Δρ ΘΑΝΟΣ
ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ
Επί τιμή
προϊστάμενος Τμήματος Μελετών
Μνημείων
Προϊστορικών Χρόνων της
Διεύθυνσης
Αναστήλωσης του Υπουργείου Πολιτισμού
Μέλος της
Επιτροπής συντηρήσεως προστασίας και ανάδειξης
του Θεάτρου
του Διονύσου (1984-1990)
Το θέατρο του Διονύσου. Kορυφαίο μνημείο ή
ένα ακόμα υπαίθριο θέατρο στην Αθήνα;
«Η αποκάλυψη του Διονυσιακού Θεάτρου δεν ακολουθήθηκε από μεγάλα
αναστηλωτικά προγράμματα. Η ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου για τη
φιλοξενία των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων το 1896 και η αποκατάσταση του Ωδείου
του Ηρώδου του Αττικού κατά τη δεκαετία του 1950 στάθηκαν αφορμή ώστε το
πρόγραμμα ανακατασκευής του Θεάτρου με σκοπό τη φιλοξενία του σύγχρονου κοινού
να αναβληθεί. Η ιδέα της απόδοσης του Θεάτρου στη χρήση εγκαταλείφθηκε οριστικά
στα πρώτα μετά τη μεταπολίτευση χρόνια. Τότε, υπό την πίεση της ετοιμορροπίας
στην οποία είχε περιέλθει το ανάλημμα της ανατολικής παρόδου, συγκροτήθηκε
επιστημονική επιτροπή από το Υπουργείο Πολιτισμού, η οποία ανέθεσε τη μελέτη
του μνημείου στον W. Wurster …»[1]
Η πραγματικότητα όμως δεν ήταν ακριβώς έτσι: το 1984 η Επιτροπή[2]
για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής παρόδου του
Θεάτρου του Διονύσου απέρριψε κατηγορηματικά την αποκατάσταση του θεάτρου
του Διονύσου για σύγχρονες παραστάσεις
προβάλλοντας το μνημειακό του χαρακτήρα που έπρεπε να μείνει αλώβητος. Υπήρξε μάλιστα τότε και επιστολή-διαμαρτυρία δεκάδων
προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων γι’ αυτό το απευκταίο ενδεχόμενο. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που ετέθη το θέμα
χρησιμοποίησης του Θεάτρου, τότε δηλαδ ή που ο πρόεδρος της δημοκρατίας
Κωνσταντίνος Καραμανλής και η υπουργός πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη συζήτησαν το
θέμα με υπηρεσιακούς παράγοντες σε επί
τόπου επίσκεψη το Φθινόπωρο του 1984[3].
Τότε εξετάστηκε και το ενδεχόμενο προσθήκης στο Θέατρο του Διονύσου πάγκων,
προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των θεατών, χωρίς να αναφερθεί καθόλου η
προσθήκη νέων εδωλίων στη θέση των χαμένων, αφού μια τέτοιου είδους αδιανόητη
επέμβαση θα έσβηνε τη γοητεία του μοναδικού αρχαίου μνημείου. Αυτονόητα η
πρόταση περί προσθήκης πάγκων που θα μετέτρεπε δευτερογενώς την ορχήστρα σε
αρένα τσίρκου, ουδέποτε συζητήθηκε και «χάθηκε» δια παντός.
Στο απόσπασμα του Διάζωματος,
σχετικά με τη χρήση του Ηρωδείου, αφήνεται να εννοηθεί ότι υπήρχε πίεση της
κοινωνίας (!;) για την μετατροπή του Θεάτρου του Διονύσου από μνημείο σε θέατρο
σύγχρονων παραστάσεων. Πίεση όμως της κοινωνίας ουδέποτε υπήρξε. Αντίθετα η
ανακατασκευή του Ηρωδείου, από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω, εργαζόμενος για
δεκαετίες στο ΥΠΠΟ, λειτούργησε στην αρχαιολογική κοινότητα ως παράδειγμα προς
αποφυγήν και όχι ως πρότυπο προς μίμηση.
Τα σεβαστά
μνημεία
Τα δεδομένα της
ιερότητας του χώρου.
Θα ήταν ασφαλώς κοινοτοπία να γίνει αναφορά στο τί
σημαίνει για την σύγχρονη εποχή, δηλαδή ποιες αξίες της κοινωνίας μας
φανερώνονται, ή διακριτικά, σταδιακά και αθόρυβα μπορεί άλλες αξίες να πηγάσουν
όταν ο πολίτης αντικρίζει ή βρίσκεται σ’
ένα μνημείο.
Φαίνεται όμως ότι η επανάληψη χρειάζεται και επομένως ας …αρχίσουμε
από την αρχή. Το μνημείο όπως το λέει και η λέξη σημαίνει κάτι που λίγο ως
πολύ, διατηρεί τα χαρακτηριστικά της αρχικής του μορφής και λειτουργίας μιας
συγκεκριμένης περιόδου, ή διάφορων ιστορικών περιόδων, που πρέπει να
συντηρούμε, να αναδεικνύουμε και να θυμόμαστε γιατί έχει συγκεκριμένη και
οργανική σημασία για την αυτογνωσία μας, τον ψυχισμό και τη συλλογική μας μνήμη.
Οποιαδήποτε νεότερη προσθήκη σ’ αυτό, το ακυρώνει και, ως εκ τούτου, δεν
επιτρέπεται να πραγματοποιείται. Η «αόρατη», στο μέτρο του δυνατού, ενίσχυση
της στατικής επάρκειας του μνημείου είναι επιβεβλημένη, όσο δαπανηρή και να
είναι. Ανάλογα επιβάλλεται η διατήρηση του ανάγλυφου της περιοχής, δηλαδή του
αρχαιολογικού χώρου που βρίσκεται το μνημείο, ακριβώς στη μορφή που είχε όταν
οι υπεύθυνοι αναλαμβάνουν τα έργα προστασ δεν υπάρχουν περιοχές ετοιμορροπίας που θα
έκανε την παρουσία των αρχαιολόγων και των «αρχιτεκτόνων-αναστηλωτών»
απαραίτητη. ίας. Εδώ πρέπει να τονιστεί ότι στο
Θέατρο του Διονύσου, εκτός από το τμήμα του αναλημματικού τοίχου της ανατολικής
παρόδου, που έπεσε και αποκαταστάθηκε,
Η γνώση μας για τα θεατρικά πράγματα στην αρχαία Αθήνα,
όπως τις δίδαξαν οι μελετητές των δύο τελευταίων αιώνων, προέρχεται από μια
θαυμαστή σύνθεση δεδομένων οργανικά και διαλεκτικά συνδεδεμένων μεταξύ τους.
Φυσικά η αρχή βρίσκεται στο Περί
Ποιητικής και ακολουθούν οι άμεσες ή έμμεσες πληροφορίες της ίδιας της
θεατρικής ποίησης, τα ίδια δηλαδή τα έργα, καθώς και οι απεικονίσεις στην
αγγειογραφία. Για να γίνει εναργέστερη η εικόνα χρειάστηκε ανασκαφική έρευνα
κατά την οποία αφαιρέθηκαν οι επιχώσεις που κάλυπταν το θέατρο της εποχής του
Λυκούργου.
Με τις ανασκαφές μπορέσαμε να προσεγγίσουμε και το τί προηγήθηκε του
Θεάτρου του Διονύσου και τί ακολούθησε. Αποκαλύφθηκε και ο αρχαϊκός ναός του
Διονύσου με τα υπολείμματα της πρώτης ορχήστρας συγκεκριμενοποιώντας σε μια ενιαία
κατεύθυνση παραμέτρους όπως: η αμπελοκαλλιέργεια στην Αττική την οποία
διαφέντευε η πανίσχυρη Αθήνα, το εύκρατο κλίμα, η ευφορία της γης, ο μούστος,
το κρασί, η μέθη, ο προστάτης θεός, οι πιστοί, τα τελετουργικά δρώμενα, ο
διθύραμβος, ο αποκριτής του χορού.
Η γένεση του Θεάτρου ως ποιητικός λόγος,
αλλά και ως αρχιτεκτόνημα, είναι μια ακόμα διαδικασία μπροστά στην οποία στέκει
κανείς ενεός, γιατί όλοι οι λαοί της υφηλίου ασφαλώς καλωσόριζαν την Άνοιξη και
λάτρευαν την ευφορία, την καρποφορία της
γης, καθώς και το θαύμα της αναπαραγωγής. Ίσως στους λαούς αυτούς να είχε γίνει
αντιληπτή και η ελευθερωτική δύναμη της μέθης. Δεν θα έλειπαν, υποθέτω, ακόμα και τα οργιαστικού
χαρακτήρα τελετουργικά.
Ίσως μάλιστα,
στην ιστορία των λαών αυτών να ανιχνεύονται και κύκλιοι χοροί, γύρω από έναν
βωμό, ένα τρόπαιο, μια πυρά. Μόνον εδώ όμως, στις ανατολικές υπώρειες του λόφου
της Ακρόπολης εξελίχτηκαν τα πράγματα έτσι ώστε να εμφανιστε ί το Θέατρο, η θεατρική ποίηση, καθώς και η διδαχή της.
Στον Θεό Διόνυσο αποδόθηκε η καλλιέργεια της αμπέλου, η
παραγωγή του οίνου και η εξ αυτού μέθη. Όλα αυτά τον κατέστησαν τον περισσότερο
λαοφιλή θεό των αρχαίων Ελλήνων. Είναι ο θεός που επιτρέπει τον χαρούμενο
αντιπερισπασμό στη μονοτονία, τη ρουτίνα και τη σκληρότητα της καθημερινής
ζωής.
Η λατρεία του απελευθερώνει τα μύχια ένστικτα του ανθρώπου και οδηγεί τους
πιστούς του στην ένωση μαζί του, μέσα από την έκσταση καί τη μανία. Είναι
επόμενο λοιπόν η λαοφιλία του Διονύσου να μεταφέρεται και στον τόπο που
ασκούνται τα λατρευτικά δρώμενα προς τιμήν του, εκεί όπου διατηρείται το εντός
περιβόλου ιερό του με τα θεμέλια των δύο ναών, του αρχαϊκού και του νεότερου με
το βωμό του.
Στον αρχαϊκό, του 6ου αι π.Χ., το αρχαιότερο οικοδόμημα
της περιοχής, στεγαζόταν το ουρανοπετές ξόανο του θεού, τρόπαιο του
Πεισίστρατου, όταν προσάρτησε στο κράτος του τις βοιωτικές Ελευθερές, ενώ στον νεότερο, τον κλασικό ναό, υπήρχε το
χρυσελεφάντινο άγαλμα του θεού, έργο του μαθητή του Φειδία Αλκαμένη.
Από την ορχήστρα λοιπόν, όπου ανέκαθεν χόρευαν και τραγουδούσαν οι
πιστοί προς τιμήν του θεού, γεννήθηκε το θέατρο ως αρχιτεκτόνημα και ως
ποιητικό είδος. Και τα δύο διατηρήθηκαν έως τις ημέρες μας. Δηλαδή, όπως είναι
ιεροσυλία η προσθήκη ακόμα και μιας τελείας σε οποιοδήποτε έργο της αρχαίας
δραματουργίας, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει αν προστεθεί σήμερα έστω και ένα νέο εδώλιο,
στο αρχαίο Θέατρο του Διονύσου.
Στην Αρχαϊκή Περίοδο και ακόμα παλαιότερα οι πιστοί,
όταν δεν χόρευαν και ήθελαν να ξεκουραστούν, παρακολουθούσαν τα δρώμενα στην
ορχήστρα από την ήπια πλαγιά του λόφου, στο αδιαμόρφωτο αρχικά πρανές,
τρώγοντας και πίνοντας, φωνάζοντας και τραγουδώντας.
Αυτά, λίγο έως πολύ γίνονταν στην πλαγιά όπου γεννήθηκε
το κοίλο. Από τα τέλη του 6ου-αρχές 5ου αι. π.Χ., καθώς
οι δεκαετίες περνούσαν, προφανώς έγιναν διαμορφώσεις στο πρανές για τη
διευκόλυνση των διονυσιαστών. Ίσως προστέθηκαν πάγκοι, δημιουργήθηκαν αναλημματικοί
τοίχοι και απλά λίθινα καθίσματα κοντά στην ορχήστρα για τους επισήμους. Όλα αυτά
πραγματοποιούνται παράλληλα με τη γένεση της σκηνής, μιας ταπεινής ξύλινης
κατασκευής, που μαζί με την χωμάτινη ορχήστρα αποτελούσε τον χώρο στον οποίο οι
Αττικοί δραματουργο ί (πρωτο)δίδαξαν τα αθάνατα
έργα τους.
Από τότε που ο Γερμανός αρχιτέκτων-αρχαιολόγος W. Dörpheld πραγματοποίησε την έρευνά για το Θέατρο διαμορφώθηκαν και
οι άξονες γύρω από τους οποίους περιεστράφηκε η μέχρι σήμερα μελέτη για το
αρχαίο ελληνικό θέατρο, για κάθε φάση και εκδοχή της αρχιτεκτονικής εξέλιξής
του. Στο πέρασμα του χρόνου η θέση και το σχήμα της ορχήστρας άλλαξε, όπως και
η σκηνή που από λιτή μονόχωρη καταλήγει στη Ρωμαιοκρατ ία σε κυρίαρχο, και πομπώδες
οικοδόμημα, ενώ το κοίλο δεν διαφοροποιείται δομικά.
Ωστόσο, όποια μορφή και να
έπαιρναν στην εξελικτική τους πορεία τα τμήματα του Θεάτρου, πρώτιστη σημασία έχει,
ότι σε αυτόν τον συγκεκριμένο χώρο διδάχτηκε η θεατρική ποίηση του Αισχύλου,
του Σοφοκλή, του Ευριπίδη, του Αριστοφάνη, του Μένανδρου και όλων των άλλων ποιητών
της αττικής δραματουργίας. Είναι γνωστο ότι δεν είναι μόνον η παλαιότητα και το
περιεχόμενο του θεατρικού λόγου που συγκλονίζουν, αλλά και το ότι αυτή η
ποίηση, αυτός ο λόγος είναι επίκαιρος και σήμερα, γιατί τις αξίες που πανηγυρικά
πρέσβευε και εύρισκε στην ειρήνη, τον έρωτα, τη δικαιοσύνη, την πίστη, στους
νόμους, τους ηθικούς και της πολιτείας, τις βλέπουμε και σήμερα να επηρεάζουν
το ίδιο καταλυτικά την ιδεολογία που κατευθύνει την πορεία της ανθρωπότητας. Και
είναι ο ίδιος θεατρικός λόγος που περιγράφει και τα καταστροφικά αποτελέσματα
που επιφέρουν η ύβρις, η αλαζονεία, η αμετροέπεια, η έλλειψη σεβασμού, και
οτιδήποτε άλλο απεχθάνεται και αποστρέφεται αιώνια ο πολίτης.
Το Χρέος
Από τους ναούς του Διονύσου διατηρήθηκαν μόνον τα θεμέλιά
τους και ένα πώρινο ανάγλυφο του τρίτου τετάρτου του 6ου αι. π. Χ. Το
ανάγλυφο με παράσταση σατύρων και μαινάδων που σήμερα βρίσκεται στο Εθνικό
Αρχαιολογικό Μουσείο, παλαιότερα θεωρούνταν ότι προέρχεται από το τύμπανο του
αετώματος του αρχαϊκού ναού. Σε νεότερες όμως έρευνες, αποκλείστηκε αυτό το
ενδεχόμενο. Υποστηρίχθηκε μάλιστα η πιθανότητα να προέρχεται το ανάγλυφο από
άλλο κοντινό ναό, που προϋπήρξε μια γενιά του αρχαϊκού, και επομένως ήταν αυτός,
ο υποτιθ[4]. έμενος
ναός, ο οποίος στέγασε αρχικά το ξόανο
Περίβολος του ιερού του Διονύσου
Ο περίβολος του
ιερού του θεού με τους δύο ναούς, διατηρείται σε λίγα τμήματα, στα νότια και
στα ανατολικά του (εικ. 1). Το βόρειο τμήμα του τεμένους
το ορίζει η δωρική στοά (στοά του
θεάτρου). Είναι αυτονόητο ότι ο ίδιος ο περίβολος είναι ένα μνημείο που πρέπει
να γίνεται σεβαστό όπως όλα τα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου.
Όμως με τα έργα που
πραγματοποιήθηκαν μετά το 2000 έγινε ακριβώς το αντίθετο, γιατί το αποτέλεσμα
ήταν η αλοίωση της εικόνας του μνημείου και η υποβάθμισή του (εικ. 2-3).
Αρχαίες οδοί
Όσον αναφορά την αποκατάσταση των αρχαίων οδών στον αρχαιολογικό χώρο, πριν
από οτιδήποτε άλλο, θα έπρεπε και θα μπορούσε να αναδημιουργηθεί, να
«σημειωθεί» καλύτερα, η αρχαία οδός Τριπόδων στην προέκταση της οδού Βάκχου. Με
απόλυτο σεβασμό στο χώρο, η αποκατάσταση αυτής της οδού, για μερικά μέτρα, με
τα υπολείμματα των χορηγικών μνημείων στη μια της πλευρά, θα προσέφερε μια
πολύτιμη πληροφορία για την νοητή αποκατάσταση του ανάγλυφου της περιοχής. Θα
γίνει δηλαδή ευκρινέστερη η κατεύθυνση της οδού από τα ανατολικά, στην είσοδο
του περιβόλου του ιερού του Διονύσου. Συγχρόνως η από πατημένο χώμα και όχι από
τσιμέντο αποκατάσταση για λίγα μέτρα αυτής της οδού θα «συνέδεε» το εκτός
αρχαιολογικού χώρου μνημείο του Λυσικράτους με το θέατρο και τα άλλα χορηγικά
μνημεία.
Όταν όμως ο στόχος της επέμβασης είναι διαφορετικός από
την προστασία τη συντήρηση και την ανάδειξη των αρχαίων στη λογική της
τεκμηριωμένης επέμβασης, τότε γεννιέται η συνοδεύουσα την «ανακατασκευή»
αυθαιρεσία. Κορυφαίο παράδειγμα έργου με παντελή απουσία τεκμηρίων
είναι ο ιδιαίτερα πλατύς ανηφορικός δρόμος, λεωφόρος καλύτερα, που
δημιουργήθηκε για να ανεβαίνει το «κοινό» [5]. Η λεωφόρος αυτή είναι τόσο αυθαίρετα και παραπειστικά οριοθετημένη, ώστε να διαθέτει, όπως φαίνεται στις εικ.13-14, και υπερυψωμένο τελείωμα, ένα σύγχρονο
αρχιτεκτονικό παιχνίδισμα, που συγκρατεί συγχρόνως και το χαλικάκι.
Αντί ενός προγράμματος επέμβασης, σεμνού και ταπεινού
χαρακτήρα, δημιουργήθηκε στα νοτιοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου μια εντελώς ξένη και
παραπειστική εικόνα της αρχαίας οικοδομικής σύνθεσης, λες και η εποχή μας
πρέπει να προσθέσει κάτι δικό της στο μνημειακό σύνολο.
Παραμένει δύσκολα
κατανοήσιμη η ανάγκη χάραξης νέων δρόμων
εντός του αρχαιολογικού χώρου για την διευκόλυνση των επισκεπτών, οι οποίοι,
άγνωστο γιατί και από πότε, δεν μπορούν τάχα να πορεύονται σε πατημένο χώμα
όπως πάντοτε.
Από την περιοχή του ιερού του θεού ανεβαίνοντας κανείς προς
τα βορειοανατολικά περνά αντικρίζοντας
το δυτικό πέρας των υπολειμμάτων της στοάς και των σκηνικών κατασκευών, και
έχοντας μπροστά του την ορχήστρα αντικρίζει το κοίλο. Τα υπολείμματα των διαφορετικών
περιόδων και φάσεων των σκηνών του Θεάτρου, δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθούν,
ούτε γίνεται να αναπαρασταθεί η σκηνή μιας ιστορικής περιόδου αφού αυτό θα
σημάνει την κάλυψη των υπολοίπων.
Κανείς όμως, δεν μπορεί να γνωρίζει τί
πρόκειται να γίνει στο μέλλον, αφού στην ανατολική πάροδο, για παράδειγμα, τοποθετήθηκε
αυθαίρετα και ατεκμηρίωτα, ένα αντίγραφο αρχαίου αγάλματος,[6]
υποτίθεται του Μενάνδρου, για «διδακτική αποκατάσταση» που «συνιστούσε και
όραμα» του συγχωρεμένου προέδρου της επιτροπής Αλέκου Μάντη που «πιθανολογείται ότι προέρχεται από αυτή τη
θέση του αναλημματικού τοίχου. Ενός αγάλματος που στην αρχαιότητα ήταν χάλκινο....
Είναι εμφανές ότι μόνον διδακτική δεν είναι η
αποκατάσταση, αφού έγινε καταστρατηγώντας την καθιερωμένη πρακτική και τις
«Χάρτες» που έχει υπογράψει και η χώρα μας που επιτάσσουν ότι ένα νέο στοιχείο
τοποθετείται στο μνημείο μόνον όταν δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για τη
θέση του.
Μετά από το νέο τρόπο που έπρεπε να μάθουμε να χαιρόμαστε
τα αρχαία αγάλματα, μπροστά από ογκώδεις τσιμεντένιες κολόνες, ή μπροστά από
κεκλιμένες μεταλλικές κοιλοδοκούς όπως
στο νέο στέγαστρο των αγαλμάτων (εικ. 23) του αρχαιολογικού χώρου της νότιας κλιτύος,
τώρα πρέπει να αντικρίζουμε τα αρχαία υπολείμματα πίσω από αγάλματα φτιαγμένα
από χυτό υλικό για να μοιάζει το μάρμαρο, που μπορεί και να μην υπήρχαν στην
αρχαιότητα στις συγκεκριμένες θέσεις αφού δεν έχει παρουσιαστεί κανένα σχετικό
τεκμήριο.
Η άνευ τεκμηρίων τοποθέτηση του αγάλματος του Μενάνδρου (εικ. 7), που ήταν χάλκινο (;)[7],
αλλά κατασκευάστηκε από «μάρμαρο», εμπρός από τον αναλημματικό τοίχο της
παρόδου του λυκούργειου Θεάτρου, προκαλεί σύγχυση γιατί είναι γνωστό ότι στο
Θέατρο τον 5ο αιώνα υπήρχαν τα αγάλματα του Μιλτιάδη και του
Θεμιστοκλή. Τον 4ο, του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη[8]
ενώ για την Ελληνιστική περίοδο αναφέρεται άγαλμα του Μενάνδρου του οποίου η
ταύτιση και η θέση απλώς πιθανολογήθηκαν. Επιπλέον δεν είναι γνωστό αν, πότε
και ποια αγάλματα συνυπήρξαν. Γι’αυτό πρέπει οι αποκαταστάσεις να γίνονται με
σεβασμό και περίσκεψη. Εάν δεν υπάρχουν τεκμήρια είναι καλύτερο να μην
γίνονται.
Εν ολίγοις, όλη αυτή η προσπάθεια αναπαράστασης των αρχαίων υπολειμμάτων θυμίζει την παραμόρφωση
που υφίστανται όσοι υποβάλουν το σώμα τους σε πλαστικές εγχειρίσεις χωρίς
τελικά να καταφέρουν να ξαναγίνουν όπως ήταν παλιά, γιατί αυτό που προκύπτει
είναι μια εικόνα που δεν έχει υπάρξει ποτέ.
Η Επιτροπή
Διονυσιακού θεάτρου 1984-1990.
Συντήρηση
Προστασία. Το ζητούμενο.
Μετά την
αδρομερή καταγραφή των κύριων χαρακτηριστικών του ιερού και του Θεάτρου του
Διονύσου, γίνεται για άλλη μια φορά σαφές ότι σε κάθε νέα επέμβαση πρέπει να κυριαρχεί
ο σεβασμός στην ιερότητα του χώρου. Η προστασία των μνημείων μας όπως έφτασαν
έως τις ημέρες μας είναι το πνεύμα που μας
κληροδότησαν οι σημαντικοί μελετητές και οι «φύλακες» τους, αυτό προβλέπει το
Σύνταγμα της Ελλάδας, ο Αρχαιολογικός Νόμος, η Unescο και
όλες οι σχετικές Χάρτες.
Η διδακτική διάσταση στον αρχαιολογικό χώρο υπηρετείται αντικρίζοντας
απρόσκοπτα τα μνημεία με ηρεμία και συγέντρωση. Αυτά τα ίδια υπαγορεύουν, ή
καλύτερα επιβάλλουν, τις μεθόδους επέμβασης για την προστασία και την ανάδειξή
τους. Ο καλλοπισμός τους δεν ενδιαφέρει
καθόλου, αφού κυρίαρχη και αυτονόητη προϋπόθεση είναι η αποφυγή ακύρωσης του
παράγοντα του χρόνου χωρίς τον οποίο η έννοια «μνημείο» παύει να ισχύει.
Υπάρχουν χώρες όπου τα κονδύλια είναι πενιχρά, αλλά οι
επεμβάσεις των αρμοδίων στα μνημεία περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα δηλαδή
την εξασφάλιση της στατικής τους επάρκειας. Έτσι η ανάδειξη που επιδιώκεται πραγματοποιείται με φειδώ, πνεύμα
σεβασμού και σεμνότητας.
Συνακόλουθα αναρωτιέται κανείς μήπως είναι ο πακτωλός των
Ευρωπαϊκών κονδύλια που οδήγησαν στις νομότυπες ασφαλώς, όχι όμως και σύννομες,
αποφάσεις για το είδος των επεμβάσεων μήπως δηλαδή η επέμβασή μας στα αρχαία
μνημεία είναι μδηλώνει και το επίπεδο του πολιτισμού μας;
Η επιτροπή που δημιουργήθηκε το 1984 για να μελετήσει και
να προχωρήσει στην αποκατάσταση του γωνιακού τμήματος του αναλήμματος της
ανατολικής παρόδου, επέκτεινε αρχικά τις δραστηριότητές της σε όλο το θέατρο
και αργότερα και σε άλλα μνημεία της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Σε αυτό το
πλαίσιο εντάχθηκε και η έγκριση
χρηματοδότησης από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα, ενός
προγράμματος ερευνών συντήρησης, προστασίας και ανάδειξης των μνημείων της νότιας
κλιτύος, που ζητήθηκε από την Ε φορεία
Ακροπόλεως. Παράλληλα με την ομόφωνη απόφαση για την πρόσληψη της αρχιτέκτονος
Ελένης Μακρή που θα εκπονούσε την μελέτη για την στερέωση και αποκατάσταση του
αναλημματικού τοίχου, η Επιτροπή αποφάσισε, εκτός των άλλων, να προχωρήσει και
στις «βελτιωτικές εργασίες στο κοίλο».
Το κοίλο του
θεάτρου
Πρέπει εδώ να διευκρινιστεί ότι τα πευκοκυπάρισσα που
κόπηκαν τότε, (εικ. 7Α) όπως και η αφαίρεση κάθε
είδους βλάστησης, αθάνατοι, κουτσουπιές, αγριοβελανιδιές συκιές κτλ., από το
κοίλο του Θεάτρου του Διονύσου, και του
αρχαιολογικού χώρου είναι ένα άνευ επιστημονικής σημασίας έργο, εντελώς
αυτονόητο ωστόσο, για την ανάδειξη των μνημείων και εκ των ων ουκ άνευ, για
οποιοδήποτε μελλοντικό έργο, όπως αυτό που ακολούθησε ευθύς αμέσως. Το επόμενο πρόγραμμα
της Επιτροπής ήταν η αποκατάσταση με εξ’ ορισμού αποδεκτές αρχαιολογικά και
απλές, οικονομικές και αντιστρέψιμες μεθόδους του κοίλου. Πρέπει να τονιστεί
ότι το κοίλο είναι το μοναδικό τμήμα του θεάτρου που δεν έχει αλλάξει δομικά από τον 4ο αι. π.Χ. Με την αφαίρεση της βλάστησης
εμφανίστηκε καθαρά και χωρίς εμπόδια η χοάνη του κοίλου. Με τη
«χάραξη» στο χώμα των κλιμάκων[9]
«εμφανίστηκαν» στη θέση των παλαιών οι
χαμένες κερκίδες κερκίδων, χωρίς την προσθήκη ούτε ενός νέου μέλους.
Φυσικά ουδέποτε υπήρξε πρόθεση εκ μέρους της Επιτροπής το
μνημείο να γίνει μια «κατασκευή» για σύγχρονες παραστάσεις. Η αποκατάσταση της
χοάνης του κοίλου ήταν ένα από τα έργα της Επιτροπής που πραγματοποιήθηκε με
απλά και οικονομικά μέσα, για τα οποία δεν χρειάστηκαν νέα σύγχρονα υλικά, αλλά
ούτε και εργολάβοι.
Στο πλαίσιο των εργασιών στο κοίλο αποκαλύφθηκε εδώλιο
στη θέση στην οποία είχε υποτεθεί από τον Dörpfeld ότι υπήρχε το δεύτερο, εκτός του Περιπάτου, διάζωμα. Έτσι
επάνω στο σχεδιαστικό υπόβαθρο της
κάτοψης του Θεάτρου που εκπόνησε ο αρχιτέκτων Κώστας Καζαμιάκης, ο υπογράφων συσχετίζοντας
το κοίλο και με άλλα θέατρα του 4ου και του 3ου αι. π.Χ.[10], το σχεδίασε χωρίς το δεύτερο διάζωμα και φυσικά χωρίς τις κλίμακες που
είχε υποτεθεί, ότι ένωναν τα δύο διαζώματα (εικ. 9).
Σχετικά με το θέμα της αναπαράστασης του κοίλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η
απουσία δεύτερου διαζώματος σημαίνει πως και οι υποθετικές κλίμακες δεν υπήρχαν,
διότι δεν είναι δυνατόν οι θεατές κατεβαίνοντας
να κατέληγαν σε βαθμίδα εδωλίων, αντί σε διάζωμα.
Τα διάσπαρτα και
το έργο της Επιτροπής
Η Επιτροπή από τις αρχές του 1985 κατάρτισε πρόγραμμα τακτοποίησης
και καταγραφής των διάσπαρτων στο χώρο αρχαίων (εικ.11).
Στο πλαίσιο αυτής της εγασίας εντάχθηκε και η ευρετηρίαση των αρχαίων εδωλίων που
αριθμήθηκαν σε ειδικά δελτία τα οποία περιλάμβαναν τον αριθμό, το σχέδιό τους,
φωτογραφία και κάθε πληροφορία που θα μπορούσε να υπάρξει για το ιστορικό τους.
Για τις ανάγκες αποκατάστασης του αναλημματικο τοίχου της ανατολικής παρόδου, σε
προτεραιότητα τέθηκε από την Επιτροπή η εύρεση πειραϊκού ακτίτη λίθου και αντίστοιχα
η εύρεση κροκαλοπαγούς. Η μελέτη για τις ιδιότητες του κροκαλοπαγούς λίθου, τα
πορίσματα της οποίας θα συγκρινόταν με αυτές του τεχνητού λίθου ο οποίος
προετοιμαζόταν, εμφανίστηκε τον Δεκέμβριο
του 1985[11]
(εικ. 12-15).
ύ
Για έναν περίεργο λόγο, όπως και με τη μελέτη του
κροκαλοπαγούς λίθου, στην ίδια λογική ανακρίβειας, αναφέρεται[12],
ή αφήνεται να εννοηθεί ότι η εύρεση και η
εξόρυξη του πειραϊκού ακτίτη λίθου έγινε από μια άλλη επιτροπή, ενώ η αλήθεια
είναι ότι αυτό έγινε από την Επιτροπή της οποίας, όπως αναφέρθηκε, πρόεδρος
ήταν ο Άγγελος Δεληβοριάς ο οποίος και
ήρθε σε συνεννόηση φυσικά με τη διευθύντρια του Χατζηκυριακείου Ιδρύματος Ιωάννα
Σανιδά[13].
Όπως διαβάζουμε όμως, στο Διάζωμα 2009 σελ. 23, επειδή δεν υπάρχει αρκετό υλικό πειραϊκού ακτίτη λίθου
(;!), βρέθηκε στη Κόρινθο όμοιο πέτρωμα από το οποίο λαξεύονται τα σύγχρονα
εδώλια που τοποθετούνται στο κοίλο. Καταλαβαίνει κανείς το απερίγραπτο
συνονθύλευμα υλικών που ανεπίτρεπτα συγκεντρώνονται στο κοίλο του Θεάτρου του
Διονύσου καταργώντας την αυθεντικότητά του.
Η Επιτροπή αποφάσισε συγχρόνως να προχωρήσει στην υλοποίηση
του προγράμματος Wurster σχετικά με την συγκέντρωση και τη στέγαση των σκόρπιων στο χώρο αγαλμάτων,
ελληνιστικών χρόνων καθώς και της περιόδου της Ρωμαιοκρατίας.
Η Επιτροπή επέλεξε μια από τρεις θέσεις που είχε προτείνει ο Wurster[14] και αποφάσισε να δημιουργηθεί ένα στέγαστρο περιορισμένων
διαστάσεων, τοποθετημένο διακριτικά στο πιο απομακρυσμένο σημείο του
αρχαιολογικού χώρου, για να μην ταυτίζεται με αρχαίο οικοδόμημα.
Το στέγαστρο
δημιουργήθηκε και κατασκευάστηκε με γήινα υλικά, ξύλο και πηλό (κεραμίδια). Εδώ
συγκεντρώθηκαν όσο το δυνατόν περισσότερα από τα μαρμάρινα αγάλματα[15] καθώς και ενεπίγραφα βάθρα, (εικ.16-22). μεταξύ
των οποίων και του ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ, που συγκολλήθηκε το σπασμένο επάνω τμήμα του πριν
τοποθετηθεί στο στέγαστρο (εικ. 22)
Για το
σύγχρονο στέγαστρο που, άγνωστο γιατί,
αντικατέστησε αυτό της Επιτροπής, εχει γίνει λόγος
παλαιότερα[16]. Από τις κύριες αστοχίες του είναι η έκτασή του, αφού καταλαμβάνει
σημαντικό μέρος του αρχαιολογικού χώρου, και τα υλικά κατασκευής του που δεν
συνάδουν με τη φυσιογνωμία του αρχαιολογικού χώρου (εικ.
23).
Περιλαμβάνεται στις αρχές, χωρίς όμως αστερίσκους και παραπομπές,
ότι οτιδήποτε πραγματοποιείται για την προστασία και την ανάδειξη των μνημείων,
πρέπει να βασίζεται σε αναλυτικές μελέτες σκοπιμότητας. Στα μέλη της Επιτροπής
του Θεάτρου, στην οποία συμμετείχα από
το 1984 έως το 1990, ως τακτικό μέλος και ως υπεύθυνος του εργοταξίου, αυτή η αρχή κυριαρχούσε[17].
Είναι αλήθεια ότι αρκετοί το έχουν ξεχάσει, αλλά πρέπει
να τονιστεί – σήμερα άλλωστε έχει και μια ιδιαίτερη σημασία–ότι,
όταν ολοκληρώθηκε η μελέτη για την αποκατάσταση του αναλημματικού τοίχου της
ανατολικής παρόδου, η Επιτροπή οργάνωσε ημερίδα στο Κέντρο Μελετών Ακροπόλεως
όπου τα πορίσματα τέθηκαν στην κρίση των συνέδρων.
Τώρα, που οι κατευθύνσεις
αποκατάστασης έχουν αλλάξει άρδην και το Θέατρο του Διονύσου ανακατασκευάζεται,
για να μετατραπεί σε χώρο σύγχρονων θεατρικών παραστάσεων, χάνοντας το
μνημειακό του χαρακτήρα, δεν έχει οργανωθεί κανένα συνέδριο ή κάποια ημερίδα.
Όσον αναφορά την αποκατάσταση των αρχαίων οδών στον αρχαιολογικό
χώρο, θα μπορούσε να κυριαρχεί πνεύμα ηρεμίας και τάξης για να μπορεί ο
επισκέπτης να συγκεντρώνεται και να αφομοιώνει ότι περισσότερο μπορεί από τον
χώρο (εικ. 26-27).
Ανακεφαλαίωση. Σεμνά και ταπεινά.
Άλλο οι αρχαιολογικές μελέτες και άλλο η εφαρμογή τους
Όταν για λόγους προστασίας, συντήρησης και ανάδειξης πρ έπει να γίνουν έργα σε αρχαιολογικό χώρο, ο
κανόνας δεν μπορεί παρά να είναι, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ότι τα ίδια τα
υπολείμματα οποιουδήποτε μνημείου δείχνουν τον τρόπο προστασίας και ανάδειξής
του, με πρώτο όμως και απαράβατο νόμο τη διατήρηση της ερειπιώδους εικόνας του.
Ο χρόνος ο οποίος ευτυχώς ή δυστυχώς περνά αφήνοντας τα ίχνη του, και πιο
συγκεκριμένα οι δυόμιση χιλιετίες, δεν είναι στην διακριτική ευχέρεια οποιουδήποτε
για να τον σβήσει.
Εντελώς
διαφορετικό πράγμα είναι ότι τα ίχνη του χρόνου φυσικά δεν υπάρχουν στην
απόλυτη τελειότητα της ψηφιακής αναπαράστασης, η οποία χωρίς αμφιβολία ανήκει
στα μέγιστα επιτεύγματα της εποχής μας, με εφαρμογή και στην αρχαία οικοδομική,
αρχιτεκτονική και ρυμοτομία.
Κραυγαλέο παράδειγμα ανασύνθεσης, προς αποφυγήν, είναι το
Ηρώδειο όπου με την τοποθέτηση των νέων εδωλίων, μπορεί να ειπωθεί αδρομερώς,
ότι κερδήθηκε ένα θέατρο για σύγχρονες παραστάσεις, ακυρώθηκε όμως, ή καλύτερα
χάθηκε η γοητεία ενός μνημείου. Στο θέατρο του Διονύσου τα ερείπια που βρήκαμε οφείλουμε
να τα διατηρήσουμε. Έτσι όπως τα παραλάβαμε εμείς, έτσι ακριβώς πρέπει να
παραδοθούν στις επόμενες γενιές.
Ο στόχος της προστασίας και ανάδειξης των υπολειμμάτων
των μνημείων δεν ήταν ποτέ μέχρι σήμερα η «ανακατασκευή» τους για να
σχηματιστεί ένα οικοδόμημα που δεν υπάρχει πια ή καλύτερα δεν υπήρξε ποτέ.
Για την προστασία των μνημείων και για να αποτρέπονται οι αυθαιρεσίες, έχουν
δημιουργηθεί εντεταλμένα όργανα, κρατικές υπηρεσίες, υπηρεσιακές επιτροπές του
Υπουργείου Πολιτισμού και νόμοι διεθνείς. Παράλληλα υπάρχουν βιβλία, ειδικευμένα
περιοδικά και άρθρα, οργανώνονται συνέδρια, συναντήσεις, συνεντεύξεις, ομιλίες.
Με έναν λόγο, έχει δημιουργηθεί ένας εξαιρετικά σημαντικός
κοινωνικός μηχανισμός ελέγχου, ο οποίος προστατεύει τα μνημεία. Χρειάζεται απλώς
να είναι προσανατολισμένος στη μέριμνα γι’ αυτά και όχι στην ευκαιριακή
οικονομική ή πολιτική τους εκμετάλλευση.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
Διάζωμα 2009: «Εργασίες Αποκατάστασης στο θέατρο του Διονύσου-Ασκληπιείου Νοτίου
Κλιτύος Ακροπόλεως». Διάζωμα
Διάζωμα 2018: Αρχαία θέατρα Αττικής.Τα
θέατρα του Άστεως, εκδ. Δήμος
Αθηναίων Διάζωμα Αθήνα Ιούλιος 2018.
Εικ. 28. Η πορεία τοποθέτησης νέων εδωλίων για τη δημιουργία του σύγχρονου θεάτρου |
[2] Από τώρα ως «Επιτροπή» νοείται μόνον η επιτροπή που κατά
τη περίοδο 1984-1990 πραγματοποίησε και δρομολόγησε έργα προστασίας και
ανάδειξης στο Θέατρο του Διονύσου. Για το έργο της Επιτροπής βλ. και «Στη Νότια Κλιτύ της Ακρόπολης». arxaiologia.gr 21.05.2018.
[4] Βλ. (επιμ) Γ.
Δεσπίνης-Ν. Καλτσάς, Εθνικό Αρχαιολογικό
Μουσείο Κατάλογος Γλυπτών Αθήνα 2014 Ι.1 σ. 356-358.
[5] Διάζωμα 2008 σελ.
5. Μέχρι τώρα ανέβαιναν προς το θέατρο «επισκέ- πτες». Μετά τα έργα,
που από το 2000 συνεχίζονται, θα ανεβαίνουν θεατές.
[6] «Η αποκατάσταση του αγαλματικού τύπου βάσει των ρωμα αντιγράφων» οφείλεται στον ϊκώνKlauss Fittschen που «αποπειράθηκε μια πρώτη αποκατάσταση»,
ενώ όμως «παρέμεναν ανοιχτά καθοριστικά ζητήματα ως προς την αρχική μορφή του
βάθρου και τη θέση του περίφημου αυτού μνημείου». Χριστίνα Παπασταμάτη φον
Μόοκ, Το Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως στο
Αρχαία
θέατρα Αττικής Τα θέατρα του Άστεως εκδ. Διάζωμα Αθήνα 2018 σελ. 112-113.
[7] Ό.π σελ. 112.
[8] M.Bieber, The History of the Greek and Roman
Theater Princeton University Press 1961
[10] Βλ. Θάνος
Παπαθανασόπουλος, «Η Μορφή του Κοίλου του θεάτρου του Διονύσου», στο
περιοδικό του Υπουργείου Πολιτισμού, Αναστήλωση Συντήρηση Προστασία Μνημείων και Συνόλων (Σεπτέμβριος 1986), Αθήνα 1987, τ. ΙΙ σελ. 58, εικ. 47.
[11] Την ειδική μελέτη
του κροκαλοπαγούς λίθου την ανέλαβε ο μηχανικός Διονύσης Μονοκρούσος, μέλος της
Επιτροπής, σε συνεργασία με τον επίσης πολιτικό μηχανικό Μιχάλη Αρβανιτάκη. Υπό την ευθύνη τους εκπονήθηκε ειδική μελέτη που αφορούσε τις
ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τόσο του φυσικού κροκαλοπαγούς λίθου όσο και
του τεχνητού ο οποίος κατασκεύαστηκε υπό την ευθύνη τους.
[12] Αθηνά Σαμαρά, «Θέατρο Διονύσου: οι αναλημματικοί τοίχοι του κοίλου» Διάζωμα
2018 σελ. 147-158.
[13] Για την φύλαξη μάλιστα των εργαλείων εξόρυξης και τις
άμεσες ανάγκες του προσωπικού η Επιτροπή προμηθεύτηκε από τον ΟΔΔΥ λεωφορείο το
οποίο επισκεύασε και για να μπορέσει να μετακινηθεί και να βρεθεί στον
προαύλειο χώρο του Χατζηκυριακείου ως ασφαλής χώρος.
[14] Οι άλλες δύο
θέσεις που πρότεινε ο Wurster για το στέγαστρο
ήταν μέσα στη δωρική Στοά του Θεάτρου, ή στα νότιά της, ενώ ο Μ. Κορρές είχε
προτείνει άλλες τρεις θέσεις: στο ανατολικό πέρας της στοάς του Ευμένη, στην
ανατολική πάροδο του Θεάτρου, καθώς και επάνω στις επιχώσεις του ωδείου του
Περικλή.