Προς τη δημιουργία της πόλεως-κράτους- Η Αθήνα και η Σπάρτη
NIKOΛAOΣ KAΛTΣAΣ
Την κατάρρευση και τον αφανισμό των μυκηναϊκών βασιλείων
κατά τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. ακολουθεί στον ελληνικό κόσμο μια περίοδος
περίπου τεσσάρων αιώνων, κατά την οποία σημαντικά γεγονότα διαμορφώνουν μια νέα
κατάσταση πραγμάτων, η οποία εισάγει στους ιστορικούς χρόνους. Σημαντικότερο
φαινόμενο από το 1125 έως το 800 π.Χ. είναι οι μετακινήσεις πληθυσμών, που
ζούσαν έως τότε στην περιφέρεια του μυκηναϊκού κόσμου, προς τις περιοχές των
άλλοτε ακμαζόντων βασιλείων.
Οι μεταναστεύσεις αυτές κάλυψαν όλη την ηπειρωτική Ελλάδα,
τα παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο. Ήδη από το 1200 π.Χ. στο Mεσογειακό
χώρο παρατηρούνται μεγάλες μεταναστεύσεις, οι οποίες θα σηματοδοτήσουν το τέλος
της Εποχής του Χαλκού και την αρχή της Εποχής του Σιδήρου. Στις μετακινήσεις
αυτές έλαβαν μέρος τουλάχιστον περί τα δεκαπέντε από τα τριάντα δύο γνωστά
ελληνικά φύλα.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τις μετακινήσεις αυτές
από την αρχαία γραμματεία είναι κάπως συγκεχυμένες, καθώς
προέρχονται από κείμενα που βασίζονται σε αναμνήσεις, από ποιητικά
δημιουργήματα που περιέχουν πολλές φανταστικές αναφορές, και από αφηγήσεις που
άλλοτε έχουν αντικειμενική βάση και άλλοτε στοιχεία που απορρέουν από πολιτική
προπαγάνδα.
Στις πληροφορίες αυτές έχει ρίξει πλέον αρκετό φως η
αρχαιολογική έρευνα, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, από την οποία
προκύπτουν πολλά και σημαντικά στοιχεία για την εγκατάσταση των διαφόρων
πληθυσμών και τον τρόπο διαβίωσής τους.
Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα και σε συνδυασμό με τη
γραπτή παράδοση, η έρευνα έχει καταλήξει σε σχετικά ασφαλή συμπεράσματα για τα γεγονότα που έλαβαν χώρα
στη διάρκεια των τεσσάρων περίπου αιώνων (11ος-8ος αι. π.X.), που παλαιότερα
είχαν ονομαστεί «σκοτεινοί αιώνες» ακριβώς εξαιτίας της έλλειψης ασφαλών
στοιχείων.
Σύμφωνα με την παράδοση, οι Θεσσαλοί μετακινούνται προς την περιοχή
της Άρνης στην κεντρική Ελλάδα και εγκαθίστανται αρχικά στη σημερινή δυτική
Θεσσαλία, αφού εκτοπίζουν τους «προθεσσαλικούς» πληθυσμούς προς τα κεντρικά και
τα ανατολικά.
[Από τις αρχαιότερες πόλεις, η Άρνη, υπήρξε έδρα των Βοιωτών πριν από την εγκατάσταση των Θεσσαλών, δηλαδή πριν από το 1900 π.Χ. Άρνη ήταν η κόρη του Αίολου και μητέρα του γενάρχη Βοιωτού. Στα Ιστορικά Χρόνια η πόλη μετονομάστηκε Κιέριο. Σύμφωνα με τις επιγραφές ταυτίζεται με την αρχαία θέση «Ογλά» , δυτικά από το χωριό Πύργος Κιερίου, πολύ κοντά στον Κουάριο ή Κουράλιο ποταμό (Σοφαδίτικο). Σώζονται ερείπια από τα ισχυρά τείχη και από άλλα κτίσματα. Η Άρνη τοποθετείται στη θέση «Μακριά Μαγούλα». Το Κιέριο ήταν μια από τις τρεις σημαντικές πόλεις του σημερινού νομού (οι άλλες δυο ήταν η Μητρόπολη και οι Γόμφοι) και χαρακτηρίζεται πρώτη πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ]
Σιγά-σιγά έως τον 9ο αι. π.X. ολοκληρώνεται η κατάκτηση της περιοχής από τους Θεσσαλούς και επέρχεται η πολιτιστική ενότητά της. Οι Μάγνητες καταλαμβάνουν την ανατολική περιοχή της Θεσσαλίας. Οι Βοιωτοί αρχικά είχαν κατευθυνθεί και αυτοί προς την περιοχή της Άρνης. Ένα τμήμα τους παρέμεινε εκεί και συμβίωσε με τους Θεσσαλούς, αλλά μια μεγάλη ομάδα με αρχηγό τον Οφέλτα μετανάστευσε νοτιότερα και εγκαταστάθηκε στη χώρα που ονομάστηκε Βοιωτία.
[Από τις αρχαιότερες πόλεις, η Άρνη, υπήρξε έδρα των Βοιωτών πριν από την εγκατάσταση των Θεσσαλών, δηλαδή πριν από το 1900 π.Χ. Άρνη ήταν η κόρη του Αίολου και μητέρα του γενάρχη Βοιωτού. Στα Ιστορικά Χρόνια η πόλη μετονομάστηκε Κιέριο. Σύμφωνα με τις επιγραφές ταυτίζεται με την αρχαία θέση «Ογλά» , δυτικά από το χωριό Πύργος Κιερίου, πολύ κοντά στον Κουάριο ή Κουράλιο ποταμό (Σοφαδίτικο). Σώζονται ερείπια από τα ισχυρά τείχη και από άλλα κτίσματα. Η Άρνη τοποθετείται στη θέση «Μακριά Μαγούλα». Το Κιέριο ήταν μια από τις τρεις σημαντικές πόλεις του σημερινού νομού (οι άλλες δυο ήταν η Μητρόπολη και οι Γόμφοι) και χαρακτηρίζεται πρώτη πρωτεύουσα της Θεσσαλιώτιδας, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα π.Χ]
Σιγά-σιγά έως τον 9ο αι. π.X. ολοκληρώνεται η κατάκτηση της περιοχής από τους Θεσσαλούς και επέρχεται η πολιτιστική ενότητά της. Οι Μάγνητες καταλαμβάνουν την ανατολική περιοχή της Θεσσαλίας. Οι Βοιωτοί αρχικά είχαν κατευθυνθεί και αυτοί προς την περιοχή της Άρνης. Ένα τμήμα τους παρέμεινε εκεί και συμβίωσε με τους Θεσσαλούς, αλλά μια μεγάλη ομάδα με αρχηγό τον Οφέλτα μετανάστευσε νοτιότερα και εγκαταστάθηκε στη χώρα που ονομάστηκε Βοιωτία.
Οι Αινιάνες, αφού αποπειράθηκαν να εγκατασταθούν διαδοχικά
στην Κασσωπαία της Ηπείρου και στην Κίρρα της Βοιωτίας, κατέληξαν στην Αινίδα,
στην κοιλάδα του Σπερχειού ποταμού, αφού εκτόπισαν τους παλαιούς κατοίκους
Αχαιούς, ενώ οι Ακαρνάνες κατέλαβαν την περιοχή μεταξύ του Ιονίου Πελάγους και
του ποταμού Αχελώου.
Οι Λοκροί εγκαταστάθηκαν λίγο ανατολικότερα από τους
Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί περνώντας στην Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν σε ένα τμήμα
της στα βορειοδυτικά, στην Ήλιδα.
Οι Δωριείς, ισχυροί πολεμιστές, όπως μαρτυρεί και το όνομά
τους (συγκεκομμένος τύπος της λέξης δορίμαχος, δηλαδή αυτός που μάχεται με το
δόρυ), οι οποίοι κατοικούσαν και αυτοί στη βόρεια Ελλάδα, κατέβηκαν
μεταναστεύοντας προς την Πελοπόννησο.
Η «δωρική μετανάστευση» ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός, το
οποίο άλλαξε το σκηνικό στον ελλαδικό χώρο και εγκαινίασε μια νέα περίοδο στην
ελληνική ιστορία· αναφέρεται, μάλιστα, από τους αρχαίους ιστορικούς ως ένα από
τα σημαντικότερα γεγονότα της μεταμυκηναϊκής περιόδου, ενώ για τα τρία δωρικά
φύλα, τους Υλλείς, τους Δυμάνες και τους Πάμφυλους, δημιουργήθηκε ο «μύθος» της
«επιστροφής των Ηρακλειδών».
Οι Δωριείς δεν μετανάστευσαν σε μία ομάδα και την ίδια χρονική στιγμή, αλλά μετακινήθηκαν σταδιακά και τουλάχιστον σε τέσσερα κύρια τμήματα.
Οι Δωριείς δεν μετανάστευσαν σε μία ομάδα και την ίδια χρονική στιγμή, αλλά μετακινήθηκαν σταδιακά και τουλάχιστον σε τέσσερα κύρια τμήματα.
Σύμφωνα με την παράδοση, ένα από αυτά με αρχηγό τον Τήμενο
κινήθηκε προς την Αργολίδα και αφού ξεπέρασε την αντίσταση των Αχαιών κατέλαβε
τις Μυκήνες και το Άργος. Μερικοί από τους Αχαιούς που εγκατέλειψαν μετά από
αυτό την Αργολίδα, εγκαταστάθηκαν στα παράλια της βόρειας Πελοποννήσου στην
περιοχή που ονομάστηκε έκτοτε Αχαΐα, αφού εκτόπισαν τους Ίωνες που κατοικούσαν
εκεί. Οι Δωριείς μετά την εγκατάστασή τους στο Άργος, αποίκισαν αργότερα την
Επίδαυρο, την Τροιζήνα, τις Κλεωνές, τον Φλειούντα και τη Σικυώνα.
Ένα δεύτερο τμήμα με επικεφαλής τον Αλήτη έφτασε στην
Κορινθία, όπου από τους «προδωρικούς »κατοίκους, Αιολείς ή Ίωνες, κάποιοι
παρέμειναν εκεί και κάποιοι άλλοι μετανάστευσαν. Μια τρίτη ομάδα υπό τον
Κρεσφόντη κατέλαβε την κεντρική πεδιάδα του Παμίσου στη Μεσσηνία. Το τμήμα των
Δωριέων που έφτασε στη Λακωνία με αρχηγό τον Αριστόδημο εγκαταστάθηκε στην
περιοχή χωρίς πόλεμο.
Από τους Αχαιούς μερικοί έμειναν στις Αμύκλες και άλλοι μετανάστευσαν. Συνέπεια αυτών των μεταναστευτικών ρευμάτων ήταν η απώθηση και η μετακίνηση μεγάλων τμημάτων των παλαιών πληθυσμών, των Αχαιών, Ιώνων και Αιολοφώνων.
Από τους Αχαιούς μερικοί έμειναν στις Αμύκλες και άλλοι μετανάστευσαν. Συνέπεια αυτών των μεταναστευτικών ρευμάτων ήταν η απώθηση και η μετακίνηση μεγάλων τμημάτων των παλαιών πληθυσμών, των Αχαιών, Ιώνων και Αιολοφώνων.
Οι μόνες περιοχές που δεν επηρεάστηκαν από τις
μετακινήσεις των φύλων που κατέβηκαν από το Βορρά ήταν η Αρκαδία και η Αττική.
Οι ομάδες των «προσφύγων» εγκαταλείποντας τον τόπο τους είτε δια της βίας είτε
οικειοθελώς κατευθύνονταν σε άλλες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, στα νησιά
του Αιγαίου, στα δυτικά παράλια της Μικράς Ασίας και την Κύπρο. Αιολείς από την
περιοχή της Θεσσαλίας μετανάστευσαν στη Λέσβο και στις απέναντι ακτές της
Μικράς Ασίας.
Οι Ίωνες από την Αττική, την Εύβοια και άλλες περιοχές
εγκαθίστανται στις Κυκλάδες και ιδρύουν αποικίες στα παράλια της Μικράς Ασίας
από τη Σμύρνη μέχρι τη Μίλητο. Στη Χίο, τη Σάμο και ένα τμήμα των παραλίων,
όπου οι Ερυθρές και η Τέως, συνυπάρχουν Ίωνες και Αιολείς. Ένα τμήμα, τέλος,
των Ιώνων εγκαθίσταται στην Κύπρο. Εκτός, όμως, από τους «πρόσφυγες», λίγο
αργότερα, μετακινούνται ανατολικά και Δωριείς, οι οποίοι εγκαθίστανται στη
Μήλο, τη Θήρα, στα νότια παράλια της Μικράς Ασίας και στα Δωδεκάνησα, καθώς
επίσης και στην Κρήτη.
ΔΕΣ Ίωνες ,Αιολείς και Δωριείς στην Μικρά Ασία
ΔΕΣ Ίωνες ,Αιολείς και Δωριείς στην Μικρά Ασία
Άρμα από τον Αναργυρούντα του 8ου αι π.Χ. |
Η πρώτη κατηγορία είναι αυτή της μετανάστευσης ελληνικών φύλων από
τον περίγυρο του ελληνικού χώρου, από τα ορεινά, προς τις περιοχές του άλλοτε
ακμάζοντος μυκηναϊκού πολιτισμού.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα ρεύματα των «προσφύγων» που δημιουργήθηκαν από τις εισβολές των βόρειων ελληνικών φύλων, ενώ οι μετακινήσεις της
τρίτης κατηγορίας, προς το Αιγαίο και τα παράλια της Μικράς Ασίας, εμπεριέχουν το χαρακτήρα του αποικισμού.
Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα ρεύματα των «προσφύγων» που δημιουργήθηκαν από τις εισβολές των βόρειων ελληνικών φύλων, ενώ οι μετακινήσεις της
τρίτης κατηγορίας, προς το Αιγαίο και τα παράλια της Μικράς Ασίας, εμπεριέχουν το χαρακτήρα του αποικισμού.
Κατά τον 8ο αι. π.X. πάντως η κατάσταση αναφορικά με
τις μεταναστεύσεις έχει σχεδόν παγιωθεί . Όλα τα ελληνικά φύλα με την
εγκατάστασή τους στα νέα εδάφη δημιούργησαν πλήθος μικρών αυτόνομων φυλετικών
ομάδων, έναν τύπο «φυλετικού κράτους» που αποτέλεσαν το κύτταρο της
πόλεως-κράτους της αρχαϊκής και της κλασικής εποχής.
Κάθε φύλο αποτελούσε ένα είδος κράτους με έναν αρχηγό και εθιμικό δημόσιο δίκαιο. Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων αιώνων (1125-700 π.Χ.) ονομάζουμε σήμερα γεωμετρική περίοδο από τη διακόσμηση των αγγείων που αποτελείται από καθαρά γεωμετρικά σχήματα.
Κάθε φύλο αποτελούσε ένα είδος κράτους με έναν αρχηγό και εθιμικό δημόσιο δίκαιο. Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων αιώνων (1125-700 π.Χ.) ονομάζουμε σήμερα γεωμετρική περίοδο από τη διακόσμηση των αγγείων που αποτελείται από καθαρά γεωμετρικά σχήματα.
Η διαίρεση των χρόνων αυτών σε μικρότερες περιόδους έγινε
από τους αρχαιολόγους με βάση την εξέλιξη της κεραμικής ως εξής:
- Υπομυκηναϊκή περίοδος, 1125-1050 π.Χ.,
- πρωτογεωμετρική περίοδος, 1050-900 π.Χ.,
- γεωμετρική περίοδος, 900-700 π.Χ.
- πρώιμη (900-850 π.Χ.),
- μέση (850-760 π.Χ.)
- και ύστερη γεωμετρική (760-700 π.Χ.).
ΔΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗ
Οι αλλαγές που συντελούνται στην τέχνη συνθέτουν και την εικόνα της εποχής και αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της και τη στάση του ανθρώπου στον κόσμο που τον περιβάλλει. Τα πολιτιστικά κατάλοιπα της γεωμετρικής περιόδου είναι κυρίως τα πήλινα αγγεία. Κοντά σε αυτά σημαντικά στοιχεία μας δίνουν επίσης τα μικρά πήλινα και χάλκινα ειδώλια, αφιερώματα κυρίως σε ιερά, ενώ λείπουν τα έργα της μεγάλης γλυπτικής και τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι ελάχιστα.
Οι αλλαγές που συντελούνται στην τέχνη συνθέτουν και την εικόνα της εποχής και αντικατοπτρίζουν το πνεύμα της και τη στάση του ανθρώπου στον κόσμο που τον περιβάλλει. Τα πολιτιστικά κατάλοιπα της γεωμετρικής περιόδου είναι κυρίως τα πήλινα αγγεία. Κοντά σε αυτά σημαντικά στοιχεία μας δίνουν επίσης τα μικρά πήλινα και χάλκινα ειδώλια, αφιερώματα κυρίως σε ιερά, ενώ λείπουν τα έργα της μεγάλης γλυπτικής και τα αρχιτεκτονικά λείψανα είναι ελάχιστα.
Σπάνιο ειδώλιο του 11ου αι. π.Χ.- Καρφί Κρήτης |
Την πρώτη θέση στην κεραμική της γεωμετρικής περιόδου
κατέχει η Αθήνα. Παράλληλα, ένα πλήθος μικρότερων και λιγότερο παραγωγικών
εργαστηρίων αναπτύσσεται σε πολλές άλλες περιοχές, όπως στο Άργος, στην
Κόρινθο, στη Λακωνία, στη Βοιωτία και στις Κυκλάδες. Αντίθετα, στην κατασκευή
ειδωλίων η Αθήνα καθυστερεί κάπως, ενώ στην Πελοπόννησο, τα εργαστήρια του
Άργους, της Λακωνίας και της Κορίνθου παράγουν πλήθος μικρών χάλκινων ειδωλίων,
τα οποία βρίσκουμε στα μεγάλα πανελλήνια ιερά.
Δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ορισμένα μεγάλα
δημιουργήματα του ελληνικού πνεύματος κατά τον 8ο αι. π.Χ., όπως είναι η
σύνθεση των Ομηρικών επών, η δημιουργία του ελληνικού Πανθέου και της
μυθολογίας από τον Ησίοδο και η επινόηση της ελληνικής γραφής. Κάπου στον 9ο
αι. π.Χ., πιθανότατα από την έμπνευση μιας μεγαλοφυούς προσωπικότητας,
δημιουργήθηκε το ελληνικό αλφάβητο, ένα πλήρες φθογγογραφικό αλφάβητο. Τα
αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η οινοχόη του Διπύλου και μερικά όστρακα από
τον Υμηττό, δείχνουν ότι η ελληνική γραφή είχε διαδοθεί ήδη κατά τον 8ο αι.
π.Χ.
Αρχίζει έτσι η καταγραφή νικητών στους Ολυμπιακούς Αγώνες,
που ιδρύονται το 776 π.Χ., οι καλλιτέχνες υπογράφουν έργα τους, οι άνθρωποι
γράφουν τα ονόματά τους. Ισάξιο γεγονός με αυτό της επινόησης της αλφαβητικής
γραφής ήταν και η σύνθεση των Ομηρικών επών, που αποτελούν την πρωταρχή της
ελληνικής λογοτεχνίας.
Τα δύο κορυφαία έργα της επικής ποίησης, η Ιλιάδα και η
Οδύσσεια, που έθεσαν τις βάσεις για την εθνική συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων,
μας παρουσιάζουν τον κόσμο της αριστοκρατίας, η οποία είναι περήφανη για τους
προγόνους της και έχει ως ιδανικά τη δράση, τον αγώνα και την πολεμική ανδρεία.
Το ότι ήταν ένα από τα ύψιστα επιτεύγματα της ελληνικής δημιουργίας το
αποδεικνύει η σημαντικότατη θέση τους στον πνευματικό βίο και στην αγωγή των
Ελλήνων από την αρχαϊκή εποχή έως τους βυζαντινούς χρόνους.
Ο Όμηρος και ο Ησίοδος, όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος (ΙΙ, 53)
διαμόρφωσαν και διέπλασαν το θρησκευτικό κόσμο των Ελλήνων. Eπάνω σε αυτό το
υπόβαθρο, της κοινής εθνικής συνείδησης, της κοινής θρησκείας, της κοινής
γλώσσας και γραφής, διαμορφώνεται στην Ελλάδα του 8ου αι. π.Χ. η πόλη-κράτος.
Στα πολυάριθμα αυτά φυλετικά κρατίδια, που προήλθαν από τη διάσπαση των μεγάλων
φυλετικών ομάδων, η οποία ευνοήθηκε και από τη γεωμορφολογία της χώρας, υπάρχει
πάντα μια πόλη που δίνει το όνομά της σε ολόκληρη την περιοχή, δηλαδή στο
κράτος. Η πόλις και η ύπαιθρος χώρα της αποτελούν το πρώτο κράτος δικαίου στην
ιστορία της Ευρώπης, καθώς είναι ένας κοινωνικός οργανισμός που λειτουργεί με
βάση το δίκαιο, την ανάγκη για οικονομική αυτάρκεια και την πίστη στο θείο, που
αποτελεί την ουσία της συνοχής των πολιτών.
Πήλινο ομοίωμα Ηραίου του Άργους |
Η Αθήνα και η Σπάρτη, παρά το διαφορετικό τρόπο κοινωνικής
και πολιτικής οργάνωσης εσωτερικά, υπήρξαν από την αρχή τα δύο σημαντικότερα
και ισχυρότερα κράτη της Ελλάδας.
H Αθήνα ήταν από τις ελάχιστες περιοχές που δεν επηρεάστηκαν
από τις μετακινήσεις των βόρειων φύλων και ιδιαίτερα των Δωριέων, και γι’ αυτό
θεωρούσαν εαυτούς αυτόχθονες και τη χώρα τους την αρχαιότερη γη της Ιωνίας.
Θεμελιωτής της πόλεως-κράτους των Αθηνών θεωρούνταν από τους αρχαίους
συγγραφείς ο μυθικός βασιλιάς και τοπικός ήρωας Θησέας, ο οποίος, σύμφωνα με
την παράδοση, συνοίκισε τις δώδεκα διάσπαρτες στην Αττική πόλεις. Βεβαίως, είναι
απίθανο ο συνοικισμός της Αθήνας να πραγματοποιήθηκε εξολοκλήρου από έναν
βασιλιά την ίδια στιγμή.
Το πιθανότερο είναι ότι αυτός έλαβε χώρα σταδιακά από το 10ο
έως τον 8ο αι. π.Χ. και ολοκληρώθηκε με την προσάρτηση της Ελευσίνας. Με την
κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας του άνακτος της Aττικής κατά το τέλος της
μυκηναϊκής εποχής, οι τοπικοί άρχοντες που ονομάζονταν βασιλείς και ήλεγχαν
τοπικές διοικητικές μονάδες που ονομάζονταν δάμοι (δήμοι), εντάχθηκαν σε ένα
φυλετικό σύνολο των Ιώνων της Αττικής. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά και το
γεγονός της ύπαρξης κοινών θεσμών και λατρειών, καθώς και η ιωνική εθνική
συνείδηση, για τη διατήρηση της οποίας σχηματίστηκε μια ομοσπονδία δήμων. Τον
κορμό του κράτους της Αθήνας αποτελούσαν όσοι ανήκαν στα αυτόχθονα γένη και τις
φατρίες, ενώ οι πρόσφυγες δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, κάτι που συνεχίστηκε
και στην αρχαϊκή και την κλασική περίοδο.
Σύμφωνα με τις
αρχαίες πληροφορίες οι απόγονοι του τελευταίου βασιλιά της Αθήνας, του Κόδρου,
κυβέρνησαν ως αιρετοί άρχοντες, οι οποίοι, ωστόσο δεν επενέβαιναν στα εσωτερικά
των ομόσπονδων κρατιδίων, τα οποία διατηρούσαν την οικονομική τους αυτονομία.
Με τη συγκέντρωση της πολιτικής ζωής στην πόλη, όπου
συμμετείχαν τα γένη της Αττικής, οι Αθηναίοι δημιούργησαν ένα υποδειγματικό
κράτος και μια πολιτεία, στην οποία το άστυ και η ύπαιθρος χώρα βρίσκονταν σε
μια σχέση αφομοίωσης και ισορροπίας. Αργότερα, στην αρχαϊκή εποχή, οι
διοικητικές και κοινωνικές ρυθμίσεις με τις νομοθεσίες του Σόλωνα και του
Κλεισθένη θα οδηγήσουν την πόλη της Αθήνας στο ύψιστο μεγαλείο με την
εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, την πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας πραγματική
δημοκρατική διακυβέρνηση κράτους.
Αντίθετα, στη Σπάρτη μοναδικό είναι το φαινόμενο της
ανάπτυξης μιας πολεμικής πολιτείας, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί από τις
γεωγραφικές και ιστορικές συνθήκες. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι οι Αθηναίοι
ήταν αυτόχθονες στη χώρα τους, ενώ οι Δωριείς Σπαρτιάτες αμέσως με την κάθοδό
τους στη Λακωνία είχαν να αντιμετωπίσουν τους αυτόχθονες Αχαιούς, αλλά και τους
γείτονές τους Μεσσήνιους και από τη βόρεια ζώνη τους μόνιμους στο εξής εχθρούς
τους, τους Αργείους.
Ζωγραφική γεωμετρικής περιόδου από το Άργος |
Οι Δωριείς συμβίωσαν με τους κατοίκους που βρήκαν στη Λακωνία, αλλά
διατηρήθηκαν οι διακρίσεις των κοινωνικών τάξεων, στις οποίες υπήρχαν οι
Σπαρτιάτες (επήλυδες), οι περίοικοι (γηγενείς ελεύθεροι) και οι είλωτες
(γηγενείς υπόδουλοι). Με την εγκατάσταση των Δωριέων στην κοιλάδα του Ευρώτα
σχηματίστηκαν δύο κοινότητες, στις οποίες ασκούσαν την εξουσία οι δύο μεγάλες
βασιλικές οικογένειες των Αγιαδών και των Ευρυπωντιδών, από τα δύο εγγόνια του.
Η διπλή βασιλεία στη Σπάρτη διατηρήθηκε και μετά την ένωση των δύο κοινοτήτων
σε ένα κράτος.
Για την πολιτεία της Σπάρτης υπάρχουν πολλά άγνωστα σημεία
και οι πληροφορίες που έχουμε από την αρχαία ελληνική γραμματεία είναι
αποσπασματικές και συχνά αντιφατικές, καθώς οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες επεδίωκαν να
σιωπούν ως προς τη διαχείριση των κοινών (χαρακτηριστική είναι η ρήση του Θουκυδίδη
για «της πολιτείας το κρυπτόν» της Σπάρτης). Την εξουσία ασκούσαν, αρχικά, από
κοινού οι δύο βασιλείς και η γερουσία, αλλά η πολιτεία της Σπάρτης, που ήταν
αποτέλεσμα μακρόχρονης διαδικασίας για τη φυλετική οργάνωση των Δωριέων,
αποκρυσταλλώνεται με τις μεταρρυθμίσεις του Λυκούργου και του Χίλωνα στην
αρχαϊκή εποχή. Επί Λυκούργου, άλλωστε, πραγματοποιείται και ένα είδος
συνοικισμού της Σπάρτης με τη διοικητική ενότητα των τεσσάρων κωμών.
Τόσο η Αθήνα όσο και η Σπάρτη θα αναδειχθούν στις δύο
μεγάλες δυνάμεις του ελληνικού κόσμου και θα διεκδικήσουν την ηγεμονία όλων των
ελληνικών πόλεων κατά την κλασική εποχή, τις περισσότερες από τις οποίες θα
εμπλέξουν σε μια σύρραξη, στο μεγαλύτερο πόλεμο μεταξύ ελληνικών πόλεων, τον
Πελοποννησιακό.
Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Bengtson 1988. Cartledge 1979. Coldstream 1968. Desborough 1952. Diringer 1947.
Ehrenberg 1969. Fowler 1966. Guarducci 1967-69. Hammond 1931-32. Larsen 1968.
Lesky 1963. Morris 1987. Powell 1991. Schweitzer 1969. Skeat 1934. Schefold
1967. Snodgrass 1977. Whitley 2001. Whitman 1958. Wilamowitz 1931.