Αθηναίοι και Πλαταιείς οπλίτες επιτίθενται κατά των Περσών. Στιγμιότυπο από την αναπαράσταση της ιστορικής μάχης, που έγινε τον περυσινό Σεπτέμβριο στην παραλία του Μαραθώνα
Τα μυστικά της νίκης των Ελλήνων επί του περσικού στρατού ένα αυγουστιάτικο πρωινό του 490 μ.Χ. στον Μαραθώνα. Η ανάλυση της μάχης-προτύπου
Κάθε πρωί οι οπλίτες έπαιρναν θέση μάχης μπροστά από το στρατόπεδο. Οι Πέρσες έκαναν το ίδιο. Και για ώρες οι δύο πλευρές στέκονταν η μία απέναντι στην άλλη, αντάλλασσαν προσβολές, έπαιρναν θάρρος και ψήνονταν κάτω από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Σήμερα όμως οι Έλληνες ήταν σιωπηλοί. Όταν οι δύο στρατοί, ο ελληνικός και ο περσικός, άνισοι μεταξύ τους από κάθε άποψη, βρέθηκαν αντιμέτωποι στην πεδιάδα του Μαραθώνα εκείνο το πρωινό του 490 π.Χ., η αρνητική πρόβλεψη για την έκβαση της μάχης ήταν φανερό ότι έγερνε δραματικά προς το μέρος των Ελλήνων.
Ως το τέλος της ημέρας, όμως, οι Έλληνες θα είχαν επιτύχει το αδιανόητο και η πράξη τους αυτή έμελλε να τροφοδοτεί με θάρρος και υπερηφάνεια τις γενιές των απογόνων του Μιλτιάδη, του Καλλίμαχου και του Αριστείδη, ενώ θα γινόταν στους επόμενους αιώνες σημείο αναφοράς και πρότυπο ηρωισμού στα πεδία των μαχών.
Όπως γράφει ο Τζιμ Λέισι, «επί 200 χρόνια οι ιστορικοί αναρωτιούνται με θαυμασμό πώς μια υποτιθέμενη μάζα αγροτών που επιστρατεύθηκαν άρον άρον νίκησαν τον επαγγελματικό, σκληραγωγημένο στη μάχη περσικό στρατό. Για τους περισσότερους από αυτούς αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα - 6.400 νεκροί Πέρσες έναντι λιγότερων των 200 Αθηναίων - είναι ένα από τα ανεξιχνίαστα μυστήρια της Ιστορίας».
Όπως γράφει ο Τζιμ Λέισι, «επί 200 χρόνια οι ιστορικοί αναρωτιούνται με θαυμασμό πώς μια υποτιθέμενη μάζα αγροτών που επιστρατεύθηκαν άρον άρον νίκησαν τον επαγγελματικό, σκληραγωγημένο στη μάχη περσικό στρατό. Για τους περισσότερους από αυτούς αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα - 6.400 νεκροί Πέρσες έναντι λιγότερων των 200 Αθηναίων - είναι ένα από τα ανεξιχνίαστα μυστήρια της Ιστορίας».
Ειδικός στην αμυντική ανάλυση, καθηγητής Πολέμου, Πολιτικής και Στρατηγικής, ο Τζιμ Λέισι καταθέτει σε αυτό το βιβλίο τη δική του εκδοχή για τη διεξαγωγή της μάχης του Μαραθώνα, αρκετά πειστική μάλιστα - ίσως ακριβώς λόγω της διπλής ιδιότητάς του ως ιστορικού και ως αξιωματικού του αμερικανικού στρατού που βρέθηκε επί δωδεκαετία στα πεδία των μαχών.
Πριν απ' όλα όμως δηλώνει τον θαυμασμό του για το «θαύμα», όπως το χαρακτηρίζει: «Αν οι οπλίτες του Μαραθώνα είχαν αποτύχει, δεν θα είχε χρειαστεί δεύτερη εισβολή. Αν η Αθήνα είχε χαθεί και η υπόλοιπη Ελλάδα είχε απορροφηθεί από τη μεγάλη αυτοκρατορία της Ανατολής, ο δυτικός πολιτισμός θα είχε στραγγαλιστεί στο λίκνο του».
Πριν απ' όλα όμως δηλώνει τον θαυμασμό του για το «θαύμα», όπως το χαρακτηρίζει: «Αν οι οπλίτες του Μαραθώνα είχαν αποτύχει, δεν θα είχε χρειαστεί δεύτερη εισβολή. Αν η Αθήνα είχε χαθεί και η υπόλοιπη Ελλάδα είχε απορροφηθεί από τη μεγάλη αυτοκρατορία της Ανατολής, ο δυτικός πολιτισμός θα είχε στραγγαλιστεί στο λίκνο του».
Πώς έφθασαν όμως οι Αθηναίοι σε αυτή τη νίκη; Χάρη στο ευφυές σχέδιο ενός σπουδαίου στρατηγού, του Καλλίμαχου, δηλώνει κατ' αρχάς ο συγγραφέας, αφαιρώντας την πρωτοκαθεδρία από τον Μιλτιάδη. Αλλά και χάρη στον διαφορετικό οπλισμό και στον διαφορετικό τρόπο πολέμου των δύο στρατών, καθώς και την αποφασιστικότητα των Αθηναίων, οι οποίοι γνώριζαν καλά, μετά και την ολοσχερή καταστροφή της Ερέτριας πριν από λίγες ημέρες, ότι οι Πέρσες τούς επιφύλασσαν ίδια ή και χειρότερη τύχη.
Ερωτήματα και απαντήσεις
Η διαφορά αυτού του βιβλίου απέναντι στα εκατοντάδες άλλα για τη μάχη του Μαραθώνα δεν έγκειται στην αναφορά σε πρόσωπα και γεγονότα της Ιστορίας γνωστά στους Έλληνες από τα μαθητικά τους χρόνια αλλά στη διατύπωση - και απάντηση - ερωτημάτων τόσο σχετικά με τη σημασία της μάχης για τον δυτικό πολιτισμό όσο και για αυτόν καθαυτό τον τρόπο πολέμου.
Ως προς το πρώτο ερώτημα ο συγγραφέας είναι κατηγορηματικός: «Στην πραγματικότητα ο δυτικός πολιτισμός οφείλει την ύπαρξή του σε μια λεπτή γραμμή από άνδρες "ατεράμονες και πρίνινους" (Αριστοφάνης, "Αχαρνής"), οι οποίοι, παρά τις πιθανότητες, πολέμησαν με γενναιότητα και κέρδισαν τη νίκη και την παντοτινή δόξα».
Ως προς το πρώτο ερώτημα ο συγγραφέας είναι κατηγορηματικός: «Στην πραγματικότητα ο δυτικός πολιτισμός οφείλει την ύπαρξή του σε μια λεπτή γραμμή από άνδρες "ατεράμονες και πρίνινους" (Αριστοφάνης, "Αχαρνής"), οι οποίοι, παρά τις πιθανότητες, πολέμησαν με γενναιότητα και κέρδισαν τη νίκη και την παντοτινή δόξα».
Εξακολουθεί όμως να ισχύει η άποψη περί υπεροχής του δυτικού τρόπου πολέμου; Και κυρίως υπάρχει όντως αυτός ο «ανώτερος» τρόπος; Ο Τζιμ Λέισι δηλώνει πεπεισμένος και για τα δύο. Στον Μαραθώνα εμφανίστηκαν, γράφει, για πρώτη φορά οι αρχές αυτού του είδους πολέμου, που υπάρχουν και σήμερα στους στρατούς της Δύσης: ανώτερη τεχνολογία σε αντιστάθμισμα του αριθμητικού πλεονεκτήματος.
Εξύμνηση της πειθαρχίας, γιατί οδηγεί τους ανθρώπους να δρουν ομαδικά και να επιβιώνουν σε σκληρές συνθήκες. Επιθετική στρατιωτική παράδοση που επιδιώκει τη μοναδική και αποφασιστική μάχη. Ετοιμότητα για αλλαγή, προσαρμογή και καινοτομία. Τέλος, δημιουργία χρηματοπιστωτικών συστημάτων που εξασφαλίζουν το κόστος αυτού του τεχνολογικά εξελιγμένου και εξαιρετικά καταστροφικού πολέμου.
Εξύμνηση της πειθαρχίας, γιατί οδηγεί τους ανθρώπους να δρουν ομαδικά και να επιβιώνουν σε σκληρές συνθήκες. Επιθετική στρατιωτική παράδοση που επιδιώκει τη μοναδική και αποφασιστική μάχη. Ετοιμότητα για αλλαγή, προσαρμογή και καινοτομία. Τέλος, δημιουργία χρηματοπιστωτικών συστημάτων που εξασφαλίζουν το κόστος αυτού του τεχνολογικά εξελιγμένου και εξαιρετικά καταστροφικού πολέμου.
Πρόκειται για ένα μοντέλο που βρίσκει εφαρμογή και στον 21ο αιώνα, ισχυρίζεται ο Λέισι, με την πεποίθηση ότι στη δοκιμασία της μάχης οι δυτικές στρατιωτικές δυνάμεις εξακολουθούν να υπερέχουν. Μη διστάζοντας πάντως να μιλήσει και για την πανωλεθρία των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, παραθέτει τη στιχομυθία ενός Αμερικανού και ενός Βορειοβιετναμέζου: «Ποτέ δεν μας νικήσατε στο πεδίο της μάχης» λέει ο πρώτος. «Είναι αλήθεια, αλλά δεν έχει καμία σημασία» απαντά ο δεύτερος.
Και αυτό το βιβλίο, πάντως, όπως και άλλα με θέματα αρχαίας ιστορίας, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα εικονογράφησης - πρόκειται για κακές αναπαραγωγές φωτογραφιών - που υποβιβάζει άδικα το σύνολο. Επίσης, παρά τις ωραίες περιγραφές, λείπει η σχεδιαστική πρόταση διάταξης των στρατών και διεξαγωγής της μάχης.
«Έχουν τόσο ανόητες συνήθειες οι Έλληνες»
Στη μάχη, αν οι Πέρσες βασίζονταν στους τοξότες τους και στο εξαιρετικό ιππικό τους, οι Ελληνες είχαν να αντιπαρατάξουν τη σιδερένια φάλαγγα των οπλιτών με τα μακριά δόρατα. Και σε αυτή τη σύγκρουση των ανομοίων η αριθμητική υπεροχή δεν έπαιζε ρόλο. Οι Πέρσες αυτό δεν το γνώριζαν. Μάλιστα δεν είχαν σε καμία υπόληψη τον τρόπο πολέμου των Ελλήνων, τους οποίους ειρωνεύονταν (ο Μαρδόνιος συγκεκριμένα) πως «όταν κηρύξουν μεταξύ τους πόλεμο βρίσκουν την καλύτερη και ομαλότερη τοποθεσία όπου παρατάσσονται και δίνουν μάχη... Λοιπόν οι Ελληνες έχουν τόσο ανόητες συνήθειες».
Αντιστοίχως οι άνδρες της ελληνικής φάλαγγας δεν είχαν σε εκτίμηση τα ελαφρά οπλισμένα στρατεύματα που αποτελούσαν τον κύριο κορμό του περσικού στρατού: «Δεν κρίνεται η ανδρεία από τα τόξα αλλά γενναίος είναι όποιος στέκεται στο πόστο του και βλέπει ακλόνητος το φονικό έργο των σπαθιών δίχως να σπάσει τις γραμμές του» σχολιάζει ο Ευριπίδης («Ηρακλής»). Η έκβαση της μάχης του Μαραθώνα απέδειξε ότι είχε δίκιο.
ΠΗΓΗ.
Μαρία Θερμού