Η γέφυρα της Αμφίπολης ήταν ένα σημαντικό δείγμα αρχαίου τεχνικού έργου, που βρισκόταν σε ένα καίριο συγκοινωνιακό κόμβο.
«Καθώς οι ανασκαφές προχωρούσαν προς το βορειοδυτικότερο μέρος, όπου ανακαλύψαμε και τρίτη
πύλη, πειθόμουν όλο και περισσότερο πως η γέφυρα που αναφέρει ο Θουκυδίδης και που τόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε στην κατάληψη της Αμφίπολης από τον Βρασίδα δεν πρέπει να βρισκόταν στο νοτιότερο σημείο, στη θέση του Λιονταριού, όπου την τοποθετούσαν πολλοί παλιότεροι ερευνητές, αλλά στα βόρεια. Η πλευρά αυτή, άλλωστε, προσφέρεται για τις κινήσεις του ιππικού στη μάχη του 422 π.Χ». Αυτό σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Δημήτρης Λαζαρίδης, όπως το παρουσιάζει η ΙΗ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στο τμήμα του εκπαιδευτικού πακέτου «Αμφίπολη: Μια πόλη της αρχαιότητας», με τίτλο «Ανασκαφές Αμφιπόλεως, το ημερολόγιο του Δ. Λαζαρίδη».
Δ.Λαζαρίδης: «Αναζητούσα αυτή τη γέφυρα όπου παίχτηκε η τύχη της Αμφίπολης και η μοίρα του Θουκυδίδη»
Έτσι, επέμεινε και συνέχισε τις συστηματικές έρευνές του για το μεγάλο αυτό έργο της αρχαιότητας. Δικαιώθηκε. Βρήκε και ανέσκαψε τη μοναδική αρχαία ξύλινη γέφυρα της Αμφίπολης, που έδωσε πληθώρα στοιχείων για την εποχή.
Κανείς δεν θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τη στιγμή της ανακάλυψης της γέφυρας από τον ίδιο τον ανασκαφέα, ο οποίος λίγες μέρες πριν, στις αρχές του Σεπτεμβρίου του 1977, έγραφε στο ημερολόγιό του: «(…) Αργότερα επεκτάθηκαν οι οχυρώσεις ως τη γέφυρα και πραγματικά, η μεγάλη ικανοποίησή μου είναι ότι βρέθηκε η μεγαλύτερη ως τώρα πύλη, τρομερά οχυρωμένη, σε απόσταση 50 μέτρων από την τωρινή όχθη του ποταμού. Η τωρινή όχθη του ποταμού δεν είναι η αρχαία, αφού τα έργα που έγιναν μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο άλλαξαν την κοίτη του ποταμού».
«Οι κόποι μας ανταμείφθηκαν: μπροστά στην πύλη και μέσα από την πύλη, ως τη σημερινή όχθη, βρήκαμε 1250 περίπου πασσάλους και κορμούς δέντρων που ανήκουν σε οχυρωματικό έργο και στην υποδομή της γέφυρας. Βγάλαμε στην επιφάνεια κάπου 220 πασσάλους και το θέαμα είναι συγκλονιστικό, αλλά δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποκάλυψη και των υπολοίπων πριν λύσουμε όλα τα προβλήματα συντήρησης του ξύλου», έγραφε για την ανακάλυψη, την Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 1978 ο Δημήτρης Λαζαρίδης.
Φτάνοντας στην πύλη της γέφυρας, διαπιστώνει κανείς ότι είναι η μεγαλύτερη και πιο οχυρή πύλη της πόλης. Έχει διαστάσεις 13,40 x 9 μ. και οι τοίχοι της έχουν πάχος περίπου 2 μέτρα. Προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πλημμύρας του ποταμού, η πύλη έχει ενισχυθεί εσωτερικά και εξωτερικά, ενώ έχουν τοποθετηθεί και πάσσαλοι. Στην πύλη αυτή λοιπόν κατέληγε η γέφυρα που αναφέρει ο Θουκυδίδης στα γεγονότα της μάχης του Κλέωνος και Βρασίδα το 422 π.Χ..
Στην απόσταση από την πύλη μέχρι την όχθη του Στρυμόνα, που φτάνει τα 42,30 μ. διαπιστώθηκαν ή αποκαλύφθηκαν εκατοντάδες πάσσαλοι κυκλικής ή τετράγωνης τομής, σφηνωμένοι κατακόρυφα στο αμμώδες έδαφος της όχθης ή της κοίτης και φαίνεται να ανήκουν τουλάχιστον σε δύο εποχές, αφού αυτοί που βρίσκονται σε βαθύτερο επίπεδο και έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις έχουν ταυτιστεί με την κλασική εποχή, ενώ οι υπόλοιποι φαίνεται να ανήκουν στη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή.
Οι πάσσαλοι στεγάστηκαν άμεσα για να προστατευτούν
Όπως περιγράφεται στο σύγγραμμα «Αμφίπολις» του Δημήτρη Λαζαρίδη, ιδιαίτερα εντυπωσιακές είναι συστάδες κορμών και πασσάλων που βρίσκονται σε απόσταση 14,5 μ. από την όχθη του ποταμού και ανήκουν στην υποδομή της γέφυρας. Στην αρχαιότερη φάση της γέφυρας, οι πάσσαλοι είναι τοποθετημένοι κατά τετράδες ή τριάδες για να ενισχύεται η υποδομή της γέφυρας και σχηματίζουν 12 σειρές, όχι απαραίτητα παράλληλες, δίνοντας ένα πλάτος 4-6 μ. που θα πρέπει να ήταν και το πλάτος της κλασικής γέφυρας. %Τα άκρα των πασσάλων καταλήγουν σε πελεκητή κορυφή που σε μερικές περιπτώσεις έχει τοποθετηθεί σε σιδερένια αιχμηρή κεφαλή.