Οι Έλληνες πολεμιστές του Ρηγίου.

 ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΟΥ ΡΗΓΙΟΥ


Οι  «χάλκινοι Πολεμιστές του Ρηγίου »είναι έργα που αποδόθηκαν και στον σπουδαίο γλύπτη Αγελάδα .Τα δύο αγάλματα, πρωτότυπα ελληνικά έργα του 5ου αι. π.χ. απεικονίζουν δύο δίμετρους πολεμιστές, βρέθηκαν στην θαλάσσια περιοχή κοντά στο Ριάτσε (την ελληνική πόλη Ρήγιον) της Καλαβρίας ,στην Μ. Ελλάδα την 16η Αυγούστου του 1972, από έναν νεαρό δύτη από την Ρώμη.    Απόδοση ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ



Οι «πολεμιστές του Ριάτσε» είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης ,αθηναϊκού εργαστηρίου με υλικό από την πόλη του Άργους , μπρούντζινα αγάλματα του λεγομένου αυστηρού ρυθμού και τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. Bρέθηκαν στο βυθό της θάλασσας ανοικτά του Ριάτσε ,της αρχαίας ελληνικής αποικίας του Ρηγίου και φιλοξενούνται στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια με αριθμό καταλόγου 12801 και 12802.


Τα αγάλματα είναι χυτά με την τεχνική του χαμένου κεριού. Προέρχονται από Αθηναϊκό εργαστήριο του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ η προέλευση του μετάλλου είναι από το Άργος. Εκτός από χαλκό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα υλικά: άργυρος για τα δόντια, ελεφαντόδοντο για τις κόρες των οφθαλμών, και ψήγματα για τα χείλη και τις θηλές.

          Ποιοι είναι αυτοί στα αγάλματα του Ρηγίου ;         



Με ύψος λίγο μεγαλύτερο των δύο μέτρων, οι δύο χάλκινοι ανδριάντες, οι οποίοι βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Καλαβρίας, χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και διάφοροι μελετητές μέχρι τώρα τούς συνδέουν με το εργαστήρι του Φειδία. Σ’ αυτό συγκλίνουν οι περισσότεροι, οι οποίοι όμως διαφωνούν με τις μορφές που εικονίζονται, αφού επιχείρησαν να τις ταυτίσουν με βάση τις πληροφορίες των Παυσανία και Πλίνιου. Κάποιοι θεώρησαν πως εικονίζονται ο Μιλτιάδης και ο Κόδρος, ενώ άλλοι πως είναι ήρωες των Αχαιών στην Ολυμπία ή επίγονοι του Θηβαϊκού κύκλου. Όμως κατά την θεώρηση του Χ. Χρήστου ,ο Περικλής και ο φίλος του Εφιάλτης είναι οι «Πολεμιστές του Ριάτσε (Ρηγίου)». Τριάντα χρόνια μετά την ανάδυσή τους από τη θάλασσα του Ριάτσε της Καλαβρίας, οι δύο χάλκινοι άνδρες αποκτούν νέα ταυτότητα. Την ερμηνεία αυτή παρουσίασε στην Ακαδημία Αθηνών στις αρχές του 2002 , ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, στην ομιλία του με θέμα: «Περικλής και Εφιάλτης. Οι ανδριάντες του Ριάτσε ως τυραννοκτόνοι».
Τα δύο αγάλματα που συμβατικά ονομάζονται «ηλικιωμένος» και «έφηβος» ή «Α» (ο Εφιάλτης του Σοφωνίδη) και «Β» (ο Περικλής ο Ξανθίππου ) έχουν και ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα, πολύ υψηλά για την εποχή τους. Ζυγίζουν 400 kg το ένα. Η κοντραπόστο στάση του σώματος υποδεικνύει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί ή δόρυ στο δεξί. Ο ηλικιωμένος φοράει κράνος στο κεφάλι, ενώ ο έφηβος φοράει ταινία στα μαλλιά .

Παρά τις ομοιότητες, μία μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αγαλμάτων, που αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Οι λεπτομέρειες του σώματος πάντως αποδίδονται λεπτομερώς με κάθε λεπτομέρεια, στους μύες, τις φλέβες, και όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ανατομίας.



Η νέα ερμηνεία του Χρ. Χρήστου, βασίζεται στα ίδια τα αγάλματα και στην ανεύρεσή τους. Εξηγεί τη διαφορετική τους ηλικία, γιατί ο ένας φοράει κράνος, γιατί δημιουργήθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα, γιατί είναι μόνο δύο και γιατί βρέθηκαν μαζί. Οι αναφορές του Πλούταρχου στο σχήμα της κεφαλής του Περικλή (είχε πολύ μακρύ κρανίο, γι’ αυτό εικονιζόταν πάντα με περικεφαλαία), κάνουν το Χρ. Χρήστου να δεχτεί ότι η μορφή με την περικεφαλαία είναι ο Περικλής ο Ξανθίππου και ότι η άλλη ανήκει στον φίλο του, τον φτωχό και αδιάφθορο Εφιάλτη του Σοφωνίδη, που πέτυχε τον περιορισμό των εξουσιών του Αρείου Πάγου. Κίνηση που οδήγησε το 461 π.Χ. στη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Χρ. Χρήστου, το έργο ίσως ήταν παραγγελία του Περικλή στο στενό του φίλο Φειδία, για να τιμήσει το δολοφονημένο αρχηγό των Δημοκρατικών και να εξάρει το δικό του ρόλο.

Τα δύο αγάλματα αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Ο έφηβος χρονολογείται στο 460 π.Χ. και ο ηλικιωμένος στο 430 π.Χ. Ο πρώτος είναι αυστηρού ρυθμού και ο δεύτερος κλασσικού ρυθμού. Αποδίδονται στην σχολή του Πολύκλειτου, ενώ μπορεί και να είναι έργο του Φειδία ή του εργαστηρίου του.

Οι ανδριάντες του Ριάτσε ,όπως αναφέρει ο καθ. Αντώνης Κωτίδης ,στο βιβλίο του ο  ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου: «Περικλής και Εφιάλτης Τυραννοκτόνοι, Οι ανδριάντες του Ριάτσε, Τέχνη και Ιστορία», 2004, Ακαδημία Αθηνών, σελ. 154, δίγλωσση έκδοση (μετάφραση στα Αγγλικά: Ευγενία Λεωτσάκου - Πετρίδη).
 Στη μελέτη του ο ακαδημαϊκός καθηγητής στρέφεται στα επιστημονικά ενδιαφέροντα των αρχών της σταδιοδρομίας του. Θυμίζω ότι η διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Πότνια Θηρών» είναι μελέτη στο αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας και ότι υπηρέτησε ως έφορος κλασικών αρχαιοτήτων πριν εκλεγεί καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Δεν πρέπει λοιπόν να ξαφνιάζει το ενδιαφέρον του για ένα ζήτημα αρχαίας τέχνης, στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα της χρονολόγησης, ερμηνείας και απόδοσης των δύο περίφημων αγαλμάτων του 5ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκαν τυχαία από ερασιτέχνη ψαρά στον βυθό της θάλασσας του Ριάτσε το 1971.

Απόδοση ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ Ο αδιάφθορος Εφιάλτης του Σοφωνίου που κατήργησε ατην Αθήνα τον Άρειο Πάγο αριστερά και δεξιά ο θαυμαστός Αθηναίος Περικλής ο Ξανθίππου πλάι στον Παρθενώνα στην ακρόπολη των Αθηνών Η ανάπτυξη των επιχειρημάτων, με τα οποία ο Χρήστου υποστηρίζει την άποψή του ότι οι ανδριάντες του Ρηγίου παριστάνουν τους αρχηγούς των δημοκρατικών, γύρω στα μέσα του 5ου αι., Εφιάλτη και Περικλή, στον τύπο των τυραννοκτόνων, προέρχονται από την αθηναϊκή αγορά και δημιουργήθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο του Φειδία.

Τα αγάλματα αυτά ήταν φυσικό να προκαλέσουν ενδιαφέρον διεθνώς σε αρχαιολόγους, ιστορικούς της τέχνης και συντηρητές. Έγινε από την πρώτη στιγμή φανερό ότι επρόκειτο για αριστουργήματα της εποχής που η κλασική τέχνη βρισκόταν στο απόγειό της, και τα σωζόμενα χάλκινα αγάλματα αυτής της περιόδου, ανάμεσά τους ο Ηνίοχος των Δελφών και ο Ποσειδώνας ή Δίας του Αρτεμισίου, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Διάφορες θεωρίες προβλήθηκαν και εξακολουθούν να προβάλλονται, όσο δείχνει η πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας. Για την προέλευση οι γνώμες των ειδικών είναι μοιρασμένες ανάμεσα στην πιθανότητα να ήταν τοποθετημένα σε κάποιο ιερό ως ανάθημα, π.χ. στους Δελφούς, ή ότι κοσμούσαν κάποια αγορά, όπως συνηθιζόταν, π.χ. της Αθήνας ή του Αργους.


Ο κρανοφόρος Περικλής

Κάθε υπόθεση ξετύλιγε ένα διαφορετικό μίτο παρακολουθημάτων: αν ήταν σε ιερό, τότε μάλλον παριστάνουν ήρωες της μυθολογίας ή οπλιτοδρόμους ή γυμνούς αθλητές. Αν ήταν σε αγορά, τότε τους γενάρχες φυλών που ανήκαν στον δήμο ή ευκλεή ιστορικά πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα κοινά. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, είναι ομόφωνη σχεδόν η γνώμη των μελετητών, ότι αποτελούσαν τμήμα ενός πολυπρόσωπου συνόλου από εκείνα που συνήθως απαρτίζονταν από οκτώ ως δέκα αγάλματα. Επίσης, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ειδικοί συμφωνούν στη χρονολόγηση -γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα με αποκλίσεις από δύο τρία ως και τριάντα χρόνια μεταξύ της κατασκευής του καθενός από τα δύο.

Δεν είναι επομένως περίεργο που εξακολουθεί η συζήτηση σχετικά με την ερμηνεία τους, 33 χρόνια αφότου ανακαλύφθηκαν και 24 αφότου πρωτοεκτέθηκαν. O Χρήστου προτείνει μια νέα, τολμηρή στη σύλληψή της ερμηνεία, η οποία εδράζεται στη βάση της σχέσης της τέχνης με τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής της. Το πλαίσιο του συλλογισμού του ξεκινάει από τον αξιωματικό ισχυρισμό που έχει εκφράσει από παλιά και συνοψίζει την ταυτότητά του ως μελετητή: ότι η τέχνη είναι η συνείδηση της ιστορίας. Κατά συνέπεια, κάθε καλλιτεχνικό έργο δεν μπορεί παρά να είναι εκφραστικός φορέας των αντιλήψεων της εποχής του, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών.

Ο Περικλής.
Η ερμηνεία του ξεκινάει από μια εντελώς διαφορετική βάση από εκείνες των άλλων μελετητών: πιστεύει ότι τα δύο αγάλματα δεν αποτελούν μέρος μιας σύνθεσης αλλά το σύνολό της. Για να τεκμηριώσει την άποψή του ανατρέχει και σε τυπολογικά χαρακτηριστικά: οι ανδριάντες του Ριάτσε παριστάνουν δύο άνδρες διαφορετικής ηλικίας, έναν ώριμο και έναν νεότερο. H τυπολογία του κεφαλιού του νεότερου παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο ο Κρησίλας, γλύπτης των μέσων του 5ου αιώνα, απέδωσε τον Περικλή κρανοφόρο, όπως συνηθιζόταν για τον συγκεκριμένο πολιτικό, εξαιτίας μιας δυσμορφίας του κεφαλιού του.



O Χρήστου παραθέτει το χωρίο από τον Πλούταρχο, σύμφωνα με το οποίο ο Περικλής είχε μακρουλό και ασύμμετρο κεφάλι. Πιστεύει ότι οι ανδριάντες παριστάνουν ιστορικά πρόσωπα και μάλιστα στον τύπο των τυραννοκτόνων που παριστάνονται με διαφορά ηλικίας, στα ομόθεμα έργα, τόσο στο χαμένο του Αντήνορα, για το οποίο μόνο φιλολογικές γνώσεις έχουμε, όσο και στο επίσης χαμένο, αλλά γνωστό από ρωμαϊκά αντίγραφα, των Κριτίου και Νησιώτη.

Μία τριδιάστατη ηλεκτρονικη απόδοση της αρχικής κατάστασης των ελληνικών αγαλμάτων

Την υπόθεσή του αυτή στηρίζει στο ότι ο Εφιάλτης, ο αρχηγός των δημοκρατικών, κατά δέκα περίπου χρόνια πρεσβύτερος του Περικλή, αλλά και ο Περικλής , αγωνίστηκαν και κατόρθωσαν να επιβάλουν τις δημοκρατικές αρχές της Κλεισθένειας παράδοσης, με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου, που ήταν προπύργιο των αριστοκρατικών και τον οστρακισμό και την εξορία του Κίμωνα. Σε αντίποινα για τη νίκη αυτή των δημοκρατικών αποδίδεται η δολοφονία του Εφιάλτη από ανθρώπους των αριστοκρατικών. Έπειτα από αυτήν, ο Περικλής ανέλαβε την αρχηγία της δημοκρατικής παράταξης.

O Χρήστου πιστεύει ότι η ανάθεση για την εκτέλεση ενός μνημείου των Εφιάλτη και Περικλή ως τυραννοκτόνων και προασπιστών της δημοκρατίας θα αποτελούσε συμβολισμό της εγγύησης για τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών. H μορφολογία μάλιστα των δύο αγαλμάτων παραπέμπει, κατά τον συγγραφέα, στο εργαστήριο του ίδιου του Φειδία, που αυτός ή ένας μαθητής του, όπως ο Αλκαμένης, θα μπορούσε να έχει σχεδιάσει την εκτέλεση των δύο ανδριάντων.


Η ανάπτυξη των επιχειρημάτων, με τα οποία ο Χρήστου υποστηρίζει την άποψή του ότι οι ανδριάντες του Ρηγίου παριστάνουν τους αρχηγούς των δημοκρατικών, γύρω στα μέσα του 5ου αι., Εφιάλτη και Περικλή, στον τύπο των τυραννοκτόνων, προέρχονται από την αθηναϊκή αγορά και δημιουργήθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο του Φειδία, έχει το ενδιαφέρον μιας σχεδόν αστυνομικής αφήγησης που διαβάζεται απνευστί. Αν έχει δίκιο ή όχι αυτό μένει να το δούμε από τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει. Το σημαντικό πάντως είναι ότι επιχειρείται μια νέα και τολμηρή ερμηνεία, βασισμένη στη διαλεκτική σχέση ιστορίας και καλλιτεχνικής έκφρασης.


ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ


Με πηγές από
Αντώνης Κωτίδης  καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Giuseppe Forti, Claudio Sabbione: Die Bronzestatuen von Riace in Reggio. Pawlak, Herrsching 1989. 
Paolo Moreno: Les Bronzes de Riace (Le maitre d'Olympie et les Sept à Thebes). Gallimard, Paris 1999.


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ