Απουλία- Ο χώρος κατοικείται από την αρχαιότητα, όπως μαρτυρούν αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται μεταξύ 3ου και 7ου αιώνα π.Χ. Η πόλη είναι γνωστή για τα κρασιά της και την κυκλική της δομή που σήμερα αποτελεί ιστορικό κέντρο, από το οποίο προέρχεται και το όνομα της!
Το Λοκοροτόντο (ιταλικά: Locorotondo, στην τοπική διάλεκτο: U Curdùnne) είναι ιταλική πόλη 13.924 κατοίκων (2021) στη μητροπολιτική περιοχή του Μπάρι στην Απουλία.
Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι η περιοχή κατοικούνταν ήδη γύρω στην τρίτη χιλιετία π.Χ., αλλά ο πρώτος πραγματικός οικισμός χρονολογείται στην περίοδο μεταξύ του ένατου και του έβδομου αιώνα π.Χ. και θεωρείται αποικία των Λοκρών Ελλήνων.
Το Βάριον
Το Λοκοροτόντο ανήκει δε και σήμερα στην περιφέρεια του Bari, λατινικά: Barium, αρχαία ελληνικά: Βάριον) περιφέρεια της βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι ιδρυτές της πόλης ήταν οι Πευκέτιοι. Από τη στιγμή που πέρασε στην Ρωμαϊκή Δημοκρατία τον 3ο αιώνα π.Χ. απέκτησε στρατηγική σημασία σαν σημείο σύνδεσης του παραλιακού δρόμου και της Βία Τραιάνα και σαν λιμάνι για το εμπόριο προς ανατολάς. Ένας δευτερεύων δρόμος οδηγούσε από το Μπάρι στον Σπαρτιάτικο Τάραντα. Το λιμάνι του, αναφερόμενο ήδη από το 181 π.Χ., ήταν πιθανότατα το κύριο της περιοχής στην αρχαιότητα όπως και σήμερα, αλλά και αλιευτικό κέντρο. Ο πρώτος Επίσκοπος Μπάρι ήταν ο Γερβάσιος, που ορίστηκε στη Σύνοδο της Σαρδικής το 347. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ήταν μέχρι το 10ο αιώνα ο προϊστάμενος των επισκόπων της πόλης. Μετά τις καταστροφές των Γοτθικών Πολέμων (376–554) οι Λομβαρδοί καθιερώσανε μια σειρά από γραπτές νομοθεσίες που επηρέασαν παρόμοια γραπτά συντάγματα σε άλλες νότιες πόλεις. Όταν έφτασαν οι Νορμανδοί (1016) το Βάριον συνέχισε να κυβερνιέται από τους Λομβαρδούς και τους Βυζαντινούς με μόνο σποραδικές διακοπές. Όλη αυτή την περίοδο και μάλιστα όλο το Μεσαίωνα, το Μπάρι λειτούργησε σαν μία από τις μεγαλύτερες αποθήκες Δούλων της Μεσογείου, παρέχοντας κεντρική θέση για το εμπόριο Σλάβων δούλων. Τους σκλάβους συνελάμβανε η Βενετία από τη Δαλματία, η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από τη σημερινή Πρωσία και η Πολωνία και οι Βυζαντινοί από ολόκληρα τα Βαλκάνια. Οι δούλοι προορίζονταν για άλλα μέρη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και συχνότερα τα Μουσουλμανικά κράτη γύρω από τη Μεσόγειο, όπως το Χαλιφάτο των Αββασιδών, το Χαλιφάτο της Κόρδοβας των Ομεϋαδών, το Εμιράτο της Σικελίας και το Χαλιφάτο των Φατιμιδών (που βασιζόταν σε Σλάβους εξαγορασμένους στην αγορά του Βάριου για τις λεγεώνες των Μαμελούκων του). Επί 20 χρόνια το Μπάρι ήταν το κέντρο του ομώνυμου Εμιράτου, καθώς η πόλη καταλήφθηκε από τον πρώτο της εμίρη Καλφούν το 847, ήταν μέλος της μισθοφορικής φρουράς που εγκαταστάθηκε εκεί από το Ράδελχη Α΄ του Μπενεβέντο.Η πόλη καταλήφθηκε και το Εμιράτο καταργήθηκε το 871, χάρη στις προσπάθειες του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου Β΄ της Ιταλίας και του Βυζαντινού στόλου.Ο Κρις Γουίκχαμ αναφέρει ότι ο Λουδοβίκος ανάλωσε πέντε χρόνια εκστρατεύοντας για να υποτάξει και τελικά να καταλάβει το Μπάρι μόνο χάρη σε έναν Βυζαντινό-Σλαβικό ναυτικό αποκλεισμό.
Στο Βάριον η Βασιλική του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε το 1087 για να δεχθεί τα λείψανα του Αγίου Νικολάου, που μεταφέρθηκαν κρυφά από τα Μύρα της Λυκίας, στη Βυζαντινή επικράτεια. Ο Άγιος έγινε γνωστός ως Άγιος Νικόλαος του Μπάρι και άρχισε να προσελκύει προσκυνητές, των οποίων η παρουσία έγινε σημαντική για την οικονομία της πόλης.
Ο Λουδοβίκος πήρε όλη τη δόξα για την επιτυχία ανεβαίνοντας στα μάτια των Φράγκων με μοναδικό αποτέλεσμα, παραμένοντας στη νότια Ιταλία πολλά χρόνια μετά την επιτυχία του "κατόρθωσε το σχεδόν αδύνατο: μια εναντίον του συμμαχία από το Μπενεβέντο, το Σαλέρνο, τη Νεάπολη και το Σπολέτο, μερικές πηγές αργότερα αναφέρουν και τον Σαλαντίν".Το 885 το Μπάρι έγινε η κατοικία του τοπικού Βυζαντινού κατεπάνω, ή κυβερνήτη. Η αποτυχημένη εξέγερση (1009–1011) Λομβαρδών ευγενών του Μπάρι κατά των Βυζαντινών κυβερνητών, αν και κατεστάλη αποφασιστικά στη Μάχη των Καννών, πρόσφερε στους τυχοδιώκτες Νορμανδούς συμμάχους τους ένα πρώτο πάτημα στην περιοχή. Το 1025, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Βυζάντιο, το Μπάρι συνδέθηκε με τη Ρωμαϊκή έδρα και του παραχωρήθηκε καθεστώς επαρχίας.
~~{*}~~
Στρατηγίς Βρινδήσιον
Η Στρατηγίς Βρινδήσιον ήταν διοικητική διαίρεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, από τα μικρά συνοριακά Θέματα που λέγονταν στρατηγίδες ή στρατηγάτα τον 11ο αιώνα. Η στρατηγίς είχε έδρα στρατηγού την οχυρωμένη με φρούριο πόλη Βρινδήσιον ή σημερινή Μπρίντιζι της Ιταλίας και διατηρήθηκε από το 1059 έως το 1067
Το Μπρίντιζι ήταν αρχαία Ελληνική αποικία που προηγήθηκε της Ρωμαϊκής επέκτασης. Το Λατινικό όνομα Brundisium ή Brundisium προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό Βρεντέσιον ή Βρενδέσιον ή Βρεντήσιον που σημαίνει «κεφάλι ελαφιού», και αναφέρεται στο σχήμα του φυσικού λιμανιού.
Έχει αναφερθεί και η μεταγενέστερη εξελληνισμένη ονομασία Βρινδήσιον.
Υπάρχουν πολλές παραδόσεις σχετικά με τους ιδρυτές της πόλης. Σε κάποιες, ιδρυτής φέρεται ο θρυλικός ήρωας Διομήδης, φίλος του Οδυσσέα, ενώ σε άλλες ότι αποικίστηκε από τους Κρήτες. Το 267 π.Χ. (ή 245 π.Χ. σύμφωνα με άλλες πηγές) κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους. Στο ακρωτήριο της Πούντα, που βρίσκεται στο εξωτερικό λιμάνι, έχει ταυτοποιηθεί ένα χωριό της εποχής του Ορείχαλκου (16ος αι. π.Χ.), όπου ένα σύνολο από καλύβες, προστατευμένες από επίχωμα από πέτρες απέφερε κομμάτια Μυκηναϊκής κεραμικής. Ο Ηρόδοτος έχει αναφερθεί στη Μυκηναϊκή προέλευση αυτών των πληθυσμών. Η νεκρόπολη του Τορ Πιζάνα (νότια της παλιάς πόλης του Μπρίντιζι) απέφερε Κορινθιακά πιθάρια του πρώτου μισού του 7ου αιώνα π.Χ.
Οι Μεσσάπιοι του Μπρίντιζι είναι βέβαιο ότι διατηρούσαν έντονες εμπορικές σχέσεις με την απέναντι πλευρά της Αδριατικής και τους Ελληνικούς πληθυσμούς του Αιγαίου Πελάγους. Μετά τους Καρχηδονιακούς Πολέμους (264-146 π.Χ.) έγινε σημαντικό κέντρο της ναυτικής δύναμης και του θαλάσσιου εμπορίου της Ρώμης. Στο Συμμαχικό Πόλεμο (90-88 π.Χ.) απέκτησε τα δικαιώματα των Ρωμαίων πολιτών και έγινε ελεύθερο λιμάνι από το Σύλλα. Δεινοπάθησε όμως από μια πολιορκία από τον Ιούλιο Καίσαρα και δέχθηκε νέες επιθέσεις το 42 και το 40 π.Χ.Επί Ρωμαίων, το Μπρίντιζι –μια μεγάλη πόλη στην εποχή του με περίπου 100.000 κατοίκους– ήταν ένα ενεργό λιμάνι, το κύριο σημείο επιβίβασης για την Ελλάδα και την Ανατολή, μέσω του Δυρραχίου ή της Κέρκυρας. Συνδεόταν με τη Ρώμη μέσω της Αππία Οδού και της Τραϊανού Οδού. Η κατάληξη της Αππία οδού, στην άκρη της θάλασσας, πλαισιωνόταν στο παρελθόν από δύο κίονες. Μόνο ο ένας παραμένει, ο δεύτερος έχει αφαιρεθεί και μεταφέρθηκε στη γειτονική πόλη Λέτσε.
Ο ποιητής Πακούβιος γεννήθηκε εδώ περί το 220 π.Χ., και εδώ πέθανε ο διάσημος ποιητής Βιργίλιος το 19 π.Χ.
~~{*}~~
Η πρώτη αναφορά στο Rotondo,έναν αγροτικό οικισμό γύρω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, που ανήκει στο φέουδο του μοναστηριού των Βενεδικτίνων του Αγίου Στεφάνου, χρονολογείται από το 1195, κατά τη διάρκεια της Σουηβικής κυριαρχίας. Η συγκρότηση του φέουδου και της οικιστικής περιοχής πρέπει να χρονολογούνται στις τελευταίες δεκαετίες του έτους 1000. Στους επόμενους αιώνες ο οικισμός μεγάλωσε και οι κάτοικοι προσπάθησαν πολλές φορές να ξεφύγουν από τη δικαιοδοσία του μοναστηριού, κάτι που συνέβη το 1385, όταν έγινε ιδιοκτησία της οικογένειας Ορσίνι ντελ Μπάλτσο.
Δεν υπάρχουν σίγουρες πληροφορίες για την προέλευση του ναού Μαντόνα ντέλλα Γκρέκα, (Παναγία των Ελλήνων ) η πλευρά, είναι φανερό ότι ιδρύθηκε πολύ πριν. Έχει απλή προεξέχουσα πρόσοψη που έχει υποστεί ορισμένες τροποποιήσεις κατά τη διάρκεια των αιώνων, όπως το σημερινό παράθυρο ρόδακα. Αν και στο παρελθόν το εσωτερικό του ήταν πλούσιο διακοσμημένο, σήμερα είναι εν πολλοίς άδειος.
Στα μέσα του δέκατου πέμπτου αιώνα, μετά την εξαφάνιση της οικογένειας, η πόλη περιήλθε στις κτήσεις του Αραγωνέζου Φερδινάνδου Α' της Νάπολης, ο οποίος την έδωσε στον Λοφρέντο Πίρο, μέλος μιας άλλης οικογένειας ευγενών του νότου. Μετά από λίγα χρόνια, ωστόσο, η πόλη πέρασε στην κυριαρχία των Καράφα, που έχτισαν τα τείχη και το κάστρο, και στη συνέχεια επέστρεψε τις μισές κτήσεις της οικογένειας Λοφρέντο. Το άλλο μισό ανατέθηκε στην οικογένεια Μπορράσσα, η οποία αγόρασε τα υπόλοιπα το 1604. Τον 16ο αιώνα ο πληθυσμός αυξήθηκε, αποκτήθηκε νέα γη και χτίστηκαν πολλές εκκλησίες και ένα νοσοκομείο. Το 1645 η οικογένεια Μπορράσσα όγω χρεών, αναγκάστηκε να πουλήσει το φέουδο στους δούκες Καρατσιόλο, στα χέρια των οποίων παρέμεινε μέχρι τις αρχές του 1800.
Το 1799 το Λοκοροτόντο ενεπλάκη στη Παρθενόπεια Δημοκρατία.[Με την ονομασία Παρθενόπεια ή Παρθενόπειος ή Παρθενοπαία Δημοκρατία αποκάλεσαν οι Γάλλοι το Βασίλειο της Νεάπολης της Ιταλίας, όταν το κατέλαβαν, στις 29 Ιανουαρίου του 1799 και εγκαθίδρυσαν νέο πολίτευμα. Η ονομασία προέρχεται από το αρχαίο όνομα της Νάπολης, Παρθενόπη, που προήλθε από την ομώνυμη σειρήνα.]
~~{*}~~
Η αρχαία Εγνατία (Egnatia).
Η πόλη Εγνατία βρίσκεται στη μέση απόσταση μεταξύ Μπάρι (Bari) και Πρίντιζι (Brindisi). Η Γναθία, η σημερινή Egnazia, η οποία επί Ρωμαϊκής περιόδου ονομαζόταν Egnatia, υπήρξε μία πόλη που επηρεάστηκε από την πολιτιστική επιρροή των Ελλήνων.
Η Εγνατία ... Ανάμεσα στο Μπάρι (Bari) και το Μπρίντιζι (Brindisi) η πόλη γνώρισε μεγάλη άνθηση, καθώς τη διέσχιζε η παράκαμψη της Αππίας οδού, η Τραϊανή οδός (Via Traiana), την οποία προτιμούσαν από την αρχική χάραξη της Αππίας, καθώς ήταν ο συντομότερος δρόμος για το Μπρίντιζι (επί αιώνες λιμάνι αναχώρησης για την απέναντι βαλκανική χερσόνησο).
Η ίδρυση της πόλης ανάγεται στον 16ο αι. π.Χ. Η πρώτη κατοίκηση του χώρου έγινε στη μικρή χερσόνησο, που αποτελεί ένα φυσικό οχυρό αντικρίζοντας τη θάλασσα. Τους επόμενους αιώνες στην χερσόνησο αυτή κτίσθηκε η ακρόπολη της πόλης, ενώ η πόλη επεκτάθηκε δυτικά στα εύφορα πλατό της Απουλίας. https://ellinondiktyo.blogspot.com/2016/12/blog-post_71.html
Η ακρόπολη της Εγνατίας κτισμένη με λαξευμένους πέτρινους ογκόλιθους κατά το ελληνικό σύστημα κατασκευής τειχών.
Από την προϊστορική περίοδο έχουν διαπιστωθεί εμπορικές σχέσεις με την σημερινή Κέρκυρα, αλλά και ακόμα μακρύτερα με την Κόρινθο. Το λιμάνι της πόλης που σήμερα βρίσκεται κατά το μεγαλύτερο τμήμα του βυθισμένο στα νερά της Αδριατικής είχε διαμορφωθεί για να φιλοξενεί τα ποντοπόρα πλοία της εποχής.
Αρχαιολογική ανασκαφή Εγνατίας
Λείψανα αρχαίας πόλης στις ακτές της Αδριατικής. Ναός στο εσωτερικό της ακρόπολης
Το Αρχαιολογικό Πάρκο Εγνατία βρίσκεται σε ένα όμορφο φυσικό περιβάλλον. Η τοποθεσία χαρακτηρίζεται από μια υπέροχη ύπαιθρο και από τη θάλασσα που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής. περιέχει μερικά από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά ευρήματα στην Απουλία.
Τμήμα της παράλιας ζώνης της Εγνατίας. Σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα της ακτής είναι βυθισμένο στα νερά της Αδριατικής. Η ακτή της Εγνατίας είχε διαμορφωθεί σε ασφαλές λιμάνι σε μία αφιλόξενη από τη φυσική της διαμόρφωση ακτή. Τμήμα της ακτής χρησιμοποιούνταν σαν νεκρόπολη αλλά και για αποθήκευση γλυκού νερού στις κατάλληλες λαξευμένες δεξαμενές.
Επισκεπτόμενοι το Αρχαιολογικό Μουσείο , μπορείτε να γνωρίσετε την αρχαία Εγνατία μέρος της ιστορίας της Απουλίας με όλο της το κύρος, που ξεκινά από τον 13ο αιώνα π.Χ. και τελειώνει με τη ρωμαϊκή εποχή τον 3ο αιώνα π.Χ.
Η ιστορία των ανασκαφών ξεκινά στις αρχές του 19ου αιώνα όταν Γάλλοι αξιωματικοί λεηλάτησαν την τοποθεσία. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του ιστορικού λιμού του 1846, οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών λεηλάτησαν τους αρχαίους τάφους με αγγεία, πολύτιμα αντικείμενα και ταφικά αντικείμενα για να πουλήσουν.
Μόλις το 1912 ξεκίνησαν οι συστηματικές ανασκαφικές εργασίες. Συνεχίστηκαν κατά διαστήματα στη δεκαετία του 1940, μετά πάλι από τη δεκαετία του '60 έως τη δεκαετία του '80, και συνεχίζονται σήμερα.
Η Via Appia – Traiana που διασχίζει την Εγνατία ξεκινούσε από το Μπενεβέντο (Beneventum) και κατέληγε στο Βρινδήσιον (Brundisium)
Βρίσκεται κοντά στο σύγχρονο Fasano , στο Salento , το νότιο τμήμα της περιοχής της Απουλίας ( Απουλία ) στη νότια Ιταλία .
Η μία από τις τρεις βασιλικές που ανεγέρθησαν κατά τη βυζαντινή περίοδο στην Εγνατία.
Ιστορία
Ο πρώτος οικισμός που είναι γνωστός στη θέση χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού (15ος αιώνας π.Χ.). Τον 11ο αιώνα π.Χ. δέχτηκε εισβολή από τους Ιάπυγες , ενώ η Μεσσαπική (άλλη φυλή των Ιαπυγών) εποχή της πόλης (όπως και ολόκληρου του Σαλέντο ) ξεκίνησε τον 8ο αιώνα π.Χ., για να τελειώσει τον 3ο αιώνα π.Χ. Ρωμαϊκή κατάκτηση.
ΠΟΛΕΙΣ