Ιστορίες Απόκρυψης


Ο Χρήστος Χατζηλιού συντηρεί τον χάλκινο Απόλλωνα Πειραιώς.-Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Φεβρουάριος 1960.-© James Burke / Life Collection / Getty Images / Ideal Image
Σε περιόδους κρίσης και όταν οι Αθηναίοι έπρεπε να εγκαταλείψουν την πόλη, έθαβαν τα πολύτιμα αντικείμενά τους με την ελπίδα να τα ξαναβρούν όταν επιστρέψουν. Ακόμα και στις περιπτώσεις που δεν επέστρεψαν ποτέ, η αρχαιολογική έρευνα έφερε στο φως τους «θαμμένους θησαυρούς» τους και κατόρθωσε να αφηγηθεί την ιστορία τους


Από τον Κώστα Πασχαλίδη, Δρ. Αρχαιολογίας,
 Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, ΥΠΠΟΑ

Η απόκρυψη των πολύτιμων εκθεμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου τις παραμονές της Κατοχής ήταν μια συντονισμένη επιχείρηση διαφύλαξης ενός συνόλου αντικειμένων, ενός δημόσιου αγαθού, που κρίθηκε στις μέρες του πως έπρεπε να διασωθεί για τις επόμενες γενιές. Η ανάγκη των ανθρώπων να αποκρύψουν ό,τι δεν μπορούν να σώσουν, μετακινώντας το μαζί τους, δεν συνέβη για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1940 στην Αθήνα. Έχει συμβεί αναρίθμητες φορές στην ιστορία της πόλης και όλα δείχνουν ότι θα συμβεί ξανά άλλες τόσες. Κι επειδή η Αρχαιολογία δεν αφηγείται μεμονωμένα περιστατικά, αλλά συναντά μέσα στο χώμα τους τρόπους της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς, παραθέτουμε εδώ τρεις λιγότερο γνωστές ιστορίες απόκρυψης πολύτιμων αντικειμένων που ορισμένοι άνθρωποι σε κίνδυνο νοιάστηκαν να ασφαλίσουν και που, σε αντίθεση με την ιστορία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δεν έζησαν για να επιστρέψουν και να τα ξαναβάλουν στη θέση τους. 

Τρεις ιστορίες απόκρυψης στην αρχαία Αθήνα.
Ο λόφος της Ακρόπολης φωτογραφημένος κατά την περίοδο που πραγματοποιήθηκαν οι ανασκαφές των Παναγιώτη Καββαδία και Georg Kawerau. Από το αρχείο του Rijksmuseum.

1. Ο Μυκηναϊκός Θησαυρός της Ακρόπολης 
Διακόσια χρόνια μετά τις βόλτες των «Τριών αριστοκρατών της μυκηναϊκής Αθήνας» στις
κατάφυτες πλαγιές και στο μέγαρο της μυκηναϊκής Ακρόπολης, ο κόσμος έφτανε για άλλη μια φορά στο τέλος του. Η μυκηναϊκή ειρήνη, που διήρκεσε από το 1350 ως το 1200 π.Χ. και κατά την οποία ο ελληνόφωνος κόσμος διοικούνταν –και φορολογούνταν– από τα φιλόδοξα μυκηναϊκά ανάκτορα (Διμήνι Βόλου, Ορχομενός, Θήβα, Αθήνα, Μυκήνες, Τίρυνθα, Σπάρτη, Πύλος, Χανιά), κατέρρεε με πάταγο. 
Το ένα μετά το άλλο, τα μυκηναϊκά κέντρα παραδίδονταν στις φλόγες από μία πρωτοφανή για τη δεύτερη χιλιετία οικονομική κρίση, που είχε χτυπήσει τον ίδιο καιρό όλα τα μεγάλα διοικητικά κέντρα της ανατολικής Μεσογείου (τους Χετταίους στη σημερινή Τουρκία, τα βασίλεια της Συροπαλαιστίνης, τις πόλεις της Κύπρου, μέχρι και τα σύνορα της Αιγύπτου).
 Η βία και η καταστροφή ξερίζωναν ολόκληρους πληθυσμούς από τις κοιτίδες τους και άφηναν ερείπια και καμένα στρώματα χώματος, που αναγνωρίζονται στις εκατοντάδες αρχαιολογικές ανασκαφές.
Μέσα στο κλίμα του φόβου καθένας προσπαθούσε να προετοιμαστεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, παίρνοντας μαζί του ό,τι μπορούσε να κουβαλήσει και αφήνοντας πίσω ό,τι δεν άξιζε τον κόπο. Ωστόσο, υπήρχαν πάντα ορισμένα φορητά αντικείμενα που ήταν καλύτερο να αποκρυβούν, από το φόβο της κλοπής στο δρόμο της προσφυγιάς και από την ελπίδα της επιστροφής στο σπίτι.
Ο Θησαυρός του Χαλκουργού, 1190-1130 π.Χ. Νέο Μουσείο Ακρόπολης.-Φωτογραφία: Βαγγέλης Τσιάμης- © Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων

Αυτή φαίνεται πως ήταν η αιτία της απόκρυψης μέσα σε ένα στενό δωμάτιο πλάτους ενός μόλις μέτρου, στη ρίζα του νότιου κυκλώπειου τείχους της Ακρόπολης και κάτω από το χώμα του αρχαίου δαπέδου, ενός πλούσιου συνόλου χάλκινων εργαλείων, όπλων και προσωπικών αντικειμένων που χρονολογούνται γύρω στο 1200 π.Χ. 
Στα εργαλεία περιλαμβάνονταν πελέκεις, μαχαίρια, σμίλες, σκεπάρνια, κοπίδες και σφυριά, που πρέπει να είχαν χρησιμοποιηθεί από έναν ή περισσότερους ξυλουργούς και χαλκουργούς του ανακτόρου. Μαζί με αυτά βρέθηκαν τρία χάλκινα όπλα: ένα κοντό ξίφος, μία λόγχη και ένα μακρύ μαχαίρι, που αποτελούν μια ελαφρά πολεμική εξάρτυση. 
Η χάλκινη φιάλη (αβαθές κύπελλο) και οι τρεις χάλκινοι καθρέφτες που περιέχονταν στο σύνολο των αντικειμένων πρέπει να προέρχονταν από τις αμέριμνες στιγμές του βίου ενός πολυτελούς σπιτιού. Τα χάλκινα της απόκρυψης του 1200 π.Χ. εντοπίστηκαν το 1888, κατά τη διάρκεια της ανασκαφής των Παναγιώτη Καββαδία και Georg Kawerau κοντά στο παλιό Μουσείο του Βράχου. 
Ονομάστηκαν από τότε «θησαυρός», όπως ορίζεται στην αρχαιολογική ορολογία το σύνολο των πολύτιμων αντικειμένων που έχουν φυλαχτεί προσεκτικά από τον κάτοχό τους, και εκτίθενται σήμερα σε μια προθήκη του Μουσείου Ακροπόλεως, μπροστά από την οποία περνούν αναρίθμητοι ανυποψίαστοι επισκέπτες. 
Και είναι περίεργο να συνιστά για μας «θησαυρό» ό,τι απέμεινε από την απελπισία του τελευταίου του κατόχου. Και ό,τι βεβαιώνει την υπόθεση ότι δεν έζησε για να τον πάρει πίσω.

Ο ανασκαφέας Ε. Κακαβογιάννης και ο έφορος Αρχαιοτήτων Ε. Μαστροκώστας
την ώρα της αποκάλυψης των αγαλμάτων. Επιγραφικό Μουσείο, Αρχείο Ευθ. Μαστροκώστα.
Από το βιβλίο Οι μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, εκδόσεις Καπόν.

2. Δύο μαρμάρινα αδέρφια από το Μαρκόπουλο 
Περίπου 720 χρόνια μετά τις απεγνωσμένες μέρες των κατοίκων της μυκηναϊκής Αθήνας, ένας νέος εφιάλτης έφτασε έξω από τις πύλες της πόλης. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ. η τερατώδης πολεμική μηχανή του Ξέρξη, έχοντας σφαγιάσει τους ήρωες των Θερμοπυλών, κατέβαινε για να συναντήσει τον ενωμένο στόλο των Ελλήνων στη Σαλαμίνα. 
Η Αθήνα έπρεπε να εκκενωθεί από τον πληθυσμό της, που βρισκόταν σε πρωτοφανή υπερένταση. 
Οι πάντες άδειαζαν τα σπίτια τους απ” ό,τι μπορούσε να κουβαληθεί, έπαιρναν τους γέροντες στην πλάτη και αποχωρούσαν από τη γη τους, γνωρίζοντας ότι θα την έβρισκαν αγνώριστη όταν με το καλό επέστρεφαν. Μη γνωρίζοντας καλά καλά αν θα επέστρεφαν. Γιατί είχαν ακούσει πολλά για τους Πέρσες, που άφηναν καμένη γη και θάνατο στο πέρασμά τους. 
Μέσα στις προετοιμασίες ήξεραν ότι δεν θα μπορούσαν να πάρουν μαζί τους τα πολυτιμότερα αγαθά του τόπου τους, αυτά που σέβονταν περισσότερο και που θα δέχονταν την πιο ανίερη επίθεση, δηλαδή τους τάφους και τα λατρευτικά αγάλματα. 
Έτσι, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποκρύψουν ό,τι γινόταν. Όσα από αυτά προλάβαιναν.
Σύντομα, όλοι οι στρατεύσιμοι άνδρες μπήκαν στα πολεμικά πλοία και κατευθύνθηκαν στα νερά της ναυμαχίας. 
Ο άμαχος πληθυσμός κατέφυγε στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου οι κάτοικοι δέχτηκαν με καλοσύνη τους πρόσφυγες, τους οποίους κανείς δεν διανοήθηκε να αποκαλέσει «λαθραίους». 
Κι όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, βρέθηκαν ορισμένοι περίεργοι που αποφάσισαν να μείνουν πίσω. Όχι από ηρωισμό, αλλά από δυσπιστία, καθώς ο χρησμός της Πυθίας κάτι έλεγε για «το ξύλινο τείχος που απόρθητο θα μείνει». 
Πεντακόσιοι γέροντες, διάφοροι «πένητες» και κάτι άλλοι αρνήθηκαν να το κουνήσουν, βέβαιοι ότι αν κάποιος κάνει λάθος, δεν είναι αυτοί.

Ο κούρος της Μερέντας και η κόρη Φρασίκλεια, όπως βρέθηκαν τη 18η Μαΐου 1972. Επιγραφικό Μουσείο, Αρχείο Ευθ. Μαστροκώστα. Από το βιβλίο Οι μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, εκδόσεις Καπόν. 

Πολλά χρόνια μετά, τον Φεβρουάριο του 1972, στα δυτικά του δρόμου από το Μαρκόπουλο προς τα Καλύβια Αττικής ξεκίνησε η τελευταία ανασκαφική έρευνα στον αγρό του Σπυρίδωνα Παναγιώτου, κάτω από τον οποίο απλωνόταν το νεκροταφείο του αρχαίου Δήμου του Μυρρινούντος. 
Την ανασκαφή διηύθυνε ο έφορος Αρχαιοτήτων Ευθύμιος Μαστροκώστας και διενεργούσε ο νεαρός τότε επιστημονικός βοηθός Ευάγγελος Κακαβογιάννης. 
Ο τελευταίος είχε αποφασίσει να πείσει τον προϊστάμενό του να επεκτείνουν το σκάμμα στον γειτονικό αγρό του Γεωργίου Χασιώτη, γιατί είχε βάσιμες υποψίες ότι κάτι κρυβόταν εκεί. Με τα πολλά, ο έφορος Αρχαιοτήτων δέχτηκε να γίνει μια διερευνητική τομή, που θα διαρκούσε μόνο μία μέρα, και περίμενε ήσυχος την ειδοποίηση της λήξης των εργασιών.
 Το πρωί της Πέμπτης 18 Μαΐου 1972 η σκαπάνη συνάντησε τη δεξιά πλευρά ενός μαρμάρινου κούρου μαζί με ένα θαυμάσιο άγαλμα κόρης από ζωγραφισμένο μάρμαρο, που ήταν θαμμένα σε έναν πρόχειρο αρχαίο λάκκο διαστάσεων 0,9×1,95 μ. 
Κανείς από το συνεργείο δεν πίστευε στα μάτια του, ενώ έκθαμβοι έμειναν ο διευθυντής της ανασκαφής, που έσπευσε από την Αθήνα, και πολλά μέλη των ξένων αρχαιολογικών σχολών που τον ακολούθησαν.
 Η κόρη Φρασίκλεια, που, όπως μας πληροφορεί το βάθρο της, «θα καλείται για πάντα κόρη, αφού οι θεοί αντί για γάμο της όρισαν αυτό το όνομα», είχε τοποθετηθεί στην αγκαλιά του ανώνυμου κούρου, που οι περίοικοι ονόμασαν «αδελφό της», όταν τα είδαν να βγαίνουν ζωντανά από το χώμα. Τις επόμενες μέρες ο αθηναϊκός Τύπος γέμισε ειδήσεις και εικόνες της ανακάλυψης των αγαλμάτων, που ήδη είχαν ξεκινήσει να συντηρούνται στα εργαστήρια του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στην έκθεση του οποίου παραμένουν ως σήμερα. 
Τα αγάλματα συσχετίστηκαν με το νεκροταφείο του Μυρρινούντα, αφού ήταν γνωστό ότι τέτοιου είδους αριστουργήματα στέκονταν ως μνήματα στους πλουσιότερους τάφους της Αττικής του 6ου αι. π.Χ. Και διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάποιος τα σήκωσε βιαστικά από τη θέση τους, σπάζοντας άθελά του τα άκρα των σωμάτων τους, και τα τοποθέτησε αντικριστά σε κοντινό λάκκο, φροντίζοντας να καλύψει τα φρεσκοσκαμμένα χώματα. 
Κάποιος που λοξοδρόμησε την ώρα που οι άλλοι φόρτωναν το βιος τους στα καραβάνια, για να κάνει ένα δικό του χρέος. Ένας άνθρωπος που δεν γύρισε ξανά για να τα αναστήσει από το χώμα. 
Ένα επεισόδιο χωρίς μάρτυρες, σε ένα αρχαίο χωράφι, τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.
Μετά από σύντομη πολιορκία, ο περσικός στρατός σκαρφάλωσε στην Ακρόπολη της Αθήνας από το πιο αδύναμο σημείο της πρόχειρης οχύρωσής της και κατέσφαξε όσους δεν πρόλαβαν να αυτοκτονήσουν πέφτοντας από τον Βράχο. 
Κατέκαψε τους ναούς και τα αναρίθμητα αναθήματα, αφήνοντας πάνω στις μαρμάρινες κόρες, στις Νίκες και στους θεούς ανεξίτηλα σημάδια καταστροφής, που είναι ορατά ακόμη και σήμερα στην έκθεσή τους στον πρώτο όροφο του Μουσείου Ακροπόλεως.
 Μετά την οριστική αποχώρηση των Περσών από τον ελλαδικό χώρο τον Ιούνιο του 479 π.Χ., οι Αθηναίοι επέστρεψαν στα σπίτια τους. Κι αυτό είναι οπωσδήποτε ένα σχήμα λόγου, γιατί λίγα από αυτά βρίσκονταν όρθια να τους περιμένουν. 
Αυτό που οι Αθηναίοι αντίκρισαν δεν είχε προηγούμενο: διαλυμένη γη, σφαγμένα ζώα, ανοιγμένοι τάφοι, καμένοι ναοί, κλεμμένες περιουσίες, σπασμένη ζωή. Και αποφάσισαν να μην ξεχάσουν. Να χτίσουν ξανά τη ζωή τους από την αρχή, αφήνοντας στο κέντρο της πόλης γκρεμισμένο και καμένο τον Βράχο ώσπου να περάσουν πολλά χρόνια. 
Και να θάψουν στην επίχωσή του τα κομμάτια της παλιάς τους περηφάνιας. Για να τους θυμίζει όχι μόνο το μέτρο, αλλά και το όριο.
Τα μαρμάρινα αδέλφια του Μυρρινούντα που είχαν σωθεί ασφαλή μέσα στο χώμα δεν βγήκαν ξανά στο φως και στην αρχική τους θέση. Είτε γιατί δεν έζησε κανείς απ” όσους γνώριζαν το μυστικό είτε γιατί δεν είχε πια νόημα. Η ιστορία είχε γυρίσει σελίδα και η πόλη ξεκινούσε –για άλλη μια φορά– από την αρχή.
Η «μικρή Άρτεμις», όπως βρέθηκε αγκαλιασμένη με τη χάλκινη Αθηνά, Ιούλιος 1959. Αρχείο της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Από το βιβλίο Οι μεγάλες στιγμές της ελληνικής αρχαιολογίας, εκδόσεις Καπόν.

3. Οι χάλκινοι Θεοί του Πειραιά 
Τέσσερις αιώνες μετά την εισβολή του Ξέρξη, η Αθήνα έζησε ξανά τον απόλυτο εφιάλτη. Ήταν τον χειμώνα του 87 π.Χ. όταν έξω από τα τείχη της πόλης συγκεντρώθηκαν τα στρατεύματα του Σύλλα, σταλμένου από τη Ρώμη για να καταστείλει την εξέγερση και απόσχιση της Αθήνας από τη ρωμαϊκή επικράτεια. 
Όσα συνέβησαν τότε, θάφτηκαν βαθιά στα χώματα της πόλης κάτω από τα πόδια μας.
Ο Μιθριδάτης ΣΤ” Ευπάτωρ, βασιλιάς του Πόντου, στο αίμα του οποίου αναμείχθηκε κάθε μεγάλος βασιλικός οίκος του τότε γνωστού κόσμου, φιλοδοξούσε να θέσει υπό την επικράτειά του τον παλιό ελληνιστικό κόσμο που ήδη είχε γίνει μέρος του ρωμαϊκού στερεώματος. 
Αφού κατέλαβε μεγάλο τμήμα της Μικράς Ασίας σφάζοντας δεκάδες χιλιάδες Ρωμαίους εποίκους, δέχτηκε το καλοκαίρι του 88 π.Χ. την πρόσκληση των Αθηναίων να τους απελευθερώσει. 
Με αστραπιαίες κινήσεις του πολεμικού ναυτικού απελευθέρωσε τις Κυκλάδες, την Εύβοια, την Αμφίπολη και την Αθήνα, εγκαθιστώντας στην τελευταία ως τύραννο έναν –όπως συμφωνούν όλοι– ακόλαστο και ακατάλληλο άνδρα, τον Αριστίωνα.

Προετοιμασία της μεταφοράς του αγάλματος της «μικρής Αρτέμιδος», Ιούλιος 1959.
Ηνωμένοι Φωτορεπόρτερ © Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο

Την ίδια χρονιά ο αδίστακτος Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας (Lucius Cornelius Sulla Felix) εξελέγη ύπατος της Ρώμης, σε ηλικία 50 ετών. Μετά από έντονες και βρόμικες πολιτικές διαμάχες με τον –εξίσου αδίστακτο– αντίπαλό του Μάριο, πέτυχε να αναλάβει εκείνος την εκστρατεία ανάκτησης των επαναστατημένων κτήσεων και να διώξει τον Μιθριδάτη από το Αιγαίο. 
Έτσι, το καλοκαίρι του 87 π.Χ. έφτασε έξω από τα τείχη της Αθήνας και του Πειραιά με έναν τεράστιο στρατό και με αντίστοιχο στόλο και ξεκίνησε την πολιορκία, εφαρμόζοντας δύο αποτελεσματικές στρατηγικές: τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού της πόλης και τις άγριες επιθέσεις στα τείχη.
 Προηγουμένως είχε ξηλώσει από τα ιερά της Δήλου, των Δελφών, της Επιδαύρου και της Ολυμπίας τα πολυτιμότερα αναθήματα, για να εξασφαλίσει πόρους για την επιχείρησή του.
 Προκειμένου να βρει ξυλεία για τις πολιορκητικές μηχανές, αποψίλωσε κυριολεκτικά τα δάση της Ακαδημίας και του Λυκείου των Αθηνών.


Φωτογραφία: Δημήτριος Χαρισιάδης. © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη
Οι κάτοικοι της Αθήνας και του Πειραιά είχαν αρχίσει να υποφέρουν από την πείνα και τον φόβο. Το χρήμα γρήγορα έχασε την αξία του, το σιτάρι έλειψε και οι πολιορκημένοι άρχισαν να αναζητούν τροφή σε ό,τι υπήρχε γύρω τους: μάζευαν τα αγριόχορτα και έβραζαν για να φάνε τα δερμάτινα υποδήματα και τα σακιά του λαδιού. 
Την ίδια ώρα ο τύραννος Αριστίων ζούσε προκλητικά. Διοργάνωνε συμπόσια με χορούς και ζούσε έκλυτα, αφήνοντας τη φλόγα της Αθηνάς στο Ερέχθειο να σβήσει από την έλλειψη λαδιού και αδιαφορώντας για την απόγνωση που απλωνόταν γύρω του. Σε μια στιγμή απερισκεψίας έστειλε εκπροσώπους του να συναντηθούν με τον Σύλλα έξω από τα τείχη για να διαπραγματευτούν την παύση του πυρός, χωρίς αποτελεσματικά επιχειρήματα και όρους.
 Οι απεσταλμένοι άρχισαν να μιλούν με έπαρση για το κλέος της αρχαίας Αθήνας και ο Σύλλας τους απάντησε εκνευρισμένος ότι «δεν ήρθα από τη Ρώμη στην Αθήνα για να σπουδάσω, αλλά για να καταστρέψω τους επαναστάτες». 
Τα νέα μαθεύτηκαν, βεβαιώνοντας τους πολιορκημένους για την επικείμενη καταστροφή τους. 
Και όπως γίνεται πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, άλλοι άρχισαν τις προσευχές, άλλοι έψαχναν τρόπο να εξαφανιστούν και ορισμένοι νοιάστηκαν να φυλάξουν μακριά από τα μάτια των εισβολέων ό,τι πολυτιμότερο είχαν: τα λατρευτικά τους αγάλματα και τα όσια του τόπου.

Συντήρηση  στους Χάλκινους Θεούς του Πειραιά αμέσως μετά την ανασκαφή τους στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α’ και Φίλωνος στον Πειραιά.
Ιούλιος 1959 © Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη

Μετά από μερικές χιλιάδες καλοκαίρια, το Σάββατο 18 Ιουλίου 1959, το κομπρεσέρ της ΥΔΡΕΞ, που άνοιγε φρεάτιο αποχέτευσης στη διασταύρωση των οδών Γεωργίου Α” και Φίλωνος στον Πειραιά, προσέκρουσε σε βάθος 1,50 μ. κάτω από το οδόστρωμα σε ένα σκληρό αντικείμενο. 
Ήταν το χέρι του χάλκινου κούρου, ενός θαυμάσιου και σπάνιου για το υλικό του αγαλματικού τύπου, που έγινε από τότε γνωστός ως Απόλλων Πειραιώς. 
Τις αμέσως επόμενες μέρες αποκαλύφθηκε μέσα σε ένα περιορισμένο σκάμμα 5,70×2,30 μ. ένα σύνολο αναπάντεχων ευρημάτων, αποτελούμενων από το κολοσσιαίο χάλκινο άγαλμα της Αθηνάς, το μαρμάρινο αγαλματίδιο της Αρτέμιδος Κινδυάδος, τα χάλκινα αγάλματα της «μικρής» και της «μεγάλης Αρτέμιδος», ένα χάλκινο τραγικό προσωπείο, μια χάλκινη ασπίδα και δύο μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες.
 Τις ανασκαφικές εργασίες διηύθυναν ο Ιωάννης Παπαδημητρίου, διευθυντής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, και ο Ευθύμιος Μαστροκώστας, επιμελητής των Αρχαιοτήτων. Τον χώρο επισκέφθηκαν από την πρώτη στιγμή ο δήμαρχος Παύλος Ντεντιδάκης, πολλοί υπουργοί, ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής και ο ίδιος ο βασιλιάς Παύλος με τον διάδοχο Κωνσταντίνο. 
Οι εφημερίδες πήραν φωτιά, με καθημερινά εκτενή αφιερώματα και ειδήσεις για την πρόοδο της ανασκαφής, και ο μισός Πειραιάς ζούσε σκαρφαλωμένος στα πρόχειρα τοιχία του σκάμματος, προσπαθώντας να παρακολουθήσει την κάθε φτυαριά του έργου. 
Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για συντήρηση. Ο συντηρητής Χρήστος Χατζηλιού ανέλαβε το δύσκολο έργο του καθαρισμού και της άρσης της ζωντανής φθοράς του μετάλλου, καθώς και την υποχρέωση να βρει τρόπους στήριξης των αγαλμάτων σε γερές βάσεις. Το 1983 τα αγάλματα πήραν την οριστική τους θέση στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά, όπου μπορεί όποιος ξέρει να ανακαλύπτει θαύματα στην πόλη να τα επισκεφθεί στην καθαρή και χωρίς περιττές ευκολίες έκθεσή τους.

Χάλκινο άγαλμα Αθηνάς,4ος αι. π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιά-© Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού / Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων

Η ανακάλυψη εκείνο το καλοκαίρι «κοντά στα αγάλματα» ενός νομίσματος του βασιλιά Μιθριδάτη ΣΤ” Ευπάτορος, κοπής του 87/86 π.Χ., συνέδεσε τη συγκέντρωσή τους με τα δραματικά γεγονότα της πολιορκίας του Σύλλα. Διατυπώθηκε δηλαδή η υπόθεση ότι ορισμένοι κάτοικοι του Πειραιά, θορυβημένοι από τις λεηλασίες των αναθημάτων στους ιερούς τόπους από τον Ρωμαίο ύπατο, αποφάσισαν να κρύψουν σε έναν αθέατο χώρο κοντά στο λιμάνι τα πολύτιμα λατρευτικά αγάλματα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., τα αναθήματα και τις ερμαϊκές στήλες, για να αποφύγουν την ατίμωση. Για να ζήσουν περισσότερο από εκείνους, η μοίρα των οποίων ήταν προδιαγεγραμμένη. 
Έβαλαν με τάξη τα αγάλματα στο χώμα, σαν να έθαβαν αγαπημένους νεκρούς, και φρόντισαν, για την εξοικονόμηση χώρου, να τα ακουμπήσουν το ένα στο άλλο. 
Σε μια στιγμή συναισθηματικής έξαρσης, τοποθέτησαν τη μικρή Αρτέμιδα στην αγκαλιά της Αθηνάς, εικονογραφώντας με αυτό τον τρόπο το φόβο και την ανάγκη της προστασίας που ζητούσαν στις λίγες ώρες του ύπνου τους. 
Η απόκρυψη του Πειραιά έγινε από ανθρώπους που φρόντιζαν τα σύμβολα αντί των ίδιων των σωμάτων, αντί για τη ζωή τους.
Ο Σύλλας εισέβαλε στην Αθήνα τα μεσάνυχτα της πρώτης νύχτας του Ανθεστηριώνος (που καταλαμβάνει μέρος του δικού μας Φεβρουαρίου) του 86 π.Χ. από μια αφύλακτη πύλη του τείχους. Τα όσα ακολούθησαν ανήκουν στις εφιαλτικότερες σελίδες της αρχαίας γραμματείας.
Το αίμα των χιλιάδων σφαγιασθέντων μαζί με εκείνων που αυτοκτονούσαν από απόγνωση («εξ οίκτου και πόθου προς την πατρίδαν των») κάλυψε την Αγορά και τον Κεραμεικό, την ώρα που οι φλόγες έκαιγαν ό,τι στεκόταν όρθιο στον Πειραιά. 
Η Αθήνα και το λιμάνι της επανήλθαν στη ρωμαϊκή διοίκηση και κανείς απ” όσους επέζησαν δεν έκανε τον κόπο να ξεθάψει και να αναστήσει τους χάλκινους θεούς. 
Ενδεχομένως γιατί κανείς απ” όσους γνώριζαν την κρυψώνα δεν έζησε για να την αποκαλύψει. 
Τα αγάλματα της απόκρυψης του Πειραιά έμειναν θαμμένα, ξεχασμένα και ασφαλή σε μια αιώνια αγκαλιά.- Πηγή: Κ. Πασχαλίδης, LiFO 2014 -www.lifo.gr 

* O Κώστας Πασχαλίδης είναι Δρ. Αρχαιολογίας στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ