Η αρχαία Ελληνική θρησκεία έχει, πολύ εύστοχα, αποκληθεί «µια
πτυχή της ιδιοσυγκρασίας του Ελληνικού λαού». ∆ιέφερε σηµαντικά από τις
αρχαιότερες δοξασίες και κυρίως τον Ιουδαϊσµό, διότι δεν αποτελούνταν από µια
σειρά ηθικών κανόνων που όφειλε να ακολουθεί ο πιστός. Η θρησκευτικότητα των
Αρχαίων εκφραζόταν κατά κύριο λόγο µέσα από την τέχνη, που ετίθετο στην
υπηρεσία του θρησκευτικού αισθήµατος των πιστών. Η πλαστική, η αρχιτεκτονική, η
ζωγραφική αλλά και η ποίηση εξυπηρετούσαν, σχεδόν αποκλειστικά, την θρησκεία
ευρισκόµενες όµως και σε µια διαλεκτική σχέση µε τον εαυτό τους, δηλαδή µια
αυτόνοµη εξέλιξη, ανεξάρτητη από την σχέση τους µε την θρησκεία. Το γεγονός ότι
οι Έλληνες εξέφραζαν την θρησκευτικότητα τους σχεδόν σε κάθε δραστηριότητα της
ζωής τους, τους παρουσίαζε ως τους ευσεβέστερους ανάµεσα στους συγχρόνους τους
λαούς. Φαίνεται, όµως , ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν την θρησκεία ως πρόφαση
για να δημιουργήσουν τέχνη, πράγµα δείχνει και το ανώτατο πνευµατικό στάδιο
διαλεκτικής, εκούσιο ή ακούσιο, στο οποίο έφθασε ο Ελληνικός Πολιτισµός.
H ελληνική
θρησκεία, αν και
εκφράζεται ουσιαστικά µε εκδηλώσεις
λατρείας, δηλαδή µε συλλογικούς, κατά κανόνα, θεσµούς, δεν περιορίζεται
µόνο σ’ αυτές τις τελετουργίες, όπως δεν περιορίζεται στο λαµπρό διάκοσµο των µύθων. ∆εν θα ξυπνούσε για αιώνες
τη θερµή πίστη σε άτοµα και λαούς, αν δεν είχε µιλήσει βαθιά στην ψυχή τους.
Πέρα από την ευσέβεια
της πόλης προς τους θεούς της, πέρα από την απλή ανταλλαγή υπηρεσιών µεταξύ του
πιστού και της θεότητας, οπού ή δωρεά έχει σκοπό να κερδίσει τη θεϊκή εύνοια, ο
Έλληνας βρισκόταν σε καθημερινή συνάφεια µε τα ιερά πράγµατα.
Όσο µπορούµε να την προσδιορίσουµε µέσα από τα στοιχεία πού
την αποκαλύπτουν, αυτή η συνάφεια δεν πήρε τη µορφή µιας µυστικιστικής έξαρσης:
πρόκειται µάλλον για τη συ- νειδητοποίηση ότι οι θεοί υπάρχουν, ότι µας είναι
οικείοι τόσο ως προς τα αισθήµατά τους όσο και από τη µορφή τους, και ότι
ενδιαφέρονται δυναµικά για την τύχη των θνητών. Οι σχέσεις µεταξύ των Ελλήνων
και της θεότητας αποκτούν έτσι έναν χαρακτήρα προσωπικό. Ο θεός, όπως και ο
πιστός, είναι ένα άτοµο: ζητούν την προστασία του µε εµπιστοσύνη και συµπάθεια,
και όχι µόνο µε σεβασµό και φόβο. Οι δεσµοί πού αναπτύσσονται από τον ένα στον
άλλο αποκτούν συχνά ένα είδος συνενοχής. Τέτοια είναι η συµπεριφορά της Αθηνάς
προς τον ∆ιοµήδη στην Ιλιάδα ή προς τον Οδυσσέα στην Οδύσσεια.
Η βοήθεια που
τους δίνει περιέχει στοργή και οι συµβουλές της γίνονται ανθρώπινες µ’ ένα
χαµόγελο. Ό,τι κι αν έχουν γράψει,
η θεία µεγαλοπρέπεια δεν χάνει
τίποτε από αυτήν
την τόσο άµεση επικοινωνία µε τους ανθρώπους: ο
θνητός, που αισθάνεται ότι είναι αντικείµενο τόσης εύνοιας, δεν θα τολµούσε να
κάνει κάτι κακό χωρίς να εκτεθεί στη χειρότερη τιµωρία. Ξέρει ότι οι θεοί
ανήκουν σε ένα διαφορετικό είδος από το δικό µας και είναι δυνατότεροι από µας.
∆εν απορεί όµως που τους συναντά κοντά του.
Έτσι δηµιουργήθηκε ο ανθρωποµορφισµός, βασικό στοιχείο της
θρησκείας των Ελλήνων. Οι Έλληνες αισθάνονταν ιδιαίτερα οικείους του θεούς, που
µέσα στην ατέλειωτη ποικιλία τους φανερώνονταν
παντού, τόσο στις
δυνάµεις της φύσης
όσο και στην κοινωνική ζωή. Το ηµερολόγιό τους ήταν
ουσιαστικά ένα ηµερολόγιο των θρησκευτικών εορτών, που η τακτική τους τέλεση
εκφράζει και την ανακύκλωση των εποχών. Για τους Έλληνες το υλικό και
πνευµατικό σύµπαν ήταν διαποτισµένο µε την έννοια του ιερού.
Εκτός απ’ τους
µεγάλους θεούς, γνωστούς στο πανελλήνιο, υπάρχει µια πληθώρα µικρότερων θεών,
που ανήκουν σ’ ένα τόπο και των οποίων
η φήµη δεν ξεπερνά τα σύνορα της επαρχίας. Ανάµεσα σ’ αυτούς οι ήρωες αποτελούν µια µεγάλη και
πρωτότυπη κατηγορία.
Υπήρχε όµως κι άλλος τρόπος για να πλουτίσουν αυτό το ήδη
πλούσιο πάνθεον: η θεοποίηση των αλληγοριών.
Οι Έλληνες, στενά
δεµένοι µε τη γλώσσα και
ικανοί να συλλαµβάνουν αφηρηµένες
έννοιες, µπορούσαν εύκολα
να τις προσωποποιήσουν µετατρέποντας τις λέξεις σε
κύρια ονόµατα. Στον όµηρο πρωτοεµφανίζονται θείες µορφές αυτού του είδους, όπως
οι Μοίρες ή η Έρις. Ξέρουµε, επίσης, ποια θέση κατέχουν στο έργο του Ησιόδου η
∆ίκη ή η Μνηµοσύνη. Η προδιάθεση να θεοποιούν τις αφηρηµένες έννοιες κορυφώθηκε
στην κλασική εποχή τόσο ώστε να κτίσουν ναούς στη Θέµιδα, στη Νέµεση, καθώς και
βωµούς στην Ειρήνη και στο γιο της Πλούτο.
Τέλος, ο πολυθεϊσµός αυτός, που θα ήταν λάθος να προσπαθούµε
να προσδιορίσουµε τα πολλαπλά στοιχεία του µε υπερβολική λογική αυστηρότητα,
περιλαµβάνει, εκτός από τους παραδοσιακούς θεούς, τους ήρωες, τις αλληγορίες
και τους ξένους θεούς, εκείνο που οι Έλληνες αποκαλούσαν δαίµονες. ∆εν υπάρχει
θρησκευτικός ορός λιγότερο ακριβής από αυτόν.
Η λέξη δαίµων
αποδίδεται σ’ έναν
θεό και συχνά
βρίσκεται, τόσο στους µεταγενέστερους συγγραφείς όσο και στον
Όµηρο, σαν ισότιµη µε τη λέξη θεός, ιδίως όταν υπονοεί µια γενική ή συλλογική
έννοια της θεότητας. Χρησιµεύει επίσης για να υποδείξει υπερφυσικά οντά που
διαφέρουν λίγο και είναι κάπως κατώτερα από τους µεγάλους παραδοσιακούς θεούς:
ο Ησίοδος χαρακτηρίζει έτσι τους ανθρώπους της χρυσής εποχής- αλλού χαρακτηρίζουν
έτσι τους θεοποιηµένους
νεκρούς, κι υπάρχει
ακόµη ο Αγαθός ∆αίµων, ο καλός δαίµων του σπιτιού,
πού τον παριστάνουν συχνά µε τη µορφή ενός φιδιού.
Οι Αγαθοί Δαίμονες σε τελετή θυσίας -Τοιχογραφία από την Πομπηία
Έτσι προσφέρεται ένα
µεγάλο πεδίο για τη δηµιουργική φαντασία σχετικά µε τη θρησκευτική πίστη.
Παράλληλα, και εκτός από τις παραδοσιακές λατρείες µε τα σταθερά τελετουργικά
θεµέλια, ο θεϊκός κόσµος δέχεται όλων των ειδών τις προσωπικές λατρείες, υπό
τον ορό ότι δεν πρόκειται να διαταράξουν τις βάσεις της κοινωνίας.
Μια θρησκευτική πίστη που δεχόταν τόσο εύκολα τις νέες µορφές
του θείου, δεν θα φερόταν εχθρικά στις ξένες θεότητες, εκτός κι αν η παρουσία
τους γινόταν επικίνδυνη για τους θεσµούς του κράτους. Πράγµατι, οι Έλληνες, σε
όλη τη διάρκεια της µακράς ιστορίας τους, δέχθηκαν πάντοτε τους καινούργιους
θεούς, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης τους ως την
εγκαθίδρυση του χριστιανισµού. Στην αρχαϊκή
και την κλασική
εποχή, όµως, οι υιοθεσίες αυτές
συγχωνεύονταν µε τους συνηθισµένους τρόπους της ελληνικής θρησκευτικής σκέψης.
Ένα χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της σκέψης είναι η τροµερή της ευκολία να
ξαναβρίσκει το γνωστό µέσα στο άγνωστο, να αναγνωρίζει το συνηθισµένο µέσα στο
εξωτικό στοιχείο. Κανείς δεν εκφράζει καθαρότερα αυτή την τάση από τον ιστορικό
Ηρόδοτο, όταν εξετάζει µε καλοπροαίρετη περιέργεια τις θρησκευτικές συνήθειες
των βαρβάρων.
Στους θεούς, που
οι περισσότεροι έφεραν
το οριστικό τους
όνοµα από τη µυκηναϊκή εποχή, ο Έλληνας προσέφερε
τελετές, σύµφωνα µε τις παραδόσεις πού ήδη αναφέρουν τα
οµηρικά έπη. Οι
λατρευτικοί θεσµοί είναι
πολύ περίπλοκοι στις λεπτοµέρειες τους: διαφέρουν ως προς
τους τόπους και τις θεότητες. Μπορούµε να διακρίνουµε τις βασικές πράξεις της
λατρείας, πού, παρά τη διαφορά που τους επιβάλλουν οι περιστάσεις, µερικά
χαρακτηριστικά τους είναι κοινά: είναι η προσευχή, η προσφορά, η θυσία, οι
δηµόσιες εορτές, οι αγώνες, θα τα µελετήσουµε διαδοχικά.
Πρέπει να εξηγήσουµε
εκ των προτέρων την έννοια της τελετουργικής αγνότητας, πού παρεµβάλλεται σε
όλες αυτές τις πράξεις ως πρωταρχικός και απαραίτητος όρος. Η έννοια αυτή είναι
συνδεδεµένη µε τις έννοιες του ιερού και του ανίερου. Αν ορισµένοι χώροι ή
πράξεις θεωρούνται ιεροί, καταλαβαίνουμε ότι για να φθάσει κανείς σ’ αυτούς ή
για να επιτελέσει τις πράξεις
πρέπει να πληροί
ορισµένες απαιτήσεις πού αποδεικνύουν
τον σεβασµό του προς όλα
αυτά: απαιτήσεις καθαριότητας,
κοσµιότητας στην ενδυµασία,
συµπεριφοράς. Όποιος αγνοεί αυτές τις προδιαγραφές είναι ακάθαρτος: δεν έχει,
δηλαδή, εξαφανίσει το ρύπο πού τον καθιστά ακατάλληλο να πλησιάσει τους θεούς.
Κατ' αρχήν πρόκειται για υλικό ρύπο: ή έννοια του ηθικού ρύπου, πού επίσης
παρεµβάλλεται, πρέπει να εµφανίσθηκε αργότερα.
Γι’ αυτό πριν από Οποιαδήποτε Ιερή πράξη, πρέπει να πάρει
κανείς µέτρα καθαριότητας. Όταν, στην ραψωδία Π της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας
προσεύχεται στον ∆ία, διαλέγει µιαν ακριβή κούπα, την εξαγνίζει µε θειάφι, την
πλένει µε άφθονο νερά, υστέρα πλένει τα χέρια του πριν να κάνει τη σπονδή και
να πει την προσευχή του. Το ίδιο συµβαίνει όταν
ο Τηλέµαχος, στην ραψωδία
Β της Οδύσσειας,
κάνει προσευχή στην Αθηνά:
καθώς βρίσκεται στην
ακτή, πλένει τα
χέρια του στη
θάλασσα πριν να προσευχηθεί. Όταν οι αρχηγοί των Αχαιών,
στην ραψωδία Γ της Ιλιάδας, ετοιµάζονται να πουν όρκους τους οποίους θα
ακολουθήσουν προσευχές και θυσίες, οι κήρυκες πού τους παραστέκονται τους
χύνουν πρώτα νερά στα χέρια. Αυτό πού µας δείχνει ο Όµηρος σαν πρακτική, ο
Ησίοδος το µετατρέπει σε αρχή µέσα στα Έργα και Ηµέραι: «Την αυγή δεν πρέπει
ποτέ να κάνεις σπονδές µε µαύρο κρασί στο ∆ία η στους άλλους θεούς χωρίς να
έχεις πλύνει τα χέρια σου: γιατί τότε δεν σε ακούν και διώχνουν µε αηδία τις
προσευχές σου». Η συνήθεια αυτών των θεσµικών καθαρµών διατηρείται σε όλη την
κλασική εποχή: γι’ αυτό υπάρχει στην πόρτα των ιερών µια λεκάνη µε νερό
καθαρµού στη διάθεση των επισκεπτών.
Από τα µιάσµατα, το βαρύτερο είναι το χυµένο αίµα: όταν η
µητέρα του Έκτορα, η Εκάβη, τον καλεί να κάνει σπονδή στον ∆ία, ο Έκτωρ, που
έχει προσωρινά αποσυρθεί από τη µάχη, απαντάει ότι δεν µπορεί να κάνει ούτε
σπονδή ούτε προσευχή γιατί είναι λερωµένος µε αίµα (Ιλιάδα, Ζ 264-268). Το ίδιο
και ο Οδυσσέας, υστέρα από τη σφαγή των µνηστήρων, εξαγνίζει το παλάτι του
καίγοντας θειάφι ('Οδύσσεια, χ 493-494).
Με αυτή την αρχαία προκατάληψη συνδέονται οι σχετικές
προδιαγραφές για τον εξαγνισµό ενός φονιά, όπως το µαθαίνουµε µέσα από πολλά
κείµενα. ∆εν έχει σηµασία αν σκότωσε από λάθος, αφού κι εκείνος πού σκότωσε
χωρίς προµελέτη πρέπει να υποβληθεί στις ίδιες τελετουργικές διαδικασίες µε το
φονιά: το γεγονός ότι έχυσε αίµα προκάλεσε το µίασµα, ακόµα και αν ή πράξη του
είχε νόµιµες αιτίες ή δικαιολογίες. Το µίασµα αυτό πρέπει να εξαλειφθεί για να
µην κολλήσει εκείνος πού θα έρθει σε επαφή µε τον µιαρό. Γι’ αυτό ο φονιάς
εξορίζεται από την πόλη, ώσπου να καθαρθεί. Η ζωγραφική των αγγείων δείχνει τον
εξαγνισµό του Ορέστη, φονέα της µητέρας του, πού ραντίζεται µε το αίµα ενός
µικρού χοίρου.
Το χοιρίδιο του Ορέστη πλάι στις κοιμώμενες Ερυνίες.
Αυτός ο αρκετά διαδεδοµένος θεσµός ενοχλούσε τον φιλόσοφο
Ηράκλειτο, πού έκανε την παρατήρηση: «Είναι µάταιο να εξαγνίζονται µε αίµα οι
µιασµένοι από έναν φόνο: αυτός πού περπάτησε µέσα στη λάσπη ξεπλένεται µε
λάσπη;». Οι ιεροί νόµοι της Κυρήνης, των οποίων το κείµενο διατηρήθηκε σε µιαν
επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ., καθορίζουν µε λεπτοµέρειες πώς πρέπει να
συµπεριφερθούν σ’ έναν ικέτη που, αν και είναι ένοχος για φόνο, κάνει έκκληση
να γίνει δεκτός από την πόλη. Παρατηρούµε εδώ, ότι πρέπει να πάρουν αυστηρές
προφυλάξεις για να αποφύγουν Οποιαδήποτε επαφή ανάµεσα στους πολίτες και τον
ξένο, πού είναι ακόµη µιαρός.
Όπως το αίµα, ο θάνατος είναι, επίσης, αιτία µιάσµατος. Ο
Παυσανίας µας πληροφορεί ότι, στη Μεσσηνία της Πελοποννήσου, υπήρχε
καθιερωµένος κανόνας ότι ένας Ιερέας ή µια Ιέρεια, των οποίων το παιδί πέθαινε,
όφειλαν να παραιτηθούν από το ιερατικό τους
αξίωµα: ένα τόσο
στενό οικογενειακό πένθος
γινόταν αιτία µιάσµατος
που καθιστούσε ακατάλληλο τον ιερέα να υπηρετήσει τους θεούς.
Απαγορευόταν, επίσης, να θάψουν τους νεκρούς στο εσωτερικό
των ιερών χώρων (εκτός βέβαια από τους ήρωες).Ο ίδιος κανόνας ίσχυε και για τις
γυναίκες σε ώρα τοκετού. Ο τοκετός, εξαιτίας του αίµατος, ήταν αιτία µιάσµατος.
Έτσι, για να µπορεί κανείς να λάβει µέρος στις θρησκευτικές
τελετές οφείλει να είναι καθαρός από οποιαδήποτε επαφή µε τα φοβερά µυστήρια
της γέννησης και του θανάτου.
Η προσευχή αποτελεί στοιχειώδη θρησκευτική πράξη µε την οποία
ο πιστός έρχεται σε άµεση επικοινωνία µε ένα θεό. Είναι προφορική και µε δυνατή
φωνή. Η ελληνική αρχαιότητα δεν γνώρισε
ποτέ τη σιωπηλή
προσευχή, στοιχείο αποκαλυπτικό
του κοινωνικού χαρακτήρα της
θρησκευτικής της συµπεριφοράς. Σκοπός της
δεν είναι να εξαναγκάσει τη θεία θέληση, αλλά να
ακουστεί από τον θεό, όπως ακούγεται από έναν θνητό. Γι’ αυτό πρέπει να περιέχει ένα νόηµα. Η απλή
επίκληση ενός θεού ονοµαστικά είναι προσευχή, πράξη σεβασµού προς αυτόν και
έχει την αξία ενός χαιρετισµού. Εκτός από την επίκληση, η προσευχή περιέχει κι
ένα αίτηµα προς τον θεό.
Μετά την προσευχή ακολουθεί η προσφορά, αλλά η πράξη αυτή δεν
έχει την έννοια της συναλλαγής. Υπήρχαν
προσφορές ευκαιριακές, αλλά και αυτές
που προέβλεπε το έθιµο: σπονδές, πολύτιµα αντικείµενα,
αναθήµατα, το ένα/δέκατο από οποιοδήποτε κέρδος που ξεπερνούσε το συνηθισμένο,
λάφυρα, µνηµεία.
Βασικό στοιχείο κάθε τελετής ήταν η θυσία, και πρέπει να
τονιστεί ο τοπικός χαρακτήρας που είχαν οι λατρείες. Επειδή η πρακτική της
θυσίας ήταν περίπλοκη, κατέφευγαν
στην επέµβαση των
ειδικών – ιερέων
– που παρακολουθούσαν τις τελετουργίες.
Το λειτούργηµα του ιερέα είναι ανάλογο µε αυτό του άρχοντα.
Έχει κύρος που του εξασφαλίζει τιµητικές θέσεις στις δηµόσιες τελετές και
απολαµβάνει ειδικά προνόµια. Κατά τα άλλα, οι ιερείς είναι πολίτες όπως όλοι
και δεν αποτελούν ιερατική κάστα. Η ιερατική τους θητεία έχει ορισµένη διάρκεια
και η ιδιότητά τους αυτή είναι στενά συνδεδεµένη µε την ιδιότητα του πολίτη. Οι
Έλληνες διόριζαν και χρησιµοποιούσαν τους ιερείς τους µε διαφορετικό τρόπο από
ό,τι προγενέστεροι λαοί.
Ιερεύς - από τοιχογραφία στην Πομπηία
Οι ιερείς και οι ιέρειες υπηρετούσαν στα διάφορα ιερά και
στους ναούς εκτελώντας µια συγκεκριµένη υπηρεσία προς ορισµένο θεό σε
καθορισµένο ναό. Ο ιερέας ή η ιέρεια δεν έµεναν στον ναό αλλά έπρεπε να
βρίσκονται εκεί όταν απαιτούνταν. Στον ναό ή στο ιερό υπηρετούσαν και διάφοροι
αξιωµατούχοι, όπως ο νεωκόρος και οι ιεροποιοί, που ασχολούνταν µε την αγορά
των ζώων και την φροντίδα των οργάνων την θυσίας, και οι ιεροταµίαι που ήταν
υπεύθυνοι για τα οικονοµικά. Η ιερότητα ήταν κληρονοµική αλλά ιερείς
διορίζονταν και από τον δήµο για ένα έτος ή περισσότερο ή και εφ' όρου ζωής.
Στις ιδιωτικές θυσίες ο αρχηγός της οικογένειας εκτελούσε
χρέη ιερέως. Η θέση του ιερέα ήταν τιµητική και εκείνος έπρεπε να έχει
συγκεκριµένο παρουσιαστικό: τα µαλλιά του ήταν µακριά, φορούσε κεφαλόδεσµο,
στεφάνι, ενδύµατα µε χρώµα λευκό ή πορφυρό, ειδική ταινία στον καρπό και
κρατούσε ειδικό σκήπτρο.
ΟΙ ΕΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΔΕΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Οι εορτές των Ελλήνων στην αρχαιότητα
Η πλειονότητα των Ελλήνων συμμετείχε συνειδητά στις επίσηµες
θρησκευτικές εορτές των κλασικών χρόνων, οι οποίες διεξάγονταν σε διαφορές
τοποθεσίες ανά τον ελλαδικό χώρο. Στην Αττική, οι σηµαντικότερες εορτές ήταν τα
Παναθήναια, τα ∆ιονύσια, τα Ανθεστήρια, τα Λήναια. τα Αρρηφόρια. τα ∆ιάσια. τα
∆ιιπόλια, τα Θαργήλια, τα Πυανόµια και τα Πλυντήρια.
Η μεγάλη Πομπή των Παναθηναίων
Τα
Παναθήναια ήταν η σηµαντικότερη θρησκευτική γιορτή των Αθηναίων προς τιµήν της
πολιούχου θεάς Αθηνάς. Εκτός από τα ετήσια Παναθήναια, που εορτάζονταν στο
τέλος Ιουλίου, το τρίτο έτoς κάθε Ολυµπιάδας και στην θέση των ετησίων
Παναθηναίων οι Αθηναίοι γιόρταζαν τα Μεγάλα Παναθήναια, διαρκείας τεσσάρων
ηµερών. Την νύχτα της παραµονής της τελέσεως της γιορτής γινόταν η παννυχίς, µε
χορούς παρθένων και µε λαµπαδηφορία, δηλαδή αγώνα δρόµου µε αναµµένους δαυλούς.
Οι νικητές ελάµβαναν σε όλους τους αγώνες της εορτής ως έπαθλο παναθηναϊκό
αµφορέα, γεµάτο µε λάδι από τις ιερές ελιές της Αθήνας (µορίας) καθώς και
κλάδους ελιάς από τα ίδια δένδρα.
Με την ανατολή του ηλίου άρχιζε η µεγάλη ποµπή των Παναθηναίων, που ξεκινούσε από το ∆ίπολο στον Κεραµικό και κατέληγε στην Ακρόπολη, καλύπτοντας µια διαδροµή 1.050 µ. Οι συµµετέχοντες στην ποµπή µετέφεραν, τα πρώτα χρόνια στον παλαιό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και, αργότερα, µετά την οικοδόµησή του, στον Παρθενώνα, τις προσφορές προς την θεά και κυρίως τον ιερό πέπλο, èva τετράγωνο ύφασµα που το είχαν υφάνει οι κόρες των επιφανέστερων αθηναϊκών οικογενειών.
Με την ανατολή του ηλίου άρχιζε η µεγάλη ποµπή των Παναθηναίων, που ξεκινούσε από το ∆ίπολο στον Κεραµικό και κατέληγε στην Ακρόπολη, καλύπτοντας µια διαδροµή 1.050 µ. Οι συµµετέχοντες στην ποµπή µετέφεραν, τα πρώτα χρόνια στον παλαιό ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη και, αργότερα, µετά την οικοδόµησή του, στον Παρθενώνα, τις προσφορές προς την θεά και κυρίως τον ιερό πέπλο, èva τετράγωνο ύφασµα που το είχαν υφάνει οι κόρες των επιφανέστερων αθηναϊκών οικογενειών.
Παναθηναϊκός αμφορέας |
Ο πέπλος είχε το
χρώµα κρόκου αυγού (υποκίτρινος) και έφερε κεντηµένες σκηνές από την µυθολογική
γιγαντοµαχία στην οποία είχε
διακριθεί η Αθηνά.
Ο πέπλος τοποθετούνταν
σε σχήµα Ι στην
θέση του ιστίου τροχοφόρου πλοίου, που αποτελούσε το
κέντρο της ποµπής, και περιστοιχιζόταν από κόρες που µετέφεραν σε κονίστρα πάνω
στο κεφάλι τους τις προσφορές για την θεά. Στην ποµπή µετείχαν ακόµη
ηλικιωµένοι ευγενείς, µε κλάδους ελιάς στο χέρι, έφιπποι νέοι, µέτοικοι,
αντιπρόσωποι φιλικών ή
συµµαχικών προς τους Αθηναίους
Πόλεων αλλά και
πολλές αγελάδες και πρόβατα για τις θυσίες στους βωµούς της θεάς στην
Ακρόπολη. Μετά το πέρα; των θυσιών, το κρέας των ζώων καταναλωνόταν από τον
λαό, ο οποίος ευχόταν µια καλή γεωργική χρονιά για την Πόλη των Αθηνών.
Άλλη γιορτή που διεξαγόταν στην Αθήνα ήταν τα ∆ιονύσια. Στην
πραγµατικότητα ήταν δύο γιορτές: τα «εν άστει» και τα «κατ’ αγρούς» ∆ιονύσια.
Τα «εν άστει» εορτάζονταν στο τέλος Μαρτίου/αρχές Απριλίου στον ναό του
∆ιονύσου, στους πρόποδες της Ακροπόλεως. Ήταν πολυήµερη γιορτή και στην
κορύφωση της µεταφερόταν το ξόανο του θεού, εν ποµπή και δια του Κεραµικού, στο
ιερό του ∆ιονύσου. Η γιορτή είχε εύθυµο χαρακτήρα, περιλάµβανε θυσία ταύρου και
το κύριο έµβληµα της ήταν ο φαλλός, σύµβολο γονιµότητας. Μετά την ολοκλήρωση
της ποµπής, οι πολίτες περιδιάβαζαν την πόλη χορεύοντας και τραγουδώντας. Οι
επόµενες ηµέρες αφιερώνονταν στα δρώµενα (δραµατοποιηµένο ιερό θέαµα). Παρόµοια
διαδικασία µε τα «εν άστει» γινόταν και στα «κατ’ αγρούς» ∆ιονύσια µόνο που
αυτά εορτάζονταν τέλη ∆εκεµβρίου/αρχές Ιανουαρίου στους µεγάλους δήµους της
Αττικής.
Μια ακόµη γιορτή
που ήταν αφιερωµένη στον ∆ιόνυσο
ήταν τα Ανθεστήρια. Γιορτάζονταν τέλη
Φεβρουαρίου/αρχές Μαρτίου και ήταν αφιερωµένα στο άνοιγµα των πιθαριών του νέου
κρασιού, που είχε τοποθετηθεί εκεί πριν µερικούς µήνες. Οι παρευρισκόµενοι
έπιναν προς τιµήν του θεού ευχόµενοι να είναι καλόπιοτος ο καινούριος
οίνος. Μέχρι και
οι δούλοι είχαν
το δικαίωµα να πιουν
εκείνες τις µέρες. Η
ποµπή κατευθυνόταν από τους αγρούς στο εν Λίµναις ιερό του ∆ιονύσου
(κάπου κοντά στην Ακρόπολη) ενώ τον ∆ιόνυσο πάνω στο τροχοφόρο πλοίο υποδυόταν
ο άρχων βασιλεύς.
O άρχων βασιλεύς
και ή σύζυγος του αποτελούσαν το ιερό ζεύγος που θα τελούσε τον µυστικό
γάµο για την καλή βλάστηση των καρπών στους αγρούς. Το απόγευµα γίνονταν αγώνες
οινοποσίας για να γιορτασθεί ο ιερός γάµος ενώ οι συµµετέχοντες στις γιορτές
είχαν δικαίωµα να πειράζουν λεκτικά τους συµπολίτες τους στους δρόµους. Η
τελευταία µέρα των Ανθεστηρίων ήταν
αφιερωµένη στους νεκρούς και
στον Χθόνιο Ερµή. τον ψυχοποµπό. Η µέρα ήταν πένθιµη και
οι προσφορές απευθύνονταν προς τις ψυχές των νεκρών, όπως στα χριστιανικά
ψυχοσάββατα.
Τα Λήναια ήταν
µια ακόµη γιορτή αφιερωµένη
στον ∆ιόνυσο, ο
οποίος τώρα έπαιρνε νέα µορφή.
∆εν ήταν ο θεός που συµβόλιζε την γονιµότητα αλλά ο εκστατικός, ο οργιαστικός
∆ιόνυσος, Τα Λήναια εορτάζονταν τέλος Ιανουαρίου/αρχές Φεβρουαρίου. Οι λήνες ή
βάκχες» διονυσιακές µαινάδες δηλαδή, προσέρχονταν στο εν Λήµναις ιερό του ∆ιονύσου,
στόλιζαν ένα ξόανο του θεού και χόρευαν υπό τον ήχο τύµπανων και αυλών
κρατώντας πυρσούς και δάδες.
Τα Αρρηφόρια ήταν γιορτή προς τιµήν της Αθηνάς.
Η τελετή
γινόταν τέλος Ιουνίου/αρχές Ιουλίου και δύο µικρά κορίτσια, οι αρρηφόροι,
ηλικίας 7 έως 11 ετών, παραδίνονταν από τις οικογένειες τους για να ζήσουν για
λίγο διάστηµα, πριν την εορτή, στον «οίκο των αρρηφόρων». Ο οίκος ήταν µικρό
οίκηµα δίπλα στον ναό της Πολιάδος Αθηνάς (κοντά στο Eρέχθειο), όπου τα
κορίτσια πέρναγαν την ηµέρα τους παίζοντας στην αυλή. Την
νύχτα της παραµονής της
γιορτής η ιέρεια
της Αθηνάς παρέδιδε
στις δύο αρρηφόρες - τυλιγµένα
για να µην τα δουν - µυστικά αντικείµενα (αρρηφόρια) που τα δύο κορίτσια µετέφεραν
σε υπόγειο χώρο
στο ιερό της
εν κήποις Αφροδίτης,
όπου τα παρέδιδαν και ελάµβαναν
άλλα για να τα µεταφέρουν στην Ακρόπολη. Τα µυστικά αντικείµενα ήταν µάλλον
αποµιµήσεις φιδιών και φαλλών από ζυµάρι µε κλαδιά κουκουναριάς που σκοπό είχαν
να τονώσουν την εφορία των καρπών.
Τα ∆ιάσια ήταν η µεγαλύτερη αθηναϊκή γιορτή για τον ∆ία και
είχε ως σκοπό να προκαλέσει την εύνοια του θεού που σε αυτήν την περίπτωση ονοµαζόταν Μειλίχιος
∆ίας. Οι Αθηναίες νοικοκυρές έψηναν µικρά ψωµάκια σε µορφή βοδιών για να τα
προσφέρουν στον θεό ενώ φρόντιζαν και τον «οικουρό όφι», φίδια που ίσως έµεναν
στους τοίχους ή στα θεµέλια των σπιτιών και προστατεύονταν ως σύµβολο του ∆ία.
Οι Έλληνες γιόρταζαν επίσης τον Ιούνιο/Ιούλιο τα ∆ιιπόλια ή
∆ιπόλεια. γιορτή που ήταν αφιερωµένη στην γονιµότητα. Οι εκδηλώσεις γίνονταν
στο όνοµα του ∆ία και περιλάµβαναν την τέλεση θυσίας βοδιού στον βωµό του θεού.
Τα Θαργήλια και
τα Πυανόψια τελούνταν
προς τιµήν του
Απόλλωνα. Τα Θαργήλια, που
περιλάµβαναν και τελετές για την Αρτέµιδα, εορτάζονταν τον Μάιο/Ιούνιο.
Στον Απόλλωνα προσφέρονταν
οι πρώτοι, µη ωριµασµένοι ακόµη, καρποί καθώς
και «άρτος ζυµωµένος µε αυτούς τους καρπούς (θάργηλος). Στις τελετές
γινόταν παράκληση για καλή καρποφορία και µάλιστα η γιορτή συνοδευόταν από
καθαρµό των Αθηναίων για τον σκοπό αυτό. Πολλές φορές, κατά την διάρκεια των
τελετών, δύο κακοποιοί που επρόκειτο να θανατωθούν, περιφέρονταν στους δρόµους
µε σύκα κρεµασµένα στον λαιµό τους. Ονοµάζονταν φαρµακοί και καθάρµατα και η
αποποµπή τους αποσκοπούσε στον καθαρµό ανδρών και γυναικών. ∆ηλαδή, σκοπός της
συγκεκριµένης ιεροτελεστίας ήταν οι φαρµακοί (εξ ου και φάρµακο = γιατρικό) να
απορροφήσουν το µίασµα από όλους τους κατοίκους και τελικά να εκδιωχθούν ή
θανατωθούν για να καθαρισθεί η Πόλη.
Κατά τα Πυανόψια, την δεύτερη προς τιµήν του Απόλλωνα γιορτή,
που τελούνταν στο τέλος Οκτωβρίου, οι Αθηναίοι προσέφεραν στον θεό πύανα,
δηλαδή κουκιά που βράζονταν µόνα τους ή µε άλλα όσπρια για γίνουν πολτός. Τα
πύανα ήταν ευχαριστήρια προσφορά στον Απόλλωνα για την καλή συγκοµιδή των
οσπρίων.
Τα Πλυντήρια και τα Καλλυντήρια σχετίζονταν µε τον φυσικό
καθαρισµό του ναού και των ξοάνων της Αθηνάς Πολιάδος στην Ακρόπολη. Σταδιακά,
όµως, η τελετή έλαβε και χαρακτήρα τελετουργικού καθαρµού. Το αρχαίο ξόανο της
Αθηνάς ήταν τοποθετηµένο στον παλαιό ναό της, µεταξύ Ερεχθείου και Παρθενώνα.
Μπροστά στο ξόανο έκαιγε µέρα- νύχτα λύχνος, ο
οποίος γεµιζόταν µε
λάδι µια φορά
τον χρόνο. Το
ξόανο της θεάς µεταφερόταν το πρωί στο Φάληρο µε ποµπή,
πλενόταν στην θάλασσα και το ίδιο βράδυ, υπό το φως των δάδων, µεταφερόταν πίσω
στην Ακρόπολη.
Παρόµοιες γιορτές µε τους Αθηναίους τελούσαν και οι Λάκωνες
µε σηµαντικότερες τα Υακίνθια και τα Κάρνεια.
Τα Υακίνθια ήταν τριήµερη γιορτή που διεξαγόταν στα τέλη
Μαΐου / αρχές Ιουνίου στις Αµυκλές (νότια της Σπάρτης) προς τιµήν του Απόλλωνα
και του Υακίνθου, που ήταν τοπικός θεός της βλαστήσεως. Η πρώτη ήµερα ήταν
πένθιµη εις ανάµνησιν του θανάτου του Υακίνθου, ενώ η δεύτερη γιορτινή προς
τιµήν του Απόλλωνα. Έτσι, εκφραζόταν ο κύκλος θανάτου και γεννήσεως των θεών
της βλαστήσεως ή γονιµότητας, όπως συνέβαινε και µε τον Όσιρη στην Αίγυπτο.
Σπαρτιάτισσες ύφαιναν τον χιτώνα του Απόλλωνα για να του τον αφιερώσουν και
µέσω ποµπής αρµάτων και εφίππων κατευθύνονταν µέχρι τον ναό του Απόλλωνα στις
Αµύκλες, όπου συνεχίζονταν οι γιορτές και την τρίτη ηµέρα.
Τα Κάρνεια ήταν γιορτή που διαρκούσε εννέα ηµέρες στο τέλος
Αυγούστου. Ήταν αφιερωµένη στον τοπικό θεό Κάρνειο ή Κάρνο και στον Απόλλωνα.
Οι άνδρες µετείχαν σε δείπνο, που προσφερόταν µε τέτοιο τρόπο έτσι ώστε σε
εννέα σηµεία τ ης πόλεως δειπνούσαν
ανά εννέα άνδρες.
Η όλη γιορτή
εµπιστευόταν σε νέους Σπαρτιάτες
που ονοµάζονταν καρνεάτες. Κατά την διάρκεια της γιορτής ένας από τους
καρνεάτες αφού εκφωνούσε τις ευχές για το τέλος της συγκοµιδής, έφευγε όσο πιο
γρήγορα µπορούσε ενώ τον κυνηγούσαν οι σταφιλοδρόµοι, άλλοι καρνεάτες που
κρατούσαν τσαµπιά σταφύλια. Εάν τον έπιαναν η χρονιά για την Πόλη θα ήταν καλή.
Στο Ηραίο του Άργους υπήρχε το ωραιότερο άγαλμα
της Ήρας, έργο του γλύπτη Πολύκλειτου. Ήταν χρυσελεφάντινο και αποτελούσε ένα
θαύμα της αρχαίας ελληνικής τέχνης. Ο θρόνος της Ήρας ήταν
χρυσελεφάντινος. Η θεά κρατούσε στο ένα χέρι της το σκήπτρο και στο άλλο το ρόδι. Στο διάδημα
της παριστάνονταν οι Ώρες και οι Χάριτες.
Παρόµοιες γιορτές γίνονταν και σε άλλα σηµεία της Ελλάδας, µε
περισσότερο γνωστό το Ηραίο του Άργους. Η γιορτή ήταν αφιερωµένη στην Ήρα και
είχε σχέση την ευφορία των καρπών της γης. Έξω από το Αργός υπήρχε ιερό της
θεάς, όπου κατευθυνόταν η ποµπή που ξεκίναγε από την πόλη. Οι εκδηλώσεις
διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια και πολύ πιθανό να περιλάµβαναν και
αναπαράσταση ιερού γάµου της Ήρας µε τον
∆ία, όπως συνέβαινε στην Αθήνα µε τον ∆ιόνυσο.
Η ελληνική κοινωνία δεν διαχώρισε ποτέ αυστηρά τον κοινωνικό
από τον θρησκευτικό τοµέα.
Η ίδια η πόλη είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος της θρησκευτικής ζωής. Τα ιερά και οι λατρείες της επιβάλλουν το ενδιαφέρον σε κάθε πολίτη της, που αισθάνεται µέλος του αστικού σώµατος µόνον εφ’ όσον λαµβάνει µέρος στην κοινή λατρεία. Γι’ αυτόν πατρίδα είναι πρώτα η θρησκεία που του µετέδωσαν οι πρόγονοί του. Το πνεύµα αυτό φαίνεται και στον όρκο των Αθηναίων εφήβων, που διασώθηκε από µια επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. Γι’ αυτό το λόγο οι Έλληνες έδιναν τόση σηµασία στις µεγάλες θρησκευτικές τελετές, όπου πρωτεύον στοιχείο ήταν η δηµόσια θυσία. Τότε µόνον αισθάνονταν ότι συμμετείχαν ενεργά και απόλυτα στη ζωή της πόλης.
Η ίδια η πόλη είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος της θρησκευτικής ζωής. Τα ιερά και οι λατρείες της επιβάλλουν το ενδιαφέρον σε κάθε πολίτη της, που αισθάνεται µέλος του αστικού σώµατος µόνον εφ’ όσον λαµβάνει µέρος στην κοινή λατρεία. Γι’ αυτόν πατρίδα είναι πρώτα η θρησκεία που του µετέδωσαν οι πρόγονοί του. Το πνεύµα αυτό φαίνεται και στον όρκο των Αθηναίων εφήβων, που διασώθηκε από µια επιγραφή του 4ου αιώνα π.Χ. Γι’ αυτό το λόγο οι Έλληνες έδιναν τόση σηµασία στις µεγάλες θρησκευτικές τελετές, όπου πρωτεύον στοιχείο ήταν η δηµόσια θυσία. Τότε µόνον αισθάνονταν ότι συμμετείχαν ενεργά και απόλυτα στη ζωή της πόλης.
Αυτή η ποικιλία, η πολυσηµία και οι διακυµάνσεις συνέβαλαν
πολύ στη ζωτικότητα της ελληνικής θρησκείας, πού µπορούσε εύκολα να ανανεώνει ή
να εµπλουτίζει το πνευµατικό της περιεχόµενο, χωρίς να διαταράσσεται ή συνέχεια
των λατρευτικών της εθίµων: η ελληνική θρησκεία στηρίζεται στις παραδόσεις,
αλλά δεν υπακούει σε δόγµατα. Καταλαβαίνουµε ότι κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες,
τολµηρές σκέψεις σχετικά µε τη θρησκεία φανερώθηκαν αρκετά πρόωρα χωρίς να
δηµιουργήσουν σκάνδαλο, όσο ακόµηάνηκαν στο θεωρητικό έδαφος.
Σε θρησκεία χωρίς δόγµατα, χωρίς ιερατείο, χωρίς ιερά βιβλία, οι προσωπικές εκτιµήσεις µπορούσαν να εκφράζονται ελεύθερα. Από αυτήν την ελευθερία οι Έλληνες επωφελήθηκαν ιδιαίτερα. Είναι γνωστή η µεγάλη ανεξαρτησία των ποιητών στην παρουσίαση των παραδοσιακών µύθων. Η θεωρητική, επίσης, σκέψη έδειξε πολλή τόλµη και δεν συνάντησε εµπόδια, παρά µόνον όταν κρίθηκε επικίνδυνη για διατάραξη της κοινωνικής ζωής. Η απόλυτη οικειότητα των Ελλήνων µε τους θεούς τους έσπρωχνε να τους περιπαίζουν χωρίς να φοβάται τη θεία δύναµη. Οι άθεοι κατηγορήθηκαν µόνον όταν εκείνοι ήθελαν να αποφύγουν τις υποχρεώσεις που είχαν ως πολίτες. Η έλλειψη πίστης µάλλον δεν εθεωρείτο έγκληµα, παρά µόνον όταν έπαιρνε τη µορφή ασέβειας. Έτσι εξηγείται η κριτική που πολλοί φιλόσοφοι άσκησαν µε εξαιρετική ελευθερία στον πολυθεϊσµό.
Σε θρησκεία χωρίς δόγµατα, χωρίς ιερατείο, χωρίς ιερά βιβλία, οι προσωπικές εκτιµήσεις µπορούσαν να εκφράζονται ελεύθερα. Από αυτήν την ελευθερία οι Έλληνες επωφελήθηκαν ιδιαίτερα. Είναι γνωστή η µεγάλη ανεξαρτησία των ποιητών στην παρουσίαση των παραδοσιακών µύθων. Η θεωρητική, επίσης, σκέψη έδειξε πολλή τόλµη και δεν συνάντησε εµπόδια, παρά µόνον όταν κρίθηκε επικίνδυνη για διατάραξη της κοινωνικής ζωής. Η απόλυτη οικειότητα των Ελλήνων µε τους θεούς τους έσπρωχνε να τους περιπαίζουν χωρίς να φοβάται τη θεία δύναµη. Οι άθεοι κατηγορήθηκαν µόνον όταν εκείνοι ήθελαν να αποφύγουν τις υποχρεώσεις που είχαν ως πολίτες. Η έλλειψη πίστης µάλλον δεν εθεωρείτο έγκληµα, παρά µόνον όταν έπαιρνε τη µορφή ασέβειας. Έτσι εξηγείται η κριτική που πολλοί φιλόσοφοι άσκησαν µε εξαιρετική ελευθερία στον πολυθεϊσµό.
Πρώτη φορά, είπαν, στην Ελλάδα κερδήθηκαν η ελευθερία του
ανθρώπου και ο λόγος της ελευθερίας. Προϋπόθεση, άλλωστε, του λόγου της
ελευθερίας είναι ο ελεύθερος άνθρωπος. Η διαλεκτική πορεία που έφερε ως εκεί
ήταν επίπονη και προέκυψε από την ένταση
των συγκρούσεων του
Έλληνα µε υπέρτερες δυνάµεις ανθρώπινες και
θεϊκές. Καθρέφτης αυτής της πορείας είναι η ζωή και το έργο του
Αισχύλου. Μάχεται ο Αισχύλος στον Μαραθώνα και στη Σαλαµίνα µε δόρυ και µε
ασπίδα, όπως µάχεται και η γενιά του, για
να προστατέψει την
ελληνική ανεξαρτησία από
τον δεσποτισµό της
Ανατολής.
Μάχεται, όµως, ακόµη ο Αισχύλος, αντιπροσωπευτικός κι εδώ
εκφραστής της γενιάς του, να ελευθερώσει µε τον λόγο της ελευθερίας τον άνθρωπο
από πανάρχαιες ανατολικής προέλευσης δοξασίες που τον κρατούσαν δεσµώτη.
"Με τιτανική προσπάθεια ανοίγει το δρόµο προς τις πηγές της ζωής και της
ελευθερίας του ανθρώπου, Ο άνθρωπος ελεύθερος όχι µονάχα απέναντι στον
δεσποτισµό των ανθρώπων αλλά και απέναντι στον δεσποτισµό των θεών. Η σύγκρουση
του µε τους θεούς βρίσκει την έκφραση της στον «Προµηθέα ∆εσµώτη». Η
ελεύθερη ατοµική ζωή του
ανθρώπου βρίσκει τη
δικαίωση της µε τον ελεύθερο λόγο της «Ορέστειας».
Το ελληνικό πνεύµα συνιστά αναµφισβήτητα γνώρισµα της
ελευθερίας. Ένα απόσπασµα από το έργο του Λίβινγκστον -Sir Richard Winn Livingstone- «Το Ελληνικό Πνεύµα και η
σηµασία του για µας» το αποκαλύπτει, ακολουθώντας τη µέθοδο της σύγκρισης:
Ας πάρωµε ένα περίφηµο παράδειγµα. Η Ελληνική κι η Εβραϊκή λογοτεχνία περιέχουν η καθεµιά τους την ιστορία ενός δίκαιου ανθρώπου που ο ουρανός του έστειλε µια άδικη δυστυχία. Ο Ιώβ «...άνθρωπος... αληθινός, άµεµπτος, δίκαιος, θεοσεβής, απεχόµενος παντός πονηρού πράγµατος», έχασε τα αγαθά του, την οικογένεια του, και την υγεία του από αιφνίδιο βούλευµα του ουρανού.
Ο Προµηθέας, ο µεγάλος Τιτάνας, που είδε το ανθρώπινο γένος
να εξολοθρεύεται παραµεληµένο, το λυπήθηκε, δε φοβήθηκε τη θεϊκή οργή, έδωσε το
πυρ στους ανθρώπους, και για τιµωρία του ο ∆ίας τον κάρφωσε σ' ένα απότοµο
κρηµνό, επάνω στον Καύκασο. Οι δύο «πάσχοντες» είναι σε πολύ ίδια κατάσταση: ο
Προµηθέας υποφέρει, γιατί ακολούθησε τις υπαγορεύσεις της ευσπλαχνίας· ο Ιώβ
υποφέρει παρά την καθαρότητα της ζωής
του. Αν ένας
από τους δύο
άξιζε τη µοίρα του,
αυτός ήταν ο Προµηθέας. Η καθεµιά ιστορία ακολουθεί την
ίδια πορεία. Και οι δύο άνθρωποι θρηνούν για τα βάσανα τους και διακηρύττουν
την αθωότητα τους. Φίλοι τους επισκέπτονται και τους συµβουλεύουν υποταγή στη
θέληση του ουρανού. Ο Προµηθέας απαντά, ότι η προσβολή που έκαµε ήταν εσκεμμένη
και ότι ποτέ δε θα υποχώρηση στο ∆ία· ο Ιώβ επιµένει ότι κανένα κακό δεν έκαµε.
Ως εδώ οι ιστορίες συµπίπτουν. Αλλά παρατηρήστε πόσο
διαφορετική είναι η ηθική που ο Έλληνας και ο Εβραίος συγγραφέας συνάγουν
αντίστοιχα από τις δυστυχίες αυτών των δύο. Μέσα από την έρηµο βγαίνει «λαίλαψ
και νέφη» και µια φωνή ακούγεται που
µιλά στον Ιώβ πείθοντας τον, όπως παράξενα λέγει η
επικεφαλίδα του κεφαλαίου, ότι είναι αµαθής και ηλίθιος. Τι είναι αυτός µε όλη
τη γνώση του, που θα ήθελε να ελέγχει τα συστήµατα του Κυρίου: Πού ήσουν, του
λέγει, «εν τω θεµελιουν µε την γήν;». Μπορεί ο Ιώβ να κάµη χιόνι ή πάγο ή
βροχή; µπορεί να οδηγεί και να διατάζει τους αστερισµούς; Τι ξέρει για τον Παντοδύναµο
και «τας οδούς» του; Και ο Ιώβ µε ήρεµη ευπείθεια δέχεται την απόφαση του θεού.
«Το βλέπω, είµαι
µηδαµινός... ξεστόµισα
πράγµατα που δεν
καταλάβαινα... πράγµατα πολύ θαυµαστά για µένα, που δεν τα ήξερα… Γι
αυτό σιχαίνοµαι τον εαυτό µου, και µετανοώ µέσα στη σκόνη και στη σποδό».
Παρατηρήστε ότι ο θεός δεν εδικαιολόγησε την ποινή του Ιώβ,
ούτε ο Ιώβ δέχτηκε ότι έπεσε σε σφάλµα. Μόνο που ανακάλεσε τα λόγια του και
ταπείνωσε τον εαυτό του. Τα δεινοπαθήµατά του παραµένουν µυστήρια ανεξήγητα.
Αλλά ποιος είναι αυτός που θα έλεγχε «τας
οδούς του Κυρίου»;
Αυτή η λύση, µπορούµε µε ασφάλεια να µαντέψωµε, θα ήταν
ακατανόητη για τον
Έλληνα· ο Αισχύλος δεν την αποδέχεται. «Ο θεός πείθει τον Ιώβ
πως βρίσκεται σε αµάθεια και βλακεία»: δεν υπάρχει ίχνος για τέτοια κατάληξη
στην περίπτωση του Προµηθέα. Όταν ο
∆ίας προστάζει και απειλή, ο Προµηθέας ανταπαντά µε υβριστική
πρόκληση: κάνει ό,τι δε θα κάνει ποτέ ο Ιώβ: καταριέται το θεό. Και τον
καταριέται, χωρίς να τιμωρηθεί ή να πάθη τίποτε περισσότερο. Ανόµοια προς τον
Εβραίο ο Αισχύλος κλείνει την ιστορία του, όχι µε θετική δικαίωση. Ο χρόνος και
η Ειµαρµένη φέρνουν τον Ηρακλή, ο οποίος σκοτώνει το βασανιστικό γύπα: ο ∆ίας
πείθεται να σπάσει τις αλυσίδες του Προµηθέα, και για αντάλλαγµα µαθαίνει ένα
µυστικό κίνδυνο που απειλεί το θρόνο του.
Αλλά ο Τιτάνας δεν ταπεινώνεται, ούτε ο θεός εξυψώνεται: µια
συµφωνία χαράζεται ανάµεσα στους δυο και καταλήγουν σε όρους. Από τον πρώτο ως
τον τελευταίο στίχο ποτέ δεν έρχεται στο νου του Αισχύλου ότι µπορεί ο Προµηθέας
να έχει στενή αντίληψη για τη δικαιοσύνη, και ότι, όταν οι λογαριασµοί θα
ανακεφαλαιώνονταν, θα µπορούσε ο ∆ίας να βγάλη το συµπέρασµα ότι στο κάτω κάτω
είχε δίκιο. Χωρίς υποψία ότι θα µπορούσε να υποπέση σε λάθος, ο Αισχύλος
προσάγει το θεό και τον Τιτάνα µπροστά στη δικαστική έδρα του ανθρώπινου λόγου.
Κρίνει και τους δύο σ' αυτό το δικαστήριο χωρίς ευνοϊκή προκατάληψη για κανέναν
από τους δύο, και όταν ο θεός φαίνεται άδικος, τον καταδικάζει αδίστακτα.
Ο Προμηθέας δεσμώτης |
Ο Έλληνας λέγει για τον Απόλλωνα και το ∆ία: υπάρχουν, ενώ ο
Ιεχωβά λέγει στο λαό Του: ΥΠΑΡΧΩ· οι Εβραίοι συγγραφείς δείχνουν αυτό-υποταγή
και αυτό-ταπείνωση σ’ Αυτόν, καθόλου Ελληνική. Τους βασάνιζε η αίσθηση Του.
Αυτός εµπνέει ό,τι υπάρχει µεγάλο και αξιομνημόνευτο
στα γραφόµενά τους. Υπάρχουν τριάντα εννέα βιβλία στην Παλαιά ∆ιαθήκη. Εκτός
από ένα, όλα ασχολούνται συνεχώς µε τις σχέσεις του θεού µε τον άνθρωπο· δέκα
εννιά -το Βιβλίο του Ιώβ, οι Ψαλµοί, τα βιβλία των Προφητών- δεν έχουν άλλο
θέµα.
∆εν συµβαίνει το ίδιο µε την Ελληνική λογοτεχνία. ∆εν
βρίσκεται από πίσω της, σαν αµετάβλητο βάθος, πάλη ανάµεσα στη θέληση του
ανθρώπου και στη θέληση του θεού. ∆εν έχει επανειλημμένες διαµαρτυρίες εναντίον
ενός αποστάτη λαού, που τ' αυτιά του είναι συνεχώς βουλωµένα και χοντρές οι
καρδιές του.
Κι αυτό δεν οφείλεται
σε καµιά εξαιρετική αγάπη της
δικαιοσύνης από τους
Έλληνες. Είναι προπάντων,
γιατί η θρησκεία δεν ήταν το ίδιο
πράγµα για τον Όµηρο ή τον Αισχύλο και για το Μωϋσή ή τον Ησαΐα. Στο σχέδιο
τους για τον κόσµο ο θεός δεν ήταν το παν. Ήταν ένα µέρος της ζωής τους,
σηµαντικό µέρος, αλλά όχι περισσότερο.
Υπήρχε για να προσφέρει την προστασία
Του στις απασχολήσεις τους και τα συμφέροντα τους, αλλά όχι να τους διευθύνει,
να δεσπόζει, να τους καταπονεί. Αυτό συμβαίνει ακόµη και στους πιο «θρήσκους»
Έλληνες.
Όταν ο Πλάτων οικοδομεί την ιδανική πολιτεία του, η πρώτη λέξη στις
σελίδες του δεν είναι ο θεός, η πρώτη σκέψη του συγγραφέα δεν είναι πώς θα
ευχαρίστηση το θεό. Πολύ αργότερα µέσα στην πραγµατεία του φτάναµε σε τέτοιες
απόψεις. ∆ιαβάστε την Πολιτεία του Πλάτωνα ύστερα από ένα από τα βιβλία των
προφητών και η διαφορετική διάθεση είναι φανερή.
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ