Ο Διοκλητιανός ήταν αυτός που έδωσε οριστικό τέλος στην παρατεταμένη κρίση του τρίτου αιώνος μ.Χ. και ώθησε την ανάκαμψη της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με ένα μεταρρυθμιστικό έργο που περιελάμβανε παλαιότερα μεν στοιχεία, αλλά καταλλήλως τροποποιημένα ώστε να ανταποκρίνονται στα δεδομένα των μεταβληθέντων συνθηκών και της καινούριας εποχής.
Το έργο του, που τελειοποιήθηκε περαιτέρω από τον Μέγα Κωνσταντίνο, αποτέλεσε και τον θεμέλιο λίθο της διοικήσεως του «Βυζαντίου» καθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του. Η «Τετραρχία», με τον καταμερισμό της εξουσίας μεταξύ τεσσάρων, δύο Αυγούστων και δύο Καισάρων, ήταν η έναρξη της απολυταρχίας του και το εφαλτήριο της συγκέντρωσης της κρατικής εξουσίας που έσβησε την ως τότε προνομιακή θέση της Ιταλίας και τη διάκριση μεταξύ αυτοκρατορικών και συγκλητικών επαρχιών. Μια διάκριση που, ούτως ή άλλως, είχε προ καιρού απωλέσει την ουσία της.
Ο βασικός στόχος των μεταρρυθμίσεων του Διοκλητιανού, όπως και αυτών του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ήταν διττός. Από τη μία απέβλεπε στην αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση του κράτους, περιορίζοντας κατά πολύ την επιρροή του σώματος της συγκλήτου, και από την άλλη στην αποτροπή σφετερισμού του θρόνου. Ο δεύτερος στόχος παρουσιάζεται συχνά από σύγχρονους ιστορικούς – λανθασμένως βέβαια – ως ο πρωταρχικός, καθότι μια σωστή διοίκηση δεν μπορεί να τελεσφορήσει εάν υφίστανται εσωτερικές αναταραχές από διεκδικητές της εξουσίας. Το επιχείρημα σίγουρα έχει τη λογική του, αλλά δε λαμβάνει υπόψιν τις δυσκολίες που προέκυψαν στη διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας λόγω του αχανούς μεγέθους της.
Η διοικητική δομή που είχε καθιερωθεί παρελθοντικά και εφαρμόστηκε από προγενεστέρους αυτοκράτορες ήταν αρκετά απλή και αδυνατούσε να καλύψει όλους τους τομείς. Δεδομένου του ότι όλο και περισσότερα καθήκοντα μετατοπίζονταν στην κεντρική διοίκηση, η αυτοκρατορική εξουσία δε διέθετε τους πόρους ούτε και είχε τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τα προκύπτοντα ζητήματα χωρίς ουσιώδη και εκτεταμένη αναδιοργάνωση. Οι μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου σχεδιάστηκαν για την επίλυση αυτών ακριβώς των προβλημάτων.
Η πολιτική γραφειοκρατία έλαβε νέα μορφή, ώστε να δύναται να χειρίζεται στο έπακρο τα αυξημένα καθήκοντα της κεντρικής διοικήσεως. Η οργανωτική δομή της παρέμεινε η ίδια, βασισμένη στις πόλεις και τις επαρχίες τους. Τη διοίκηση των πόλεων είχαν τα δημοτικά συμβούλια (curiae) τα οποία στελεχώνονταν από διακεκριμένους πλουσίους πολίτες. Στις αναδιοργανωτικές αρχές του Διοκλητιανού και του Κωνσταντίνου οι μεγάλες επαρχίες διαιρέθηκαν σε μικρότερες με αποτέλεσμα οι 50 να γίνουν 100, ενώ τον πέμπτο αιώνα ο αριθμός τους ανήλθε στις 120. Αυτές εντάσσονταν σε 12 διοικητικές μονάδες (dioecesis) με προϊστάμενο έναν βικάριο (vicarius). Τέλος, οι διοικητικές μονάδες υπάγονταν σε τέσσερις επαρχότητες (ή υπαρχίες, praefecturae) που χώριζαν ολόκληρο το κράτος ως εξής:
α) Επαρχότητα της Ανατολής: κάλυπτε όλη την περιοχή μεταξύ Αιγύπτου και Λιβύης έως τη Θράκη.
β) Επαρχότητα της Γαλατίας: περιελάμβανε τη ρωμαϊκή Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιβηρική χερσόνησο και το δυτικό τμήμα της Μαυριτανίας.
γ) Επαρχότητα του Ιλλυρικού: είχε στην αρμοδιότητά της την Ελλάδα και τα κεντρικά Βαλκάνια.
δ) Επαρχότητα της Ιταλίας: ξεκινούσε από τη Βόρεια Αφρική και έφτανε βόρεια ως τη Δαλματία.
Τον έλεγχο καθεμιάς είχε ο έπαρχος των πραιτoρίων (ή αλλιώς έπαρχος της διοικήσεως), ο οποίος ήταν άτομο της απολύτου εμπιστοσύνης ενός από τους αυτοκράτορες (Αυγούστου ή Καίσαρα). Συνεπώς, η πολιτική δομή της διοικήσεως ήταν:
Αυτοκρατορία (ή τμήμα της): Αυτοκράτωρ
Υπαρχίες (ή επαρχότητες): Πραιτωριανοί έπαρχοι
Διοικητικές μονάδες: Βικάριοι
Πόλεις: δημοτικά συμβούλια
Την στρατιωτική διεύθυνση κάθε επαρχίας είχε ο δούκας (dux). Καθίσταται κατανοητό ότι η πιθανότητα στάσεως για την κατάληψη του θρόνου ήταν πλέον εξ αρχής καταδικασμένη, με τις ανάλογες ασφαλώς συνέπειες για όλους τους εμπλεκομένους. Οι περιορισμένες αριθμητικώς στρατιωτικές μονάδες που είχε στη διάθεσή του ο κάθε δούκας δεν ήταν δυνατόν να επιτύχουν την υλοποιήση ανατρεπτικών πλάνων.
Θα ολοκληρώσουμε τις μεταρρυθμήσεις με αναφορά στις πολυάριθμες υπηρεσίες που υπήρχαν εντός της κεντρικής διοίκησης, οι οποίες ασχολούνταν με τις πολιτικές, αλλά κυρίως με τις οικονομικές υποθέσεις. Οι επικεφαλής τους, όπως και οι διοικητές του στρατού, ήταν μέλη της αυτοκρατορικής αυλής (comitatus). Οι σημαντικότεροι εξ αυτών ήταν οι ακόλουθοι:
• Μάγιστρος των οφφικίων (magister officiorum): Επιτελούσε κατά βάση δικαστικά καθήκοντα, αλλά λειτουργούσε και ως ένα είδος μυστικής αστυνομίας με ευθύνη για την προσωπική ασφάλεια του αυτοκράτορος. Είχε υπό τον έλεγχό του κρατικούς πράκτορες (curiosi) των οποίων αποστολή ήταν η παρακολούθηση της δράσεως και η ενημέρωση περί των φρονημάτων υπαλλήλων και υπηκόων.
• Κόμης των θείων θησαυρών (sacrarum largitionum), το δεύτερο σπουδαιότερο αξίωμα στην ιεραρχία: Ήταν ανώτατος πολιτικός αξιωματούχος και διαχειριστής του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου που περιελάμβανε ορυχεία, νομισματοκοπεία, είσπραξη κάποιων συγκεκριμένων φόρων και πληρωμή στρατευμάτων.
• Κόμης του ιδιωτικού ταμείου του αυτοκράτορος (come rei privateae): αρμοδιότητά του ήταν η διαχείριση της προσωπικής περιουσίας του Αυγούστου, ιδιαιτέρως η ενοικίαση μεγάλων κτηματικών εκτάσεων. Τα καθήκοντά του όμως περιορίσθηκαν αισθητά, όταν οι βασικοί επαρχιακοί φόροι περιήλθαν αργότερα στην άμεση αρμοδιότητα των πραιτωριανών επάρχων.
• Μέγας θαλαμηπόλος (praepositus sacri cubiculi): αρχιευνούχος όπου λόγω των καθηκόντων του, είχε άμεση πρόσβαση στον αυτοκράτορα. Η δύναμή του αυξανόταν κατακόρυφα, κυρίως όταν τον θρόνο κατείχε κάποιος ανίσχυρος ή άβουλος αυτοκράτωρ, αφού ουσιαστικά λάμβανε κρατικές αποφάσεις αντί αυτού.
Δρ. Αντώνιος Λέκκας /www.ptisidiastima.com/
Η διαμόρφωση του συστήματος της Τετραρχίας
Καταπιάνομαι σήμερα με ένα θέμα, στο οποίο έχω ακροθιγώς αναφερθεί πολλές φορές αναφορικά με την ύστερη αρχαιότητα, τη διαμόρφωση του «συστήματος» της Τετραρχίας. Στο σημερινό άρθρο φιλοδοξώ να καταστούν σαφή τα αίτια που οδήγησαν τον Διοκλητιανό να μοιραστεί την αυτοκρατορική εξουσία αρχικά με τον Μαξιμιανό ως συναυτοκράτορα και αργότερα με τους Γαλέριο και Κωνστάντιο ως Καίσαρες. Παράλληλα, θα εξεταστούν οι φάσεις της εξέλιξης του «πολιτεύματος» της Τετραρχίας μέχρι και την τελική της παρακμή.
Για την ιστορία της όψιμης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το έτος 284 μ.Χ. έχει μεγάλη σημασία για την εξέλιξη των γεγονότων. Τον Νοέμβριο του έτους αυτού, μετά τον αιφνίδιο θάνατο του ενός εκ των δύο νομίμων αυτοκρατόρων, Νουμεριανού, στη Νικομήδεια ο στρατηγός και διοικητής της σωματοφυλακής του εκλιπόντος βασιλέα, Διοκλής, μετονομάζεται Διοκλητιανός και ανακηρύσσεται αυτοκράτορας από το στράτευμα. Την επόμενη χρονιά, το 285, νικά σε μάχη κοντά στον Μοράβα (Μάργο) ποταμό τον αδερφό και συναυτοκράτορα του Νουμεριανού, Καρίνο, ο οποίος δολοφονήθηκε από τους ίδιους τους πραιτοριανούς του, μένοντας έτσι μοναδικός αυτοκράτορας.
Ο Διοκλητιανός ευτύχησε μίας μακρόχρονης βασιλείας είκοσι ετών, από την οποία εκούσια παραιτήθηκε το 305, γεγονός πρωτάκουστο για τα ρωμαϊκά ειωθότα. Άμεσα συνυφασμένη με το πρόσωπό του είναι η εγκαθίδρυση της «Τετραρχίας». Η πεντηκονταετία που προηγήθηκε της ανάρρησης του Διοκλητιανού στον θρόνο σημαδεύτηκε από αστάθεια στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας. Σε διάστημα πενήντα χρόνων, σχεδόν πενήντα αυτοκράτορες ανέβηκαν στον θρόνο και μόνο ένας εξ αυτών είχε φυσικό θάνατο. Παράλληλα, οι συνεχείς βαρβαρικές επιδρομές έφταναν μέχρι τον «σκληρό» πυρήνα της αυτοκρατορίας, τη Μεσόγειο. Το σύνορο του Δούναβη παραβιαζόταν από εισβολείς σχεδόν κάθε χρόνο, το ίδιο και το σύνορο του Ρήνου. Η Βρετανία και η Γαλατία είχαν αποστήσει ανακηρύσσοντας ξεχωριστούς αυτοκράτορες, ενώ στην Ανατολή πέραν του Σασσανιδικού κινδύνου έπρεπε να αντιμετωπιστεί και η αναδυόμενη «Αυτοκρατορία» της Παλμύρας με βασίλισσά της την περιώνυμη Ζηνοβία, τη «νέα Κλεοπάτρα» όπως ονομάστηκε.
Αμέσως μετά την επίσημη αναγνώρισή του από τη σύγκλητο της Ρώμης, κατά τη μοναδική φορά που επισκέφτηκε την πόλη της Ρώμης, ο Διοκλητιανός ξεκίνησε την προσπάθεια ανόρθωσης της ρωμαϊκής κοινωνίας και οικονομίας. Την επόμενη χρονιά (286 μ.Χ.) ο Διοκλητιανός ορίζει τον Μάρκο Αυρήλιο Βαλέριο Μαξιμιανό Αύγουστο και συναυτοκράτορα· σημειωτέον πως η πρακτική της από κοινού άσκησης της εξουσίας δεν ήταν άγνωστη την προηγούμενη περίοδο, ήδη ο Αύγουστος είχε μοιραστεί την εξουσία στα πλαίσια της ομαλής μεταβίβασης της αρχής και της προετοιμασίας των μελλοντικών διαδόχων. Συχνά, σε περιπτώσεις διαδοχής γιου από πατέρα, αυτοί συμβασίλευαν από κοινού. Η πρωτοτυπία του Διοκλητιανού έγκειται στον αριθμό των μετεχόντων στην εξουσία.
Άλλο ένα χαρακτηριστικό της Τετραρχίας είναι η «διάσπαση» των εδαφών της αυτοκρατορίας σε «τομείς ευθύνης», εκάστου των τετραρχών. Το 293, με στόχο τον καλύτερο έλεγχο του στρατού και την αποφυγή εξεγέρσεων, αναγορεύθηκαν δύο Καίσαρες ως βοηθοί των δύο Αυγούστων. Ο Διοκλητιανός υιοθέτησε έναν στρατιωτικό άσημης καταγωγής από τη Δακία και τη Θράκη, τον Γάιο Γαλέριο Βαλέριο Μαξιμιανό, έπαρχο του πραιτορίου, και ο Μαξιμιανός τον έπαρχο της Δαλματίας Φλάβιο Βαλέριο Κωνστάντιο, γνωστό ως Κωνστάντιο Χλωρό, πατέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Διαμορφώθηκε έτσι ένα status quo με τον Καίσαρα Κωνστάντιο να ελέγχει τη Βρετανία, τις γαλατικές επαρχίες και την Ισπανία με έδρα τους Τρεβήρους (Augusta Treverorum), τη σημερινή Τρίερ, τον Αύγουστο Μαξιμιανό την Ιταλία και τη Βόρεια Αφρική με έδρα το Μιλάνο, τον Καίσαρα Γαλέριο τη Βαλκανική με έδρα την πόλη της Θεσσαλονίκης και τον «πρεσβύτερο» Αύγουστο Διοκλητιανό την Ανατολή και Αίγυπτο από την πόλη της Νικομήδειας. Πέραν της υιοθεσίας, οι νέοι Καίσαρες παντρεύτηκαν τις κόρες των Αυγούστων Βαλερία, κόρη του Διοκλητιανού, ο Γαλέριος και Θεοδώρα, κόρη της συζύγου του Μαξιμιανού από πρότερο γάμο, ο Κωνστάντιος.
Ο Διοκλητιανός ως «πρεσβύτερος» Αύγουστος (δε διέθετε στην ουσία μεγαλύτερη ισχύ από τους υπολοίπους συνάρχοντές του, αλλά αξίωνε τον προσήκοντα σεβασμό και την ανάλογη τιμή από τους υπολοίπους) τελούσε υπό την προστασία του Δία, έχοντας το «επίθετο» Ιόβειος (Iovis=ο Δίας)· το επώνυμο αυτό έφερε και ο Γαλέριος ως βοηθός και αργότερα διάδοχός του, ενώ ο Μαξιμιανός πάλι τελούσε υπό την προστασία του Ηρακλή και ονομάζονταν, για να ξεχωρίζει από τον συνονόματό του Γαλέριο, Ερκούλιος (όπου Hercules ο Ηρακλής), το ίδιο και ο Κωνστάντιος.
Το 305 μ.Χ., έχοντας αισίως συμπληρώσει είκοσι χρόνια βασιλείας ο Διοκλητιανός παραιτείται του θρόνου υποχρεώνοντας και τον Μαξιμιανό, παρά τη θέλησή του, να πράξει το ίδιο. Αύγουστοι τότε γίνονται οι μέχρι πρότινος Καίσαρες Γαλέριος στην Ανατολή και Κωνστάντιος στη Δύση και σαν Καίσαρες προκρίνονται ο ανιψιός του Γαλέριου Μαξιμίνος, ο Δάιας, τελώντας υπό τον θείο του και ο στρατιωτικός Σεβήρος υπό τον Κωνστάντιο. Παραγκωνίστηκαν, όμως, οι γιοι των Κωνσταντίου και Μαξιμιανού, Κωνσταντίνος και Μαξέντιος. Η συνέχεια των γεγονότων αυτών έχει αναπτυχθεί διεξοδικά στο σχετικό με τη μάχη της Μούλβιας Γέφυρας άρθρο μου.
Είδαμε, λοιπόν, συνοπτικά τα γεγονότα που οδήγησαν τον Διοκλητιανό στη διαμόρφωση του νέου συστήματος διακυβέρνησης, γνωστού ως Τετραρχία και τους πρωταγωνιστές της. Η βασιλεία του Διοκλητιανού σηματοδοτεί τη μετάβαση στην Ύστερη αρχαιότητα και τον Δυτικό μεσαίωνα, με τη μεταβολή του πολιτεύματος επί τω αυταρχικότερω μεταβαίνουμε από το Πριγκιπάτο, όπως είχε καθιερωθεί από τον Αύγουστο, στην αυτοκρατορική Δεσποτεία (Dominatus) των Διοκλητιανού και Κωνσταντίνου. Για όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη μελέτη της Ύστερης Αρχαιότητας, η βασιλεία του Διοκλητιανού και η Τετραρχία με τις μεταβολές που αυτήν επέφερε στη ρωμαϊκή κοινωνία χρήζουν σοβαρής μελέτης.
Του Κωνσταντίνου Πίχλιαβα /www.offlinepost.gr/