Όσπρια, λαχανικά, μυρωδικά και καρπούς άλεθαν οι νοικοκυρές της αρχαϊκής εποχής στα ιγδία, έναν τύπο οικιακών σκευών, σαν τα σημερινά μίξερ - Μια πρωτότυπη ανακάλυψη
Ήταν σκεύη πολλαπλών χρήσεων στην αρχαία κουζίνα, σαν τα σημερινά μίξερ και μια μεγάλη ομάδα, περίπου 400 στον αριθμό, είχαν εισαχθεί στον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι.
Image
Όπως αναφέρει στη Voria.gr η καθηγήτρια Κλασικής Αρχαιολογίας στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, Ελένη Μανακίδου, «το πιο ενδιαφέρον είναι ότι πολλά από αυτά έφτασαν στο Καραμπουρνάκι από τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, καθώς είναι βεβαιωμένο ότι κατασκευάζονταν στην Κύπρο και τη Συρο-Παλαιστινιακή ακτή, περιοχές που εκείνη την περίοδο ήταν υπό φοινικική περίοδο».
«Στο Καραμπουρνάκι, ο αριθμός των ιγδίων αυτών είναι αξιοσημείωτος και παραμένει υπό διερεύνηση πόσα παρόμοια σκεύη βρέθηκαν σε άλλους γειτονικούς οικισμούς, όπου πιθανόν δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη (προς το παρόν έχουμε εντοπίσει ελάχιστα στην Πολίχνη και τη Θέρμη-Σέδες στο υλικό από τις έρευνες του Στέλιου Λιούτα και της Εύης Σκαρλατίδου). Είναι ενδιαφέρον ότι παράλληλα έχουν βρεθεί και αρκετά ιγδία τοπικής παραγωγής που μοιάζουν τυπολογικά με τα εισαγόμενα παραδείγματα», πρόσθεσε.
Η Ελένη Μανακίδου και η αρχαιολόγος-διευθύντρια ερευνών στο Ερευνητικό Κέντρο Αθηνά, Δέσποινα Τσιαφάκη, παρουσίασαν τα αρχαία μίξερ, μαζί με άλλα αντικείμενα από εργαστήρια μεταλλουργίας και κεραμικής από τον αρχαίο οικισμό στο Καραμπουρνάκι, στην πρόσφατη 35η Επιστημονική Συνάντηση για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη, που έγινε στη Θεσσαλονίκη.
Κατά την παρουσίαση σημείωσαν ότι τα ιγδία (θυεία, ίγδις), αποτελούν, ένα προηγμένο τεχνολογικά κεραμικό προϊόν που εξαγόταν σε πολλές άλλες θέσεις, όπως μαρτυρούν τα σχετικά ευρήματα κυρίως στην Εγγύς Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική και τη Μικρά Ασία (Ναύκρατις, Μίλητος, Έφεσος). Επίσης, λίγα δείγματα είναι γνωστά στην Ιστρίη (Ίστρος), αποικία της Μιλήτου στον Εύξεινο Πόντο.
«Η έντονη παρουσία εισαγμένων και τοπικών ιγδίων σε πολλά ανασκαφικά σύνολα, ιδίως σε ορισμένα που σχετίζονται άμεσα με μαγειρική δραστηριότητα, επιτρέπει την υπόθεση ότι τα συγκεκριμένα σκεύη χρησιμοποιούνταν όχι μόνο για οικιακές αλλά ίσως και για μεγαλύτερης κλίμακας τροφοπαρασκευές, που υποδηλώνουν συλλογικά γεύματα και ένα είδος “εμπορικής” (βιοτεχνικής) εκμετάλλευσης και κατανάλωσης των τροφών που παρασκευάζονταν σε αυτά. Οι επισκευές που υπάρχουν σε ορισμένα θραύσματα φανερώνουν την έντονη χρήση και την αξία που είχαν αυτά τα σκεύη για τους κατόχους τους», είπε η κ. Μανακίδου.
Τα περισσότερα από αυτά τα αρχαία μίξερ που βρέθηκαν στο Καραμπουρνάκι έχουν εισαχθεί, ενώ υπάρχουν και άλλα που φαίνεται πως είναι από ντόπιο εργαστήριο και μιμούνται αρκετά τα προηγμένης τεχνολογίας από την ανατολική Μεσόγειο.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό πως οι λεκάνες παρουσιάζουν στο εσωτερικό τους και κυρίως στον πυθμένα ίχνη διάβρωσης του υλικού κατασκευής, λόγω της συχνής χρήσης, ενώ ορισμένα φέρουν οπές και μολύβδινους συνδέσμους, γεγονός που μαρτυρά επισκευή τους κατά τα αρχαία χρόνια.
Εργαστήρια μεταλλουργίας και κεραμικής στο Καραμπουρνάκι
Η πολυετής πανεπιστημιακή ανασκαφή του ΑΠΘ στο Καραμπουρνάκι έχει φέρει στο φως μεγάλες ποσότητες κεραμικής που περιλαμβάνουν πολλές κατηγορίες αγγείων, γεγονός που αποδεικνύει την καθοριστική συμβολή του οικισμού και του λιμανιού του στη διακίνηση διαφόρων προϊόντων και πήλινων σκευών από άλλες περιοχές προς τους οικισμούς του Θερμαϊκού ειδικά και της Κεντρικής Μακεδονίας γενικότερα.
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι εμπορικοί αμφορείς που εξακολουθούν αν βρίσκονται σε διάφορα σημεία, κυρίως μέσα σε απορριμματικούς λάκκους αλλά και σε αποθηκευτικούς χώρους μαζί με πιθάρια. Από την επείσακτη κεραμική ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι εμπορικοί αμφορείς από περιοχές της νότιας και της ανατολικής Ελλάδας και αργότερα από το βόρειο Αιγαίο για τη μεταφορά ποικίλων υγρών και στερεών προϊόντων, όσο και διακοσμημένων λεπτών αγγείων κοινής εργαστηριακής προέλευσης με τους αμφορείς.
Πλήθος εργαστηριακών χώρων έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη κι όπως δείχνει η μελέτη τους ήταν συνδεδεμένοι με τους χώρους κατοίκησης. Τα έως σήμερα ανασκαφικά δεδομένα μαρτυρούν την κατασκευή πήλινων αγγείων και την κατεργασία μετάλλων (σιδήρου και πιθανόν χαλκού).
Όπως μας λέει η κ. Μανακίδου «η γνωστή κατηγορία της “ωοκέλυφης” κεραμικής, που εντοπίζεται σε πολλές θέσεις στα παράλια και την ενδοχώρα του Θερμαϊκού κόλπου, αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις αγγείων που παράγονταν σε ένα ή περισσότερα εργαστήρια που λειτουργούσαν στο Καραμπουρνάκι. “Ωοκέλυφα” έχουν βρεθεί σε πολλά σημεία του οικισμού και σε σημαντικές ποσότητες, χωρίς να έχουν εντοπιστεί ακόμη αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του ίδιου του εργαστηρίου, όπου γινόταν η κατασκευή τους».
Επιπλέον, εντός του οικιστικού ορίζοντα εντοπίστηκαν οι εγκαταστάσεις και τα κατάλοιπα ενός εργαστηρίου κατασκευής μεταλλικών αντικειμένων, κυρίως σιδερένιων και δευτερευόντως χάλκινων. Υπόσκαπτα και λάκκοι μαζί με σκωρίες και τμήματα αγγείων που σώζουν υπολείμματα μετάλλου στο εσωτερικό τους, αποτελούν τα κατάλοιπα του εργαστηρίου, μαρτυρώντας τη θέση του και δίνοντας στοιχεία για τη λειτουργία και τα προϊόντα του.
Στον οικισμό βρέθηκαν, επίσης, τέσσερις μήτρες για την κατασκευή κοσμημάτων ή άλλων μεταλλικών διακοσμητικών εξαρτημάτων. Παρόμοιες και σύγχρονες μήτρες είναι γνωστές από την αρχαία Μεθώνη στη δυτική ακτή του Θερμαϊκού. Πολύ σπάνιο εύρημα αποτελούν δύο χρυσά ενώτια (το ένα βρέθηκε στο «εργαστήριο» μαζί με μία οφθαλμωτή ψήφο από μπλε γυαλί και δύο μικρές δακτυλιόσχημες από γαλάζιο), που δεν μπορούν όμως να συσχετιστούν προς το παρόν με την τοπική μεταλλοτεχνία.
Ο αρχαίος οικισμός στο Καραμπουρνάκι
Η Θέρμη, μια παραθαλάσσια τοποθεσία με κομβική σημασία για το εμπόριο και τις μετακινήσεις πληθυσμών, αποτελεί ένα από τα 26 πολίσματα που συμμετείχαν στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Με την αρχαία Θέρμη και ειδικότερα με το λιμάνι της συνδέεται ο αρχαίος οικισμός που βρίσκεται στον χώρο του πρώην στρατοπέδου Κόδρα, στην Καλαμαριά και απολήγει στο ακρωτήριο Καραμπουρνάκι, στη βορειοανατολική ακτή του Θερμαϊκού κόλπου.
Η πανεπιστημιακή ανασκαφή του ΑΠΘ διενεργείται εδώ και πολλά χρόνια κι έχει αποκαλύψει σημαντικές αρχαιότητες και ευρήματα που μαρτυρούν ότι το πόλισμα αυτό ιδρύθηκε στο τέλος της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, με αρχή της Εποχής του Σιδήρου. Παρότι συμμετείχε στην ίδρυση της Θεσσαλονίκης στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα, είναι πιθανόν να μην εγκαταλείφθηκε τελείως και η κατοίκησή του να συνεχίστηκε μέχρι τη Ρωμαϊκή Εποχή.
Σύμφωνα με την έρευνα που έκαναν οι κ.κ. Μανακίδου και Τσιαφάκη, η αρχαϊκή περίοδος (7ος-60ς π.Χ. αιώνας) φαίνεται ότι υπήρξε η εποχή της μεγάλης ακμής για τον οικισμό, με έντονη παρουσία των Ελλήνων του ανατολικού ελλαδικού χώρου, κυρίως Ιώνων, αλλά και εμπόρων από διάφορες περιοχές, ακόμη και από την Καρία και τη Φοινίκη, όπως δείχνουν τα σχετικά ευρήματα.
Ανατολικά της τούμπας εκτείνεται το νεκροταφείο του οικισμού. Οι τάφοι χρονολογούνται από την Εποχή του Σιδήρου ως τα κλασικά χρόνια και ορισμένοι είναι πλούσια κτερισμένοι με χρυσά ελάσματα, αιχμές δοράτων, σιδερένιες στλεγγίδες (ξύστρες για την απολέπιση του σώματος), καθώς και αγγεία κυρίως εισηγμένα από την Κόρινθο και την Αττική.
*Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της πανεπιστημιακής ανασκαφής του ΑΠΘ και παραχωρήθηκαν από την κ. Ελένη Μανακίδου
Πηγή://www.voria.gr/