Ο Αίσωπος σε κύλικα του 5ου αι. π.Χ. -Μουσείο του Βατικανού |
Οι Μύθοι του πιστεύεται πως έχουν διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος...
Ο μεγαλύτερος παραμυθάς της αρχαιότητας ήταν ο Αίσωπος, ένας δούλος που διατύπωσε με σατιρικό ύφος μύθους που είχαν συμβολικό χαρακτήρα.
Ο Ηρόδοτος τον χαρακτήριζε «λογοποιό», ενώ ο Πλούταρχος τον περιέγραφε ως έναν άσχημο δούλο, που τραύλιζε και είχε στραβά πόδια. Ωστόσο, ήταν οξυδερκής και δημιούργησε μια σειρά από αλληγορίες που μέχρι σήμερα είναι δημοφιλείς στα μικρά παιδιά. Για τη ζωή του έχουν διατυπωθεί πολλές εκδοχές.
Η δημοφιλέστερη αναφέρει ότι γεννήθηκε το 625 π.Χ. στο Αμόριο της Φρυγίας από οικογένεια δούλων και ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης και τη βοσκή των ζώων για λογαριασμό του αφέντη του…
Ωστόσο, δεν παρέμεινε για μεγάλο διάστημα στη δούλεψη του πρώτου αφέντη του. Τον πούλησε σε ένα σκλαβοπάζαρο στην Έφεσο και τον αγόρασε ο Ξάνθος από τη Σάμο, ένας φιλόσοφος, ο οποίος τον εκτιμούσε και τον έπαιρνε μαζί του στα ταξίδια που έκανε στον τότε γνωστό κόσμο.
Ο Αίσωπος είχε την ευκαιρία να δει ζώα όπως λιοντάρια, να παρατηρήσει το ζωικό βασίλειο και να γράψει παραβολές με κεντρικούς χαρακτήρες τον τεμπέλη τζίτζικα, το εργατικό μυρμήγκι, τον λαίμαργο σκύλο και την πονηρή αλεπού.
Οι μύθοι του ήταν σύντομες ιστορίες με ζώα που μιλούσαν και ενεργούσαν σαν άνθρωποι και κατέληγαν σε ένα ηθικό δίδαγμα…
«Το μυρμήγκι όλο το καλοκαίρι αγωνιζόταν επίπονα μαζεύοντας και αποθηκεύοντας σπόρους και κάθε είδους τροφή. Το σκαθάρι, που τρεφόταν με κοπριά και την είχε μπόλικη, έβλεπε αυτήν τη συμπεριφορά πολύ εκκεντρική και κορόιδευε το μυρμήγκι.
Ύστερα, όταν ήρθε ο χειμώνας, δεν βρισκόταν για το σκαθάρι κοπριά να τρώει, ακόμη και εκεί όπου τα βόδια έβγαιναν στην εξοχή και κόπριζαν, οι βροχές και οι άνεμοι σκόρπιζαν την κοπριά, και έτσι το σκαθάρι πεινούσε. Πήγε τότε στο μυρμήγκι και του ζήτησε λίγη τροφή:
«Εσύ έχεις αρκετή τροφή, αφού μάζευες όλο το καλοκαίρι δώσε λίγη τροφή και σε μένα, γιατί θα ψοφήσω από την πείνα!» – «άμα ήθελες να μην πεινάσεις, έπρεπε και εσύ να μαζεύεις εγώ σου έδινα το καλό παράδειγμα, αλλά εσύ αντί να με μιμηθείς με κορόιδευες»…
Η δολοφονία του Αισώπου
Κάποια στιγμή ο Αίσωπος έφτασε στους Δελφούς και γνώρισε τους ιερείς του μαντείου, τους οποίους δεν εκτιμούσε και θεωρούσε ότι εξαπατούσαν τους πιστούς. Μάλιστα, τους κατηγόρησε ότι ήταν άπληστοι και ότι χρησιμοποιούσαν τους χρησμούς για να κερδίζουν χρήματα.
Οι ιερείς αντέδρασαν στην κατηγορία και υποστήριξαν ότι είχε κλέψει ένα ιερό ποτήρι και τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον έριξαν από ένα γκρεμό του Παρνασσού.
Παρά το γεγονός ότι ήταν δούλος, οι Αθηναίοι εκτίμησαν το έργο του και έστησαν αδριάντα προς τιμήν του. Παρόλο που ο Αίσωπος δεν έγραψε τους μύθους, αλλά τους διηγήθηκε προφορικά οι περισσότεροι διασώθηκαν από στόμα σε στόμα.
Ο Δημήτριος ο Φαληρεύς ήταν ο πρώτος που εξέδωσε μερικούς μύθους τον 4ο αιώνα π.Χ. Τα χρόνια του Μεσαίωνα κυκλοφόρησαν και άλλες συλλογές, οι οποίες έγιναν ανάρπαστες και έκαναν τον Αίσωπο γνωστό σε όλες τις χώρες του κόσμου…
Αίσωπος
Ο Αίσωπος ήταν αρχαίος Έλληνας μυθοποιός και μυθογράφος. Θεωρείται ιδρυτής του λογοτεχνικού είδους που σήμερα ονομάζεται παραβολή ή αλληγορία. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν ακριβείς και συγκεκριμένες πληροφορίες.
Είναι ο διασημότερος από τους αρχαίους μυθοποιούς, αναμφισβήτητος πατέρας του αρχαίου μύθου. Θεωρείται επίσης ο κορυφαίος της λεγόμενης διδακτικής μυθολογίας. Δεν έγραψε κανέναν από τους μύθους αλλά τους διηγόταν προφορικά
Τη βιογραφία του Αισώπου συνέγραψε τον 14ο μ.Χ. αιώνα ο μοναχός Μάξιμος Πλανούδης και περιέχονται σ' αυτή πολλά ανέκδοτα για τη ζωή και την εν γένει δράση του.
Η γέννησή του τοποθετείται τον 7ο αιώνα π.Χ, η δράση του όμως τον 6ο αιώνα π.Χ. και Όπως ακριβώς και με τον Όμηρο πολλές πόλεις και χώρες ερίζουν θέλοντάς τον δικό τους: τόπος καταγωγής του αναφέρεται η Φρυγία, ενώ σύμφωνα μ' άλλους γεννήθηκε στη Σάμο ή τη Θράκη, τις Σάρδεις, την Αίγυπτο ή και άλλες περιοχές της Αφρικής, όπως την Αιθιοπία, στηριζόμενοι στο ότι στις ιστορίες του εμφανίζονται ζώα άγνωστα τότε στην Ευρώπη και την Αφρική.
Ο μεγάλος αριθμός των τόπων αυτών δικαιολογείται και από τα πολλά ταξίδια που φένεται να έκανε ο Αίσωπος.
Μεταγενέστερες μαρτυρίες τον αναφέρουν να παίρνει μέρος στο συμπόσιο των Επτά σοφών και να ελέγχει με την ευφυολογία και τη σοφία του τους λόγους τους.
Υπό το όνομα του Αισώπου υπάρχει ένα επίγραμμα στην Παλατινή Ανθολογία (Χ 123). |
Επίσης τον φέρουν στις Σάρδεις στην αυλή του βασιλιά Κροίσου, του οποίου ήταν ευνοούμενος και σύμβουλος.
O Αίσωπος ήταν ταπεινής καταγωγής (ο θρύλος τον παρουσιάζει ως κακόμορφο) και πραγματικό τέρας ασχήμιας: μαυριδερός, καμπούρης, τραυλός, κοντόλαιμος, στραβοπόδης με μύτη πλακουτσωτή και κεφάλι τριγωνικό, αλλά παράλληλα ήταν ευφυέστατος. Παρ' ότι όσο ζούσε ήταν δούλος, οι Αθηναίοι του έστησαν αργότερα ανδριάντα, για να δείξουν έτσι ότι κάθε άνθρωπος αξίας πρέπει, ανεξάρτητα από τη καταγωγή του, να τιμάται.
Ο Αίσωπος γεννήθηκε κατά πάσα πιθανότητα, από οικογένεια δούλων, το 625 π.Χ., στο Αμόριο της Φρυγίας, ήταν δούλος του φιλόσοφου Ιάδμονα, έζησε στη Σάμο, ταξίδεψε στην Αίγυπτο και την Ανατολή και πέθανε στους Δελφούς, όπου είχε σταλεί από το βασιλιά Κροίσο γα να λάβει χρησμό του μαντείου το 560 π.Χ. Κατηγορήθηκε για ιεροσυλία και καταδικάστηκε σε θάνατο από ιεροδικαστές. Γκρεμίστηκε δε από τη κορφή του Παρνασσού. Οι εκδοχές ως προς τους λόγους του θανάτου του, είναι αρκετές και διαφορετικές.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, στάλθηκε από τον Κροίσο με προσφορές δώρων στον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου, βλέποντας τις απάτες των εκεί ιερέων και την απληστία τους, τους κατηγόρησε με σαρκαστικό τρόπο. Εκείνοι, τότε, αποφάσισαν να τον θανατώσουν με δόλο. Πήραν λοιπόν από το ιερό του ναού μια χρυσή φιάλη και την έκρυψαν μες στις αποσκευές του. Στη συνέχεια τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι με τη σκηνοθετημένη κατηγορία τον καταδίκασαν σε θάνατο και τον σκότωσαν ρίχνοντας τον στον γκρεμό από την κορυφή του Παρνασσού, Υάμπεια. Αμέσως μετά τον θάνατό του έπεσε πείνα και δυστυχία στον τόπο.
Με βάση μία άλλη εκδοχή, ο Αίσωπος ήταν δούλος κάποιου κτηματία που τον χρησιμοποιούσε σαν βοσκό. Μια μέρα, που είδε τον επιστάτη να χτυπά άδικα έναν άλλο δούλο, έτρεξε να τον βοηθήσει κι έτσι ο επιστάτης για να τον εκδικηθεί τον κατηγόρησε στον κτηματία, που τον πήγε στην αγορά της Εφέσου για να τον πουλήσει. Εκεί, τον αγόρασε ο σοφός Ξάνθος από τη Σάμο, που εκτίμησε το έξυπνο βλέμμα του και τον πήρε μαζί του σαν δούλο. Μαζί του άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει τον κόσμο. Στη συνέχεια ο Ξάνθος τον πούλησε στον επίσης Σάμιο σοφό Ιάδμονα. Αυτός εκτιμώντας τα πνευματικά χαρίσματά του και κυρίως την σοφία και την ευφυΐα του, τον απελευθέρωσε.
Κάποτε έφτασε και στη περιοχή των Δελφών κι επισκέφθηκε το περίφημο Μαντείο. Ο Αίσωπος ειρωνεύτηκε τους ιερείς ότι μαντεύουν για να πλουτίζουν, και τους κατοίκους, ότι αντί να καλλιεργούν τα κτήματά τους και να φροντίζουν τα ζώα τους ζούσαν από τ' αφιερώματα των προσκυνητών. Αυτό του το θράσος εξόργισε τους ιερείς του Μαντείου οι οποίοι τον παγίδεψαν, βάζοντας ένα χρυσό ποτήρι στις αποσκευές του και κατόπιν τον κατηγόρησαν για κλέφτη κι ιερόσυλο. Έτσι τον δίκασαν άδικα και τον καταδίκασαν σε θάνατο, ρίχνοντας τον από τις κορυφές των Φαιδριάδων, κάποια απόκρημνα βράχια, στον Παρνασσό.
Σύμφωνα με τη παράδοση, ο Απόλλωνας τιμώρησε την αδικία τους στέλνοντας στους κατοίκους των Δελφών μεγάλη πείνα και λιμό, που θέρισε πολλούς κατοίκους. Αυτοί τότε για να εξιλεωθούν, έστησαν μια μαρμάρινη στήλη προς τιμήν του Αισώπου.
Μύθοι του Αισώπου
Πρωταγωνιστές στους μύθους του Αισώπου είναι, κατά το πλείστον, ορισμένα ζώα, όπως η αλεπού, ο λύκος, το λιοντάρι, το ελάφι κ.ά. Κυρίως είναι διάλογοι μεταξύ ζώων που μιλούν κι ενεργούν σαν άνθρωποι, ενώ υπάρχουν και μερικοί με ανθρώπους ή θεούς. Πρόκειται για μικρά οικιακά αφηγήματα, διατυπωμένα με μεγάλη συντομία. Ο χαρακτήρας τους είναι ηθικοδιδακτικός, συμβολικός κι αλληγορικός. Οι Μύθοι αυτοί έχουν ιδιαίτερη χάρη, θαυμαστή απλότητα κι άφταστη διδακτικότητα. Είναι παρμένοι από τη καθημερινή ζωή και τη φύση. Είχε τη μοναδική ικανότητα να δίνει στα ζώα ανθρώπινες ιδιότητες, ψυχή και λαλιά, σε τέτοιο βαθμό που να θεωρείς ότι οι μύθοι του ήταν κάποτε η πραγματικότητα και όλα αυτά που διηγείται έχουν συμβεί. Βασικό χαρακτηριστικό των διηγήσεών του ήταν το επιμύθιο το οποίο ήταν εύληπτο για τα παιδιά και το λαό.
Οι Αισώπειοι Μύθοι γράφτηκαν σε πεζό λόγο. Ως γνωστό, μέχρι τότε, μόνον ο έμμετρος λόγος, η ποίηση, θεωρούνταν το μοναδικό εκφραστικό είδος για τους συγγραφείς. Συνεπώς μπορεί να θεωρηθεί κι ως πρωτοπόρος στο είδος του. Ιδεολογία τους είναι η αποδοκιμασία του κακού στις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές του: της βίας, της απάτης, της αυθαιρεσίας, της προδοσίας, της ματαιοδοξίας, της αλαζονείας, της ψευδολογίας, της πλεονεξίας, της πονηριάς. Η αποδοκιμασία επιχειρείται άλλοτε με αναφορά στη Θεία δίκη, άλλοτε με πειστικές υποδείξεις, πιο συχνά όμως με τη διαπίστωση του παραλογισμού του κακού, με τη γελοιοποίηση του καθώς και με τη φιλοσοφική ενατένιση της ζωής.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο Αίσωπος ήταν πολύ γνωστός «λογοποιός». Εκτός από τους μύθους γνώριζε και διηγείται πολλά αστεία κι ανέκδοτα. 'Άλλοι υποστηρίζουν ότι δε δημιούργησε μύθους αλλά τους συγκέντρωσε, τους συμπλήρωσε και τους τελειοποίησε. Αυτοί προέρχονταν είτε από τους αρχαιότερους Έλληνες είτε από άλλους λαούς, όπως οι Φρύγες. Δεν αποκλείεται βέβαια να επινόησε κι ο ίδιος μερικούς απ' αυτούς. Πάντως, τους χρησιμοποίησε πολύ στη ζωή του, με τόση δεξιότητα κι επιτυχία, ώστε να συνδεθεί τελικά το όνομά του μ' αυτούς.
Λέγεται πως διηγόταν τους μύθους του αυτούς όχι μόνο στη διάρκεια της ζωής του αλλά και με σκοπό να υποστηρίξει την αθωότητά του στο δικαστήριο. Μέσα τους διακρίνεται το ευρύ, παρατηρητικό του πνεύμα κι η ικανότητά του να διδάσκει με μικρές, απλές ιστορίες, που πάντα έχουν στο τέλος κάποιο ηθικό δίδαγμα. Συνήθιζε με την παρατηρητικότητα και τη βαθιά σοφία του να πλάθει τέτοιες ιστορίες και να τις λέει γύρω του. Με τον καιρό απέκτησε μεγάλη φήμη κι όλοι έτρεχαν κοντά του για να ακούσουν κάποιο μύθο του σχετικά με κάποιο πρόβλημα τους. Σιγά σιγά οι μύθοι του άρχισαν να μεταδίδονται από στόμα σε στόμα μεταξύ των ανθρώπων, μέχρι την ελληνιστική εποχή οπότε συγκεντρώθηκαν για πρώτη φορά.
Έκδοση των μύθων
Επιλογή μύθων του Αισώπου σε πεζό λόγο εξέδωσε ο Δημήτριος ο Φαληρεύς στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η συλλογή αυτή δε σώζεται και μόνο ποιητικές επεξεργασίες του Βαβρίου στα ελληνικά, του Φαίδρου στα λατινικά κι άλλων, διέσωσαν το υλικό της επιτομής εκείνης. Όλες οι σωζόμενες σήμερα συλλογές είναι πολύ μεταγενέστερες και προέρχονται από τον 1ο ή 2ο αιώνα κι έπειτα. Οι μύθοι του έχουν συγκεντρωθεί σε «Συλλογή Αισώπειων Μύθων».
Πρώτη φορά εκτυπώθηκαν στο Μιλάνο το 1479 μ.Χ., στην Βενετία το 1525 και 1543 από την οικογένεια τυπογράφων Damiano di Santa Maria ενώ ακολούθησε μία έκδοση στο Παρίσι το 1547. Ο Κοραής τους τύπωσε το 1810 στο Παρίσι κι ακολούθησε κριτική έκδοση το 1852 στη Λειψία από τον Χαλμ. Έκτοτε πολλές εκδόσεις παρουσιάστηκαν κι οι Μύθοι πιστεύεται πως έχουν διαβαστεί παγκοσμίως σχεδόν όσο κι η Βίβλος.
Η πιο πρόσφατη έκδοση τους έγινε από τον βρετανικό εκδοτικό οίκο Penguin (1997) σε 50.000 αντίτυπα. Η απόδοση τους στη νέα ελληνική γλώσσα έγινε από τους Ανδρόνικο Νούκιο και Γεώργιο Αιτωλό, που έζησαν τον 16ο αιώνα. Υπό το όνομα του Αισώπου υπάρχει ένα επίγραμμα στην Παλατινή Ανθολογία (Χ 123).
ΜΥΘΟΙ ΤΟΥ ΑΙΣΩΠΟΥ
Όπως καταγράφηκαν στο έργο «Μυθολογικὸν τοῦ Συντίπα τοῦ Φιλοσόφου», το οποίο εμφανίστηκε τὸν 11ο μ.Χ. αἰώνα, σὲ ἀττικίζουσα μετάφραση του Βυζαντινού λόγιου, Μιχαὴλ Ἀνδρεόπουλου.
Επιλογή 7 μύθων
ΛΕΩΝ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΑΥΡΟΙ
Λέων προβαλὼν ταύροις δυσὶν ἐπειρᾶτο τούτους
καταθοινήσασθαι. Οἱ δὲ τὰ
ἑαυτῶν κέρατα ἐπίσης αὐτῷ
ἀντιπαρατάξαντες
οὐκ εἴων τὸν λέοντα μέσον αὐτῶν παρελθεῖν. Ὁρῶν τοίνυν ἐκεῖνος ὡς ἀδυνάτως ἔχει πρὸς αὐτοὺς κατεσοφίσατο τοῦ ἑνὸς καὶ πρὸς αὐτὸν ἔφησεν ὡς:
«Εἴ
γε τὸν σὸν ἑταῖρον προδώσεις μοι, ἀβλαβῆ
σε διατηρήσω».
Καὶ τούτῳ τῷ
τρόπῳ
ἀμφοτέρους τοὺς ταύρους
ἀνῄρηκεν.
Οὗτος δηλοῖ ὡς καὶ
πόλεις καὶ
ἄνθρωποι ἀλλήλοις ὁμονοοῦνντες οὐ συγχωροῦσιν αὐτῶν τοὺς ἐχθροὺς περιγίνεσθαι, ῆς δ᾿
ὁμονοίας
καταφρονοῦντες εὐχερῶς ἄρδην τοῖς ὑπεναντίοις ἁλίσκονται.
|
ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΔΥΟ ΤΑΥΡΟΙ
Ένα λιοντάρι πέτυχε δύο
ταύρους και ήθελε να τους σκοτώσει. Εκείνοι ωστόσο προέταξαν τα κέρατα τους
και δεν το άφηναν να τους πλησιάσει. Βλέποντας το λιοντάρι πως δεν θα
μπορούσε να του κάνει καλά και τους δυο μαζί, αποφάσισε να τους ξεγελάσει: το
ένα:
«Αν προδώσεις τον σύντροφο
σου, δεν πρόκειται να πειράξω εσένα»
«Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να κατασπαράξει και
τους δυο».
Αυτό συμβαίνει και στις
κοινωνίες και στους ανθρώπους, όταν είναι ενωμένοι και δεν ξεγελιούνται από
τους εχθρούς, επιβιώνουν. Αντιθέτως, αν περιφρονήσουν την ενότητα τους, τότε
εύκολα γίνονται παιχνίδι στα χέρια
των αντιπάλων.
|
ΟΝΟΣ ΚΑΙ
ΤΕΤΙΓΞ
Ὀνος ἀκούσας φωνῆς τέττιγος ἡδέως αὐτῇ
ἐπετέρπετο,
καὶ τὸν τέττιγα ἐπηρώτα λέγων:
«Τί ἄρα τρεφόμενος οὔτω γλυκεῖαν ἔχεις τὴν φωνήν;»
Ὁ δὲ
τέττιξ τῷ
ὄνῳ
ἀντέφησεν:
«Ἡ ἐμὴ τροφὴ
ἀήρ ἐστι καὶ
δρόσος».
Ὁ δὲ
ὄνος τούτου ἀκούσας τοῦ ρήματος ἐνόμισε μέθοδον εὑρηκέναι δι᾿ ἧς ὅμοιαν τῷ τέττιγι σχοίη φωνήν καὶ τὸ
στόμα εὐθὺς ἀνοίξας πρὸς τὸν ἀέρα κεχήνωτο ὡς δεξόμενος δῆθεν δρόσον εἰς διατροφήν, ἕως οὗ τῷ
λιμῷ διεφθάρη.
Οὗτος ὁ μὺθος δηλοῖ
ὅτι οὐ δεῖ
τινα τὰ φυσικὰ τοῖς παρὰ
φύσιν ἐξομοιοὺν καὶ
τοῖς ἀδυνάτοις ἀφρόνως ἐπιχειρεῖν.
|
Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΖΙΤΖΙΚΑΣ
Ένας γάιδαρος άκουε το
τζιτζίκι να τραγουδά κι ευχαριστημένος τον ρώτησε:
«Μα τί τρως κι έχεις τόσο
γλυκιά φωνή;»
«Η τροφή μου είναι αέρας
και δροσιά» απάντησε εκείνος.
Ο γάιδαρος λοιπόν νόμισε
πως έμαθε το μυστικό που κάνει τις φωνές όμορφες και άνοιξε αμέσως το στόμα
για να χορτάσει από αέρα και δροσιά, κι έμεινε χάσκοντας μέχρι που
λιμοκτόνησε.
Ο μύθος δηλώνει πως δεν
έχουμε όλοι την ίδια φύση και πως είναι τρέλα να προσπαθούμε τα αδύνατα
|
ΑΝΘΡΩΠΟΣ
ΠΕΝΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ἄνθρωπός τις ἦν πένης, ὃς καὶ
ξύλων γόμον ἐπὶ
τῶν νώτων ἐβάσταζε, κατὰ
δὲ
τὴν ὁδοιπορίαν ἰλιγγιάσας ἐκαθέσθη καὶ
τὸν γόμον κατέθετο καὶ τὸν Θάνατον οἰκτρῶς ἐνεκαλεὶτο, λέγων:
«Ὦ Θάνατε».
Αὐτίκα γοῦν ὁ
Θάνατος ἔφθασε καὶ
πρὸς αὐτὸν
ἔφη:
«Τίνος
χάριν ἐκάλεσάς
με;» Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ ἀνὴρ:
«Ἵνα τὸν γόμον ἀπὸ
τῆς γῆς συνεξάρῃς μοι».
Οὗτος δηλοῖ
ὅτι πάντες ἄνθρωποι φιλόζῳοι
τυγχάνουσιν, εἰ καὶ
θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις συνέχονται.
|
Ο ΦΤΩΧΟΣ ΚΙ
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
Κάποιος φτωχός τραβούσε
τον δρόμο του φορτωμένος ένα δεμάτι ξύλα, καθώς πήγαινε σαν να ζαλίστηκε,
άφησε το φορτίο, κάθισε και τον θάνατο από απελπισία καλεί λέγοντας:
«Ω θάνατε...»
Αμέσως ο θάνατος έφτασε και του είπε:
«Για ποιο
λόγο με καλείς;» Κι ο άνδρας λέει:
«Για τα ξύλα, βοήθα με να
τα σηκώσω από την γη».
Ο μύθος δείχνει πως οι άνθρωποι αγαπούν τη ζωή
παρά τα βάσανα και τις στεναχώριες.
|
ΧΕΛΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ
Χελιδὼν καὶ
κόραξ περὶ κάλλους ἀλλήλοις ἐμάχοντο καί φησιν ὁ
κόραξ τῇ χελιδόνι:
«Τὸ
σὸν κάλλος ἐν μόνῳ
τῷ ἔαρι καταφαίνεται,
ἐν δὲ τῷ τοῦ χειμῶνος καιρῷ
οὐ
δύναται πρὸς τὸ
ψύχος ἀντισχεῖν. Τὸ
δὲ
ἐμὸν σῶμα καὶ
τῷ
κρύει τοῦ χειμῶνος καὶ
τῷ καύσωνι τοῦ θέρους γενναίως
ἀνθίσταται».
Οὗτος δηλοῖ
ὅτι ὑγεῖα καὶ
ἰσχὺς σώματος κρείττων κάλλους καὶ ὡραιότητος πέφυκε.
|
ΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ ΚΑΙ Ο ΚΟΡΑΚΑΣ
Το χελιδόνι και ο κόρακας
περί της ομορφιάς τους λογομαχούσαν, λέει λοιπόν ο κόρακας στο χελιδόνι:
«Η ομορφιά σου κρατάει όσο κι η Άνοιξη, τον
χειμώνα δεν τον αντέχεις. Όμως το δικό μου σώμα και στο κρύο του χειμώνα και
στην ζέστη του καλοκαιριού γενναία αντιστέκεται».
Ο μύθος δηλώνει πως η
υγεία και η αντοχή αξίζουν περισσότερο από την ομορφιά.
|
ΠΟΤΑΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Ποταμοὶ συνῆλθον ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ τὴν
θάλασσαν κατῃτιῶντο, λέγοντες αὐτῇ:
«Διὰ τί ἡμᾶς, εἰσερχομένους ἐν τοῖς ὕδασι καὶ
ὑπάρχοντας
ποτίμους καὶ γλυκεῖς, ἁλμυροὺς ἀπεργάζῃ
καὶ ἀπότους».
Ἡ δὲ
θάλασσα, ἰδοῦσα ὅτι αὐτῆς καταμέμφονται, λέγει πρὸς αὐτούς:
«Μή ἔρχεσθε καὶ
μὴ
γίνεσθε ἁλμυροί». Οὗτος παρίστησι τοὺς ἀκαίρως τινάς αἰτιωμένους καὶ
παρ᾿
αὐτῶν μᾶλλον ὠφελουμένους.
|
ΠΟΤΑΜΟΙ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μαζεύτηκαν τα ποτάμια και
ξεκίνησαν να κατηγορούν την θάλασσα, λέγοντας της:
«Γιατί εμείς ερχόμαστε και είμαστε γλυκά, όταν
όμως μπούμε σε σένα, γινόμαστε αλμυρά και πικρά;»
Η δε θάλασσα βλέποντας ότι
την επιτιμούσαν, λέει:
«Μην έρχεστε για να μην γίνεστε αλμυρά!» Ο μύθος
αυτός κατακρίνει όσους άκαιρα ζητάνε πράγματα παρόλο που είναι ήδη
ωφελημένοι.
|
ΔΥΟ ΑΛΕΚΤΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ
Δύο ἀλέκτορες ἀλλήλοις ἐμάχοντο.
Καὶ
ὁ μὲν εἷς ἡττηθεὶς τόπῷ
τινὶ ἐν παραβύστῳ
ἀπεκρύβη, ὁ
δὲ
ἕτερος, τὴν νίκην ἀράμενος, ἐφ᾿
ὑψηλοῦ
τινος ἕστηκε δωματίου τὰ
μεγάλα
φρυαττόμενος καὶ τῇ νίκῃ ἐγκαυχώμενος, ἕως ἀετὸς καταπτὰς τοῦτον ἐκεῖθεν ἀνήρπασεν.
Οὗτος δηλοῖ ὡς οὐ χρῄ
τινα ἐπ᾿ εὐτυχίᾳ καὶ
δυνάμει μέγα φρονεῖν καὶ ἀφρόνως σοβαρεύεσθαι.
|
ΔΥΟ ΚΟΚΟΡΕΣ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ
Δύο κόκορες παλεύανε.
Αυτός που έχασε τραβήχτηκε σε μια γωνιά. Ο δε
άλλος, ο νικητής, ανέβηκε όσο ψηλότερα μπορούσε στο κοτέτσι, και φούσκωνε και
καυχιόταν για τη νίκη του, μέχρι που όρμησε ένα αετός και τον άρπαξε.
Δηλώνει ο μύθος πως δεν
χρειάζεται να υπερβάλλουμε ως προς τις επιτυχίες μας και να συμπεριφερόμαστε
χωρίς φρόνηση
|
ΚΟΡΑΞ ΑΕΤΟΝ ΜΙΜΟΥΜΕΝΟΣ
Κόραξ ἀετὸν ἐθεάσατο
ἄρνα τῆς ποίμνης ἀφαρπάζοντα
καὶ ἠθέλησε δῆθεν τοῦτον ἐκμιμήσασθαι.
Ἰδὼν δὲ
ἐν τῇ
ποίμνῃ
κριόν, ἐπειράθη τοῦτον ἁρπάσαι. Τῶν δέ ὀνύχων αὐτοῦ
τῷ
τοῦ
κριοῦ
συσχεθέντων ἐρίῳ, φθάσας ὁ ποιμήν, καὶ τοῦτον πλήξας, ἀπέκτεινεν.
Οὗτος δηλοῖ
ὡς ἀνίσχυρος ἀνήρ, τῷ
δυνατωτέρῳ ἑαυτοῦ ἀφομοιοὺσθαι πειρώμενος, οὐ μόνον ἀσθενὴς εἶναι καὶ
ἀφελὴς ἀπελέγχεται, ἀλλὰ
καὶ
κακῶς ἐξ ἀφροσύνης
ἀποθνῄσκει.
|
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ ΜΙΜΕΙΤΑΙ ΤΟΝ
ΑΕΤΟ
Το κοράκι
είδε κάποτε τον αετό να αρπάζει ένα αρνί και θέλησε να τον μιμηθεί.
Βλέποντας στο κοπάδι ένα κριάρι προσπάθησε να το
αρπάξει. ‘Όμως τα νύχια του μπλέχτηκαν στην προβιά
κι όταν ήρθε ὁ βοσκός, το σκότωσε κατευθείαν.
Δηλώνει λοιπόν ο μύθος πως
όταν ο αδύναμος προσπαθεί να παραστήσει το δυνατό, δε γίνεται μονάχα ρεζίλι
αλλά κινδυνεύει και να σκοτωθεί από βλακεία.
|
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ