ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ
ΟΡΦΕΥΣ ΠΡΟΣ ΜΟΥΣΑΙΟΝ
Μάνθανε δη, Μουσαίε, θυηπολίην
περισέµνην,
ευχήν, ή δη τοι προφερεστέρη εστίν
απασέων.
Ζεύ βασιλεύ και Γαία και ουράνιαι
φλόγες αγναί
Ηελίου, Μήνης θ’ ιερόν σέλας
Άστρα τε πάντα.
και συ, Ποσείδαον γαιήοχε,
κυανοχαίτα,
Φερσεφόνη θ’ αγνή ∆ηµήτηρ τ’
αγλαόκαρπε
Άρτεµί τ’ ιοχέαιρα, κόρη, και ήιε
Φοίβε,
ός ∆ελφών ναίεις ιερόν πέδον. Ός τε
µεγίστας
τιµάς εν µακάρεσσιν έχεις, ∆ιόνυσε
χορευτά.
Αρές τ’ οµβριµόθυµε και Ηφαίστου
µένος αγνόν
αφρογενής τε θεά, µεγαλώνυµα δώρα
λαχούσα.
Και συ, καταχθονίων βασιλεύ, µέγ’
υπείροχε δαίµον,
Ήβη τ’ Ειλείθυια και Ηρακλέος
Ο ΟΡΦΕΥΣ ΣΤΟΝ ΜΟΥΣΑΙΟ
Μάθε λοιπόν, Μουσαίε, την ιερουργία
την πολυσέβαστη,
την προσευχή, που είναι πραγµατικά η
υπέρτατη όλων
ω βασιλέα Ζεύ και ω Γαία κι ουράνιες
άγιες φλόγες
του Ηλίου, και λάµψη της Σελήνης ιερή
κι όλα εσείς τ’ άστρα.
Και συ, γαιοκράτη Ποσειδώνα,
µαυροµάλλη,
και Περσεφόνη αγνή και ∆ήµητρα
ωραιόκαρπη
και Άρτεµη τοξεύτρια κόρη, κι ω εύστοχε
Φοίβε,
που κατοικείς την ιερή πεδιάδα των
∆ελφών. Και που τις µέγιστες
τιµές ανάµεσα στους µακαρίους έχεις, ω
χορευτή ∆ιόνυσε.
Και γενναιόψυχε Άρη και Ήφαιστε αγνέ
και αφρογέννητη θεά, που ονοµαστά σου
έλαχαν δώρα.
Και συ, των υποχθόνιων βασιλέα,
µεγάλη υπέροχη θεότητα,
κι ω Ήβη και Ειλείθυια και γενναίε
Ηρακλή.
µένος ηύ.
Και το ∆ικαιοσύνης τε και Ευσεβίης
µέγ’ όνειαρ
κικλήσκω Νύµφας τε κλυτάς και
Πάνα µέγιστον
Ήρην τ’, αιγιόχοιο ∆ιός θαλερήν
παράκοιτιν.
Μνηµοσύνην τ’ ερατήν Μούσας τ’
επικέκλοµαι αγνάς
εννέα και Χάριτάς τε και Ώρας ηδ’
Ενιαυτόν
Λητώ τ’ ευπλόκαµον, Θείην σεµνήν
τε ∆ιώνην
Κουρήτάς τ’ ενόπλους Κορύβαντάς τ’
ηδέ Καβείρους
και µεγάλους Σωτήρας οµού, ∆ιός
άφθιτα τέκνα,
Ιδαίους τε θεούς ηδ’άγγελον
Ουρανιώνων,
Ερµείαν κήρυκα, Θέµιν θ’,
ιεροσκόπον ανδρών,
Νύκτα τε πρεσβίστην καλέω και
φωσφόρον Ήµαρ,
Πίστιν τ’ ηδέ ∆ίκην και αµύµονα
Θεσµοδότειραν,
Ρείαν τ’ ηδέ Κρόνον και Τηθύν
κυανόπεπλον
Ωκεανόν τε µέγαν, συν τ’ Ωκεανοίο
θύγατρας
Και της ∆ικαιοσύνης κι Ευσεβείας µέγα
ευεργέτηµα
επικαλούµαι και τις Νύµφες τις
περίφηµες και τον µέγιστο Πάνα
και του ασπιδοφόρου ∆ιός τη θαλερή
οµόκλινη Ήρα.
Και την εράσµια Μνηµοσύνη
επικαλούµαι και τις αγνές εννέα
Μούσες και Χάριτες και Ώρες και τον
Ενιαυτόν
και τη Λητώ την ωραιοπλόκαµη, τη
σεµνή Θεία και τη ∆ιώνη
και τους Κουρήτες τους ενόπλους και
τους Κορύβαντες και τους Καβείρους
και µαζί τους µεγάλους Σωτήρες, τ’
αθάνατα τέκνα του ∆ιός,
και τους µεγάλους Ιδαίους θεούς και των
Επουρανίων τον άγγελο,
τον κήρυκα Ερµή, και των ανθρώπων
την ιεροµάντισσα Θέµιδα,
και προσκαλω τη Νύκτα την πανσέβαστη
και τη φωσφόρο Ηµέρα,
και την Πίστη και ∆ίκη και την
αµώµητη Θεσµοδότρια,
τη Ρέα και τον Κρόνο και την Τηθύν την
µελανόπεπλο
και τον µεγάλο Ωκεανό και του Ωκεανού
µαζί τις θυγατέρες
και του Άτλαντος και του Αιώνος την
Άτλαντός τε και Αιώνος µέγ’
υπείροχον ισχύν
και Χρόνον αέναον και το Στυγός
αγλαόν ύδωρ
µειλιχίους τε θεούς, αγαθήν τ’επί
τοίσι Πρόνοιαν
∆αίµονά τ’ ηγάθεον και ∆αίµονα
πήµονα θνητών,
∆αίµονας ουρανίους και ηερίους και
ενύδρους
και χθονίους και υπιχθονίους ηδ’
εµπυριφοίτους,
και Σεµέλην Βάκχου τε
συνευαστήρας άπαντας,
Ινώ Λευκοθέην τε Παλαίµονά τ’
ολβιοδώτην
Νίκην θ’ ηδυέπειαν ιδ’ Αδρήστειαν
άνασσαν
και βασιλήα µέγαν Ασκληπιόν
ηπιοδώτην
Παλλάδα τ’ εγρεµάχην κούρην,
Ανέµους τε πρόπαντας
και Βροντάς Κόσµου τε µέρη
τετρακίονας αυδώ.
Μητέρα τ’ αθανάτων, Άττιν και
Μήνα κικλήσκω
Ουρανίαν τε θεάν, συν τ άµβροτον
αγνόν Άδωνιν
Αρχήν τ’ ηδέ Πέρας – το γαρ έπλετο
πιο υπέροχη ισχύ
και τον αέναο Χρόνο και το ύδωρ της
Στυγός το διαυγές,
και τους µειλίχιους θεούς, και πλάι σ’
αυτούς την αγαθή την Πρόνοια
και το πανάγιο Πνεύµα και το κακό το
Πνεύµα των θνητών,
και τις ουράνιες θεότητες, εναέριες και
υδρόβιες
και γήινες και υποχθόνιες και
πυροβάτισσες
και τη Σεµέλη κι όλους του Βάκχου τους
συµβακχιστές,
τη Λευκοθέα Ινώ και τον Παλαίµονα τον
ολβοδότη
και τη γλυκόφωνη τη Νίκη και την
Αδράστεια την άνασσα
και τον µεγάλο βασιλέα τον πραϋντικό
Ασκληπιό
και την Παλλάδα τη φιλόµαχη κόρη, κι
όλους τους Άνεµους
και τις Βροντές και του τετράστυλου του
Κόσµου προσφωνώ τα µέρη
και τη µητέρα των αθανάτων, τον Άττι
και τον Μήνα επικαλούµαι
και τη θεά Ουρανία, µαζί µε τον αθάνατο
αγνό Άδωνη
την Αρχή και το Πέρας – γιατί αυτό είναι
το πιο σπουδαίο σε όλα –
πάσι µέγιστον –
ευµενέας ελθείν κεχαρηµένον ήτορ
έχοντας
τήνδε θυηπολίην ιερήν σπονδήν τ’
επι σεµνήν.
ευµενείς να προσέλθουν χαρούµενη
έχοντας καρδιά
σ’ αυτή την ιερή τελετουργία και στη
σεβάσµια σπονδή.
ΜΗΤΡΟΣ ΘΕΩΝ
Αθανάτων εότιµε θεών µήτερ, τροφέ
πάντων,
τήιδε µόλοις, κράντειρα θεά, σέο,
πότνι’ επ’ ευχαίς,
ταυροφόνων ζεύξασα ταχυδρόµον
άρµα λεόντων,
σκηπτούχε κλεινοίο πόλου,
πολυώνυµε, σεµνή,
ή κατέχεις κόσµοιο µέσον θρόνον,
ούνεκεν αυτή
γαίαν έχεις θνητοίσι τροφάς
παρέχουσα προσηνείς.
Εκ σέο δ’ αθανάτων τε γένος θνητών
τ’ ελοχεύθη,
σοι ποταµοί κρατέοναι αεί και πάσα
θάλασσα,
Εστία αυδαχθείσα. Σε δ’ ολβοδότιν
καλέουσι,
παντοίων αγαθών θνητοίς ότι δώρα
χαρίζηι,
έρχεο προς τελευτήν, ω πότνια,
τυµπανοτερπή,
πανδαµάτωρ, Φρυγίης, σώτειρα,
Κρόνου συνόµευνε,
Ουρανόπαι, πρέσβειρα, βιοθρέπτειρα,
φίλοιστρε,
έρχεο γηθόσυνος, κεχαρισµένη
ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ ΤΩΝ ΘΕΩΝ
Των αθανάτων θεών θεοτίµητη µητέρα,
τροφέ πάντων,
πρόσελθε εδώ, θεά κρατερή, για σένα, ω
σεβαστή, οι ευχές,
εσύ που έζευξες το ταχυκίνητο άρµα των
ταυροφόνων λεόντων,
σκηπτούχε του περίφηµου άξονα,
πολυώνυµη, σεµνή,
τον κεντρικό θρόνο του κόσµου που
κατέχεις, γιατί εσύ
τη γη εξουσιάζεις που παρέχει στους
θνητούς τις πρέπουσες τροφές,
από σένα το γένος των θνητών και των
αθανάτων γεννήθηκε,
από σένα κυβερνιούνται πάντοτε οι
ποταµοί κι ολόκληρη η θάλασσα,
που προσφωνήθηκες Εστία. Εσένα και
ολβοδότρια σε ονοµάζουν,
γιατί χαρίζεις στους ανθρώπους δώρα
παντοειδών αγαθών,
έλα στην τελετή, ω ∆έσποινα,
τυµπανοχαρής,
πανδαµάστρια, Φρυγία, σωτήρια,
οµόκλινη του Κρόνου,
Ουρανοθυραγέρα, σεβάσµια, βιοθρέπτρια,
παράφορη.
Έλα χαρµόσυνη, ευάρεστη στους
ευσεβίηισιν.
ευσεβείς.
ΕΣΤΙΑΣ
Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ
βασίλισσα,
ή µέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο,
µεγίστου,
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους µύστας
αναδεείξαις,
θείσ’ αιειθαλέας, πολυόλβους,
εύφρονας, αγνούς.
Οίκε θεών µακάρων, θνητών
στήριγµα κραταιόν,
αιδίη, πολύµορφε, ποθεινοτάτη,
χλοόµορφε.
Μειδιόωσα, µάκαιρα, τάδ’ ιερά δέξο
προθύµως,
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον
υγείαν.
ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ
Εστία του παντοδύναµου Κρόνου
θυγατέρα βασίλισσα,
συ που κατέχεις τον µέσον οίκον του
αέναου πυρός, του µεγίστου,
είθε αυτούς τους όσιους µύστες ν’
αναδείξεις στις τελετές,
κάµνοντάς τους αειθαλείς, πανευτυχείς,
ευφρόσυνους, αγνούς.
Ω οίκε µακαρίων θεών, κρατερό
στήριγµα θνητών,
αιωνία, πολύµορφη, ποθεινοτάτη,
χλοόµορφη.
Χαµογελαστή, µακάρια, δέξου προθύµως
τούτες τις θυσίες,
εµπνέοντας ευτυχία κι απλόχερη υγεία.
ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Ιητήρ πάντων, Ασκληπιέ, δέσποτα
Παιάν,
θέλγων ανθρώπων πολυαλγέα
πήµατα νούσων,
ηπιόδωρε, κραταιέ, µόλοις κατάγων
ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ
Ιατρέ πάντων, Ασκληπιέ, δέσποτα Παιάν,
συ που πραϋνεις των ανθρώπων τα
οδυνηρά κακά των νόσων,
πραϋντικέ, κρατερέ, έλα επιφέροντας
υγεία
υγίειαν
και παύων νούσους, χαλεπάς κήρας
θανάτοιο,
αυξιθαλής, επίκουρ’, απαλεξίκακ’,
ολβιόµοιρε,
Φοίβου Απόλλωνος κρατερόν θάλος
αγλαότιµον,
εχθρέ νόσων, Υγίειαν έχων
σύλλεκτρον αµεµφή,
ελθέ, µάκαρ, σωτήρ, βιοτής τέλος
εσθλόν οπάζων.
κι αναχαιτίζοντας τις νόσους, τις
φοβερές συµφορές του θανάτου,
εσύ ο βλαστικός, ω αρωγέ, αλεξίκακε,
καλόµοιρε,
του Φοίβου Απόλλωνος γερό βλαστάρι
ένδοξο,
εχθρέ των νόσων, συ που έχεις
οµοκρέβατη την άµεµπτη Υγεία,
έλα, µακάριε, σωτήρα, παρέχοντας αίσιον
τέλος του βίου.
∆ΙΟΣ
Ζεύ πολυτίµητε, Ζεύ άφθιτε, τήνδε
τοι ηµείς
µαρτυρίαν τιθέµεσθα λυτήριον ηδέ
πρόσευξιν.
Ω βασιλεύ, διά σην κεφαλήν εφάνη
τάδε θεία,
γαία θεά µήτηρ ορέων θ’ υψηχέες
όχθοι
και πόντος και πανθ’, οπόσ’ ουρανός
εντός έταξε.
Ζεύ Κρόνιε, σκηπτούχε, καταιβάτα,
οµβριµόθυµε,
παντογένεθλ’, αρχή πάντων πάντων
τε τελευτή,
σεισίχθων, αυξητά, καθάρσιε,
ΤΟΥ ∆ΙΟΣ
Ζεύ πολυτίµητε, Ζεύ άφθαρτε, τούτην
εδώ σε σένα εµείς
τη µαρτυρία τη λυτρωτική και προσευχή
απευθύνουµε.
Ω βασιλέα, µέσα απ’ την κεφαλή σου όλα
τα θεία φάνηκαν,
η θεά µητέρα γη και των βουνών οι
υψίβουες ράχες
και η θάλασσα και όλα, όσα ο ουρανός
εντός του περιέκλεισε.
Ω Κρόνιε Ζεύ, σκηπτούχε, καταιβάτη,
γενναιόψυχε,
παντογόνε, αρχή των πάντων και των
πάντων τέλος,
γαιοσείστη, αυξητή, καθαρτήριε,
παντοτινάκτα,
αστραπαίε, βρονταίε, κεραύνιε,
φυτάλιε Ζεύ.
Κλύθί µου, αιολόµορφε, δίδου δ’
υγίειαν αµεµφή
ειρήνην τε θεάν και πλουτου δόξαν
άµεµπτον.
παντοσείστη,
αστραπαίε, βρονταίε, κεραύνιε, γόνιµε
Ζεύ.
Εισάκουσέ µε, ποικιλόµορφε, και δίνε
υγείαν άκρατη
και τη θεά ειρήνη κι άµεµπτη φήµη
πλούτου.
∆ΙΟΣ ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΥ
Κικλήσκω µέγαν, αγνόν,
ερισµάραγον, περίφαντον,
αέριον, φλογόεντα, πυρίδροµον,
αεροφεγγή,
αστράπτοντα σέλας νεφέων
παταγοδρόµωι αυδήι,
φρικώδη, βαρύµηνιν, ανίκητον θεόν
αγνόν,
αστραπαίον ∆ία, παγγενέτην,
βασιλήα µέγιστον,
ευµενέοντα φέρειν γλυκερήν βιότοιο
τελευτήν.
ΤΟΥ ΑΣΤΡΑΠΑΙΟΥ ∆ΙΟΣ
Επικαλούµαι τον µεγάλο, ιερόν,
περιφανή, βροντώδη,
νεφελώδη, φλόγινο, πυρόδροµο,
αερόφεγγο,
αυτόν που αστράφτει των νεφών το φως
µε γοργοβρόντητη φωνή,
τροµαχτικόν, οξύθυµο, ανίκητον αγνό
θεό,
αστραπαίο ∆ία, παγγενήτορα, µέγιστο
βασιλέα,
να φέρνει ευµενές και γλυκό τέλος του
βίου.
ΚΕΡΑΥΝΟΥ ∆ΙΟΣ
Ζεύ πάτερ, υψίδροµον πυραυγέα
κόσµον ελαύνων,
ΤΟΥ ΚΕΡΑΥΝΙΟΥ ∆ΙΟΣ
Πατέρα Ζεύ, συ που κινείς τον
υψιπόρευτο πυρολαµπή κόσµο,
στράπτων αιθερίου στεροπής
πανυπέρτατον αίγλην,
παµµακάρων έδρανον θείαις
βρονταίσι τινάσσων,
νάµασι παννεφέλοις, στεροπήν
φλεγέθουσαν αναίθων,
λαίλαπας, όµβρους, πρηστήρας
κρατερούς τε κεραυνούς,
βάλλων ες ροθίους φλογερούς,
βελέεσσι καλύπτων
παµφλέκτους, κρατερούς, φρικώδεας,
οµβριµοθύµους,
πτηνόν όπλον δεινόν, κλονοκάρδιον,
ορθοέθειρον,
αιφνίδιον, βρονταίον, ανίκητον βέλος
αγνόν
ροίζου απειρεσίου δινεύµασι,
παµφάγον ορµήι,
άρρηκτον, βαρύθυµον, αµαιµάκετον
πρηστήρος
ουράνιον βέλος οξύ καταιβάτου
αιθαλόεντος,
όν και γαία πέφρικε θάλασσά τε
παµφανόωντα,
και θήρες πτήσσουσιν, όταν κτύπος
ούας εισέλθηι.
µαρµαίρει δε πρόσωπ’ αυγαίς,
σµαραγεί δε κεραυνος
αιθέρος εν γυάλοισι. ∆ιαρρήξας δε
στραφτοβολώντας το πιο µεγάλο
αχτιδοβόληµα της αιθερίας αστραπής,
σείοντας µε θεϊκές βροντές των
παµµακάρων την έδρα,
ανάβοντας µες στα νεφελοσκέπαστα νερά
τη φλογοκαίουσα αστραπή,
εξακοντίζοντας λαίλαπες, βροχές,
δυνατές θύελλες και κεραυνούς,
πανφλόγους, ισχυρούς, φοβερούς,
ορµητικούς σε πάταγους φλογώδεις,
καλύπτοντας µε βέλη το φοβερό
ιπτάµενο όπλο, το ταραξικάρδιο,
το ανατριχιαστικό, το αιφνίδιο, το
βροντερό, αµόλυντο ανίκητο βέλος
µε τα περιδινίσµατα του ατέρµονου
σφυρίγµατος, το παµφάγο σε ορµή,
το αδιάρρηκτο, το οργισµένο, το
ακαταµάχητο του κεραυνού
ουράνιον βέλος αιχµηρό του
πυροµαυρισµένου καταιβάτη,
που η γη και η θάλασσα τον τρέµουν
όταν αστράφτει,
και ζαρώνουν τ’ αγρίµια, όταν το
βροντοχτύπηµα φτάσει στο αυτί.
Λάµπουν τα πρόσωπα στις λάµψεις, κι ο
κεραυνός βροντοηχεί
στους θόλους τ’ ουρανού. Κι όταν
ξεσκίσεις τον χιτώνα
το ουράνιο κάλυµµα, εξακοντίζεις τον
χιτώνα
ουράνιον προκάλυµµα βάλλεις
αργήτα κεραυνόν.
Αλλά, µάκαρ, θυµόν κύµασι πόντου
ήδ’ ορέων κορυφαίσι. Το σον κράτος
ίσµεν άπαντες.
Αλλά χαρείς λοιβαίσι δίδου φρεσίν
αίσιµα πάντα
ζωήν τ’ ολβιόθυµον, οµού θ’ υγίειαν
άνασσαν
ειρήνην τε θεόν, κουροτρόφον,
αγλαότιµον,
και βίον ευθύµοισιν αεί θάλλοντα
λογισµοίς.
αστραφτερό κεραυνό.
Αλλά µακάριε, κρύψε τον βαρύ θυµό στα
κύµατα του πόντου
και στων ορέων τις κορφές. Τη δύναµή
σου όλοι γνωρίζουµε.
Αλλά αφού χαρείς µε τις σπονδές, δίνε
στο νου όλα τα πρέποντα
και τερψικάρδια ζωή, και µαζί την
άνασσα υγεία
και τη θεά ειρήνη, την παιδοτρόφο, τη
λαµπροτίµητη,
και βίο πάντοτε ανθηρό µ’ εύθυµους
λογισµούς.
ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Ελθέ, µάκαρ, Παιάν, Τιτυοκτόνε,
Φοίβε, Λυκωρεύ,
Μεµφίτ’, αγλαότιµε, ιήιε, ολβιοδώτα,
χρυσολύρη, σπερµείε, αρότριε, Πύθιε,
Τιτάν,
Γρύνειε, Σµινθεύ, Πυθοκτόνε,
∆ελφικέ, µάντι,
άγριε, φωσφόρε δαίµον, εράσµιε,
κύδιµε κούρε,
µουσαγέτα, χοροποιέ, εκηβόλε,
τοξοβέλεµνε,
ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ
Έλα, µακάριε, ω Παιάν, Τιτυοκτόνε,
Φοίβε, Λυκωρέα,
Μεµφίτη, λαµπροτίµητε, ιήκλητε,
ολβιοδότη,
χρυσολυριστή, σπορικέ, Πύθιε, Τιτάνα,
Γρύνειε, Σµινθέα, Πυθοκτόνε, ∆ελφικέ,
µάντη,
αγροτικέ, φωτοφόρε θεέ, εράσµιε, ένδοξε
νέε,
µουσηγέτη, χοροποιέ, τηλεβόλε,
τοξευτή,
Βάκχιε και ∆ιδυµεύ, εκάεργε, Λοξία,
αγνέ,
∆ήλι’ άναξ, πανδερκές έχων
φαεσίµβροτον όµµα,
χρυσοκόµα, καθαράς φήµας
χρησµούς τ’ αναφαίνων.
Κλύθί µου ευχοµένου λαών ύπερ
εύφρονι θυµώι.
Τόνδε συ γαρ λεύσσεις τον απείριτον
αιθέρα πάντα
γαίαν τ’ ολβιόµοιρον υπερθέ τε και
δι’ αµολγού,
νυκτός εν ησυχίαισιν υπ’
αστεροόµµατον όρφνη
ρίζας νέρθε δέδορκας, έχεις δε τε
πείρατα κόσµου
παντός. Σοι δ’ αρχή τε τελευτή τ’
εστί µέλουσα,
παντοθαλής, συ δε πάντα πόλον
κιθάρηι πολυκρέκτωι
αρµόζεις, οτέ µεν νεάτης επί τέρµατα
βαίνων,
άλλοτε δ’ αύθ’ υπάτην, ποτέ ∆ώριον
εις διάκοσµον
πάντα πόλον κιρνάς κρίνεις
βιοθρέµµονα φύλα,
αρµονίηι κεράσας (την) παγκόσµιον
ανδράσι µοίραν,
µίξας χειµώνος θέρεός τ’ ίσον
Βάκχιε και ∆ίδυµε, τηλενεργή, Λοξία,
αγνέ,
∆ήλιε άνακτα, παντεπόπτη που έχει
βροτοφεγγή οφθαλµό,
ώ χρυσόµαλλε, γνήσιες προφητείες και
χρησµούς που φανερώνεις.
Ακουσέ µε που εύχοµαι µ’ ευφρόσυνη
καρδιά υπέρ των λαών.
∆ιότι εσύ βλέπεις όλον αυτόν τον
απέραντο αιθέρα
κι από ψηλά την καλόµοιρη γη, και στη
σκοτεινιά
και σε ώρες ησυχίας της νύχτας µεσ’ στο
αστερόφθαλµο σκοτάδι
εισοράς κάτω στις ρίζες, και κατέχεις τα
πέρατα του κόσµου
όλου. Γιατί έγνοια σου είναι η αρχή και
το τέλος,
παντοθαλής, εσύ τον κάθε άξονα µε την
πολύηχη κιθάρα
εναρµονίζεις, πότε πηγαίνοντας στις
άκριες της νεάτης,
κι άλλοτε πάλι στην υπάτη, πότε σε
δώρια διάταξη
τον κάθε άξονα συνδυάζοντας,
διαχωρίζεις τα βιοσυντήρητα γένη,
ρυθµίζοντας εν αρµονία τη µοίρα την
παγκόσµια των ανθρώπων,
αφού ανάµιξες τον χειµώνα και το θέρος
αµφοτέροισιν,
εις υπάτας χειµώνα, θέρος νεάταις
διακρίνας,
∆ώριον εις έαρος πολυηράτου ώριον
άνθος.
Ένθεν επωνυµίην σε βροτοί
κλήιζουσιν άνακτα,
Πάνα, δικέρωτ’, ανέµων συρίγµαθ’
ιέντα.
Ούνεκα παντός έχεις κόσµου
σφραγίδα τυπώτιν.
Κλύθι, µάκαρ, σώζων µύστας
ικετηρίδι φωνήι.
εξίσου και τα δυό
ταξινοµώντας τον χειµώνα στις υπάτες,
το θέρος στις νεάτες,
το έγκαιρο άνθος του πολυπόθητου έαρος
στο ∆ώριο.
Γι’ αυτό οι άνθρωποι σε προσφωνούν µε
την επωνυµία άνακτα,
Πάνα, δικέρατο θεό, που βγάζει των
ανέµων τα σφυρίγµατα.
Γιατί κατέχεις την έκτυπη σφραγίδα
όλου του κόσµου.
Εισάκουσε, µακάριε, σώζοντας τους
µύστες µε τη φωνή την ικετευτική.
ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Ωκεανού καλέω νύµφην,
γλαυκώπιδα Τηθύν,
κυανόπεπλον άνασσαν, εύτροχα
κυµαίνουσαν,
αύραις ηδυπνόοισι πατασσοµένην
περί γαίαν,
θραύουσ’ αιγιαλοίσι πέτρηισί τε
κύµατα µακρά,
ευδίνοις απαλοίσι γαληνιόωσα
δρόµοισι,
ναυσίν αγαλλοµένη, θηροτρόφε,
υγροκέλευθε,
ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
Επικαλούµαι την νύµφη του Ωκεανού,
λαµπρόφθαλµη Τηθύν,
άνασσα µελανόπεπλο, γοργοβάδιστα που
ανασηκώνει κύµατα,
που σε γλυκόπνοες αύρες τρεµοσαλεύει
στη στεριά,
και σπάζει τα µεγάλα κύµατα σε
ακρογιαλιές και βράχους,
που γαληνεύει σε απαλούς και νήνεµους
δρόµους,
που ευφραίνεται απ’ τα πλοία, ω
θηριοτρόφα, νεροτάξιδη,
µήτηρ µεν Κύπριδος, µήτηρ νεφέων
ερεβεννών
και πάσης πηγής νυµφών νασµοίσι
βρυούσης
κλύθί µου, ω πολύσεµνε, και
ευµενέουσ’ επαρήγοις,
ευθυδρόµοις ούρον ναυσίν πέµπουσα,
µάκαιρα.
µητέρα της Κύπριδος, µητέρα σκοτεινών
νεφών
και των νυµφών κάθε πηγής
πληµµυρισµένης µε ύδατα.
Εισάκουσέ µε, πολυσέβαστη, και
ευµενής, βοήθα,
στα εύδροµα πλοία, πέµπουσα ούριον
άνεµο, ω µακαρία.
ΕΙΣ ΠΛΟΥΤΩΝΑ
Ω τον υποχθόνιον ναίων δόµον,
οµβριµόθυµε,
Ταρτάριον λειµώνα βαθύσκιον ηδέ
λιπαυγή,
Ζεύ χθόνιε, σκηπτούχε, ταδ’ ιερά
δέξο προθύµως,
Πλούτων, ος κατέχεις γαίης κληίδας
απάσης,
πλοτοδοτών γενεήν βροτέην καρποίς
ενιαυτών.
Ος τριτάτης µοίρης έλαχες χθόνα
παµβασίλειαν,
έδρανον αθανάτων, θνητών στήριγµα
κραταιών.
Ός θρόνον εστήριξας υπό ζοφοειδέα
χώρον
τηλέπορον τ’, ακάµαντα, λιπόπνοον,
ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΩΝΑ
Ω εσύ που κατοικείς τον υπογήινον οίκο,
γενναιόψυχε,
τον βαθύσκιο κι άφεγγον Ταρτάριο
λειµώνα,
χθόνιε Ζεύ, σκηπτούχε, πρόθυµα δέξου
τούτες τις θυσίες,
ω Πλούτων, που κρατείς τις κλείδες όλης
της γης,
πλουτίζοντας το ανθρώπινο γένος µ’
ετήσιους καρπούς.
Που σού’λαχε µερίδιο τρίτο η
παµβασίλισσα γη,
έδρα των αθανάτων, κραταιό στήριγµα
θνητών.
Εσύ που στήριξες το θρόνο κάτω απ’ τον
ζοφώδη χώρο
και µακρινό, ακατάβλητο, τον άπνου, τον
άκριτον Άιδην,
κυάνεόν τ’ Αχέρονθ’, ός έχει
ριζώµατα γαίης.
ός κρατέεις θνητων θανάτου χάριν, ω
πολυδέγµων
Εύβουλ’, αγνοπόλου ∆ηµήτερος ός
ποτε παίδα
νυµφεύσας λειµώνος αποσπαδίην δια
πόντου
τετρώροις ίπποισιν υπ’ Ατθίδος
ήγαγες άντρον
δήµου Ελευσίνος, τόθι περ πύλαι εισ’
Αίδαο.
Μόνος έφυς αφανών έργων φανερών
τε βραβευτής,
ένθεε, παντοκράτωρ, ιερώτατε,
αγλαότιµε
σεµνοίς µυστιπόλοις χαίρων οσίοις τε
σεβασµοίς.
Ίλαον αγκαλέω σε µολείν κεχαρηότα
µύσταις.
ψυχρόν Άδη
και τον µαύρο Αχέροντα, που κατέχει τα
βάθρα της γης.
Εσύ που εξουσιάζεις τους ανθρώπους
χάρη στο θάνατο, ω πολυδέκτη,
Ευβουλέα, που κάποτε συ την κόρη της
αγνής ∆ήµητρας
την αρπαγµένη απ’ το λιβάδι αφού
νυµφεύθηκες οδήγησες
µέσα απ’ τη θάλασσα µε όχηµα τετράϊππο
στο σπήλαιο της Ατθίδος
του δήµου Ελευσίνας, όπου και είναι οι
πύλες του Άδη.
Μόνον εσύ εγεννήθης βραβευτής έργων
αφανών και φανερών,
θεόπνευστε, παντοκράτορα, ιερώτατε,
λαµπρότιµε,
που χαίρεσαι µε τους σεµνούς ιερουργούς
και µε τις όσιες λατρείες.
Εσέ ξανακαλώ φιλεύσπλαχνος
χαρούµενος νάρθεις στους µύστες.
ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΟΣ
Κλύθι, Ποσείδαον γαιήοχε,
κυανοχαίτα,
ίππιε, χαλκοτόρευτον έχων χείρεσσι
ΤΟΥ ΠΟΣΕΙ∆ΩΝΟΣ
Εισάκουσε, ω Ποσειδώνα γαιοκράτη,
µαυροµάλλη,
καβαλάρη, τη χαλκοτόρνευτη που έχεις
τρίαιναν,
ος ναίεις πόντοιο βαθυστέρνοιο
θέµεθλα,
παντοµέδων, αλίδουπε, βαρύκτυπε,
εννοσίγαιε,
κυµοθαλής, χαριδώτα, τετράορον
άρµα διώκων,
ειναλίοις ροίζοισι τινάσσων αλµυρόν
ύδωρ,
ος τριτάτης έλαχες µοίρης βαθύ
χεύµα θαλάσσης
κύµασι τερπόµενος θηρσίν θ’ άµα,
πόντιε δαίµον.
έδρανα γης σώζοις και νηών
εύδροµον ορµήν,
ειρήνην, υγίειαν άγων ήδ’ όλβον
αµεµφή.
στα χέρια τρίαινα,
εσύ που κατοικείς στα θέµελα του
βαθύκολπου πόντου,
θαλασσοκράτορα, θαλασσόγδουπε,
βροντόηχε, γαιοσείστη,
ο κυµατοπληθής εσύ, χαριτοδότη, που
ξεκινάς το τέθριππο,
αναταράζοντας µε σφυριξιές θαλάσσιες
το αλµυρό νερό,
εσύ που σού’λαχε ως µερίδιο τρίτο η
βαθιά ροή της θάλασσας,
που τέρπεσαι µε κύµατα και µε θεριά
µαζί, θαλάσσιε θεέ.
Είθε να σώζεις τα στηρίγµατα της γης
και την ορµή την εύδροµη των πλοίων.
Κοµίζοντας ειρήνη, υγεία και
αψεγάδιαστη ευτυχία.
ΗΡΗΣ
Κυανέοις κόλποισιν ενηµένη,
αερόµορφε,
Ήρα παµβασίλεια, ∆ιός σύλλεκτρα
µάκαιρα,
ψυχοτρόφους αύρας θνητοίς
παρέχουσα προσηνείς,
όµβρων µεν µήτηρ, ανέµων τροφέ,
παντογένεθλε.
ΤΗΣ ΗΡΑΣ
Σε κυανοσκότεινα βάθη καθισµένη,
αερόµορφη,
παµβασίλισσα Ήρα, µακαρία οµόκλινη
του ∆ιός,
που χορηγείς στους θνητούς απαλές
αύρες ζωογόνες,
µητέρα των βροχών, τροφοδότρια των
ανέµων, παντογόνα.
Χωρίς γαρ σέθεν ουδέν όλως ζωής
φύσιν έγνω.
Κοινωνείς γαρ άπασι κεκραµένη ηέρι
σεµνώι.
Πάντων γαρ κρατέεις µόνη πάντεσσί
τ’ ανάσσεις
ηερίοις ροίζουσι τινασσοµένη κατά
χεύµα.
Αλλά, µάκαιρα θεά, πολυώνυµε,
παµβασίλεια,
έλθοις ευµενέουσα καλώι γήθουσα
προσώπωι.
Γιατί χωρίς εσένα τίποτα δεν γνωρίζει
στην εντέλεια τη φύση της ζωής.
Γιατί µετέχεις σε όλα αναµειγµένη µε
τον ιερό αέρα.
Γιατί µόνον εσύ στα πάντα κυριαρχείς και
σε όλα εξουσιάζεις.
µε σφυριξιές αγέρινες που τρεµοσειέσαι
προς το ρεύµα.
Αλλά, µακάρια θεά, πολυώνυµη,
παµβασίλισσα,
έλα ευµενής χαρούµενη µε πρόσωπο
αγαθό.
ΜΗΤΡΟΣ ΑΝΤΑΙΑΣ
Ανταία βασίλεια, θεά, πολυώνυµε
µήτερ
αθανάτων τε θεών ηδέ θνητών
ανθρώπων,
ή ποτε µαστεύουσα πολυπλάγκτωι εν
ανίηι
νηστείαν κατέπαυσας ελευσίνος (εν)
γυάλοισιν
ήλθές τ’ εις Αίδην προς αγαυήν
Περσεφόνειαν
αγνόν παίδα ∆υσαύλου οδηγητήρα
λαβούσα,
µυνυτήρ’ αγίων λέκτρων χθονίου
ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΝΤΑΙΑΣ
Ανταία βασίλισσα, θεά, πολυώνυµη
µητέρα
και των αθανάτων θεών και των θνητών
ανθρώπων,
που κάποτε συ ψάχνοντας µέσα στην
πολυπλάνητη θλίψη
κατάργησες τη νηστεία στις κοιλάδες της
Ελευσίνος
κι ήλθες στον Άδη στη λαµπρή την
Περσεφόνη
σαν οδηγό να λάβεις του ∆υσαύλου τον
αγνό υιό
τον αποκαλυπτή των άγιων κρεβατιών
∆ιός αγνού,
Εύβουλον τέξασα θεόν θνητής υπ’
ανάγκης.
Αλλά, θεά, λίτοµαί σε, πολυλλίστη
βασίλεια,
ελθείν ευάντητον επ’ ευιέρωι σέο
µύστηι.
του αγνού χθονίου ∆ιός,
εσύ που γέννησες τον θεό Εύβουλο από
θνητής ανάγκη.
Αλλά, θεά, παρακαλώ σε, πολύευκτη
βασίλισσα,
ευπρόσιτη νάρθεις στον πανίερο µύστη
σου.
∆ΗΜΗΤΡΟΣ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΣ
∆ηώ, παµµήτειρα θεά, πολυώνυµε
δαίµον,
σεµνή ∆ήµητερ, κουροτρόφε,
ολβιοδώτι,
πλουτοδότειρα θεά, σταχυοτρόφε,
παντοδότειρα,
ειρήνηι χαίρουσα και εργασίαις
πολυµόχθοις,
σπερµεία, σωρίτι, αλωαία, χλοόκαρπε,
ή ναίεις αγνοίσιν Ελευσίνος
γυάλοισιν,
ιµερόεσσ’, ερατή, θνητών θρέπτειρα
προπάντων,
η πρώτη ζεύξασα βοών αροτήρα
τένοντα
και βίον ιµερόεντα βροτοίς
πολύολβον ανείσα,
αυξιθαλής, Βροµίοιο συνέστιος,
ΤΗΣ ∆ΗΜΗΤΡΟΣ ΕΛΕΥΣΙΝΙΑΣ
∆ηώ, παµµητέρα θεά, πολυώνυµη
θεότητα,
σεµνή ∆ήµητρα, παιδοτρόφα,
ολβοδότειρα,
πλουτοδότρα θεά, σταχυοτρόφε,
παντοδότρια,
που χαίρεσαι στην ειρήνη και στις
πολύµοχθες εργασίες,
σπορική, σιτοδότρα, αλωνιαία,
χλωρόκαρπη,
εσύ που κατοικείς στις ιερές κοιλάδες της
Ελευσίνος,
ω περιπόθητη, εράσµια, θρέπτειρα όλων
των θνητών,
που έζεψες πρώτη τον αρότριο αυχένα
των βοδιών
και στους θνητούς παρέσχες περιπόθητο
βίο πανευτυχή,
αγλαότιµος,
λαµπαδόεσσ’, αγνή, δρεπάνοις
χαίρουσα θερείοις.
Συ χθόνια, συ δε φαινοµένη, συ δε
πάσι προσηνής.
Εύτεκνε, παιδοφίλη, σεµνή,
κουροτρόφε κούρα,
άρµα δρακοντείοισιν υποζεύξασα
χαλινοίς
εγκυκλίοις δίναις περί σον θρόνον
ευάζουσα,
µονογενής, πολύτεκνε θεά,
πολυπότνια θνητοίς,
ής πολλαί µορφαί, πολυάνθεµοι,
ιεροθαλείς.
Ελθέ, µάκαιρ’, αγνή, καρποίς
βρίθουσα θερείοις,
ειρήνην κατάγουσα και ευνοµίην
ερατεινήν
και πλούτον πολύολβον, οµού δ’
υγίειαν άνασσαν.
εσύ η αυξητική, οµοτράπεζη του Βροµίου
(θορυβώδη), η λαµπροτίµητη,
ω λαµπαδηφόρε, αγνή, που χαίρεσαι µε
τα θερινά δρεπάνια.
Σύ η επίγεια, συ η φανερή, και η
προσηνής, εσύ σε όλους
καλότεκνη, παιδόφιλη, σελµή,
παιδοτρόφα κόρη,
εσύ που µε δρακόντεια χαλινάρια έζεψες
το άρµα
βακχεύουσα γύρω απ’ το θρόνο σου µε
κυκλικά στριφογυρίσµατα,
συ η µονογενής, πολύτεκνη θεά, στους
θνητούς πολυσέβαστη,
που έχεις πολλές µορφές, πολυάνθεµες,
ιερανθισµένες,
πρόσελθε, µακαρία, αγνή, γεµάτη
θερινούς καρπούς,
ειρήνη και ευνοµία ποθητή να φέρνεις
κι ευτυχισµένα πλούτη και την υγεία την
άνασσα µαζί.
ΑΘΗΝΑΣ
Παλλάς µονογενής, µεγάλου ∆ιός
έκγονε σεµνή,
δία, µάκαιρα θεά, πολεµόκλονε,
οµβριµόιυµε,
ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Παλλάς µονογενής, ω του µεγάλου ∆ιός
τέκνο σεµνό,
σεπτή, µακαρία θεά, πολεµοθόρυβη,
γενναιόψυχη,
ανείπωτη, λεκτή, περιώνυµη,
άρρητα, ρητή, µεγαλώνυµε,
αντροδίαιτε,
ή διέπεις όχθους ψαύχενας
ακρωρείους
ήδ’ όρεα σκιόεντα, νάπαισί τε σην
φρένα τέρπεις,
οπλοχαρής, οιστρούσα βροτών ψυχάς
µανίαισι,
γυµνάζουσα κόρη φρικώδη θυµόν
έχουσα.
Γοργοφόνη, φυγόλεκτρε, τεχνών
µήτερ πολύολβε,
ορµάστειρα, φίλοιστρε κακοίς,
αγαθοίς δε φρόνησις.
Άρσην µεν και θήλυς έφυς,
πολεµατόκε, µήτι,
αιολόµορφε, δράκαινα, φιλένθεε,
αγλαότιµε,
Φλεγραίων ολέτειρα Γιγάντων,
ιππελάτειρα,
Τριτογένεια, λύτειρα κακών,
νικηφόρε δαίµον,
ήµατα και νύκτας αιεί νεάταισιν εν
ώραις,
κλύθί µου ευχοµένου, δος δ’ ειρήνην
πολύολβον
και κόρον ηδ’ υγίειαν επ’ ευόλβοισιν
εν ώραις,
γλαυκώφ, ευρεσίτεχνε, πολυλλίστη
βασίλεια.
σπηλαιόζωη,
συ που εξουσιάζεις τις αγέρωχες ράχες
των βουνοκορφών
και τα σκιερά βουνά, και τέρπεις την
καρδιά σου στα φαράγγια,
οπλοχαρής, οιστρηλατώντας, µε
παραφορές τις ψυχές των ανθρώπων,
κόρη που εκγυµνάζεις, φοβερό µένος που
έχεις,
Γοργοφόνα, φυγόγαµη, πανευτυχή
µητέρα των τεχνών,
υποκινήτρα, παράφορη στους κακούς,
φρόνηση στους καλούς
γεννήθηκες αρσενική και θηλυκή,
πολεµογόνα, ω στόχαση,
ποικιλόµορφη, δράκαινα, φιλένθεη,
λαµπροτίµητη,
εξολοθρεύτρια των Φλεγραίων Γιγάντων,
ιππεύτρια,
Τιτογένεια, καταλύτρα κακών, νικηφόρα
θεότητα,
µέρες και νύχτες πάντοτε στις τελευταίες
ώρες,
εισάκουσέ µε που εύχοµαι, και δώσε
ειρήνη πλούσια
και χορτασµό και υγεία σ’ ευτυχισµένες
εποχές,
ω λαµπερόφθαλµη, εφευρετική,
πολύευκτη βασίλισσα.
ΝΙΚΗΣ
Ευδύνατον καλέω Νίκην, θνητοίσι
ποθεινήν,
η µόνη λύει θνητώνεναγώνιον
ορµήν
και στάσιν αλγινόεσσαν επ’
αντιπάλοισι µάχαισιν,
εν πολέµοις κρίνουσα τοπαιούχοισιν
ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Την πανίσχυρη επικαλούµαι Νίκη, την
ποθητή στους θνητούς,
αυτή που µόνο καταλύει των θνητών την
αγωνιστική ορµή
και την οδυνηρή στις µάχες των
αντίπαλων διχόνοια,
γιατί συ αποφασίζεις στους πολέµους για
τα τροπαιούχα έργα,
επ’ έργοις,
οίς αν εφορµαίνουσα φέροις
γλυκερώτατον εύχος.
Πάντων γαρ κρατέεις, πάσης δ’
έριδος κλέος εσθλόν
Νίκηι επ’ ευδόξωι κείται θαλίαισι
βρυάζον.
Αλλά, µάκαιρ’, έλθοις πεποθηµένη
όµµατι φαιδρώι
αιεί επ’ ευδόξοις έργοις τέλος εσθλόν
άγουσα.
σ’ αυτά που όταν ορµάς, φέρεις
γλυκυτάτη δόξα.
Γιατί σ’ όλα επικρατείς, και το καλό
κατόρθωµα κάθε διαµάχης,
µε πανηγυρισµούς που γιορτάζεται στην
καλόφηµη ανήκει Νίκη.
Αλλά µακαρία, ας έλθεις περιπόθητη µε
φαιδρό βλέµµα
φέρνοντας πάντοτε τέλος καλό για
καλόφηµα έργα.
∆ΙΟΝΥΣΟΥ
Κικλήσκω ∆ιόνυσον ερίβροµον
ευαστήρα,
πρωτόγονον, διφυή, τρίγονον,
Βακχείον άνακτα,
άγριον, άρρητον, κρύφιον, δικέρωτα,
δίµορφον,
κισσόβρυον, ταυρωπόν, Αρήιον,
εύιον, αγνόν,
ωµάδιον, τριετή, βοτρυηφόρον,
ερνεσίπεπλον.
Ευβουεύ, πολύβουλε, ∆ιός και
Περσεφονείης
αρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς,
άµβροτε δαίµον.
Κλύθι, µάκαρ, φωνής, ηδύς δ’
επίπνευσον αµεµφής
ευµενές ήτορ έχων, συν ευζώνοισι
τιθήναις.
ΤΟΥ ∆ΙΟΝΥΣΟΥ
Επικαλούµαι τον βροντόηχο,
βακχόκραυγο ∆ιόνυσο,
τον πρωτογέννητο, τον δισυπόστατο,
τριγέννητο, Βάκχειο άνακτα,
τον άγριο, απόρρητο, απόκρυφο,
δικέρατο, τον δίµορφο,
κισσοστεφή, ταυρόµορφο, τον Άρειο,
ευοίκραυγο, αγνόν,
τον ωµοφάγο, τριέτειο, βοτρυοφόρο,
χλωροσκέπαστον.
Ω Ευβουλέα, πολυστόχαστε, απ’ του ∆ιός
και Περσεφόνης
τα άφατα πλαγιάσµατα που εγεννήθηκες,
αθάνατε θεέ.
Εισάκουσε, µακάριε, την επίκληση, και
βοήθα άµεµπτος γλυκός
έχοντας ευµενή καρδιά, µαζί µε τις
καλλίζωνες τροφούς.
ΥΜΝΟΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
Φερσεφόνη, θύγατερ µεγάλου ∆ιός,
ΥΜΝΟΣ ΤΗΣ ΠΕΡΣΕΦΟΝΗΣ
Περσεφόνη, θυγατέρα του µεγάλου ∆ιός,
ελθέ, µάκαιρα,
µονογένεια θεά, κεχαρισµένα δ’ ιερά
δέξαι,
Πλούτωνος πολυτίµιτε δάµαρ, κεδνή,
βιοδώτι,
ή κατέχεις Αίδαο πύλας υπό κεύθεα
γαίης,
Πραξιδίκη, ερατοπλόκαµε, ∆ηούς
θάλος αγνόν,
Ευµενίδων γενέτειρα, υποχθονίων
βασίλεια,
ήν Ζεύς αρρήτοισι γοναίς τεκνώσατο
κούρην,
µήτερ εριβρεµέτου πολυµόρφου
Ευβουλήος,
Ωρών συµπαίκτειρα, φαεσφόρε,
αγλαόµορφε,
σεµνή, παντοκράτειρα, κόρη καρποισι
βρύουσα,
ευφεγγής, κερόεσσα, µόνη θνητοίσι
ποθεινή,
ειαρινή, λειµωνιάσιν χαίρουσα
πνοήισιν,
ιερόν εκφαίνουσα δέµας βλαστοίς
χλοοκάρποις,
αρπαγιµαία λέχη µετοπωρινά
νυµφευθείσα,
ζωή και θάνατος µόνη θνητοίς
πολυµόχθοις,
Φερσεφόνη. Φέρβεις γαρ αεί και
πάντα φονεύεις.
κλύθι, µάκαιρα θεά, καρπούς δ’
ανάπεµπ’ από γαίης
ειρήνηι θάλλουσα και ηπιοχείρωι
υγείαι
και βίωι ευόλβωι λιπαρόν γήρας
κατάγοντι
προς σον χώρον, άνασσα, και
ευδυνατον Πλούτωνα.
έλα, µακαρία,
µονογενής θεά, δέξου τις προσφερόµενες
θυσίες,
πολυτίµητη σύζυγε του Πλούτωνος,
σεβαστή, ζωοδότρα,
που κατέχεις τις πύλες του Άδη στα βάθη
της γης.
Πραξιδίκη, ωραιοπλόκαµη, αγνέ βλαστέ
της ∆ηούς,
γεννήτρια των Ευµενίδων, βασίλισσα
των υπογήινων,
κόρη που ο Ζεύς τη γέννησε µε
απόρρητους γόνους.
ω µητέρα του βροντόηχου πολύµορφου
Ευβουλέως,
συµπαίκτρια των Ωρών, φωτοφόρα,
λαµπρόµορφη,
σεµνή, παντοκράτειρα, κόρη που βρίθεις
µε καρπούς,
λαµπρόφεγγη, κερασφόρα, συ µόνη στους
θνητούς ποθητή,
εαρινή που χαίρεσαι µε τις λιβαδίσιες
πνοές,
που φανερώνεις το ιερό σώµα µε
βλαστάρια χλωρόκαρπα,
που αρπαγµένη νυµφεύτηκες σε γάµους
φθινοπωρινούς,
συ µόνη ζωή και θάνατος στους
πολύµοχθους θνητούς,
ω Περσεφόνη. Γιατί πάντοτε τρέφεις και
φονεύεις τα πάντα.
Εισάκουσε, θεά µακάρια, και καρπούς απ’
τη γη ξαναστείλε
σε ειρήνη και απαλόχερη υγεία που
θάλλεις
και σε βίο ευτυχή που φέρνει το ανέφελο
γήρας
στον δικό σου τον τόπο, ω βασίλισσα, και
στον πανίσχυρο Πλούτωνα.
ΕΡΜΟΥ
Κλύθι µου, Ερµεία, ∆ιός άγγελε,
Μαιάδος υιέ,
παγκρατές ήτορ έχων, εναγώνιε,
κοίρανε θνητών,
εύφρων, ποικιλόβουλε, διάκτορε
αργειφόντα,
πτηνοπέδιλε, φίλανδρε, λόγου
θνητοίσι προφήτα,
γυµνάσιν ος χαίρεις δολίαις τ’
απάταις, τροφιούχε,
ερµηνεύ πάντων, κερδέµπορε,
λυσιµέριµνε,
ος χείρεσσιν έχεις ειρήνης όπλον
αµεµφές,
Κωρκιώτα, µάκαρ, εριούνιε,
ποικιλόµυθε,
εργασίαις επαρωγέ, φίλε θνητοίς εν
ανάγκαις,
γλώσσης δεινόν όπλον το σεβάσµιον
ανθρώποισι.
Κλύθί µου ευχοµένου, βιότου τέλος
εσθλόν οπάζων
εργασίαισι, λόγου χάρισιν και
µνηµοσύνηισιν.
ΤΟΥ ΕΡΜΟΥ
Εισάκουσέ µε, Ερµή, αγγελειοφόρε του
∆ιός, υιέ της Μαίας,
µε την καρδιά την παντοδύναµη,
αγωνιστικέ, αρχηγέ των θνητών,
ευµενή, πολυµήχανε, ω αγγελειοφόρε
αργοκτόνε,
φτεροπέδιλε, φίλανδρε, προφήτη του
λόγου στους θνητούς,
που χαίρεσαι µε τα γυµνάσµατα και µε τις
δόλιες απάτες, τροφοδότη,
ερµηνευτή των πάντων, κερδέµπορε,
λυσιµέριµνε,
συ που κρατάς στα χέρια το άµεµπτο όπλο
της ειρήνης,
Κωρυκιώτη, µακάριε, ωφέλιµε,
εύγλωττε,
αρωγέ στις εργασίες, φίλε των θνητών
στις ανάγκες,
συ µε το φοβερό της γλώσσας όπλο το
σεβαστό στους ανθρώπους.
Εισάκουσέ µε που εύχοµαι, παρέχοντας
αίσιον τέλος του βίου
µε εργασίες, χάρες του λόγου και
αναµνήσεις.
ΓΗΣ
Γαία θεά, µήτερ µακάρων θνητών τ’
ανθρώπων,
παντρόφε, πανδώτειρα, τελεσφόρε,
παντολέτειρα,
αυξιθαλής, φερέκαρπε, καλαίς ώραισι
βρύουσα,
ΤΗΣ ΓΗΣ
Θεά Γη, των µακαρίων µητέρα και των
θνητών ανθρώπων
πανθρέπτειρα, πανδότρια, τελεσφόρα,
πανκαταλύτρα,
αυξητική, καρποφόρα, που σε καλές
εποχές αφθονείς,
έδρανον αθανάτου κόσµου,
πολυποίκιλε κούρη,
η λοχίαις ωδίσι κύεις καρπόν
πολυειδή,
αιδία, πολύσεπτε, βαθύστερν’,
ολβιόµοιρε,
ηδυπνόοις χαίρουσα χλόαις
πολυανθέσι δαίµον,
οµβροχαρής, περί ήν κόσµος
πολυδαίδαλος άστρων
ειλείται φύσει αενάωι και ρεύµασι
δεινοίς.
αλλά, µάκαιρα θεά, καρπούς αύξοις
πολυγηθείς
ευµενές ήτορ έχουσα, συν ολβίοισιν
εν ώραις.
έδρα του αθανάτου κόσµου, πολυποίκιλη
κόρη,
που κυοφορείς µε επιτόκιες ωδίνες τον
πολυειδή καρπό,
αιωνία, πολύσεπτη, βαθύκολπη,
καλότυχη,
που χαίρεσαι µ’ ευωδιαστές πρασινάδες, ω
συ σ’ ανθοστολίσµατα θεότης,
η οµβριοχαρής, που γύρω της ο
πολυποίκιλτος κόσµος των άστρων
περιστρέφεται µε την αέναη φύση και τα
άγρια ρεύµατα.
Αλλά, θεά µακαρία, αύξησε τους
πολυχαρείς καρπούς
έχοντας διάθεση ευµενή µαζί µε ευφορίες
στις εποχές.
ΠΡΩΤΕΩΣ
Πρωτέα κυκλήσκω, πόντου κληίδας
έχοντα,
πρωτογενή, πάσης φύσεως αρχάς ός
έφηνεν
ύλην αλλάσσων ιερήν ιδέαις
πολυµόρφοις,
πάντιµος, πολύβουλος, επιστάµενος
τα τ’ εόντα
όσσα τε πρόσθεν έην όσα τ’ έσσεται
ύστερον αύτις.
Πάντα γαρ αυτός έχων µεταβάλλεται
ουδέ τις άλλος
αθανάτων, οι έχουσιν έδος νιφόεντος
Ολύµπου
και πόντον και γαίαν ενηέριοί τε
ποτώνται.
Πάντα γαρ Πρωτεί πρώτη φύσις
εγκατέθηκε.
Αλλά, πάτερ, µόλε µυστιπόλοις
οσίαισι προνίαις
πέµπων ευόλβου βιότου τέλος
ΤΟΥ ΠΡΩΤΕΩΣ
Επικαλούµαι τον Πρωτέα, της θάλασσας
τα κλείθρα που κρατεί,
αρχέγονον, που όλης της φύσεως τις
αρχές φανέρωσε
την ύλη την ιερή που µεταβάλλει σε
ποικιλόµορφα είδη,
παντίµητος, πολύβουλος, που τα παρόντα
τα γνωρίζει
κι όσα πρωτύτερα έγιναν κι όσα θα
ξαναγίνουν αύριο.
Γιατί αυτός γνωρίζοντας τα πάντα
µεταµορφώνεται όσο κανένας άλλος
απ’ τους αθανάτους, που κατέχουν την
έδρα του χιονοσκέπαστου Ολύµπου
τη θάλασσα και τη στεριά κι ανάεροι
πετάνε.
Γιατί τα πάντα στον Πρωτέα η πρώτη
φύσις εµπιστεύθηκε.
Αλλ’, ω πάτερ, πρόσελθε στους
ιερουργούς µε όσιες προφητείες
στέλνοντας καλό τέλος τρισόλβιου βίου
εσθλόν επ’ έργοις.
για έργα.
ΝΗΡΕΩΣ
Ω κατέχων πόντου ρίζας,
κυαναυγέτιν έδρην,
πεντήκοντα κόραισιν αγαλλόµενος
κατά κύµα
καλλιτέκνοισιν χοροίς,
Νηρεύ, µεγαλώνυµε δαίµον,
πυθµήν µεν πόντου, γαίης πέρας,
αρχή απάντων,
ός κλονέεις ∆ηούς ιερόν βάθρον,
ηνίκα πνοιάς
εννυχίοις κευθµώσιν ελαυνοµένας
αποκλείηις.
Αλλά, µάκαρ, σεισµούς µεν
απότρεπε, πέµπε δε µύσταις
όλβον τ’ ειρήνην τε και ηπιόχειρον
υγείην.
ΤΟΥ ΝΗΡΕΩΣ
Ω, εσύ τις ρίζες της θάλασσας που
κατέχεις, τον µελανόστιλπνο θρόνο,
µε τους χορούς που χαίρεσαι στο κύµα,
των όµορφων πενήντα θυγατέρων,
Νηρέα, ξακουστή θεότης,
πυθµένα πόντου, γης όριον, αρχή
πάντων,
συ που τραντάζεις της ∆ηούς το ιερό το
βάθρο, όταν τους ανέµους
που καταφθάνουν, σε νυχτοσκότεινες
κρυφοσπηλιές αιχµαλωτίζεις
αλλά, µακάριε, τους σεισµούς απότρεπε,
στέλνε στους µύστες
ευτυχία και ειρήνη και απαλόχειρη υγεία.
ΡΕΑΣ
Πότνια Ρέα, θύγατερ πολυµόρφου
Πρωτογόνοιο,
ήτ’ επί ταυροφόνων ιερότροχον άρµα
τιταίνεις,
τυµπανόδουπε, φιλοιστροµανές,
χαλκόκροτε κούρη,
µήτερ Ζηνός άνακτος Ολυµπίου,
αιγιόχοιο,
πάντιµ’, αγλαόµορφε, Κρόνου
σύλλεκτρε µάκαιρα,
ούρεσιν ή χαίρεις θνητών τ’
ολολύγµασι φρικτοίς,
παµβασίλεια Ρέα, πολεµόκλονε,
οµβριµόθυµε,
ψευδοµένη, σώτειρα, λυτηριάς,
ΤΗΣ ΡΕΑΣ
∆έσποινα Ρέα, θυγατέρα του πολύµορφου
Πρωτόγονου,
που οδηγείς το ιερότροχο άρµα των
ταυροφόνων,
τυµπανοκρουστική, µανιακή,
χαλκοκρούστρια κόρη,
µητέρα του άνακτος Ολυµπίου ∆ιός, του
ασπιδοφόρου,
παντιµηµένη, λαπρόµορφη, του Κρόνου
µακαρία οµόκλινη,
που χαίρεσαι στα όρη µε των θνητών τα
φοβερά ολολύγµατα,
παµβασίλισσα Ρέα, πολεµοθόρυβη,
γενναιόψυχη,
ξεγελάστρα, σωτήρια, λυτήρια, αρχέγονη,
αρχιγένεθλε,
µήτηρ µεν τε θεών ηδέ θνητών
ανθρώπων.
Εκ σου γαρ και γαία και ουρανός
ευρύς ύπερθεν
και πόντος πνοιαί τε. Φιλόδροµε,
αερόµορφε.
Ελθέ, µάκαιρα θεά, σωτήριος εύφρονι
βουλήι
ειρήνην κατάγουσα συν ευόλβοις
κτεάτεσσι,
λύµατα και κήρας πέµπουσ’ επί
τέρµατα γαίης.
µητέρα των θεών και των θνητών
ανθρώπων.
Γιατί από σένα η γη κι ο πάνωθε ο
ουρανός ο ευρύχωρος
και η θάλασσα και οι άνεµοι. Αεικίνητη,
αερόµορφη.
Έλα, θεά µακάρια, σωτήρια µε βούληση
ευδιάθετη
κοµίζοντας ειρήνη µε πανόλβια δώρα.
Μιάσµατα και δυστυχίες ξαποστέλνοντας
στα πέρατα της γης.
ΚΡΟΝΟΥ
Αιθαλής, µακάρων τε θεών πάτερ ηδέ
και ανδρών,
ποικιλόβουλ’, αµίαντε, µεγασθενές,
άλκιµε Τιτάν,
ός δαπανάις µεν άπαντα και αύξεις
έµπαλιν αυτός
δεσµούς αρρήκτους ός έχεις κατ’
απείρονα κόσµον,
αιώνος Κρόνε παγγενέτωρ, Κρόνε
ποικιλόµυθε,
Γαίης τε βλάστηµα και Ουρανού
αστερόεντος,
γέννα, φυή, µείωσι, Ρέας πόσι, σεµνέ
Προµηθεύ,
ός ναίεις κατά πάντα µέρη κόσµοιο,
γενάρχα,
αγκυλοµήτα, φέριστε. Κλύων
ικετηρίδα φωνήν
πέµποις εύολβον βιότου τέλος αιέν
άµεµπτον.
ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ
Συ ο αειθαλής, ω πατέρα µακαρίων θεών
και ανθρώπων,
πολυµήχανε, αµόλυντε, µεγαλοδύναµε,
Τιτάνα ρωµαλέε,
που εξαντλείς τα πάντα και ο ίδιος πάλι
τα αυξαίνεις,
δεσµούς αδιαρρήκτους που έχεις στον
απέραντο κόσµο,
ω Κρόνε γεννήτορα του αιώνα (χρόνου),
εύγλωττε Κρόνε,
βλαστέ της γης και του κατάστερου
ουρανού,
γέννηση, αύξηση, µείωση, της Ρέας
σύζυγε, σεµνέ Προµηθέα,
που κατοικείς τα µέρη όλα του κόσµου, ω
γενάρχη,
πανούργε, κάλλιστε. Ακούοντας την
ικετευτική φωνή
στέλνε πανόλβιο άµεµπτο τέλος του βίου
πάντοτε.
ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ
Ήρακλες οµβριµόθυµε, µεγασθενές,
άλκιµε Τιτάν,
καρτερόχειρ, αδάµαστε, βρύων
άθλοισι κραταιοίς
αιολόµορφε, χρόνου πάτερ, αίδιέ τε
εύφρων,
άρρητ’, αγριόθυµε, πολύλλιτε,
παντοδυνάστα,
παγκρατές ήτορ έχων, κάρτος µέγα,
τοξότα, µάντι,
παµφάγε, παγγενέτωρ, πανυπέρτατε,
πάσιν αρωγέ,
ός θνητοίς κατέπαυσας ανήµερα
φύλα διώξας,
ειρήνην ποθέων κουροτρόφον,
αγλαότιµον,
αυτοφυής, ακάµας, γαίης βλάστηµα
φέριστον,
πρωτογόνοις στράψας βολίσιν,
µεγαλώνυµε Παιών,
ός περί κρατί φορείς ηώ και νύκτα
µέλαιναν,
δώδεκ’ απ’ αντολιών άχρι δυσµών
άθλα διέρπων,
αθάνατος, πολύπειρος, απείριτος,
αστυφέλικτος.
Ελθέ, µάκαρ, νούσων, θελκτήρια,
πάντα κοµίζων,
εξέλασον δε κακάς άτας κλάδον εν
χερί πάλλων,
πτηνοίς τ’ ιοβόλοις κήρας χαλεπάς
απόπεµπε.
ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ
Ηρακλή γενναιόψυχε, µεγαλοδύναµε,
ρωµαλέε Τιτάνα,
χειροδύναµε, αδάµαστε, γεµάτε µε
µεγάλους άθλους,
ποικιλόµορφε, πατέρα χρόνου, αιώνιε και
συνετέ,
ανείπωτε, αγριόψυχε, πολυευκταίε,
παντοδυνάστη,
µε την παντοδύναµη καρδιά, ω µεγάλη
δύναµη, τοξότη, µάντη,
πολυφάγε, παγγενήτορα, πανυπέρτατε,
αρωγέ σε όλα,
που τους ανθρώπους καθησύχασες
διώχνοντας τ’ ανήµερα θεριά,
ποθώντας την παιδοτρόφο ειρήνη, την
λαµπροτίµητη,
συ ο αυτοφυής, ακάµατος, ω άριστο τέκνο
της γης,
που άστραψες µε λάµψεις στους
πρωτογέννητους, περιώνυµε Παιών,
που γύρω στο κεφάλι φέρεις την αυγή
και τη σκοταδερή τη νύχτα,
που απ’ την ανατολή ως τη δύση δώδεκα
άθλους διεξήλθες,
αθάνατος, πολύπειρος, µέγας,
ατράνταχτος.
Έλα, µακάριε, φέρνοντας όλα τα βάλσαµα
των νόσων,
διώξε τις φοβερές συµφορές σειόντας
κλάδο στο χέρι,
και τις βαριές κακοτυχιές απόδιωχνε µε
ιοβόλα βέλη.
ΠΑΝΟΣ
Πάνα καλώ κρατερόν, νόµιον,
κόσµοιο το σύµπαν,
ουρανόν ηδέ θάλασσαν ιδέ χθόνα
παµβασίλειαν
ΤΟΥ ΠΑΝΟΣ
Προσκαλώ τον ρωµαλέο Πάνα, τον
ποιµενικό, το σύµπαν του κόσµου,
τον ουρανό και τη θάλασσα και την
παµβασίλισσα γη
και πυρ αθάνατον. Τάδε γαρ µέλη
εστί τα Πανός.
Ελθέ, µάκαρ. σκιρτητά, περίδροµε,
σύνθρονε Ώραις,
αιγοµελές, βακχευτά, φιλένθεε,
αστροδίαιτε,
αρµονίαν κόσµοιο κρέκων
φιλοπαίγµονι µολπήι,
φαντασιών επαρωγέ, φόβων έκπλαγε
βροτείων,
αιγονόµοις χαίρων ανά πίδακας ηδέ
τε βούταις,
εύσκοπε, θηρητήρ, Ηχούς φίλε,
σύγχορε νυµφών,
παντοφυής, γενέτωρ πάντων,
πολυώνυµε δαίµον,
κοσµοκράτωρ, αυξητά, φαεσφόρε,
κάρπιµε Παιάν,
αντροχαρές, βαρύµηνις, αληθής Ζεύς
ο κεράστης.
Σοι γαρ απειρέσιον γαίης πέδον
εστήρικται,
είκει δ’ ακαµάτου πόντου το
βαθύρροιον ύδωρ
Ωκεανός τε πέριξ εν ύδασι γαίαν
ελίσσων,
αέριόν τε µέρισµα τροφής, ζωοίσιν
έναυσµα,
και κορυφής εφύπερθεν ελαφροτάτου
πυρός όµµα.
Βαίνει γαρ τάδε θεία πολύκριτα
σαίσιν εφετµαίς.
Αλλάσσεις δε φύσεις πάντων ταις
σαίσι προνοίαις
βόσκων ανθρώπων γενεήν κατ’
απείρονα κόσµον.
Αλλά, µάκαρ, βακχευτά, φιλένθεε,
βαίν’ επί λοιβαίς
ευιέροις, αγαθήν δ’ όπασον βιότοιο
τελευτήν
Πανικόν εκπέµπων οίστρον επί
τέρµατα γαίης.
και το πυρ το αθάνατο. Γιατί αυτά είναι τα
µέλη του Πανός.
Έλα µακάριε, χορευτή, περιφερόµενε,
οµόθρονε µε τις Ώρες,
τραγοπόδαρε, βακχευτή, ενθουσιαστικέ,
υπαίθριε,
που αυλοπαίζεις την αρµονία του κόσµου
µε παιχνιδιάρικο τραγούδι,
ω βοηθέ των φαντασιώσεων, υποκινητή
των ανθρώπινων φόβων
που χαίρεσαι µε τους γιδοβοσκούς και
τους βουκόλους στις πηγές,
οξυδερκή, κυνηγέ, φίλε της Ηχούς,
συγχορευτή των νυµφών,
συ ο παντογόνος, ο γεννήτωρ όλων,
πολυώνυµη θεότητα,
κοσµοκράτορα, αυξητή, φωτοφόρε,
γόνιµε Παιάν,
σπηλαιόφιλε, εξοργισµένε, ο αληθινός
εσύ Ζεύς ο κερασφόρος.
Γιατί σε σένα έχει στηριχθεί το απέραντο
έδαφος της γης,
και υπακούει το βαθύρροο νερό του
ακαταπόνητου πόντου
κι ο Ωκεανός που περιελίσσει µέσα σε
ύδατα τη γη,
και το αέριο µέρος της τροφής, το
έναυσµα στα ζωντανά,
και πάνω απ’ την κορφή ο οφθαλµός της
ελαφρότατης φωτιάς,
γιατί αυτά τ’ ανόµοια θεία βαίνουν µε τις
δικές σου εντολές.
Την φύση των πάντων αλλάζεις µε τις
δικές σου προβλέψεις
το γένος των ανθρώπων τρέφοντας στον
απέραντο κόσµο.
Αλλά, µακάριε, βακχευτή, ενθουσιαστικέ,
πρόσελθε στις σπονδές
τις πανίερες, και δώσε τέλος καλό του
βίου
διώχνοντας τη µανία του Πανικού στα
πέρατα της γης.
ΦΥΣΕΩΣ
Ω Φύση, παµµήτειρα θεά,
πολυµήχανε µήτερ,
ουρανία, πρέσβειρα, πολύκτιστε
δαίµον, άνασσα,
πανδαµάτωρ, αδάµαστε,
κυβερνήτειρα, παναυγής,
παντοκράτειρα, τιτιµενέα
πανυπέρτατε πάσιν
άφθιτε, πρωτεγένεια, παλαίφατε,
κυδιάνειρα,
εννυχία, πολύπειρε, σελασφόρε,
δεινοκάθεκτε,
άψοφον αστραγάλοισιν ποδών ίχνος
ειλίσσουσα,
αγνή, κοσµήτειρα θεών ατελής τε
τελευτή,
κοινή µεν πάντεσσιν, ακοινώνητε δε
µόνη,
αυτοπάτωρ, απάτωρ, ερατή,
πολύγηθε, µεγίστη,
ευάνθεια, πλοκή, φιλία, πολύµικτε,
δαήµον,
ηγεµόνη, κράντειρα, φερέσβιε,
παντρόφε κούρη,
αυτάρκεια, δίκη, Χαρίτων
πολυώνυµε πειθώ,
αιθερία, χθονία και ειναλία µεδέουσα
πικρά µεν φαύλοισι, γλυκεία δε
πειθοµένοισι,
πάνσοφε, πανδώτειρα, κοµίστρια,
παµβασίλεια,
αυξιτρόφος, πίειρα πεπαινοµένων τε
λύτειρα.
Πάντων µεν συ πατήρ, µήτηρ,
τροφός ηδέ τιθηνός,
ωκυλόχεια, µάκαιρα, πολύσπορος,
ωριάς ορµή,
παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε,
ποντία δαίµον,
ΤΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Ω φύση, παγγεννήτρα θεά, µητέρα
πολυµήχανη,
ουράνια, πρεσβυτέρα, πολυπλάστρα
θεότητα, άνασσα,
πανδαµάστρια, αδάµαστη, κυβερνήτρια,
ολόλαµπρη,
παντοκράτειρα, τετιµηµένη, πανυπερτάτη
σε όλα
άφθαρτη, πρωτογέννητη, πρωτοείπωτη,
φηµισµένη,
νυχτερινή, πολύπειρη, φωτοφόρα,
ασυγκράτητη,
που περιφέρεις αθόρυβα ίχνη ποδιών,
αγνή, κοσµήτρια θεών, ατελείωτη και
τελεία,
κοινή µεν στα πάντα, αλλά κι απόκοσµη
ολόµονη,
αυτογέννητη, αγέννητη, ερασµία,
πολύτερπνη, µεγίστη,
ολάνθιστη, περίπλοκη, φιλική,
πολύµεικτη, έµπειρη,
ηγεµονίδα, κυρίαρχη, ζωοδότειρα,
παντοθρέφτρα κόρη,
αυτάρκεια, δικαιοδότειρα, πολυώνυµη
υπακοή των Χαρίτων,
αιθέρια, γήινη και θαλάσσια προστάτιδα,
πικρή στους φαύλους, αλλά γλυκιά στους
ευπειθείς,
πάνσοφη, πανδότρια, χορηγήτρια,
παµβασίλισσα,
τροφοπληθύς, λίπανση και λυτρώτρια
των ωριµασµένων,
πάντων εσύ πατέρας, µητέρα, τροφός και
ανατροφεύς,
ευτοκία, µακαρία, πολύσπορη, εποχική
ορµή,
πάντεχνη, πλάστρα, πολυπλάστρα,
θαλασσία θεότητα,
αιδία, κινησιφόρε, πολύπειρε,
περίφρων,
αενάωι στροφάλιγγι θοόν ρύµα
δινεύουσα,
πάνρυτε, κυκλορετής,
αλλοτριοµορφοδίαιτε,
αύθρονε, τιµήεσσα, µόνη το κριθέν
τελέουσα,
σκηπτούχων εφύπερθε
βαρυβρεµέτειρα κρατίστη,
άτροµε, πανδαµάτειρα, πετρωµένη,
αίσα, πυρίπνους,
αίδιος ζωή ηδ’ αθανάτη τε πρόνοια.
Πάντα σοι εισί τα πάντα. Συ γαρ
µόνη τάδε τεύχεις.
Αλλά, θεά, λίτοµαί σε συν ευόλβοισιν
εν ώραις
ειρήνην υγίειαν άγειν, αύξησιν
απάντων.
αιωνία, κινητήρια, πολύπειρη, συνετή,
που στροβιλίζεις µε αέναη δίνη τη γοργή
ροή,
αείρρευστη, κυκλική,
αλλοµορφοµετάβλητη,
λαµπρόθρονη, τιµηµένη, συ µόνη που
εκπληρείς το κριθέν,
πιο πάνω από σκηπτούχους
βαρυβροντώδης κραταιότατη,
ατρόµητη, πανδαµάστρια, πεπρωµένον,
µοίρα, πυρίπνοη,
αιωνία ζωη και αθάνατη και πρόνοια.
Όλα σ’ εσένα είναι τα πάντα. Γιατί συ
µόνη τα δηµιουργείς.
Αλλά θεά, παρακαλώ σε µαζί µε
πλουτοφόρες εποχές
να φέρνεις ειρήνη, υγεία, αύξηση των
πάντων.
ΕΙΣ ΣΕΛΗΝΗΝ
Κλύθι, θεά βασίλεια, φαεσφόρε, δία
Σελήνη,
ταυρόκερως Μήνη, νυκτιδρόµε,
ηεροφοίτι,
εννυχία, δαιδούχε, κόρη ευάστερε,
Μήνη,
αυξοµένη και λειποµένη, θήλύς τε
και άρσην,
αυγάστειρα, φίλιππε, χρόνου µήτερ,
φερέκαρπε,
ηλεκτρίς, βαρύθεµε, καταυγάστειρα,
νυχία,
πανδερκής, φιλάγρυπνε, καλοίς
άστροισι βρύουσα,
ησυχίηι χαίρουσα και ευφρόνηι
ολβιοµοίρωι,
λαµπετίη, χαριδώτι, τελεσφόρε,
νυκτός άγαλµα,
αστράρχη, τανύπεπλ’, ελικοδρόµε,
ΣΤΗ ΣΕΛΗΝΗ
Εισάκουσε, θεά, βασίλισσα, φωτοφόρα,
θεϊκή Σελήνη,
ταυροκέρατη Μήνη, νυχτόδροµη,
αεροδιάβατη,
νυκτόβια, δαδοφόρα, κόρη πάνστιλβη,
Μήνη,
που αυξάνεις και λιγοστεύεις, θηλυκή και
αρσενική,
φωτίστρια, φίλιππη, µητέρα χρόνου,
καρποφόρα,
κεχριµπαρένια, βαρύθυµη, ολόφεγγη,
νυχτερινή,
συ η παντεπόπτρια, φιλάγρυπνη, µε
όµορφα αστέρια γεµάτη,
χαρούµενη στην ησυχία και στην
καλόµοιρη νύχτα,
λαµπερή, χαριτοδότρια τελεσφόρα, ω
κόσµητα νύχτας,
αστράνασσα, µακρόπεπλη, ελικόδροµη,
πάνσοφε κούρη,
ελθέ, µάκαιρ’, εύφρων, ευάστερε,
φέγγει τρισσώι
λαµποµένη, σώζουσα νέους ικέτας
σέο, κούρη.
πάνσοφη κόρη,
πρόσελθε, µακαρία, τερπνή, πανστιλβη,
µε τρίδιπλο φέγγος,
που λάµπεις, να σώζεις τους νέους ικέτες
σου, κόρη.
ΕΙΣ ΗΛΙΟΝ
Κλύθι µάκαρ, πανδερκές έχων
αιώνιον όµµα,
Τιτάν χρυσαυγής, Υπερίων, ουράνιον
φως,
αυτοφυής, ακάµας, ζώιων ηδεία
πρόσοψι,
δεξιέ µεν γενέτωρ ηούς, ευώνυµε
νυκτός,
κράσιν έχων ωρών, τετραβάµοσι
ποσσί χορεύων,
εύδροµε, ριζωτήρ, πυρόεις,
φαιδρωπέ, διφρευτά,
ρόµβου απειρεσίου δινεύµασιν οίµον
ελαύνων,
ευσεβέσιν καθοδηγέ καλών, ζαµενής
ασεβούσι,
χρυσολύρη, κόσµου τον εναρµόνιον
δρόµον έλκων,
έργων σηµάντωρ αγαθών, ωροτρόφε
κούρε,
κοσµοκράτωρ, συρικτά, πυρίδροµε,
κυκλοέλικτε,
αιθαλής, αµίαντε, χρόνου πάτερ,
αθάνατε Ζεύ,
εύδιε, πασιφαής, κόσµου το
περίδροµον όµµα,
σβεννύµενε λάµπων τε καλαίς ακτίσι
φαειναίς,
δείκτα δικαιοσύνης, φιλονάµατε,
δέσποτα κόσµου,
πιστοφύλαξ, αιεί πανυπέρτατε, πάσιν
αρωγέ,
όµµα δικαιοσύνης, ζωής φως ω
ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ
Εισάκουσε µακάριε, που έχεις
παντεπόπτη αιώνιον οφθαλµό,
Τιτάνα χρυσόλαµπε, Υπερίωνα, ουράνιο
φως,
συ ο αυτογέννητος, ακάµατε, θέα γλυκιά
των ζωντανών,
ω της αυγής δεξιέ γεννήτορα, αριστερέ
της νύχτας,
που ρυθµίζεις των εποχών τη µείξη,
κυκλοκινούµενος µε τέσσερις πόδες,
ταχύδροµε, ριζοτρόφε, διάπυρε, χαρωπέ,
διφρηλάτη,
που παίρνεις µε περιστροφές τον δρόµο
του απέραντου κύκλου,
οδηγητή καλών στους ευσεβείς, στους
ασεβείς εχθρικός,
χρυσολύρη, που παίρνεις τον εναρµόνιο
δρόµο του κόσµου,
δείκτη αγαθών έργων, εποχοθρέφτη νέε,
φωτοφόρε, ποικιλόµορφε, ζωοδότη,
καρποφόρε Παιάν,
αειθαλής, ω αµόλυντε, πατέρα χρόνου,
αθάνατε Ζευ,
γαλήνιε, πασιφανή, περιφερόµενο µάτι
του κόσµου,
που σβήνεις και λάµπεις µε ωραίες
φωτεινές αχτίδες,
δείκτη δικαιοσύνης, υδροχαρή, δέσποτα
του κόσµου,
εύορκε, εσαεί πανυπέρτατε, βοηθέ όλων,
οφθαλµέ δικαιοσύνης, φως ζωής. Ω
ιππηλάτη,
ελάσιππε,
µάστιγι λιγυρήι τετράορον άρµα
διώκων.
Κλύθι λόγων, ηδύν δε βίον µύστηισι
πρόφαινε.
που ξεκινάς το τέθριππο µ’ ευλύγιστο
µαστίγιο.
Εισάκουσε τα λόγια κι αποκάλυψε στους
µύστες γλυκύν βίο.
ΑΣΤΡΩΝ
Άστρων ουρανίων ιερόν σέλας
εκπροκαλούµαι
ευιέροις φωναίσι κυκλήσκων
δαίµονας αγνούς.
Αστέρες ουράνιοι, Νυκτός φίλα
τέκνα µελαίνης,
εγκυκλίοις δίναισι περιθρόνια
κυκλέοντες.
Ανταυγείς, πυρόεντες, αεί γενητήρες
απάντων,
µοιρίδιοι, πάσης µοίρης σηµάντορες
όντες,
θνητών ανθρώπων θείαν διέποντες
αταρπόν,
επταφαείς ζώνας εφορώµενοι,
ηερόπλαγκτοι,
ουράνιοι χθόνιοί τε, πυρίδροµοι, αιέν
ατειρείς,
αυγάζοντες αεί νυκτός ζοφοειδέα
πέπλον,
µαρµαρυγαίς στίλβοντες, εύφρονες
εννύχιοί τε.
Έλθετ’ επ’ ευιέρου τελετής
πολυϊστορας άθλους
εσθλόν επ’ ευδόξοις έργοις δρόµον
εκτελέοντες.
ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Των ουρανίων άστρων το ιερό φως
επικαλούµαι
µε πανίερες φωνές παρακαλώντας τις
αγνές θεότητες.
Αστέρες ουράνιοι, προσφιλή τέκνα της
ολόµαυρης Νύχτας,
κυκλοστρεφόµενοι µε δίνες κυκλικές
γύρω από θρόνους.
Φωταυγείς, διάπυροι, πάντα γεννήτορες
πάντων,
µοιραίοι, κάθε µοίρας προάγγελοι που
είσθε,
που καθορίζετε τη θεϊκή ατραπό θνητών
ανθρώπων,
ορατοί σ’ επταφώτιστους κύκλους,
αεροπλάνητες,
ουράνιοι και γήινοι, πυρόδροµοι, πάντοτε
αδάµαστοι,
φωτίζοντες εσαεί τον σκοτεινό πέπλο της
νύχτας,
αστράφτοντες µε λάµψεις, ευφρόσυνοι
και νυχτουργοί.
Προσέλθετε στους πολύπειρους µόχθους
της πανίερης τελετής
περαίνοντες τον ενάρετο δρόµο για
καλόφηµα έργα.
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΥ
Τον δισυπόστατο Πρωτόγονο
επικαλούµαι, τον µέγα, τον
αιθεροπλάνητο,
τον ωογέννητο, µε τα χρυσά φτερά
που αγαλλιά,
τον ταυρόφωνο, τη γένεση των
µακαρίων και των θνητών
ανθρώπων,
το πολυενθύµητο σπέρµα, τον
πολυόργιο, τον Ηρικεπαίο,
τον ανείπωτο, την κρύφια ορµή, τον
πάµφωτο βλαστό,
συ που διέλυσες τη σκοτεινή οµίχλη
των µατιών
κυκλοστρεφόµενος µε τις κινήσεις
των φτερών παντού στον κόσµο
φέρνοντας το ιερό λαµπρό φως, γι’
αυτό Φάνητα σε ονοµάζω
κι άνακτα Πρίαπο κι Ανταύγη
ζωηροφθαλµο.
Αλλά µακάριε, στοχαστικέ, γόνιµε,
πήγαινε χαρούµενος
στην άγια τελετή την πολυσύνθετη
των οργιοφαντών.
ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΓΟΝΟΥ
Τον δισυπόστατο Πρωτόγονο
επικαλούµαι, τον µέγα, τον
αιθεροπλάνητο,
τον ωογέννητο, µε τα χρυσά φτερά που
αγαλλιά,
τον ταυρόφωνο, τη γένεση των µακαρίων
και των θνητών ανθρώπων,
το πολυενθύµητο σπέρµα, τον πολυόργιο,
τον Ηρικεπαίο,
τον ανείπωτο, την κρύφια ορµή, τον
πάµφωτο βλαστό,
συ που διέλυσες τη σκοτεινή οµίχλη των
µατιών
κυκλοστρεφόµενος µε τις κινήσεις των
φτερών παντού στον κόσµο
φέρνοντας το ιερό λαµπρό φως, γι’ αυτό
Φάνητα σε ονοµάζω
κι άνακτα Πρίαπο κι Ανταύγη
ζωηροφθαλµο.
Αλλά µακάριε, στοχαστικέ, γόνιµε,
πήγαινε χαρούµενος
στην άγια τελετή την πολυσύνθετη των
οργιοφαντών.
ΑΙΘΕΡΟΣ
Ω ∆ιός υψιµέλαθρον έχων κράτος
αιέν ατειρές,
άστρων ηελίου τε σεληναίης τα
µέρισµα,
πανδαµάτωρ, πυρίπνου, πάσι ζωοίσιν
έναυσµα,
υψιφανής Αιθήρ, κόσµου στοιχείον
άριστον,
αγλαόν ω βλάστηµα, σελασφόρον,
αστεροφεγγές,
κικλήσκων λίτοµαί σε κεκραµένον
εύδιον είναι.
ΤΟΥ ΑΙΘΕΡΟΣ
Ω εσύ µε την υψηλόβαθρη εξουσία του
∆ιός την ακατάλυτη πάντα,
µέρος άστρων και ηλίου και σελήνης,
πανδαµάτορα, πυρίπνοε, έναυσµα ζωής σε
όλα τα ζωντανά,
εσύ ο υψηλόφεγγος Αιθέρας, το άριστο
στοιχείο του κόσµου,
ω λαµπρό γέννηµα, φωτοφόρο,
αστροφώτιστο,
καλώντας σε ικετεύω νάσαι µακρόθυµος
γαλήνιος.
ΟΥΡΑΝΟΥ
Ουρανέ παγγενέτωρ, κόσµου µέρος
αιέν ατειρές,
πρεσβυγένεθλ’, αρχή πάντων πάντων
τε τελευτή,
κόσµε πατήρ, σφαιρηδόν ελισσόµενος
περί γαίαν,
οίκε θεών µακάρων, βόµβου δίναισιν
οδεύων,
ουράνιος χθόνιός τε φύλαξ πάντων
περιβληθείς,
εν στέρνοισιν έχων φύσεως άτλητον
ανάγκην,
κυανόχρως, αδάµαστε, παναίολε,
αιολόµορφε,
πανδερκές, Κρονότεκνε, µάκαρ,
πανυπέρτατε δαίµον,
κλύθ’ επάγων ζωήν οσίαν µύστηι
νεοφάντηι.
ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ
Ουρανέ παγγενήτορα, αδάµαστο εσαεί
τµήµα οικουµένης,
πρωτογέννητε, πάντων αρχή και πάντων
τέλος,
πατέρα κόσµου, που ως σφαίρα
περιστρέφεσαι γύρω απ’ τη γη,
κατοικία θεών µακαρίων, που οδεύεις µε
περιδινήσεις σβούρας,
ουράνιος και γήινος φύλακας όλων που
περιβάλλεις,
στα στήθη που κρατάς την άπληστη της
φύσεως ανάγκη,
µελανόχροε, ακατάβλητε, ολόστιλπνε,
ποικιλόµορφε,
παντεπόπτη, Κρονοτόκε, µακάριε,
πανυπέρτατη θεότητα,
εισάκουσε κοµίζοντας ζωή ενάρετη σε
νεοφώτιστο µύστη.
ΝΥΚΤΟΣ
Νύκτα θεών γενέτειραν αείσοµαι ηδέ
και ανδρών.
(Νυξ γένεσις πάντων, ήν και Κύπριν
καλέσωµεν)
κλύθι, µάκαιρα θεά, κυαναυγής,
αστεροφεγγής,
ησυχίηι χαίρουσα και ηρεµίηι
πολυύπνωι,
ευφροσύν, τερπνή, φιλοπάννυχε,
µήτερ ονείρων,
ληθοµέριµν’ αγανή τε, πόνων
ανάπαυσιν έχουσα,
ΤΗΣ ΝΥΚΤΑΣ
Θα εξυµνήσω τη Νύκτα τη γενέτειρα
θεών και ανθρώπω.
(Νύκτα γένεση των πάντων, που και
Κύπριδα ας την ονοµάσουµε)
εισάκουσε, µακαρία θεά, µελανόστιλπνη,
αστρόφεγγη,
που χαίρεσαι στην ησυχία και στην
πολύυπνη ηρεµία,
ω ευφροσύνη, τερπνή, φιλάγρυπνη,
µητέρα των ονείρων,
λυσιµέριµνη και πράα, που κρατάς την
ανάπαυση των πόνων,
υπνοδότειρα, φίλη πάντων, ελάσιππε,
νυχαυγής,
ηµιτελής, χθονία ηδ’ ουρανία πάλιν
αυτή,
εγκυκλία, παίκτειρα διώγµασιν
ηεροφοίτοις,
η φάος εκπέµπεις υπό νέρτερα και
πάλι φεύγεις
εις Άιδην. ∆εινή γαρ ανάγκη πάντα
κρατύνει.
Νυν σε, µάκαιρα, καλώ πολυόλβιε,
πάσι ποθεινή,
ευάντητε, κλύουσα ικετηρίδα φωνήν
έλθοις ευµενέουσα, φόβους δ’
απόπεµπε νυχαυγείς.
υπνοδότρια, φίλη όλων, ιππεύτρια,
νυχτόφεγγη,
ηµιτελής, εσύ και γήινη και ουράνια,
περιοδική, παίχτρια µε τ’ αεροπλάνητα
θηράµατα,
που εκπέµπεις φως στα βάθη και πάλι
αποσύρεσαι
στον Άδη. ∆ιότι η φοβερή ανάγκη
κυβερνά τα πάντα.
Τώρα εσέ, µακαρία, παρακαλώ, πανόλβια,
ποθητή σ’ όλους,
ευπρόσιτη, ακούγοντας την ικετευτική
φωνή
έλα ευµενής κι απόδιωχνε τους φόβους
τους νυχτοφανείς.
ΠΡΟΘΥΡΑΙΑΣ
Κλύθι µοι, ω πολύσεµνε θεά,
πολυώνυµε δαίµον,
ωδίνων επαρωγέ, λεχών ηδεία
πρόσοψι,
θηλειών σώτειρα µόνη, φιλόπαις,
αγανόφρον,
ωκυλόχεια, παρούσα νέαις θνητών,
Προθυραία,
κλειδούχ’, ευάντητε, φιλοτρόφε, πάσι
προσηνής,
ή κατέχεις οίκους πάντων θαλίαις τε
γέγηθας,
λυσίζων, αφανής, έργοισι δε φαίνηι
άπασι,
συµπάσχεις ωδίσι και ευτοκίηισι
γέγηθας.
Ειλείθυια, λύουσα πόνους δειναίς εν
ανάγκαις.
Μόνην γαρ σε καλούσι λεχοί ψυχής
ανάπαυµα.
Εν γαρ σοι τοκετών λυσιπήµονές
ΤΗΣ ΠΡΟΘΥΡΑΙΑΣ
Εισάκουσέ µε, ω πολύσεµνη θεά,
πολυώνυµη θεότητα,
αρωγέ των ωδίνων, γλυκύ πρόσωπο στις
λεχώνες,
συ µόνη σωτηρία των θηλέων,
φιλόπαιδη, πραϋθυµη,
ευτοκία, που απ’ τους θνητούς στις νέες
παραστέκεσαι, ω Προθυραία,
κλειδούχε, ευπρόσιτη, θρέπτειρα, σε
όλους προσηνής,
συ που εξουσιάζεις όλων τις κατοικίες και
χαίρεσαι στα συµπόσια,
λυσίζωνη, αφανέρωτη, φανερώνεσαι σ’
όλα τα έργα,
συµπάσχεις στις ωδίνες και χαίρεσαι στις
ευτοκίες,
ω Ειλείθυια, που λύνεις τους πόνους, σε
φοβερές ταλαιπωρίες.
Γιατί µονάχα εσένα ονοµάζουν οι
λεχώνες ανάπαυση ψυχής.
∆ιότι σε σένα βρίσκονται οι ξεχασµένες
εισιν ανίαι,
Άρτεµις, Ειλείθυια, και η σεµνή,
Προθυραία.
Κλύθι, µάκαιρα, δίδου δε γονάς
επαρωγός εούσα
και σώζ’, ώσπερ έφυς αιεί σώτειρα
προπάντων.
θλίψεις των τοκετών,
ω Άρτεµις, Ειλείθυια, και σεµνή
Προθυραία.
Άκουσε, µακαρία, και δίνε ως αρωγός που
είσαι απογόνους
και σώζε, καθώς γεννήθηκες πάντοτε
σώτειρα όλων.
ΕΚΑΤΗΣ
Εινοδίαν Εκάτην κλήιζω, τριοδίτιν,
εραννήν,
ουρανίαν χθονίαν τε και ειναλίαν,
κροκόπεπλον,
τυµβιδίαν, ψυχαίς νεκύων µέτα
βακχεύουσαν,
Περσείαν, φιλέρηµον, αγαλλοµένην
ελάφοισι,
νυκτερίαν, σκυλακίτιν, αµαιµάκετον
βασίλειαν,
θηρόβροµον, άζωστον, απρόσµαχον
είδος έχουσαν,
ταυροπόλον, παντός κόσµου
κληιδούχον άνασσαν,
ηγεµόνην, νύµφην, κουροτρόφον,
ουρεσιφοίτιν,
λισσόµενος κούρην τελεταίς ισίαισι
παρείναι
βουκόλωι ευµενέουσαν αεί
κεχαρηότι θυµώι.
ΤΗΣ ΕΚΑΤΗΣ
Την οδοσύχναστη εξυµνώ Εκάτη, την
τρίστρατη, την ερασµία,
την ουρανία τη γήινη και τη θαλασσινή,
κροκόπεπλη,
την επιτάφια, που µε τις ψυχές νεκρών
οργιοβακχεύει,
την Πέρσεια, τη µοναχική, που µε τα
ελάφια αγάλλεται,
νυχτερινή, σκυλοσυνόδευτη, αήττητη
βασίλισσα,
ουρλιαχτική, ξαρµάτωτη, αυτή που
ακαταµάχητη έχει την όψη,
την ταυροπόλο, την κλειδούχο όλου του
κόσµου άνασσα,
ηγεµονίδα, νύµφη, παιδοτρόφο,
ορεισύχναστη,
την κόρη αυτή θερµοπαρακαλώντας να
βρεθεί στις όσιες τελετές
ευµενική προς τον ποιµένα πάντοτε µε
χαρούµενη διάθεση.
ΟΡΦΕΩΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΑ