Άγονος και τραχύς τόπος, πλην όμως στρατηγικό σημείο ελέγχου των στενών μεταξύ Μιλήτου και Σάμου, ορμητήριο πειρατών αλλά και βασικός προμηθευτής της περίφημης πορφύρας σε όλο το Αιγαίο, το ακριτικό Αγαθονήσι βλέπει την αρχαία ιστορία του να έρχεται στο φως.
Η ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΑΙΑ - ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ
Άγονος και τραχύς τόπος, πλην όμως στρατηγικό σημείο ελέγχου των στενών μεταξύ Μιλήτου και Σάμου, ορμητήριο πειρατών αλλά και βασικός προμηθευτής της περίφημης πορφύρας σε όλο το Αιγαίο, το ακριτικό Αγαθονήσι βλέπει την αρχαία ιστορία του να έρχεται στο φως.
Έναν οχυρωμένο οικισμό των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (τέλη 4ου - αρχές 3ου αιώνα π.Χ.) εντόπισε κοντά στη θάλασσα η αρχαιολογική έρευνα. Ο οικισμός δεσπόζει στον όρμο του Μαΐστρου σε έντονα επικλινές και βραχώδες ύψωμα, το οποίο οι κάτοικοι ονομάζουν ορθώς «Καστράκι»
Αγαθονήσι.
Η αρχαία Τραγαία ή Τραγία1 ταυτίζεται µε το σηµερινό ακριτικό Αγαθονήσι, που βρίσκεται νοτίως της Σάµου και βορειοανατολικά της Πάτµου και των Αρκιών. Το νησί σχεδόν άγνωστο στην αρχαιολογική έρευνα, αναφέρεται σποραδικά στις φιλολογικές πηγές, κυρίως για τον περιπατητή φιλόσοφο Θεογείτονα τον Τραγαιώτη, που ήταν γνώριµος τοῦ Ἀριστοτέλους2. Η γεωµορφολογία της Τραγαίας, καθώς και των βραχονησίδων που την περιβάλλουν, µνηµονεύονται από τον Στράβωνα στα Γεωγραφικά, ως «τὰ περὶ τὰς Τραγαίας νησία, ὑφόρµους ἔχοντα λησταῖς3».
Υπό τη διεύθυνση του αρχαιολόγου δρος Π. Τριανταφυλλίδη*, στη θέση Καστράκι, έχει εντοπισθεί το οχυρωμένο επίνειο της αρχαίας Τραγαίας , εργαστηριακή εγκατάσταση πορφύρας και βαφείων, αλλά και ένα μεγάλο, αρχαίο μελισσοκομείο, που χρονολογείται στην ελληνιστική και πρώιμη ρωμαϊκή περίοδο (3ος αι. π. Χ. – 1ος αι. μ. Χ.).
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η συστηματική ανασκαφική έρευνα που πραγματοποιείται από την ΚΒ´ Εφορεία στο ακριτικό Αγαθονήσι από το 2006. Η ανασκαφή στη θέση «Καστράκι», σε ένα εξαιρετικά δυσπρόσιτο βραχώδες ύψωμα, αποκάλυψε οχυρωμένο οικισμό των πρώιμων ελληνιστικών χρόνων (εικ. 29), πιθανώς το επίνειο της αρχαίας πόλης της Τραγαίας
Διερευνήθηκαν τα όρια του οχυρωμένου μικρού οικισμού, έκτασης 2,5 στρεμμάτων, που είναι διευθετημένος σε άνδηρα και χρονολογείται βάσει μορφολογικών αρχιτεκτονικών στοιχείων στον ύστερο 4ο-αρχές του 3ου αι. π.Χ.
ΠΗΛΙΝΕΣ ΚΥΨΕΛΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΑΙΑ (ΑΓΑΘΟΝΗΣΙ)
ΠΑΥΛΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙ∆ΗΣ ∆ρ. Αρχαιολόγος
Το Αγαθονήσι εντάσσεται σε µία µικρή οµάδα νησιών του βορείου συµπλέγµατος του ∆ωδεκανησιακού Αρχιπελάγους, των λεγόµενων από τους ερευνητές ως µιλησιακών4 , που κατείχε η ιωνική µητρόπολη της Μιλήτου προκειµένου να εξασφαλίσει την ελεύθερη και ασφαλή διέξοδό της στο θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου. Τα µιλησιακά νησιά βάσει των αρχαιολογικών δεδοµένων φαίνεται ότι επανδρώνονται από τον 4ο αι. π. Χ. µε οχυρά και πύργους 5 για την προστασία τους από τους πειρατές, γύρω από τα οποία αναπτύσσονται µικροί οικισµοί, τα λεγόµενα χωρία.
Άνδηρο 1 Δεξαμενή 1
Ένας µικρός οχυρωµένος οικισµός, πιθανώς το επίνειο της πόλης της Τραγαίας, αποκαλύφθηκε το 2001 σε εξαιρετικά δυσπρόσιτη περιοχή στο βραχώδες ύψωµα στη θέση Καστράκι που βρίσκεται µεταξύ των όρµων του Μαΐστρου και της Αγγιναριάς στο βόρειο τµήµα του Αγαθονησίου6. Η επιλογή της περιοχής για κατοίκηση δεν είναι τυχαία, αφού βρίσκεται σε στρατηγικό σηµείο για τον οπτικό έλεγχο του διαύλου επικοινωνίας µεταξύ της Σάµου και της Μιλήτου.
Με την παραίνεση των ακριτών κατοίκων και τη συµβολή της Κοινότητας, πλέον ∆ήµου Αγαθονησίου, καθώς και κοινωφελών ιδρυµάτων διενεργεί ται από το 2006 στο Καστράκι συστηµατική ανασκαφική έρευνα από την ΚΒ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων µε σκοπό την αποκάλυψη, διαµόρφωση και ανάδειξη7 του αρχαιολογικού χώρου σε επισκέψιµο.
Αν και η ανασκαφική έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, οι επιφανειακοί καθαρισµοί αποκάλυψαν τα όρια της οχυρωµατικής κατασκευής, έκτασης 2.5 στρεµµάτων, που είναι διαµορφωµένη σε άνδηρα και κατασκευασμένη βάσει µορφολογικών αρχιτεκτονικών στοιχείων στον ύστερο 4ο - αρχές του 3ου αι. π.Χ 8. Ισχυροί τοίχοι, πάχους 1.50µ. στην βόρεια, δυτική και νότια πλευρά προστατεύουν το εσωτερικό του, ενώ επισκευές και ενίσχυση της δυτικής και νότιας οχύρωσης παρατηρούνται σύµφωνα µε στρωµατογραφικά δεδοµένα στις αρχές του 1ου αι. π. Χ.
Μολύβδινο αναθηματικό πέταλο.
Στο εσωτερικό του οχυρού αποκαλύφθηκε στο ανώτερο άνδηρο λαξευτή στον βράχο δεξαµενή µε στέγη για την περισυλλογή των οµβρίων υδάτων, πολύτιµων για την τροφοδοσία και ύδρευση των κατοίκων. Η αχρήστευση της δεξαµενής χρονολογείται στις αρχές του 2ου αι. µ. Χ., βάσει της προκαταρκτικής µελέτης του αποθέτη χρηστικής κεραµικής που βρέθηκε στο εσωτερικό της9. Εργαστηριακές εγκαταστάσεις πορφύρας εντοπίσθηκαν κοντά στην να πλευρά της οχύρωσης, Β∆ από τον χώρο των λιµενικών εγκαταστάσεων, µε δεξαµενές εκτροφής οστρέων murex brandaris που λειτούργησαν σε δύο χρονικές φάσεις: κατά την πρώιµη ελληνιστική ως υπόσκαφες λαξευτές στον βράχο και κατά την ύστερη ελληνιστική - πρώιµη ρωµαϊκή περίοδο ως χτιστές υπέργειες10.
Μολύβδινο μεταλλικό διάφραγμα επένδυσης κιβωτιδίου.
Αν και στο ύψωµα του Καστρακίου διαπιστώθηκαν δείγµατα κεραµικής και λιθοτεχνίας από παλαιότερη κατοίκηση κατά την Τελική Νεολιθική, αλλά και την αρχαϊκή εποχή, το πλήθος των κινητών ευρηµάτων της ανασκαφής χρονολογείται κυρίως κατά την ελληνιστική και πρώιµη ρωµαϊκή περίοδο. Αγγεία αποθήκευσης και µεταφοράς, χρηστικά σκεύη και οικοσκευές, ιγδία, χειρόµυλοι για το σιτάρι και τα όσπρια, αποτελούν αντικείµενα που ανασυνθέτουν πτυχές του αγροτικού και κτηνοτροφικού χαρακτήρα του οχυρωµένου επινείου, το οποίο πιθανώς προµήθευε λόγω της ανεπτυγµένης έως και σήµερα αιγοκτηνοτροφίας στο νησί µαλλί, αλλά και την πολύτιµη χρωστική της πορφύρας στη Μίλητο, γνωστή άλλωστε στην Αρχαιότητα για τους περίφηµους χιτώνες της.
Ενεπίγραφος λύχνος με την επιγραφή Διός Λυκίου. Υστερος 2ος-1ος αι
Εκτός των επιφανειακά διάσπαρτων στον αρχαιολογικό χώρο οστρέων murex brandaris και ceratii, εντύπωση προκαλεί ο µεγάλος αριθµός, περίπου10.000 διάσπαρτων θραυσµάτων πήλινων κυψελών που έχουν έως σήµερα περισυλλεχθεί από τα επιφανειακά και βαθύτερα ανασκαφικά στρώµατα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως γεµίσµατα. Ο µεγάλος αριθµός των θραυσµάτων κυψελών στο Καστράκι υποδεικνύει µια ακµάζουσα µελισσουργική δραστηριότητα στο Αγαθονήσι που δικαιολογείται εύλογα από την πλούσια έως σήµερα µελισσοκοµική νοµή της χλωρίδας 11 της ευρύτερης περιοχής. Θυµάρι, φασκόµηλο, θρούµπι, χαρουπιές, πρίνοι, χινοπόδια και ακανθόθαµνοι αποτελούν ιδανική µελιτοφορία και ανθοφορία του τρύγου των µελισσών.
Αργυρά νομίσματα κοπής Μιλήτου, 4ος αι. π.Χ ΔΕΞΙΑ Άλλα αρχαία νομίσματα του βρέθηκαν στο νησί. 2-1 μ.Χ. αι.
Αν και προς το παρόν από τα πολυάριθµα θραύσµατα δεν έχουν συγκολληθεί ακέραιες κυψέλες, είναι σαφές ότι τα σωζόµενα θραύσµατα µπορεί να ενταχθούν στους δύο γνωστούς τύπους τροχήλατων κυψελών της Αρχαιότητας, δηλαδή στην κάθετη κυψέλη σχήµατος ανεστραµµένου κόλουρου κώνου12 µε λαβές και στην οριζόντια κυλινδρική ή καλαθόσχηµη13, διαµπερής ή µη που συχνά προεκτείνεται µε πήλινους δακτυλίους,τους λεγόµενους µελιτοθαλάµους 14.
Χρονολογικά στοιχεία για την χρήση των οριζόντιων και κάθετων κυψελών παρέχουν δύο ανασκαφικά σύνολα, που προέρχονται από το άν- δηρο 3 και συγκεκριµένα το γέµισµα της δεξαµενής 4, η οποία αχρηστεύθηκε15 στον ύστερο 2ο αι. π. Χ, καθώς και από το άνδηρο 1 και το γέµισµα εγκατάλειψης της δεξαµενής 1, που χρονολογείται16 στο τέλος του 1ου αι. π. Χ. – αρχή 2ου αι. µ. Χ.
Κυψέλες από το Καστράκι
Στις κυψέλες από το Καστράκι Αγαθονησίου δεν παρατηρείται αξιοσηµείωτη διαφοροποίηση στα επιµέρους µορφολογικά χαρακτηριστικά τους, παρά µόνον αυξηµένη πυκνότητα των οριζόντιων κυψελών σε σύγκριση µε τις κάθετες κυψέλες, οι οποίες απαντούν σπάνια. Η απουσία κυψελών κάθε- του τύπου στο Αγαθονήσι δεν αποτελεί µοναδικό φαινόµενο, καθότι εξαιρετικά µικρός είναι ο αριθµός τους και σε άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως την Αττική και τη Πελοπόννησο. Η έλλειψη πήλινων κυψελών κάθετου τύπου πιθανώς υποδηλώνει17 την επιλογή και χρήση εκτός του πηλού, και άλλων φθαρτών υλικών18 για την κατασκευή τους, όπως ξύλο, καλάµια και κλαδιά µε τα οποία κατασκεύαζαν πλεκτά κοφίνια, εξαιρετικά δηµοφιλή για την παραγωγή µελιού στους προϊστορικούς, αλλά και σύµφωνα µε τις φιλολογικές πηγές, στους ιστορικούς χρόνους.
Ο τύπος της οριζόντιας, στενόµακρης κυψέλης είναι ο συνηθέστερος που βρίσκεται στον ανασκαφικό χώρο. Πρόκειται για αγγεία µε κυλινδρικό σώµα (εικ. 1-5) και µε διάµετρο χείλους που κυµαίνεται από 0.24µ. έως0.41µ., οι περισσότερες όµως έχουν διαµέτρους από 0.29 - 0.32µ. Το κυ- λινδρικό σώµα, ελαφρά στενότερο, κυµαίνεται από 0.23 έως 0.32µ., µε µέσον όρο διαµέτρου από 0.28-0.30µ. Αν και το συνολικό ύψος των κυψελών για οριζόντια χρήση δεν σώζεται, το µέγεθος των διαµέτρων σύµφωνα µε συγκριτικά παραδείγµατα παρόµοιων διαµέτρων αρχαίων κυψελών από την Αττική 19 και την Ισθµία 20 φαίνεται να κυµαίνεται από 0.40µ. έως 0.60µ. ή 0.70µ.
Στο εσωτερικό των οριζόντιων κυψελών της Τραγαίας παρατηρούνται πυκνά συστήµατα οριζόντιων, κάθετων και λοξών εγχαράξεων, άλλοτε ρηχών και άλλοτε βαθέων ή σε συνδυασµό, ενώ δεν απουσιάζουν και τα αραιότερα συστήµατα των εγχαράξεων ή των αυλακώσεων που κάλυπταν κατά το µεγαλύτερο µέρος την κυψέλη. Πρόκειται για τους χαρακτηριστικούς οδηγούς που κατασκευάζονταν από τον κεραµέα στον κεραµικό τρο χό, πριν ο πηλός ψηθεί, κατά την διάρκεια διαµόρφωσης του αγγείου. Οι εγχαράξεις αυτές αποδίδονται µε τη χρήση ποικίλων χτενιών διαφόρων τύπων και ποικίλου πλάτους ή µε τη βοήθεια αιχµηρού εργαλείου προκειµένου να δηµιουργηθεί η τραχιά κατάλληλη επιφάνεια ώστε να προσκολληθεί η κηρήθρα που θα κατασκευάσει η µέλισσα κάθετα προς τον οριζόντιο άξονα της κυψέλης και µε φορά από πάνω προς τα κάτω. Υπολείµµατα της επεξεργασίας µε χτένι κατά τον οριζόντιο και κάθετο άξονα, και των ασύµµετρων πολλές φορές, αµελών εγχαράξεων από τον κεραµέα διαφαίνονται στο εσωτερικό, αλλά και στις παρυφές της κυψέλης κατά την διάρκεια διαµόρφωσης του χείλους της.
Στο εσωτερικό του οχυρού και στο ανώτερο άνδηρο, αποκαλύφθηκε λαξευτή στο βράχο δεξαμενή με στέγη για την περισυλλογή των ομβρίων υδάτων.
Στις οριζόντιες κυψέλες διαπιστώθηκε ότι στο εσωτερικό των εγχαράξεων σώζονται ακόµη και σήµερα υπολείµµατα οργανικών υλών που σχετί- ζονται µε τη συλλογή και παραγωγή των προϊόντων της µέλισσας, όπως τη γύρη, το µέλι, το κερί και την πρόπολη, γνωστή από τις παπυρολογικές πη- γές ως «κηρὸς ἄπυρος»21. Ίχνη µάλιστα πιθανώς πρόπολης και γυρεόκοκκων πεύκου σώζονται σε ένα θραύσµα κυψέλης22 που διατηρεί ακόµη και σήµερα το βαθύ µελανοκάστανο χρώµα της ρητινώδους αυτής κολλητικής ουσί- ας, που οι µέλισσες την τοποθετούν µπροστά στην είσοδο της κυψέλης (προ της πόλης) ώστε να την στενέψουν και να εµποδίσουν την είσοδο στη φωλιά διαφόρων εχθρών τους.
Εικ. 1. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου (οµάδα α)
Από την πρώτη προκαταρτική εξέταση των κυψελών οριζόντιου τύπου που χρονολογούνται κυρίως από τον ύστερο 3ο αι. π. Χ. έως και τον 1ο αι. µ. Χ. διακρίθηκαν πέντε οµάδες µε βάση τη µορφή του χείλους και την κλίση του τοιχώµατος, στις οποίες δεν παρατηρείται ωστόσο ουσιώδης τυπολογική εξέλιξη. Πρόκειται: α) για κυψέλες (εικ. 1) µε οριζόντιο ταινιωτό ή στρογγυλεµένο χείλος και ενιαίο κοίλο ή γωνιώδες περίγραµµα µε το σώµα23, που αποτελούν και τις συνηθέστερες, β) κυψέλες µε βαθµιδωτό χείλος24 (εικ. 2), γ) κυψέλες (εικ. 3) µε γωνιώδες περίγραµµα χείλους25 στην διατοµή ή στην ανώτερη εσωτερική επιφάνεια,
Εικ. 2. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου (οµάδα β) ΔΕΞΙΑ Εικ. 3. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου (οµάδα γ)
δ) κυψέλες (εικ. 4) µε επίπεδο, κοµµένο χείλος26, και ελαφρά κλίση του σώµατος προς τα έξω και ε) κυψέλες (εικ. 5) µε ελαφρά έξω νεύον γωνιώδες περιχείλωµα 27.
Εικ. 4. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου (οµάδα δ) ΔΕΞΙΑ Εικ. 5. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου (οµάδα ε)
Από τις παραπάνω τυπολογικές κατατάξεις, διαπιστώθηκε ωστόσο ότι στην κατηγορία των κυψελών µε το οριζόντιο και επίπεδο χείλος απαντάται και µια οµάδα που χρονολογείται στα ελληνιστικά γεµίσµατα του 3ου και 2ου αι. π. Χ. Πρόκειται για θραύσµατα κυψελών (εικ. 6), κατασκευασµένες από ερυθροκάστανο, αλλά κυρίως ερυθρωπό πηλό, µε σχεδόν παρόµοιες διαµέτρους χείλους µε τις υπόλοιπες, που έχουν όµως πολύ λεπτά τοιχώµατα και στενό οριζόντιο χείλος. Οι κυψέλες της οµάδας αυτής στο εσωτερικό τους χαρακτηρίζονται για την σαφήνεια, καθαρότητα και συµµετρία των περιγραµµάτων των εγχαράξεων, οριζόντιων ή κάθετων που αποδόθηκαν µε το χτένι. Αναµφίβολα πρόκειται για αγγεία καλύτερης ποιότητας που όµως δεν απαντώνται σε µεγάλο αριθµό.
Εικ. 6. Πήλινες κυλινδρικές κυψέλες οριζόντιου τύπου. 3ος- 2ος αι. π. Χ. ΔΕΞΙΑ Εικ. 7. Κυψέλη οριζόντιου τύπου µε εγχάρακτη επιγραφή. 2ος-1ος αι. π. Χ. (Αρ. Ευρ. Π 1014).
Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον θραύσµα κυψέλης (εικ. 7) οριζοντίου τύ- που προέρχεται από εξισωτικό γέµισµα του ύστερου 2ου και 1ου αι. π. Χ. µεταξύ του ρωµαϊκού δαπέδου και της ελληνιστικής δεξαµενής 4. Το θραύσµα σώζει εγχάρακτη επιγραφή στην εξωτερική επιφάνειά του, στην οποία διακρίνονται σε ένα στίχο τα γράµµατα ΨΕΛΙ και πιθανώς όµικρον
(Ο), τα οποία συµπληρώνουµε σε περίπτωση που αυτό δεν είναι όνοµα κατόχου του αγγείου ως (κυ)ψέλιο(ν). Αν η ανάγνωση είναι σωστή, τότε για πρώτη φορά ταυτίζεται από αρχαιολογικά δεδοµένα το αγγείο κυψέλιον, που αναφέρεται στις φιλολογικές πηγές, όπως στο «Περὶ ζώων ἱστορίαι» του Αριστοτέλη (9.39): «Ἀργότεραι δὲ γίνονται (αἱ µέλιτται) κἂν µέγα τὸ κυψέλιον ᾖ 28».
Από τα πολυάριθµα θραύσµατα κυψελών οριζοντίου τύπου της Τρα- γαίας, εντύπωση προκαλεί η απουσία πήλινων βάσεων. Για τον λόγο αυτό θεωρούµε ότι αυτές ήταν είτε από φθαρτά υλικά όπως ωµό πηλό που έχει σωθεί σε ανάλογες πρωιµότερες κυλινδρικές κυψέλες από την περιοχή Tel Rehov του Ισραήλ29 ή τουλάχιστον ορισµένες από τις παραπάνω κατηγορίες κυψελών θα ήταν διαµπερείς κύλινδροι χωρίς βάση. Το σχήµα του διαµπερούς κυλίνδρου προφανώς αντιγράφεται από τις ξύλινες κυλινδρι- κές, οι οποίες κατασκευάστηκαν από κουφάρια δέντρων και χρησιµοποιήθηκαν µε την έναρξη της συστηµατικής και ήµερης µελισσοκοµίας. Οι ξύλινοι κύλινδροι αποτελούν υποκατάστατα των πήλινων, καθότι ήταν υλικό φθηνότερο που λαξευόταν από τον ίδιο τον µελισσουργό. Ο τύπος της διαµπερούς πήλινης κυλινδρικής κυψέλης ήταν διαδεδοµένος στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας έως και τον 20ο αι., κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, την Κρήτη και την Κύπρο30 µε πήλινα πώµατα, είτε λίθινα είτε από άλλα φθαρτά υλικά που τοποθετούνταν και στα δύο στόµια του κυλίνδρου. Με τις παραπάνω πρακτικές πιθανώς να είχαν κατασκευαστεί οµοίως και ορισµένες οµάδες της οριζόντιας κυλινδρικής κυψέλης χωρίς βάση από το Αγαθονήσι.
Στον εξοπλισµό της οριζόντιας κυψέλης ανήκουν επίσης και οι διαµπερείς πήλινοι δακτύλιοι προέκτασης31 (εικ. 8) που έχουν βρεθεί σχεδόν εκατό, σε ακέραιη ή αποσπασµατική κατάσταση. Πρόκειται για προεκτά- σεις κοντών κυλίνδρων, ύψους 0.8-0.9µ. και σπανιότερα 0.14µ, µε πυκνές εσωτερικές οριζόντιες εγχαράξεις και διαµέτρους που κυµαίνονται από 0.26 έως 0.35µ., σχεδόν παρόµοιες µε τις οριζόντιες κυψέλες.
Εικ. 8. Πήλινοι διαµπερείς δακτύλιοι προέκτασης κυψελών οριζόντιου τύπου.
Οι προεκτάσεις αυτές έχουν είτε και τις δύο επιφάνειές τους λείες και επίπεδες, είτε την ανώτερη επιφάνεια ελαφρά ακανόνιστη και την κατώτερη, λεία και επίπεδη, προκειµένου να εφαρµόζει απόλυτα και σε οριζόντια διάταξη µε το στόµιο της οριζόντιας κυψέλης. Η χρήση ενός ή και περισσοτέρων δα- κτυλίων αποσκοπεί στην αύξηση της χωρητικότητας της κυψέλης, προκειµένου να παραχθεί από το µελισσοσµήνος µεγαλύτερος αριθµός κηρηθρών στις οποίες αποθηκεύονται από τις εργάτριες µέλισσες κυρίως µέλι και γύρη. Αν κάθε δακτύλιος προέκτασης µέσου διαµέτρου 0.30µ. περιείχε δύο µελιτοκηρήθρες, λαµβάνοντας υπ’ όψιν ότι κάθε κηρήθρα απαιτεί τουλά- χιστον 0.8 εκατοστά πάχος, τότε η µελίτωση, δηλαδή η συλλογή του µέλι- τος για κάθε δακτύλιο θα ήταν δύο κιλά. Με τον τρύγο του µέλιτος, που αναµφίβολα θα λάµβανε χώρα εκτός του µελισσοκοµείου, και αφού ο µε- λισσουργός θα αφαιρούσε τους γεµάτους µε µέλι δακτυλίους, θα τοποθε- τούσε νέους στην κυψέλη. Με τον τρόπο αυτό αφενός θα αφαιρούσε µε ειδικές λαβίδες τις µελιτοκηρήθρες από τους δακτυλίους προέκτασης προ- κειµένου αυτές να επαναχρησιµοποιηθούν και αφετέρου το µελισσοσµή- νος της κυψέλης θα συνέχιζε να λειτουργεί κανονικά. Οι δακτύλιοι προέ- κτασης, αν και αποτελούν τους προάγγελους των κινητών πλαισίων32 των σύγχρονων κυψελών, δεν αναφέρονται στις γραπτές πηγές. Πιθανώς αυτοί να συνδέονται µε το «ἀκάπνιστον» ή «ἄκαπνον»33, µέλι µε εξαιρετικάλεπτή γεύση και άρωµα που εξαγόταν από τους δακτυλίους προέκτασης, χωρίς τη χρήση καπνού από κάπνιστρο.
Ο καλαθόσχηµος κάθετος τύπος κυψέλης34 (εικ. 9) µε τις κηρήθρες κατασκευασµένες στην εσωτερική επιφάνεια του πώµατος απαντά σπανιότερα και σε πολύ µικρό ποσοστό στο Αγαθονήσι. Πρόκειται για θραύσµατα αγγείων που έχουν επίπεδο ταινιωτό και στρογγυλεµένο χείλος, µε διαµέτρους που κυµαίνονται από 0.29-0.33µ. και µε έντονη κλίση του σώµατος που µειώνεται προς τα κάτω. Συνήθως έχουν µικρές λαβές στο άνω µέρος προκειµένου να µεταφέρονται, όταν αυτό κριθεί αναγκαίο από τον µελισσουργό προς ανεύρε- ση καλύτερου µελισσότοπου και εκλεκτών µελιτοφόρων φυτών.
Εικ. 9. Πήλινη κυψέλη καλαθόσχηµη, κάθετου τύπου
Και για τους δύο τύπους κυψελών της Τραγαίας χρησιµοποιήθηκαν πώµατα πήλινα35 από απλούς επίπεδους δίσκους (εικ. 10), που η διάµετρός τους κυµαίνεται από 0.26µ.-040µ., από τους οποίους ελάχιστοι σώζουν διαµπερείς οπές είτε για τη στερέωση πρόσθετης λαβής είτε ως άνοιγµα εισόδου του µελισσοσµήνους. ∆εδοµένου ότι στον ανασκαφικό χώρο δεν έχει βρεθεί µεγάλος αριθµός πήλινων δίσκων ως πωµάτων, η χρήση κα- λυµµάτων από άλλα φθαρτά υλικά, όπως ξύλο ή πέτρα, πρακτική36 που απαντά και στη νεότερη µελισσοκοµία του Αιγαίου, είναι πολύ πιθανή.
Εικ. 10. Πήλινα πώµατα κυψελών
Ο µεγάλος αριθµός πήλινων κυψελών στο Αγαθονήσι δεν αφήνει περιθώρια αµφιβολιών για την τοπική παραγωγή τους. Σκωρίες πηλού από εκ- καµίνευση, καθώς και µάζες πηλοχώµατος βρίσκονται διάσπαρτες στον αρχαιολογικό χώρο. Οι προκαταρκτικές αρχαιοµετρικές αναλύσεις που διεξάγονται στο Iνστιτούτο Επιστήµης των Υλικών του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε ∆ηµόκριτος υπέδειξαν37 την οµοιοµορφία της µικροδοµής του πορώδους πηλού τόσο σε επίπεδο πρωτογενούς ύλης αργιλικών µαζών του Αγαθονησίου όσο και των παραγόµενων από αυτές κυψελών. Οι καστανέρυθροι και κι- τρινωποί, ακάθαρτοι πηλοί της Τραγαίας, χαρακτηρίζονται για τα πλούσια χαλαζιακά, µαρµαρυγιακά εγκλείσµατα και ασβεστιτικά συσσωµατώµατα, µε ιδιαίτερα αυξηµένη την παρουσία σιδήρου και µαγνησίου, αλλά και ασβεστίου, το οποίο υποδεικνύει την όπτηση του πηλού σε θερµοκρασία όχι µεγαλύτερη των 700oC. Οι χαµηλές θερµοκρασίες όπτησης σχετίζονται άµεσα µε τον χρηστικό προορισµό των κυψελών και την όσο το δυνατόν µεγαλύτερη παραγωγή τους από το εργαστήριο.
Με την τοπική παραγωγή του εργαστηρίου κυψελών της Τραγαίας συνδέεται και µια πήλινη σφραγίδα (εικ. 11) που βρέθηκε σε υστεροελλη- νιστικό γέµισµα. Πρόκειται πιθανώς για απεικόνιση ενός πολύ σχηµατοποιηµένου εντόµου, ίσως µελισσάκι38, πάνω από το οποίο σώζονται οι α- νάγλυφοι οριζόντιοι οδηγοί των εγχαράξεων. Το σφράγισµα φαίνεται ότι θα αποτυπωνόταν στο εσωτερικό του χείλους της κυψέλης, όπως ακριβώς αντίστοιχο ενεπίγραφο σφράγισµα σώζεται σε κυψέλη ελληνιστικών χρόνων από την Αθηναϊκή Αγορά39.
Εικ. 11. Πήλινη σφραγίδα του εργαστηρίου κυψελών από το Αγαθονήσι\
Ορισµένα ακιδογραφήµατα ή ενσφράγιστα ∆ που διακρίνονται στο εξωτερικό τοίχωµα των κυψελών πιθανώς να συνδέονται µε τον ιδιοκτήτη του µελισσώνα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον ωστόσο για την ταύτιση του κατόχου του µελισσοκοµείου στην Τραγαία έχουν δύο θραύσµατα κυψελών οριζό- ντιου τύπου που βρέθηκαν πρόσφατα: στο ένα σώζεται στο εξωτερικό εγχάρακτο ακιδογράφηµα δύο γραµµάτων µε ανεστραµµένο ∆ και Α, και στο δεύτερο σώζεται η εγχάρακτη επιγραφή (εικ. 12) σε ένα στίχο ΨΑΛΙΑ∆Η, που συµπληρώνουµε ως ΚΥΨΑΛΙΑ ∆ΗΜΟΣΙΑ. Τα παραπάνω ευρήµατα αποτελούν ισχυρές ενδείξεις για την κατοχή του µελισσώνα της Τραγαίας στο δηµόσιο ή πιθανώς σε ένα µεγάλο ιερό, όπως το ιερό του Απόλλωνος ∆ιδυµαίου, που όπως είναι γνωστό από επιγραφικές µαρτυρίες, ιερά του βρίσκονταν στα µιλησιακά νησιά. Μνεία σε δηµόσιο οικοδόµηµα ή σε ιερό του πρώιµου 1ου αι. π. Χ. που ιδρύθηκε στο οχυρό της Τραγαίας, γίνεται σε ενεπίγραφο κεραµίδι40, χρονολογηµένο στα 84/83 π. Χ., βάσει του ονόµατος του επωνύµου άρχοντος, τη θέση του οποίου πήρε λόγω της οικονοµικής ένδειας και της πολιτιστικής αστάθειας στο Αιγαίο για τρίτη φορά ο ∆ιδυµαίος Απόλλων. Η χρονολόγηση του κεραµιδιού βασίζεται στον ενεπίγραφο κατάλογο των στεφανηφόρων του ∆ελφινίου της Μιλήτου41, στους οποίους µνηµονεύεται και ο Απόλλων ως στεφανηφόρος.
Η εκµίσθωση ιδιοκτησιών ιερών, κυρίως χωραφιών και κτηµάτων σε ιδιώτες, είναι συνήθης πρακτική κατά την ελληνιστική περίοδο, αφού απο- σκοπούσε στην προσαύξηση των προσόδων των ιερών. Ανάλογα παραδείγµατα εκµισθώσεων µελισσώνων σώζονται σε επιγραφές από το Ιερό του Ποσειδώνος στην Ισθµία42 και σε αιγυπτιακά ιερά43. Ιδιαίτερα δε στην µικρασιατική ενδοχώρα44 ο έγγειος πλούτος σηµαντικών ιερών, όπως στη Ζήλα, στα Ουήνασα και στα Κόµανα της Καππαδοκίας, αλλά και στα πα- ράλια ιερά της Μικράς Ασίας, που κατείχαν κτήµατα και ιερόδουλους, όπως το ιερό του ∆ία στους Αιζανούς, του Απόλλωνα στη Μαγνησία του Μαιάνδρου, του ∆ιός στα Λάβραυνδα και του ∆ιός Οσογώ και Σινύρι στα Μύλασα, καθόρισαν σε σηµαντικό βαθµό την τοπική και περιφερειακή οικονοµική ανάπτυξη πόλεων και χωρίων. Η συστηµατική ενασχόληση των κατοίκων της Τραγαίας µε τη µελισσοκοµία κατά τον ύστερο 2ο και 1ο αι. π. Χ., αναπόφευκτα θα έφερε κέρδη στους κατόχους των µελισσώνων, στους εµπόρους, αλλά και στη µιλησιακή πολιτεία, η οποία επέβαλλε εµπορικούς δασµούς για προϊόντα προερχόµενα από την µεταποίηση της πρωτογενούς παραγωγής, όπως των µελισσώνων45, των αιγοπροβάτων και της πορφύρας. Ιδιαίτερα δε για τα µε- λισσοκοµεία και τις φορολογικές υποχρεώσεις των κατόχων τους σηµαντικές πληροφορίες παρέχουν οι τελωνειακές επιγραφές του αρχείου του Ζήνωνος, αλλά και οι επιγραφές, της Τέω, καθώς και η συνθήκη ισοπολιτείας µεταξύ Μιλήτου και Πιδάσων, κατά την οποία η ιωνική µητρόπολη επέβαλλε στους Πιδασείς επιπρόσθετες φορολογικές υποχρεώσεις για τους περίφηµους µελισσώνες της.
Εικ. 12. Ενεπίγραφη κυλινδρική κυψέλη µε την επιγραφή [ΚΥ]ΨΑΛΙΑ ∆Η[ΜΟΣΙΑ]. 2ος-1ος αι. π. Χ.
Ο µελισσότοπος του αρχαιολογικού χώρου του Καστρακίου, σύµφωνα µε αρχαία ξερολιθικά αναλήµµατα που σώζονται σε επίπεδο θεµελίων εξωτερικά του οχυρωµένου οικισµού, χωροθετείται νοτίως του νότιου οχυρωµατικού τοίχου. Εδώ κατάλληλα διαµορφωµένα άνδηρα θα χρησιµοποιήθηκαν για την εναπόθεση των οριζόντιων κυψελών που υπολογίζονται βάσει των δακτυλίων προέκτασης τουλάχιστον σε εκατό. Η τοποθέτησή τους θα γινόταν σε στοίβες ή εντός των αναληµµατικών τοίχων προκειµένου ο µελισσουργός ή οι µελισσουργοί να εκµεταλλευθούν κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την αναπαραγωγή και τους αφεσµούς των σµηνών τους.
Θραύσμα κυψέλης οριζόντιου τύπου με ίχνη μελιού. Ύστερος 2ος-1ος αι. π.Χ
Το πευκόµελο της Τραγαίας, εφάµιλλο των άλλων νησιωτικών, πιθανώς εξαιρετικά λεπτό στη γεύση, θα προσέφερε τέρψη και ικανοποίηση στους Τραγαιείς, στους Μιλησίους, αλλά και στους εκλεκτικούς αγοραστές του που θα το αναζητούσαν στις µικρασιατικές αγορές, αλλά και στα µεγάλα εµπορικά και διαµετακοµιστικά κέντρα της Μεσογείου, θυµίζοντας τα επαινετικά σχόλια του Στράβωνα στα Γεωγραφικά (Χ.5,19) για τη νησιωτική µελισσοκοµία: ἅπαν µὲν οὖν τὸ νησιωτικὸν µέλι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἀστεῖον ἐστί καὶ ἐνάµιλλον τῷ Ἀττικῷ τὸ δ’ ἐνταῖσδε ταῖς νήσοις διαφερόντως……
ΠΗΓΕΣ -ΑΝΑΦΟΡΕΣ
* Ευχαριστώ θερµά τους µελισσοκόµους κ.κ. Κώστα Κουτσούκο και Ευθύµιο Πλίγκο, καθώς και τον αρχαιολόγο-µελισσοκόµο κο Γιώργο Μαυροφρύδη για τις πληροφορίες που µας παρείχαν σχετικά µε την κοινωνία της µέλισσας. Συγκριτικό λαογραφικό υλικό µου παρείχε η φίλη αρχαιολόγος Μαρία Βιγλάκη-Σοφιανού της ΚΑ΄ ΕΠΚΑ από την Ικαρία, καθώς και η υπάλληλος της ΚΒ΄ ΕΠΚΑ Ιωάννα Γρύλλη από την Πάτµο. Οι παλυνολογικές αναλύσεις των πήλινων κυψελών έγι- ναν από την κα Μαρία ∆ήµου στο Εργαστήριο Μελισσοτροφίας - Σηροτροφίας του Τµήµατος Γεωπονίας του Αριστοτελείου Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης. Η συµβολή της Αικ. Μπούρα ήταν σηµαντική στην εκπόνηση των καταλόγων των θραυσµάτων κυψελών από την ανασκαφή. Τα σχέδια των αγγείων έγιναν από τον κο Γιώργο Κουρµαδά, Αρχιτέκτονα Μηχανικό του ΕΜΠ. Oι αρχαιοµετρικές ανα- λύσεις των πήλινων κυψελών από το Αγαθονήσι πραγµατοποιούνται στο Ινστι- τούτο Επιστήµης Υλικών του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. ∆ηµόκριτος υπό την εποπτεία των ∆ρ. Ι. Καρατάσιου και Β. Κυλίκολγου.
1 Για την ονοµατολογία της Τραγαίας και τις αρχαιολογικές έρευνες στο Αγαθο- νήσι, βλ. Π. Τριανταφυλλίδη, «Ιστορικά και Αρχαιολογικά Αγαθονησίου», Αρχαιολο-
γικά Ανάλεκτα εξ Αθηνών, τ. 39, 2006, 175-192, κυρίως 177 (στο εξής Τριανταφυλλί-
δης 2006), Π. Τριανταφυλλίδη, Ακριτικό Αγαθονήσι. Η ανασκαφική έρευνα στο Κα- στράκι (2006-2010), Αθήνα, 2010 (στο εξής Τριανταφυλλίδης 2010), P. Triantafylli- dis, “Archaeological Investigations on the Milesian Agathonisi Island, Greece”, IInd International Conference on the Archaeology of Ionia, Landscapes of Ionia: Towns in Transition, May 30-June 2,2011, Izmir, Turkey (υπό εκτύπωση).
2 Στέφ. Βυζ., λ. Τραγίαι, Τριανταφυλλίδης 2006, 178, σηµ. 16.
3 Στράβ. ΧΙV 1.7, 635c, Τριανταφυλλίδης 2006, 177, σηµ. 10.
4 Β. Ηaussoullier, “Les îles milesiennes. Leros- Lepsia-Patmos-Les Korsiae », Re- vue Philologique 1902, 125-143, A. Rehm, „Die Milesischen Inseln“, Milet II,2, Βerlin
1929, 19-25, N. Ehrhardt, Milet und seine Kolonien, Frankfurt am Main, 1988, 15-17.
5 Α. ∆ρελιώση-Ηρακλείδου, Μαρία Μιχαηλίδου, Λέρος. Από την Προϊστορία έως το Μεσαίωνα, Αθήνα, 2006, 38.
6 Ο εντοπισµός της αρχαιολογικής θέσης έγινε από τον υπογράφοντα και µε την βοήθεια του τότε Κοινοτάρχη Αγαθονησίου, κου Ευθύµιου Κατσουλιέρη.
7 Το έργο της διαµόρφωσης και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου έχει ε- νταχθεί στo επιχειρησιακό πρόγραµµα Κρήτης και Νήσων Αιγαίου (ΕΣΠΑ 2007-
2013) της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου µε φορέα υλοποίησης την ΚΒ΄ ΕΠΚΑ του
Υπουργείου Πολιτισµού και Τουρισµού.
8 Τριανταφυλλίδης 2006, 182, Τριανταφυλλίδης 2010, 20-21.
9 Τριανταφυλλίδης 2010, 25-30.
10 Τριανταφυλλίδης 2010, 30-34.
11 Τριανταφυλλίδης 1996, 177, Τριανταφυλλίδης 2010, 10-11, 40.
12 V. R. Anderson-Stojanovic – J. E. Jones, “Ancient Beehives from Isthmia”,
Hesperia 71, 2003, 349-351 (type 1, στο εξής Anderson-Stojanovic – J. E. Jones
2002), G. Lüdorf, “Leitformen der attischen Gebrauchskeramik: Der Bienenkorb”,
Boreas 21/22, 1998-1999, 41- 170, κυρίως 55-59 (στο εξής Lüdorf 1998-1999).
13 Anderson-Stojanovic – J. E. Jones 2002, 348-349.
14 Ε. Crane, The World History of Beekeeping and Honey Hunting, New York,
1999, 194 (στο εξής Crane 1999).
15 Τριανταφυλλίδης 2010, 32. Στα νεότερα χρονολογήσιµα ευρήµατα του γε-
µίσµατος της δεξαµενής 4 συγκαταλέγονται ενσφράγιστες λαβές ροδιακών αµφο- ρέων της περιόδου III και IV, καθώς και ανάγλυφη κεραµική των ιωνικών εργα- στηρίων του ύστερου 2ου αι. π. Χ.
16 Τριανταφυλλίδης 2010, 27. Στα νεότερα χρονολογικά ευρήµατα του στρώ-
µατος του αποθέτη ανήκουν ερυθροβαφή πινάκια και σκύφοι, καθώς και τροχήλα- τοι λύχνοι του 1ου και 2ου αι. µ. Χ.
17 Γ. Μαυροφρύδη, «Μελισσοκοµία µε κινητές κηρήθρες. Μια διαχρονική πρακτική µε αρχαίες καταβολές», 3ο Επιστηµονικό Συνέδριο Μελισσοκοµίας- Σηροτροφίας, Θεσσαλονίκη, 21-22 Απριλίου 2007, Θεσσαλονίκη, 2007, 149 µε βιβλιογραφία (στο εξής Mαυροφρύδης 2007).
18 ∆. Ακτσελή, «Η µέλισσα και τα προϊόντα της στην αρχαιότητα», Η Μέλισσα και τα προϊόντα της. Πρακτικά ΣΤ΄ Τριηµέρου εργασίας, Νικήτη, 12-15 Σεπτεµβρίου
1996, Αθήνα, 2000, 32-40, κυρίως 35, Lüdorf 1998-1999, 51-52, Crane 1999, 203-
204, table 24.1A, S. Rotroff, The Athenian Agora, vol. XXXIII, Hellenistic Pottery. The Plain Wares, New Jersey, 2006, 127-128 (στο εξής Rotroff 2006), H. V. Harissis – A. V. Harissis, Apiculture in the Prehistoric Aegean. Minoan and Mycenaean Symbols Revisited, BAR International Series 1950, Oxford, 2009, 60-61, fig. 52 (στο εξής Harissis et al., 2009).
19 J. E. Jones – A. J. Graham – L. H. Sackett, «An Attic Country House below the Cave of Pan at Vari : Excursus on the Combed Ware: Evidence for Beekeep-
ing », BSA 68, 1973, 397-452, κυρίως 398, (στο εξής Jones-Graham-Sackett
1973), Rotroff 2006, 126.
20 Anderson-Stojanovic – J. E. Jones 2002, 352, figs. 2,4, 6- 7.
21 H. Chouliara-Raios, L’Abeille et le Miel εn Égypte d’ après les Papyrus Grecs, Ιωάννινα, 1989, 166-167 (στο εξής Chouliara – Raios 1989), σηµ. 10, 17, Ε. Χουλιαρά-Ράιου, «Μελισσοκοµικές πληροφορίες από τους ελληνικούς παπύ- ρους», Η Μέλισσα και τα Προϊόντα της. Πρακτικά ΣΤ΄ Τριηµέρου εργασίας, Νική- τη, 12-15 Σεπτεµβρίου 1996, Αθήνα, 2000, 89 (στο εξής Xoυλιαρά-Ράιου 2000),
Harissis et al., 2009, 4.
22 Τριανταφυλλίδης 2010, 40-41, εικ. 49-50.
23 Για τυπολογικά παράλληλα, βλ. Lüdorf 1999, 58, Beil. 3 (τύπος Β1), 86.
24 Lüdorf 1999, 59, Beil. 3 (τύπος Β2), 86
25 Για παράλληλα, βλ. Lüdorf 1999, 61, 126-128, Beil. 6-7 (Form II 1. BR 54,
57, 74), Rotroff 2006, 284, Fig. 59. 365, Pl. 48.
26 Lüdorf 1999, 88, 90-91, 93, Αbb. 26 (Β23), Taf. 1, 1, Abb. 29 (BR 18), Abb. 30 (BR 37), Rotroff 2006, 283, Fig. 58.359.
27 Lüdorf 1999, 93-96, Abb. 31 (BR 38), Abb. 31 (BR 53), Beil. 5 (BR 40).
28 Chouliara-Raios 1989, 99, Lüdorf 1999, 44. Για ενεπίγραφες κυψέλες και κυψέλες µε ακιδογραφήµατα, βλ. Anderson-Stojanovic – Jones 2002, 355, no. 5, fig. 8.5 contra Μαυροφρύδης 2007, 146-147, Lüdorf 1999, 85, Αbb. 19, Taf. 1, I (B 10), 87, Abb. 22, Taf. 1, I (B 17), 94 Abb. 31 (BR 40-41), Rotroff 2006, 283-
284, Fig. 58.363.
29 A. Mazar, N.Panitz-Cohen, «It is the Land of Honey: Beekeeping at Tel
Rehov», Near Eastern Archaeology, vol. 70.4, 2007, 202-219.
30 Crane 1999, 184-185, 192, figs. 22.1a, 221b, 22.2e, Charissis et al. 2009,
64-65, fig. 55.
31 Για τυπολογικά παράλληλα δακτυλίων προέκτασης, βλ. Lüdorf 1999, 64-
66, 106-107, 110-112, Typus A (E 7, 9), D (E 34, E 36-42), E (E 43-45), Beil. 10 και J. Jones, Hives and Honey from Hymettus“, Archaeology, 29(2), 1976, 80-91, κυρίως 82, 86-87.
32 Για την ελκυστική θεωρία χρήσης κυψελών µε κινητές κηρήθρες στην αρ- χαιότητα, βλ. Μαυροφρύδης 2007, 145-151.
33 J. Ellis Jones, «Ancient Beehives at Thorikos: Combed Pots from the Vela-
touri», Thorikos IX, 1977/1982, 69.
34 Για παράλληλα, βλ. Lüdorf 1999, 59-60, 89-90, Form I 1, I 2, αρ. ΒR 6, 14,
17, Abb. 17-18, Beil. 4, Anderson-Stojanovic – J. E. Jones 2002, 355 nos 7, 14,
21, Figs. 3, 8-11,
35 Για πήλινα επίπεδα πώµατα κυψελών, βλ. Lüdorf 1999, 66-67, 121, Τypus A, nos BD 1-3, Jones-Graham-Sackett 1973, 393, nos 151-153, Taf. 75 και Α- κτσελή, ό.π. (σηµ. 18), 37, εικ. 7.
36 Crane 1999, 195, fig. 22,3e, Mαυροφρύδης 2007, 135-145 µε συγκεντρω-
µένη βιβλιογραφία των κυψελών των νεοτέρων χρόνων.
37 Οι αναλύσεις πραγµατοποιούνται από τον ∆ρ Ιωάννη Καρατάσιο και Β. Κυλίκογλου. Για τα προκαταρκτικά πορίσµατα της έρευνας, βλ. Ι. Κaratasios, P.
Triantafyllidis, “Technological Insights on the Ancient Ceramic Beehive’s Production of Agathonisi Island, Greece”, IInd International Conference on the Archae- ology of Ionia, Landscapes of Ionia: Towns in Transition, May 30-June 2,2011, Izmir, Turkey (υπό εκτύπωση).
38 Για το συµβολισµό της µέλισσας και τις εικαστικές απεικονίσεις της σε αρ- χαία τέχνεργα, βλ. Α. Λιβέρη, «Εικαστική απεικόνιση αρχαίων ελληνικών και ρωµαϊκών µύθων σχετικά µε τη µέλισσα και τα προϊόντα της κατά την αρχαιότη- τα», Η Μέλισσα και τα Προϊόντα της. Πρακτικά ΣΤ΄ Τριηµέρου εργασίας, Νικήτη,
12-15 Σεπτεµβρίου 1996, Αθήνα, 2000, 41-65, Charissis et al. 2009, 39-70.
39 Rotroff 2006, 128, 284, no. 366.
40 Τριανταφυλλίδης 2010, 35-36, εικ. 44-45.
41 A. Rehm, Μilet I. Das Delphinion in Milet, Berlin, 1914, 267-268 , αρ. 125, εικ. 67.
42 Anderson-Stojanovic – J. E. Jones 2002, 345-347, 366, 373-374.
43 Χουλιαρά-Ράιου 2000, 77, σηµ. 63.
44 Β. Dignas, Economy of the Sacred in Hellenistic and Roman Asia Minor, Oxford, 2002, 59-69, 95-106, M. Sartre, Eλληνιστική Μικρασία. Από το Αιγαίο ως
τον Καύκασο, Αθήνα, 2006 (µετάφραση ∆. Παλαιοθόδωρος), 214-215, 255, 257,
284, 294-299, 304.
45 Για τον κρατικό έλεγχο των µελισσουργών και των µελισσώνων στην Μι- λησία χώρα και στην Καρία κατά την ελληνιστική περίοδο, βλ. D. S. Lenger, “Honey in the Karia Region in Antiquity”, Acta Turcica, III, 2011, 28-35.
ΣΤΕΓΗ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΕΧΝΩΝ ∆Ω∆ΕΚΑΝΗΣΟΥ -∆Ω∆ΕΚΑΝΗΣΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ