Της Όλγας Ψυχογυιού, αρχαιολόγου
Το Ηραίον του Άργους βρίσκεται ανάμεσα στο Άργος και τις Μυκήνες, στις πλαγιές του λόφου που λεγόταν Αετόβουνο ή Εύβοια. Θεωρείται το κέντρο της λατρείας της Ήρας, της θεάς «Αργείας», όπως την ονομάζει ο Όμηρος.
Το ιερόν ιδρύθηκε στα μισά του 8ου αι. π.Χ. σε μία θέση που δεσπόζει στην αργολική πεδιάδα, αρχικά ως θρησκευτικό κέντρο της περιοχής και από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. ως επίσημο θρησκευτικό κέντρο αποκλειστικά της πόλεως του Άργους. Η λατρεία ήταν μυστηριακή και είχε ως βασική γιορτή, τα Εκατόμβοια. Πιθανόν να λατρευόταν στην περιοχή μία προϊστορική χθόνια θεά, συνδεμένη με την φύση, με την οποία ταυτίστηκε αργότερα η Ήρα. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε από τον ήρωα Άργο ή τον Φορωνέα, γιο του ποταμού θεού Ινάχου. Η περίοδος ακμής του ιερού αν κρίνουμε απο την αρχιτεκτονική του εξέλιξη τοποθετείται στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και κυρίως στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ.
Το Ηραίον όταν δημιουργήθηκε στο Άργος
Το ηραίον κτίστηκε σε τρία άνδηρα στην νοτιοδυτική πλαγιά ενός υψώματος στους πρόποδες του όρους Αετόβουνο που ορίζει την ανατολική πλευρά της Αργολικής πεδιάδας. Στην περιοχή του ιερού, που ονομάζεται Πρόσυμνα(*), εντοπίσθηκαν κατάλοιπα οικισμού της νεολιθικής και της Εποχής του Χαλκού καθώς και ένα εκτεταμένο μυκηναϊκό νεκροταφείο με ενδείξεις μεταγενέστερης λατρείας των προγόνων. Η περιοχή αυτή είχε πάντως ιδιαίτερη σημασία για τους Μυκηναίους, αφού ένας διαμορφωμένος οδικός άξονας, μήκους 5 χλμ. την συνέδεε με τις Μυκήνες.
Κατά τον 8ο αι. π.Χ. το υψηλότερο άνδηρο ενισχύθηκε με έναν κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο. Πιθανόν να υπήρχε αρχικά σ' αυτό ένας υπαίθριος βωμός ή ένα μικρό οικοδόμημα, ανάλογο μ' ένα πήλινο ομοίωμα που βρέθηκε εκεί. Στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. η επιφάνεια του ανδήρου επεκτάθηκε με εκβραχισμούς και πάνω του οικοδομήθηκε ένας από τους πρώτους περίπτερους δωρικούς ναούς, τόσο σεβαστός, που διατήρησε τους αρχαϊκούς ξύλινους κίονες έως την καταστροφή του το 423 π.Χ, πιθανώς από την πυρκαγιά που προκάλεσε η απροσεξία της ιέρειας Χρυσηίδας.Το φημισμένο σ' όλον τον αρχαίο κόσμο ιερόν της Ήρας ήταν αφιερωμένο στην θεά που ευλογεί την αφθονία και προστατεύει στον πόλεμο.
Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οικοδομήθηκαν στο μεσαίο άνδηρο, όπου πιθανόν να υπήρχε ήδη βωμός, δύο δωρικές στοές κάτω από τον κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο με την πρόσοψή τους προς τα νότια, καθώς και ένα κτήριο συμποσίων, το «Δυτικό κτήριο». Μετά από μία περίοδο ύφεσης, όπου την οδήγησε ο πόλεμος με την Σπάρτη και η βαρειά ήττα της Σηπίας, η πόλη του Άργους γνωρίζει και πάλι την ανάπτυξη στα μέσα του 5ου αι. π.Χ., έχοντας κατακτήσει τις μικρότερες πόλεις της Αργολικής πεδιάδας, την Τίρυνθα και τις Μυκήνες. Το ιερό θα αποκτήσει τότε μνημειακό χαρακτήρα με την διαμόρφωση της επίσημης εισόδου, καθώς και την ανέγερση μίας τρίτης στοάς, δυτικά των αρχαϊκών, και του «ανατολικού κτηρίου», το οποίο θυμίζει το Τελεστήριο της Ελευσίνας. Τα έργα ολοκληρώνονται με την οικοδόμηση στα τέλη του 5ου αι. π.Χ. ενός νέου δωρικού ναού, έργου του αρχιτέκτονα Ευπόλεμου, που θα αντικαταστήσει τον καταστραμμένο ναό, του οποίου τα κατάλοιπα σώζονται. Αργότερα προσθέτονται στα δυτικά του ιερού ένα ελληνιστικό γυμνάσιο και ρωμαϊκά λουτρά.
Στο Ηραίον ετελείτο η πιο φημισμένη εορτή αφιερωμένη στην Ήρα, τα Ηραία ή Εκατόμβοια, που άρχιζαν με πομπή από την πόλη του Άργους, γνωστή από το επεισόδιο του Κλέοβι και Βίτωνα. Από τον 6ο αιώνα π.Χ., όπου ο Ηρόδοτος τοποθετεί την απαρχή τους, έως τον 3ο αιώνα π.Χ. όποτε μεταφέρονται στο Άργος, διεξάγονταν επίσης στο ιερόν, αγώνες που συμπεριελήφθησαν στην ομάδα των Μεγάλων Πανελληνίων, των οποίων οι νικητές ονομάζονται «περιοδονίκαι».
Ήταν γνωστοί στην διαχρονική τους εξέλιξη, αρχικώς απλά ως «Παρ’ Ήρας Αργείας» και μετέπειτα ωςΕκατόμβοια, με έπαθλα, χάλκινα αντικείμενα (υδρίες, λέβητες, τρίποδα, ασπίδες και κρατήρες). Μετά την μεταφορά τους στο Άργος, όπου τελούνταν μαζί με τα Νέμεα, με έπαθλα το στεφάνι μυρτιάς και την χάλκινη ασπίδα, ονομάζονται: «Ηραία τα εν Αργει», και αργότερα «Η εξ Άργους ασπίς».
Εξ αυτών ο χαρακτηρισμός "πιτσουνάκια" των νεονύμφων, ως προστάτιδος του γάμου.
Μάρτυρες της μεγάλης σημασίας του Ηραίου είναι ο βασισμένος στον κατάλογο των ιερατείων υπολογισμός της τοπικής χρονολογίας, μίας από τις γνωστότερες της αρχαιότητας, καθώς και τα πλούσια αναθήματα του Νέρωνα και του Αδριανού. Η ακτινοβολία και η φήμη του επεκτάθηκαν σ' όλον τον αρχαίο κόσμο και διατηρήθηκαν έως την απαγόρευση της αρχαίας θρησκείας. Κατά τον Βιτρούβιο (Ρωμαίο αρχιτέκτονα, 88 π.Χ. – 26 μ.Χ.) τον αρχαϊκό δωρικό περίπτερο ναό της Ήρας έκτισε ο Δώρος.
Τα κατάλοιπα του ιερού της Ήρας στο Άργος, στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του όρους Αετόβουνο είναι ορατά από μακριά. Το ιερό καταλαμβάνει τρία άνδηρα. Ο χώρος λατρείας βρισκόταν αρχικώς στο ανώτερο άνδηρο, όπου και ο παλαιός ναός, αλλά μετέπειτα οργανώθηκε στο μεσαίο, με τον νεότερο ναό στο κέντρο, μεταξύ του «δυτικού κτηρίου» και του «ανατολικού κτηρίου». Στοές και κλίμακες συμπλήρωναν την διάρθρωση των ανδήρων.
Η σημερινή είσοδος του αρχαιολογικού χώρου βρίσκεται στα νοτιοανατολικά του ιερού. Από την ανατολική πλευρά της μνημειώδους εισόδου, φτάνει κανείς στο μεσαίο άνδηρο. Στα βορειοανατολικά του μία κλίμακα οδηγεί στο ανώτερο άνδηρο, πλαισιώνοντας τον κτισμένο με μεγάλους κροκαλοπαγείς λίθους, κατά τον κυκλώπειο τρόπο, αναλημματικό τοίχο του 8ου αιώνα π.Χ. Η ισοπεδωμένη επιφάνεια του ανώτερου ανδήρου είναι καλυμμένη με λίθινες πλάκες και έχει μήκος 55,80 μ. και πλάτος 34,40 μ. Από τον αρχαϊκό δωρικό περίπτερο ναό, σώζεται μόνο τμήμα του στυλοβάτη, μίας απλής σειράς λίθων, όπου διακρίνονται ίχνη της έδρασης τεσσάρων από τους ξύλινους κίονές του. Ο μακρόστενος αλλά ήδη εξάστυλος αυτός ναός (είχε 14 κίονες στις μακρές και 6 στις στενές πλευρές) είχε πρόναο και σηκό, αλλά αντί για οπισθόδομο διέθετε ένα χωριστό δωμάτιο ως άδυτο.
Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., κτίστηκαν στο μεσαίο άνδηρο δύο δωρικές στοές κάτω από τον κυκλώπειο αναλημματικό τοίχο, με την πρόσοψή τους προς τα νότια. Θεωρούνται τα αρχαιότερα κτήρια αυτού του τύπου, όπου τμήμα του πτερώματος των ναών απέκτησε ανεξαρτησία για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών. Η ανατολική στοά περιβλήθηκε με βαθμίδες και διαμορφώθηκε ως άνοδος στο επίπεδο του αρχαίου ναού.
Στα δυτικά τους, στο κατώτερο άνδηρο, είναι ορατά τα θεμέλια του «δυτικού κτηρίου», το οποίο χρησιμοποιήθηκε για συμπόσια. Πρόκειται για ένα από τα πρώτα κτήρια του είδους. Το περικλείει μια τετράγωνη αυλή με περιστύλιο. Στην βόρεια πλευρά του βρίσκεται η είσοδος του κτηρίου και τρεις αίθουσες συμποσίου, ενώ στις υπόλοιπες πλευρές του υπάρχει δεύτερη σειρά κιόνων. Η οργάνωση του χώρου λατρείας ολοκληρώνεται στο β΄ μισό του 5ου αι. π.Χ. Ένα κλιμακωτό ανάλημμα μήκους 81 μ., που εδράζεται στο κατώτερο άνδηρο, αποτελεί την μνημειώδη είσοδο του ιερού, σε απόσταση περίπου 50 μ. νότια των αρχαϊκών στοών. Το βορειοδυτικό του τμήμα καταλαμβάνεται από μία δωρική στοά με πρόσοψη επίσης προς τα νότια. Επί πλέον, το ανατολικό άκρον του μεσαίου ανδήρου ορίζεται από ένα κτήριο, το «ανατολικό κτήριο», μία ναόμορφη υπόστυλη αίθουσα με τέσσερα κλίτη, που θυμίζει το Τελεστήριο του Πεισίστρατου στην Ελευσίνα. Τέλος, κτίζεται στην μέση του ανδήρου ο περίπτερος δωρικός ναός του Ευπόλεμου, του οποίου είναι ορατή μόνο η θεμελίωση. Οι κίονές του ήταν πώρινοι, καλυμμένοι με επίχρισμα. Είχε πρόναο και οπισθόναο ιδίων διαστάσεων που ο καθ’ ένας τους διέθετε δύο κίονες ανάμεσα σε παραστάδες. Δύο επάλληλες δωρικές κιονοστοιχίες κατά μήκος των μακρών πλευρών του σηκού τόνιζαν τον κεντρικό χώρο, όπου στεκόταν το λατρευτικό, χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήρας, έργο του Πολύκλειτου. Η καθήμενη θεά κρατούσε ένα ρόδι και σκήπτρο, πάνω στο οποίο στεκόταν ένας κούκος. Υπήρχαν επίσης στον ναό ένα μικρό ξόανο της θεάς, από ξύλο αγριαχλαδιάς, από την Τίρυνθα, καθώς και ένα χρυσελεφάντινο άγαλμα της Ήβης, έργο του Ναϋκύδη. Στα αετώματα του ναού παριστάνονταν ίσως η γέννηση του Διός και η άλωση της Τροίας(**), ενώ στις μετόπες γιγαντομαχία και ο Tρωικός πόλεμος(**). Μπροστά στην είσοδο του ναού υπήρχαν αγάλματα των ιερειών της Ήρας και ηρώων του Άργους. Στην δυτική πλευρά του ιερού και σε κατώτερο επίπεδο είναι ορατά τα κατάλοιπα των νεότερων κτηρίων του, ενός ελληνιστικού γυμνασίου και ρωμαϊκών λουτρών.
Το Hραίον περιλαμβάνει κτήρια στις αρχικές μορφές του είδους τους με πρωτοποριακή χρήση του βαθμιδωτού αναλήμματος. Τα περισσότερα αρχιτεκτονικά μέλη τους όμως μεταφέρθηκαν αλλού, για να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικά υλικά για δεύτερη φορά.
Ανασκαφές διενεργήθηκαν στην περιοχή από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή και από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Blegen. Οι ανασκαφές οδήγησαν στην ανακάλυψη του ναού του Απόλλωνα κοντά στην ακρόπολη, του βουλευτηρίου, λουτρών, ενός ηρώου ρωμαϊκής εποχής, ενός νεκροταφείου και του Ηραίου που ήταν κέντρο λατρείας της πολιούχου Ήρας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Ch. Waldstein (sir 1856-1927 - επιμ.) «Excavations at the Heraion of Argos», εκδ. Ginn, Βοστώνη, Ν. Υόρκη και Σικάγο, 1892,
- Του ιδίου «The Argive Heraeum», εκδ. Houghton, Mifflin, Βοστώνη, 1902.
ΟΔΥΣΣΕΥΣ - Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού
Φωτογραφίες Σπύρος Στάβερης www.lifo.gr