ΑΡΧΑΙΑ ΣΠΑΡΤΗ - ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΙΕΡΑ (1050 - 700 π.Χ.)2


Της ΑΙΜΙΛΙΑΣ ΜΠΑΝΟΥ διδάκτορος Αρχαιολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήµιο

Για την πρώιµη ιστορία της Σπάρτης ελάχιστα πράγµατα γνωρίζουµε. Τα αρχαιολογικά δεδοµένα είναι λίγα και αποσπασµατικά, ενώ οι φιλολογικές πηγές είναι µεταγενέστερες και η αξία τους για την ανασύσταση της ιστορίας αυτής της εποχής περιορισµένη. Κατ' ανάγκη, οι υποθέσεις των ιστορικών για την πρώιµη ιστορία της Σπάρτης συνιστούν προσπάθειες συνδυασµού αρχαιολογικών, φιλολογικών, γλωσσολογικών και µυθολογικών δεδοµένων, που περισσότερο ως προτάσεις µελλοντικής έρευνας παρά ως ολοκληρωµένες θεωρίες µπορεί να θεωρηθούν. 

Κι αυτό για µια εποχή και µια περιοχή που παρουσιάζουν µεγάλο ενδιαφέρον, καθώς σχετίζονται τόσο µε το πολυσυζητηµένο ζήτηµα της «καθόδου των ∆ωριέων» όσο και µε τη συγκρότηση της σπαρτιατικής πόλης-κράτους. Στο άρθρο αυτό θα περιοριστούµε στα αρχαιολογικά δεδοµένα, καθώς αυτά αποτελούν µια απτή όαση για τη µελλοντική έρευνα, αλλά και για την ενδεχόµενη επαλήθευση ήδη διατυπωµένων ή µελλοντικών υποθέσεων. 
Μετά το τέλος του µυκηναϊκού πολιτισµού (γύρω στο 1050 π.Χ.) ακολουθεί στην περιοχή της Σπάρτης (αλλά και σε ολόκληρη τη Λακωνία) ένας αιώνας περίπου πλήρους απουσίας αρχαιολογικών ευρηµάτων, γεγονός που από ορισµένους ερευνητές έχει θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί σε σηµαντική µείωση του πληθυσµού, αν όχι ερήµωση. 
Από το 950 π.Χ. εµφανίζονται τα πρώτα δείγµατα της λεγόµενης πρωτογεωµετρικής λακωνικής κεραµικής, που πιστοποιούν την κατοίκηση της περιοχής στην οποία αναπτύχθηκε αργότερα η πόλη της Σπάρτης. Πρόκειται για όστρακα και λίγα σχεδόν ακέραια αγγεία που έχουν βρεθεί στον περίβολο του µεταγενέστερου ναού της Αθηνάς Χαλκιοίκου στην Ακρόπολη της Σπάρτης, στο λεγόµενο Ηρώο στη δυτική όχθη του Ευρώτα, νότια της σύγχρονης γέφυρας, στο ιερό της Αρτέµιδος Ορθίας λίγο νοτιότερα, καθώς και στο λόφο του ιερού του Απόλλωνα σας Αµυκλές, πέντε χιλιόµετρα περίπου νότια της Σπάρτης, και προέρχονται από αγγεία ποικίλων σχηµάτων, κυρίως σκύφων και κυπέλλων διαφόρων µεγεθών.
 Η µελέτη των οστράκων αυτών έδειξε ότι παρουσιάζουν ορισµένα κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι η διευθέτηση των διακοσµητικών θεµάτων σε µετόπες, η διάκριση µεταξύ των διακοσµητικών ζωνών µε εγχαράξεις, η προτίµηση για δικτυωτή

Διακόσµηση, η έναρξη της διακόσµησης αµέσως κάτω από το χείλος, καθώς και ο περιορισµός της διακόσµησης στο άνω τµήµα του αγγείου. Αυτός ο ενιαίος χαρακτήρας της κεραµικής όµως, σε συνδυασµό µε το γεγονός ότι τα όστρακα προέρχονται από µη καθαρά αρχαιολογικά στρώµατα, εµποδίζει την ακριβέστερη χρονολόγηση τους σε διάστηµα µικρότερο των δύο αιώνων. 
Η πρωτογεωµετρική κεραµική της Σπάρτης (και της Λακωνίας ευρύτερα) χρονολογείται δηλαδή στο διάστηµα 950-750 π.Χ. και δεν διευκολύνει έτσι την παρακολούθηση εξελίξεων, τα αποτελέσµατα των οποίων µόλις διαφαίνονται στο τέλος του 8ου π.Χ. αιώνα.
 Όσον αφορά τους τόπους εύρεσης της κεραµικής, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι τα όστρακα προέρχονται από τους χώρους των σηµαντικότερων ιερών της Σπάρτης. Με εξαίρεση την περίπτωση του ιερού της Αρτέµιδος Ορθίας, το γεγονός αυτό δεν έχει θεωρηθεί ότι σηµαίνει κατ' ανάγκη την ίδρυση λατρείας σε µια τόσο πρώιµη εποχή. Οπωσδήποτε όµως δείχνει, όπως αναφέραµε, ότι η περιοχή της Σπάρτης ήταν ήδη κατοικηµένη. 
Το ίδιο πιστοποιούν και εφτά τάφοι που ήλθαν στο φως τα τελευταία χρόνια και συµπληρώνουν την ένδειξη ενός που είχε βρεθεί παλαιότερα, στη δεξιά όχθη του Ευρώτα. Πρόκειται για τέσσερις πρωτογεωµετρικούς τάφους, τρεις από τους οποίους µπορεί να ανήκαν σε µία οικογένεια και οι οποίοι βρέθηκαν στην περιοχή των Λιµνών στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης, κοντά στο ιερό της Αρτέµιδος Ορθίας. Από τα µέσα του 8ου π.Χ. έως τα µέσα του 8ου π.Χ. αιώνα, στο διάστηµα δηλαδή της µεσογεωµετρικής και της υστερογεωµετρικής κεραµικής φάσης της Λακωνίας, παρατηρείται µια αλλαγή, φανερή τόσο στο πλήθος και στην ποικιλία των ευρηµάτων των ιερών (Αµυκλαίο, ιερό Αρτέµιδος Ορθίας) όσο κατ στα πρώτα κατάλοιπα οικοδοµικής δραστηριότητας σε αυτά (ιερό Αρτέµιδος Ορθίας, Μενελάειο). 
Η έρευνα του Χρ.Τσούντα στο ιερό του Αµυκλαίου Απόλλωνα το 19ο αιώνα και οι διαδοχικές ανασκαφές των Γερµανών αρχαιολόγων µέχρι το πρώτο τέταρτο του 20ού αιώνα έφεραν στο φως λιγοστά αντικείµενα - κεραµική, χάλκινους σφικωτήρες, µία χάλκινη περόνη - που µπορούν µε σχετική βεβαιότητα να χρονολογηθούν πριν από τα µέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Στη συνέχεια, η εικόνα αλλάζει και τα χάλκινα κυρίως αναθήµατα παρουσιάζουν ποικιλία και πλούτο. Σε αυτά περιλαµβάνονται τµήµατα από µεγάλους τρίποδες, γνωστούς από όλα τα µεγάλα ιερά αυτήν την περίοδο, ζωόµορφα ειδώλια, ιδιαίτερα αλόγων, ταύρων και βοοειδών, πόρπες, περόνες, σφικωτήρες, δαχτυλίδια, καθώς κατ µικροσκοπικοί διπλοί πελέκεις. Οι αρχαιότερες κατασκευές στο χώρο του ιερού της Αρτέµιδος Ορθίας, που ανασκάφτηκε από την αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα, χρονολογούνται πλέον γύρω στο 700 π.Χ. Πρόκειται για ένα λιθόστρωτο, καθώς και ίχνη του παλαιότερου βωµού του ιερού, που βρέθηκαν κάτω από ένα στρώµα άµµου. Στα λοιπά ευρήµατα που χρονολογούνται την ίδια εποχή και µέχρι τα µέσα του 7ου π.Χ. αιώνα περιλαµβάνονται κεραµική και διάφορα αναθήµατα, όπως οστέϊνες πόρπες, πλακίδια από ελεφαντόδοντο µε παραστάσεις φανταστικών ζώων και θρησκευτικού περιεχοµένου, µικροσκοπικές µορφές ανθρώπων και ζώων, ένθετες σε άλλα αντικείµενα από ελεφαντόδοντο και µόλυβδο, χάλκινες περόνες και ειδώλια ζώων από χαλκό, πήλινες πλάκες µε παραστάσεις ανθρώπων και ζώων, σφραγίδες σε σχήµα σκαραβαίου και χάντρες. Στο λόφο που υψώνεται πάνω από την αριστερή όχθη του Ευρώτα, στις νότιες παρυφές της σηµερινής πόλης, που ονοµάζεται από τους ντόπιους «Μενελάτα».


Η αγγλική αρχαιολογική αποστολή στις αρχές του αιώνα και στη δεκαετία του ’70 ερεύνησε και ανέσκαψε ιερό αφιερωµένο στον Μενέλαο και στην Ελένη, το επονοµαζόµενο Μενελάειο. Η αρχαιότερη φάση του ιερού τοποθετείται στα τέλη του 8ου έως τις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Σε αυτήν ανήκουν αναθήµατα από πηλό, χαλκό και µόλυβδο, αλλά η σύνδεση µε αυτή τη φάση πώρινων δόµων που είχαν βρεθεί στις παλαιότερες ανασκαφές αµφισβητείται. 

Είναι πιθανόν να υπήρχε αρχικά εδώ ένας απλός βωµός, πολύ κοντά ή πάνω στο έξαρµα γης που αποτέλεσε τον πυρήνα του ιερού στη συνέχεια. Η ανασκόπηση των αρχαιότερων φάσεων των σηµαντικότερων σπαρτιατικών ιερών και των ευρηµάτων τους δείχνει ότι από τα µέσα του 8ου αιώνα υπήρξε µια σηµαντική αλλαγή στην κοινωνική και οικονοµική οργάνωση της περιοχής της Σπάρτης, η οποία έχει συνδεθεί από όλους τους ερευνητές µε την εγκαθίδρυση της σπαρτιατικής κυριαρχίας στην περιοχή αλλά και ευρύτερα, µε τις απαρχές δηλαδή της ιστορίας της Σπάρτης ως εύρωστης και κυρίαρχης πόλης-κράτους.

 Πιο συγκεκριµένα, έχει θεωρηθεί ότι η οικοδοµική δραστηριότητα στο ιερό της Αρτέµιδος Ορθίας προϋποθέτει ένα συγκροτηµένο κοινωνικό σώµα για την ανάληψη κοινής προσπάθειας αναδιοργάνωσης και προβολής µιας παλαιότερης σηµαντικότατης κοινής λατρείας, ενώ η αναβάθµιση του ιερού του Αµυκλαίου Απόλλωνα προϋποθέτει την ενσωµάτωση των Αµυκλών ως πέµπτης κώµης της σπαρτιατικής πόλης.

Η ίδρυση του Μενελαείου, εξάλλου, εντάσσεται σε µια συνήθη, αυτή την εποχή, προσπάθεια των αναδυοµένων πόλεων-κρατών να συνδεθούν µε το ηρωϊκό παρελθόν τους µέσω της ηρωολατρίας. Συµπερασµατικά, θα λέγαµε ότι η πρώιµη ιστορία της Σπάρτης είναι προς το παρόν γνωστή σχεδόν αποκλειστικά µέσω των πρώιµων φάσεων των ιερών της, τα περισσότερα στοιχεία για τα οποία προέρχονται µάλιστα από τα τελευταία χρόνια της περιόδου που εξετάσαµε σε αυτό το άρθρο.

 Σηµαντικά ζητήµατα που συνδέονται µε την εµφάνιση και την πρώιµη εξέλιξη των δωρικών φύλων στην περιοχή, τη σχέση τους µε τον υπόλοιπο πληθυσµό, την αρχική συγκρότηση της σπαρτιατικής κοινωνίας και τις προϋποθέσεις της σπαρτιατικής επιβολής στην υπόλοιπη Λακωνία, αλλά και πέραν αυτής, µένουν προς αρχαιολογική και ιστορική διερεύνηση.
 Θα ήταν ευχής έργο, η µελλοντική αρχαιολογική έρευνα να στραφεί προς αυτή την κατεύθυνση, παρά τις µεγάλες δυσκολίες που δημιουργεί η σύγχρονη οικοδομική δραστηριότητα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Boardman, J., «Artemis Orthia and Chronology», BSA 58 (1963), 1-7. Buschor Ε. - Massow W. von., «Vom Amyklaion», ΑΜ52 (1927),1-85. Calligas Ρ. G., «From the Amyklaion», Φιλολάκων, Laconian Studies in Honour of Hector Catling (J. Motyka Sanders ed.), The Managing Committee of the British School at Athens, London 1992, 31.48. Cartledge Ρ.Α., «Early Lakedaimon: The Making of a Conquest-State», Laconian Studies in Honour of Hector Catling (J. Motyka Sanders ed.), The Managing Committee of the British School at Athens,

London 1992, 49-55. Catling Η. W., «Excavations at the Menelaion, Sparta 1973-1976», AR 23 (1976-77), 24-42. Cavanagh W.C. - Laxton R.R., «Lead Figurines from the Menelaion and Seriation», BSA 79 (1984), 23-36. Coulson W.D.E., «The Dark Age Pottery of Sparta», BSA 80 (1985), 29-84. Coulson W.D.E., The Greek Dark Ages. Α review oIthe Evidence and Suggestions ΙσΓ Future Research, Athens 1990. Dawkins R.M. (00.), The Sanctuary σΙ Artemis Orthia at Sparta, JHS Suppl. 5, London 1929. Dickins G., «The Hieron of Athena Chalkioikos», BSA 13 (1906-1907),145-156. Eder Β., Argolis, Lakonien, Messenien. Vom Ende der mykenischen Palastzeit bis zur Einwanderung der Dorier, Verlag der Oesterreichischen Akademie der Wissenschaften, Wien 1998. Marangou E.L.I., Lakonische Elfenbein - und Beischnitzerein, Verlag Ernst Wasmuth, Tuebingen 1969. Raftopoulou S., «New Finds from Sparta», Sparta in Laconia. ProceOOings oIthe 19th British Museum C1assical Cofloquium (W.G. Cavanagh - S.E.C. Walker eds.), British School at Athens (Studies 4), London 1998, 125-140.


ΤΟ Ο∆ΙΚΟ ∆ΙΚΤΥΟ
του Γ. Α. ΠΙΚΟΥΛΑ, δ.Φ., εκδότη περιοδικού Ηόρος, κύριου ερευνητή ΚΕΡΑ/ΕΙΕ

Οι αρχαίοι Έλληνες ανέπτυξαν και δηµιούργησαν πυκνότατο οδικό δίκτυο, τελείως ιδιότυπο και πρωτοποριακό, εξασφαλίζοντας την απρόσκοπτη αµαξήλατη επικοινωνία σε όλο σχεδόν τον ελλαδικό χώρο. Οι οδοποιοί χάραζαν στα βραχώδη µέρη αυλάκια µε σταθερό µετατρόχιο 1,40 µ., µέσα στα οποία κυλούσαν οι τροχοί της δίτροχης ή τετράτροχης άµαξας. Οι αρχαίοι ονόµαζαν αυτά τα αυλάκια αρµατροχιές ή αµαξοτροχιές. 
Η άµαξα δηλαδή είχε προκαθορισµένη διαδροµή και κινιόταν µε τους τροχούς µέσα στις αρµατροχιές, χωρίς να µπορεί να λοξοδροµήσει. Αυτό ήταν και το µείζον επίτευγµα των Ελλήνων οδοποιών. Προφανώς εκτός από τους ειδικά κατασκευασµένους δρόµους για τις άµαξες, υπήρχαν - όπως και σήµερα - και οι ατραποί, τα πολυπατηµένα δηλαδή µονοπάτια, που προορίζονταν µόνο για τους πεζοπόρους και τα υποζύγια.
Το αµαξήλατο οδικό σύστηµα των αρχαίων Ελλήνων χρονολογείται τουλάχιστον από τον 7ο π.Χ. αι. Το πιο πυκνό δίκτυο βρίσκεται στην Πελοπόννησο (Λακωνία, Αρκαδία, Αργολιδοκορινθία) και πρέπει να υπήρξε έργο µιας ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, απολύτως αναγκαίας και ικανής για το σχεδιασµό, την πραγµάτωση και τη διαρκή συντήρηση του. Αυτή η εξουσία δεν µπορεί να είναι άλλη από την Πελοποννησιακή Συµµαχία µε κινητήρια δύναµη τη Σπάρτη. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ίδια η Σπάρτη διέθετε οδικό δίκτυο εκπληκτικής πυκνότητας, το πολυσχιδέστερο µάλιστα στον ελλαδικό χώρο.

 Η Σπάρτη είναι γνωστό ότι αποκτά την εικόνα συγκροτηµένου κράτους σε κάθε τοµέα της δηµόσιας και της ιδιωτικής ζωής µετά τα µέσα του 7ου αι. και τη νικηφόρα γι' αυτήν έκβαση του δεύτερου Μεσσηνιακού πολέµου, που της απέφερε τη Μεσσηνία. Η υπαγωγή µάλιστα της Μεσσηνίας στις περιοικίδες περιοχές της Σπάρτης εξασφάλισε έκτοτε στην τελευταία το οικονοµικό υπόβαθρο για τη συγκρότηση σε κράτος- επιπλέον συνέβαλε καθοριστικά στην έξοδό της στον υπόλοιπο κόσµο µε αξιοζήλευτες διπλωµατικές και οικονοµικές σχέσεις µε χώρους όπως λ.χ. η Ιωνία και µε συνακόλουθη την πολιτιστική έκρηξη της Λακωνίας τα χρόνια που ακολουθούν. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο λοιπόν δηµιουργήθηκε το θαυµαστό οδικό δίκτυο της Σπάρτης. 

Ο «στρατιωτικός» χαρακτήρας του αµαξήλατου οδικού δικτύου είναι πασιφανής. Επιγραµµατικώς θα έλεγα ότι προηγήθηκαν οι στρατιώτες και ακολούθησαν οι έµποροι. ∆εν υπήρχε άλλωστε η δυνατότητα να αναλάβει η ιδιωτική πρωτοβουλία τέτοιας κλίµακας έργα· ήταν όµως πάντοτε έτοιµη να τα εκµεταλλευθεί, προσπορίζοντας ίδια κέρδη. Σηµασία λοιπόν για τη δηµιουργία του οδικού δικτύου είχε η ύπαρξη ισχυρής συγκεντρωτικής εξουσίας, όπως ήταν η Σπάρτη. Η Περσία και η Ρώµη αποτελούν τα ακριβή παράλληλα παραδείγµατα µε τη Σπάρτη. 
Και οι δύο εξουσίες διέθεταν αξιοθαύµαστο, οε πυκνότητα και ποιότητα παρεχόµενων υπηρεσιών, οδικό δίκτυο, που κάλυπτε όχι µόνον την εκάστοτε επικράτεια τους, αλλά εξυπηρετούσε έναν πολύ ευρύτερο όµορο χώρο. Και οι δύο ισχυρές συγκεντρωτικές εξουσίες δηµιούργησαν πρωτίστως το οδικό δίκτυο τους για την ευχερή και απρόσκοπτη κίνηση των στρατιών τους, όπως άλλωστε και η Σπάρτη. 
Η τελευταία µάλιστα έχει να επιδείξει και µία ειδοποιό διαφορά επιπλέον από την Περσία και τη Ρώµη, αφού είχε ορίσει ως υπεύθυνη για τις οδούς της την ανωτάτη πολιτειακή αρχή της, τους δύο βασιλείς (Ηροδ. VI 57, 4). Αυτοί δηλαδή που ηγούνταν µιας εκστρατείας ήταν ταυτοχρόνως και οι υπεύθυνοι άρχοντες για το οδικό δίκτυο, µέσω του οποίου επιτυγχανόταν η διεκπεραίωση της όποιας στρατιωτικής επιχειρήσεως. 
Σήµερα λοιπόν κατανοούµε ότι όταν εξαίρεται η δυνατότητα της Σπάρτης να µεταφέρει τάχιστα το στρατό της, όπου υπήρχε ανάγκη, και να εκπλήσσει η αξιοθαύµαστη ευχέρεια στρατιωτικών κινήσεων, αυτό οφειλόταν κατά µεγάλο µέρος στο αµαξήλατο οδικό της δίκτυο και όχι µόνον στην πειθαρχία και στην ευψυχία των ανδρών της. 
Είναι µία παράµετρος που έως σήµερα δεν έχει εκτιµηθεί δεόντως, όταν σπουδάζουµε τα της ιστορίας της Σπάρτης. Υποθέτουµε µάλιστα παράλληλα µε το σκευοφορικόν (Ξεν., Λακ. Πολ. 13, 4), και την ύπαρξη αντιστοίχου σώµατος της οδοποιίας, κάτι ανάλογο µε το σηµερινό «µηχανικό», επιφορτισµένο κατ υπεύθυνο για τα οδικά έργα. Στην αδήριτη εποµένως ανάγκη για επέκταση και συνεχή προάσπιση της εξουσίας µιας υπερδυνάµεως, όπως η Σπάρτη, πρέπει να αποδώσουµε πρωτίστως τη δηµιουργία του οδικού δικτύου µε το σαφή κατ αδιαµφισβήτητο στρατιωτικό χαρακτήρα του.

Σήµερα, έπειτα από πολύχρονη έρευνα στην ύπαιθρο γνωρίζουµε, µε βάση τις χαρτογραφηµένες αρµατροχιές που εντοπίσαµε κατά τόπους, ότι το δίκτυο της Σπάρτης, τουλάχιστον στην επικράτειά της, διέθετε περίπου εκατό (100) αµαξηλάτους οδούς.
 Για να εννοήσουµε την πυκνότητα του, αρκεί να αναφέρουµε ότι ενώ σήµερα η επικοινωνία της Σπάρτης µε το Βορρά εξασφαλίζεται µε έναν άξονα, οι αρχαίοι διέθεταν τέσσερις: έναν όπως η σηµερινή λεωφόρος Σπάρτη - Τρίπολη, και τρεις δυτικότερα, διά µέσου της αρχαίας Σκιρίτιδος (σήµερα περιοχή ΚολλινώνΒλαχοκερασιάς), κατά µήκος του Ευρώτα ως τη Μεγαλοπολιτική, που ήταν και η κύρια στρατιωτική οδός (Πελλάνα - Ανεµοδούρι - Ασέα..), και τον δυτικότατο, που διέτρεχε την κορυφογραµµή του βόρειου Ταύγετου οε υψόµετρο 1.600 µ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Α. Πίκουλας, Οδικό δίκτυο και άµυνα, Ηόρος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 2, Αθήνα 1995. |


 ΜΝΗΜΕΙΑΚΗ ΤΟΠΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΣΠΑΡΤΗΣ

της ΕΛΕΝΗΣ ΚΟΥΡΙΝΟΥ δ.Φ., επιµελήτριας Αρχ/των, Εθνικό Αρχ/κό Μουσείο

Πληροφορίες για τη µνηµειακή τοπογραφία της αρχαίας Σπάρτης παρέχουν οι αρχαίοι συγγραφείς, κυρίως ο περιηγητής Παυσανίας, που την επισκέφθηκε περίπου το 160 µ.Χ. και αφιέρωσε στη λεπτοµερή περιγραφή της εφτά κεφάλαια του τρίτου βιβλίου του. Η Σπάρτη, στο µέσον της Κοίλης Λακεδαίµονος και στη δεξιά όχθη του ποταµού Ευρώτα, εκτεινόταν σε πεδινή έκταση µε ενδιάµεσους λοφίσκους, σαφώς οριοθετηµένη από τον Ευρώτα και τα Ρέµατα της Μαγουλίτσας και της Μούσγας.
∆εν υπάρχουν κατάλοιπα προδωρικού οικισµού στη θέση όπου αναπτύχθηκε η πόλη ίων ιστορικών χρόνων. Την τελευταία συγκροτούσαν πέντε κώµες: οι πλησιόχωρες Πιτάνη, Λίµνες, Μεσόα, Κυνό(σ)ουρα και οι Αµυκλές νοτιότερα. Η Σπάρτη παρέµεινε προσηλωµένη σε αυτό το οικιστικό σχήµα έως τα ύστερα ελληνιστικά χρόνια. 
Η πόλη παρέµεινε ατείχιστη έως το δεύτερο µισό του 3ου αι. π.Χ., οπότε απέκτησε τείχος, στο πλαίσιο αµυντικού προγράµµατος ίου Κλεοµένη Γ'. Το τείχος επισκευάστηκε και επεκτάθηκε αρκετές φορές. Στα τέλη του 3ου ή 4ου αι. µ.Χ. ο ερχοµός των Ερούλων και του Αλάριχου έκαναν αναγκαίο τον ιδιαίτερο τειχισµό δύο κεντρικών λόφων της Σπάρτης, της Ακροπόλεως και του Παλατοκάστρου. Το ελληνιστικό τείχος ήταν κατασκευασµένο από λίθινη κρηπίδα και πλίνθινη ανωδοµή, προφυλαγµένη από τη βροχή µε το καταστέγασµα, του οποίου οι κεραµίδες ήταν ενσφράγιστες. 
Παρ’ ότι ελάχιστα είναι τα ορατά σήµερα τµήµατα του ελληνιστικού τείχους, µε περίµετρο 48 στάδια (±9 χλµ.), η διαδροµή του είναι γνωστή χάρη στις ανασκαφές και στις κεραµίδες του. Στο τείχος υπήρχαν έξι πύλες µε κυριότερες τη Β πύλη (βόρεια από την Ακρόπολη), τη ΒΑ πύλη (κοντά στη σηµερινή γέφυρα του Ευρώτα) και τη Ν πύλη, όπου κατέληγε η Αφεταΐς οδός (στα νότια της Σπάρτης, κοντά στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου). 

Στις παραπάνω περιοχές υπήρχαν κατ γέφυρες για τη Ζεύξη του ποταµού και των δύο ρεµάτων. Παρά τον εντυπωσιακό αριθµό των µνηµείων της πόλεως, που περιγράφει ο Παυσανίας, λίγα είναι εκείνα που ταυτίζονται σήµερα µε βεβαιότητα. Από τα κτίρια και ιερά στην Ακρόπολη της Σπάρτης, το σηµαντικότερο ήταν το ιερό της πολιούχου Αθηνάς Χαλκιοίκου, που ιδρύθηκε πιθανότατα non από το 10 αι. π.Χ. Στη νότια πλαγιά του λόφου της Ακροπόλεως βρίσκεται το θέατρο, που κατασκευάστηκε τον 10ο αι. π.Χ. 
Η αρχική σκηνή του δεν ήταν µόνιµη κατασκευή, αλλά κινητή µε τροχούς ξυλοκατασκευή· σία τέλη του 1ου αι. µ.Χ. αντικαταστάθηκε µε µνηµειακή µαρµάρινη σκηνή. Η Αγορά της πόλεως βρισκόταν στο πλάτωµα του Παλαιόκασιρου - Α από την Ακρόπολη - και την κοσµούσαν πλήθος λαµπρών µνηµείων. Φηµισµένη ήταν η ιδρυµένη από τα λάφυρα των Μηδικών πολέµων Περσική Στοά, που οριοθετούσε την Αγορά από τα ∆. 
Το εντυπωσιακό «κυκλικό οικοδόµηµα», που καταλαµβάνει τη Ν∆ γωνία της Αγοράς, είναι ο Χορός, είδος εξέδρας, όπου κατά την εορτή των Γυµνοπαιδιών οι έφηβοι χόρευαν γύρω από τα αγάλµατα του Απόλλωνος, της Αρτέµιδος και της Λητούς.
 Η µεγάλη ρωµαϊής εποχής στοά βρισκόταν στη Ν πλευρά της Αγοράς. Στην ίδια πλευρά βρισκόταν η αφετηρία της παλαιότερης οδού της Σπάρτης, της Αφεταΐδος, η οποία κατέληγε στη Ν πύλη· κατά µήκος της υπήρχαν σηµαντικά ιερά, όπως του Ταιναρίου Ποσειδώνος, που ταυτίζεται βόρεια από τη ∆ηµοτική Αγορά της σύγχρονης πόλεως (γωνία οδών Γκορτσολόγου και ∆ιοσκούρων).

 Το ιερό της Ορθίας Αρτέµιδος βρίσκεται στην περιοχή των Λιµνών, κοντά στον Ευ ρώτα. Ιδρύθηκε το 10ο αϊ π.Χ. Ο πρώτος ναός και βωµός οικοδοµήθηκαν τον 3ο αϊ µ.Χ. Ξαναχτίστηκαν στα µέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η τρίτη οικοδόµηση ίου ναού χρονολογείται στο 2ο αι. π.Χ. Τον 3ο αι. µ.Χ. κατασκευάστηκε το µνηµειώδες αµφιθέατρο, που περιέβαλλε τον αύλειο χώρο του κατά τέτοιο τρόπο, ώστε o ναός είχε θέση προσκηνίου για τα λατρευτικά δρώµενα. 

Στις Λίµνες, κοντά στη ΒΑ έξοδο της Σπάρτης. σηµερινή γέφυρα, βρισκόταν το τέµενος της Αθήνας Αλέας· το µεγάλο ναόσχηµο οικοδόµηµα, στην ίδια περιοχή, νότια από τη γέφυρα του Ευρώτα, γνωστό ως «µεγάλος βωµός» ή «βωµός του Λυκούργου» παραµένει ανερµήνευτο. Στη ΝΑ περιοχή, εκτός των τειχών, βρισκόταν το σηµαντικό ιερό Φοιβαίον, που σχετιζόταν µε την εκπαίδευση των εφήβων ταυτίζεται µε το µνηµειακό βωµό νότια από το σηµερινό νεκροταφείο. Πολλά µνηµεία της Σπάρτης παραµένουν προβληµατικά ως προς την ταύτιση τους. Παράδειγµα είναι ο λεγόµενος «τάφος του Λεωνίδα», το επιβλητικό ερείπιο νότια από την Ακρόπολη, nou n τοπική παράδοση συνδέει µε το βασιλέα της Σπάρτης Λεωνίδα, και σύµφωνα µε τις ενδείξεις ταυτίζεται µε το ναό του Καρνείου Απόλλωνος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Χ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Κορινθιακά - Λακωνικά, Αθήνα 1976. Ε. Κουρίνου, Σπάρτη. Συµβολή στη µνηµειακή τοπογραφία της. Ηόρος: Η Μεγάλη Βιβλιοθήκη αρ. 3, Αθήνα 2000.

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

∆ΑΣΚΑΛΑΚΗΣ Α Β, Ο άγων των Θερµοπυλών: Αι δυνάµεις των Ελλήνων και η ευθύνη της Σπάρτης, εκδ. Μυρτίδου Αθήνα 1956 ∆ΟΥΚΑΣ Π. Χ., Η Σπάρτη δια µέσου των αιώνων, Εθνικός Κήρυξ, Νέα Υόρκη 1922 ΕΞΑΡΧΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Ι. Η επίδρασις της περιβαλλούοης φύσεως επί τους αρχαίους κατοίκους της Αττικής και της Σπάρτης, [χ.τ.], [χ.χ.] GREEN R.L., Νικόσιρατος, το βασιλόπουλο της Σπάρτης, Αλκαίος, [Αθήνα] 1972 ΘΕΜΕΛΗΣ Π., «Καιάδας». Αρχαιολογία, 15, 1985, σ. 55-62 ΚΑΛΟΠΟΘΑΚΗΣ Μ. ∆.,

Επιτοµή ελληνικής αρχαιολογίας: ήτοι σύντοµος πραγµατεία περί του πολιτεύµατος των Αθηνών και της Σπάρτης, της θρησκείας, των γυµνασίων, αγώνων και διασκεδάσεων, του χρόνου, στρατού και του ναυτικού, του οικιακού του βίου, της εκπαιδεύσεως, της τροφής, των συναναστροφών, της ενδυµασίας, της ταφής κ.τ.λ., και τέλος περί των βαρών, νοµισµάτων και µέτρων των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα 1877 Η ελληνική κοινωνία κατά την αρχαιότητα: Πραγµατεία περί των πολιτευµάτων των Αθηνών και της Σπάρτης, της ελληνικής θρησκείας, της λατρείας, των µαντείων, των εορτών, των αγώνων, της οικογενειακής Ζωής, της τέχνης, των δικαστηρίων, των ποινών, του στρατού, των νοµισµάτων, των µέτρων και σταθµών, των αριθµητικών συµβόλων κ.ά., ∆ηµιουργία, Αθήνα 1996
ΚΑΡ∆ΑΡΑ Χ. Π. Ιστορία της Σπάρτης (1200 π.Χ,-146 π.Χ.), Καρδαµίτσα, Αθήνα [χ.χ.] Αχαϊκή πολιτική της Σπάρτης: η υπό της Σπάρτης αναβίωσις της ηγεµονίας των Ατρειδών, Αθήνα 1975 ΚΑΡΖΗΣ θ., Η παιδεία στην αρχαιότητα: προφορικοί πολιτισµοί - Σπάρτη, οι παιδαγωγοί της Ευρώπης Αθήνα, τα φώτα της ελληνικής παιδείας - Ρώµη, Φιλιππότης, Αθήνα 1997 ΚΟΥΤΟΥΛΑΣ ∆., Αρχαία Σπάρτη, ∆ίον, Θεσσαλονίκη 1999 MACDOWELL D. M., Το Σπαρτιατικό δίκαιο, Παπαδήµας, Αθήνα 1988 ΝΕΣΤΟΡΙ∆ΗΣ Κ.. Τοπογραφία της αρχαίας Σπάρτης: ήτοι περιγραφή των κωµών, των ιερών, των ναών, των ηρώων, των τάφων και των άλλων µνηµείων αυτής, Αθήνα 1892 ΞΕΝΟΦΩΝ,

Λακεδαιµονίων Πολιτεία
ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ Α., Αρχαία Σπάρτη: κοινωνία και δίκαιο. Αχαϊκές Εκδόσεις, Πάτρα 1995 ΠΑΠΑ∆ΟΠΟΥΛΟΣ Ν. Κ., Τυρταίος, ο εθνικός ποιητής της Σπάρτης: Γραµµατολογική και αισθητική µελέτη, Αθήνα 1957 Πλουτάρχου Βίοι, Λυκούργος. Γαλατίας, Αθήνα 1968 ΡΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ Α.Σ. Εγχειρίδιον της ελληνικής Αρχαιολογίας: κατά τας πηγάς και τα άριστα βοηθήµατα προς στοιχειώδη µάθησιν του βίου της αρχαίας Ελλάδος. Αθήνα 1875 ΣΒΟΡΟΝΟΣ Ι. Ν., Ο Λυκούργος και η Αµβροσία. Barth et von Hirst, Αθήνα 1898 ΣΙΓΑΛΟΣ ∆.Ι, Η Σπάρτη και η Λακεδαίµων, Ιστορία των Λακώνων από των µυθικών χρόνων µέχρι των καθ’ ηµάς (1862). Αθήνα 1959 ΤΑΪΦΑΚΟΣ Ι.Γ., Ρωµαϊκή πολιτική εν Λακωνία: έρευναι επί των πολιτικών σχέσεων Ρώµης και Σπάρτης, τυπογραφείον «Ελλάς», Αθήνα 1974 VERHAEREN Ε., Η Ελένη της Σπάρτης, λυρική τραγωδία µε 4 µέρη, Εκδοτική Εταιρεία «Τα έργα», Αθήνα 1916 ΧΡΗΣΤΟΥ Χ., Αρχαία Σπάρτη: σύντοµος οδηγός για την ιστορία, τα µνηµεία και το µουσείο της, Σπάρτη 1960 ATKINSON Κ., Ancient Sparta, a re-examination of the evidence, Greenwood Press, Westport, Conn. 1971 CARTLEDGE P., Agesilaos and the crisis of Sparta, Duckworth, Λονδίνο 1987 DAVID E., Sparta between empire and revolution (404-243 B.C.): internal problems and their impact on contemporary Greek consciousness, Arno Press, Νέα Υόρκη 1981 HAMILTON C.D.. Sparta's bitter victories: politics and diplomacy in the Corinthian War, Cornell University Press, Ithaca, N. Υόρκη 1979

HENDERSON B.W., The great war between Athens and Sparta, Arno Press, Νέα Υόρκη 1973 HOOKER J.T., The ancient Spartans, J.M. Dent, Λονδίνο 1980 LAZENBY J.F., The Spartan army, Aris & Phillips, Warminster, England 1985 POWEL A.. Athens and Sparta: constructing Greek political and Social history from 478 B.C., Rhoutledge, Λονδίνο 1988 TlGERSTEDT E.N., The legend of Sparta in classical antiquity, Almqvist & Wiksell, Στοκχόλµη [1965-1978] WOODHOUSE W.J., King Agis of Sparta and his campaign in Arkadia in 418 B.C.: a chapter in the history of the art of war among the Greeks, AMS Press, Νέα Υόρκη 1978 XENOPHON, La République des Lacedemoniens, Arno Press, New York 1979






ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ