Αρχή σοφίας η των ονομάτων επίσκεψις (Αντισθένης)




 Πριν μπούμε στο κυρίως θέμα καλό είναι ερμηνεύσουμε αυτή την σοφή κουβέντα του Αντισθένη.

          «Επίσκεψις» σημαίνει επισκόπησις και παράγονται και οι δύο λέξεις η μία από το σκέπτομαι και η άλλη από το σκοπούμαι. Με άλλα λόγια σημαίνει εξέταση, έρευνα. Εδώ πρόκειται για έρευνα των ονομάτων, δηλαδή έρευνα της ετυμολογίας της λέξης και της σημασίας της, δηλαδή της ρίζας από όπου παράγονται με παραγωγή η σύνθεση άλλες λέξεις αλλά και η σημασιολογική διαφοροποίηση της λέξης με την πάροδο του χρόνου. Η Ελληνική γλώσσα είναι η πιο πλούσια γλώσσα σε ετυμολογικές ρίζες από τις οποίες παράγονται εκατοντάδες λέξεις αποτελώντας μια ετυμολογική οικογένεια. Όσες περισσότερες ετυμολογικές λέξεις ξέρει κανείς τόσες περισσότερες γνώσεις έχει και τόσο πιο δυνατό γλωσσικό οπλοστάσιο έχει για την σωστή γλωσσική έκφραση και την ορθή διατύπωση των σκέψεών του.

    Πριν προχωρήσουμε καλό είναι να δούμε τι θα πει ετυμολογία και από πού παράγεται. «Έτυμος» σημαίνει γνήσιος, αληθινός, πραγματικός. Επομένως ετυμολογία είναι ο λόγος που γίνεται για την πραγματική ρίζα των λέξεων και την αρχική της σημασία. Η λέξη  «όνομα» παράγεται από το -ον και την παραγωγική κατάληξη -ομα (π.χ. δικαί-ωμα) και σημαίνει το πράγμα που υπάρχει. Το ων, ούσα, ον  πάλι είναι μετοχή του ειμί που σημαίνει είμαι, υπάρχω. Το όνομα το ουσιαστικό είναι μια λέξη που αναφέρεται στην ουσία  (από το ούσα) του πράγματος και δηλώνει την ύπαρξη ενός πράγματος,  διότι χωρίς όνομα ένα πράγμα είναι σαν να μην  υπάρχει.

          Ας πάρουμε για παράδειγμα για ετυμολογική ανάλυση την λέξη «τράπεζα». Η λέξη τράπεζα είναι σύνθεση από το -τρα, που προέρχεται από το τε-τρα-ς και το πέζα από το πέδον, πέδη ,  που σημαίνει κάτι που στηρίζεται κάτω, βάση, και  έχει σχέση με το πόδι, πεδίον, πεδινός, χειρο-πέδη, τροχοπέδη, γήπεδο, δάπεδο, πεζοναύτης πεζογραφία, πεζούλι, πέδιλο, πεδικλώνω κλπ. Επομένως τράπεζα θα πει ένα αντικείμενο που έχει τέσσερα πόδια που στηρίζονται στο έδαφος.


Από τα παραπάνω καταλαβαίνουμε τι εννοεί ο Αντισθένης με την φράση «αρχή σοφίας». Η σοφία εξαρτάται από τις γνώσεις που έχει κανείς και οι γνώσεις από τις αντίστοιχες λέξεις που τις εκφράζουν. Και προσέξτε: δεν λέει ότι επίσκεψις των ονομάτων είναι σοφία αλλά αρχή σοφίας, δηλαδή πριν ξεκινήσουμε να ερευνούμε την έννοια μιας λέξης πρέπει να εξετάσουμε την ετυμολογική ρίζα, από την οποία παράγεται, και ύστερα να προχωρήσουμε σε συνδυασμούς λέξεων και σχηματισμό προτάσεων, κρίσεων και συλλογισμών και διατύπωση ορισμών για το τί εννοεί η κάθε λέξη. Από τους πρώτους που άρχισαν να ερευνούν τις έννοιες των λέξεων είναι ο Σωκράτης, ο οποίος προσκαλούσε τους συζητητές του να δώσουν πρώτα τον ορισμό π.χ. της αρετής και ύστερα να εξετάσουν τα είδη της αρετής. Συχνά ακούμε ανθρώπους που, επειδή δεν ξέρουν την ακριβή σημασία των λέξεων, π.χ. παράβαση και παραβίαση, κάνουν λάθος στην χρήση των λέξεων αυτών. Αυτό θα πεί μορφωμένος, να ξέρει καλά την γλώσσα του και να την μιλάει σωστά σε όποιον τομέα γνώσης  κι αν ασχολείται. Δεν είναι τυχαίο ότι οι επιστήμονες φυσικοί, αστροφυσικοί, πυρηνικοί, λογοτέχνες, ιδιαίτερα για την ονομασία της ψηφιακής τεχνολογίας, να καταφεύγουν στις ετυμολογικές ρίζες της ελληνικής γλώσσας προκειμένου να αποδώσουν κάτι καινούργιο που εφεύραν. Για παράδειγμα η τηλεόραση, το τηλεσκόπιο έχει ως πρώτο συνθετικό το ομηρικό «τήλε», που σημαίνει μακριά. Αυτήν την λέξη την πήραν οι ξένοι και την χρησιμοποιούν σε κάθε εφεύρεση που εξετάζει τα πράγματα από μακριά.



Εμείς «δια του λόγου το αληθές» θα ασχοληθούμε με την ετυμολογική σημασία ορισμένων λέξεων που τις χρησιμοποιούμε πολύ συχνά  και δεν ξέρουμε από πού προήλθαν και ποια είναι η πραγματική τους σημασία, π.χ. η προέλευση των ονομάτων των μηνών.

Εδώ να κάνουμε μια μικρή παρένθεση για τους δύο κλάδους της Ετυμολογίας, την Παραγωγή και την Σύνθεση.

Παραγωγή είναι ο σχηματισμός μιας λέξης από άλλη λέξη με την προσθήκη κάποιων καταλήξεων, που λέγονται παραγωγικές, διότι μπαίνουν στο τέλος μια λέξης και σχηματίζουν, παράγουν μια άλλη λέξη. Οι παραγωγικές αυτές καταλήξεις έχουν  δική τους σημασία η κάθε μία, όμως δεν υπάρχουν μόνες τους αλλά επισυνάπτονται συνήθως στο τέλος των λέξεων. Παράδειγμα: η παραγωγική κατάληξη -ειον, δηλώνει τοπωνύμιο π.χ. γραφείο, ραφείο, βιβλιοπωλείο κλπ. Η παραγωγική κατάληξη –τήρας, δηλώνει εργαλείο που κάνει κάποια δουλειά, όπως καυστήρας, λουτήρας κλπ.

Σύνθεση είναι  ο σχηματισμός μιας νέας λέξης από δύο άλλες λέξεις, προθέσεις ή μόρια στην αρχή ή στο τέλος της λέξης. Παράδειγμα: γράφω, καταγράφω, διαγράφω κλπ. είναι σύνθετα, ενώ γραφικός, γράφημα, γράμμα, καταγραφή, διαγραφή κλπ. είναι παράγωγες λέξεις.

Το ρήμα βάλλω παράγεται από την ετυμολογική ρίζα βαλ+Jω = βάλλω. Από την ρίζα αυτή προέρχονται πολλές λέξεις είτε με παραγωγή είτε με σύνθεση π.χ. παραβάλλω, παραβολή, διαβάλλω, διαβολή, διάβολος, περιβάλλω, περιβάλλον, περιβαλλοντικός. Από την ρίζα αυτή σχηματίζονται και άλλες ετυμολογικές ρίζες, όπως βελ-, βολ-, βλη– από τις οποίες σχηματίζονται και άλλες λέξεις με παραγωγή ή με σύνθεση π.χ. βέλος, βεληνεκές, βόλος, πυροβόλο, βολή, βλήμα, περίβλημα κλπ. Η αρχική σημασία του βάλλω σημαίνει χτυπώ από μακριά, γι’ αυτό και όλα τα παράγωγα ή σύνθετα αυτών ετυμολογικών ριζών σημαίνουν χτύπημα από μακρά π.χ. βέλος, βλήμα, βεληνεκές κλπ. Αντίθετα το παίω σημαίνει χτυπώ από κοντά.

Άλλο παράδειγμα: συχνά μπερδεύουμε το διάλειμμα που προέρχεται από το διαλείπω και το διάλυμα από το διαλύω. Αυτό βέβαια μόνο από την γραφή και τα συμφραζόμενα γίνεται αντιληπτό. Το ίδιο και για την θύρα την πόρτα και την θήρα το κυνήγι, όπως  άλλο το μήλο και άλλο ο μύλος. Αυτές οι σημασιολογικές διαφορές οφείλονται στις διαφορετικές ετυμολογικές ρίζες από όπου παράγονται.





Η σοφία

Στη γλώσσα έχουμε το σημαίνον (τη λέξη) και το σημαινόμενο (την έννοια). Στην Ελληνική γλώσσα αυτά τα δύο έχουν πρωτογενή σχέση, καθώς αντίθετα με τις άλλες γλώσσες το σημαίνον δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα.

Σε μια συνηθισμένη γλώσσα όπως τα Αγγλικά μπορούμε να συμφωνήσουμε όλοι να λέμε το σύννεφο car και το αυτοκίνητο cloud, και από την στιγμή που το συμφωνήσουμε να είναι και έτσι. Στα Ελληνικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Γι’ αυτόν τον λόγο πολλοί διαχωρίζουν τα Ελληνικά σαν «εννοιολογική» γλώσσα από τις υπόλοιπες «σημειολογικές» γλώσσες.

Μάλιστα ο μεγάλος φιλόσοφος και μαθηματικός Βένερ Χάιζενμπεργκ είχε παρατηρήσει αυτή την σημαντική ιδιότητα για την οποία είχε πεί «Η θητεία μου στην αρχαία Ελληνική γλώσσα υπήρξε η σπουδαιότερη πνευματική μου άσκηση. Στην γλώσσα αυτή υπάρχει η πληρέστερη αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο.»

Όπως μας έλεγε και ο Αντισθένης, «Αρχή σοφίας, η των ονομάτων επίσκεψις». Για παράδειγμα ο «άρχων» είναι αυτός που έχει δική του γη (άρα=γη + έχων). Και πραγματικά, ακόμα και στις μέρες μας είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δική του γη / δικό του σπίτι.

Ο «βοηθός» σημαίνει αυτός που στο κάλεσμα τρέχει. Βοή=φωνή + θέω=τρέχω. Ο Αστήρ είναι το αστέρι, αλλά η ίδια η λέξη μας λέει ότι κινείται, δεν μένει ακίνητο στον ουρανό (α + στήρ από το ίστημι που σημαίνει στέκομαι).

Αυτό που είναι πραγματικά ενδιαφέρον, είναι ότι πολλές φορές η λέξη περιγράφει ιδιότητες της έννοιας την οποία εκφράζει, αλλά με τέτοιο τρόπο που εντυπωσιάζει και δίνει τροφή για τη σκέψη.

Για παράδειγμα ο «φθόνος» ετυμολογείται από το ρήμα «φθίνω» που σημαίνει μειώνομαι, συρρικνώνομαι. Και πραγματικά ο φθόνος ως συναίσθημα, σιγά σιγά μας φθίνει και μας καταστρέφει. Μας «φθίνει» -ελαττώνει σαν ανθρώπους– και μας φθίνει ως και την υγεία μας. Και φυσικά όταν θέλουμε να χαρακτηρίσουμε κάτι που είναι τόσο πολύ ώστε να μην τελειώνει πώς το λέμε; Μα φυσικά «άφθονο».

Έχουμε την λέξη «ωραίος» που προέρχεται από την «ώρα». Διότι για να είναι κάτι ωραίο, πρέπει να έρθει και στην ώρα του. Ωραίο δεν είναι ένα φρούτο ούτε άγουρο ούτε σαπισμένο, και ωραία γυναίκα δεν είναι κάποια ούτε στα 70 της άλλα ούτε φυσικά και στα 10 της.

Ούτε το καλύτερο φαγητό είναι ωραίο όταν είμαστε χορτάτοι, επειδή δεν μπορούμε να το απολαύσουμε. Ακόμα έχουμε την λέξη «ελευθερία» για την οποία το «Ετυμολογικόν Μέγα» διατείνεται «παρά το ελεύθειν όπου ερά» = το να πηγαίνει κανείς όπου αγαπά. Άρα βάσει της ίδιας της λέξης, ελεύθερος είσαι όταν έχεις τη δυνατότητα να πας όπου αγαπάς. Πόσο ενδιαφέρουσα ερμηνεία…

Το άγαλμα ετυμολογείται από το αγάλλομαι (ευχαριστιέμαι) επειδή όταν βλέπουμε ένα όμορφο αρχαιοελληνικό άγαλμα η ψυχή μας αγάλλεται. Και από το θέαμα αυτό επέρχεται η αγαλλίαση. Αν κάνουμε όμως την ανάλυση της λέξης αυτής θα δούμε ότι είναι σύνθετη από αγάλλομαι + ίαση(=γιατρειά).

Άρα για να συνοψίσουμε, όταν βλέπουμε ένα όμορφο άγαλμα (ή οτιδήποτε όμορφο), η ψυχή μας αγάλλεται και ιατρευόμαστε. Και πραγματικά, γνωρίζουμε όλοι ότι η ψυχική μας κατάσταση συνδέεται άμεσα με τη σωματική μας υγεία. Παρένθεση: και μια και το έφερε η «κουβέντα», η Ελληνική γλώσσα μας λέει και τι είναι άσχημο. Από το στερητικό «α» και τη λέξη σχήμα μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε τι. Για σκεφτείτε το λίγο…

Σε αυτό το σημείο, δεν μπορούμε παρά να σταθούμε στην αντίστοιχη λατινική λέξη για το άγαλμα (που άλλο από λατινική δεν είναι). Οι Λατίνοι ονόμασαν το άγαλμα, statua από το ελληνικό «ίστημι» που ήδη αναφέραμε σαν λέξη, και το ονόμασαν έτσι επειδή στέκει ακίνητο.

Προσέξτε την τεράστια διαφορά σε φιλοσοφία μεταξύ των δύο γλωσσών, αυτό που σημαίνει στα Ελληνικά κάτι τόσο βαθύ εννοιολογικά, για τους Λατίνους είναι απλά ένα ακίνητο πράγμα.

Μια και αναφέραμε τα Λατινικά, ας κάνουμε άλλη μια σύγκριση. Ο «άνθρωπος στα Ελληνικά ετυμολογείται και ως το ον που κοιτάζει προς τα πάνω (άνω + θρώσκω). Πόσο σημαντική και συναρπαστική ετυμολογία που μπορεί να αποτελέσει βάση ατελείωτων φιλοσοφικών συζητήσεων. Αντίθετα στα Λατινικά ο άνθρωπος είναι «Homo» που ετυμολογείται από το χώμα. Το ον που κοιτάζει ψηλά στον ουρανό λοιπόν για τους Έλληνες, σκέτο χώμα για τους Λατίνους…

Υπάρχουν και άλλα παρόμοια παραδείγματα που θα μπορούσαν να αναφερθούν εδώ. Είναι λογικό ότι μια γλώσσα που βασίστηκε στην Ελληνική αντιγράφοντάς την, εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει τα ίδια υψηλά νοήματα.

Είναι προφανής η σχέση που έχει η γλώσσα με τη σκέψη του ανθρώπου. Όπως λέει και ο Τζορτ Όργουελ στο αθάνατο έργο του «1984», απλή γλώσσα σημαίνει και απλή σκέψη. Εκεί το καθεστώς προσπαθούσε να περιορίσει τη γλώσσα για να περιορίσει τη σκέψη των ανθρώπων, καταργώντας συνεχώς λέξεις. «Η γλώσσα και οι κανόνες αυτής αναπτύσσουν την κρίση» έγραφε ο Μιχάι Εμινέσκου, εθνικός ποιητής των Ρουμάνων. [16]

Μια πολύπλοκη γλώσσα αποτελεί μαρτυρία ενός προηγμένου πνευματικά πολιτισμού. Το να μιλάς σωστά σημαίνει να σκέφτεσαι σωστά, να γεννάς διαρκώς λόγο και όχι να παπαγαλίζεις λέξεις και φράσεις.




Η κυριολεξία

Στην Ελληνική γλώσσα ουσιαστικά δεν υπάρχουν συνώνυμα, καθώς όλες οι λέξεις έχουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές μεταξύ τους.

Για παράδειγμα η λέξη «λωποδύτης» χρησιμοποιείται για αυτόν που βυθίζει το χέρι του στο ρούχο (=λωπή) μας και μας κλέβει, κρυφά δηλαδή, ενώ ο «ληστής» είναι αυτός που μας κλέβει φανερά, μπροστά στα μάτια μας. Επίσης το «άγειν» και το «φέρειν» έχουν την ίδια έννοια. Όμως το πρώτο χρησιμοποιείται για έμψυχα όντα, ενώ το δεύτερο για τα άψυχα.

Στα Ελληνικά έχουμε τις λέξεις «κεράννυμι», «μίγνυμι» και «φύρω» που όλες έχουν το νόημα του «ανακατεύω». Όταν ανακατεύουμε δύο στερεά ή δύο υγρά μεταξύ τους αλλά χωρίς να συνεπάγεται νέα ένωση (π.χ. λάδι με νερό), τότε χρησιμοποιούμε την λέξη «μειγνύω» ενώ όταν ανακατεύουμε υγρό με στερεό τότε λέμε «φύρω». Εξ’ού και η λέξη «αιμόφυρτος» που όλοι γνωρίζουμε αλλά δεν συνειδητοποιούμε τι σημαίνει.

Όταν οι Αρχαίοι Έλληνες πληγωνόντουσαν στην μάχη, έτρεχε τότε το αίμα και ανακατευόταν με την σκόνη και το χώμα. Το κεράννυμι σημαίνει ανακατεύω δύο υγρά και φτιάχνω ένα νέο, όπως για παράδειγμα ο οίνος και το νερό. Εξ’ού και ο «άκρατος» (δηλαδή καθαρός) οίνος που λέγαν οι Αρχαίοι όταν δεν ήταν ανακατεμένος (κεκραμμένος) με νερό.

Τέλος η λέξη «παντρεμένος» έχει διαφορετικό νόημα από την λέξη «νυμφευμένος», διαφορά που περιγράφουν οι ίδιες οι λέξεις για όποιον τους δώσει λίγη σημασία. Η λέξη παντρεμένος προέρχεται από το ρήμα υπανδρεύομαι και σημαίνει τίθεμαι υπό την εξουσία του ανδρός ενώ ο άνδρας νυμφεύεται, δηλαδή παίρνει νύφη.

[5] Γνωρίζοντας τέτοιου είδους λεπτές εννοιολογικές διαφορές, είναι πραγματικά πολύ αστεία μερικά από τα πράγματα που ακούμε στην καθημερινή – συχνά λαθεμένη – ομιλία (π.χ. «ο Χ παντρεύτηκε»).

Η Ελληνική γλώσσα έχει λέξεις για έννοιες οι οποίες παραμένουν χωρίς απόδοση στις υπόλοιπες γλώσσες, όπως άμιλλα, θαλπωρή και φιλότιμο. Μόνον η Ελληνική γλώσσα ξεχωρίζει την ζωή από τον βίο, την αγάπη από τον έρωτα. Μόνον αυτή διαχωρίζει, διατηρώντας το ίδιο ριζικό θέμα, το ατύχημα από το δυστύχημα, το συμφέρον από το ενδιαφέρον.

Πηγές:
«Έλλην Λόγος– Πώς η Ελληνική γονιμοποίησε τον παγκόσμιο λόγο» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου
«Ο εν τη λέξει λόγος» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου
«Ελληνική Αγωγή – Μαθήματα αρχαίας Ελληνικής γλώσσας» της Α. Τζιροπούλου – Ευσταθίου

https://www.pemptousia.gr/ Μιχάλης Κουτσός, Φιλόλογος – Συγγραφέας
https://www.tromaktiko.gr/Η σοφία και η κυριολεξία της ελληνικής γλώσσας
Φωτ : ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 



Ἀρχή παιδεύσεως ἡ τῶν ὀνομάτων ἐπίσκεψι (Επίκτητος) 



Του Κ. Α. Ναυπλιώτη 

Εκ προοιμίου θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως παραπλήσια ρήση έχει γίνει και από τον Αντισθένη, μόνο που αυτή μάς λέει: Ἀρχή σοφίας ὀνομάτων επίσκεψις. Έχουμε  όμως και τρίτη φράση που μας λέει Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου (Παλ. Διαθ. Παροιμ. Α. 7)*.

Εμείς βέβαια δεν θα μιλήσουμε για φόβο, αλλά για γνώση… και γι’ αυτό δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα ονόματα ή και η χρήση των ονομάτων ήταν (και είναι) δείγμα πολιτισμού, αλλά και (στην περίπτωσή μας) δηλωτικό της ατομικότητας τού φέροντος.

Επί πλέον, το όνομα είναι αυτό με το οποίο ξεχωρίζει ο ένας από τον άλλο καθ’ ότι “ὄνομα ἐστί τό διαμερίζον ἕκαστον ἀπό τοῦ ἑτέρου”.

Είναι δε βέβαιον ότι τα ονόματα δεν ετέθησαν τυχαία και οι λέξεις δεν είναι συμβατικές, καθότι υπάρχει λογική σχέση σημαίνοντος και σημαινομένου.

Και κατά τον Αριστοτέλη “Ὁ λόγος , ἐάν μή δηλοῖ οὐ ποιήσει τό ἑαυτοῦ ἔργον” (Ρητορική Γ. 2. 149). Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ποικιλία ονομάτων -ακόμα και για το ίδιο πρόσωπο- λόγω φιλοκαλίας, αλλά και πλούτου ονομάτων -ως προς τη σύνθεση αυτών- καθώς και ευφυίας.

Τότε εμφανίστηκαν και οι λεγόμενοι “ὀνοματοθῆραι” οι οποίοι ανύψωσαν την ονοματοποιία σε πνευματική ηδονή. Είναι γνωστό πως στο κύριο όνομα προσέθεταν -στη γενική πτώση- και το πατρώνυμο π.χ. Θουκυδίδης Ολόρου, Αλέξανδρος Φιλίππου, Μιλτιάδης Κίμωνος, Θεμιστοκλής Νεοκλέους κ.λπ.

Επίσης για πληρέστερη δήλωση τών ονομάτων ακολουθούσε και το όνομα τού τόπου που γεννήθηκαν όπως π.χ Θουκυδίδης Ολόρου Αλιμούσιος ή Αθηναίος, Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς, Βίων ο Πριηνεύς, Λυκούργος ο Λακεδαιμόνιος, Διόδωρος ο Σικελιώτης  κπα.

Πολλές φορές  ο γιός έπαιρνε το όνομα τού πατέρα, και όπως διαβάζουμε, στον Όμηρο “πατρόθεν ἐκ γεννεῆς ὀνομάζον ἄνδρα ἕκαστον” π.χ Ἀχιλλεύς Πηλείδης, Ἀγαμέμνων Ἀτρείδης, Οδυσσεύς Λαερτιάδης** (γιός του Λαέρτη), Τηλέμαχος Οδυσσείδης. κοκ. Να συμπληρώσουμε στο σημείο αυτό, πως, αν και τα ονόματα τών αχρ. Ελλήνων εδόθησαν όχι τυχαία, αλλά για κάποιο λόγο, παρ’ όλα αυτά μπορούσαν να τα  αλλάξουν[1] για διαφόρους λόγους και αιτίες όπως π.χ να πάρουν αργότερα ονόματα ενδεικτικά των ικανοτήτων τους ή των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους όπως π.χ ο Πλάτων ελέγετο Αριστοκλής, και μετονομάστηκε σε Πλάτων, λόγω του ότι είχε πλατύ στήθος ή “διά τό τοῖς λόγοις πλάτος τοῦτο ἐπονομάσθη πρότερον καλούμενος Ἀριστοκλῆς”, αλλά και “διά τό εὔρος τῆς σκέψεώς του”.

Ο διάδοχος τού Αριστοτέλη στο Λύκειο λεγόταν Τύρταμος και κατόπιν Εὔραστος και στη συνέχεια Θεόφραστος “διά τό τῆς φράσεως θεσπέσιον”. Η Σαπφώ στην Αιολική διάλεκτο ελέγετο Ψάπφα δηλ. ψαλμωδός.

Ο Ευριπίδης Μισογύνης, ο Δημοσθένης Βάτταλος από Βαττάλου τινός αυλητού [ισχνόφωνος, επειδή ετραύλιζε και δεν μπορούσε να προφέρει το ρ] βλ. (Ε Μ) λξκ. Ησυχίου & liddell – scott. Να πούμε ακόμα, πως, όπως και σήμερα οι αρχαίοι είχαν παρατσούκλια·  όπως π.χ ο γιατρός Διοσκουρίδης ελέγετο Φακάς “διά τούς ἐπί τῆς ὄψεως φακούς”.

Ο φιλόσοφος Κλεάνθης ἐκαλεῖτο Φρεάντλης “ὥς γε πένης ὤν ἄγαν ὥρμησε μισθοφορεῖν, καί νύκτωρ μέν ἐν τοῖς κήποις ἤντλει, μέθ’ ἡμέραν δέ τοῖς λόγοις ἐγυμνάζετο· ὅθεν καί Φρεάντλης ἐκλήθη” (Διογ. Λαέρτ. 7.168) Η λέξη ετυμολ. από το φρέαρ + ἄντλης. Άντλος = αμπάρι τού πλοίου, ακάθαρτο νερό (σαβούρα - ἕρμα) που βάζουμε στο αμπάρι [ρ. ἀντλῶ])[2].Τισίας· αρχ. λυρικός ποιητής ο οποίος “ἐκλήθη Στησίχορος “ὅτι πρῶτος κιθαρῳδίας χορόν ἔστησεν”.

Ο Οἰδίπους οφείλει το όνομά του στα πρησμένα – φουσκωμένα (οἰδήματα) των ποδιών του. Η Ἠλέκτρα αρχικά είχε το όνομα Λαοδίκη, και επειδή έμενε ἄλεκτρος (ανύπαντρη) περιμένοντας τον αδελφό της Ορέστη ονομάστηκε Ηλέκτρα. Ο Ορέστης πήρε το όνομά του εκ του ὄρνυμαι = ξεσηκώνομαι, εγείρομαι – εξεγείρομαι για να εκδικηθεί τον θάνατο τού Αγαμέμνονος. Ἰφιγένεια, ως κόρη τού Αρχιστράτηγου – δηλ. καταγόμενη από ισχυρό γένος -  (ἶφι = κραταιός ισχυρός).

Ελένη, επειδή θαμπώνει με το φώς της ομορφιάς της πρβλ. ωραία Ελένη σχετ. λαμπάς- δα (λάμπει) ρίζα “σελ” = φως πρβλ. σελήνη, σέλας.  Πηνελόπη → ἡ τό πηνίον (μίτος γιά ύφανση) ἐλαύνουσα (ελαύνω = θέτω εις κίνησιν, πλήττω δηλ. υφάντρια ρ. υφαίνω (liddell  - Scott). Την Πηνελόπη ο Όμηρος την ύμνησε ως “Ἱκαρίου παῖδα πολυζήλωτον...σῶμα, ἀρετήν καί κῦδος ὑπέρτατον...” .  Ἀγαμέμνων: ο ἄγαν ἐπιμένων (ο επίμονος) μίμνω = μένω. Αἴας = ο ορμητικός ρ. ἀΐσσω, ἀϊκή = ορμή.

Ο Πρίαμος[3] (ρ. πρίημι & πρίαμαι = αγοράζω, δηλ. ο εξαγορασθείς) αρχικά ονομαζόταν Ποδάρκης (δηλ. γρήγορος στα πόδια [πούς + ἀρκέω] δηλ. αρκετός στα πόδια) μετονομάστηκε σε Πρίαμο όταν η αδελφή του Ησιόνη τον εξαγόρασε εκ της δουλείας τού Ηρακλέους. Την ονομασία αυτή έδωσε ο Όμηρος και στον Αχιλλέα (ποδάρκης δῖος{καταγόμενος από τον Δία}. [ΕΜ]). Ως προς το ρ. πρίαμαι & πρίημι να πούμε πως είναι σχετικό με το ὠνέομαι- οῦμαι στην ενεργητ. φωνή (και σπανίως με παθ. διάθ.) είναι ἐπριάμην, απαρ. πριάσθαι, μετχ. πριάμενος. Απ’ εδώ   παράγονται η ὠνή = αγορά, ὤνιος = ο αγοραστός (πρβλ. ὠνίων) ”ὠνή & πράσις” = αγορά και πώληση -αγοραπωλησία. Να διευκρινίσουμε πως, αντίθετο του πιπράσκω είναι το πρίαμαι = αγοράζω από το εξωτερικό κυρίως. Το όνομα Ἓκτωρ ουσιαστικά σημαίνει τον διάδοχο τού θρόνου, αυτόν ο οποίος θα “ἕξει” δηλ. θα αποκτήσει την βασιλεία μετά τον Πρίαμο. Ας τελειώσουμε (προς το παρόν) με το όνομα Πάτροκλος που σημαίνει το κλέος τής πατρίδας (πάτρα[δωρ.]+ κλέος).

⁕ Ίσως θα πρέπει να πούμε πως το ρήμα αγοράζω στην αρχή σήμαινε “είμαι στην αγορά” όπου γινόταν συνάθροιση λαού  και στη συνέχεια τόπος πώλησης και αγοράς.

(βλ. λξκ. Των ρημάτων Της Αττικής Πεζογραφίας Γ. Ν. Παπανικολάου δ’ εκδ. Παπαδήμα 1986.
Επίσης οι  αρχαίοι έδιναν στα παιδιά τους ονόματα τα οποία δήλωναν αρετές που ευχόταν να πάρει το παιδί στη ζωή του· όπως πχ. αν ένας πατέρας επιθυμούσε να γίνει ο γιός του στρατηγός, του έδινε όνομα όπως Αριστόμαχος, Αλκιδάμας ή Λάμαχος, Αλέξανδρος κ.α και αυτό γιατί γνώριζαν πως το όνομα επιδρά στην προσωπικότητα τού φέροντος.

Παρ’ όλα αυτά οι χρήση παρωνύμων (σημερ. Παρατσούκλια) χαρακτήριζαν ακόμα και θεούς. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως, ο Ήφαιστος “διά τήν χωλότητα” ελέγετο Κυλλοποδίων, Βραδυσκελής και Ίρος κατ’ ευφημισμόν· αναφέρεται στην Οδύσσεια ως όνομα κύριον και σημαίνει φτωχός και πένης βλ. [ΕΜ] & λξκ. ΟΜΗΡ. Πανταζίδου. Ο πλούτος φαίνεται καθαρά και από τα προσωνύμιο τής Αθηνάς ως γλαυκῶπις, δηλ. έχουσα σπινθηροβόλα και αστραφτερά μάτια, αλλά και βοῶπις = μεγαλομάτα Παλλάς διότι έπαλλε το δόρυ και είχε υπό την προστασία της την Αθήνα, επομένως πολεμική, κουροτρόφος αλλά και παιφάσσουσα ρ. παιφάσσω προσβλέπω με λάμποντας οφθαλμούς - φωτεινά μάτια ετυμ. εκ του “φάος”, “φαιφάσσω” → παιφάσσω βλ. (Ομ. Ιλ. Β 450), Τριτογένεια (Δ 515).

Η Άτρεμις αρχικά είχε το προσωνύμιο Ελαφηβόλος και ἰοχέαιρα [ἰός + χέω] η τα βέλη εκχέουσα δηλ. η τοξεύτρια – τοξοβόλος η ρίχνουσα βέλη τοξικά – δηλητηριώδη. Η Ήρα εκτός από το επίθετο “βοῶπις” ελέγετο και Λευκώλενος, Χρυσόθρονος , Χρυσοπέδιλος, αλλά και κυδρή παράκοιτις τού Διός (Κυδρός – η -ο [κύδος] ένδοξος, κλεινός, έντιμος, καμαρωμένος (λξκ.  ΟΜΗΡΙΚΟΝ Ι. Πανταζίδου εκδ.Ι .Ν ΣΙΔΕΡΗ 1930). Ο  Απόλλων ως Φοῖβος δηλ. φωτεινός, Μουσαγέτης αλλά και Δήλιος ως γεννηθείς στη Δήλο. Ο Άρης, Ανδροφόνος αλλά και Δολοπλόκος….

Τέλος θα πρέπει να επισημάνουμε πως οι θεοί των Ελλήνων ήσαν πολυώνυμοι (είχαν πολλά ονόματα) όπως ο κατά τον Όμηρο “Πατήρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε” δηλ. ΖΕΥΣ είχε περί τα 500 προσωνύμια, η Ήρα (θυγάτηρ τού Κρόνου και σύζυγος τού Διός) περί τα 150, ο Ποσειδών περί τα 70, ο Απόλλων περί τα 200, η Αθηνά περί τα 200 κοκ.

* Ωστόσο, είναι αμφίβολο αν ο φόβος οδηγεί τον άνθρωπο να γίνει ενάρετος.

Να σημειώσουμε επ’ αυτού, πως ένας από τους τρόπους φοβισμού είναι πρότυπο των ασκούντων εξουσία (πνευματική ή πολιτική) γιατί ο φόβος συσκοτίζει την κρίση και καθιστά τους πολίτες υποχείριους. Κατά τον Κυνικό φιλόσοφο Αντισθένη “ Ὅστις δέ ἑτέρους δέδοικε, δοῦλος ὥν λέληθεν ἑαυτόν” δηλ. αυτός που φοβάται τους άλλους γίνεται δούλος χωρίς να το καταλάβει. 

** Αξίζει να αναφέρουμε πως ο Όμηρος εξυψώνει τον Οδυσσέα δίνοντάς του περί τα 50 κοσμητικά επίθετα, όπως: Πολύτροπος [πολυμήχανος], δαῒφρων  [εμπειροπόλεμος], θείος, δῖος [υπεράνθρωπος, ισχυρός], ταλασίφρων [καρτερικός, υπομονετικός] ἰσόθεος κπα.  Αν και το όνομα Οδυσσεύς προέρχεται από το ρ. ὁδύσσομαι = οργίζομαι, μισώ… “τῷ μέν ἔπειτα ὀδύσαντο θεοί” (Ιλ. Ζ 138). αυτό προφανώς για κάποιες ανόσιες πράξεις που έπραξε κατά τον Τρωικό πόλεμο. Παρά ταύτα οι πολλές αρετές τού Οδυσσέα τον έκαναν αγαπητό στους ανθρώπους και γι’ αυτό είχε πολλούς φίλους “πολλοῖσιν Ὀδυσσεύς ἔσκε φίλος” (Οδ. τ. 239) Εθεωρείτο δε μεγάλη τιμή να καλείς τους άνδρες με το πατρογονικό τους όνομα”πατρόθεν ἐκ γενεῆς ὀνομάζων ἄνδρα ἕκαστον” (Ομ. Ιλ. Κ 68).

[1] Ο Δημοσθένης (Προς Βιωτόν), διευκρινίζει ότι “τους γονέας θέσθαι ἐξ ἀρχῆς, καί πάλιν ἐξαλεῖψαι ἐάν βούλωνται” (εννοεί τα ονόματα).

[2] Πολλά επίθετα και σήμερα πηγάζουν από ελαττώματα (παρατσούκλια) ή και αρετές όπως Κουφός, Κεφάλας, Κεφαλάς, Χειλάς, Κοντός & Κόντος, Χονδρός, Λιγνός, Τσάκαλος – ας, Κολοβός, Λεβέντης, Μαυρομάτης, Γαλανός, Πλουμιστός – η, Σαλιάρης, Αθάνατος, Φακύρης, Τσαλαβούτας, Πατσαβούρας, Ρουθούνας, Λάλος, Ληστής, Ψάρας, Κωλάρας, Κόκορας, Ψωμάς κπα.
[3] Άλλη εκδοχή (λξκ. Ομηρικόν Πανταζίδου) στο λήμμα Πρίαμος αναφέρει: Μετά τον θάνατον τού Έκτορος παρακολουθούμενος υπό του Ερμού έρχεται εις την σκηνήν τού Αχιλλέως και δια πολλών δεήσεων και πλουσίων λύτρων εξαγοράζει τον νεκρόν τού υιού προς ταφήν.

Του Κ. Α. Ναυπλιώτη  https://www.alithia.gr/
 18/01/2022






ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ