Σίγειον και Αχίλλειον : Εις τον τύμβον του ημίθεου Αχιλλέως και η στήλη του Σιγείου




Η στήλη του Σιγείου : ΚΑΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΚΛΕΨΕ Ο ΛΟΡΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΓΙΝ, ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΟΥΣ


Το Σίγειον ήταν αρχαία ελληνική πόλη της βορειοδυτικής Τρωάδας, στις εκβολές του Σκαμάνδρου ποταμού, επί του νοτίου στόματος του Ελλησπόντου. Το ακρωτήριο -πάνω στο οποίο είχε κτιστεί η πόλη- λεγόταν και αυτό Σίγειον άκρον  και κατά τον Στράβωνα υπήρχαν εκεί το ιερό του Αχιλλέως, καθώς και τα μνημεία του Πατρόκλου και του Αντιλόχου. Φαίνεται ότι το όνομα δόθηκε ευφημιστικά. Δηλαδή, αν και η πόλη έλαβε το όνομά της από την αρχαία ελληνική λέξη σιγή (=σιωπή), ωστόσο στην περιοχή ξεσπούν άγριες καταιγίδες και η θάλασσα έχει φουρτούνα ,αλλά μπορείς να θεωρήσεις σιγή προς την μνήμη των ηρώων που τιμήθηκαν εκεί εφόσον έπεσαν κατά την πολιορκία τις Τροίας





 Ο ΥΠΟΤΙΘΕΜΕΝΟΣ ΤΥΜΒΟΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΩΣ ΣΤΟ ΣΙΓΕΙΟΝ ΑΚΡΟΝ   Choiseul-Gouffier, Gabriel Florent Auguste  Παρίσι, J.-J. Blaise,ETOΣ 1809].


Μια αρχαία παράδοση για το πώς πήρε το όνομά του ο Αχιλλέας

Το μόνο απόσπασμα που σώζεται από τον άγνωστο κατά τα άλλα Αγαμήστορα από τα Φάρσαλα είναι τέσσερις στίχοι από το ποίημά του Θέτιδος επιθαλάμιον (νυφικό τραγούδι), στο οποίο γίνεται προσπάθεια παρετυμολογίας του ονόματος του Αχιλλέα.
 Σύμφωνα με τον ποιητή μας το όνομα που έδωσε στον ήρωα η μητέρα του Θέτιδα ήταν Πυρίσσοος, διότι βγήκε σώος από τη φωτιά που τον έκανε άτρωτο (εκτός από τον αχίλλειο τένοντα). 
Ο πατέρας του όμως Πηλέας τον ονόμασε Αχιλλέα, γιατί κάηκε ένα από τα χείλη του. Την ιστορία και το απόσπασμα διασώζουν ο Φώτιος (Βιβλ. 152 Β κ.εξ., ΙΙΙ σελ. 69 Henry) και ο Τζέτζης (σχόλιο στον Λυκόφρονα 178, ΙΙ σελ. 89 Scheer και σχόλιο στην Ιλιάδα σελ. 811.31 κ.εξ. Bachmann), με απώτερη πηγή την Καινή ιστορία του Πτολεμαίου Χέννου (2ος αιώνας μ.Χ.). Ορισμένοι, μάλιστα, θεωρούν τους στίχους, αλλά και τον ίδιο τον Αγαμήστορα, ως επινόηση του Πτολεμαίου. Σε κάθε περίπτωση την μετακλασική σύνθεση των στίχων εγγυάται το ότι για να έχουν νόημα πρέπει να έχει ήδη συμβεί η σύμπτωση στην προφορά ανάμεσα στο [ει] (χείλος) και το [ι] (Αχιλλεύς).  

Θέτιδος επιθαλάμιον
(Τζέτζ., Σχ. Λυκ. 178, ΙΙ σελ. 89 Scheer:)

            Έδωσε στο παιδί της τ’ όνομα Πυρίσσοος, μα Αχιλλέα
            τον ονόμασε ο Πηλέας, γιατί πεσμένος καθώς ήτανε
   στη σκόνη και τη στάχτη, η φωτιά του στέρησε
            το ένα χείλος, καίγοντάς το απροσδόκητα.

παιδνῷ δ΄ οὔνομα θῆκε Πυρίσσοον͵ ἀλλ΄ Ἀχιλῆα
Πηλεὺς κίκλησκεν͵ χείλεος εἵνεκά μιν
κείμενον ἐν κονίῃ σποδιῇ τ΄ ἔνι πῦρ ἀπάμερσε
χείλεος αἰθομένοι΄ ἀπροφάτως ἑτέρου.


ΤΟ ΣΙΓΕΙΟΝ  

Άποψη του Σιγείου (σημερινού Γενί Σεχίρ) στην Τρωάδα.CHOISEUL-GOUFFIER, Gabriel Florent Auguste de. Voyage pittoresque de la Grèce, Παρίσι, J.-J. Blaise, M.DCCC.XXII [=1822].

Η πόλη ιδρύθηκε από την Μυτιλήνη κατά τον 8ο - 7ο αιώνα π.Χ. Κατά το τέλος του 7ου αιώνα, οι Αθηναίοι έστειλαν τον Ολυμπιονίκη Φρύνωνα να καταλάβει την πόλη.
Σε μονομαχία με τον Πιττακό, ο Αθηναίος ηττήθηκε από το δίχτυ του αντιπάλου του και η ήττα του εξυμνήθηκε από τον συμπατριώτη του νικητή, Αλκαίο.
Από τις λίγες γραμμές που σώθηκαν από το αιολικό λυρικό ποίημα, πιστεύεται ότι το ποίημα αυτό αποτέλεσε την πηγή των συγγραφέων της κλασικής περιόδου για τη μονομαχία Πιττακού και Φρύνωνος.

Χάρτης του λιμανιού του Σιγείου της Τρωάδας.1804

Έτσι οι Αθηναίοι προσέφυγαν στον τύραννο της Κορίνθου Περίανδρο, με σκοπό να διαιτητεύσει για το ποιος δικαιωματικά πρέπει να κατέχει την περιοχή του Σιγείου. Ο Περίανδρος αποφάνθηκε υπέρ της Αθήνας, επειδή όταν οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν με τους άλλους Ελλαδίτες εναντίον των ομοφύλων τους Τρώων, οι Αιολείς (που κατοικούσαν στην Λέσβο) δεν υπήρχαν τότε και επομένως δεν έχουν το δικαίωμα κατοχής της τρωικής περιοχής.


Νόμισμα από το Σίγειον του 4ου αι.π.Χ.

Από δύο επιγραφές της αττικής διαλέκτου που αποδίδονται στο Σίγειον (περ. 575 -550 π.Χ.), καταδεικνύεται ότι οι Αθηναίοι συνέχισαν να ζουν στην περιοχή για τον επόμενο μισό αιώνα. Από αρχαιολογικά ευρήματα της γείτονος αιολικής αποικίας του Αχιλλείου (7-8 χλμ. νοτίως του Σιγείου), αποδεικνύεται ότι οι Μυτιληναίοι διατηρούσαν εχθρική για τους Αθηναίους παρουσία στην περιοχή, γεγονός που οδήγησε στην ανακατάληψη του Σιγείου από τους πρώτους (δεκαετία του 540 π.Χ.).

Το ακρωτήριο Σίγειο CLARKE, Edward Daniel. Travels in various countries of Europe Asia and Africa. Part the First Russia Tartary and Turkey... Part the Second Greece Egypt and the Holy Land..., τ. Ι, Λονδίνο, R. Watts for Cadell and Davies, MDCCCXXIV [=1824].

Οι Αθηναίοι υπό τον Πεισίστρατο πήραν πίσω την πόλη, στην οποία ορίστηκε τύραννος ο νόθος υιός του πρώτου Ηγησίστρατος. Υπό τους Πεισιστρατίδες, το Σίγειον ήταν σημαντικό οχυρό στην περιοχή εκείνη. Όταν μάλιστα ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας, εξορίστηκε από την Αθήνα (510 π.Χ.), κατέφυγε στην πόλη όπου και έκοψε νομίσματα με έμβλημα την αθηναϊκή γλαύκα και το όνομά του.

Άποψη του Σίγειου ατά το έτος 2014. Φωτογράφιση: Ακριδέλης Ευστράτιος, 2014

Κατά την κλασική περίοδο το Σίγειον παρέμεινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, για το οποίο οι Αθηναίοι άφησαν εγκωμιαστικές επιγραφές (451/0 π.Χ. και 418/7 π.Χ.). Στην προαναφερθείσα χρονική περίοδο, η αιολική αποικία αναφέρεται 15 φορές στους καταλόγους των φόρου υποτελών στην Αθήνα πόλεων και ανήκε στους Ελλησπόντιους.

Στην αρχή ο φόρος ανερχόταν στις 1.000 δραχμές και ανέβηκε στο 1 τάλαντο. Σύμφωνα με τον Χιώτη ιστορικό Θεόπομπο, το Σίγειον ήταν η αγαπημένη πόλη του Αθηναίου στρατηγού Χάρητος, κατά την εποχή που ο Μέγας Αλέξανδρος νικούσε στον Γρανικό τους Πέρσες.
Τότε συνεχίστηκαν οι σχέσεις με την Αθήνα και τα νομίσματα της πόλεως έφεραν στο ένα μέρος το κεφάλι της Αθηνάς και στο άλλο τη γλαύκα.

Σε κάποια περίοδο του 4ου αιώνος, η πόλη ενεπλάκη σε διαμάχη με το γειτονικό νησί της Τενέδου για διαφορές γης (την πληροφορία διασώζει ο Αριστοτέλης, χωρίς να αφήνει λεπτομέρειες)....



ΤΥΜΒΟΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΗΡΩΩΝ ΤΟΥ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΤΡΩΑΔΟΣ

1. Τομή και κάτοψη του λεγόμενου τύμβου του Αίαντα. 2. Τομή του λεγόμενου τύμβου του Αχιλλέα. 3. Όψη του λεγόμενου τύμβου του Πατρόκλου.LECHEVALIER, Jean-Baptiste. Voyage dans la Troade ou Tableau de la plaine de Troie dans son etat actuel, Παρίσι, Laran, AN VII [=1799].

Άποψη του τύμβου που «ταυτοποιείται» ως αυτό του Αχιλλέα, Gell 1804 (Plate 21). Ασπρόμαυρη φωτογραφία από ακουαρέλα σε ζωγραφική, ευγενική προσφορά του Μουσείου Βιβλιοθήκης Royal Ontarion, Τορόντο.

Ο λεγόμενος τύμβος του Αίαντα στην αρχαία πόλη Ροίτειον, σημερινό Ιντεπέ.- REY, Etienne. Voyage pittoresque en Grèce et dans le Levant fait en 1843-1844. Par E. Rey, peintre, & A. Chenavard, architecte, Professeurs à l'Ecole des Beaux-Arts de Lyon, membres de l'Academie des Sciences, Belles-Lettres Arts de ladite Ville, correspondants de plusieurs autres sociétés savantes, et Dalgabio, architecte. Journal de Voyage. Dessins et planches lithographiées par Etienne Rey, τ. Ι-ΙΙ, Λυόν, Louis Perrin, MDCCCLXVII [=1867].

Μια ακόμα άποψη του λεγομένου τάφου του Αίαντα.

Εάν προσέξει κάποιος σε αυτή την έκδοση του λεγομένου τάφου του Αίαντα ο περιηγητής το έτος 1835  αναφέρει την περιοχή του Ιλίου εκεί ως .... Ελλάδα ....
Ο λεγόμενος τύμβος του Ίλλου στην Τρωάδα.

Άποψη της περιοχής της Τρωάδας από το ακρωτήριο Σίγειο ως τον λεγόμενο τάφο του Ίλλου. 1509
Ο λεγόμενος τύμβος του Φαίστου ο οποίος ήταν γιος του Βώρου από την Τάρνη της Μαιονίας. Αυτός ο Φαίστος πολέμησε στον Τρωικό Πόλεμο ως σύμμαχος των Τρώων και σκοτώθηκε σε αυτόν από τον Ιδομενέα. Αναφέρεται στην Ιλιάδα (Ε 43).Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969

Τα κτερίσματα του λεγομένου τάφου του Αχιλλέα

Στις τοπογραφικές αναζητήσεις της Τροίας, που παρακινήθηκαν και εν μέρει οδηγήθηκαν από το ομηρικό έπος, δημιουργήθηκε ένα σημαντικό ζήτημα αναφορικά με τους τάφους των ηρώων. Μερικοί από αυτούς, και συγκεκριμένα του Αχιλλέα, του Αίαντα, του Πάτροκλου, του Έκτορα, του Πριάμου και του Πρωτεσίλαου, αναφέρονται στις γραπτές πηγές. Από την εποχή της Αναγέννησης, οι μορφωμένοι περιηγητές προσπάθησαν να τους ταυτίσουν με μερικούς από τους αναρίθμητους τύμβους που υψώνονται στις ακτές της Τροίας, στην είσοδο των Δαρδανελίων. Η έρευνα εντάθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, κυρίως από τους Lechevalier και Choiseul Gouffier. Κατ’ εντολή του τελευταίου διενεργήθηκε ανασκαφή το καλοκαίρι του 1787 στο λεγόμενο τάφο του Αχιλλέα. Στον πυθμένα του τύμβου βρέθηκαν τα καμένα οστά μιας ταφής, δύο ακέραιες λήκυθοι και τμήματα άλλων, καθώς και ένα χάλκινο αντικείμενο (μία κόρη), που αργότερα ταυτίστηκε με λαβή κατόπτρου. Στο δεύτερο τόμο του Voyage pittoresque του Choiseul Gouffier, δημοσιεύτηκε το 1809 ένας πίνακας του Fauvel, στον οποίο στηρίζονταν έως σήμερα οι επιστήμονες για να χρονολογήσουν τα κτερίσματα του συγκεκριμένου τάφου στην κλασική περίοδο, αν και το υλικό του τάφου έχει χαθεί. Φυσικά, εξαρχής αποκλειόταν κάθε σχέση με το όνομα του Αχιλλέα, που αργότερα αντικαταστάθηκε, και πάλι για σύντομο χρονικό διάστημα, με το όνομα του Festo, απελεύθερου του Καρακάλλα, ο οποίος είχε ενταφιαστεί στην ίδια περιοχή. 

Ευρήματα από τον λεγόμενο τύμβο του Φαίστου.1809

Στην πραγματικότητα, τα κτερίσματα ταιριάζουν σε γυναικεία ταφή, που ίσως είχε σχέση με τον αττικό οικισμό στο ακρωτήριο Σίγειο που βρισκόταν κοντά σε αυτή τη θέση. Επανειλημμένα έχει δοθεί ιδιαίτερη σημασία στη λαβή του κατόπτρου, λόγω της ιδιοτυπίας που παρουσιάζει: η γυναικεία μορφή ακουμπά σε μια βάση που αποτελείται από δύο ιππείς, και έτσι ταυτίστηκε με θεά με δύο παρέδρους, ίσως η Ελένη με τους Διόσκουρους.




Το Μουσείο Μπενάκη έχει στις συλλογές του ένα σχέδιο του Fauvel που προσφέρει μια αρκετά διαφορετική εικόνα από την κλασικιστική εκείνη του γνωστού πίνακα του Choiseul Gouffier, σχέδιο που μου επέτρεψε να χρονολογήσω, βασιζόμενος στη μορφή των απεικονιζόμενων ληκύθων, τον τάφο στην αρχαϊκή περίοδο και συγκεκριμένα στην τελευταία δεκαετία του 6ου αι. π.Χ. Τώρα πλέον είναι πιο εύκολο να βρεθούν παράλληλα με κάτοπτρα της βόρειας περιοχής του ελληνικού κόσμου και κυρίως να διευκρινιστεί η σημασία των τάφων στις ακτές της Τροίας, που δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές εποχές και συνδέθηκαν από την αρχαία αλλά και τη νεότερη παράδοση –όπως και οι τάφοι των Μυκηνών– με τα μεγάλα ονόματα της ομηρικής εποχής. Σε αυτούς πραγματοποίησε έρευνες ο Heinrich Schliemann και πιο πρόσφατα η γερμανοαμερικανική αποστολή.



Νεκρικές τελετουργίες στον Όμηρο

Είναι γνωστό ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός αντανακλάται στα ομηρικά ποιήματα, τα οποία ουσιαστικά προσδιορίζουν τα όρια της παλαιότερης ανάπτυξης, που έφτασε σε πλήρη ωριμότητα (ένδοξη Μυκηναϊκή Εποχή), και της «καινούργιας τάξης πραγμάτων», η οποία θα φέρει την Ελλάδα στο κέντρο της Ιστορίας. Ο αποικισμός, δηλαδή η διεύρυνση της ελληνικής ζωής, και συγχρόνως η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας θα φέρουν στο προσκήνιο νέα στοιχεία του πληθυσμού, ενώ «η παλιά διακυβέρνηση των βασιλέων άνοιξε το δρόμο στην Αριστοκρατία, την Τυραννία και τη Δημοκρατία». Μέσα στη γενική αυτή ατμόσφαιρα ευνόητο είναι ότι και η θρησκεία δεν μπορούσε να παραμείνει αμετάβλητη. Εξάλλου στη διαμόρφωση της θρησκευτικής παράδοσης κάθε εποχής καθοριστική σημασία έχουν οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συμβαίνουν στη συγκεκριμένη εποχή.

Τελειώνοντας λοιπόν ο λεγόμενος «αρχαιοελληνικός Μεσαίωνας», δηλαδή το διάστημα των 400 περίπου χρόνων που χωρίζουν τους μυκηναίους ήρωες και τα κατορθώματά τους από τον Όμηρο που τα «τραγούδησε» (1150-750 π.Χ.), ακολούθησε μια ολόκληρη σειρά από ριζικές τεχνικές, οικονομικές, κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές, από τις οποίες προήλθε η ελληνική πόλις-κράτος, η οποία «θα αναδιαρθρώσει εκ βάθρων και το θρησκευτικό σύστημα», το οποίο θα αποτελέσει και τον πυρήνα της επίσημης θρησκείας όλων των επόμενων αιώνων ως το τέλος της αρχαιότητας.

Ο λεγόμενος τύμβος του Πατρόκλου.CHOISEUL-GOUFFIER, Gabriel Florent Auguste de. Voyage pittoresque de la Grèce. Παρίσι, J.-J. Blaise M.DCCC.IX, [=1809].Ο Πάτροκλος (αρχ. ελλ. Πάτροκλος ή Πατροκλῆς < πατῆρ + κλέος (δόξα), "η δόξα του πατέρα, αυτός που δοξάζει τον πατέρα του"[εκκρεμεί παραπομπή]) ήταν γιος του Αργοναύτου Μενοίτου (αδερφού του Πηλέα) και της θυγατέρας του Ακάστου, Σθενέλης ή της κόρης του Πηλέα Πολυμήλης (και επομένως ξάδερφος του Αχιλλέα) κατά τον Ησίοδο[1], του οποίου ο παππούς, ο Αιακός, ήταν γιος της Αίγινας όπως και ο Μενοίτιος. Όταν ήταν ακόμη μικρό παιδί και ζούσε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Οπούντα της Λοκρίδας, σκότωσε πάνω στο παιχνίδι ένα συνομήλικό του αρχοντόπουλο, τον Κλησώνυμο, το γιο του Αμφιδάμαντα. Αν και ήταν ανήλικος, ο Πάτροκλος έπρεπε να φύγει από τον τόπο του, γιατί τον βάραινε το αίμα του νεκρού. Έτσι ο πατέρας του τον έφερε στον Πηλέα, που τον ανέθρεψε μαζί με τον Αχιλλέα σαν δικό του παιδί.  Κατά την Ιλιάδα του Ομήρου ο Πάτροκλος συμμετείχε στον Τρωικό Πόλεμο είτε ως φίλος του Αχιλλέα, είτε και ως πρώην μνηστήρας της Ελένης (κατ΄ άλλο μύθο) στον οποίο μάχονταν με ιδιαίτερο θάρρος και τόλμη μέχρι που ο Αχιλλέας, λόγω της γνωστής προστριβής του με τον Αγαμέμνονα αποσύρθηκε στο στρατόπεδό του. Όταν όμως οι Αχαιοί πιέζονταν δεινά από τους Τρώες, ο Πάτροκλος ζήτησε από τον Αχιλλέα να περιβληθεί αυτός την πανοπλία εκείνου προσδοκώντας ότι θα εκφόβιζε τους Τρώες. Φορώντας λοιπόν την πανοπλία του αδελφικού του φίλου Αχιλλέα και θέλοντας να δώσει μια καλύτερη τύχη στη μάχη εναντίον των Τρώων, επιτίθεται επικεφαλής των Μυρμιδόνων. Στη δραματική εκείνη φάση του αγώνα όπου οι Τρώες είχαν φθάσει στα πλοία των Αχαιών και ήταν έτοιμοι να τα πυρπολήσουν, η θυελλώδης ορμή του Πατρόκλου τους ανάγκασε να επιστρέψουν σχεδόν άτακτα στα τείχη τους. Κατά τη διάρκεια όμως της τρίτης εφόδου που επιχείρησε ο Πάτροκλος για την άλωση της Τροίας ξαφνικά χτυπήθηκε από τον Απόλλωνα και καταλήφθηκε από σκοτοδίνη με συνέπεια να περιέλθει σε κατάσταση αναισθησίας. Στην κατάσταση αυτή πρώτος τον έπληξε ο Εύφορβος εκ των όπισθεν και δεύτερος που επεχείρησε και το θανατηφόρο κτύπημα ήταν ο Έκτορας ο οποίος και στη συνέχεια έγινε κύριος της πανοπλίας του Αχιλλέα. Ακολούθησε σκληρή πάλη Αχαιών και Τρώων πάνω από τη σορό του Πατρόκλου, η οποία και τελικά περιήλθε στα χέρια των πρώτων που τη μετέφεραν στη σκηνή του Αχιλλέα.Η θλίψη του Αχιλλέα για το χαμό του επιστήθιου φίλου του ήταν μεγάλη, θρηνώντας δε και ολοφυρόμενος ορκίσθηκε στον εαυτό του εκδίκηση. Η μητέρα του Αχιλλέα, η Θέτις, προφύλαξε το πτώμα του νεκρού Πατρόκλου από την αποσύνθεση ρίχνοντας σ' αυτό αμβροσία, μέχρι που ο Αχιλλέας εκδικούμενος φόνευσε τον Έκτορα και έσυρε το σώμα του με το άρμα του. Στη συνέχεια ο Αχιλλέας έκαψε το νεκρό Πάτροκλο με όλες τις ελληνικές επιτάφιες τιμές. Η δε σποδός του νεκρού συλλέχθηκε σε χρυσή υδρία, δώρο του θεού Διονύσου στη Θέτιδα, το οποίο και απέθεσε στη βάση τύμβου που ανήγειρε, στον οποίο και αργότερα τοποθετήθηκαν και τα λείψανα του Αχιλλέα.Τέλος οργανώθηκαν λαμπροί επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν του Πατρόκλου τα λεγόμενα ἆθλα ἐπὶ Πατρόκλῳ τα οποία και περιγράφονται στη ραψωδία Ψ της Ιλιάδας.Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει επίσης τη συνάντηση του Αχιλλέα και του Πατρόκλου στον Άδη. Κατά δε μια άλλη άποψη του Παυσανία οι δύο ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας συνέχισαν και μετά το θάνατο να ζουν μαζί στη νήσο Λεύκη (Παυσ. ΙΙΙ, 19-2).


Μετά από τα παραπάνω μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη γνωστή άποψη ότι ο Όμηρος άσκησε μια τεράστια επίδραση στη θρησκευτική ανάπτυξη των μεταγενέστερων χρόνων και επίσης ότι η θρησκευτική εξέλιξη των αρχαίων Ελλήνων ανιχνεύεται από τον Όμηρο και μετά και μάλιστα για μια μεγάλη περίοδο. Είναι όμως εύκολη υπόθεση μία τέτοια ανίχνευση της αρχαιοελληνικής θρησκείας, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις και συνήθειες των ανθρώπων κάθε εποχής περιλαμβάνουν «ποικίλα κατάλοιπα από παλαιότερες θρησκείες και εποχές, που άλλοτε τα ξεχωρίζει κανείς εύκολα, άλλοτε δύσκολα».

Μολονότι για το λεγόμενο ομηρικό ζήτημα υπάρχει λεπτομερέστερη αναφορά παραπάνω, κάτι που πρέπει να επισημανθεί και στο οποίο υπάρχει απόλυτη ομοφωνία φιλόλογων και αρχαιολόγων είναι ότι ο πολιτισμός τον οποίο προϋποθέτουν και περιγράφουν τα ομηρικά έπη είναι αναμφίβολα ο ένδοξος μυκηναΐος πολιτισμός. Η ομηρική ποίηση αναμφισβήτητα είναι το «απαύγασμα του θαυμασμού προς τους ήρωες της Μυκηναϊκής Εποχής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής Ν. Παπαχατζής.
Εξάλλου, αρχαιολογικά τεκμηριωμένο είναι το γεγονός ότι, κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα τα μεγάλα μυκηναϊκά ταφικά οικοδομήματα (η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως πολλά τέτοια στις Μυκήνες, Τίρυνθα, Θήβα, Πύλο, Ορχομενό, Κνωσό, Φαιστό, Ζάκρο και αλλού), τα οποία επί αιώνες είχαν εγκαταλειφθεί, άρχισαν να χρησιμοποιούνται σαν λατρευτικοί χώροι, στους οποίους (χώρους) αποδίδονταν νεκρικές τιμές σε μυθικούς προγόνους, αλλά και στους επικούς ήρωες. Αυτήν την εποχή επίσης οι μεγαλο-γαιοκτήμονες αριστοκράτες βρήκαν την ευκαιρία, μέσα από την ηρωική μυθική ποίηση, να ενισχύσουν την κοινωνική τους «αυτοεικόνα» και την πολιτική τους δύναμη, διαμορφώνοντας στα μέτρα τους και το «επίσημο» πανελλαδικό θρησκευτικό σύστημα των ολύμπιων θεών.
Ας παρακολουθήσουμε όμως εν συντομία τα σχετικά γεγονότα του γνωστού Τρωικού Πολέμου, αφού επισημάνουμε εκ των προτέρων ότι στα ομηρικά έπη περιγράφονται με χαρακτηριστική λεπτομέρεια μόνο τρεις κηδείες: στην Ιλιάδα οι κηδείες του Πατρόκλου (ραψωδία Ψ) και του Έκτορα (ραψωδία Ω), ενώ στην Οδύσσεια η κηδεία του Αχιλλέα, την οποία αφηγείται ο ήδη νεκρός Αγαμέμνονας (ραψωδία ω). Αυτές οι τρεις αφηγήσεις άλλωστε απεικονίζονται με πολύ μεγαλοπρέπεια στα ιχνογραφήματα των μεγάλων επιτύμβιων αγγείων του Διπύλου στον Κεραμεικό.

Προηγουμένως όμως ας κάνουμε μια γενική αναφορά στα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ομηρικών ταφικών τελετουργιών, οι οποίες, όπως τονίζουμε κατά κόρον, επιβεβαιώνουν τη διαχρονικότητα και την ομοιομορφία των ταφικών εθίμων όλης της ελληνικής αρχαιότητας:
Η πρώτη τελετουργική πράξη μετά το θάνατο ενός προσώπου είναι το λούσιμο του σώματος και η επάλειψή του με λάδι και με διάφορα αρωματικά υλικά. Ακολουθούν η πρόθεση και ο τελετουργικός θρήνος, ο οποίος διαρκεί κάποτε πολλές ημέρες: του Αχιλλέα 17 ημέρες (ω 63) και του Έκτορα 9 ημέρες (Ω 784-5). Στη συνέχεια γίνεται η καύση του πτώματος, συλλέγονται τα οστά και, αφού πλυθούν με κρασί και καθαριστούν, τοποθετούνται σε ειδική θήκη και στη συνέχεια πάνω στην πυρά συγκεντρώνεται χώμα για να σχηματισθεί ένας ψηλός τύμβος, στην κορυφή του οποίου στήνεται μια στήλη. Ύστερα ακολουθεί δείπνο (περίδειπνο ή νεκρόδειπνο) για τους συγγενείς, φίλους και συντρόφους του νεκρού ήρωα (Ψ 29, Ω 801 κ.ε.). Η τελευταία πράξη των ομηρικών ταφικών συνηθειών είναι οι αθλητικοί αγώνες προς τιμή του νεκρού, οι οποίοι αναφέρονται στις περιπτώσεις του Πατρόκλου, του Αχιλλέα και στην ταφή του Αμαρυγκέα, όπως θυμάται από τη νεαρή του ηλικία ο Νέστορας, ενώ δεν αναφέρονται αγώνες στη λαμπρή ταφή του Έκτορα. Φαίνεται ότι οι ταφικοί αγώνες ήταν ήδη καθιερωμένοι κατά τη Γεωμετρική Περίοδο, και συνεπώς ο Όμηρος, περιγράφοντάς τους, «μεταφέρει στα έπη του τελετές που γνώρισε ο ίδιος». Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τις ομηρικές ταφικές συνήθειες μέσα από τις τρεις νεκρικές τελετουργίες που μας περιγράφουν τα ομηρικά έπη.

α. Η κηδεία του Πατρόκλου (Ψ 1-257)
ο Αχιλλέας κάθεται περίλυπος στην ακρογιαλιά, απομακρυσμένος από τους υπόλοιπους Μυρμιδόνες. Κάποια στιγμή όμως η θλίψη και η κόπωση καταβάλλουν το ταλαιπωρημένο σώμα του και παραδίνεται στον ύπνο, ο οποίος «της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει» (Ψ 61). Τότε ονειρεύεται ότι έρχεται η ψυχή του Πατρόκλου, ακριβώς με την ίδια όψη και τη φωνή που είχε όταν ζούσε και τον ικετεύει να ενταφιαστεί όσο γίνεται συντομότερα, για να μπορέσει να περάσει τις πύλες του Άδη ώστε να σταματήσει να τριγυρνά ανάμεσα στους ζωντανούς και για να βρει η ψυχή του τη μεταθανάτια γαλήνη: «θάπτε μ’ ό,τι τάχιστα· πύλας Αϊδαο περήσω. Τηλέ με είργουσι ψυχαί, είδωλα καμόντων» (Ψ 71-2). Ο Αχιλλέας ξυπνά ξαφνιασμένος και με το παράπονο ότι ούτε στον ύπνο του δεν μπόρεσε να αποχαιρετήσει τον αγαπημένο φίλο του. Ξαναρχίζει λοιπόν τους θρήνους, συμπαρασύροντας όλους τους Μυρμιδόνες: «κι η αυγή τους βρήκε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίνε» (Ψ 109).
Με το ξημέρωμα της 27ης ημέρας του έπους αρχίζουν οι ετοιμασίες για τον ενταφιασμό του Πατρόκλου. Μια ομάδα Αχαιών με επικεφαλής το Μηριόνη, όπως τους διέταξε ο Αγαμέμνονας, κόβουν από την Ίδη ξύλα για τη νεκρική πυρά. Στη συνέχεια, γίνεται η εκφορά του νεκρού με μεγαλοπρεπή πομπή. Μπροστά πηγαίνουν πάνοπλοι οι Μυρμιδόνες και οι ηγεμόνες πάνω στα άρματά τους και πίσω, «σαν μαύρο σύννεφο» (Ψ 133), ακολουθούν οι πεζοί και στο κέντρο της πομπής βρίσκεται ο νεκρός Πάτροκλος. 
Τον μεταφέρουν οι «σύντροφοι» με κομμένα τα μαλλιά σε ένδειξη πένθους, ενώ ο Αχιλλέας, ακριβώς από πίσω, πορεύεται κρατώντας του το κεφάλι. Αφού οι Μυρμιδόνες σκεπάσουν τον Πάτροκλο με βοστρύχους από τα μαλλιά τους, κόβει και ο Αχιλλέας τα μαλλιά του, τα οποία είχε αφήσει να μακρύνουν, για να τα προσφέρει στον ποταμό Σπερχειό, μόλις επέστρεφε στην πατρίδα. Κατόπιν τοποθετεί τα ξανθά μαλλιά του στα χέρια του Πατρόκλου (Ψ 135-52) ως ένδειξη αλληλεγγύης και «αιώνιας ένωσης» με τον αγαπημένο του φίλο ή ως «μύχια ένωση μαζί του, έστω και μετά το θάνατό του».
Όταν φτάνουν στο σημείο του ενταφιασμού, στήνεται η πυρά και ο Πάτροκλος, ξαπλωμένος πάνω στην πελώρια κορυφή, είναι τυλιγμένος σε ζωικό λίπος, ενώ μαζί του καίγονται αγγεία με μέλι και λάδι, καθώς και άπειρα σφαγμένα βοοειδή, πρόβατα, άλογα, σκυλιά, και δώδεκα Τρωαδίτες νέοι, όπως το είχε υποσχεθεί ο Αχιλλέας στο φίλο του. Με την πράξη του αυτή ο Αχιλλέας θεωρεί ότι η εκδίκηση (η μήνις) για το θάνατο του Πατρόκλου ολοκληρώθηκε. 
Τώρα, λέει, η ψυχή του αγαπημένου του φίλου μπορεί να αναπαυθεί, αφού οι εχθροί του είναι πλέον νεκροί και το σώμα του Έκτορα θα το κατασπαράξουν τα σκυλιά. Όλες οι ετοιμασίες έχουν πλέον ολοκληρωθεί και οι ενταφιαστές βάζουν φωτιά στα σωρευμένα ξύλα. Ολόκληρη τη νύχτα ο Αχιλλέας μένει ξάγρυπνος δίπλα στην πυρά του Πατρόκλου, κλαίγοντας και κάνοντας σπονδές, όπως θα έκανε ένας πατέρας για το νεκρό παιδί του. Και το πρωί που σβήνει η φωτιά, ο ίδιος φροντίζει για την περισυλλογή των οστών του φίλου του και για την κατασκευή του τάφου, που σε λίγο χρόνο πρόκειται να φιλοξενήσει και τον ίδιο.
Η τελευταία πράξη, αμέσως μετά την ταφή (Ψ 192-256), είναι οι επικήδειοι αθλητικοί αγώνες που οργανώνει ο Αχιλλέας, για να τιμήσει με ξεχωριστό τρόπο το νεκρό φίλο του Πάτροκλο, συγκεντρώνοντας γύρω του όλο το στράτευμά του. Συνολικά αθλοθετούνται οκτώ αγωνίσματα (Ψ 257-897), στα οποία παίρνουν μέρος οι πιο μεγάλοι ήρωες των Αχαιών, ενώ ο Αχιλλέας προσφέρει σε όλους πολλά και πολύτιμα έπαθλα, όπως άλογα, μουλάρια, όμορφες γυναίκες, λέβητες, τρίποδες, χρυσάφι και κατεργασμένο σίδηρο. 
Οι επιτάφιοι αυτοί αγώνες για τον Πάτροκλο αποτελούν μια ανακουφιστική ανάπαυλα μετά τα οδυνηρά γεγονότα δύο θανάτων και μιας κηδείας. «Η λύπη του πένθους καταπραΰνεται, οι ρόλοι των επιζώντων ανακατανέμονται», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Burkert και επισημαίνει ότι στην Εποχή του Χαλκού το πολεμικό άρμα χρησιμοποιόταν ουσιαστικά μόνο για τέτοιους επικήδειους αγώνες. Και ο Seaford αναφέρει ότι οι αγώνες αυτοί στην Ιλιάδα συνδυάζονται με το θέμα της μήνιδας και επομένως εκφράζουν όχι απλά την ενότητα των Ελλήνων αλλά και την αποκατάσταση της ενότητάς τους, δηλαδή την επανένταξη του Αχιλλέα.
Φαίνεται ότι οι επικήδειοι αγώνες προς τιμήν των νεκρών ηρώων ήταν ένα συνηθισμένο φαινόμενο της τότε (Γεωμετρικής) εποχής. Τέτοιοι αθλητικοί ή μουσικοί επικήδειοι αγώνες απεικονίζονται σε πολλά γεωμετρικά ταφικά αγγεία. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι τότε οι άνθρωποι λάτρευαν τους νεκρούς και θεοποιούσαν τους επιφανείς άνδρες μετά το θάνατό τους, θα πρέπει να δεχτούμε ότι οι αγώνες αυτοί άρχισαν σταδιακά να τελούνται σε τακτά διαστήματα, σαν ένα είδος λατρευτικής γιορτής προς τιμήν του «αποθεωμένου» πλέον νεκρού. 
Πάντως, όπως επισημαίνει ο Rohde, η λατρευτική διάσταση αυτών των επικήδειων αγώνων θεμελιώθηκε σε μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι θεωρούσαν ότι η ψυχή του νεκρού συμμετέχει συνειδητά και «τέρπεται» από εκδηλώσεις των συγγενών και συνεπώς οι αγώνες δε γίνονταν αποκλειστικά για να διασκεδάσουν οι ζωντανοί, αλλά κυρίως για να «ικανοποιηθεί» η ψυχή του νεκρού ήρωα. Έτσι, οι επιτάφιοι αγώνες από οικογενειακή υπόθεση εξελίχτηκαν σε πανηγυρικές εκδηλώσεις ολόκληρης της κοινωνίας και από τον 7ο αιώνα υποχώρησαν προς όφελος των πανελληνίων (Ολυμπιακών) αγώνων. 
Ο Π. Λεκατσάς αναφέρει ότι επιτάφιοι αγώνες, οι οποίοι τελούνταν στην επέτειο του θανάτου του νεκρού μαζί με νεκρικά συμπόσια, «δε λείπανε και στη νεότερη Ελλάδα». Ο Seaford αναφέρει ότι όλοι σχεδόν οι αγώνες που περιγράφει ή μνημονεύει ο Όμηρος διεξάγονται σε κηδείες και διευκρινίζει ότι οι αθλητικοί αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, «ακόμη κι αν τελούνταν προς τιμήν κάποιου από τους ολύμπιους, συνδεόταν γενικά με αιτιολογικούς μύθους που διηγούνταν το θάνατο κάποιου ήρωα». «Μόνο όταν η λατρεία των Ηρώων έφτασε στην ωριμότητά της, έγιναν γνωστοί στους Έλληνες οι αγώνες, οι οποίοι επαναλαμβάνονταν σε συγκεκριμένες ετήσιες περιόδους», αναφέρει και ο Rohde. Υπόψη ότι οι αθλητικοί αγώνες, βαθιά ριζωμένοι στη θρησκευτική ζωή των Ελλήνων, από τους Περσικούς Πολέμους και μετά άρχισαν να «χειραφετούνται δίνοντας υπόσταση στην αυτόνομη καλλιέργεια του αγωνιστικού πνεύματος που εξελίχθηκε σε αληθινό πάθος της ελληνικής φυλής».

β. Η κηδεία του Έκτορα (Ω 778-805)
Πριν ακόμη ξημερώσει η 42η ημέρα και ενώ θεοί και άνθρωποι κοιμούνται ακόμη, ο Ερμής ξεσηκώνει τον Πρίαμο και τον οδηγεί πίσω στην Τροία. Με το ξημέρωμα η νεκρική πομπή φτάνει μπροστά στα τείχη όπου μονάχη της στέκει και αγναντεύει η αδελφή του Έκτορα, η Κασσάνδρα. Αυτή είναι που πρώτη βλέπει τις άμαξες με το πένθιμο φορτίο και βάζει μεγάλη φωνή, ξυπνώντας όλο το λαό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,/ κοιτάτ’ εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ’ τη μάχη/ να σας γυρίσει ζωντανός ευφραινόταν η καρδιά σας» (Ω 704-6). Βέβαια δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το κέντρο βάρους στην κηδεία του Έκτορα είναι ο εννιαήμερος θρήνος προς τιμήν του, ένας θρήνος που κορυφώνεται στα μοιρολόγια των τριών γυναικών: της συζύγου του Ανδρομάχης, της μητέρας του Εκάβης και της ανδραδέλφης του Ελένης. Και τότε, λέει ο ποιητής, κανένας δεν έμεινε στην Τροία, άνδρας ή γυναίκα, που να μην τρέξει έξω από τις Σκαιές Πύλες, για να Θρηνήσει Το μεγάλο πολεμιστή. Μάλιστα θα τον θρηνούσαν εκεί μέχρι τη νύχτα, αν δεν τους σταματούσε ο Πρίαμος, για να μπορέσει να μεταφέρει τον Έκτορα μέσα στην πόλη και να τον αποθέσει στο σπίτι του, έτσι όπως όριζε το έθιμο της πρόθεσης του νεκρού.

Ο νεκρός Έκτορας φτάνει στα «ωραία δώματα» (Ω 720) και γύρω του κάθονται οι γυναίκες της Τροίας, που αρχίζουν το «θλιβερό τραγούδι» (Ω722). Πρώτη μοιρολογεί η Ανδρομάχη· κλαίει για τον άνδρα της, τη μοίρα τη δική της και του παιδιού της, αλλά και για το μελλούμενο αφανισμό ολόκληρης της Τροίας. Ύστερα θρηνεί η Εκάβη: «Έκτωρ, ω το ακριβότερο απ’ όλα τα παιδιά μου» (Ω 749)· καμαρώνει το νεκρό κορμί του γιου της και κοιτάζει με δέος το αχάλαστο —παρά την τόση κακοποίησή του από τον Αχιλλέα— σώμα του, διαπιστώνοντας ότι ο Έκτορας είναι ο αγαπημένος των θεών. Έτσι, στήνεται για το νεκρό ήρωα ένας ύμνος, που τον οδηγεί στην αποθέωση, δηλαδή στην πλήρη δικαίωση και αναγνώριση της μεγαλοσύνης του. Τρίτη μοιρολογεί τον Έκτορα η Ελένη· πάντα μετανιωμένη η ξενιτεμένη Ελληνίδα, που στάθηκε αφορμή για τόσους πόνους, κλαίει τον αδελφό του άνδρα της για την καλή καρδιά του και για την αγάπη που της είχε δείξει.

Επί εννέα ολόκληρες ημέρες που κρατούσε ο θρήνος για τον Έκτορα, οι άνδρες, με εντολή του Πριάμου, έφερναν από το δάσος ξύλα για τη νεκρική πυρά. Τη δέκατη ημέρα σύσσωμοι οι Τρώες κήδεψαν τον Έκτορα και ύψωσαν τον τύμβο του. Τέλος, συγκεντρώθηκαν όλοι οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι, όπου ο Πρίαμος ετοίμασε μεγαλόπρεπο δείπνο προς τιμήν του νεκρού γιου του. Και εδώ ακριβώς τελειώνει η κηδεία του Έκτορα (σύντομη περιγραφή) και ταυτόχρονα ολοκληρώνεται το έπος της Ιλιάδας.

γ. Η κηδεία του Αχιλλέα (ω 15-97), όπως φαίνεται στο σύντομο διάλογο των ψυχών του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα στον Άδη (μικρή «Νέκυια» ή «Δευτερο-Νέκυια»)

Και στην κηδεία του Αχιλλέα λοιπόν, όπως προκύπτει από το διάλογο της ψυχής του Αχιλλέα με αυτήν του Αγαμέμνονα στον Άδη, βλέπουμε τα τρία βασικά στάδια της ομηρικής νεκρικής τελετουργίας: πρόθεση του νεκρού, νεκρώσιμη πομπή και τελετή ενταφιασμού. Το νεκρό σώμα του Αχιλλέα, αφού πλύθηκε με ζεστό νερό και αλείφθηκε με μύρο, εκτέθηκε σε τιμητική κλίνη, για να αρχίσει ο τελετουργικός θρήνος από τους στενούς συγγενείς και όλους τους παρευρισκόμενους, οι οποίοι συγχρόνως έκοβαν τα μαλλιά τους σε ένδειξη πένθους (ω 44-49).

Μετά το θρήνο, ο οποίος εδώ διάρκεσε δεκαεπτά ολόκληρα μερόνυχτα, έσφαξαν παχιά αρνιά και βόδια και, αφού έβαλαν πάνω στην πυρά το νεκρό ήρωα, άναψαν τις φλόγες για να καεί το σώμα μαζί με το λίπος των ζώων και ολόγλυκο μέλι: «Δεκαεφτά μερόνυχτα, χωρίς να πάψει ο θρήνος, σε κλαίγαμε, οι αθάνατοι με τους θνητούς ανθρώπους· στις δεκαοχτώ σε βάλαμε στις φλόγες και τριγύρω σου σφάξαμε αρνιά παχιά, στριφτοκέρατα βόδια· καιγόσουν συ μ’ αθάνατα ρούχα και πλήθος λίπος και μέλι ολόγλυκο» (ω 63-66).

Σύμφωνα με την Οδύσσεια, αφού «η φλόγα του Ήφαιστου κατέφαγε» το νεκρό ήρωα, νωρίς το πρωί συγκεντρώθηκαν τα άσπρα οστά του και πλύθηκαν με άκρατο (ανόθευτο) κρασί και λίπος μέσα σε χρυσή στάμνα, την οποία έφερε η μητέρα του Αχιλλέα, λέγοντας πως «είναι απ’ τα χέρια του Ήφαιστου και δώρο τον Διονύσου» (ω 7 1-75).
Στη συνέχεια, όλοι οι Αργείοι στρατιώτες έστησαν ένα μεγάλο τάφο σε εμφανές σημείο της ακρογιαλιάς του απλωμένου Ελλήσποντου, «ώστε να φαίνεται από μακριά σε όσους ταξιδεύουν» (ω 80-84), για να ακολουθήσουν και εδώ οι καθιερωμένοι επικήδειοι αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του νεκρού και να βραβευτούν οι νικητές «με πανέμορφα βραβεία, τα οποία πήρε από τους θεούς η Θέτιδα η ασπρόποδη (μητέρα του Αχιλλέα) από τους θεούς» (ω 85-92).


Πηγή: Το ογκώδες και υπέροχο έργο του καθηγητή πανεπιστημίου Αθανασίου Π. Παπαδόπουλου, ‘’Οι λαϊκές περί θανάτου δοξασίες και τα ταφικά έθιμα των Ελλήνων’’, που βγήκε για λογαριασμό των εκδόσεων Ερωδιός, στην Θεσσαλονίκη το 2007.

Υ.Γ. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι για να αντιληφθεί πλήρως το κείμενο ο αναγνώστης, είναι, να διαβάσει τις ατελείωτες υποσημειώσεις του συγγραφέα στο ίδιο το πρωτότυπο.



...  Το 302 π.Χ. ο Λυσίμαχος κατέλαβε με την βία την πόλη, καθώς δεν ήθελε αυτή να ταχθεί στο πλευρό του Αντιγόνου Μονοφθάλμου. Το 168 π.Χ. προστάτευσε τον μακεδονικό στόλο του Αντιγόνου, απογόνου του βασιλιά Περσέως.

Η πόλη περιέπεσε σε παρακμή, όταν ο Σκάμανδρος ποταμός με τις προσχώσεις του, κάλυψε με άμμο το λιμάνι. Αυτό οδήγησε σιγά-σιγά στην εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους της και στα τέλη της βασιλείας του Οκταβιανού Αυγούστου, ο Στράβων αναφέρει ότι η πόλη κατεδαφίστηκε, γεγονός που το επιβεβαιώνουν οι ιστορικοί Πομπώνιος Μέλας και Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τον 1ο αιώνα μ.Χ..
Τότε ιδρύθηκε η Αλεξάνδρεια της Τρωάδας 70 χλμ. νοτιότερα και οι κάτοικοι οδηγήθηκαν από τους Μακεδόνες να μετοικήσουν στη νέα πόλη.

ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΟΣ ΑΙΟΛΙΔΑΣ

Κατά τη ρωμαϊκή και βυζαντινή εποχή  (για 1700 χρόνια δηλαδή )  δεν αναφέρεται κάποιος νέος οικισμός στην περιοχή, παρά μόνο κατά τα νεότερα χρόνια (1700 μ.Χ), όταν και δημιουργήθηκε ο οικισμός του Γενισεχίρ από Έλληνες κατοίκους όπως προκύπτει .
Μετά από χιλιάδες χρόνια ελληνικής παρουσίας στη περιοχή, το 1915 στη μάχη της Καλλίπολης κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το χωριό καταστράφηκε ολοσχερώς κι εξαφανίστηκε τελείως το 1922 όταν και επήλθε η Μικρασιατική Καταστροφή...Έκτοτε η περιοχή έμεινε ακατοίκητη.




Η στήλη του Σιγείου

ΚΑΙ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΚΛΕΨΕ Ο ΛΟΡΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΓΙΝ ΤΟΜΑΣ ΜΠΡΟΥΣ...

Το Σίγειον έμελλε να γίνει γνωστό στον ακαδημαϊκό χώρο λόγω του μοναδικής σπουδαιότητας μνημείου που υπήρχε εκεί και αποσπάσθηκε βιαίως από τον Λόρδο του Έλγιν. Πρόκειται για την αποκαλούμενη “Στήλη του Σίγειου”, δηλαδή τη μαρμάρινη στήλη ύψους 2,31 μέτρων που φέρει τη λεγόμενη “Σίγειου επιγραφή”.

Η μαρμάρινη στήλη του Σίγειου σε δημοσίευση του 1728, ύψους 2,31 μέτρων, αποτελεί σπάνιο δείγμα ελληνικού αλφαβήτου, γραμμένο στην αποκαλούμενη “βουστροφηδωνική”. Θεωρείται ως η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική επιγραφή και χρονολογείται περίπου στο 550 π.Χ. Το κείμενο της επιγραφής αποτυπώνεται σε δύο ελληνικές διαλέκτους, την Ιωνική και την Αττική. Σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.
Η επιγραφή αποτελεί σπάνιο δείγμα ελληνικού αλφαβήτου, γραμμένο στην αποκαλούμενη “βουστροφηδωνική”. Είναι το αρχαιότερο σωζόμενο είδος ελληνικής γραφής, σε μια εποχή που το αλφάβητο ήταν ακόμη ατελές, στο οποίο οι γραμμές προχωρούν εναλλάξ ξεκινώντας από αριστερά προς τα δεξιά με την επόμενη σειρά να ακολουθεί από δεξιά προς τα αριστερά, όπως τα αυλάκια που κάνουν τα βόδια στο όργωμα, εξ ου και η ονομασία.
Θεωρείται ως η παλαιότερη σωζόμενη ελληνική επιγραφή και χρονολογείται γύρω στο 550 π.Χ.. Το κείμενο της επιγραφής αποτυπώνεται σε δύο ελληνικές διαλέκτους, την Ιωνική και την Αττική. Πιθανότατα αποτελεί κάποιο μνημείο τιμής και όπως είναι σύνηθες σε πρώιμες ελληνικές επιγραφές, η ίδια η πέτρα απευθύνει το μήνυμα:

“Είμαι (η στήλη) του Φανόδικου (υιού) του Ερμοκράτους από την Προκόννησο (ο οποίος) δώρισε έναν κρατήρα με μια βάση και ένα στραγγιστήρι στο Πρυτανείο των Σιγειέων ως μνημείο τιμής. Αν με βρει κάποιο κακό, νοιαστείτε για μένα, πολίτες του Σίγειου”.   

Η μαρμάρινη στήλη του Σίγειου που έκλεψε ο λόρδος του Έλγιν Τόμας Μπρούς και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό μουσείο 

Παρατηρώντας το κείμενο της επιγραφής στις δύο διαλέκτους διαπιστώνουμε ότι στην εκδοχή της Αττικής διαλέκτου το κείμενο συμπληρώνεται στο τέλος με την φράση “ο Αίσωπος και οι αδελφοί του με έκαναν”, κάτι που δεν υπάρχει στην εκδοχή της Ιωνικής διαλέκτου.

Πιθανολογείται ότι η επιγραφή σε Ιωνική διάλεκτο ετοιμάστηκε στην Προκόννησο που ήταν αποικία της Μιλήτου. Αργότερα όταν το Σίγειο ήταν ήδη υπό Αθηναϊκή κυριαρχία προστέθηκε η εκδοχή της Αττικής διαλέκτου, κατά παραγγελία κάποιου “Αίσωπου και των αδελφών του”, οι οποίοι πιθανόν να ήταν έποικοι από την Αττική.


Η ανακάλυψη, η διεκδίκηση και η αρπαγή αυτής της στήλης αποτελεί συγκλονιστική ιστορία που αποτυπώνεται αναλυτικά στα ημερολόγια των εμπλεκομένων περιηγητών – διεκδικητών.

Το 1710 ο Βρετανός πρόξενος στη Σμύρνη Ουίλιαμ Σέραρντ (William Sherard) διερχόμενος από το μικρό χωριό κατοικούμενο κύρια από Έλληνες, Γενισεχίρ παρατήρησε αυτή την στήλη έξω από ένα ελληνικό εκκλησάκι του χωριού, στην αριστερή πλευρά της εισόδου του και του προκάλεσε το ενδιαφέρον καθώς η εξαιρετική σημασία της στήλης ήταν άμεσα αντιληπτή από κάποιον ακαδημαϊκό. Ο Σέραρντ διέδωσε την ύπαρξη της στήλης και πολλοί περιηγητές επισκέφτηκαν τον χώρο.

ΟΙ «ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΙ»...ΛΟΡΔΟΙ του ΠΛΙΑΤΣΙΚΟΥ ...

Το 1718 η Λαίδη Μαίρη Μόνταγκου (Mary Montagu) έγραψε στο ημερολόγιό της για την στήλη και την επιθυμία της να την αποκτήσει.

Το 1721 έγινε η πρώτη δημοσίευση της επιγραφής της στήλης και το ενδιαφέρον επεκτάθηκε.

Το 1764 ο Ρίτσαρντ Τσάντλερ (Richard Chandler) αποπειράθηκε να την αγοράσει αλλά τόσο η Μόνταγκου όσο και ο Τσάντλερ υποτίμησαν την δυσκολία. Ούτε όλο το χρυσάφι του κόσμου ούτε τα μεγαλύτερα πλοία ήταν ικανά να μετακινήσουν την στήλη.

Το 1786 ο σερ Ρίτσαρντ Γουόρσλεϋ (Richard Worsley) προσπάθησε να αποσπάσει όχι μόνο την στήλη αλλά κι ένα άλλο μαρμάρινο ανάγλυφο που υπήρχε στην άλλη πλευρά της εισόδου της Ελληνικής εκκλησίας. Πρόκειται για κάποιο τμήμα από τα ερείπια του ναού της θεάς Αθηνάς του Σιγείου, που οι κάτοικοι του Γενισεχίρ όντας Έλληνες είχαν εντοιχίσει στην εκκλησία τους και παριστάνει πομπή γυναικών της Τροίας που παρουσιάζουν και αφιερώνουν ένα βρέφος στην Αθηνά με τις σχετικές προσφορές.

Η αντίδραση των Ελλήνων κατοίκων του Γενισεχίρ ήταν βίαιη, αρνήθηκαν να αποδεχτούν οποιοδήποτε τίμημα τους προσφέρθηκε επικαλούμενοι ,ως δικαιολογία ,(Γιατί αυτό πίστευαν οι Οθωμανοί και έτσι γίνονταν πιστευτοί) πως αν αποχωρίζονταν αυτά τα κομμάτια θα έπεφτε στο χωριό θανατηφόρα αρρώστια, όπως συνέβη παλαιότερα που πούλησαν κάποιο παρόμοιο κομμάτι και πολύ σύντομα έπεσε στο χωριό θανατηφόρα επιδημία.

Πράγματι, το 1718 πούλησαν - πιθανόν στη Μόνταγκου - μια μικρότερη επιγραφή από το εσωτερικό της εκκλησίας και το 1719 εκδηλώθηκε η πανούκλα μια από τις μεγαλύτερες επιδημίες του αιώνα.

Το Γενισεχίρ ήταν εύκολα προσβάσιμο καθώς βρισκόταν πάνω στον δρόμο προς Κωνσταντινούπολη και υπήρξαν πολλοί ακόμη περιηγητές που επισκέπτονταν το χωριό και επεδίωκαν μάταια να αγοράσουν τόσο την στήλη όσο και το ανάγλυφο.

Την ίδια άρνηση συνάντησε και ο Γάλλος πρεσβευτής Γκουφιέ (Gouffier), εντεταλμένος του Λουδοβίκου ΙΔ΄, όταν το 1780 είχε προσπαθήσει να αποκτήσει αυτούς τους θησαυρούς, παρά την βοήθεια που του παρείχαν οι τοπικές Αρχές και το σχετικό φιρμάνι που είχε εκδώσει η Μεγάλη Πύλη.


Ο  ΛΟΡΔΟΣ ΤΟΥ ΕΛΓΙΝ T.ΜΠΡΟΥΣ ΕΠΙ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ... ΜΑΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΤΕΧΝΗ»

Τελικά, αυτή τη μαρμάρινη στήλη που επιθυμούσε από παλιά ολόκληρη η Ευρώπη, εκείνος που κατάφερε να την αποσπάσει  ήταν ο Άγγλος , τότε πρεσβευτής των Βρετανών στην Κωνσταντινούπολη Λόρδος του Έλγιν (Lord of  Elgin  Thomas Bruce   ) το 1799.

Ο λόρδος του  Έλγιν στάθηκε τυχερός γιατί εκείνη την εποχή οι Άγγλοι είχαν συνταχθεί με την πλευρά των Οθωμανών εναντίον του Ναπολέοντα, που είχε επιτεθεί στην Αίγυπτο και την Συρία, και εκμεταλλευόμενος την συγκυρία εξασφάλισε την άδεια και την στρατιωτική βοήθεια να κάνει πλιάτσικο και να  «αποσπάσει» τους Ελληνικούς θησαυρούς από την αρχαιότητα.

Στις 7 Νοεμβρίου, ώρα 8 το πρωί, εμφανίστηκαν στο χωριό άνδρες του Σκωτσέζου λόρδου του  Έλγιν Τόμας Μπρούς , οι οποίοι κρατώντας ανά χείρας φιρμάνι του Καπιτάν Πασά (Capitan Pacha), ,ο οποίος  χρηματίστηκε αδρά ,συνοδευόμενοι από στρατιώτες για προστασία και  ασκώντας βία, στους Έλληνες κατοίκους ,απέσπασαν την στήλη με την βουστροφηδωνική επιγραφή και το ανάγλυφο με την πομπή των γυναικών.

Παρουσία εν σειρά  από βρεφοκρατούσες γυναίκες  άλλες  προσφέρουσες κα άλλες εν θλίψη .Σίγιον Τρωάδος σε σκίτσο του 1769. Οι διάφοροι «περιηγητές» Εφόσον  είχαν σχεδιάσει κάποιο αρχαίο αντικείμενο  και γνώριζαν περί τίνος επρόκειτο με αυτό μπορούσαν να το δείξουν στην Βρετανία ή στην Γαλλία ή αλλού και  κατόπιν να έρθουν και να κλέψουν τον ανάλογο  συνήθως ,ελληνικό θησαυρό .

Αυτά τα μνημεία αποτέλεσαν τα πρώτα κομμάτια της γνωστής φημισμένης «συλλογής»(πλιάτσικου) του Σκωτσέζου λόρδου του  Έλγιν του Τόμας Μπρούς . Σήμερα και τα δύο κομμάτια βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο ένα από τα μεγαλύτερα ιδρύματα κλεμμένων αρχαίων αντικειμένων .
Ο Χάντ (Hunt) που επισκέφτηκε το χωριό μετά την απομάκρυνση της στήλης, περιγράφει τους αναστεναγμούς και τα δάκρυα του Έλληνα παπά που συνόδευαν την αφήγησή  του για την απώλεια των κειμηλίων.

Ο Ουίλιαμ Κλέρ (William Clair), στο βιβλίο που έγραψε για τον Σκωτσέζο λόρδου του  Έλγιν Τόμας Μπρούς , σημειώνει πως γύρω στο 1800 η τοπική αντίσταση  δεν εκφραζόταν ως εθνικό αίσθημα, πράγμα λογικό γιατί ακόμη δεν είχε δημιουργηθεί Ελληνικό έθνος, αλλά ωστόσο υπήρχε κάποια “εθνική” συνείδηση.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Χόμπχαουζ (Hobhouse) στα λόγια ενός μορφωμένου Έλληνα από τα Ιωάννινα ο οποίος με προνοητικότητα του είπε:
“Εσείς οι Άγγλοι αρπάζετε τα έργα των Ελλήνων, των προπατόρων μας, διατηρείστε τα καλά γιατί εμείς οι Έλληνες θα έρθουμε και θα τα διεκδικήσουμε πίσω”.

Μέσα από  την ιστορία της στήλης του Σίγειου επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του Γενισεχίρ πριν το 1700 μ.Χ. και αντλούνται πληροφορίες για το ήθος και το φρόνημα των κατοίκων εκείνης της εποχής.



















ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ