Άννα Τζιροπούλου-Ευσταθίου
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΣΗ ΟΜΙΛΙΑΣ ΣΕ ΑΚΡΟΑΤΗΡΙΟ ΕΙΣ ΧΑΛΚΙΔΑ
Τζιροπούλου: Ἐξοχώτατοι, κυρίες καὶ κύριοι, κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου τώρα θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν γλῶσσα. Θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴνἑλληνικὴ γλῶσσα.
Θὰ σᾶς μιλήσω κάπως ἐκτενέστερα γιὰ τὸ κεφάλαιο «Πῶς ἡ ἑλληνικὴ γονιμοποίησε τὸν εὐρωπαϊκὸ λόγο, προφορικὸ καὶ γραπτό», χωρὶςὅμως νὰ πλατειάσω καὶ νὰ ὑπεισέλθω σὲ λεπτομέρειες.
Τὸ θέμα εἶναι ἐκτενέστατο, ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος. Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ἱπποκράτης «Ἡ μὲν τέχνη μακρά, ὁ δὲ βίος –ὁ χρόνος–βραχύς».
Ἔχει εἰπωθῆ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ γενεαλογία τῶν λαῶν.
Τί εἶναι ἡ γλῶσσα; Εἶναι ὁ ἔναρθρος καὶ ἔλλογος λόγος. Τὸ κύριο ἀνθρώπινο χαρακτηριστικό, ἡ ἰδιότης πού ξεχωρίζει τὸν ὁμιλοῦνταἄνθρωπο ἀπὸ τὸ κραυγάζον ζῶο.
Οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες σήμερα βεβαιώνουν ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι προγραμματισμένος ἐκ καταβολῆς, νὰ ἀναπτύξη
ὁμιλία καὶ γλῶσσα,ἐφοδιασμένος γι’ αὐτὸν τὸν λόγο μέ εἰδικὰ κέντρα στὸν ἐγκέφαλό του, τὰ κέντρα λόγου.
Αὐτὸ τὸ ἐγνώριζαν οἱ Ἕλληνες. Πολλοί φιλόσοφοι, ἱστορικοί, ἔχουν κάνει ἐκτενεῖς ἀναφορές. Τὸ ἔχω βρεῖ στὸν Εὐριπίδη κατὰ τρόπο ποιητικό, στίς «Ἰκέτιδες». Περιγράφει ὁ Εὐριπίδης: «Τὸν βίον ἐκ τοῦ πεφυρμένου μετὰ τοῦ θηριώδους, ὁ θεὸς διεσταθμήσατο» (Κάποτε ζούσαμε ἀνακατεμένοι στὰ σπήλαια, ἄνθρωποι καὶ θηρία, ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἔβαλε τὸν καθένα στὴν θέσι του). «Πρῶτον μέν, ἐνέθεσε –ὄχιἔθεσε– σύνεσιν». Σύνεσις σημαίνει συναφή, δηλαδὴ «συνάψεις» ὅπως λέμε σήμερα. «Ἔπειτα δὲ ἀγγελιαφόρον γλῶσσαν δούς». Καὶμπορέσαμε νὰ μιμηθοῦμε ἤχους…
Πρῶτος πομπὸς ἤχων καὶ θορύβων πρὸ μίμησιν εἶναι τὸ περιβάλλον, ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος. Δέκτης καὶ πάλιν ὁ ἄνθρωπος.
Ἄρα, τὸ φυσικὸ λίκνον μέσα στὸ ὁποῖον ἀναπτύσσονται οἱ ἀνθρώπινες ὁμάδες, ἔπαιξε καθοριστικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωσι τοῦ λόγου καὶ τῆς ἐπικοινωνίας.
Ἡ διδάσκαλος φύσις, «μᾶς ποιεῖ μιμητικούς» προκειμένου νὰ θέσουμε ὀνόματα. Τὰ πράγματα «μεμιμημένα κατάδηλα γίγνονται», ὅπωςἐπισημαίνει καὶ ὁ Ἀριστοτέλης.
Ἀπαιτήθηκαν βέβαια μακρὲς χρονικὲς περίοδοι προκειμένου νὰ διαμορφωθοῦν οἱ πρῶτες συλλαβὲς σὲ κανονικὴ ἔμφρονη ὁμιλία, «εἰς φωνὴν ἐμφαίνουσαν τὸν ἐνδιάθετον λόγον».
Ἡ ἐπίδρασις τοῦ ἐκθαμβωτικοῦ ἑλληνικοῦ οὐρανοῦ («Οὐρανὸν ὑπὲρ γῆς ἔχομεν εὖ κεκραμένον, ὅπου οὔτε ἄγαν πῦρ, οὔτε ἄγαν χειμών συμπίπτει» λέγει ὁ Εὐριπίδης), τῆς ἡλιακῆς θαλπωρῆς, τῆς ποικιλίας τοῦ φυσικοῦ περίγυρου (βουνά, πεδιάδες καὶ κοιλάδες, ποταμοὶ καὶρυάκια, πελάγη, παραλίες, «οὔρεα σκιόεντα καὶ θάλασσα ἠχήεσα») ἤπιο, παρ’ ὅλες τὶς ἐναλλαγές, κλῖμα, ὅλα αὐτὰ διεμόρφωσαν τὴνἤπια, εὔκαμπτη, πλαστική, πολύμορφη, μελωδική, γεμάτη φωνήεντα καὶ ποικιλία ἐκφράσεων ἑλληνικὴ γλῶσσα. Ζωηρή, εὔηχη, ποικιλοτονισμένη, μὲ τὴν κίνησι τοῦ τρισυλλαβικοῦ τόνου νὰ ἀνεβοκατεβαίνη ὅπως τὰ δάκτυλα στὶς νότες τοῦ πιάνου καὶ ποὺ κάνει τὴν γλῶσσα μας νὰ μοιάζη μὲ μουσικὴ παρτιτούρα, ἀνάλαφρη καὶ ἱκανὴ νὰ μιμηθῆ τοὺς παντοειδεῖς ἤχους, κάτι ποὺ δὲν συμβαίνει μὲ ὅλες τὶς γλῶσσες. Λ.χ. οἱ Ἄραβες δὲν τὰ καταφέρνουν καλὰ μὲ τὸ π, οἱ Κινέζοι δὲν διαθέτουν τὸ ρ, οἱ Ρῶσσοι ἀγνοοῦν τὸ θ (τήν ἑλληνικὴ λέξιπάθος π.χ. ποὺ τὴν υἱοθετοῦν αὐτούσια, τὴν προφέρουν πάφος).
Οἱ μεσογειακὲς γλῶσσες καὶ ἰδιαιτέρως ἡ ἑλληνική, θεωροῦνται ὡς ὁ θρίαμβος τῶν φωνηέντων. «Εὐανθὴς γλῶσσα, εὐγράμματονὄνομα». Ἀντιθέτως, ὅσο ἀνεβαίνουμε πρὸς τὰ βόρεια ἡ ἄρθρωσις ἀλλάζει, βαραίνει, σκληραίνει, βογκᾶ. Ἡ φύσις γύρω δὲν εἶναι φιλική. Χρειάζεται νὰ παλέψης, νὰ τὴν δαμάσης, γιὰ νὰ ἐπιβιώσης. «Ἐν Εὐρώπῃ χειμῶνες κρατεροὶ καὶ ὄμβροι πολλοί», σημειώνει ὁ Ἱπποκράτης στὸ «Περὶ ἀνέμων ὑδάτων τόπων». Ἀπαιτεῖται προσπάθεια καὶ μόχθος· τὰ φωνήεντα ὑποχωροῦν, οἱ ἦχοι κατεβαίνουν στὸν λάρυγγα εἴτε ἀνεβαίνουν πρὸς τὴν ρινικὴ κοιλότητα, γενικῶς ἐκτραχύνονται. Γίνονται «σκληρόστομα κτυπήματα, δαρδάπτοντα τὴν ἀκοήν». Μέσα στὸ παγερὸ σκηνικό, τὸ ἔνστικτο ἀπαγορεύει καὶ τὴν παραμικρὴ ἀπώλεια θερμότητος. Καὶ ὑπαγορεύει: μικρότερο ἄνοιγμα στὴν στοματικὴ κοιλότητα, ὀλιγώτερα φωνήεντα, περισσότερα σύμφωνα. Εἶναι οἱ λεγόμενες γλῶσσες τοῦ κλειστοῦ στόματος.
Ὁ Isidorus Σεβίλλης στὰ Etymologica παρατηρεῖ: «ὅλοι οἱ δυτικοὶ λαοὶ τὶς λέξεις εἰς τοὺς ὀδόντας θραύουν».
Ὁ Ἱπποκράτης ὡς ἰατρὸς ἐπεξηγεῖ ὅτι οἱ κάτοικοι πρὸς τὰς Δύσεις καὶ Ἄρκτον «βαρύφωνοι εἰσὶ καὶ βραγχώδεις, καὶ διὰ τὸν ἠέρα φθέγγονται βαρύτατον».
Ἂς πάρουμε ὡς χαρακτηριστικὸ παράδειγμα 2-3 ἑλληνικὲς λέξεις μὲ πολλὰ φωνήεντα (ἐλεημοσύνη, βαλανεῖον, πρεσβύτερος), γιὰ νὰπαρατηρήσουμε καλλίτερα τὸ φαινόμενο τῆς προοδευτικῆς ἀλλοιώσεώς τους. Τὶς δανείζονται οἱ Λατῖνοι, ὅπως ἐξ ἄλλου τὸ σύνολον σχεδὸν τοῦ λεξιλογίου τους, καὶ τὶς προφέρουν: alemosina, balneum, presbyterus. Παρακολουθώντας τὸ ταξίδι τους καὶ τὶς μεταμορφώσεις τους, βλέπουμε: Ἰταλικά: elemosina, bagno, prete· Ἱσπανικά: limosna, baño, preste· Γαλλικά: aumône, bain, prêtre· Γερμανικά: almosen, bad, priester· Ἀγγλικά: alms, bath, priest. Ἔτσι κατέληξαν ἡ ἐλεημοσύνη, τὸ βαλανεῖον, ὁ πρεσβύτερος.
Διαπιστώνουμε ὅτι τὰ φωνήεντα ἐξοστρακίζονται, μὲ ἀποτέλεσμα οἱ ἑλληνικὲς λέξεις νὰ καταλήγουν δυσάρεστα ἀγνώριστες.
Ἡ ἑλληνικὴ εἶναι ἀδιαμφισβήτητα ἡ ἀρχαιότερη γλῶσσα ἀπ’ ὅσες ὁμιλοῦνται σήμερα στὴν Εὐρωπαϊκὴ ἤπειρο καὶ ἐντυπωσιακὰἀρχαιότερη ἀπὸ ὅ,τι ἐδιδαχθήκαμε στὰ μαθητικὰ καὶ φοιτητικά μας χρόνια (τουλάχιστον ἡ δική μου «κλάσις»). Δὲν ἔχουν παρέλθει πολλὲς δεκαετίες ἀπὸ τότε ποὺ ἐθεωρεῖτο τάχα βέβαιον ὅτι οἱ Κρῆτες καὶ οἱ Μυκηναῖοι δὲν ὁμιλοῦσαν ἑλληνικά. Καὶ ὅτι τάχα οἱπινακίδες μὲ τὶς λεγόμενες Γραμμικὲς Γραφὲς Α καὶ Β, ποὺ εἶχε ἀνασύρει ὁ Ἔβανς τόσο στὴν Κρήτη ὅσον καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα,ἐξέφραζαν κάποια ἄγνωστη, ἀνατολικῆς προελεύσεως, γλῶσσα. Μέχρι ποὺ τὸ 1952 ὁ Ἄγγλος Βέντρις ἐπέτυχε τὴν ἀποκρυπτογράφησι τῆς Γραμμικῆς Β (προλαβαίνοντας «στὸ τσὰκ» τὴν ἀνακοίνωσι τοῦ δικοῦ μας, τοῦ Ἕλληνος τραπεζικοῦ Κ. Κτιστόπουλου) καὶ ἀπέδειξεὅτι ἡ γλῶσσα ἦταν ἑλληνική. Λέξεις βραχυγραφικὰ διατυπωμένες ἀλλά γνήσια ἑλληνικές, ὅπως ὁ ἴδιος ἀνεκοίνωσε: «Ἄνεμος, ποιμήν, πέδιλα, ράπτης, ἔρημος, θώρακες, δάμος (ὁ δῆμος δωρικά), Ϝοίνος (ὁ οἶνος μὲ τὸ ἀρχαιότατο ἑλληνικὸ αἰολικὸ δίγαμα μπροστὰ) ἔτσιὅπως ἔχει διασωθῆ μέσῳ τῆς αἰολίζουσας λατινικῆς στὶς δυτικὲς γλῶσσες: vino, vin, wein κ.ο.κ.
Τὸ δίγαμα αὐτὸ ποὺ ἐξοστρακίστηκε βιαίως τὸ 403 π.Χ. ἀπὸ τὸ ἰωνικὸ ἀττικὸ ἀλφάβητο, ἐπὶ ἄρχοντος Εὐκλείδου, διατηρήθηκε στὴν Δύσι (εἶναι τὸ «f»), διότι ὑπῆρχε ἀκόμη στὴν γλῶσσα μας ἀφ’ ἑνὸς κατὰ τὴν στιγμὴ τοῦ δανεισμοῦ τῆς γλώσσας πρὸς τοὺς Λατίνους,ἀφ’ ἑτέρου δὲν ἀφαιρέθηκε ποτὲ ἀπὸ τὸ Εὐβοϊκό-Χαλκιδικό-Κυμαϊκὸ ἀλφάβητο.
Τὸ κυλίω δηλαδή, ποὺ ἦταν Ϝελύω, οἱ Λατίνοι τὸ εἶπαν volvo, ἀπὸ ὅπου ὄχι μόνο τὰ ἀμάξια Volvo ἀλλὰ καὶ τὰ ἀντιδάνεια βόλτα καὶβολτάρω. Ὁ ὄχος, Ϝόχος, ἔγινε veho στὰ Λατινικά, γιὰ νὰ ἐπιστρέψη ὡς βαγόνι.
Τὸ δὲ Ϝείδω, μὲ τὸ δίγαμα μπροστά, ἐπανῆλθε ὡς video.
Πορευόμαστε χιλιάδες χρόνια, ὅμως ὅπως ἔχει πεῖ καὶ ὁ Ἑλύτης, ἐξακολουθοῦμε νά λέμε τὸν οὐρανὸ οὐρανό, τὸν ἄνεμο ἄνεμο, τὸνἥλιο ἥλιο, καὶ τὴν θάλασσα, θάλασσα.
Χρησιμοποιοῦμε στὴν καθημερινὴ ὁμιλία μας λέξεις ἀναλλοίωτες ἀπὸ τὴν πρωτοπελασγική, κρητομυκηναϊκή, ὁμηρική, κλασικὴ ἐποχή,ἐνῶ ὅλες οἱ σύνθετες λέξεις μας περιέχουν τὴν ἀρχαιοτάτη ρίζα.
Καὶ εἶναι πασίδηλον ὅτι ὅλες οἱ Τέχνες καὶ οἱ Ἐπιστῆμες γεννήθηκαν, ἀναπτύχθηκαν καὶ κινοῦνται μὲ ἕνα λεξιλόγιο καθαρὰ ἑλληνικό.
Τὸ συντριπτικὸ ποσοστὸ τῶν ἐπιστημονικῶν ὅρων εἶναι ἑλληνικό. Καὶ τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ αὐτῆς τῆς μεταγγίσεως εἶναι ὅτι ἡἑλληνικὴ παρέχει λέξεις ὑψηλῶν διανοημάτων, ἐνδύοντας λεκτικὰ τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες. (Ἐπιγραμματικά, εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦΠολιτισμοῦ).
Ἀναφέρω λίγους ἀπὸ αὐτοὺς τοῦ ὅρους «ξενικά», ἂς ποῦμε γαλλικά, καὶ ἐσεῖς θὰ κρίνετε ἂν εἶναι γαλλικά. Ἄλλωστε γι’ αὐτὸ ἔδωσα στὴν κυρία Φλουτσάκου τὸ ἐξώφυλλο ἀπὸ τὸ «Ἐξπρές» τὸ ὁποῖον μοῦ εἶχε στείλει ἡ ἴδια ἡ Ζακλίν ντὲ Ρομιγὺ πρὸ 5-6 ἐτῶν, μέσῳ τοῦΖὰκ Λάγκ. Καὶ εἴδατε καὶ ἐδῶ τί γράφει: «Ἡ Ἑλλάδα –τῆς ὀφείλουμε τὰ πάντα». Καὶ ἀρχίζει μὲ Alphabet. (Ἀπὸ ἐδῶ, ἀπὸ τὴν Εὔβοια).Démocratie, philosophie, mathématiques, astronomie, κ.λπ. Ἂς συνεχίσουμε: biologie, ornithologie, botanique, géologie, psychologie,politique, democratie, glossologie, καὶ οἱ ἐπὶ μέρους κλάδοι Lexicographie, phonologie, grammaire, Grammatica καὶ μύρια ἄλλα… Ὅλα αὐτὰ ὑπηρετοῦνται καὶ ὑπηρετοῦν μὲ ὅρους καθαρὰ ἑλληνικούς.
Τὸ φαινόμενο εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια. Οἱ Ἕλληνες τὸ ἐγνώριζαν, τὸ προσέφεραν, οἱ Λατῖνοι τὸ ἐγνώριζαν καὶ τὸἀπεδέχοντο ἀσμένως, ἐκαυχῶντο γι’ αὐτό. Γράφει ὁ Διογένης Λαέρτιος: «Γιὰ ὅσα δὲν εἶναι ὁρατὰ (οὐ συνορώμενα πράγματα) –κι αὐτὸεἶναι τὸ πιὸ δύσκολο– βρῆκαν ὅρους οἱ Ἕλληνες ποὺ τὰ ἐγνώριζαν καλὰ καὶ τὰ ἀνεκοίνωσαν. Οἱ ἄλλοι, οἱ Λατῖνοι, ἐδέχθησαν αὐτὲς τὶς λέξεις καὶ τὶς ἐχρησιμοποίησαν».
Ὅσοι ξένοι ἑλληνισταί, γνήσιοι ἐπιστήμονες, «οὐ ζηλοῦσι τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐπιτηδεύματα», ὅπως παρατηρεῖ καὶ ὁ γιατρὸς Γαληνός, σαφῶς τὸ ἀναγνωρίζουν.
Τὸ σύνθημα τῶν ἑλληνιστῶν τῆς Ἀκαδημίας τοῦ Μπιλμπάο εἶναι: «Ὅστις ἔχει τὴν γλῶτταν, οὗτος ἔχει καὶ τὸ πνεῦμα». Καὶ ἐπεξηγοῦν:«Ἐπὶ τοῦ πνευματικοῦ πεδίου ὅλοι κατέφυγον εἰς τὴν ἑλληνικήν».
Καὶ ὁ Φούριο Ντουράντο, τῆς Ἰταλικῆς Ἀκαδημίας, γράφει: «Ἡ Δύσις καὶ ἰδιαιτέρως ἡ Ἰταλία χρωστάει τὰ πάντα στοὺς Ἑλληνες. Στὸν Πυθαγόρα τοὺς ἀριθμούς, στὸν Ζήνωνα τὸν Ἑλεάτη τὸ ἓν ὂν καὶ στὴν Ἑλλάδα γενικῶς τὸ ἀλφάβητο καὶ τὸ λεξιλόγιον».
Καὶ ἡ Ζακλὶν ντὲ Ρομιγύ, μέσα σὲ ὅλα αὐτὰ ποὺ ἔχει γράψει, λέει ἀκόμα: «Ἡ Ἑλλὰς ἀφοῦ ἀνεκάλυψε μετὰ τὴν γραφή, τὴν τέχνη νὰἐκθέτη τὶς ἰδέες καὶ νὰ τὶς συγκρίνη μεταξύ τους, βάλθηκε νὰ μιλάη, νὰ γράφη καὶ νὰ συζητᾶ γιὰ ὅλα». Καὶ γέμισε ὁ κόσμος Σχολεῖα, Σχολές, Scuola, école κ.λπ., ἐκ τοῦ σχόλη, σχολὴ=ἐλεύθερος χρόνος, τὸ πρᾶγμα στὸ ὁποῖο ἀφιερώνει τὶς τὴν ὥρα τῆς σχόλης, δηλαδὴμελέτη, διδασκαλία.
Ἐγέμισε ὁ τόπος γυμνάσια, gymnases, κ.λπ. ἐκ τοῦ «Γυμναστικὸν Σχολεῖον», τόπος ὅπου γυμνοὶ ἠθλοῦντο.
Ἐγέμισε ὁ τόπος Λύκεια, Lycée, Liceo κ.λπ… τόπος διδασκαλίας πρὸς Ἀνατολὰς τῶν Ἀθηνῶν, ἐκ τοῦ ναοῦ τοῦ Λυκείου Ἀπόλλωνος (Λύκεἶναι τὸ φῶς) ὅπου καὶ ἡ ὁμώνυμος σχολὴ τοῦ Ἀριστοτέλους.
Ἐγέμισε ὁ κόσμος Ἀκαδημίες, Académie, Academia… ἀπὸ τὴν Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος.
Ἐγέμισε ὁ κόσμος Ὠδεῖα, Odeons… κ.λπ., ἐκ τοῦ Δημοσίου οἰκοδομήματος ἐν Ἀθήναις «ἐν ᾧ ᾖδον» ἐτραγουδοῦσαν ποίηματα…
Ἐγέμισε ὁ κόσμος βιβλιοθῆκες, μαθήματα καί μαθηματικά (Bibliothèques, Mathématiques).
Ὅροι συμβατικοὶ καὶ ἀκατανόητοι γιὰ τοὺς ξένους, γεμᾶτοι σοφία ὅμως καὶ ἐννόησι γιὰ τοὺς Ἕλληνες. Βιβλιοθήκη, ἡ τοῦ βιβλίου θήκη.
Ξέρετε, εἶχα πάντοτε τὴν ἀπορία γιατί μόνον τὴν ἀριθμητική, μὲ τὴν ὁποία δὲν τὰ πήγαινα καὶ πολὺ καλά, τὴν λένε μαθηματικὰ ἐνῶ ὅλα εἶναι μία μάθησις. Μέχρι ποὺ ἔπεσα ἐπάνω στὸν Γαληνὸ στὸ «Περὶ Φιλοσοφίας» 12-13. Καὶ ἐξηγεῖ ὁ Γαληνός, ὡς ἰατρός: «Λέγεται μαθηματικόν, ἐπειδὴ αὐτὸ διδάσκει ἡμᾶς πῶς δεῖ μανθάνειν τὰ πράγματα. Μόνη γὰρ ἡ διάνοια μανθάνει». Καὶ μὲ τὴν «διάνοια» ἐννοεῖτὸν φλοιόν, εἶναι τὸ τρίτο ἐπίπεδο τοῦ ἐγκεφάλου μας. Στὴν μέση εἶναι τὸ συναισθηματικὸν καὶ πάνω-πάνω, τελευταῖο, ἀνεπτύχθη ὁφλοιὸς ὅπου «μόνη ἡ διάνοια μανθάνει. Ὁ γὰρ νοῦς, ἁπλῇ προβολῇ πάντα γιγνώσκει». Καὶ ὁρίζει ὁ Γαληνός: εἴδη μαθηματικοῦ τέσσαρα:ἀριθμητική, μουσική, γεωμετρία, ἀστρονομία.
Ὅταν πρὸ ἐτῶν ἐσκέφθηκα νὰ ἀναζητήσω τὶς ἑλληνικὲς αὐτὲς λέξεις καὶ νὰ τὶς καταγράψω σὲ παράλληλες στῆλες (στὴν ἀρχὴ στὶς 5 κυριώτερες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες, γι’ αὐτὸ τὸ πρῶτο βιβλίο τὸ ὠνόμασα «Πῶς ἡ Ἑλληνικὴ γονιμοποίησε τὸν εὐρωπαϊκὸ λόγο») –γαλλικά,ἱσπανικά, ἰταλικά, γερμανικά, ἀγγλικά, ὑπὸ τὸν γενικὸ τίτλο ποὺ σᾶς εἶπα, τότε βρέθηκα πρὸ ἐκπλήξεως, διότι ἐδιάβασα ὅλα τὰἐτυμολογικὰ λεξικὰ τὰ εὐρωπαϊκά, λέξι-λέξι, σειρὰ-σειρά, σὰν νὰ ἐδιάβαζα ἕνα μυθιστόρημα. Καὶ ὅσο προχωροῦσε ἡ γλωσσικὴἀνασκαφή, ἔρχονταν στὴν ἐπιφάνεια λέξεις καὶ τοῦ ἁπλοῦ καθημερινοῦ λεξιλογίου, ποὺ δὲν μποροῦσα ἐγὼ ποτὲ νὰ φαντασθῶ ὅτι εἶναι ἑλληνικές, λόγῳ τῶν μεγάλων ἀλλοιώσεων ποὺ ἔχουν ὑποστῆ, εἴτε λόγῳ τοῦ ὅτι κατάγονται ἀπὸ πολὺ ἀρχαῖες ἑλληνικὲς λέξεις καὶ ὀνόματα, ποὺ ἔχουν σιγήσει σὲ ἐμᾶς, ζοῦν ὅμως στὴν Δύσι.
Μία ἀποκρυπτογράφησις σημασιολογικὴ καὶ ἱστορική, κάνει νὰ ξεπροβάλη ἀπὸ μέσα τους, πανάρχαιος ἀλλὰ γνώριμος, ὁ ἑλληνικὸς λόγος.
Πολλὲς φορὲς οἱ λέξεις αὐτὲς ἐπιστρέφουν στὴν Ἑλλάδα ὡς ξενικές, εἶναι τὰ λεγόμενα ἀντιδάνεια. Μικρὸ παράδειγμα, ἡ λέξις «ζάντες» τῶν αὐτοκινήτων. Ἀνοίγοντας τό Larousse Etymologique βλέπεις ὅτι τὸ ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ὁμηρικὸ «ἄντυξ-ἄντυγος». Τί εἶναιἄντυγες; Αἱ περίδρομοι ἄντυγες τῆς Ἰλιάδος (Ε 728) ποὺ ἐμεῖς ξεχάσαμε. Καὶ γράφει ὁ Ὅμηρος: «ἀνεκυμβαλίαζον τὰ ἅρματα» –γύριζαν τούμπα τὰ ἅρματα, καὶ αἱ ἄντυγες ἐγύριζαν στὸν ἀέρα. Ἄντυξ εἶναι ἡ περιφέρεια παντὸς κυκλοτεροῦς.
Καὶ ἄλλες λέξεις… Παραδείγματος χάριν, δὲν λέμε σήμερα τὸ φιλῶ «κυνῶ», τὸ λέμε ὅμως μὲ μία πρόθεσι: «προσκυνῶ» τὸ εἰκόνισμα. Καὶτὸν ἀόριστο δὲν τὸν λέμε «κύσα» ὅπως τὸ γράφει ὁ Ὅμηρος. Ὅμως ὁ Ἀριστοφάνης στὶς «Νεφέλες» λέει: «κῦσον με καὶ τὴν χεῖρα δός μοι τὴν δεξιάν». Ἀπὸ τὸ «κῦσον με» μέχρι τὸ kiss me, ἡ ἀπόστασις εἶναι πάρα πολὺ μικρή.
Δὲν ὀνομάζουμε τὸ κρεββάτι «λέκτρον ἢ λέχος», λέμε ὅμως ἡ «λεχώ», ἡ λεχώνα. Οἱ Ἱσπανοὶ τὸ κρεββάτι τὸ γράφουν lecho, τό προφέρουν «λέτσο», καὶ cama ἐκ τοῦ κεῖμαι.
Ἡ «λώπη» ἢ «λώπα», δηλαδὴ τὸ ἱμάτιον, ποὺ ἐπιζῆ στὴν λέξι λωποδύτης, ἱσπανικὰ ἔγινε διὰ συνήθους μετατροπῆς τοῦ «Λ» σὲ «Ρ» (ἀδελφός, ἀδερφός), ἔγινε ropa. Οἱ Ἰταλοὶ τὸ εἶπαν roba καὶ ξαναγύρισε ἐδῶ ὡς ρόμπα.
Τὸ ρῆμα φροντίζω, σαρώνω, καθαρίζω, δὲν τὸ ἐκφράζουμε πιὰ ὡς «κορέω». Στοὺς ναούς, ὅμως, ἐξακολουθεῖ νὰ ὑπάρχη ὁ νεωκόρος. Καὶ στὰ πλοῖα μας, τοὺς μικροὺς βοηθοὺς τοὺς λένε ἐπικουράκια ἢ ἐπικούρους. Αὐτὸ τὸ Ὁμηρικὸ ρῆμα κορέω παρήγαγε δεκάδες λέξεις στὶς δυτικὲς γλῶσσες, μέσῳ τῶν Λατίνων ποὺ τὸ ἀντέγραψαν καὶ τὸ πρόφεραν curo μὲ τὴν ἴδια ἔννοια, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι.Ἐνδεικτικῶς ἀναφέρω: cura ἡ φροντίδα γιὰ τὸ σῶμα μας, curé ὁ ἐφημέριος ἐπειδὴ φροντίζει γιὰ τὸ ποίμνιό του, curiosité ἡ περιέργεια, μὲ τὴν ἔννοια φροντίζω, ἐνδιαφέρομαι γιὰ κάτι. Kurator ὁ ἐπίτροπος, ὁ ἐπιμελητής. Καὶ ἐκ τοῦ κορέω, ἐδιάβασα στὸ λεξικὸ τῆςὈξφόρδης τὸ Ἐτυμολογικό, ὅτι κατάγεται καὶ τὸ ἀγγλικὸ «σέριφ», ὁ ἔπαρχος, ὁ ἔχων τὴν ἐπιμέλεια καὶ φροντίδα τῆς ἐπαρχίας, ποὺ μᾶς ξαναγύρισε ὡς «σερίφης».
Ἡ λέξις «χλαίνη». Τῆς ἀφήρεσαν τὸ «χ», τὴν εἶπαν «λαίνη» καὶ γεννήθηκαν ὅλα τὰ λανάρια, laine, lana, τὰ μαλλιά, τὰ μάλλινα…
Ὑπάρχει ἐπίσης μία ἀρκετὰ μεγάλη κατηγορία λέξεων, ὅπως εἶδα στὰ ξένα λεξικά, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ἀτομική τους ἱστορία προβάλλει ἡἄγνωστη Προϊστορία, αὐτὴ ποὺ δὲν ἔχει ἐπίσημα καταγραφῆ καὶ τὴν ὀνομάζουμε Μυθολογία. Ἡ Μυθολογία ὅμως, ὅταν δὲν προσωποποιεῖ τὶς δυνάμεις τῆς φύσεως, δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ ἡ συμβολική, καί γι’ αὐτὸ ἡ πιὸ ἀνόθευτη, μορφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας. Εἶναι αὐτὸ ποὺ λέει ὁ Πλάτων: «Μύθου μὲν σχῆμα ἔχον λέγεται, τὸ ἀληθὲς ἐστί». Συνεπῶς, ὄχι μόνον οἱ ἑλληνικὲς ρίζες καὶ λέξεις, ἀλλὰκαὶ ἡ Μυθολογία καὶ ἡ Ἱστορία μας, ἔχουν ἐμπλουτίσει τὴν λατινική, καὶ μέσῳ τῆς λατινικῆς τὶς δυτικὲς γλῶσσες, μὲ ὅρους καὶ λέξεις ποὺ ἀγνοοῦμε τὴν ἑλληνικότητά τους.
Θὰ σταθῶ μόνον σὲ δύο χαρακτηριστικὰ παραδείγματα.
Τὴν λέξι «παλάτι» καὶ τὴν λέξι «μονέτα». Τὸ παλάτι εἶναι λέξις διεθνής, palace, pallazo, palacio, palast… Ὅλα αὐτά, ἀπὸ τὶς βασιλικὲς κατοικίες ποὺ ὑψώνονταν στὸν Παλατῖνο λόφο τῆς Ρώμης. Ποῦ ὀφείλει ὅμως ὁ Παλατῖνος λόφος τῆς Ρώμης τὸ ὄνομά του; Τὸ γράφουν, τὸ ἐξηγοῦν καὶ ὅλοι οἱ Λατῖνοι, ὄχι μόνον οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς. Ἐκεῖ, στὸ Βιβλίο, ἔχω βάλει μέσα ὅλα τὰ ἀποσπάσματα. Τὸ ὀφείλει στὸν Ἀρκάδα Εὔανδρο, ὁ ὁποῖος στὰ μέσα τῆς 2ας χιλιετίας π.Χ. ἔθεσε ἐκεῖ τὰ θεμέλια τοῦ πρώτου οἰκισμοῦ τῆς Ρώμης. Θέλοντας δὲνὰ τιμήση τὸν συμπατριώτη του ἥρωα Πάλλαντα, ἐγγονὸ τοῦ Πελασγοῦ, ὠνόμασε τὸν λόφο Παλλάντιον. Καί γράφει ὁ Πλούταρχος: «διὰπροσθέσεως καὶ ἀφαιρέσεως γράμματος, ἔγινε Παλατῖνος».
Οἱ Ρωμαῖοι ἐκαυχῶντο γι’ αὐτό. Στὸν λόφο αὐτὸν ἔκτισαν τὶς βασιλικὲς κατοικίες. Καὶ ὁ αὐτοκράτωρ Ἀντώνιος Πίος ἀνεκήρυξε ἀργότερα τὸ Παλλάντιον τῆς Ἀρκαδίας πόλιν ἐλευθέραν, ἀπαλλάσσοντάς την, ὡς ἱστορικὴ Μητρόπολι τῆς Ρώμης, ἀπὸ τὴν καταβολὴ φόρων, κατὰτὴν ἐποχὴ τῆς Ρωμαιοκρατίας. Καὶ γεννήθηκαν ὅλα τὰ Παλάτια.
Ἄλλο ἕνα σχετικὸ παράδειγμα εἶναι ἡ λέξις «μονέτα», ποὺ καὶ ἐμεῖς τὴν χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ δηλώσουμε τὸ χρῆμα. Ἡ ἱστορία ἔχειὡς ἑξῆς (τὸ γράφουν καὶ ὅλοι οἱ Λατῖνοι στὸ «Thesaurus Linguae Latinae». Δὲν ὑπάρχει Λατῖνος συγγραφεὺς ποὺ νὰ μὴν ἀφηγῆται αὐτὴν τὴν ἱστορία, τὴν ἔχουν πάρει βέβαια ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ Μυθολογία).
Κάποτε ὁ Δίας ἐτιμώρησε τὴν Ἥρα μὲ ἀπομόνωσι. Τὸν κυνηγοῦσε πολὺ (ποῦ θὰ πᾶς ἀπόψε, δὲν μοῦ λὲς ποῦ πᾶς…), τὰ γράφει καὶ ὁὍμηρος αὐτά. Καὶ σὲ κάποια στιγμή (στὴν Ἰλιάδα μέσα), τῆς λέει: «Ἥρα δὲν σοῦ λέω ποῦ πηγαίνω τὰ βράδια, γιατὶ ἂν σοῦ τὸ πῶ θὰστενοχωρηθῆς πολύ». Τὴν ἐτιμώρησε λοιπὸν μὲ ἀπομόνωσι καὶ τὴν ἐκρέμασε μὲ χρυσῆ ἁλυσίδα μεταξὺ οὐρανοῦ καὶ γῆς. Ἡτιμωρημένη Ἥρα, ποὺ ὁ καημένος ὁ Ἡρακλῆς ἐπῆγε καὶ τὴν ξεκρέμασε, τέλος πάντων, ὅση ὥρα ἔμεινε ἐκεῖ μόνη της καὶ πήγαινε καὶἐρχόταν σὰν ἐκκρεμές, ὠνομάσθηκε «Ἥρα Μονία». Λατρεύτηκε καὶ ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους ὡς Ἥρα moneta.
Στὸ προαύλιο τοῦ ἐν Ρώμῃ ναοῦ της εὑρίσκετο τὸ Νομισματοκοπεῖο, ὅπου ἐχαράσσοντο νομίσματα μὲ τὴν εἰκόνα τῆς τιμωρημένηςἭρας Μονίας-Μονέτας. Ἔτσι ἀπέκτησαν οἱ Ἰταλοὶ νόμισμα μονέτα, ὅπως σήμερα ὀνομάζουμε Βικτώριες τὶς χρυσὲς λίρες Ἀγγλίας ποὺἔχουν τὴν εἰκόνα τῆς Βικτωρίας. Οἱ Γάλλοι ἀπέκτησαν monnaie, οἱ Ἱσπανοὶ moneda, οἱ Γερμανοὶ moneten, καὶ οἱ Ἀμερικάνοι τὸ moneyποὺ ἡ προφορά του θυμίζει ἀρκετὰ τὴν ριζικὴ λέξι μονία, μόνη.
Πῶς συντελοῦνται ὅμως αὐτὲς οἱ μεγάλες φθογγολογικὲς μεταβολὲς καὶ φωνητικὲς μεταλλάξεις, ποὺ καθιστοῦν τὶς λέξεις ἀγνώριστες,ὄχι μόνο ἠχητικὰ ἀλλὰ καὶ γραπτά;
Πῶς ὁ Ἕλλην ναύκληρος ταξιδεύει nauclerus καὶ καταλήγει naucher;
Πῶς ὁ βάρβαρος ἔγινε barbarus, barbus, brabus, γιὰ νὰ καταλήξη σὲ μπράβους;
«Καὶ τὴν γλῶσσαν σφόδρα διάφορον κατέστησαν». Πολλοὶ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἔχουν ἀσχοληθῆ μὲ τὸ φαινόμενο.
Ὁ Διογένης Λαέρτιος παρατηρεῖ ὅτι οἱ λέξεις δὲν ἔχουν τὴν ἀρχήν τους σὲ ἀπὸ πρὶν συμφωνία, ἀλλὰ στὸν ἀέρα ποὺ οἱ ἄνθρωποι βγάζουν ἀπὸ τὸ στόμα τους ἀνάλογα μὲ τὴν φύσι τους καὶ τὸν χαρακτῆρα τοῦ κάθε λαοῦ. «Τὸν ἀέρα ἐκπέμπειν στελλόμενον ὑπὸἑκάστου τῶν παθῶν». Ἡ προφορὰ ὁρίζεται καὶ ἀπὸ τοὺς ἰδιαιτέρους ψυχικοὺς ἐρεθισμούς, καὶ ἀπὸ τὶς τοπικὲς διαφορὲς τοῦ κάθε λαοῦ.
Ὁ Πλούταρχος ἀσχολεῖται ἐκτενέστατα μὲ τὸ φαινόμενον, καὶ στὸν «Κρατύλο» τοῦ Πλάτωνος, ποὺ θεωρεῖται ἡ πρώτη ἐτυμολογικὴἐπιστημονικὴ πραγματεία, ὁ Σωκράτης ἐπεξηγεῖ ὅτι «χάριν εὐφωνίας προσθέτουν ἢ ἀφαιροῦν γράμματα, τὰ παραμορφώνουν καὶ γιὰ νὰτὰ ὀμορφύνουν, ἀλλοιώνονται καὶ μόνα τους μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου».
Ὁ Ἀριστοτέλης ἐπιμένει: «Ἀναπνέουμε τὸν ἀέρα τὸν αὐτὸν καὶ τὰς φωνὰς ἐκπέμπουμε διαφορετικά, ἕνεκα τῶν ὑποκειμένων ἀγγείων τῶνἀρτηριῶν καὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ στόματος».
Καὶ ὁ γεωγράφος Στράβων καταγράφει: «Ὑπάρχει πολλὴ μετάπτωσις τοῦ ὀνόματος. Εἰς πάντα τὰ ἔθνη παραγραμματίζουν καὶμεταβάλλουν τὰ ὀνόματα… Ὅσα δὲ ἐνδοξώτατα, τῶν πλείστων ὄντων ἑλληνικῶν».
Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ μᾶς διαφεύγη, ὅτι ἡ ἀρχικὴ παράδοσις τῆς γλώσσας, στὰ πρώιμα στάδια, ἔχει γίνει μὲ τρόπο προφορικό. ΟἱἝλληνες, θαλασσοδίαιτοι καὶ θαλασσοκρατοῦντες, «πολλαχῇ κατὰ θάλασσαν πλανώμενοι, γλῶτταν τὴν ἑλληνικὴν ἐπέβαλον, εὐρύ ποιοῦντες τὸ ἐμπόριον».
Καὶ εἶναι γνωστόν, ὅτι τὰ ἠχητικὰ ἀκούσματα ρέπουν πάντοτε πρὸς τὴν συντόμευσιν καὶ τὴν ἠχηρότητα. «Ἐπειδὴ τὰ ὦτα τυγχάνουσι τοῖς ἀνθρώποις ἀπιστότερα τῶν ὀφθαλμῶν» (Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Περὶ Ρητορικῆς).
Θὰ σᾶς μεταφέρω ἕνα ἀληθινὸ ἀνέκδοτο ἀπὸ τὸ προσχολικὸ τμῆμα τῆς «Ἑλληνικῆς Ἀγωγῆς».
Προσπαθούσαμε νὰ πείσουμε ἕνα νήπιο 2,5 - 3 ἐτῶν, ποὺ ἠρνεῖτο νὰ μιλήση, ἐνῶ μποροῦσε νὰ μιλήση, νὰ προφέρη τὸ ὄνομα «Βασίλης». Καὶ θὰ τοῦ δίναμε ἕνα δῶρο. Αὐτό, γιὰ τὸ δῶρο, προσπάθησε, σφίχτηκε καὶ εἶπε τὴν πρώτη του λέξι: «Μπιλίλης». Καὶ τότε καταλάβαμε πῶς γεννήθηκε ὁ Bill.
Στὴν περίπτωσι ποὺ ἐξετάζουμε, δηλαδὴ τῆς διαμορφώσεως τῶν λατινικῶν γλωσσῶν, ἡ μίμησις ἀκολουθεῖ δύο φάσεις: ἀπὸ τὰἑλληνικὰ στὰ λατινικά, καὶ μετὰ ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὴν ἀντίστοιχη λατινογενῆ γλῶσσα. Ἂν δὲν μεσολαβῆ καὶ τρίτη μεταφορά, ἀπὸ τὴν μία γλῶσσα στὴν ἄλλη, δηλαδὴ ἑλληνικὰ ® λατινικά, λατινικὰ ® γαλλικά, γαλλικὰ ® ἀγγλικά.
Ὁ Μαρσὲλ Προύστ, στὸ πολυδιαβασμένο ἔργο του «Ἀναζητώντας τὸν χαμένο χρόνο», παραδέχεται καὶ γράφει: «Οἱ γαλλικὲς λέξεις ποὺτόσο περηφανευόμαστε ἐμεῖς οἱ Γάλλοι νὰ τὶς προφέρουμε, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ βαρβαρισμοὶ ποὺ ἔγιναν ἀπὸ Γαλάτες ποὺπρόφεραν λάθος τὰ λατινικά».
Κατὰ παρόμοιο τρόπο, μεγάλες ἀλλοιώσεις ἔχουν ὑποστῆ καὶ τὰ κύρια ὀνόματα. Ὁ Στέφανος προφέρεται Etienne γαλλικά· ὁ Διονύσιος,Denis· ὁ Νικόλαος ἔγινε Κλάους καὶ ἀγγλικὰ Νίκ· ὁ Γεώργιος ἰταλικά ἔγινε Τζόρτζιο καὶ Χόρχε ἱσπανικά, Γιούρι ρωσικά. Καὶ ὁ Ἴων τί τράβηξε… Πῆγε στὴν Ρώμη, ἔγινε Ἰάνους, ἔφυγε Ἰανός, Ἰάνης, τὸν κάνανε Ἰωάννη, Τζάνη, Χουάν, Τζὶν καὶ Τζὼν ποὺ θυμίζει πάλι τὸἀρχικὸ «Ἴων». Οἱ Ρῶσοι τὸν εἶπαν Ἰβάν.
Παρόμοιες ἀλλοιώσεις ἔχουν ὑποστῆ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τοπωνύμια, «Ἔνθα ἦσαν ἑλληνίδες πόλεις». Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσι, οἱἀλλαγὲς γίνονται εὐκολώτερα κατανοητὲς καὶ ἀποδεκτές. Ἀδιάψευστοι μάρτυρες, οἱ παληοὶ καὶ οἱ νεώτεροι χάρτες.
Τὸ Μοναστήριον ἔγινε Μοντρέ. Ὁ Αἰγιαλὸς στὸν Εὐξεινο Πόντο, Γιάλτα. Τὸ Ἐμπόριον, Ἀμπούριας. Τὸ Ἀλήτιον, Λέτσε. Καὶ ὁ Ἡρακλῆς ὁΜόνοικος, δηλαδὴ ὁ μόνος στὸν οἶκο του, στὸν βωμό του, χωρὶς ἄλλον θεὸ δίπλα, ἔχει γίνει Μονακό. Ὅσο γιὰ τὴν Νεάπολι, ἔγινε Νάπολι στὴν Ἰταλία, Ναποὺλ στὴν Γαλλία, Ναμπὲλ στὴν Τυνησία καὶ Ναμπλοὺς πιὸ κάτω.
Γι’ αὐτό, οἱ βοηθητικὲς τῆς ἱστορίας ἐπιστῆμες, προσδιορίζουν τοὺς πληθυσμοὺς ποὺ ἔχουν περάσει ἀπὸ τὶς διάφορες περιοχές, μελετώντας γλωσσολογικὰ τὰ τοπωνύμια, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Στράβων ὁ ὁποῖος «ἀπὸ τῆς τῶν ἐθνῶν Κοινότητος» ἐτυμολογεῖ.
Θὰ παραλείψω τὸ Κεφάλαιο τὸ πῶς στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα διασώζονται ἀρχαιότατα προκατακλυσμιαῖα καὶ προϊστορικὰ τοπωνύμια,ὅπως ἡ Μεσόγειος, ἡ Θεσσαλία,ποὺ εἶναι θέσις ἁλός, καὶ ἄλλα παρόμοια…
Ἄλλη φορὰ αὐτά.
Θὰ σᾶς μιλήσω λίγο γιὰ λιμάνια, γιατὶ ἀξίζει. Καὶ ἔρχομαι καὶ ἀπὸ τὸ πρῶτο λιμάνι τῆς χώρας, τὸν Πειραιᾶ.
Τὸ ἀρχαῖο ρῆμα «πείρω» σημαίνει διαπερνῶ θαλάσσιο πόρο, διαπερνῶ θάλασσα, καὶ μεταβαίνω στὸ ἀπέναντι μέρος, ὁπότε εἶμαι καὶἔμπειρος πιά. Αὐτὸ θὰ πεῖ «πείρα» στὰ ἑλληνικά, νὰ ἔχης περάσει θάλασσα.
Πέρατος εἶναι ὁ ἀπέναντι κείμενος, ἐκεῖ ποὺ θέλω νὰ φθάσω (σήμερα λέμε «θὰ πάω στὰ πέρατα τῆς γῆς»). Ἀπὸ τὸ πέρατος οἱ Λατῖνοιἔφτιαξαν τὸ portus, μὲ ἀρχικὴ σημασία πέρασμα, καὶ ἀργότερα λιμάνι. Ἂς μὴν ξεχνᾶμε δὲ ὅτι καὶ ὁ λιμὴν τοῦ Πειραιῶς, τὸν καιρὸἀκόμα ποὺ ἡ παράκτια πεδιάδα ἦταν θάλασσα καὶ ὁ Πειραιεὺς νησί, ἀπὸ κάποιον περαιέα, περαματάρη, ἐπῆρε τὸ ὄνομά του, ἐξ οὗ καὶἡ λαϊκὴ ἐκφορὰ μέχρι σήμερα «Περαίας». Αὐτὸ εἶναι τὸ σωστό. «Ἦν πρότερον ὁ Πειραιεύς νῆσος, ὅθεν καὶ τοὔνομα εἴληφεν ἀπὸ τοῦδιαπερᾶν».
Ὁπότε ὁ Πειραιεὺς εἶναι στὴν οὐσία τὸ ἀρχαῖο λιμάνι Πέρασμα, ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν ἐτυμολογική του ρίζα ἐχάρισε ὄνομα σὲ ὅλα τὰλιμάνια τοῦ κόσμου: port, porto, puerto κ.λπ…
Ἂς σταθοῦμε λίγο στὴν ἔννοια τοῦ περαίνω, πέρας, τελειώνω, φθάνω ἀπέναντι. Ἀντικειμενικὸς σκοπὸς νὰ πάω ἀπέναντι, ἄντα. Ὁ αὐτὸς συνειρμὸς ὑπάρχει στὴν ἀγγλικὴ λέξι end-τέλος καὶ στὴν γερμανικὴ enden-τελειώνω. Ἐκ τοῦ «ἄντην ἔρχεσθαι».
Ἕνας ἀπὸ τοὺς συνήθεις τρόπους παραγωγῆς λεξιλογίου εἶναι ἡ ἀπομόνωσις μιᾶς λέξεως ἀπὸ ἕνα λεκτικὸ σχῆμα καὶ πρόσληψις νέας διαφορετικῆς σημασίας ἀλλὰ συνειρμικῆς πρὸς τὴν ἀρχικὴ σύνθεσι. Ὅπως συνέβη στὴν ἑλληνικὴ μὲ τὸ «νηρὸν ὕδωρ» ποὺ σημαίνειτρεχούμενο νερό. Ἔφυγε τὸ ὕδωρ καὶ ἔμεινε τὸ νηρό, νερό, νὰ σημαίνη τὸ ὕδωρ.
Ἔτσι κατὰ ἀνάλογον τρόπο μὲ τὴν συνεκδοχὴ συνεκφορὰ «φίλιος υἱός», οἱ Λατῖνοι ἐκράτησαν τὸ filius ὡς υἱός.
Ἀπὸ τὸ «ὦ Ἰσμήνης κάρα», «ὦ, Οἰδίπου κάρα», ἐξέλαβαν τὸ «κάρα» ὡς ἀγαπητὴ καὶ ἔγινε τὸ mio cara.
Τὸ ἔγκριτο Ἐτυμολογικὸ Λεξικὸ τῆς Λατινικῆς, τὸ Ernout-Meillet, ἐπισημαίνει κατηγορηματικὰ στὴν Εἰσαγωγή του: «Τὸ λατινικὸλεξιλόγιο εἶναι μετάφρασις τοῦ ἀντιστοίχου ἑλληνικοῦ. Σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας διακρίνονται στὴν Λατινικὴ νέες εἰσροές προερχόμενες ἀπὸ τὴν Ἑλληνική». Οἱ Λατῖνοι σαφῶς τὸ ἐγνώριζαν. Τὸ παραδέχονται ὅλοι. Καὶ οἱ Ἕλληνες βεβαίως τὸ ἐγνώριζαν. Ἴσωςἕνα δὲν γνωρίζουμε σήμερα, ὅτι ἡ λατινικὴ εἶναι κυρίως ἡ αἰολικὴ διάλεκτος (αἰολοδωρικὴ) τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης.
Ὁ Τυραννίων ἔχει συγγράψει ἔργο ἐπιγραφόμενο «Περὶ τῆς ρωμαϊκῆς διαλέκτου ὅτι ἐστὶν ἐκ τῆς ἑλληνικῆς».
Ὁ Διονύσιος Ἁλικαρνασεὺς ὁμιλεῖ διὰ τὴν «αἰολίζουσαν λατινικήν».
Ὑπάρχουν πάρα πολλὲς μαρτυρίες….100, 200, 300…
Θέλω νὰ σταθῶ λίγο στὸν ἱστορικὸ τὸν Τάκιτο (ἔγκριτος ἱστορικὸς) ὁ ὁποῖος προχωρεῖ περισσότερο γράφοντας: «Ὅταν ἦλθε ὁ Ἀρκὰς ὁΕὔανδρος δὲν μᾶς ἔφερε μόνον γλῶσσα, μᾶς ἔφερε καὶ τὰ πρωτοελληνικὰ στοιχεῖα γραφῆς» [Arcade ab Evandro… littera in Italiam]… Καὶἀπὸ τὴν μητέρα του, ἡ ὁποία ὠνομάζετο Καρμέντις καὶ τῆς ἄρεσε νὰ ἐκφράζεται ποιητικά, ὠνομάσθηκαν τὰ ποιήματα carmina.
Καὶ μόνον ἀπὸ αὐτὸ τὸ χωρίον συνάγεται ὅτι τὰ πρῶτα-πρῶτα μαθήματα γραφῆς (δὲν ξέρουμε ἂν εἶναι γραμμικὲς γραφὲς, ἂν ἦταν πρωτοπελασγικά), τὰ εἴχανε πάρει οἱ Λατῖνοι ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν μεταφορὰ τοῦ Χαλκιδικοῦ-Κυμαϊκοῦ ἀλφαβήτου στὴν Δύσι, τοῦ γνωστοῦ σήμερα ὡς «λατινικοῦ».
Νὰ πᾶμε καὶ λίγο στὸ ἀλφάβητο. Ἀφήνω τὸ Κεφάλαιο Καταλήξεις, ἀφήνω σύγχρονες ρήσεις καὶ σύγχρονα βιβλία, ὅπως λόγου χάριν τὸβιβλίο Ἐκδόσεων Πανεπιστημίου τῆς Χαϊδελμβέργης «Ἕλληνικὰ στοιχεῖα στὶς διαλέκτους τῆς Πολυνησίας», ἢ «Τὰ τουρκικὰ εἶναιἑλληνικά»… (κακοποιημένα ἑλληνικά) τέλος πάντων. Ὅλα αὐτὰ περιλαμβάνονται στὸ Βιβλίο «Πῶς ἡ ἑλληνικὴ γονιμοποιήσε τὸν παγκόσμιο λόγο».
Νὰ πᾶμε λίγο στὸ ἀλφάβητο ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει.
Συμπερασματικὰ θὰ μπρούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ (ἔξω, στὸ ἐξωτερικό), ὅπως ἐξ ὅλων τῶν διαλέκτων ἐδῶ ἐπεκράτησε ἡἸωνικὴ κοινή, στὴν Δύσι ἐπεκράτησε ἡ αἰολοδωρική. Ἐκ δὲ τῶν ἀλφαβήτων, τῶν διαφόρων ἀλφαβήτων, ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα ἐπεκράτησε τὸ Ἰωνικὸ Ἀττικό, ἔξω δὲ τὸ Χαλκιδικὸ-Κυμαϊκό. Μὴ νομίζουμε ὅμως ὅτι εἶναι κάτι διαφορετικό, ὅταν λέμε Εὐβοϊκὸ ἀλφάβητο, ὅταν λέμε Δωρικό, ἢ Ἰωνικό, ἢ Χαλκιδικό. Σήμερα θὰ μπορούσαμε νὰ τὸ χαρακτηρίσουμε αὐτὸ σὰν «διάφορες γραμματοσειρές». Ὅπως προκειμένου νὰ ἐκτυπώσης ἕνα βιβλίο σοῦ δείχνει ὁ χειριστὴς τοῦ Η/Υ ποιά γραμματοσειρὰ σοῦ ἀρέσει γιὰ νὰ τὸ πληκτρολογήση. Θὰμπορούσαμε νὰ παρομοιώσουμε τὶς «διαφορὲς» τῶν ἀλφαβήτων μας καὶ μέ τὶς διαφορὲς ποὺ ὑπάρχουν στὸν γραφικὸ χαρακτῆρα τοῦκαθενός. Κάποιος μπορεῖ νὰ κάνη τὸ «τ» μικρό, ἄλλος μεγάλο, ἄλλος καλλιγραφικό. Αὐτὲς ἦταν οἱ διαφορές. Τὸ ἀλφάβητο ἦταν συγκεκριμένο καὶ ἕνα: τὸ Ἑλληνικό.
Οἱ Ἀρκάδες πρωτοπελασγοί, ὅπως εἴδαμε, οἱ ὁποῖοι «…κατὰ θάλατταν πλανώμενοι τὴν γλῶσσαν τὴν ἑλληνικὴν τὴν ἐπέβαλον ἐμπόριον ποιοῦντες…». Ἀπὸ τὸ ἐμπόριον… ἔτσι καὶ οἱ ναυτικοὶ τῆς Εὐβοίας, ἐπέβαλαν τὸ ἀλφάβητό τους. Ἐνδεικτικὰ εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν πόλεων τῆς Εὐβοίας: Κύμη, Κύμα δωρικά, κούμα λατιν., τὸ κῦμα. Χαλκὶς (τὸ ἃλ τὴς ἁλός, τὸ «Χ» τῆς δασείας), ἦταν θυγάτηρ τοῦποταμοῦ Ἀσωποῦ καὶ ἄλλων ποταμῶν… Δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ ἀναλύσουμε τὴν κατάληξι -ις. Ἄλλη φορά…
Ἡ Ἐρέτρεια, ὅλο κωπηλάτες. «ἐρέττω=κωπηλατῶ. Ὅταν ἔπεσε ἡ Ἐρέτρεια πρὶν ἀπὸ τὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνος καὶ πῆραν οἱ Πέρσαι πολλοὺς αἰχμαλώτους, καὶ μετὰ ἡττημένοι στὸν Μαραθῶνα μπῆκαν στὰ πλοῖα τρέχοντας καὶ φύγανε, δὲν ἐξέχασαν νὰ πάρουν τοὺς αἰχμαλώτους. Τοὺς τραβολογοῦσαν στὰ βάθη τῆς Ἀσίας. Περάσανε 150 χρόνια περίπου καὶ ὁ Ἀλέξανδρος εἶδε τοὺς τάφους ἐκεῖ, στὴνἈσία,. Ὑπάρχει ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐπιγραφὴ ἀπὸ τὸν τάφο αὐτὸν τῶν Εὐβοέων: «Χαῖρε φιλτάτη πατρίς, χαῖρε θάλασσα φίλη». Δὲν ξαναεῖδαν τὴν θάλασσα, καὶ ἀπὸ τὸν τάφο τους χαιρετοῦν τὴν θάλασσα.
Ἡ δὲ Ἱστιαία, διαιωνίζει τοὺς ἱστοὺς καὶ τὰ ἱστία τῶν πλοίων.
Ἐδώρισαν λοιπόν τὸ Χαλκιδικὸ ἀλφάβητο στὴν Δύσι καὶ σὲ ὅλον τὸν πολιτισμένο κόσμο.
Ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντας ἀνεφέρθη ἤδη τὸ γνωστὸ χωρίον τοῦ Στράβωνος: «Κύμη, Χαλκιδέων καὶ Κυμαίων παλαιότατον κτίσμα…».
Ὁ Ἱπποκλῆς ὁ Κυμαῖος καὶ ὁ Μεγασθένης ὁ Χαλκιδαῖος, «διομολογήσαντες…» (εἴδατε τί γίνεται ὅταν διομολογοῦν οἱ Ἕλληνες, ὅταν συμφωνοῦν, τί καλὰ ἀποτελέσματα φέρουν) «…διομολογήσαντες…» λοιπόν… Νὰ μὴν τὰ ἐπαναλαμβάνουμε, εἶχα ἑτοιμάσει νὰ σᾶς τὰπῶ, ἀλλὰ μὲ πρόλαβαν οἱ προλαλήσαντες.
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς διαβάσω ἔνα πολὺ μικρὸ ἀπόσπασμα, ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀρχαιολόγου Ἀνδρέα Παπαγιαννοπούλου: «Στὴν προνομιοῦχο χορεία τῶν ἑλληνικῶν πόλεων αἵτινες συνέβαλον μεγάλως στὴν ἡμέρωσιν τοῦ ἀνθρώπου, συγκαταλέγεται καὶ ἡ Χαλκὶς καὶ ἡΚύμη, ἐφ’ ὅσον τὸ τοπικὸν ἀλφάβητον παραλαβόντα τὰ ἰταλικὰ φῦλα ἐκ τῶν Χαλιδέων ἀποίκων τῆς Νοτίου Ἰταλίας Κύμης, διέδωσαν εἰςὁλόκληρον τὴν Δύσιν καὶ εἰς πάντας σχεδὸν τοὺς πεπολιτισμένους λαοὺς οἵτινες χρησιμοποιοῦσιν αὐτὸ μέχρι σήμερον. Ἡ δὲ διάδοσις τοῦἀλφαβήτου τούτου συνεχιζομένη καὶ εἰς τοὺς καθ’ ἡμᾶς χρόνους (παράδειγμα ἔστω ἡ Τουρκία) τείνει διὰ τῆς ἐξαπλώσεως τοῦΕὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, νὰ ἐπικρατήση καὶ νὰ καταστήση τοῦτο παγκόσμιον».
Τὸ ἔγκριτο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀναφέρει σχεδὸν τὰ ἴδια γιὰ τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, τὸ ἑλληνικὸἀλφάβητο ποὺ χρησιμοποίησαν στὴν Στερεὰ Ἑλλάδα καὶ στὴν Εὔβοια. Εἶναι αὐτὴ ἡ «γραμματοσειρὰ» ποὺ ταξίδεψε στὴν Δύσι. Μᾶςἐξηγεῖ γιατί στὴν ἀρχὴ ἀφήρεσαν τὰ «φ, χ, θ». Δὲν τὰ πρόφεραν οἱ Λατῖνοι αὐτά. Καὶ μετὰ ὅταν τοὺς χρειαζόταν νὰ τὰ γράψουν,ἐσημείωναν: «χειλικὸ μὲ δασεῖα» ἢ «ὀδοντικὸ μὲ δασεῖα»… φ®ph, θ®th.
Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ξέρουμε κι αὐτό, ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἔχει εἰπωθῆ: «Τί πειράζει νὰ υἱοθετήσουμε τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο ἀφοῦ εἶναιἑλληνικό;». Ὄχι, πειράζει! Ἐπειδὴ αὐτὸ προσαρμόσθηκε πιὰ στοὺς ἤχους τῶν λαῶν τῆς Δύσεως καὶ ἀδυνατεῖ πλέον νὰ ἐκφράση τοὺς γλυκυτάτους λεπτοὺς ἤχους τῆς ἑλληνικῆς φωνῆς. Δὲν μπορεῖς νὰ γράψης γάλα, θὰ τὸ πῆς «γκάλα», μπορεῖ νὰ τὸ προφέρης καὶ«γκαλά»… Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ «Μέγα» λέγεται «Mega». Ὄχι, δὲν θέλω «γκάλα». Θέλω γάλα.
Θὰ ἤθελα νὰ σᾶς μεταφέρω καὶ μία ρῆσι τοῦ Κικέρωνος (ὁ ὁποῖος δὲν φημίζεται γιὰ τὸν φιλελληνισμό του, μᾶλλον μισέλλην εἶναι). ὉΚικέρων, λοιπόν, ἔχει δηλώσει: Δὲν ὑποφέρω αὐτὴν τὴν πόλι, τὴν Ρώμη, ποὺ μιλάει ἑλληνικά, τὰ πάντα εἶναι τῶν Ἑλλήνων· «totum Graecorum est».
Καμαριώτης: Εὐχαριστοῦμε τὴν κυρία Τζιροπούλου-Εὐσταθίου. Νὰ καλωσορίσουμε καὶ τὸν πρώην δήμαρχο Χαλκίδας κύριοἈναγνωστάκη ποὺ εἶχε ἀνειλημμένη ὑποχρέωσι καὶ μᾶς ἦρθε λίγο ἀργότερα. Καλῶς ἤλθατε κύριε δήμαρχε.
Στὴν συνέχεια ἔχουμε συζήτησι σὲ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἀκούστηκαν, ἂν θὰ ἤθελαν κάποιοι νὰ πάρουν τὸ λόγο, γιὰ μία ὀλιγόλεπτη τοποθέτησι. Ἐρωτήσεις, μᾶλλον, σὲ αὐτὰ ποὺ ἀκούστηκαν.
κα Αλεξάνδρα Σαραντίδου: Ἡ κυρία Τζιροπούλου μᾶς μίλησε γιὰ πρωτοπελασγικὰ φῦλα στὴν ὁμιλία της. Ἡ κυρία Καραπασχαλίδου μᾶς μίλησε γιὰ τὴν προ-ἑλληνικὴ προέλευσι τῆς λέξης Κύμη. Θὰ ἤθελα νὰ ρωτήσω, τί ἱστορικὰ στοιχεῖα ἔχουμε, ὥστε νὰκαταμαρτυροῦν αὐτὰ τὰ προελληνικὰ φῦλα ποὺ μᾶς δημιουργοῦν μία γλῶσσα, ἡ ὁποία κάθε ἄλλο παρὰ ἑλληνικὴ εἶναι. Αὐτό, εὐχαριστῶ.
Τζιροπούλου: …κατάλαβα πῶς τὸ ἐκφράσατε. Ὅπως τὸ λένε. Μᾶς ἔχουν πεῖ γιὰ πολλὰ προελληνικά. Κατὰ τὴν γνώμη μου τώρα, ποὺ τὸψάχνω μία ὁλόκληρη ζωή, κι ἔχω γράψει 20 βιβλία, δὲν ὑπάρχουν προ-Ἕλληνες. «Αὐτόχθονες ἐσμέν…». Ἔχω γράψει ἕνα πολύ μεγάλο Κεφάλαιο γι’ αὐτὸ τὸ θέμα. Δὲν ὑπάρχουν προ-Ἕλληνες, ὑπάρχουν μόνον Ἕλληνες. Καὶ τὰ τρία ἐθνικά μας ὀνόματα (κατὰ φῦλα ἔχουμεὀνόματα, Δωριεῖς, Αἰολεῖς, Ἴωνες… καὶ πάντα μᾶς ἀρέσει, ὄχι ἐσύ, ἐγώ, αὐτὸ μᾶς ἔφαγε, Ὀλυμπιακὸς-Παναθηναϊκὸς τὸ παίζουμε πάντα), ὅμως τρία ἔχουν ὑπάρξει τὰ ἐθνικά μας ὀνόματα:
1) Πελασγοί: (στοὺς πέλας = πλησίον ἄγομεν, ὅλο «πλούτς πλούτς» μὲ τὰ πλοῖα μας περνᾶμε τὰ πελάγη). Γιὰ νὰ πλησιάσουμε τοὺς πρὸς ἀνατολὰς πέλας περνᾶμε τὸ Αἰγαῖο πέλαγος, γιὰ νὰ πᾶμε πρὸς τοὺς δυτικοὺς περνᾶμε τὸ Τυρρηνικὸ πέλαγος. Πελασγοὶ λοιπόν.
2) Γραικοί: «Γαϊκοὶ» ὅπως λέει καὶ ὁ Στράβων καὶ ὁ Ἀριστοτέλης (τῇ παρεμβολῇ τοῦ «ρο» χάριν εὐφωνίας) ἐκ τῆς γῆς ρεύσαντες.
3) Καὶ μετὰ τὸν τρίτο κατακλυσμό (τοῦ Δευκαλίωνος) Ἕλληνες.
Καὶ τονίζει ὁ Ἀριστοτέλης, στὰ Μετεωρολογικὰ νομίζω: «Ὠνομάζοντο τότε μὲν Γραικοί, νῦν δὲ (μετὰ τὸν τρίτο κατακλυσμὸ) Ἕλληνες».
Εἴμαστε Πελασγικά, πρωτοπελασγικά ἑλληνικὰ φῦλα.
Πρόεδρος: Ἑπόμενη ἐρώτηση.
Ἀκροατής-καθηγητής Μαθημ.: Ἡ ἐρώτηση εἶναι πάλι στὴν ἀξιολάτρευτη καθηγήτρια. Θέλω νὰ σᾶς πῶ τὸ ἑξῆς: 1) Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴγλῶσσα πιστεύετε ὅτι ἔχει μαθηματικὴ δομή; 2) Ἡ ἀρχαία πάλι ἑλληνικὴ γλῶσσα εἶναι ἡ μοναδικὴ γλῶσσα ἐξ ὅλων τῶν γλωσσῶν ποὺεἶναι συμβατή, ὥστε νὰ μᾶς ὁδηγήση στὴν τεχνητὴ νοημοσύνη μέσῳ τῶν ὑπολογιστῶν τῆς 6ης γενιᾶς; Καὶ τὸ τελευταῖο ἐρώτημα εἶναι λίγο ριψοκίνδυνο. Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἀξιολάτρευτη κυρία καθηγήτρια, μήπως εἶναι ἡ γλῶσσα τῶν γλωσσῶν ὅλων τῶν γλωσσῶν;
Τζιροπούλου: Μὲ ρωτήσατε ἂν ἔχει μαθηματικὴ δομή. Ἔχει μαθηματικὴ δομή, τὸ συζητῶ αὐτὸ καὶ μὲ πολὺ μεγάλους μουσουργούς,ὅπως μαθηματικὴ δομὴ ἔχει ἡ μουσική. Καὶ ἀκούσατε προηγουμένως τί σᾶς ἐδιάβασα ἀπὸ τὸν Γαληνό: «εἴδη μαθηματικοῦ τέσσαρα: γεωμετρία, ἀριθμητική, ἀστρονομία, μουσική». Μουσική, γιατὶ ἡ μουσική, τί εἶναι; Εἶναι διαφορετικὰ μήκη χορδῶν· ἔτσι συντίθεται ἡμουσική. Μὲ αὐτὴν τὴν ἄποψι ναί, εἶναι μαθηματικὴ γλῶσσα.
Ὅμως διαφωνῶ πάρα πολὺ (καὶ θὰ σᾶς ὑποβάλω καὶ ἐγὼ τὴν ἀπορία μου, νὰ δεῖτε ὅτι θὰ σᾶς προβληματίσω) μὲ αὐτοὺς ποὺ βάζουν κάτω μία λέξι καὶ λένε τόσα γράμματα, τὰ προσθέτουν μέχρι μονοψηφίου καὶ καταλήγουν σὲ κάποιον ἀριθμητικὸ «βυθό». Ὅμως ἐγὼθὰ θέσω μία ἐρώτησι ἐπειδὴ δὲν ἔχω πεισθῆ γιὰ αὐτό. Λόγου χάριν, γιὰ τὸν «βυθὸ» τῆς λέξεως «Μοῦσα», τὸν μαθηματικὸ βυθό, θὰπάρουμε τὸ «Μ» εἶναι π.χ. 40 κ.ο.κ. Στὴν ἐπικρατήσασα Ἰωνικὴ διάλεκτο «Μοῦσα» τί ἀριθμὸ μᾶς δίνει; Ἢ θὰ λογιαριάσουμε στὴνἀρχαιότερη Δωρικὴ ποὺ εἶναι «Μῶσα», ἢ στὴν Βοιωτικὴ διάλεκτο ποὺ εἶναι «Μοῖσα»; Γι’ αὐτὸ δὲν νομίζω ὅτι παίζανε ἔτσι μὲ τὶς λέξεις. Εἶναι μαθηματικὴ ἡ δομή της, ἐπειδὴ εἶναι μουσικὴ ἡ γλῶσσα, γι’ αὐτὸ ἐνέχει τὴν μαθηματικὴ δομὴ τῶν μαθηματικῶν, δηλαδὴ τῆς Μουσικῆς.
Τώρα, ἂν θὰ ὑπάρξη τεχνητὴ νοημοσύνη, ἔχω διαβάσει καὶ ἐγώ, μοῦ στέλνουν ἄλλωστε πληροφορίες ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο τῆς Καλλιφορνίας, ὅτι μελλοντικῶς οἱ ἡλεκτρονικοὶ ὑπολογισταὶ ποὺ θὰ παίρνουν ἐντολὴ διὰ ζώσης, διὰ τῆς φωνῆς καὶ ὄχι μὲ διάφορα κουμπιὰ (ἔχω διαβάσει πολλὰ τέτοια βιβλία ἀπὸ σοβαροὺς ἐπιστήμονες, ὅτι ναὶ θὰ γίνη αὐτὸ) θὰ ἀπαιτοῦν τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσαἐπειδὴ ἔχει τέλεια λογικὴ δομή, τὸσο τὸ Συντακτικό της, ὅσο καὶ ἡ ἀκρίβεια λόγῳ τῆς ἐτυμολογικῆς της σοφίας.
Καὶ τὸ τρίτο, ἂν εἶναι ἡ μητέρα τῶν γλωσσῶν. Νομίζω ὅτι εἶναι μία ἀπὸ τὶς πρωτογλῶσσες. Δὲν ξέρω κινεζικὰ καὶ δὲν θὰ μπορέσω νὰτὴν ἀνακηρύξω ἂς ποῦμε «Μὶς ὑφήλιο» ἢ «Μὶς κόσμο», ξέρω ὅμως ὅτι ἔχει γεννήσει τὸ δυτικὸ εὐρωπαϊκὸ λεξιλόγιο καὶ πολὺ ἀπὸ τὸἀνατολικό. Αὐτὸ τὸ Κεφάλαιο (Ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα πρὸς Ἀνατολὰς) ὑπάρχει στὸ βιβλίο μου «Πῶς ἡ Ἑλληνικὴ γονιμοποίησε τὸν Παγκόσμιο λόγο».
Ἀκροατής-καθηγήτρια: Ἤθελα νὰ μᾶς πεῖτε τὴν γνώμη σας, καὶ τὶς γνώσεις σας φυσικά, πάνω στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο. Εἶναι φοινικικὸἢ ἑλληνικό. Αὐτό δὲν μᾶς τὸ εἴπατε. Καὶ θέλω νὰ τὸ ἀκούσω. Καὶ στὰ σχολεῖα τὰ δημοτικὰ ἀκόμα….
Τζιροπούλου: Κατάλαβα. Λοιπόν: Ἐγώ, ποτὲ δὲν τὸ διδάχθηκα αὐτὸ στὸ Πανεπιστήμιο ἀπὸ τοὺς καθηγητάς μου. Εἶχα ἕναν Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλο καθηγητή, εἶχα ἕναν Γεώργιο Ζώρα, εἶχα ἕναν Νικόλαο Τωμαδάκη, οἱ ὁποῖοι δὲν μὲ ἐδίδαξαν ὅτι εἶναι «φοινικικό». Ἀλλὰ ὅταν ἄκουσα μετά, τὰ παιδιά μου καὶ τὰ ἐγγόνια μου νὰ τὸ διδάσκωνται, ἔψαξα. Καὶ ἂς εἶναι καλά (δὲν ξέρω ἂν τὸ γνωρίζετε), τὸΠανεπιστήμιο τῆς Καλλιφορνίας μέσῳ τῆς ἑλληνίστριας καθηγήτριας τῆς Μαριάννας Μακ Ντόναλτ ἔχει ἐκπονήσει τὸ «Thesaurus Linguae Graecae» ποὺ περιέχει ὅλην τὴν διασωθεῖσα ἀνὰ τὸν κόσμο ἑλληνικὴ γραμματεία, ἀπὸ τὴν ὁποία διεσώθη, σύμφωνα μὲ στατιστικὲς τῆς Ὀξφόρδης, τὸ 1 ἢ 2%. Δηλαδὴ στὰ κάθε 100 μας βιβλία ἔχουν σωθῆ τὰ 2, μετὰ τὶς ἀλλεπάλληλες 6 πυρκαγιὲς στὴν Βιβλιοθήκη τῆςἈλεξανδρείας, πάει καὶ ἡ Ἔφεσος ὁμοίως, πάει ἡ Πέργαμος, ἡ βιβλιοθήκη Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἰδιωτικὴ βιβλιοθήκη Ἀριστοτέλους, κ.λπ. Παρ’ ὅλα αὐτά, σώζονται πάρα πολλὰ βιβλία ποὺ δὲν ἔχουμε ἐμεῖς. Ἂς εἶναι καλὰ ἡ γυναῖκα αὐτὴ ποὺ ἐξεπόνησε τὸ T.L.G. Καί, μὴξαναδιαβάζοντας ὅσα μία ζωὴ εἶχα διαβάσει, μοῦ πῆρε νὰ τὸ μελετήσω –ἢ μᾶλλον νὰ τὸ διαβάσω, τώρα θέλω νὰ τὸ μελετήσω– 5 χρόνια, μὲ 5 ὧρες τὴν ἡμέρα διαβάζοντας τὰ ἄγνωστα ἑλληνικὰ κείμενα. Ἔ, λοιπόν, ὅλοι γνωρίζουν ὅτι οἱ Φοίνικες παρέλαβαν τὸἀλφάβητο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες. Ἔτσι, ἔγραψα ἕνα τεῦχος «Ἀλφάβητον Ἑλλήνων ἐξεύρημα» καὶ ἔχω ὅλες τὶς ἀποδείξεις μέσα. Βέβαια,ἀπὸ πέρυσι, ἤδη κάθε σελίδα ἐμπλουτίζεται μὲ ἐπὶ πλέον πληροφορίες ποὺ ἀνακαλύπτω κάθε ἡμέρα. Τὸ ἀλφάβητον εἶναι ἑλληνικό.Ὄχι ἐπειδὴ τὸ θέλω ἐγώ, ἀλλὰ ἐπειδὴ στὸ συμπέρασμα αὐτὸ φθάνει ὁ κάθε ἐπίμονος ἐρευνητής.
Ἀκροατής-καθηγήτρια: Διερωτῶμαι ὅμως, γιατὶ δὲν κάνετε κάποια ἐνέργεια νὰ σταματήση αὐτό;
Τζιροπούλου: Δὲν εἶμαι νομικός, δὲν ξέρω πῶς ἐνεργοῦν. Ἐγὼ ξέρω μόνο νὰ γράφω. Νὰ ψάχνω ἐπιστημονικά, καὶ νὰ γράφω βιβλία. Καὶ σᾶς δίνω τὰ βιβλία. Ἂς τὰ πάρη ἕνας νομικὸς νὰ κάνη ὅ,τι πρέπει.
Ἀκροατής-ἐκπαιδευτικός: Λέγομαι Σοϊλεμέζης καὶ εἶμαι ἐκπαιδευτικὸς καὶ λόγῳ τῆς ἰδιότητός μου θὰ ἤθελα νὰ μεταφέρω τὸν καημὸποὺ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἐκπαιδευτικοί, γενικὰ γιὰ τὸ γλωσσικὸ ζήτημα συνολικὰ ἀπὸ τὴν κατασκευὴ τῆς ἀλφαβήτου μέχρι σήμερα στὰ ἐπὶμέρους στοιχεῖα διδασκαλίας του, σὲ ὅλες τὶς φάσεις τῆς ἐκπαιδευτικῆς διαδικασίας.
Θὰ ἤθελα πρῶτα ἀπὸ ὅλα νὰ συγχαρῶ καὶ τοὺς 3 ὁμιλητὲς καὶ νὰ ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνη τοῦ κοινοῦ τοῦ Χαλκιδικοῦ γιὰ τὴν παρουσία τους ἐδῶ καὶ τὴν συμβολή τους στὴν δικιά μας ἀντίληψη καὶ βελτίωση, τέλος πάντων, τῆς ἄποψης ποὺ ἔχουμε γιὰ τὸἀλφάβητο.
Θὰ ἤθελα νά καταθέσω κάτι. Θέλω πρῶτα ἀπ’ ὅλα νὰ ρωτήσω τοὺς ὁμιλητὲς ἐάν πιστεύουν ὅτι ἡ πληροφόρηση σχετικὰ μὲ τὴν προέλευση τοῦ λατινικοῦ ἀλφαβήτου ἀπ’ εὐθείας ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα, μέσῳ τοῦ Χαλκιδικοῦ-Εὐβοϊκοῦ δικοῦ μας ἀλφαβήτου,ἐάν αὐτὴ ἡ πληροφόρηση ἔχει ἱκανὰ διαδοθῆ στὴν ἑλληνικὴ ἐκπαίδευση;
Καὶ ἂν θὰ ἄξιζε τὸν κόπο αὐτὴ ἡ προβολὴ τῆς πληροφόρησης εὑρύτερα, ἀκόμα καὶ μὲ τὴν δημιουργία ἑνὸς Μουσείου, οὕτως ὥστε νὰμαρτυρηθῆ μὲ ἱκανότερο τρόπο καὶ νὰ πιστοποιηθῆ ἡ προσφορὰ αὐτὴ τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου στὸν παγκόσμιο πολιτισμό. Εὐχαριστῶ πολύ.
Πρόεδρος: Εὐχαριστοῦμε πολύ.
Νὰ ἀναφέρουμε λίγο ἔτσι συμπερασματικά, ἀπὸ τοὺς 3 ὁμιλητές, ὅτι ἀπὸ τὴν κυρία Καραπασχαλίδου, ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῶν μέχρι τώρα ἀνασκαφῶν στὴν περιοχὴ τῆς Κύμης, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἦρθε στὸ φῶς ἡ Εὐβοϊκὴ Κύμη τῶν ἀποικισμῶν ποὺ ἵδρυσε τὴν Κύμη στὴν Ἰταλία καὶ στὰ Μικρασιατικὰ παράλια.
Ἀπὸ τὴν κυρία Τζιροπούλου-Εὐσταθίου, ποὺ μᾶς ἔμαθε ὅτι ἡ γλῶσσα διδάσκει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια, μᾶς ταξίδεψε στὴν 2η χιλιετία πρὸΧριστοῦ καὶ μέσα ἀπὸ τὶς ἀλλοιώσεις τῶν ἑλληνικῶν λέξεων διαπιστώσαμε ὅτι πράγματι ἡ ἑλληνικὴ γλῶσσα γονιμοποίησε ὅλες τὶς εὐρωπαϊκές, καὶ ὄχι μόνον, γλῶσσες.
Ἀπὸ τὸν καθηγητή μας, τὸν κύριο Τάσιο. Ὁ Μηχανικὸς Τάσιος μελετώντας τὰ τεχνικὰ ἔργα τῆς ἀρχαίας Κύμης καὶ Νεάπολης, μᾶς φώτισε τοὺς δρόμους τοῦ ἐμπορίου, τῆς τεχνολογίας, τοῦ πολιτισμοῦ ποὺ ἀκολούθησαν οἱ Εὐβοεῖς ἀποικίζοντας τὴν Ἰταλία.
Καὶ νοιώσαμε περήφανοι καὶ αἰσιόδοξοι ὅτι ἡ ἀρχαιολογικὴ σκαπάνη θὰ φωτίση περισσότερο αὐτοὺς τοὺς σκοτεινοὺς χώρους.
Σήμερα ἀγαπητοὶ ὁμιλητές, μᾶς μεταφέρατε στὸ παρελθὸν καὶ μᾶς κάνατε νὰ νοιώσουμε περήφανοι γιὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀρχαίους καί γι’ αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἔκαναν Χαλκιδεῖς, Εὐβοεῖς καὶ Κυμαῖοι. Ἂς προσπαθήσουμε καὶ ὅλοι μας, ἕνας-ἕνας καὶ ὅλοι μαζί, νὰ κάνουμε καὶἐμεῖς τὶς ἑπόμενες γενιές νὰ μιλοῦν μὲ ὑπερηφάνεια γιὰ μᾶς.
Οἱ Χαλκιδεῖς καὶ οἱ Κυμαῖοι προσέφεραν ὄντως μέγιστα, ὅπως ἀναφέρουν ὅλοι οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς. Οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες καὶ κύριοιἔτσι ἀπὸ τὰ κεντρικά, θὰ πρέπει νὰ δείξουν τὸ ἴδιο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Εὔβοια, νὰ μπορέσουν νὰ μᾶς βγάλουν καὶ ἐμᾶς ἀπὸ τὸ τέλμα μέσα στὸ ὁποῖο μᾶς ἔχουν βάλει σὰν Νομό.
Τζιροπούλου: Ἐξοχώτατοι, κυρίες καὶ κύριοι, κι ἐγὼ μὲ τὴν σειρά μου τώρα θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν γλῶσσα. Θὰ σᾶς μιλήσω γιὰ τὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα.Θὰ σᾶς μιλήσω κάπως ἐκτενέστερα γιὰ τὸ κεφάλαιο «Πῶς ἡ ἑλληνικὴ γονιμοποίησε τὸν εὐρωπαϊκὸ λόγο, προφορικὸ καὶ γραπτό», χωρὶς ὅμως νὰ πλατειάσω καὶ νὰ ὑπεισέλθω σὲ λεπτομέρειες.
Τὸ θέμα εἶναι ἐκτενέστατο, ὁ χρόνος εἶναι περιορισμένος. Ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Ἱπποκράτης «Ἡ μὲν τέχνη μακρά, ὁ δὲ βίος –ὁ χρόνος– βραχύς».
Ἔχει εἰπωθῆ ὅτι ἡ γλῶσσα εἶναι ἡ γενεαλογία τῶν λαῶν.