Η Λαμία όπως την ξέρουμε στη θέση που την βιώνουμε μέχρι σήμε-
ρα έχει να παρουσιάσει μία μακρά ιστορική διαδρομή που οι έρευνες των τελευταίων ετών απέδειξαν ότι αρχίζει τουλάχιστον από τη Μέση Εποχή του Χαλκού την Μεσοελλαδική άλλως καλούμενη που συμπίπτει με το τέλος της 3ης χιλιετίας π. Χ. (Σταμούδη, 1999).
Φανουρία Δακορώνια
Δρ. Αρχαιολόγος-Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων
Η Λαμία …. πριν τη Λαμία
Για να ακριβολογήσουμε επισημαίνω ότι το απώτατο αυτό χρονικό όριο επιβεβαιώνεται από τα σχετικά ευρήματα μόνο όσον αφορά την χρήση του
Κάστρου για κατοίκηση. Αντίθετα απουσιάζουν οι ασφαλείς ενδείξεις
ανθρώπινης δραστηριότητας στις πλαγιές του και στα πεδινά γύρω από
αυτό πριν από την προχωρημένη γεωμετρική περίοδο ήτοι τον 9ο αι. π.Χ.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι στις ανασκαφές που έχουν διενεργηθεί
από το 1977 και εντεύθεν στην πόλη της Λαμίας στα όρια του παλαιού
πολεοδομικού σχεδίου δεν έχει εντοπιστεί ούτε ένα όστρακο παλαιότερο
του 5ο αι. π.Χ. Ακόμη και όσοι έχουν ασχοληθεί με την ιστορία και την
αρχαιολογική φυσιογνωμία της Λαμίας κατά το παρελθόν δεν κατέστη
δυνατόν να ανιχνεύσουν ευρήματα πριν από τον ύστερο 5ο αι. π.Χ.
Αυτός ήταν και ο λόγος που οδήγησε τους ειδικούς επιστήμονες να δια-
τυπώσουν διάφορες θεωρίες συχνά αντικρουόμενες μεταξύ τους που
κυμαίνονται από την ακραία θέση ότι δεν υπήρχε πριν από αυτήν την
εποχή (Bequignon, 1937, 277) μέχρι την άποψη ότι η κτίση της ανάγεται
στους μυθικούς χρόνους (Staehlin, RE, Lamia στιχ. 553 – 554).
Ένα άλλο γεγονός που επέτεινε τη σύγχυση είναι το ότι η Λαμία δεν
αναφέρεται ούτε από τον Όμηρο ούτε από τον Ηρόδοτο ούτε από το
Θουκυδίδη στα σημεία του έργου τους που πραγματεύονται γεγονότα
συνδεόμενα με την περιοχή. Η μόνη πόλις της κοιλάδας του Σπερχειού
που είναι γνωστή στον Όμηρο είναι η Τράχις η οποία από τους δύο
άλλους μνημονευθέντες αρχαίους συγγραφείς καταλέγεται μεταξύ των
μαλιακών πόλεων.
Το όνομα της Λαμίας δεν αμφισβητείται εφόσον έχει βεβαιωθεί από
επιγραφές (IG, IX, 2, No 80). Η πόλη φαίνεται ότι από την αρχή της ύπαρ-
ξης της δεν έχει μετακινηθεί (Bequignon, 1937, 265). Έχει την τυπική
μορφή μιας αρχαίας πόλης με ακρόπολη τειχισμένη και την γύρω από αυτή κάτω πόλη και αυτή τειχισμένη (Παπακωνσταντίνου, 1994. Papakonstantinou, 2005, 103 – 110).
Το όνομα Λαμία δεν αναγράφεται σε νομίσματα πριν το 400 π.Χ. και
η πιο παλιά επιγραφική μνεία ανάγεται στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. σε αμφικτυονική λίστα της εποχής του Κλέωνα (343 π.Χ.) όπου αναφέρεται
κάποιος Σθενέδαμος Λαμιεύς. (Bequignon, 1937, 275).
Από την αρχαιότητα έχει αναγνωριστεί η σημασία της θέσης της σε
ένα καίριο στρατηγικό σημείο πάνω στο πιο σημαντικό επικοινωνιακό
άξονα από Βορρά προς την κοιλάδα του Σπερχειού (Titus Livius XXXVI,
25, 3) προνόμιο που έχει αναγνωριστεί και από τους σύγχρονους μελετη-
τές (Bequignon, 1937, 264 με σχετική παλαιότερη βιβλιογραφία). Δεν είναι
άλλωστε τυχαίο ότι τον προπερασμένο αιώνα ο Γερμανός περιηγητής
Ross χαρακτηρίζει τη Λαμία «ως ένα από τα κλειδιά της Ελλάδος» (Ross,
1851, I, 83).
Αν όμως δεν είναι γνωστή η Λαμία στον Όμηρο στον Ηρόδοτο και
στο Θουκυδίδη, τους είναι όμως γνωστή η φυλετική ομάδα της οποίας
υπήρξε πρωτεύουσα οι Μαλιείς. Η ίδρυση λοιπόν της Λαμίας συναρτάται
άμεσα με την εμφάνιση των Μαλιέων στην κοιλάδα του Σπερχειού. Η
παρουσία τους έχει συνδυαστεί με την έξωση των Δρυόπων από την
περιοχή η οποία μάλιστα επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του Ηρακλή, του
οποίου η λατρεία στην περιοχή είναι επιβεβαιωμένη και σημαίνουσα.
Σύμφωνα με σχετικές νεώτερες μελέτες το γεγονός πρέπει να έλαβε
χώραν στα μέσα της μυκηναϊκής περιόδου δηλ. περί τον 14ο ή 13ο αι. π.Χ.
(Sakellariou, 1977, 265). Η σύνδεση άλλωστε του γεγονότος με τον Ηρα-
κλή συνηγορεί ότι η παρουσία των Μαλιέων στο ανατολικό τμήμα της
κοιλάδας πρέπει να θεωρηθεί βέβαια κατά την Ύστερη εποχή του Χαλ-
κού δηλ. την Ύστερη Μυκηναϊκή.
Το όνομα της Λαμίας συνδέεται με δύο πρόσωπα της μυθικής γενεα-
λογίας τον Λάμο, γιο του Ηρακλή και την ομώνυμη βασίλισσα της Τρα-
χίνας. Το ότι όμως και η Τραχίνια βασίλισσα και ο Ηρακλής είχαν σαν
ορμητήριο την Τραχίνα επιτρέπει την υποψία ότι οι Μαλιείς κατά την
μυκηναϊκή περίοδο κατείχαν την περιοχή νότια του Σπερχειού ενώ την
προς Β κατείχαν αχαϊκά φύλα (Staehlin, RE, Lamia, στιχ. 553. Sakellariou,
1977, 231 – 248).
Βέβαια το πρόβλημα της εισόδου και των μετακινήσεων των διαφό-
ρων ελληνικών φύλων μέσα στην Ελληνική Χερσόνησο είναι πολύπλοκο
και θα αργήσει να απαντηθεί πειστικά. Στην παρούσα όμως ανακοίνωση
αναφέρθηκαν ακροθιγώς ακριβώς εκείνα τα στοιχεία που θα επιτρέψουν
την αιτιολόγηση της παρουσίας των διαφόρων αρχαιολογικών ευρημά-
των που είδαν το φως τα τελευταία χρόνια.
Οι ανασκαφές στο χώρο εντός των τειχών του Κάστρου της Λαμίας
απεκάλυψαν αρχαιολογικά ευρήματα της Πρώϊμης εποχής του Χαλκού,
του τέλους δηλαδή της 4ης χιλιετίας π.Χ. ή των αρχών της 3ης χιλιετίας
π.Χ. και των διαδόχων φάσεων δηλαδή της Μέσης εποχής του Χαλκού
(άλλως Μεσοελλαδικής) και της Ύστερης εποχής του Χαλκού της γνω-
στής και ως μυκηναϊκής εποχής μέχρι και το στάδιο της ΥΕ ΙΙΙΒ, ήτοι τον
13ο αι. π.Χ. (Σταμούδη, 1999). Έξω από το Κάστρο όμως δεν μαρτυρού-
νται κατάλοιπα τόσο παλαιών ιστορικών φάσεων. Μικρός αριθμός (3)
αγγείων της ΥΕΙΙΙ Β εποχής που βρέθηκαν μεταξύ των παλαιών ευρημά-
των που φυλάσσονταν στο υπόγειο του κτιρίου της Νομαρχίας Φθιώτι-
δας είναι οι μόνες ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας κατά την εποχή
του Χαλκού στην πόλη της Λαμίας. Οι πληροφορίες σχετικά με τις συν-
θήκες εύρεσής τους είναι εξαιρετικά ανεπαρκείς και μόνο μία αναφορά
στο βιβλίο καταγραφής τους υπάρχει ότι έχουν βρεθεί κατά την ανέγερ-
ση του Γυμνασίου Αρρένων (Δακορώνια, 1999, 186, υποσημ. 6). Σύμφω-
να με πληροφορία της συναδέλφου κ. Μπούγια σε ανασκαφή της στην
νότια πλαγιά του Κάστρου αναγνώρισε μεταξύ των οστράκων και κερα-
μική των μυκηναϊκών χρόνων. Η παρουσία λοιπόν των ευρημάτων της
εποχής του Χαλκού που μάλιστα δεν φαίνονται να κατεβαίνουν χρονο-
λογικά μετά τον 13ο αι. π.Χ. και σε συνδυασμό με τις γενεαλογικές ανα-
φορές που αφορούν στη Λαμία επιτρέπεται να θεωρήσουμε ως πρώτους
οικιστές της τους Αχαιούς (Sakellariou, 1977, 231 – 243) των οποίων η
παρουσία στην κοιλάδα του Σπερχειού και μάλιστα στις υπώρειες της
Όθρυος πιστεύεται ότι προηγείται εκείνης των Μαλιέων (Sakellariou,
1977, 240 – 241).
Οι αμέσως παλαιότερες ενδείξεις κατοίκησης του Κάστρου ανάγονται
στην Υποπρωτογεωμετρική εποχή και συγκεκριμένα στο τέλος του 10ου
ή αρχές του 9ου αι. π.Χ. και συνίστανται σε μερικά χαρακτηριστικά
αγγεία που ήταν κτερίσματα μέσα σε μικρό θαλαμωτό τάφο ανοιγμένο
στο μαλακό βράχο στις υπώρειες του Κάστρου (Δακορώνια, 1982, 261).
Ο τάφος βρέθηκε και στο μεγαλύτερο τμήμα του καταστράφηκε κατά
την εκσκαφή οικοπέδου για την ανέγερση νέας οικοδομής. Επισημαίνε-
ται η επιβίωση της πρακτικής του ενταφιασμού σε θαλαμωτούς τάφους
κατά την προχωρημένη πρωτογεωμετρική εποχή, πρακτική που χαρα-
κτηρίζει τους μυκηναϊκούς χρόνους και έχει ερμηνευτεί ως αφ’ ενός ως
ένδειξη φυλετικής συνέχειας αφ’ ετέρου ως δείγμα επιθυμίας σύνδεσης
με ένα ένδοξο παρελθόν. Η συνήθεια αυτή έχει επιβεβαιωθεί και από
άλλες ανασκαφές γύρω από τη Λαμία και συγκεκριμένα από την περιοχή
του Σταυρού, για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω.
Αν όμως τα προ του 5ου αι. π.Χ. ευρήματα, από την πόλη της Λαμίας
είναι πολύ λίγα δεν συμβαίνει το ίδιο και με τις κοντινές γύρω από αυτήν
περιοχές. Ως πόλις της Λαμίας λογίζεται το ιστορικό της κέντρο που
συμπίπτει χονδρικά με το εντός των τειχών τμήμα της αρχαίας πόλης.
Αρχίζοντας την απαρίθμηση των θέσεων με ευρήματα πρωιμότερα
του 5ου αι. π.Χ. και από Β (Σχέδιο 1) αναφέρουμε το πρωτογεωμετρικό
νεκροταφείο στην Ταράτσα που βρέθηκε και ανασκάφτηκε στο πλαίσιο
των εργασιών κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου.
Σχέδιο 1
Ένα σύνολο κιβωτιόσχημων ταφών μικρών διαστάσεων, με ένδειξη ότι είχαν ενταχθεί σε τύμβο, με σκελετούς νεκρών θαμένων σε συνεσταλμένη στάση, από τα
κτερίσματα που τους συνόδευαν χρονολογούνται στους υποπρωτογεω-
μετρικούς χρόνους και συγκεκριμένα στα τέλη του 10ου με αρχές του 9ου
αι. π.Χ. (Σταμούδη, 2000, 39 – 50. ΑΔ 49, Χρονικά 1994, 301 – 305). Τα
κτερίσματα όχι ιδιαίτερα πλούσια είναι κυρίως αγγεία, χαρακτηριστικά
της εγχώριας κεραμικής παραγωγής που εντάσσεται στο θεσσαλοευβοϊκό
κύκλο. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα χειροποίητα αγγεία που συνεχί-
ζουν δια μέσου της μυκηναϊκής εποχής μια μακριά παράδοση που ξεκινά
τουλάχιστον από τους μεσοελλαδικούς χρόνους ένα φαινόμενο που μπο-
ρεί να πει κανείς ότι χαρακτηρίζει την κοιλάδα του Σπερχειού. Εκτός από
αγγεία οι τάφοι απέδωσαν και μερικά μεταλλικά ευρήματα όπως τρία
σιδερένια μαχαίρια και δύο χάλκινες περόνες. Από την συγκεντρωθείσα
κεραμική στο χώρο της ανασκαφής αποδεικνύεται ότι εδώ εντοπίζεται
δραστηριότητα και κατά το τέλος της μυκηναϊκής εποχής.
Νοτιότερα σε μικρή απόσταση από την ανωτέρω θέση κατά την διά-
νοιξη χάνδακα για την τοποθέτηση αποχετευτικού αγωγού στα Γαλανέι-
κα στην οδό 39 βρέθηκαν δύο κιβωτιόσχημοι τάφοι της υποπρωτογεωμε-
τρικής εποχής όπως βεβαιώνουν τα αγγεία που συνόδευαν τους νεκρούς.
Εκτός της κεραμικής άλλα κτερίσματα δεν βρέθηκαν. Τα αγγεία, δύο
κύπελλα, μία τριφυλλόστομη οινοχόη, ένας αμφορίσκος (Φωτ. 1) και ένα
χειροποίητο χυτροειδές αποτελούν τυπικά δείγματα της εγχώριας κερα-
μικής της περιόδου (Μπούγια, 1995, 328 – 329).
Η επόμενη θέση είναι στο γήπεδο του δημοτικού διαμερίσματος
στην Αγία Παρασκευή (Δακορώνια, 1998, 385) όπου κατά τις
εργασίες διαμόρφωσής του βρέθηκε ημικατεστραμένος τάφος
που απέδωσε δύο αγγεία, μία ολό-
βαφη τριφυλλόστομη οινοχόη (Φωτ. 2) και ένα ολόβαφο αμφορίσκο τυπικά δείγματα του 9ου αι. π.Χ.
Στην ίδια περιοχή στη θέση Μεγάλη Βρύση χαμηλός τύμβος και γνωστός υδροβιότοπος που έχει μερικώς ερευνηθεί έχει αποδειχθεί ότι καλύπτει ένα νεολιθικό οικισμό έχει δε αποδόσει και ευρήματα της εποχής του Χαλκού (Hope
Simpson – Dickinson, 1979, 265).
Προχωρώντας προς νότον στην νέα επέκταση του σχεδίου πόλης της Λαμίας στη
θέση Βαλόγουρνα σε οικόπεδο με αφορμή την εκσκαφή για την ανέγερση νέας οικοδομής αποκαλύφθηκαν κατάλοιπα κτιρίου ένας χώρος του
οποίου πρέπει να ήταν πιθεώνας δηλ. χώρος αποθήκευσης σύμφωνα με τα θραύσματα αποθηκευτικών πίθων που συγκεντρώθηκαν μαζί με άλλα όστρακα
αγγείων που χρονολογούν το κτίριο στους μυκηναϊκούς χρόνους (Φωτ.
3) (Δακορώνια, 1993, 199. Δακορώνια, 1999, 185, υποσημ. 5).
Στην ίδια περιοχή δυτικότερα σε δημοτικά έργα στην οδό Πλαταιών
βρέθηκε συστάδα 12 τάφων ενός νεκροταφείου του οποίου δύο μικροί
κιβωτιόσχημοι τάφοι χρονολογούνται στη υποπρωτογεωμετρική εποχή
από δύο κύπελλα που βρέθηκαν ανά ένα εντός τους (Φωτ. 4). Ο ένας από
αυτούς περιείχε και ένα χάλκινο κρίκο. Οι υπόλοιποι τάφοι ήταν κερα-
μοσκεπείς και κ ι β ω τ ι ό σ χ η μ ο ι
ελληνιστικών χρόνων (Δακορώνια,1993, 200 – 201).
Στην ίδια περιοχή επίσης στη νότια επέκταση του σχεδίου πόλεως της Λαμίας σε
ανώνυμη δημοτική οδό κοντά στην οδό Τανάγρας κατά τη διάρκεια
εκσκαφών για την ανέγερση νέας οικοδομής βρέθηκαν και ανασκάφτηκαν δέκα
τάφοι από τους οποίους πέντε ήταν κιβωτιόσχημοι γεωμετρικών χρόνων (Φωτ. 5),
ένας ήταν ταφικός πίθος, τρεις κεραμοσκεπείς ελληνιστικοί και μία ανακομιδή
γεωμετρικών επίσης χρόνων (Δακορώνια,1995, 323 – 324).
Οι τάφοι είχαν δεχτεί ανά ένα νεκρό συνεσταλμένο συνοδευόμενο συνήθως από κάποια κτερίσματα που στην παρούσα περίπτωση μπορούν να χαρακτηριστούν πλούσια εφόσον εκτός του συνήθους αριθμού αγγείων οι τάφοι περιείχαν και ικανό αριθμό μεταλλικών αντικειμένων όπως δύο σιδερένια μαχαίρια, σιδερένια στλεγγίδα, χάλκινους κρίκους, χάλκινα βραχιόλια (Φωτ. 6), χάλκινες πόρπες, όρμος (κολιέ) από λεπτές χάλκινες χάνδρες και χάλκινο ιππάριο.
Δυτικά της Λαμίας στην περιοχή του δημοτικού διαμερίσματος του Σταυρού στη θέση Μπικιόρεμα, που ακούστηκε συχνά κατά τη διάρκεια αυτού του Συνεδρίου
έχουν σε διαδοχικές χρονιές ανασκαφεί καθ’ όλο το μήκος της μισγάγγειας μέχρι την έξοδό της προς τον επαρχιακό δρόμο
Λαμίας – Καρπενησί ου θαλαμωτοί τάφοι
των οποίων η διάνοιξη και η χρήση εκτείνονται χρονικά από την ΥΕΙΙΙΑ – Β περίοδο μέχρι τους αρχαϊκούς χρόνους δια μέσου της ΥΜ, ΠΓ και γεωμετρικής εποχών Δακορώνια, 1978, 136. Dakoronia, 1994, 235 – 236).
Τα ευρήματα των τάφων κυρίως αγγεία είναι αψευδείς μάρτυρες της
διαχρονικής χρήσης τους. Εκτός από αγγεία οι τάφοι περιείχαν και πήλι-
να ειδώλια, χάλκινα όπλα και εξαρτήματα τουαλέτας και ενδυμασίας,
σφραγιδολίθους, χάνδρες από διάφορα υλικά όπως καρνεόλη, ορεία κρύ-
σταλλο κλπ. Ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος είναι ένας σφραγιδοκύλινδρος
από φαγεντιανή των Mitani δείγμα επικοινωνίας με την Ανατολική Μεσό-
γειο και ένα χρυσό διάδημα, σύμβολο εξουσίας ή υψηλής θέσης του
κατόχου του στη κοινωνική ιεραρχία. Το διάδημα αυτό που σύμφωνα με
άλλα γνωστά παράλληλα χρονολογείται σε πρωιμότερη εποχή από την
πρώτη χρήση των τάφων, σηματοδοτεί το βορειότερο σημείο εύρεσης
αυτού του τύπου διαδήματος στην Ηπειρωτική Ελλάδα και στο μυκηναϊ-
κό κόσμο γενικότερα. Η εύρεσή του σε θαλαμωτό τάφο της ΥΕ ΙΙΙΑ – Β
περιόδου δικαιολογείται μόνον σαν κειμήλιο της οικογενείας που προ-
σφέρθηκε σε κάποιο προσφιλές και σημαίνον μέλος της.
Μετά από αυτή την κατά το δυνατό σύντομη παρουσίαση των νέων
δεδομένων σχετικά με την αρχαιότητα της περιοχής της Λαμίας θα διε-
ρωτάστε ποιο είναι το τελικό αποτέλεσμα. Παρατηρούμε ότι όλες οι προ-
αναφερθείσες θέσεις βρίσκονται γύρω από το κάστρο της Λαμίας σε από-
σταση που κυμαίνεται από τα 4χλμ έως τα 6χλμ. Η απόσταση αυτή έχει
παρατηρηθεί ότι είναι εύλογη για την διασπορά μικρών οικιστικών συνό-
λων στην αρχαιότητα και ικανοποιητική για να εξυπηρετήσει όλες τις
ζωτικές δραστηριότητες τέτοιων οικισμών όπως καλλιέργειες, δημόσια
έργα, ασφάλεια, επικοινωνία, εμπόριο. Το πρώτο ασφαλές συμπέρασμα
είναι η ύπαρξη μικρών οικισμών γύρω από το Κάστρο το οποίο κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους και όχι τυχαία εφόσον όπως ήδη
επισημάνθηκε η θέση του είναι καίριας στρατηγικής σημασίας. Η σημα-
σία του Κάστρου λοιπόν είναι η γενεσιουργός αιτία της δημιουργίας της
μεγάλης Λαμίας που φαίνεται να προκύπτει μετά τα Περσικά από συνοι-
κισμό των κατοίκων των δορυφόρων οικισμών οι οποίοι αντιμετώπισαν
τον κίνδυνο της ξένης εισβολής και κατανόησαν την ανάγκη ύπαρξης
μιας οχυρής και ισχυρής πόλης που θα προσφέρει προστασία από έξωθεν
επεμβάσεις κάτι που η παραδοσιακή πρωτεύουσα η Τράχις δεν τους εξα-
σφάλισε όταν μάλιστα με τη βοήθεια ξένης επέμβασης, της Σπάρτης, υπο-
σκελίζεται από την νέα πόλη την Ηράκλεια και οι Μαλιείς συρρικνώνο-
νται στη βόρεια του Σπερχειού περιοχή υπό την πίεση των Οιταίων.
Τέτοιου είδους συνοικισμοί ή πιο μοντέρνα συνασπισμοί ήταν γνωστοί
στην αρχαιότητα και το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο συνοικισμός των
Αθηνών στον οποίο πρωτοστάτησε κατά την παράδοση και ένας από
τους πιο γνωστούς ήρωες της αρχαιότητας ο Θησέας.
Ο συνοικισμός λοιπόν και η χρήση του ονόματος Λαμία πρέπει να
συνέβησαν στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. και δεν είναι τυχαίο ότι επε-
λέγη το όνομα Λαμία που συνδέει άμεσα τη νέα πρωτεύουσα με την
παλιά της οποίας η μυθική βασίλισσα λεγόταν Λαμία.
Τελειώνοντας θα πρέπει να υπερασπιστούμε και τον Ηρόδοτο οποίος
περιγράφοντας την πορεία του Ξέρξη δεν αναφέρει τη Λαμία αλλά μία
πόλη κοντά στο Σπερχειό την Αντίκυρα. Για μεν την Αντίκυρα τα ανα-
σκαφικά δεδομένα μπορούν να στηρίξουν την άποψη ότι βρισκόταν στην
περιοχή της Βαλόγουρνας που πράγματι βρίσκεται κοντά στον ποταμό.
Η δε σιωπή του Ηροδότου και του Θουκυδίδη σχετικά με τη Λαμία ίσως
δικαιολογείται από το γεγονός που έχουν υποπτευθεί και σύγχρονοι μελε-
τητές ότι δηλαδή ήταν ένας μικρός οικισμός στο Κάστρο χωρίς σημασία
και δύναμη αντίστασης τον οποίο αγνόησε ο Ξέρξης που θα ακολούθησε
την παραλιακή και ομαλότερη διαδρομή.
Φανουρία Δακορώνια
Δρ. Αρχαιολόγος-Επίτιμη Έφορος Αρχαιοτήτων
Βιβλιογραφία
Bequignon 1937 = Yves Bequignon, La vallee du Spercheios, Paris 1937.
Δακορώνια 1982 = Δακορώνια Φανουρία, Λαμιακά Ι, ΑΑΑ, ΧV, 1982, 261 κ.ε.
Δακορώνια 1993 = Δακορώνια Φανουρία, Δημοτική οδός, ΑΔ, 48, Χρονικά 1993, 200– 201.
Dakoronia 1994 = Fanouria Dakoronia, Spercheios valley and the adjacent area in Late Bronze Age and Early Iron Age, Actes du Colloque International Lyon, 1990, La Thessalie, Quinze annees des recerches archaeologiques, BILANS ET PERPECTIVES, Athenes 1994, 233ff.
Δακορώνια 1995 = Δακορώνια Φανουρία, Οικόπεδο Τσιαβάκη – Λαμία, ΑΔ, 50, Χρονικά 1995, 323 κ.ε.
Δακορώνια 1998 = Δακορώνια Φανουρία, Αγία Παρασκευή, ΑΔ 53, Χρονικά 1998,
385.
Δακορώνια 1999 = Δακορώνια Φανουρία, Νομός Φθιώτιδας: Μέρος του Μυκηναϊκού κόσμου ή της περιφέρειάς του, Πρακτικά Α’ Διεθνούς Διεπιστημονικού Συμποσίου,
Λαμία 1994 (Λαμία 1999), 181 κ.ε.
Δακορώνια 2000 = Δακορώνια Φανουρία, Οι πρώιμες φάσεις της ΥΕ περιόδου στο
Νομό Φθιώτιδας, 1η Επιστημονική Συνάντηση «Το έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων και Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠ.ΠΟ. στη Θεσσαλία και την ευρύτερη περιοχή της» Βόλος
2000, 35 – 37.
Μπούγια 1995 = Πολυξένη Μπούγια, Γαλανέϊκα, οδός 39, ΑΔ, 50, Χρονικά 1995, 328.Παπακωνσταντίνου 1994 = Μ. Φ. Παπακωνσταντίνου, Το Κάστρο της Λαμίας,
Αθήνα 1994.
Papakonstantinou 2005 = M. F. Papakonstantinou, I risultati della ricerca archeologica attualedap arte della XIV Eforia delle Antichita Preistoriche a Classiche in rapporto ai dati di Staehlin, in
L’ opera e l’ importanza di Friedrich Staehlin, Milano 2005, 95 – 110.
Ross, 1851 = Ross Ludwig, Wanderungen in Griechenland im Gefolge dew Koenigs Otto und der Koenigin Amalie, mit besonderer Rucksicht auf Topographie und Geschichte, Halle 1851.
Sakellariou 1977 = Michel Sakellariou, Peuples Prehelleniques d’ Origine Indo – europeenne, Athens 1977.
Σταμούδη 1994 = Αικατερίνη Σταμούδη, Ταράτσα – Αγία Παρασκευή, ΑΔ, 49, Χρονικά 1994, 301 κ.ε.
Σταμούδη 2000 = Αικατερίνη Σταμούδη, Ταράτσα – Αγία Παρασκευή, Ένα πρωτο-
γεωμετρικό νεκροταφείο σε προάστειο της σύγχρονης Λαμίας, 1η Επιστημονική Συνάντηση, Το έργο των Εφορειών Αρχαιοτήτων και Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠ.ΠΟ στη Θεσσαλία και την ευρύτερη περιοχή της, Βόλος 2000, 39 κ.ε.
ΤΕΛΟΣ