Η ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ
ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΟ ΔΙΑΒΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΜΠΛΕΚΕΙ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΠΟ ΠΟΛΛΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ, ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ, ΕΡΓΟ ΤΗΣ
ΟΠΟΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝ ΜΕΡΕΙ Η ΑΝΑΠΛΑΣΗ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΑ
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ Η ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΣΚΑΠΑΝΗ. ΑΝΑΜΦΙΒΟΛΑ ΣΕ
ΑΡΚΕΤΕΣ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Η ΟΙ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΦΩΣ ΝΕΩΝ
ΕΥΡΗΜΑΤΩΝ ΣΥΧΝΑ ΣΥΓΚΡΟΥΟΝΤΑΙ Η ΑΝΑΠΛΑΘΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΤΟΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ
ΚΑΝΕΙΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟΛΥΤΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΙΡΜΩΝ ΤΟΥ, ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΟΤΑΝ
ΕΞΕΤΑΖΕΙ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΟΝΤΑΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΑΝ ΤΩΝ ΠΑΡΟΝΤΩΝ «ΟΡΙΩΝ» ΤΗΣ
ΙΣΤΟΡΙΑΣ.
Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως υπόβαθρο την παρούσα γνώση μας, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό της πόλης, απόλυτα αναγκαίο, για τη μεταγενέστερη επεξεργασία τούτης της μελέτης. Πιθανώς η έννοια της λέξης πόλη να μας φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε ένα μοναδικό και με ακρίβεια διατυπωμένο ορισμό της. Τούτο γιατί τα οικονομικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια της συνύπαρξης των ανθρώπων δεν είναι πάντα ίδια. Ωστόσο, είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της.
Αρχικά η πόλη είναι ένας μόνιμος οικισμός[1], αντίθετα από τους
προσωρινούς οικισμούς, που δημιουργούνται για οικονομικούς και άλλους λόγους. Ένα δεύτερο στοιχείο της πόλης είναι η εξωτερική της όψη. Το αστικό τοπίο ορίζεται σε κάθε περιοχή από τις διαφορές του σε σχέση με το τοπίο της υπαίθρου. Μπορεί να είναι η πολεοδομική οργάνωση ή η ύπαρξη ενός ναού και οχυρώσεων. Ένα τρίτο και καθοριστικό στοιχείο είναι η συγκέντρωση πληθυσμού ανά μονάδα οικοδομημένης επιφάνειας. Τέταρτο στοιχείο είναι ο ορισμός της πόλης από τις εξειδικευμένες αστικές δραστηριότητες, εκείνες που θεωρούνται μη-γεωργικές. Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί η πόλη είναι άμεσα εξαρτώμενη από το ιδιοκτησιακό της καθεστώς σε σχέση με τις περιβάλλουσες εκτάσεις της υπαίθρου. Στατιστικά αναφέρεται πως χρειάζονταν πάνω από δέκα αγρότες, για να μπορεί να επιβιώνει ένα άτομο στην πόλη κατά την περίοδο του Μεσαίωνα[2], πόσο μάλλον σε αρχαιότερες περιόδους της ιστορίας.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως η πόλη είναι ένας οικισμός μόνιμου χαρακτήρα με αρκετό μέγεθος, δομημένος έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη συλλογική ζωή. Μέρος του πληθυσμού της -μεγάλο ή μικρό- είναι δυνατόν να συνδέεται με γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η μελέτη της χρειάζεται τυποποιημένα πρότυπα αναφοράς. Αυτά τα τυποποιημένα πρότυπα είναι η θέση και η τοποθεσία, οι φάσεις της ανάπτυξής της, οι λειτουργίες και η πολεοδομία της, τα ιερά της, ο πληθυσμός της, ο ρόλος της στην ευρύτερη περιφέρεια, η πολιτική και οικονομική της οντότητα, καθώς και ο ρόλος της ως μητρόπολη σε ορισμένες περιπτώσεις.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα[3], ακόμη και αν δε ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων.
Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη[4]. Η γενική χρήση της λέξης δείχνει μια αδιάσπαστη εξέλιξη από την πρωτόγονη αγροτική κοινότητα ως πρωτοαστικό κέντρο στο άστυ. Η παράμετρος της πολιτικής οντότητας αναδεικνύει το ρόλο της επιρροής της πόλης στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιφέρειας.
Με βάση τα παραπάνω, θα προχωρήσουμε στη διερεύνηση της έννοιας πόλη κατά την Παλαιολιθική, τη Μεσολιθική και ιδιαίτερα τη Νεολιθική Περίοδο.
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ
Ο Μαρουλάς δεν ήταν μεμονωμένο φαινόμενο στην Κύθνο. Ήταν ένα μόνο μέρος ενός δικτύου οικισμών, που είχαν αναλάβει την διαχείρηση του νησιωτικού περιβάλλοντος, παρ’ ότι οι διατροφικές πηγές που υπήρχαν ήταν περιορισμένες. .Η ανασκαφή του Σάμψων απεκάλυψε και άλλες κυκλικές κατασκευές. Ορισμένες με ελλειπτικό σχήμα. Αυτές βρέθηκαν πάνω στο διαβρωμένο από το κύμα βράχο. Ένδειξη ότι το πολύ μεγαλύτερο μέρος του οικισμού, έχει σκεπαστεί από νερά. Συνολικά επισημάνθηκαν 17 κυκλικές ή ελλειψοειδής κατασκευές. [ΑΝΑΚΑΛΥΠΤΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΗ ΚΥΘΝΟ- ΕΡΕΥΝΑ:Νίκος Κορρές] |
Η Νεολιθική Εποχή (6800-3200 Π.Κ.Ε) στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, γεγονός που ευνοεί την οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, με οικονομία στηριγμένη στη συστηματική γεωργική εκμετάλλευση, την κτηνοτροφία, την ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων και την παραγωγή κεραμικής. Έτσι, κατά την Προκεραμική και την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο (6500-5800 Π.Κ.Ε.) οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια[3].
Στρόφιλας Άνδρου. Ο οικισμός της Τελικής Νεολιθικής περιόδου |
Κατά τη Νεότερη Νεολιθική Ι και ΙΙ η αρχιτεκτονική των οικισμών διαφέρει, όπως και η πληθυσμιακή τους πυκνότητα (150-300 άτομα). Εμφανίζονται μεγαλύτερα, μεγαρόσχημα κτήρια[5] και οι πρώτοι κοινόχρηστοι χώροι. Αρκετοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους, γεγονός που υποδεικνύει ένα βαθμό οριοθέτησης της κοινότητας. Στην ίδια περίοδο εντατικοποιείται η αγροτική οικονομία με την αποψίλωση δασικών και θαμνωδών εκτάσεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Η αποψίλωση περιφερειακών εκτάσεων για την επιβίωση μιας μόνιμης κοινότητας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που έπονται της διαδικασίας της αστικοποίησης[6]. Η διάδοση ανταλλάξιμων προϊόντων, όπως οι αιχμές και τα κοσμήματα, σε οικισμούς της Μακεδονίας, των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης υποδεικνύουν την ανάπτυξη ενός δικτύου ανταλλαγών, μιας πρώιμης εμπορικής δραστηριότητας ανάμεσα στους οικισμούς[7].
Το ενδιαφέρον για την αναζήτηση της πρώιμης αστικοποίησης επικεντρώνεται στην Τελική Νεολιθική ή Χαλκολιθική Εποχή (4500-3200 Π.Κ.Ε.), περίοδο κατά την οποία γίνεται εμφανής η μετάβαση από τη νεολιθική γεωργική και κτηνοτροφική οικονομία στην οικονομία της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Οι παραγωγικές δραστηριότητες βελτιώνονται και εκτείνονται με τη διάδοση της χρήσης των μετάλλων. Τούτο το γεγονός απαιτεί τη δημιουργία εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και την εξειδίκευση ανθρώπινου δυναμικού στην κατεργασία των μετάλλων. Στην ίδια περίοδο εντατικοποιείται η κατοίκηση παράκτιων ζωνών και η δημιουργία πρωτοαστικών κέντρων με εκτεταμένο δίκτυο θαλάσσιων επαφών και εμπορικών ανταλλαγών. Αυτά τα πρωτοαστικά κέντρα εξασφαλίζουν αποθέματα για την επιβίωσή τους, τα οποία υποδηλώνονται από την ανακάλυψη αποθηκευτικών πίθων. Η συλλογική παραγωγή αλλάζει, διαφοροποιείται και επιτρέπει την ανάπτυξη νέων κοινωνικών αξιών, αφενός εξαιτίας της γνώσης που αναπτύσσεται σε μικρές ομάδες ατόμων στη μορφή μιας πρωτόγονης συντεχνίας, αλλά και της κατοχής αντικειμένων που αναδεικνύουν μια διαφορετική κοινωνική θέση.
Το Βουλευτήριον στην Πολυόχνη της Λήμνου |
Η Πολιόχνη στην Λήμνο |
Λήμνος Πολυόχνη -Η σιταποθήκη. |
Κατά την Πρώιμη Χαλκοκρατία παρατηρείται μια βαθιά πολιτιστική τομή με το παρελθόν στην ηπειρωτική Ελλάδα,πίθανα από τα νησιά της, λίγο μετά το 3000 Π.Κ.Ε.[12]. Η οικονομική άνθηση της συγκεκριμένης περιόδου είχε και τις επιπτώσεις της στην κοινωνική σύνθεση των πρωτοαστικών κέντρων. Η συνύπαρξη φτωχών και πλούσιων, απλών ή οικογενειακών τάφων (Άγιος Κοσμάς Αττικής, Θήβα, Λιθαρές και νεκροταφείο των τύμβων της Λευκάδας)[13] αποκαλύπτει την ανομοιόμορφη κατανομή του πλούτου και κατ' επέκταση την κοινωνική πολυμορφία των μελών των αποκαλούμενων πρωτοελλαδικών πρωτοαστικών κέντρων.
Λέρνα Αργολίδος 2500-2300 π.Χ. |
Όσα συμβαίνουν, ωστόσο, στους αποκαλούμενους πρωτοελλαδικούς και μεσοελλαδικούς πρωτοαστικούς οικισμούς δεν ισχύουν για το Αιγαίο και τον κυκλαδικό πολιτισμό, ούτε για τη μινωική Κρήτη. Οι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης, ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Ιδιαίτερα κατά τη μεσομινωική περίοδο (2000-1550 Π.Κ.Ε.), η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μια νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη.
Η Κνωσός |
Οι κοινωνικές τάξεις, όπως φαίνεται από τις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων, περιελάμβαναν επαγγελματίες τεχνίτες και γραφείς, που λόγω της εξειδίκευσής τους απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια. Οι εργασιακές σχέσεις των εξειδικευμένων τεχνιτών με τα ανάκτορα γίνονται πηγή ενός ρεύματος αστικοποίησης και συγκέντρωσης στην ευρύτερη ανακτορική περιοχή εξειδικευμένων εργαστηρίων. Ανάμεσα στο ανάκτορο και τους πολίτες έστεκαν υψηλοί αξιωματούχοι, που είχαν υπό την εποπτεία τους το έργο της συλλογής των αγροτικών προϊόντων και των φόρων από την ύπαιθρο. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με ένα οικονομικό συγκρότημα που φαίνεται ως να έχει επιβληθεί πάνω στην πόλη[14].
Στο Αιγαίο αναπτύσσονται, ήδη από την Πρώιμη Χαλκοκρατία, στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του Β.Α. Αιγαίου πολυάνθρωπα, οχυρωμένα πρωτοαστικά κέντρα με ξεκάθαρη πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και κοινωφελή έργα, χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν εξειδίκευση, κατανομή εργασίας και οικονομική ευμάρεια. Τούτη η ανάπτυξη μεταφέρεται νοτιότερα κατά την περίοδο της Μέσης Χαλκοκρατίας. Στις Κυκλάδες, κατά τη Μεσοκυκλαδική και την Υστεροκυκλαδική περίοδο οι μικροί οικισμοί εξελίσσονται σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, η οποία σε ένα μέρος της οφείλεται στη συνεργασία με τη μινωική Κρήτη.
Στην Ύστερη Χαλκοκρατία δύναμη στον ελλαδικό χώρο αναδεικνύεται ο αποκαλούμενος μυκηναϊκός πολιτισμός, ανακτορικός στη δομή του, με σημαντικές αναλογίες αλλά και διαφορές από το Μινωικό. Οι μεγάλες οχυρωμένες ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών, του Γλα και των Αθηνών αποτελούν πιθανώς τα πλέον χαρακτηριστικά δημιουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού.
Οι Μυκήνες |
Συνοπτικά, κατά την περίοδο της Χαλκοκρατίας βλέπουμε τη μετεξέλιξη των πρώιμων χαλκολιθικών οικισμών σε πρωτοαστικά κέντρα και κατόπιν αστικά κέντρα, τη μετεξέλιξη των απλών κοινωνικών δομών που χαρακτήριζαν ισότιμα εν γένει άτομα μέσα στα πλαίσια μιας κοινότητας σε σύνθετες με εξειδικευμένες τάξεις (βιοτέχνες, έμποροι, ναυτικοί), οικονομικές τάξεις (ανακτορική κοινωνία, περίοικοι) και διοικητικές τάξεις (ανακτορική διοικητική ιεραρχία). Η θρησκεία δεν παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διαστρωμάτωση αυτής της πρώιμης αστικοποίησης, όσο η συσσώρευση πλούτου, αν και από κείμενα της Γραμμικής Β΄ πληροφορούμαστε πως το τυπικό της μυκηναϊκής λατρείας απαιτούσε την ύπαρξη πολυπληθούς και ιεραρχημένου σε βαθμίδες ιερατείου[16].
Η ΠΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΗ, ΑΡΧΑΪΚΗ ΚΑΙ ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η περίοδος που ακολούθησε την «κατάρρευση] του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα είναι γνωστή ως «Σκοτεινοί χρόνοι» ή «ελληνικός Μεσαίωνας». Μεταξύ του 1050 και 900 Π.Κ.Ε. παρατηρείται μια μεγάλη ρήξη με το μυκηναϊκό παρελθόν[1], που ακολουθείται από ερήμωση των αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα να καταλυθούν βασικές πολιτικές και οικονομικές δομές του ανακτορικού συστήματος. Από τη δημογραφική συρρίκνωση και την ερήμωση ξεφεύγουν οικιστικά κέντρα όπως η Αθήνα, το Λευκαντί[2] στην Εύβοια, η Ασίνη και η Τίρυνθα στην Αργολίδα.
Τα αρχαιολογικά, ιδιαίτερα τα ταφικά, δεδομένα δείχνουν πως οι κοινωνίες στον ελλαδικό χώρο αναπτύσσουν ένα νέο ιεραρχικό σύστημα, πιθανώς από τα μέσα του 11ου αιώνα Π.Κ.Ε. Η βασική διάκριση γίνεται ανάμεσα σε μια μερίδα εκλεκτών, τους ευγενείς και στην κατώτερη τάξη, το λαό. Πέρα από αυτά τα όρια και ανάλογα με τις συνθήκες που διαμόρφωνε κάθε τοπική κοινωνία, υπήρχαν κάποιοι ελεύθεροι ή εξαρτημένοι αγροτικοί πληθυσμοί (δουλοπάροικοι) και οι δούλοι. Αυτό το πρότυπο με αρκετές παραλλαγές σε κάθε περίσταση ακολουθούν οι πόλεις, από τη Γεωμετρική έως την Κλασική περίοδο[3].
Η πόλις υπήρξε ο πλέον χαρακτηριστικός και ιστορικά σημαντικός τύπος οργάνωσης του ελληνικού κράτους. Η εμφάνισή της ως οντότητα τοποθετείται στα μέσα του 8ου αιώνα και συμπίπτει χρονικά με την άνοδο της αριστοκρατίας και την παγίωση του οίκου ως κοινωνική μονάδα. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι πολίτες αποκτούν υπόσταση μέσα σε ένα κράτος που, παρά την πρωτόγονη μορφή του, λειτουργεί ήδη ως πόλη[4]. Υπήρξε ένας τύπος πολιτικής οργάνωσης που επικράτησε σε όλες τις ελληνικές εγκαταστάσεις της Μ. Ασίας, στα νησιά και σε ορισμένα τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και είχε ως βάση τη φυλετική δομή[5] που επιβίωσε σε πολλές πόλεις. Η έννοιά της ταυτίστηκε με την ιδέα της πολιτείας και για αυτό το λόγο κύριο στοιχείο της αποτελούσε το πολίτευμα. Χαρακτηριστικά της γνώρισματα ήταν η μικρή έκταση της δικαιοδοσίας της[6], η αυτονομία και η αυτάρκεια. Ο κύριος οικισμός περιλάμβανε την ακρόπολη και περιβαλλόταν ενίοτε από τείχη.
Κατά την αρχαϊκή περίοδο η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα, ακόμη και αν δε ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων. Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη[7]. Το έθνος σε αυτή την εποχή συνυπάρχει ως πολιτικό σύστημα με την πόλη. Οι πόλεις συγκροτούνταν γύρω από ένα αστικό κέντρο, ενώ στο έθνος ο πληθυσμός ζούσε σκορπισμένος σε χωριά, καλύπτοντας λίγο-πολύ μια ευρεία περιοχή.
Ήδη από τα πρώτα στάδια της οργάνωσής τους οι πόλεις αντιμετώπισαν προβλήματα που τις οδήγησαν σε κοινωνική και οικονομική κρίση[8]. Την κρίση αυτή αντιμετώπισαν με διάφορους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους διακρίνουμε την ίδρυση αποικιών. Ο αποικισμός αναδεικνύει και έναν άλλο ρόλο της πόλης, ως μητρόπολης. Ως αίτια του αποικισμού για τη δημιουργία νέων πόλεων-αποικιών αναφέρονται η σταθερή αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, εξαιτίας της συρροής πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές, τα οικονομικά κίνητρα (έλλειψη πρώτων υλών-νέες αγορές) και οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις[9]. Βέβαια, ο όρος αποικισμός αφεαυτού συγκαλύπτει εν μέρει το γεγονός ότι οι Έλληνες ίδρυαν ανεξάρτητες πόλεις και όχι απλές προεκτάσεις της μητρόπολης με αποτέλεσμα πολλές φορές να διαφέρουν σκόπιμα οι θεσμοί της ίδρυσης της αποικίας από τους θεσμούς της μητρόπολης[10].
Ένας άλλος συντελεστής που χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν, γιατί καθορίζει εν μέρει το ιδεολογικό περίγραμμα της πόλης, είναι η εγκαθίδρυση θρησκευτικών κέντρων. Ο Francois de Polignac, αναλύοντας τις απαρχές της πόλης, έρχεται σε ρήξη με το βασικό πρότυπο της γαλλικής ιστοριογραφίας που συνδέει τη γέννηση της πόλης μόνο με την ανάπτυξη πολιτικών θεσμών που υποσκέλισαν τις δομές του γένους[11]. Θεωρεί πως σε αρκετές περιπτώσεις το θρησκευτικό ιερό έγινε πόλος της κοινωνικής συγκρότησης της πόλης και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κομβικό σημείο, στο οποίο γεννήθηκαν μορφές εξουσίας. Έτσι, η λατρεία των ηρώων υποδεικνύει τη συγκρότηση μιας αριστοκρατίας, στην οποία η άσκηση της πολιτικής συνδέεται με τη συμβολική νομιμότητα την οποία παρέχουν οι μυθικοί ηγεμόνες ή ιστορικοί ιδρυτές, όχι μέσω της προσκόλλησης στη δυναστική γραμμή, αλλά μέσω της συμμετοχής στη λατρεία που προσδιορίζει την αριστοκρατία[12].
Η οικονομία ως την υστεροαρχαϊκή περίοδο είναι κυρίως αγροτική. Η ιδιοκτησία και η καλλιέργεια της γης αποτελούν κύριες προϋποθέσεις για την απόκτηση εξουσίας και συνεπώς οι οικονομικοί λόγοι των κρίσεων, όπου και όποτε αυτές εντοπίζονται, φαίνεται να συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη γη[13]. Ως οικονομικός παράγοντας που επηρέασε θετικά ή αρνητικά ουσιώδεις τομείς της οικονομικής ζωής αναφέρεται και ο πόλεμος, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση γης και την εκμετάλλευση του έμψυχου δυναμικού της ηττημένης πόλης[14].
Ουσιαστικότερη τομή, όμως, στην ανάπτυξη της οικονομίας και των εμπορικών συναλλαγών έπαιξε η κοπή και η κυκλοφορία των νομισμάτων. Η σημασία της εφεύρεσης και της εξάπλωσης του νομίσματος συνδέεται με την ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής της πόλης, την ανάπτυξη και τη ρύθμιση του φορολογικού συστήματός της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη λειτουργία του ως πολιτειακό σύμβολο, καθώς η κοπή νομισμάτων με το σύμβολο της πόλης αποτελούσε ταυτόχρονα διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της[15].
Η κλασική περίοδος (500-338 Π.Κ.Ε.) είναι μια περίοδος ταύτισης του πολίτη με την πόλη. Η πόλις αντιπροσωπεύει μάλλον το σύνολο των πολιτών της και όχι τη γεωγραφική έκταση, η οποία αναφερόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ, προκειμένου για την πόλη -ιδιαίτερα για την Αθήνα- και χώρα, για το υπόλοιπο της επικράτειας[18]. Η δημόσια λατρεία αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής στην ελληνική πόλιν. Σχεδόν όλες οι όψεις της ατομικής ζωής συνδέονταν με τη δημόσια, σε βαθμό που ο πολίτης αισθανόταν ενίοτε πως η ζωή δεν ήταν δική του αλλά ανήκε ουσιαστικά στην πολιτεία[19].
Aλλωστε η πολιτεία είναι εκείνη που παρέχει το θέατρο, τους εορτασμούς, τα δημόσια μνημεία, τους ανοικτούς χώρους και φροντίζει για την εμπλοκή των πολιτών στους περισσότερους τομείς της ζωής. Η αναφορά του Θουκυδίδη για τις απόψεις του Περικλή είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για τη βασική ιδέα αλληλοσύνδεσης του πολιτισμού, της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς και του τι ζητείται από τον πολίτη ως συνεισφορά στην πόλη του[20].
Η αρχαία πόλη της Μεσσηνίας |
Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων[21]. Σε άλλες περιπτώσεις η διάκριση γίνεται ανάμεσα στους αστούς και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αστοί θεωρούνταν οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που αντλούσαν την πλήρη καταγωγή τους από την πόλη.
Η Πόλη της Αθήνας σε αναπαράσταση |
Νήσος Δήλος |
Ωστόσο, από τούτη τη δημοκρατία αποκλείονταν οι γυναίκες οι σκλάβοι και οι ξένοι[27]. Για διάφορους λόγους η Αθήνα ανέπτυξε μια οικονομία διαφορετική από εκείνη των άλλων πόλεων. Αντί να στηρίζονται στην καλλιεργητική τους αυτάρκεια, οι Αθηναίοι έχτισαν μια οικονομία βασισμένη στην εξειδικευμένοι καλλιέργεια (π.χ. λάδι και κρασί)[28]. Κάτι τέτοιο οδήγησε σε ένα βαθμό στην εξάρτηση από το εμπόριο και στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Εξαιτίας αυτού του διαφορετικού οικονομικού συστήματος η Αθήνα μπορούσε να στηρίζει μη αγροτικό πληθυσμό, γεγονός που την οδήγησε σε μεγάλη δημογραφική ακμή.
Αναπαράσταση των Δελφών |
H ΠΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Η υποχώρηση του πολιτειακού συστήματος της πόλης- κράτους και η επικράτηση της μοναρχίας είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της δύναμης των πολιτών και τον περιορισμό της ανάμιξής τους στα κοινά, καθώς και αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα. Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας αριστοκρατίας αστών[1]. Το εισόδημα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ελαχιστοποιήθηκε. Σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των δούλων, τούτο προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Συνέπεια της συρρίκνωσης του εισοδήματος ήταν η ελάττωση των γεννήσεων, που μαζί με τους διαρκείς πολέμους προκάλεσε έντονο δημογραφικό πρόβλημα στις πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας[2]. Πόλεις που υπέφεραν από τη μείωση του αριθμού των πολιτών τους, προσπαθούσαν να συμπληρώσουν το κενό με εγγραφές νέων πολιτών (Δύμη Ήλιδας, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με την Αιτωλία), με την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων στους εποίκους (Μίλητος), ή με την παροχή ισοπολιτείας (χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε άτομα άλλων πόλεων με προϋπόθεση τη μετεγκατάστασή τους στην πόλη που τα χορηγούσε)[3].
Φίλιπποι Μακεδονία |
Συνέπεια των κατακτήσεων είναι η πληθυσμιακή κινητικότητα και οι μεταναστεύσεις Ελλήνων προς τα νέα βασίλεια, γεγονός που συνέβαλε στην εξάπλωση των ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων μέσω της δημιουργίας της κοινής ως επίσημης γλώσσας και της ίδρυσης ελληνικών πόλεων και μόνιμων στρατιωτικών οικισμών. Η συνύπαρξη ελληνικών και εντόπιων πολιτισμικών στοιχείων οδήγησε σε αλληλεπιδράσεις και την εμφάνιση ενός πολιτιστικού πλουραλισμού, χαρακτηριστικού για την ελληνιστική περίοδο[5].
Οι νέες μεγάλες πόλεις της ελληνιστικής περιόδου χωρίζονται σε συνοικίες. Υπάρχουν ανάκτορα και ναοί, γυμναστήρια, θέατρα, βιβλιοθήκες , λουτρά και αγορά. Τα οχυρωματικά έργα είναι περίπλοκα, προκειμένου να αντέχουν τα τείχη στις νέες πολιορκητικές μηχανές και η περιφέρειά τους ενίοτε καλύπτει πολλά χιλιόμετρα. Εντός των τειχών υπάρχουν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, για να αντέχει η πόλη σε ενδεχόμενη πολιορκία. Οι οικίες είναι πολυτελέστερες των προηγούμενων αιώνων με περισσότερους ορόφους και χτίζονται γύρω από την ίδια περίστυλη αυλή της κλασικής περιόδου. Αξιοσημείωτη διαφορά είναι η ελάττωση στον αριθμό των ναών, καθώς η αγάπη για τους θεούς και την πόλη δεν είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη της ελληνιστικής περιόδου[6].
Αλεξάνδρεια -Ιπποδάμειο σύστημα πολεοδομίας 3ος -1ος αιώνας π.Χ. |
Η ρωμαϊκή Αγορά -Forum Romanum 120 μ. Χ |
Η πόλη της Ρώμης σε αναπαράσταση |
Το Ηράκλειο στην Νεάπολη της Ιταλικής |
Όπως είναι φυσικό μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση στις περισσότερες ελληνικές πόλεις η εντόπια αριστοκρατία διατήρησε την κοινωνική της θέση, αλλά είχε πολύ περιορισμένη πολιτική δύναμη και δεν ενσωματώθηκε πλήρως στην αντίστοιχη ρωμαϊκή τάξη[12]. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες η εντόπια αριστοκρατία παραγκωνίστηκε πλήρως κατά τη μετατροπή της πόλης σε ρωμαϊκή αποικία (Βέροια). Στην περίπτωση της Σπάρτης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έχουμε το παράδειγμα μιας μικτής τοπικής αριστοκρατίας, η οποία αποτελείτο από Ρωμαίους και Σπαρτιάτες.
Αναπαράσταση οικιών την ρωμαϊκή πέριοδο |
Η Πομπηϊα |
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΚΥΡΙΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το κείμενο είναι βασισμένο στον Κ. Καλογερόπουλο (MA) in Anthropology“Η Ελληνική Πόλις από την Προϊστορία ως τη Ρωμαϊκή Εποχή”, στο Archive, 11.12.2003
- Αρχείο ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝΑ
Βιβλιογραφία
Andrewes A., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 1999)
Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Μ.Ι.Ε.Τ, (Αθήνα 1995)
Γιαννόπουλος Ι., κ.α. Ελληνική Ιστορία, Τομ. Α, Ε.Α.Π. (Πάτρα 1999)
Derrruau M., Ανθρωπογεωγραφία, Μ.Ι.Ε.Τ, (Αθήνα 1991)
Eiwagner J.-Donder H., «Η Μυκηναϊκή Θρησκεία» στο Ο Μυκηναϊκός Κόσμος, Πέντε Αιώνες Πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-1100 π.Χ, Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό Τμήμα ICOM, (Αθήνα 1988)
Παπαθανασόπουλος Γ.Α., (εκδ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, (Αθήνα 1996)
Ste Croix G.E.M. de, Ο Ταξικός Αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, Κέδρος, (Αθήνα 1997)
Thomson G., Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία-Το Προϊστορικό Αιγαίο, Κέδρος, (Αθήνα 1989)
Mosse Cl., Schnapp-Gourbellion A., Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ), Παπαδήμας, (Αθήνα 1999)
Polignac F. de, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000)
Ξενόγλωσση
Bernardo-Brea L., «Poliochni. Citta preistorica nell isola di Lemnos, Vol. II Testo e Tavole», Monografie della Scuola Archeologica die Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, L' Erma di Bretschneider, (Roma 1976)
Fontana W. L., Economic History of Europe, I The Middle Ages, (ed.), C.M.Cipolla (1972)
Green P., (ed.), Hellenistic History & Culture, University of California Press, (Los Angeles-Berkeley-London 1993)
Brunt, P.A., «The Romanization of the local ruling classes in the Roman empire», in: Pippidi, D.M., Assimilation et resistance a la culture greco-romaine dans le monde ancien. Travaux du VIe Congres International d'etudes Classiques, (Paris 1976)
Επιστημονικός τύπος
Branigan K., «The Round Graves of Levkas reconcidered», The Annual of the British School at Athens 70, (Αθήνα 1975)
Μπούρας Χαρ., «Η Αθήνα κατά την Ελληνιστική Περίοδο», στο Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών-Επιστημονικές Επιμορφωτικές Διαλέξεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ιανουάριος-Μάρτιος 1994)
Σάμψων Αδ., «Νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική Περίοδο στον Ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία και Τέχνες 61, (Αθήνα 1996)
Σημειώσεις - Παραπομπές
Πρόλογος
[1] Derrruau M., Ανθρωπογεωγραφία, Μ.Ι.Ε.Τ, (Αθήνα 1991): 471.
[2] Fontana W. L., Economic History of Europe, I The Middle Ages, (ed.) C.M.Cipolla (1972): 144-5.
[3] Ste Croix G.E.M. de, Ο Ταξικός Αγώνας στον Αρχαίο Ελληνικό Κόσμο, από την Αρχαϊκή Εποχή ως την Αραβική Κατάκτηση, Κέδρος, (Αθήνα 1997): 31.
[4] Thomson G., Η Αρχαία Ελληνική Κοινωνία-Το Προϊστορικό Αιγαίο, Κέδρος, (Αθήνα 1989): 247.
Η Πόλη στην Προϊστορία
[1] Γιαννόπουλος Ι., κ.α., Ελληνική Ιστορία, Τομ. Α, Ε.Α.Π. (Πάτρα 1999): 42.
[2] Σάμψων Αδ., «Νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική Περίοδο στον Ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία και Τέχνες 61, (Αθήνα 1996): 46-51.
[3] Βλ. υπερκείμενο στο www.fhw/chronos/01/gr/nl/housing/index.html.
[4] Πρωτοβερνικωτά (Urfirnis): Κατηγορία αγγείων, τα οποία κατασκευάζονταιαπό εξαιρετικά καθαρό πηλό με σαπωνοειδή υφή. Η επιφάνειά τους καλύπτεται με ένα πρωτόγονο βερνίκι, που δεν είναι παρά αραιωμένος πηλός, απλωμένος στην επιφάνεια του αγγείου με κάποιο ύφασμα.
[5] Μεγαρόσχημο: ορθογώνιο στενόμακρο κτήριο, όμοιο με το μέγαρο, που όμως εφάπτεται σε γειτονικά κτίσματα όμοιου ή διαφορετικού τύπου. Στις πλευρές του είναι δυνατή η προσθήκη βοηθητικών χώρων.
[6] Βλ. υπερκείμενο www.fhw/chronos/01/gr/nl/housing/index.html. [7] Κ. Κωτσάκης, «Ανταλλαγές και Σχέσεις» στο Παπαθανασόπουλος Γ.Α., (εκδ.), Νεολιθικός Πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή-Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, (Αθήνα 1996): 168-170.
[8] Bernardo-Brea L., «Poliochni. Citta preistorica nell isola di Lemnos, Vol. II Testo e Tavole», Monografie della Scuola Archeologica die Atene e delle Missioni Italiane in Oriente, L' Erma di Bretschneider, (Roma 1976): 21-34.
[9] Στην Πολιόχνη διακρίνονται επτά διαφορετικές οικοδομικές φάσεις: 1.Μαύρη-Τελική Νεολιθική-4000 Π.Κ.Ε. 2.Κυανή-Οχύρωση 3.Πράσινη-Πρώιμη Χαλκοκρατία-3000-2300 Π.Κ.Ε. 4.Ερυθρά-Οικιστικό Κενό 5.Κίτρινη-Κοινοτικά Κτήρια 6.Καστανή-Μέση Χαλκοκρατία 7.Ιώδης -Ύστερη Χαλκοκρατία-Οικιστικό Κενό.
[10] Βλ. υπερκείμενο στο www.fhw.gr/chronos/02/islands/gr/index.html
[11] Φάση Αίγινα V (2200-2050 Π.Κ.Ε). Βλ. επίσης υπερκείμενο «Η Εποχή του Χαλκού στην Ηπειρωτική Ελλάδα, Πρώιμη Χαλκοκρατία» στο www.fhw/chronos/03/mainland/gr/index.html
[12] Βλ. Botsford & Robinson, Αρχαία Ελληνική Ιστορία, Μ.Ι.Ε.Τ, (Αθήνα 1995):19.
[13] Βλ. Branigan K., «The Round Graves of Levkas reconcidered», The Annual of the British School at Athens 70, (Αθήνα 1975): 37-49.
[14] Mosse Cl., Schnapp-Gourbellion A., Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ), Παπαδήμας, (Αθήνα 1999): 66.
[15] Βλ. Kilian K., «H Mυκηναϊκή Αρχιτεκτονική» στο Ο Μυκηναϊκός Κόσμος, Πέντε Αιώνες Πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-1100 π.Χ, Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό Τμήμα ICOM, (Αθήνα 1988): 35.
[16] Βλ. Eiwagner J.-Donder H., Η Μυκηναϊκή Θρησκεία στο Ο Μυκηναϊκός Κόσμος, Πέντε Αιώνες Πρώιμου Ελληνικού Πολιτισμού 1600-1100 π.Χ, Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό Τμήμα ICOM, (Αθήνα 1988): 40.
Η Πόλη στη Γεωμετρική, την Αρχαϊκή και την Κλασική Περίοδο
[1] Βλ Mosse C., Schnapp-Gourbellion A., ό.π.: 130.
[2] Βλ. Polignac F. de, Η Γέννηση της Αρχαίας Ελληνικής Πόλης, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 2000): 29. «...Οι ανασκαφές στο Λευκαντί της Εύβοιας έφεραν στο φως έναν κόσμο που δεν αντιστοιχεί καθόλου με την εικόνα μιας Ελλάδας τόσο ριζικά φτωχής και απομονωμένης, με τόσο έντονα τα στοιχεία της παλινδρόμησης σε πρωτόγονο στάδιο όσο θα υποθέταμε πριν από είκοσι χρόνια...».
[3] Βλ. υπερκείμενο στο www.fhw.gr/chronos/04/gr/Society/index.html. Επίσης, βλ. Mosse C., Schnapp-Gourbellion A., ό.π.: 164.
[4] Στο ίδιο: 159.
[5] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.: 60.
[6] Βλ. Polignac F. de, ό.π.: 233. Στους στοχασμούς του για την τέλεια πόλη ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί το βλέμμα ως κριτήριο ελέγχου της χώρας: «Την χώραν θα πρέπει να μπορεί εύκολα να την αγκαλιάσει το βλέμμα (ευσύνοπτον), ώστε να είναι εύκολη η υπεράσπισή της (ευβοήθητον)» (Πολιτικά, 7,5,2/1327 a).
[7] Βλ. Thomson G., ό.π. : 247.
[8] Γιαννόπουλος Ι., κ.α. ό.π.: 62.
[9] Στο ίδιο: 78.
[10] Βλ. Mosse C., Schnapp-Gourbellion A., ό.π.: 175.
[11] Βλ. Polignac F. de, ό.π.: 15, Πρόλογος της Claude Mosse.
[12] Στο ίδιο: 217.
[13] Βλ. Andrewes A., Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ., (Αθήνα 1999): 141.
[14] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.: 318-319.
[15] Βλ. Γιαννόπουλος Ι., κ.αό.π.: 82.
[16] Βλ. Μπούρας Χαρ., «Η Αθήνα κατά την Ελληνιστική Περίοδο», στο Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών-Επιστημονικές Επιμορφωτικές Διαλέξεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ιανουάριος-Μάρτιος 1994).
[17] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.: 128.
[18] Βλ. Γιαννόπουλος Ι., κ.α. ό.π.: 72.
[19] Βλ. υπερκείμενο στο http://www2.fhw.gr/chronos/05/gr/society/index.html
[20] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.:.
[21] Βλ. υπερκείμενο στο http://www.fhw.gr/chronos/05/gr/society/index.html
[22] Βλ. Andrewes Α., ό.π.: 181.
[23] Βλ. υπερκείμενο στο http://www.fhw.gr/chronos/04/gr/society/index.html
[24] Ste Croix G.E.M. de, ό.π.: 107.
[25] Βλ. Γιαννόπουλος Ι., κ.α., ό.π.: 244.
[26] Βλ. Andrewes Α., ό.π.: 104: «Όχι βέβαια ότι στην Αθήνα παρακολουθούσαν ταχτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου περισσότεροι από ένα μικρό ποσοστό (σε εποχή που μπορεί να υπήρχαν ακόμη και 45 χιλιάδες πολίτες με δικαίωμα ψήφου, σπάνια ασκούσαν αυτό το δικαίωμα περισσότεροι από 5 έως 6 χιλιάδες[...]».
[27] Βλ. υπερκείμενο στο http://www2.fhw.gr/chronos/05/gr/society/index.html
[28] Βλ. Mosse C., Schnapp-Gourbellion A., ό.π.: 365.
[29] Βλ. Polignac F. de, ό.π.: 46-51.
[30] Βλ. Andrewes Α., ό.π.: 360.
[31] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.: 65.
Η Πόλη στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή Περίοδο
[1] Βλ. Ste Croix G.E.M. de, ό.π.: 379.
[2] Βλ. υπερκείμενο στο http://www.fhw.gr/chronos/06/gr/society/index201.html
[3] Στο ίδιο.
[4] Βλ. Ste Croix G.E.M. de, ό.π.: 381.
[5] Βλ. Botsford & Robinson, ό.π.: 440.
[6] Στο ίδιο: 513.
[7] Βλ. Green P., (ed.), Hellenistic History & Culture, University of California Press, (Los Angeles-Berkeley-London 1993):140.
[8] Mosse C., Schnapp-Gourbellion A., ό.π.: 450.
[9] Στο ίδιο σελ. 440.
[10] Βλ. Ste Croix G.E.M. de, ό.π.: 387.
[11] Βλ. υπερκείμενο στο http://www.fhw.gr/chronos/07/gr/society/index32.html
[12] Βλ. Brunt, P.A., «The Romanization of the local ruling classes in the Roman empire», in: Pippidi, D.M., Assimilation et resistance a la culture greco-romaine dans le monde ancien. Travaux du VIe Congres International d'etudes Classiques, (Paris 1976): 161-173.
[13] Βλ. Ste Croix G.E.M. de, ό.π.: 399.
[14] Βλ. Γιαννόπουλος Ι., κ.α. ό.π.: 208.
[15] Βλ. υπερκείμενο στο http://www.fhw.gr/chronos/07/gr/economy/index40.html
ΔΕΣ ...
ΔΕΣ ...
ΔΕΣ...
ΦΥΛΗ, ΦΡΑΤΡΙΑ, ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ Η ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΑΘΗΝΑ- Στην Ελλάδα πριν 8000 χρόνια έκαναν φυτοκαλλιέργειες με λίπασμα , πότιζαν τα χωράφια τους και έτρωγαν γαλακτοκομικά προϊόντα .!
- Δισπηλιό: Στα χέρια της… νανοτεχνολογίας η σωτηρία του νεολιθικού οικισμού-Ο αρχαιότερος νεολιθικός οικισμός στην Ευρώπη