Πώς και γιατί λοιπόν, συρρικνώθηκε και υπέκυψε το Βυζάντιο; Η σύγχρονη έρευνα έχει απορρίψει ως ανυπόστατη την αντίληψη περί ενδογενούς «οικονομικής παρακμής», μετά τους Μακεδόνες αυτοκράτορες, το 1025.
του Γιώργου Καραμπελιά, απόσπασμα από το βιβλίο του,
Μια υπονομευμένη Άνοιξη, στις ρίζες της οικονομικής εξάρτησης,
Εναλλακτικές Εκδόσεις, 2013.
Κατ’ αρχάς, σε ό,τι αφορά στα πληθυσμιακά δεδομένα, «υπάρχει μια ανοδική δημογραφική τάση» που αρχίζει τον 9ο αιώνα, συνεχίζεται αναμφισβήτητα σε όλο τον 12ο, πιθανότατα και κατά τον 13ο αιώνα έως τα μέσα του 14ου και τη Μεγάλη Πανώλη της δεκαετίας του 1340. Λίγο πριν την Άλωση του 1204, ο πληθυσμός της Αυτοκρατορίας έφθανε πιθανότατα τα 19-20 εκατομμύρια[1], ενώ ο αστικός πληθυσμός είχε και πάλι αυξηθεί στα επίπεδα της ύστερης αρχαιότητας, μετά την παρατεταμένη κρίση των «σκοτεινών αιώνων»[2].
Η Κωνσταντινούπολη, που, τον 7ο και 8ο αιώνα, είχε πέσει στα επίπεδα των 70-100 χιλιάδων κατοίκων, στις παραμονές του 1204, θα φθάσει εκ νέου τις 400.000 πληθυσμό, όπως κατά τον 6ο αι.[3], ενώ, τις παραμονές της Άλωσης του 1453, θα υποχωρήσει στις 70.000. Η Θεσσαλονίκη, τον 12ο αι., είχε φθάσει τις 150.000, στο υψηλότερο σημείο της μεσαιωνικής ιστορίας της[4].
Απεικόνιση των Σταυροφόρων έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
Ανάλογα είναι τα συμπεράσματα για την άνοδο της παραγωγής, που υπήρξε εντυπωσιακή, τόσο στον αγροτικό όσο και στον δευτερογενή τομέα το γεωργικό εισόδημα αντιπροσώπευε το 75% του συνόλου της παραγωγής και το μη γεωργικό το 25% – ποσοστό εξαιρετικά υψηλό για την εποχή[5]. Το μη εκχρηματισμένο μέρος της παραγωγής έφθανε κατά τον 11ο-12ο αι. το 53,75%, ενώ το εκχρηματισμένο το 46,25% (!), ουσιωδώς υψηλότερο από κάθε τι ανάλογο στις δυτικές κοινωνίες[6], όπου η απουσία κεντρικού κρατικού φορολογικού συστήματος και η μικρότερη παρουσία της μισθωτής εργασίας ευνοούσαν τις ανταλλαγές και τα ενοίκια σε είδος[7], επιβεβαιώνοντας έτσι την άποψή μας για τον εμπορευματικό χαρακτήρα του ύστερου βυζαντινού κράτους.
Στον αντίποδα, λοιπόν, μιας «ερμηνείας» η οποία «έχει ως αφετηρία την προσπάθεια να εξηγηθούν οι πολιτικές αντιξοότητες των δεκαετιών του 1070 και 1080 βάσει της οικονομικής παρακμής[], ο 11ος αιώνας είναι αξιοσημείωτος για τη σταθερή ανάπτυξη που παρουσίασε, η οποία επεκτάθηκε και στον 12ο αιώνα, επηρεάζοντας όλες τις σφαίρες της οικονομικής δραστηριότητας»[8]. Στην ίδια διαπίστωση καταλήγουν και οι Αλεξάντερ Κάζνταν και Ανν Χουόρτον-Επστάιν, στο βιβλίο τους, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Αφού υπογραμμίσουν τους βαθύτατους μετασχηματισμούς του βυζαντινού πολιτισμού κατά τον 11ο και τον 12ο αιώνα, καταλήγουν:
Εν συντομία, η αυτοκρατορία ευημερούσε τον 11ο και τον 12ο αιώνα. [ ] Φαίνεται ότι, την ίδια εποχή, το οικονομικό κέντρο βάρους μετατοπίζεται από την πρωτεύουσα προς την ενδοχώρα[9].
Αντιθέτως, από τον 13ο αιώνα και στο εξής, και ιδιαίτερα μετά τον 14ο αιώνα, ως συνέπεια των αλλεπάλληλων επιδρομών και των διαρκών συγκρούσεων, η αγροτική παραγωγή καταρρέει, τα χωριά ερημώνονται και μεγάλοι πληθυσμοί αρχίζουν να μετακινούνται προς τις ορεινότερες περιοχές – διαδικασία που θα συνεχιστεί έως τον 17ο-18ο αιώνα.
Σύμφωνα δε με τον Νικόλαο Σβορώνο, από τον 9ο έως τον 11ο αιώνα, δεν ενδυναμώνεται μόνο η αγροτική παραγωγή αλλά ενισχύεται η βιοτεχνία και το εμπόριο, αναπτύσσονται οι πόλεις, ενώ, μετά την ανακατάκτηση της Κρήτης, η Μαύρη Θάλασσα και η Ανατολική Μεσόγειος καθίστανται και πάλι βυζαντινές θάλασσες[10]. Κατά τον 11ο αι., μερικούς αιώνες πριν εμφανιστούν ανάλογα φαινόμενα στα συγκεντρωτικά κράτη της Δύσης, η αστική τάξη των εμπόρων και των βιοτεχνών συγκρούεται με τους γαιοκτήμονες, συμμαχώντας με την κεντρική γραφειοκρατία. Ιδιαίτερα στην Κωνσταντινούπολη, οι πλούσιοι, πληβειακής καταγωγής, μπορούσαν, έναντι τιμήματος, να γίνουν μέλη της Συγκλήτου: έτσι, ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος (1042-1055) και ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (1059-1067) θα ανοίξουν τις πόρτες της Συγκλήτου στη διοικητική γραφειοκρατία και τους εμποροβιοτέχνες της πρωτεύουσας[11]. Δύο πληβείοι θα αναρριχηθούν στον αυτοκρατορικό θρόνο, ο Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών (1034-1041), που είχε χρηματίσει αργυραμοιβός, και ο Μιχαήλ Ε΄ ο Καλαφάτης (1041-1042), ο οποίος καλαφάτιζε πλοία σε ναυπηγεία[12]!
Παρά τις αντιδράσεις των «δυνατών», η συμμαχία των αστών με την κεντρική γραφειοκρατία και τους καλλιεργητές-αγρότες παρέμενε ισχυρή, τουλάχιστον μέχρι τον Ρωμανό τον Διογένη (1068-1071). Και μόνον η ήττα στο Μαντζικέρτ, το 1071, και η απώλεια της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας, το ίδιο έτος, από τους Νορμανδούς, θα σηματοδοτήσουν τις απαρχές της υποχώρησης της εγχώριας αστικής τάξης.
Μοιραία πράξη θα αποδειχθεί η συμφωνία του 1082, με την οποία ο Αλέξιος Κομνηνός παραχωρούσε αποικιακά προνόμια στους Ενετούς, για να συνδράμουν με τον στόλο τους το Βυζάντιο έναντι των Νορμανδών[13]. Θα αρχίσει η σταδιακή, αλλά ταχύτατη, συρρίκνωση της ισχύος της εγχώριας αστικής τάξης, με συνέπεια να περάσει το μεγάλο εσωτερικό και εξωτερικό εμπόριο στα χέρια των Ιταλών, μέχρι τα μέσα του 12ου αιώνα[14] και οι συντεχνίες να αποδυναμωθούν σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ότι εξαφανίστηκαν[15].
Τομή του Τρίκογχου, στο Μέγα Παλάτιο, που κατασκευάστηκε από τον Αυτοκράτορα Θεόφιλο.
Το ίδιο ισχύει και για το νόμισμα. Η Σεσίλ Μορισσόν, ειδική στη νομισματική κυκλοφορία[16], και ο Νίκος Οικονομίδης, που με τόση επιμονή είχε εγκύψει στην οικονομική ιστορία του Βυζαντίου, θεωρούν πως, μέχρι το 1070, το βυζαντινό νόμισμα υφίσταται μία «διολίσθηση» της αξίας του, ενώ ανεβαίνουν και τα επιτόκια δανεισμού (από 6% σε 8,33% το μέσο επιτόκιο), διότι η άνοδος των συναλλαγών, εξ αιτίας της οικονομικής επέκτασης, απαιτούσε αυξημένη νομισματική κυκλοφορία. «Αντίθετα, κατά τη δεκαετία του 1070, έχουμε υποτίμηση κρίσης και την κατάρρευση ολόκληρου του μεσοβυζαντινού οικονομικού συστήματος, που θα συμπαρασύρει το δημοσιονομικό και φορολογικό σύστημα…»[17]. Οι διαπιστώσεις του Οικονομίδη είναι σαφείς:... Τα πράγματα όμως γνωρίζουν μεγάλη και βαθειά κρίση κατά τη δεκαετία του 1070.
Το Βυζάντιο αντιμετωπίζει εξουθενωτικές στρατιωτικές ήττες μέσα στην ίδια χρονιά, το 1071, χάνει το τελευταίο έρεισμά του στη Νότια Ιταλία, τη Βάρη, ενώ ταυτόχρονα η ήττα στο Μαντζικέρτ ανοίγει στους Τούρκους το δρόμο της Μικράς Ασίας και αρχίζει η κατάρρευση της βυζαντινής κρατικής οικονομίας. Γίνεται υποτίμηση του χρυσού νομίσματος μόλις στο ένα τρίτο της αρχικής και ονομαστικής του αξίας [ ] με τελικό αποτέλεσμα την κατάρρευση του φορολογικού συστήματος[18].
Οι ιταλικές πόλεις θα εκμεταλλευτούν τη γειτνίασή τους με την πιο αναπτυγμένη και πλούσια οικονομία της εποχής, τη βυζαντινή, καθώς και τη συγκυρία της επέκτασης της Δύσης προς την Ανατολή εκεί θα συγκροτηθούν και οι δύο πρώτες εμπορικές αυτοκρατορίες του σύγχρονου κόσμου, η Βενετία και η Γένοβα.
Το Βυζάντιο, είχε εισέλθει από τον 11ο αι. σε μία περίοδο οικονομικών και κοινωνικών μετασχηματισμών, τους οποίους όμως δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει εξ αιτίας της καθοριστικής παρέμβασης των εξωτερικών παραγόντων: της ιταλικής οικονομικής διείσδυσης, αρχικώς, και της εμφάνισης των Τούρκων από τα ανατολικά: θα ακολουθήσει έτσι ένας κρισιακός φαύλος κύκλος, ο οποίος θα διαρκέσει τουλάχιστον τέσσερις αιώνες. Η αναπόφευκτη κρίση ενός συγκεντρωτικού κράτους και η εκφεουδαλοποίηση των αγροτικών παραγωγικών σχέσεων δεν οδήγησαν στην ενδυνάμωση της γηγενούς αστικής τάξης, αλλά στην ενίσχυση και τη γιγάντωση των αστικών τάξεων των εμπορικών ιταλικών πόλεων.
Η Φραγκοκρατία σηματοδοτεί τη μετατροπή του Βυζαντίου, από οιονεί κέντρο της οικονομικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής της Ευρώπης, σε «περιφέρεια» ενός νέου υπό διαμόρφωσιν «κέντρου», εκείνου της Δυτικής Ευρώπης.
Δεν επρόκειτο απλώς για την πρώτη μεγάλη περιφερειοποίηση ενός μέρους του πλανήτη, με την οποία θα εγκαινιαστεί η δυτική αποικιοκρατία, αλλά για τη γενέθλιο πράξη της ανάδειξης της Δύσης σε δυνητικό «κέντρο» της παγκόσμιας οικονομίας.
Η αποικιοποίηση
Η μεταβολή της Ρωμανίας, από οικονομικό κέντρο της Μεσογείου, σε περιφέρεια δεν υπήρξε λοιπόν συνέπεια κάποιων οικονομικών «πλεονεκτημάτων» της Δύσης –αντίθετα, η Ανατολή υπερτερούσε οικονομικά– αλλά των σχέσεων κυριαρχίας που εγκαθιδρύθηκαν εξ αιτίας πολιτικών, δημογραφικών, κοινωνικών και στρατιωτικών εξελίξεων. Η οικονομία θα ακολουθήσει την κυριαρχία.
Κατά τον 10ο αιώνα, ακόμα, σύμφωνα με την πρώτη εμπορική συμφωνία ανάμεσα στο Βυζάντιο και τη Βενετία, το χρυσόβουλο του 992, τα ενετικά πλοία στον Βόσπορο υποβάλλονταν σε δασμό εξόδου επταπλάσιο από εκείνον της εισόδου, που αντανακλά και μια αντίστοιχη σχέση εξαγωγών/εισαγωγών, επτά προς ένα[19]! Η Δύση εισάγει από την Ανατολή όχι μόνο πρώτες ύλες και τρόφιμα αλλά και βιοτεχνικά προϊόντα, κυρίως ακριβά υφάσματα, και εξάγει πρώτες ύλες (ξυλεία, μέταλλα και τρόφιμα), το δε εμπορικό έλλειμμά της καλύπτεται με αυξημένη εξαγωγή χρυσού και αργύρου προς το Βυζάντιο. Μόνο προς τα τέλη του 12ου αιώνα θα αρχίσουν στις εξαγωγές, π.χ. της Γένουας, να καταγράφονται και ορισμένα βιοτεχνικά είδη πολυτελείας[20], ενώ από τον 13ο αιώνα θα επιταχυνθούν οι αλλαγές στη σύνθεση του εμπορίου, οι οποίες θα καταλήξουν στη οριστική αντιστροφή της σχέσης από τον 14ο αιώνα και μετά: πλέον, το Βυζάντιο –ή μάλλον ό,τι έχει απομείνει από αυτό– θα εξάγει ακατέργαστα προϊόντα και θα εισάγει κατεργασμένα.
Πάντως, το εμπορικό ισοζύγιο θα συνεχίσει να παραμένει αρνητικό για τη Δύση. Όμως, οι δυτικοί είχαν κατορθώσει να διεισδύσουν στο εσωτερικό εμπόριο και επικοινωνίες του Βυζαντίου, με τη δημιουργία των εμπορικών αποικιών. Εκεί θα βρεθεί το «μυστικό» της λατινικής υπεροχής, και όχι σε κάποια ανύπαρκτη υπεροχή στην παραγωγή, την παραγωγικότητα ή τις τεχνικές παραγωγής.
Αυτά θα ακολουθήσουν αργότερα, από τον 14ο αιώνα και μετά: στο μεταξύ, με προνόμια, που παραχωρούνται για πολιτικούς λόγους, οι Λατίνοι εκτοπίζουν σιγά-σιγά τους Έλληνες εμπόρους και εγκαθίστανται, σε τεράστιους αριθμούς, σε όλη τη Ρωμανία. Στην Πόλη, λέγεται ότι είχαν φθάσει, πριν το 1204, τα 60.000 άτομα.
Η ευημερία της Βενετίας οφειλόταν ακριβώς στο γεγονός ότι κατόρθωσε να διεισδύσει σε αυτό το δίκτυο των ανατολικών ανταλλαγών χάρη σε μια μακρά σειρά συνθηκών που άρχισαν το 1082 και της παραχωρούσαν απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές της αυτοκρατορίας[21].
Πόλεις-κλειδιά του βυζαντινού εμπορίου με την Κίνα, όπως ο Καφφάς (Θεοδοσία) στη Μαύρη Θάλασσα, εποικίζονται κυριολεκτικά από τους Γενουάτες.
Για την περίοδο που ακολουθεί το 1204, «πολλοί και διαφορετικοί είναι (ήταν) οι παράγοντες που δυσχέραιναν τη θέση των βιοτεχνών στις υστεροβυζαντινές πόλεις και περιόριζαν ασφυκτικά τις δυνατότητές τους: η παρουσία, στις αγορές των περισσοτέρων πόλεων, ειδών μαζικής κατανάλωσης που προέρχονταν από τη Δύση ο αισθητός ανταγωνισμός εκ μέρους επήλυδων και πολιτογραφημένων τεχνιτών στις λατινικές συνοικίες και αποικίες…»[22].
Ακόμα και η έξωση των Λατίνων, το 1261, από την Κωνσταντινούπολη «δεν σήμαινε και τον παραγκωνισμό» τους «αντίθετα, [ ]τα επόμενα χρόνια, θα χειροτερεύσει αισθητά η θέση της οικονομίας των βυζαντινών πόλεων και προπάντων θα περιοριστεί σημαντικά το πεδίο δράσης των τεχνιτών», οι οποίοι όχι μόνο αναγκάζονται να δουλεύουν στις ενετικές και γενουατικές αποικίες, αλλά και να μεταναστεύουν στη Δύση – μια μετανάστευση ανάλογη με εκείνη των λογίων, αλλά ελάχιστα έως καθόλου γνωστή. Στα τέλη του 13ου αιώνα, Βυζαντινοί αρχιμηχανικοί συμμετέχουν στην κατασκευή γεφυρών στην Κεντρική Ιταλία, τον 14ο αιώνα, γουναράδες από την Πόλη εργάζονται στη Ραγούζα και τη Γένουα, ναυπηγοί «κατέχουν καίριες θέσεις στα ναυπηγεία της Βενετίας και την αυλή της Γαλλίας», ενώ ο Λουδοβίκος ΙΑ΄ εγκατέστησε, το 1470, Βυζαντινούς υφαντουργούς στην Τουρ κ.λπ.[23]
Τομή της εισόδου του ανακτόρου του Βουκολέοντος, στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά.
Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη, οι Βενετοί έχουν καταλάβει ακομα και το λιανικό εμπόριο και, «γύρω στο 1320, οι βυζαντινοί τελωνειακοί υπάλληλοι προσπαθούν ακόμη με διάφορες παρεμβάσεις να εμποδίσουν τη χονδρική και λιανική πώληση ενδυμάτων και υφασμάτων εκ μέρους των Βενετών, όμως ήδη τότε η προσπάθειά τους έχει δονκιχωτικό χαρακτήρα»[24]. Έτσι, στην τελευταία φάση, το Βυζάντιο παρουσιάζει τυπικά αποικιακά χαρακτηριστικά: εξάγει ακατέργαστα πρωτογενή προϊόντα και εισάγει κατεργασμένα. Κατά τον 14ο αι., μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη εξήγε προς τη Βενετία σχεδόν αποκλειστικά αγροτικά προϊόντα και εισήγε βιοτεχνικά[25], ενώ η φημισμένη «υαλουργία της Κορίνθου παρήκμασε και υποκαταστάθηκε από προϊόντα της βενετικής υαλουργίας»[26].
Επομένως, η μεταβολή του Βυζαντίου από «κέντρο» σε «περιφέρεια» προϋπέθετε τη στρατιωτική υποταγή του στις συνδυασμένες επιθέσεις της Ανατολής και της Δύσης και τον εποικισμό του από τους Λατίνους εμπόρους, τους Φράγκους φεουδάρχες, τους Τούρκους πασάδες και τους τυχοδιωκτικούς πληθυσμούς ολόκληρης της Δύσης. Μόνο μετά από τρεις ή τέσσερις αιώνες αποικιακής απομύζησης, θα αρχίσει η Δύση να εμφανίζεται ως «ανεπτυγμένη» και η Ανατολή ως υπανάπτυκτη. Η «υπανάπτυξη» πρέπει πάντα να κατάσκευαστεί, και αποτελεί συνέπεια της ξένης κυριαρχίας.
Και αυτό δεν αποτελεί ένα γεγονός που περιορίζεται μόνο στο Βυζάντιο και την ελληνική οικονομία, αλλά σφραγίζει το σύνολο των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, που θα μεταβάλουν τη Δύση σε «κέντρο» του κόσμου και τον υπόλοιπο πλανήτη σε εξάρτημά της. Η Δύση, επί παραδείγματι, δεν θα υποτάξει την Ινδία και προπαντός την Κίνα εξ αιτίας κάποιας ανύπαρκτης παραγωγικής ή οικονομικής της «ανωτερότητας», αλλά εξ αιτίας του πολεμικού και επιθετικού χαρακτήρα των δυτικών χωρών, ο οποίος αποτελούσε την προϋπόθεση για την επιβολή του δυτικού καπιταλιστικού μοντέλου επί των εμπορικών και αγροτικών μη καπιταλιστικών κοινωνιών[27].
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
[1] Αγγελική Λαΐου, «Το έμψυχο δυναμικό», στο Α. Λαΐου (εποπτεία), Οικονομική Ιστορία του Βυζαντίου, από τον 7ο έως τον 15ο αιώνα (σε 3 τόμους), ΜΙΕΤ, Αθήνα 2006, σ. 118.
[2] Χαράλαμπος Μπούρας, «Απόψεις των Βυζαντινών πόλεων από τον 8ο έως τον 15ο αιώνα», στο Α. Λαΐου (επ.), Οικονομική…, ό.π., τ. 2ος, σσ. 193-230.
[3] Paul Magdalino, «Μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη. Κτισμένο περιβάλλον και αστική ανάπτυξη», στο Α. Λαΐου (επ.), Οικονομική…, ό.π., τ. 2ος, σσ. 235, 240.
[4] Warren Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, Stanford UP, Στάνφορντ 1997, σ. 702.
[5] Αγγελική Λαΐου, «Επισκόπηση της βυζαντινής οικονομίας», στο Α. Λαΐου (επ.), Οικονομική…, ό.π., τ. 3ος, σ. 374.
[6] Στη δυτική Ευρώπη, το ποσοστό εκχρηματισμού της οικονομίας στις μεγάλες χώρες, δεν ξεπερνούσε το 20-25%, θα φθάσει δε σε ανάλογα μεγέθη μόλις τον 16ο αιώνα στη Γαλλία του διαφωτισμού, με ισχυρή κρατική φορολογία και παρέμβαση στην οικονομία, αφού είχε ήδη αρχίσει η καπιταλιστική «απογείωση», το ποσοστό εκχρηματισμού θα φθάσει το 70% μόλις το 1750. Βλ. Cécile Morisson, «Το βυζαντινό νόμισμα, παραγωγή και κυκλοφορία», στο Α. Λαΐου (επ.), Οικονομική…, ό.π., τ. 3ος, σ. 98.
[7] Pierre Toubert, «Βυζάντιο και Μεσογειακός αγροτικός πολιτισμός», στο Α. Λαΐου (επ.), Οικονομική…, ό.π., τ. 1ος, σσ. 589-592.
[8] Alan Harvey, Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 395.
[9] A.P. Kazhdan / Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1997, σ. 83.
[10] Ν. Σβορώνος, «Οικονομία -Κοινωνία» και «Η αναβίωση του ελληνισμού», στο ΙΕΕ, ΕΑ, τ. Η΄, Αθήνα 1974, σσ. 180-213, 334-343 και N. Svoronos, Études sur l’ organisation intérieure, la société et l’ économie de l’ Empire byzantin, VR, Λονδίνο 1973.
[11] Paul Lemerle, Cinq études sur le XIe siècle byzantin, ιδιαίτερα η Πέμπτη, «Byzance au tournant de son destin (essai d’interprétation de l’histoire de Byzance au XIe siècle)», CNRS Éditions, Παρίσι 1977, σ. 287 κ.ε., και Ν. Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού…», ό.π., σ. 204.
[12] Βλ. Ν. Οικονομίδης, «Η Παρακμή (1025-1071)», στο ΙΕΕ,ΕΑ, τ. Η΄, σσ. 128-151 Nicolas Oikonomides, «Un vaste atelier: artisans et marchands», στο Allain Ducellier, Michel Balard (επιμ.), Constantinople 1054-1261,Editions Autrement, Παρίσι 1996, σσ. 104-135.
[13] Tο κομμέρκιον, το οποίο επιβαλλόταν σε όλες τις συναλλαγές επιβαρύνοντας και τους Βυζαντινούς εμπόρους, ανερχόταν σε 10% επί της αξίας των εμπορευμάτων και καταργήθηκε εντελώς για του Ενετούς, το 1081, σε αντάλλαγμα της υποτιθέμενης βοήθειας που θα προσέφεραν για την αντιμετώπιση της νορμανδικής εισβολής στο Δυρράχιο. Με το ίδιο χρυσόβουλο δόθηκε στους Eνετούς η δυνατότητα να κατοικούν στην Κωνσταντινούπολη και να εμπορεύονται ελεύθερα σε όλη σχεδόν την Αυτοκρατορία. Η Άννα Κομνηνή, στην Αλεξιάδα, αναφέρει ότι οι Ενετοί με αυτό το Χρυσόβουλο ετέθησαν «εκτός πάσης ρωμαϊκής εξουσίας». Ανάλογα παραχωρήθηκαν εν συνεχεία στους υπόλοιπους Ιταλούς εμπόρους όταν οι Βυζαντινοί θα αντιδράσουν, ήταν πια αργά: οι Βενετσιάνοι θα τεθούν επί κεφαλής της σταυροφορίας που θα καταλήξει στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το 1204 (Βλ. Αγ. Λαΐου, «Η ανάπτυξη της οικονομικής παρουσίας της Δύσεως στην Ανατολική Μεσόγειο και την Εγγύς Ανατολή», ΙΕΕ, ΕΑ, τ. Θ΄, σσ. 61-66). Ο Γαλατάς, όπου ήταν εγκατεστημένοι οι Γενουάτες, από το 1267 και μετά διέθετε αυτόνομη γενουατική διοίκηση. Σύμφωνα με τον Νικηφόρο Γρηγορά (1290-1360), στα μέσα του 14ου αιώνα, οι Βυζαντινοί εισέπρατταν από δασμούς του λιμανιού της πρωτεύουσας – 10% της αξίας των εμπορευμάτων– 30.000 υπέρπυρα ετησίως, ενώ οι Γενουάτες, στον γειτονικό Γαλατά, εισέπρατταν 200.000 υπέρπυρα με δασμούς 2% Από την Κων/πολη διακινούνταν επομένως εμπορεύματα αξίας 300.000 υπερπύρων και από τον Γαλατά 10.000.000, δηλαδή 33 φορές περισσότερα! «Διὰ γὰρ τὴν ἀτέλειαν (…) ἣν παρὰ πρώτου Παλαιολόγου Μιχαὴλ βασιλέως εἰλήφεσαν (…) τὸ πλεῖον τοῦ τῶν Ρωμαίων ναυτικοῦ προστιθέμενον ἐκείνοις καὶ μετασχηματιζόμενον ἐς μέγα μὲν τὸν λατινικὸν ηὔξησε πλοῦτον, μέγα δ’ ἠλλάττωσε τὸν Ρωμαϊκόν. Ὁ δὴ καὶ σκληροτέρους κατὰ Ρωμαίων ὑπέρφρονας τὲ καὶ αὐθάδεις ἐπεποιήκει» (Βλ. και Νικηφόρος Γρηγοράς, Ρωμαϊκή Ιστορία, (1204-1341: Κεφ. 1-11) μτφρ, Δ. Μόσχος, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, 1997 Το 1204, και η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, Εναλλακτικές Εκδόσεις Αθήνα 42011 Αγγελ. Λαΐου, «Κοινωνία και Οικονομία (1204-1453)» ΙΕΕ, ΕΑ, τ. Θ’, σσ. 229-237.
[14] Βλέπε και Σβορώνος, ΙΕΕ, ΕΑ, τόμ. Η΄, σσ. 208-209.
[15] E. Frances, «L’État et les métiers à Byzance», Byzantinoslavica,ΧΧIII 2, Πράγα 1962 του ιδίου, «La disparition des corporations byzantines», Actes du XIII Congrès International des études byzantines, Ochride, 1961, Βελιγράδι 1964, σσ. 93-101.
[16] Cécile Morisson, «Το βυζαντινό νόμισμα», ό.π., σ. 70.
[17] Ν. Οικονομίδης, «Ο ρόλος του βυζαντινού κράτους στην οικονομία», στο Α. Λαΐου, Οικονομική…, ό.π., τ. 3ος, σσ. 141-252, εδώ 202-203.
[18] Ν. Οικονομίδης, «Ο ρόλος…», ό.π., σ. 209.
[19] Μια πλήρης περιγραφή των σχέσεων Βενετίας-Ανατολής, στο, Ag. Pertusi (επιμ.), Venezia e il Levante Fino al Secolo XV. Atti del Conv. Internazionale di Storia della Civiltà Veneziana (Venez., 1968), 2 τ., Fondazione G. Cini-Olschki, Βενετία – Φλωρεντία 1973 ακόμα, Gino Luzzatto, Storia economica di Venezia dall’XI al XVI secolo, Officine grafiche Carlo Ferrari, Βενετία 1961, σ. 13.
[20] John Day, «Το εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο κατά τον Μεσαίωνα», στο Α. Λαΐου, Οικονομική..., ό.π., τ. 2ος, σσ. 613-623.
[21] John Day, «Το εμπόριο …», ό.π., σ. 622.
[22] Klaus Peter Matschke, «Η οικονομία των πόλεων (13ος-15ος αιώνας)», στο Α. Λαΐου (επιμ.), Οικονομική …., ό.π., τ. 2ος, σ. 176.
[23] J. Harris, «Bessarion on shipbuilding: A re-interpretation», Byzantinoslavica 55/2 1994, σσ. 296 κ.ε. K. P. Matschke, «Η οικονομία των πόλεων…»,ό.π., σ. 188.
[24] Klaus Peter Matschke, «Ανταλλαγές, εμπόριο και χρήμα (13ος-15ος αιώνας)», στο Α. Λαΐου, Οικονομική…, ό.π., τ. 2ος, σ. 569.
[25] Οreste Tafrali, Topographie de Τhessalonique, Παρίσι 1913, σ. 140.
[26] Αγγελική Λαΐου, «Επισκόπηση….», ό.π., σ. 378.
[27] Βλέπε σχετικά με την ανάπτυξη του δυτικού κόσμου και την «υπανάπτυξη» του εξαρτημένου: Fernand Braudel, La Méditerranée et le monde méditerranéen à l‘époque de Philippe II, Armand Colin, Παρίσι 21966 Fernand Braudel, Civilisation matérielle, économie et capitalisme – XVe – XVIIIe siècle, 3. τ., Armand Colin, Παρίσι 1979 Samir Amin, Le Développement inégal. Essai sur les formations sociales du capitalisme périphérique. Minuit, Παρίσι, 1973 André Gunder Frank, Le développement du sous-développement: Amérique Latine, Maspero, Παρίσι 1970 A. Gunder Frank, ReORIENT: Global Economy in the Asian Age. University of California P, Μπέρκλεϋ 1998 Immanuel Wallerstein, The Capitalist World-Economy. Cambridge UP, Κέμπριντζ 1979 Im. Wallerstein, The Modern World-System, τ. II: Mercantilism and the Consolidation of the European World-Economy, 1600-1750, Academic Press, Ν. Υόρκη 1980 G. Arrighi, The Long Twentieth Century: Money, Power, and the Origins of Our Times, Verso, Λονδίνο 1994 G. Arrighi, Adam Smith in Beijing…, ό.π. Janet L. Abu-Lughod, Before European Hegemony: The World System A.D. 1250-1350, Oxford UP, Οξφόρδη 1991.
Εικόνες : Του Αντουάν Ελμπέρ από το Άρδην
ΤΕΛΟΣ