Αρκαδική Χαλκοπλαστική


Χάλκινο ειδώλιο Διός ,εύρημα από το ιερό του Λυκαίου Διός στο όρος Λυκαίο της Αρκαδίας 550-525 π.Χ. ΕΑΜ Αθηνών.

Η αρχαία Αρκαδία είχε μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή. Στη χώρα αυτή ανήκε μεγάλο τμήμα της σημερινής νότιας και νοτιοδυτικής Αχαϊας, όπως η περιοχή των Καλαβρύτων, των Λουσών, της Κλειτορίας και της Ψωφίδας. Η ορεινή αυτή χώρα καταλάμβανε επίσης τις περιοχές του Φενεού, της Στυμφάλου, της Σκοτεινής και της Αλέας που σήμερα ανήκουν στη δυτική Κορινθία. Στην Αρκαδία ανήκε και η σημερινή νοτιοδυτική Ηλεία και ειδικότερα οι περιοχές Αλίφειρας, Φιγάλειας και Βασσών, Θεισόας του Λυκαίου, καθώς και η περιοχή της σημερινής Ανδρίτσαινας. Η ορεινή αυτή χώρα δεν εκτεινόταν στην παράκτια ζώνη της Κυνουρίας, η οποία αποτέλεσε σε όλη την αρχαιότητα το μήλον της έριδος ανάμεσα στη Σπάρτη και το Άργος. Στη συνείδηση όμως των αρχαίων οι Κυνούριοι, ως έθνος, είχαν αρκαδικές ρίζες και στενές σχέσεις με την υπόλοιπη Αρκαδία.

Αρκαδία Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί η ορεινή και σχετικά απομονωμένη Αρκαδία. Στα πολυάριθμα ιερά της εντοπίζονται συχνά ειδώλια

βοσκών που φέρνουν προσφορά σε κάποια θεότητα, στον Ηρακλή, στη Δήμητρα και συνηθέστερα στον Ερμή.



Ένας μουσικός με δίαυλο σε στάση ανάκλησης από αρκαδικό εργαστήριο. Από τα πολλά ελληνικά κλεμμένα από τους Γερμανούς τώρα στο   Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου.


Αρκαδικό αγαλματίδιο της ύστερης αρχαϊκής περιόδου. ΔΕΞΙΑ-Αγαλματίδιο Ερμή κριοφόρου  του 550-500 π.Χ. από την Αρκαδία με αφιέρωση Φαυλίας αφιερώνει στον Πάνα -ΜΕΤ Νέας Υόρκης.

Η Θυρεάτις γη, ένας γόνιμος τόπος λουσμένος στα καταγάλανα νερά του Αργολικού κόλπου, καταλάμβανε το βόρειο τμήμα της Κυνουρίας που περικλείεται από τις παραφυάδες του Πάρνωνα στα νοτειοδυτικά και το βουνό Ζάβιτσα στα βόρεια. Ο Παυσανίας, περιηγούμενος την Αργολιδοκορινθία, εισέρχεται στη Θυρεάτιδα προερχόμενος από τη Λέρνα της Αργολίδος ακολουθώντας τα Ανιγραία, έναν ορεινό και δύσβατο δρόμο πάνω από τη Ζάβιτσα. Για την κατοχή της γης της Θυρέας διεξήχθη στην περιοχή από όπου πέρασε ο περιηγητής μία θρυλική μάχη σώμα με σώμα ανάμεσα σε 600 επιλέκτους, 300 Σπαρτιάτες και 300 Αργείους, το 546 π.Χ., από την οποία σώθηκαν μόνο τρεις άνδρες, η οποία επαναλήφθηκε την επόμενη ημέρα με απόλυτο νικητή και κυρίαρχο τους Σπαρτιάτες. 



Στις γραπτές πηγές μνημονεύονται οι κυριότεροι αρχαίοι οικισμοί της Θυρεάτιδος: η Θυρέα, η Ανθήνη, η Νηρίς, η Εύα και το Άστρον. Η Εύα ταυτίζεται πλέον με βεβαιότητα με την οχυρωμένη ακρόπολη του Ελληνικού. Στην περιοχή της αποκαλύφθηκε το σημαντικότερο μνημείο των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων στην Αρκαδία και ένα από τα σπουδαιότερα στον ελλαδικό χώρο: πρόκειται για το κτηριακό συγκρότημα κοντά στο ιστορικό μοναστήρι της Λουκούς, το οποίο ταυτίστηκε με την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού, του Αθηναίου μαικήνα, επιχειρηματία και φιλοσόφου του 2ου αι. μ.Χ. που είχε στενότατες σχέσεις με την αυτοκρατορική αυλή της Ρώμης.Δρ. Αννα Βασιλική Καραπαναγιώτου – Προϊσταμένη της ΛΘ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων



Αγαλματίδιο του Ηρακλή από την κεντρική Πελοπόννησο με χαρακτηριστικά Αρκαδικού εργαστηρίου αναφέρουν ότι βρέθηκε το 1928  στην Μαντίνεια ΜΕΤ Ν .ΥΟΡΚΗΣ.



Αφιερωματικό αγαλματίδιο ,μετά από κάποια νίκη σε μουσικό αγώνισμα ,του Δόλιχου όπως αναφέρει η επιγραφή χαραγμένη στην πλάτη του μουσικού όπου κρατά «πλήκτρον» και παίζει κιθάρα ή λύρα ,όπως «αρκαδικά» στοιχεία των ανθρώπων της υπαίθρου αναφέρουν ότι είναι και αυτό στοιχείο της καθημερινότητας όπως οι περιφερόμενοι μουσικοί σαν και αυτόν. Βρέθηκε το 1908 και είναι του τέλους του 6ου αι.πΧ ΜΕΤ Ν Υόρκης.


Τα μικρά και μεγάλα ιερά της Πελοποννήσου έσφυζαν από αφιερώματα, κυρίως κατά τον 6ο και 5ο αι. π.Χ., οπότε οι παλαιοί ναοί ανακατασκευάσθηκαν ή κτίσθηκαν νέοι, ενώ οι πόλεις αναμορφώθηκαν και κοσμήθηκαν με μεγαλοπρεπή κτήρια. Κοσμήματα, ελάσματα ανθρωπόμορφα και άλλα με ψηφίσματα βρέθηκαν στο ιερό της Αρτέμιδος Ημέρας ή Λουσιάτιδος στους Λουσούς της Αρκαδίας.

Από το ιερό του Πανός Νομίου του 530 π.Χ. στην Μπέρεκλα Αρκαδίας είναι αυτό το αγαλματίδιο- ΕΑΜ Αθηνών.

Ειδώλια των αναθετών , συνήθως ανθρώπων του μόχθου, αφιερώθηκαν στο ιερό του Νομίου Διός στη Μπέρεκλα Μεσσηνίας. Τα ανθρωπόμορφα ελάσματα και τα μικρογραφικά ομοιώματα όπλων από την περιοχή του Επικουρίου Απόλλωνος στις Βάσσες Φιγαλείας και τα ομοιώματα κατόπτρων και αγγείων από το ιερό της Δήμητρος και της Κόρης στον Άγιο Σώστη της Τεγέας  είναι χαρακτηριστικά των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων των πιστών. Ειδώλια Διός από το ιερό του στο Λύκαιον όρος μαρτυρούν για την εκεί λατρεία, ενώ άλλα ειδώλια, όπως του Ερμή ως βοσκού , αποκαλύπτουν την ιδιότητα των λατρευτών. Εντυπωσιακά για το πλήθος και την ποιότητά τους, ειδώλια ανθρώπων , θεών , ζώων, μυθικών ή φανταστικών όντων , σκεύη , όπλα αλλά και ενεπίγραφη πλάκα με ψήφισμα  έχουν βρεθεί στο ιερό του Διός στην Ολυμπία.


Αρτέμιδα που τοξεύει, από το ιερό της θεάς στο όρος Παρθένιο της Αρκαδίας 4ος αι . π.Χ. ΕΑΜ Αθηνών.


Χάλκινο ειδώλιο θεάς ,πιθανά της Δήμητρας όπως φαίνεται από τους καρπούς που κρατά στα χέρια της .Βρέθηκε στο ιερό της Δήμητρας και Κόρης στον άγιο Σώστη Αρκαδίας -περί το 470 π.Χ.  ΕΑΜ Αθηνών

Στην αρκαδική Φιγάλεια, πάρεδρος του Iππιου Ποσειδώνα θεωρείται η «Mέλαινα» Δήμητρα, θεά του σκοτεινού, υποχθόνιου κόσμου, πριν ακόμα γίνει απλώς χθόνια, προστάτισσα της ευφορίας της γης. O περιηγητής Παυσανίας αναφέρει ότι, όπως τον πληροφόρησαν, στον τόπο αυτόν υπήρχε παλιά, μέσα σε μια σπηλιά ιερή, ένα ξόανο της Δήμητρας με κεφάλι και χαίτη αλόγου. H θεά, μαυροφόρα, με φίδια και άλλα θηρία γύρω από το κεφάλι της, καθόταν σε βράχο και κρατούσε στο ένα χέρι της φίδι και στο άλλο δελφίνι, υπαινικτικό αυτό της σχέσης της με τον Ποσειδώνα, μετεξελιγμένον όμως ήδη σε θεό «πελάγιο» και «πόντιο».
Η τεχνοτροπία τους ,των Αρκάδων χαλκουργών, είναι εκλεκτική, με στοιχεία λακωνικά και κορινθιακά.

Δύο χάλκινα Ειδώλια Ερμού από το ιερό του Διός στο όρος Λύκαιο της Αρκαδίας του 5 ου αι. π.Χ.



Κριοφόρος Ερμής σε ένα άλλο αγαλματίδιο ελληνικής χαλκουργίας, του 520 π.Χ. Από την Αρκαδία /ύψος 16,7 εκ. επί του παρόντος βρίσκεται στην Βοστώνη, ΗΠΑ-Μουσείο Καλών Τεχνών




Με αφορμή αυτό το εύρημα γίνεται εκτενής συζήτηση σχετικά με την αναβίωση υστεροελλαδικών στοιχείων στην Αρκαδία – και όχι μόνο – των ύστερων γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων.


ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΝ ΔΕΛΤΙΟΝ ΤΟΜΟΣ 58-64 (2003-2009) Μ Ε Ρ Ο Σ  Α ΄  - Μ Ε Λ Ε ΤΕ Σ /ΑΘΗΝΑ 2012





ΧΑΛΚΙΝΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΟ  ΕΙΔΩΛΙΟ  ΑΠΟ ΤΟ ΙΕΡΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΑΛΕΑΣ ΣΤΗΝ ΤΕΓΕΑ:
ΝΕΑ ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΝΟΣ ΠΑΛΑΙΟΥ ΕΥΡΗΜΑΤΟΣ*


ΕΛΕΝΗ  ΣΑΛΑΒΟΥΡΑ


Το ιερό της Αλέας  Αθηνάς στην Τεγέα  αποτελεί,  αν όχι το σημαντικότερο, έναν από τους ση- μαντικότερους λατρευτικούς χώρους της Αρκαδίας. Τόσο τα ευρήματα των γαλλικών ανασκαφών στις αρχές του 20ού αιώνα1 όσο και οι ανασκαφές και μελέτες της τελευταίας εικοσαετίας2 έφεραν στο φως λίγα στον αριθμό  προϊστορικά ευρήματα, ενδεικτικά όμως για να υποθέσει  κανείς ότι η χρήση του χώρου  ξεκινά νωρίς και φαίνεται να παρουσιάζει συνέχεια τουλάχιστον από τη μυκηναϊκή  εποχή έως και τους χρόνους της ύστερης  αρχαιότητας.

Ανάμεσα στα πολυάριθμα ευρήματα των παλαιών γαλλικών ανασκαφών συγκαταλέγεται χάλκινο γυμνό γυναικείο ειδώλιο με τα χέρια στους μαστούς3 (Ε ι κ . 1). Η ασάφεια σχετικά με τον ακριβή χώρο ανεύρεσης, η απουσία στρωματογραφικών δεδομένων, η έλλειψη στοιχείων σχετικά με τα συ- νευρήματα του αντικειμένου, σε συνδυασμό με τα naive (σημ.ΑΡΧ.-απλοϊκά) χαρακτηριστικά του ειδωλίου, οδήγησαν την παλαιότερη έρευνα  στη χρονολόγησή του ανάμεσα στο 13ο και τον 6ο αι. π.Χ. Πάντως – ανεξάρτητα από την ακριβή  χρονολόγησή του –, το ειδώλιο  θεωρήθηκε ως ιδιαίτερο εύρημα,  που δεν μπορεί να καταταγεί σε κάποια κατηγορία/ομάδα4.

Η Μ. Voyatzis επανεξέτασε στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής το υλικό των γαλλικών ανασκαφών και – διαφοροποιούμενη από όλη την προγενέστερη βιβλιογραφία – κατέληξε ότι το ειδώλιο αποτελεί  κυπριακό προϊόν του τέλους του 13ου αι. π.Χ. (ΥΚ ΙΙΓ/ΥΕ  ΙΙΙΒ)5. Είναι η πρώτη που το μελέτησε συστηματικά και η τελευταία που το είδε, εφόσον  το ειδώλιο δεν ανευρίσκεται στις αποθήκες του Μουσείου Τεγέας, όπου φυλασσόταν. Ανήκει προφανώς και αυτό στα αντικείμενα που κλάπηκαν από το Μουσείο το 1926. 
Η δημοσίευση του άρθρου αυτού  πέρα από τη μελέτη του ίδιου του αντικειμένου, στοχεύει  και στην υπόμνηση  της ύπαρξής του στην επιστημονική κοινότητα, καθώς η τύχη του αγνοείται. Στη μελέτη – λόγω της ενασχόλησης της υπογράφουσας με τη μυκηναϊκή Αρκαδία στο πλαίσιο της διδακτορικής της διατριβής – συζητείται το ενδεχόμενο της χρονολόγησής του στους μυκηναϊκούς χρόνους.

 Με αφορμή αυτό το εύρημα γίνεται εκτενής συζήτηση σχετικά με την αναβίωση υστεροελλαδικών στοιχείων στην Αρκαδία – και όχι μόνο – των ύστερων γεωμετρικών και αρχαϊκών χρόνων. Επιπλέον, η σπανιότητα ανεύρεσης χάλκινων ειδωλίων  στον τύπο της όρθιας γυμνής γυναικείας μορφής  με τα χέρια στους μαστούς, σπανιότητα που μπορεί να καταστεί μοναδικότητα, εφόσον αποδεχθούμε το ενδεχόμενο της χρονολόγησής του στους μυκηναϊκούς χρόνους, καθιστά ελκυστική τη μελέτη του για άλλη μια φορά.


Περιγραφή


Το ειδώλιο  έχει ύψος  0,104 μ.7. Η εξωτερική επιφάνεια είναι διαβρωμένη και φέρει λευκές κη- λίδες. Οι μαστοί είναι επίσης αποκρουσμένοι, ενώ και τα χαρακτηριστικά του προσώπου είναι αρκετά φθαρμένα. Το κεφάλι  είχε σπάσει και έχει ξανακολληθεί, ενώ λείπει το δεξί πέλμα. Το ειδώλιο είναι αρκετά βαρύ  για το μέγεθός  του, γεγονός που αποδόθηκε στο ότι το κράμα  πιθανότατα περιέχει μόλυβδο8.
Το κεφάλι – μεγάλο σε σχέση με το σώμα – έχει αποστρογγυλευμένη κορυφή, πολύ χαμηλό μέτωπο,αυτιά που εξέχουν στο πλάι, ενώ από τα χαρακτηριστικά του προσώπου δηλώνονται έντονα η μύτη και το πηγούνι. Τα μάτια μόλις που αποδίδονται πλαστικά, το στόμα δηλώνεται με μια ευθεία εγχάραξη. Ο κορμός και οι βραχίονες είναι σχετικά κοντοί, οι ώμοι, ωστόσο, σχετικά φαρδείς. Η μορφή έχει τα χέρια στους μαστούς, η ηβική χώρα  δηλώνεται με εγχάρακτο τρίγωνο. Τα πόδια  κάμπτονται ελαφρώς στα γόνατα, ενώ προβάλλει ελαφρώς το δεξί. Aπό όσους το μελέτησαν δεν γίνεται αναφορά σχετικά με βάση στήριξης. Ανάμεσα στα πέλματα, πάντως, διακρίνεται μάζα μετάλλου, οπότε πιθανότατα υπήρχε βάση, η οποία έχει αποκολληθεί.



   Τα προϊστορικά πρότυπα   



Εικ. 1. Χάλκινο ειδώλιο από το ιερό της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα (Voyatzis 1985, πίν. ΧΧ).


Το ειδώλιο  κατατάσσεται στον τύπο της όρθιας γυμνής  γυναικείας μορφής  με τα χέρια  στους μαστούς. Τα χαρακτηριστικά της κεφαλής, όμως, δεν είναι γυναικεία. Η στάση του δεν ξενίζει9. Γυναικείες  μορφές  με τα χέρια στους μαστούς απαντούν ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους σε πηλό10και κατά  την πρώιμη και μέση εποχή του Χαλκού σε μόλυβδο11. Ωστόσο, η στάση απαντά εξίσου – αν όχι και περισσότερο συχνά – σε μινωικά, κυρίως  γυναικεία, μετάλλινα12 και πήλινα13 ειδώλια  από τους νεολιθικούς και προανακτορικούς ήδη χρόνους και κατά  τη διάρκεια της ΥΜ ΙΙΙ. Επιβιώνει μάλιστα σε μετάλλινα ειδώλια,  κυρίως  ανδρικά, από τους υπομινωικούς έως και τους γεωμετρικούς χρόνους14. Τα περισσότερα από τα τελευταία προέρχονται από το σπήλαιο  του Ψυχρού15.

Ιδιαίτερα η διαμόρφωση των χεριών, που διαγράφουν τοξωτή καμπύλη στο πλάι του κορμού πριν ακουμπήσουν στο στήθος, θυμίζει έντονα πήλινα YΕ IIIA-B χειροποίητα ειδώλια φυσιοκρατικού τύπου από την Πελοπόννησο16 και ΥΜ ΙΙΙΑ-Β παραδείγματα από την Κρήτη17.

 Επιπλέον, η αποστρογγυλευμένη κορυφή του κεφαλιού, το σχεδόν  ανύπαρκτο μέτωπο, αλλά και ο τρόπος  απόδοσης των χαρακτηριστικών του προσώπου αποτελούν κοινά στοιχεία  με τις κεφαλές των ΥΕ ΙΙΙΒ και Γ τροχήλατων ειδωλίων18, με χαρακτηριστικότερα αυτά  από το Θρησκευτικό κέντρο  των Μυκηνών19. Τα ίδια γνωρίσματα απαντούν και σε πήλινα χειροποίητα ειδώλια  από τη νότια Ελλάδα20, καθώς και σε κάποια από τα κεφάλια των ΥΜ ΙΙΙΒ-Γ ή υπομινωικών ειδωλίων με υψωμένα χέρια από το Γάζι και το Καρφί, στα οποία  δηλώνονται εντονότερα το πηγούνι,  η μύτη και τα αυτιά21.

 Όλα όμως τα παραπάνω, και ιδίως τα γυναικεία, είναι πάντοτε ενδεδυμένα, ενίοτε φέρουν πόλο, ενώ συνήθως δηλώνεται και η κόμη, κάποιες φορές  με περίτεχνη κόμμωση.  Επιπλέον, η όλη επεξεργασία τους είναι λιγότερο επιμελής. Αναμφίβολα, το καλό πλάσιμο του σώματος και το καμπύλο περίγραμμα του τεγεατικού ειδωλίου παραπέμπει  περισσότερο σε πήλινα, παρά  σε μετάλλινα πρότυπα22. 

Εντούτοις, η μακρά  παράδοση των κρητικών εργαστηρίων στη μεταλλοτεχνία, και ιδιαίτερα στην κατασκευή ειδωλίων, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αντίστοιχα χάλκινα ειδώλια απουσιάζουν από την ηπειρωτική Ελλάδα της ύστερης εποχής του Χαλκού23 ενισχύουν την άποψη ότι, εάν ο τύπος  έλκει την καταγωγή του από προϊστορικά πρότυπα, τότε αυτά μπορούν να αναζητηθούν σε μινωικά  εργαστήρια24.


Εικ. 2. Χάλκινο ανδρικό ειδώλιο από τη θέση Πύλα-Κοκκινόκρεμμος  (Voyatzis 1985, πίν. ΧΧ).


Ο τύπος,  όμως, της ανδρικής ή γυναικείας μορφής  με τα χέρια στους μαστούς εμφανίζεται και στην Κύπρο κατά τη μέση και κυρίως  κατά την ύστερη κυπριακή περίοδο ως επίδραση από την Ανατολή25. Απαντά τόσο σε μετάλλινα26 όσο και σε πήλινα ειδώλια27. Ειδικότερα, το τεγεατικό ανάθημα παρουσιάζει ομοιότητα, κυρίως  ως προς τη στάση και δευτερευόντως ως προς την απόδοση των χαρακτηριστικών του, με ειδώλιο της ΥΚ ΙΙΓ από τη θέση Πύλα-Κοκκινόκρεμο (αποκαλύφθηκε στο δωμάτιο που ονομάστηκε Founder’s Hoard) (E ι κ. 2)28 .
Το κυπριακό, αν και φέρει ανδρικά γεννητικά όργανα, έχει τα χέρια στην ίδια ακριβώς στάση με αυτήν  του ειδωλίου της Τεγέας,  είναι δηλαδή ερμαφρόδιτο29. Μάλιστα,  ακόμη και το ύψος τους είναι σχεδόν  το ίδιο30. 

Το κυπριακό τόσο ως προς τη στάση όσο και ως προς την απόδοση των επί μέρους  χαρακτηριστικών είναι επίσης επηρεασμένο από τα αντίστοιχα ΥΚ ΙΙ πήλινα,  γυναικεία ωστόσο, με φυσιοκρατικά χαρακτηριστικά προσώπου ειδώλια της δακτυλιόποδης τεχνικής,  που χα- ρακτηρίζει και τη συγκεκριμένη περίοδο31. Αυτά  τα πήλινα κυπριακά, μάλιστα, μοιάζουν με το αρ- καδικό ως προς την απόδοση κάποιων χαρακτηριστικών της κεφαλής (μύτη, πηγούνι, πεταχτά αυτιά, στόμα) όπως και ως προς την απόδοση του ηβικού  τριγώνου με εγχάρακτο τρίγωνο. Από την άλλη πλευρά,  οι κεφαλές τους είναι περισσότερο πτηνόμορφες, η κορυφή τους εντελώς  επίπεδη  και τα μάτια αποδίδονται με επίθετο δίσκο πηλού (pellet technique)32. 


Η κυκλική τροχιά  των χεριών και επο- μένως το κενό ημικύκλιο  που δημιουργείται ανάμεσα στους βραχίονες και στα πλευρά  είναι επίσης σχεδόν ανύπαρκτο στα πήλινα κυπριακά έργα33. Εκεί, όμως, που εντοπίζεται εντονότερη η διαφορά είναι στο πλάσιμο των ποδιών.  Τόσο στο ειδώλιο της Πύλας όσο και στα πήλινα αντίστοιχά του δεν υπάρχει κενό ανάμεσα στα σκέλη, τα οποία διαχωρίζονται απλώς από μια βαθιά εγχάραξη. Στέκονται, μάλιστα,  σχεδόν  στα δάχτυλα και δεν πατούν το πέλμα στο έδαφος, όπως το τεγεατικό, ούτε προβάλλουν το ένα πόδι. Δεν είναι επίσης περίοπτα έργα, η πλάγια  όψη τους είναι σχεδόν σανιδόσχημη, με αποτέλεσμα να διαφέρουν ως προς  την καμπυλότητα και το σωματικό όγκο  σε σχέση με το αρκαδικό εύρημα.  

Επιπροσθέτως, πρέπει να επισημανθεί ότι η πλειονότητα των υστεροκυπριακών μετάλλινων ειδωλίων  του τύπου της ανδρικής ή γυναικείας μορφής  με τα χέρια στους μαστούς είναι ενδεδυμένα34, όπως και τα αντίστοιχα μινωικά.
Επομένως, το ειδώλιο εμφανίζει στοιχεία  που απαντούν στη μυκηναϊκή και μινωική μικροπλα- στική, ενώ το κύριο στοιχείο που υποδηλώνει εντονότερα την κυπριακή και κατ’ επέκταση ανατολική επιρροή  είναι η γύμνια της μορφής35. Γι’ αυτό η M. Voyatzis κατέληξε ότι αποτελεί  κυπριακό προϊόν του τέλους της ΥΚ ΙΙΓ/ΥΕ  ΙΙΙΒ ή ακόμη και του 12ου αιώνα36, δεδομένου ότι αποτελεί  μεμονωμένο για τη μυκηναϊκή Αρκαδία εύρημα, ενδεχομένως κειμήλιο που κατατέθηκε στο ιερό κατά τους πρώι- μους ιστορικούς χρόνους.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι τόσο στην Πύλα-Κοκκινόκρεμο όσο και ευρύτερα στην Κύπρο, γύρω στο 1230 π.Χ., εγκαταστάθηκαν πληθυσμοί από το Αιγαίο και την Ανατολή37. Το αν ανάμεσά τους βρίσκονταν και κάποιοι Αρκάδες είναι μεν πιθανό, αλλά προς το παρόν  δεν μπορεί να αποδειχθεί.


    Σχέσεις Αρκαδίας - Κύπρου στα τέλη των     μυκηναϊκών  χρόνων     


Η σχέση της Αρκαδίας με την Κύπρο βασίζεται κυρίως σε φιλολογικές πηγές και γλωσσολογικές παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο σε αρχαιολογικά ευρήματα.Οι φιλολογικές μαρτυρίες που συνδέουν τις δύο περιοχές προέρχονται από τον Παυσανία (VIII 5, 2 και 53, 7).
Σύμφωνα με αυτές,  ο βασιλιάς της Τεγέας  Αγαπήνωρ, μετά την πτώση της Τροίας, οδήγησε  τους Αρκάδες στην Κύπρο  και ίδρυσε την Πάφο και το ιερό της Αφροδίτης στην Παλαί- παφο.  Αργότερα, η καταγόμενη από τον Αγαπήνορα Λαοδίκη αφιέρωσε πέπλο με αναθηματικό επίγραμμα στο ναό της Αλέας  Αθηνάς. Στην Τεγέα ο Παυσανίας μνημονεύει και ναό της Παφίας Αφροδίτης38, τη λατρεία της οποίας  θεωρείται ότι εισήγαγε  στην Τεγέα η Λαοδίκη, που ζούσε στην Πάφο39.


Oι σχέσεις της Κύπρου με την Αρκαδία προκύπτουν και από τη συγγένεια της αρκαδικής με την αρχαία κυπριακή διάλεκτο. Τα αρχαιολογικά ευρήματα από το νεκροταφείο της Παλαιπάφου στις Σκάλες δείχνουν ότι υπάρχουν ενδείξεις που υποδηλώνουν σχέσεις μεταξύ  Αρκάδων και Κυπρίων, αλλά η έκταση και η μορφή τους παραμένουν πρόβλημα40. Σε επιγραφή των μέσων του 11ου αι. π.Χ. σε χάλκινο οβελό (τάφος 49/αριθ. 16) διαβάστηκε το όνομα Ὀφέλτας στη γενική (Ὀφέλταυ). Αποτελεί την πρωιμότερη γραπτή μαρτυρία χρήσης της ελληνικής  γλώσσας  στην Κύπρο.  

Ο σχηματισμός της γενικής  στη συγκεκριμένη επιγραφή (η μετατροπή του τελικού  -ο > -υ) παρουσιάζει ομοιότητες με το σχηματισμό της γενικής  της αρκαδικής διαλέκτου και υποστηρίχθηκε ότι το εύρημα  μπορεί να υποδηλώνει την παρουσία Αρκάδων στην Παλαίπαφο41.
Είναι  αποδεκτό ότι η αρκαδοκυπριακή μοιάζει  περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη διάλεκτο με τη Γραμμική  Β42. Είναι,  ωστόσο,  αμφίβολο εάν η αρκαδική και η κυπριακή προέρχονται τελικά από μια κοινή προγονική διάλεκτο, οι οποίες διαχωρίστηκαν αφού  διένυσαν ένα στάδιο  κοινής δια- μόρφωσης, πιθανώς στις αρχές του 12ου αι. π.Χ., ή εάν ήταν εξαρχής ξεχωριστές διάλεκτοι, με ομοι- ότητες, πάντως, μεταξύ  τους43. Η αρκαδική διάλεκτος, μάλιστα, θεωρείται εν μέρει εξέλιξη των κα- νονικών ή επίσημων μυκηναϊκών, δηλαδή της διοικητικής γλώσσας44. Η αρκαδοκυπριακή αποτελεί απόγονο της Γραμμικής Β, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να είχε σχηματιστεί και να ομιλούνταν ταυτόχρονα με αυτήν45.  

Όμως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η αρκαδική «διάλεκτος» ομιλούνταν σε πλατύτερη γεωγραφική βάση από τα όρια των Αρκάδων και είχε επικρατήσει κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους σε όλη τη νότια Ελλάδα και στα παράλια46. Επιπλέον, η διοικητική γλώσσα των πινακίδων είναι αμφίβολο πόση σχέση είχε με την ομιλουμένη47. Δεν μπορεί, επίσης, να πα- ραβλεφθεί το γεγονός ότι η επιγραφή Ὀφέλταυ των μέσων του 11ου αι. π.Χ. απέχει χρονικά 150 έτη σχεδόν  από τις ύστατες γραπτές μαρτυρίες της Γραμμικής Β (τέλη 13ου αι. π.Χ.). Εξάλλου, η ομοι- ότητα στο σχηματισμό της γενικής πτώσης, και μάλιστα σε μεμονωμένο μέχρι στιγμής εύρημα, μπορεί να αποδοθεί σε απλή σύμπτωση ή σε κοινές αλλαγές που σημειώθηκαν στις δύο διαλέκτους πριν από τη μετακίνηση των Αχαιών στην Κύπρο48.

Η ίδρυση  του ναού  της Αφροδίτης στην Παλαίπαφο πιθανώς ανάγεται πριν από το 1200 π.Χ., την εποχή που υποτίθεται ότι τον ίδρυσε ο Αγαπήνωρ49. Επιπλέον, ο ναός παρουσιάζει πολύ περισ- σότερα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που φανερώνουν ανατολική επίδραση παρά μυκηναϊκή50. Ο πλούτος και η ποιότητα των κινητών  ευρημάτων στην Παλαίπαφο δείχνουν ότι οι Μυκηναίοι που εγκαταστάθηκαν εκεί δεν πρέπει να ήταν Αρκάδες, αν συγκρίνουμε τα ευρήματα της Παλαιπάφου με τα φτωχά ευρήματα της Τεγέας.


Εξάλλου, η Λαοδίκη, της οποίας  ο ρόλος στην αρκαδική μυθολογία είναι ασήμαντος, φαίνεται να συνδέεται με τον Αγαπήνορα μετά τον 5ο αι. π.Χ., και πιθανότερα κατά τους ελληνιστικούς χρό- νους51. Τα λίγα, πιθανώς κυπριακής έμπνευσης, στοιχεία  στην ΥΕ ΙΙΙΓ κεραμική του Παλαιοκάστρου Γορτυνίας (αλάβαστρα με φιαλόσχημο στόμιο, ασκοί με προχοή)  δεν αποτελούν κατά  πάσα  πιθα- νότητα  απευθείας κυπριακές εισαγωγές, αφού  απαντούν και στην Ηλεία,  την Αχαΐα, αλλά και την Κεφαλλονιά52. To μόνο αρχαιολογικό στοιχείο που συνδέει την Αρκαδία με την Κύπρο είναι τα χάλ- κινα γυμνά  ειδώλια,  που απαντούν στην Τεγέα  και την Πύλα-Κοκκινόκρεμο. Είναι  όμως μεταξύ τους σύγχρονα; Ο Καραγιώργης απέδωσε την καταστροφή των οχυρώσεων και την εγκατάλειψη της θέσης σε Αχαιούς, που έφεραν μαζί τους ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμη κεραμική53. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο κάποιοι κάτοικοι της ανατολικής κυρίως Αρκαδίας να μετακινήθηκαν μαζί με Μυκηναίους από άλλες περιοχές της Πελοποννήσου (Αργολίδα, Λακωνία, Αχαΐα) και την Αττική προς την Κύπρο  στα τέλη του 13ου αι. π.Χ. ή και αργότερα54. Η μετακίνηση πληθυσμών από το Αι- γαίο προς την Κύπρο δεν πρέπει να είχε τη μορφή «αποικισμού». Αντίθετα, πρόκειται για μακρά  και σταδιακή διαδικασία με αφίξεις νέων κατοίκων κατά περιόδους σε όλη την επικράτεια του νησιού55.


      Τα παράλληλα των γεωμετρικών-αρχαϊκών        χρόνων       


Η στάση της μετωπικής ανδρικής ή γυναικείας γυμνής μορφής  επανεμφανίζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στην ηπειρωτική Ελλάδα κατά  τους ύστερους γεωμετρικούς χρόνους56. Από την Ακρό- πολη των Αθηνών προέρχεται χάλκινο ειδώλιο γυμνής γυναικείας μορφής  (θεάς) του 8ου αι. π.Χ.57. Το θέμα της γυμνής  θεάς  είναι ευρύτερα γνωστό  από τα ελεφάντινα ειδώλια  από το νεκροταφείο του Κεραμεικού της Αθήνας (γ΄ τέταρτο 7ου αι. π.Χ.)58. Αρχικά θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν ειση- γμένα από την Ανατολή αντικείμενα, αλλά αργότερα υιοθετήθηκε η άποψη ότι πρόκειται για αττικά προϊόντα, που ακολουθούν ανατολικά πρότυπα59. Το ενιαίο, καμπύλο περίγραμμα του σώματος, η αύξηση  του σωματικού όγκου,  η γύμνια,  όπως και το ανύπαρκτο και σε αυτά  σχεδόν  μέτωπο απο- τελούν  κοινά  χαρακτηριστικά με το τεγεατικό εύρημα.  Όμως,  τα παραπάνω αττικά ειδώλια  έχουν τα χέρια κατά μήκος του σώματος, πατούν σε ορθογώνια βάση, σε αυτά σχηματίζεται κενό ανάμεσα στα σκέλη, ο κορμός  δεν είναι τόσο βραχύς όσο του τεγεατικού, ενώ διαφέρουν και ως προς τα χα- ρακτηριστικά του προσώπου.
Εκτός από τις γυμνές γυναικείες μορφές με τα χέρια και τις παλάμες προσκολλημένα στα πλευρά,την ίδια εποχή, αλλά σπανιότερα, απαντά ο τύπος της γυμνής γυναικείας μορφής  με το ένα χέρι στο αιδοίο  και το άλλο στο μαστό60. Εξάλλου, ανάμεσα στους διάφορους τύπους ειδωλίων  και ανάγλυ- φων πλακιδίων που κατασκευάζονται με την τεχνική της μήτρας κατά το τελευταίο τέταρτο του 8ου και το α΄ τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. ήταν και ο τύπος  της γυμνής  ιστάμενης θεάς61,  της φοινικικής Αστάρτης62



Εικ. 3. Χάλκινο ειδώλιο από το ναό του Απόλλωνα στουςΔελφούς (Perdrizet 1908, πίν. ΙΙ, αριθ. 7).

Την ίδια εποχή ή λίγο αργότερα εμφανίζονται γυμνές γυναικείες μορφές με τα δύο χέρια στους μαστούς, οι οποίες θα εξελιχθούν σε κύριο θέμα της δαιδαλικής μικροπλαστικής63. Οι γυμνές μορφές  δεν είναι, εξάλλου, άγνωστες στην ίδια την Τεγέα στα τέλη του 8ου και στις αρχές  του 7ου αι. π.Χ.64. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι τόσο ο τύπος της γυμνής γυναικείας μορφής  όσο και αρκετά ειδώλια  ζώων  σε χαλκό  βρίσκουν τα καλύτερα παράλληλά τους σε συριακά πρότυπα από ελεφα- ντόδοντο (της ομάδας Loftus)65. Και είναι παράδοξο ότι η Μ. Voyatzis χρησιμοποιεί ακριβώς αυτή την ομοιότητα για να χρονολογήσει το υπό εξέταση  ειδώλιο  στο 12ο αιώνα66.
Το πλησιέστερο στο τεγεατικό εύρημα  παράλληλο, ως προς τη στάση των χεριών  και των πο- διών67 και τη διαμόρφωση του κορμού,  είναι χάλκινο ακέφαλο ειδώλιο  από το ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς68 (E ι κ. 3). 


Είναι πολύ οξειδωμένο και δεν διακρίνεται το φύλο, πάντως κατατάσσεται από τους μελετητές στον τύπο της γυναικείας μορφής  με τα χέρια στους μαστούς και αποδίδεται στα πρωιμότερα ευρήματα του ιερού (γεωμετρικών χρόνων)69. Οι κνήμες διαχωρίζονται και εδώ μεταξύ τους, όπως και στο τεγεατικό, χαρακτηριστικό που δεν απαντά στα αντίστοιχου τύπου ειδώλια  των προϊστορικών χρόνων. Στην Οξφόρδη φυλάσσεται μικρού  μεγέθους (ύψος  μόλις 0,037 μ.) χάλκινο γεωμετρικό ειδώλιο, που χρησίμευε  ως λαβή (σφραγιστικού;) δισκαρίου, με αναφερόμενο τόπο προέλευσης την Ακρόπολη των Αθηνών, στον τύπο της Αφροδίτης pudica. Μάλιστα,  το χέρι που κατα- λήγει στο μαστό διαγράφει την ίδια κυκλική  τροχιά  με αυτή του ειδωλίου της Τεγέας,  ενώ και στο κεφάλι επικρατούν ανδρικά χαρακτηριστικά70. Ένα δεύτερο χάλκινο γυμνό ειδώλιο, ανδρικό όμως, από τη θέση Άγιος  Γεώργιος Παπούρα, επίσης στην Οξφόρδη, πιθανώς του 8ου-7ου  αι. π.Χ., επαναλαμβάνει τη στάση, με τα χέρια εμπρός – όχι επάνω – στο στήθος και με επίπεδο κεφάλι στην κορυφή. Τα πόδια  ελαφρώς λυγισμένα, χωρίζονται μεταξύ  τους71.


Αναβίωση  μυκηναϊκών  στοιχείων στην υστερογεωμετρική και αρχαϊκή πλαστική
Εφόσον το ειδώλιο δεν είναι προϊστορικό, μπορεί να θεωρηθεί αναβίωση ενός διαχρονικού λα- τρευτικού τύπου.  Δεν είναι τυχαίο  ότι από το β´ τέταρτο του 8ου αι. π.Χ. επανεμφανίζονται τόσο στην ειδωλοπλαστική όσο και γενικότερα στην τέχνη πολλοί τύποι των υστεροελλαδικών χρόνων. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε, επίσης, ότι η Τεγέα αποτελούσε σημαντικό κέντρο παραγωγής με- τάλλινων αναθημάτων από τον 8ο αι. π.Χ. και εξής72.

Η επανεμφάνιση του θέματος της έφιππης  γυναικείας μορφής,  καθιστής στο πλάι (rider seated side-saddle type), που απαντά συχνότερα στην Αρκαδία (Αλέα, Λουσοί) σε σχέση με άλλες περιοχές κατά  την ύστερη γεωμετρική και την αρχαϊκή περίοδο, ερμηνεύεται ως έκφραση της επιβίωσης  μι- νωικών  και μυκηναϊκών θρησκευτικών εθίμων στην Αρκαδία73. Πράγματι, ο τύπος απαντά, αν και σπάνια,  τόσο σε αντίστοιχα ΥΕ/YΜ IIIB έφιππα  ειδώλια  όσο και σε σφραγίσματα, σφραγιδόλιθους και πλακίδια από ελεφαντόδοντο και υαλόμαζα74. 


Δεν μπορούμε, βέβαια,  να παραβλέψουμε το γεγονός  ότι ο ίδιος τύπος  απαντά και στην Κύπρο  από τα τέλη της εποχής  του Χαλκού έως και τους γεωμετρικούς χρόνους, με τη διαφορά ότι όλα τα γνωστά παραδείγματα είναι ανδρικά75. Αξίζει,  μά- λιστα, να σημειωθεί  ότι, ενώ στους  προϊστορικούς χρόνους ο τύπος  αυτών  των ειδωλίων  απαντά μόνο σε πηλό, κατά  τους υστερογεωμετρικούς και τους αρχαϊκούς χρόνους εμφανίζεται και σε μέ- ταλλο. Κάτι αντίστοιχο, όπως προαναφέρθηκε, παρατηρείται και στο υπό εξέταση  ειδώλιο  της Τε- γέας. Αν και μετάλλινο,  η διαμόρφωση και το πλάσιμο του σώματος, αλλά και η κεφαλή  παραπέμ- πουν σε πήλινα πρότυπα. Η φυσιοκρατική διάπλαση και οι «γεμάτες»  πλάγιες  όψεις υποδηλώνουν ότι το πρότυπο θα μπορούσε να είναι επίσης κάποιο  υλικό που λαξεύεται (ξύλο, ελεφαντόδοντο), ώστε να δίνει στρογγυλότερους όγκους.
Ανάμεσα στα πολλά αρχαϊκά ειδώλια  από τον Άγιο Σώστη της Τεγέας,  που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του Κ. Ρωμαίου, είναι και αυτό  που παριστάνει γυναικεία μορφή  καθισμένη στη ράχη καμήλας76. Η μορφή, αν και χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ.77, μοιάζει  αρχαι- ότροπη και σχετίστηκε από τη Θ. Καράγιωργα με την ανατολική χθόνια Αφροδίτη78, τη λατρεία της οποίας  κατά  τον Παυσανία (VIII 53, 7) εισήγαγε  στην Τεγέα  από την κυπριακή Πάφο η Λαοδίκη, ιδρύοντας ναό πλάι στο ιερό των «καρποφόρων» θεών (Δήμητρας-Κόρης)79.

Ακόμη, μικρό χάλκινο σύμπλεγμα από το ιερό της Αλέας, τοπικής κατασκευής, το οποίο παριστά ανδρική μορφή  που προσπαθεί να διαχωρίσει δύο τετράποδα, είναι εξίσου πιθανόν να επαναλαμ- βάνει το θέμα του Πότνιου ή της Πότνιας θηρών των μυκηναϊκών/μινωικών χρόνων80. Ενδιαφέρον είναι, τέλος, ότι ανάμεσα στα λίθινα ευρήματα των ανασκαφών του 19ου αιώνα από το ιερό της Αλέ- ας συγκαταλέγεται και τμήμα μαρμάρινου ειδωλίου, που αν δεν είναι όντως πρωτοκυκλαδικό81, τότε αποτελεί  ανάμνηση των βιολόσχημων προϊστορικών αντιστοίχων82.
Εκτός Τεγέας, το πήλινο υστερογεωμετρικό σύμπλεγμα που παριστά χορευτές σε κύκλο με ανθρώ- πινο σώμα και ζωόμορφο κεφάλι,  από το ιερό στο Πετροβούνι83, είναι επίσης ένα παλαιό  θέμα. Επτά σχεδόν αιώνες προγενέστερο είναι το πήλινο σύμπλεγμα γυναικείων ειδωλίων χορευτριών από οικιακό ιερό στο Παλαίκαστρο της Κρήτης84. 

Μεγάλος αριθμός χάλκινων ειδωλίων που αναπαριστούν ποιμένες και αποτελούν μια συμπαγή ομάδα κατασκευάζονται από τον 7ο, κυρίως όμως κατά τον 6ο και τον 5ο αι. π.Χ.85. Κάποια, μάλιστα, από αυτά του 6ου αι. π.Χ.86  φορούν το ίδιο κοντό περίζωμα με το υστερο- κυπριακό ειδώλιο του χάλκινου κερασφόρου θεού από το ιερό της Έγκωμης, που συχνά ταυτίζεται με τον Απόλλωνα Κερεάτη των ιστορικών χρόνων87. Το ίδιο χαρακτηριστικό περίζωμα, όμως, απαντά και σε ανδρικό μινωικό ειδώλιο του 12ου αι. π.Χ. από την περιοχή  του Ρεθύμνου88. Η αναφορά του Παυ- σανία (VIII, 34, 5) σχετικά  με την ύπαρξη ιερού του κερεάτα Απόλλωνα στη νότια Μεγαλοπολίτιδα89 πιθανότατα δηλώνει ότι ο θεός λατρευόταν ως προστάτης των κερασφόρων ζώων στην Αρκαδία90 και επιβεβαιώνει την αναβίωση στοιχείων παλαιότερων λατρειών και κατ’ επέκταση χαρακτηριστικά της μινωικής και μυκηναϊκής ειδωλοπλαστικής στην Αρκαδία των αρχαϊκών χρόνων91.

Τα αρχαιότροπα χαρακτηριστικά της κεφαλής, όπως προαναφέρθηκε, παραπέμπουν επίσης σε προϊστορικά αντίστοιχα. Έχει προ πολλού αναγνωριστεί ότι η χαλκοπλαστική των ύστερων γεωμετρικών και των αρχαϊκών χρόνων αντλεί από μινωικά και μυκηναϊκά πρότυπα92. Τα πήλινα χειροποίητα ειδώλια των περιόδων αυτών από την Ολυμπία διακρίνονται για τα αρχαιότροπα χαρακτηριστικά τους93. Γυναικείο υστερογεωμετρικό χάλκινο ειδώλιο επαναλαμβάνει τα πεταχτά αυτιά και το τονισμένο πηγούνι94.
Από το ίδιο το ιερό της Αλέας προέρχεται κεφάλι πήλινου (αρχαϊκού;) ειδωλίου με χαρακτηριστικά που θυμίζουν την ΥΕ ΙΙΙΓ κεφαλή  της Ασίνης95.  Δεύτερη κεφαλή  χάλκινης καθιστής ανθρώπινης(;) μορφής του 8ου αι. π.Χ.96 παραπέμπει επίσης σε παλαιότερους τύπους. Από το ιερό του Απόλλωνα Τυ- ρίτα στην Κυνουρία προέρχεται αρχαϊκό, χειροποίητο, κοινού  τύπου ειδώλιο, η διαμόρφωση του κε- φαλιού του οποίου  δεν διαφέρει από αυτή των μυκηναϊκών χειροποίητων ειδωλίων97.
Χάλκινη ιστάμενη γυμνή γυναικεία μορφή από την ακρόπολη της Ασίνης με τα χέρια στην κοιλιά (εγκυμονούσα) θυμίζει ως προς το μέγεθος της κεφαλής, το προτεταμένο πηγούνι  – που προσδίδει αν- δροπρεπή όψη –, τους ευρείς και βραχείς ώμους και κυρίως ως προς τη στάση των σκελών το τεγεατικό εύρημα98.  Είναι, μάλιστα, αξιοσημείωτη η ομοιότητά της σε κατατομή στο πρόσωπο και στο λαιμό με τα κυκλαδικά ειδώλια99

Στη Λακωνία πολλά από τα πήλινα χειροποίητα ειδώλια  από το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος και το Μενελάιο επαναλαμβάνουν τύπους και χαρακτηριστικά της μυκηναϊκής και της προμυκηναϊκής ειδωλοπλαστικής100. Τα ευρήματα αυτά  προέρχονται όχι από γεωμετρικά, αλλά από στρώματα της ανατολίζουσας περιόδου και συνυπάρχουν με ειδώλια που έχουν κατασκευαστεί σε μήτρα. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται, εκτός από τα έφιππα  γυναικεία101, αυτά που αναπαριστούν παρασκευαστές ψωμιού  (bread-makers)102, θέμα γνωστό  και κατά  την ΥΕ ΙΙΙ103. Η παρουσία, εξάλλου, στο ίδιο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος ανδρικής γυμνής μορφής  με τα χέρια στους μαστούς, δηλώνει τη μακρά  ζωή του τύπου  και τη διαρκή επίδραση από τα ανατολικά πρότυπα104. Αρκετά από τα χαρακτηριστικά του τεγεατικού ειδωλίου εμφανίζουν μικρά χάλκινα ειδώλια  κούρων από το Μενελάιο της αρχαϊκής περιόδου (α΄ τέταρτο 6ου αι. π.Χ.)105. Η επίπεδη  κορυφή του κεφαλιού, ο τονισμός  του οριζόντιου άξονα στους ώμους,  το βραχύ  σώμα και τα μακρύτερα πόδια,  οι τονισμένοι γλουτοί,  και κυρίως  η στάση των ποδιών  του ειδωλίου, η ελαφρά κάμψη στα γόνατα, τα ενωμένα  πέλματα  και το κενό ανά- μεσα στα σκέλη, θυμίζουν έντονα  τα λακωνικά αναθήματα. Η διαφορά είναι ότι στους λακωνικούς κούρους, πέρα από την τοποθέτηση των χεριών,  η μυολογία διαγράφεται, έστω και υποτυπωδώς, έντονα,  το πρόσωπο είναι πιο τριγωνικό και τα μάτια, όπως και το πηγούνι,  δηλώνονται εντονότερα. Παρ’ όλα αυτά,  το τεγεατικό ανάθημα φέρει ακόμη καλύτερη επεξεργασία από τα λακωνικά αντί- στοιχα.  Από το ιερό της τεγεατικής στο Μαυρίκι προέρχονται δύο αποσπασματικά σωζόμενοι μικ- κύλοι μολύβδινοι κούροι,  πιθανώς λακωνικές εισαγωγές του 7ου αι. π.Χ., που αν και διαφέρουν ως προς τη στάση, ομοιάζουν ως προς τη διαμόρφωση του κορμού  με το υπό εξέταση  ειδώλιο106.
Η επανάληψη, εξάλλου, μυκηναϊκών τύπων στην ειδωλοπλαστική των ύστερων  γεωμετρικών και των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων, τόσο σε χειροποίητα όσο και σε τροχήλατα ειδώλια, είναι συνήθης στο Αιγαίο 107. Το φαινόμενο απαντά εξίσου, αν όχι και περισσότερο έντονα,  στην ανατολική ηπειρωτική Ελλάδα, είναι μάλιστα περισσότερο εμφανές σε «περιφερειακές» θέσεις του μυκηναϊκού κόσμου, όπως η Λήμνος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα τροχήλατα ειδώλια  από την Ηφαιστεία, του τέλους του8ου αι. π.Χ.108. Τον 8ο και τον 7ο αι. π.Χ., εξάλλου, στην Κύπρο αλλά και στην Ελλάδα επανεμφανίζεταιο τύπος της θεάς με τα υψωμένα χέρια, καθώς και αυτός  του πλήττοντος θεού (smiting god) 109.
Στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. ξεκινά η εποχή της επέκτασης της σπαρτιατικής δύναμης, που θα κορυφωθεί με τους Μεσσηνιακούς πολέμους, στους οποίους λίγο πολύ θα εμπλα- κούν όλες οι ισχυρές  πελοποννησιακές πόλεις. Και είναι αυτή ακριβώς η εποχή, το β´ μισό του 8ου αιώνα,  που παρατηρείται έντονα  το φαινόμενο της ηρωολατρείας110. H λεγόμενη  «Ελληνική Ανα- γέννηση»  (770-700 π.Χ. περίπου)111 αποτελεί  επανασύνδεση με το ηρωικό  παρελθόν112 και είναι εμ- φανής σε όλους τους τομείς της τέχνης. Θεωρείται πολύ πιθανό ότι – εκτός από την αύξηση του αριθ- μού των ιερών113 – η μνήμη της ιερότητας συγκεκριμένων χώρων  επιβίωσε, ενδυναμώθηκε μάλιστα στη μετάβαση από τον 8ο στον 7ο αι. π.Χ., περίοδο κατά  την οποία  η διάδοση των ομηρικών επών φαίνεται ότι υποκινεί  τη λατρεία των Μυκηναίων προγόνων114.
Είναι κοινώς αποδεκτό ότι μεταξύ της μυκηναϊκής θρησκείας και αυτής των πρώιμων ιστορικών χρόνων απαντούν πολλά κοινά στοιχεία,  στην πραγματικότητα η θρησκευτική συνέχεια είναι αδιά- σπαστη115.  Η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β επιβεβαίωσε ότι πολλές από τις λατρείες  θεοτή- των των ιστορικών χρόνων είχαν εγκαθιδρυθεί ήδη κατά την ανακτορική περίοδο116. Λαμβάνοντας υπόψη  ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και το λατρευτικό τυπικό αποτελούν κατά κανόνα τις πλέον συντηρητικές εκφάνσεις μιας κοινωνίας και υπόκεινται σε αλλαγές με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από άλλους  τομείς της ζωής, πολύ περισσότερο σε μια ορεινή περιοχή όπως η Αρκαδία, πιθανότατα μπορούμε να εντοπίσουμε επιβιώσεις κρητομυκηναϊκών στοιχείων τόσο στο τεγεατικό εύρημα, πολύ περισσότερο δε σε αυτές τις ίδιες λατρείες  της Αρκαδίας που φανερώνουν έναν πρώιμο χαρακτήρα117.


Ο C. Dugas αναγνώρισε στο ειδώλιο  της Τεγέας  την Αφροδίτη, ως θεά της γονιμότητας, ή εναλ- λακτικά πρότεινε  τη σύνδεσή  του με τη λατρεία της Δήμητρας και της Κόρης118.  Η Μ. Jost και η M. Voyatzis επισημαίνουν ότι μόνο στους κλασικούς χρόνους αποδίδεται στη λατρευόμενη θεότητα του ναού της Τεγέας  το όνομα Αθηνά Αλέα119.  Έως τότε η θεότητα μνημονεύεται απλώς  ως Αλέα. Δια- πιστώνουν, δηλαδή, με βάση και το είδος των γεωμετρικών αναθημάτων ότι η πρωταρχική λατρεία συνδεόταν με κάποια θεότητα της γονιμότητας, μια Πότνια θηρών120. Ωστόσο, από τον 7ο αι. π.Χ. και μετά, τα χαρακτηριστικά μιας πολεμικής και προστάτιδας θεάς φαίνεται ότι επισκίασαν όλα τα άλλα121.


Αλέα, εξάλλου, κατά  πάσα πιθανότητα σημαίνει προστάτιδα, αυτή στην οποία κανείς  βρίσκει κατα- φύγιο122. Η διατήρηση του ιερού, που ακμάζει και στους κλασικούς χρόνους, ενώ το κέντρο  της πό- λης-κράτους της Τεγέας  μεταφέρεται αλλού, υποδηλώνει ότι η λατρεία έχει βαθιές  ρίζες στη συγκε- κριμένη θέση123. Τα λιγοστά υστεροελλαδικά ευρήματα, στην πλειονότητά τους του 12ου και 11ου αι. π.Χ., ενδέχεται να υποδηλώνουν μια θρησκευτική δραστηριότητα ήδη από τότε, αν όχι από την ΥΕ ΙΙΙΑ2  σύμφωνα με το ειδώλιο των πιο πρόσφατων ανασκαφών124. Το μετάλλινο  ειδώλιο, μάλιστα, με τα χέρια στους μαστούς ταιριάζει ως ανάθημα σε μια γονιμική  θεότητα125. Πιθανότατα στην Τεγέα διατηρούνται κάποια από τα αρχαιότερα χαρακτηριστικά της λατρείας της Αθηνάς και όχι της Αφροδίτης126. Η απουσία ευρημάτων και το κενό που δημιουργείται ανάμεσα στην ΥΕ ΙΙΙΓ ύστερη/υπομυ- κηναϊκή  και την ύστερη πρωτογεωμετρική περίοδο δηλώνει προς το παρόν μικρής διάρκειας διακοπή της λατρείας127• όταν, ωστόσο, η θρησκευτική δραστηριότητα επαναλαμβάνεται έντονα,  φαίνεται ότι στοιχεία και σύμβολα της λατρείας μιας μυκηναϊκής θεότητας επανέρχονται και ενσωματώνονται στις τελετουργίες και αντιλήψεις της λατρείας των πρώιμων  ιστορικών χρόνων. Τα είδη των αναθημάτων του 8ου αι. π.Χ. είναι ενδεικτικά128.

Η Αρκαδία, όπως και η Κύπρος129, θεωρείται ότι αποτέλεσε τον ορεινό θύλακα στον οποίο κα-τέφυγαν οι κάτοικοι των ανακτορικών κέντρων και που κατά  συνέπεια  διατήρησε τις μυκηναϊκές παραδόσεις και τον πολιτισμό130. Η αντίληψη αυτή έρχεται  σε αντίθεση με το γεγονός ότι κατά  την ΥΕ ΙΙΙΓ η εικόνα που διαμορφώνεται για την κατοίκηση στην περιοχή είναι η αραίωση131. Δυστυχώς, με τα έως σήμερα στοιχεία  η εικόνα  για την Αρκαδία των μυκηναϊκών και των πρώιμων  ιστορικών χρόνων είναι αποσπασματική. 

Η μετάβαση στην υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετρική εποχή είναι ασαφής, δεν φαίνεται όμως να παρουσιάζει σημαντικές διαφορές από τα τέλη της περιόδου στην υπόλοιπη Πελοπόννησο. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να προκρίνουμε την κατασκευή του ειδω- λίου της Τεγέας στους τελευταίους γεωμετρικούς ή πιθανότερα στους αρχαϊκούς χρόνους, μια εποχή που φαίνεται ότι τόσο το ιερό της Αλέας στην Τεγέα όσο και άλλα αρκαδικά ιερά ακμάζουν. Tα στι- λιστικά κριτήρια και οι ευρύτερες καλλιτεχνικές τάσεις, αλλά και οι ίδιες οι ιστορικές συνθήκες κα- θιστούν πιθανότερη τη χρονολόγησή του στα τέλη του 8ου ή στον 7ο αι. π.Χ. Αναμφίβολα, ο τύπος έλκει την καταγωγή του από προϊστορικά, αντίστοιχου τύπου  ειδώλια,  όσο ελκυστικό όμως και αν είναι το ενδεχόμενο σχέσεων και επαφών με την Κύπρο κατά τα τέλη του 13ου και τον 12ο αι. π.Χ., λείπουν προς το παρόν τα αρχαιολογικά τεκμήρια που θα το επιβεβαιώσουν. Αντίθετα, στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. πιθανότατα φθάνουν οι πρώτες  ανατολικές επιδράσεις στην Τεγέα132.
Οφείλουμε, όμως, να σημειώσουμε ότι η Αρκαδία, πολύ περισσότερο η προϊστορική, είναι ελά- χιστα ερευνημένη ανασκαφικά. Είναι  πιθανόν η μελλοντική  έρευνα  ή ακόμη  και μια «ανασκαφή» στις αποθήκες των μουσείων  της ηπειρωτικής Ελλάδας να αποκαλύψει και άλλα αντίστοιχα ευρήματα, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τελικά πρόκειται όχι για αναβίωση, αλλά για επιβίωση  του τύπου.



ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ


* Εκτός από τις συντομογραφίες των παραπομπών, που παρατίθενται μαζί με τη βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου, χρησιμοποιούνται και οι ακόλουθες:ΥΕ: Υστεροελλαδική. ΥΜ: Υστερομινωική. ΥΚ: Υστεροκυπριακή.
1. Μendel 1901, σ. 256. Dugas 1921, σ. 381, αριθ. 141, σ. 403, εικ. 59, αριθ. 247-248, σ. 424, εικ. 63, αριθ. 345, σ. 425, εικ. 64, αριθ. 357. Hope Simpson 1965, σ. 40. Ηowell 1970, σ. 113. Hope Simpson - Dickinson 1979, σ. 76. Hope Simpson - Dickinson 1981, 85. Voyatzis 1990, σ. 63-65, πίν. 1, 83, σ. 240-241, πίν. 173 και 177, σ. 210, πίν. 163, αριθ. Β 243, 252.
2. Østby 1994, σ. 62, πίν. 24 e. Østby et al. 1994, σ. 101, 117, 120, 134, αριθ. ΙΑ1 και εικ. 43, 136, αριθ. IID1, εικ. 60. Tom- linson 1994-1995, σ. 12, 14. Voyatzis 1999, σ. 132. Voyatzis 2002, σ. 159-160, εικ. 1. Voyatzis 2004, σ. 189. Όλα τα ευρήματα προ- έρχονται από την ίδια περιοχή,  εμπρός, βόρεια  δηλαδή, ή και από τον πρόναο του κλασικού ναού.
3. Dugas 1921, σ. 357, εικ. 18, αριθ. 56. Voyatzis 1985, σ. 158-159, πίν. ΧΧ. Voyatzis 1990, σ. 65, 123-124, 305, πίν. 60.
4. Ο Dugas (Dugas 1921, σ. 357), που το δημοσίευσε, αναγνώρισε τη συγγένειά του με τους μυκηναϊκούς τύπους, κατέληξε όμως ότι η πλήρης γύμνια αποτελεί  χαρακτηριστικό των πήλινων και των χάλκινων ειδωλίων  της αρχαϊκής εποχής. O Müller (Müller 1929, σ. 83) αναγνωρίζει ότι δεν κατατάσσεται σε κάποια από τις κατηγορίες του και το χρονολογεί στους πρώιμους αρχαϊκούς χρόνους. Ο Kaulen (Kaulen 1962, σ. 18 και πίν. ΙV, αριθ.  1) το χρονολογεί στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο. Στο LIMC II, 1984, σ. 46, s.v. Aphrodite (A. Delivorrias), αριθ. 353, κατατάσσεται στον τύπο της Αφροδίτης των γεωμετρικών/δαιδα- λικών χρόνων και αποδίδεται στον 8ο αι. π.Χ. Η Jost (Jost 1985, σ. 153, πίν. 37, αριθ. 2) το θεώρησε έργο ελληνικού εργαστηρίου του 7ου ή 6ου αι. π.Χ. Το ίδιο και η Langdon (Langdon 1984, σ. 228), η οποία είναι κατηγορηματική ότι δεν μπορεί να χρονο- λογηθεί πριν από τον 7ο αι. π.Χ.
5. Voyatzis 1985, σ. 160. Voyatzis 1990, σ. 124.
6. Θερμές ευχαριστίες οφείλω στη δρ. Α.Β. Καραπαναγιώτου (ΛΘ΄ ΕΠΚΑ), η προσπάθεια της οποίας να το εντοπίσει στις αποθήκες της Τεγέας,  δυστυχώς, απέβη άκαρπη.
7. Voyatzis 1990, σ. 305. O Dugas (Dugas 1921, σ. 357) δίνει ύψος  0,102 μ.
8. Voyatzis 1990, σ. 305. Αντιθέτως, η Langdon (Langdon 1984, σ. 228) το θεωρεί μολύβδινο (δεν διευκρινίζεται, ωστόσο, εάν το έχει εξετάσει η ίδια ή όχι) και υποστηρίζει ότι και το ίδιο το υλικό κατασκευής (μόλυβδος) συνηγορεί στην απόδοσή του στον 7ο αι. π.Χ.
9. Βλ. Sapouna-Sakellarakis 1995, σ. 106-108, όπου παρατηρεί ότι η συγκεκριμένη χειρονομία εμφανίζεται ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους, διακρίνεται δε σε υποκατηγορίες, ανάλογα με το αν τα χέρια τοποθετούνται επάνω ή κάτω από τους μαστούς και εάν αλληλοκαλύπτονται. Το τεγεατικό ειδώλιο  κατατάσσεται από  αυτή  την πλευρά  στην κατηγορία Αb (Sapouna-Sakellarakis 1995, σ. 107).
10. Πολυάριθμα είναι τα θεσσαλικά νεολιθικά ειδώλια  με τα χέρια στους μαστούς. Για τη νότια  Ελλάδα ενδεικτικά βλ. Schachermeyr 1976, πίν. 8b και Talalay 1983, εικ. 2-7, 12, 14-16, 19, 20, ιδιαίτερα σ. 73-74 (πήλινα  ειδώλια  με τα χέρια στους  μαστούς, τα οποία  μάλιστα  διαγράφουν κυκλική  τροχιά,  από το Φράγχθι Ερμιονίδας). Müller 1929, σ. 15, πίν. ΙΙΙ, αριθ. 56 κ.ε., 61 (Σπάρτη).
11. Ενδεικτικά, βλ. Branigan 1974, σ. 50-51, 194, πίν. 24, αριθ. 3129 (μολύβδινο ειδώλιο από το στρώμα II g της Τροίας), και ιδίως αριθ. 3132 (μολύβδινο ειδώλιο από την Αντίπαρο). Για το τελευταίο, βλ. και Sapouna-Sakellarakis 1995, σ. 87, πίν.
1, αριθ. 149.
12. Verlinden 1984, πίν. 1, αριθ. 1 (Αρχάνες/προανακτορικό), πίν. 2, αριθ. 9 (Γιούχτας/παλαιοανακτορικό), πίν. 35, αριθ.
76 και πίν. 41, αριθ. 89 (Αγία  Τριάδα/νεοανακτορικά), πίν. 42, αριθ. 91-92, πίν. 56, αριθ. 124 (Ψυχρό/νεοανακτορικά), πίν.
64, αριθ. 142 (Ψυχρό/μετανακτορικό) και 143 (Τσούτσουρος;/μετανακτορικό), πίν. 67, αριθ. 154 (Ψυχρό/ανδρικό, μετανα- κτορικό), πίν. 71, αριθ. 173 (Ψυχρό/μετανακτορικό), πίν. 72, αριθ. 175-177 (Ψυχρό/μετανακτορικά), πίν. 77, αριθ. 189-190 (Ψυχρό;/μετανακτορικά).
13. Ρεθεμιωτάκης 1998, σ. 26 και 67, εικ. 29, αριθ. 43 και εικ. 30, αριθ. 44 (Κνωσός  ΥΕ ΙΙΙΑ-Β), σ. 26 και 68, πίν. 21 ε, ς΄, εικ. 41, αριθ. 47 (Κνωσός,  Μουσείο  Ηρακλείου 4449, ΥΕ ΙΙΙ Α-Β), σ. 27, πίν. 81 α, β, εικ. 36, αριθ. 53 (Κνωσός,  ΥΕ ΙΙΙΑ-Β), σ.
45, πίν. 16, εικ. 18-19, αριθ. 183-184 (Αμάρι, Συλλογή Γιαμαλάκη), σ. 47, πίν. 46 ς΄, αριθ. 197 (Λασίθι ή Γάζι, Συλλογή Γιαμαλάκη).
14. Verlinden 1984, πίν. 86, αριθ.  217 (Φανερωμένη/γεωμετρικό). Νaumann 1976, πίν. 10 (Ηράκλειο Τκ 3904, ανδρική ενδεδυμένη μορφή από το Παλαίκαστρο/υπομινωικό), πίν. 15, αριθ. 1 (γυναικεία ενδεδυμένη μορφή, που φέρει πόλο, άγνω- στης προέλευσης, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου/υπομινωικό), πίν. 19, αριθ. 2 (ανδρικό γυμνό από τη Φανερωμένη/πρω- τογεωμετρικό), πίν. 28, αριθ. 1 (ανδρικό γυμνό από την Αμνισό/πρωτογεωμετρικό).
15. Νaumann 1976, πίν. 9, αριθ.  2 (ανδρικό γυμνό/υπομινωικό), πίν. 15, αριθ.  3 (γυναικεία ενδεδυμένη μορφή/υπομι- νωικό), πίν. 16, αριθ. 2 (γυναικεία ενδεδυμένη μορφή/υπομινωικό), πίν. 18, αριθ. 1-2 (γυναικεία ενδεδυμένη μορφή/υπομι- νωικό).  Verlinden 1984, πίν. 82, αριθ.  205 (Ψυχρό/πρωτογεωμετρικό), πίν. 93, αριθ.  238 (Ψυχρό/γεωμετρικό). Για τα επτά ειδώλια  από το Ψυχρό (ένα σήμερα στο Μουσείο  Ηρακλείου και τα υπόλοιπα στην Οξφόρδη), βλ. και Νaumann 1976, πίν.
 17, αριθ. 1-4 και πίν. 18, αριθ. 1-3. Επειδή  τα ειδώλια  του Ψυχρού προέρχονται από άγνωστο context, χρονολογούνται επι- σφαλώς με βάση στιλιστικά  κριτήρια• έχουν  αποδοθεί κατά  καιρούς και κατά  ομάδες από τους μινωικούς έως τους γεω- μετρικούς χρόνους (βλ. Boardman 1961, σ. 6-10). Ο ίδιος (ό.π., σ. 6, 9) χρονολογεί τα γυμνά γυναικεία ειδώλια που βρίσκονται στην Οξφόρδη στους γεωμετρικούς χρόνους.
16. French 1971, σ. 109-110, εικ. 2 (ειδικά,  αριθ.  h, j) και πίν. 13a. Τα ειδώλια  αυτού  του τύπου  θεωρούνται μινωικής έμπνευσης. Παρόμοια και από την Κέα, βλ. French 1971, σ. 110, πίν. 13c, d. Πρόσφατα πήλινα χειροποίητα ειδώλια  αυτού του τύπου  αποκαλύφθηκαν και στο θαλαμοειδή τάφο  «Τσαγκλή  5» ή «Ελληνικά 6», στα Ελληνικά Ανθείας Μεσσηνίας, βλ. Αραπογιάννη 2006, σ. 159 και εικ. 3. Ο τύπος  θα εξελιχθεί  στη συνέχεια στη χαρακτηριστική στάση  των Φ-σχημων ΥΕ/ΥΜ  χειροποίητων πήλινων  ειδωλίων.
17. Ρεθεμιωτάκης 1998, σ. 126-127. Για πρωιμότερα παραδείγματα, βλ. D’Agata 1999, σ. 25, πίν. V, αριθ. Α 4, Α 27-28, πίν. VIII, αριθ. Α 17, πίν. ΙΧ, αριθ. Α 14. Βλ. επίσης ΥΜ ΙΙΙ μετάλλινο  ειδώλιο  από την Αγία  Τριάδα, D’Agata 1999, σ. 37, πίν. Χ, αριθ. Β 15.
18. Δημακοπούλου 1970, σ. 174-175, 180-181, σχέδ. 1, πίν. 58α, β, 59β. Βλ. επίσης Δημακοπούλου 1988, σ. 98-101, 196, αριθ.  24, ιδίως 25, 168 (μοιάζουν ως προς την απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου και όχι ως προς την κόμη)• D’Agata 1996, 41-44• Demakopoulou 1999, 197-198, πίν. XLb, XLIa-f.
19. Taylour 1969, πίν. ΧΙΙ, ΧΙΙΙ. Taylour 1970, πίν. ΧXXVIΙΙb, c, ΧΙΙΙa, b, XLIIb. Moore - Taylour 1999, σ. 46-50, πίν. 12-22, εικ. 20. Δημακοπούλου 1988, σ. 196-197, αριθ. 167-168. Μάλιστα,  ένα ενδεδυμένο έχει τα χέρια κάτω από τους μαστούς, ακριβώς όπως και το τεγεατικό. Δεύτερο ειδώλιο  με την ίδια στάση αποκαλύφθηκε πρόσφατα στη Μιδέα  (Demakopoulou1999, σ. 197-198, πίν. XLb, XLIa-f).
20. French 1971, σ. 108-112, εικ. 2. Αραπογιάννη 2006, εικ. 3.
21. Ρεθεμιωτάκης 1998, σ. 20 και πίν. 30 (αριθ. 6), σ. 20 και πίν. 41-42 (αριθ. 25), πίν. 44 (αριθ. 26), σ. 22 και πίν. 60 (αριθ. 18).
22. Πρβλ. την παρατήρηση της Naumann (Naumann 1976, σ. 40) ότι τα υπομινωικά μετάλλινα δεν είναι περίοπτα έργα και η πλάγια  όψη τους δεν χρήζει  παρατήρησης.
23. Ελάχιστα χάλκινα ειδώλια  από την ηπειρωτική Ελλάδα είναι γνωστά. Τα περισσότερα, μάλιστα,  στον τύπο του
«πλήττοντος θεού» (smiting god) προέρχονται από ΥΕ ΙΙΙΒ-Γ στρώματα και αποτελούν εισηγμένα αντικείμενα από τη Συ- ροπαλαιστίνη ή την Ανατολία (Nicholls 1970, σ. 19. Schweitzer 1971, σ. 125-126. Cline 1994, σ. 133-135. Για αναλυτική συζή- τηση, βλ. Gallet de Santerre 1987, σ. 7 κ.ε.). Ελλαδικής προέλευσης είναι αυτό από το Παυλοπέτρι Λακωνίας και – αν και οι ανασκαφείς το θεώρησαν μυκηναϊκό – πιθανότερα είναι πρωιμότερο (βλ. Sapouna-Sakellarakis 1995, σ. 85, 135 και πίν. 1, αριθ. 146, η οποία βρίσκει τα ακριβή  του παράλληλα σε δύο ειδώλια  από τον Γιούχτα). Δεν μοιάζει,  όμως, καθόλου με το τεγεατικό. Από  τον Κάμπο  της Λακωνίας προέρχονται, επίσης, δύο  μολύβδινα ειδώλια  (βλ. Μαρινάτος 1963, σ. 96-97• Schweitzer 1971, σ. 124 κ.ε., πίν. 113-114• Sapouna-Sakellarakis 1995, σ. 83-85, 135, πίν. 33, αριθ. 144, 145• πρόκειται για μυκη- ναϊκές  απομιμήσεις ΥΜ ΙΙΙ προτύπων). Ούτε αυτά  μοιάζουν με το τεγεατικό. Βλ. και Dickinson (Dickinson 2006, σ. 153), ο οποίος επισημαίνει ότι τα μετάλλινα ειδώλια δεν αποτελούν χαρακτηριστικά του μυκηναϊκού πολιτισμού, τα ελάχιστα που απαντούν είναι αναμφίβολα μετανακτορικά και προέρχονται από την Εγγύς Ανατολή. Ο Catling (Catling 1964, σ. 258) απο- δίδει την απουσία μετάλλινων ειδωλίων  στο γεγονός ότι ο χαλκός ήταν ακριβό  υλικό για τους Μυκηναίους.
24. Η Naumann (Naumann 1976, σ. 40-41) παρατηρεί ότι τα γεωμετρικά μετάλλινα ειδώλια αντλούν από τα μινωικά εργαστήρια, αφού  τα μυκηναϊκά είναι ανύπαρκτα. Naumann 1976, σ. 42: »Und wenn einmal die Verbindungen zwischen der Insel und dem Festland in den hier behandelten Epochen mit größerer Klarheit fassbar geworden sein werden, so wird sich vielleicht her- ausstellen, dass in der frühen griechischen Bronzeplastik ein Teil minoischen Erbes weiterlebte und dass damit Kreta für die Protoge- ometrische Bronzekunst eine ähnliche Rolle spielte wie Mykene für die frühe griechische Keramik«. Ο Nicholls (Nicholls 1970, σ.
18-19) υποστηρίζει ότι η κρητική σχολή παραγωγής ειδωλίων,  αν και σε ύφεση κατά το διάστημα 1200-700 π.Χ., ακολουθεί την προγενέστερη παράδοση.
25. Enkomi I, σ. 257. Catling 1971, σ. 28-29. Όπως στην Ελλάδα, έτσι και στην Κύπρο έχει μακρά προϊστορία που ξεκινά από τη χαλκολιθική περίοδο, ενδεικτικά, βλ. Karageorghis 1977, πίν. 7a, b.
26. Αξίζει,  μάλιστα,  να σημειωθεί  ότι τα μετάλλινα ειδώλια  με τα χέρια στους μαστούς στην πλειονότητά τους είναι ανδρικά. Εξαίρεση αποτελούν μικρό χάλκινο και δύο μολύβδινα γυναικεία ειδώλια  από την Έγκωμη, βλ. Enkomi I, σ. 257,
295 και Enkomi IIIa, πίν. 128, αριθ. 9 a-b, πίν. 138, αριθ. 6-8, πίν. 145, αριθ. 1-2,
27. Johnson 1980, σ. 21, πίν. ΧΧ, αριθ. 102, σ. 23, πίν. ΧΧIV, αριθ. 126, σ. 24, πίν. ΧΧV, αριθ. 133, σ. 29, πίν. ΧLI, αριθ.
201. Karageorghis 1977, εικ. 18 d, 19 a, 20 a, b, d. Courtois - Lagarce 1986, σ. 167-168, πίν. ΧΧΙΧ, αριθ. 11-13, 16.
28. Κarageorghis 1984, πίν. XXV, αριθ. 62. Voyatzis 1985, σ. 159, πίν. ΧΧ.
29. Ανδρικές μορφές  με γυναικεία στάση  και χαρακτηριστικά προσώπου όχι μόνο δεν είναι άγνωστες στην Εγγύς Ανατολή, αλλά έχουν και μακρά παράδοση, βλ. Karageorghis 1984, σ. 55-56 και σημ. 12 (με βιβλιογραφία). Οι ερμαφρόδιτες μορφές  εξάλλου δεν είναι άγνωστες στη μινωική  τέχνη, απαντούν, ωστόσο,  και κατά  την κλασική  εποχή, βλ. Sapouna-Sa- kellarakis 1995, σ. 148-159, που καταλήγει: »Die Hermaphroditen, Geschlechtslosen oder weiblich wirkenden, die «Θηλυστολία» tragenden Figuren müssen hingegen entweder als Verkörperung einer weiblichen Gottheit durch einen Priester, als Epiphanie derselben Gottheit oder schließlich als Festteilnehmer, und zwar nicht als einfache Mystern, sondern als Priester angesehen werden«.
30. Κarageorghis 1984, σ. 38: το κυπριακό έχει ύψος  0,103 μ.
31. Catling 1971, σ. 24-26, εικ. 8, 10. Κarageorghis 1984, σ. 55. Courtois - Lagarce 1986, σ. 76-79, 167-168. Τα γυναικεία ει- δώλια θεωρούνται προδρομικοί τύποι της Παφίας Αφροδίτης, βλ. Catling 1971, σ. 29 και Κarageorghis 1977, σ. 104, 109 κ.ε.
32. Τα ίδια χαρακτηριστικά απαντούν και στο μετάλλινο ειδώλιο της Πύλας, το οποίο επιπλέον φέρει δακτυλιόσχημη ζώνη, που αποδίδει πόλο ή κάποιο  είδος κόμμωσης,  όπως και κάποια αντίστοιχα πήλινα της περιόδου. Βλ. Karageorghis 1984, σ. 55.
33. Για μια εξαίρεση,  βλ. Johnson 1980, πίν. XXV, αριθ. 133.
34. Courtois - Lagarce 1986, σ. 69, 77-78, πίν. XVIII, αριθ. 1-9. Enkomi I, σ. 257, 295 και Enkomi IIIa, πίν. 138, αριθ. 6-8.
35. Voyatzis 1990, σ. 123-124. Η γύμνια  ήταν ακριβώς το στοιχείο  που είχε οδηγήσει τον Dugas (Dugas 1921, σ. 357) να θεωρήσει  το ειδώλιο  αρχαϊκό και όχι μυκηναϊκό, παρόλο που αναγνώρισε ότι ο τύπος απαντά και στα μυκηναϊκά.
36. Voyatzis 1985, σ. 160. Voyatzis 1990, σ. 124. Αναγνωρίζει, βέβαια,  ότι το τεγεατικό αποτελεί  έργο εμπειρότερου τε- χνίτη, εφόσον  το κυπριακό είναι εντελώς  μετωπικό  και αμελέστερης κατασκευής, ιδιαίτερα στην πίσω πλευρά  δεν φέρει καμία επεξεργασία.
37. Karageorghis 1983, σ. 370. Karageorghis 1984, σ. 69.
38. Η λατρεία της Παφίας Αφροδίτης είναι σπάνια  έξω από την Κύπρο.  Απαντά εκτός από την Τεγέα,  στις Σάρδεις και στη Ναύκρατη, βλ. Jost 1985, σ. 512 και Roy 1987, σ. 195 και σημ. 6.
39. Η Λαοδίκη, πιθανότερα, δεν ίδρυσε ναό, ο οποίος πρέπει να προϋπήρχε στην Τεγέα, αλλά εγκαθίδρυσε εκεί μόνον τη λατρεία της Αφροδίτης, αφιερώνοντας το λατρευτικό άγαλμα της θεάς, βλ. Roy 1987, σ. 194-195, πρβλ. ό.π., σ. 198, όπου σημειώνεται ότι η Λαοδίκη, αφού  στο αναθηματικό επίγραμμα του πέπλου  δεν αναφέρει κάτι σχετικά  με την καταγωγή της και τη σχέση της με τον Αγαπήνορα, θα μπορούσε να είναι απλώς  μια γυναίκα από την Τεγέα, που είχε εγκατασταθεί στην Κύπρο. H Jost (Jost 1985, σ. 513) επισημαίνει ότι η λατρεία της εγκαθιδρύθηκε σε μια εποχή που η σχετική με τον Αγα- πήνορα παράδοση ήταν ιδιαίτερα ζωντανή. Επιπλέον, παρατηρεί ότι ο χαρακτήρας της λατρείας στις δύο περιοχές (Τεγέα- Πάφο) παρουσιάζει διαφορές.
40. Voyatzis 1985, σ. 156 κ.ε. Karageorghis 1983, σ. 370.
41. Masson 1983, σ. 411-415: Πρόκειται για πέντε στοιχεία  σε κυπριακή συλλαβογραφική γραφή, μεταβατικού τύπου, Κυπρομινωικής Ι/Αρχαϊκής Παφιακής. Βλ. και Karageorghis 1982, σ. 120-121, εικ. 93. Deger-Jalkotzy 1994, σ. 11-13.
42. Chadwick - Ventris 19732, σ. 68-69, 73-75. Voyatzis 1985, σ. 157 και σημ. 10 (με βιβλιογραφία).
43. Deger-Jalkotzy 1994, σ. 11 και σημ. 1 (με βιβλιογραφία).
44. Ruipérez - Melena 1996, σ. 105-106. Σε αντιπαραβολή με την κλασική  δωρική  διάλεκτο που θεωρείται εξέλιξη  των γλωσσικών μορφών των ειδικών  ή χυδαϊστικών μυκηναϊκών.
45. Deger-Jalkotzy 1994, σ. 13.
46. Gjerstadt 1944, σ. 111-112, 123. Chadwick - Ventris 19732, σ. 68-69, 73-75. Voyatzis 1985, σ. 157-158. Βλ. και Μαρινάτος
1963, σ. 97, ο οποίος σημειώνει ότι οι Αρκάδες που έφθασαν στην Κύπρο δεν ήταν οι χερσαίοι κάτοικοι της Αρκαδίας των ιστορικών χρόνων, αλλά μια αχαϊκή φυλή που κατοικούσε στη νότια  Ηλεία,  την Τριφυλία και τη Μεσσηνία  και η οποία κατείχε  τη νοτιοδυτική ακτή της Πελοποννήσου.
47. Lemos 2002, σ. 192 και σημ. 12, 13 (με βιβλιογραφία σχετικά με τη διαφωνία για την ύπαρξη ή μη μιας προδωρικής διαλέκτου κατά  την ανακτορική περίοδο).
48. Voyatzis 1985, σ. 158, η οποία  επιπλέον  σημειώνει ότι και η ακουστική διαφορά ανάμεσα στις καταλήξεις -αυ και
-αο δεν είναι μεγάλη. Deger-Jalkotzy 1994, σ. 12-13.
49. Στην ευρύτερη περιοχή  έχει βρεθεί και ΥΕ ΙΙΙA-Β κεραμική, βλ. Maier 1983, σ. 229-230• Maier 1986, σ. 313: “… al- though the fact that the Late Cypriot votive terracottas from the site are still of the ‘Astarte’-type may suggest that the sanctuary was erected before the arrival of Greeks”• Demetriou 1989, σ. 88.
50. Karageorghis 1982, σ. 92.
51. Roy 1987, σ. 196-200. Πιθανώς, η Λαοδίκη με τη γενναιόδωρη προσφορά ενός λατρευτικού αγάλματος έπεισε τους Τεγεάτες να εγκαθιδρύσουν τη νέα λατρεία της Αφροδίτης Παφίας ή εφόσον  η Αφροδίτη ήδη λατρευόταν στην Τεγέα, απέκτησε το προσωνύμιο Παφία και, επομένως, και χαρακτηριστικά της λατρείας της. Ο Roy (Roy 1987, σ. 200) καταλήγει: “If Laodike was linked with Agapenor only after 500 B.C., and probably in the Hellenistic period, then she can be dismissed from any consideration of how far legendary Tegean figures offer evidence of migration from the Peloponnese to Cyprus in the twelfth century B.C. Likewise, if the cult of Aphrodite Paphia at Tegea may have been a Hellenistic development due to Laodice, it has little or no value as evidence of any earlier connection between Tegea and Cyprus”.
52. Στις προθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου της Τρίπολης εκτίθενται δύο σκεύη ιδιαίτερου σχήματος, που συνδυά- ζουν  χαρακτηριστικά του αλαβάστρου (ψηλό κυλινδρικό σώμα, τρεις λαβές) και της φιάλης  (ψηλός,  πολύ κλειστός  λαιμός). Το ιδιόμορφο αυτό σχήμα απαντά στο νεκροταφείο της Λακκίθρας στην Κεφαλλονιά, ενώ εμφανίζεται και στους υπομυκη- ναϊκούς τάφους του Κεραμεικού. Παρόμοια φιαλόσχημα αγγεία κατασκευάζονται στην Κύπρο  (Κουκλιά Πάφου) κατά  τον
11ο αιώνα. Βλ. Σαλαβούρα 2007, σ. 391 (με βιβλιογραφία). Στο ίδιο μουσείο εκτίθενται και τρεις πτηνόσχημοι ασκοί με προχοή στη θέση της κεφαλής. Το 12ο αι. π.Χ. ο πτηνόσχημος ασκός εισάγεται και πάλι στο Αιγαίο, πιθανώς ως «αντιδάνειο» από την Κύπρο (Dickinson 2006, σ. 15. Demetriou 1989, σ. 48). Ο τύπος με προχοή στη θέση της κεφαλής, όμως, είναι πιθανόν να αποτελεί μινωική και όχι κυπριακή έμπνευση (Desborough 1972, σ. 275. Demetriou 1989, σ. 48, 50). Πρόσφατα τέτοιου είδους αγγεία ήλθαν στο φως στο νεκροταφείο θαλαμοειδών στην Αγία Τριάδα (Βικάτου 1999, σ. 246 και εικ. 15), αλλά και στις Τρύπες της Ηλείας (Βικάτου 1998, σ. 232 και πίν. 95γ). Τα διακοσμητικά θέματα από την τελευταία θέση είναι μάλιστα  αντίστοιχα με αυτά  του Παλαιοκάστρου. Τα ευρήματα από το Παλαιόκαστρο, την Αγία Τριάδα και τις Τρύπες, εφόσον αποδειχθεί, μετά τη δημοσίευσή τους, ότι είναι όντως ΥΕ ΙΙΙΓ, προφανώς αποτελούν τα πρωιμότερα της κατηγορίας τους στην Πελοπόννησο.
53. Κarageorghis 1984, σ. 69. Πρβλ. Demetriou 1989, σ. 88, ο οποίος  παρατηρεί ότι το ΥΕ ΙΙΙΓ πρώιμο υλικό από τα νεκροταφεία της Παλαιπάφου δεν έχει αιγαιακές επιδράσεις.
54. Η Deger-Jalkotzy (Deger-Jalkotzy 1994, σ. 13-14, 17, 23) επισημαίνει: “On archaeological grounds, population groups of Rhodes, Eastern Attica, Crete and of the NW Peloponnese have been enumerated among the colonists who came to Cyprus in the wake of the 11th century B.C. From the linguistic point of view, we also ought to remember that area(s) of their origin should have enabled them to develop isoglosses with Arcadian and that the Cypriot dialect also should have come under influence of Aeolic which was not shared by Arcadian”.
55. Maier 1986, σ. 311-312, 317-318. Demetriou 1989, σ. 88.
56. Ενδεικτικά, βλ. Herrmann 1964, σ. 42 κ.ε., εικ. 28-29, 33-38 και Langdon 1984, σ. 148-150, 171-116.
57. Richter 1968, σ. 21, εικ. 23-24 (το θεωρεί  αττικό  κατασκεύασμα). Herrmann 1964, σ. 50, εικ. 36-38. Για ειδώλια  του ίδιου τύπου από τους Δελφούς και την Ιθάκη, βλ. Schweitzer 1971, σ. 131, πίν. 128-131• Richter 1968, σ. 21, εικ. 13-15· Herrmann
1964, σ. 47 κ.ε., εικ. 33-35.
58. Richter 1968, σ. 21-22, εικ. 16-22. Schweitzer 1971, σ. 135-138. Coldstream 1977, σ. 130, εικ. 42b-d.
59. Coldstream 1977, σ. 130-131. Ammerman 1991, σ. 220 (με βιβλιογραφία).
60. Langdon 1984, σ. 177-182. Η στάση απαντά σπάνια  στη γεωμετρική τέχνη και συχνότερα στην αρχαϊκή. Απαντά, επίσης, και η παραλλαγή κατά την οποία οι μορφές  έχουν και τα δύο χέρια στην ηβική χώρα. Στα τέλη του 8ου αι. π.Χ. την υιοθετούν και τα κρητικά εργαστήρια χάλκινων ειδωλίων  (Δικταίο), ως επίδραση από αντίστοιχα αντικείμενα εισηγμένα από τη βόρεια Συρία (Boardman 1961, σ. 118-120). Είναι πιθανόν η ηπειρωτική Ελλάδα και η Κρήτη να υιοθέτησαν το θέμα ανεξάρτητα η μία από την άλλη.
61. Nicholls 1970, σ. 20. Για αναλυτική συζήτηση του θέματος, βλ. Ammerman 1991, σ. 208 (ειδικά  σημ. 23), σ. 220-226 (με βιβλιογραφία) και εικ. 16 (χάρτης με τις θέσεις όπου απαντά ο τύπος). Συνήθως ο τύπος της όρθιας γυμνής θεάς απαντά με τη μορφή  πήλινων  ειδωλίων,  σπανιότερα αναπαράγεται σε ελεφαντόδοντο, φαγεντιανή και χαλκό.  Ο τύπος  απαντά συχνά  στην Κύπρο  (Κίτιο, Αμαθούς, Βουνοί,  Λάπηθος, Σαλαμίνα, Ταμασσός) και την Κρήτη (Γόρτυνα, Λατώ, Αξός)  του
7ου αι. π.Χ. Ειδώλια από ελεφαντόδοντο και ανάγλυφα πλακίδια που αναπαριστούν γυμνές  θεές που φορούν πόλο ανα- γνωρίστηκαν ανάμεσα σε άλλα αναθήματα στο Αρτεμίσιο της Εφέσου, το Ηραίο της Σάμου,  το ιερό της Ήρας Λιμενίας στην Περαχώρα και στην ακρόπολη της Καμείρου στη Ρόδο.  Ειδώλια από φαγεντιανή του ίδιου  τύπου  βρέθηκαν στην ακρόπολη της Λίνδου στη Ρόδο και στη Ναύκρατη της Αιγύπτου. Από τα μέσα του 7ου έως τον πρώιμο 6ο αι. π.Χ. ο τύπος απαντά σε περισσότερες θέσεις, τα μεν ειδώλια ανήκουν στην πλειονότητά τους στο δαιδαλικό τύπο. Τότε εμφανίζεται συ- χνότερα ο τύπος και στην Κρήτη. Στην Πελοπόννησο εμφανίζεται στην Περαχώρα, στην Κόρινθο και στη Σπάρτη.
62. Κρίνοντας από αναθηματική επιγραφή σε αγγείο  από το ναό στο Κίτιο, φαίνεται ότι η λατρεία της φοινικικής θεάς απαντά στα τέλη του 9ου αι. π.Χ. (βλ. Ammerman 1991, σ. 221, σημ. 87). Η Karageorghis (Karageorghis 1977, σ. 206-208), ωστόσο, επισημαίνει ότι, αν και ο τύπος της γυμνής θεάς στην Κύπρο έχει μακρά  ζωή από τους προϊστορικούς χρόνους, τα ειδώλια  που εμπνέονται από συροπαλαιστινιακά πρότυπα της Αστάρτης ανήκουν στην πλειονότητά τους στον 6ο αι. π.Χ. Η εικονογραφία της γυμνής θεάς στην Κύπρο συνδέεται κυρίως με την Αφροδίτη και δευτερευόντως με την Αστάρτη, από τον 4ο αι. π.Χ. και μετά, εποχή που οι δύο θεές ταυτίζονται (Ammerman 1991, σ. 222).
63. Λαμπρινουδάκης χ. χρ., σ. 18-20. Γι’ αυτό δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτή η άποψη του Kaulen (Kaulen 1962, σ.
18) ότι το ειδώλιο  ανήκει στην ακμή της πρώιμης  γεωμετρικής περιόδου. Πρβλ. και Langdon 1984, σ. 181, 228, όπου σημει- ώνεται  ότι ο τύπος της ανατολικής θεάς της γονιμότητας με τα χέρια στους μαστούς δεν απαντά στον ελληνικό χώρο πριν από τους αρχαϊκούς χρόνους. Επίσης, Jarosch 1994, σ. 83, πίν. 49, αριθ. 548, η οποία παρατηρεί ότι η χειρονομία, αν και εμ- πνευσμένη από συριακά πρότυπα, θυμίζει  τα Φ-σχημα  ΥΕ ΙΙΙ χειροποίητα ειδώλια.
64. Dugas 1921, σ. 359, αριθ.  57. Voyatzis 1990, σ. 121-123, 305, πίν. 59. Πρόκειται για μικρότερων διαστάσεων γυμνή γυναικεία μορφή, τα χέρια της οποίας δεν διατηρούνται από τους αγκώνες και κάτω. Ο Dugas είδε αιγυπτιακές επιδράσεις, ενώ η Voyatzis συριακές, ως προς τη διαμόρφωση και το πλάσιμο της σάρκας. Είναι ενδιαφέρον ότι και γι’ αυτό το εύρημα η Voyatzis (Voyatzis 1990, σ. 122) βρίσκει το παράλληλό του σε ελεφάντινο ειδώλιο των μέσων του 12ου αι. π.Χ. από τη Με- γιδώ. Διαπιστώνει, μάλιστα,  ότι η Τεγέα δεχόταν κατά  τα τέλη του 8ου και τις αρχές  του 7ου αι. π.Χ. επιδράσεις ή και ει- σαγωγές από την ανατολή. Για το συγκεκριμένο καταλήγει ότι θα μπορούσε να αποτελεί τοπικό κατασκεύασμα υπό ισχυρή ανατολική και πιο συγκεκριμένα βορειοσυριακή επίδραση, κρίνοντας από την ασυνήθιστη χειρονομία του, το μικρό ανά- στημα και την κατασκευή σε χαλκό  και όχι σε ελεφαντόδοντο.
65. Voyatzis 1990, σ. 121-123. Βλ. και Barnett 19752, σ. 44-52, ειδικά σ. 49-52: “…we can only say that the dates of late ninth
to late eighth century B.C. are the upper and lower limits of the Loftus group”. O Schweitzer (Schweitzer 1971, σ. 135) χρονολογεί τα αντικείμενα της ομάδας Loftus ανάμεσα στο 843-703 π.Χ. Βλ. και Coldstream 1977, σ. 130.
66. Βλ. Voyatzis 1990, σ. 123. Πρβλ.  Barnett 19752, πίν. LXXVI, αριθ.  234, 241: αποσπασματικά σωζόμενες γυναικείες
μορφές  με τα χέρια στους μαστούς ως λαβές διαφόρων αντικειμένων από το ΝΑ ανάκτορο της Nimrud, ομάδα που χρονολογείται  στον 9ο-8ο αι. π.Χ. Επίσης  Barnett 19752, πίν. LXΙΙI, αριθ.  147, 148, 150 a, b: Ανάγλυφα πλακίδια με γυναικείες μορφές, που πιέζουν τους μαστούς. Έχουν σημειωθεί πολλές επιδράσεις, αν όχι εισαγωγές, αυτής της σχολής στον ελλαδικό χώρο, με χαρακτηριστικότερες αυτές  στο Ιδαίον Άντρον του 9ου-7ου αι. π.Χ. (Barnett 19752, σ. 44, 50, 128).
67. Με τη διαφορά ότι τα πέλματα  πατούν σε ορθογώνιο πλακίδιο.
68. Perdrizet 1908, σ. 28, πίν. ΙΙ, αριθ.  7. Rolley 1969, σ. 46, πίν. Χ, αριθ.  29. Έχει ύψος  0, 071 μ. (χωρίς  την κεφαλή). Εάν σωζόταν ακέραιο, θα είχε δηλαδή το ίδιο περίπου  μέγεθος  με το εύρημα  της Τεγέας.
69. Ο Perdrizet (Perdrizet 1908, σ. 27-29) αναγνωρίζει ότι πρόκειται για τύπο με μακρά  ζωή και το κατατάσει στα «Sta- tuettes très archaïques». O Rolley (Rolley 1969, σ. 46) το κατατάσσει στα γεωμετρικά ευρήματα, θεωρεί  πιθανόν, όμως, η μορφή να κρατούσε και κάποιο  δισκοειδές αντικείμενο ανάμεσα στους μαστούς.
70. Boardman 1961, σ. 9, πίν. VI, αριθ. G 400.
71. Ό.π., σ. 118-121, πίν. XLIV, αριθ. 523. Πιθανώς ημίεργο. Βρέθηκε μαζί με αναθήματα του 7ου και του 6ου αι. π.Χ., αν και ο Evans, από τις έρευνες του οποίου προέρχεται, σημειώνει και «μυκηναϊκά» κατάλοιπα στη θέση. Ο Boardman, ό.π., σ. 119, κλίνει στη χρονολόγησή του στον 8ο-7ο αι. π.Χ., εποχή  που τα κρητικά εργαστήρια επηρεάζονται από την Εγγύς Ανατολή. Αποδίδει, μάλιστα,  τη διαμόρφωση του κεφαλιού σε πιθανή  επίδραση από συριακά χάλκινα ειδώλια.
72. Vοyatzis 1990, σ. 160-165. Vοyatzis 1992, σ. 264, σημ. 25. Morgan 1999, σ. 390. Η Voyatzis (Voyatzis 2002, σ. 160-162) επισημαίνει ότι τα μετάλλινα αναθήματα (χάλκινα, μολύβδινα, σιδερένια) από την Τεγέα  θυμίζουν έντονα  τα αντίστοιχα λακωνικά, κυρίως  αυτά  από το ιερό της Ορθίας Αρτέμιδας.
73. Schweitzer 1971, σ. 156-159. Langdon 1984, σ. 199-200. Voyatzis 1990, σ. 105-108, 126. Voyatzis 1992, 259 κ.ε. Ο Cold- stream (Coldstream 1977, σ. 157 και εικ. 51b) προσθέτει ότι η παράσταση της έφιππης  θεάς/Πότνιας θηρών  απαντά και σε χάλκινο δίσκο από την Τεγέα.
74. Voyatzis 1990, σ. 105-106. Voyatzis 1992, σ. 265-268 (με βιβλιογραφία) και εικ. 6-10. Levi 1951, σ. 109 κ.ε. Ιδιαίτερη είναι η ομοιότητα των γεωμετρικών και των αρχαϊκών ειδωλίων  με έφιππο Ψ-σχημο ειδώλιο της Συλλογής Σταθάτου, που προέρχεται από θαλαμοειδή τάφο  στα Σπάτα  Αττικής (βλ. Mylonas 1966, σ. 118-119, εικ. 114).
75. Voyatzis 1992, σ. 260, 269. Η προτίμηση  στα ανδρικά ειδώλια  αποδίδεται σε ανατολική επίδραση. Μάλιστα,  σε τάφο  της Κυπρογεωμετρικής ΙΙΙ στο νεκροταφείο στις Σκάλες  Παλαιπάφου αποκαλύφθηκε έφιππο  ανδρικό ειδώλιο  που κρατά λύρα στο χέρι, μορφή που ταυτίστηκε με τον Κινύρα, ο οποίος  κατά  την παράδοση εισήγαγε  τη λατρεία της Αφρο- δίτης στο νησί. Βλ. Karageorghis 1983, σ. 90, πίν. LXXIII, αριθ. 2. Voyatzis 1985, σ. 161, πίν. ΧΙΧ, αριθ. 8-9. Η υιοθέτηση του γυναικείου τρόπου καθίσματος αποδίδεται σε ανατολικά πρότυπα και δηλώνει  ότι το πρόσωπο που αναπαρίσταται είναι σημαίνον  (βλ. Voyatzis 1985, σ. 161).
76. Karaghiorga 1969, σ. 87 κ.ε.
77. Ό.π., σ. 89-92.
78. Ό.π., σ. 102.
79. Βλ. Jost 1985, σ. 349-350 και Παπαχατζής 1980, σ. 404-405. Το ιερό, που τοποθετείται στο λόφο του Αγίου  Σώστη, δεν έχει έως σήμερα αποκαλυφθεί.
80. Dugas 1921, σ. 354, αριθ. 50. Voyatzis 1990, σ. 108-110, πίν. 55, εικ. 27.
81. Müller 1929, σ. 15.
82. Dugas 1921, σ. 427, εικ. 65, αριθ. 363. Σώζεται μόνον το κεφάλι  και το ανώτερο τμήμα του κορμού.  Ο ίδιος σημει- ώνει: “Le type de cette figure est tout à fait pareil à celui des terres-cuites de style mycénien qui portent un collier ou un chiton orné d’une large bordure et qui sont si fréquentes à Tégée. Mais il est probable que cette idole ne remonte plus que les terres-cuites à une époque aussi reculée ; elle représente bien plutôt, elle aussi, une survivance”.
83. Βλ. Gaertringen - Latterman 1911, σ. 41, πίν. ΧΙΙΙ, αριθ.  3a, 3b. Schweitzer 1971, σ. 155-156, πίν. 193: Θεωρεί  ότι αν και το σώμα των ειδωλίων  είναι ανθρώπινο, όπως στα αντίστοιχα γεωμετρικά συμπλέγματα της Ολυμπίας, πρόκειται για κριούς  ή ελάφια.  Η Langdon (Langdon 1984, σ. 191-192) και η Voyatzis (Voyatzis 1985, σ. 160, 162) πιστεύουν ότι πρόκειται για ανθρώπινες μορφές,  που φορούν ζωόμορφες μάσκες. Η Langdon, ό.π., μάλιστα, αμφισβητεί ότι είναι όντως γεωμετρικό και επισημαίνει ότι ειδώλια με ζωόμορφες κεφαλές δεν απαντούν πριν από τον 6ο αι. π.Χ. Η ίδια θεωρεί πιθανή την ταύτιση των μορφών ακόμη και με τον Μινώταυρο. Δεδομένου ότι το ιερό πιθανότατα ταυτίζεται με αυτό του Ίππιου Ποσειδώνα (Παυσ.  VIII, 36, 2), πειστικότερη είναι η άποψη της Voyatzis (Voyatzis 1990, σ. 118), που υποστηρίζει ότι πρόκειται για λα- τρευτές  που φορούν μάσκες ίππου και αναπαριστούν κάποια τελετουργία που σχετίζεται με τη λατρεία του.
84. Dawkins 1903-1904, σ. 217-219, εικ. 6g-k. Nilsson 19502, σ. 109-110, εικ. 30. Schweitzer 1971, σ. 156.
85. Lamb 1925-1926, σ. 133 κ.ε. Lamb 1929, σ. 91-96.
86. Lamb 1929, σ. 92-93 και πίν. 31a.
87. Enkomi I, σ. 295. Enkomi II, σ. 527-530. Dikaios 1962, σ. 35.
88. Hadjioannou 1971, σ. 37-38, εικ. 3.
89. Έχει προταθεί όμως και η διόρθωση του ασυνήθους αυτού  επιθέτου του Απόλλωνα ως κεδρεάτα. Βλ. Παπαχατζής
1980, σ. 322, σημ. 4. Εξάλλου, στον αρκαδικό Ορχομενό το επίθετο  κεδρεάτις απαντά και ως προσωνυμία της Αρτέμιδος, λόγω της τοποθέτησης του ξοάνου της μέσα σε μεγάλο  κέδρο  (Παυσ. VIII, 13, 2).
90. Hadjioannou 1971, σ. 35 κ.ε.
91. Βλ. Μαρινάτος 1963, σ. 95, ο οποίος  θεωρεί  δυνατόν το ειδώλιο  της Έγκωμης να είναι έργο ακόμη  και της ΥΕ ΙΙΙΑ και εντοπίζει μεγάλη ομοιότητα κυρίως ως προς την απόδοση των χαρακτηριστικών του προσώπου και της έκφρασης και δευτερευόντως της χειρονομίας με το ανδρικό μολύβδινο, μινωικής  παράδοσης, ειδώλιο από τον Κάμπο Λακωνίας. O Schweitzer (Schweitzer 1971, σ. 125) θεωρεί ότι τα ειδώλια  του Κάμπου είναι τοπικής  κατασκευής και προαναγγέλλουν την παράδοση κατασκευής μολύβδινων ειδωλίων  στη Λακωνία των ιστορικών χρόνων.
92. Herrmann 1964, σ. 18, ειδικά  σημ. 4. Schweitzer 1971, σ. 122-123.
93. Herrmann 1962, σ. 28-32, πίν. 2, 3. Συχνά, μάλιστα, όταν προέρχονται από άγνωστο context, η ακριβής χρονολόγηση είναι δυσχερής. Ο Hiller (Hiller 1983, σ. 92-93) προσθέτει ότι σε ανδρικά ειδώλια  ακόμη και του 10ου αι. π.Χ. επανεμφανί- ζεται η στάση των υψωμένων χεριών των γυναικείων ΥΕ/ΥΜ  ειδωλίων.
94. Furtwängler 1890, σ. 42, πίν. XV, αριθ. 266.
95. Dugas 1921, σ. 425-426, εικ. 49 και 59, αριθ. 352.
96. Ό.π., σ. 354-355, αριθ. 52 και πίν. 17, αριθ. 355. Voyatzis 1990, σ. 110-115, 303-304 και πίν. 54. Έχει, επίσης, προεξέχον πηγούνι  και χαμηλό  μέτωπο.
97. Ρωμαίος 1911, σ. 273, εικ. 12. Παρόμοιο και από το Μενελάιο των αρχαϊκών χρόνων, βλ. Thompson 1908-1909, σ.
123, εικ. 4, αριθ. 54.
98. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1953-1954, σ. 318-320, εικ. 1-2. Οι λεπτομέρειες και σε αυτό  το εύρημα  δηλώνονται με εγχάραξη. Η ίδια, ό.π., σ. 320, το χρονολογεί στα μέσα του 8ου αι. π.Χ.
99. Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη 1953-1954, σ. 319, σημ. 2.
100. Farrell 1907-1908, σ. 49, εικ. Ι, αριθ. i, k. Dawkins 1929, σ. 156, πίν. XL, αριθ. 6, 7. Thompson 1908-1909, σ. 123, εικ.
4, αριθ. 54.
101. Farrell 1907-1908, σ. 57-8, εικ. 2, αριθ. a, c, h. Dawkins 1929, σ. 157, πίν. XL, αριθ. 12.
102. Farrell 1907-1908, εικ. Ι, αριθ. q, r, s, t. Dawkins 1929, σ. 157, πίν. XL, αριθ. 13-15, εικ. 111. Thompson 1908-1909, σ.
123, εικ. 4, αριθ. 48-49, 52.
103. Blegen 1950, σ. 13-16 και εικ. 1-4. Ο ίδιος ο Blegen, όμως, επισημαίνει το ενδεχόμενο αντίστοιχου τύπου  ειδώλια που βρέθηκαν κατά τις ανασκαφές του Schliemann στις Μυκήνες και την Τίρυνθα να ανήκουν πιθανότερα στους αρχαϊκούς παρά  στους μυκηναϊκούς χρόνους, όπως και αυτά  που προέρχονται από το Ηραίο του Άργους.
104. Dawkins 1929, σ. 153, πίν. XXXVII, αριθ.  5. Farrell 1907-1908, σ. 68 και εικ. 7, αριθ.  g: “the nude figures, however, present a more acute problem, and it is not certain that either variety can be referred to an Oriental original rather than derived from prehistoric types native to Greek and the islands”. Στο ιερό της Ορθίας Αρτέμιδος απαντά, εξάλλου, και ο τύπος  της γυμνής γυναικείας μορφής,  βλ. Dawkins 1929, σ. 152, πίν. XXXVI και Farrell 1907-1908, σ. 65-69 και εικ. 7.
105. Wace 1908-1909, σ. 147-148, πίν. ΙΧ, αριθ. 1, 5. Herfort-Koch 1986, σ. 32-33, 104, πίν. 10, αριθ. 8 και ιδίως 9. Φυλάσ- σονται στο Μουσείο  της Σπάρτης, έχουν ύψος  6,5 εκ. Στο Μενελάιο απαντά επίσης ο τύπος της όρθιας γυμνής  γυναικείας μορφής  σε πήλινο ειδώλιο, που βρέθηκε μαζί με Λακωνική ΙΙ κεραμική, αλλά οι οριζόντιες ταινίες κατά μήκος του σώματος και των ποδιών  του προδίδουν πρωιμότερη χρονολόγηση. Βλ. Thompson 1908-1909, σ. 121, εικ. 3, αριθ. 34.
106. Voyatzis 1990, σ. 124, 306 και πίν. 62. Χάλκινο γυμνό  ανδρικό ειδώλιο  από την Αγία  Τριάδα της Κρήτης,  με τα χέρια  προτεταμένα, μοιάζει  ως προς  τη στάση  του σώματος με τους  λακωνικούς κούρους (βλ. D’Agata 1999, σ. 167-168, μ171, πίν. CIII, αριθ. Ε 14• το χρονολογεί ανάμεσα στην πρωτογεωμετρική και την ανατολίζουσα περίοδο).
107. Nicholls 1970, σ. 13-14, 17. Hiller 1983, σ. 92 κ.ε.
108. Kourou 2002, σ. 21-31, ιδιαίτερα σ. 27-28.
109. Nicholls 1970, σ. 17-18. Hiller 1983, σ. 92-93 (με βιβλιογραφία), 95-96, o οποίος επισημαίνει ότι ο τύπος της θεάς με υψωμένα χέρια εμφανίζεται ήδη στα τέλη του 9ου αι. π.Χ., ενώ ο τύπος του πλήττοντος θεού τόσο κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους όσο και κατά  τον 8ο αι. π.Χ. αποτελεί  εισαγωγή από τη Συρία.  Επομένως, δεν πρόκειται πάντοτε για αναβίωση,αλλά για επανεισαγωγή του τύπου.  Βλ. επίσης, Kourou 2002, σ. 33: “The revival of these types of wheel-made terracotta figures during the eighth century at certain sanctuaries and places in the Aegean having direct links with Cyprus, such as Lindos, Lemnos or Samos, gives only a hint as to the role that Cyprus played in the evolution of Greek art in the Early Iron Age by transferring not only oriental conceptions but also evolved Mycenaean ones. It is beyond doubt that Near Eastern influence was immense in shaping Greek art of the eighth and seventh centuries, but Cyprus proved more influential in re-establishing religious practices and reintroducing certain types of ritual objects well known from the past”.
110. Coldstream 1977, σ. 346 κ.ε.
111. Snodgrass 1971, σ. 416 κ.ε. Coldstream 1977, σ. 367.
112. Nilsson 19502, σ. 483: “The surviving elements of Mycenaean culture became important and active when the tide of civi- lization began to arise anew. In art it is recognized that the survivals of the Mycenaean Age, however scanty, were of great importance as starting points when Greek art began its first development in the early Archaic age. In religion the same tendency is still more likely to have prevailed”.
113. Coldstream 1977, σ. 317, 367.
114. Desborough 1964, σ. 46-47. Snodgrass 1971, σ. 394 κ.ε. Coldstream 1977, σ. 341 κ.ε., 367. Dietrich 1983, σ. 85-86.
115. Desborough 1964, σ. 46-47. Coldstream 1977, σ. 317 κ.ε., ειδικά  σ. 327-332.
116. Nicholls 1970, σ. 1. Coldstream 1977, σ. 327-329. Dietrich 1983, σ. 85.
117. Dickinson 2006, σ. 222. Βλ. επίσης, Schweitzer 1971, σ. 158.
118. Dugas 1921, σ. 358. Βλ. και υποσημ. 81.
119. Jost 1985, σ. 368-370. Voyatzis 1990, σ. 269 κ.ε.
120. Jost 1985, σ. 372-374. Μάλιστα  η Voyatzis (Voyatzis 2002, σ. 167) υποθέτει με βάση χάλκινα υφαντικά βάρη  που ανατέθηκαν στο ιερό κατά τους γεωμετρικούς χρόνους ότι αυτή η Πότνια μπορεί να ήταν, εκτός των άλλων, και προστάτιδα των υφαντριών.
121. Voyatzis 2002, σ. 159, 164-165, 167, 271-272. Επιπλέον, σημειώνει (ό.π., σ. 167) ότι ενδεχομένως η λατρεία της Αλέας Αθηνάς στα πρώιμα στάδια ενσωμάτωνε στοιχεία  της λατρείας της Ήρας, της Δήμητρας και της Άρτεμης, εκτός από αυτά της Αθηνάς, ενώ τα φιλειρηνικά χαρακτηριστικά της συγχωνεύθηκαν με τη λατρεία άλλων θεοτήτων στην ευρύτερη περιοχή, π.χ. της Δήμητρας.
122. Jost 1985, σ. 370-372.
123. O Παυσανίας (VIII, 45, 1-4) ανάγει  τις απαρχές του ιερού στους μυθικούς χρόνους, πριν από τον Τρωικό  πόλεμο και τη δωρική εισβολή. Η Jost (Jost 1985, σ. 378) σημειώνει ότι ακόμη και η Αύγη, η μητέρα του Τηλέφου, σημαίνον πρόσωπο στο μυθολογικό κύκλο  της Τεγέας,  αντιπροσωπεύει μια Μυκηναία πριγκίπισσα. Δεν αποκλείει, όμως, και το ενδεχόμενο να αποτελεί  μια αρχαιότερη θεότητα, μια άλλη υπόσταση της Αλέας.
124. Πρβλ. πάντως Voyatzis 2004, σ. 188: “…the Mycenaean remains are invariably mixed with later material. It is thus not yet clear what sort of activity was going on at Tegea in the Late Bronze Age”. H ίδια, ωστόσο, παρακάτω σημειώνει (ό.π., σ. 190): “The possibility for earlier (Mycenaean) activity at the site is also strong, though further excavations is needed to confirm this sugge- stion”.
125. Jost 1985, σ. 374-375.
126. Βλ. και Coldstream 1977, σ. 157.
127. Η Voyatzis (Voyatzis 1999, σ. 143) με βάση τις νεότερες έρευνες επισημαίνει ότι η βεβαιωμένη άσκηση θρησκευτικής δράσης ανάγεται στο 10ο αι. π.Χ. και μετά. Γι’ αυτό δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς το ενδεχόμενο τα όποια ΥΕ ευρήματα να αποτελούν απλώς κειμήλια που αφιερώθηκαν στο ιερό σε μεταμυκηναϊκούς χρόνους. Βλ. και Voyatzis 2004, σ. 187-190: “Phase I: an early Iron Age phase, which spanned the period from the late tenth century through the mid-eighth century and was most likely a pre-architectural phase”, “The finds from the Early Iron Age Phase at the sanctuary are significant because they indicate that cult activity was in all likelihood taking place in this vicinity from the late tenth century. This is reflected in the pottery, small finds, and animal bones, and also in the oily nature of soil. The particular identity of deity is rather more difficult to infer for this period, however”. Το ίδιο κενό παρατηρήθηκε και στο Αμυκλαίο της Λακωνίας, εκεί μάλιστα τα πρωτογεωμετρικά αναθήματα και η κεραμική δεν έχουν τίποτε το κοινό με τα αντίστοιχα μυκηναϊκά, βλ. Δημακοπούλου 1982, σ. 32-33.
128. Voyatzis 1990, σ. 270: “The later votive objects from the site, such as the rider seated side-saddle, the Dipylon shields, the miniature double axes and the pomegranate pendants, all have Bronze Age parallels with religious implications. Their dedication at the eighth century sanctuary may reveal the survival of significant Mycenaean concepts”. Voyatzis 1990, σ. 271: “The survival of these artifacts into the Iron Age was either accidental or deliberate and their apparent dedication at the sanctuary may signify that memories of older elements of cult were also retained among local people”.
129. Karageorghis 1983, σ. 370. Karageorghis 1984, σ. 69. Kourou 2002, σ. 33.
130. Voyatzis 1992, σ. 270.
131. Στις ορεινές περιοχές, όπως η Γορτυνία και η περιοχή των Καλαβρύτων, οι οποίες προσφέρονται ως καταφύγια, δεν ιδρύονται νέες θέσεις κατά  το 12ο αι. π.Χ. (Σαλαβούρα 2007, σ. 486 κ.ε.). Εξαίρεση σε αυτή την παρατήρηση αποτελεί το Παλαιόκαστρο, όπου φαίνεται ότι πράγματι σημειώνεται σημαντική πληθυσμιακή αύξηση  κατά  την ΥΕ ΙΙΙΓ μέση και ύστερη κυρίως. Τα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη εύρωστου οικισμού, με μακρά ζωή και επαφές με το ευρύτερο Αιγαίο και την Kρήτη (βλ. Demakopoulou - Crouwel 1998, σ. 269 κ.ε. και Demakopoulou 2007, σ. 166-168). Είναι, όμως, πράγματι νε- ήλυδες  οι κάτοικοί του ή πληθυσμοί ολιγάνθρωπων κοινοτήτων μετακινούνται σε μεγαλύτερα κέντρα  και ενισχύουν τον εκεί πληθυσμό; Δεν αποκλείεται, δηλαδή, να λαμβάνει χώρα  και στην ΥΕ ΙΙΙΓ Αρκαδία, όπως στην Αργολίδα και αλλού,ένα είδος «συνοικισμού», τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών. Παλαιότερα, οι Hope Simpson και Dickinson (Hope Simpson - Dickinson 1979, σ. 75) πρότειναν ότι το Παλαιόκαστρο θα μπορούσε να είναι καταφύγιο προσφύγων από τη Μεσσηνία  και τη Λακωνία. Στην περιοχή των Κακουραίικων, κοντά στο Παλαιόκαστρο και κατά μήκος του Αλφειού, εντοπίστηκαν πρό- σφατα δύο ακόμη εκτενή νεκροταφεία θαλαμοειδών (αυτοψία 6/9/2008: την πληροφορία για την ύπαρξή τους οφείλω στην Ά. Καραπαναγιώτου και στον Γ. Αργυρόπουλο, κάτοικο της περιοχής, ο οποίος και μου υπέδειξε τις ακριβείς τους θέσεις). Επιβεβαιώνεται, έτσι, ότι η κατοίκηση στην πεδινή δυτική/νοτιοδυτική Αρκαδία είναι σαφώς  πυκνή.
132. Dugas 1921, σ. 385, εικ. 45, αριθ. 154. Karaghiorga 1969, σ. 102. Voyatzis 1990, σ. 260.




ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ - ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Ammerman 1991                   R.M. Ammerman, The Naked Standing Goddess: A Group of Archaic Terracotta Figurines from Paestum, AJA 95 (1991), σ. 203-230.
Aραπογιάννη 2006              Ξ. Αραπογιάννη, Το Έργο της Ζ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαι- οτήτων κατά το 1995, στην Ηλεία και τη Μεσσηνία, Α΄ Αρχαιολογική Σύνοδος Νό- τιας και Δυτικής Ελλάδος, Πάτρα 9-12 Ιουνίου 1996, Πρακτικά, Αθήνα 2006, σ.155-164.
Barnett 19752                                     R.D. Barnett, A Catalogue of the Nimrud Ivories with other Examples of Ancient Near Ea- stern Ivories in the British Museum, London 1957, 1975².
Βικάτου 1998                       Ο. Βικάτου, Κλαδέος, ΑΔ  53 (1998), Χρονικά, σ. 230-233.
Βικάτου 1999                       O. Βικάτου, Το Μυκηναϊκό νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας Νομού  Ηλείας,  στο Φρούσσου Ε. (επιμ.), Η περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου, Α΄ Διεθνές Διεπιστη- μονικό Συμπόσιο, Λαμία, 25-29 Σεπτεμβρίου 1994, Λαμία 1999, σ. 237-256.
Blegen 1950                           C.W. Blegen, A Mycenaean Breadmaker, ASAtene 14-16 (1950), σ. 13-16.
Boardman 1961                      J. Boardman, The Cretan Collection in Oxford. The Dictaean Cave and Iron Age Crete, Ox- ford 1961.
Branigan 1974                        K. Branigan, Aegean Metalwork of the Early and Middle Bronze Age, Oxford 1974. Catling 1964                          H. Catling, Cypriot Bronzework in the Mycenaean World, Oxford 1964.
Catling 1971                          H.W. Catling, A Cypriot Bronze statuette in the Bomford Collection, στο: Alasia 7, publié à l’occasion de la XXe campagne de fouilles à Enkomi-Alasia (1969) sous la direction de C.F.-A. Schoeffer, Paris 1971, 15-32.
Chadwick -Ventris 19732          J. Chadwick - M. Ventris, Documents in Mycenaean Greek, Cambridge 1973².
Cline 1994                              E.H. Cline, Sailing the Wine-Dark sea. International Trade and the Late Bronze Age Aegean,BAR IS 591, Oxford 1994.
Coldstream 1977                    J.N. Coldstream, Geometric Greece, London 1977.
Courtois - Lagarce 1986        J.C. Courtois - J. et E. Lagarce, Enkomi et le Bronze Récent à Chypre, Nicosie 1986. D’Agata 1996                        A.L. d’Agata, The “Lord”of Asine Reconsidered: Technique, Type and Chronology, στο
R. Hägg - G.C. Nordquist - B. Wells (επιμ.), Asine III. Supplement studies on the Swedish
Excavations 1922-1930, Stockholm 1996, σ. 39-46.
D’Agata 1999                        A.L. d’Agata, Haghia Triada II. Statuine minoiche e post-minoiche dai vecchi scavi di Ha- ghia Triada (Creta), Padova 1999.
Dawkins 1903-1904               R.M. Dawkins, Excavations at Palaikastro III. Block δ, and the Shrine of the Snake God- dess, BSA 10 (1903-1904), σ. 216-226.
Dawkins 1929                        R.M. Dawkins, The Sanctuary of Artemis Orthia at Sparta, London 1929.
Deger-Jalkotzy 1994              S. Deger-Jalkotzy, The Post-Palatial Period of Greece: An Aegean Prelude to the 11th Cen- tury B.C. in Cyprus, στο Karageorghis V. (επιμ.), Cyprus in the 11th Century B.C.: Pro- ceedings of the International Symposium, Nicosia 30-31 October 1993, Nicosia 1994, σ.11-30.
Δημακοπούλου 1970           K. Δημακοπούλου, Μυκηναϊκή πήλινη κεφαλή,  ΑΔ  25 (1970), Μελέται, σ. 174-183. Δημακοπούλου 1982           K. Δημακοπούλου, Το μυκηναϊκό ιερό στο Αμυκλαίο και η ΥΕ ΙΙΙΓ περίοδος στη
Λακωνία, Αθήνα 1982 (διδ. διατριβή).
Δημακοπούλου 1988           K. Δημακοπούλου (επιμ.), Ο Μυκηναϊκός κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού, Αθήνα 1988.
Demakopoulou -                    K. Demakopoulou - J.H. Crouwel, Some Mycenaean Tombs at Palaiokastro, Arcadia, Crouwel 1998                    BSA 93 (1998), σ. 269-283.
Demakopoulou 1999              K. Demakopoulou, A Mycenaean Τerracotta Figure from Midea in the Argolid, στο P. Be- tancourt - V. Karageorghis - R. Laffineur - W.D. Niemeier (επιμ.), Meletemata, Studies in Aegean Archaeology presented to Malcolm H. Wiener, Aegaeum 20, Liège 1999, σ. 197-205.
Demakopoulou 2007              K. Demakopoulou, Laconia and Arcadia in LH IIIC Middle: Pottery and Οther Finds, στο S. Deger-Jalkotzy - M. Zavadil (επιμ.), LH IIIC Chronology and Synchronisms II, LH IIIC Middle, Proceedings of the International Workshop Ηeld at the Austrian Academy of Scien- ces at Vienna, October 29th and 30th, 2004, Wien 2007, σ. 161-174.
Demetriou 1989                     A. Demetriou, Cypro-Aegean Relations in the Early Iron Age, SIMA 83, Göteborg 1989.

Desborough 1964                   V.R. d’A. Desborough, The Last Mycenaeans and their Successors. An Archaeological Sur- vey c. 1200-1100 B.C., Oxford 1964.
Desborough 1972                   V.R. d’A.Desborough, “Bird Vases”, Κρητικά Χρονικά 24 (1972), σ. 245-277. Dickinson 2006                      O. Dickinson, The Aegean from Bronze Age to Iron Age, Continuity and Change between
the Τwelfth and Εighth Centuries BC, London-New York 2006.
Dietrich 1983                         B.C. Dietrich, Tradition in Greek Religion, στο R. Hägg (επιμ.), The Greek Renaissance of the Eighth Century B.C.: Tradition and Innovation, Proceedings of the Second Interna- tional Symposium at the Swedish Institute in Athens, 1-5 June 1981, Stockholm 1983, σ.
85-89.
Dikaios 1962                          P. Dikaios, The Bronze Statue of a Horned God from Enkomi, AA 77 (1962), σ. 2-39. Dodwell 1819                        E. Dodwell, A Classical and Topographical Tour through Greece, during the Years 1801,
1805 and 1806, τ. ΙΙ, London 1819.
Dugas 1921                            C. Dugas, Le Sanctuaire d’Aléa Athéna à Tégée avant le IVe siècle, BCH 45 (1921), σ. 335-
435.
Εnkomi Ι-ΙΙΙ                           P. Dikaios, Enkomi 1948-1958, τ. Ι-III, Mainz am Rhein 1969-1971.
Farell 1907-1908                    J. Farell, Excavations at Sparta, 1908. Archaic Τerracottas from the Sanctuary of Orthia,
BSA 14 (1907-1908), σ. 48-73.
French 1971                           E. French, The Development of Mycenaean terracotta figurines, BSA 66 (1971), σ. 102-187. Furtwängler 1890                   A. Furtwängler, Olympia IV: Die Bronzen und die übrigen kleineren Funde von Olympia,
Berlin 1890.
Gaertringen -                          F.H. von Gaertringen - H. Lattermann, Arkadische Forschungen, Berlin 1911. Lattermann 1911
Gallet de Santerre 1987          H. Gallet de Santerre, Les statuettes de bronze mycéniennes au type dit du « dieu Reshef »
dans leur contexte égéen, BCH 111 (1987), σ. 7-29.
Gjerstadt 1944                        E. Gjerstad, The Colonization of Cyprus in Greek Legend, OpArch 3 (1944), σ. 107-123. Hadjioannou 1971                  K. Hadjioannou, On the Identification of the Horned God of Enkomi-Alasia, στο Alasia I, publié à l’occasion de la XXe campagne de Fouilles a Enkomi-Alasia (1969) sous la direc-
tion de C.F.A. Schaeffer, Paris 1971, σ. 32-42.
Herfort-Koch 1986                M. Herfort-Koch, Archaische Bronzeplastik Lakoniens, Boreas/Beiheft 4, Münster 1986. Herrmann 1962                      H.-V. Herrmann, Zur ältesten Geschichte von Olympia, AM 77 (1962), σ. 3-34.
Herrmann 1964                      H.-V. Herrmann, Werkstätten geometrischer Bronzeplastik, JdI 79 (1964), σ. 17-71.
Hiller 1983                             S. Hiller, Mycenaean Τraditions in Εarly Greek Cult Images, στο R. Hägg (επιμ.), The Greek Renaissance of the Εighth Century B.C.: Tradition and Innovation, Proceedings of the Second International Symposium at the Swedish Institute in Athens, 1-5 June 1981, Stockholm 1983, σ. 91-99.
Hope Simpson 1965               R. Hope Simpson, A Gazetteer and Atlas of Mycenaean Sites, London 1965.
Hope Simpson -                     R. Hope Simpson - O.T.P.K Dickinson., A Gazetteer of Aegean Civilization in the Bronze Age, Dickinson 1979                  τ. 1: The Mainland and Islands, SIMA 52, Göteborg 1979.
Hope Simpson -                     R. Hope Simpson - O.T.P.K. Dickinson, Mycenaean Greece, New Jersey 1981. Dickinson 1981
Howell 1970                          R. Howell, A Survey of Eastern Arcadia in Prehistory, BSA 65 (1970), σ. 79-127.
Jarosch 1994                          V. Jarosch, Samos XVIII: Samische Tonfiguren des 10. bis 7. Jahrhunderts v. Chr. aus dem
Heraion von Samos, Bonn 1994.
Johnson 1980                         J. Johnson, Maroni de Chypre, SIMA 59, Göteborg 1980.
Jost 1985                                M. Jost, Sanctuaires et cultes d’Arcadie, Études Péloponnésiennes IX, Paris 1985. Karageorghis 1977                 J. Karageorghis, La grande déesse de Chypre et son culte à travers l’iconographie de l’épo-
que néolithique au VIe s.a.C., Lyon 1977.
Karageorghis 1982                 V. Karageorghis, Cyprus: From the Stone Age to the Romans, London 1982.
Karageorghis 1983                 V. Karageorghis, Palaepaphos-Skales: An Iron Age Cemetery in Cyprus, Constance 1983. Karageorghis 1984                 V. Karageorghis, Pyla-Kokkinokremos: A late 13th Century B.C. Fortified Settlement in
Cyprus, Nicosia 1984.
Karaghiorga 1969                  Th. Karaghiorga, Die Göttin auf dem Kamel, AM 84 (1969), σ. 87-102.
Kaulen 1962                           G. Kaulen, Die Stilphasen der geometrischen Kunst in Keramik and Plastik von Mykene zum 7. Jahrhundert, Köln 1962.




Κourou 2002                          N. Kourou, Aegean and Cypriot Wheel-Made Terracotta Figures of the Early Iron Age, στο E.A. Braun-Holzinger - Matthäus H. (επιμ.), Die nahöstlichen Kulturen und Griechenland an der Wende vom 2. zum 1. Jahrtausend v. Chr., Kontinuität und Wandel von Strukturen und Mechanismen kultureller Interaction, Möhnesee 2002, σ. 11-38.
Lamb 1925-1926                    W. Lamb, Arcadian Βronze Statuettes, BSA 27 (1925-1926), σ. 133-148. Lamb 1929                             W. Lamb, Greek and Roman Βronzes, London 1929.
Λαμπρινουδάκης               B.K. Λαμπρινουδάκης, Ελληνική πλαστική του 7ου π.Χ. αιώνος, Πανεπιστημιακαί χ. χρ.                                   παραδόσεις, Αθήνα (χ. χρ.).
Langdon 1984                        S.H. Langdon, Art, Religion and Society in the Greek Geometric Period: Bronze Anthro- pomorphic Votive Figurines, PhD Diss., Indiana University 1984.
Lemos 2002                           I.S. Lemos, The Protogeometric Aegean, The Archaeology of the Late Eleventh and Tenth
Centuries BC, Oxford 2002.
Levi 1951                               D. Levi, La dea micenea a cavallo, στο G.E. Mylonas - D. Raymond (επιμ.), Studies Pre- sented to David Moore Robinson, St. Louis 1951, σ. 109-125.
Maier 1983                             F.G. Maier, New Εvidence for the Εarly Prehistory of Palaepaphos, BSA 78 (1983), σ. 229-233. Maier 1986                             F.G. Maier, Kinyras and Agapenor, στο V. Karageorghis (επιμ.), Acts of the International Archaeological Symposium “Cyprus between the Orient and the Occident”, Nicosia 8-14
September 1985, Nicosia 1986, σ. 311-320.
Μαρινάτος 1963                  Σπ. Μαρινάτος, Ο «Κεραιάτης» της Έγκωμης, ΑΔ  18 (1963), Μελέται, σ. 95-98. Masson 1983                          O. and E. Masson, Les objects inscrits de Palaepaphos-Skales, στο V. Karageorghis, Palaepa-
phos-Skales: an Iron Age Cemetery in Cyprus, Constance 1983, σ. 411-415. Mendel 1901                          G. Mendel, Fouilles de Tégée, BCH 25 (1901), σ. 241-281.
Moore - Taylour 1999            A.D. Moore - W.D. Taylour, Well built Mycenae: The Temple Complex (Fascicule 10), Ox- ford 1999.
Morgan 1999                          C. Morgan, Cultural Subzones in Early Iron Age and Archaic Arcadie?, στο T.H. Nielsen - J. Roy (επιμ.), Defining Ancient Arcadia, Copenhagen 1999, 382-456.
Müller 1929                           V. Müller, Frühe Plastik in Griechenland und Vorderasien, Augsburg 1929. Mylonas 1966                        G. Μylonas, Mycenae and the Mycenaean Age, Princeton, New Jersey 1966.
Naumann 1976                       U. Naumann, Subminoische und Protogeometrische Bronzeplastik auf Kreta, AM, Beiheft
6, Berlin 1976.
Nicholls 1970                         R.V. Nicholls, Greek Votive Statuettes and Religious Continuity, c. 1200-700 BC, στο B.F.
Harris (επιμ.), Auckland Classical Essays Presented to E.M. Blaiklock, Auckland 1970, σ. 1-
37.
Nilsson 19502                                    M.P. Nilsson, The Minoan-Mycenaean Religion and its Survival in Greek Religion, Lund
1950².
Østby 1994                             E. Østby, Recent Excavations in the Sanctuary of Athena Alea at Tegea (1990-1993), στο K.
Sheedy (επιμ.), Archaeology in the Peloponnese, New Excavations and Research (Oxbow
Monograph 48), Oxford 1994, σ. 39-63.
Østby et al. 1994                    E. Østby - J.M. Luce - G.C. Nordquist - C. Tarditi - M.E. Voyatzis, The Sanctuary of Athena
Alea at Tegea: First Preliminary Report (1990-1992), OpAth 20 (1994), σ. 89-141. Παπαχατζής 1980                N. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αρκαδικά, Αθήνα 1980. Perdrizet 1908                        P. Perdritzet, Fouilles de Delphes V. Monuments figurés: petits bronzes, terres-cuites, an-
tiquités diverses, Paris 1908.
Πρωτονοταρίου-                Ευ.  Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη, Χαλκούν γεωμετρικόν ειδώλιον  εξ Ασίνης,  ΑΕ
Δεϊλάκη  1953-1954          1953-1954, τ. Γ, σ. 318-320.
Ρεθεμιωτάκης 1998             Γ. Ρεθεμιωτάκης, Ανθρωπόμορφη πηλοπλαστική στην Κρήτη, Από τη Νεοανακτο- ρική έως την Υπομινωική περίοδο, Αθήνα 1998.
Richter 1968                          G.M.A. Richter, Korai, Archaic Greek Maidens, London 1968.
Rolley 1969                            C. Rolley, Fouilles de Delphes V.: Monuments figurés: Les statuettes de bronze, Paris 1969. Roy 1987                                J. Roy, Laodice descendant of Agapenor; Tegea and Cyprus, ΑC 56 (1987), σ. 192-200. Ruipérez - Melena 1996        M.S. Ruipérez - J.L. Melena, Οι Μυκηναίοι Έλληνες, Αθήνα 1996.
Ρωμαίος 1911                       K.A. Ρωμαίος, Έρευναι εν Κυνουρία, ΠΑΕ 1911, σ. 253-279.
Σαλαβούρα 2007                  E. Σαλαβούρα, Μυκηναϊκή Αρκαδία. Αρχαιολογική και τοπογραφική θεώρηση
(αδημ. διδ. διατρ.), Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας, Αθήνα
2007.

Sapouna-                                E.  Sapouna-Sakellarakis,  Die  bronzenen  Menschenfiguren  auf  Kreta  und  in  der
Sakellarakis 1995               Ägäis, PBF I, 5, Stuttgart 1995.
Schweitzer 1971                    B. Schweitzer, Greek Geometric Αrt, London 1971.
Schachermeyr 1976               F. Schachermeyr, Die Ägäische Frühzeit, Band I: Die Vormykenischen Perioden, Wien 1976. Snodgrass 1971                      A.M. Snodgrass, The Dark Age of Greece: An Archaeological Survey of the Eleventh to
the Eighth Centuries B.C., Edinburgh 1971.
Talalay 1983                           L.E. Talalay, Neolithic Figurines of Southern Greece: Their Form and Function, PhD Diss., University of Indiana, 1983.
Taylour 1969                          W. Taylour Lord, Mycenae 1968, Antiquity 43 (1969), σ. 91-97.
Taylour 1970                          W. Taylour Lord, New Light on Mycenaean Religion, Antiquity 44 (1970), σ. 270-281. Thompson 1908-1909            M.S. Thompson, Excavations at Sparta, 1909. The Τerracotta Figurines, BSA 15 (1908-
1909), σ. 116-126.
Tomlinson 1994-1995            R.A. Tomlinson, Archaeology in Greece 1994-1995, AR 1994-1995, σ. 12-4.
Verlinden 1984                       C. Verlinden, Les statuettes anthropomorphes crétoises en bronze et en plomb, du IIe millénaire au VIIe siècle av. J.-C., Louvain-la-Neuve 1984.
Voyatzis 1985                         M.E. Voyatzis, Arcadia and Cyprus: Aspects of their Ιnterrelationship between the Τwelfth and Εighth Centuries B.C., RDAC 1985, σ. 155-163.
Voyatzis 1990                         M.E. Voyatzis, The Εarly Sanctuary of Athena Alea at Tegea and other Archaic Arkadian
Sanctuaries, SIMA PB 97, Göteborg 1990 .
Voyatzis 1992                         M.E. Voyatzis, Votive Riders Seated Side-Saddle at Early Greek Sanctuaries, BSA 87 (1992), σ. 259-279.
Voyatzis 1999                         M. Voyatzis, The Role of Temple Building in Consolidating Arkadian Communities, στο T.H. Nielsen - J. Roy (επιμ.), Defining Αncient Arkadia, Acts of the Copenhagen Polis Cen- tre Vol. 6, Copenhagen 1999, σ. 130-168.
Voyatzis 2002                         M. Voyatzis, An Analysis of Votive Types Found at Tegea, στο R. Hägg (επιμ.), Pelopon- nesian Sanctuaries and Cults, Proceedings of the Ninth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, 11-13 June 1994, Stockholm 2002, σ. 159-169.
Voyatzis 2004                         M. Voyatzis, The Cult of Athena Alea at Tegea and its Transformation over Time, στο M.Wedde (επιμ.), Celebrations, Selected Papers and Discussions from the Tenth Anniversary
Symposion of the Norwegian Institute at Athens, 12-16 May 1999, Bergen 2004, σ. 187-206.
Wace 1908-1909                    A.J.B. Wace, Excavations at Sparta, 1909. The Bronzes, BSA 15 (1908-1909), σ. 144-150.










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ