Αποδείξεις της Ελληνικότητας του Βυζαντίου

Για το ένδοξο, χιλιόχρονο βυζάντιο, η, άλλως όπως αποκαλείται το ελληνικό μεσαιωνικό κράτος έχω να πω τα εξής: Ονομάστηκε Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος. Η ονομασία ήταν καθαρά για διοικητικούς και για λόγους κατοχύρωσης της αυτοκρατορίας, ένα είδος πνευματικών δικαιωμάτων δηλαδή. Ήταν πράγματι πολυεθνικό, πατούσε, όμως, σε περιοχές, οι οποίες ανήκαν παλαιότερα στα Ελληνιστικά κράτη του Βασιλείου των Σελευκιδών, του Βασιλείου των Πτολεμαίων, αλλά και στην κυρίως Ελλάδα και στην Βαλκανική εν γένει.








Στις περιοχές αυτές, εκτός των Ελλήνων, η συντριπτική πλειοψηφία των άλλων λαών είχαν ως γλώσσα συνεννόησης την Ελληνιστική Κοινή, η οποία τότε ήταν παγκόσμια γλώσσα. Για να μην αναφερθούμε και σε πληθυσμούς, οι οποίοι αν και μη Ελληνικής καταγωγής ήταν Ελληνόφωνοι.

Οι Έλληνες, λοιπόν, ως βασικό συστατικό στοιχείο της αυτοκρατορίας, ευνόητο ήταν να αναλάβουν τον κυρίαρχο ρόλο στην διοίκηση του κράτους, ως οι πλέον κατάλληλοι. Παρέλαβαν επομένως την Ρωμαϊκή Δομή του κράτους, χρησιμοποίησαν τον Χριστιανισμό ως συνεκτικό ιστό και την Ελληνική παιδεία και δημιούργησαν το μοναδικό στην Ιστορία, για την μακρόχρονη διάρκειά του, φαινόμενο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Αυτά αναφέρονται και στο έργο του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου ΒΥΖΑΝΤΙΝΑΙ ΜΕΛΕΤΑΙ ΠΕΡΙ ΠΗΓΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΘΝΟΤΗΤΟΣ. ΑΠΟ Η' ΑΧΡΙ Ι' ΕΚΑΤΟΝΤΑΕΤΗΡΙΔΟΣ μ.Χ εκδοθέν το 1857. Λέγει συγκεκριμένα:ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥΣΙ ΤΡΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΕΙΣ ΑΡΧΑΙ. Α' Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ. Β' Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ, Ή ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ. Γ΄Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΤΤΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΗΓΟΥΝ Η ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ.

Συγκεκριμένα, ο Ελληνικός πολιτισμός στο Βυζάντιο, διετηρήθη ανόθευτος και είναι αυτός που εκφράζει την "ζώσα ψυχή", το "πνεύμα" του Ελληνικού Έθνους. Το Ελληνικό Έθνος ορίζεται ως Υπεριστορική οντότητα. Βιώνει διάφορες ιστορικές πραγματικότητες, κατά την διάρκεια των αιώνων, οι οποίες συνιστούν μετεξελίξεις του Ελληνικού πνεύματος.

Ο μεγάλος Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, τώρα, του οποίου το τρίσημο σχήμα της Ελληνικής Ιστορίας διδασκόμαστε μέχρι σήμερα, απάντα τεκμηριωμένα στις κακοήθειες του Φαλμεράϋερ και τονίζει την πολιτιστική αφομοίωση της καθόδου των Σλάβων από τους γηγενείς, με επακόλουθο τον Εξελληνισμό τους. Όσο για τους Αλβανούς, αυτοί μετακινήθηκαν επί Ισαύρων από τον Καύκασο στην σημερινή τους επικράτεια.

Οι Αρβανίτες προϋπήρχαν και είναι Ελληνικό φύλο, χαρακτηρίζονται, μάλιστα, από τον βραβευθέντα Κ. Μπίρη ως ΟΙ ΔΩΡΙΕΙΣ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ στο ομότιτλο βιβλίο του. Αλλά και η ιστορία του άξιου Έλληνος χριστιανού ορθοδόξου Γεωργίου Καστριώτου από τον ΠΑΓΑΝΕΛ, είναι η ιστορία του νεωτέρου Πύρρου, ενάντια στους τούρκους. Υπό την σκέπη του συνένωσε τους Ηπειρώτες, τους Αρβανίτες, αλλά και ένα μεγάλο μέρος των Αλβανών ενάντια στους κατακτητές, σκόπευε, μάλιστα, να ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου για την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τόσο αλβανός (εδώ γελάμε) ένοιωθε. Όσο για την σημαία του κατασκευασμένου Αλβανικού κρατηδίου, αποτελεί παραποίηση του Πολεμικού Βυζαντινού Δικεφάλου Αετού.

Για να γυρίσουμε, όμως, στον Παπαρρηγόπουλο, υιοθέτησε την Ηροδότεια άποψη για την γλώσσα και την θρησκεία, τα οποία είναι ενωτικά πολιτισμικά στοιχεία που αποδίδονται παράλληλα και ως πάγια Εθνικά χαρακτηριστικά.
Θα προχωρήσουμε, όμως και στην άποψη των ξένων για το Βυζάντιο. Ο MONTESQUIEU (ΜΟΝΤΕΣΚΙΕ) θεωρούσε το Βυζάντιο συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την οποία μάλιστα ονομάζει Ελληνική από το τέλος του 6ου αιώνος. Ο M. Jones στο έργο του: The Greek city from Alexander to Justinian ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΞΦΟΡΔΗ γράφει: "Το 395. η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διηρέθη και τυπικώς σε Δυτικό και Ανατολικό τμήμα. Οι Ρωμαίοι είχαν εποικίσει πολλές επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, και είχαν δημιουργήσει civitates ή coloniae ή municipia, αλλά δεν είχαν κατορθώσει να εκτοπίσουν τους Έλληνες. Έτσι και μετά τον τυπικό διαχωρισμό, οι Έλληνες επικρατούσαν στις περισσότερες επαρχίες του Ανατολικού τμήματος, ιδιαιτέρως στις περιοχές που ωμιλείτο η Ελληνική γλώσσα και ίσχυεν η Ελληνική Παιδεία. Αντιθέτως, το Ρωμαϊκό στοιχείο εξηφανίσθη από τις επαρχίες αυτές, συνεπεία της πολιτιστικής υπεροχής των Ελλήνων."

Η μεγάλη κοσμοπολίτικη Ελλάς των Ελληνιστικών Βασιλείων της Ασίας και της Αφρικής, συνέχισε την ζωή της στο Βυζάντιο, έτσι και ο OSTROGORSKY ομολογεί: "Είχε διαφυλάξει την αρχαία Ελληνική κληρονομιά και αποτελούσε την πηγή, που θα μπορούσε να ικανοποιήσει την δίψα του δυτικού κόσμου για τον Ελληνικό πολιτισμό, στα χρόνια της Αναγεννήσεως." Αλλά και ο Ράνσιμαν: " Ο Κωνσταντίνος γέμισε τους δρόμους, τις πλατείες και τα μουσεία της νέας πρωτεύουσας με αρχαίους Ελληνικούς καλλιτεχνικούς θησαυρούς για να δώσει έμφαση στον Ελληνισμό του. Οι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης που κυκλοφορούσαν κάθε μέρα μέσα στην πόλη δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχάσουν ποτέ την δόξα της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΥΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ."



Σχετικά με την γλώσσα, τώρα, είναι αλήθεια πως αρχικά χρησιμοποιήθηκε η Λατινική ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Όμως, από την εποχή του Ιουστινιανού, ήδη, οι Νεαρές, ως μέρος του ευρύτερου CORPUS IOURIS CIVILIS, γράφονται στα Ελληνικά. Για να φθάσουμε στον Ηράκλειο, όπου καθιερώνει τα Ελληνικά ως επίσημη γλώσσα του κράτους. Αυτό, δηλαδή που παρατηρούμε, είναι ένας γοργός Εξελληνισμός του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους, διαμορφώνοντας μία καθαρά Ελληνορθόδοξη Εθνική Συνείδηση. Το Ρωμαίος, όπως ανέφερα και πιο πάνω το διατηρούσαν μόνο για να θεμελιώσουν το δικαίωμα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορική κληρονομιά. Μην ξεχνάμε, άλλωστε και την προσπάθεια της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους από τον Σφετεριστή του αυτοκρατορικού θρόνου Καρλομάγνο. Η συνέχεια του ελληνισμού μέσα από το Χιλιόχρονο Βυζάντιο αποδεικνύεται και από τα παρακάτω τα οποία αναφέρει και το περιοδικό ΑΡΔΗΝ.

«Από την φυλή και από την γλώσσα είμαστε συμπατριώτες και κληρονόμοι των αρχαίων Ελλήνων» έλεγε ο Θεόδωρος Μετοχίτης στα τέλη του 13ου. Γνωστοί, εξάλλου είναι οι ύμνοι για την Παναγία και τον Ευαγγελισμό οι «Κέντρωνες», οι στίχοι των οποίων αποτελούν δάνεια είτε από την Ιλιάδα είτε από την Οδύσσεια.

Ο ιστορικός Norman H. Baynes τοποθετεί την βυζαντινή παράδοση στην άμεση συνέχεια του ελληνιστικού κόσμου και υποστηρίζει πως η παιδεία που αναπτύχθηκε στα βασίλεια των διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου συνεχίζεται και επηρεάζει βαθιά τα επιτεύγματα του Βυζαντίου. «Γιατί οι Βυζαντινοί είναι χριστιανοί Αλεξανδρινοί». Στην τέχνη ακολουθούν τα ελληνιστικά πρότυπα, κληρονομούν την ρητορική παράδοση, την φιλομάθεια και τον θαυμασμό για τον μεγάλο αιώνα της κλασσικής Ελλάδος.

Όσο, μάλιστα, απομακρύνεται χρονικά η ανάμνηση της αντίθεσης με την αρχαία ελληνική θρησκεία, υποχωρεί σταδιακώς και η ονομασία «Ρωμαίοι» και επανεμφανίζονται οι ονομασίες «Έλληνες» και «Γραικοί» ως συνώνυμες του «Ρωμαίοι» (Ρωμιοί). Έτσι, όταν το 1453 θα πέσει οριστικώς η αυλαία για τον βυζαντινό ελληνισμό, οι τρεις αυτές λέξεις είχαν γίνει ταυτόσημες και στο εξής θα χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και εναλλακτικώς για να δηλώσουν τους νεώτερους Έλληνες.

Στον βαθμό, επίσης, που αναπτύσσονται οι εθνικές και εθνοτικές διαφοροποιήσεις, ιδιαίτερα μετά τις σλαβικές εισβολές, η προσωνυμία «Ρωμαίοι» δεν φαίνεται πλέον αρκετή και γι’αυτό χρειάζεται κάποιος επιπλέον προσδιορισμός που να υποδηλώνει τους ελληνόφωνους και ελληνικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας. Και αυτός ήταν συνηθέστερα στους μέσους βυζαντινούς αιώνες το «Γραικός-Γραικοί», ο οποίος δήλωνε τους ελληνικούς πληθυσμούς, χωρίς να χρησιμοποιεί την ακόμα ύποπτη για ειδωλολατρία ονομασία «Έλλην». Άλλωστε, η λέξη Γραικός, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη και τον Απολλόδωρο, όχι μόνο είναι ταυτόσημη με το Έλλην, αλλά και αρχαιότερη., ενώ είναι η λέξη με την οποία οι περισσότεροι ξένοι λαοί και ειδικά οι δυτικοί αποκαλούσαν και αποκαλούν τους Έλληνες (GREECE-GREEK). Τον 5ο αιώνα ο ιστορικός Πρίσκος αναφέρεται ήδη σε ένα Έλληνα που στην αυλή του Αττίλα αυτοχαρακτηρίστηκε ως «Γραικός εκ γενετής». Ο Θεόδωρος Στουδίτης αναφέρεται επανειλημμένα στην Γραικία, και τους Γραικούς, γεγονός που καταδεικνύει πως εκείνη την εποχή ήταν ιδιαίτερα συχνή η χρήση της προσωνυμίας. Ακόμα χαρακτηριστικότερα, ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός, αναφερόμενος στον εξελληνισμό των σλαβικών φύλων από τον πατέρα του Βασίλειο, γράφει στα «Τακτικά του»

«Ταύτα δε ο ημέτερος εν θεία τη λήξει γενόμενος πατήρ και αυτοκράτωρ Ρωμαίων Βασίλειος των αρχαίων ηθών έπεισε μεταστήναι και γραικώσας και άρχουσι κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας και βαπτίσματι τιμήσας».

Πρόκειται για μια αναφορά με ιδιαίτερη και γενικότερη ιστορική σημασία, μιας και αναφέρεται στον εξελληνισμό και τον εκχριστιανισμό των σλαβικών φύλων, αλλά εδώ μας ενδιαφέρει η χρήση της μετοχής «γραικώσας». Όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, εκτός από την υποταγή στο κράτος («κατά τον ρωμαϊκόν τύπον υποτάξας») και τον εκχριστιανισμό («βαπτίσματι τιμήσας»), πραγματοποιείται και ο εξελληνισμός («γραικώσας») που καταδεικνύει την συνείδηση του αυτοκράτορα συγγραφέα για την οιονεί εθνική διάσταση του ελληνισμού., παράλληλα με την κρατική και την θρησκευτική. Θυμήσου εδώ τι σου έγραψα για τον ορισμό του Σπυρίδωνος Ζαμπελίου και που στηρίχθηκε. Τέλος, καταδεικνύεται για μια ακόμα φορά η εκτεταμένη χρήση της λέξης Γραικός και των παραγώγων του. Έχε, επίσης υπ’όψιν σου την περήφανη απάντηση του ήρωος του ’21 Αθανασίου Διάκου «…εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω». Οι δε Δυτικοί αποκαλούν συχνότατα Έλληνες «Γραικούς», ήδη από τον 5ο αιώνα, ακριβώς για να τους ξεχωρίζουν από τους Λατίνους «Ρωμαίους» και σταδιακώς, να διαφοροποιήσουν την Ρώμη από το Βυζάντιο. Βέβαια, δεν παύει να χρησιμοποιείται και το «Ρωμανία».

Καθώς αποδυναμώνεται η ταύτιση των Ελλήνων με τους ειδωλολάτρες και επιβεβαιώνεται η αναφορά στην ελληνική παιδεία, από τον Φώτιο και εφεξής, αρχίζει να χρησιμοποιείται παράλληλα με το Ρωμαίος και Γραικός, και το «Έλλην». Αρχικά σε ότι αφορά την παιδεία, για να καταλήξει μετά την λατινική κατάκτηση, και στους Έλληνες ως έθνος. Ο Π. Χρήστου γράφει:

«Η επανεμφάνισις του ονόματος Έλλην με την εθνική σημασία έγινε όταν είχε λησμονηθεί πλέον η ύπαρξις των ειδωλολατρών και η χρήσις του ήταν ακίνδυνη για τον Χριστιανισμό. Η επανεμφάνισις ακολούθησε την ίδια οδό με την εξαφάνιση. Το όνομα από εθνικό είχε εκπέσει πρώτα σε πολιτιστικό κι έπειτα σε θρησκευτικό και τέλος εξαφανίστηκε. Με την επανεμφάνιση του τώρα, για την δήλωση καταστάσεων του παρόντος, γίνεται πρώτα πολιτιστικό κι έπειτα πάλι εθνικό».

Ήδη ο Μιχαήλ Ψελλός επαινεί τον Ρωμανό Γ’ διότι ήτο αναθρεμμένος «λόγοις ελληνικοίς», ενώ αντίθετα ψέγει τον εντελώς άμοιρον «παιδείας ελληνικής» Μιχαήλ Δ’. Εκατό χρόνια αργότερα, χαρακτηριστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα της Άννας Κομνηνής στην Αλεξιάδα που αναφέρεται στο ορφανοτροφείο-εκπαιδευτήριο που είχε δημιουργήσει ο Αλέξιος:

«Και έστιν ιδείν και Λατίνον ενταύθα παιδοτριβούμενον και Σκύθην ελληνίζοντα και Ρωμαίον τα των Ελλήνων συγγράμματα μεταχειριζόμενον και τον αγράμματον Έλληνα ορθώς ελληνίζοντα».

Οι μορφωμένοι Βυζαντινοί, προερχόμενοι από την διοικητική ή την στρατιωτική γραφειοκρατία, είναι ακόμα Ρωμαίοι ως προς το κράτος αλλά ήδη Έλληνες ως προς την παιδεία, γι’αυτό και διαφοροποιούνται από τους άλλους.

Ο Ανώνυμος Αθηναίος σχολιαστής της «Ρητορικής» του Αριστοτέλους, αναφερόμενος σε λεηλασίες των Δανισμενιτών Τούρκων στην Μικρά Ασία στα τέλη του 11ου, εκφράζει την συμπαράστασή του στους Έλληνες Μικρασιάτες: «Δει λοιπόν και ημάς τους Αθηναίους, όπως φροντίζωμεν πως αν οι άλλοι Έλληνες δοξάζωνται». Ο Νικήτας Χωνιάτης περατώνει την ιστορία του με την Άλωση της Πόλης από τους «βαρβάρους δυτικούς» διότι δεν μπορεί να δεχθεί να συνεχίζει την συγγραφή, το «κάλλιστον εύρημα των Ελλήνων», «χαριζόμενος» σε βαρβαρικές πράξεις κατά των Ελλήνων.

Τον 13ο, ο Ιωάννης Βατάτζης, βασιλιάς της Νίκαιας, διεκδικεί την ελληνική ταυτότητα του Βυζαντίου. Στην επιστολή του στον Πάπα Γρηγόριο Θ’ υποστηρίζει πως, «εν τω γένει των Ελλήνων ημών η σοφία βασιλεύει». Ο διάδοχος του Θεόδωρος Λάσκαρης ο Β’ θα ονομάσει την Αυτοκρατορία της Νικαίας «Ελληνικόν» και «Ελλάδα», ταυτίζοντας την κρατική υπόσταση με την ουσία της ελληνικής ταυτότητας. Επί πλέον ο Λάσκαρης αναφέρεται ήδη στο ελληνικό γένος «απασών γλωσσών το ελληνικόν υπέρκειται γένος» και διεκδικεί την πνευματική ανωτερότητα των Ελλήνων, «Πάσα τόινυν φιλοσοφία και γνώσις Ελλήνων εύρεμα… Συ δε, ω Ιταλέ, τίνος ένεκεν εγκαυχά?».

Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, τον ίδιο αιώνα, θα αναφέρεται στην «ελληνίδα επικράτεια» ενώ ο Δημήτριος Κυδώνης στα τελευταία του έργα χρησιμοποιεί την λέξη ΕΛΛΑΣ ως ισοδύναμη της λέξης Βυζάντιον.

Παρ’ότι συχνά υποστηρίζεται πως την προσωνυμία Έλληνες χρησιμοποιούσαν μόνον οι λόγιοι και οι πολιτικοί και καθόλου οι κληρικοί και οι μοναχοί, ωστόσο πληθαίνουν και αυτών οι αναφορές στην «Ελλάδα». Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Κύπριος, αναφερόμενος στην Καππαδοκία, την ιδιαίτερη πατρίδα του Αγίου Γεωργίου, λέει πως «τους οικήτορας εφάνη πλουτίσασα το ανέκαθεν Έλληνας, γένος αφοσιωμένον τη των λόγων φύσει» ενώ, μιλώντας για την πατρίδα του την Κύπρο την οποία κατείχαν οι Λουζινιάν, διερωτάται μέχρι πότε οι Έλληνες θα παραμένουν υπόδουλοι στους βάρβαρους Ιταλούς: «έως ούπω βαρβάροις έλαχεν Ιταλοίς το εκείσε δουλεύειν Ελληνικόν».

Στη Θεσσαλονίκη, επίκεντρο της Παλαιολόγειας, ελληνοκεντρικής, Αναγέννησης του 14ου, οι αναφορές των κληρικών γίνονται πυκνότερες. Ο Νικόλαος Καβάσιλας Χαμαετός, απευθυνόμενος στον πατέρα του, θα μιλήσει για τους «εν υμίν Έλληνας», «το κοινόν τούτο πάσης Ελλάδος», «των νυν απανταχού της ημετέρας Ελλήνων». Ο δε Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ισίδωρος θα αναγάγει τους αρχαίους Έλληνες σε πρότυπο συμπεριφοράς και αλληλεγγύης, καθώς εκείνοι δεν έκλεβαν και βοηθούσαν τους φτωχούς, σε αντίθεση με τους σύγχρονούς του, που αρνούνταν να ενισχύσουν τους ενδεείς αδελφούς τους. Έτσι θα φθάσουμε, από τους Έλληνες ειδωλολάτρες, στους έλληνες πρότυπο.

Ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων τονίζει προς τον Μανουήλ Παλαιολόγο ότι οι άνθρωποι των οποίων ηγείται είναι «Έλληνες το γένος ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί», ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης απαιτεί να αντικατασταθεί πλήρως η ρωμαϊκή με τη ελληνική εθνική προσηγορία, ενώ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος θα είναι πλέον «βασιλεύς των Ελλήνων» όπως θα αναγορεύει πλέον τους αυτοκράτορες ο Ιωάννης Αργυρόπουλος:
«Ου γαρ ώετο προς βασιλέως Έλληνας… μηδενός δε αφιστάμενος των όσα προς την των Ελλήνων ελευθερίαν τείνει…»

Τέλος οι δυτικοί, Φράγκοι και Λατίνοι, παρόντες πλέον στην ελληνική Ανατολή αποδίδουν στα ελληνικά το πατροπαράδοτο Graeci ως Έλληνες, όπως δείχνει το σχετικό χωρίο του Χρονικό του Μορέως.


«Διαβάντα γαρ χρόνοι πολλοί αυτείνοι οι Ρωμαίοι 
Έλληνες είχαν το όνομα, ούτω τους ονομάζαν, 
Πολλά ήσαν αλαζονικοί, ακόμα το κρατούσιν 
Από την Ρώμην επήρασι το όνομα των Ρωμαίων».


Σχετικά με την ειδωλολατρία και τον χριστιανισμό οι Έλληνες κατόρθωσαν να τον μετασχηματίσουν σε Ελληνορθοδοξία. Κατά τον ίδιο τρόπο οι Πέρσες (Ιρανοί στις μέρες μας) μετασχημάτισαν το Ισλάμ σε Σιϊτισμό.


Επίσης σε όλη την διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έγιναν μεγάλα έργα. Ο ιππόδρομος , το παλάτι (με τη αίθουσα με τα αγάλματα και το δέντρο με τα ομιλώντα πουλιά), η τεραστίων διαστάσεων κινστέρνα όπου αποθηκεύονταν το νερό για την ύδρευση της πρωτευούσης, τα υδραγωγεία σε άλλες πόλεις. Ακόμη οι πλακόστρωτοι δρόμοι (τα βυζαντινά καλλιδρόμια που οι τούρκοι τα ωνόμασαν καλντερίμια), οι αμέτρητοι ναοί (οι λεγόμενες βασιλικές, μετεξέλιξη των ρωμαϊκών).Στις πολεμικές εφευρέσεις είχαμε το περίφημο υγρόν πυρ του μηχανικού Καλλινίκου, όπως και τους περίφημους βυζαντινούς Δρόμωνες που όργωναν επί αιώνες την Μεσόγειο.


Και ως επιστέγασμα όλων άφησα το πλέον λαμπρό μνημείο, το απόλυτο σύμβολο του 2ου Ελληνικού Πολιτισμού, την ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ. Εδώ τα σχόλια περιττεύουν.



Το Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος έζησε και διέπρεψε επί χίλια περίπου έτη μετά την άδοξη κατάρρευση του Δυτικού. Κάνοντας εδώ μια παρένθεση να τονίσω ότι αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη το στοιχείο της ενότητος σε ένα κράτος, πολλώ δε μάλλον όταν πρόκειται για μία πολυεθνική αυτοκρατορία. Αξίζει, λοιπόν, να μελετηθούν οι λόγοι αποσυνθέσεως και τελικής διαλύσεως της Δυτικής αυτοκρατορίας. Και τούτο διότι, τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν ενισχύουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την άποψη περί ελληνικότητος του Βυζαντίου.

Έχοντας κατά νου λοιπόν την παραπάνω αρχή, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συναντάμε τους Έλληνες και τους πλήρως εξελληνισμένους, οι οποίοι αποτελούσαν τον συμπαγή, σταθερό και σκληρό πυρήνα της. Οι άλλοι λαοί (Αρμένιοι, Γεωργιανοί, Σύριοι, Αιγύπτιοι, Σλαύοι, Βούλγαροι, Ιταλιώτες, Αλβανοί) ανήκαν σε αυτήν μερικώς και ασταθώς. Δεν εταυτίζοντο με το Κράτος, το οποίο είτε δεν το θεωρούσαν δικό τους (Σύριοι, Αιγύπτιοι), είτε εποφθαλμιούσαν την ηγεσία του από τους Έλληνες (Βούλγαροι: Συμεών, Σαμουήλ) και την μετατροπή του σε μίας άλλης μορφής και φύσης αυτοκρατορία, με προεξάρχον έθνος τους ιδίους. Για όλους τους παραπάνω λόγους άλλες φορές ήσαν υπέρ της κεντρικής διοίκησης και αρκετές άλλες συνεργάζοντο με τους εχθρούς του κράτους. Το Βυζάντιο, ασφαλώς και δεν ήταν δικό τους. Ανήκε στους Έλληνες που του έδωσαν την γλώσσα, την παιδεία, τον πολιτισμό και την Ελληνορθοδοξία.


Ειδικότερα, η περίοδος 400-600 μΧ, υπήρξε μεταβατική. Από το 600 αρχίζει η περίοδος του πλήρους εξελληνισμού, ο οποίος ολοκληρώνεται μέχρι το 650. Έκτοτε, επί 800 έτη η Αυτοκρατορία είναι πλήρως και καθαρώς Ελληνική. Στην πρόσληψη καθαρώς ελληνικού χαρακτήρος συμβάλλει και η κατά τον 7ο αιώνα απώλεια των μη ελληνικών επαρχιών, δηλαδή της Συροπαλαιστίνης και Αιγύπτου (αφορμή οι δογματικές διαφορές όπως ο μονοφυστισμός και ο μονοθελητισμός, αλλά με βαθύτερη αιτία την προαναφερθείσα στην προηγούμενη παράγραφο), οι οποίες κατακτήθηκαν από τους Άραβες. Έτσι το κράτος περιορίζεται στην Μικρά Ασία, στην χερσόνησο του Αίμου, στα νησιά του Αιγαίου, στην Κρήτη (εξαίρεση τα περίπου 140 χρόνια σκλαβιάς στους Σαρακηνούς κατά τα έτη 824-961), στην Κύπρο και σε κάποια τμήματα της Νότιας Ιταλίας και Κριμαίας.


Επειδή, όμως, οι αναφορές μου σε Έλληνες Ιστορικούς θα θεωρηθούν ως υποκειμενικές θεωρήσεις του όλου ζητήματος θα αναφερθώ στις απόψεις ξένων Ιστορικών. Έτσι ο H.G. Wells στην «Παγκόσμια Ιστορία» του αποκαλεί το Βυζάντιο «Νέο Ελληνικόν κράτος» Γράφει σχετικώς: Περί του Βυζαντινού κράτους ομιλούν γενικώς, ως εάν επρόκειτο περί συνεχίσεως της ρωμαϊκής παραδόσεως, ενώ εις την πραγματικότητα τούτο ήτο ανανέωσης της παραδόσεως του Αλεξάνδρου. Το ανατολικόν κράτος, αφ΄ότου εχωρίσθη από το δυτικόν, ωμιλούσε την ελληνικήν και αποτελούσε την συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως αν και όχι εντελώς αγνής. Πάντως το κράτος αυτό ήτο ελληνικόν και όχι λατινικόν. (α’.σελ. 635-638 εκδ. «Δέλτα»).

Ο  Γίββων, επίσης, θαυμάζει την χάριν και την κομψότητα που έχει η ελληνική γλώσσα στα κείμενα του Κεδρηνού.

Ο Άγγλος Ιστορικός Toynbee σημειώνει: Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε χρησιμεύσει ως το ελληνικόν οικουμενικόν κράτος. Τούτο, βεβαίως, κατά τον ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για το ανατολικό τμήμα της, ιδίως μετά το 476 μ.χ («Σπουδή της Ιστορίας»).

Τέλος ο Γάλλος Jacques Le Goff στο βιβλίο του "La Civilisation de I' Occident Medieval Artaud" εκδοθέν στην Ελλάδα το 1993 από τις εκδόσεις ΒΑΝΙΑΣ με τον ελληνικό τίτλο "Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης" χαρακτηρίζει τους Βυζαντινούς σαφέστατα ως Έλληνες. (σελ.68-69)

Επομένως, βλέπουμε ότι το χιλιόχρονο Βυζάντιο δεν δύναται να προσδιοριστεί ως οτιδήποτε άλλο παρά μόνο ΕΛΛΗΝΙΚΟ. Αποτελεί την απόλυτη αναφορά στον Β’ Ελληνικό πολιτισμό. Είναι το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ, το οποίο δεν εβίωσε τα σκοτάδια του Δυτικού Μεσαίωνα. Τουναντίον ήταν οι Βυζαντινοί Λόγιοι οι οποίοι προκάλεσαν την Αναγέννηση που οδήγησε στην παγκόσμια Δυτικοευρωπαϊκή πρωτοκαθεδρία. Διαφορετικά οι αγροίκοι Δυτικοί θα έκαιγαν μέχρι τις ημέρες μας τις μάγισσες.

Ας ενσκύψουμε, όμως, στα ίδια τα γραπτά των, για να δούμε την γνώμη που είχαν οι ίδιοι για τον εαυτό τους και την Ανατολική Αυτοκρατορία των.

1. Ο αυτοκράτωρ Ιωάννης Βατάτζης της Ελληνικής αυτοκρατορίας της Νικαίας λέγει: «Εν τω γένει των Ελλήνων ημών, η σοφία βασιλεύει.»
2. Ο Ευστάθιος, επίσκοπος Θεσσαλονίκης τον 11ο με τα εμβριθή και κατατοπιστικά του σχόλια στα Ομηρικά Έπη (για κύττα οι σκοταδιστές Βυζαντινοί!!!) στην ομιλία του για την Αγία Τεσσαρακοστή, λέγει: «Εις τε τον καθ΄ημάς Έλληνα και εις Βάρβαρον» (Ρ. G. Migne τ.135, σελ. 708).
3. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς συνεχώς χρησιμοποιεί το όνομα «Ελληνες» με εθνική, όχι θεησκευτική έννοια.
4. Ο ηγεμών Μιχαήλ Άγγελος το Ελληνικό Δεσποτάτο της Ηπείρου το αποκαλεί «Της Ελλάδος»
5. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος προσφωνεί τον Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο: « Ω της Ελλάδος ήλιε βασιλεύ» (Σάνθας, Monuments A)
6. Ο Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος σε πανηγυρική ομιλία του υπογραμμίζει την «Δόξαν της Ελληνικής παραδόσεως» και υπερηφανεύεται (όπως άλλοτε ο Ισοκράτης για τους Αθηναίους), επειδή οι κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως: « Ου μιξοβάρβαρου λαού το φθέγμα φύρδην προϊεμένου.» Αλλά διατρανούν: «Την Ελλάδα γλώτταν την ορθορρήμονα».
7. Στην «Βασίλειον Τάξιν» του ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος αναφέρει την «Ελληνική Παιδείαν» και την «Ελληνική Μουσικήν» ως αντίθετες όχι πλέον προς τις των χριστιανών, αλλά προς τις των «Βαρβάρων».
8. Η Άννα Κομνηνή υπερηφανεύεται επειδή εμελέτησε Αριστοτέλην και Πλάτωνα και γενικώς για την Ελληνική Παιδεία της.
9. Ο Επίσκοπος Αθηνών Μιχαήλ Χωνιάτης υμνεί ποιητικώς την δόξαν των Αρχαίων Αθηνών.
10. Ο Νικήτας Χωνιάτης, γράφοντας για την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Δυτικούς, θρηνεί επειδή του έλαχε η μοίρα: «Να παραπέμψω τοις έπειτα πράξεις πολεμικάς εν αις μη νικώσιν Έλληνες, να μεταχειρισθώ την Ιστορίαν, χρήμα βέλτιστον και κάλλιστον των Ελλήνων εύρημα, ίνα διαιωνίσω την μνήμην βαρβαρικών καθ' Ελλήνων κατορθωμάτων.»
11. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης καλεί «Έλληνας» τους κατοίκους του κράτους και «Βασιλείς Ελλήνων» τους εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορας.
12. Ο Μ. Δούκας χαρακτηρίζει τον λαόν του Βυζαντίου «Τρυγίαν των Ελλήνων».
13. Ο Σουλτάνος της Αιγύπτου με επιστολή του προς τον Ιωάννην Καντακουζηνόν τον αποκαλεί: «Βασιλέα των Ελλήνων»
14. Ο Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, στην τελευταία έκκλησί του για αγώνα, χαρακτηρίζει την Κωνσταντινούπολιν: «Ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων».
15. Τέλος ακόμη και ο Ακάθιστος Ύμνος είναι εμπνευσμένος από τους χαιρετισμούς των Ορφικών προς την υψίστην Θεάν:

«Χαίρε δε και κλίμαξ ποτί ουρανόν.» (Ορφικός) 
«Χαίρε κλίμαξ επουράνιε.» (Ακάθιστος Ύμνος) 

Και μία παρατήρηση για τα Εθνικά κράτη. Κατά τους μέσους χρόνους δεν υπάρχουν λαοί με εθνική συνείδηση, ούτε Εθνικά κράτη. Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι« Ελληνοβυζαντινοί ». Για πρώτη φορά στην Ιστορία εθνικά κράτη ιδρύουν οι« Ελληνοβυζαντινοί». Είναι τα γνωστά ως: Η Αυτοκρατορία της Νικαίας, Η Αυτοκρατορία του Πόντου και το Δεσποτάτο της Ηπείρου. Όλα ιδρύονται με την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως στις 12 Απριλίου του 1204 από τους άξεστους Δυτικούς Σταυροφόρους. Θα περάσουν πολλοί αιώνες έως ότου οι Δυτικοί ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βυζαντίου και ανακαλύψουν το πρότυπο των Εθνικών κρατών κατά το τέλος του 18ου.



             ΧΡΗΣΤΟΣ & ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ www.ellhnismos.org



ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ 2009






ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ