Γράφει ο Δημήτρης Κρασονικολάκης.
... Πότνια Μουνυχίη, λιμενοσκόπε, χαίρε, Φεραίη
μη τις ατιμήση την Άρτεμιν...
(Καλλιμάχου, Ύμνος εις Άρτεμιν, 257 - 258)
«Τουρκολίμανον - Πειραιεύς». Η έπαυλη Κουμουνδούρου όπως φαινόταν από τη βόρεια πλευρά της. |
Ήταν για αυτούς η κατ’ εξοχήν προστάτιδα της γονιμότητας, έχοντας άμεση σχέση με την ενηλικίωση των παρθένων κοριτσιών, με το πέρασμά τους από την παιδικότητα στη γυναικεία φύση, με το γάμο, με το να κάνουν γερούς απογόνους.
Η ίδια συνέχιζε να τα προστατεύει και ως γυναίκες πλέον, στην υπόλοιπη οικογενειακή - καθημερινή τους ζωή.
Παράλληλα ήταν κοντά και στα νέα αγόρια (κουροτρόφος), στο περιβάλλον, στα ζώα, δίχως να στερείται κάποιες από τις υπόλοιπες παλιές ιδιότητες και υποστάσεις που της απέδιδαν. Άρτεμις με την επωνυμία Μουνιχία λατρευόταν στην Πλακία και στα Πύγελα της Μικράς Ασίας όπως και στη Σικυώνα της Κορίνθου.
Το ιερό της πειραϊκής Αρτέμιδος Μουνιχίας βρέθηκε πάνω στη μικρή χερσόνησο που κλείνει από τα νότια το λιμάνι του Μικρολίμανου, στο σημείο που είναι χτισμένος ο Ναυτικός Όμιλος της Ελλάδος.
Στη θέση του υπήρχε μέχρι το 1935 η διώροφη έπαυλη του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, πρώην πρωθυπουργού. Ο κληρονόμος του Επαμεινώνδας Εμπειρίκος - Κουμουνδούρος την πούλησε αντί
2 εκατομμυρίων παλαιών δραχμών μαζί με ολόκληρο το λόφο έκτασης 7,5 στρεμμάτων στις 13/9/1934 στον τότε Ναυτικό Όμιλο Αθηνών (Ναυτικός Όμιλος Ελλάδος ονομάστηκε στις 9.2.1936).
Με αφορμή την κατεδάφιση της οικίας Κουμουνδούρου έγινε το καλοκαίρι του 1935 σύντομη σωστική ανασκαφή από τον έφορο αρχαιοτήτων Ιωάννη Θρεψιάδη (1907-1962), χωρίς να ολοκληρωθεί η προσπάθεια λόγω της επίσπευσης της οικοδόμησης του Ομίλου και της έλλειψης χρηματοδότησης.
Τα πολυάριθμα κινητά ευρήματα, θραύσματα γλυπτών, αρχιτεκτονικών μελών, ειδωλίων, επίπλων, πινάκων, αγγείων, κεραμικών,μεταλλικών κοσμημάτων, χαντρών, βελών, μικροαντικειμένων και επιγραφών, μεταφέρθηκαν από το Εθνικό Μουσείο στο Μουσείο Πειραιά το 1971.
Ανάπτυξη γνώρισε στους κλασικούς χρόνους κι η φυσική παρακμή ήλθε μαζί με αυτήν της πόλης του Πειραιά και του αρχαίου κόσμου. Πάντως λειτουργούσε έως και τον 3ο μ.Χ. αιώνα οπότε την παλιά θρησκεία αντικατέστησε η Χριστιανική. Τόσο βαθιά ήταν η λατρεία της.
Ο επώνυμος ήρωας - βασιλιάς του λόφου και του λιμανιού Μούνιχος λένε πως ήταν ιδρυτής του ιερού, έτσι υπήρχε βωμός του εκεί ή κάπου κοντά «εν δε τη Μουνιχία το περιβόητόν εστιν Αρτέμιδος ιερόν περιτετειχισμένον..». Ο μύθος θέλει να κατοικούσε στο ιερό της Αρτέμιδος μια άγρια αρκούδα που ήταν επικίνδυνη για τον κόσμο, για αυτό την σκότωσαν μερικοί νέοι. Τότε έπεσε στην Αθήνα κάποια λοιμώδης ασθένεια ή πείνα. Ο χρησμός αποφάνθηκε ότι θα απαλλαχθεί ο τόπος μόνο αν ένας πολίτης θυσιάσει την κόρη του στη θεά.
Ο Βάρος λοιπόν ή αλλιώς ο Έμβαρος δέχτηκε να το κάνει, αν του υποσχεθούν να αναλάβει ισόβια η γενιά του την ιεροσύνη του ναού. Αφού έντυσε κατάλληλα την κόρη του, την έκρυψε στο άδυτο και με τα ρούχα της στόλισε μια αίγα και τη θυσίασε αντ’ αυτής.Είναι φανερό λοιπόν ότι η πρωτόγονη η θεά δεχόταν αρχικά ανθρωποθυσίες. Τα παρθένα κορίτσια που προσφέρονταν (περίπτωση Ιφιγένειας) αργότερα αντικαταστάθηκαν με τις θυσίες μικρών ζώων (αίγες, ελάφια).
Έπαψε το κακό προηγούμενο, όμως σε ανάμνηση του γεγονότος καθιερώθηκε να διαλέγονται κορίτσια, όχι μεγαλύτερα των δέκα, ούτε μικρότερα των πέντε χρόνων και να αφιερώνονται για άγνωστο σε μας διάστημα στη θεά, μιμούμενες την άρκτο.
Παρόμοια γιορτή, τα Μουνίχια, γινόταν και με μεγαλύτερης ηλικίας παρθένα κορίτσια, πριν το γάμο τους, που έρχονταν στο ιερό κάθε 16 του μήνα Μουνιχιώνα θυσιάζοντας αίγα, χορεύοντας γύρω από βωμό, γυμνές σε κάποια φάση της τελετής (Φωτίου Λεξικόν, Μουνιχιών: ο δέκατος μην παρά Αθηναίοις· εν δε τούτω Αρτέμιδι έθυον Μουνιχία). Αντιστοιχεί στο μεσοδιάστημα των μηνών Απριλίου - Μαΐου.
Φορούσαν τον κροκωτό, ύφασμα χρώματος κρόκου, κίτρινου και πρόσφεραν ένα είδος πίτας, τους αμφιφώντες «ενικός, ο αμφιφών» (ονομάστηκαν έτσι γιατί τους έφτιαχναν πρωινές ώρες όταν φαίνονταν στο ουρανό ο ήλιος και το φεγγάρι ή επειδή άναβαν κι έμπηγαν πάνω τους κυκλικά λεπτές δάδες. Τα κορίτσια λέγονταν άρκτοι (αρκούδες), η πράξη αρκτεία (από το αρκτεύειν - αρκτεύσαι).
Την ίδια μέρα οι νέοι Πειραιώτες αγωνίζονταν στις λεμβοδρομίες με ιερά πλοία.
Η εκκίνηση γινόταν από τη Ζέα (Πασαλιμάνι), πέρναγαν ανοιχτά από τα Βοτσαλάκια, το νησί της Σταλίδας κι έμπαιναν στο λιμάνι της Μουνιχίας (Μικρολίμανο). Συνέχιζαν με θυσίες και πομπή «περιέπλευσαν δε και εις Μουνιχίαν και έθυσαν τη θεώ». Στα ελληνιστικά χρόνια εξελίχτηκαν σε είδος ναυμαχίας: «ναυμαχήσαντες Μουνιχία συνεστεφανώθησαν».
Στο ιερό κατέφευγαν όσοι από τους τριηράρχες δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να αναλάβουν τα έξοδα της λειτουργίας, δηλαδή τον εξοπλισμό των πλοίων.Ίσως να ήταν και άσυλο των ναυτών ή των πολιτών που νόμιζαν πως τους αδικούσαν…
«ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ: Τουρκολίμανο». Καρτποστάλ του Μιχάλη Τουμπή, αρ. 549. Ψαρόβαρκες, δίκτυα και ο λόφος του πάλαι ποτέ ιερού της Μουνιχίας Αρτέμιδος.. |
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα Πειραϊκή Πολιτεία, φύλλο 162. Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 1997, σ. 18.
Μεταφορά εδώ με λίγες παρεμβάσεις, 11.12.2010.