Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες (717-718)



 Η δεύτερη αραβική πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, όπως απεικονίζεται στο βουλγαρικό αντίτυπο του Χρονικού του Κωνσταντίνου Μανασσή (14ος αιώνας).

Στις 15 Ιουλίου του 717, ο Μασλαμά ιμπν Αμπντ αλ-Μαλίκ αρχίζει τη Δεύτερη Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες, η οποία θα διαρκέσει σχεδόν ένα χρόνο. 
Η Δεύτερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες το 717-718 υπήρξε κορυφαίο γεγονός των αραβοβυζαντινών πολέμων, καθώς ήταν η δεύτερη και τελευταία απόπειρα του Χαλιφάτου των Ομεϋαδών να καταλάβει την βυζαντινή πρωτεύουσα και να καταλύσει το βυζαντινό κράτος


 Μετά την πρώτη αραβική Πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (674-678), οι σχέσεις μεταξύ Αράβων και Βυζαντίου γνώρισαν μια περίοδο ειρήνης. Επιπλέον, μετά το 680, το Χαλιφάτο των Ομεϋαδών δεν ήταν σε θέση να απειλήσει το Βυζάντιο, καθώς σπαρασσόταν από τον Δεύτερο Ισλαμικό Εμφύλιο, πράγμα που εξασφάλιζε στο Βυζάντιο μια θέση ισχύος που του επέτρεπε να εκβιάζει τεράστια ποσά ως φόρο από την κυβέρνηση της Δαμασκού.
Το 692 όμως, καθώς ο ισλαμικός εμφύλιος έβαινε προς το τέλος του με πλήρη επικράτηση των Ομεϋαδών, ο βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β’ (685–695 και 705–711) επανεκκίνησε τις εχθροπραξίες προσπαθώντας να προλάβει την περαιτέρω ισχυροποίηση των Αράβων που απειλούσε την ανατροπή αυτού του ευνοϊκού στάτους κβο

Ο 7ος μ.Χ. αιώνας έχει χαρακτηριστεί συθέμελα από την χειμαρρώδη εμφάνιση του Ισλάμ και την ραγδαία εξάπλωσή του μέσω του λαού των Αράβων και του νεοσύστατου αραβικού Χαλιφάτου Ρασιντούν. Οι Άραβες προοδευτικά εξαπλώθηκαν στην αραβική χερσόνησο και οι διάσπαρτες φυλές ενώθηκαν σε ενιαίο κράτος. Με βαθμιαίες κατακτήσεις τέθηκαν υπό την κυριότητα του Χαλιφάτου η ευρύτερη περιοχή της Συρίας, η Αίγυπτος και τμήματα της βόρειας Αφρικής, η αυτοκρατορία των Σασσανιδών στο σημερινό Ιράν και ο Καύκασος.

Η κυρίευση της Κωνσταντινούπολης και της βυζαντινής αυτοκρατορίας εν γένει, υπήρξε ανέκαθεν αίτημα των λαών του μεσαίωνα, υπό διαφορετικό ιδεολογικό πρίσμα κάθε φορά. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανάδειξη και η επιβολή του ισλάμ στους «άπιστους» χριστιανούς προσέφερε το άμεσο θρησκευτικό κίνητρο που αναζητούσε η οικουμενική αυτοκρατορία του χαλιφάτου. Η βυζαντινή αυτοκρατορία επιπρόσθετα, διέθετε υλικό πλούτο τόσο συσσωρευμένο όσο και ως παραγωγική δυναμική, αλλά και χρήσιμες στρατηγικά γαίες. Ήταν ο χρυσός δρόμος για την διείσδυση στην Ευρώπη και ένας ισχυρότατος πυρήνας θρησκευτικής αντιπαλότητας.

Η εκστρατεία αυτή αποτέλεσε το αποκορύφωμα είκοσι χρόνων επιτυχών αραβικών επιδρομών κατά βυζαντινών εδαφών, βοηθούμενων και από την περίοδο αναρχίας στο Βυζάντιο μεταξύ 695 και 717.



Τα χερσαία βυζαντινά τείχη όμως, τα λεγόμενα Θεοδοσιανά του 5ου μΧ αιώνα, ήταν ογκωδέστατα και ψηλά και θα ήταν σχεδόν απίθανο κάποιος να μπορέσει να τα διαπεράσει. Αντίθετα, τα θαλάσσια τείχη, που είχαν χτιστεί μεταγενέστερα και ήταν απλούστερης δομής, ήταν δυνατόν να τα διεισδύσει κανείς ευκολότερα με την συνδρομή του στόλου. Εκεί στόχευσαν οι Άραβες.

Η πολιορκία:
Στις αρχές του καλοκαιριού, ο Μασαλμά (κορυφαίος στρατηγός, γιος του χαλίφη Αμπντ αλ-Μαλίκ ιμπν Μαρουάν), διέταξε το στόλο του να πλεύσει στην Άβυδο στον Ελλήσποντο, όπου και βοήθησε στην διεκπεραίωση του αραβικού στρατού από την Ασία στη Θράκη. Από εκεί οι Άραβες προχώρησαν προς την Κωνσταντινούπολη, λεηλατώντας την ύπαιθρο και καταλαμβάνοντας τις πόλεις που συναντούσαν. Περί τα μέσα του Ιουλίου, ο αραβικός στρατός έφτασε μπροστά από την Κωνσταντινούπολη και την απέκλεισε από ξηράς με την κατασκευή μιας διπλής πέτρινης οχυρωματικής γραμμής, στο μέσο της οποίας τοποθέτησαν το στρατόπεδό τους. Σύμφωνα με αραβικές πηγές, ο Λέων πρότεινε να εξαγοράσει την πόλη πληρώνοντας ένα χρυσό νόμισμα για κάθε κάτοικό της, αλλά ο Μασαλμά αρνήθηκε λέγοντας ότι δε μπορούσε να συνάψει ειρήνη με ηττημένους, και ότι είχε ήδη ορίσει την μελλοντική φρουρά της Κωνσταντινούπολης.

Ο αραβικός στόλος υπό τον στρατηγό Σουλεϊμάν έφτασε στην πόλη στις 1 Σεπτεμβρίου, και αρχικά αγκυροβόλησε στην ακτή του Εβδόμου. Δυο μέρες μετά, ο Σουλεϊμάν άρχισε να διασπείρει τον στόλο του στα ευρωπαϊκά και ασιατικά προάστια της Κωνσταντινούπολης για να αποκλείσει τις θαλάσσιες προσβάσεις προς την πόλη: ένα μέρος του στόλου αγκυροβόλησε στα λιμάνια του Ευτροπίου και του Ανθέμιου νότια της Χαλκηδόνας, ενώ ο υπόλοιπος στόλος εισήλθε στο Βόσπορο, προσπέρασε την Κωνσταντινούπολη και άρχισε να αγκυροβολεί στις ακτές μεταξύ Γαλατά και Κλειδίου, αποκόπτοντας την επικοινωνία της πόλης με τη Μαύρη Θάλασσα. Σύμφωνα με τη διήγηση του Θεοφάνη, καθώς η οπισθοφυλακή του στόλου από είκοσι μεγάλα πλοία, με 2.000 στρατιώτες, περνούσε από το ύψος της Πόλης, ο ούριος νότιος άνεμος σταμάτησε και ανεστράφη, αρχίζοντας να τα παρασέρνει προς τα τείχη. Αμέσως ο Λέων διέταξε μια μοίρα του στόλου του να επιτεθεί. Πολλά πλοία βυθίστηκαν αύτανδρα, ενώ άλλα εξουδετερώθηκαν με τη χρήση υγρού πυρός και παρασύρθηκαν φλεγόμενα μέχρι τις νησίδες Πλατεία και Οξεία στα Πριγκηπονήσια. Η νίκη αυτή εμψύχωσε τους Βυζαντινούς και αποθάρρυνε τους Άραβες, που κατά το Θεοφάνη σκόπευαν την ίδια νύχτα να πλησιάσουν τα θαλάσσια τείχη και να ανέβουν σε αυτά με τη χρήση των πηδαλίων των σκαφών τους. Την ίδια νύχτα, ο Λέων σήκωσε την αλυσίδα που έκλεινε την είσοδο του Χρυσού Κέρατος. Θορυβημένοι από την ναυτική νίκη των Βυζαντινών, ο αραβικός στόλος απέφευγε πια την σύγκρουση με τον βυζαντινό, και αποσύρθηκε πιο βόρεια στο λιμάνι του Σωσθενίου.


  Ο Κωνσταντίνος Μανασσής ήταν Βυζαντινός λόγιος κι εκκλησιαστικός που έζησε το 1ο μισό του 12ου αιώνα, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της βυζαντινής λογοτεχνίας. Σε νεαρή ηλικία ήταν ήδη μέλος κύκλου διανοουμένων που προστάτευε η Ειρήνη, σύζυγος του σεβαστοκράτορα Ανδρόνικου, δευτερότοκου γιου του αυτοκράτορα Ιωάννη Β' Κομνηνού. Στη πατριαρχική σχολή της Πόλης δίδαξε ρητορική. Υπήρξε χρονογράφος και ποιητής μ’ έργα που χαρακτηρίζονται από τη λαϊκή αντίληψη της ιστορίας αφού συχνά εξαίρουν μη σημαντικά γεγονότα, έχουνε πομπώδες ύφος, πλούσιο σε ηθικές παρεκβολές. Ο θάνατός του δε, τοποθετείται μάλλον ύστερα από το 1173-1175 –πιθανόν ως το 1187 μ.Χ.

Ο αραβικός στρατός ήταν καλά εφοδιασμένος. Οι πηγές περιγράφουν μεγάλους σωρούς από τρόφιμα στο στρατόπεδό τους, ενώ έφεραν και σιτάρι το οποίο έσπειραν και ήλπιζαν να θερίσουν το επόμενο έτος. Εντούτοις, η αποτυχία του ναυτικού τους να αποκλείσει τη βυζαντινή πρωτεύουσα και από θαλάσσης σήμαινε ότι και οι Βυζαντινοί μπορούσαν να φέρουν προμήθειες στην πόλη. Επιπλέον, οι Άραβες είχαν λεηλατήσει τις περιοχές κοντά στην Κωνσταντινούπολη κατά την πορεία τους προς την πόλη, και δε θα μπορούσαν να αναζητήσουν τροφή εκεί. Ο στόλος τους και οι αραβικές δυνάμεις που επιχειρούσαν στα απέναντι ασιατικά εδάφη μπορούσαν να φέρουν επιπλέον εφόδια, αλλά η ποσότητά τους ήταν περιορισμένη. Καθώς η πολιορκία προχωρούσε και πλησίαζε ο χειμώνας, οι δύο πλευρές ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις, που αναπαράγονται εκτενώς από τις αραβικές πηγές αλλά αγνοούνται εντελώς από τις βυζαντινές. 

 Οι συνθήκες εσωτερικής αναρχίας που επικρατούσαν στο Βυζάντιο εκείνη την εποχή, καθώς η πρώτη ανατροπή του Ιουστινιανού Β΄ το 695 ακολουθήθηκε από επτά αιματηρές αλλαγές εξουσίας την επόμενη εικοσαετία (Λεόντιος το 695, Τιβέριος Γ´ το 698, Ιουστινιανός Β΄ εκ δευτέρου το 705, Φιλιππικός Βαρδάνης το 711, Αναστάσιος Β´ το 713, Θεοδόσιος Γ´ το 715, Λέων Γ´ το 717).


Σύμφωνα με τους Άραβες, ο Λέων ξανάρχισε το διπλό του παιχνίδι. Μια εκδοχή ισχυρίζεται ότι έπεισε το Μασλαμά να του παραδώσει μεγάλο μέρος των εφοδίων του, ενώ μια άλλη ότι έπεισε τον άραβα στρατηγό να κάψει τα εφόδιά του ώστε να δώσει στους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης την εντύπωση επικείμενης τελικής εφόδου, οπότε ο Λέων θα μπορούσε να τους πείσει να παραδοθούν. Ο επακόλουθος χειμώνας ήταν εξαιρετικά βαρύς, με το χιόνι να καλύπτει το έδαφος για πάνω από τρεις μήνες. Καθώς τα εφόδια των Αράβων άρχισαν να τελειώνουν, ξέσπασε τρομερός λιμός: οι στρατιώτες αναγκάστηκαν να φάνε τα άλογα, τις καμήλες και οτιδήποτε άλλο ζωντανό έβρισκαν, καθώς και τις φλούδες, ρίζες και τα φύλλα των δέντρων. 
Έφτασαν στο σημείο να σκάβουν στο χιόνι για να βρουν τους βλαστούς του σιταριού που είχαν σπείρει για να τους φάνε, ενώ αναφέρονται και περιπτώσεις καννιβαλισμού αλλά και βρώσης των ίδιων των περιττωμάτων τους. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα ο αραβικός στρατός να θεριστεί και από ασθένειες. Ο Λομβαρδός ιστορικός Παύλος Διάκονος μάλιστα ανεβάζει τον αριθμό των απωλειών τους στον απίθανο αριθμό των 300.000.

Η κατάσταση φάνηκε να βελτιώνεται την άνοιξη, όταν ο νέος χαλίφης, Ουμάρ Β’, έστειλε δύο στόλους για να βοηθήσει τους πολιορκητές: 400 πλοία από την Αίγυπτο υπό κάποιον Σουφυάν και 360 από την Αφρική υπό τον Ιζίντ, όλα κατάφορτα με εφόδια και οπλισμό. Ταυτόχρονα, ένας νέος στρατός άρχισε να διασχίζει τη Μικρά Ασία για να ενισχύσει την πολιορκία. Όταν οι δυο στόλοι έφτασαν στην Προποντίδα, έμειναν μακριά από την Κωνσταντινούπολη και τον στόλο της, και αγκυροβόλησαν στις ασιατικές ακτές, οι Αιγύπτιοι βαθιά στον Κόλπο της Νικομήδειας και οι Αφρικανοί νότια της Χαλκηδόνας στα λιμάνια Σάτυρος, Βρύας και Καρταλίμην. Το μεγαλύτερο μέρος των πληρωμάτων των δυο στόλων, όμως, αποτελούνταν από χριστιανούς Αιγύπτιους, οι οποίοι άρχισαν αμέσως να αυτομολούν στον αυτοκράτορα. Ενήμερος πλέον από τους αυτομόλους για την άφιξη και διάταξη των αραβικών στόλων, ο Λέων εξαπέλυσε το ναυτικό του εναντίον τους. Ακινητοποιημένα από την αποστασία των πληρωμάτων τους, και ανήμπορα να αντιμετωπίσουν το υγρό πυρ, τα αραβικά πλοία καταστράφηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτα με το φορτίο τους. Η Κωνσταντινούπολη ήταν πλέον ασφαλής από κάθε θαλάσσια απειλή. Αλλά και στην ξηρά, οι Βυζαντινοί σημείωσαν μια σημαντική επιτυχία, όταν τα στρατεύματά τους αιφνιδίασαν και κατέστρεψαν τον αραβικό στρατό του Μαρδασάν σε μια ενέδρα στους λόφους μεταξύ Νίκαιας και Νικομήδειας.
Ο ανεφοδιασμός της Κωνσταντινούπολης δια θαλάσσης ήταν πλέον εύκολος, και οι ψαράδες της πόλης ξανάπιασαν δουλειά, καθώς ο αραβικός στόλος δεν τολμούσε να εγκαταλείψει το αγκυροβόλιό του. Ταυτόχρονα, ο στρατός των Αράβων συνέχισε να υποφέρει από πείνα και αρρώστιες. Την ίδια εποχή, οι Άραβες υπέστησαν μια μεγάλη ήττα από τους Βουλγάρους, χάνοντας, σύμφωνα με το Θεοφάνη, 22.000 άντρες. Είναι όμως αβέβαιο αν επρόκειτο για μια βουλγαρική επίθεση στα αραβικά χαρακώματα με βάση την συνθήκη με τον Λέοντα, ή αν οι Άραβες εισέβαλαν σε βουλγαρικά εδάφη σε αναζήτηση τροφής, όπως αναφέρει μια συριακή πηγή του 846. Ο Μιχαήλ ο Σύριος υποστηρίζει ότι οι Βούλγαροι συμμετείχαν στην πολιορκία εξαρχής, παρενοχλώντας τους Άραβες κατά την προσέγγισή τους στην Κωνσταντινούπολη και μετά με επιθέσεις στο στρατόπεδό τους, αλλά αυτή η εκδοχή δεν επαληθεύεται από άλλες πηγές. 

Απεικόνιση της χρήσης του υγρού πυρός, από τη Σύνοψη Ιστοριών του Ιωάννη Σκυλίτζη.
Η λεζάντα πάνω από το αριστερό πλοίο γράφει: “στόλος Ρωμαίων πυρπολῶν τὸν τῶν ἐναντίων στόλον”.

Η πολιορκία είχε πια ξεκάθαρα αποτύχει, και ο χαλίφης Ουμάρ διέταξε το Μασλαμά να αποχωρήσει. Μετά από δεκατρείς μήνες πολιορκίας, στις 15 Αυγούστου του 718, οι Άραβες έλυσαν την πολιορκία. Καθώς η ημερομηνία συνέπιπτε με την Κοίμηση της Θεοτόκου, οι Βυζαντινοί απέδωσαν σε αυτήν τη νίκη τους. Οι Βυζαντινοί δεν παρενόχλησαν τους αποχωρούντες Άραβες, αλλά ο στόλος τους είχε νέες απώλειες σε μια σφοδρή καταιγίδα στην Προποντίδα, και λίγο μετά από μια έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας. Τέλος, αρκετά από τα εναπομείναντα πλοία αιχμαλωτίστηκαν από μια βυζαντινή μοίρα, έτσι ώστε, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, μόνο 5 πλοία να επιστρέψουν στη Συρία. Οι αραβικές πηγές ανεβάζουν τις ολικές τους απώλειες σε 150.000 άντρες, ένας αριθμός που παρότι προφανώς διογκωμένος, δίνει μια ιδέα για την έκταση της ήττας τους.


*Η αποτυχία της πολιορκίας είχε σημαντικές επιπτώσεις. Εξασφάλισε την συνεχιζόμενη ύπαρξη του Βυζαντίου, ενώ οι Άραβες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν δια παντός το στόχο της ολοσχερούς κατάκτησης του βυζαντινού κράτους. Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης ανέκοψε την ισλαμική επέκταση προς την Ευρώπη, και γι' αυτό θεωρείται μια από τις σημαντικότερες μάχες στην παγκόσμια ιστορία.

Πηγές-πληροφορίες
Οι πληροφορίες σχετικά με την πολιορκία βασίζονται σε ύστερες πηγές, που σε αρκετές περιπτώσεις δεν συμφωνούν μεταξύ τους. Η βασική πηγή για την πολιορκία είναι η αναλυτική και συνεχής Χρονογραφία του Θεοφάνη του Ομολογητή (760-817) και δευτερευόντως η Ιστορία σύντομος του πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης Νικηφόρου Α΄ (; – 828), που παρουσιάζει μικρές διαφορές, κυρίως χρονολογικές, με το Θεοφάνη.
Για τα γεγονότα τις πολιορκίας, και οι δύο φαίνεται να χρησιμοποίησαν κάποιο χρονικό γραμμένο κατά τη βασιλεία του Λέοντα Γ΄ και συνεπώς ευνοϊκά διακείμενο απέναντί του, ενώ ο Θεοφάνης φαίνεται να βασίζεται σε κάποια βιογραφία του Λέοντα (την οποία αγνοεί ο Νικηφόρος) για τα γεγονότα του 716.
Οι αραβικές πηγές, κατά κύριο λόγο το Κιτάμπ αλ-Ουγιούν του 11ου αιώνα, και δευτερευόντως η πιο σύντομη αφήγηση του αλ-Ταμπαρί (838-923) είναι πιο συγκεχυμένες και περιλαμβάνουν πλείστα μυθιστορηματικά στοιχεία, παρότι βασίζονται και αυτές σε άραβες χρονικογράφους των αρχών του 9ου αιώνα. Οι συριακές πηγές, βασιζόμενες στον Αγάπιο Ιεραπόλεως, αντλούν προφανώς από την ίδια αρχική πηγή με το Θεοφάνη, αλλά είναι πολύ πιο σύντομες.

ΕΚ ΤΩΝ :
  1. hagiasophia1453.blogspot.gr
  2. www.offlinepost.gr/Θεοχάρης Χατζημανώλης
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Michel Kaplan, Γιατί το Βυζάντιο; Μια Αυτοκρατορία Έντεκα Αιώνων (Μεταίχμιο,2016)
Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους Τόμος δεύτερος (Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος,1979)
Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, Το Βυζαντινό Κράτος (Βάνιας, 2001)





ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ