Τοιχογραφία. Αθήνα, Μονή Καισαριανής, Αναπαράσταση εξοπλισμού βυζαντινού σπιτιού. (©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
Το κέντρο του ιδιωτικού βίου των Βυζαντινών ήταν αναμφίβολα το σπίτι τους. Η μορφή των σπιτιών στο Βυζάντιο γνώρισε πολλές παραλλαγές στην πορεία των αιώνων, οι οποίες σχετίζονταν με την οικονομική κατάσταση του ιδιοκτήτη, τη μορφολογία του εδάφους και φυσικά τον διαθέσιμο κάθε φορά χώρο.
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, συνεχίστηκε ο τύπος σπιτιού της αρχαιότητας που περιλάμβανε μεγάλες πολυτελείς επαύλεις για τους εύπορους πολίτες των πόλεων και αγροικίες στην ύπαιθρο. Μετά το πέρασμα των αιώνων και την αλλαγή στις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, σταδιακά το σπίτι περιορίστηκε σε μέγεθος και πολυτέλεια και στέγαζε συχνά περισσότερες από μία οικογένειες. Οι σχετικές μαρτυρίες που διαθέτουμε προέρχονται κυρίως από περιγραφές κειμένων, εικονογράφηση χειρογράφων και παραστάσεις μνημειακής ζωγραφικής, ενώ εξίσου πολύτιμες είναι και οι αρχαιολογικές μαρτυρίες που προέρχονται από ανασκαφές σπιτιών.
Βασικά έπιπλα του σπιτιού ήταν το κρεββάτι (κλινάριον ή κρεββάτιον) και το τραπέζι. Πάνω στα κρεβάτια στρώνονταν τα κρεββατοστρώσια ή κρεββατοστρώμνια, τα προσκεφάλαια ή μαξιλάρια και τα σεντόνια, που ήταν φτιαγμένα από λινό ύφασμα ή μαλλί, ή ακόμη και από μετάξι, βαμμένα, κεντημένα ή υφασμένα με χρυσοκλωστές στην παρυφή.
Τα τραπέζια ήταν κατασκευασμένα κυρίως από ξύλο, και σε σπάνεις περιπτώσεις, κυρίως αυτοκρατορικών παλατιών, ήταν από ασήμι, χρυσό ή έφεραν επένδυση από πλακίδια ελεφαντόδοντου. Τα σπίτια είχαν καρέκλες (θρονία) και τα σκαμνιά (σκάμνοι ή σελλία) που ήταν χαμηλά καθίσματα με δύο ή τέσσερα στηρίγματα. Τέλος, στα έπιπλα συγκαταλέγονται και τα σινδούκια ή σεντούκια για τη φύλαξη προϊόντων ή αντικειμένων.
Τοιχογραφία. Κόσοβο, Παναγία Λιέβισκα, Αναπαράσταση της Αγίας Βαρβάρας.
(©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
Τα δάπεδα των πλουσίων σπιτιών καλύπτονταν με ψηφιδωτά ή μαρμαροθετήματα , ενώ στην πλειοψηφία τους τα βυζαντινά σπίτια έφεραν απλά δάπεδα καλυμμένα με τάπητες (επεύχια ή υπεύχια), ποικίλου μεγέθους και πάχους. Επίσης, βαριά παραπετάσματα (βήλα) ήταν κρεμασμένα από την οροφή, ώστε να διαχωρίζονται μεταξύ τους οι χώροι του σπιτιού.
Ο φωτισμός του βυζαντινού σπιτιού εξασφαλιζόταν με κεριά και λυχνάρια. Τα κεριά φτιάχνονταν αποκλειστικά από μελισσοκέρι, ενώ τα λυχνάρια ήταν πήλινα ή μεταλλικά, γέμιζαν με λάδι ή λίπος και στην άκρη τους έκαιγε φυτίλι.
Απαραίτητο στοιχείο του εξοπλισμού του σπιτιού ήταν τα μαγειρικά και τα επιτραπέζια σκεύη, τα πιάτα (σκουτέλια ή πινάκια), οι δίσκοι, οι γαβάθες, τα ποτήρια, τα κύπελλα (καύκοι ή σκυφία), οι κανάτες (οινοχόες) και οι αλατιέρες (αλατοδοχεία), Στην πλειοψηφία τους και κατά περίπτωση ήταν πήλινα ή ξύλινα και σπανιότερα μεταλλικά. Ωστόσο, στα πλουσιότερα τραπέζια οι πηγές αναφέρουν χάλκινα σκεύη, ακόμη και αργυρά ή επίχρυσα, κοσμημένα με πολύτιμους λίθους.
Ενδιαφέρουσα παράμετρος της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών ήταν η διατροφή τους. Όπως προκύπτει από ιστορικές πηγές και αρχαιολογικές μαρτυρίες, τα κατώτερα στρώματα αρκούνταν σε ξηρή τροφή ή χυλούς, ενώ οι αριστοκράτες κατανάλωναν μεγάλη ποικιλία εδεσμάτων σε πολυτελή γεύματα και δείπνα. Βασικά στοιχεία της διατροφής των Βυζαντινών ήταν τα τρία κύρια προϊόντα της Μεσογειακής διατροφής: το αλεύρι, το λάδι, και το κρασί, τα οποία συμπληρώνονταν με φρούτα, λαχανικά, όσπρια και άφθονα ψάρια.
Προκειμένου οι Βυζαντινοί να δώσουν γεύση στο φαγητό προσέθεταν διάφορα καρυκεύματα, όπως αλάτι και πιπέρι, κανέλα, γαρίφαλο, διάφορους τύπους κύμινου, λεβάντα, μέλι, ξίδι και σκόρδο, καθώς και αρωματικά (άνηθο, μάραθο, δενδρολίβανο, ρίγανη, κάπαρη). Η πιο διαδεδομένη σάλτσα ήταν το γάρον ή ο γάρος, που παρασκευαζόταν από μικρά ψάρια και εντόσθια ψαριών.
Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Θερισμός.
(©Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Την κοινωνική θέση των Βυζαντινών, εκτός από τα σπίτια και τη διατροφή τους αντανακλούσαν και τα ενδύματα, τα οποία υποδείκνυαν την οικονομική κατάσταση, το επάγγελμα, την ηλικία και φυσικά το φύλο. Τα ενδύματα των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων ήταν φτιαγμένα συνήθως από μονόχρωμα πανιά που υφαίνονταν από τις γυναίκες κάθε σπιτιού στον αργαλειό και ήταν κατά κανόνα λινά ή μάλλινα. Αντίθετα, η ανώτερη τάξη φορούσε κυρίως ποδήρη ενδύματα κατασκευασμένα από ακριβές πρώτες ύλες, όπως μετάξι, λινό και μεταλλικά νήματα (χρυσοκλωστές, αργυροκλωστές) με μεταλλικά ή οστέϊνα κουμπιά, ιδιαίτερα από τον 11ο αιώνα και εξής.
Μικρογραφία σε χειρόγραφο. Αναπαράσταση βυζαντινού παλατιού.
(©Σύνοψις Ιστοριών Ιωάννου Σκυλίτζη, Ισπανία, Μαδρίτη, Εθνική Βιβλιοθήκη)
Τα ενδύματα, αλλά και τα σωζόμενα κοσμήματα καθώς και τα εργαλεία καλλωπισμού και τα δοχεία των αρωμάτων εκφράζουν με σαφή τρόπο το ενδιαφέρον που έδειχνε η βυζαντινή κοινωνία για τον στολισμό και την κόσμηση. Η αγάπη αυτή για καλλωπισμό είχε κληρονομηθεί από τη Ρωμαϊκή εποχή.
Τοιχογραφία. Κύπρος, Ορμίδεια, Ναός Αγίου Γεωργίου Άγκωνος, Αναπαράσταση της Αγίας Κυριακής. (©Φωτογραφικό Αρχείο ΕΚΒΜΜ)
Σε αντίθεση με τις απαγορεύσεις των Πατέρων της Εκκλησίας και τα ασκητικά πρότυπα των αγίων, τα υλικά κατάλοιπα του Βυζαντινού πολιτισμού φανερώνουν ότι τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν τα κοσμήματα, τα ενδύματα και τα ψιμύθια , όχι μόνο ως μέσα για τη βελτίωση της εμφάνισής τους, αλλά και ως δείκτες της κοινωνικής τους θέσης. Πηγή κειμένου exploringbyzantium.gr/E