σιτάρι σε χαμηλές τιμές, για να το ξαναπουλήσουν έπειτα πολύ πιο ακριβά. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που η γεωργία δεν ήταν πολύ ανεπτυγμένη» σ. 267

Για τη Θεσσαλονίκη γράφει στα 1743 ένας Βενετός: «Είναι ανεκδιήγητες οι προσβολές που παθαίνουμε καθημερινά από τους αξιωματούχους του μολλά», γράφει στις 25 Ιουλίου 1743 ο Βενετός πρόξενος. Και στις 27 Φεβρουαρίου 1755· «…η διοίκησις της πόλεως ταύτης καταντά μέρα με τη μέρα χειρότερη….δεν υπάρχει άλλη δικαιοσύνη από την δύναμιν των γενιτσάρων και ο θεός να μας φυλάξη από τις απειλές τους» σ. 281

Κατά τη διάρκεια του ρωσσοτουρκικού πολέμου (1768-1774) «Ακολουθεί, κατά τον Μάιο του 1771, η στρατολογία 1500 γενιτσάρων…Οικονομικά επιβαρύνονται οι πιο πλούσιοι και οι Ντονμέδες» σ. 303

«Η φράση «κλαύσατε πάντες εσείς όπου έρχεσέσθε κατόπι μας», που βρήκα κάτω από μια μεγάλη «ενθύμηση» της 20ής Ιουλίου 1785 στο Μηναίον του Ιουλίου του ναού του Αγίου Αθανασίου της Σαμαρίνας και η οποία αναφέρεται στις επιδρομές των Αλβανών, φανερώνει όλη την στυγνή απελπισία και απόγνωση των κατοίκων της υπαίθρου για την φρικτή εκείνη εποχή» σ. 305

«Εξισλαμισμοί χριστιανών στην Δυτική Μακεδονία θα παρατηρήθηκαν ασφαλώς και κατά την διάρκεια του 18ου αι. και οφείλονται κυρίως στις δύσκολες συνθήκες, που είχαν δημιουργηθή στην ύπαιθρο εξ αιτίας τόσο των καταπιέσεων των μουσουλμάνων μπέηδων, όσο και από την έκρυθμη γενικά κατάσταση, που δημιουργήθηκε στην περιοχή αυτή εξ αιτίας των συνεχών ληστρικών επιδρομών αλβανικών στιφών» σ. 325

«Από την Κεντρική Μακεδονία το μόνο γνωστό παράδειγμα εξισλαμισμού κατοίκων είναι των Νοτίων. Οι βλαχόφωνοι κάτοικοι του χωριού αυτού… εξισλαμίστηκαν μόλις το 1759. Το χωριό αυτό, που είχε συνοικιστή κατά τις αρχές του 18ου αι., είχε απομείνει η μόνη χριστιανική νησίδα μέσα σε εξισλαμισμένους και εκτουρκισμένους πληθυσμούς. Γι’ αυτό υπέφεραν  και τα πάνδεινα από τους κατακτητές και τους αρνησίθρησκους. Η κατάσταση αυτή έκαμψε την ψυχική αντίσταση του μητροπολίτη Μογλενών Ιωάννη, που είχε την έδρα του στα Νότια. Έτσι τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, ενώ η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής αντηχούσε από το «Χριστός Ανέστη», ο μητροπολίτης τούς εξήγησε τους λόγους, για τους οποίους ήταν ανάγκη να προσέλθουν στον μουσουλμανισμό» σ. 328

Όταν ο Αλή πασάς επέκτεινε την κυριαρχία του στην κεντρική Ελλάδα «η προφορική παράδοση αναφέρει ότι πολλοί κάτοικοι του Λιτοχώρου, Κοκκινοπλού, Ραψάνης, Κρανιάς, Αγράφων, Αμπελακίων, Καρδίτσας, Τρικάλων, Νεβέσκας (Νυμφαίου), Βυσσόκας (Όσσας), Λιάλοβας, Μπέροβας, Νάουσας κ.ά., μετανάστευσαν και έμεναν οριστικά στην Νιγρίτα»  σ. 477

Στην Επανάσταση του 1821, πέρα από τις γνωστές φρικαλεότητες που διέπραξαν κατά των άοπλων ελλήνων κατοίκων της Θεσσαλονίκης οι Οσμανοί, ο Αχμέτ μπέης κυριεύει, λεηλατεί και καίει τα Βασιλικά. «Τα ίδια κάνει στις 12 Ιουνίου [1821] στα ερημωμένα ελληνικά χωριά Καραμπουρνού και Μεσημέρι άλλο σώμα τουρκικού στρατού» (σ. 564)

Μετά την κατάληψη της Γαλάτιστας στις 16/6 «Ο στρατός του Αχμέτ λεηλατεί και διαρπάζει και τα χωριά ακόμη εκείνα, που δεν είχαν επαναστατήσει, όπως π.χ. το Ζαγκλιβέρι» σ. 564

«Πολλοί κάτοικοι έβρισκαν άσυλο στην Θεσσαλονίκη και από κει –ορισμένοι βέβαια – με χριστιανικά καράβια κατέφευγαν στα νησιά. Τότε, αναφέρεται, εξισλαμίστηκαν οι κάτοικοι τεσσάρων κωμοπόλεων, του Λαχανά, Κλέπε (Λευκοχωρίου), Γκιρμίτς (Κρυονερίου) και Φλαμούρ, αλλά οι περισσότεροι της τελευταίας προτίμησαν τον μαρτυρικό θάνατο. Ταυτόχρονα, γραφικά χωριά και ανθηρές κωμοπόλεις της Χαλκιδικής διαρπάζονται και καίονται. Οι Τούρκοι, που περίμεναν να συναντήσουν στον Πολύγυρο αντίσταση, τον βρίσκουν εγκαταλελειμμένο και τον καίουν….Η καταστρεπτική μανία των Τούρκων ξαπλώνεται και προς την άλλη ακτή του Θερμαϊκού, προς την κατεύθυνση του Κολυνδρού και της Κατερίνης. Τώρα καίονται τα ελληνικά χωριά και οι κωμοπόλεις και οι φλόγες τους φαίνονται από την Θεσσαλονίκη. Επίσης τα γύρω απ’ αυτήν χωριά ερημώνονται….Καραβάνια σκλαβωμένων γυναικών και παιδιών οδεύουν προς την Θεσσαλονίκη. Τα παζάρια της γεμίζουν από σκλάβους, που τους πουλούν από πέντε ως είκοσι τάλληρα τον ένα. Κερδοσκόποι αγοράζουν νεαρές Ελληνίδες που αργότερα τις μεταπουλούν στη Σμύρνη, απ’ όπου στέλνονται στα χαρέμια των μπέηδων και αγάδων της Βεγγάζης» σ. 565-6

«Ο Μπαϊράμ πασάς αναφέρει στον σουλτάνο τον απολογισμό των επιχειρήσεών του στην Κεντρική Μακεδονία…. "Εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών την περιφέρειαν Θεσσαλονίκης επέδραμον μετά του γενναίου μου στρατού κατά των περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους και Κατερίνης, ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους εξώντωσα και απήλειψα από προσώπου γης 42 πόλεις και χωρία αυτών, συνωδά δε τω ιερώ φετφά αυτούς μεν τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίακς και τα τέκνα τα εξηνδραπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας δε αυτών παρέδωκα εις το πυρ και την τέφραν, ώστε φωνή αλέκτορος να μην ακούηται πλέον εις αυτάς"» σ. 567

Στις Σέρρες «Οι Τούρκοι…ξέσπασαν σε λεηλασίες, σφαγές και κάθε είδους αυθαιρεσίες στα χωριά των Σερρών, καθώς και στην μονή του Τιμίου Προδρόμου» σ. 567

Στις 30-10 οι Τούρκοι σπάζουν την ελληνική αντίσταση στην Κασσάνδρα «Ακολουθούν φόνοι, λεηλασίες, ανδραποδισμοί και ωμότητες σε βάρος των κατοίκων και των προσφύγων…Διακόσιες οικογένειες κατέφυγαν στα καράβια, που τις μετέφεραν κυρίως στην Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο» σ. 572

Ο νικητής της Κασσάνδρας Μεχμέτ Εμίν πασάς «Στις αρχές του Δεκεμβρίου του 1821 γράφοντας από το στρατόπεδο της Κασσάνδρας προς τον ιεροδικαστή Βεροίας διατάζει τον γενικό εξοπλισμό των Τούρκων, την γενική καταγραφή των Ελλήνων και τον εφοδιασμό του καθενός με δελτία ταυτότητας. Στο εξής όποιος δεν θα είχε το σχετικό δελτίο θ’ αποκεφαλιζόταν και τα μέλη της οικογενείας του θα πουλιούνταν σαν σκλάβοι» σ. 585

Μετά την αποτυχία της επανάστασης στον Όλυμπο στις αρχές του 1822 «Τα χωριά της περιοχής Ολύμπου ως τις όχθες Πηνειού πυρπολήθηκαν και οι κάτοικοι διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη» σ. 598

Μετά την άλωση της Νάουσας στις 22-4-1822 «στους αιχμαλώτους οι κατακτητές εφαρμόζουν αμέσως τις οδηγίες του ιερού φετφά του σεϊχουλισλάμη: κρεμούν ή σφάζουν τους άνδρες, ενώ τα γυναικόπαιδα τα κρατούν, για να τα πουλήσουν σαν σκλάβους…Κατόπιν βάζουν φωτιά στα χριστιανικά σπίτια της πόλης και γκρεμίζουν τα τείχη της» σ. 595

«Σχετικά με τις εκτελέσεις ύστερα από την κατάληψη της Νάουσας η παράδοση έλεγε τα εξής: ….Τα κορμιά των θυμάτων τα άφησαν βορά στα όρνια, αλλά τα κεφάλια, που τα διατήρησαν και τα βαλσάμωσαν με επιμέλεια, τα έστειλαν στον σουλτάνο σαν τεκμήριο και λαμπρή απόδειξη της νίκης του» σ. 597

«Τουρκικά επίσης αποσπάσματα ξεχύνονται στα γύρω χωριά (είτε είχαν είτε δεν είχαν πάρει μέρος στην ανταρσία), λεηλατούν τα σπίτια, που τα είχαν αφήσει οι τρομοκρατημένοι χωρικοί, και τα καίουν. Τα χωριά που καταστράφηκαν υπολογίζονται σε 50. Τα περισσότερα δεν ξανακατοικήθηκαν, αλλά έμειναν σωροί από πέτρες» σ. 597

«Όταν ο Μεχμέτ Εμίν γύρισε νικητής στην Θεσσαλονίκη, λέγεται ότι την ημέρα του Μπαϊραμιού συγκέντρωσε όλα τα αγόρια της Κασσάνδρας, της Νάουσας και των άλλων μερών και τα έκαμε περιτομή» σ. 596

«Τώρα φτάνουν στην Θεσσαλονίκη νέα καραβάνια σκλάβων γυναικόπαιδων. «Τα μάτια μας», γράφει ο ίδιος [Γάλλος] πρόξενος στην από 10 Μαΐου 1822 έκθεσή του, «είναι κουρασμένα από την όψη αυτών των άτυχων θυμάτων του πιο ελεεινού εμπορίου»…οι ωραίες γυναίκες και τα κορίτσια πωλούνταν στο Μποσνάκ χαν της Θεσσαλονίκης από 6000-8000 γρόσια…τα χαρέμια Θεσσαλονίκης, Σερρών, Δράμας, Καβάλας και πολλών άλλων τόπων είχαν γεμίσει….Επίσης στις αγορές της Θεσσαλονίκης εκποιούνταν σωροί από λάφυρα, ιδίως ασημένια και χρυσά…Τότε από την προσφορά τόσο έπεσε η τιμή των πολύτιμων μετάλλων, ώστε το δράμι του ασημιού πωλούνταν προς 6/40-7/70 του γροσιού, και του χρυσού προς 110/40-120/40, και μάλιστα δύσκολα βρίσκονταν αγοραστές. Απτό παράδειγμα της χαμηλής τιμής ήταν ότι η αγελάδα προσφερόταν με 5 μόνο γρόσια. Μετά το γυρισμό του στη Θεσσαλονίκη ο Μεχμέτ Εμίν εκτελεί παραπάνω από 60 άτομα, που είχαν σταλή στην πόλη ως αιχμάλωτοι» σ. 599-600

Ο παραπάνω «επεκτείνει το ληστρικό του σύστημα και στους Εβραίους…Έπιασε δυο από τους σημαντικούς τραπεζίτες τους και τους έριξε στις φυλακές για να τους εξαναγκάση να πληρώσουν τα ποσά που τους ζητούσε» σ. 602

«Εκτός από τις άλλες της επιπτώσεις η επανάσταση της Μακεδονίας είχε σημαντικές συνέπειες και στην δημογραφική σύνθεση του πληθυσμού της, κυρίως στις περιοχές όπου σημειώθηκαν στασιαστικά κινήματα. Πραγματικά, όχι μόνο οι φόνοι και οι εξανδραποδισμοί, αλλά και οι μετακινήσεις ολόκληρων πληθυσμών…εξασθένισαν την αριθμητική δύναμη του ελληνικού στοιχείου της Μακεδονίας….Στα κενά που δημιουργούνται εισρέουν είτε μουσουλμάνοι…είτε Σλάβοι χωρικοί· είτε και Εβραίοι» σ. 606

Στα 1825, λόγω της πολιορκίας του Μεσολογγίου «αισθητός είναι ακόμη και στη Μακεδονία ο αντίκτυπος των πολεμικών γεγονότων εμπρός στο Μεσολόγγι, οι επιβαρύνσεις των κατοίκων σε χρήμα και είδος…οι μετακινήσεις των χωρικών της περιοχής Φλώρινας εξ αιτίας των καταπιεστικών αυτών μέτρων» σ. 617

«Η Σιάτιστα, αποτέλεσε έναν ελκυστικό στόχο των τουρκαλβανικών στιφών δυο φορές, στα 1827 και 1830, οπότε επετέθηκαν εναντίον της με αρχηγούς τους Αλβανούς Ταφίλ Μπούζη και Ασλάν μπέη. Και τις δύο φορές όμως οι Αλβανοί αποκρούστηκαν αποτελεσματικά…» σ. 618

 
 18)ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΣΤΑ ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΟΥΛΙΩΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ «ΡΩΜΑΙΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ» ΤΟΥ PASSOW
 …
Κι’ ὁ σουλεϊμάνης φώναξε τοῦ καπετὰν Μηλιόνη·
Χρῆστο σὲ θέλ’ ὁ βασιλιάς, σὲ θέλουν κ’ οἱ ἀγάδες.
Ὅσο ‘ν’ ὁ Χρῆστος ζωντανός, Τοῦρκο δὲν προσκυνάει
Ὁ Χρῆστος Μηλιόνης -Ἤπειρος 1700-1710


Ὁ Μπουκοβάλας πολεμᾷ μ’ ὀκτώ, μ’ ἐννιὰ χιλιάδες
….
Μετροῦντ’ οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φοραῖς καὶ λείπουν δυὸ χιλιάδες.
Μετροῦνται κ’ οἱ ἁρματωλοὶ καὶ λείπουν ἑβδομῆντα.
Ὁ Μπουκοβάλας - Ἤπειρος/Θεσσαλία 1715


Μετροῦντ’ οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φοραῖς καὶ λείπουν πεντακόσιοι.
Μετροῦνται τὰ κλεφτόπουλα καὶ λείπουν τρεῖς λεβέντες·
Ὅνας ἐπῆγε στὸ νερὸ κι’ ἄλλος ψωμὶ νὰ φέρη,
Ὁ τρίτος ὁ καλήτερος στέκεται στὸ τουφέκι.
Ὁ Μπουκοβάλας (2) -Ἤπειρος/Θεσσαλία 1715

Ὁ Μπουκουβάλας πολεμᾷ μὲ τοὺς μουσουχουσαίους
Ὁ Μπουκοβάλας (3) - Ἤπειρος/Θεσσαλία 1715


Μετροῦντ’ οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φοραῖς καὶ λείπουν πεντακόσιοι,
Στερνὰ μετροῦντ’ οἱ Χριστιανοὶ καὶ ταὄλλειπ’ ὁ Γιανάκης.
Νά κι’ ὁ Γιανάκης πὤρχεται ‘πὸ μὲς ἀπὸ τοὺς Τούρκους
Μὲ τ’ ἄλογό του παίζωντας, μὲ τὸ σπαθὶ βαμμένο.
Ὁ Μπουκοβάλας (4) -Ἤπειρος/Θεσσαλία 1715

Τρεῖς μέραις κάνει πόλεμο, τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις.
Χίλιους Τούρκους τοῦ σκότωσε καὶ χίλιους Ἀρβανίταις
Ὁ Στέργιος Μπουκοβάλας -Ἤπειρος/Θεσσαλία 1750-1860


Ὁ Μπουκοβάλας τἄκουσε, στὸν κάμπο κατεβαίνει,
Μαζώνει τὰ μπουλούκια του
….τοὺς βάνει ν’ ὁρκιστοῦνε,
Τοῦρκο ποτὲ μὴν πιστευθοῦν ὅσο καιρὸ κι’ ἂν ζοῦνε.

Γιατὶ μᾶς πλάκωσ’ ἡ Τουρκιά, ὣς δώδεκα χιλιάδες

«Λεβέντες κάμετε καρδιά, σὰ Χριστιανοὶ φανῆτε,
Τοὺς Τούρκους νὰ παστρέψωμε, νὰ πέσουνε στὸν τόπο»
Σὰν τα λιοντάρια σκούξανε, σὰν τα λιοντάρια βγῆκαν·
Τοὺς Τούρκους πέρνουνε μπροστά, σὰ γίδια τοὺς σκορπίζουν.
Σκοτώθηκαν κ’ ἐπιάστηκαν ὅσο γιὰ δυὸ χιλιάδες.
Ὁ Κώστας Μπουκοβάλας -Ἤπειρος/Θεσσαλία.

….
Γιῶργο χαϊντούτης φώναξε τ’ Ἀλέξη Τραγουδάκας·
«Βάλτε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψτε τοὺς Τούρκους μέσα,
Χίλια φλωριὰ νὰ τὴν χρωστῶ, καινούρια νὰ τὴν φτιάσω»
Ὁ Μπουκοβάλας - Ἤπειρος/Θεσσαλία.



Ὁ Μίτσο Χούσης κλείστηκε μέσα στὴν Παναγία.
Γιῶργο χαϊντούτης χούγιαξε τ’ Ἀλεξη Τραγουδάκη·
«Βάλε φωτιὰ στὴν ἐκκλησιά, κάψε τὴν Παναγία,
Χίλια φλωριὰ νὰ τὴς χρωστῶ καὶ χίλια νὰ τὴν φτιάσω.»

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸν λόγο δὲν ἀκούει
Βλέπουν τοὺς Τούρκους, πὤφευγαν, βλέπουν τους Ἀρβανίταις,
Σὰν ἔκαμε, καὶ χύθηκεν ὁ Γιάνης Μπουκοβάλας.

Πιάνουνε Τούρκους ζωντανοὺς καὶ Τούρκους σκοτωμένους

Βλέπουν τοὺς Τούρκους πὤφευγαν, βλέπουν τοὺς Ἀρβανίταις
Καὶ πήγανε καὶ κλείστηκαν ἀνάμεσα στὴν Ἄρτα.
Ὁ Γιάνης Μπουκοβάλας - Ἤπειρος/Θεσσαλία 1750-1760



Κι’ ὁ Μπουκοβάλας ἔκρενε κι’ ὁ Μπουκοβάλας κρένει·
«Σταθῆτε παλληκάρια μου, πάρτε μου τον καπετὰν Θανάση.
Νὰ μὴν τὸν πάρη ἡ Τουρκιά, τὸν παίρνουν Ἀρβανίταις
Καὶ μὲς στὰ Γιάνινα τὸν πᾶν, τὸν στέλνουνε στὴν πόλι,
Βλέπουν ἐχτροὶ καὶ χαίρουνται…»
Ὁ Θανάσης Καράμπελας - Ἤπειρος/Θεσσαλία 1750-1760



Τὸν Μῆτσο Χούση καρτερεῖ, τοῦ κάν’ ἕνα καρτέρι·
Τριακόσιους Τούρκους σκότωσε, τριακόσιους τσακωμένους…
Ὁ Γιάνης Σταθᾶς – Θεσσαλία/Ἄγραφα 1750-1760



Ἐγὦμ’ ὁ Γιάνης τοῦ Σταθᾶ, γαμπρὸς τοῦ Μπουκοβάλα.
Τράκο λεβέντες ρίξετε στὴ πλώρη τὸ καράβι·
Νὰ χύσωμ’ αἷμα Τούρκικο, νὰ φᾶνε κ’ οἱ κοράκοι».
Κ’ οἱ Τοῦρκοι βόλτα ρίχτουνε, γυρίζουνε τὴν πλώρη.
Πρῶτος ὁ Γιάνης πέταξε, πρῶτος ὁ Γιάνης βγαίνει
Μὲ τὸ τουφέκι στὸ δεξί, μὲ τὸ σπαθὶ στὰ δόντια.
Ποτάμι τρέχουν αἵματα, θάλασσα κοκκινίζει
Κι’ ἀλλᾶ, ἀλλᾶ φωνάζοντες οἱ Τοῦρκοι προσκυνοῦνε.
Ὁ Γιάνης Σταθᾶς – Θεσσαλία/Ἄγραφα 1750-1760



Τὸ καραοῦλ’ ἐφώναξε, τὸ καραοῦλι κράζει·
«Πολλὴ Τουρκιὰ μᾶς ἔρχεται, μπέϊδες καὶ ἀγάδες,
Ἀφῆτέ τους ἂς ἔρχονται κ’ ἐμεῖς τοὺς καρτεροῦμε.
Πιάστε παιδιὰ τὸ στένωμα, βάλτε τους μὲς στὴ μέση,
Κι’ ἀπὲ γιουροῦσι κάμενε, σφάξετε τοὺς ἀγάδες.
Νὰ διοῦν τοῦ Τότσκα τὸ σπαθί, τοῦ Νάκα τὸ τουφέκι,
Βοήθ’ Ἁϊλιὰ τοῦ Μπουρμπουτσὸ κι’ ἀπὸ τὴν Σαμαρίνα,
Τοὺ Τούρκους νὰ χαλάσωμε, τσ’ ἐχτροὺς τῆς πίστεώς μας,
Ποὺ τυραννοῦν τ’ ἀδέλφιά μας, ποὺ σφάζουν τὰ παιδιά μας»
Ὁ Τότσκας – Γρεβενὰ/Πήλιο 1750-1760



Κι’ ἄκουσα ποῦ δασκάλευε Τότσκας στὰ παλληκάρια…
«Γιατὶ δὲν θέλει στὴ Τουρκιὰ νὰ καταντήσουν σκλάβοι»
Ὁ Τότσκας – Γρεββενὰ/Πήλιον 1750-60


«Βασίλη κάτσε φρόνιμα, νὰ γίνης νοικοκύρης,
….»
«Μάνα μου ‘γὼ δὲν κάθομαι νὰ γίνω νοικοκύρης,

Καὶ νἆμαι σκλάβος τῶν Τουρκῶν, κοπέλι τῶν σκυλῶνε

Νὰ πάω νὰ βρῶ τὸ Μάνταλο, νὰ σμίξω τὸν Μπαστέκη,
Ποὺ πολεμοῦν μὲ τὴν Τουρκιὰ καὶ μὲ τοὺς Ἀρβανίταις,
Νὰ μπῶ μὲ δαύτους σύντροφος στὰ Τούρκικα κεφάλια
Μὲ μιὰ σπαθιὰ νὰ κόφτω τρεῖς, μὲ τὸ τουφέκι πέντε,
Καὶ μὲ τὸ γιαταγάνι μου σαράντα καὶ πενῆντα…»

Οἱ Τοῦρκοι τὸν ἀγνάντεψαν καὶ παγανιὰ τοῦ στέλνουν,
Πῆγαν καὶ τὸν καρτέρεσαν σ’ ἓν ἄγριο μονοπάτι,
Κ’ ἐστοχαστῆκαν τὰ σκυλιὰ πὼς ἦταν σὰν καὶ δαύτους
….
Μὰ κεῖνο τ’ ἄξιο τὸ παιδί, τ’ ἄξιο τὸ παλληκάρι.
Σὰ βγάζει τὸ βαριὸ σπαθὶ καὶ ταὤκαμε γιουροῦσι,
Σὰ θεριστὴς ἐφάνηκεν ὅταν θερίζ’ ἀστάχυα,
Μ’ ἀνττὶς ἀστάχυα θέριζε τὰ Τούρκικα κεφάλια,
Θερίζει Τούρκους δεκοχτώ, κ’ ἐλάβωσε τριάντα,
Τοὺς πῆρε καὶ τὰ πλιάτσικα κ’ ἐγίνη καπετάνος.
Ὁ κλέφτης – Πήλιον 1750-60


«Ὁ Χρῆστος πάει καὶ κλείστηκε ψηλὰ στὸ Καρατάσι,
Καὶ πολεμάει μὲ τὴν Τουρκιά, μὲ τοὺς ντερβεναγάδες»
Ὁ Νικολὸς καὶ ὁ Σταθάκης - Ἄγραφα 1750-1760


Πέφτουν τουφέκια σὰν βροχή, κουρσιούμια σὰν χαλάζι,
Θερίζουν Τούρκικα κορμιά, κονιάρικα κουφάρια.
Κι’ ὁ Κουτσοχρῆστος σὰν ἀιτὸς παντοῦ τοὺς τριγυρίζει,
Καὶ σὰν λιοντάρι φοβερὸ μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
Χωρὶς τουφέκι νὰ κρατῇ, σὰν πρόβατα τοὺς σφάζει,
Καὶ σὰν λαγοὺς τοὺς κυνηγάει· στὰ παλληκάρια λέγει
Χτυπᾶτε τὰ σκυλοκορμιὰ καὶ μὴ τοὺς ἀψυχᾶτε,
Νὰ μάθουν, μὲ ποιὸν πολεμοῦν, μὲ ποὸν ἔχουν νὰ κάμνουν.
Χτυπᾶτε τ’ ἄπιστα σκυλιά, νὰ μὴ κρυφτῇ ὁ ἥλιος,
Νὰ μὴ νυχτώσ’ ὁ οὐρανὸς καὶ βροῦν τὸν γλυτωμόν τους» -
Κ’ οἱ Τοῦρκοι κράζουν· ἀλλὰχ ἀλλάχ! Καὶ φεύγουν τρομαγμένοι·
Ἀλλά, ἀλλάχ, μεντὲτ ἀλλάχ, μεγάλο κιαμέτι.
Ὁ Κουτσοχρῆστος - Ἄγραφα 1760-1770


Ἀνδροῦτσος ἐκατέβηκε μὲς στοῦ Σκορδᾶ στὸ χάνι,
Τὰ παλληκάρια τὸν ρωτοῦν, γυρίζουν καὶ τοῦ λένε·
«Ἀνδροῦτσό μ’ τεἶσαι κίτρινος καὶ στέκεις μαραμμένος.»
«Μουχτὰρ παςᾶς μ’ ἐπλάκωσε στὸν Νέπαχτο στὸν κάμπο,
Πέντε πολέμους ἔκαμε ἀπ’ τὴν αὐγ’ ὣς τὸ βράδυ,
Πέντε παιδιά μου σκότωσαν καὶ τὸν Βλαχοθανάση

Φτιάστε ταμπούρια δυνατὰ καὶ πολεμᾶτ’ ἀντρεῖα,
Νὰ πιάσω Τούρκους ζωντανοὺς κι’ αὐτὸ τὸν Μιτσομπόνο»
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ  1770-1790


Ἑξῆντα μέραιες πολεμοῦν Τοῦρκοι δέκα χιλιάδες
Κι’ Ἀνδροῦτσος ἐπολέμαγε μ’ ἑξῆντα παλληκάρια

«Τώρα νὰ δγῆτε μιὰ φορὰ τ’ Ἀνδρούτσου τὸ τουφέκι»
Καὶ τὰ σπαθιὰ τὰ βγάλανε γιουροῦσι μὲς στοὺς Τούρκους·
Ἐσκότωσαν, ἐλίανισαν Τούρκους ὣς δυὸ χιλιάδες

Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790

….
Κ’ ἐπάτησαν κ’ ἐχούιαξαν, βάνουν μπροστὰ τοὺς Τούρκους.
Πιάνουν πασάδες ζωντανούς, μπεΐδες σκοτωμένους
….
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιά 1786


Ὁ Βλάχος ἐσκοτώθηκε κι’ ὁ Γιάνης πάει στὸν τόπο.
Ἀνδροῦτσος ἐχουχούτιζε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι.
«Πάρτε τοῦ Γιάνη τ’ ἅρματα, τοῦ Βλάχου τὸ κεφάλι,
Νὰ μὴν τὸ πάρη ἡ Τουρκιά, τὸ πᾶν στὰ βιλαέτια,
Βλέπουν ἐχτροὶ καὶ χαίρονται, οἱ φίλοι καὶ λυποῦνται»
Τὸ βλέπει καὶ μιὰ παπαδιὰ καὶ κάθεται καὶ κλαίει·
Στὴ Λειβαδιὰ τὸ στείλανε στὴ μέση στὸ παζάρι,
Τὸ πήγανε στοὺς μπεϊδες κι’ ὅλοι φλωριὰ κερνᾶνε

Ὁ Βλάχος Θανάσης – Λειβαδιὰ 1770-1790

Βγαίνουν ᾑ κλέφταις τοῦ Ντελῆ καὶ τοῦ Ντελῆ Ἀχμέτη,

Πιάνουνε Τούρκους ζωντανοὺς καὶ Τούρκους σκοτωμένους,
Τοὺς πᾶνε καὶ στὸ Δομοκὸ μὲς στοῦ Ντελῆ Ἀχμέτη·
….
Ὁ Ντελῆς Ἀχμέτης – Λειβαδιὰ 1770-1790



Χαιρέτα μου τὴν κλεφτουριά, τὸ Γιάνη Δυυοβουνιώτη,
Τούρκους νὰ μὴν πιστέψουνε κι’ ἀγάδες Σαλωνίταις,
Γιατὶ πιστεύτηκα κ’ ἐγὼ στὸ γιὸ τοῦ Μουσταφάγα,
Καὶ τῶρα κείτομαι στὴ γῆ, κορμὶ δίχως κεφάλι,
Δίχως τὰ παλληκάρια μου καὶ δίχως τ’ ἅρματά μου.
Ὁ Ἀλέξιος Καλόγηρος – Λειβαδιὰ 1770-1790


Πολλὰ τουφέκια πέφτουνε στοῦ μπέη τὸ σεράγι.
Σκότωσαν τὸν καλόγηρο τὸν καπετὰν Ἀλέξη,
….
Στὴν Φήβα κάν’ ἁρματωλός, στὴν Φήβα κάνει κλέφτης,
Κι’ αὐτοῦ μέσα στὰ Σἀλωνα τὸν κάνουν καπετάνο
….
«Ποὖστε παλληκαράκια μου λίγα καὶ παινεμένα,
Νἀρθῆτε νὰ μὲ πάρετε ἀπ’ τοὺς σκυλοκονιάρους,
Ποὺ μ’ ἔφαγαν μὲ ἀπιστιά, μὲ ἔφαγαν μὲ μπέσα»
Ὁ Ἀλέξης Καλόγηρος – Λειβαδιὰ 1770-1790

Μουχτὰρ παςᾶς τοὺς πλάκωσε μὲ δεκοχτὼ χιλιάδες
Κι’ Ἀνδροῦτσος ἐχουχούτισε σὰν ἄξιο παλληκάρι·
«Δὲν σὲ φοβοῦμ’ Μουχτὰρ παςᾶ, στὸ νοῦ μου δὲ σὲ βάνω,
Ἔχω τ’ ἀσκέρι διαλεχτό, τ’ ἀσκέρι διαλεμένο,
Ἐγὼ Τούρκους δὲν σκιάζομαι, κόνιαρους δὲν φοβοῦμαι
….
Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790


Κι’ ὁ Ἀνδροῦτσος ἐξεκίνησε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χερί,
Βλέπει τοὺς Τούρκους κ’ ἔφευγαν, βλέπει τοὺς Ἀρβανίταις,
….
Ἐδὦν’ Ἀνδροῦτσος ξακουστός. Ἀνδροῦτσος ξακουσμένος.
Ποτὲ Τοῦρκο δὲν σκιάζεται οὔτε καὶ Ἀρβανίταις

Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1770-1790


Καὶ τὸν Ἀνδροῦτσο ζωντανὸ μὲ δώδεκα νομάτους·
Τὸν πῆραν καὶ τὸν πήγανε στὸν Βασιλιὰ στὴν Πόλι.
Κι’ ὁ βασιλιὰς τὸν ρώταε κι’ ὁ βασιλιὰς τοῦ λέγει:
«Ἐσ’ εἶσ’ ὁ Ἀνδροῦτσος ξακουστός, Ἀνδροῦτσος ξακουσμένος,
Ποὺ χάλασες τὴν Ρούμελη κι’ ὅλα τὰ βιλαέτια;
Τώρα σὲ πιάσαν ζωντανὸ καὶ σ’ ἔφεραν στὴν Πόλι.
Μὲ Τούρκους ἐπολέμησες, μὲ Τούρκους, μὲ Ρωμαίους

Ὁ Ἀνδροῦτσος – Λειβαδιὰ 1790



Ὁ Χρόνης
…Πέφτει στραβὸς μὲ τὸ σπαθὶ στὸ Τούρκικο τ’ ἀσκέρι,
Βαρεῖ δεξιά, βαρεῖ ζερβά, βαρεῖ μπροστὰ καὶ πίσω,
Σφάζ’ Ἀρβανίταις δώδεκα καὶ δύο μπουλουκπασίδες.
Ὁ Χρόνης – Θεσσαλία 1750-1770

Τοῦτο τὸ καλοκαῖρι καὶ τὴν ἄνοιξι
Μαῦρα χαρτιὰ μᾶς γράφουν, μαῦρα γράμματα·
«Ὅσοι κι’ ἂν ἦστε κλέφταις στὰ ψηλὰ βουνά,
Ὅλοι νὰ κατεβῆτε ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο,
Κι’ ὅλοι νὰ προσκυνῆστε τὸν Ἀλῆ πασᾶ».
Δυὸ παλληκάρια μόνον δὲν προσκύνησαν.
Πήρανε τὰ τουφέκια, τὰ λαμπρὰ σπαθιά,
Στὸν Ὄλυμπ’ ἀνεβαίνουν, κράζουνε κλεφτιά
Οἱ Κλέφται – Θεσσαλία 1783


Οἱ κλέφταις ἐπροσκύνησαν κ’ ἐγίνηκαν ραγιάδες,
Ἄλλοι φυλάγουν πρόβατα κι’ ἄλλοι βοσκοῦνε γίδια.
Κ’ ἕνα μικρὸ κλεφτόπουλο
…δὲ θὲ νὰ προσκυνήση

«Ἐγὼ ραγιὰς δὲ γένομαι, Τούρκους δὲν προσκυνάω,
Δὲν προσκυνῶ τοὺς ἄρχοντες καὶ τοὺς κοτσαμπασίδες

Ὁ Κλέφτης – Θεσσαλία 1783


Κι’ ἂν τὰ ντερβένια τούρκεψαν, τὰ πῆραν Ἀρβανίταις,
Ὁ Στέργιος εἶναι ζωντανός, πασάδες δὲν ψηφάει.
Ὅσο χιονίζουνε βουνὰ καὶ λουλουδίζουν κάμποι,
Κ’ ἔχουν ᾑ ράχαις κρυὰ νερά, Τούρκους δὲν προσκυνοῦμε.
Πᾶμε νὰ λημεριάσωμεν ὁποῦ φωλιάζουν λύκοι,
Σὲ κορφοβούνια, σὲ σπηλιαῖς, σὲ ράχαις καὶ ραχοῦλες.
Σκλάβοι σταῖς χώραις κατοικοῦν καὶ Τούρκους προσκυνοῦνε,
Κ’ ἐμεῖς γιὰ χώραν ἔχομαι ρημιαῖς κι’ ἄγρια λαγκάδια.
Παρὰ μὲ Τούρκους, μὲ θεριὰ καλήτερα νὰ ζοῦμε.
Ὁ Στέργιος – Θεσσαλία 1783

Διψοῦν οἱ κάμποι γιὰ νερὸ καὶ τὰ βουνὰ γιὰ χιόνια,
Καὶ τὰ γεράκια γιὰ πουλιά, κ’ οἱ Τοῦρκοι γιὰ κεφάλια
Ὁ Γυφτάκης – Πατρατσκίκι 1790



Λένε τὰ δάκρυα τῶν κλεφτῶν, κλεφτῶνε μυριολόγια.
Ἰουσοὺφ Ἀράπης κίνησε νὰ πάγη στὸ Ζητοῦνι.
Σέρνει τσεκούρια στ’ ἄλογα, τσεκούρια στὰ μουλάρια,
Γιὰ νὰ τσακίζη γόνατα καὶ νὰ συντρίβη χέρια·
Κι’ ὅσοι Ρωμιοὶ τ’ ἀκούσανε, πᾶνε νὰ προσκυνήσουν,
Κι’ ὁ Ζαχαράκης τὸ σκυλὶ δὲν πάει νὰ προσκυνήση.
Πιάνει καὶ γράφει μιὰ γραφὴ…

«Δὲ σὲ φοβοῦμαι μπρὲ σκυλί, δυὸ παραδῶν Ἀράπη,

Τί κρύβεσαι Ἰουσοὺφ ἀγᾶ σὰν τὴν παλιοπουτάνα
Καὶ περπατεῖς μὲς στὰ χωριά, παιδεύεις τοὺς ραγιάδες;
Ἔβγα νὰ πολεμήσωμε σὰν ἄξια παλληκάρια»

Σὰν ἔπιασαν τὸν πόλεμον ἀπ’ τὸ ταχ’ ὣς τὸ βράδυ,
Σκοτώνουν Τούρκους χιλιοστούς, πιάνουν καὶ τὸν τσαούση

Ὁ Ζαχαράκης – Πατρατσίκι 1790-1810

….
Στὸ παραθύρι ρίχτηκαν, στὸ δρόμον ἐβρεθῆκαν.
«Ἂν σὲ τσακώσω μπέη μου, στὴ σούβλα θὰ σὲ ψήσω»
Ὁ Τασούλας - Ἀκαρνανία 1790-1800


Ὁ Νικοτσάρας πολεμάει μὲ τρία βιλαέτια
Τὴν Ζίχνα καὶ τὸ Χάντακα, τὸ ἔρημο τὸ Πράβι.

«…Τὶ πόλεμος μᾶς καρτερεῖ μὲ τὰ σκυλιὰ τοὺς Τούρκους
…»
Φεύγουν οἱ Τοῦρκοι σὰν τραγιά, πίσω τ’ Πράβ’ ἀφίνουν.
Ὁ Νικοτσάρας – Θεσσαλία 1804-1805



Πολλὴ μαυρίλλα πλάκωσε, δέκα χιλιάδες Τοῦρκοι,
Καὶ κάνει ἕνα πόλεμο ὁλημερῆς στὸν κάμπο.
Σκοτώνει τοὺς ἀγαρηνοὺς πεζοῦρα καὶ καβάλα

Μὲ τὰ σπαθιὰ τοὺς ἔσχισαν, τοὺς Τούρκους κι’ ἀπεράσαν.
Τότε ὁ Νίκος φώναξε, τὰ παλληκάρια κράζει·
«Λεβέντες μου ἀνίκητοι, περήφανα σαΐνια,
Καβοῦλι μὴ τὸ κάμετε, οἱ Τοῦρκοι νὰ μὰς πάρουν,
Ἢ ὅλους νὰ τοὺς σφάξωμε ἢ ὅλ’ ἂς σκοτωθοῦμε»

Ὁ Νικοτσάρας – Θεσσαλία 1805-1806

…«Καλῶς τὸν καπετάνο
Καπ’τὰν Ρομφεὴ ποῦθ’ ἔρχεσαι καὶ ποῦθε πηγαίνης;»
«Ἀπ’τὴ Λασςῶνα ἔρχομαι, στὴν Κατερίνα πηαίνω.»
«Αυτόῦ μπροστὰ τουρκόσπιτα κ’ εἶναι κουνιαροχώρια.»
«Ἐγὼ Τούρκους δὲν σκιάζομαι, κουνιάρους δὲν φοβοῦμαι·

Ὁ Καπετὰν Ρομφεὴς – Θεσσαλία 1790-1804


Τ’ εἶν’ τὸ κακὸ ποὺ γίνεται στοῦ Λιάκου τὴ γυναίκα;
Πέντ’ Ἀρβανίταις τὴν κρατοῦν καὶ δέκα τὴν ξετάζουν·
«Λιάκαινα δὲν παντρεύεσαι; δὲν παίρνεις Τοῦρκον ἄντρα;»
«Κάλλιο νὰ διῶ τὸ αἷμα μου τὴ γῆ νὰ κοκκινίση,
Παρὰ νὰ διῶ, τὰ μάτια μου Τοῦρκος νὰ τὰ φιλήση.»
Κι’ ὁ Λιάκος τὴν ἀγνάντευεν ἀπὸ ψηλὴ ραχοῦλα,
Κοντὰ κρατεῖ τὸ μαῦρό του, κρυφὰ τὸν κουβεντιάζει·
«Δύνασαι, μαῦρε μ’, δύνασαι νὰ βγάλης τὴν κυρά σου;»
«Δύναμ’ ἀφέντη μ’, δύναμαι νὰ βγάλω τὴν κυρά μου.
Μὸν νὰ μ’ αὐξήσης τὴ ταγή, νὰ πάγω πέρα πέρα.»
Σὰν πῆγε καὶ τὴν ἔβγαλε, στοῦ Λιάκου του τὴν φέρει.
Ἡ Λιάκαινα – Θεσσαλία 1800-1804


«Προκσύνα Λιάκο τὸν πασᾶ, προσκύνα τὸν βεζύρη,
Νὰ γίνης πρωταρματωλός, ντερβέναγας νὰ γίνης.»
«Ὅσο ‘ναι Λιάκος ζωντανός, πασᾶ δὲν προσκυνάει,
Πασᾶ ‘χει Λιάκος τὸ σπαθί, βεζύρη τὸ τουφέκι.»
Ἀλῆ πασᾶς σὰν τ’ ἄκουσε, βαρυὰ τοῦ κακοφάνη·
Γράφει χαρτιὰ καὶ προβοδάει, προστάμματα καὶ στέλνει·
«Σ’ ἐσένα Βελῆ Γκέκα μου σταῖς χῶραις, στὰ χωριά μου
Τὸν Λιάκο θέλω ζωντανὸ ἢ κἂν ἀπεθαμμένο.»
….
Ὁ Λιάκος ἐπετάχθηκε, σὰν ἀετὸς πετίεται.
Μέρα καὶ νύχτα πολεμοῦν τρεῖς μέραις καὶ τρεῖς νύχταις.
Κλαίουν ᾑ Ἀρβανίτισσες στὰ μαῦρα φορεμέναις·
Κι’ ὁ Βελῆ Γκέκας γύρισε στὸ αἷμά του πνιμμένος

Ὁ Λιάκος – Θεσσαλία 1800-1804


Γιὰ πάρετέ μου τὰ φλωριά, πάρτε μου τὰ τσαπράζια,
Πάρτε καὶ τὸ σπαθάκι τὸ πολυξακουσμένο·
Κόψτε τὸ κεφάλι μου, νὰ μὴν τὸ κόψουν Τοῦρκοι,
Καὶ τὸ πηγαίνουν στοῦ πασᾶ ψηλὰ μὲς στὸ ντιβάνι·
Τὸ διοῦν ἐχτροὶ καὶ χαίρουνται, οἱ φίλοι καὶ λυποῦνται·
Τὸ δγῇ καὶ ἡ μανοῦλά μου κι’ ἀπ’ τὸν καϋμὸ πεθάνη.»
Ὁ Λιάκος – Θεσσαλία 1804-1810



Μόν’ εἶν’ ὁ Μουχουρντάραγας μὲ δυό, μὲ τρεῖς χιλιάδες.
Φέρνει κι’ ἀσκέρι διαλεχτό, οὗλο τσαχανταραίους.
Στὰ δόντια πέρνουν τὸ σπαθί, στὸ χέρι τὸ τουφέκι.
Ἂς ἔρχωντ’ οἱ Παλιότουρκοι, ἐμεῖς τοὺς καρτεροῦμε,
Ἐδὦν’ τ’ Ἀντώνη τὸ σπαθί, τοὺ Δίπλ’ ἡ λαζαρίνα·
Κι’ ὁ Κατσάντωνης χούγιαξε ἀπὸ τὸ μετερίζι·
«Ἀφῆτέ τους κι’ ἂς ἔρχωνται, τοὺς παλιογουρνομύταις
...
Πέρνουν τοὺς Τούρκους ὀμπροστὰ σὰν βουκολογελάδια
Σὰν τὴν κοπὴ τὰ πρόβατα, σὰν τὴν κοπὴ τὰ γίδια.

Ὁ Δίπλας – Θεσσαλία/Ἤπειρος 1802


Ὁ Δίπλας εἶναι ζωντανός, πόλεμο δὲν ἀφίνει·
Ἔχει λεβένταις διαλεχτούς, ὅλους Κατσαντωναίους·
Τρῶν τὸ μπαροῦτι σὰ ψωμί, τὰ βόλια σὰ προσφάγι,
Καὶ σφάζουν Τούρκους σὰν τραγιά, ἀγάδες σὰ κριάρια.»
Ὁ Δίπλας – Θεσσαλία/Ἤπειρος 1802


Οἱ κλέφταις τὸν καρτέρεψαν καὶ τὸν γλυκορωτοῦσαν·
«Ποῦ πᾷς Βελῆ μπουλούκμπαση, ριτσάλι τοῦ βεζύρη;»
«Σ’ ἐσέν’ Ἀντώνη κερατᾶ, σ’ ἐσένα Κατσαντώνη.»
Κι’ ὁ Κατσαντώνης φώναξεν ἀπὸ τὸ μετερίζι·
«Δὲν εἶν’ ἐδὼ τὰ Γιάννινα, δὲν εἶν’ ἐδῶ ραϊάδες,
Γιὰ νὰ τοὺς ψένης σὰν τραγιά, σὰν τὰ παχειὰ κριάρια·
Ἐδὦναι λόγγοι καὶ βουνὰ καὶ κλέφτικα τουφέκια»

Ὁ Κατσαντώνης - Ἤπειρος/Θεσσαλία 1804


«Ἀπόψ’ εἶδα στὸν ὕπνο μου, στὸν ὕπνο ποὺ κοιμώμουν,
Θολὸ ποτάμ’ ἀπέρναγα καὶ πέρα δὲν ἐβγῆκα·
Εἶχε θολὰ τὰ ρέμματα καὶ τὰ νερὰ βαμμένα,
Κεφάλια κυλοῦν ‘πὸ μπροστά, κεφάλια κι’ ἀπὸ πίσω·
Ξήγα τ’ Ἀντώνη μ’, ξήγα τ’ ὄενιρο ποὺ μ’ ἐφάνη.»
«Παιδιά μου μὴ σκοτίζεστε κ’ ἐγὼ σᾶς τὸ ξηγάω·
Τούρκους πολλοὺς θὰ κόψωμε, θὰ πάρουμε καὶ πλιάτσκα»
Ὁ Κατσαντώνης – Θεσσαλία 1800-1810



«Τὸ ποὖσαι Τσόγκα μ’ ἀδελφὲ καὶ Λαμπρὸ Σουλιώτη
Γυρίστε νὰ μὲ πάρετε, πάρτε μου τὸ κεφάλι,
Νὰ μὴ τ’ πάρη ἡ Τουρκιὰ κι’ αὐτ’ς ὁ Νακοθέας.»
Ὁ Λεπενιώτης - Ἄγραφα 1815



«Γιουροῦσ’ παιδιὰ νὰ κάμωμε εἰς τὸν Σμαΐλη Κιόη.»
Τραβοῦν καὶ βγάζουν τὰ σπαθιὰ ἐπάνω στὸν Σμαΐλη
Καὶ τὸ κεφάλ’ τὸν πήρανε, στὸν Τσέλιο τὸ πηγαίνουν.
Βελῆ πασᾶς σὰν τὄμαθε, πολὺ τὸν ἐλυπήθη.
Ὁ Τσέλιος – Ρούμελι 1811


Τὸν Γιωργοθῶμο λάβωσαν μὲς στὸ δεξὶ τὸ χέρι.
Ὁ Γιωργοθῶμος φώναξε ‘πὸ μέσα ἀπὸ τοὺς Τούρκους·
«Ποὖστε μπρὲ παλληκάρια μου λίγα κι’ ἀντρειωμένα;
Πετᾶτε τὰ τουφέκια σας, σύρετε τὰ σπαθιά σας·
Γιουροῦσι μέσα κάμετε, πάρτε μου τὸ κεφάλι,
Νὰ μὴν τὸ πάρη ἡ Τουρκιά, Ἰουσούφαγας ὁ σκύλος.»
Ὁ Γιωργοθῶμος - Ἤπειρος 1811



Φωνὴ τοὺς ἦρτ’ ἀπ’ τοὺς οὐρανοὺς κι’ ἀπ Ἀρχαγγέλου στόμα·
«Ἐσεῖς τρῶτε καὶ πίνετε κ’ οἱ Τοῦρκοι σᾶς κουρσεύουν·

Μετράει τοὺς Τούρκους καὶ μετράει καὶ μετριμοὺς δὲν εἶχαν,
Καὶ πάλε τοὺς μεταμετράει κ’ ἦταν ἐννιὰ χιλιάδες.
Νὰ πάγη πίσω ντρέπεται, νὰ πάγ’ ὀμπρὸς φοβᾶται,
Κάνει σταυρὸ σὰ Χριστιανὸς καὶ μέσα ἄτους μπαίνει.
«Βοήθα μ’ εὐχὴ τῆς μάνας μου, τοῦ δόλιου τοῦ κυριοῦ μου,
Κ’ εὐχὴ τοῦ πρώτου μ’ ἀδερφοῦ τοὺς Τούρκους νὰ κερδέσω»

Οἱ Βλασόπουλοι – Θεσσαλία 1811



«Τί συλλογιέσαι Γιώτη μου; τί βάνεις μὲ τὸ νοῦ σου;
Καιρὸ δὲν εἶν’, ἁρματωλὸς ἢ κλέφτης φέτος νἄβγης;
Τί  τὰ ντερβένια τούρκεψαν, τὰ πῆραν Ἀρβανίταις.»
«Κι’ ἂν τὰ ντερβένια τούρκεψαν, τὰ πῆραν Ἀρβανίταις,
Παρακαλέστε τὸν Θεὸ καὶ ὅλους τοὺς ἁγίους,
Νὰ γιατρευθῇ τὸ χέρι μου, νὰ πιάσω τὸ σπαθί μου

Νὰ πιάσ’ ἀγάδαις ζωντανοὺς καὶ Τούρκους κι’ Ἀρβανίταις,
Νὰ φέρουν τ’ ἄσπρα στὴν ποδιὰ καὶ τὰ φλωριὰ στὸν κόρφο.»
Ὁ Γιώτης – Θεσσαλία 1800-1810



Στ’ Ἀλῆ πασᾶ τὸν πήγαινε, στ’ Ἀλῆ πασᾶ τὸν πᾶνε.

«Γειά σου, χαρά σ’ Ἀλῆ πασᾶ» - «Καλῶς τονε τὸν Κόλια.»
Καὶ τοῦ τσαούση μίλησε καὶ τοῦ τσαούση λέγει·
«Ψῆστε τοῦ Κόλια ‘να καφὲ κι’ ἀνάψτε του τὴ βέργα
Καὶ φέρτε του τὸν ταμπουρὰ νὰ πῇ ἕνα τραγοῦδι,
Πόσους Τούρκους ἐσκότωσε, πόσους μπουλουκμπασίδες.»
Κι’ ὁ Κόλιας ἀποκρίθηκε, τ’ Ἀλῆ πασᾶ τοῦ λέγει·
«Χιλιοὺς Τούρκους ἐσκότωσα κι’ ὄχτω μπουλουκμπασίδες.»
«Ἀκόμα σὺ ἐγλύτωσες ἀπ’ τὰ δικά μου χέρια;»
Καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἅρπαξε, τοῦ κόβγει τὸ κεφάλι.
Ὁ Κόλιας – Βυτίνη



Τεἶν’ τὸ κακὸ ποὺ πάθαμε ἐμεῖς οἱ μαῦροι κλέφτες;
Μᾶς χάλασ’ ὁ Βελῆ πασᾶς, μᾶς πῆρε σὲ γαζέπι,
Μᾶς πῆρε ταῖς γυναῖκές μας, μᾶς πῆρε τὰ παιδιά μας.
Στὸν Τούρναβο τοὺς πάγησε, πεσκέσι τοῦ βεζύρη.

Οἱ Λαζαῖοι – Θεσσαλία 1812


«Τ’ ἔχεις καϋμένε Κόρακα, ποὺ σκούζεις καὶ φωνάζεις;
Μήνα διψᾷς γιὰ αἵματα, μήνα πεινᾷς γιὰ λέσια;
Γιὰ παρακάλει τὸ θεὸ ν’ ἀνοίξη τὸ σεφέρι,
Νὰ φᾷς κεφάλια Τούρκικα, κεφάλια τῶν πασάδων
….
Ὁ Κόρακας – Θεσσαλία 1830


«Μὴ μὲ μαλώνεις Κίσσαβε μπρὲ Τουρκοπατημένε,
Ποὺ σὲ πατοῦν ᾑ Τούρκισσαις τσιγγάναις τῶν κονιάρων.
….
Ἑξῆντ’ ἀγάδες σκότωσα κ’ ἔκαψα τὰ χωριά τους·
Κι’ ὅσους στὸν τόπον ἄφησα καὶ Τούρκους κι’ Ἀρβανίταις,
Εἶναι πολλοὶ πουλάκι μου καὶ μετριμοὺς δὲν ἔχουν.
Τώρα ἐρθ’ ἀράδα μου κ’ ἐμὲ στὸν πόλεμο νὰ πέσω.»
Ὁ Ὄλυμπος


Κ’ ἕνα μνῆμ’ ἦταον ξέχωρα, ξεχωριστὰ ‘πὸ τἄλλα,
Δὲν τοὖδα καὶ τὸ πάτησα ἀπάνου στὸ κεφάλι,
Κι’ ἀκου’ τὸ μνῆμα καὶ βογγᾷ καὶ βαρυαναστενάζει·
«Ἂν ἦσαι Τοῦρκος, πάτει με· Ἐβριός, κορνιάχτισέ με·
Κι’ ἂν ἦσαι ‘πὸ τὸ αἷμα μου, δυὸ λόγια νὰ σοῦ κρίνω.»
«Τ’ ἔχεις μνημοῦρι καὶ βογγᾷς καὶ βαρυαναστενάζεις;
Μήνα τὸ χῶμα σὲ βαρεῖ κ’ ἡ πέτρα σ’ ἡ μεγάλη;»
«Μηδὲ τὸ χῶμα μὲ βαρεῖ μηδ’ ἡ μεγάλη πέτρα.
Δὲν εὗρες τόπο νὰ διαβῇς καὶ δρόμο νὰ περάσης;
Μὸν ἦλθες καὶ μὲ πάτησες ἀπάνου στὸ κεφάλι.
Τάχα δὲν ἤμουν κ’ ἐγὼ νιός, δὲν ἤμουν παλληκάρι;
Τάχα δὲν ἐπερπάτησα νύχτα χωρὶς φεγγάρι;
Τὰχα δὲν ἐπολέμησα σὰν ἄξιο παλληκάρι;
Μὲ δέκα πιθαμαῖς σπαθί, μὲ μιὰν ὀργυιὰν τουφέκι;
Σαράντα Τούρκους ἔσφαξα σὲ τρία μερονύχτια
Κι’ ἄλλους σαράντα λάβωσα στὸν πόλεμον ἐπάνω,
Μὰ τὸ σπαθὶ τσακίστηκεν, ἐγίνη δυὸ κομμάτια·

Στὸ χῶμα καὶ μὲ ξάπλωσεν, ἐδῶ ποὺ μὲ κοιτάζεις.
Κλάψε με φίλε, κλάψε με, γιατεἶσαι βαφτισμένος.»
Ὁ Νεκρὸς

«Μάνα σοῦ λέω δὲν ἠμπορῶ τοὺς Τούρκους νὰ δουλεύω,
Δὲν ἠμπορῶ, δὲ δύναμαι, ἐμάλλιασ’ ἡ καρδιά μου
….
Κ’ εὐχήσουμε μανοῦλά μου, Τούρκους πολλοὺς νὰ σφάξω
...Ὁ ἀποχαιρετισμὸς τοῦ Κλέφτου


Ὁ Γιάννης ξαπλωμένος τ’ Ἀνδριανόπουλο,
Κομμένος καὶ σφαμμένος κι’ ἀνεγνώριστος.
Τοῦρκοι τὸν τραγουνδᾶνε καὶ Ρωμιοὶ τὸν κλαῖν

Ὁ Γιάνης - Ἀνδριανόπολις



Τὸν Γιῶργο τὸν ἐβάρεσαν ψηλὰ στὸ Μακρυκάμπο

«…Τὸ αἷμα μου νὰ πάρετε ‘πὸ τοὺς ντερβεναγάδες
Κ’ ἐδῶ νὰ μὴ μ’ ἀφήσετε στὸν Τούρκικο τὸν τόπο,
Πὤρχοντ’ οἱ Τοῦρκοι καὶ πατοῦν ἐπάνω στὸ κεφάλι
….
Ὁ Γεῶργος



«Δὲ σοῦ τὦπα μπρὲ Γιάνο, πόλεμο μὴ θές;»
«Σώπα μωρὴ γυναῖκα, μὴ μὲ κατέχης·
Δὲν ἦταν μήτε πέντε μήτε δεκοχτώ·
Μὸν ἑφτ’ ἦταν χιλιάδες, ὅλη ἡ Τουρκιά·
Κι’ ἀπὸ ἑφτὰ χιλιάδες ἕνας γλύτωσε·

Καὶ κεῖνος λαβωμένος καὶ μὲ λάβωσε»
Τραγοῦδι τοῦ Γιάνου



Ἔχουν οἱ κλέφταις μάζωμα, τὰ τρία καπιτανάτα,

Ἔχουν καὶ κόρην ὤμορφη ποὺ τοὺς κερνάει καὶ πίνουν

Τέσσαρους χρόνους περπατεῖ μ’ ἁρματωλοὺς καὶ κλέφταις,
Κανεὶς δὲν τὴν ἐγνώριζαν ἀπὸ τὴν συντροφιά της·
Κ’ἐκεῖ ποὺ ρίχνουνταν στὶς τρεῖς κ’ ἔρριχναν τὸ λιθάρι,
Ἀπὸ τὴν ζώρη τὴν πολλὴ κι’ ἀπ’ τὴν πολλὴν ἀντρειά της
Ξεθλυκωθῆκαν τὰ κομπιά, ταὴ βρῆγκαν τὰ τσαπράζια,
Καὶ τῆς φανῆκαν τὰ βυζιὰ σὰν κίτρα, σὰν λεϊμόνια.
Οἱ καπετάνοι τὴν κυττοῦν κι’ ὅλα τὰ παλληκάρια,
Ὅνας τηράει τὸν ἄλλονε, τὸ τί νὰ πὸῦν, δὲν ξέρουν.
Ἀρχίνησαν καὶ τὴ ρωτοῦν, κι’ ὅλοι τήνε ξετάζουν·
«Κόρη μ’ τί μάνα σ’ ἔκαμε, τί μάνα σ’ ἔχει κάμει;»
«Παιδιά μου μὴ θυμιάνεστε, μὴ παραξενευτῆτε,
Κ’ ἐμὲ μάνα μ’ ἐγέννησε, μάνα σὰν τὴν δική σας·
Ἔκαμα Τούρκαις ὀρφαναῖς, ἔκαμα Τούρκαις χῆραις,
Τώρα ποὺ βγῆκ’ ὁ κόρφος μου, καλόγρια πάω νὰ γένω»
Ἡ κλεφτοπούλα



Τσοῦλκα δὲ βγάνεις τὸ σπαθί, δὲ ρίχνεσαι γιουροῦσι;
Καὶ τὸ σπαθὶ του τράβηξε κ’ ἐρρίχτηκε γιουροῦσι.
Πέρνει τοὺς Τούρκους στὸ κοντὸ στὰν πρόβατα, σὰ γίδια,
Βάνει φωτιὰ καὶ στὰ χωριὰ καὶ τὴν Τουρκιὰ σκορπίζει,
Κλαίγουνε μάναις γιὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γιὰ μάναις
Ὁ Τσοῦλκας


Τὸν Δεληγιώργη κλείσανε Τοῦρκοι ἐννιὰ χιλιάδαις.
«Ἔβγα Γιώργη, προσκύνησε, τσουράκη νὰ σὲ κάμω.»
«Δὲν εἶμαι νύφη Πατρινιά, νἀβγῶ νὰ προσκυνήσω·
Χίλιαις φοραῖς τὸ αἷμα μου τὴ γῆ νὰ κοκκινήση,
Παρὰ νὰ δώσω τ’ ἅρματα, τὸ ἔρμο μου νταλιάνι.»
Ὁ Δελιγιώργης


«Ἀρβανιτιὰ μαζώχτηκε, πάγει στὸ Κακοσοῦλι.
Τρία μπαϊράκια κίνησαν τὰ τρί’ ἀράδ’ ἀράδα·
Τὄνα ‘ταν τοῦ Μουχτὰρ πασᾶ, τ’ ἄλλο τοῦ Μιτσιμπόνου,
Τὸ τρίτο τὸ καλήτερο ἦταν τοῦ σελιχτάρη.»
Μιὰ παπαδιὰ τ’ ἀγνάντεψεν ἀπὸ ψηλὴ ραχοῦλα·
«Ποὖστε παιδιὰ τοῦ Μπότσαρη, παιδιὰ τοῦ Κουτσονίκα;
Ἀρβανιτιὰ μᾶς πλάκωσε, θέλει νὰ μᾶς σκλαβώση,
Στὸ Τεπελένι νὰ μᾶς πάη, ν’ ἀλλάξωμε τὴν πίστι.»
Ὁ Κουτσονίκας χούϊαξεν ἀπὸ τὸν Ἀβαρίκο·
«Μὴν τὸ φοβᾶσαι παπαδιά· στὸ νοῦ σου μὴν τὸ βάνης.
Τώρα νὰ δγῇς τὸν πόλεμο, τὰ κλέφτικα τουφέκια,
Πῶς πολεμοῦν ἡ κλεφτουριὰ κι’ αὐτο’ οἱ Κακοσουλιῶτες.»
Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὴν συντυχιὰ δὲν εἶπε,
Νὰ δγῇς τοὺς Τούρκους κ’ἔφευγαν πεζοῦρα καὶ καβάλα.
Ἄλλ’ ἔφευγαν κι’ ἄλλ’ἔλεγαν· «πασᾶ μ’ ἀνάθεμά σε.
Μέγα κακὸ μᾶς ἤφερες τοῦτο τὸ καλοκαῖρι·
Ἐχάλασες τόση Τουρκιὰ σπαΐδες κι’ Ἀρβανίταις.»
Κι’ ὁ Μπότσαρης ἐφώναξε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι·
«Ἔλα πασᾶ, τί κάκιωσες καὶ φεύγεις μὲ μενζίλι;
Γύρισ’ ἐδῶ στὸν τόπο μας στὴν ἔρημη τὴν Κιάφα,
Ἐδῶ νὰ στήσης τὸ θρονί, νὰ γένης καὶ σουλντάνος.»
Ὁ Κουτσονίκας, 1792


Ὁ Δῆμο Δράκος φώναξε ‘πὸ πάν’ ἀπὸ τὸ Σοῦλι·
Ποῦ πᾶς Μουχτάρη Σκοταρᾶ καὶ σκύλε σελιχτάρη;
Δὲν εἶν’ ἐδὼ τὸ Χόρμοβο, δὲν εἶν’ ἡ Λαμποβίτσα,
Νὰ πάρτε σκλάβους τὰ παιδιά, γυναῖκες δίχως ἄντρες.
Ἐδῶ ‘ν’ τὸ Σοῦλι τὸ κακό, ἐδῶ ‘ν’ τὸ Κακοσοῦλι,
Ποὺ πολεμοῦν μικρὰ παιδιά, γυναῖκες δίχως ἄντρες
….
Ἡ κύρα Μόσχω φώναξε ‘πὸ πάνω ‘πὸ τὴν Κιάφα·
«…Μαζύ μου ὅλοι τρέξετε καὶ ἄντρες καὶ γυναῖκες,
Τοὺς Τούρκους κατακόψετε, σπόρο νὰ μὴν ἀφῆστε,
Νὰ μείνουν χήραις κι’ ὀρφανά, γυναῖκες καὶ παιδιά τους,
Νὰ λὲν στὸ Σοῦλ’ τοὺς σκότωσαν Σουλιώτισσες γυναῖκες.»
Ἡ Μόσχω τότε ὥρμησε μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι.
Τώρα νὰ δγῆτε πόλεμο, γυναικικὰ τουφέκια.
Σὰν τοὺς λαγοὺς ἐφεύγανε καὶ πίσω δὲν κυττάζουν,
Πέταξαν τὰ τουφέκια τους, μόνο γιὰ νὰ γλυτώσουν.
Ἡ Μόσχω, 1792



Ἂς ἔρτουν οἱ Παλιότουρκοι, τίποτε δὲ μᾶς κάνουν

Ἀκόμα τοὺς φυλάγομε τοὺς σκύλους τσ’ Ἀρβανίτε;ς

Εἶναι τοῦ Λάμπρου τὸ σπαθί, τὸ τουρκοματωμένο,
Πὤκαμε τὴν Ἀρβανιτιὰ κι’ ὅλη φορεῖ τὰ μαῦρα,
Κλαίγουν μανάδες τὰ παιδιά, γυναῖκες γιὰ τοὺς ἄντρες.
Ὁ Λάμπρος Τζαβέλας, 1792



Ἐδῶ δὲν εἶν’τὸ Χόρμοβο, δὲν εἶν’ τὸ Τεπελένι·
Μὰ εἶν’ τὸ Σοῦλι τὸ κακό, τὸ Σοῦλι ξακουσμένο,
Ποὺ πολεμοῦν μικρὰ παιδιά, γυναῖκες γκαστρωμέναις,

Ἡ Τζαβέλαινα, 1792



Ἡ Δέσπω κάνει πόλεμο μὲ νύφαις καὶ μ’ ἀγγόνια.
Άρβανιτιὰ τὴν πλάκωσε στοῦ Δημουλᾶ τὸν πύργο.
«Γιώργαινα ρῆξε τ’ ἅρματα·  δὲν εἶν ἐδῶ τὸ Σοῦλι·
Ἐδῶ ‘σαι σκλάβα τοῦ πασᾶ, σκλάβα τῶν Ἀρβανίτων.»
«Τὸ Σοῦλι κι’ ἂν προσκύνησε, κι’ ἂν τούρκεψεν ἡ Κιάφα,
Ἡ Δέσπ’ ἀφέντες Λιάπιδαις δὲν ἔκαμε, δὲν κάνει»
Δαυλὶ στὸ χέρι ἅρπαξε, κόραις καὶ νύφαις κράζει·
«Σκλάβες Τουρκῶν μὴ ζήσωμε· παιδιά μ’ ἀγκαλιαστῆτε.»

Ἡ Δέσπω, 1804


Πάργα Τουρκιὰ σ’ ἐπλάκωσε, Τουρκιὰ σὲ τριγυρίζει·
Δὲν ἔρχεται γιὰ πόλεμο, μὲ προδοσιὰ σὲ πέρνει·

Ἔφευγαν Τοῦρκοι σὰ λαγοὶ τὸ Παργηνὸ τουφέκι
Κ’ οἱ Λιάπιδες δὲν ἤθελαν νἄρτουν νὰ πολεμήσουν
….
Πάρτε μανάδες τὰ παιδιά, παπάδες τοὺς ἁγίους,
Ἆστε λεβέντες τ’ ἅρματα, ἀφῆστε τὸ τουφέκι,
Σκάψτε πλατειά, σκάψτε βαθυὰ ὅλα σας τὰ κιβούρια,
Καὶ τ’ ἀντρειωμένα κώκαλα ξεθάψτε τοῦ γονιοῦ σας.
Τούρκους δὲν ἐπροσκύνησαν· Τοῦρκοι μὴν τὰ πατήσουν.»
Τὸ μυρολόγι τῆς Πάργας, 1817


 19) Από το βιβλίο του Ι.Κ. Χασιώτη, Μεταξύ οθωμανικής κυριαρχίας και ευρωπαϊκής πρόκλησης. Ο ελληνικός κόσμος στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εκδ.University studio press

Ο τρόπος με τον οποίο οι σύγχρονοι Έλληνες αντιμετωπίζουν γενικά την Τουρκοκρατία υποδηλώνει μάλλον την απέχθειά τους για όσα πραγματικά ή φανταστικά τους άφησε η περίοδος αυτή σε αντίθεσή με τον θαυμασμό τους για το βυζαντινό ή το αρχαιοελληνικό παρελθόν…Το φαινόμενο δεν είναι αποτέλεσμα απλών ιδεολογικών στερεοτύπων, που επιβλήθηκαν από την επίσημη ιστοριογραφία, την κρατική εκπαίδευση ή και από τις σχετικά πρόσφατες εμπειρίες από πολιτικές, πολεμικές και άλλης μορφής περιπέτειες των Ελλήνων ούτε, ακόμα λιγότερο, από τρέχουσες γεωπολιτικές εκτιμήσεις και σκοπιμότητες. Οφείλεται στην αντίληψη –σε μεγάλο βαθμό ορθή – ότι μερικά από τα ορατά ακόμα και σήμερα χαρακτηριστικά της νεοελληνικής κοινωνίας είναι στενότατα συνυφασμένα με εμπειρίες και «κατάλοιπα» της περιόδου της οθωμανικής κυριαρχίας
Σελ. 13-14

«Για τις επαναστατικές προσπάθειες υπάρχει επίσης ένα ακόμα βασικό ζητούμενο: η διακρίβωση του πραγματικού χαρακτήρα των γεγονότων, τα αληθινά και όχι τα επιφανειακά γενεσιουργά τους αίτια, ο πραγματικός ρόλος των πρωταγωνιστών τους κλπ. Ακόμα και οι πηγές, όταν υπάρχουν, είναι συχνά παραπλανητικές. Το πληροφοριακό υλικό καταρχήν των οθωμανικών εγγράφων, ακόμα και όταν είναι ποσοτικά επαρκές, παρουσιάζει κι αυτό προβλήματα αξιοπιστίας. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα σχετικά έγγραφα (όπως π.χ. των ιεροδικείων της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης και των τοπικών οθωμανικών αρχών της βορειοδυτικής Μακεδονίας, της Αλβανίας και της νοτιοδυτικής Σερβίας) αποκρύπτουν (ή και αγνοούν) τον πολιτικό χαρακτήρα των αντιτουρκικών εκδηλώσεων, εμφανίζοντάς τες ως ποινικά αδικήματα και κακουργήματα ληστών, φυγοδίκων και γενικά ηθικά διεφθαρμένων ατόμων. Μόνο όταν η έρευνα των οθωμανικών πηγών συνδυαστεί ορθολογικά – και χωρίς τις ιδεολογικές και ιστοριογραφικές προκαταλήψεις – με άλλες διαθέσιμες πληροφορίες, θα έχουμε ολοκληρωμένες μελέτες της πολιτικής δραστηριότητας των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου»
Σελ. 23

Κατά τη διάρκεια των αιώνων [των πρώτων αιώνων της τουρκικής κυριαρχίας] οι υπόδουλοι χρειάστηκε να ζήσουν κάτω από εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες
Σελ. 41

Οι χριστιανοί δεν είχαν καμιά δυνατότητα προσπέλασης στη διοικητική ιεραρχία και γενικά στους θεμελιώδεις μηχανισμούς της κρατικής εξουσίας, ακόμα και σε περιφερειακό επίπεδο….Η περίπτωση των Φαναριωτών αποτελεί ιστορική ιδιομορφία, η οποία όμως δεν αλλάζει ουσιαστικά τον γενικό κανόνα: Οι χριστιανοί που ανέβαιναν στις θέσεις αυτές δεν έπαυαν και αυτοί, όπως και οι υπόλοιποι ομοεθνείς τους, να είναι «reaya», συνυπόδουλοι, έστω και τιτλούχοι, των υποταγμένων ομογενών τους.
Σελ. 66-7

Οι χριστιανοί και οι ιουδαίοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας θεωρούνταν από τους μουσουλμάνους ως υποταγμένοι (dhimmi, zimmi), οι οποίοι, για να επιβιώσουν έπρεπε να καταβάλλουν στον κατακτητή ιδιαίτερες εισφορές σε είδος και σε φόρους με χαρακτηριστικότερο τον αμφιλεγόμενο σήμερα κεφαλικό φόρο. Οι «ραγιάδες» επίσης, άσχετα από την προέλευσή τους, υπάγονταν σε σοβαρές διακρίσεις, που σε τελευταία ανάλυση ανανέωναν διαρκώς της κοινωνική τους υποβάθμιση έναντι των μουσουλμάνων. Η υποβάθμιση αυτή ατονούσε συχνά στην καθημερινότητα, προπάντων μετά την παγίωση του οθωμανικού καθεστώτος· αλλά δεν έπαυε να είναι ευκρινής σε εκδηλώσεις τόσο εξουσίας όσο και ηθικού γοήτρου…Άλλωστε οι ίδιοι οι κατακτητές έδιναν – με ποικίλες ενέργειες, σε επίσημο ή σε προσωπικό επίπεδο –δραματικό χαρακτήρα στην ηθική μείωση της ορθόδοξης Εκκλησίας έναντι το ισλαμισμού.
Σελ. 67

Για τους Οθωμανούς κυρίαρχους το «παιδομάζωμα» (devsirme) επιτελούσε διπλό σκοπό: Ανανέωνε, από το ένα μέρος, το ανθρώπινο υλικό των στρατιωτικών τους δυνάμεων και των υπηρεσιών τους…και, από το άλλο, διασπούσε και αποδυνάμωνε το αντίπαλο χριστιανικό στοιχείο. Για τον ελληνορθόδοξο όμως πληθυσμό το «παιδομάζωμα», ακόμα και όταν δεν συνιστούσε δημογραφική αιμορραγία, αποτελούσε χαίνουσα ηθική πληγή, που προκαλούσε σε αρκετές χιλιάδες χριστιανικές οικογένειες ταπείνωση και δυστυχία. Γι’ αυτό, άλλωστε, και πολλοί γονείς είτε δωροδοκούσαν γενναιόδωρα τους στρατολόγους είτε επινοούσαν διάφορα στρατηγήματα προκειμένου να αποτρέψουν τη στρατολόγηση των αγοριών τους (τα έντυναν και τα μεγάλωναν σαν κορίτσια ώσπου να περάσει η επικίνδυνη ηλικία της στρατολογίας, τα αρραβώνιαζαν και τα πάντρευαν σε ηλικία 8-10 ετών, τα φυγάδευαν στα βουνά, σε απρόσιτα μέρη ή στη χριστιανική Δύση κλπ)
Σελ. 69-70

Οι διαθέσιμες ελληνικές και δυτικές πηγές εμφανίζουν περιπτώσεις παιδομαζώματος μεταξύ του χριστιανικού πληθυσμού και στο τέλος του 16ου, αλλά και σε ολόκληρο σχεδόν τον 17οαιώνα.
Σελ. 72

Μεγάλος αριθμός «ενθυμήσεων» και άλλων ελληνικών χρονογραφικών κειμένων υπογραμμίζει, ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα, τη μεγάλη ακρίβεια βασικών ειδών διατροφής ή τη μακροχρόνια έλλειψή τους, την εξαθλίωση των αγροτών και την ένδεια των βιοτεχνών· συχνά επίσης γίνεται λόγος για…τη δραματική μείωση του εισοδήματος με τις αλλεπάλληλες φορολογικές επιβαρύνσεις, προπάντων κατά τις περιόδους των πολέμων, την καταλήστευση περιουσιών άλλοτε από τους κατά τόπους τοκογλύφους και άλλοτε –συνηθέστερα – από τους εκπροσώπους της Πύλης κ.ά.
Σελ. 73

Ήδη από την εποχή των πρώτων διαδόχων του Μεχμέτ Β’ είχε αρχίσει η φαλκίδευση της αυτονομίας αυτής [της Εκκλησίας], τουλάχιστον στον τομέα της διαχείρισης των οικονομικών της Εκκλησίας.
Σελ. 74

..και άλλες πρωτοβουλίες του Σοφιανού, όπως π.χ. η κατάρτιση των Γεωγραφικών πινάκων της Ελλάδος (Totius Graeciae Descriptio)
Σελ. 91

Η εκκλησιαστική ηγεσία δεν αποδέχτηκε ποτέ τη μονιμότητα της οθωμανικής κυριαρχίας, αντιπαραθέτοντας με νοσταλγία τους παλαιούς χρόνους τῆς ἐλευθερίας με τον καιρὸν τοῦτον τῆς δουλείας καὶ τῆς ταλαιπωρίας. Η νοσταλγία αυτή υπογραμμίζεται, κυρίως, με τη διαρκή αναπαραγωγή της κληρονομημένης από το παρελθόν αντιμουσουλμανικής αντιρρητικής φιλολογίας, η οποία, πέρα από τους θρησκευτικούς λόγους, είχε ως στόχο –αλλά και ως αποτέλεσμα – τη διαρκή αναζωπύρωση της αντίθεσης του ελληνορθόδοξου κόσμου προς τους αλλόθρησκους κυρίαρχους. Στο ίδιο κλίμα περίπου κινήθηκε και η λεγόμενη «αποκαλυπτική» φιλολογία, η οποία επίσης αναπτύχθηκε με την άμεση ή έμμεση εμπλοκή της επίσημης Εκκλησίας σε ολόκληρη την περίοδο της Τουρκοκρατίας
Σελ. 112 -3

Η Εκκλησία, μολονότι δεν κατάφερε να απεξαρτηθεί εντελώς από την κυρίαρχη οθωμανική δύναμη, δεν έπαψε ποτέ να τη θεωρεί ως αλλότρια («έξω αρχήν»). Εξάλλου, σε ποικίλα κείμενα επανέρχεται συχνά και με τρόπο στερεότυπο η υπαινικτική κατά κανόνα ή και απροκάλυπτη μερικές φορές αποστροφή επώνυμων εκκλησιαστικών αξιωματούχων προς τόν βαρὺν ζυγὸν τῆς αἰχμαλωσίας. Ακόμα και στον Πατριάρχη Γεννάδιο αποδίδονται φράσεις με σαφές πολιτικό περιεχόμενο, όπως π.χ. : οὔτε γὰρ βασιλείαν ἔχομεν νῦν οὔτε Ἐκκλησίαν ἐλευθέραν οὔτε παρρησσίαν ἢ ὁσημέραι βοῶμεν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦ Γένους πρὸς τὸν διδόναι δυνάμενον. Ανάλογο πνεύμα διακρίνει κανείς και στον αρνητικό τρόπο με τον οποίο καταγράφεται σε σχεδόν σύγχρονα Χρονικά η προσπάθεια του Μεχμέτ Β’ να  εμφανιστεί ως διάδοχος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων: οὕτως δὲ καὶ αὐτὸς ὁ ἀλιτήριος, θέλων ποιῆσαι ὡς βασιλεὺς τῆς Πόλεως, καθὼς ἐποίουν καὶ οἱ Χριστιανοὶ βασιλεῖς, τὸν Πατριάρχην προσεκαλέσατο…δέδωκεν αὐτῷ δῶρον τὸ πολύτιμον ἐκεῖνο δεκανίκιον
Σελ. 113

Ένα τμήμα τουλάχιστον των εκκλησιαστικών αξιωματούχων αμφισβητούσε σταθερά την οθωμανική κυριαρχία. Οι πηγές άλλοτε είναι υπαινικτικές και άλλοτε σαφείς. Πρόκειται για την ενεργό συμμετοχή…αρκετών ιεραρχών και ποικιλόβαθμων κληρικών και μοναχών στις αντιτουρκικές κινήσεις που σημειώθηκαν από τον 16ο τουλάχιστον αιώνα και εξής ώς τις παραμονές της Επανάστασης του 1821…Η συμμετοχή σε αντιτουρκικά σχέδια ή και σε απροσχημάτιστες επαναστατικές κινήσεις μητροπολιτών, επισκόπων και απλών κληρικών της επαρχίας ήταν και συχνότερη και ενεργότερη.
Σελ. 114

Είναι γεγονός ότι σημαντικό τμήμα του ελληνορθόδοξου κόσμου έπαιρνε μέρος, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σε πολλές και ποικίλες αντιτουρκικές εκδηλώσεις και πρωτοβουλίες
Σελ. 114

Θωμάς από το Άργος προς τους άντρες του το φθινόπωρο του 1546: …Ἑλλήνων γάρ ἐσμεν παῖδες καὶ βαρβάρων σμῆνος οὐ πτοούμεθα
Σελ. 122

Σε χειρόγραφο κειμένου για ελληνόγλωσσους μαθητές της Ισπανικής Σικελίας στα τέλη του 16ου αιώνα γίνεται λόγος για «ελευθερία των Γραικών από την σκλαβίαν των ασεβών»
Σελ. 146

Ο μητροπολίτης Γρεβενών Τιμόθεος στην έκκλησή του προς τον πάπα Πίο Ε’ στα 1572…. Τους Γραικούς και Αλβανίτας, οπού κατοικούν στο ρένιο της Ανάπολης και στη Μισσήνα και στο Παλέρμο, αυτουνούς τρομάζει ο Τούρκος, ότι αυτοί είναι Κορωναίοι, Μοθωναίοι και Μοραΐτες
Σελ. 152

Η ανάμιξη μεγάλων ανθρώπινων ομάδων [σε αντιτουρκικές εξεγέρσεις] είναι τεκμηριωμένη σε ορισμένα τουλάχιστον από τα σοβαρά κινήματα του 16ου και των αρχών του 17ου αιώνα· είναι επίσης αναμφισβήτητη και στις εξεγέρσεις του δεύτερου μισού του 18ο αιώνα
Σελ. 164

Διότι θεωρούμεν τον «σκύλον» - αποφαίνεται ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος στα 1612 – από πολύ εις ολίγον κατασταίνεται
Σελ. 166

Από τα μέσα του 16ου αιώνα – προπάντων από τα χρόνια του Σελίμ Β’ (1566-1574) – και εξής οι βαριές έκτακτες φορολογίες, τα αλλεπάλληλα ποικίλα «δοσίματα», η δήμευση ακινήτων και η καταλήστευση, με υφαρπαγή, των πόρων γεωχρησίας των μονών προκάλεσαν το μαράζωμά τους
Σελ. 173

Για τον Έλληνα εμπορευόμενο του Άμστερνταμ Ιωάννη Πρίγκο (1725;- 1789) ο σουλτάνος ήταν αναμφισβήτητα ο εκμεταλλευτής των Ρωμαίων, οπού  είναι ραγιάδες του και δουλεύουν δια αυτόνε…του παίρνει το χαράτζι και το δόσιμο και τους αρμέγει και τους κορεύει ή μάλλον τους γδέρνει με τις συχνές αβανίες· και ήλθε ως κλέφτης και αβάνης και κάθεται στους τόπους τους και μήτε εκκλησία δεν τους αφήνει να κάμουν
…Εμείς οι Έλληνες, αφού εχάσαμε το βασίλειο, εχάσαμεν όλα.
Σελ. 177

Ιστορίαν των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων του Μητροπολίτη Μυρεών Ματθαίου:
Ωσάν το πάθαμεν ημείς οι ταπεινοί Ρωμαίοι…./εχάσαμαν την δόξα μας, σκήπτρα και βασιλείαν,/και μας ορίζουν οι εχθροί, το γένος των βαρβάρων/
Σελ. 219

 20)Από το βιβλίο της Ζοέλ Νταλέγκρ, Έλληνες και Οθωμανοί 1453-1923, Από την πτώση της Κωνσταντινούπολης έως την καταστροφή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εκδ. Ζαχαρόπουλος

Ο χριστιανός ούτως ή άλλως είναι υπήκοος δεύτερης κατηγορίας. Πρέπει να έχει «ταπεινή» συμπεριφορά, να παραμερίζει στο πέρασμα οποιουδήποτε μουσουλμάνου βρεθεί στο δρόμο του ή να σηκώνεται όρθιος κατά την είσοδό του…δεν πρέπει να μιλά με μουσουλμάνες, ούτε να οπλοφορεί. Απαγορεύεται, επίσης, να ιππεύει…Στα δικαστήρια, η μαρτυρία του, όταν είχε να αντιμετωπίσει μουσουλμάνο, δε θεωρούνταν έγκυρη. Γι’ αυτό, το πρόστιμο διπλασιαζόταν, εάν, δε, είχε κατά τύχη σκοτώσει μουσουλμάνο, ο μόνος τρόπος να αποφύγει τη θανατική ποινή ήταν να προσηλυτιστεί, ενώ στην αντίθετη περίπτωση, ο μουσουλμάνος έβγαινε από το δικαστήριο έχοντας να καταβάλει ένα πρόστιμο στο σουλτάνο που είχε χάσει έναν φορολογούμενο. Αν, τέλος, ήθελε να αποφύγει τη δήμευση της περιουσίας του…ο χριστιανός δε δικαιούνταν να έχει κατοικία που να περνά σε ύψος αυτές των μουσουλμάνων, ούτε στο ίδιο χρώμα.
Σελ. 68-9

Ο Σελίμ Β’ ήταν έτοιμος να εξαπολύσει μια επιχείρηση υποχρεωτικού προσηλυτισμού, αλλά την τελευταία στιγμή τον συγκράτησαν οι βεζίρηδές του.
Σελ. 71

Δεν υπάρχει μόνο ανταγωνισμός των δύο μονοθεϊστικών θρησκειών, που η καθεμιά πίστευε ότι είναι η μόνη έγκυρη, αλλά και ένας ευρύτερος ανταγωνισμός πολιτισμών που ο καθένας θεωρούσε τον άλλο υποδεέστερο.
Σελ. 72

Ο χριστιανός υποχρεούται να καταβάλλει κεφαλικό φόρο και φόρο εισοδήματος πολύ πιο υψηλούς απ’ όσο ο μουσουλμάνος για να κατέχει γη, χωρίς να συνυπολογίσουμε τους ειδικούς φόρους που τον επιβαρύνουν συχνότερα από όσο τους άλλους.
Σελ. 74

Γιατί τάχα να προσηλυτιστεί κάποιος; …Το κίνητρο που συνήθως αποδίδεται; Η βία. Μπορεί οι Σελτζουκίδες να ακολούθησαν μια πολιτική ανεκτικότητας…δε συνέβη όμως το ίδιο με τους διαδόχους τους ούτε με ορισμένους από τους υποτελείς τους. Είναι γνωστοί οι Ντανισμεντίδες, οι οποίοι, από το Ματζικέρτ ώς τα μέσα του 12ου αιώνα, άσκησαν την εξουσία στο βορειοανατολικό τμήμα της Ανατολίας και έδειξαν τόσο λίγη ανεκτικότητα ώστε δύο αιώνες αργότερα δεν αναφέρεται παρά μόνο μια χριστιανική ενορία στην περιοχή. Οι πρώτοι Οσμανοί, Οσμάν και Ορχάν, επέβαλαν κι αυτοί τη θρησκεία τους όπως οι απλοί γαζήδες… (προσηλυτισμός ή εξόντωση)
Σελ. 75

Η ορθόδοξη Εκκλησία διαθέτει ένα μακροσκελέστατο κατάλογο «νεομαρτύρων» κατά τον 14ο αιώνα, που υπήρξαν θύματα της άρνησής τους να προσηλυτισθούν ή της επιθυμίας τους να επιστρέψουν στο χριστιανισμό.
Σελ. 76

Άλλες μαρτυρίες αναφέρουν απλώς το συμφέρον: ο προσηλυτισμός πράγματι επιτρέπει να διατηρήσεις τα κτήματά σου ή την κοινωνική σου θέση, να γλιτώσεις το παιδομάζωμα ή να πληρώνεις λιγότερους φόρους…Ορισμένες φορές διατρέχει κίνδυνο η συλλογική επιβίωση και κάποιοι προσηλυτισμοί πραγματοποιούνται κατά μεγάλες ομάδες…Σε όλες τις περιόδους αναρχίας καταγράφονται στην ύπαιθρο προσηλυτισμοί που έχουν ως μοναδικό κίνητρο την αποφυγή βιαιοπραγιών
Σελ. 76

Στα παραπάνω πρέπει να προσθέσουμε την απόγνωση των πληθυσμών της Ανατολής που ήταν εκτεθειμένοι στις επιδρομές των ορδών των στρατιωτών, των Μογγόλων και των φανατικών, χωρίς καμία βοήθεια από το χριστιανικό κόσμο ή από τη βυζαντινή κεντρική εξουσία
Σελ. 76-7

 Η βυζαντινή Ανατολή είναι ένα μεγάλο κέντρο Νεστοριανών, Μονοφυσιτών, Αρειανών, με άλλα λόγια «αιρετικών», που δεν αισθάνονται βαθιά δεμένοι με τον επίσημο χριστιανισμό και προς τους οποίους απευθύνεται ιδιαίτερα το συγκριτικό μήνυμα των δερβίσηδων…Η τραγική εμπειρία που είχαν βιώσει από το πέρασμα των Σταυροφόρων δε συναινεί στη δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης για τον καθολικισμό, και η ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η κατάκτηση των Οθωμανών είναι τιμωρία από το Θεό που επέλεξε να ευνοήσει τους μουσουλμάνους ως πιστότερους τηρητές του θείου νόμου, διευκολύνει τον προσηλυτισμό.
Σελ. 77

Η Μικρά Ασία, πρώτο λίκνο του χριστιανισμού, γενέθλια γη των Πατέρων της Εκκλησίας….Από τον 14ο αιώνα η χριστιανική παρουσία περιορίζεται στην Ιωνία, την περιοχή της Τραπεζούντας και την Καππαδοκία.
Σελ. 77

[στα Βαλκάνια] ο χριστιανιμός πληθυσμός, πολύ πιο πυκνός, παρουσιάζει λιγότερες περιπτώσεις αραιοκατοίκησης και δραματικής απομόνωσης όπως εκείνος της Ανατολής. Μόνο η Θράκη, που οι πληθυσμιακές της ομάδες είναι ήδη εξαντλημένες και διασπασμένες μετά από αιώνες επιδρομών και μια πεντηκονταετία εμφύλιου πολέμου, βλέπει να εγκαθίστανται οι Τούρκοι από τα τέλη, ήδη του 14ου αιώνα
Σελ. 78-9

Στα χρόνια που ακολούθησαν την άλωση της Πόλης ενέσκηψαν κύματα προσηλυτισμών τόσα πολλά, που χρειάστηκε να απλοποιηθούν οι διαδικασίες ώστε να αντιμετωπιστεί ο μεγάλος αριθμός των προσηλυτιζόμενων
Σελ. 79

Οι αρχές επιτρέπουν αυτό το διπλό παιχνίδι [των Κρυπτοχριστιανών] γνωρίζοντας ότι αργά ή γρήγορα η χριστιανική παράδοση εξαφανίζεται…. Η ύπαρξη των κρυπτοχριστιανών στην Κρήτη ανάγεται ήδη στον 10ο αιώνα –σύμφωνα με αναφορές- την εποχή που το νησί καταλήφθηκε από τους Άραβες.
Σελ. 80

[τον 19ο αιώνα] Οι Tenessur-Rums (ελλ.: κλωστοί) που υποχρεώνονται στην άσκηση της στρατιωτικής τους θητείας και των οποίων η οικογένεια στερείται στο εξής κληρονομικών δικαιωμάτων, αφού ένας χριστιανός δεν μπορεί να κληρονομήσει μουσουλμάνο.
Σελ. 82

Φαίνεται ότι η καθιέρωση το 1588 του εορτασμού του Mevlud – της γεννήσεως του Προφήτη –είχε ως κύριο σκοπό να ανταγωνιστεί τα Χριστούγεννα των χριστιανών
Σελ. 84

Το 1277 ένας βεζίρης της Ανατολίας αποφάσισε να επιτρέψει μόνο στους Τούρκους τη νόμιμη παρουσία σε δημόσιους χώρους…[στην Ανατολία] από τα τέλη του 13ου αιώνα υπάρχει καθαρή πλειοψηφία των τουρκόφωνων
Σελ. 87

Εκτός από της djzya ο ραγιάς αν είναι χριστιανός, οφείλει να πληρώνει το χαράτσι ή το ispendje (φόρο επί της προσόδου) του τιμαρίου του. Επιπλέον υποχρεώνεται να καταβάλλει τη δεκάτη….Στα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης αυτή η κατάσταση μοιάζει ευνοϊκή συγκρινόμενη προς την αδηφαγία ορισμένων βυζαντινών γαιοκτημόνων ή των φοροεισπρακτικών υπηρεσιών των Ενετών…Σιγά-σιγά όμως οι φόροι πολλαπλασιάζονται και ο τιμαριούχος επαναφέρει συχνά προς όφελός του παλιούς φόρους, έναν ειδικό φόρο για τον ακτήμονα χωρικό, γι’ αυτόν που διαθέτει μισό τσιφτ, για τον ανύπαντρο γιο που ζει με τους γονείς του, για το δικαίωμα εισόδου στο τσιφτ, για το δικαίωμα κληρονομιάς, για το γάμο του αφεντικού. Υπάρχει επίσης φόρος για τους μύλους, τις κυψέλες, το άχυρο, το χορτάρι, το καυσόξυλο, το δικαίωμα της βοσκής, τον τρύγο, τον αριθμό των καμινάδων, τον αριθμό των οικιακών ζώων…Το δημόσιο ταμείο είναι επινοητικό! Επιπλέον, ο τιμαριούχος, εκτελώντας υπηρεσία φοροεισπράκτορα, δεν παραλείπει να αποζημιώνεται στο μεταξύ
Σελ. 94-5


Στα Βαλκάνια…όσα κτήματα διατήρησαν οι χριστιανοί που υποτάχτηκαν την εποχή των οθωμανικών κατακτήσεων…δεν ξεπερνούν το 5-6% του συνόλου
σ. 89

Πολλοί μουσουλμάνοι επιχειρούν να ανταλλάξουν τα αρσενικά τέκνα τους με αυτά των χριστιανών γειτόνων τους…Ο Μεχμέτ Β’ παραχωρεί στους Βόσνιους που αλλαξοπίστησαν το «προνόμιο» να μην αποκλείονται από το παιδομάζωμα
σ. 103

Υπολογίζουμε ότι…συνολικά 500.000 παιδιά, το λιγότερο, αποσπάστηκαν βίαια από τις οικογένειές τους, ελαττώνοντας, έτσι, δραματικά τον αριθμό των χριστιανών
σ. 105

Αν κρίνει κάποιος από τη σκληρότητα των Γενίτσαρων, η «πλύση εγκεφάλου» στην οποία είχαν υποβληθεί φαίνεται πως ήταν πολύ αποτελεσματική
Σελ. 106

Το Μέτσοβο, που βοήθησε τα σουλτανικά στρατεύματα να διασχίσουν το πέρασμα της Κατάρας…απέκτησε το προνόμιο να μην έχει κανέναν Τούρκο κάτοικο…Τα Μαδεμοχώρια [Χαλκιδική] είναι απαραίτητα στο κράτος που στηρίζεται στους εξειδικευμένους εργάτες τους και για το λόγο αυτό τον 18ο αιώνα έχουν τη δυνατότητα να οργανωθούν σε ομοσπονδία 360 χωριών…Οι Κυκλάδες είναι στρατηγικής σημασίας τόπος και ο σουλτάνος χρειάζεται τις ναυτικές τους ικανότητες: Έτσι, αποκτούν ένα ευνοϊκό καθεστώς…Άλλα νησιά, όπως η Ρόδος, αποκτούν επίσης προνόμια γιατί ο σουλτάνος φοβάται μήπως οι κάτοικοί τους δραπετεύσουν σε ενετικά εδάφη
σσ. 108-9

«Ορθόδοξο Οικουμενικό Πατριαρχείο» σημαίνει εκ των πραγμάτων «Ελληνικό» Πατριαρχείο. Όλοι οι Πατριάρχες είναι ελληνόφωνοι, τα ελληνικά είναι η μόνη γλώσσα της θρησκευτικής διδασκαλίας και σε αυτήν τελούνται οι λειτουργίες. …Η εκκλησία των Ρωμιών είναι επομένως μια ελληνική Εκκλησία
Σελ. 119

Ο Σουλτάνος δεν αγνοεί ότι, στις ιδιωτικές τους επαφές ή κατά τις συνομιλίες με τους ξένους πρεσβευτές οι Πατριάρχες δε διστάζουν διόλου να μιλάνε γι’ αυτά «τα σκυλιά, τους Τούρκους», να εύχονται τη νίκη του εχθρού ή να ανέχονται να αποσιωπά ο κλήρος ή και να βοηθά τις εξεγέρσεις. Αυτή η συμμετοχή καθίσταται όλο και πιο φανερή στη διάρκεια του 18ουαιώνα, όταν κάθε ομάδα στασιαστών έχει στο πλευρό της ιερείς και έναν ή περισσότερους επισκόπους. Το 1771 ο Σεραφείμ ο Β’ εξόριστος στον Άθω, δε διστάζει να επιβιβασθεί σ’ ένα ρωσικό πολεμικό πλοίο για να εμψυχώσει την εξέγερση των Ελλήνων.
Σελ. 120-1

Ο Σελίμ Β’ στα τέλη του 16ου αιώνα απαιτεί από τους Αθωνίτες να «ξαναγοράσουν» τα κτήματά τους έναντι υψηλού αντιτίμου. Φοροεισπράκτορες και τοπικοί μπέηδες, που έχουν κι αυτοί βάλει στο μάτι τα πλούτη των μοναστηριών, τα λαφυραγωγούν παράνομα αλλά αποτελεσματικά.
Σελ. 130

Λόγω έλλειψης διδασκόντων και χρημάτων, στόχος της εχθρότητας και της δυσπιστίας των Αρχών, τα σχολεία σταματούν…Σε άλλες περιοχές της οθωμανικής επικράτειας, ώς το 1530, μόνον ελάχιστοι ιερείς υπάρχουν ή κάποια μοναστήρια…που διδάσκουν την ανάγνωση των στοιχειωδών θρησκευτικών κειμένων και τίποτα πέρα απ’ αυτά…Μέχρι το 1530 δε μας είναι γνωστή καμιά ελληνική σχολή σε οθωμανικό έδαφος…Υπάρχουν, όμως, σχολεία σε εδάφη υπό ενετική κατοχή
 σσ. 132, 135

Ο Λούκαρις εγκαθιδρύει στην Πόλη το 1627 το πρώτο τυπογραφείο, το οποίοι καταστράφηκε τον επόμενο χρόνο από τις Αρχές….Οι ουλεμάδες καταδικάζουν την τυπογραφία…Ένα διάταγμα του σουλτάνου Σελίμ το 1515 απειλεί με θάνατο οποιονδήποτε επιδίδεται στην τυπογραφία… Το 1567 λειτουργεί για τρία χρόνια το πρώτο αρμενικό τυπογραφείο – που κι αυτό καταστράφηκε.
Σελ. 139

Φεύγουν από τις πεδινές περιοχές όπου εγκαθίστανται πολλοί μουσουλμάνοι φεουδάρχες. Εγκαταλείπουν επίσης κάποιες πόλεις όταν γίνεται εμφανής και πιεστική η τουρκική στρατιωτική παρουσία και η οικονομική δραστηριότητα περιορίζεται. Οι Μουσουλμάνοι, πολύ πριν τις απαρχές της οθωμανικής παρακμής, στις αρχές του 16ου αιώνα αποτελούν το 90% του πληθυσμού στη Λάρισα, το 82% στην Αδριανούπολη, το 66% στη Σόφια, αν και μόνο το 6% στα περίχωρα
σ. 170

Οι Πόντιοι το 1461 και το 1490 ερημώνουν τα παράλια για τα χωριά της ενδοχώρας και του Καυκάσου…στην ηπειρωτική Ελλάδα οι τόποι υποδοχής είναι το Πήλιο, οι χερσόνησοι της Χαλκιδικής, ο Ταΰγετος υπολογίζονται γύρω στα 300 χωριά στη Μάνη τον 17ο αιώνα), τα υψώματα της Πίνδου..ή βορειότερα, τα Ζαγόρια…Νέα χωριά δημιουργούνται στην Πίνδο…η Σαμαρίνα (που μαρτυρείται ως Σάντα Μαρία ντε Πραιτώρια, το 1560)
Σελ. 174

Το να ξεπεράσουν τους 20.000 κατοίκους είναι το στοίχημα των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων, όπως η Αδριανούπολη, η Φιλιππούπολη ή η Θεσσαλονίκη
σ. 193

Τα λιμάνια της Πάτρας, της Κορίνθου, της Ναυπάκτου και οι ενετικές κτήσεις Μεθώνη, Κορώνη και Ναύπλιο παίζουν το ρόλο του ενδιάμεσου και είναι ο τελευταίος σταθμός στο δρόμο για τους Αγίους Τόπους, η δραστηριότητά τους όμως καταρρέει ευθύς μόλις περνούν στα χέρια των Οθωμανών
σ. 196

Οι σουλτάνοι ήδη από τον 15ο αιώνα εκμισθώνουν ορισμένους φόρους για ν’ αποκτήσουν κεφάλαια σε σύντομο χρονικό διάστημα»
σ. 210

Όπως κι αν είναι, διαπιστώνουμε από τον 15ο ήδη αιώνα διάφορες μορφές αντίστασης των Ρωμιών στην τουρκική παρουσία, οι οποίες αποκτούν σαφώς εθνικό χαρακτήρα κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα.
Σελ. 251

[O Κλέφτης] Έχει σαν κύριο στόχο τους Τούρκους…Αντιστασιακός, ληστής ή Ρομπέν των δασών; Μπορεί να είναι και τα τρία ταυτόχρονα ανάλογα με τον τόπο και τη χρονική στιγμή…Αρκετές φορές ο ορίζοντάς του μοιάζει να περιορίζεται στα πλαίσια της ομάδας του και του μικρού εδαφικού τμήματος που ελέγχει…Έχει όμως συνειδητοποιήσει ότι ανήκει σε μια ομάδα, πως αποκαλείται «ρωμιός» ή «γραικός», πως είναι σαφώς αμέτοχος σε κάθε είδους εξουσία, και στις συχνές επαφές του με τους Ιταλούς επιμένει στο ότι ανήκει σε διαφορετικό έθνος από εκείνο των ιθυνόντων»
σσ. 252-3

Πιο σαφή απόδειξη ενός «εθνικού» αγώνα αποτελεί το γεγονός ότι κάθε ευρωπαϊκό κράτος που σχεδιάζει ή επιχειρεί μία σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία βρίσκει συμμάχους στον ελληνικό κόσμο…..Το 1494…οι Πελοποννήσιοι εξεγείρονται….Το 1532 όταν ο Αντρέα Ντόρια…κυριεύει το Ρίο, την Πάτρα και την Κορώνη, οι κοντινές περιοχές πιστεύουν ότι ήρθε η ώρα και ξεσηκώνονται…το 1571 η Μάνη ξεσηκώνεται, οι κάτοικοι των βορείων ακτών του Κορινθιακού και της Ηπείρου ξεσηκώνονται επίσης
Σελ. 257

[στα Ορλωφικά] Τα νέα της Λακωνίας ωθούν σε εξέγερση και άλλες πόλεις της Πελοποννήσου, την Πάτρα, τα Καλάβρυτα, τη Μονεμβασιά, την Κορινθία, το Ναύπλιο, τη Γορτυνία υπό την καθοδήγηση των προκρίτων και ορισμένων μητροπολιτών. Κάτοικοι των Ιονίων νήσων, πέντε χιλιάδες άτομα, παρά την απαγόρευση των ενετικών αρχών, προστίθενται σ’ αυτούς…Το κίνημα εξαπλώνεται στην Ηπειρωτική Ελλάδα Βάλτος, Ξερόμερο, Μεσολόγγι, Παρνασσός, Αττική), και στο Σούλι οι κλέφτες του Ολύμπου και της Μακεδονίας εντατικοποιούν τη δράση τους
Σελ. 263

Ο αέρας του ξεσηκωμού παρακινεί και τους Κρητικούς, κυρίως δε τους κατοίκους στα Σφακιά…Στέλνουν εθελοντές στην Πελοπόννησο και το Πάσχα του 1770 αρνούνται να καταβάλουν το φόρο υποτέλειας. Ο αγώνας κατά των τοπικών στρατιωτικών ομάδων διαρκεί πάνω από ένα χρόνο
Σελ. 264-5

Ακόμη και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Σμύρνης ή της Φιλιππούπολης υπέστησαν αντίποινα…Στην Πελοπόννησο περισσότεροι από 30.000 άνθρωποι εγκαταλείπουν τη χώρα και πάνω από 20.000 άλλοι γίνονται σκλάβοι.
Σελ. 266


 21)Από το βιβλίο του Κ. Σιμόπουλου, Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του 21, Αθήνα 1979
α') Ο ιερέας της αγγλικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη R. Walsh
«Βάδιζα σε ένα στενοσόκακο. Μπροστά μου προχωρούσε ένας Τούρκος. Ξαφνικά φάνηκε να κατεβαίνει απέναντι ένας Έλληνας. Στάθηκε και κόλλησε την πλάτη στον τοίχο αφήνοντας τόπο για να περάσει ο Οθωμανός. Εκείνος έβγαλε το γιαταγάνι και τον έσφαξε. Ύστερα καθάρισε τη ματωμένη λεπίδα, μπήκε στο διπλανό καφενείο κι’ άναψε τσιμπούκι» σ. 121
Κάθε μέρα διαδραματίζονταν καινούργιες ωμότητες, γράφει ο Walsh. Τα θύματα απαγχονίζονταν σε πόρτες ή σε τοίχους. Πτώματα ακέφαλα έβλεπες στη μέση του δρόμου, ποδοπατημένα και τυλιγμένα στο βόρβορο. Ήταν οι μέρες που γύριζαν τα αποδημητικά όρνια. Γύπες και άλλα σαρκοβόρα πουλιά πετούσαν ολημερίς, έτσι που σκέπαζαν σαν κουνουπιέρα τις περιοχές όπου υπήρχαν πτώματα. Τις νύχτες πάλι κοπάδια από αδηφάγα σκυλιά ούρλιαζαν γύρω από ακέφαλα κουφάρια ή διεκδικούσαν γρυλίζοντας άγρια κάποιο κεφάλι, δαγκώνοντας και γδέρνοντας. Οι Τούρκοι ρίχτηκαν ύστερα με μανία εναντίον των ελληνικών χώρων λατρείας. Άρχισαν στις 17 Απριλίου καταστρέφοντας το ναό του αγίου Ρωμανού και το θαυματουργό Μπαλουκλή…Ακολούθησε ο χαλασμός των εκκλησιών που βρίσκονταν μέσα στην πόλη. Σε μερικές γκρέμιζαν τις σκεπές και τους τοίχους. Σε άλλες κατέστρεφαν στασίδια, αναλόγια, άμφια, εκκλησιαστικά βιβλία. Λίγες μέρες αργότερα εισόρμησαν στο τυπογραφείο του πατριαρχείου. Χτυπούσαν με τσεκούρια τις μηχανές και γέμιζαν τις τσέπες τους με τυπογραφικά στοιχεία. [σημ. 37: στις 12 Ιουνίου 1821 ο πρεσβευτής της Σουηδίας έδινε σε αναφορά…μια συνοπτική εικόνα της τραγωδίας των Ελλήνων της Πόλης: «Η πρωτεύουσα παρουσιάζει ακόμα το ίδιο θέαμα…ομαδική εκτέλεση 450 ανδρών και πολλών παιδιών που η μόνη ενοχή τους είναι πως οι πατεράδες τους γεννήθηκαν στο Μωριά….παντού δολοφονίες Χριστιανών από τον ένοπλο τουρκικό όχλο, που διασκεδάζει..»] σελ. 126
Εκείνες τις μέρες ο Walsh πληροφορήθηκε ότι έφθασαν στην Πόλη σακκιά με 2.500 ζευγάρια αφτιά από τη σφαγή των Ελλήνων της Πάτρας, κι ότι μπορούσε να δει κανείς αυτά τα πολεμικά τρόπαια, στοίβες μπροστά στην πύλη του σεραγιού. «Πίστευα πως ήταν φήμες, ανατολίτικα παραμύθια. Κι ότι αν τέτοια δημόσια έκθεση μπορούσε να γίνει σε περασμένους αιώνες θα ήταν αδύνατο να συνεχίζεται στην εποχή μας αυτό το βάρβαρο έθιμο». Πήρε ένα γενίτσαρο και ξεκίνησε για το σεράι. «Οι δρόμοι παρουσίαζαν πένθιμη εικόνα…Περάσαμε πλάι στο πτώμα ενός αποκεφαλισμένου. Το αίμα έτρεχε ακόμα από τις φλέβες. Γύρω-γύρω ένα κοπάδι σκυλιά καθισμένα στα πισινά τους. Μερικά είχαν κι όλας γλύψει το αίμα, κι όλα μαζί περίμεναν να νυχτώσει για να κατασπαράξουν το πτώμα. Ήταν πεταμένο σε ένα στενό σοκάκι του παζαριού μπροστά σε ένα χασάπικο κι από πάνω του ακριβώς κρέμονταν κρέατα, έτσι που νόμιζε κανείς πως ήταν κομμάτια από το ίδιο το πτώμα. Οι Τούρκοι δρασκέλιζαν αδιάφορα το κουφάρι». Έφθασε στην πύλη του σεραγιού και διαπίστωσε την ακρίβεια της πληροφορίας… «Στις δυο πλευρές της πύλης υπήρχαν δυο στοίβες, σαν μικρά δεμάτια σανού, από κάθε λογής κομμάτια του προσώπου. Τα αφτιά ήταν τρυπημένα και κρέμονταν από σπάγγους. Μαζί με κάθε μύτη είχαν κόψει επίσης το πάνω χείλος και ένα κομμάτι από το μέτωπο. Μαζί με τα πηγούνια υπήρχαν το κάτω χείλος καθώς και μακριά, συνήθως, γενειάδα. Σε μερικές περιπτώσεις ήταν πελεκημένο κάθετα ολόκληρο το πρόσωπο και όλα τα χαρακτηριστικά της μορφής παρέμεναν ανέπαφα. Άλλοτε ήταν χωρισμένα κατά κατηγορίες, ανάλογα με τον ακρωτηριασμό. Εκεί έμεναν κρεμασμένα ώσπου, σαπίζοντας εντελώς, έπεφταν στη λάσπη του δρόμου. Οι Τούρκοι περνούσαν πατώντας τα αδιάφοροι. Τα λείψανα των προσώπων, καθώς βρίσκονταν σε αποσύνθεση, κολλούσαν στα παπούτσια των περαστικών. Έτσι έβλεπες τον Τούρκο να βαδίζει με ένα χείλος ή πηγούνι στις παντούφλες του. Και καθώς ξεπετιόνταν τα ανθρώπινα γένεια, νόμιζες πως τα παπούτσια ήταν φοδραρισμένα με γουναρικά» σελ. 128
Ο Walsh παρακολούθησε στην προκυμαία της Πόλης την πανηγυρική υποδοχή του καπουδάν πασά κατά το γυρισμό του από τις ελληνικές θάλασσες ύστερα από την καταστροφή του Γαλαξιδιού και την αιχμαλωσία των καραβιών… «Δύο τρίκροτα αγκυροβόλησαν ακριβώς απέναντι από τα παράθυρά μου. Με την αυτοκρατορική σημαία και ένα σωρό κρεμασμένους από τα ξάρτια. Κοπάδια γλάροι πετούσαν γύρω από τα πτώματα κρώζοντας. Έμειναν κρεμασμένα τρεις μέρες. Από την αποσύνθεση έπεφταν στη θάλασσα κι εκεί έπλεαν ολόκληρο μήνα, ώσπου τα ρεύματα τα παρέσυραν έξω από το λιμάνι..» σελ. 129
Ο Άγγλος κληρικός συγκέντρωσε από γενίτσαρο της φυλακής του σεραγιού πληροφορίες για τους βασανισμούς των 36 Ελλήνων εμπόρων που είχαν συλληφθεί ύστερα από τα γεγονότα της Χίου. Ήταν αυτόπτης μάρτυρας. Είδε να γυμνώνουν εντελώς έναν Έλληνα και να τον κρεμούν ανάποδα. Το αίμα μαζευόταν στο κεφάλι κι ο άνθρωπος πνιγόταν. Σ’ αυτή τη θέση τον χτυπούσαν δύο με κοντοράβδια ώσπου τον άφηναν αναίσθητο ή νεκρό. Έναν άλλο τον κρέμασαν από τα αφτιά σε σιδερένιους γάντζους προσδένοντας στα πόδια του ένα βάρος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου είχαν τόσο παραμορφωθεί, που νόμιζες ότι το στόμα του είχε φθάσει στο μέτωπό του. Είδε να καρφώνουν με ένα εργαλείο βελόνες στις άκρες των δακτύλων κάποιου κρατουμένου, έτσι που οι αιχμές να βγαίνουν πίσω από τα νύχια του. Είδε να ξεβιδώνουν με ειδικό εργαλείο την άρθρωση των καρπών και να τη συστρέφουν, έτσι που το πίσω μέρος του χεριού να παίρνει τη θέση της παλάμης. Είδε να εφαρμόζουν στο μέτωπο Έλληνα κρατούμενου ένα στεφάνι και να το συμπιέζουν βιδώνοντας το σιγά-σιγά πάνω στα μηνίγγια. Στο τέλος, τα μάτια του θύματος έβγαιναν έξω από τις κόγχες. Είδε να εφαρμόζουν στο κεφάλι ενός Έλληνα πυρακτωμένο μεταλλικό φέσι. Είδε να ανάβουν το φούρνο της φυλακής και να σπρώχνουν μέσα τα θύματα ώσπου να καψαλιστούν τα μαλλιά και τα γένεια, και το δέρμα να φουσκαλιάσει και να ξεκολλήσει από το κορμί. Ο Walsh μίλησε και με Έλληνες που έτυχε να επιζήσουν ύστερα από τους φρικαλέους βασανισμούς. Ένας κρατούμενος είχε αλυσοδεθεί στις φυλακές του Μπάνιου με σιδερένιους χαλκάδες στα σφυρά. Του εξάρθρωσαν τους καρπούς με βιδολόγους. Το σώμα του είχε τόσο σακατευτεί, που για να μετακινηθεί χρησιμοποιούσε δεκανίκια. Τον βασάνιζαν για να αποκαλύψει τους πρωταίτιους του ξεσηκωμού. Σελ. 136-7

β') Ο Άγγλος John Came
Παραβρέθηκε και στην εκτέλεση ενός Έλληνα. «Γονάτισε και δίπλωσε ήρεμα τα χέρια στο στήθος χωρίς καμιά αλλαγή στην έκφρασή του. Την ίδια στιγμή δέχτηκε το χτύπημα. Πέρασα δύο φορές πλάι στο πτώμα του. Οι Τούρκοι είχαν τοποθετήσει, κατά τη συνήθειά τους, το κομμένο κεφάλι ανάμεσα στα γόνατά του ανάστροφα, έτσι που η φρικαλέα όψη του να συναντά το βλέμμα του διαβάτη. Αργότερα στη Σμύρνη είδα ένα πρωί τα πτώματα εικοσιτριών Ελλήνων, σωρό το ένα πάνω στο άλλο. Σελ.149
Κάπου-κάπου έβλεπες ένα πτώμα να επιπλέει κοντά στην ακτή. Ο Came βρέθηκε μια μέρα ανάμεσα σε κάμποσους Τούρκους που παρατηρούσαν με αγαλλίαση ένα σκοτωμένο Έλληνα. Κάποιος απ’ αυτούς βάλθηκε να πετάξει το πτώμα στη θάλασσα σέρνοντάς το με ένα γάντζο. «Αλλά ένας άλλος τον σταμάτησε για να το γδύσει ολότελα και να πάρει ό,τι φορούσε. Ύστερα το έρριξαν ολόγυμνο στα νερά». Σελ. 150

γ') Το χρονικό του Γερμανού τεχνίτη Johann Wilhelm August Streit
«Ο οθωμανικός όχλος, σε φοβερή έξαψη, ρίχτηκε στα σπίτια των Ελλήνων αρχόντων και άρχισε τη λεηλασία. Βασάνιζαν τους ενοίκους με θηριωδία, έκοβαν μύτες και αφτιά και τους γκρέμιζαν ύστερα από τα παράθυρα στο δρόμο» σελ. 151
Το πλήθος κατέλαβε τις φυλακές του Κατροσάν και άρπαξε τους 186 Έλληνες. Οι Τούρκοι σκότωσαν πολλούς επιτόπου και άλλους «τους έδεσαν με σκοινιά και τους έσερναν στα καλντερίμια, ώσπου οι σάρκες αποκολλήθηκαν από τα οστά και οι δύστυχοι βρήκαν πικρό θάνατο». Έδεναν τα πόδια και τα χέρια των Ελλήνων με σκοινιά και τα τραβούσαν από όλες τις μεριές διαμελίζοντάς τα. Έκοβαν τα κεφάλια τους, τα κάρφωναν στις αιχμές των σπαθιών και τα τριγύριζαν στους δρόμους θριαμβικά. ….Άναβαν φωτιές σε όλους τους δρόμους και εκεί βασάνιζαν τους Έλληνες. «Πύρωναν στη φλόγα τα μεταλλικά τμήματα των όπλων και τα έμπηγαν στα ξεγυμνωμένα κορμιά. Τους έψηναν στα κάρβουνα σιγά-σιγά, πρώτα τα πόδια, ύστερα τα χέρια και ολόκληρο το κορμί ώσπου να ξεψυχήσουν. Περνούσαν πυρακτωμένα σύρματα στη μύτη, έκαιγαν τα βλέφαρα των θυμάτων με πυρωμένα σίδερα. Το άλλο πρωί είδε πολλούς Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, κρεμασμένους ανάποδα από τα παράθυρά τους. «Τα θύματα σπαρταρούσαν και ούρλιαζαν. Στα οπίσθια πολλών είχαν καρφώσει μαχαίρια και σπαθιά. Κάθε τόσο έκοβαν και ένα κομμάτι σάρκα» σελ. 152
«Εκείνο το πρωινό γύρω στα 4.000 πτώματα και των δύο φύλων, κεφάλια, πόδια, κείτονταν στους δρόμους της Πόλης. Χωρίς να λογαριάσουμε όσους σκοτώθηκαν στα σπίτια τους ή κρεμάστηκαν από τα παράθυρα». Ο νεαρός Streit παρακολούθησε τη φοβερή σφαγή από το εργαστήριο του αφεντικού του, που βρισκόταν στην πλατεία του Μουφτή.
«Μόνο σ’ αυτή την πλατεία μέτρησα γύρω στα 300 πτώματα. Βραβεία ορίζονταν για την επινόηση των πιο φριχτών βασανιστηρίων». Κάτι μεθυσμένοι Τούρκοι είδαν τον Streit και δύο παραγιούς που κοιτούσαν από το παράθυρο και τους κάλεσαν να πάρουν μέρος στη σφαγή. Τους όπλισαν και τους ανάγκασαν να ενταχθούν σε μια συμμορία. Μπήκαν στο σπίτι ενός πλούσιου Έλληνα κοσμηματοπώλη –το μαγαζί του, που βρισκόταν στο ισόγειο, ήταν κιόλας καταστραμμένο. Αφού καταλεηλάτησαν το σπίτι ανακάλυψαν στο ανώγειο την οικογένεια: πατέρα, μητέρα, δύο θυγατέρες και μια υπηρέτρια. «Η μια κόρη, ένα λεπτό και όμορφο κορίτσι, όταν ένας Τούρκος θέλησε να της επιτεθεί, πήδηξε από το παράθυρο στο κενό. Κατέβασαν την οικογένεια στην πλατεία.
Εκεί ξεγύμνωσαν την άλλη κόρη και την υπηρέτρια και έκοψαν πρώτα τους μαστούς και ύστερα τη μύτη τους. Ο γιος, ένας εύρωστος νέος 24 χρόνων, χύμηξε πάνω στον Τούρκο, τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, άρπαξε το ματωμένο γιαταγάνι από το χέρι του, και με ένα χτύπημα από πάνω προς τα κάτω του έκοψε τη μύτη έτσι που έμεινε κρεμασμένη από τα χείλια του. Μέσα σ’ ένα λεπτό τον είχαν κιόλας κατακομματιάσει εκατό σπαθιά».
Στο μεταξύ άλλοι Τούρκοι στερέωναν στο χώμα πολλές σιδερένιες σούβλες. Εκεί θα κάθιζαν τα θύματά τους για να παραδώσουν το πνεύμα σφαδάζοντας. Το επεισόδιο με τον Έλληνα, είχε προκαλέσει γενικό ερεθισμό. Οι σούβλες ήταν ογδόντα περίπου. Γύμνωσαν τους Έλληνες – γύρω στους 65 νέοι, γέροι, γυναίκες – και τους κύκλωσαν με ξεθηκαρωμένα σπαθιά, μπροστά στις σούβλες. Αλλά ήρθε η νύχτα.
Η βασανιστική εκτέλεση αναβαλλόταν. Έστησαν καζάνια πάνω στις φωτιές και ετοίμασαν πόντσι. Μεθούσαν και αλάλαζαν. Κατά τα μεσάνυχτα έφεραν και άλλους Έλληνες, άνδρες και γυναίκες, ανάμεσά τους και τρία μικρά παιδιά. Τα σούβλισαν με τα σπαθιά και τα έρριξαν ζωντανά στη φωτιά.
Κάθε τόσο τραβούσαν έναν Έλληνα κοντά στις πυρές και τον βασάνιζαν. Κάρφωναν τα αφτιά του πάνω σε πάγκους, άδειαζαν με το φτυάρι κάρβουνα στο στόμα τους, που το άνοιγαν με ρόπαλα, ξεκολλούσαν με πυρωμένες τανάλιες κομμάτια από τις σάρκες τους. Το πρωί…Δυο κακούργοι άρπαζαν έναν Έλληνα ή μια Ελληνίδα τους ανασήκωναν ψηλά τους κάθιζαν με δύναμη πάνω στο κοφτερό και μυτερό σιδεροπάλουκο, έτσι που η αιχμή περνώντας από τα σπλάχνα έφτανε στο στήθος. Παλούκωσαν σαραντατέσσερες.
Έτσι καρφωμένοι σπαρταρούσαν σαν τα σκαθάρια που τα παιδιά διατρυπούν με βελόνα για να διασκεδάσουν. Ένα ουρλιαχτό θανατερής αγωνίας υψωνόταν ώς τον ουρανό. Κρατούσε μια περίπου ώρα, έσβηνε και τα κεφάλια έγερναν στο πλάι». Ακόμα και οι Τουρκάλες συναγωνίζονταν αυτούς τους φονιάδες σε αγριότητα και απανθρωπία, γράφει ο Steit. «Δεν είδα ούτε ένα Τούρκο που το πρόσωπό του να δείχνει συμπόνια. Ακόμη και παιδιά έξη χρόνων ξεθύμαιναν το μίσος τους πάνω στους νεκρούς.
Τρυπούσαν με μαχαίρια τους σκοτωμένους Έλληνες». Ύστερα άρχισαν να καθαρίζουν τους δρόμους από τα αναρίθμητα πτώματα. «Πολλά ρίχτηκαν σε μεγάλους λάκκους έξω από την πόλη και σκεπάστηκαν με ασβέστη και χώματα, άλλα κάηκαν ή πετάχτηκαν στη θάλασσα». Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι συλλήψεις. Κάθε πρωί ώς εκατό Έλληνες μεταφέρονταν στον τόπο των βασανιστηρίων και των εκτελέσεων, έξω από την Κωνσταντινούπολη. «Πολλοί σταυρώνονταν πάνω σε δέντρα. Καρφώνονταν τα χέρια και τα πόδια τους κι εκεί πέθαιναν από την αιμορραγία και τους φριχτούς πόνους. Άλλους θανάτωναν χτυπώντας τους με βούρδουλα. Σε πολλούς έκοβαν πόδια και χέρια με πριόνι. Διατρυπούσαν τα παιδιά με τη λόγχη και τα τριγύριζαν στους δρόμους, έτσι καθώς σπαρταρούσαν καρφωμένα, ώσπου να ξεψυχήσουν» σελ. 153-154

δ') ο Γάλλος γεωλόγος V. Fontanier
Πηγαίνοντας ο Fontanier στο μέγαρο της πρεσβείας πέρασε από ένα βρώμικο σοκάκι γεμάτο σκύλους. Εκεί είδε «ανθρώπινα κορμιά αποκεφαλισμένα πλάι σε ένα χασάπικο όπου κρέμονταν μοσχάρια και αρνιά» σελ. 158
Ο F. παρατήρησε ότι οι Ευρωπαίοι δεν έκρυβαν διόλου τον φιλοτουρκισμό τους. «Όλοι εγκωμίαζαν τα ανθρωπιστικά αισθήματα των Οθωμανών, τη μεγαλοψυχία, τη μετριοπάθειά τους. Οι δύστυχοι Έλληνες, που τα πτώματά τους φαίνονταν σκορπισμένα εδώ και κει, «είχαν εγκάρδια μεταχείριση». Σελ. 158
Επιστρέφοντας ο Fontanier στην κατοικία του δέχτηκε επίθεση από ένα κοπάδι αγριόσκυλα και άγριο πετροβολητό από ένα τσούρμο τουρκόπουλα. Εκεί πλάι είδε έναν αποκεφαλισμένο Ρωμιό, πεσμένο μπρούμυτα. Το κεφάλι ήταν απιθωμένο στα οπίσθια του πτώματος. Γύρω-γύρω στέκονταν Τούρκοι που χασκογελούσαν και το έσπρωχναν με τα ραβδιά τους. Σελ. 158

ε') ο Ρώσσος διπλωμάτης Σεργκέι Ιβάνοβιτς Τουργκένιεφ
Μέσα σε μια μόνο μέρα συνέλαβαν 300 Μωραΐτες μικρέμπορους και τους εκτόπισαν στα μεταλλεία της Ασίας. Ο τουρκικός όχλος έσφαζε. Στο Πέραν και στον Γαλατά λεηλατούσαν τα σπίτια και δολοφονούσαν Χριστιανούς. «Τα αστραφτερά νερά του Βοσπόρου γέμισαν, από τη μια ακτή ώς την άλλη, ακρωτηριασμένα πτώματα Ελλήνων». Όλα τα χριστιανικά χωριά γύρω από την πρωτεύουσα ήταν έρημα. «Δεν έβλεπες παρά μόνο αποκεφαλισμένα κορμιά Χριστιανών ή Τούρκους που έμπαιναν στα κατάκλειστα και ακατοίκητα σπίτια – οι νοικοκυραίοι τους είχαν φύγει ή είχαν θανατωθεί – για να αρπάξουν ό,τι είχαν περιφρονήσει οι πρώτοι λαφυραγωγοί, πράγματα βαμμένα στο αίμα ή ποτισμένα με δάκρυα». Σελ. 181

 22)Από διάφορα οθωμανικά επίσημα έγγραφα και φιρμάνια του 1821, από το Ι.Κ. Βασδραβέλλη, Οι Μακεδόνες κατά την επανάστασιν του 1821, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, γ' έκδοση Θεσσαλονίκη 1967
....Οι ανόσιοι σκοποί της ουτιδανής φυλής των Ελλήνων αποβλέπουν εις την γενικήν εξέγερσιν, ίνα, ό μη γένοιτο, καταπατήσουν και ει δυνατόν εξαφανίσουν παντελώς το μωαμεθανικόν έθνος....Εξεδώσαμεν υψηλόν αυτοκρατορικόν φιρμάνιον, επιτρέπον την λαφυραγώγησιν των περιουσιών των επαναστατησάντων ραγιάδων και τον εξανδραποδισμόν των συζύγων και των τέκνων αυτών
Κωνσταντινούπολη 3-5-1821

...Άπαν το κακοποιό έθνος των Ελλήνων είναι σύμφωνον και ημωμένον, ίνα καταδολιευθή και προδώση το μωαμεθανικόν κράτος και το έθνος των μουσουλμάνων....
4-5-1821

Έστω γνωστόν ότι η κακοποιός φυλή των Ελλήνων δεικνύει πανταχού μεγάλην προδοσίαν, δολιότητα και μοχθηρίαν εναντίον του μουσουλμανικού κράτους και του μωαμεθανικού έθνους
Κωνσταντινούπολη, 2-6-1821

...Εγένετο αντιληπτή η παρεσκευασμένη ατιμία και η προδοσία την οποίαν οι άπιστοι Έλληνες διενοήθησαν να διαπράξουν κατά του μουσουλμανικού έθνους...Οι ακόλαστοι άπιστοι εχθροί της πίστεως έχουν την πεπλανημένην ιδέαν να ισχυρίζωνται ότι θα καταστρέψουν, ο μη γένοιτο, και θα εξαφανίσουν την λαμπράν μουσουλμανικήν αυτοκρατορίαν...
Σεϊχουλισλάμης Γεσιαχή ζαδέ Αμπντούλ Βεχάπ προς τους μουφτήδες Θεσσαλονίκης

Είναι τοις πάσι γνωστόν ότι προς τιμωρίαν των ραγιάδων του προδοτικού ελληνικού έθνους δια την αχαριστίαν, ην επεδείξαντο, και την προδοσίαν, την οποίαν εφαντάσθησαν ότι ήτο δυνατόν καν να διανοηθούν και να διαπράξουν εναντίον του μουσουλμανικού κράτους, ενετάλη προ τινος δυνάμει υψηλού φιρμανίου όπως τη βάσει του εκδοθέντος φετβά διαπερασθούν δια του ξίφους οι τήδε κακείσε επαναστάται...των χωρίων του δήμου Λαγκαδά, των Μεταλλείων και του χασίου και εξανδραποδισθούν τα τέκνα και αι γυναίκες των, διαρπαγούν δε και διαμοιρασθούν  ως λάφυρα μεταξύ των νικητών στρατιωτών αι περιουσίαι αυτών..
7-7-1821

..Έστω γνωστόν ότι ένεκα της γενικής συνωμοσίας, την οποίαν η ταπεινή φυλή των Ελλήνων εξύφανεν εναντίον του υψηλού μωαμεθανικού κράτους, εξερράγη επανάστασις εις πολλά μέρη. Επειδή απετόλμησαν να εξεγερθούν και στασιάσουν και οι ραγιάδες της περιφερείας Θεσσαλονίκης, είχετε διαταχθή όπως επί τη βάσει του ιερού φετβά του σεϊχουλισλαμάτου πατάξητε και εξοντώσητε τους επαναστάτας τούτους και λαφυραγωγήσετε και διανείμητε τας περιουσίας των μεταξύ των αγωνιστών.
23-10-1821

..επειδή οι ραγιάδες των δήμων Καλαμαριάς και Παζαρούδας της περιφερείας Θεσσαλονίκης, ως και οι των Μαντεμοχωρίων, Πολυγύρου και Κασσάνδρας, είχον επαναστατήσει, μοι ανετέθη εκ περισσού και η καταστολή του κινήματος τούτου....κατηγάγομεν περιφανή νίκη κατά των εχθρών και, αφού διεπεράσαμεν εν στόματι μαχαίρας τους απίστους τεσσαράκοντα δύο χωρίων, εξαποστείλαντες τας ρυπαράς ψυχάς αυτών εις την κόλασιν, ηχμαλωτίσαμεν τας συζύγους και τα τέκνα αυτών και ελαφυραγωγήσαμεν τας πλουσίας περιουσίας αυτών, ας διενείμαμεν μεταξύ των νικητών στρατιωτών, τα δε χωρία και τα στρατόπεδα αυτών παρεδώσαμεν εις τας φλόγας...
10-11-1821

..Οι άπιστοι Έλληνες εσυνωμότησαν και ηνώθησαν ως έθνος όπως στήσουν πλεκτάνην...
Κωνσταντινούπολη, 7-2-1822

...Από της αρχής της επαναστάσεως του απαισίου έθνους των Ελλήνων, οι άπιστοι ραγιάδες της εν τη περιφερεία του βιλαετίου Θεσσαλονίκης κειμένης πόλεως Ναούσσης και των χωρίων αυτής έλαβον μέρος εις την επανάστασιν ταύτην...
Κωνσταντινούπολη, 5-4-1822

Ούτοι [οι επαναστάτες] υπερβαίνοντας τας δύο χιλιάδας, εθανατώθησαν πάντες, είτε διελθόντες δια στόματος μαχαίρας είτε σταλέντες εις την κόλασιν δι' απαγχονισμού, τα τέκνα και αι σύζυγοι αυτών εξηνδραποδίσθησαν, αι περιουσίαι των εδημεύθησαν, αι δε εστίαι αυτών διεσκορπίσθησαν και παρεδόθησαν εις το πυρ..
21-4-1822

..Οι άπιστοι της πόλεως Ναούσσης, επαναστατήσαντες προηγουμένως κατά του αθανάτου οθωμανικού κράτους και κατά της ισλαμικής χαλιφείας, εξωντώθησαν και εθανατώθησαν δια του ξίφους...
29-6-1822




ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ