νησιώτικες ιστορίες μυθολογίας συγκεντρώσαμε, για να έχετε κάτι να διηγείστε καθ’ οδόν για το νησί.
Στη Νίσυρο
Τις μέρες εκείνες που στο Αιγαίο μαίνεται ο πόλεμος μεταξύ των Γιγάντων, γιων της Ρέας, και των δώδεκα θεών του Ολύμπου, ο Ποσειδώνας καταδιώκει έναν από τους Γίγαντες, τον Πολυβώτη, σε στεριές και θάλασσες. Μην μπορώντας να τον πιάσει, κι έχοντας φτάσει πια
στην Κω, κόβει με την τρίαινα ένα κομμάτι του νησιού και το ρίχνει κατά πάνω του.
Ο Πολυβώτης θάφτηκε ζωντανός από
κάτω, με το στόμα του να ανοίγει στη θέση που βρίσκεται σήμερα το ηφαίστειο και τους βρυχηθμούς του να προκαλούν τακτικές δονήσεις στο μικρό κομμάτι γης που αργότερα ονομάστηκε Νίσυρος. Ένας ακόμα από τους Γίγαντες συνδέθηκε αργότερα με τους σεισμούς, και θάφτηκε κι εκείνος κάτω από ένα νησί, την Σικελία, από τον Δία. Το όνομά του ήταν Εγκέλαδος.
Στη Νάξο
Κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης, η πανέμορφη Αριάδνη ερωτεύτηκε τον Θησέα, που είχε έρθει στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, βάζοντας τέλος στο αιματηρό χρέος των Αθηναίων να στέλνουν κάθε χρόνο δέκα νέους θυσία στο τερατάκι του βασιλιά πατέρα της.
Η Αριάδνη του έδωσε τον μίτο, τον οποίο της είχε χαρίσει ο ίδιος ο Ήφαιστος, και ο γενναίος Αθηναίος κατάφερε να βρει τον δρόμο του βγαίνοντας από τον λαβύρινθο. Για να της ανταποδώσει την χάρη, ο Θησέας υποσχέθηκε να την παντρευτεί, και την πήρε μαζί του φεύγοντας από την Κρήτη.
Όταν, όμως, το πλοίο έφτασε στη Νάξο, ο γιος του Αιγέα, που δεν ήταν στην πραγματικότητα ερωτευμένος μαζί της, την εγκατέλειψε καθώς εκείνη κοιμόταν σε μια παραλία, και άνοιξε πανιά για την Αθήνα. Εκεί την βρήκε ο Διόνυσος, ο οποίος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Την πήγε στη Λήμνο, την παντρεύτηκε και ζήτησε από τον Δία να την κάνει αθάνατη και αγέραστη για χάρη του, όπως και έγινε. Παιδιά του Διονύσου και της Αριάδνης είναι ο Οινοπίων, ο Στάφυλος, ο Θόας, ο Πεπάρεθος και ο Ευρυμέδων.
Ο γιος του Διονύσου και της Αριάδνης, Οινοπίων, ήταν ο πρώτος βασιλιάς του νησιού. Η όμορφη κόρη του, Μερόπη, υπήρξε ο πρώτος έρωτας του γίγαντα Ωρίωνα, γιου του Ποσειδώνα, τον οποίο ο Οινοπίων φιλοξενούσε στο παλάτι του. Όταν, κατά μία εκδοχή, ο Ωρίωνας βίασε την Μερόπη ή κατά μία άλλη απλώς την ερωτεύτηκε και θέλησε να την πάρει μακριά από τον πατέρα της, ο Οινοπίων τύφλωσε τον γίγαντα, δίνοντάς του να πιεί ένα ποτό, και τον πέταξε στη θάλασσα.
Ο Ωρίωνας, που είχε από τον πατέρα του το χάρισμα να περπατά επάνω στο νερό, έφτασε περπατώντας στη Λήμνο, όπου ζήτησε βοήθεια από τον Ήφαιστο. Εκείνος με την σειρά του τον έστειλε στον Απόλλωνα, ο οποίος του ξανάδωσε την όρασή του.
Ο Ωρίωνας επέστρεψε στη Χίο για να εκδικηθεί τον Οινοπίωνα, αλλά ο βασιλιάς κρύφτηκε σε μια σπηλιά, και ο γίγαντας, μην μπορώντας να τον βρει, εγκαταστάθηκε για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του στην Δήλο, όπου κυνηγούσε παρέα με την Άρτεμις. Πέθανε από δάγκωμα σκορπιού, τον οποίο έστειλε, σύμφωνα με τον Όμηρο, η θεά να τον δαγκώσει τυφλωμένη από την ζήλια της, όταν ο Ωρίωνας ερωτεύτηκε την Ηώ. Οι δύο εχθροί, Ωρίωνας και Σκορπιός, έγιναν αστερισμοί που κυνηγιούνται μέχρι σήμερα στο ουράνιο στερέωμα –εξ ου και όταν ο ένας ανατέλλει, ο άλλος δύει.
Στη Ρόδο
Κόρη της Θάλασσας και αδελφή των Τελχινών, η Αλία ήταν μία νύμφη την οποία είχε ερωτευτεί ο Ποσειδώνας. Μαζί της απέκτησε έξι γιους και μία κόρη, τη Ρόδο. Οι γιοι του Ποσειδώνα και της Αλίας δεν έδωσαν καταφύγιο στην Αφροδίτη, η οποία ταξίδευε στις θάλασσες από τα Κύθηρα προς την Κύπρο, και η θεά προσβεβλημένη τιμώρησε τους νεαρούς με την κατάρα της παραφροσύνης.
Επάνω στην τρέλα τους, εκείνοι βίασαν τη μητέρα τους, η οποία ντροπιασμένη αυτοκτόνησε πέφτοντας στην θάλασσα. Ο Ποσειδώνας τιμώρησε τους γιους του φυλακίζοντάς τους στις θαλάσσιες σπηλιές κάτω από το νησί, τις οποίες στοίχειωσαν ως δαίμονες. Το νησί αργότερα ονομάστηκε Ρόδος, από το όνομα της αδελφής τους.
Στην Αίγινα
Γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, ο Αιακός ήταν ο πρώτος βασιλιάς του νησιού και, σύμφωνα με τον Πλίνιο, εκείνος που ανακάλυψε το ασήμι και έκοψε το πρώτο νόμισμα. Ο Αιακός απέκτησε τρεις γιούς από δύο διαφορετικές γυναίκες: τον Πηλέα, τον Τελαμώνα και τον Φώκο.
Επειδή αυτός ο τελευταίος ήταν καλύτερος από τον Τελαμώνα σε όλα τα αθλήματα, όταν ο Τελαμώνας τον σκότωσε κατά λάθος ενώ εξασκούνταν στην δισκοβολία, οι κάτοικοι της Αίγινας πίστεψαν ότι το έκανε από φθόνο.
Ο πατέρας του, που τον αγαπούσε πάρα πολύ, εξόρισε και τους δύο γιους του από την Αίγινα για να κατευνάσει τους δύσπιστους πολίτες της. Έτσι ο Πηλέας κατέφυγε στη Φθία όπου παντρεύτηκε την Θέτιδα με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Αχιλλέα, ενώ ο Τελαμώνας πήγε στη Σαλαμίνα, όπου έγινε βασιλιάς και πατέρας του Αίαντα –τα δύο εγγόνια του Αιακού θα συναντηθούν πολλά χρόνια αργότερα, στον Τρωικό Πόλεμο.
Καθώς έβαλε τη δικαιοσύνη πάνω από τους συγγενικούς δεσμούς, ο Αιακός θεωρήθηκε ο πιο ευσεβής και δίκαιος άνθρωπος στον κόσμο και για αυτό τον λόγο έγινε μετά τον θάνατό του κριτής στον Κάτω Κόσμο και κάτοχος των κλειδιών του Άδη.
Στη Σάμο
Γιος του Ωκεανού και της Τέθυδας, ή κατά μία διαφορετική εκδοχή του Απόλλωνα και της Νύμφης Ωκυρρόης, ο Ίμβρασος ήταν ποτάμιος θεός (*) στην όχθη του οποίου γεννήθηκε η Ήρα. Ονομαζόταν και Παρθένιος, λόγω της μαγικής του ιδιότητας να… ξανακάνει την θεά παρθένα κάθε φορά που εκείνη λουζόταν εκεί.
Η κόρη του, η Νύμφη Ωκυρρόη, προσπάθησε να ξεφύγει από την… ερωτική πολιορκία του Απόλλωνα φεύγοντας από το νησί με μια βάρκα με κουπιά. Ο θεός του φωτός, όμως, μεταμόρφωσε την βάρκα σε βράχο επάνω στον οποίο συνευρέθηκε με τη νύμφη.
(*) Συνηθισμένα πρόσωπα στην ελληνική μυθολογία, οι ποτάμιοι θεοί ήταν ποταμοί οι οποίοι μπορούσαν να πάρουν τη μορφή ανθρώπων ή άλλων πλασμάτων –σε μία από τις μεταμορφώσεις του, για παράδειγμα, ο Αχελώος είχε σώμα ανθρώπου και κεφάλι βοδιού, από τη γενειάδα του οποίου έτρεχαν νερά. Ο Ίμβρασος σήμερα είναι χείμαρρος της Σάμου.
Πηγή: Η. Κουνάδη