Εικόνα 1: Απόσπασμα ενός εκ των «Παραστατικών» μωσαϊκών πινάκων των αρχαίων Κεγχρεών, όπου απεικονίζονται δύο πλοία να ναυλοχούν σε ένα λιμένα, ενώ στο θαλάσσιο περιβάλλον εμφανίζονται δύο ψάρια και ένα καλαμάρι. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 09).
Μία ενδεικτική επισκόπηση των περίτεχνων υαλοθετημάτων του 4ου αιώνα μ. Χ., που ανακαλύφθηκαν συσκευασμένα εντός του αψιδωτού κτιρίου στο αρχαίο επίνειο των Κεγχρεών
Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος στον λιμένα των Κεγχρεών, θα ασχοληθούμε συνοπτικά με ένα σπουδαίο και σπάνιο εικαστικό σύνολο, που ήρθε στο φως κατά τις ανασκαφικές εργασίες της δεκαετίας του 1960 στις κτιριακές εγκαταστάσεις του νότιου μόλου. Πρόκειται για έναν μεγάλο αριθμό πολύχρωμων υαλοθετημάτων του 4ου αιώνα μ. Χ., υψηλής καλλιτεχνικής αξίας και εκλεπτυσμένης αισθητικής, τα οποία ήταν τοποθετημένα με τις συσκευασίες μεταφοράς τους, στο μωσαϊκό δάπεδο του τετράγωνου αίθριου στο διακρινόμενο αψιδωτό κτίριο, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως επιτοίχια διακόσμηση. Το συγκεκριμένο οικοδόμημα εκτιμάται είτε ότι ανήκε στα λειτουργικά εξαρτήματα του ιερού της Ίσιδας, που μνημονεύεται από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία(1) και φέρεται πως βρίσκονταν στον τομέα του τεχνητού νότιου λιμενοβραχίονα, είτε πως αποτελεί ένα Ρωμαϊκής εποχής «Νυμφαίο (Nympheum)», αφιερωμένο σε μία άγνωστη νύμφη, λόγω της αύλειας διαρρύθμισης του και της ύπαρξης του περιρραντηρίου – σιντριβανιού στην κόγχη του. Ο δε Αμερικανός καθηγητής Robert L. Scranton και επικεφαλής της αρχαιολογικής έρευνας στις Κεγχρεές εκείνη την περίοδο, αν και αρχικά προέβη στην πρώτη εκτίμηση, εντούτοις μετέπειτα μετέβαλλε κάπως την άποψη του συνδυάζοντας τις δύο εκδοχές και έτσι αποφάνθηκε ότι το κτίσμα συνιστούσε κατ’ επίφαση ένα είδος «Νυμφαίου», που όμως ήταν ενταγμένο στο λατρευτικό συγκρότημα της Ίσιδος. Πάντως σε κάθε περίπτωση, ο θρησκευτικός χαρακτήρας του υπόψη μέρους θεωρείται αναμφισβήτητος, με βάση την εξέταση των ανασκαφικών ευρημάτων.
Εικόνα 2: Απόσπασμα υαλοθετήματος από το αψιδωτό κτίριο, μετά την ανάκτηση και τον καθαρισμό του στα 1965 – 1966. Παριστάνεται μία ίβιδα να βαδίζει ανάμεσα σε ανθισμένους λωτούς και φυτά παπύρου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 39d).
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των περίτεχνων υαλοθετημάτων, στον εξωραϊστικό προγραμματισμό τους, αλλά και στα κατασκευαστικά στοιχεία τους, κρίνεται σκόπιμο να θέσουμε την παρουσία τους σε ένα δυνητικό ιστορικό υπόβαθρο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό πως προέκυψε η αναγκαιότητα τους και γιατί τελικά εγκαταλείφθηκαν. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, το έτος 365 μ. Χ. η Πελοπόννησος συνταράχτηκε από μία ισχυρότατη σεισμική δόνηση(2), με επακόλουθο να προκληθούν ορμητικά θαλάσσια κύματα (τσουνάμι), που έπληξαν βίαια τις ακτές. Το φαινόμενο προφανώς είχε μοιραίο αντίκτυπο και στις Κεγχρεές, επιφέροντας πολλές φθορές στις λιμενικές εγκαταστάσεις και στα λοιπά οικοδομήματα της παραλιακής πολίχνης.
Εικόνα 2: Απόσπασμα υαλοθετήματος από το αψιδωτό κτίριο, μετά την ανάκτηση και τον καθαρισμό του στα 1965 – 1966. Παριστάνεται μία ίβιδα να βαδίζει ανάμεσα σε ανθισμένους λωτούς και φυτά παπύρου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 39d).
Πριν προχωρήσουμε στην παρουσίαση των περίτεχνων υαλοθετημάτων, στον εξωραϊστικό προγραμματισμό τους, αλλά και στα κατασκευαστικά στοιχεία τους, κρίνεται σκόπιμο να θέσουμε την παρουσία τους σε ένα δυνητικό ιστορικό υπόβαθρο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό πως προέκυψε η αναγκαιότητα τους και γιατί τελικά εγκαταλείφθηκαν. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, το έτος 365 μ. Χ. η Πελοπόννησος συνταράχτηκε από μία ισχυρότατη σεισμική δόνηση(2), με επακόλουθο να προκληθούν ορμητικά θαλάσσια κύματα (τσουνάμι), που έπληξαν βίαια τις ακτές. Το φαινόμενο προφανώς είχε μοιραίο αντίκτυπο και στις Κεγχρεές, επιφέροντας πολλές φθορές στις λιμενικές εγκαταστάσεις και στα λοιπά οικοδομήματα της παραλιακής πολίχνης.
Στον δε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό Της αποκατάστασης των δημόσιων κτιρίων, φαίνεται ότι συμπεριλήφθηκε και η ανακαίνιση του ιερού της Ίσιδας στον νότιο μόλο. Πάνω σε αυτή την προοπτική, αποφασίστηκε η πολυτελής επένδυση των εσωτερικών τοιχωμάτων του αψιδωτού κτιρίου, και παραγγέλθηκαν στο εξωτερικό περίπου 118 έως 126 επιτοίχιοι μωσαϊκοί πίνακες ποικίλων μεγεθών. Μάλιστα πιστεύεται ότι πιθανότατα αυτά τα θαυμάσια τεχνουργήματα προέρχονται από την Αίγυπτο, λόγω της συναφούς θεματολογίας ορισμένων εκ των παραστάσεων τους από το φυσικό περιβάλλον του ποταμού Νείλου. Ίσως λοιπόν να φιλοτεχνήθηκαν σε κάποιο εξειδικευμένο εργαστήριο της Αλεξάνδρειας, με δεδομένο ότι Αιγυπτιακή πολιτεία ήταν ένα εξέχον πολιτισμικό κέντρο στην Ελληνιστική – Ρωμαϊκή περίοδο, έχοντας αναπτύξει στενούς εμπορικούς δεσμούς με πλείστες παράκτιες πόλεις της Ελληνικής επικράτειας μέσω πολυσύχναστου λιμένα της.
Εικόνα 3: Τμήμα υαλοθετήματος με παραστάσεις εξωτικών φυτών από την περιοχή του ποταμού Νείλου. Από τις διαπιστωμένες Νειλωτικές σκηνές υποδηλώνεται εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι πίνακες των Κεγχρεών κατασκευάστηκαν σε κάποιο εργαστήριο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 11).
Οι μωσαϊκοί πίνακες που προορίζονταν για το ιερό της Ίσιδας ή το «Νυμφαίο» στο Κορινθιακό επίνειο, είχαν κατασκευαστεί με την τεχνική «opus sectile», δηλαδή με την χρήση λεπτών έγχρωμων φύλλων γυαλιού, που κόβονταν σε λεπτά σε γεωμετρικά και φυτικά σχήματα, αλλά και ανθρώπινες και ζωικές μορφές, όπως θα δούμε και παρακάτω. Όταν ολοκληρώθηκε η επεξεργασία τους λίγο πριν τα μέσα της δεκαετίας του 370 μ. Χ., τα υαλοθετήματα προετοιμάστηκαν για ναυτιλιακή αποστολή. Για την ασφαλή μεταφορά τους, συσκευάστηκαν ανά δύο τεμάχια ίδιων διαστάσεων και παρόμοιων μοτίβων, βαλμένα αντικρυστά κατά πρόσωπο σε κοινό ξύλινο εσχαροκιβώτιο, ενδεχομένως έχοντας ανάμεσα τους μία μικρή ποσότητα από άχυρο ή ξερά φύκια. Έπειτα οι συσκευασίες φορτώθηκαν σε ένα πλοίο και ταξίδεψαν για τις Κεγχρεές, όπου αμέσως μετά τον κατάπλου στον Κορινθιακό λιμένα μετακομίστηκαν στο αψιδωτό κτίριο. Εδώ διευθετήθηκαν περιμετρικά των πλευρών του αίθριου σε εννέα συστάδες με επικλινή διάταξη, και σε θέσεις που διευκόλυναν τις επικείμενες εργασίες τοποθέτησης τους, τέσσερις έναντι του βορειοανατολικού τοίχου, μία στον βορειοδυτικό και τέσσερις παρά τον νοτιοδυτικό τοίχο. Σε κάθε περίπτωση προσκομίζονταν ανά ένα εσχαροκιβώτιο, με την μία άκρη του να στηρίζεται στο τοίχωμα και την άλλη να ακουμπά στο δάπεδο σε μία αρκετά οξεία γωνία, ενώ αμέσως μετά θέτονταν η επόμενη συσκευασία και ούτω καθ’ εξής, μέχρι να συσσωρευτούν τέσσερα έως δέκα εσχαροκιβώτια κατά συστάδα, ανάλογα με τις θεματικές ενότητες και τις δομικές επιφάνειες που θα προσαρμόζονταν.
Εικόνα 4: Άποψη των καταλοίπων του αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο. Στην ένθετη κάτοψη με κόκκινο κύκλο επισημαίνονται οι στοιβάδες με τα υαλοθετήματα, στις θέσεις που εναποτέθηκαν για να ξεκινήσουν οι εργασίες της επιτοίχιας τοποθέτησης τους, όπου και ανακαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, figure 6).
Ωστόσο η τοποθέτηση των υαλοθετημάτων στο αψιδωτό κτίριο δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί ποτέ. Στα 375 μ. Χ., η Πελοπόννησος συγκλονίζεται ξανά από έναν ακόμα σφοδρότατο σεισμό(3), με ολέθριες συνέπειες για το επίνειο των Κεγχρεών. Από την καταστροφική θεομηνία πρέπει να υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές, το υπό ανακαίνιση οικοδομικό σύμπλεγμα του ιερού της Ίσιδος ή του «Νυμφαίου», καθώς η λειτουργία του φαίνεται ότι διακόπτεται απότομα και το μέρος εγκαταλείπεται. Εικάζεται ότι και πάλι δημιουργήθηκαν τεράστια σεισμικά θαλάσσια κύματα, που μεταξύ άλλων σάρωσαν και τον νότιο μόλο, με αποτέλεσμα να πλημμυρίσει το αψιδωτό κτίριο. Οι δε μωσαϊκοί πίνακες ευρισκόμενοι εντός των ξύλινων συσκευασιών τους εκτιμάται ότι εμποτίστηκαν από νερό, με αποτέλεσμα να χάσουν την συνεκτικότητα τους τα δομικά υποστρώματα αυτών, πάνω στα οποία ήταν κολλημένα τα γυάλινα στοιχεία των καλλιτεχνικών συνθέσεων. Είχαν πλέον περιέλθει σε μία λίαν ευπαθή κατάσταση, που καθιστούσε αδύνατη την μετακίνηση τους, χωρίς να θρυμματιστούν σε κομμάτια. Επίσης, τα διαδοχικά εσχαροκιβώτια σε κάθε συστάδα, μετατοπίστηκαν και έκλιναν προς τον τοίχο στήριξης τους σε μία περισσότερο αμβλεία γωνία, έτσι ώστε τα υαλοθετήματα τα οποία ήταν πλησιέστερα στο δάπεδο να δέχονται το βάρος των υπολοίπων, που προκαλούσε μοιραία μία ανεπιθύμητη στρέβλωση ή ακόμα και θραύση στο μέσο των μαλακών υποστρωμάτων τους.
Κατά την γνώμη του καθηγητή Robert Scranton, αυτές οι διαλαμβανόμενες παραμορφώσεις υπήρξαν και τα αίτια της απαξίωσης των διακοσμητικών τεχνουργημάτων, καθόσον πιθανότατα να θεωρήθηκαν άχρηστα για οποιαδήποτε χρήση τους σε κάποιο άλλο κτίριο. Επομένως αφέθηκαν επί τόπου στις συστάδες και μέσα στα ξύλινα εσχαροκιβώτια τους, ενώ πολύ σύντομα, αν όχι άμεσα, η θέση του ερειπωμένου ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου» και των παρακείμενων κτισμάτων πληρώθηκε ευρέως με αποθέσεις χώματος, βότσαλων, χαλικιών και άλλων φερτών υλικών, καλύπτοντας έστω και μερικώς τους μωσαϊκούς πίνακες, οι οποίοι έκτοτε καταδικάστηκαν στην λήθη μέχρι την ανακάλυψη τους στην σύγχρονη εποχή.
Εικόνα 5: Συστάδα συσκευασμένων υαλοθετημάτων στηριγμένη στον βόρειο τοίχο του αψιδωτού κτιρίου, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές των ετών 1965 – 1966. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 39a).
Στην συνέχεια και περί τα τέλη του 4ου/αρχές 5ου αιώνα μ. Χ., επί της γραμμής των θεμελιώσεων του αύλειου αψιδωτού κτιρίου, ανεγέρθηκε ένα νέο οικοδόμημα διατηρώντας την ίδια κάτοψη, το οποίο ταυτοποιήθηκε από τους Αμερικάνους ανασκαφείς ως ένα Χριστιανικό παρεκκλήσι, και ανήκε στα εξαρτήματα του συμπλέγματος μίας περικαλλούς Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, που εκτείνονταν προς τα δυτικά. Το δε πάτωμα του τελευταίου διαμορφώθηκε με επιπρόσθετη επιχωμάτωση, περί το ένα μέτρο πάνω από το αυθεντικό δάπεδο του αρχαιότερου αίθριου, όπου βρίσκονταν πλέον θαμμένα τα υαλοθετήματα. Όμως στην πορεία των επόμενων αιώνων το παρεκκλήσι μετατράπηκε και αυτό σε ερείπια, πιθανότατα από κάποια τρομερή σεισμική ακολουθία, όπως εκείνες που μνημονεύεται ότι συνέβησαν στα έτη 522, 551 και 580 μ. Χ.(4). Αυτά τα καταστροφικά φαινόμενα πρέπει να επέφεραν επιπλέον και βίαιες γεωμορφολογικές μεταβολές, με συνέπεια το μεγαλύτερο τμήμα του τεχνητού νότιου μόλου του λιμένα των Κεγχρεών να καταποντιστεί κάτω από την στάθμη της θάλασσας, καθιστώντας τα κατάλοιπα των κτιριακών εγκαταστάσεων έρμαια στην αδυσώπητη δράση των κυμάτων. Υπό αυτές τις ταραχώδεις συνθήκες φαίνεται πως μετακινήθηκαν μερικοί λίθινοι δόμοι από τις αρχικές θεμελιώσεις της βορειανατολικής πλευράς του προγενέστερου αψιδωτού κτιρίου, ενώ διαρράγηκε και το κατοπινό πάτωμα του κατεστραμμένου άνωθεν Χριστιανικού παρεκκλησίου. Αναπόφευκτα λοιπόν, η διαστρωμάτωση που κάλυπτε τις συστάδες με τις συσκευασίες των επιτοίχιων παραστάσεων, περιήλθε σε μία μόνιμη κατάσταση υγρασίας, η οποία είχε καταλυτική επίδραση στα υαλοθετήματα, καθώς επέτεινε την στρέβλωση τους και προξένησε σοβαρές διαβρώσεις στις επιφάνειες τους.
Εικόνα 6: Λεπτομέρεια υαλοθετήματος με την παράσταση υδρόβιου πτηνού, πιθανότατα πάπιας. Λόγω της πολυχρόνιας παραμονής τους σε υγρή διαστρωμάτωση, οι περίτεχνοι μωσαϊκοί πίνακες των Κεγχρεών υπέστησαν εκτενείς φθορές από την διάβρωση. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 167).
Το καλοκαίρι του 1964 διενεργήθηκε μία δοκιμαστική τομή στο αψιδωτό κτίριο, στην σφαίρα των ευρύτερων αρχαιολογικών ερευνών στον ρωμαϊκής εποχής λιμένα των Κεγχρεών(5), με επιδίωξη να εξεταστεί αν υπήρχε κάποιο δάπεδο κάτω από τις επιχωματώσεις, και να αποκτηθούν περισσότερες πληροφορίες για το οικοδόμημα. Κατά την διάρκεια αυτής της προσπάθειας ανασύρθηκαν αρκετά έγχρωμα σχηματοποιημένα θραύσματα, κατασκευασμένα με την τεχνική opus sectile και πιστοποιήθηκε η ύπαρξη ενός τουλάχιστον μωσαϊκού πίνακα, που εκτιμήθηκε ότι προέρχονταν από ένα σύνολο κάποιων αδιάγνωστων υαλοθετημάτων, και τα οποία μαζί μα τα περιβάλλοντα κτίσματα ενδεχομένως να ανήκαν στο ιερό της Ίσιδας, το οποίο μαρτυρούνταν από τον περιηγητή Παυσανία, αλλά και από τον συγγραφέα Απουλήιο. Ωστόσο οι ανασκαφείς ακόμα δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν ότι βρίσκονταν «προ των πυλών» μίας σημαντικής ανακάλυψης.
Τα επόμενα δύο έτη (1965 – 1966) δόθηκε ιδιαίτερο βάρος στην ανασκαφή τω καταλοίπων του αψιδωτού κτιρίου, τα οποία στεγανοποιήθηκαν πρόχειρα περιμετρικά με γαιόσακους και αποστραγγίστηκε το θαλασσινό νερό από το εσωτερικό τους. Μετά την απομάκρυνση του γεμίσματος των φερτών υλικών, ήρθε στο φως ένα καλοδιατηρημένο μωσαϊκό δάπεδο των Ρωμαϊκών χρόνων στο ορθογώνιο τμήμα του, και ένα οκτάγωνο περιρραντήριο – σιντριβάνι με μαρμάρινη επένδυση στο μέσο της αψίδας. Όμως εκείνο που αποτέλεσε μία αναπάντεχη έκπληξη για τους αρχαιολόγους, ήταν η αποκάλυψη των εννέα συστάδων με τα συσκευασμένα υαλοθετήματα, εναποθετημένες στο πάτωμα και παραπλεύρως από τους τοίχους. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι στην νοτιοδυτική πλευρά του αψιδωτού κτιρίου ήταν προσκολλημένο ένα δίπατο οικοδόμημα, ακόμα απροσδιόριστης λειτουργικότητας(6), με το οποίο επικοινωνούσε μέσω μίας ξύλινης θύρας στην μεσοτοιχία του υπερυψωμένου κελαριού (κάτω πάτωμα). Από ορισμένα ευρήματα κατασκευαστικής φύσεως, εξυπονοούνταν ότι και τα δύο κτίσματα τελούσαν σε φάση ανακαίνισης, όταν επλήγησαν από ένα καταστρεπτικό συμβάν. Στο δε κατώφλι της μεταξύ τους θύρας, εντοπίστηκε ένα νόμισμα αναγόμενο στο χρονικό εύρος των ετών 364 – 378 μ. Χ., ενώ κάτω από τα ξύλινα θυρόφυλλα, που ήταν πεσμένα στο κελάρι, βρέθηκε ένας λύχνος περίπου της ίδιας περιόδου. Αυτές οι ενδείξεις οδήγησαν στην εξαγωγή του βάσιμου συμπεράσματος, ότι οι πολυτελείς πίνακες opus sectile προορίζονταν για την εσωτερική επιτοίχια διακόσμηση του αίθριου στο αψιδωτό κτίριο, στα πλαίσια μίας διαφαινόμενης ανάπλασης του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου», η οποία δεν περατώθηκε ποτέ πιθανότατα εξαιτίας του καταλυτικού σεισμού στα 375 μ. Χ..
Εικόνα 7: Τμήμα υαλοθετήματος όπου απεικονίζεται ένας αλιέας με καπέλο και ένα ψάρι, μετά τον καθαρισμό του κατά το πρωτογενές στάδιο της συντήρησης των πολύτιμων ευρημάτων στα 1965 – 1966. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 40b).
Η ανάκτηση των σπάνιων απεικονιστικών ευρημάτων αποτέλεσε ύψιστη προτεραιότητα για τους αρχαιολόγους, καθόσον θεωρήθηκαν εξαιρετικά σημαντικά τόσο για την ιστορία της τέχνης, όσο και για τον εμπλουτισμό των γνώσεων σχετικά με την αρχαία υαλουργία. Απολύτως ενδεικτική είναι και η δήλωση του ειδήμονα στην εξέταση των αρχαίων υαλικών αντικειμένων, του δόκτορος (Dr) Robert H. Brill, επιστήμονα του Corning Museum of Glass (ΝΥ - ΗΠΑ), ο οποίος σε ένα σχετικό άρθρο στα 1976 υπογράμμιζε εμφατικά: «Η ανακάλυψη ενός μόνο πίνακα του τύπου των Κεγχρεών θα είχε προκαλέσει ενθουσιασμό μεταξύ των ειδικών στο γυαλί. Η ανακάλυψη εκατό πινάκων τοποθετεί το εύρημα στα σπουδαιότερα του αιώνα».
Αμέσως μετά την αποκάλυψη τους, τα υαλοθετήματα δέχτηκαν τις πρώτες σωστικές επεμβάσεις από τον συντηρητή του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου, Χαράλαμπο Δεϊλάκη, τόσο επιτόπου στο ανασκαφικό πεδίο, όσο και στην έδρα εργασίας του, λαμβάνοντας υπόψη την εύθραυστη κατάσταση τους, καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που απαιτήθηκε για την απόσπαση και την μετακίνηση τους σε ασφαλή χώρο. Μέχρι το τέλος του καλοκαιριού του 1966 είχαν αφαιρεθεί προσεκτικά οι έξι από τις εννέα συστάδες, ενώ έως το θέρος του 1968 ανελκύστηκαν και οι υπόλοιπες τρεις. Αφού πέρασαν μία διαδικασία αφαλάτωσης εντός δεξαμενών με ανανεούμενο καθαρό νερό, τα συσκευασμένα υαλοθετήματα μεταφέρθηκαν για συντήρηση σε εργαστηριακές εγκαταστάσεις των Αρχαιολογικών Μουσείων του Ναυπλίου και της Κορίνθου, ενώ ορισμένα τμήματα απεστάλησαν στο Corning Museum of Glass (ΝΥ – ΗΠΑ), για περαιτέρω ενέργειες αποκατάστασης. Μολονότι αρκετοί από τους μωσαϊκούς πίνακες ήταν εντελώς αποσαθρωμένοι, εντούτοις πολλοί βρέθηκαν σε ποικίλες μορφές διατήρησης, που κυμαίνονταν από αποσπασμένα θραύσματα έως την ουσιαστική πληρότητα των επιφανειών. Στις κύριες εργασίες επανόρθωσης περιλαμβάνονταν ο αποχωρισμός των ζευγών όπου ήταν εφικτό και ο ενδελεχής καθαρισμός αυτών, άλλα και των αποκομμένων τεμαχίων. Όμως στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η φυσικοχημική διάβρωση του γυαλιού από το θαλασσινό νερό, εκτός από την μετάλλαξη της γυάλινης σύστασης και των αποχρώσεων, είχε προκαλέσει και την σύμφυση των πινάκων, που όπως επισημάνθηκε ήταν συσκευασμένοι ανά δύο, πρόσωπο με πρόσωπο, εντός των εσχαροκιβωτίων αποστολής τους. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η δυσχέρεια, επιλέχτηκε η απομάκρυνση του δομικού υποστρώματος πάνω στο οποίο ήταν προσαρμοσμένα τα γυάλινα στοιχεία των συνθέσεων, προκειμένου να φανερωθεί η πίσω όψη των παραστάσεων.
Εικόνα 8: Ο αείμνηστος συντηρητής αρχαιοτήτων Χαράλαμπος Δεϊλάκης, κατά την στιγμή της εργασίας του για την αποκατάσταση ενός εκ των υαλοθετημάτων των Κεγχρεών, σε εργαστήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ναυπλίου τον Ιούνιο του 1967. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 3).
Κατά το κοπιώδες εγχείρημα της επιμελούς συντήρησης τους, επιτεύχθηκε η ανάκτηση 87 καλλιτεχνικών συνθέσεων από το εκτιμώμενο σύνολο των 118 έως 126 επιτοίχιων υαλοθετημάτων, που αποκαταστάθηκαν στις πλήρεις αρχικές ή μερικές διαστάσεις τους και αποσπασματικά, πάνω σε άκαμπτο υπόστρωμα με υλικό συμπλήρωσης ουδέτερου χρώματος. Μέσα από αυτή την συστηματική διαδικασία, δόθηκε η δυνατότητα στους επιστήμονες να μελετήσουν σχολαστικά δομή των πολύχρωμων πινάκων, φιλοτεχνημένων με την τεχνική opus sectile και να προσδιορίσουν τον τρόπο κατασκευής τους, διατυπώνοντας δύο εύλογες εκδοχές. Σύμφωνα με την πιο ενδεδειγμένη εξ’ αυτών, πρώτα προετοιμάζονταν μία επιφάνεια εργασίας, κατάλληλου μεγέθους και περιγράμματος, πιθανότατα ένα τραπέζι με υπερυψωμένα ακραία γεισώματα, έτσι ώστε να δημιουργείται ένα ορθογώνιο εκμαγείο. Έπειτα μέσα στο υποτυπώδες καλούπι απλώνονταν μεγάλα θραύσματα αγγείων, περίπου τετραγωνισμένα, κομμένα από τραχείς πήλινους αμφορείς. Πάνω από αυτά τα κεραμικά και στα μεταξύ τους διάκενα, ρίχνονταν ένα μίγμα κολλώδους κονιάματος, πάχους γύρω στα 2 χιλιοστά, που τα κύρια συστατικά του ήταν φυσική ρητίνη (κολοφώνιο) και μαρμαρόσκονη. Στην συνέχεια, επ’ αυτού του δομημένου υποστρώματος στερεώνονταν λεπτά γυάλινα τεμάχια ποικίλων χρωμάτων και σχημάτων, πάχους περί τα 3 χιλιοστά, προσκολλημένα με επιπλέον ρητίνη, συνθέτοντας το επιθυμητό εικονογραφικό θέμα. Κατά την δεύτερη εκδοχή ακολουθούνταν η αντίστροφη πορεία, δηλαδή τα κομμάτια του γυαλιού διαρρυθμίζονταν μορφοποιημένα κατά πρόσωπο, πρώτα πάνω στην επιφάνεια εργασίας και κατόπιν σκεπάζονταν με το ρητινώδες κονίαμα, επί του οποίου προσαρμόζονταν στο τέλος τα θραύσματα από πήλινα αγγεία.
Εικόνα 9: Λεπτομέρεια υαλοθετήματος με έγχρωμες απεικονίσεις φυτών από το Νειλωτικό περιβάλλον. Το κεντρικό άνθος είναι κατασκευασμένο με την σύντηξη θερμασμένων τμημάτων από μονόχρωμα γυαλιά με την τεχνική «millefiori». (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 6).
Στα υαλοθετήματα opus sectile από το ιερό της Ίσιδας ή το «Νυμφαίο», παρατηρούνται εννέα χρώματα και αποχρώσεις αυτών, έχοντας έναν διακριτό απεικονιστικό σκοπό, όπως τα ρόδινα στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για να αποδώσουν την σάρκα στις ανθρώπινες μορφές. Αξιοσημείωτη είναι και η τεχνική παραγωγής του γυαλιού ως εργαστηριακού προϊόντος. Πολλά τεμάχια έχουν κοπεί απευθείας από μονόχρωμους υαλοπίνακες στο επιζητούμενο γεωμετρικό ή άλλο σχήμα. Όμως υπάρχουν και κρούστες με ζωικές και φυτικές παραστάσεις, οι οποίες έχουν παρασκευαστεί με θερμική κατεργασία, λαμβάνοντας την τελική τους μορφή με έκλυση ράβδων υαλόμαζας ή συστροφή γυάλινων ινών. Επίσης, για ορισμένες παραστάσεις εφαρμόστηκε η πιο περίπλοκη πρακτική της θέρμανσης τμημάτων από μονόχρωμα γυαλιά με συγκεκριμένο περίγραμμα, που κατόπιν συντήκονταν με διαφορετικούς τρόπους, παρέχοντας σύνθετα πολύχρωμα σχέδια (τεχνική «millefiori»), ενώ σε άλλες περιπτώσεις διαπιστώνεται η υαλογραφία με μονόχρωμη χρωστική τύπου «grisaille», με στόχο την δημιουργία μίας τρισδιάστατης εντύπωσης. Από τις εξεζητημένες τεχνολογικές πτυχές της επεξεργασίας των γυάλινων στοιχείων των μωσαϊκών πινάκων των Κεγχρεών, συνάγεται ότι η υαλουργία κατά την Ρωμαϊκή περίοδο είχε φτάσει σε υψηλότατο επίπεδο, προσεγγίζοντας στα όρια μίας τυποποιημένης βιομηχανικής παραγωγής.
Εικόνα 10: Γυάλινο στοιχείο από υαλοθέτημα με την μορφή ψαριού. Τα λέπια έχουν ζωγραφιστεί με χρωστική τύπου «grisaille». (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 8).
Τα εικαστικά υαλοθετήματα από το Κορινθιακό επίνειο υπολογίστηκε από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους ότι ζυγίζουν 700 κιλά, ενώ η συνολική τους επιφάνεια πρέπει να ξεπερνούσε τα 150 τετραγωνικά μέτρα. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις, εκτιμάται ότι προορίζονταν για τοποθέτηση στα εσωτερικά τοιχώματα του αψιδωτού κτιρίου στο συγκρότημα του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου», συνιστώντας τα διάχωρα ενός αρχιτεκτονικού διακόσμου σε οριζόντιες ζώνες. Από την εξέταση της θεματολογίας τους, προκύπτει ότι οι μωσαϊκοί πίνακες διέπονταν από ένα σαφές εικονογραφικό πρόγραμμα, και κατανέμονται σε τρεις κατηγορίες, σε «Παραστατικούς», «Ιερατικούς» και «Συμμετρικούς».
Εικόνα 11: Σχεδιαστική πρόταση της αναπαράσταση μέρους του εσωτερικού διακόσμου με υαλοθετήματα, του αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο των Κεγχρεών, κατά την εκτίμηση του Αμερικάνου καθηγητή Robert Scranton. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 1).
Οι «Παραστατικοί» πίνακες είχαν σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, με οριζόντια διάταξη και μέγιστες αρχικές διαστάσεις 1,90 Χ 0,85 μέτρα. Περιλάμβαναν πανοράματα με παραστάσεις λιμένων, που διέθεταν κτιριακές εγκαταστάσεις και στοές με κιονοστοιχίες, κρήνες, οικισμένα παράκτια μέρη, πλοία, αλιείς να ψαρεύουν με δίχτυ ή καλάμι, περιστασιακά μερικά άτομα, πιθανόν κυνηγούς, και υποθαλάσσιες εικονογραφήσεις, όπου εμφανίζονταν ψάρια και μαλάκια, όπως καλαμάρια. Επιπλέον στις θεματικές τους ενότητες εντάσσονταν και ειδυλλιακά τοπία από τις βαλτώδεις όχθες του ποταμού Νείλου, στα οποία παρουσιάζονταν με ρεαλιστική απόδοση φυτά και άνθη, όπως πάπυροι και λωτοί, διάφορα εξωτικά πτηνά, όπως ίβιδες, φοινικόπτεροι (φλαμίνγκο), πάπιες, και άλλα υδρόβια πουλιά, καθώς και άγρια ζώα, όπως κροκόδειλοι. Από αυτές τις Νειλωτικές σκηνές υποδηλώνεται ότι τα υαλοθετήματα των Κεγχρεών έχουν Αιγυπτιακές καταβολές και πιθανότατα να κατασκευάστηκαν σε κάποιο εργαστήριο της Αλεξάνδρειας, μία πόλη χτισμένη στα δυτικά των εκβολών του ποταμού Νείλου. Άλλωστε χαρακτηρίζονται από τους ειδικούς, ως έργα της όψιμης Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, ανήκοντας στην τέχνη που έλκει την καταγωγή της από την Μεσοποταμία και την Αίγυπτο. Εντοπίστηκαν συνολικά 26 «Παραστατικά» υαλοθετήματα και θεωρείται πως προέρχονται από ενιαίες ζωοφόρους της επιτοίχιας διακόσμησης, εξαιτίας των γραμμικών περιθωρίων μόνο στις οριζόντιες πλευρές τους.
Εικόνα 12: «Παραστατικός» μωσαϊκός πίνακας. Ως κεντρικό θέμα απεικονίζεται μία λιμενική εγκατάσταση, που περιστοιχίζεται από πλοία, ψάρια, ένα καλαμάρι, ενώ στο κάτω άκρο της παρουσιάζεται ένας αλιέας να ψαρεύει με καλάμι. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 19).
Οι λεγόμενοι «Ιερατικοί» πίνακες επίσης είχαν σχήμα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο, με μέγιστες διαστάσεις 1,90 Χ 1,05 μέτρα, αλλά ήταν προσανατολισμένοι κάθετα. Στις επιφάνειες τους απεικονίζονταν ολόσωμες μορφές Ελλήνων φιλοσόφων, ποιητών και ιματιοφόρων ανδρών, οι οποίοι εικάζεται ότι ενδεχομένως να αναπαριστούν αξιωματούχους της ρωμαίικής εποχής , πιθανότατα ύπατους ή συγκλητικούς(7). Οι αρχαίες προσωπικότητες στέκονταν πάνω σε βάθρο και είτε πλαισιώνονταν από δύο κιονίσκους, είτε περιβάλλονταν από περιθώριο διακοσμημένο με απλά φυτικά σχέδια, ενώ διασώθηκαν μόλις 12 «Ιερατικά» υαλοθετήματα, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί ο συνολικός τους αριθμός. Από τα εικονιζόμενα άτομα αναγνωρίστηκαν με βεβαιότητα, το πορτραίτο του Ομήρου, από τα Ελληνικά γράμματα εκατέρωθεν της κεφαλής του που σχημάτιζαν την λέξη «ΟΜΗ – ΡΟΣ» και η φυσιογνωμία του Πλάτωνα, από τους διατηρούμενους χαρακτήρες «ΤΩ», που φέρεται να προέρχονται από την αναγραφή του ονόματος του, αλλά κυρίως με βάση το σύνηθες εικονιστικό πρότυπο του. Οι δε πίνακες των δύο αρχαίων Ελλήνων λογίων ήταν συσκευασμένες στο ίδιο εσχαροκιβώτιο. Επίσης, σε ένα άλλο αποσπασματικό υαλοθέτημα θεωρείται ότι παριστάνονταν ο Θεόφραστος, όπως υπονοείται από την διακρινόμενη σε αυτό επιγραφική κατάληξη «ΑCTO».
Εικόνα 13: «Ιερατικοί» μωσαϊκοί πίνακες. Στο αριστερά υαλοθέτημα παρουσιάζεται η μορφή του Ομήρου, όπως αποκαλύφθηκε μετά τον καθαρισμό του στα 1966 και στο δεξιά εμφανίζεται το πορτραίτο του Πλάτωνα, μετά από την εργαστηριακή συντήρηση του. (Πηγή ασπρόμαυρης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 18, plate 42 και έγχρωμης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 10).
Οι «Συμμετρικοί» πίνακες ανέρχονταν περίπου στους 68, όντας οι πλέον πολυάριθμοι, και προορίζονταν να τοποθετηθούν στην κατώτερη ζώνη των τοιχωμάτων του αψιδωτού κτιρίου. Το σχήμα τους ήταν τετράγωνο ή μακρόστενο, με διαστάσεις 1,22 Χ 1,22 μέτρα και 1,22 Χ 0,60 μέτρα αντίστοιχα. Φαίνεται δε ότι έφεραν μία ποικιλία από τυπικά γεωμετρικά (ρόμβοι, κύκλοι), φυτικά και αρχιτεκτονικά μοτίβα.
Όπως επισημαίνεται από τους ειδικούς, παρόμοιες μαρμάρινες και γυάλινες εντοίχιες διακοσμήσεις, της ίδιας εποχής με τα υαλοθετήματα των Κεγχρεών, εντοπίζονται στην αρχαία πόλη της Όστια (Ostia Antica), το επίνειο της αυτοκρατορικής Ρώμης στην Τυρρηνική θάλασσα. Αποτελούν ένα είδος πολυτελούς μνημειακής διακόσμησης κοσμικών κτιρίων, που εγκαταλείπεται στην μετέπειτα Βυζαντινή τέχνη, οπότε επικρατεί η τέχνη του ψηφιδωτού και της τοιχογραφίας. Μορφολογικά, οι ανθρώπινες παραστάσεις των «Ιερατικών» μορφών, ανταποκρίνονται στις μεταγενέστερες απεικονίσεις των μετωπικών Αγίων στα ψηφιδωτά της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Αγίου Απολλιναρίου στην Ραββένα, που χρονολογούνται λίγο μετά το 540 μ. Χ.. Μάλιστα σύμφωνα με την γνώμη πολλών ακαδημαϊκών, η θεματολογία των συνθέσεων στο σύνολο των μωσαϊκών πινάκων του αψιδωτού κτιρίου, το διακριτό εσωτερικό φως, η διαφάνεια και η διαύγεια του γυάλινου εικαστικού μέσου, απηχούν την νεοπλατωνική φιλοσοφία της ύστερης αρχαιότητας λίγο πριν την οριστική επικράτηση του Χριστιανισμού, ενώ εικάζουν ότι ίσως το μέρος να λειτούργησε ως νεοπλατωνική σχολή για κάποιο χρονικό διάστημα.
Εικόνα 14: Διατηρούμενο τμήμα από «Συμμετρικό» μωσαϊκό πίνακα, με φυτικά και γεωμετρικά σχέδια, όπως εκτίθεται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.
Τα ευρεθέντα υαλοθετήματα μετά τις πρωτογενείς εργασίες καθαρισμού, διαχωρισμού και αποκατάστασης τους σε εργαστήρια της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε Ναύπλιο και Κόρινθο, αλλά και στο Corning Museum of Glass (ΝΥ – ΗΠΑ), μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας. Παρά τις αξιέπαινες προσπάθειες των συντηρητών, από τα 150 τετραγωνικά μέτρα των επιφανειών, κατέστη δυνατόν να ανακτηθούν περίπου τα μισά. Συγκεκριμένα, περί τα 37,56 τετραγωνικά μέτρα είναι ορατά από την εμπρόσθια κανονική όψη τους, ενώ στα άλλα 37,56 τετραγωνικά μέτρα διακρίνονται οι οπίσθιες όψεις τους(8), με δεδομένη την συσκευασία των πινάκων αντικριστά κατά πρόσωπο στο κάθε εσχαροκιβώτιο, που δεν επέτρεψε τον αποχωρισμό τους λόγω της σύμφυσης τους. Στο δε Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας ορισμένα αντιπροσωπευτικά δείγματα εκτέθηκαν εντός προθηκών σε ιδιαίτερη θεματική ενότητα, όπως παρουσιάζονται και σήμερα, ενώ τα υπόλοιπα εναποθηκεύτηκαν. Ωστόσο, εξαιτίας της ανεπαρκούς αφαλάτωσης των υαλοθετημάτων κατά το αρχικό στάδιο των σωστικών επεμβάσεων και των ακατάλληλων κλιματικών συνθηκών, που επικρατούσαν στην αποθήκη και στις εκθεσιακές αίθουσες, το μεγαλύτερο μέρος εξ’ αυτών παρέμενε σε κακή κατάσταση διατήρησης.
Το πρόβλημα της προληπτικής συντήρησης αντιμετωπίστηκε ικανοποιητικά από το έτος 2006 και εξής, καθώς έκτοτε ο κύριος όγκος των μωσαϊκών πινάκων, διαφυλάσσεται πλέον μέσα σε ειδικά σχεδιασμένο θάλαμο 28 τετραγωνικών μέτρων, ελεγχόμενων περιβαλλοντικών συνθηκών στην αποθήκη του μουσείου(9). Τα τμήματα των υαλοθετημάτων προστατεύονται τοποθετημένα σε ειδικά κατασκευασμένα ερμάρια με χημικά αδρανή υποστρώματα, ενώ ταυτόχρονα είναι άμεσα προσβάσιμα στους μελετητές, εν αναμονή της εφαρμογής ενός ενιαίου επιστημονικού προγράμματος συστηματικής αποκατάστασης, όπως αναφέρεται στην πληροφοριακή πινακίδα της σχετικής εκθεσιακής ενότητας.
Εικόνα 15: Ερμάριο φύλαξης υαλοθετημάτων του ειδικά σχεδιασμένου θαλάμου διατήρησης, ελεγχόμενων περιβαλλοντικών συνθηκών, στον αποθηκευτικό χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 1).
Κλείνοντας το τριμερές αφιέρωμα στον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών, οφείλουμε να τονίσουμε ξανά ότι υπήρξε ένας σπουδαίος πολυπολιτισμικός και διαμετακομιστικός σταθμός, γνωρίζοντας ραγδαία άνθηση κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, όταν απέκτησε προηγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις. Όπως τεκμαίρεται από τα ανασκαφικά ευρήματα, το πολύβουο ανατολικό επίνειο της μητρόπολης Κορίνθου δραστηριοποιήθηκε πραγματικά ως ένα χωνευτήρι ιδεών, εθίμων και θρησκειών, όπου άνθρωποι διαφορετικών εθνοτήτων, κοινωνικών τάξεων και λατρευτικών πεποιθήσεων έζησαν αρμονικά, συγκροτώντας μία εκλεπτυσμένη τοπική κοινωνία με ιδιαίτερα γνωρίσματα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων της Πελοποννήσου με τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, αλλά και με την Μέση Ανατολή. Η δε ευμάρεια των κατοίκων αντικατοπτρίζεται στα υφιστάμενα κτιριακά κατάλοιπα της αρχαίας παραλιακής πολίχνης με τα υπέροχα μωσαϊκά δάπεδα, στους τεχνητούς λιμενοβραχίονες, στους υπόγειους θαλαμωτούς τύμβους με τις τοιχογραφίες επί της «Ράχης Κουτσογκίλλα» και ακόμα πιο έντονα στα περίτεχνα έγχρωμα υαλοθετήματα από το αύλειο αψιδωτό κτίσμα του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου» στον νότιο μόλο. Ας ελπίσουμε λοιπόν ότι στα μελλοντικά σχέδια των αρμοδίων φορέων συμπεριλαμβάνεται και η ανάδειξη του μάλλον παραμελημένου αρχαιολογικού χώρου των Κεγχρεών, έτσι ώστε το αξιόλογο ιστορικό παρελθόν αυτού του σημαίνοντος λιμένα της αρχαιότητας να γίνει γνωστό στο ευρύτερο κοινό.
Εικόνα 16: Λεπτομέρεια από «Παραστατικό» υαλοθέτημα των Κεγχρεών, όπου απεικονίζεται ένα παράκτιο κτιριακό συγκρότημα, το οποίο διαθέτει στοά με κιονοστοιχία, στα δεξιά του διακρίνεται ένα πλοίο και κάτω από αυτό ένας ιχθύς.
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 2, εδάφιο 3.
2. Ammianus Marcellinus, «Res gestae», βιβλίο XXVI (10.15 – 19).
3. Ζώσιμος, «Ιστορία Νέα», βιβλίο 4, εδάφιο 18.
4. Οι θεομηνίες που ενέσκηψαν στον Ελλαδικό χώρο στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), καταγράφονται κατά περίπτωση από τον λόγιο Προκόπιο τον Καισαρέα στα δύο ιστορικά έργα του «Υπέρ πολέμων λόγοι» και «Περί κτισμάτων».
5. Η γενική διεύθυνση των ανασκαφών στον τομέα των Κεγχρεών μοιράζονταν από κοινού στους Αμερικανούς καθηγητές Robert Scranton και John Hawthorne από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και Edwin Ramage και Diether Thimme από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, με τον Scranton να έχει την καθολική ευθύνη για την πορεία τους. Με την ανασκαφή στο αψιδωτό κτίριο του νότιου μόλου απασχολήθηκε ειδικότερα η καθηγήτρια Elizabeth Gebhard από το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, έχοντας βοηθό την αρχαιολόγο Leila Ibrahim, η οποία αργότερα ανέλαβε αποκλειστικά την επίβλεψη των εργασιών.
6. Στην αρχαιολογική έκθεση του 1967, ο καθηγητής Robert Scranton χαρακτηρίζει το υπόψη δίπατο οικοδόμημα πιλοτικά ως «ναό (temple)», προδίδοντας του μία αδιόρατη λατρευτική φυσιογνωμία.
7. Ο καθηγητής Robert Scranton σε σχετικό άρθρο του, στο Αρχαιολογικό Δελτίο του έτους 1969, αναφέρει ότι μεταξύ άλλων ήρθε στο φως και ένα θραύσμα υαλοθετήματος, όπου απεικονίζονταν τα πόδια και το φόρεμα μίας απροσδιόριστης γυναικείας μορφής, η οποία στέκονταν σε ένα βάθρο ή αιωρούνταν πάνω από αυτό, πλαισιωμένη από δύο μεγάλες κολώνες ή βρίσκονταν εντός ενός τετράπλευρου περιβλήματος.
8. Από τα συνολικά ανακτηθέντα 75,12 τετραγωνικά μέτρα των υαλοθετημάτων, το 48% των επιφανειών διατηρούνται σε σταθερή κατάσταση, το 28% σε ασταθή και το 21% έχει κονιορτοποιηθεί και είναι αδύνατον να αποκατασταθεί. Το υπολειπόμενο ποσοστό 3% διασώζεται σε ελεύθερες γυάλινες κρούστες, που δε έχουν ενταχθεί σε κάποιους από τους πίνακες.
9. Η κατασκευή του υπόψη ειδικού θαλάμου φύλαξης των υαλοθετημάτων, χρηματοδοτήθηκε από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Πελοποννήσου.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «Εικόνες Διάφανες Χρωματιστές – Από το Λιμάνι των Κεγχρεών», Γεωργιάννα Μωραΐτου, περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 123, σελίδες 28 – 37, Απρίλιος 2007.
2. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.
3. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
4. «Investigation at Kenchreai 1963», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 33, pp. 134 – 145, 1964.
5. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 20 Β1 – Χρονικά (1965), σελίδες 145 – 152.
6. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 21 Β1 – Χρονικά (1966), σελίδες 141 – 145.
7. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 24 Β1 – Χρονικά (1969), σελίδες 119 – 121.
8. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.
9. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: The Panels of Opus Sectile in Glass», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai II), Leiden, 1976.
10. «The Kenchreai Glass Panels: Selection of Packing Materials», Politimi Loukopoulou, Gorgianna Moraitou, «Glass and Ceramics Conservation 2007», pp. 85 – 92, ed. Lisa Pilosi, Interim Meeting of the ICOM-CC Working Group, Nova Gorica, Slovenia, 27 – 30 August 2007.
11. https://ellinondiktyo.blogspot.com/ Οι γυάλινοι πίνακες των Κεγχρεών.
Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 17: Συστάδες συσκευασμένων υαλοθετημάτων κατά μήκος του νότιου τοίχου του αψιδωτού κτιρίου, στην κατάσταση που αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφές των ετών 1965 – 1966. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 38b).
Εικόνα 18: Τμήμα από «Συμμετρικό» μωσαϊκό πίνακα με φυτικά και γεωμετρικά σχέδια, όπως εκτίθεται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.
Εικόνα 19: Λεπτομέρεια υαλοθετήματος με την παράσταση εξωτικού πτηνού, πιθανότατα φοινικόπτερου (φλαμίνγκο). (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, σελίδα 166).
Εικόνα 20: Σχεδιαστική αναπαράσταση υαλοθετήματος από τις Κεγχρεές, όπου απεικονίζεται μία μάλλον φτερωτή μορφή (ερωτιδεύς;) να βρίσκεται σε Νειλωτικό περιβάλλον κρατώντας ένα πουλί, ενώ περιστοιχίζεται από διάφορα άλλα εξωτικά πτηνά. (Πηγή σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, figure 7).
Εικόνα 21: Απόσπασμα υαλοθετήματος μετά την ανάκτηση και τον καθαρισμό του στα 1965 – 1966, όπου παριστάνεται ένα υδρόβιο πτηνό να βαδίζει ανάμεσα σε φυτά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 41a).
Εικόνα 22: Τμήματα υαλοθετημάτων με παραστάσεις από το Νειλωτικό περιβάλλον, όπως εκτίθενται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.
Εικόνα 23: Απόσπασμα υαλοθετήματος μετά την ανάκτηση και τον καθαρισμό του στα 1965 – 1966, όπου παριστάνεται ένα πουλί να κελαηδάει ανάμεσα σε φυτά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 40a).
Εικόνα 24: Θραύσμα υαλοθετήματος μετά την ανάκτηση και τον καθαρισμό του στα 1965 – 1966, όπου παριστάνεται ένας κροκόδειλος, ενώ αποτυπώνονται τα πόδια ενός αναβάτη στην ράχη του. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 39c).
Εικόνα 25: Ερμάριο φύλαξης υαλοθετημάτων του ειδικά σχεδιασμένου θαλάμου διατήρησης, ελεγχόμενων περιβαλλοντικών συνθηκών, στον αποθηκευτικό χώρο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 14).
Εικόνα 26: Έγχρωμη αναπαράσταση υαλοθετήματος από τις Κεγχρεές με παράσταση παράκτιου κτιριακού συγκροτήματος. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικ. 13).
Κείμενο – Φωτογραφίες:
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.