Δεν δίστασε να μιλήσει για την «τέχνη» του. Ίσως έπαιξε ρόλο το γεγονός ότι δεν βρίσκονταν στη ζωή κάποιοι από τους συλλέκτες τους οποίους φέρεται να είχε ξεγελάσει. Η δέσμευση ότι δεν θα διαρρεύσει το όνομά του μπορεί να ήταν πρόσθετος λόγος που βοήθησε να λυθεί η γλώσσα του.
Ενας πλαστογράφος εξομολογείται με ποια τεχνάσματα κατασκεύαζε αρχαία-μαϊμού, που ξεγελούσαν τους συλλέκτες
Παλιός γνώριμος της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας ως πληροφοριοδότης, ο πλαστογράφος περιέγραψε βήμα προς βήμα τις μεθόδους του. Ανέλυσε πώς με ένα συνεργό του σμίλευαν παριανό μάρμαρο, το έλουζαν με ακουαφόρτε και το έθαβαν σε γλάστρες για να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση αυθεντικότητας. Ισχυρίστηκε ότι συστηματικά διοχέτευσε στην παράνομη ελληνική αγορά, έναντι εκατομμυρίων δραχμών, κίβδηλα κυκλαδικά ειδώλια πείθοντας ακόμη και τα πιο έμπειρα μάτια.
Η μαρτυρία του Ελληνα πλαστογράφου δημοσιεύτηκε αυτούσια, σε πρώτο πρόσωπο, στις 9 Δεκεμβρίου 2022, σε άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό International Journal of Cultural Property των Εκδόσεων του Πανεπιστημίου Κέμπριτζ. Η διήγησή του προσφέρει μια σπάνια θέαση στον παράνομο κόσμο της διακίνησης αρχαιοτήτων, αλλά και στις πρακτικές της εξαπάτησης.
Ο πλαστογράφος, που δεν κατονομάζεται στο άρθρο, μίλησε τρεις φορές τα έτη 2009 και 2010 στον αρχαιολόγο και ερευνητή αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων Χρήστο Τσιρογιάννη. Από το 2004 έως το 2008, ο δρ Τσιρογιάννης συνεργαζόταν με τη Δίωξη Αρχαιοκαπηλίας της Ελληνικής Αστυνομίας και αναφέρει ότι εκεί γνωρίστηκε με τον συγκεκριμένο άντρα. Οπως επισημαίνει ο ίδιος, περιστασιακά ο πλαστογράφος παρείχε πληροφορίες στις διωκτικές αρχές, οι οποίες αποδεικνύονταν αξιόπιστες.
Το άρθρο στο επιστημονικό περιοδικό συνυπογράφουν μαζί με τον Ελληνα ερευνητή ο Ντέιβιντ Γκιλ, ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεντ, και ο αρχαιολόγος Κρίστοφερ Τσιπιντέιλ. Οι συντάκτες δεν υιοθετούν ανεπιφύλακτα τους ισχυρισμούς του πλαστογράφου. Αλλωστε, σε αυτές τις υποθέσεις συχνά είναι δύσκολο να διακρίνει κάποιος πού σταματάει η αλήθεια και πότε ξεκινάει η υπερβολή. Σημειώνουν ότι επιχείρησαν να σταθμίσουν τα κίνητρα του πλαστογράφου, συνέκριναν τα λεγόμενά του με άλλα στοιχεία που ήδη γνώριζαν από υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας, τσέκαραν ημερομηνίες και λεπτομέρειες και προσπάθησαν να εντοπίσουν πιθανά έργα του.
«Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε εάν η διήγησή του είναι όλη ή εν μέρει αληθινή. Θεωρούμε ότι κάποια στοιχεία, εάν όχι όλα, είναι αυθεντικά και είναι σημαντικό να υπάρχει καταγεγραμμένη αυτή η μαρτυρία από πρώτο χέρι, για πρώτη φορά, ώστε να εξεταστεί έπειτα και από άλλους ειδικούς», σημειώνει στην «Κ» ο δρ Τσιρογιάννης, ο οποίος είναι επικεφαλής ομάδας εργασίας για την παράνομη διακίνηση αρχαιοτήτων, της έδρας UNESCO στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. «Γνωρίζουμε πάντως από διάφορες μαρτυρίες συλλεκτών ότι κυκλοφορούσαν πλαστά κυκλαδικά ειδώλια», αναφέρει και προσθέτει ότι και για την αυθεντικότητα ορισμένων εκθεμάτων σε διεθνή μουσεία έχουν διατυπωθεί σοβαρές επιφυλάξεις. Παράλληλα με τη διήγηση του πλαστογράφου, η «Κ» αναζήτησε αντίστοιχες μαρτυρίες και στοιχεία τα οποία συμπληρώνουν την εικόνα για τις τεχνικές, τη δράση των Ελλήνων κιβδηλοποιών και την απήχηση των δημιουργημάτων τους.
Ο πλαστογράφος ξεκινάει τη διήγησή του λέγοντας ότι λειτουργούσε ως μεσάζων στο παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων με αφετηρία τη δεκαετία του ’80. Δουλειά του ήταν να αγοράζει όσο πιο φθηνά μπορούσε κάποιο αντικείμενο από λαθρανασκαφείς και έπειτα να το διαθέτει πιο ακριβά σε πρόσωπα ανώτερα ιεραρχικά στο κύκλωμα, είτε σε κάποιον έμπορο αρχαιοτήτων είτε σε κάποιον συλλέκτη.
Από την τριβή του με άλλους αρχαιοκάπηλους είχε μάθει, όπως υποστηρίζει, ότι εκείνα τα χρόνια η αξία κάθε κυκλαδικού ειδωλίου υπολογιζόταν στο 1,5 εκατ. δραχμές ανά εκατοστό. Εάν το αγαλματίδιο υπερέβαινε σε ύψος τα 25 εκατοστά η τιμή σκαρφάλωνε και έπρεπε να γίνει νέα διαπραγμάτευση για την πώλησή του.
Κατά το 1986 φέρεται να γνώρισε έναν αγιογράφο και συντηρητή εικόνων, ο οποίος του είπε ότι είχε και γνώσεις κατεργασίας μαρμάρου. Αποφάσισαν να συνεργαστούν ώστε να παραγάγουν κίβδηλα κυκλαδικά ειδώλια. Ο πλαστογράφος είχε ήδη καλλιεργήσει επαφές στον χώρο και θεωρούσε ότι θα μπορούσε να τα διοχετεύσει σχετικά εύκολα στην παράνομη αγορά. Χρειάστηκε να περάσει χρόνος και να πειραματιστούν για να εξελίξουν την τεχνική τους.
Σύμφωνα με τη διήγησή του, ο πλαστογράφος προμηθεύτηκε μάρμαρο από την Πάρο και τη Νάξο. Ο συνεργός του είχε την ευθύνη της σμίλευσης, για την οποία κατά βάση προσπαθούσε να χρησιμοποιεί εργαλεία από οψιανό (γνωστό και ως οψιδιανός, είναι ένα είδος πετρώματος από ηφαιστειογενείς περιοχές), ώστε να προσεγγίζει τις πρακτικές της αρχαιότητας. Εφτιαχναν κυρίως ειδώλια ύψους μέχρι 15 εκατοστά, γιατί τα μεγαλύτερα σε μέγεθος θα μπορούσαν πιο εύκολα να κινήσουν υποψίες.
Ακολουθούσε η δημιουργία της πατίνας, του ιδιαίτερου χρώματος που αποκτά μια επιφάνεια όταν πολυκαιρίσει. Ο πλαστογράφος ανέφερε στον δρα Τσιρογιάννη ότι ο συνεργός του περνούσε το μάρμαρο με βερνίκι, αλλά και ζάχαρη. Επειτα έριχναν πάνω του υγρό σίδηρο, τον οποίο όπως έλεγε είχαν αγοράσει από φαρμακείο στην Ομόνοια. Στο τέλος έλουζαν το αντικείμενο με υδροχλωρικό οξύ για να το διαβρώσουν και να φανεί πιο γερασμένη η επιφάνειά του. Ακολουθούσε τρίψιμο με άχυρο και σε κάποιες περιπτώσεις, σύμφωνα με τη μαρτυρία, έθαβαν τα κίβδηλα ειδώλια για αρκετό καιρό σε γλάστρες, στις οποίες έβαζαν βασιλικό ή άλλα φυτά. Αυτή ήταν και η τελευταία πινελιά, που στόχο είχε να προσδώσει περισσότερη αληθοφάνεια στο εγχείρημά τους.
Ο πλαστογράφος ισχυρίστηκε ότι είχε καταφέρει να πουλήσει ψεύτικα ειδώλια σε συλλέκτη ο οποίος φέρεται να είχε επαφές με τον αραβικό κόσμο και δεν αποκλείεται κάποια εξ αυτών να κατέληξαν σε χώρες του Περσικού Κόλπου. Αντίστοιχα ισχυρίστηκε ότι πούλησε και άλλα κίβδηλα σε γνωστούς συλλέκτες της εποχής και ότι κάποια φέρεται να αποτελούν μέρος ιδιωτικής συλλογής. Τουλάχιστον μία φορά πρέπει να έγινε αντιληπτή η απάτη του.
Mε ένα συνεργό του σμίλευαν παριανό μάρμαρο, το έλουζαν με ακουαφόρτε και το έθαβαν κάτω από τον βασιλικό, για να δημιουργήσουν μια ψευδαίσθηση αυθεντικότητας.
Η ιστορία
Η διοχέτευση πλαστών αντικειμένων στην παράνομη αγορά αρχαιοτήτων φαίνεται πως ήταν διαδεδομένη πρακτική και σε παλιότερες δεκαετίες στην Ελλάδα. Ηδη από τη δεκαετία του 1920 στην Αθήνα φέρεται να κυκλοφορούσαν ψεύτικες Ταναγραίες, μικρά πήλινα αγαλματίδια γυναικείων μορφών. Στις 4 Ιουλίου 1935 είχε δημοσιευτεί σε ένα μονόστηλο της «Καθημερινής» η είδηση ότι μέλη σπείρας αρχαιοκαπήλων «έθετον τεχνηέντως εις κυκλοφορίαν κίβδηλα αρχαία αντικείμενα» και ότι «εξηπατήθησαν πλείστα μέλη της αριστοκρατικής κοινωνίας» της Αθήνας «και πλείστοι Θεσσαλονικείς έμποροι». Σύμφωνα με τον νόμο 3028 του 2002, η διάθεση απομιμήσεων αρχαίων αντικειμένων ως γνήσιων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών.
Πρόσωπο με καλή γνώση των αρχαιοκαπηλικών κυκλωμάτων που δρούσαν στην Ελλάδα μίλησε στην «Κ» υπό τον όρο της ανωνυμίας και περιέγραψε τις δικές του εμπειρίες από κίβδηλα αρχαία που είχαν έρθει στην αντίληψή του. Υποστηρίζει πως ορισμένα από τα πλαστά που κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα ήταν εισαγωγής και κάνει λόγο για ψεύτικα νομίσματα που έφταναν από τη Βουλγαρία ή πήλινα τα οποία συνήθως ήταν ιταλικής προέλευσης. «Ζούσαν κάποτε οικογένειες από αυτή την παραγωγή», ισχυρίζεται.
Όπως λέει, το 1990 του επιδείχθηκαν φωτογραφίες κυκλαδικών ειδωλίων. Δεν μπορεί να ανακαλέσει ποιος ήταν ο κάτοχός τους, «περισσότερο συγκρατώ στη μνήμη μου τα αντικείμενα παρά τα πρόσωπα», τονίζει. «Ηταν ειδώλια σε διάφορα μεγέθη, και στις φωτογραφίες εμφανίζονταν μαζί με κάποια σπασμένα γνήσια για ξεκάρφωμα. Ελεγαν ότι τα είχαν βρει όλα μαζί σε έναν τάφο, πληροφορία που από μόνη της φαινόταν ύποπτη. Ηταν εμφανές από τις περιγραφές και τις εικόνες ότι επρόκειτο για ψεύτικη παρτίδα».
Θυμάται ότι άλλοι πλαστογράφοι χρησιμοποιούσαν θειικό οξύ για να κατεργαστούν το μάρμαρο ή βύθιζαν τα αντικείμενα ακόμη και για έξι μήνες στη θάλασσα. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως παρατηρεί, τα κίβδηλα αρχαία μπορούσαν να προδοθούν και από μια χαρακτηριστική μυρωδιά που τα ακολουθούσε έπειτα από τα διάφορα στάδια επεξεργασίας τους.
Αναφέρει ακόμη ότι άλλοι πλαστογράφοι περνούσαν τα αντικείμενα με γομαλάκα, η οποία χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία, γλάσο σε τρόφιμα και ως υλικό φινιρίσματος. Μπορεί να βύθιζαν το δημιούργημά τους σε νερό με τρίμματα σιδήρου ή να χρησιμοποιούσαν ως επίχρισμα στάχτες ή κερί. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να γινόταν επικάλυψή τους και με κοπριά, σε μια απόπειρα να μείνουν πάνω στην επιφάνεια οργανικά κατάλοιπα, για να δοθεί η εντύπωση ότι το αντικείμενο ήταν θαμμένο για αιώνες στη γη. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν όλες αυτές οι ευρηματικές πρακτικές απέδιδαν.
Ένα από τα πιο συνήθη λάθη των πλαστογράφων, όπως επισημαίνει στην «Κ» η ίδια πηγή, ήταν ότι η πατίνα που δημιουργούσαν ήταν ομοιόμορφη. Αγνοούσαν, όπως λέει, ότι στις αρχαιότητες υπάρχει ένα κομμάτι που «κοιμάται», εννοώντας ότι ανάλογα με το πώς έχει ακουμπήσει στο έδαφος ένα αντικείμενο δεν εμφανίζει σε κάθε του πλευρά τις ίδιες αλλοιώσεις.
Η «πεπλοφόρος»
Ο Βασίλης Λαμπρινουδάκης, ομότιμος καθηγητής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε συναντήσει στο παρελθόν κίβδηλες αρχαιότητες. Θυμάται μία από τις πρώτες σχετικές υποθέσεις που κλήθηκε να χειριστεί. Επρόκειτο για αντικείμενα που είχαν βρεθεί από τις Αρχές σε χέρια αρχαιοκαπήλων και έπρεπε να διαπιστωθεί η γνησιότητά τους. Ηταν μία μαρμάρινη κεφαλή και άλλα αντικείμενα. Η γνωμοδότηση δεν ήταν εύκολη, κάποια στοιχεία έδειχναν ότι επρόκειτο για πλαστά, άλλα δημιουργούσαν την αίσθηση πως ήταν γνήσια. Στην πορεία της έρευνάς τους υποδείχθηκε ο πιθανός κατασκευαστής τους, ο οποίος φέρεται να χρησιμοποιούσε τα υπολείμματα καύσης από ξυλόσομπα για να τους δώσει ένα ροδίζον χρώμα.
Σε περιπτώσεις αμφισβήτησης της γνησιότητας ενός αντικειμένου έχει κληθεί να δώσει απαντήσεις με ειδικές αναλύσεις και μεθόδους χρονολόγησης και το Εργαστήριο Αρχαιομετρίας του Εθνικού Κέντρου Ερευνας Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος». Ο κ. Λαμπρινουδάκης ανακαλεί άλλη μία υπόθεση που τον είχε απασχολήσει, της πεπλοφόρου κόρης.
Ήταν ένα άγαλμα το οποίο είχε βρεθεί το 2012 σε στάνη στη Φυλή της Αττικής και είχε θεωρηθεί η «δίδυμη αδελφή» της Πεπλοφόρου, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Ο κ. Λαμπρινουδάκης είχε κληθεί στα γραφεία της Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας, όπου αντίκρισε το αντικείμενο. «Η πρώτη εντύπωση όταν το έβλεπε κανείς από μακριά ήταν ότι επρόκειτο για άλλη μία κόρη, γι’ αυτό και είχαν εκφραστεί στην αρχή διαφορετικές απόψεις από αρχαιολόγους. Με τη δεύτερη ματιά, όμως, μπορούσε κάποιος να δει ότι τα σπασίματα ήταν ακριβώς τα ίδια με το πρωτότυπο», λέει.
Προσθέτει ότι αυτό το άγαλμα ήταν βαρύτερο απ’ ό,τι ένα μαρμάρινο έργο. Πιθανότατα είχε δημιουργηθεί από τσιμέντο μαζί με άλλες προσμείξεις, ενώ δεν είχε τη λεπτότητα που έχουν συνήθως αυτά τα γλυπτά. Όπως εξηγεί, αρχαιολόγοι της Διεύθυνσης Τεκμηρίωσης του υπουργείου Πολιτισμού παρατήρησαν ίχνη από καλούπωμα, μεταξύ άλλων στοιχείων που παρέπεμπαν σε κίβδηλο αντικείμενο. «Είχαν προσπαθήσει με έξυπνο τρόπο να ξεγελάσουν», λέει ο κ. Λαμπρινουδάκης για τους κιβδηλοποιούς, «αλλά είχαν κάνει λάθη».
www.kathimerini.gr/Γιάννης Παπαδόπουλος /Εικονογράφηση: Lukia Katti