Μελανόμορφος δίνος του « ζωγράφου του Αντιμένη » 515 520 π.Χ. |
Ένα εξαιρετικό ελληνικό έργο τέχνης. Ο δίνος με τους πλόες και την θάλασσα κρασιού .
Ο «ζωγράφος του Αντιμένη»
Ο «ζωγράφος του Αντιμένη» ήταν αγγειογράφος στην Αρχαία Ελλάδα, με δραστηριότητα την εποχή 530-510 π.Χ. Θεωρείται ένας από τους τελευταίους σημαντικούς αγγειογράφους που χρησιμοποιούσε τον μελανόμορφο ρυθμό, σε μια εποχή που άλλοι καλλιτέχνες είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν την τότε νέα τεχνική του ερυθρόμορφου ρυθμού.Το συμβατικό όνομα «ζωγράφος του Αντιμένη» οφείλεται στην αφιερωματική επιγραφή «Αντιμένης Καλός» που υπάρχει σε υδρία που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Λέιντεν στην Ολλανδία. Σε αυτόν αποδίδονται 150 περίπου αγγεία, υδρίες και αμφορείς.
Κρήτη τις γαῖ’ ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ,
καλὴ καὶ πίειρα, περίῤῥυτος.
Είναι μια γη στους ρόδινους ορίζοντες, η Κρήτη
Όμορφη, πλούσια, ολόγυρα λουσμένη από το κύμα.
(Οδύσσεια τ 172)
Ο ομηρικός «οίνοψ πόντος»: τα χρώματα στους αρχαίους
Κείμενο του αείμνηστου Στυλιανού Αλεξίου +
Πραγματικά στο Αιγαίο, όλους τους καλοκαιρινούς και φθινοπωρινούς μήνες, όταν το φως του ήλιου είναι έντονο, η θάλασσα κοντά στον ορίζοντα έχει πολύ συχνά μια απόχρωση μωβ, ενώ ο ορίζων ελαφρά ροδίζει. Αυτό είναι ιδιαίτερα αντιληπτό από την ακτή σε μέρες μελτεμιού και τρικυμίας. Η θάλασσα χωρίζεται τότε σαφώς σε ζώνες, που η καθεμιά τους, από την ξηρά προς τον ορίζοντα, είναι κιτρινωπή, πράσινη, βαθιά μπλάβη και μωβ. Η αντίθεση αυτή αυξάνει την εντύπωση του ελαφρά κοκκινωπού και μωβ χρώματος της πιο μακρινής ζώνης. Γι’ αυτό λέει «μαβί» το πέλαγος και ο Σεφέρης στο Μυθιστόρημα (ΙΓ΄):
«Το πέλαγο τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε
σήκωνε τα πολύχρωμα κι αστραφτερά καράβια,
λύγιζε, τα κλυδώνιζε, κι όλο μαβί μ’ άσπρα φτερά,
τόσο πικρό για την ψυχή σου κάποτε,
τώρα γεμάτο χρώματα στον ήλιο».
«Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ τη φύση λίγο,
θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά και κίτρινη όχθη
όλα ωραία και μεγάλα φωτισμένα».
Η λύση βρίσκεται λοιπόν στην προσεκτική παρατήρηση της φύσης στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο, καθώς και των τρόπων με τους οποίους εκφράστηκαν για την ίδια φύση άνθρωποι του ίδιου χώρου και της ίδιας γλώσσας, έστω κι αν τους χώριζαν αιώνες από τον Όμηρο.
Με την κλίμακα εννοιών του κοκκινωπού, ρόδινου, σκούρου κόκκινου και μωβ χρώματος χρησιμοποίησαν τις λέξεις οίνοψ και οινωπός και οι Έλληνες των κλασικών και μετακλασικών χρόνων. Σχεδόν όλες οι χρήσεις επιβεβαιώνουν την ερμηνεία αυτή, όπως οινωπός βότρυς («κόκκινο σταφύλι») στον Σιμωνίδη τον Αμοργίνο, οινωπός γένυς («κόκκινο μάγουλο») στις Βάκχες του Ευρiπίδη, οινωπός άχνη («ο κόκκινος αφρός» του κρασιού) στον Ορέστη του ίδιου, οινωποί οφθαλμοί στα Φυσιογνωμικά του Αριστοτέλη (πβ. πάλι τα μαβιά μάτια στο ποίημα «Μακρυά» του Καβάφη), οίνοπα πήχυν (για το ρόδινο χέρι της νύμφης που υψώνει έναν πυρσό) στον Τρυφιόδωρο, οίνοπα χιτώνα (για την πορφύρα του Χριστού) στον Νόννο, οινόχροα τρίχα («κόκκινα μαλλιά» στον Σχολιαστή του Ορέστη του Ευριπίδη κ.ά. Η κυκλαμίς ιοειδής (το μωβ κυκλάμινο») των ορφικών Αργοναυτικών βεβαιώνει τη χρωματική έννοια και του επιθέτου αυτού (πβ. σήμερα «cyclamin» για το ανοιχτό μωβ προ το ρόδινο).
Θα ήθελα να υπενθυμίσω εδώ ότι η ανάπτυξη μιας πλήρους ορολογίας για τη δήλωση όλης της κλίμακας των χρωμάτων χαρακτηρίζει την εποχή μας και αντιστοιχεί στην πρωτοφανή ανάπτυξη της μόδας και της βιομηχανίας των υφασμάτων, καθώς και στο νεώτερο αναλυτικό και επιστημονικό πνεύμα. Οι παλαιότερες εποχές αγνοούσαν την ακριβή αυτή ορολογία και τις λεπτές διακρίσεις ανάμεσα στα χρώματα. Έτσι στα νέα ελληνικά το επίθετο γαλανός σημαίνει «γαλάζιος», αλλά στην Κρήτη η ίδια λέξη σημαίνει «άσπρος, ωχρός». Ανάλογη είναι η περίπτωση του επιθέτου μαύρος: δεν κυριολεκτούμε όταν λέμε μαύρο κρασί, μαύρο ψωμί, μαύρα σταφύλια, μαύρισα από τον ήλιο κτλ. Έτσι και στη γλώσσα του Ομήρου το επίθετο οίνοψ δηλώνει περισσότερες της μιας συγγενικές αποχρώσεις: η μακρινή θάλασσα έχει το χρώμα του κόκκινου κρασιού, είναι «κοκκινωπή» (δηλαδή «μωβ»), ενώ σε άλλα ομηρικά χωρία οίνοπε, «κοκκινωπά» (δηλαδή «καστανά), είναι τα βόδια.
Η πραγματικότητα αυτή δεν προσέχθηκε αρκετά από τους μελετητές. Έτσι μια από τις ερμηνείες που δόθηκαν στη λ. οίνοψ ήταν «αφρισμένος». Υποστηρίχθηκε δηλαδή ότι ο ομηρικός άνθρωπος δεν έβλεπε το κόκκινο κρασί όπως το βλέπομε εμείς μέσα στα διαφανή γυάλινα ποτήρια μας, αλλά σαν κάτι σκούρο και αφρισμένο, μέσα σε πίθους, κρατήρες και κύλικες. Γι’ αυτό, υποτίθεται, είπαν τότε και τον πόντον οίνοπα, γιατί κι αυτός αφρίζει. Αλλά άραγε δεν είδαν ποτέ οι αρχαίοι αυτό το «μαύρο» κρασί να αδειάζει από τον ασκό στους αμφορείς μέσα στο φως, ή να χύνεται ή να βάφει και να «στίβει ένα άσπρο ύφασμα; Εξίσου άστοχη ήταν η προσπάθεια να επεκταθεί η ερμηνεία αυτή και στα βόδια (βόε οίνοπε), επειδή κι αυτά κάποτε, όταν οργώνουν, «αφρίζουν γύρω στο ρύγχος». Η άποψη αυτή είναι απίθανη, γιατί το τοπικό, περιστασιακό και αισθητικά εντελώς ουδέτερο και ασήμαντο άφρισμα αυτό δεν θα αρκούσε για τη γένεση ενός ποιητικού ομηρικού επιθέτου. Άλλωστε η λ. οινωπός ή οίνοψ, που, όπως πιστεύεται, απαντά σε πινακίδα της Κνωσού ως όνομα βοδιού (wo-no-ko-so), δηλώνει ασφαλώς στην περίπτωση αυτή το χρώμα του ζώου, δηλαδή κάποιο συγκεκριμένο κοκκινωπό βόδι και όχι βέβαια κάποιο βόδι που άφριζε! (Πβ. και τα μεσαιωνικά και νεώτερα ονόματα αλόγων Βάδεος, Γρίβας, Μαύρος κ.ά.).
Τέτοιες φράσεις όπως οίνοπα πόντον, νύκτα δι’ αμβροσίην κ.ά., αν και τυποποιημένες, έχουν χωρίς αμφιβολία στον Όμηρο λυρικό περιεχόμενο και λειτουργούν ποιητικά. Σώζουν την εντύπωση του παλιού ανθρώπου από τη θέα της θάλασσας, τη βαθειά αίσθησή του από τη νύχτα. Ο νεώτερος μεταφραστής οφείλει να αποδώσει, όσο μπορεί, το ψυχικό αυτό στοιχείο και την ποιητική λειτουργία των φράσεων αυτών στο δικό του κείμενο. Οι Νεοέλληνες μεταφραστές του Ομήρου (Πολυλάς, Εφταλιώτης, Σιδέρης, Κοντομίχης) αποδίδοντας τον οίνοπα πόντον ως μαύρο πέλαο, μαύρα πέλαγα, μελανά πελάγη, πόντο σκοτεινό, δεν απέδιδαν ούτε τη σωστή έννοια ούτε αυτό που αισθανόταν οι ποιητής. Πράγματι, το να λέγεται το «μαύρο και το σκοτεινό» ως κύρια και σχεδόν μόνιμη ιδιότητα της θάλασσας στο Αιγαίο (ακόμη και στις πάρα πολλές περιπτώσεις όπου σαφώς στην ομηρική διήγηση πρόκειται για μέρα) φαίνεται εντελώς αντίθετο προς την πραγματικότητα! Άσπρη θάλασσα, δηλαδή «φωτεινή» ονόμασαν την ίδια αυτή θάλασσα οι Νεοέλληνες. Ορισμένοι «θετικοί» επιστήμονες κατέφυγαν στην παθολογική «αχρωματοψία» του ποιητή ή στη θεωρία της εξελίξεως του Darwin: οι αρχαίοι έβλεπαν τη θάλασσα μαύρη, γιατί τα μάτια τους ήταν ακόμη ατελή!
Οι παλαιότεροι Γάλλοι, Άγγλοι και Γερμανοί λεξικογράφοι, ζώντας σε μια εποχή κατά την οποία ήταν αδύνατο να ταξιδέψει κανείς και να μείνει λίγες μέρες σε κάποιο νησί στην Ελλάδα, μπορούσαν βέβαια να φαντάζονται «σκοτεινό» το Αιγαίο. Έτσι μετέφραζε και ο Voss τα οίνοψ και ιοειδής γερμανικά: «das dunkle Meer», «das finstere Meer», δηλαδή «η σκούρα, η σκοτεινή θάλασσα». Δεν πρόσεξαν ότι μέλας οίνος στην Ελλάδα είναι το κόκκινο κρασί.
Οι Νεοέλληνες μεταφραστές του Ομήρου, που μάθαιναν τα αρχαία ελληνικά από τη Δύση, δέχθηκαν πρόθυμα τις ερμηνείες αυτές για τον οίνοπα και τον ιοειδή πόντον. Μόνο ο Πάλλης απέδωσε το πρώτο, στην Ιλιάδα του, με τα άσχετα γαλάζο και αφρογάλαζο κύμα ή με το κρασύ πέλαγο (sic)! Oι Καζαντζάκης και Κακριδής γράφουν το πέλαο το κρασάτο, βελτιώνοντας τον Πάλλη. (Έτσι άλλωστε ερμηνεύεται και στο Λεξικό του Δημητράκου η λ. οίνοψ). Η λύση αυτή είναι πιστή στο γράμμα του ομηρικού κειμένου, αλλά νομίζω ότι δεν λειτουργεί ποιητικά, γιατί δεν υποβάλλει εικόνα και εντύπωση. Το ίδιο μπορούμε να πούμε για την απόδοση του ιοειδούς πόντου ως μενεξέθωρου γιαλού (Πάλλης), μενεξιά πελάγη (Εφταλιώτης), γερανιά πελάγη (Καζαντζάκης-Κακριδής, αλλά και μαβί πέλαγο). Σημειώνω και τη μετάφραση του οίνοψ από τον Bérard: «vagues vineuses» και από τον Mazon: «la mer aux teintes de lie de vin», που σημαίνει «όπως το κατακάθι του κρασιού, η φέτσα», που είναι πράγματι μωβ. Ίσως αποδίδομε καλύτερα τις αρχαίες λέξεις μεταφράζοντας απλώς μαβιά πελάγη (αφού εμείς έχομε λέξη για τη μακρινή θάλασσα) ή, κάπως πιο ελεύθερα, ρόδινοι ορίζοντες.
Φαίνεται λοιπόν άλλη μια φορά, με τον οίνοπα και ιοειδή πόντον, ότι στον έντεχνο ποιητικό λόγο γίνεται, από ιδιάζουσα παρατηρητικότητα και ευαισθησία, μια επισήμανση λεπτομερειών που περνούν απαρατήρητες για την καθημερινή εμπειρία, και η επισήμανση αυτή εκφράζεται με όρους που επίσης υπερβαίνουν τη γλωσσική καθημερινότητα. Αλλά και το συνηθισμένο για την κοινή αντίληψη χρώμα της θάλασσας δεν λείπει εντελώς στον Όμηρο. Το δηλώνουν ίσως τα Ποσειδών κυανοχαίτης και κυανώπις Αμφιτρίτη. Υπάρχει άλλωστε (μια μόνο φορά) και η γλαυκή θάλασσα.
ΜΕ ΠΗΓΈΣ ΑΠΌ :
ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Μουσείο Τέχνης του Κλίβελαντ ΗΠΑ
https://enthemata.wordpress.com