ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Οι πρώτοι θαλασσοπόροι είχαν αρχίσει να εξερευνούν τους δρόμους του ωκεανού που επρόκειτο να αλλάξουν ολόκληρη την οικονομία του κόσμου πριν από το 1453. Πέρασαν όμως αρκετές δεκαετίες μετά το 1453 προτού ανοίξουν αυτοί οι δρόμοι και πριν η επίδραση τους γίνει αισθητή στην Ευρώπη. Η παρακμή και η πτώση του Βυζαντίου και ο θρίαμβος των Οθωμανών Τούρκων άσκησαν την επίδραση τους σ' αυτές τις αλλαγές. Αλλά η επίδραση δεν οφειλόταν μόνο στα γεγονότα ενός έτους.
ΔΕΙΤΕ
Έλληνες λόγιοι στην Δύση μετά την Άλωση
Η βυζαντινή σοφία έπαιξε το ρόλο της στην Αναγέννηση, αλλά ήδη για περισσότερο από μισό αιώνα πριν από το 1453 οι Βυζαντινοί λόγιοι είχαν αφήσει τη φτώχεια και την αβεβαιότητα της πατρίδας τους αναζητώντας άνετες καθηγητικές έδρες στην Ιταλία και οι Έλληνες λόγιοι που τους ακολούθησαν μετά το 1453 ήλθαν ως επί το πλείστον όχι ως πρόσφυγες που ξέφευγαν από ένα νέο ζυγό των απίστων, αλλά ως σπουδαστές από νησιά στα οποία η Βενετία εξακολουθούσε να διατηρεί τον έλεγχο.
Ήδη επί πολλά χρόνια η άνοδος της οθωμανικής δύναμης είχε προκαλέσει κάποια αμηχανία στις εμπορικές πόλεις της Ιταλίας, αλλά δεν κατέστρεψε το εμπόριό τους, εκτός από το βαθμό στον οποίο απέκλεισε τις διόδους προς τον Εύξεινο Πόντο. Η οθωμανική κατάκτηση της Αιγύπτου ήταν πιο καταστροφική για τη Βενετία από την οθωμανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης, και αν η Γένοβα δέχθηκε σοβαρό πλήγμα λόγω του ελέγχου των Στενών από το σουλτάνο, αυτό που προκάλεσε την πτώση της ήταν η επισφαλής θέση της στην Ιταλία παρά η απώλεια του εξωτερικού εμπορίου.
Ακόμη και στο ευρύ πολιτικό πεδίο η άλωση της Κωνσταντινούπολης δεν άλλαξε πολλά πράγματα. Οι Τούρκοι είχαν ήδη φθάσει στις όχθες του Δούναβη και απειλούσαν την κεντρική Ευρώπη, και οποιοσδήποτε θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι η Κωνσταντινούπολη ήταν καταδικασμένη, ότι μια αυτοκρατορία που αποτελούνταν από κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια πόλη που παράκμαζε δεν θα μπορούσε να αντισταθεί απέναντι σε μια αυτοκρατορία της οποίας η έκταση κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας, μια αυτοκρατορία με ρωμαλέα διακυβέρνηση που διέθετε την καλύτερη στρατιωτική μηχανή της εποχής.
Είναι αλήθεια ότι η χριστιανοσύνη κλονίστηκε βαθιά από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Μην κατέχοντας τη φρόνιμη αναδρομική γνώση μας οι Δυτικές δυνάμεις απέτυχαν να διαγνώσουν πόσο αναπότρεπτη είχε καταστεί η τουρκική κατάκτηση. Παρά ταύτα η τραγωδία δεν άλλαξε κατά κανένα τρόπο την πολιτική τους, ή μάλλον την έλλειψη πολιτικής τους απέναντι στο Ανατολικό ζήτημα. Μόνο η παποσύνη ταράχθηκε ειλικρινά και σχεδίασε ουσιαστικά αντίμετρα, αλλά και εκείνη επρόκειτο σύντομα να αντιμετωπίσει πιο επείγοντα προβλήματα πιο κοντά στην έδρα της.
Πιθανόν λοιπόν να φαίνεται ότι η ιστορία του 1453 δύσκολα αξίζει ένα ακόμη βιβλίο. Στην πραγματικότητα όμως τα γεγονότα εκείνου του έτους είχαν ζωτική σημασία για δύο λαούς. Στους Τούρκους η κατάκτηση της παλαιάς αυτοκρατορικής πόλης δεν προσέφερε μόνο μια νέα αυτοκρατορική πρωτεύουσα, αλλά και εξασφάλισε τη μονιμότητα της ευρωπαϊκής αυτοκρατορίας τους. Ενόσω η πόλη, που βρισκόταν στο κέντρο των κτήσεών τους, στο πέρασμα μεταξύ της Ασίας και της Ευρώπης, δεν ήταν στα χέρια τους, δεν μπορούσαν να αισθάνονται ασφαλείς. Δεν είχαν λόγους να φοβούνται μόνο τους Έλληνες. Αλλά μια μεγάλη ευρωπαϊκή συμμαχία που θα δρούσε από μια τέτοια βάση θα μπορούσε ακόμη να τους εκτοπίσει. Με την Κωνσταντινούπολη στα χέρια τους ήταν ασφαλείς. Σήμερα, μετά από όλες τις μεταστροφές της ιστορίας τους, οι Τούρκοι κρατούν ακόμη τη Θράκη, διατηρώντας ακόμη το προγεφύρωμα τους στην Ευρώπη.
Για τους Έλληνες η πτώση της πόλης ήταν ακόμη πιο βαρυσήμαντη. Για εκείνους επρόκειτο πράγματι για το οριστικό τέλος ενός κεφαλαίου. Ο θαυμαστός πολιτισμός του Βυζαντίου είχε ήδη παίξει το ρόλο του στον εκπολιτισμό του κόσμου και τώρα πέθαινε μαζί με την ετοιμοθάνατη πόλη. Δεν είχε όμως πεθάνει ακόμη.
Ο συρρικνούμενος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης στις παραμονές της πτώσης της περιλάμβανε πολλά από τα διαπρεπέστερα πνεύματα της εποχής, που ανήκαν σε ανθρώπους οι οποίοι είχαν ανατραφεί με μια ιδιαίτερα εκλεπτυσμένη παράδοση που εκτεινόταν προς τα πίσω μέχρι την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Ενόσω ένας αυτοκράτορας, εκπρόσωπος του Θεού, ζούσε στο Βόσπορο, κάθε Έλληνας, ακόμη και αν ήταν ήδη σκλαβωμένος, μπορούσε να αισθάνεται υπερηφάνεια γιατί ανήκε ακόμη στην πραγματική και Ορθόδοξη χριστιανική κοινοπολιτεία.
Ο αυτοκράτορας μπορεί να μην ήταν σε θέση να κάνει πολλά για να τον βοηθήσει επί της γης, αποτελούσε όμως ακόμη ένα σημείο εστίασης και ένα σύμβολο της εξουσίας του Θεού. Με τον αυτοκράτορα να έχει πέσει μαζί με την πεσμένη πόλη του, άρχισε η βασιλεία του Αντίχριστου, και η Ελλάδα βρέθηκε κάτω από τη γη, για να επιβιώσει όσο καλύτερα μπορούσε. Το ότι ο Ελληνισμός δεν χάθηκε ολοσχερώς αποτελεί φόρο τιμής στην αστείρευτη ζωτικότητα και το θάρρος του ελληνικού πνεύματος.
Σ' αυτή την ιστορία ο ελληνικός λαός είναι ο τραγικός ήρωας. Προσπάθησα να την αφηγηθώ έχοντας αυτή τη διαπίστωση κατά νου. Την έχουν πει πολλές φορές στο παρελθόν. Συγκίνησε τον Γκίμπον (Γίββωνα) αρκετά αλλά όχι τόσο ώστε να τον κάνει να ξεχάσει την περιφρόνηση του για το Βυζάντιο. Για τελευταία φορά ειπώθηκε από τον σερ Έντουιν Πήαρς, σε ένα έργο που εκδόθηκε πριν από εξήντα χρόνια αλλά το οποίο αξίζει με το παραπάνω να διαβάζεται ακόμη. Η περιγραφή του για τις πραγματικές επιχειρήσεις της πολιορκίας, βασισμένη σε μια ολοκληρωμένη μελέτη των πηγών και σε μια άμεση προσωπική γνώση του χώρου, εξακολουθεί να είναι απόλυτα έγκυρη, αν και σε άλλα σημεία η σύγχρονη έρευνα έχει καταστήσει το βιβλίο λίγο εκτός εποχής. Οφείλω πάρα πολλά στο έργο του, το οποίο παραμένει η καλύτερη έκθεση των γεγονότων του 1453 σε οποιαδήποτε γλώσσα.
Μετά τη δημοσίευση του πολλοί λόγιοι προσέθεσαν πολλά στοιχεία στις γνώσεις μας. Ειδικότερα το έτος 1953 δημοσιεύθηκαν πολλά άρθρα και δοκίμια στην επέτειο των πεντακοσίων ετών. Εκτός όμως από το βιβλίο του Γουσταύου Σλουμπερζέ, που δημοσιεύθηκε το 1914 και βασίζεται σχεδόν ολοκληρωτικά σ' εκείνο του Πήαρς, δεν εμφανίστηκε καμία άλλη ολοκληρωμένη αφήγηση της πολιορκίας κατά τη διάρκεια των τελευταίων πενήντα ετών σε οποιαδήποτε δυτικοευρωπαϊκή γλώσσα*.
Σ' αυτή την απόπειρά μου να συμπληρώσω το κενό χρησιμοποίησα με ευγνωμοσύνη τα έργα πολλών σύγχρονων λογίων, ζωντανών και νεκρών. Οι οφειλές μου θα αποκαλυφθούν στις σημειώσεις μου. Μεταξύ των ζωντανών Ελλήνων λογίων θα ήθελα να μνημονεύσω ειδικά τους καθηγητές Ζακυθηνό και Ζώρα. Προκειμένου για την οθωμανική ιστορία πρέπει όλοι να είμαστε υποχρεωμένοι στον καθηγητή Μπάμπινγκερ, παρόλο που το εξαιρετικό βιβλίο του για τον Πορθητή σουλτάνο μας στερεί τη βοήθεια των αναφορών στις πηγές του. Για την κατανόηση της πρώιμης τουρκικής ιστορίας είναι ανεκτίμητα τα βιβλία του καθηγητή Βίττεκ, και μεταξύ των νεώτερων Τούρκων λογίων πρέπει να γίνει αναφορά στον καθηγητή Ιναλτσίκ. Το σημαντικό έργο του πατρός Γκιλ για τη Σύνοδο της Φλωρεντίας και τα επακόλουθά της μου φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο.
Τις κύριες πηγές της ιστορίας τις εξετάζω σε ένα παράρτημα. Δεν ανευρίσκονται όλες τους εύκολα. Οι χριστιανικές πηγές συγκεντρώθηκαν από τον μακαρίτη καθηγητή Ντετιέ σε δύο τόμους, τον εικοστό πρώτο και τον εικοστό δεύτερο, μέρη πρώτο και δεύτερο, του έργου Monumenta Hungariae Historica, περίπου πριν από ογδόντα χρόνια, παρόλο όμως που οι τόμοι τυπώθηκαν δεν δημοσιεύθηκαν ποτέ, προφανώς λόγω των πολλών σφαλμάτων που περιείχαν. Δεν είναι πολλές οι μουσουλμανικές πηγές στις οποίες υπάρχει εύκολη πρόσβαση, ειδικά για κάποιον που δεν είναι σε θέση να διαβάζει τους Οθωμανούς συγγραφείς παρά μόνο αργά και επίπονα. Ελπίζω ότι από αυτούς κατόρθωσα να αποσπάσω τα ουσιώδη.
Αυτό το βιβλίο δεν θα είχε γραφτεί ποτέ χωρίς την ύπαρξη της βιβλιοθήκης του Λονδίνου, και θα ήθελα να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στο προσωπικό του αναγνωστηρίου του Βρετανικού μουσείου για την υπομονετική βοήθεια του. θα ήθελα επίσης να ευχαριστήσω τον κύριο Σ. Ι. Παπασταύρου για τη βοήθειά του στην επαλήθευση των δοκιμίων, όπως και τα μέλη και το προσωπικό του τυπογραφείου του πανεπιστημίου του Cambridge για την αμέριστη ανεκτικότητα και την ευγένεια τους.
ΣΤΗΒΕΝ ΡΑΝΣΙΜΑΝ
Λονδίνο 1964
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η αυτοκρατορία που πεθαίνει
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 1400 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Δ' παρέθεσε ένα συμπόσιο στο παλάτι του στο Έλταμ. Πρόθεση του δεν ήταν μόνο να εορτάσει την άγια εορτή. Ήθελε παράλληλα να τιμήσει ένα διακεκριμένο φιλοξενούμενο.
Αυτός ήταν ο Μανουήλ Β' Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι Δυτικοί, αν και μερικοί θυμούνταν ότι ήταν ο πραγματικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Ο Μανουήλ είχε ταξιδέψει μέσω Ιταλίας και είχε σταματήσει στο Παρίσι, όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Στ' είχε ανανεώσει τη διακόσμηση μιας πτέρυγας του Λούβρου για να τον εγκαταστήσει και όπου οι καθηγητές της Σορβόννης είχαν καταγοητευθεί με τη γνωριμία ενός μονάρχη ο οποίος ήταν σε θέση να επιχειρηματολογεί μ' αυτούς με την ίδια ευρυμάθεια και λεπτολογία που διέθεταν οι ίδιοι.
Στην Αγγλία εντυπωσιάστηκαν όλοι με την αξιοπρέπεια της συμπεριφοράς του και με τις άσπιλες λευκές ενδυμασίες που φορούσαν ο ίδιος και οι Αυλικοί του. Παρ' όλους όμως τους υψηλούς τίτλους του οι οικοδεσπότες του αισθάνονταν οίκτο γι' αυτόν, γιατί είχε έλθει σαν επαίτης, σε μιαν απελπισμένη αναζήτηση βοήθειας εναντίον των απίστων που περικύκλωναν την αυτοκρατορία του. Για το δικηγόρο Αδάμ της Ουσκ, που εργαζόταν στην Αυλή του βασιλιά Ερρίκου, ήταν τραγικό να τον βλέπει εκεί. «Συλλογίστηκα», έγραψε ο Αδάμ, «πόσο θλιβερό ήταν το ότι αυτός ο σπουδαίος Χριστιανός ηγεμόνας εξωθήθηκε από τους Σαρακηνούς να έλθει από τα πιο μακρινά μέρη της Ανατολής σ' αυτά τα πιο μακρινά νησιά της Δύσης αναζητώντας βοήθεια εναντίον τους... Θεέ μου», προσέθεσε, «τι κάνεις τώρα αρχαία δόξα της Ρώμης;»
Πραγματικά, η αρχαία Ρωμαϊκή αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί σε πολύ λίγο χώρο. Ο Μανουήλ ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αλλά είχαν περάσει πολλοί αιώνες από τότε που οι αυτοκράτορες που έδρευαν στην Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να επιβάλλουν υποταγή στο ρωμαϊκό κόσμο.
Για τη Δύση είχαν καταστεί απλά ηγεμόνες των Ελλήνων, ή του Βυζαντίου, ανάξιοι αντίπαλοι των αυτοκρατόρων που είχαν ξεπηδήσει στη Δύση. Μέχρι τον ενδέκατο αιώνα το Βυζάντιο ήταν μια μεγαλοπρεπής και κυρίαρχη δύναμη, ο υπερασπιστής της χριστιανοσύνης έναντι των επιθέσεων του Ισλάμ.
Οι Βυζαντινοί είχαν κάνει το καθήκον τους με σφρίγος και επιτυχία, μέχρις ότου στα μέσα του ενδέκατου αιώνα μια νέα μουσουλμανική πρόκληση είχε έλθει από την Ανατολή με την εισβολή των Τούρκων, ενώ η Δυτική Ευρώπη είχε αναπτυχθεί τόσο ώστε να επιχειρήσει η ίδια μια απρόκλητη επίθεση, στο πρόσωπο των Νορμανδών.
Το Βυζάντιο μπλέχθηκε σε ένα διμέτωπο αγώνα σε μια στιγμή κατά την οποία περνούσε συνταγματικές και δυναστικές δυσκολίες. Οι Νορμανδοί απωθήθηκαν, αν και με την απώλεια της βυζαντινής Ιταλίας, αλλά οι Βυζαντινοί χρειάστηκε να εγκαταλείψουν για πάντα στους Τούρκους τις χώρες που τους είχαν προμηθεύσει τους περισσότερους στρατιώτες και τα περισσότερα εφόδια, τα υψίπεδα της Ανατολίας.
Από τότε και στο εξής η αυτοκρατορία παρέμεινε παγιδευμένη μεταξύ δύο πυρών, και αυτή η ενδιάμεση θέση περιπλέχθηκε από το κίνημα που αποκαλούμε Σταυροφορίες. Ως Χριστιανοί οι Βυζαντινοί είχαν συμπάθεια για τους σταυροφόρους, αλλά η μακρά πολιτική τους εμπειρία τους είχε μάθει να δείχνουν κάποια ανοχή προς τους απίστους και να αποδέχονται την ύπαρξή τους. Ο Ιερός πόλεμος, όπως τον διεξήγαγαν οι Δυτικοί, τους φαινόταν επικίνδυνος και μη ρεαλιστικός.
Ήλπιζαν πάντως ότι θα μπορούσαν να κερδίσουν κάποια οφέλη. Αλλά ένας άνθρωπος που βρίσκεται στη μέση μπορεί να αισθάνεται σίγουρος μόνο όταν είναι ισχυρός. Το Βυζάντιο συνέχισε να παίζει το ρόλο μιας μεγάλης δύναμης ενώ στην πραγματικότητα η δύναμή του είχε ήδη υπονομευθεί. Η απώλεια των χώρων στρατολόγησης στην Ανατολία σε μια περίοδο συνεχών εχθροπραξιών ανάγκασε τον αυτοκράτορα να εξαρτάται από ξένους συμμάχους και ξένους μισθοφόρους.
Και οι δύο απαιτούσαν αμοιβές σε χρήμα και σε εμπορικές παραχωρήσεις. Αυτές οι απαιτήσεις εμφανίστηκαν σε μια στιγμή κατά την οποία η εσωτερική οικονομία της αυτοκρατορίας αναστατώθηκε από την απώλεια των σιτοβολώνων της Ανατολίας. Σε όλη τη διάρκεια του δωδέκατου αιώνα η Κωνσταντινούπολη φαινόταν να είναι μια πόλη τόσο πλούσια και εξαίσια, η αυτοκρατορική Αυλή τόσο μεγαλοπρεπής και τα λιμάνια και οι αγορές τόσο γεμάτες με εμπορεύματα, ώστε οι ξένοι να αντιμετωπίζουν ακόμη τον αυτοκράτορα ως έναν ισχυρό δυνάστη.
Αλλά οι Μουσουλμάνοι δεν του χρωστούσαν χάρη επειδή προσπαθούσε να αναχαιτίσει το ζήλο των σταυροφόρων, ενώ οι σταυροφόροι αισθάνονταν προσβεβλημένοι από τη χλιαρή στάση του έναντι του Ιερού τους πολέμου. Στο μεταξύ οι θρησκευτικές διαφορές μεταξύ της Ανατολικής και της Δυτικής χριστιανοσύνης, που ήταν βαθιές από την αρχή και είχαν επιταθεί από την πολιτική κατά τη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα, χειροτέρευαν σταθερά, μέχρις ότου πριν από τα τέλη του δωδέκατου αιώνα οι Εκκλησίες της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης να τελούν αναντίρρητα σε σχίσμα.
Η κρίση παρουσιάστηκε όταν ένας σταυροφορικός στρατός, παρασυρμένος από τη φιλοδοξία των ηγετών του, από τη ζηλόφθονη απληστία των Βενετών συμμάχων τους και από τη μνησικακία την οποία τώρα αισθανόταν κάθε Δυτικός εναντίον της βυζαντινής Εκκλησίας, στράφηκε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, την κατέλαβε και τη λεηλάτησε, ιδρύοντας επάνω στα ερείπιά της μια Λατινική αυτοκρατορία.
Αυτή η Τέταρτη Σταυροφορία του 1204 έθεσε τέλος στην παλιά Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ως υπερεθνικό κράτος. Μετά από μισό αιώνα εξορίας στη Νίκαια, στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, οι αυτοκρατορικές αρχές επανήλθαν στην Κωνσταντινούπολη και η Λατινική αυτοκρατορία κατέρρευσε. Μια νέα περίοδος μεγαλείου φαινόταν να πλησιάζει. Αλλά η αυτοκρατορία που ανασύστησε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δεν ήταν πια η κυρίαρχη δύναμη στη χριστιανική Ανατολή. Διατηρούσε βέβαια κάτι από το παλαιό μυστικιστικό της κύρος, η Κωνσταντινούπολη εξακολουθούσε να είναι η Νέα Ρώμη, η σεπτή ιστορική πρωτεύουσα της Ορθόδοξης χριστιανοσύνης.
Ο αυτοκράτορας εξακολουθούσε να είναι, τουλάχιστον στα μάτια των Ανατολικών, ο αυτοκράτορας της Ρώμης. Στην πραγματικότητα όμως ήταν απλά ένας ηγεμόνας μεταξύ άλλων, ίσων ή και πιο ισχυρών. Υπήρχαν και άλλοι Έλληνες ηγεμόνες.
Στην Ανατολή υπήρχε η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, η αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών, που είχε πλουτίσει από τα ορυχεία αργύρου και από το εμπόριο που διερχόταν από την προαιώνια διαδρομή μέσω της Ταμπρίζ και της Άπω Ασίας.
Στην Ήπειρο υπήρχε το δεσποτάτο των ηγεμόνων του οίκου των Αγγέλων, κάποτε ανταγωνιστών των αυτοκρατόρων της Νικαίας στον αγώνα δρόμου για την ανακατάληψη της πρωτεύουσας, αλλά οι οποίοι πλέον επρόκειτο σύντομα να ξεπέσουν σε θέση αδυναμίας.
Στα Βαλκάνια υπήρχαν η Βουλγαρία και η Σερβία, η καθεμία από τις οποίες επρόκειτο με τη σειρά της να κυριαρχήσει στη χερσόνησο. Υπήρχαν φραγκικές ηγεμονίες και ιταλικές αποικίες σε όλη την έκταση της ηπειρωτικής και της νησιωτικής Ελλάδας. Προκειμένου να διώξουν τους Βενετούς από την Κωνσταντινούπολη οι Βυζαντινοί είχαν προσκαλέσει τους Γενοβέζους, οι οποίοι έπρεπε να ανταμειφθούν.
Και τώρα η γενοβέζικη αποικία στο Πέραν, ή στο Γαλατά, ακριβώς απέναντι από τον Κεράτιο κόλπο, είχε αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου της πρωτεύουσας . Υπήρχαν κίνδυνοι ολόγυρα. Στην Ιταλία υπήρχαν άρχοντες έτοιμοι να εκδικηθούν την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας. Οι Σλάβοι ηγεμόνες στα Βαλκάνια ποθούσαν τον αυτοκρατορικό τίτλο. Στην Ασία οι Τούρκοι είχαν μείνει για λίγο ήσυχοι, και μάλιστα χωρίς αυτή την περίοδο ηρεμίας το Βυζάντιο δύσκολα θα είχε επιβιώσει.
Σύντομα όμως επρόκειτο να αναβιώσουν υπό την ηγεσία μιας δυναστείας εξαιρετικών φυλάρχων, του Οσμάν και των Οθωμανών διαδόχων του. Η ανασυσταθείσα Βυζαντινή αυτοκρατορία, με σύνθετες υποχρεώσεις στην Ευρώπη και με μια μόνιμη απειλή από τη Δύση, χρειαζόταν περισσότερα χρήματα και άνδρες απ' όσους διέθετε. Έκανε οικονομίες στο ανατολικό σύνορο μέχρις ότου ήταν πολύ αργά και οι Οθωμανοί Τούρκοι διέσπασαν την άμυνα .
Επικράτησε απογοήτευση.
Ο δέκατος τέταρτος αιώνας ήταν για το Βυζάντιο μια περίοδος πολιτικών καταστροφών. Για μερικές δεκαετίες φαινόταν πιθανό ότι το μεγάλο σερβικό βασίλειο θα απορροφούσε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Οι επαρχίες καταστράφηκαν από την εξέγερση ενός μισθοφορικού σώματος, της Καταλανικής Εταιρείας. Υπήρξε και μια μακρά σειρά εμφυλίων πολέμων, που άρχισαν ως προσωπικές και δυναστικές διαμάχες στην Αυλή και εντάθηκαν όταν αναμίχθηκαν κοινωνικά και θρησκευτικά κινήματα.
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' Παλαιολόγος, που κυβέρνησε για πενήντα χρόνια, από το 1341 έως το 1391, εκθρονίστηκε τρεις φορές, μία από τον πεθερό του, μία από το γιο του και μία από τον εγγονό του, αν και τελικά πέθανε στο θρόνο . Υπήρξαν και καταστρεπτικές εμφανίσεις της πανώλης. Ο Μαύρος Θάνατος, το 1347, κτύπησε στην κορύφωση του εμφυλίου πολέμου και εξόντωσε τουλάχιστον ένα τρίτο του πληθυσμού της αυτοκρατορίας.
Οι Τούρκοι εκμεταλλεύθηκαν τα προβλήματα του Βυζαντίου και των Βαλκανίων για να περάσουν στην Ευρώπη και να διεισδύσουν όλο και πιο βαθιά, μέχρις ότου στο τέλος του αιώνα οι στρατοί του σουλτάνου είχαν φθάσει στο Δούναβη και το Βυζάντιο ήταν εντελώς περικυκλωμένο από τις κτήσεις του. Ό,τι είχε απομείνει από την αυτοκρατορία ήταν η ίδια η Κωνσταντινούπολη και μερικές πόλεις που εκτείνονταν κατά μήκος της θρακικής ακτής της Προποντίδας και των παραλίων του Ευξείνου Πόντου προς βορρά, μέχρι τη Μεσημβρία, η Θεσσαλονίκη και τα προάστιά της, μερικά μικρά νησιά, και η Πελοπόννησος, όπου οι δεσπότες του Μορέα, νεώτεροι γόνοι της αυτοκρατορικής οικογένειας, είχαν σημειώσει μερικές μικρές επιτυχίες ανακτώντας εδάφη από τους Φράγκους. Στην Ελλάδα και στα ελληνικά νησιά επιβίωναν με αγωνία μερικές λατινικές ηγεμονίες και αποικίες. Στην Αθήνα εξακολουθούσαν να κυβερνούν Φλωρεντινοί δούκες και στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου ηγεμόνες από τη Βερόνα. Αλλού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τα πάντα .
Από μια παραξενιά της ιστορίας αυτή η περίοδος πολιτικής παρακμής συνοδευόταν από μια πολιτιστική ζωή πιο ενθουσιώδη και πιο παραγωγική από κάθε άλλη φάση της βυζαντινής ιστορίας. Καλλιτεχνικά και πνευματικά η περίοδος των Παλαιολόγων ήταν εξαιρετική.
Τα ψηφιδωτά και οι νωπογραφίες του πρώιμου δέκατου τέταρτου αιώνα στην εκκλησία της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη επιδεικνύουν ένα σφρίγος, μια φρεσκάδα και μια ομορφιά που κάνουν τα ιταλικά έργα της ίδιας περιόδου να φαίνονται πρωτόγονα και χονδροειδή.
Έργα παρόμοιας ποιότητας δημιουργήθηκαν και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας, όπως και στη Θεσσαλονίκη . Αλλά η εκτέλεση καλλιτεχνημάτων τέτοιας λαμπρότητας κόστιζε ακριβά.
Τα χρήματα άρχισαν να τελειώνουν. Το 1347 παρατηρήθηκε ότι τα κοσμήματα στα διαδήματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη στέψη του Ιωάννη Στ' και της αυτοκράτειρας του ήταν στην πραγματικότητα κατασκευασμένα από γυαλί . Στο τέλος του αιώνα, μολονότι εξακολουθούσαν να παράγονται μικρότερα έργα τέχνης, καινούργιες εκκλησίες κτίζονταν μόνο στις επαρχίες, στο Μυστρά στην Πελοπόννησο ή στο Άγιον Όρος.
Και αυτές διακοσμούνταν με μέτρο. Ωστόσο η πνευματική ζωή, που εξαρτιόταν λιγότερο από την οικονομική υποστήριξη, εξακολουθούσε να επιβιώνει με λαμπρότητα. Το Πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης είχε επανιδρυθεί στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα από ένα διαπρεπή υπουργό, το Θεόδωρο Μετοχίτη, έναν άνθρωπο με εξαίσιο γούστο και καλλιέργεια, στην υποστήριξη του οποίου οφειλόταν η διακόσμηση της εκκλησίας της Χώρας . Αυτός αποτέλεσε την έμπνευση για την αξιοσημείωτη γενιά λογίων που ακολούθησε. Οι κυριότερες πνευματικές φυσιογνωμίες του δέκατου τέταρτου αιώνα, άνδρες σαν τον ιστορικό Νικηφόρο Γρήγορα, το θεολόγο Γρηγόριο Παλαμά, το μυστικιστή Νικόλαο Καβάσιλα ή τους φιλόσοφους Δημήτριο Κυδώνη και Ακίνδυνο, όλοι τους σπούδασαν κάποια περίοδο στο Πανεπιστήμιο και δέχθηκαν την επιρροή του Μετοχίτη. Όλοι τους επίσης ενισχύθηκαν και ενθαρρύνθηκαν από το διάδοχο του στην πρωθυπουργία, τον Ιωάννη Καντακουζηνό, αν και μερικοί επρόκειτο να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με εκείνον αφότου σφετερίστηκε το αυτοκρατορικό στέμμα.
Καθένας από αυτούς τους λογίους διέθετε ιδιαίτερη σκέψη, και οι διαμάχες τους ήταν τόσο ζωηρές όσο και οι φιλίες τους. Φιλονικούσαν, όπως οι Έλληνες φιλονικούσαν πάντα για σχεδόν δύο χιλιάδες χρόνια, για τις αντίθετες αρετές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη. Φιλονικούσαν για τη σημειολογία και για τη λογική, και τα επιχειρήματά τους αναπόφευκτα παρεισέφρυαν στη Θεολογία. Η ορθόδοξη παράδοση ήταν νευρική έναντι της φιλοσοφίας. Οι καλοί εκκλησιαστικοί άνδρες πίστευαν στην εκπαίδευση μέσω της φιλοσοφίας και χρησιμοποιούσαν πλατωνικούς όρους και την αριστοτελική μεθοδολογία. Η θεολογία τους όμως ήταν αποφατική. Πίστευαν ότι η φιλοσοφία ήταν ανίκανη να επιλύει θεϊκά προβλήματα, αφού ο Θεός βρισκόταν ουσιαστικά υπεράνω της ανθρώπινης γνώσης.
Στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα παρουσιάστηκαν προβλήματα, όταν ορισμένοι φιλόσοφοι, επηρεασμένοι από το σχολαστικισμό της Δύσης, επιτέθηκαν κατά της παραδοσιακής θεωρίας της Εκκλησίας για το μυστικισμό, οι υπερασπιστές της οποίας αναγκάστηκαν να διατυπώσουν το δόγμα τους και να δηλώσουν την πίστη στις άκτιστες Ενέργειες του Θεού. Αυτό έδωσε το έναυσμα για μια έντονη έριδα που διαίρεσε φίλους και κόμματα.
Το δόγμα των Ενεργειών άντλησε τους κύριους υποστηρικτές του μεταξύ των μοναχών, οι οποίοι έτειναν να είναι αντίθετοι προς τους διανοούμενους. Ο κυριότερος εκφραστής του, ο Παλαμάς, το όνομα του οποίου αποδίδεται συχνά στο δόγμα, ήταν ένας λόγιος με ισχυρό πνεύμα, αλλά χωρίς συμπάθεια για τον ανθρωπισμό. Στους συμμάχους του πάντως περιλαμβάνονταν ουμανιστές διανοούμενοι όπως ο Ιωάννης Καντακουζηνός και ο Νικόλαος Καβάσιλας.
Η νίκη τους δεν ήταν, όπως έχει συχνά υποστηριχθεί, νίκη του σκοταδισμού .
Υπήρχε ένα κυρίαρχο ερώτημα που απασχολούσε όχι μόνο τους θεολόγους και τους φιλοσόφους αλλά και τους πολιτικούς. Επρόκειτο για το ζήτημα της ένωσης με τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Το σχίσμα ήταν πλέον πλήρες, και ο θρίαμβος του Παλαμισμού βάθυνε το χάσμα.
Σε πολλούς όμως Βυζαντινούς πολιτικούς φαινόταν καθαρά ότι η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς βοήθεια από τη Δύση. Εάν αυτή η βοήθεια δεν μπορούσε να βρεθεί παρά μόνο με αντάλλαγμα την υποταγή στη Ρωμαϊκή Εκκλησία, τότε οι Έλληνες θα έπρεπε να υποταγούν. Ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τα σχέδια της Δύσης για την ανασύσταση της Λατινικής αυτοκρατορίας δεσμεύοντας το λαό του με ένωση με τη Ρώμη στη σύνοδο της Λυών.
Η πράξη του ενόχλησε σφοδρά τους περισσότερους Βυζαντινούς και όταν ο κίνδυνος πέρασε ο γιος του, ο Ανδρόνικος Β', αποκήρυξε την ένωση. Τώρα, με τους Τούρκους να έχουν περιβάλει σε κλοιό την αυτοκρατορία, η κατάσταση ήταν πολύ πιο ανησυχητική. Τώρα η ένωση χρειαζόταν όχι να εξαγοραστεί ένας χριστιανός εχθρός αλλά για να κερδηθούν φίλοι εναντίον ενός χειρότερου και άπιστου εχθρού. Στην Ορθόδοξη Ανατολή δεν υπήρχαν δυνάμεις που θα μπορούσαν να δώσουν βοήθεια.
Οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών και του Καυκάσου ήταν πολύ αδύναμοι και βρίσκονταν και οι ίδιοι σε μεγάλο κίνδυνο, ενώ οι Ρώσοι ήταν πολύ μακριά και είχαν τα δικά τους προβλήματα. Θα ερχόταν όμως κανένας Καθολικός ηγεμόνας να σώσει ένα λαό που θεωρούσε σχισματικό; Δεν θα θεωρούσε την τουρκική προέλαση δίκαιη τιμωρία για το σχίσμα; Με αυτά κατά νου ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' είχε υποταχθεί προσωπικά στον πάπα στην Ιταλία, το 1369. Αρνήθηκε όμως με σύνεση να αναμίξει τους υπηκόους του, αν και ήλπιζε, μάταια, να τους πείσει να τον ακολουθήσουν .
Ούτε ο Μιχαήλ Η' ούτε ο Ιωάννης Ε' ήταν θεολόγοι. Και για τους δύο τα πολιτικά πλεονεκτήματα της ένωσης υπερέβαλλαν ο,τιδήποτε άλλο. Για τους θεολόγους το πρόβλημα ήταν δυσκολότερο. Από πολύ παλιά η ανατολική και η δυτική χριστιανοσύνη απέκλιναν ως προς τη θεολογία, το τυπικό της λειτουργίας και την εκκλησιαστική θεωρία και πρακτική.
Τώρα διαφοροποιούνταν σε ένα βασικό θεολογικό ζήτημα, σχετικό με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και την προσθήκη από τους Λατίνους της λέξης Filioque στο σύμβολο της πίστης. Υπήρχαν και άλλα, μικρότερα ζητήματα. Το δόγμα των Ενεργειών που είχε εγκριθεί πρόσφατα ήταν απαράδεκτο για τη Δύση. Το δυτικό δόγμα για το Καθαρτήριο φαινόταν στην Ανατολή ότι διέθετε αλαζονική σιγουριά.
Ως προς τη λειτουργία το κύριο ερώτημα ήταν κατά πόσο ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας θα έπρεπε να περιέχει προζύμι ή να είναι άζυμος. Στην Ανατολή η δυτική χρήση άζυμου άρτου φαινόταν ιουδαϊκή και ασεβής προς το Άγιο Πνεύμα το οποίο συμβολιζόταν από το προζύμι. Παρόμοια ασέβεια έδειχνε η άρνηση των Δυτικών να δεχθούν την Επίκληση, την έκκληση προς το Άγιο Πνεύμα, χωρίς την οποία, στα μάτια των Ανατολικών ο άρτος και ο οίνος δεν καθαγιάζονταν εντελώς. Υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο της μετάληψης των λαϊκών και για το γάμο των εφημερίων-ιερέων.
Η πιο θεμελιώδης διαφωνία όμως βρισκόταν στην εκκλησιαστική σφαίρα. Ο επίσκοπος Ρώμης είχε τιμητικά πρωτεία ή απόλυτη υπεροχή στην Εκκλησία; Η βυζαντινή παράδοση ήταν προσκολλημένη στην παλαιά πεποίθηση της χαρισματικής ισότητας των επισκόπων. Κανένας τους, ούτε καν ο διάδοχος του Αγίου Πέτρου, δεν είχε το δικαίωμα να εντέλλεται δογματικές θέσεις, όσο σεβασμό και αν επέβαλλαν οι απόψεις του.
Ο καθορισμός του δόγματος ήταν αρμοδιότητα αποκλειστικά των οικουμενικών συνόδων, οπότε αντιπροσωπεύονταν όλοι οι επίσκοποι της Εκκλησίας και το Άγιο Πνεύμα κατέβαινε για να τους εμπνεύσει, όπως συνέβη κατά την Πεντηκοστή. Η ρωμαϊκή προσθήκη στο σύμβολο της πίστης σοκάρισε την Ανατολή, όχι μόνο για θεολογικούς λόγους, αλλά επειδή αποτελούσε μονομερή τροποποίηση μιας διατύπωσης που είχε καθαγιαστεί από μια οικουμενική σύνοδο. Αλλά ούτε η διοικητική και η πειθαρχική εξουσία της Ρώμης μπορούσε να γίνει αποδεκτή στην Ανατολή, όπου πιστευόταν ότι παρόμοιες εξουσίες προέρχονταν από την πενταρχία των πατριαρχών, μεταξύ των οποίων ο Ρώμης ήταν το πρεσβύτερο αλλά όχι το ανώτερο μέλος.
Οι Βυζαντινοί τηρούσαν πιστά τις παραδόσεις και τη λειτουργία τους, αλλά το δόγμα τους περί Οικονομίας, που πρέσβευε ότι οι μικροδιαφορές ήταν δυνατό να παραβλέπονται προς όφελος της ομαλής διαχείρισης του οίκου του Θεού, τους επέτρεπε κάποια ελαστικότητα. Αντίθετα, η Ρωμαϊκή Εκκλησία από την ίδια της τη φύση δεν ήταν σε θέση να κάνει εύκολα παραχωρήσεις .
Οι λόγιοι του Βυζαντίου είχαν διχαστεί. Πολλοί ήταν υπερβολικά πιστοί στην Εκκλησία τους για να αναλογιστούν την ένωση με τη Ρώμη. Πολλοί άλλοι όμως, ειδικά μεταξύ των φιλοσόφων, ήταν έτοιμοι να δεχθούν το πρωτείο της Ρώμης εφόσον η προσωπική τους πίστη και οι συνήθειές τους δεν καταδικάζονταν ολοκληρωτικά.
Για εκείνους η ενότητα της χριστιανοσύνης και του χριστιανικού πολιτισμού είχε τώρα τη μεγαλύτερη σημασία. Μερικοί είχαν επισκεφθεί την Ιταλία και είχαν διαπιστώσει τη ζωντάνια της πνευματικής ζωής εκεί. Είχαν δει ακόμη πόσο πολύ εκτιμούσαν εκείνη την περίοδο τους Έλληνες λογίους, όταν πήγαιναν σαν φίλοι. Περίπου το 1340 ο Δημήτριος Κυδώνης είχε μεταφράσει στα Ελληνικά τα έργα του Θωμά Ακινάτη.
Ο σχολαστικισμός του Ακινάτη προσείλκυσε πολλούς Έλληνες διανοούμενους και τους έδειξε ότι δεν έπρεπε να περιφρονούν τους Ιταλούς λογίους. Επιθυμούσαν να ενισχύσουν τους πνευματικούς δεσμούς με την Ιταλία και η επιθυμία τους βρήκε ανταπόκριση. Σε όλο και περισσότερους από αυτούς προσφέρονταν προσοδοφόρες καθηγητικές έδρες στη Δύση. Η ιδέα της συγχώνευσης του βυζαντινού και του ιταλικού πολιτισμού γινόταν όλο και πιο ελκυστική, και, εφόσον διασφαλίζονταν οι ελληνικές παραδόσεις, θα έπρεπε να έχει σημασία εάν παρεμβαλλόταν η υποταγή στη Ρώμη, δεδομένης της τιμής που αποδιδόταν παλαιότερα στη Ρώμη και της αίγλης της ιταλικής ζωής, όπως εκδηλωνόταν τώρα;
Οι υποστηρικτές της ένωσης βρίσκονταν μόνο μεταξύ των πολιτικών και των διανοούμενων. Οι μοναχοί και ο κατώτερος κλήρος ήταν σφοδροί πολέμιοι της. Λίγοι μεταξύ τους συγκινούνταν από τα πολιτιστικά επιχειρήματα. Ήταν υπερήφανοι για την πίστη και τις παραδόσεις τους. Θυμούνταν τα παθήματα των προγόνων τους στα χέρια των Λατίνων ιεραρχών στη διάρκεια της εξουσίας των Λατίνων αυτοκρατόρων και ήταν εκείνοι που επηρέασαν τα πνεύματα των ανθρώπων, λέγοντας τους ότι η ένωση αποτελούσε ηθικό ατόπημα και ότι η αποδοχή της περιείχε τον κίνδυνο της αιώνιας καταδίκης.
Αυτή θα ήταν μια μοίρα πολύ χειρότερη από κάθε καταστροφή που θα μπορούσαν να πάθουν σ' αυτό τον εφήμερο κόσμο. Με δεδομένη την αντίθεση αυτής της μερίδας θα ήταν δύσκολο για κάθε αυτοκράτορα να εκπληρώσει οποιαδήποτε υπόσχεση για ένωση, και μάλιστα καθώς είχε την υποστήριξη λογίων και θεολόγων, των οποίων η πίστη στην παράδοση προερχόταν από τη διάνοια όσο και από το συναίσθημα, καθώς και πολιτικοί που αναρωτιόντουσαν εάν πράγματι η Δύση θα ήταν ποτέ ικανή να σώσει το Βυζάντιο.
Αυτές οι παθιασμένες ανταλλαγές επιχειρημάτων πραγματοποιούνταν σε μια ατμόσφαιρα υλικής παρακμής. Παρά τους εξαίρετους λογίους της η Κωνσταντινούπολη στα τέλη του δέκατου τέταρτου αιώνα ήταν μια μελαγχολική πόλη που έπνεε τα λοίσθια. Ο πληθυσμός, ο οποίος μαζί με εκείνον των προαστίων αριθμούσε το δωδέκατο αιώνα ένα εκατομμύριο, τώρα είχε συρρικνωθεί σε όχι παραπάνω από εκατό χιλιάδες, και εξακολουθούσε να συρρικνώνεται .
Τα προάστια πέρα από το Βόσπορο βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων. Το Πέραν, στην απέναντι πλευρά του Κερατίου κόλπου, ήταν γενοβέζικη αποικία. Στα προάστια κατά μήκος της θρακικής παραλίας του Βοσπόρου και της Προποντίδας, τα οποία κάποτε έβριθαν από μεγαλοπρεπείς επαύλεις και πλούσια μοναστήρια, απέμεναν μόνο μερικοί οικισμοί γύρω από κάποιες παλιές εκκλησίες.
Η ίδια η πόλη, μέσα από τα δεκατέσσερα μίλια των τειχών της, ακόμη και στις ημέρες της δόξας της ήταν γεμάτη πάρκα και κήπους που χώριζαν τις διάφορες συνοικίες. Τώρα όμως πολλές συνοικίες είχαν εξαφανιστεί και όσες απέμεναν χωρίζονταν από χωράφια και περιβόλια.
Ο περιηγητής Ιμπν Μπατούτα μέτρησε στα μέσα του δέκατου τέταρτου αιώνα δεκατρία χωριστά πολίσματα μέσα από τα τείχη. Στα πρώτα χρόνια του δέκατου πέμπτου αιώνα φάνηκε καταπληκτικό στον Γκονζάλεζ ντε Κλαβίχο ότι μια τόσο τεράστια πόλη ήταν τόσο γεμάτη με ερείπια, και λίγα χρόνια αργότερα ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ έμεινε εμβρόντητος από την ερημιά της. Το 1437 ο Πέρο Ταφούρ παρατήρησε πόσο αραιός και φτωχός ήταν ο πληθυσμός της. Σε πολλές περιοχές θα νόμιζες ότι βρισκόσουν στην εξοχή, με άγρια τριαντάφυλλα να ανθίζουν την άνοιξη στους φράχτες από θάμνους, και με τα αηδόνια να κελαηδούν στα άλση.
Τα κτίρια του παλαιού Ιερού Παλατίου, στο νοτιοανατολικό άκρο της πόλης, δεν κατοικούνταν πια. Στην έσχατη ανάγκη του ο τελευταίος Λατίνος αυτοκράτορας, αφού πούλησε τα περισσότερα άγια λείψανα της πόλης στον Άγιο Λουδοβίκο και προτού βάλει ως ενέχυρο το γιο και κληρονόμο του στους Βενετούς, είχε βγάλει όλο το μόλυβδο από τις στέγες και τον είχε πουλήσει για μετρητά.
Ούτε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ούτε κανείς από τους διαδόχους του είχαν ποτέ αρκετά χρήματα διαθέσιμα για να τις επισκευάσουν. Μόνο μερικές εκκλησίες συντηρούνταν στο χώρο του, όπως η Νέα Βασιλική του Βασιλείου Α' και η εκκλησία της Θεομήτορος στο Φάρο.
Εκεί κοντά ο Ιππόδρομος κατέρρεε, και οι νεαροί αριστοκράτες χρησιμοποιούσαν τον αγωνιστικό χώρο για να παίζουν πόλο*. Στην απέναντι πλευρά της πλατείας το παλάτι του πατριάρχη στέγαζε ακόμη τα πατριαρχικά γραφεία, αλλά ο ίδιος δεν τολμούσε πλέον να μένει εκεί. Μόνο η μεγάλη μητρόπολη της του Θεού Σοφίας εξακολουθούσε να παραμένει εκθαμβωτική, και η συντήρησή της γινόταν με ειδική επιβάρυνση των κρατικών εσόδων.
Ο κύριος δρόμος που διέσχιζε την κεντρική πτυχή της πόλης, από τη Χαρίσια πύλη, τη σημερινή πύλη της Αδριανούπολης, μέχρι το παλιό παλάτι περιβαλλόταν ακανόνιστα από καταστήματα και σπίτια και σ' αυτόν δέσποζε η μητρόπολη των Αγίων Αποστόλων. Αυτό όμως το τεράστιο κτίριο βρισκόταν σε κακή κατάσταση.
Κατά μήκος του Κερατίου κόλπου τα χωριά απείχαν λιγότερο μεταξύ τους και ήταν πιο πυκνοκατοικημένα, ειδικά στο άλλο άκρο, στις Βλαχέρνες, κοντά στα χερσαία τείχη, όπου ο αυτοκράτορας είχε τώρα το παλάτι του, όπως και στην άκρη της πόλης, κάτω από το λόφο του Ναυστάθμου.
Οι Βενετοί είχαν μια πλούσια γειτονιά χαμηλά, προς το λιμάνι, ενώ και οι δρόμοι που είχαν παραχωρηθεί σε άλλους Δυτικούς εμπόρους, Αγκωνίτες, Φλωρεντινούς, Ραγουζαίους και Καταλανούς, όπως και στους Εβραίους, ήταν εκεί κοντά. Κατά μήκος της παραλίας υπήρχαν αποθήκες και αποβάθρες, όπως και αγορές στην περιοχή όπου εξακολουθεί να βρίσκεται η μεγάλη τουρκική αγορά.
Κάθε γειτονιά όμως ήταν χωριστή και πολλές περιβάλλονταν από τείχος ή φράκτη από πασσάλους. Στα νότια κράσπεδα της πόλης, που έβλεπαν προς την Προποντίδα, τα χωριά ήταν πιο αραιά και σε μεγαλύτερη απόσταση το ένα από το άλλο. Στο Στούδιον, όπου τα χερσαία τείχη έφθαναν μέχρι την Προποντίδα, τα κτίρια του πανεπιστημίου και της πατριαρχικής Ακαδημίας ήταν συγκεντρωμένα γύρω από την παλιά εκκλησία του Αγίου Ιωάννη και το ιστορικό της μοναστήρι με την εξαίρετη βιβλιοθήκη του. Ανατολικά του υπήρχαν μερικές αποβάθρες στα Ψαμμαθεία.
Σκορπισμένες στην πόλη υπήρχαν ακόμη μερικές εξαίσιες επαύλεις, όπως και ανδρικές και γυναικείες μονές. Μπορούσε κανείς να δει ακόμη άρχοντες και αρχόντισσες ντυμένους πλούσια, να ιππεύουν ή να μεταφέρονται με φορεία μέσα στην πόλη, αν και ο Μπερτραντόν ντε λα Μπροκιέρ στεναχωρήθηκε βλέποντας πόσο μικρή ήταν η ακολουθία που συνόδευε την αξιολάτρευτη αυτοκράτειρα Μαρία καθώς πήγαινε με το άλογό της από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας στο παλάτι.
Στις αγορές και στις αποβάθρες εξακολουθούσαν να υπάρχουν εμπορεύματα, όπως και Βενετοί, Σλάβοι ή μωαμεθανοί έμποροι που προτιμούσαν να συναλλάσσονται στην παλιά πόλη παρά με τους Γενοβέζους από την άλλη πλευρά του Κερατίου. Υπήρχε ακόμη ένα ετήσιο ρεύμα προσκυνητών με προέλευση κυρίως τη Ρωσία που θαύμαζαν τις εκκλησίες και τα λείψανα που αυτές στέγαζαν. Το κράτος συνέχιζε να διατηρεί ξενώνες για να τους φιλοξενεί, καθώς και όσα νοσοκομεία και ορφανοτροφεία μπορούσε τώρα να συντηρεί .
Η μόνη άλλη σημαντική πόλη που είχε απομείνει στην αυτοκρατορία ήταν η Θεσσαλονίκη, η οποία διατηρούσε μια ατμόσφαιρα μεγαλύτερης ευμάρειας. Εξακολουθούσε να παραμένει το κυριότερο λιμάνι των Βαλκανίων και το ετήσιο πανηγύρι της αποτελούσε ακόμη το σημείο συνάντησης των εμπόρων απ' όλα τα έθνη. Μέσα στην πιο περιορισμένη έκτασή της υπήρχαν λιγότερα κενά και μικρότερη παρακμή.
Αλλά και αυτή ουδέποτε συνήλθε εντελώς από τα προβλήματα των μέσων του δέκατου τέταρτου αιώνα, οπότε την είχαν καταλάβει για μερικά χρόνια λαϊκοί επαναστάτες γνωστοί ως Ζηλωτές, οι οποίοι κατέστρεψαν πολλά παλάτια, σπίτια εμπόρων και μοναστήρια, προτού κατασταλεί το κίνημά τους. Πριν από το τέλος του αιώνα την κατέλαβαν οι Τούρκοι, αργότερα πάντως ανακαταλήφθηκε για κάποιο διάστημα.
Ο Μυστράς, στην Πελοπόννησο, η πρωτεύουσα του δεσποτάτου του Μορέα, καυχιόταν για ένα παλάτι, ένα κάστρο και αρκετές εκκλησίες, μοναστήρια και σχολές, αλλά δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα χωριό .
Αυτό το τραγικό απομεινάρι μιας αυτοκρατορίας ήταν η κληρονομιά που πέρασε το 1391 στον αυτοκράτορα Μανουήλ Β'. Ο ίδιος ήταν μια τραγική φυσιογνωμία. Τη νεότητα του την πέρασε με οικογενειακές έριδες και πολέμους στη διάρκεια των οποίων μόνο ο ίδιος είχε παραμείνει πιστός στον πατέρα του, τον Ιωάννη Ε', τον οποίο σε μια περίπτωση χρειάστηκε να σώσει από φυλάκιση για χρέη στη Βενετία*.
Ο Μανουήλ είχε περάσει μερικά χρόνια ως όμηρος στην τουρκική Αυλή και είχε υποχρεωθεί να ορκιστεί υποταγή στο σουλτάνο, ακόμη και να ηγηθεί ενός βυζαντινού στρατιωτικού σώματος για να βοηθήσει τον επικυρίαρχό του να υποτάξει την ελεύθερη βυζαντινή πόλη της Φιλαδέλφειας**. Βρήκε παρηγοριά στη λογιοσύνη, γράφοντας, μεταξύ άλλων, και ένα βιβλιαράκι για τους Τούρκους φίλους του στο οποίο συγκρίνονται ο Χριστιανισμός και το Ισλάμ και το οποίο αποτελεί υπόδειγμα στο είδος του.
Ήταν ένας άξιος αυτοκράτορας. Αποδέχθηκε γενναιόδωρα ως συναυτοκράτορα τον ανιψιό του Ιωάννη Ζ', γιο του μεγαλύτερου αδελφού του, και ανταμείφθηκε με την πίστη που του έδειξε αυτός ο ασταθής νεαρός για το υπόλοιπο της σύντομης ζωής του. Προσπάθησε να αναμορφώσει τα μοναστήρια και να βελτιώσει το επίπεδο τους και έδωσε στο πανεπιστήμιο όσα χρήματα μπορούσε να διαθέσει. Παράλληλα διέβλεψε την πολιτική ανάγκη για βοήθεια από τη Δύση. Η Σταυροφορία του 1396, η οποία ξεκίνησε με τις ευλογίες δύο αντίπαλων παπών για να καταστραφεί στη Νικόπολη του Δούναβη εξαιτίας της ανοησίας των ηγετών της, αποτελούσε στην πραγματικότητα ανταπόκριση στις ικεσίες του βασιλιά της Ουγγαρίας, παρά στις δικές του, αλλά το 1399 ο Γάλλος στρατάρχης Μπουσικώ κατέφθασε στην Κωνσταντινούπολη, με λίγα στρατεύματα, ως απάντηση στις εκκλήσεις του, αν και τα αποτελέσματα τα οποία πέτυχε ήταν περιορισμένα.
Ο Μανουήλ ήταν αντίθετος με την ένωση των Εκκλησιών, εν μέρει λόγω πραγματικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, τις οποίες υπήρξε αρκετά ειλικρινής ώστε να εκθέσει σε μια πραγματεία που έγραψε για τους καθηγητές της Σορβόννης, και εν μέρει επειδή ήξερε πολύ καλά τους υπηκόους του ώστε να πιστεύει ότι θα την αποδέχονταν ποτέ. Η συμβουλή προς το γιο και διάδοχό του, τον Ιωάννη Η', ήταν να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις για την ένωση σε φιλική βάση, αλλά να αποφύγει δεσμεύσεις η υλοποίηση των οποίων ενδεχομένως θα αποδεικνυόταν αδύνατη.
Όταν ταξίδεψε στη Δύση αναζητώντας βοήθεια επέλεξε μια στιγμή κατά την οποία η παποσύνη είχε χάσει το κύρος της λόγω του μεγάλου σχίσματος και απηύθυνε τις εκκλήσεις του σε κοσμικούς ηγεμόνες, ελπίζοντας με αυτό τον τρόπο να αποφύγει τις εκκλησιαστικές πιέσεις.
Όμως, παρά την ευχάριστη εντύπωση που έκανε, τα ταξίδια του δεν του απέφεραν κανένα υλικό όφελος πέρα από μικρά χρηματικά ποσά που απέσπασαν οι οικοδεσπότες του από τους κάθε άλλο παρά ενθουσιώδεις υπηκόους τους. Μάλιστα αναγκάστηκε να επισπεύσει την επάνοδό του στην πατρίδα το 1402 όταν έμαθε ότι ο σουλτάνος βάδιζε εναντίον της Κωνσταντινούπολης***.
Η πρωτεύουσά του σώθηκε πριν από την επιστροφή του, όταν ο Τάταρος Τιμούρ επιτέθηκε στις τουρκικές κτήσεις από την ανατολή. Αλλά η ανακούφιση που προσέφερε στο Βυζάντιο η ήττα του σουλτάνου Βαγιαζήτ στην Άγκυρα δεν μπορούσε να ανορθώσει την αυτοκρατορία που πέθαινε.
Η δύναμη των Οθωμανών ηγεμόνων παρέλυσε μόνο για ένα μικρό διάστημα. Δυναστικές διαμάχες αναχαίτισαν την επιθετικότητα τους για δύο δεκαετίες και, όταν το 1422 ο σουλτάνος Μουράτ Β' βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία σχεδόν αμέσως, λόγω οικογενειακών ερίδων και διαδόσεων για εξέγερση .
Η παρέμβαση του Τιμούρ ανέβαλε την πτώση της Κωνσταντινούπολης για μισό αιώνα. Αλλά μόνος του ο Μανουήλ δεν μπορούσε να την αξιοποιήσει πολύ. Ανέκτησε μερικές κωμοπόλεις στη Θράκη και εξασφάλισε την άνοδο ενός φίλου πρίγκιπα στο σουλτανάτο.
Εάν όλες οι δυνάμεις της Ευρώπης είχαν κατορθώσει να συνενωθούν αμέσως σε ένα συνασπισμό εναντίον των Οθωμανών Τούρκων, η απειλή ίσως να είχε τερματιστεί. Αλλά οι συνασπισμοί δεν οργανώνονται χωρίς χρόνο και καλή διάθεση, και υπήρχε έλλειψη και από τα δύο.
Οι Γενοβέζοι, ανήσυχοι για το εμπόριό τους, έσπευσαν να στείλουν μια πρεσβεία στον Τιμούρ και να διαθέσουν πλοία για τη μεταφορά των ηττημένων Τούρκων στρατιωτών από την Ασία στην Ευρώπη.
Οι Βενετοί, ανήσυχοι μήπως οι Γενοβέζοι φανούν εξυπνότεροι από εκείνους, διέταξαν τις αποικιακές αρχές τους να τηρήσουν αυστηρή ουδετερότητα. Η παποσύνη, απορροφημένη από τις ωδίνες του μεγάλου σχίσματος, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει καθοδήγηση. Οι κοσμικές δυνάμεις της Δύσης θυμούνταν την καταστροφή στη Νικόπολη. Εξάλλου καθεμία τους είχε πιο κοντινά προβλήματα.
Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας, θωρώντας ότι οι Τούρκοι δεν θα τον απειλούσαν πλέον, ανακατευόταν σε δολοπλοκίες στη Γερμανία από τις οποίες επρόκειτο να αναδειχθεί αυτοκράτορας της Δύσης.
Η Κωνσταντινούπολη δεν διέτρεχε άμεσο κίνδυνο. Γιατί να ασχοληθεί τώρα κανείς μ' αυτήν ;
Στην ίδια την Κωνσταντινούπολη δεν υπήρχε παρόμοια αισιοδοξία. Αλλά, παρά την αίσθηση του κινδύνου, ο λαμπρός πνευματικός βίος συνεχιζόταν. Η παλαιότερη γενιά των λογίων είχε πεθάνει. Τώρα, εκτός από τον ίδιο τον αυτοκράτορα, ηγετική φυσιογνωμία ήταν ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διευθυντής της πατριαρχικής ακαδημίας και καθηγητής του πανεπιστημίου.
Αυτός ήταν ο δάσκαλος που μόρφωσε την τελευταία διακεκριμένη γενιά βυζαντινών λογίων. Ήταν καλός γνώστης τόσο της δυτικής όσο και της ελληνικής φιλολογίας και βοήθησε τον αυτοκράτορα να εισαγάγει τις Δυτικές σπουδές στο πρόγραμμα του πανεπιστημίου. Καλοδεχόταν πρόθυμα Δυτικούς φοιτητές. Μάλιστα ο Αινείας Σίλβιος Πικκολόμινι, ο μετέπειτα πάπας Πίος Β', θα έγραφε αργότερα ότι την περίοδο της νεότητάς του κάθε Ιταλός με αξιώσεις λογιοσύνης ισχυριζόταν πάντα ότι είχε σπουδάσει στην Κωνσταντινούπολη. Αλλά ο Βρυέννιος, όπως και ο Μανουήλ, ήταν αντίθετος με την ένωση των Εκκλησιών.
Δεν μπορούσε να δεχθεί τη ρωμαϊκή θεολογία και δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει τις βυζαντινές παραδόσεις .
Ένας ακόμη πιο αξιόλογος λόγιος, ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων, κάπως νεώτερος από τον Βρυέννιο, έφυγε εκείνα τα χρόνια από τη γενέτειρά του, την Κωνσταντινούπολη, για να εγκατασταθεί στο Μυστρά, υπό την προστασία του λογιότερου γιου του αυτοκράτορα, του δεσπότη του Μορέα Θεοδώρου Β'. Εκεί ίδρυσε μια πλατωνική Ακαδημία και έγραψε αρκετά βιβλία, συνηγορώντας υπέρ της αναδιοργάνωσης του κράτους σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία. Έκανε υποδείξεις για κοινωνικά, οικονομικά και στρατιωτικά θέματα, ελάχιστες από τις οποίες είχαν στην πραγματικότητα πρακτική αξία.
Ως προς τη θρησκεία υποστήριζε μια πλατωνική κοσμολογία, με μικρές δόσεις της φιλοσοφίας του Επίκουρου και του Ζωροαστρισμού. Μολονότι κατ' όνομα Ορθόδοξος, δεν ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για το Χριστιανισμό και του άρεσε να γράφει το Θεό Δία. Οι θρησκευτικές του πεποιθήσεις ποτέ δεν δημοσιοποιήθηκαν.
Μετά το θάνατό του και την άλωση της Κωνσταντινούπολης το χειρόγραφο στο οποίο τις εξέθετε έπεσε στα χέρια του παλιού του φίλου και αμφισβητία, του πατριάρχη Γενναδίου, που το διάβασε με αυξανόμενο ενδιαφέρον και φρίκη και στο τέλος διέταξε απρόθυμα να το κάψουν. Μόνο μερικά αποσπάσματα διασώζονται .
Ο Πλήθων υποστήριζε με ζήλο μια ορολογία που έδειχνε πόσο έντονα είχε αλλάξει ο βυζαντινός κόσμος. Μέχρι τότε ο όρος Έλλην χρησιμοποιούνταν από τους Βυζαντινούς για να περιγράψει τον ειδωλολάτρη Έλληνα, σε αντιδιαστολή με το Χριστιανό, με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αφορούσαν τη γλώσσα. Τώρα, με την αυτοκρατορία συρρικνωμένη ώστε να αποτελεί κάτι ελάχιστα περισσότερο από μια ομάδα πόλεων-κρατών, και με το Δυτικό κόσμο γεμάτο θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, οι ουμανιστές άρχισαν να αυτοαποκαλούνται Έλληνες. Επίσημα η αυτοκρατορία εξακολουθούσε να είναι η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Ο όρος όμως Ρωμαίοι, με τον οποίο οι Βυζαντινοί περιέγραφαν πάντα τους εαυτούς τους στο παρελθόν, εγκαταλείφθηκε στους κύκλους των μορφωμένων, μέχρις ότου τελικά ο όρος Ρωμαϊκά κατέληξε να δηλώνει τη γλώσσα του λαού, σε αντιδιαστολή με τη λόγια γλώσσα. Αυτή η μόδα ξεκίνησε στη Θεσσαλονίκη, όπου οι διανοούμενοι είχαν έντονη συνείδηση της ελληνικής κληρονομιάς τους. Ο Νικόλαος Καβάσιλας, που ήταν από τη Θεσσαλονίκη, έγραφε για «την ελληνική μας κοινότητα».
Το παράδειγμά του ακολούθησαν αρκετοί σύγχρονοί του. Στο τέλος του αιώνα τον Μανουήλ τον προσφωνούσαν συχνά αυτοκράτορα των Ελλήνων. Λίγους αιώνες νωρίτερα οποιαδήποτε Δυτική διπλωματική αποστολή έφθανε στην Κωνσταντινούπολη με επιστολές που απευθύνονταν στον «αυτοκράτορα των Ελλήνων» δεν γινόταν δεκτή στην Αυλή.
Τώρα, μολονότι μερικοί παραδοσιακοί αντιπαθούσαν το νέο όρο και παρ' όλο που κανείς δεν τον θεωρούσε απεμπόληση των οικουμενικών αξιώσεων της αυτοκρατορίας, αυτός επικράτησε για να θυμίζει στους Βυζαντινούς την ελληνική κληρονομιά τους. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες της η Κωνσταντινούπολη ήταν μια συνειδητά ελληνική πόλη .
Ο Μανουήλ Β' αποσύρθηκε από το δημόσιο βίο το 1423 και πέθανε δύο χρόνια αργότερα. Ο φίλος του, ο σουλτάνος Μωάμεθ Α', είχε ήδη πεθάνει, και υπό το νέο σουλτάνο, τον Μουράτ Β', η δύναμη των Οθωμανών ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ. Πολλοί Έλληνες θαύμαζαν τον Μουράτ, ο οποίος, αν και πιστός Μουσουλμάνος, ήταν ευγενικός, έντιμος και δίκαιος.
Η ιδιοσυγκρασία του όμως αποκαλύφθηκε όταν βάδισε εναντίον της Κωνσταντινούπολης, το 1422. Μολονότι η απόπειρά του να πολιορκήσει την πόλη δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, η πίεση που άσκησε σε άλλα μέρη της αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, ώστε ο κυβερνήτης της Θεσσαλονίκης, ο τρίτος γιος του Μανουήλ, ο Ανδρόνικος, ένας ασθενικός και νευρικός άνδρας, απελπίστηκε ότι θα μπορούσε να κρατήσει την πόλη και την πούλησε στους Βενετούς. Μετά από μια σύντομη πολιορκία έπεσε στους Τούρκους το 1430. Στη διάρκεια των επομένων ετών ο Μουράτ δεν έδειξε έντονη επεκτατική διάθεση. Πόσο όμως θα κρατούσε η ανάπαυλα ;
Ο μεγαλύτερος γιος του Μανουήλ, ο Ιωάννης Η', ήταν τόσο βέβαιος ότι μόνο η βοήθεια από τη Δύση μπορούσε να σώσει την αυτοκρατορία, ώστε, αδιαφορώντας για τις συμβουλές του πατέρα του, αποφάσισε να πιέσει για ένωση με τη Ρώμη. Μόνο η Δυτική Εκκλησία ήταν σε θέση να συναγείρει τη Δύση για να τον βοηθήσει. Η παποσύνη είχε συνέλθει από το σχίσμα, αλλά είχε αποκατασταθεί μέσω ενός συνοδικού κινήματος.
Ο Ιωάννης γνώριζε ότι η μοναδική πιθανότητα να παρασύρει το λαό του να δεχθεί την ένωση ήταν εάν αυτή αποφασιζόταν από μία σύνοδο, τόσο οικουμενική όσο επέτρεπαν οι περιστάσεις.
Η παποσύνη δεν μπορούσε τώρα να απορρίψει το σχέδιο για μια σύνοδο. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις ο πάπας Ευγένιος Δ' κάλεσε τον αυτοκράτορα να φέρει μια αντιπροσωπεία σε μια σύνοδο που θα συγκαλούνταν στην Ιταλία. Ο Ιωάννης θα προτιμούσε να συγκληθεί στην Κωνσταντινούπολη, αλλά δέχθηκε την πρόσκληση. Η σύνοδος άρχισε στη Φερράρα το 1438 και το επόμενο έτος μετακινήθηκε στη Φλωρεντία, όπου πραγματοποιήθηκαν οι ουσιώδεις συζητήσεις.
Η λεπτομερής εξιστόρηση της συνόδου αποτελεί άγονο ανάγνωσμα. Υπήρχαν διαφορές σχετικά με την πρωτοκαθεδρία. Θα έπρεπε να προεδρεύει ο αυτοκράτορας, όπως είχαν προεδρεύσει αυτοκράτορες σε προηγούμενες συνόδους; Πώς θα γινόταν δεκτός ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από τον πάπα; Αποφασίστηκε οι συζητήσεις να διεξαχθούν με αντικείμενο την ορθή ερμηνεία των κανόνων των οικουμενικών συνόδων και τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, Λατίνοι και Έλληνες, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι διέθεταν τη θεία έμπνευση και ότι οι κανόνες τους έπρεπε να ακολουθηθούν. Δυστυχώς η έμπνευση δεν φαίνεται να συμπεριλάμβανε τη συνέπεια. Οι Πατέρες είχαν διαφωνήσει συχνά μεταξύ τους και μερικές φορές έρχονταν σε αντίφαση και με τον εαυτό τους. Υπήρχαν ατελείωτες δυσκολίες στο θέμα της γλώσσας. Σπάνια ήταν εφικτή η ανεύρεση ενός ακριβούς αντίστοιχου θεολογικού όρου στα Λατινικά για έναν ελληνικό, ενώ επιπλέον οι λατινικές και οι ελληνικές αποδόσεις των κανόνων των συνόδων συχνά απέκλιναν.
Στη διάρκεια των συζητήσεων πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι Λατίνοι ήταν καλύτεροι. Η αντιπροσωπεία τους αποτελούνταν από συζητητές που ήταν πολύ εξασκημένοι στην επιχειρηματολογία και οι οποίοι συνεργάζονταν ως ομάδα, με τον πάπα να τους συμβουλεύει στα παρασκήνια. Η ελληνική αντιπροσωπεία ήταν πιο ανομοιογενής.
Οι επίσκοποι ήταν ένα θλιβερό σύνολο, καθώς πολλοί από τους πιο εξέχοντες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Προκειμένου να βελτιώσει το επίπεδό τους ο αυτοκράτορας είχε αναβιβάσει τρεις μορφωμένους μοναχούς σε μητροπολιτικές έδρες. Αυτοί ήταν ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, μητροπολίτης Νικαίας, ο Ισίδωρος, μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας και ο Μάρκος Ευγενικός, μητροπολίτης Εφέσου.
Σ' αυτούς προσέθεσε τέσσερις κοσμικούς φιλοσόφους, το Γεώργιο Σχολάριο, το Γεώργιο Αμιρούτζη, το Γεώργιο Τραπεζούντιο και τον ηλικιωμένο Πλήθωνα. Από τους πατριάρχες της Ανατολής ζητήθηκε να ορίσουν αντιπροσώπους μεταξύ των επισκόπων που ήταν παρόντες. Εκείνοι συμμορφώθηκαν με δυσφορία, χωρίς να παραχωρήσουν στους αντιπροσώπους δυνατότητα εξουσιοδότησης. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη παράδοση κάθε επίσκοπος, περιλαμβανομένου του πατριάρχη, είναι εξίσου εμπνευσμένος σε δογματικά θέματα, ενώ οι λαϊκοί έχουν δικαίωμα έκφρασης θεολογικών γνωμών. Έτσι κάθε Έλληνας που επιχειρηματολογούσε ακολουθούσε διαφορετική κατεύθυνση.
Ο πατριάρχης, ένας καλοκάγαθος γέρος ονόματι Ιωσήφ, νόθος γιος ενός Βούλγαρου ηγεμόνα και μιας Ελληνίδας αρχόντισσας, δεν ήταν πολύ έξυπνος ούτε η υγεία του ήταν καλή, και η παρουσία του δεν είχε καμία σημασία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας παρενέβαινε προκειμένου να αποτρέψει τη συζήτηση δυσάρεστων σημείων, όπως του δόγματος των Ενεργειών. Δεν υπήρχε συνοχή ούτε καθορισμένη πολιτική μεταξύ των Ελλήνων, και όλοι τους είχαν έλλειψη χρημάτων και ανυπομονούσαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.
Παρά ταύτα στο τέλος η ένωση επιβλήθηκε. Από τους φιλοσόφους την αποδέχθηκαν ο Γεώργιος Σχολάριος, ο Γεώργιος Αμιρούτζης και ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, όλοι τους θαυμαστές του Ακινάτη. Ο Πλήθων φαίνεται ότι κατόρθωσε να αποφύγει να υπογράψει. Πίστευε ότι η Καθολική Εκκλησία ήταν ακόμη πιο εχθρική προς την ελεύθερη σκέψη απ' ότι η Ελληνική. Πέρασε όμως υπέροχα στη Φλωρεντία.
Τιμήθηκε μεγαλόπρεπα ως ηγετικός πλατωνικός λόγιος και ο Κοσμάς των Μεδίκων ίδρυσε προς τιμήν του μια πλατωνική ακαδημία. Έτσι η αντίδρασή του κατασιγάστηκε.
Ο πατριάρχης Ιωσήφ, αφού συμφώνησε με τους Λατίνους ότι η δική τους διατύπωση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού σήμαινε το ίδιο με την ελληνική πρόταση ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται δια του Υιού, αρρώστησε και πέθανε. Ένας δηκτικός λόγιος παρατήρησε ότι, αφού είχε μπερδέψει τις θέσεις του, τι άλλο μπορούσε να κάνει με αξιοπρέπεια;
Οι λατινικές θέσεις κέρδισαν το Βησσαρίωνα και τον Ισίδωρο οι οποίοι εντυπωσιάστηκαν από τη μόρφωση των Ιταλών και λαχταρούσαν να ενοποιήσουν την ελληνική και την ιταλική παιδεία. Όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες επίσκοποι, με μία εξαίρεση, υπέγραψαν την πράξη της ένωσης, μερικοί με διαμαρτυρίες, παραπονούμενοι για πίεση και απειλές από τον αυτοκράτορα.
Η εξαίρεση ήταν ο Μάρκος Ευγενικός, που δεν δέχθηκε να συνυπογράψει, παρότι απειλήθηκε με απώλεια της έδρας του. Η ίδια η πράξη, αν και επέτρεπε μερικά ελληνικά έθιμα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια δήλωση του λατινικού δόγματος, μολονότι το άρθρο για τη σχέση του πάπα με τις συνόδους αφέθηκε κάπως ασαφές .
Ήταν ευκολότερη η υπογραφή της ένωσης παρά η υλοποίησή της. Όταν η αντιπροσωπεία επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη συνάντησε απροκάλυπτη εχθρότητα. Σύντομα ο Βησσαρίων, παρά το μεγάλο σεβασμό που απολάμβανε, θεώρησε συνετό να αποσυρθεί στην Ιταλία, όπου τον συνάντησε ο Ισίδωρος, τον οποίο απέπεμψαν οργισμένοι οι Ρώσοι.
Οι πατριάρχες της Ανατολής αρνήθηκαν να δεσμευθούν από τις υπογραφές των εκπροσώπων τους. Ο αυτοκράτορας εύρισκε δυσκολίες στην αναζήτηση κάποιου που θα αναλάμβανε το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Ο πρώτος υποψήφιός του πέθανε σχεδόν αμέσως.
Ο επόμενος, ο Γρηγόριος Μάμμας, ο οποίος διορίστηκε το 1445, κράτησε πεισματικά τη θέση για έξι χρόνια, αντιμετωπίζοντας την αντίδραση σχεδόν όλου του κλήρου του, στη συνέχεια αποσύρθηκε στην πιο φιλική ατμόσφαιρα της Ρώμης. Ο Εφέσου Μάρκος καθαιρέθηκε, για να αντιμετωπιστεί από το λαό ως η πραγματική κεφαλή της ιεραρχίας. Από τους φιλοσόφους ο Γεώργιος Τραπεζούντιος πήγε στην Ιταλία.
Ο Γεώργιος Σχολάριος άρχισε να έχει αμφιβολίες, περισσότερο για πολιτικούς παρά για θρησκευτικούς λόγους. Παρέμεινε θαυμαστής του σχολαστικισμού, αλλά αποφάσισε ότι η ένωση δεν εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα. Αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι με το μοναστικό όνομα Γεννάδιος. Όταν πέθανε ο Μάρκος Ευγενικός έγινε ο αναγνωρισμένος ηγέτης της ανθενωτικής μερίδας. Ο Γεώργιος Αμιρούτζης επρόκειτο να προχωρήσει περισσότερο και να εξερευνήσει τις δυνατότητες μιας συνεννόησης με το Ισλάμ.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αναρωτιόταν εάν είχε πράξει σωστά. Δεν αποκήρυξε την ένωση αλλά, υπό την επιρροή της μητέρας του, της αυτοκράτειρας Ελένης, έπαψε να πιέζει για την εφαρμογή της. Το μόνο που είχε επιτευχθεί ήταν η μεταφορά της διχόνοιας και της πικρίας στην πόλη που πέθαινε .
Εάν την υπογραφή της ένωσης είχε ακολουθήσει αμέσως μια επιτυχημένη εκστρατεία εναντίον των Τούρκων, ίσως να είχε γίνει αποδεκτή έστω και απρόθυμα. Ο πάπας Ευγένιος κήρυξε μια σταυροφορία το 1440 και τελικά οργάνωσε ένα στρατό, που αποτελούνταν κυρίως από Ούγγρους, ο οποίος διέσχισε το Δούναβη το 1444.
Αλλά ο παπικός εκπρόσωπος, ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι, αφού ανάγκασε το στρατιωτικό ηγέτη, τον Ιωάννη Ουνυάδη, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, να παραβεί την επίσημη (ένορκη) συνθήκη με το σουλτάνο, με το επιχείρημα ότι οι όρκοι σε απίστους ήταν άκυροι, στη συνέχεια τσακώθηκε μαζί του για θέματα στρατηγικής*. Ο σουλτάνος Μουράτ δεν βρήκε μεγάλες δυσκολίες να καταβάλει τις σταυροφορικές δυνάμεις στη Βάρνα, στις ακτές του Ευξείνου Πόντου .
Πολλοί Δυτικοί ιστορικοί θεώρησαν ότι απορρίπτοντας την ένωση οι Βυζαντινοί διέπρατταν, άσκοπα και πεισματικά, μια αυτοκτονία.
Ο απλός λαός, υπό την καθοδήγηση των μοναχών, υποκινούνταν από μια παθιασμένη νομιμοφροσύνη στην πίστη, στη λειτουργία και στις παραδόσεις του, για τα οποία πίστευε ότι είχαν καθοριστεί από το Θεό και ότι θα αποτελούσε αμαρτία να τα εγκαταλείψει. Αυτή ήταν μια εποχή θρησκευτικότητας. Οι Βυζαντινοί γνώριζαν ότι η επίγεια ζωή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα πρελούδιο της αιώνιας ζωής που θα ακολουθούσε.
Η εξαγορά υλικής ασφάλειας εδώ κάτω με τίμημα την αιώνια σωτηρία δεν ήταν συζητήσιμη. Υπήρχε παράλληλα μέσα τους μια τάση μοιρολατρείας. Εάν επρόκειτο να τους βρει καταστροφή, θα αποτελούσε θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Ήταν απαισιόδοξοι.
Κάτω από την επίδραση του υγρού, μελαγχολικού κλίματος του Βοσπόρου η φυσική ευθυμία των Ελλήνων είχε υποχωρήσει.
Ακόμη και στις μεγάλες ημέρες της αυτοκρατορίας οι άνθρωποι ψιθύριζαν προφητείες ότι δεν θα κρατούσε για πάντα. Πολλοί γνώριζαν καλά ότι επάνω σε πέτρες σε διάφορα σημεία της πόλης, καθώς και σε βιβλία που είχαν γράψει οι σοφοί του παρελθόντος ήταν καταγραμμένος ο κατάλογος των αυτοκρατόρων, και αυτός πλησίαζε στο τέλος του.
Η βασιλεία του Αντιχρίστου δεν μπορούσε να καθυστερήσει πολύ. Ακόμη και εκείνοι που θεωρούσαν ότι η μητέρα του Θεού δεν θα άφηνε ποτέ μια πόλη που ήταν αφιερωμένη σ' αυτήν να πέσει στα χέρια των απίστων ήταν τώρα ολιγάριθμοι. Η ένωση με την αιρετική Δύση δεν μπορούσε να φέρει βοήθεια, ούτε ήταν δυνατό να αλλάξει τη μοίρα .
Ενδεχομένως αυτή η ευσεβής άποψη ήταν αδαής και στενόμυαλη. Υπήρχαν όμως και στοχαστικοί πολιτικοί οι οποίοι αμφέβαλλαν για τα οφέλη της ένωσης.
Πολλοί από αυτούς υπολόγιζαν εύλογα ότι η Δύση ποτέ δεν θα είχε τη δυνατότητα ή τη διάθεση να στείλει βοήθεια τόσο αποτελεσματική ώστε να αναχαιτίσει την εξαίρετα οργανωμένη στρατιωτική δύναμη των Τούρκων. Άλλοι, ειδικά μεταξύ των εκκλησιαστικών ανδρών, φοβούνταν ότι η ένωση απλά θα οδηγούσε σε περαιτέρω σχίσμα.
Οι Έλληνες, οι οποίοι είχαν αγωνιστεί τόσο καιρό να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους παρά τους διωγμούς των Φράγκων ηγεμόνων, δεν θα αισθάνονταν ότι είχαν προδοθεί; Όλο και περισσότεροι Έλληνες έπεφταν κάτω από το ζυγό των Τούρκων και ο σύνδεσμός τους με την Κωνσταντινούπολη μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσω της Εκκλησίας. Εάν το πατριαρχείο αναλάμβανε δεσμεύσεις απέναντι στη Δύση, αυτές οι ενορίες θα το ακολουθούσαν;
Οι επικυρίαρχοί τους ασφαλώς δεν θα το ενέκριναν. Οι Ορθόδοξοι του Καυκάσου, του Δούναβη και της Ρωσίας θα ήταν έτοιμοι να ακολουθήσουν; Τα αδελφά πατριαρχεία της Ανατολής κατέστησαν σαφή την αποδοκιμασία τους. Ήταν δυνατό να ελπίζει κανείς ότι οι Ορθόδοξοι που είχαν εξάρτηση από το βυζαντινό πατριαρχείο αλλά ήταν ανεξάρτητοι από την αυτοκρατορία θα αποδέχονταν τη θρησκευτική επικυριαρχία της Δύσης μόνο και μόνο για να σωθεί η αυτοκρατορία;
Ειδικά οι Ρώσοι είναι γνωστό ότι έβλεπαν τη λατινική Εκκλησία με μίσος, ως Εκκλησία των Πολωνών και των Σκανδιναβών εχθρών τους. Ένα υπόμνημα που χρονολογείται στο 1437 μας λέει ότι από εξήντα επτά μητροπόλεις που είχαν εξάρτηση από το πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως μόνο οκτώ παρέμεναν στα όρια των προσωπικών κτήσεων του αυτοκράτορα και άλλες επτά στο δεσποτάτο του Μορέα .
Δηλαδή η ένωση με τη Ρώμη θα μπορούσε να κοστίσει στον πατριάρχη την απώλεια περισσότερων από τα τρία τέταρτα των επισκόπων που ήταν εξαρτημένοι από αυτόν. Επρόκειτο για ένα τρομερό επιχείρημα που θα μπορούσε να προστεθεί στη φυσική απροθυμία των Βυζαντινών να θυσιάσουν τη θρησκευτική τους ελευθερία. Μερικοί πολιτικοί έβλεπαν ακόμη πιο μακριά. Το Βυζάντιο, όπως μπορούσε να διαπιστώσει κάθε ψύχραιμος παρατηρητής, ήταν καταδικασμένο.
Η μόνη ελπίδα επανένωσης της ελληνικής Εκκλησίας και παράλληλα του ελληνικού λαού θα μπορούσε να βρίσκεται στη αποδοχή της τουρκικής δουλείας, στην οποία υπόκειταν ήδη η πλειοψηφία των Ελλήνων. Μόνο έτσι θα ήταν ίσως εφικτή η ανασυγκρότηση του Ορθόδοξου ελληνικού έθνους και η αναβίωσή του, ώστε εν καιρώ να ανακτήσει αρκετές δυνάμεις για να αποσείσει το ζυγό των απίστων και να αναδημιουργήσει το Βυζάντιο.
Με λίγες εξαιρέσεις, από κανένα Έλληνα δεν έλειπε η υπερηφάνεια ώστε να προσβλέπει στην οικειοθελή υποταγή του σώματός του στον άπιστο περισσότερο απ' όσο θα παρέδιδε οικειοθελώς την ψυχή του στους Ρωμαίους. Μήπως όμως η πρώτη επιλογή ήταν συνετότερη, εάν απέκλειε τη δεύτερη;
Η ελληνική ακεραιότητα ίσως διατηρούνταν καλύτερα από έναν ενωμένο λαό κάτω από μωαμεθανικό ζυγό, παρά από ένα θραύσμα του προσκολλημένο στα κράσπεδα του Δυτικού κόσμου. Η παρατήρηση που αποδίδεται στον τελευταίο μεγάλο δούκα του Βυζαντίου, το Λουκά Νοταρά, από τους εχθρούς του, ότι «είναι καλύτερο το σαρίκι του σουλτάνου από την τιάρα του καρδιναλίου», δεν ήταν τόσο θαρραλέα όσο φαίνεται στο πρώτο άκουσμα .
Στο Βησσαρίωνα και στους συναδέλφους του ουμανιστές που εργάζονταν πρόθυμα και με αφοσίωση στην Ιταλία για την εξασφάλιση βοήθειας υπέρ των συμπατριωτών τους η ατμόσφαιρα στην Κωνσταντινούπολη φαινόταν περίεργη, ανόητη και στενόμυαλη.
Εκείνοι ήταν πεπεισμένοι ότι η ένωση με τη Δύση θα προσέδιδε τόσο νέο πολιτιστικό και πολιτικό σφρίγος ώστε το Βυζάντιο να είναι σε θέση να ξαναϋψωθεί. Ποιος μπορεί να πει εάν είχαν άδικο;
Μετά την επιστροφή του από την Ιταλία ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' έζησε ακόμη εννέα δυστυχισμένα χρόνια.
Επιστρέφοντας είχε βρει τη λατρεμένη του αυτοκράτειρα Μαρία της Τραπεζούντας νεκρή από την πανώλη. Δεν είχε παιδιά. Τα αδέλφια του περνούσαν τον καιρό τους μαλώνοντας μεταξύ τους στην Πελοπόννησο ή βυσσοδομώντας εναντίον του στη Θράκη. Από την οικογένειά του μπορούσε να εμπιστευθεί μόνο την ηλικιωμένη μητέρα του, την αυτοκράτειρα Ελένη, κι αυτή δεν συμπαθούσε την πολιτική του.
Προσπάθησε όσο καλύτερα μπορούσε να διατηρήσει την ειρήνη στη διχασμένη πρωτεύουσα του με ανεκτικότητα και τακτ. Ξόδεψε με σύνεση όσα χρήματα μπορούσε να διαθέσει το κράτος σε επισκευές των μεγάλων χερσαίων τειχών της πόλης, ώστε να είναι έτοιμα για την αναπόφευκτη τουρκική επίθεση. Ο θάνατος τον βρήκε σαν ανακούφιση, στις 31 Οκτωβρίου 1448 .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Το ανερχόμενο σουλτανάτο
Στις μεγάλες ημέρες του παρελθόντος η ευημερία του Βυζαντίου είχε συνδεθεί με την κατοχή της Ανατολίας. Η τεράστια χερσόνησος, που ήταν γνωστή στους αρχαίους ως Μικρά Ασία, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ήταν μια από τις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές στον κόσμο. Η παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που συνοδεύτηκε από πανώλη και τη διάδοση της ελονοσίας και την οποία ακολούθησαν τον έβδομο και τον όγδοο αιώνα οι περσικές και οι αραβικές εισβολές, είχε μειώσει τον πληθυσμό. Η ασφάλεια επέστρεψε τον ένατο αιώνα.
Ένα καλά σχεδιασμένο αμυντικό σύστημα ελάττωνε τον κίνδυνο εχθρικών επιδρομών. Η γεωργία μπόρεσε να αναρρώσει και να βρει αγορές για τα προϊόντα της στην Κωνσταντινούπολη και τις εύπορες πόλεις των παραλίων. Οι πλούσιες δυτικές κοιλάδες έβριθαν από ελαιόδεντρα, οπωροφόρα δένδρα και δημητριακά.
Κοπάδια από πρόβατα και αγέλες βοδιών περιφέρονταν στα υψίπεδα και, όπου ήταν δυνατή η άρδευση, καλλιεργούνταν τεράστιες εκτάσεις με σιτηρά. Πολιτική των αυτοκρατόρων ήταν να αποθαρρύνουν τη δημιουργία μεγάλων κτημάτων, προτιμώντας η γη να βρίσκεται στην κατοχή κοινοτήτων των χωρικών, πολλές από τις οποίες κατέβαλλαν το αντίτιμο του μισθώματος παρέχοντας στρατιώτες για τον αυτοκρατορικό στρατό ή για την τοπική εθνοφυλακή.
Η κεντρική κυβέρνηση διατηρούσε τον έλεγχο με συχνές επιθεωρήσεις και με την πληρωμή των μισθών των επαρχιακών αξιωματούχων από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο.
Η ευημερία εξαρτιόταν από καλά φυλαγμένα σύνορα. Εκεί, στις παραμεθόριες περιοχές, επικρατούσε ένα διαφορετικό είδος ζωής.
Η άμυνά τους είχε ανατεθεί σε παραμεθόριους άρχοντες, τους ακρίτες, άνδρες των οποίων η ζωή περνούσε με επιδρομές σε εχθρικές περιοχές ή με την απόκρουση εχθρικών επιδρομών. Ήταν άνομοι, ανεξάρτητοι άνδρες, μνησίκακοι απέναντι σε κάθε απόπειρα της κυβέρνησης να τους ελέγξει, ποτέ διατεθειμένοι να πληρώσουν φόρους, περιμένοντας μάλλον να ανταμείβονται για τις υπηρεσίες τους. Τους οπαδούς τους τους στρατολογούσαν από τυχοδιώκτες κάθε είδους, καθώς σ' εκείνες τις άγριες περιοχές δεν υπήρχε οργανωμένη διαβίωση ή φυλετική συνοχή, εκτός από τα μέρη που είχαν εγκατασταθεί Αρμένιοι και κρατούσαν τις παραδόσεις τους.
Οι εχθροπραξίες ήταν συνεχείς, αδιάφορο εάν οι βυζαντινές και οι αραβικές κυβερνήσεις βρίσκονταν επίσημα σε ειρήνη. Αλλά οι παραμεθόριοι άρχοντες δεν ήταν εχθροί με τους αντιπάλους τους από την άλλη πλευρά των συνόρων, που ακολουθούσαν έναν παρόμοιο τρόπο ζωής. Οι μωαμεθανοί παραμεθόριοι άρχοντες ήταν ίσως λίγο πιο φανατικοί για την πίστη τους, αλλά ο φανατισμός τους δεν ήταν τόσο μεγάλος ώστε να παρεμποδίζει τις σχέσεις, ακόμη και τις επιγαμίες.
Σε καμία πλευρά των συνόρων δεν ήταν δημοφιλής η επίσημη θρησκεία. Πολλοί ακρίτες ανήκαν στη διαχωρισμένη αρμενική Εκκλησία, και σχεδόν όλοι τους παρείχαν οικειοθελώς προστασία σε αιρετικούς. Από την άλλη πλευρά μωαμεθανοί αιρετικοί μπορούσαν πάντα να βρουν καταφύγιο στους μωαμεθανούς παραμεθόριους άρχοντες .
Το σύστημα κατέρρευσε για ένα διάστημα εξαιτίας της παρακμής του χαλιφάτου και ενός νέου επιθετικού πνεύματος στο Βυζάντιο. Από τα μέσα του δέκατου αιώνα και εξής οι αυτοκρατορικοί στρατοί ανέκτησαν μεγάλες περιοχές στις παραμεθόριες χώρες, ειδικά στη Συρία.
Το νέο σύνορο δεν διέτρεχε πλέον άγρια βουνά αλλά καλλιεργημένες και πυκνοκατοικημένες περιοχές, ειδικά στη Συρία. Η άμυνά του μπορούσε να οργανωθεί από αξιωματούχους της Κωνσταντινούπολης που στάθμευαν στην Αντιόχεια ή σε κάποια άλλη πόλη που είχε ανακτηθεί. Οι παλαιότεροι παραμεθόριοι άρχοντες ήταν ανεπιθύμητοι. Αποζημιώθηκαν μόνοι τους επενδύοντας τα πλούτη που είχαν αποκτήσει κατά τις πρόσφατες εκστρατείες σε εκτάσεις γης, σ' όλη την έκταση της Ανατολίας.
Παρέμειναν όμως υπερήφανοι και ανυπότακτοι, περιβαλλόμενοι από στρατούς ακολούθων τους οποίους στρατολογούσαν κυρίως από πρώην ελεύθερα χωριά στα οποία είχαν επιβάλει τον έλεγχό τους, συνήθως παράνομα. Αυτοί αποτέλεσαν τη βάση της αριστοκρατίας της γης η δύναμη της οποίας κλόνισε την αυτοκρατορική κυβέρνηση στα μέσα του ενδέκατου αιώνα. Στο μεταξύ η κεντρική κυβέρνηση προσπαθούσε να πάρει τον έλεγχο των αρμενικών παραμεθόριων περιοχών, πιο βόρεια, και προσάρτησε επίσημα εκτεταμένες επαρχίες, ενσωματώνοντάς τις στη μισητή σφαίρα των βυζαντινών φοροεισπρακτόρων και των βυζαντινών εκκλησιαστικών αρχών. Η μνησικακία που προκλήθηκε εξασθένησε την άμυνα .
Αυτή τώρα δέχθηκε πρόκληση από ένα λαό με τον οποίο οι επαφές του Βυζαντίου μέχρι τότε ήταν συνήθως φιλικές. Επί αρκετούς αιώνες οι μεγάλες πεδιάδες του Τουρκεστάν ξεραίνονταν και οι τουρκικές φυλές μετακινούνταν δυτικότερα για να βρουν νέους χώρους κατοικίας.
Το Βυζάντιο βρισκόταν σε επαφή με τους Τούρκους της κεντρικής Ασίας τον έκτο αιώνα και ήταν εξοικειωμένο καλά με τις τουρκικές φυλές που μετανάστευαν στις τουρκικές στέπες, δηλαδή τους εξεζητημένους ιουδαΐζοντες Χαζάρους, δύο πριγκίπισσες των οποίων παντρεύτηκαν Βυζαντινούς αυτοκράτορες, και τους αγριότερους Πετσενέγους και Κουμάνους, οι οποίοι κατά καιρούς έκαναν επιδρομές στα αυτοκρατορικά εδάφη αλλά και οι οποίοι, υπό μια χρησιμότερη έννοια, έστελναν πρόθυμα αποσπάσματα για να υπηρετήσουν στους αυτοκρατορικούς στρατούς. Σε πολλούς από αυτούς τους μισθοφόρους παραχωρούνταν μόνιμες κατοικίες στην αυτοκρατορία, ειδικά στην Ανατολία, και προσηλυτίζονταν στο Χριστιανισμό.
Το πιο δραστήριο όμως από τα τουρκικά έθνη, οι Ογούζοι, έστρεψε τη μετανάστευσή του προς τις χώρες του χαλιφάτου, μέσω της Περσίας. Υπήρχαν τουρκικές μονάδες τόσο στους στρατούς του χαλίφη όσο και στου αυτοκράτορα, και οι πρώτες ασπάστηκαν το Ισλάμ.
Καθώς η δύναμη του χαλίφη εξασθενούσε, εκείνη των Τούρκων υποτελών του αυξανόταν. Ο πρώτος σπουδαίος μωαμεθανός Τούρκος, ο Γαζναβίδης Μαχμούτ, δημιούργησε μια αυτοκρατορία στην Ανατολή που εκτεινόταν από το Ισφαχάν μέχρι τη Μπουχάρα και τη Λαχώρη. Μετά το θάνατό του όμως η ηγεμονία των Τούρκων πέρασε στους αρχηγούς μιας φυλής των Ογούζων, στην οικογένεια του Σελτζούκ.
Οι απόγονοι αυτού του μισομυθικού ηγεμόνα απέκτησαν την υπεροχή επάνω στους Τούρκους που είχαν εγκατασταθεί στο χαλιφάτο και οι μετανάστες από το Τουρκεστάν αποδέχθηκαν αμέσως την ηγεσία τους. Το 1055 ο Τογρούλ μπέης, ο ηγέτης της δυναστείας, δεν ίδρυσε μόνο ένα προσωπικό βασίλειο που περιλάμβανε την Περσία και το Χορασάν, με τους αδελφούς και τους εξαδέλφους του ως υποτελείς τιμαριούχους στα βόρεια σύνορά του, αλλά και προσκλήθηκε από τον Αββασίδη χαλίφη στη Βαγδάτη για να αναλάβει την κοσμική διακυβέρνηση των κτήσεών του.
Η πρόσκληση του χαλίφη οφειλόταν στο φόβο για το αντίπαλο χαλιφάτο των Φατιμιδών της Αιγύπτου, το οποίο ήδη ήλεγχε το μεγαλύτερο μέρος της Συρίας. Οι Φατιμίδες είχαν καλές σχέσεις με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, και οι Σελτζούκοι ηγεμόνες επιδίωκαν να αποφύγουν κάθε ενέργεια υποστήριξης φατιμιδικής επίθεσης από τους Βυζαντινούς στα βόρεια σύνορα των Αββασιδών. Ήδη ένας αριθμός Τούρκων ηγεμονίσκων είχε εγκατασταθεί στα βυζαντινά σύνορα με τους οπαδούς τους και έπαιζαν το ρόλο παραμεθόριων αρχόντων, κάνοντας επιδρομές όποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία.
Ο διάδοχος του Τογρούλ, ο ανιψιός του Αλπ Αρσλάν, ήταν αποφασισμένος να απομακρύνει κάθε κίνδυνο από τη βυζαντινή επιθετικότητα. Λεηλάτησε και προσάρτησε την παλιά αρμενική πρωτεύουσα Ανί και ενεθάρρυνε τους παραμεθόριους άρχοντές του να εντείνουν τις επιδρομές τους.
Το Βυζάντιο αντέδρασε προσαρτώντας την τελευταία ανεξάρτητη αρμενική ηγεμονία. Αλλά οι αυτοκρατορικές φρουρές δεν ήταν αρκετά ισχυρές ώστε να αναχαιτίσουν τις επιδρομές, ενώ παράλληλα τώρα δεν υπήρχαν ακρίτες για να ασχοληθούν μ' αυτές. Το 1071 ο αυτοκράτορας Ρωμανός Διογένης αποφάσισε ότι ήταν απαραίτητη μια στρατιωτική εκστρατεία για να εξασφαλιστούν τα σύνορα. Πρόσφατες οικονομίες είχαν μειώσει τον αυτοκρατορικό στρατό και ο αυτοκράτορας ήταν εξαρτημένος κυρίως από μισθοφόρους, μερικούς από τη Δυτική Ευρώπη και πολύ περισσότερους από τους Κουμάνους Τούρκους. Ο Αλπ Αρσλάν βρισκόταν στη Συρία, σε εκστρατεία εναντίον των Φατιμιδών, όταν έμαθε για τη βυζαντινή εκστρατεία. Υπέθεσε ότι ήταν μία κίνηση στα πλαίσια της βυζαντινο-φατιμιδικής συμμαχίας και έσπευσε στα βόρεια για να την αντιμετωπίσει. Το περίεργο σ' αυτή την εκστρατεία, που επρόκειτο να αποδειχθεί τόσο ζωτικής σημασίας για την παγκόσμια ιστορία, είναι ότι κάθε πλευρά πίστευε ότι λάμβανε αμυντικά μέτρα .
Η αποφασιστική μάχη πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή 19 Αυγούστου 1071 κοντά στην πόλη του Μαντζικέρτ. Ο Ρωμανός ήταν ένας γενναίος άνδρας αλλά χωρίς τακτικές ικανότητες, και τα πληρωμένα στρατεύματά του δεν ήταν άξια εμπιστοσύνης. Ο στρατός του περικυκλώθηκε και καταστράφηκε και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκε .
Ο Αλπ Αρσλάν, ικανοποιημένος που το Βυζάντιο δεν θα απειλούσε πια τα πλευρά του, απελευθέρωσε τον αυτοκράτορα κρατούμενό του με ήπιους όρους και επέστρεψε στα κύρια ενδιαφέροντά του στη Συρία. Αλλά οι παραμεθόριοι άρχοντές του είχαν άλλες ιδέες. Η βυζαντινή συνοριακή άμυνα είχε καταρρεύσει, ενώ πολιτικές κρίσεις στην Κωνσταντινούπολη παρεμπόδιζαν οποιαδήποτε απόπειρα ανασύστασής της. Οι λίγοι ακρίτες που είχαν απομείνει, οι περισσότεροι Αρμένιοι, στερούνταν κάθε μέσου επικοινωνίας με την πρωτεύουσα και μετακινήθηκαν ώστε να οχυρωθούν οι ίδιοι και οι οπαδοί τους σε απομονωμένα φρούρια. Οι Τούρκοι ηγεμονίσκοι ενέτειναν τις επιδρομές τους. Στη συνέχεια, αντιμετωπίζοντας τόσο λίγη αντίσταση, εγκαταστάθηκαν στις περιφέρειες στις οποίες είχαν διεισδύσει, εποικίζοντάς τις με τους οπαδούς τους και με Τούρκους άλλων φυλών που είχαν ακούσει γι' αυτές τις πλούσιες χώρες οι οποίες προσφέρονταν για κατάκτηση .
Από αρκετό καιρό είχε δοθεί στους μωαμεθανούς παραμεθόριους άρχοντες ο τίτλος των γαζήδων, των πολεμιστών της πίστης. Ο γαζής ήταν περίπου αντίστοιχος με ένα χριστιανό ιππότη. Φαίνεται ότι φορούσε κάποιου είδους διακριτικά και ότι έδινε κάποιου είδους όρκο σε έναν επικυρίαρχο, σε ιδανική περίπτωση στο χαλίφη. Επίσης υπάκουε στη φουτούβα, αυτό το μυστικιστικό κώδικα ηθικής συμπεριφοράς που αναπτύχθηκε το δέκατο και τον ενδέκατο αιώνα και ο οποίος υιοθετήθηκε από τις συντεχνίες και τα σωματεία του ισλαμικού κόσμου. Οι Τούρκοι γαζήδες ήταν ουσιαστικά πολεμιστές και κατακτητές. Δεν ενδιαφέρονταν για την οργανωμένη διακυβέρνηση. Καθώς προέλαυναν και κατακτούσαν περιοχές τις κυβερνούσαν κατά τον ίδιο τρόπο που κυβερνούσαν τα προσωπικά τους παραμεθόρια εδάφη, παρεμβαίνοντας ελάχιστα στη ζωή του τοπικού πληθυσμού, ο οποίος στην πραγματικότητα προσέβλεπε σ' αυτούς για προστασία εναντίον άλλων εισβολέων, και εξασφαλίζοντας τη χρηματοδότηση της εξουσίας τους από τα λάφυρα που έπαιρναν από άλλες επιδρομές. Στις παραμεθόριες περιοχές, που ήταν συνηθισμένες για αιώνες σε έναν τέτοιο τρόπο ζωής, η άφιξή τους δεν προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση. Οι οπαδοί τους ίσως εκτόπιζαν μερικούς Χριστιανούς οι οποίοι κατέφευγαν σε ασφαλέστερα καταφύγια. Αλλά ο πληθυσμός ήταν ήδη ανάμικτος και ρευστός. Η εισροή των Τούρκων δεν προκαλούσε μεγάλη διαφοροποίηση στο γενικό μοντέλο. Καθώς όμως προέλαυναν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας το μοντέλο άλλαζε. Σε μερικές περιφέρειες οι Χριστιανοί έφευγαν πριν από αυτούς, αφήνοντας χώρο για να τον καταλάβουν τα μέλη των τουρκικών φυλών. Σε άλλες οι χριστιανικές πόλεις και τα χωριά προσπαθούσαν να διατηρήσουν την αυτοτέλειά τους, αλλά σύντομα απομονώνονταν και υποχρεώνονταν να υποταγούν στην εξουσία των εισβολέων. Οι επιδρομές κατέληξαν στη γρήγορη κατάρρευση δρόμων και γεφυριών, πηγαδιών και αρδευτικών καναλιών. Η παλαιά οικονομία δεν ήταν δυνατό να επιβιώσει .
Χωρίς οργανωμένη αντίσταση οι γαζήδες εισβολείς κατόρθωσαν να κατακλύσουν ολόκληρη τη χερσόνησο, αφήνοντας στα χέρια των Βυζαντινών μόνο μερικές παραλιακές περιοχές. Μόνο όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός αναδιοργάνωσε την αυτοκρατορία, αναδημιουργώντας τον αυτοκρατορικό στρατό και χρησιμοποιώντας τη διπλωματία για να στρέψει κάθε γαζή αρχηγό εναντίον του γείτονά του, ανακτήθηκαν ορισμένες περιοχές. Στο μεταξύ η δυναστεία των Σελτζούκων, ανήσυχη για το χάος στην Ανατολία, έστειλε ένα από τα νεώτερα μέλη της να οργανώσει τις κατακτημένες περιοχές σε ένα εύρυθμο ισλαμικό βασίλειο. Το έργο του Σελτζούκου ηγεμόνα Σουλεϊμάν και του γιου του, Κιλίτζ Αρσλάν, παρεμποδίστηκε από τους πολέμους και τις δολοπλοκίες του Αλεξίου και από τη βοήθεια που προσφέρθηκε στο Βυζάντιο από τους στρατιώτες της Πρώτης Σταυροφορίας. Στις αρχές του δωδέκατου αιώνα το όριο μεταξύ των βυζαντινών και των τουρκικών χωρών καθορίστηκε κατά μήκος της αδρής γραμμής που χώριζε τις εύφορες κοιλάδες της δυτικής Ανατολίας και τις παράκτιες περιοχές του βορρά και του νότου από τα κεντρικά υψίπεδα. Οι Σελτζούκοι ηγεμόνες πάντως ενδιαφέρονταν λιγότερο για τις σχέσεις τους με το Βυζάντιο απ' ότι για τις προσπάθειες τους να επιβληθούν στους γαζήδες ηγεμόνες, ειδικά στη μεγάλη φυλή των Ντανισμεντιδών. Επίσης παρακολουθούσαν με προσοχή τις χώρες προς τα ανατολικά, όπου βρισκόταν το κέντρο της οικογενειακής τους δύναμης.
Η παρακμή του Βυζαντίου περί τα τέλη του δωδέκατου αιώνα και η καταστροφή της Τέταρτης Σταυροφορίας έδωσε τη δυνατότητα στο σελτζουκικό βασίλειο να διευρύνει την επικράτειά του. Στο πρώτο μισό του δέκατου τρίτου αιώνα οι Σελτζούκοι σουλτάνοι του Ρουμ, όπως συνήθως αποκαλούνταν λόγω των κτήσεών τους στην καρδιά των παλαιών ρωμαϊκών και βυζαντινών χωρών, αποτελούσαν σεβάσμιες και ισχυρές φυσιογνωμίες στο μωαμεθανικό κόσμο. Είχαν επιβάλει την εξουσία τους επάνω στους γαζήδες ηγεμόνες και συνήθως διατηρούσαν καλές σχέσεις με τους Βυζαντινούς γείτονές τους, τους αυτοκράτορες της Νικαίας. Είχαν εγκαταλείψει τις ανατολικές φιλοδοξίες τους και ήταν ικανοποιημένοι να κυβερνούν το ευνομούμενο και ανεκτικό κράτος τους από την πρωτεύουσά τους, το Ικόνιο. Αναβίωσαν τον αστικό βίο και αποκατέστησαν τις επικοινωνίες, ενώ ενεθάρρυναν τις τέχνες και την καλλιέργεια. Αποτελεί τίτλο τιμής στη συνετή και ικανή διακυβέρνησή τους το ότι η μετάπτωση της Ανατολίας από μια κυρίως χριστιανική σε μια βασικά μωαμεθανική χώρα επιτεύχθηκε τόσο ομαλά, ώστε κανένας δεν έκανε τον κόπο να καταγράψει τις λεπτομέρειες .
Η επωφελής διακυβέρνηση των Σελτζούκων τερματίστηκε από τις μογγολικές εισβολές. Πρώτα εισήλθε στη Μικρά Ασία ένας αριθμός τουρκικών φυλών, προσπαθώντας να ξεφύγει από τους μογγολικούς στρατούς. Τους παραχωρήθηκαν χώροι εγκατάστασης στη δυτική μεθόριο, όπου ενώθηκαν με τους γαζήδες οι οποίοι δυσανασχετούσαν κάτω από τον έλεγχο των Σελτζούκων. Το 1243 εμφανίστηκαν οι ίδιοι οι Μογγόλοι. Ο Σελτζούκος σουλτάνος υπέστη μια συντριπτική ήττα, από την οποία το βασίλειό του ποτέ δεν συνήλθε. Από τότε και στο εξής ο ίδιος και οι διάδοχοί του ήταν φόρου υποτελείς και υποταγμένοι στο Μογγόλο Ιλχανίδη της Περσίας, και η δύναμη και η εξουσία τους καταστράφηκε. Σε λιγότερο από έναν αιώνα η δυναστεία έσβησε .
Η παρακμή του σελτζουκικού σουλτανάτου αποδέσμευσε σταδιακά τους γαζήδες ηγεμόνες των συνόρων από τους περιορισμούς. Μαζί τους ενώνονταν όλο και περισσότεροι φυγάδες από το μογγολικό ζυγό, αξιωματούχοι από τις σελτζουκικές πόλεις, χωρικοί από κατεστραμμένες ή υπερβολικά φορολογημένες περιοχές, άγιοι άνθρωποι, σεΐχηδες και δερβίσηδες, πολλοί από τους οποίους θεωρούνταν αιρετικοί σε αυστηρούς μωαμεθανικούς κύκλους, αλλά ο φανατισμός των οποίων ταίριαζε με το πνεύμα των συνόρων. Η πίεση και η πίστη ταυτόχρονα τους ωθούσαν σε επιθέσεις εναντίον των Χριστιανών. Στην αρχή δεν ήταν εύκολο. Οι αυτοκράτορες της Νικαίας είχαν φροντίσει ιδιαίτερα για τα σύνορα, αναβιώνοντας το θεσμό των ακριτών, αλλά κρατώντας τους υπό έλεγχο . Αλλά η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1261, όσο κι αν ήταν ένδοξη, είχε και τα μειονεκτήματά της. Στο εξής η αυτοκρατορία είχε έντονη εμπλοκή στην Ευρώπη, αντιμετωπίζοντας απειλές όχι μόνο από τις βαλκανικές δυνάμεις, αλλά και από Δυτικούς που ήταν πρόθυμοι να εκδικηθούν την πτώση της Λατινικής αυτοκρατορίας. Από τις ασιατικές φρουρές αποσύρθηκαν στρατεύματα. Οικονομίες στο Ναυτικό εξασθένισαν την παράκτια άμυνα. Η φορολογία αυξήθηκε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι νέες υποχρεώσεις της. Οι ακρίτες βρέθηκαν με ανεπαρκή υποστήριξη και κακοπληρωμένοι. Στη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών του δέκατου τρίτου αιώνα αρκετοί γαζήδες έκαναν διεισδύσεις πέρα από τα σύνορα. Συνωστισμένοι στη δική τους πλευρά των συνόρων, διψασμένοι για λάφυρα και παρακινημένοι από τους θρησκευτικούς τους ηγέτες, οι ίδιοι και οι οπαδοί τους ξεχύθηκαν σε όσες χώρες είχαν απομείνει στη βυζαντινή Ασία. Οι σπασμωδικές απόπειρες του αυτοκρατορικού στρατού να τους απωθήσει αποδείχθηκαν ανεπιτυχείς. Μερικοί από τους πιο επιχειρηματικούς μεταξύ τους, όπως οι ηγεμόνες του Μεντεσέ και του Αϊδινίου, έκαναν επιθέσεις από τη θάλασσα όσο και από την ξηρά, ενώ το βυζαντινό ναυτικό ήταν πολύ εξασθενημένο για να τους εμποδίσει να καταλάβουν αρκετά νησιά, όπως και τα παράλια της δυτικής Ανατολίας. Το 1300 ό,τι απέμενε από το Βυζάντιο στην Ασία, εκτός από μία ή δύο απομονωμένες πόλεις, ήταν οι πεδιάδες μεταξύ του Ολύμπου της Βιθυνίας και της Προποντίδας, η χερσόνησος που προεξέχει στο Βόσπορο, προς το εσωτερικό μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, και τα παράλια του Ευξείνου Πόντου σε μήκος εκατό μιλίων προς τα ανατολικά.
Σ' αυτές τις κινήσεις αρχικά είχε την πρωτοκαθεδρία το εμιράτο του Μεντεσέ, στα νοτιοανατολικά. Η δύναμή του όμως κάμφθηκε όταν οι Ιωαννίτες ιππότες κατέλαβαν τη Ρόδο και εγκαταστάθηκαν σ' αυτή. Η ηγεμονία πέρασε στους εμίρηδες του Αϊδινίου, τους πρώτους Τούρκους της Ασίας που επέδραμαν στα ευρωπαϊκά παράλια του Αιγαίου. Χρειάστηκε η συνδυασμένη ισχύς της Βενετίας, της Κύπρου και των Ιωαννιτών για να αναχαιτισθούν. Πιο βόρεια βρίσκονταν οι ηγεμόνες του Σαρουχάν, με το αρχηγείο τους στη Μανίσα, ή Μαγνησία, μέχρι πρόσφατα δεύτερη πρωτεύουσα των αυτοκρατόρων της Νικαίας, και δίπλα τους οι ηγεμόνες του Καρασί, που είχαν εγκατασταθεί στις πεδιάδες της Τροίας. Στα παράλια του Ευξείνου Πόντου βρισκόταν το εμιράτο της Σινώπης, του Γαζή Τσελεμπί, διάσημο για τα πειρατικά του κατορθώματα. Στο εσωτερικό υπήρχαν αρκετά μικρότερα εμιράτα, παράλληλα όμως υπήρχαν τα δύο μεγάλα εμιράτα του Καραμάν και του Γκερμιγιάν, που θεωρούσαν και τα δύο τους εαυτούς τους κληρονόμους των Σελτζούκων και που ήταν και τα δύο αποφασισμένα να δημιουργήσουν ένα ευνομούμενο κράτος με τους γαζήδες υπό έλεγχο. Οι ηγεμόνες του Καραμάν, οι οποίοι κατέλαβαν το Ικόνιο το 1327, ήταν αρκετά μακριά από τα σύνορα ώστε να είναι σε θέση να εξουδετερώσουν τους τοπικούς γαζήδες. Οι ηγεμόνες του Γκερμιγιάν, πρωτεύουσα των οποίων ήταν η Κιουτάχεια, αρνήθηκαν να λάβουν τον τίτλο του γαζή, αλλά προσπάθησαν να επιβάλουν κάποια εξουσία επάνω στους γειτονικούς γαζήδες άρχοντες, πολλοί από τους οποίους ήταν αρχικά στρατιωτικοί ηγέτες του Γκερμιγιάν. Σε βασικές γραμμές πέτυχαν. Με μία εξαίρεση, τα εμιράτα κατά μήκος των ακτών του Αιγαίου και των βυζαντινών συνόρων τα αντιμετώπιζαν με υποταγή και σεβασμό, αν και στην πραγματικότητα ποτέ δεν αποδέχθηκαν την επικυριαρχία τους .
Η μόνη εξαίρεση ήταν ένα μικρό κράτος που ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του δέκατου τρίτου αιώνα στις παραμεθόριες περιοχές που εκτείνονταν ανατολικά από τον Όλυμπο της Βιθυνίας. Ιδρυτής του ήταν κάποιος Ερτογρούλ, που πέθανε το 1281 και τον οποίο διαδέχθηκε ο γιος του Οσμάν. Οι απαρχές της οικογένειας των Οσμανλήδων, ή Οθωμανών, όπως αποκαλούνταν οι απόγονοι του Οσμάν, έχουν διαστρεβλωθεί και εμπλουτισθεί με θρύλους που δημιουργήθηκαν αφότου η οικογένεια έγινε μεγάλη. Μας παραδίδεται ένας κατάλογος εικοσιεπτά προγόνων που φθάνουν μέχρι το Νώε, αν και αργότερα προστέθηκαν άλλοι τριανταένας, ώστε η χρονολογία να γίνει πιο πειστική. Η γενεαλογία περνά από τον επώνυμο ήρωα Ογούζ Χαν, ιδρυτή των Ογούζων Τούρκων, και από το γιο του Γκιοκ Αλπ και τον εγγονό του Τσαμουντούρ, που είναι ο ίδιος με τον Τσαβουλντούρ, σύμφωνα με άλλους θρύλους έναν από εικοσιτέσσερις εγγονούς του Ογούζ, από τους οποίους κατάγονταν οι εικοσιτέσσερις κύριες φυλές των Ογούζ. Παρ' όλο όμως που υπήρχε μια φυλή Τσαουντάρ, η οποία απορροφήθηκε στα τέλη του δέκατου τρίτου αιώνα από την οθωμανική πολιτεία, αυτή ήταν μια ιδιαίτερη φυλή, αρχικά εχθρική προς την ηγεσία του Οσμάν. Ένας άλλος θρύλος εξύψωνε την οικογένεια δίνοντάς της ως πρόγονο τον Καγί, το μεγαλύτερο εγγονό του Ογούζ και γιο του Γκουν Χαν, καθιστώντας έτσι τους Οθωμανούς κλάδο της παλαιότερης φυλής των Ογούζ. Αυτή όμως η παράδοση εμφανίζεται μόνο τον δέκατο πέμπτο αιώνα, αφού η εναλλακτική παράδοση της καταγωγής από τον Γκιοκ Αλπ είχε γίνει γενικά δεκτή. Οι αυλοκόλακες του δέκατου πέμπτου αιώνα περιέπλεξαν το θέμα δίνοντας στη δυναστεία Άραβες προγόνους, αν και η ίδια ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι καταγόταν από τον ίδιο τον Προφήτη. Το γενεαλογικό δένδρο των απογόνων του ήταν πάρα πολύ γνωστό . Ο Πορθητής σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β', προσπάθησε να εντυπωσιάσει τόσο τους Τούρκους όσο και τους Έλληνες υπηκόους του υποστηρίζοντας μια θεωρία, ότι η οικογένειά του καταγόταν από έναν πρίγκιπα της αυτοκρατορικής οικογένειας των Κομνηνών ο οποίος μετανάστευσε στο Ικόνιο και εκεί προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και έγινε σύζυγος μιας πριγκίπισσας των Σελτζούκων .
Δεν υπάρχουν σοβαρές αποδείξεις για να στηρίξουν καμία από αυτές τις θεωρίες. Ο συνετός ιστορικός θα συμπεράνει ότι ο Ερτογρούλ δεν ήταν αρχηγός μιας φυλής αλλά ένας ικανός γαζής αρχηγός με άγνωστη καταγωγή, ο οποίος έφθασε με κάποιο τρόπο μέχρι τα σύνορα και εκεί, με την παλικαριά του, συγκέντρωσε γύρω του έναν επαρκή αριθμό οπαδών που του επέτρεψε να ιδρύσει ένα εμιράτο. Το κυριότερο στοιχείο υπέρ του ήταν η γεωγραφική θέση των εδαφών που κατείχε. Προκειμένου να δικαιολογήσει την ύπαρξή της μια κοινότητα γαζήδων όφειλε να κάνει επιδρομές και να προελαύνει μέσα σε περιοχές των απίστων. Αλλά στο τέλος του δέκατου τρίτου αιώνα σχεδόν όλοι οι γαζήδες εμίρηδες είχαν φθάσει στα όρια της Μικράς Ασίας. Οι Βυζαντινοί είχαν φύγει, και η θάλασσα εμπόδιζε την περαιτέρω προώθησή τους. Μολονότι τολμηροί πειρατές, όπως οι εμίρηδες του Αϊδινίου και της Σινώπης, μπορούσαν να κάνουν επικερδείς επιδρομές στα εχθρικά παράλια, κανείς τους δεν διέθετε επαρκείς ναυτικές δυνάμεις ώστε να σχεδιάσει τη μεταφορά αρκετών ανθρώπων του για τη δημιουργία αποικιών πέρα από τη θάλασσα. Εκτός από τα εμιράτα που συνόρευαν με την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, μακριά στην Ανατολή, μόνο η χώρα που είχε κληρονομήσει ο Οσμάν εξακολουθούσε να αντικρίζει τα σύνορα των απίστων. Έτσι τώρα τα πιο τολμηρά στοιχεία μεταξύ των Τούρκων συνέρρεαν προς τις χώρες του Οσμάν: γαζήδες αρχηγοί που ποθούσαν πλούσιες χώρες που να μπορούν ακόμη να λεηλατήσουν, δερβίσηδες και λόγιοι διατεθειμένοι να φύγουν μακρύτερα από τους μισητούς Μογγόλους, και μια συμπαγής μάζα αγροίκων νομάδων που εξακολουθούσαν να αναζητούν μέρη για να εγκατασταθούν με τα κοπάδια τους. Έτσι ο Οσμάν βρέθηκε με ένα ανθρώπινο δυναμικό αρκετά δυσανάλογο με το μικρό του εμιράτο.
Εάν ο Οσμάν δεν ήταν ένας μεγαλοφυής ηγέτης ενδεχομένως θα είχε κατακλυσθεί από τους μετανάστες. Δεν ξέρουμε πολλά για τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπισε. Είναι σημαντικό ότι στην παλαιότερη σωζόμενη επιγραφή στην οποία ένας Οθωμανός ηγεμόνας αποδίδει στον εαυτό του τον τίτλο του σουλτάνου, μια επιγραφή που τοποθετήθηκε από το γιο του Οσμάν, τον Ορχάν, σε ένα τζαμί στην Προύσα, η διατύπωση αναφέρει: «Σουλτάνος, γιος του σουλτάνου των γαζήδων, γαζής, γιος γαζήδων, μαργράβος των οριζόντων, ήρωας του κόσμου» . Ο Οσμάν επέβαλε την εξουσία του ως υπέρτατος γαζής ηγέτης. Ενώ άλλοι γαζήδες εμίρηδες άρχιζαν να τσακώνονται μεταξύ τους, ανίκανοι να επεκταθούν ακολουθώντας τη μόνη γραμμή που γνώριζαν, ο Οσμάν προσέφερε μια ζωή γαζή σε όποιον αποδεχόταν την αρχηγία του.
Η Βυζαντινή αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αγνοήσει την πρόκληση. Η πιο σώφρων τακτική θα ήταν ενδεχομένως να αποσύρει γρήγορα τους στρατούς της από την Ανατολία και να εγκαταλείψει τη χώρα στον Οσμάν, συγκεντρώνοντας την ισχύ της σε ναυτικές δυνάμεις αρκετά ισχυρές ώστε να αποτρέψουν οποιαδήποτε διάβαση των Στενών προς την Ευρώπη. Στη συνέχεια, όταν ο Οσμάν θα διαπίστωνε ότι η επέκτασή του εμποδιζόταν από τη θάλασσα, ίσως και το δικό του εμιράτο να παράκμαζε και οι οπαδοί του ίσως να διασκορπίζονταν σε αναζήτηση άλλων πεδίων δράσης. Αλλά δεν μπορούσε κανείς να περιμένει παρόμοια προνοητικότητα και αυτοσυγκράτηση. Η σημασία του Οσμάν δεν έγινε αρχικά αντιληπτή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών του δέκατου τρίτου αιώνα οι αυτοκρατορικοί στρατοί στέλνονταν εναντίον των Τούρκων του Αϊδινίου και της Μαγνησίας, χωρίς καμία επιτυχία. Μόνο όταν ο Οσμάν νίκησε μια βυζαντινή δύναμη στο Βαφέα, μεταξύ της Νίκαιας και της Νικομήδειας, το 1301, και άρχισε να εγκαθιστά τους ανθρώπους του βόρεια από το όρος Όλυμπος άρχισαν να του δίνουν σοβαρή προσοχή. Οι Βυζαντινοί δεν μπορούσαν να επιτρέψουν παθητικά την κατάληψη των τελευταίων ασιατικών κτήσεών τους από Μωαμεθανούς, περιοχών που βρίσκονταν σε ορατή απόσταση από την ίδια την πρωτεύουσα. Αλλά η αντίδρασή του οργανώθηκε άσχημα και αναποτελεσματικά. Το 1305 οι άνδρες της Καταλανικής Εταιρείας, τους οποίους ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β' προσέλαβε ως μισθοφόρους, νίκησαν τον Οσμάν κοντά στη Λεύκη. Οι Καταλανοί όμως σύντομα επαναστάτησαν εναντίον του αυτοκράτορα και ενέπλεξαν την αυτοκρατορία σε μια δεκαετία εμφυλίων πολέμων. Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών όχι μόνο διέσχιζαν τα Δαρδανέλλια και προς τις δύο κατευθύνσεις πολλά τουρκικά στρατεύματα, που είχαν προσληφθεί είτε από τον αυτοκράτορα είτε από τους Καταλανούς, αλλά και ο Οσμάν κατόρθωσε να σταθεροποιήσει την εξουσία του στην ύπαιθρο μέχρι την Προποντίδα. Παράλληλα ηγήθηκε εκστρατειών οι οποίες δεν τον αφορούσαν προσωπικά. Το 1308 ήταν τα δικά του στρατεύματα αυτά που έπαιξαν τον κυριότερο ρόλο στην κατάληψη της τελευταίας βυζαντινής πόλης στα παράλια του Αιγαίου, της Εφέσου, μολονότι αυτή δόθηκε στον εμίρη του Αϊδινίου. Κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων ετών κατέλαβε τις βυζαντινές πόλεις κατά μήκος των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, από την Ινέμπολη μέχρι το Σαγγάριο.
Την αποχώρηση των Καταλανών ακολούθησαν στο Βυζάντιο δυναστικοί και εμφύλιοι πόλεμοι. Και πάλι ο Οσμάν βρέθηκε να αντιμετωπίζει περιορισμένη αντίδραση. Οι στρατοί του αποτελούνταν κυρίως από ιππικό, ενώ δεν διέθετε καθόλου πολιορκητικές μηχανές. Προκειμένου να καταλάβει οχυρωμένες πόλεις σάρωνε τη γειτονική ύπαιθρο, εκδιώκοντας ή υποδουλώνοντας τους ντόπιους χωρικούς και εγκαθιστώντας τους οπαδούς του. Έτσι η πόλη αποκοβόταν από τις πηγές εφοδιασμού της και εξαναγκαζόταν σε παράδοση από λιμό, εκτός εάν κάποιος στρατός άνοιγε δρόμο για να την απαλλάξει. Τώρα επικέντρωσε την προσοχή του στην πόλη της Προύσας, που βρίσκεται στις βόρειες πλαγιές της οροσειράς του Ολύμπου, με ισχυρές φυσικές οχυρώσεις και επίκαιρη θέση ως κέντρο επιχειρήσεων κατά μήκος των ακτών της Προποντίδας. Οι οχυρώσεις της και ο πλούτος της υπαίθρου κάτω από τα τείχη της τής επέτρεπαν να τον αψηφά για δέκα χρόνια. Ο αυτοκράτορας όμως δεν μπορούσε να στείλει ενισχύσεις. Το φθινόπωρο του 1326 εξαναγκάστηκε σε συνθηκολόγηση λόγω λιμού. Τα νέα έφθασαν στον Οσμάν ενώ βρισκόταν στις τελευταίες του στιγμές. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα, εκείνο το Νοέμβριο. Χάρη στην εξαιρετική χρήση των ευκαιριών που του προσφέρθηκαν είχε μετατρέψει ένα μικρό παραμεθόριο εμιράτο στην κυριότερη δύναμη μεταξύ των Τούρκων και σε αιχμή του δόρατος των γαζήδων μέσα στη χριστιανοσύνη .
Ο Οσμάν ευτύχησε με τα παιδιά του. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ορχάν, τον διαδέχθηκε στο θρόνο. Λέγεται ότι, όπως απαιτούσε η τουρκική παράδοση, προσφέρθηκε να μοιραστεί την εξουσία του με τον αδελφό του, τον Αλαεντίν. Ο Αλαεντίν όμως επέμεινε με γενναιοφροσύνη ότι η μοναρχία δεν έπρεπε να διαιρεθεί, και παρέμεινε ένας πιστός υπήκοος. Ο Ορχάν κληρονόμησε επιπλέον έναν ικανό υπουργό, ο οποίος ονομαζόταν επίσης Αλαεντίν. Δεν είναι εύκολο να γνωρίζουμε εάν η αξιοσημείωτη εξέλιξη του οθωμανικού κράτους οφειλόταν στον ηγεμόνα ή στον υπουργό. Όπως ο πατέρας του, ο Ορχάν ήταν ένας αρχηγός γαζήδων, με δέσμευση να κατακτήσει τους απίστους. Το 1329 παραδόθηκε σ' αυτόν η ιστορική πόλη της Νίκαιας, η οποία είχε απομονωθεί για πολλά χρόνια, όπως η Προύσα. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' και ο υπουργός του Ιωάννης Καντακουζηνός είχαν αποπειραθεί να την ενισχύσουν. Μετά όμως από μια αμφίρροπη μάχη η δυσαρέσκεια μεταξύ των στρατιωτών τους, καθώς και άσχημα νέα από την Ευρώπη τους ανάγκασαν να αποσυρθούν. Ο επόμενος στόχος του Ορχάν ήταν το μεγάλο λιμάνι της Νικομήδειας, το οποίο του αντιστάθηκε επί εννέα χρόνια, καθώς λάμβανε προμήθειες και ενισχύσεις από τη θάλασσα. Όταν όμως κατόρθωσε να αποκλείσει το στενό κόλπο επάνω στον οποίο βρισκόταν η πόλη, εκείνη αναγκάστηκε να παραδοθεί το 1337. Με τη Νικομήδεια στα χέρια του ο σουλτάνος, όπως αποκαλούσε τώρα τον εαυτό του, κατόρθωσε να καταλάβει όλη τη χώρα σχεδόν μέχρι το Βόσπορο .
Τώρα το Βυζάντιο ταλαιπωρούνταν από τη μεγάλη σερβική αυτοκρατορία του Στεφάνου Ντουσάν, ενώ το 1341 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού και των αντιβασιλέων που κυβερνούσαν στο όνομα του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε'. Από καιρό οι Βυζαντινοί στρατηγοί είχαν μισθώσει τις υπηρεσίες τουρκικών στρατευμάτων από διάφορες φυλές, παρά την αδιόρθωτη συνήθεια των Τούρκων να λεηλατούν τα εδάφη τα οποία διέσχιζαν. Οι άνδρες του Ορχάν ήταν οι πιο αποτελεσματικοί και οι πιο πειθαρχημένοι. Έτσι, ενώ οι υποστηρικτές του Ιωάννη Ε' προσλάμβαναν μισθοφόρους από τη Μαγνησία και το Αϊδίνι, ο Ιωάννης Καντακουζηνός κέρδισε το 1344 την υποστήριξη του Ορχάν δίνοντάς του σε γάμο την κόρη του Θεοδώρα*. Σε ανταπόδοση ο σουλτάνος έστειλε έξι χιλιάδες άνδρες να πολεμήσουν στη Θράκη. Όταν ο Καντακουζηνός κέρδισε το θρόνο εξακολούθησε να προσκαλεί οθωμανικά στρατεύματα για να τον βοηθήσουν στους πολέμους του εναντίον των Σέρβων. Όταν τελείωσαν οι εκστρατείες φαίνεται ότι πολλοί από αυτούς τους Τούρκους εγκαταστάθηκαν στη Θράκη .
Η πτώση του Ιωάννη Καντακουζηνού από την εξουσία, το 1355, έδωσε στον Ορχάν τη δικαιολογία που χρειαζόταν για να εισβάλει στην Ευρώπη για λογαριασμό του. Το 1356 ένας στρατός υπό το γιο του Σουλεϊμάν πέρασε τα Δαρδανέλλια. Μέσα σε ένα έτος τα στρατεύματά του κατέλαβαν την Τυρολόη και το Διδυμότειχο και ασκούσαν πιέσεις στο εσωτερικό προκειμένου να καταλάβουν την Αδριανούπολη. Όπως είχε συμβεί και με τις κατακτήσεις του στην Ασία, ο σουλτάνος ενεθάρρυνε τους Τούρκους νομάδες να ακολουθούν τους γαζήδες αρχηγούς και να εγκαθίστανται αμέσως στις χώρες που καταλάμβαναν. Όταν πέθανε ο Ορχάν, μάλλον το 1362, οι Τούρκοι ήταν κυρίαρχοι της Δυτικής Θράκης. Ο σουλτάνος είχε αυξήσει παράλληλα την επικράτειά του στην Ασία, λιγότερο με εχθροπραξίες και περισσότερο από τη διάθεση άλλων Τούρκων να γίνουν μέλη ενός τόσο επιτυχημένου κράτους γαζήδων. Φαίνεται ότι ενσωμάτωσε τα εμιράτα του Σαρουχάν και του Καρασί, στα βορειοδυτικά. Η δύναμη του Γκερμιγιάν εξασθενούσε και κατόρθωσε να επιβάλει την εξουσία του στο Εσκί Σεχίρ και στην Άγκυρα. Ο κυριότερος αντίπαλός του στην Ασία ήταν το εμιράτο του Αϊδινίου, που του έκλεινε το δρόμο προς τα νοτιοδυτικά .
Ο Ορχάν δεν ήταν σπουδαίος ηγεμόνας μόνο εξαιτίας των κατακτήσεών του. Με τη βοήθεια του βεζίρη του έφτιαξε για το κράτος του μια στερεή οργάνωση χωρίς να του καταστρέψει τις ιδιότητες των γαζήδων, από τις οποίες αντλούσε την ορμητικότητά του. Ενθάρρυνε την αστική ανάπτυξη αξιοποιώντας τους αχήδες, συντεχνίες τεχνιτών που ακολουθούσαν τη φουτούβα. Αντιστάθμισε την κάπως αποδιοργανωτική επίδραση των δερβίσηδων επιζητώντας τη συνεργασία των ουλεμάδων, των επίσημων φυλάκων της μωαμεθανικής πίστης και των παραδόσεών της. Η διδασκαλία τους εξασφάλιζε την κατάλληλη μεταχείριση του αυξανόμενου αριθμού των χριστιανών υπηκόων του. Εάν μια πόλη ή περιοχή τού είχε αντισταθεί και καταλαμβανόταν δια της βίας, οι Χριστιανοί δεν είχαν δικαιώματα. Το ένα πέμπτο του πληθυσμού μπορούσε να μετατραπεί σε σκλάβους, οι άνδρες να σταλούν για εργασία στα κτήματα των κατακτητών και τα παιδιά να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες. Εάν συνθηκολογούσαν, τους επιτρεπόταν να διατηρούν τις εκκλησίες και τα έθιμά τους. Πολλοί Χριστιανοί προτιμούσαν την εξουσία του από εκείνη του αυτοκράτορα, επειδή η φορολογία του ήταν λιγότερο αλόγιστη. Αν και ορισμένοι από αυτούς προσχωρούσαν στο Ισλάμ από μια φυσική επιθυμία να αποτελούν τμήμα της άρχουσας τάξης, δεν γίνονταν υποχρεωτικές αλλαξοπιστίες. Επιπλέον οι ουλεμάδες έκτιζαν μεντρεσέδες, ή ιεροδιδασκαλεία, σε κάθε πόλη στην οποία πήγαιναν και έτσι ήταν σε θέση να παρέχουν στο σουλτάνο μια μορφωμένη ελίτ η οποία επάνδρωνε τις δημόσιες υπηρεσίες του .
Την ίδια περίοδο αναδιοργανωνόταν και ο στρατός. Μέχρι τότε αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από ελαφρύ ιππικό με προέλευση τις φυλές που ήταν ακόμη κυρίως νομαδικές. Τώρα όμως ανασχηματίστηκε σε δύο κύρια τμήματα. Υπήρχε μια τακτική εθνοφυλακή που αποτελούνταν από άνδρες στους οποίους είχε παραχωρηθεί γη από το σουλτάνο και για την οποία πλήρωναν ένα μικρό ενοίκιο σε χρήμα και με την υποχρέωση να παρέχουν στρατιωτική υπηρεσία όποτε τους το ζητούσαν. Παρόμοια φέουδα, που ήταν κληρονομικά, ήταν γνωστά ως τιμάρια. Μεγαλύτερα ή μεγαλύτερης αξίας φέουδα, γνωστά ως ζιαμέτ, κατέβαλλαν μεγαλύτερο ενοίκιο και ο ενοικιαστής κατείχε υψηλότερη θέση στο στρατό, με περισσότερες υποχρεώσεις να εξασφαλίζει τον εξοπλισμό του. Ο πλουσιότερος από αυτούς τους ζαΐμηδες γινόταν πασάς ή σαντζάκμπεης, ή ακόμη και μπεηλέρμπεης, με διοικητικές αρμοδιότητες και περισσότερες στρατιωτικές εξουσίες και υποχρεώσεις. Στο πλάι αυτής της εθνοφυλακής με τοπική βάση υπήρχε ένας στρατός που αμειβόταν για τις υπηρεσίες του. Οι γενίτσαροι, οι οποίοι υπηρετούσαν ισόβια και αργότερα επρόκειτο να αποτελέσουν τη φρουρά του σουλτάνου, ήταν ακόμη ένα σύνταγμα πεζικού που αποτελούνταν από Χριστιανούς ή πρώην χριστιανούς σκλάβους. Η κυριότερη δύναμη την περίοδο του Ορχάν ήταν γενικά γνωστή ως σπαχήδες. Από αυτούς προέρχονταν οι πυροβολητές, οι οπλουργοί, οι σιδεράδες και οι ναυτικοί. Σε πολλούς είχαν παραχωρηθεί γαίες και υπόκεινταν σε στρατιωτική υπηρεσία οποιαδήποτε στιγμή, αλλά πληρώνονταν γι' αυτήν και συνήθως μισθώνονταν μόνο για μία εκστρατεία. Μαζί με τους σπαχήδες ήταν το πιγιαντέ, το πεζικό. Αυτό το όνομα αργότερα περιορίστηκε μόνο σε όσους κατείχαν κτήματα, ενώ οι υπόλοιποι αποκαλούνταν αζάπηδες και κατέληξαν να ταυτίζονται με τους βαζιβουζούκους, άτακτους οι οποίοι υπηρετούσαν για όσα λάφυρα και λεία μπορούσαν να αποκομίσουν. Το ίδιο συνέβαινε και με τους ακιμπί, ελαφρούς ιππείς που χρησιμοποιούνταν ως αιχμή του δόρατος. Ο Ορχάν επέμενε κάθε τμήμα του στρατού του να έχει διαφορετική στολή. Επίσης καθόρισε αποτελεσματικούς τρόπους επιστράτευσης, ώστε να είναι σε θέση οποιαδήποτε στιγμή να συγκεντρώνει μια μεγάλη και καλά εκπαιδευμένη δύναμη σε πολύ σύντομο διάστημα .
Ο διάδοχός του, ο Μουράτ Α', αξιοποίησε πλήρως αυτή την εξαίρετη μαχητική δύναμη. Η μητέρα του Μουράτ ήταν Ελληνίδα, γνωστή στους Τούρκους ως Νιλουφέρ, Νούφαρο, κόρη ενός ακρίτα οπλαρχηγού*. Ο μεγαλύτερος αδελφός του από την ίδια μητέρα, ο Σουλεϊμάν, είχε πεθάνει λίγους μήνες πριν από τον Ορχάν. Υπήρχε ένας μεγαλύτερος ετεροθαλής αδελφός, ο Ιμπραήμ, τον οποίο ο Μουράτ θανάτωσε αμέσως, όπως και ένας νεώτερος, ο Χαλήλ, ο γιος της Θεοδώρας Καντακουζηνής, που πέθανε λίγο αργότερα, ίσως από φυσικά αίτια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ετών της βασιλείας του ο Μουράτ ήταν απασχολημένος στα ασιατικά σύνορά του, όπου αντίπαλοι εμίρηδες προκαλούσαν ταραχές που έπρεπε να κατασταλούν. Μερικές από τις πόλεις που είχαν κατακτηθεί στη Θράκη ανακαταλήφθηκαν από τους Βυζαντινούς, αν και δεν ήταν δυνατό οι Τούρκοι να εκδιωχθούν από την ύπαιθρο. Όταν ο Μουράτ επέστρεψε στην Ευρώπη, το 1365, δεν αντιμετώπισε δυσκολίες να τις ανακτήσει και να εγκαταστήσει την ευρωπαϊκή πρωτεύουσά του στην Αδριανούπολη. Η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της ήταν τώρα απομονωμένα, εκτός από την πλευρά της θάλασσας. Τα ασιατικά της προάστεια βρίσκονταν ήδη στα χέρια των Τούρκων .
Τώρα πλέον άρχισε να αντιλαμβάνεται και η Ευρώπη την απειλή που αποτελούσαν οι Τούρκοι. Η Βενετία και η Γένοβα, ανήσυχες και οι δύο για τις αποικίες τους και το εμπόριό τους, άρχισαν να διερευνούν πιθανότητες για μια γενική συμμαχία εναντίον των απίστων. Τίποτε όμως δεν προέκυψε από τις προσπάθειές τους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε' ταξίδεψε στην Ιταλία για να παρουσιάσει τους κινδύνους που απειλούσαν και για να προσπαθήσει να προσλάβει Δυτικούς μισθοφόρους, για τους οποίους αδυνατούσε να πληρώσει. Κατά την επιστροφή του αναγκάστηκε, το 1373, να αναγνωρίσει το σουλτάνο ως επικυρίαρχό του, υποσχόμενος έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας και στρατιωτική βοήθεια όποτε του το ζητούσε. Παράλληλα ο γιος του Μανουήλ πήγε ως όμηρος στην Αυλή του Μουράτ. Ο Ιωάννης υπήρξε πιστός υποτελής. Ανταμείφθηκε όταν το 1374 ο μεγαλύτερος γιος του, ο Ανδρόνικος, συνωμότησε μαζί με το γιο του Μουράτ, το Σαουτζή, εναντίον των πατέρων τους. Την εξέγερση κατέστειλαν τα στρατεύματα του Μουράτ. Όταν ο Ανδρόνικος επαναστάτησε και πάλι, κρατώντας την Κωνσταντινούπολη από το 1376 μέχρι το 1379, ο Μανουήλ κατόρθωσε να εξασφαλίσει αρκετή βοήθεια από το σουλτάνο η οποία του επέτρεψε να αποκαταστήσει τον πατέρα του στο θρόνο. Το τίμημα όμως που πλήρωσε τότε ήταν η υποχρέωση να συνδράμει τον τουρκικό στρατό στην κατάκτηση της Φιλαδέλφειας, πιστής, ηρωικής και απομονωμένης ελληνικής πόλης, της τελευταίας βυζαντινής κτήσης στην Ασία, εκτός από την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας .
Παρ' όλο που η Δύση τώρα ανησυχούσε σοβαρά, σχεδιάζοντας ατελέσφορα σταυροφορίες, η μόνη κυβέρνηση που τηρούσε συνεχή επιθετική στάση εναντίον των Τούρκων ήταν το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ρόδου. Αλλά ο κύριος εχθρός του ήταν ο εμίρης του Αϊδινίου, και οποιοσδήποτε περιορισμός της δύναμής του απέβαινε προς όφελος του αντιπάλου του, του Οθωμανού σουλτάνου. Έτσι ο Μουράτ ήταν ελεύθερος να προελάσει στα Βαλκάνια. Ορδές Τούρκων από κάθε σημείο της Ανατολίας συνέρρεαν τώρα στη Θράκη, με τις οικογένειές τους και συχνά με τα κοπάδια τους. Η παρόρμηση για επέκταση συνεχιζόταν. Η Σερβία εξακολουθούσε να είναι η κύρια δύναμη στη χερσόνησο, αν και είχε διχαστεί μετά το θάνατο του Ντουσάν, το 1355. Η Βουλγαρία δεν είχε ποτέ συνέλθει από την ήττα της από τους Σέρβους στο Βελμπούζντ το 1330, αλλά η σερβική πολιτική ταπείνωσης της Βουλγαρίας απλά εξαφάνισε το κράτος που θα ήταν χρήσιμο ως ενδιάμεση ζώνη. Οι Βούλγαροι δεν έκαναν πολλά για να παρεμποδίσουν την τουρκική προέλαση, εκτός από το να στείλουν ένα στρατιωτικό απόσπασμα στο μεγάλο στρατό που έστειλε ο Βουκασίν, ο βασιλιάς της νότιας Σερβίας, στη Θράκη το 1371. Ο Βουκασίν ήλπιζε να αναχαιτίσει τους Τούρκους, αλλά δεν ήταν καλός στρατηγός. Άφησε να τον αιφνιδιάσει και να τον κατατροπώσει ένας πολύ μικρότερος τουρκικός στρατός στο Τσίρμεν, στον ποταμό Έβρο. Η νίκη στον Έβρο παρέδωσε το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρίας, όπως και τη σερβική Μακεδονία, στα χέρια του Μουράτ. Ο Βούλγαρος βασιλιάς, ο Ιωάννης Σισμάν, αναγκάστηκε να δεχθεί το Μουράτ ως επικυρίαρχο και να στείλει την κόρη του Θάμαρ στο σουλτανικό χαρέμι. Ο Λάζαρος Χρεμπελιάνοβιτς, ο ηγεμόνας της βόρειας Σερβίας ο οποίος ανέλαβε τώρα την ηγεσία ολόκληρου του σερβικού βασιλείου, ανακάλυψε ότι ήταν και ο ίδιος αναγκασμένος να δεχθεί το καθεστώς υποτέλειας .
Ο Μουράτ πέρασε τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του παγιώνοντας τις κατακτήσεις του. Οργάνωσε τη μετανάστευση των Τούρκων στην Ευρώπη. Η κατοχή των νεώτερων ευρωπαϊκών επαρχιών του δεν μπορούσε να είναι τόσο παγιωμένη όπως ήταν στην Ανατολία ή ακόμη στη Θράκη. Αλλά σύντομα τουρκικά στρατιωτικά φέουδα ξεφύτρωσαν μεταξύ των ελληνικών, των σλαβικών ή των βλάχικων χωριών, και Τούρκοι μπέηδες και πασάδες κυριάρχησαν στην ύπαιθρο. Το 1386 η αυτοκρατορία του Μουράτ εκτεινόταν στα δυτικά μέχρι το Μοναστήρι, κοντά στα σύνορα της Αλβανίας, και στα βόρεια μέχρι τη Νις. Τον επόμενο χρόνο παραδόθηκε σ' αυτόν η Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν αποκλεισμένη επί τέσσερα χρόνια. Η ευημερία της στηριζόταν στο εμπόριο από την ενδοχώρα και δεν μπορούσε να επιβιώσει σε απομόνωση. Ο Μουράτ την αντιμετώπισε με επιείκεια, τοποθετώντας έναν Τούρκο κυβερνήτη, αλλά χωρίς να παρέμβει στην εσωτερική της ζωή .
Το 1381 ο σουλτάνος, ο οποίος είχε καταστήσει το εμιράτο του Γκερμιγιάν υποτελές, θεώρησε απαραίτητο να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον του εμίρη του Καραμάν και διέταξε τους Βαλκάνιους υποτελείς του να του προμηθεύσουν αποσπάσματα. Η ντροπή που αισθάνθηκαν οι υπερήφανοι Σέρβοι ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο βασιλιάς Λάζαρος αποκήρυξε την υποτέλειά του. Μια γρήγορη τουρκική επίθεση που του στέρησε τη Νις τον ανάγκασε να υποταχθεί ξανά. Στο μεταξύ όμως προγραμμάτιζε μια παμβαλκανική συμμαχία εναντίον των εισβολέων. Το 1387 οι Σέρβοι κέρδισαν την πρώτη και μοναδική τους νίκη εναντίον των στρατών του σουλτάνου στις όχθες του ποταμού Τόπλιτσα. Ο Μουράτ δεν άργησε να πάρει εκδίκηση. Βάδισε γρήγορα εναντίον της Βουλγαρίας, όπου απέσπασε από τους δύο τοπικούς βασιλείς, τον Ιωάννη Σισμάν του Τιρνόβου και τον Ιωάννη Στρασιμίρ του Βιδινίου, τα περισσότερα εδάφη τους, κι έπειτα πέρασε στη νότιο Σερβία, όπου ένας υποτελής ηγεμόνας, ο Κωνσταντίνος του Κιουστεντίλ, τον φιλοξένησε και του διέθεσε ένα σύνταγμα για να ενωθεί με το στρατό του. Στη συνέχεια στράφηκε βόρεια, για να συναντήσει το βασιλιά Λάζαρο στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου, την πεδιάδα των κοτσυφιών.
Νωρίς το πρωί της 15ης Ιουνίου 1389, καθώς ο σουλτάνος ντυνόταν, έφεραν στη σκηνή του ένα Σέρβο λιποτάκτη ο οποίος υποσχόταν να δώσει πληροφορίες για τις χριστιανικές θέσεις. Εκείνος πλησίασε το σουλτάνο και ξαφνικά έσκυψε μπροστά και τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Ο ίδιος θανατώθηκε αμέσως, και η θυσία του ήταν ανώφελη, καθώς και οι δύο γιοι του σουλτάνου βρίσκονταν μαζί με το στρατό. Ο μεγαλύτερος, ο Βαγιαζήτ, ανέλαβε την ηγεσία αμέσως, αποσιωπώντας την είδηση για το θάνατο του πατέρα του μέχρι τη λήξη της μάχης. Οι Τούρκοι πολέμησαν με τέλεια πειθαρχία, αντίθετα με τους Χριστιανούς οι οποίοι, όταν η πρώτη ισχυρή τους επίθεση έχασε την έντασή της, άρχισαν να κλονίζονται, ενώ ψίθυροι για προδοσία διαδίδονταν στις γραμμές τους. Το σούρουπο η τουρκική νίκη ήταν ολοκληρωτική. Ο βασιλιάς Λάζαρος αιχμαλωτίστηκε και θανατώθηκε στη σκηνή όπου είχε πεθάνει ο Μουράτ. Ο Βαγιαζήτ αυτοανακηρύχθηκε τώρα σουλτάνος και διέταξε ο αδελφός του να στραγγαλιστεί αμέσως. Δεν υπήρχε θέμα διανομής της υπέρτατης εξουσίας .
Στα τριάντα χρόνια της βασιλείας του ο Μουράτ, κάνοντας άψογη χρήση του στρατού του και της οργάνωσης που είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του, είχε μεταμορφώσει ένα εμιράτο γαζήδων στην ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο ίδιος ο χαρακτήρας του συμβόλιζε τη μεταλλαγμένη φύση του κράτους του. Αντίθετα με τον πατέρα και τον παππού του, του άρεσαν η μεγαλοπρέπεια και η εθιμοτυπία, και έβλεπε τον εαυτό του σαν αυτοκράτορα. Ήταν άτεγκτος, ακόμη και σκληρός, με μια δόση κυνισμού την οποία είχε ίσως κληρονομήσει από τους Έλληνες προγόνους του. Μπορούσε όμως να είναι και γενναιόδωρος, ενώ ήταν πάντα δίκαιος και απαιτητικός σε θέματα πειθαρχίας.
Ο Βαγιαζήτ, ο κληρονόμος του, ήταν επίσης, όπως φαίνεται, γιος μιας Ελληνίδας, αλλά, αντίθετα από τη Νιλουφέρ, εκείνη ήταν μάλλον μια σκλάβα, ονόματι Γκιούλτσιτσεκ, ή Ροδανθός. Ο Βαγιαζήτ είχε το ίδιο πάθος με τον πατέρα του για τη μεγαλοπρέπεια, αλλά ήταν πιο επιεικής με τον εαυτό του και με ορμητικότερη ιδιοσυγκρασία, δεν ήταν μεγαλόψυχος προς τους άλλους και ήταν λιγότερο επιτυχημένος ως τηρητής της πειθαρχίας. Οι γρήγορες αντιδράσεις του τού χάρισαν την προσωνυμία Γιλδιρίμ, Κεραυνός, αλλά δεν ήταν σπουδαίος διοικητής. Η βασιλεία του ξεκίνησε έξοχα. Η νίκη στο Κοσσυφοπέδιο του προσέφερε πλήρη κυριαρχία στα Βαλκάνια. Φαινόταν πιθανό ότι σε λίγα χρόνια θα ενσωμάτωνε ολόκληρη τη χερσόνησο, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των περιοχών της Ελλάδας και της Αλβανίας στις οποίες δεν είχαν ακόμη διεισδύσει οι Τούρκοι. Ο γιος του Λαζάρου, ο Στέφανος, τον διαδέχθηκε στο σερβικό θρόνο, αλλά με το μετριόφρονα τίτλο του δεσπότη και ως υποτελής του σουλτάνου, στον οποίο έδωσε σε γάμο την αδελφή του Μαρία. Το βουλγαρικό βασίλειο του Τιρνόβου εξαλείφθηκε το 1393. Το 1394 ένας τουρκικός στρατός εισέβαλε στην Πελοπόννησο, αναγκάζοντας τους τοπικούς ηγεμόνες να περιέλθουν σε καθεστώς υποτέλειας. Το 1396 ο Βαγιαζήτ σχεδίασε την κατάληψη της ίδιας της Κωνσταντινούπολης, αλλά καθώς κατευθυνόταν εναντίον των τειχών της πόλης έλαβε την είδηση για τη Σταυροφορία που οργάνωσε ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Σιγισμούνδος και ιππότες απ' όλη τη Δύση. Ο Βαγιαζήτ έκανε μεταβολή, έσπευσε στα βόρεια, δικαιολογώντας την προσωνυμία του Κεραυνός, και έπεσε επάνω στο στρατό της Δύσης στη Νικόπολη. Η απερισκεψία των Δυτικών τον βοήθησε να κερδίσει μια συντριπτική νίκη που του επέτρεψε στη συνέχεια να προσαρτήσει το υπολειπόμενο βουλγαρικό κρατίδιο του Βιδινίου και να καταστήσει υποτελή του τον ηγεμόνα της Βλαχίας, πέρα από το Δούναβη. Αφού στερέωσε την εξουσία του κατά μήκος του συνόρου του Δούναβη επέστρεψε προς την Κωνσταντινούπολη αλλά δεν επιχείρησε ξανά να την καταλάβει, ενδεχομένως επειδή είχε ακούσει φήμες ότι εξοπλιζόταν μια αρμάδα από τις ιταλικές ναυτικές δυνάμεις . Αντίθετα, προσπάθησε μάταια να στρέψει το συναυτοκράτορα Ιωάννη Ζ' εναντίον του θείου του Μανουήλ Β', με τον οποίο, αντίθετα με τη συνηθισμένη βυζαντινή πρακτική, μοιραζόταν το θρόνο του με απόλυτα φιλικές σχέσεις. Η μόνη βοήθεια που πραγματικά έφθασε στο Βυζάντιο ήταν η δράκα των στρατιωτών που έφερε ο στρατάρχης Μπουσικώ. Αυτοί παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη επί ένα έτος χωρίς καμία επιτυχία στο ενεργητικό τους . Όταν αποχώρησαν ο Βαγιαζήτ, βλέποντας πόσο ασθενικές ήταν οι δυτικές απόπειρες παροχής βοήθειας, ήταν έτοιμος για μία ακόμη επιχείρηση εναντίον της αυτοκρατορικής πόλης. Πρόσφατα είχε ολοκληρώσει το κάστρο το οποίο σήμερα είναι γνωστό ως Αναντολού Χισάρ, στην ασιατική πλευρά των Στενών του Βοσπόρου. Την άνοιξη του 1402 έστειλε ένα αλαζονικό μήνυμα στον αυτοκράτορα παραγγέλλοντάς του να παραδώσει την πρωτεύουσά του. Ο Μανουήλ Β' εξακολουθούσε να περιοδεύει στην Ευρώπη, αλλά ο Ιωάννης Ζ' απάντησε στους απεσταλμένους του σουλτάνου με το θάρρος της ευσέβειας: «Πείτε στον κύριό σας ότι είμαστε αδύναμοι, αλλά ότι έχουμε εμπιστοσύνη στο Θεό, ο οποίος μπορεί να μας κάνει δυνατούς και να γκρεμίσει ακόμη και τους πιο ισχυρούς από τους θρόνους τους. Ας κάνει ο κύριός σας ό,τι του αρέσει» .
Η πίστη του Ιωάννη στο Θεό είχε τονωθεί ακόμη περισσότερο από ειδήσεις που έφθαναν από την Ανατολή. Ο Τάταρος Τιμούρ, γνωστός στην αγγλική δραματουργία ως Ταμερλάνος, ήταν στην πραγματικότητα Τούρκος, αλλά καταγόταν από θηλυγονία από τη σπουδαία μογγολική φυλή του Τζένγκις Χαν. Είχε γεννηθεί στο Κες, στο Τουρκεστάν, το 1336. Στο τέλος του δέκατου τέταρτου αιώνα είχε δημιουργήσει μια αυτοκρατορία που εκτεινόταν από τα όρια της Κίνας και τον Κόλπο της Βεγγάλης μέχρι τη Μεσόγειο. Ως προς την αίγλη των στρατιωτικών του κατορθωμάτων έμοιαζε με τον ίδιο το Τζένγκις Χαν, στον οποίο έμοιαζε επίσης ως προς την αδίστακτη αγριότητα. Του έλειπε όμως η ικανότητα της οργάνωσης των κατακτήσεών του, την οποία είχαν επιδείξει οι Μογγόλοι Χαν. Ο θάνατός του θα προκαλούσε τη διάσπαση των κτήσεών του, όσο όμως ζούσε ήταν ένας άγριος και τρομερός εχθρός. Αν και ήταν ευσεβής Μωαμεθανός, δεν υπήρχε καμία ιδιότητα των γαζήδων επάνω του. Πολεμούσε για την προσωπική του ανάδειξη, όχι για την πίστη. Τα κυριότερα θύματα των σφαγών του ήταν Μωαμεθανοί. Δυσφορούσε από καιρό με την ύπαρξη του οθωμανικού σουλτανάτου, εν μέρει από ζήλεια, επειδή υπήρχε κι άλλος Τούρκος δυνάστης, και εν μέρει επειδή φοβόταν ότι μπορεί να έθετε σε κίνδυνο τις δυτικές του επαρχίες. Ήδη το 1386 είχε εισβάλει στην ανατολική Ανατολία και είχε νικήσει ένα στρατό που είχαν στείλει οι εμίρηδες της Ανατολίας στο Ερζιντζάν. Στη συνέχεια αποσύρθηκε, αλλά απειλούσε να επιστρέψει. Οκτώ χρόνια αργότερα ο Βαγιαζήτ, που είχε παντρευτεί μια πριγκίπισσα του Γκερμιγιάν και είχε καταλάβει τα περισσότερα εδάφη της οικογένειάς της ως προίκα, πήγε προσωπικά στο Ερζιντζάν για να επιβλέψει τα αμυντικά έργα της χερσονήσου. Αλλά το 1395 ο Τιμούρ επανεμφανίστηκε και διέσπασε την άμυνα μέχρι τη Σεβάστεια, σφαγιάζοντας τον πληθυσμό, στον οποίο περιλαμβανόταν ένας γιος του Βαγιαζήτ που κυβερνούσε την επαρχία. Προς ανακούφιση του Βαγιαζήτ ο στρατός των Τατάρων μετακινήθηκε προς τα ανατολικά, για να λεηλατήσει το Χαλέπι, τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη. Αλλά τα προβλήματα του Οθωμανού σουλτάνου δεν είχαν τελειώσει. Ο Τιμούρ βρισκόταν σε στενότερη επαφή με τους εχθρούς του απ' ό,τι πίστευε. Όταν οι οθωμανικές δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, έφθασαν στο στρατόπεδο πρέσβεις από τον Τιμούρ με την αυστηρή διαταγή ο Βαγιαζήτ να επιστρέψει στο χριστιανό αυτοκράτορα όλες τις χώρες που του είχε πάρει. Ο Βαγιαζήτ απάντησε με μια βαρειά προσβολή. Στη συνέχεια διέλυσε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και μετέφερε το στρατό του στην Ανατολία. Τα στρατεύματα του Τιμούρ είχαν ήδη φθάσει στη Σεβάστεια. Η αποφασιστική μάχη πραγματοποιήθηκε στην Άγκυρα, στις 25 Ιουλίου 1402*. Εξαιτίας της έπαρσής του ο Βαγιαζήτ επέτρεψε στον εαυτό του να περιέλθει σε τακτικά μειονεκτική θέση, ενώ οι στρατιώτες του ήταν απείθαρχοι και είχαν εξοργιστεί με τη φιλαργυρία του. Όταν η τεράστια δύναμη του Τιμούρ, ενισχυμένη από ένα σώμα ελεφάντων από την Ινδία, εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση, οι οθωμανικές δυνάμεις διασπάστηκαν και τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας το Βαγιαζήτ και το δεύτερο γιο του, το Μουσά, αιχμαλώτους στα χέρια του Τιμούρ. Το μόνο τμήμα που κράτησε τη θέση του ήταν ένα σερβικό απόσπασμα υπό την ηγεσία του δεσπότη Στεφάνου. Αυτός κατόρθωσε να διασώσει το μεγαλύτερο γιο του σουλτάνου, το Σουλεϊμάν, μαζί με έναν από τους αδελφούς του. Ένας τέταρτος αδελφός, ο Μουσταφά, εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι επιζώντες κατέφυγαν στην ασφάλεια του Αναντολού Χισάρ, ενόσω ο Τιμούρ προέλαυνε θριαμβευτικά διαμέσου της δυτικής Ανατολίας, λεηλατώντας τις πόλεις της, περιλαμβανομένης της παλαιάς οθωμανικής πρωτεύουσας, της Προύσας, όπου έπεσαν στα χέρια του οι κυρίες του σουλτανικού χαρεμιού. Τον αιχμάλωτο σουλτάνο τον μετέφερε μαζί του σε ένα φορείο, το οποίο αργότερα ο θρύλος μετέτρεψε σε ένα χρυσό κλουβί. Στην πραγματικότητα ο Βαγιαζήτ είχε ευγενική μεταχείριση, και όταν πέθανε, πιθανόν αυτοκτονώντας, το Μάρτιο του 1403, ο γιος τους Μουσά αφέθηκε ελεύθερος και του επιτράπηκε να μεταφέρει τη σωρό στο οικογενειακό μαυσωλείο στην Προύσα. Ο ίδιος ο Τιμούρ έφυγε από την Ανατολία αργότερα εκείνο το έτος και επέστρεψε στην κύρια πρωτεύουσά του, τη Σαμαρκάνδη, όπου πέθανε το 1405, σε ηλικία εβδομήντα δύο ετών, ενώ έκανε σχέδια για την κατάκτηση της Κίνας .
Αυτή ήταν η στιγμή κατά την οποία, εάν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα και τη διάθεση να συνασπιστούν γρήγορα σε μια μεγάλη συμμαχία, η οθωμανική απειλή για τη χριστιανοσύνη ενδεχομένως να είχε συντριβεί για πάντα. Αλλά, ακόμη και αν η δυναστεία είχε χαθεί, το πρόβλημα των Τούρκων θα εξακολουθούσε να παραμένει. Οι ιστορικοί που κατηγορούν τους Χριστιανούς επειδή έχασαν μια ουρανόπεμπτη ευκαιρία ξεχνούν ότι στην Ευρώπη ήταν ήδη εγκατεστημένοι σταθερά εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι. Η υποταγή τους θα ήταν ένα τρομακτικό έργο και η απομάκρυνση τους σχεδόν αδύνατη. Στην πραγματικότητα η επέμβαση του Τιμούρ είχε αυξήσει τη δύναμη τους, καθώς οικογένειες, ακόμη και ολόκληρες φυλές, διέφυγαν τρομαγμένες μπροστά από τους στρατούς του στην ασφάλεια των ευρωπαϊκών επαρχιών, ενώ οι Γενοβέζοι αποκόμισαν σημαντικό κέρδος από τις διαμετακομιστικές υπηρεσίες που τους προσέφεραν. Περί το 1410, όπως πίστευε ο ιστορικός Δούκας, υπήρχαν περισσότεροι Τούρκοι στην Ευρώπη παρά στην Ανατολία. Επιπλέον ο Βαγιαζήτ είχε αφήσει εκεί μεγάλους στρατούς για να φυλάνε τα σύνορα και να αστυνομεύουν τις επαρχίες. Η οθωμανική δυναστεία είχε ταπεινωθεί στην Άγκυρα και η στρατιωτική της μηχανή είχε εξασθενίσει, αλλά δεν είχε καταστραφεί .
Ο Μανουήλ Β' έκανε όσο καλύτερη χρήση μπορούσε του καθιερωμένου βυζαντινού όπλου της διπλωματίας. Οι γιοι του Βαγιαζήτ άρχισαν να μάχονται για το θρόνο. Ο Σουλεϊμάν, ο μεγαλύτερος, αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος, αλλά ήταν ανασφαλής. Προκειμένου να λάβει βοήθεια από το Μανουήλ του επέστρεψε τη Θεσσαλονίκη και μερικές πόλεις στα παράλια της Θράκης, και του υποσχέθηκε μερικές πόλεις στην Ασία τις οποίες στην πραγματικότητα δεν ήλεγχε. Έστειλε το νεώτερο αδελφό του Κασίμ ως όμηρο στην Κωνσταντινούπολη και ως αντάλλαγμα του δόθηκε ως νύφη η ανιψιά του αυτοκράτορα, η νόθος κόρη του Θεοδώρου Α', του δεσπότη του Μορέα. Το 1405 ο Σουλεϊμάν νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του Ισά, αλλά ήταν ένας νευρωτικός άνθρωπος, με προδιάθεση για έντονες κρίσεις μέθης και ληθάργων. Οι στρατιώτες του έχασαν το σεβασμό τους γι' αυτόν και μετατόπισαν την αφοσίωσή τους στον αδελφό του Μουσά, ο οποίος παρουσιάστηκε ως υπερασπιστής του Ισλάμ, εναντίον της φιλοβυζαντινής πολιτικής του Σουλεϊμάν. Το 1409 ο Σουλεϊμάν εγκαταλείφθηκε από τα στρατεύματά του και δολοφονήθηκε καθώς προσπαθούσε να δραπετεύσει στην Κωνσταντινούπολη. Τον διαδέχθηκε ως σουλτάνος ο Μουσά που ρήμαξε με βαρβαρότητα τη Σερβία επειδή είχε υποστηρίξει τον αδελφό του. Ανακατέλαβε και λεηλάτησε τη Θεσσαλο νίκη, την οποία υπεράσπιζε για λογαριασμό των Χριστιανών ο γιος του Σουλεϊμάν, ο Ορχάν, που φυλακίστηκε και τυφλώθηκε. Παρόλο που νικήθηκε σε μια ναυμαχία, μετέφερε τις χερσαίες δυνάμεις του μπροστά στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αλλά ένας νεώτερος αδελφός, ο Μωάμεθ, που αποκαθιστούσε την οθωμανική κυριαρχία την Ανατολία, βάδισε τώρα εναντίον του και, με τη βοήθεια των Βυζαντινών, των Σέρβων και τουρκικών μονάδων που είχαν απαυδήσει με τη σκληρότητα του Μουσά, νίκησε και σκότωσε τον αδελφό του το 1413 και έγινε ο ίδιος σουλτάνος .
Ο Μωάμεθ, στον οποίο οι σύγχρονοι του έδωσαν την προσωνυμία Τσελεμπί, λέξη που σ' αυτή την περίπτωση μεταφράζεται καλύτερα ως «τζέντλεμαν», είχε φανεί εξαιρετικός στρατιωτικός αλλά από την ιδιοσυγκρασία του ήταν ένας φιλειρηνικός άνθρωπος. Επέστρεψε στο Μανουήλ τη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις που είχε προσαρτήσει ο Μουσά, και διατήρησε μαζί του σχέσεις εγκάρδιας φιλίας σε όλη του τη ζωή. Το 1416 αναγκάστηκε να εμπλακεί σε έναν αναποτελεσματικό πόλεμο με τη Βενετία, όπως και σε έναν άλλο με την Ουγγαρία το 1419. Επιπλέον αναγκάστηκε να καταστείλει την εξέγερση ενός άνδρα που ισχυριζόταν ότι ήταν ο αδελφός του, ο Μουσταφά, και ο οποίος είχε επιζήσει από τη μάχη της Αγκύρας. Τον περισσότερο χρόνο του τον πέρασε κατασκευάζοντας φρούρια κατά μήκος των συνόρων του, σταθεροποιώντας τη διακυβέρνησή του και εξωραΐζοντας τις πόλεις της αυτοκρατορίας του. Το θεσπέσιο Πράσινο τζαμί στην Προύσα είναι ένα διαρκές μνημείο αυτού του ευγενικού και καλλιεργημένου δυνάστη. Πέθανε από αποπληξία το 1421 .
Ο μεγαλύτερος γιος του Μωάμεθ, ο Μουράτ, εκτελούσε χρέη αντιβασιλέα του πατέρα του στην Ανατολία. Τα νέα του θανάτου του σουλτάνου αποσιωπήθηκαν μέχρις ότου κατόρθωσε να φθάσει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Όπως ο Μωάμεθ, έτσι και ο Μουράτ ήταν από ιδιοσυγκρασία φιλειρηνικός άνθρωπος. Λέγεται ότι ανήκε σε ένα τάγμα δερβίσηδων, και ότι αποζητούσε να αποσυρθεί και να ζήσει μια ζωή με διαλογισμό . Ήταν όμως ευσυνείδητος ηγεμόνας, και οι περιστάσεις απαιτούσαν από εκείνον να είναι στρατιώτης και κυβερνήτης. Ο ανταπαιτητής Μουσταφά ήταν ακόμη ελεύθερος και ο Μουράτ υποπτευόταν ότι έπαιρνε βοήθεια από την Κωνσταντινούπολη. Έστειλε μήνυμα στο Μανουήλ να παραπονεθεί γι' αυτό και να ζητήσει να συνεχιστεί η φιλία που υπήρχε μεταξύ του αυτοκράτορα και του πατέρα του. Ο Μανουήλ θα είχε συμφωνήσει με ευχαρίστηση, αλλά ήταν γέρος και κουρασμένος και επέτρεψε να υπερισχύσει ο γιος του, ο Ιωάννης Η', ο οποίος, με την υποστήριξη της βυζαντινής συγκλήτου, πίστευε ότι ήταν δυνατή η επωφελής υποκίνηση προβλημάτων στην οθωμανική δυναστεία. Έτσι ο Ιωάννης απαίτησε να σταλούν δύο αδελφοί του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη ως όμηροι. Ο Μουράτ, πολύ φυσικά, αρνήθηκε την πρόταση και όταν απαλλάχθηκε από το Μουσταφά, πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1422. Αλλά τα τείχη ήταν πολύ ισχυρά για ένα στρατό χωρίς πολιορκητικές μηχανές, και οι υπολογισμοί του Ιωάννη είχαν κάποια βάση. Στην Ανατολία ξέσπασε μια εξέγερση, κατ' όνομα υπό την ηγεσία του δεκατριάχρονου αδελφού του Μουράτ, του Μουσταφά, αλλά υποκινημένη από τους ζηλόφθονες εμίρηδες του Γκερμιγιάν και του Καραμάν. Ο Μουράτ εγκατέλειψε την πολιορκία για να ασχοληθεί με τους επαναστάτες, έπειτα αρκέστηκε να στείλει ένα στρατό να ρημάξει την Πελοπόννησο .
Του δόθηκε μόνο λίγη από την ειρήνη που επιθυμούσε. Το 1428 αναγκάστηκε να αποκρούσει μια εισβολή από την άλλη πλευρά του Δούναβη, επικεφαλής της οποίας ήταν οι βασιλείς της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Το 1430 τα στρατεύματά του μπήκαν στα Ιωάννινα, στην Ήπειρο. Το ίδιο έτος πήρε τη Θεσσαλονίκη από τους Βενετούς, οι οποίοι την κατείχαν επί επτά χρόνια. Η Σερβία, όπου ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς είχε διαδεχθεί το θείο του Στέφανο Λαζάρεβιτς ως δεσπότης το 1427, εξαναγκάστηκε σε μεγαλύτερη υποτέλεια και ο δεσπότης υποχρεώθηκε να διαρρήξει μια συμμαχία με τους Ούγγρους, στους οποίους είχε παραδώσει το Βελιγράδι. Επιπλέον του ζητήθηκε να δώσει την κόρη του Μάρα ως σύζυγο στο σουλτάνο. Η αργοπορία του προκάλεσε μια τουρκική εκστρατεία εναντίον του. Ο Μουράτ ήταν δύσπιστος απέναντι στο δεσπότη. Το 1440 τέθηκε επικεφαλής ενός νέου στρατού εναντίον του και κατέστρεψε το φρούριο Σεμεντρία, επάνω στο Δούναβη, την άδεια για την οικοδόμηση του οποίου είχε δώσει ο ίδιος στους Σέρβους. Έπειτα προχώρησε και πολιόρκησε το Βελιγράδι, αλλά οι οχυρώσεις του ήταν πολύ ισχυρές για εκείνον και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί .
Η αναχαίτιση στο Βελιγράδι ενεθάρρυνε τους εχθρούς του Μουράτ. Ο πάπας, ενθουσιασμένος με την επιτυχία της συνόδου της Φλωρεντίας, οργάνωσε μια σταυροφορία. Ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Λαδίσλαος την αποδέχθηκε με προθυμία. Ο Σέρβος δεσπότης συμφώνησε να βοηθήσει τους Ούγγρους. Ο κυριότερος Αλβανός οπλαρχηγός, ο Γεώργιος Καστριώτης, ο επονομαζόμενος Σκεντέρμπεης, κήρυξε πόλεμο στο σουλτάνο και ο εμίρης του Καραμάν πείστηκε να του επιτεθεί στην Ασία . Ενόσω ο Μουράτ ήταν απασχολημένος με την τιμωρία των Καραμανιδών, ο ουγγρικός στρατός και οι σύμμαχοί του, υπό το νόθο γιο του βασιλιά της Ουγγαρίας Ιωάννη Ουνυάδη Κορβίνο, βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, διέσχισε το Δούναβη και σάρωσε τους Τούρκους από το σερβικό δεσποτάτο. Ο Μουράτ έσπευσε με όλες του τις δυνάμεις πίσω στην Ευρώπη και κατευθύνθηκε προς το Δούναβη. Δεν ήταν όμως διατεθειμένος να διακινδυνεύσει μια μάχη, και ανακάλυψε ότι ο βασιλιάς Λαδίσλαος είχε παρόμοια διάθεση. Με τους Ούγγρους είχαν συνενωθεί στρατεύματα που είχε στρατολογήσει ο πάπας στη Δύση, υπό την ηγεσία του λεγάτου του, καρδιναλίου Ιουλιανού Τσεζαρίνι. Αλλά ο Λαδίσλαος είχε ελπίσει περισσότερα. Εκείνος και ο Μουράτ συμφώνησαν να συναντηθούν στο Σεγκεντίν, τον Ιούνιο του 1444. Εκεί καθένας τους ορκίστηκε, ο Μουράτ στο Κοράνιο και ο Λαδίσλαος στο Ευαγγέλιο, να τηρήσουν ανακωχή για δέκα χρόνια, περίοδο στη διάρκεια της οποίας κανείς τους δεν θα προσπαθούσε να διαβεί το Δούναβη. Ο Ουνυάδης, που διαφωνούσε με την ανακωχή, αρνήθηκε να έχει ανάμιξη.
Ο Μουράτ αισθανόταν τώρα ότι μπορούσε να αποσυρθεί και να ζήσει τη ζωή με διαλογισμό την οποία επιθυμούσε από καιρό. Δεν είχε προλάβει όμως να αποσύρει το στρατό του από τα σύνορα και να ανακοινώσει τα σχέδια για την παραίτησή του, όταν έφθασαν ειδήσεις ότι ο βασιλιάς της Ουγγαρίας είχε διασχίσει το Δούναβη και βάδιζε διαμέσου της Βουλγαρίας. Ο καρδινάλιος Τσεζαρίνι είχε αποφανθεί ότι ένας όρκος που είχε δοθεί σε άπιστο ήταν άκυρος, και η ευκαιρία φαινόταν πολύ καλή για να τη χάσουν. Η επιορκία συγκλόνισε τόσο τους Χριστιανούς όσο και τους Τούρκους. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' αρνήθηκε να προσφέρει βοήθεια. Ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς της Σερβίας απέσυρε τις δυνάμεις του και απέτρεψε το Σκεντέρμπεη να ενωθεί με τους συμμάχους. Ο Ουνυάδης ακολούθησε την εκστρατεία απρόθυμα και οι συμβουλές του σε θέματα στρατηγικής αγνοήθηκαν από τον καρδινάλιο. Ο Μουράτ, που τακτοποιούσε τις υποθέσεις στην Ανατολία προετοιμαζόμενος για την απόσυρσή του, έσπευσε με το στρατό του πίσω προς τα βόρεια. Στις 11 Νοεμβρίου 1444 έπεσε επάνω στους Χριστιανούς στη Βάρνα με μια δύναμη τριπλάσια από τη δική τους*. Εκείνοι κατατροπώθηκαν. Ο βασιλιάς Λαδίσλαος και ο καρδινάλιος σκοτώθηκαν. Μόνο ο Ουνυάδης και τα συντάγματά του ξέφυγαν από τη σφαγή. Η νίκη αποκατέστησε τον έλεγχο του σουλτάνου στην περιοχή μέχρι το Δούναβη .
Λίγο αργότερα ο Μουράτ παραιτήθηκε επίσημα υπέρ του δωδεκάχρονου γιου του Μωάμεθ και αποσύρθηκε στη Μαγνησία. Αλλά και πάλι δεν τον άφησαν σε ησυχία. Οι υπουργοί του και ο στρατός του ήταν δυσαρεστημένοι με το νέο ηγεμόνα, που ήταν ανώριμος, ισχυρογνώμων και αλαζονικός, ενώ στα ευρωπαϊκά σύνορα εξακολουθούσαν τα προβλήματα. Η κοινή γνώμη και οι ανάγκες της διακυβέρνησης επανέφεραν το Μουράτ στο θρόνο. Ο Σκεντέρμπεης ήταν ακατανίκητος στην Αλβανία και οι τουρκικές εκστρατείες εναντίον του εξακολουθούσαν να αποτυγχάνουν. Το 1446 ο Μουράτ έστειλε ένα στρατό στην Ελλάδα, που ρήμαξε την Πελοπόννησο. Το 1448 ο Ουνυάδης, τώρα αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, επανέλαβε την επίθεση με ένα στρατό από Ούγγρους, Βλάχους, Βοημούς και Γερμανούς μισθοφόρους. Κανόνισε να συναντήσει το Σκεντέρμπεη στην πεδιάδα του Κοσσυφοπεδίου. Προτού όμως μπορέσουν να τον συναντήσουν οι Αλβανοί εμφανίστηκε ξαφνικά ένας τεράστιος τουρκικός στρατός και εξολόθρευσε τις δυνάμεις του. Ο ίδιος ξέφυγε μετά βίας με τη βοήθεια των γερμανικών και των βοημικών στρατευμάτων του. Η καταστροφή, η οποία ακολούθησε τόσο σύντομα μετά την καταστροφή της Βάρνας, σακάτεψε τη στρατιωτική δύναμη της Ουγγαρίας για μία γενιά. Η ουγγρική σημαία εξακολουθούσε να κυματίζει στο Βελιγράδι, αλλά δεν υπήρχε πια δυνατότητα για άλλες εκστρατείες νότια από το Δούναβη. Όταν έφθασε η κρίση ο Ουνυάδης δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη. Σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο μόνο στα αλβανικά βουνά υπήρχε συνεχής αντίσταση στον τουρκικό ζυγό .
Ο Μουράτ ήταν εξίσου επιτυχής στην Ανατολία. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του ενσωμάτωσε τα εμιράτα του Αϊδινίου και του Γκερμιγιάν και οι Καραμανίδες τρομοκρατήθηκαν. Αλλοι αυτόνομοι ηγεμόνες, όπως οι εμίρηδες της Σινώπης και της Αττάλειας, αναγνώρισαν την οθωμανική κυριαρχία. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας ήταν τόσο αδύναμος και υποτακτικός όσο ο γαμπρός του στην Κωνσταντινούπολη . Εσωτερικά η Οθωμανική αυτοκρατορία διακρινόταν από τάξη και ευημερία. Η κυριότερη στρατιωτική μεταρρύθμιση του Μουράτ ήταν η αναδιοργάνωση των γενιτσαρικών συνταγμάτων, τα οποία μέχρι τότε αποτελούνταν από αιχμαλωτισμένα παιδιά-σκλάβους. Τώρα καθιέρωσε ένα κανονικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο κάθε χριστιανική οικογένεια, ελληνική, σλαβική, βλάχικη ή αρμένικη, ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει ένα αρσενικό παιδί στους αξιωματούχους του σουλτάνου. Αυτά τα αγόρια ανατρέφονταν σε δικά τους σχολεία ως πιστοί Μωαμεθανοί. Μερικά, με ιδιαίτερα ταλέντα, χρησιμοποιούνταν ως τεχνικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά τα περισσότερα εξελίσσονταν σε άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες που αποτελούσαν τα επίλεκτα συντάγματα της σουλτανικής φρουράς. Είχαν δικούς τους στρατώνες και τους απαγορευόταν να παντρεύονται, έτσι ώστε όλη η ζωή τους να είναι αφιερωμένη στην υπηρεσία του σουλτάνου . Παρά την επιβολή αυτού του μέτρου που προκάλεσε πικρία και παρά τις περιστασιακές απαιτήσεις του για μαζικούς εξισλαμισμούς, ο Μουράτ δεν ήταν αντιδημοφιλής μεταξύ των χριστιανών υπηκόων του, που τον θεωρούσαν ευσυνείδητο και δίκαιο. Είχε πολλούς χριστιανούς φίλους και λέγεται ότι τον επηρέαζε πολύ η ωραία Σέρβα γυναίκα του, στην οποία ήταν αφοσιωμένος. Πραγματικά, σε πολλούς Έλληνες η ζωή κάτω από την ευνομούμενη και συνήθως ανεκτική εξουσία του φαινόταν ευκολότερη απ' ότι στα αγωνιώδη και βασανιστικά υπολείμματα της παλιάς χριστιανικής αυτοκρατορίας .
Ο Μουράτ πέθανε στην Αδριανούπολη στις 13 Φεβρουαρίου 1451, αφήνοντας στο διάδοχό του μια θαυμάσια κληρονομιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Ο αυτοκράτορας και ο σουλτάνος
Ο μακαρίτης αυτοκράτορας Ιωάννης Η' ήταν ο μεγαλύτερος από έξι αδελφούς, γιους του Μανουήλ Β' και της αυτοκράτειρας Ελένης, κόρης ενός Σέρβου πρίγκιπα με χώρες στη Μακεδονία, και της Ελληνίδας συζύγου του. Μετά τον Ιωάννη ακολουθούσε στην ηλικία ο Θεόδωρος, έπειτα ο Ανδρόνικος, ο Κωνσταντίνος, ο Δημήτριος και ο Θωμάς. Ο Θεόδωρος και ο Ανδρόνικος πέθαναν πριν από τον Ιωάννη. Ο δεύτερος ήταν ασθενικός και ασήμαντος. Η μόνη σημαντική πράξη του ήταν η πώληση της Θεσσαλονίκης στους Βενετούς το 1423*. Στη συνέχεια αποσύρθηκε στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη, με το μοναστικό όνομα Ακάκιος, και πέθανε εκεί το Μάιο του 1428 . Ο Θεόδωρος ήταν πιο αξιόλογος. Κληρονόμησε τα πνευματικά γούστα του πατέρα του και ήταν ένας εξαιρετικός μαθηματικός. Ήταν όμως ιδιότροπος και νευρωτικός, ενεργητικός και φιλόδοξος τη μια στιγμή, ενώ την επόμενη πρόθυμος να εγκαταλείψει τα εγκόσμια για την ιερή ηρεμία ενός μοναστηριού. Είχε διαδεχθεί το θείο του Θεόδωρο Α' ως δεσπότης του Μορέα το 1407, σε παιδική ηλικία. Για αρκετά χρόνια ο πατέρας του είχε περάσει μεγάλα διαστήματα στο δεσποτάτο προσπαθώντας να επιβάλει την τάξη και να κατασκευάσει τις μεγάλες οχυρώσεις που έγιναν γνωστές ως Εξαμίλιο και οι οποίες εκτείνονταν κατά μήκος του Ισθμού της Κορίνθου, για να τις δει τελικά να καταστρέφονται από τους Τούρκους σε μια επιδρομή το 1423 . Ο Θεόδωρος ήταν καλός ηγεμόνας, όσο επέτρεπαν οι ιδιοτροπίες και οι ζηλοτυπίες του. Το 1421 παντρεύτηκε μια Ιταλίδα πριγκίπισσα, την Κλεόπη Μαλατέστα, μια εξαδέλφη του πάπα Μαρτίνου Ε' . Η ζωή της δεν ήταν εύκολη, εξαιτίας της ιδιοσυγκρασίας του συζύγου της. Προσχώρησε στην ελληνική Εκκλησία, προς μεγάλη οργή του πάπα, που κατηγόρησε γι' αυτό το σύζυγό της. Αλλά στην πραγματικότητα η προσχώρησή της φαίνεται ότι υπήρξε οικειοθελής. Εκείνη και ο Θεόδωρος διατηρούσαν μια αυστηρή αλλά πολύ καλλιεργημένη Αυλή στο Μυστρά, αν και η λάμψη της μειώθηκε μετά το θάνατό της το 1433. Το κυριότερο αστέρι της ήταν ο Πλήθων, που ήταν αφοσιωμένος και στους δυο τους. Ως αμέσως νεώτερος από τον Ιωάννη ο Θεόδωρος θεωρούσε τον εαυτό του κληρονόμο της αυτοκρατορίας και το 1443, όταν ήταν σαφές ότι ο Ιωάννης δεν θα είχε παιδιά, αντάλλαξε το δεσποτάτο του για την κυριαρχία της πόλης της Σηλυβρίας, στη Θράκη, περίπου σαράντα μίλια μακριά από την πρωτεύουσα, ώστε να είναι διαθέσιμος όταν θα πέθαινε ο Ιωάννης. Αλλά η μοίρα τον κορόιδεψε. Αρρώστησε από την πανώλη το καλοκαίρι του 1448 και πέθανε τον Ιούλιο, τρεις μήνες πριν από τον αυτοκράτορα . Το μοναδικό παιδί του ήταν μια κόρη, η Ελένη, η οποία δέκα χρόνια νωρίτερα είχε παντρευτεί το βασιλιά Ιωάννη Β' της Κύπρου .
Οι δύο νεώτεροι αδελφοί, ο Δημήτριος και ο Θωμάς, δεν ήταν αξιέπαινοι χαρακτήρες. Ο Δημήτριος ήταν ανήσυχος, φιλόδοξος και αδίστακτος. Έβλεπε τον εαυτό του ως υπερασπιστή της ελληνικής πίστης εναντίον των λατινόφιλων τάσεων του αδελφού του Ιωάννη, τον οποίο είχε συνοδεύσει στη σύνοδο της Φλωρεντίας. Είχε παντρευτεί μια κυρία της ένδοξης ελληνοβουλγαρικής οικογένειας των Ασάν, παρά τις επιθυμίες τόσο της δικής του όσο και της δικής της οικογένειας. Είχε φίλους στην τουρκική Αυλή και το 1442 προσπάθησε να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη με τη βοήθεια Τούρκων στρατιωτών. Ο αυτοκράτορας είχε σωθεί μόνο χάρη στην εσπευσμένη άφιξη του αδελφού του Κωνσταντίνου με ενισχύσεις. Ο Δημήτριος συγχωρήθηκε και του επιτράπηκε να παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη. Όταν πέθανε ο αδελφός του Θεόδωρος κληρονόμησε τη Σηλυβρία .
Ο Θωμάς ήταν πιο μετρημένος αλλά και πιο αδύναμος. Σε νεαρή ηλικία είχε σταλεί το 1430 να βοηθήσει τους αδελφούς του στο Μορέα. Εκεί είχε παντρευτεί την Αικατερίνη Ζαχαρία, κληρονόμο του τελευταίου Φράγκου πρίγκιπα της Αχαΐας, και του είχε δοθεί ως φέουδο ένα μέρος από τις πρώην περιοχές της οικογένειάς της. Ακολουθούσε με αρκετά σταθερή πίστη την ηγεσία του αδελφού του Κωνσταντίνου .
Ο Κωνσταντίνος ήταν ο πιο ικανός από τους αδελφούς. Είχε γεννηθεί το 1404 και σε νεαρή ηλικία του είχαν δοθεί ως φέουδα η Σηλυβρία και οι γειτονικές θρακικές πόλεις. Το 1427 πήγε στην Πελοπόννησο για να βοηθήσει τον Ιωάννη Η' να κατακτήσει τις τελευταίες λατινικές περιοχές εκεί. Η παρουσία του είχε καταστεί ακόμη πιο απαραίτητη, καθώς ο αδελφός του Θεόδωρος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Σύντομα ο Θεόδωρος το ξανασκέφθηκε, στο μεταξύ όμως, το Μάρτιο του 1428, ο Κωνσταντίνος έκανε έναν πολιτικό γάμο με την ανιψιά του Καρόλου Τόκκου, του κυριάρχου της Ηπείρου και μεγάλου μέρους της δυτικής Ελλάδας. Ως προίκα έλαβε τις χώρες των Τόκκων στην Πελοπόννησο. Αν και η νεαρή πριγκίπισσα Μαγδαληνή, που μετονομάστηκε κατά το γάμο της Θεοδώρα, πέθανε άτεκνη δύο χρόνια αργότερα, ο Κωνσταντίνος κράτησε τις περιοχές της και τις μετέτρεψε σε βάση από την οποία σχεδίαζε να κατακτήσει την υπόλοιπη χερσόνησο. Οι σχέσεις του με το Θεόδωρο ήταν συχνά τεταμένες. Ο Θεόδωρος πληγώθηκε ιδιαίτερα όταν ο Ιωάννης Η' κάλεσε τον Κωνσταντίνο να κυβερνήσει την Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της απουσίας του στην Ιταλία για τις συνόδους, καθώς αυτό υποδήλωνε ότι ο Ιωάννης σκόπευε να καταστήσει τον Κωνσταντίνο διάδοχό του. Οι ειρηνικές σχέσεις δεν αποκαταστάθηκαν παρά μόνο όταν ο Κωνσταντίνος αντάλλαξε τις θρακικές κτήσεις του και τις διεκδικήσεις του στη διαδοχή με το Μυστρά και το δεσποτάτο. Από τότε ο Κωνσταντίνος εγκαταστάθηκε ως δεσπότης στο Μυστρά, με το Θωμά ως δεσπότη στη Γλαρέντζα, στη δυτική ακτή, για να τον υποστηρίζει. Η κατάκτηση της Πελοποννήσου ολοκληρώθηκε το 1433, με εξαίρεση τις τέσσερις βενετικές πόλεις του Άργους, του Ναυπλίου, της Κορώνης και της Μεθώνης*. Τώρα ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να προσαρτήσει την Αττική και τη Βοιωτία. Το 1444, ενθαρρυμένος από τα νέα των επιτυχιών του Ουνυάδη στη Σερβία, βάδισε βόρεια της Κορίνθου, ενώ ο ικανότερος στρατηγός του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, πέρασε από την Πάτρα στη Φωκίδα. Σύντομα ολόκληρη η Ελλάδα μέχρι την οροσειρά της Πίνδου βρισκόταν υπό την εξουσία του, με εξαίρεση την Ακρόπολη της Αθήνας, στην οποία ο δούκας Νέριος Β' κατέφυγε έντρομος, ζητώντας βοήθεια από τους Τούρκους. Δυστυχώς οι Τούρκοι κατόρθωσαν να στείλουν βοήθεια σύντομα, καθώς ο σουλτάνος Μουράτ κέρδισε τη σπουδαία νίκη του στη Βάρνα, ενόσω ο Κωνσταντίνος προέλαυνε μέσα από τη Βοιωτία. Το 1446 ο ίδιος ο σουλτάνος οδήγησε ένα στρατό στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος αποσύρθηκε στο Εξαμίλιο, το οποίο είχε οχυρώσει. Αλλά ο Μουράτ είχε φέρει μαζί του βαρύ πυροβολικό**. Μετά από δεκαπέντε ημέρες συνεχούς βομβαρδισμού οι στρατιώτες του διέσπασαν το τείχος. Ο Κωνσταντίνος και ο Θωμάς μετά βίας πρόλαβαν να σωθούν. Τα στρατεύματά τους, ιδιαίτερα οι Αλβανοί μισθοφόροι τους, συμπεριφέρθηκαν με χαρακτηριστική έλλειψη πίστης και θάρρους. Ο σουλτάνος κατέστρεψε άλλη μία φορά το τείχος και βάδισε εναντίον της Πάτρας και της Γλαρέντζας, σφάζοντας τον πληθυσμό καθώς περνούσε. Στη συνέχεια αποσύρθηκε, αφού απέσπασε από τους δεσπότες νέες υποσχέσεις υποτέλειας και ενός ετήσιου φόρου .
Η ζημιά που προκλήθηκε στο δεσποτάτο και η απώλεια ζωών ήταν τεράστια. Ο Κωνσταντίνος δεν μπορούσε πια να αποτολμήσει ιμπεριαλιστικά σχέδια. Αντίθετα, προσπάθησε να προστατευθεί με ένα δίκτυο ξένων συμμαχιών. Το 1441 είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά. Σύζυγός του ήταν η Αικατερίνη, κόρη του Δορίνου Γατελούζου, ηγεμόνα της Λέσβου, από μια γενοβέζικη δυναστεία της οποίας ο ιδρυτής, ο Φραγκίσκος, είχε παντρευτεί την αδελφή του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε' και η οποία είχε εξελληνιστεί εντελώς. Αλλά η νύφη πέθανε άτεκνη το επόμενο έτος. Τώρα αναζητούσε νέα σύζυγο, με προίκα και χρήσιμες διασυνδέσεις. Έκανε μια προσφορά για το χέρι της Ισαβέλλας Ορσίνι, αδελφής του ηγεμόνα του Τάραντα. Οι πρεσβευτές του στη Νεάπολη έκαναν έρευνες για μια ινφάντα της Πορτογαλίας. Ένας Βενετός πρεσβευτής πρότεινε ότι ίσως ήταν διαθέσιμη μια κόρη του δόγη Φραγκίσκου Φόσκαρι. Αλλά καμία πριγκίπισσα δεν ήταν διατεθειμένη να έλθει και να μοιραστεί τον αβέβαιο θρόνο του. Ούτε ήταν δυνατή η σύναψη μιας σταθερής συμμαχίας με οποιαδήποτε Δυτική δύναμη. Στο μεταξύ ο πιστός του γραμματέας και φίλος, ο Γεώργιος Φραντζής, που ήταν καχύποπτος απέναντι στους Δυτικούς, έσπευσε βιαστικά στην Τραπεζούντα για να εξασφαλίσει για τον κύριό του το χέρι μιας από τις κόρες του Μεγάλου Κομνηνού. Ο πατέρας της ήταν πολιτικά αδύναμος, ήταν αλήθεια, αλλά εξακολουθούσε να είναι πλούσιος, με τα μεταλλεία αργύρου και το εμπόριο που πέρναγε μέσα από την πρωτεύουσά του. Η κόρη πιθανότατα θα έφερνε μια καλή προίκα, ενώ οι πριγκίπισσες της Τραπεζούντας φημίζονταν και για την ομορφιά τους. Η θεία της, η αυτοκράτειρα
του Ιωάννη Η', θεωρούνταν η πιο γοητευτική γυναίκα της εποχής της, αν και ο ντε λα Μπροκιέρ, που την είδε, ελεεινολογούσε την υπερβολική και άχρηστη, κατά τη γνώμη του, χρήση καλλυντικών. Αλλά ο Φραντζής απέτυχε στην αποστολή του . Ο Κωνσταντίνος έστειλε την ανιψιά του Ελένη, τη μεγαλύτερη κόρη του Θωμά, να παντρευτεί το γιο του Γεωργίου Μπράνκοβιτς, του δεσπότη της Σερβίας. Αλλά ακόμη και ο Γεώργιος ήταν πολύ συνετός για να προκαλέσει τους Τούρκους συνάπτοντας μια συμφωνία με τους δεσπότες του Μορέα .
Όταν ο Ιωάννης Η' πέθανε ο Κωνσταντίνος ήταν στο Μυστρά, αλλά ο Θωμάς ήταν καθ' οδόν για να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Η άφιξή του εκεί στις 13 Νοεμβρίου 1448, ακριβώς δύο εβδομάδες μετά το θάνατο του αυτοκράτορα, ήταν έγκαιρη, γιατί ο αδελφός τους ο Δημήτριος είχε σπεύσει από το φέουδό του στη Σηλυβρία και είχε ήδη διεκδικήσει το θρόνο. Ήλπιζε στη βοήθεια των εχθρών της ένωσης των Εκκλησιών. Αλλά κατά την απουσία ενός εστεμμένου αυτοκράτορα σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική την εξουσία ασκούσε η εστεμμένη αυτοκράτειρα. Η ηλικιωμένη βασιλομήτωρ Ελένη χρησιμοποίησε το κύρος της για να πιέσει για την ανακήρυξη του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα, του μεγαλύτερου εν ζωή γιου της. Η κοινή γνώμη ήταν με το μέρος της. Οι ελπίδες του Δημητρίου έσβησαν, και όταν εμφανίστηκε ο Θωμάς παραδέχθηκε την ήττα του και προσχώρησε στο στρατόπεδο εκείνων που αναγνώριζαν τον Κωνσταντίνο. Ο Φραντζής, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη όπου ένας από τους μικρούς γιους του είχε μόλις πεθάνει, στάλθηκε από την αυτοκράτειρα να ανακοινώσει την ανάρρηση του γιου της στο σουλτάνο Μουράτ, ο οποίος έδωσε ευγενικά την έγκρισή του. Δύο υψηλοί αξιωματούχοι, ο Αλέξιος Λάσκαρις Φιλανθρωπηνός και ο Μανουήλ Παλαιολόγος Ίαγρος, πήγαν στο Μυστρά με το αυτοκρατορικό στέμμα. Εκεί, στις 6 Ιανουαρίου 1449, ο Κωνσταντίνος στέφθηκε στη μητρόπολη από τον τοπικό μητροπολίτη . Επρόκειτο για την πρώτη στέψη σε χίλια χρόνια, εκτός από την περίοδο της Νικαίας, που δεν πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη και η πρώτη που δεν τελέστηκε από έναν πατριάρχη. Αν και δεν υπήρχε κανείς που θα αμφισβητούσε την εξουσία του Κωνσταντίνου, υπήρχε κάποια αμφιβολία σχετικά με τη νομιμότητα της τελετής. Θεωρήθηκε όμως απαραίτητο να του δοθεί η εξουσία το συντομότερο δυνατό, γιατί η οργάνωση μιας στέψης στην Κωνσταντινούπολη ίσως θα ήταν δύσκολη, καθώς ο ήδη πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε αποκηρυχθεί από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου του .
Ο Κωνσταντίνος έφθασε στην αυτοκρατορική πρωτεύουσα στις 12 Μαρτίου, έχοντας ταξιδέψει με τη συνοδεία του από το Μορέα με καταλανικές γαλέρες. Λίγες ημέρες αργότερα διόρισε τους αδελφούς του Δημήτριο και Θωμά από κοινού δεσπότες του Μορέα. Ο Δημήτριος θα κρατούσε το Μυστρά και το νοτιοανατολικό τμήμα της χερσονήσου, και ο Θωμάς το βορειοδυτικό μισό, με τη Γλαρέντζα και την Πάτρα. Σε μια σοβαρή τελετή την οποία παρακολούθησαν η βασιλομήτωρ και οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας οι δύο αδελφοί ορκίστηκαν πίστη στον αυτοκράτορα και παντοτινή φιλία μεταξύ τους. Αν και επρόκειτο να παραβούν συχνά τους όρκους φιλίας, η αναχώρησή τους άφησε τον Κωνσταντίνο κυρίαρχο της Κωνσταντινούπολης .
Ο αυτοκράτορας ήταν τώρα σχεδόν σαράντα πέντε ετών. Δεν διαθέτουμε πλήρη περιγραφή της εμφάνισής του. Φαίνεται ότι ήταν μάλλον ψηλός και λεπτός, με τα ισχυρά, κανονικά χαρακτηριστικά της οικογένειάς του και τη μελαμψή απόχρωσή της. Δεν είχε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα για πνευματικά ζητήματα, τη φιλοσοφία ή τη θεολογία, αν και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Πλήθωνα στο Μυστρά, και η τελευταία πράξη του προτού φύγει για την Κωνσταντινούπολη ήταν να επικυρώσει στους γιους του Πλήθωνα τα κτήματα που είχαν παραχωρηθεί στον πατέρα τους. Είχε αποδειχθεί καλός στρατιωτικός και ικανός κυβερνήτης. Πάνω απ' όλα διέθετε ακεραιότητα. Ποτέ δεν συμπεριφέρθηκε ανέντιμα. Στις σχέσεις του με τους δύσκολους αδελφούς του είχε επιδείξει γενναιοδωρία και υπομονή. Οι φίλοι και οι αξιωματούχοι του ήταν αφοσιωμένοι στο πρόσωπό του, ακόμη κι αν μερικές φορές διαφωνούσαν μαζί του. Επιπλέον διέθετε το χάρισμα να εμπνέει θαυμασμό και αγάπη σε όλους τους υπηκόους του. Η άφιξή του στην Κωνσταντινούπολη είχε γίνει δεκτή με πραγματική χαρά .
Ο Κωνσταντίνος χρειαζόταν αυτή την αγάπη σ' αυτή την πικραμένη και μελαγχολική πόλη στην οποία είχε πάει. Το μίσος για την επίσημη ένωση της Εκκλησίας με τη Ρώμη ήταν ασίγαστο. Ο Κωνσταντίνος θεωρούσε τον εαυτό του δεσμευμένο από τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο αδελφός του στη Φλωρεντία. Αλλά στην αρχή δεν πήρε δραστικά μέτρα. Αυτό φαίνεται ότι οφειλόταν στην επίδραση της μητέρας του, επειδή στηριζόταν πολύ σ' αυτήν. Ο θάνατός της, στις 23 Μαρτίου 1450, αποτελούσε μια οδυνηρή απώλεια γι' αυτόν. Προσπάθησε να περιβληθεί από υπουργούς απ' όλα τα κόμματα. Ο ανώτερος υπουργός, ο Μέγας Δουξ, αρχιναύαρχος του στόλου, ήταν ο Λουκάς Νοταράς, που ήταν αντίθετος στην ένωση, αλλά όχι φανατικός. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ένας στενός φίλος από την εποχή της Πελοποννήσου και θερμός υποστηρικτής της ένωσης, έγινε στρατοπεδάρχης. Ο Μέγας Λογοθέτης Μετοχίτης, και ο Πρωτοστράτωρ Δημήτριος Καντακουζηνός, φαίνεται ότι αμφέβαλλαν για την ορθότητα της ένωσης, αλλά ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν οποιαδήποτε πολιτική θα καθόριζε ο αυτοκράτορας. Ο γραμματέας του, ο Φραντζής, που φαίνεται ότι ήταν ο πιο έμπιστος σύμβουλός του, είχε την ίδια γνώμη . Ο πατριάρχης Γρηγόριος απογοητεύθηκε από την έλλειψη υποστήριξης που του έδειξε ο νέος αυτοκράτορας. Τον Αύγουστο του 1451 αποσύρθηκε στη Ρώμη όπου τον εκτιμούσαν περισσότερο και όπου διατύπωνε παράπονα εναντίον της χλιαρής αυτοκρατορικής διακυβέρνησης .
Ο Κωνσταντίνος εξακολουθούσε να αναζητά σύζυγο. Ενδεχομένως μετά από υπόδειξη της μητέρας του, προκειμένου να κατασιγάσει τα αντιλατινικά αισθήματα του λαού του, αποφάσισε να βρει κάποια από τον ορθόδοξο κόσμο. Το 1450 ο πιστός Φραντζής στάλθηκε και πάλι στην Ανατολή, στις Αυλές της Γεωργίας και της Τραπεζούντας. Θεωρούσε την πριγκίπισσα της Γεωργίας πολύ κατάλληλη, αλλά ξαφνιάστηκε όταν ο πατέρας της, ο βασιλιάς Γεώργιος, ανακοίνωσε ότι στη χώρα του συνηθιζόταν οι σύζυγοι να δίνουν προίκα στη γυναίκα τους, όχι οι γυναίκες στους συζύγους τους. Πάντως, συνέχισε η μεγαλειότητά του, δεν μπορεί κανείς να συνεκτιμήσει τις συνήθειες διαφορετικών φυλών. Σε τελευταία ανάλυση, τόνισε, στη Βρετανία μια γυναίκα συχνά έχει αρκετούς συζύγους, κι ένας άνδρας αρκετές γυναίκες. Υποσχέθηκε να φανεί γενναιόδωρος σ' αυτή την περίσταση, ενώ προσφέρθηκε ακόμη και να υιοθετήσει την κόρη του Φραντζή.
Ενόσω βρισκόταν στη Γεωργία ο Φραντζής έμαθε για το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ. Όταν έφθασε στην Τραπεζούντα και συζήτησε τα νέα με τον αυτοκράτορα Ιωάννη, του είπαν ότι η χριστιανή σύζυγος του σουλτάνου, η Μάρα της Σερβίας, που ήταν ανιψιά του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, είχε σταλεί πίσω στον πατέρα της, φορτωμένη με δώρα και τιμές. Ο Φραντζής είχε μια εξαιρετική ιδέα. Έγραψε αμέσως στον Κωνσταντίνο για να του πει
ότι αυτή ήταν η κατάλληλη νύφη γι' αυτόν. Η σουλτάνα ήταν ακόμη νέα, ήταν πλούσια, ήταν πολύ δημοφιλής στην τουρκική Αυλή και λέγεται ότι ασκούσε επιρροή στο θετό γιο της, το νέο σουλτάνο. Επισήμανε ότι δεν θα ήταν αναξιοπρεπές για τον αυτοκράτορα να παντρευτεί τη χήρα ενός άπιστου ηγεμόνα, καθώς η θετή προγιαγιά του Κωνσταντίνου, η δεύτερη σύζυγος του αυτοκράτορα Ιωάννη, είχε διατελέσει σύζυγος ενός Τουρκομάνου ηγεμόνα και μάλιστα του είχε κάνει ακόμη και παιδιά προτού παντρευτεί τον αυτοκράτορα*. Ο Φραντζής έσπευσε πίσω για να πιέσει υπέρ της πρότασής του. Ο αυτοκράτορας έδειξε ενδιαφέρον, αλλά παραπονέθηκε ότι όλοι οι υπουργοί του τού έδιναν αντίθετη συμβουλή. Η μητέρα του, που θα μπορούσε να είχε πάρει την απόφαση για λογαριασμό του ήταν νεκρή, και ο στενός φίλος του, ο Ιωάννης Καντακουζηνός, είχε μόλις πεθάνει. Πάντως το σχέδιο το κατέστρεψε η ίδια η σουλτάνα. Είχε ορκιστεί ότι εάν ποτέ ξέφευγε από το χαρέμι των απίστων θα αφιέρωνε την υπόλοιπη ζωή της σε αγαθοεργίες, σε καθεστώς αγαμίας. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος επέλεξε τη Γεωργιανή πριγκίπισσα. Στάλθηκε μια πρεσβεία στη Γεωργία για να ρυθμίσει το συμβόλαιο και να φέρει τη νύφη στην Κωνσταντινούπολη. Υπήρξαν όμως καθυστερήσεις και προτού μπορέσει να φύγει από την πατρίδα της έμαθε ότι ήταν πια πολύ αργά .
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας περίμενε ότι ο Φραντζής θα πανηγύριζε μαζί του την είδηση του θανάτου του σουλτάνου Μουράτ. Ο Φραντζής είχε αντίθετη άποψη. Ο Μουράτ, επισήμανε, ήταν κυρίως ένας φιλειρηνικός άνθρωπος ο οποίος δεν ήθελε πια την ένταση και τις προσπάθειες του πολέμου. Αλλά ο νέος σουλτάνος ήταν γνωστό ότι ήταν εχθρός των Χριστιανών από την παιδική του ηλικία. Οπωσδήποτε θα επιδίωκε να επιτεθεί και να καταστρέψει τις χριστιανικές αυτοκρατορίες, την Τραπεζούντα και την Κωνσταντινούπολη. Τους φόβους του Φραντζή συμμεριζόταν και ο ίδιος ο αυτοκρατορικός κύριός του. Οι αναφορές από τους κατασκόπους που διατηρούσαν οι Βυζαντινοί στην τουρκική Αυλή προειδοποιούσαν έντονα για τον κίνδυνο .
Οι προειδοποιήσεις ήταν δικαιολογημένες. Ο νέος σουλτάνος, ο Μωάμεθ Β', ήταν τώρα δεκαεννέα ετών. Είχε γεννηθεί στην Αδριανούπολη στις 30 Μαρτίου 1432. Η παιδική του ηλικία ήταν δυστυχισμένη. Η μητέρα του, η Χούμα Χατούν, ήταν μια σκλάβα, σχεδόν σίγουρα Τουρκάλα, αν και μεταγενέστεροι θρύλοι, τους οποίους δεν αποθάρρυνε εντελώς ο ίδιος ο Μωάμεθ, τη μεταμόρφωσαν σε μια αριστοκρατικής καταγωγής Φράγκισσα αρχόντισσα. Ο πατέρας του δεν του έδινε μεγάλη προσοχή, προτιμώντας τους γιους του από πιο αριστοκρατικές συζύγους. Πέρασε τα νεανικά του χρόνια ήσυχα στην Αδριανούπολη, με τη μητέρα και την παραμάνα του, μια τρομερή Τουρκάλα γνωστή ως Νταγιέ Χατούν. Αλλά ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Αχμέτ, πέθανε ξαφνικά στην Αμάσεια το 1437, ενώ και ο δεύτερος, ο Αλαεντίν, δολοφονήθηκε έξι χρόνια αργότερα στην ίδια πόλη. Ο Μωάμεθ απέμεινε σε ηλικία ένδεκα ετών διάδοχος του θρόνου και ο μόνος εν ζωή πρίγκιπας της οθωμανικής δυναστείας, εκτός από το σουλτάνο και ένα μακρινό εξάδελφο, εγγονό του σουλτάνου Σουλεϊμάν, τον Ορχάν, που ήταν εξόριστος στην Κωνσταντινούπολη. Ο Μουράτ κάλεσε το παιδί στην Αυλή και σοκαρίστηκε όταν διαπίστωσε πόσο είχε παραμεληθεί η αγωγή του. Επιστρατεύθηκε ένας στρατός από δασκάλους για να τον διδάξουν, με επικεφαλής ένα διαπρεπή Κούρδο καθηγητή, τον Αχμέτ Κουράνι. Έκαναν τη δουλειά τους τέλεια. Ο Μωάμεθ εκπαιδεύτηκε καλά στις επιστήμες και στη φιλοσοφία και μελέτησε καλά την ισλαμική και την ελληνική γραμματεία. Εκτός από τη μητρική του Τουρκική έμαθε με ευχέρεια τα Ελληνικά, τα Αραβικά, τα Λατινικά, τα Περσικά και τα Εβραϊκά. Σύντομα ο πατέρας του άρχισε να τον μυεί στην τέχνη της διακυβέρνησης .
Ο Μωάμεθ ήταν δώδεκα ετών όταν ο Μουράτ, αφού υπέγραψε την ανακωχή με το βασιλιά Λαδίσλαο, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον ενεργό βίο, αφήνοντας την ευθύνη της αυτοκρατορίας στο γιο του. Πρώτα ήταν απαραίτητη η καταστολή ταραχών στην Ανατολία. Ο Μουράτ ήταν ακόμη απασχολημένος εκεί, όταν έφθασαν τα νέα για τη χριστιανική προέλαση στη Βάρνα. Ο βεζίρης, ο Χαλήλ πασάς, τον κάλεσε βιαστικά πίσω στην Ευρώπη, με ακόμη μεγαλύτερη ανυπομονησία καθώς ανησυχούσε από τη διαγωγή του νεαρού Μωάμεθ. Ο Μουράτ είχε την πρόθεση ο γιος του να τεθεί υπό την κηδεμονία του Χαλήλ, παλιού και έμπιστου φίλου του. Αλλά ο νεαρός έδειξε αμέσως αποφασισμένος να ακολουθήσει το δικό του δρόμο. Ο Μουράτ δεν είχε προλάβει να φύγει για την Ανατολία όταν προέκυψε μια κρίση σχετικά με έναν αιρετικό Πέρση δερβίση που ήταν φίλος του Μωάμεθ, αλλά τον οποίο ο Χαλήλ, γιος και εγγονός βεζίρηδων και Μωαμεθανός της παλιάς σχολής, κατέκρινε έντονα. Ο Μωάμεθ υποχρεώθηκε να παραδώσει τον αιρετικό στο μεγάλο μουφτή, Φαχρεντίν, ο οποίος υποκίνησε τον όχλο να κάψει τον ταλαίπωρο. Ο μουφτής είχε τόση αγωνία να διαπιστώσει εάν η φωτιά τροφοδοτούνταν σωστά, ώστε πλησίασε πολύ κοντά και καψάλισε τα γένια του .
Παρά ταύτα μετά την επιστροφή του Μουράτ από τη νίκη του στη Βάρνα η αποφασιστικότητά του να παραιτηθεί δεν μειώθηκε, και ο Μωάμεθ απέμεινε ηγέτης της αυτοκρατορίας υπό την καθοδήγηση του Χαλήλ. Για μία ακόμη φορά το πείραμα ήταν καταστροφικό. Υπήρχαν πόλεμοι στο αλβανικό και στο ελληνικό μέτωπο. Ο Μωάμεθ εξοργίστηκε με τους κηδεμόνες του όταν απέρριψαν ένα μη πρακτικό σχέδιό του για επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι αλαζονικοί τρόποι του και η αδυναμία να τον προσεγγίσουν προσέβαλε τόσο τους αυλικούς όσο και τον πλήθος. Τη μεγαλύτερη όμως δυσαρέσκεια την έδειξε ο στρατός. Προκειμένου να αποφευχθεί μια ανοικτή στρατιωτική εξέγερση ο Χαλήλ έπεισε το Μουράτ να επιστρέψει στην Αδριανούπολη και να αναλάβει τη διακυβέρνηση. Η άφιξή του εκεί το φθινόπωρο του 1446 έγινε δεκτή με γενική αγαλλίαση. Ο Μωάμεθ στάλθηκε στη Μαγνησία, το χώρο όπου ο πατέρας του είχε διακόψει την απόσυρσή του .
Είναι πιθανό ότι ο Μουράτ σκεφτόταν να αποκληρώσει το Μωάμεθ, γιατί είχε μια σύζυγο με υψηλή καταγωγή, την κόρη του Ιμπραήμ, εμίρη του Τσαντάρογλου, από μια οικογένεια που συνδεόταν ήδη με την οθωμανική δυναστεία, και σύντομα επρόκειτο να του χαρίσει ένα γιο . Αλλά το σκέφτηκε καλύτερα. Μετά από δύο χρόνια στην εξορία ο Μωάμεθ κλήθηκε πίσω προκειμένου να συμμετάσχει στην εκστρατεία εναντίον του Ουνυάδη που κατέληξε στη νίκη στο Κοσσυφοπέδιο. Νωρίτερα εκείνο το χρόνο μια σκλάβα, η Γκιουλμπαχάρ, κόρη του Αμπντουλλάχ, πιθανόν ενός Αλβανού εξωμότη στο Ισλάμ, του γέννησε ένα γιο, το Βαγιαζήτ . Ο Μουράτ δεν ενέκρινε αυτό το σύνδεσμο. Το 1450 διέταξε το Μωάμεθ να παντρευτεί την κόρη ενός πλούσιου Τουρκομάνου ηγεμόνα, του Σουλεϊμάν Ζουλκάντρογλου, άρχοντα της Μελιτινής. Ο γάμος γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια. Αλλά ο Μωάμεθ ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για τη Σιττ Χατούν, αυτή τη νύφη που του είχαν επιβάλει και η οποία κατέληξε να περάσει τις υπόλοιπες ημέρες της παραμελημένη και άτεκνη στο χαρέμι του παλατιού στην Αδριανούπολη .
Κατά το υπόλοιπο διάστημα της βασιλείας του ο Μουράτ μεταχειρίστηκε το Μωάμεθ με μεγαλύτερη φιλικότητα. Αραιά και που εμφανιζόταν στην Αυλή και συνόδευσε το σουλτάνο σε μία ή δύο εκστρατείες. Συχνά όμως βρισκόταν πίσω στο παλάτι του στη Μαγνησία. Εκεί βρισκόταν όταν πέθανε η μητέρα του, τον Αύγουστο του 1450, και φρόντισε να ταφεί με τιμές στην Προύσα, με μια επιγραφή η οποία ελάχιστα αναφέρει το Μουράτ. Εκεί βρισκόταν πάλι όταν ο ίδιος ο Μουράτ πέθανε σε μια κρίση αποπληξίας στην Αδριανούπολη, στις 2 Φεβρουαρίου 1451 .
Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι ο Μωάμεθ ήταν ο διάδοχος του θρόνου. Μια σφραγισμένη επιστολή που του έστειλε ο Χαλήλ πασάς τον έφερε εσπευσμένα από τη Μαγνησία. Όταν διέσχισε τα Δαρδανέλλια γνώριζε ότι η διαδοχή του δεν επρόκειτο να αμφισβητηθεί. Έτσι σταμάτησε για δύο ημέρες στην Καλλίπολη, ενόσω κανόνιζαν γι' αυτόν την αρμόζουσα υποδοχή στην Αδριανούπολη. Έφθασε εκεί στις 18 Φεβρουαρίου. Ο μεγάλος βεζίρης και όλοι οι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του κράτους βγήκαν έφιπποι έξω από την πόλη για να τον υποδεχθούν. Σε απόσταση μιας λεύγας από τις πύλες αφίππευσαν προκειμένου να περπατήσουν πίσω στην πόλη σε πομπή, μπροστά από το άλογό του. Φθάνοντας στο παλάτι ο Μωάμεθ προσέφερε μια δεξίωση. Οι υπουργοί του πατέρα του στέκονταν νευρικοί στο βάθος, μέχρις ότου είπε στον Σεχαμπεντίν, τον αρχιευνούχο, να τους καλέσει να καταλάβουν τις συνηθισμένες θέσεις τους. Στη συνέχεια επικύρωσε το μεγάλο βεζίρη στο αξίωμά του. Ο δεύτερος βεζίρης, ο Ισάκ πασάς, που ήταν στενότερος φίλος του Μουράτ, διορίστηκε κυβερνήτης της Ανατολίας, μια θέση με μεγάλο κύρος και σημασία, αλλά η οποία θα τον απομάκρυνε από το σύμμαχό του το Χαλήλ. Ο Σαρουτζά πασάς και ο Ζαγανός πασάς, και οι δύο αφοσιωμένοι στο Μουράτ αλλά λιγότερο φίλοι με το Χαλήλ, διορίστηκαν βοηθοί βεζίρηδες, μαζί με το Σεχαμπεντίν. Λίγο αργότερα η χήρα του πατέρα του, η κόρη του Ιμπραήμ μπέη, ήλθε να δώσει τα συλλυπητήριά της για το θάνατο του Μουράτ και τα συγχαρητήριά της για την άνοδο του Μωάμεθ. Ενόσω εκείνος την υποδεχόταν ευγενικά οι υπηρέτες του έσπευσαν στο χαρέμι για να πνίξουν το μικρό γιο της Αχμέτ στο μπάνιο του. Η απορφανισμένη μητέρα διατάχθηκε τελικά να παντρευτεί τον Ισάκ πασά και αποσύρθηκε μαζί του στην Ανατολία. Όπως επρόκειτο να πληροφορηθεί ο Φραντζής στην Τραπεζούντα, η χριστιανή χήρα του Μουράτ, η Μάρα της Σερβίας, στάλθηκε πίσω στον πατέρα της με όλες τις τιμές .
Αφού εγκατέστησε την κυβέρνησή του και τακτοποίησε το παλάτι του ο νεαρός σουλτάνος κάθισε να σχεδιάσει την πολιτική του. Ο έξω κόσμος τον γνώριζε μόνο ως έναν άπειρο νεαρό του οποίου η πρώιμη σταδιοδρομία ήταν αξιοθρήνητη. Όσοι όμως τον είδαν τώρα εντυπωσιάστηκαν από αυτόν. Ήταν όμορφος, με μεσαίο ανάστημα, αλλά γεροδεμένος. Στο πρόσωπό του κυριαρχούσαν τα δύο διαπεραστικά μάτια, κάτω από τοξωτά φρύδια, και μια λεπτή γαμψή μύτη που καμπύλωνε επάνω από ένα στόμα με γεμάτα κόκκινα χείλη. Σε μεγαλύτερη ηλικία τα χαρακτηριστικά του θύμιζαν στους ανθρώπους έναν παπαγάλο που ήταν έτοιμος να φάει ώριμα κεράσια. Οι τρόποι του ήταν αξιοπρεπείς και μάλλον απόμακροι, εκτός όταν είχε παραπιεί, γιατί και αυτός μοιραζόταν την ανίερη αγάπη της οικογένειάς του για το οινόπνευμα. Πάντα όμως ήταν ευγενικός, ακόμη και εγκάρδιος, προς όποιον σεβόταν για τη λογιοσύνη του, και του άρεσε η συντροφιά των καλλιτεχνών. Ήταν διαβόητος για τη μυστικοπάθειά του. Τα δυσάρεστα γεγονότα της παιδικής του ηλικίας τον είχαν διδάξει να μην εμπιστεύεται κανέναν. Ήταν αδύνατο να πει κανείς τι σκεφτόταν. Ποτέ δεν έκανε τον εαυτό του αγαπητό και δεν είχε καμία επιθυμία να είναι δημοφιλής. Αλλά η ευφυία του, η ενεργητικότητά του και η αποφασιστικότητά του επέβαλλαν το σεβασμό. Κανείς απ' όσους τον ήξεραν δεν τολμούσε να ελπίζει ότι αυτός ο τρομερός νέος θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να παρεκκλίνει από τους στόχους που είχε αναλάβει ο ίδιος να εκτελέσει. Από αυτούς ο πρώτος και ο μεγαλύτερος ήταν η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας δεν ήταν ο μόνος που αναστέναξε με ανακούφιση όταν έμαθε για το θάνατο του σουλτάνου Μουράτ. Στη Δύση αισθάνθηκαν μια παρόμοια χαρούμενη αισιοδοξία. Πρεσβευτές που είχαν σταλεί πρόσφατα στην Αυλή του Μουράτ είχαν αναφέρει το φιάσκο της προηγούμενης κατάληψης του θρόνου από το Μωάμεθ. Ο ανίκανος νεαρός ήταν απίθανο, όπως νόμιζαν, να αποδειχθεί απειλή για τη χριστιανοσύνη. Η ψευδαίσθηση επιβεβαιώθηκε από τη φιλική προθυμία του σουλτάνου να επιβεβαιώσει τις συνθήκες που είχε κάνει ο πατέρας του. Στα τέλη του καλοκαιριού του 1451, όταν τα νέα της ανόδου του στο θρόνο είχαν διαδοθεί σε όλη την Ευρώπη, έφθασε στην Αδριανούπολη μια ομάδα από πρεσβείες. Στις 10 Σεπτεμβρίου ο Μωάμεθ δέχθηκε μια βενετική αποστολή και ανανέωσε επίσημα τη συνθήκη ειρήνης την οποία είχε υπογράψει ο πατέρας του με τη Δημοκρατία πέντε χρόνια νωρίτερα. Μετά από δέκα ημέρες υπέγραψε ένα σύμφωνο με τους αντιπροσώπους του Ιωάννη Ουνυάδη, το οποίο προέβλεπε ανακωχή διάρκειας τριών ετών. Η πρεσβεία της Ραγούζας έγινε δεκτή με ειδική εύνοια επειδή έφερνε μια προσφορά αύξησης του φόρου υποτελείας που πλήρωνε η πόλη κάθε χρόνο στο σουλτάνο κατά πεντακόσια χρυσά νομίσματα. Στους απεσταλμένους του Μεγάλου Μαγίστρου των ιπποτών της Ρόδου, του ηγεμόνα της Βλαχίας, όπως και του κυρίου της Λέσβου και της κυβέρνησης της Χίου, που ήλθαν όλοι φορτωμένοι με όμορφα δώρα, δόθηκαν διαβεβαιώσεις καλής θέλησης. Ο Σέρβος δεσπότης όχι μόνο πήρε πίσω την κόρη του, αλλά και του επιτράπηκε να ανακαταλάβει μερικές πόλεις στα βορειότερα σημεία της κοιλάδας του Στρυμόνα. Ακόμη και οι πρεσβευτές του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, που είχαν φθάσει πρώτοι και οι οποίοι είχαν έλθει με κάποιο φόβο, καθώς ήταν καλύτερα πληροφορημένοι για το χαρακτήρα του σουλτάνου, αναθάρρησαν από την υποδοχή που τους επιφυλάχθηκε. Ο σουλτάνος όχι μόνο ορκίστηκε ενώπιόν τους στο Κοράνι ότι θα σεβόταν την ακεραιότητα της Βυζαντινής επικράτειας, αλλά και υποσχέθηκε να καταβάλει στον αυτοκράτορα το ετήσιο ποσό των τριών χιλιάδων άσπρων από τις προσόδους μερικών ελληνικών πόλεων στα νοτιότερα σημεία της κοιλάδας του Στρυμόνα. Από νομικής πλευράς οι πόλεις ανήκαν στον Οθωμανό πρίγκιπα Ορχάν, και τα χρήματα προορίζονταν για τη συντήρησή του για όσο διάστημα διαρκούσε η τιμητική κράτησή του στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμη και η μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους, η οποία είχε φρόνιμα αναγνωρίσει την οθωμανική επικυριαρχία μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης από το Μουράτ, έλαβε διαβεβαιώσεις ότι δεν θα υπήρχαν παρεμβάσεις στην αυτονομία της .
Φάνηκε ότι ο νέος σουλτάνος βρισκόταν υπό την επιρροή του παλιού υπουργού του Μουράτ, του Χαλήλ, που ήταν γνωστό ότι συμμεριζόταν τη διάθεση του κυρίου του για ειρήνη. Οι Βυζαντινοί διπλωμάτες είχαν καλλιεργήσει προσεκτικά τη φιλία με το Χαλήλ. Ήταν ευχάριστο να βλέπουν τις προσπάθειές τους να ανταμείβονται. Αλλά πιο έξυπνοι παρατηρητές θα μπορούσαν να καταλάβουν ότι οι φιλειρηνικές χειρονομίες του Μωάμεθ δεν ήταν ειλικρινείς. Τον εξυπηρετούσε να έχει ειρήνη γύρω από τα σύνορά του ενόσω σχεδίαζε τη μεγάλη εκστρατεία του. Η επιρροή του Χαλήλ δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο νόμιζαν οι Χριστιανοί. Στην πραγματικότητα ο Μωάμεθ ποτέ δεν τον είχε συγχωρήσει για το ρόλο που είχε παίξει το 1446. Ο σύμμαχός του, ο Ισάκ πασάς, ήταν μακριά στην Ανατολία. Ο Ζαγανός πασάς, τώρα δεύτερος βεζίρης, διατηρούσε ψυχρές σχέσεις μ' αυτόν για μερικά χρόνια και ήταν στενός φίλος του Σεχαμπεντίν, του ευνούχου που ήταν έμπιστος του Μωάμεθ και συνήγορος του πολέμου .
Η εσωτερική όμως πολιτική κατάσταση της Οθωμανικής αυλής ήταν άγνωστη στον ευρωπαϊκό κόσμο. Η δυτική χριστιανοσύνη ενθουσιάστηκε μαθαίνοντας από τη Βενετία και τη Βουδαπέστη για τη φιλικότητα του σουλτάνου. Μετά τις ταπεινώσεις στη Νικόπολη και στη Βάρνα κανείς Δυτικός ηγεμόνας δεν ανυπομονούσε να πάει πάλι να πολεμήσει τους Τούρκους. Ήταν πολύ πιο ευχάριστο να πιστεύουν ότι δεν υπήρχε ανάγκη γι' αυτό. Πραγματικά, κανείς τους δεν ήταν σε θέση να αναλάβει δράση, όλοι τους είχαν περισπασμούς στις χώρες τους. Στην κεντρική Ευρώπη ο Φρειδερίκος Γ' των Αψβούργων ήταν υπερβολικά απασχολημένος με το διακανονισμό της αυτοκρατορικής του στέψης στη Ρώμη, η οποία επρόκειτο να πραγματοποιηθεί το 1452 και για χάρη της οποίας είχε πουλήσει τις ελευθερίες της γερμανικής Εκκλησίας δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα. Επιπλέον έπρεπε να φέρει σε πέρας τις διεκδικήσεις του στους θρόνους της Βοημίας και της Ουγγαρίας, και έτσι ποτέ δεν θα ονειρευόταν μια συνεργασία με τον Ιωάννη Ουνυάδη, αντιβασιλέα για λογαριασμό του ανταγωνιστή του, του μικρού Λαδίσλαου Ε'. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Ζ' είχε αρκετά να κάνει στην προσπάθειά του να αναμορφώσει τη χώρα του μετά τις δοκιμασίες του Εκατονταετούς πολέμου. Επιπλέον είχε έναν επικίνδυνα ισχυρό υποτελή, τον εξάδελφό του Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας, οι χώρες και ο πλούτος του οποίου ξεπερνούσαν κατά πολύ τις δικές του. Ο Φίλιππος φανταζόταν τον εαυτό του σταυροφόρο, αλλά ακόμη κι αν μπορούσε να διακινδυνεύσει να απουσιάσει ο ίδιος από το δουκάτο του, θυμόταν πάρα πολύ καλά τη θλιβερή ιστορία της αιχμαλωσίας του πατέρα του, Ιωάννη, που είχε συλληφθεί αιχμάλωτος από τους Τούρκους στη Νικόπολη. Η Αγγλία, εξασθενημένη από τις καταστροφές των πολέμων στη Γαλλία και υπό τη διακυβέρνηση ενός άγιου αλλά μισο-ηλίθιου βασιλιά, ήταν απίθανο ότι θα διέθετε στρατιώτες για περιπέτειες στο εξωτερικό. Καμία βοήθεια, ούτε καν ενδιαφέρον, δεν ήταν δυνατό να αναμένεται από μακρινούς μονάρχες, όπως τους Σκανδιναβούς βασιλιάδες ή το βασιλιά της Σκοτίας, ενώ οι βασιλιάδες της Καστίλης και της Πορτογαλίας είχαν να πολεμήσουν άπιστους εχθρούς πιο κοντά στην χώρα τους. Ο μόνος μονάρχης που έδινε προσοχή στην Ανατολή ήταν ο Αλφόνσος Ε' της Αραγωνίας, ο οποίος το 1443 είχε καταλάβει το θρόνο της Νεάπολης. Διακήρυσσε ότι ήταν πρόθυμος να ηγηθεί μιας εκστρατείας στην Ανατολή. Καθώς όμως η φιλοδοξία την οποία είχε εκφράσει ανοικτά ήταν να γίνει ο ίδιος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης, οι προσφορές του για βοήθεια ήταν ύποπτες και δύσκολα εφαρμόσιμες .
Ακόμη και στην παπική Αυλή υπήρχε μια ελπιδοφόρα πεποίθηση ότι ο νέος σουλτάνος ήταν αμελητέος. Εκεί όμως οι Έλληνες πρόσφυγες πίεζαν για δράση, προτού αποκτήσει εμπειρία στη διακυβέρνηση. Εκπρόσωπός τους ήταν ένας Ιταλός, ο Φραγκίσκος Φίλελφος από το Τολεντίνο, που είχε παντρευτεί την κόρη του Έλληνα καθηγητή Ιωάννη Χρυσολωρά και του οποίου η πεθερά ζούσε στην Κωνσταντινούπολη. Έγραψε μια παθιασμένη έκκληση στο βασιλιά της Γαλλίας Κάρολο, επιλέγοντας αυτόν επειδή στο παρελθόν η Γαλλία είχε αναλάβει ηγετικό ρόλο στις Σταυροφορίες. Παρακίνησε το βασιλιά να οργανώσει γρήγορα ένα στρατό και να σπεύσει να τον στείλει στην Ανατολή. Ισχυριζόταν ότι οι Τούρκοι δεν θα ήταν σε θέση να προβάλουν οποιαδήποτε αντίσταση. Αλλά ο βασιλιάς Κάρολος δεν έστειλε απάντηση . Ο πάπας, ο Νικόλαος Ε', ο οποίος το 1447 είχε διαδεχθεί τον Ευγένιο Δ', ήταν ένας άνθρωπος των γραμμάτων και της ειρήνης του οποίου το ευγενέστερο επίτευγμα ήταν η ίδρυση της βιβλιοθήκης του Βατικανού. Η φιλία του με το Βησσαρίωνα, τη μόρφωση του οποίου θαύμαζε πολύ, τον έκανε να συμπαθεί την υπόθεση των Ελλήνων. Δεν ήξερε όμως σε ποιον ηγεμόνα να στραφεί για υποστήριξη, ούτε άλλωστε ήταν πρόθυμος να στείλει βοήθεια σε μια πόλη που εξακολουθούσε να αρνείται την εφαρμογή της ένωσης που είχε υπογράψει ο αυτοκράτοράς της στη Φλωρεντία για λογαριασμό της .
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος είχε πλήρη επίγνωση αυτής της δυσκολίας. Το καλοκαίρι του 1451 έστειλε έναν πρεσβευτή στη Δύση, τον Ανδρόνικο Βρυέννιο Λεοντάρη, ο οποίος επισκέφθηκε πρώτα τη Βενετία, για να διευθετήσει μια άδεια για τον αυτοκράτορα να στρατολογήσει τοξότες στην Κρήτη για το στρατό του. Στη συνέχεια πήγε στη Ρώμη με ένα φιλικό μήνυμα του Κωνσταντίνου προς τον πάπα και με μια επιστολή με παραλήπτη τον πάπα η οποία είχε γραφεί από μια επιτροπή ανθενωτικών. Αποκαλούσαν τους εαυτούς τους σύναξη, καθώς ο όρος σύνοδος δεν μπορούσε να έχει νομική εφαρμογή προκειμένου για ένα σώμα που ενεργούσε χωρίς τον πατριάρχη. Ο αυτοκράτορας είχε ασκήσει πιέσεις επάνω τους να στείλουν αυτή την έκκληση, προφανώς μετά από συμβουλή του Λουκά Νοταρά. Η σύναξη πρότεινε τη σύγκληση μιας νέας συνόδου, αυτή τη φορά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία θα έπρεπε να είναι καθαρά οικουμενική, με πλήρη αντιπροσώπευση των ανατολικών πατριαρχών και με τη ρωμαϊκή αντιπροσωπεία αριθμητικά μειωμένη. Την είχαν υπογράψει πολλοί ανθενωτικοί, αν και ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος αρνήθηκε να προσυπογράψει, πιστεύοντας ότι κανένα καλό δεν επρόκειτο να προέλθει από αυτήν. Είχε δίκιο. Ο πάπας δεν ήταν προετοιμασμένος να παραμερίσει τη σύνοδο της Φλωρεντίας, ούτε να παραβλέψει τα παράπονα των αντιφρονούντων. Ήταν ιδιαίτερα ατυχές το ότι εκείνη τη χρονική συγκυρία, ενδεχομένως ενόσω ο Βρυέννιος βρισκόταν ακόμη στη Ρώμη, έφθασε αυτοεξόριστος από την Κωνσταντινούπολη ο πατριάρχης Γρηγόριος Μάμμας. Τα παράπονά του δεν προδιέθεσαν το Νικόλαο να είναι διαλλακτικός. Καμία απάντηση δεν στάλθηκε στη σύναξη, αλλά ο αυτοκράτορας ενημερώθηκε ότι, αν και η λεπτότητα της θέσης του ήταν αντιληπτή στη Ρώμη, σαφώς υπερέβαλλε τις δυσκολίες της επιβολής της ένωσης. Ήταν απαραίτητη αποφασιστική δράση. Ο πατριάρχης έπρεπε να ανακληθεί και να αποκατασταθεί. Οι Έλληνες που αρνούνταν να κατανοήσουν το διάταγμα της ένωσης έπρεπε να σταλούν στη Ρώμη για επανεκπαίδευση. Η κρίσιμη πρόταση του πάπα έλεγε: «Εάν εσείς, με τους ευγενείς και το λαό της Κωνσταντινούπολης, αποδεχθείτε το διάταγμα της ένωσης, θα βρείτε Εμάς και τους σεβαστούς αδελφούς Μας, τους καρδιναλίους της αγίας ρωμαϊκής Εκκλησίας, πάντοτε πρόθυμους να υποστηρίξουν την τιμή και την αυτοκρατορία σας. Αλλά εάν εσείς και ο λαός σας αρνηθείτε να αποδεχθείτε το διάταγμα, θα Μας αναγκάσετε να λάβουμε όποια μέτρα είναι απαραίτητα για τη σωτηρία σας και την τιμή Μας» .
Ένα τέτοιο τελεσίγραφο δεν φαινόταν ότι θα διευκόλυνε το έργο του αυτοκράτορα. Αντίθετα, ενίσχυε τον έλεγχο της αντιπολίτευσης από το Γεννάδιο. Λίγους μήνες αργότερα έφθασε στην Κωνσταντινούπολη ένας απεσταλμένος από την ουσσιτική Εκκλησία της Πράγας, ένας άνδρας που ονομαζόταν Κωνσταντίνος Πλάτρης και αποκαλούνταν «ο Άγγλος», ίσως επειδή ήταν γιος ενός Λολλάρδου πρόσφυγα από την Αγγλία. Εν μέσω του λαϊκού ενθουσιασμού έκανε μια δημόσια διακήρυξη πίστης και στάλθηκε πίσω στην Πράγα με μια επιστολή η οποία έκανε σφοδρή επίθεση στις παπικές αξιώσεις, την οποία υπέγραφαν ηγετικά μέλη της σύναξης, συμπεριλαμβανομένου του Γενναδίου. Η πικρία στην πόλη αυξήθηκε ακριβώς την ώρα που οι χαρούμενες ψευδαισθήσεις για την ανικανότητα του Μωάμεθ έπρεπε τελικά να διαλυθούν .
Την ευθύνη για τη χειροτέρευση των σχέσεων μεταξύ της αυτοκρατορίας και των Τούρκων έφερε ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Το φθινόπωρο του 1451 ο εμίρης της Καραμανίας, ο Ιμπραήμ μπέης, πιστεύοντας, όπως οι ηγεμόνες της Δύσης, στην ανικανότητα του νέου σουλτάνου, οργάνωσε μια συντονισμένη εξέγερση εναντίον του των εμιράτων του Αϊδινίου και του Γκερμιγιάν, που είχαν υποταγεί πρόσφατα, όπως και του εμιράτου του Μεντεσέ. Νεαροί πρίγκιπες κάθε δυναστείας στάλθηκαν να διεκδικήσουν τους οικογενειακούς τους θρόνους, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ εισέβαλε στην οθωμανική επικράτεια. Ο τοπικός Οθωμανός κυβερνήτης, ο Ισά μπέης, ήταν τεμπέλης και αναποτελεσματικός, και ο Ισάκ, ως κυβερνήτης της Ανατολίας, ικέτευσε το σουλτάνο να έλθει να συντρίψει την ανταρσία ο ίδιος. Η έγκαιρη άφιξή του στην Ασία είχε αποτέλεσμα. Η αντίσταση κατέρρευσε. Ο Ιμπραήμ μπέης σύντομα έστειλε πρέσβεις ζητώντας συγχώρεση, ενώ ο Ισάκ επικεφαλής ενός αποσπάσματος κατέλαβε τα εδάφη του Μεντεσέ. Ενώ όμως ο σουλτάνος επέστρεφε στην Ευρώπη αντιμετώπισε αναστάτωση στα γενιτσαρικά του συντάγματα, που απαίτησαν μεγαλύτερη αμοιβή. Ο Μωάμεθ ενέδωσε σε μερικά από τα αιτήματά τους, αλλά καθαίρεσε το διοικητή τους και ενσωμάτωσε στα συντάγματα μεγάλους αριθμούς φυλάκων σκύλων και ιερακοτρόφων από το τμήμα του αρχηγού των κυνηγών, στην πίστη των οποίων μπορούσε να βασίζεται .
Ενθαρρυμένος, όπως φαίνεται, από τις δυσκολίες του σουλτάνου, ο Κωνσταντίνος τού έστειλε απεσταλμένους για να διαμαρτυρηθεί ότι τα χρήματα που είχε υποσχεθεί για τη συντήρηση του πρίγκιπα Ορχάν δεν είχαν καταβληθεί ακόμη, και να υπονοήσει ότι θα ήταν καλό να θυμάται ότι στη βυζαντινή Αυλή υπήρχε ένας Οθωμανός διεκδικητής. Όταν η πρεσβεία έφθασε στο σουλτάνο, πιθανόν στην Προύσα, ο Χαλήλ πασάς βρέθηκε σε αμηχανία και θύμωσε. Ήξερε αρκετά καλά πλέον τον κύριό του για να καταλάβει ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις του σε μια τέτοια αυθάδεια. Όλη η πολιτική ειρήνης την οποία είχε υποστηρίξει θα ετίθετο σε κίνδυνο και η προσωπική του θέση θα έχανε τα ερείσματά της. Έχασε δημόσια την ψυχραιμία του με τους πρέσβεις. Ο Μωάμεθ πάντως αρκέστηκε να απαντήσει ψυχρά ότι θα εξέταζε το ζήτημα όταν θα επέστρεφε στην Αδριανούπολη . Δεν θα πρέπει να στεναχωρήθηκε για την αυθάδη και ατελέσφορη απαίτηση, αφού θα τον διευκόλυνε να δικαιολογήσει την παράβαση του όρκου του να μην εισβάλει στη βυζαντινή επικράτεια. Σκόπευε να επιστρέψει στην Ευρώπη από το συνηθισμένο δρόμο που ακολουθούσαν οι Τούρκοι, διασχίζοντας τα Δαρδανέλλια. Ακουσε όμως ότι μια ιταλική ναυτική μοίρα περιπολούσε κατά μήκος των Στενών. Έτσι προχώρησε μέχρι το Βόσπορο και πέρασε ο ίδιος και ο στρατός του από το κάστρο του Βαγιαζήτ, στο Αναντολού Χισάρ. Τα εδάφη στην ευρωπαϊκή ακτή εξακολουθούσαν να είναι επίσημα βυζαντινά, αλλά ο Μωάμεθ απαξίωσε να ζητήσει την άδεια του αυτοκράτορα να αποβιβαστεί εκεί. Αντίθετα, το οξύ βλέμμα του είδε πόσο χρήσιμη θα ήταν η κατασκευή ενός φρουρίου σ' εκείνο το σημείο, επάνω από το στενό και απέναντι από το Αναντολού Χισάρ.
Μόλις επέστρεψε στην Αδριανούπολη ο Μωάμεθ διέταξε την αποπομπή των Ελλήνων από τις πόλεις των νοτιότερων σημείων της κοιλάδας του Στρυμόνα και την κατάσχεση όλων των προσόδων. Έπειτα, το χειμώνα του 1451 έστειλε διαταγές σε όλες τις κτήσεις του να συγκεντρώσουν χίλιους έμπειρους οικοδόμους και αντίστοιχο αριθμό ανειδίκευτων εργατών οι οποίοι θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στις αρχές της επόμενης άνοιξης στο σημείο που είχε επιλέξει, στο στενότερο σημείο του Βοσπόρου, ακριβώς μετά το χωριό που τότε ονομαζόταν Ασωμάτων και σήμερα Μπεμπέκ, όπου μια ράχη προεξέχει προς το στενό. Ο χειμώνας δεν είχε καλά-καλά περάσει όταν οι τοπογράφοι του εξέτασαν το έδαφος και οι εργάτες του άρχισαν να γκρεμίζουν τις κοντινές εκκλησίες και τα μοναστήρια, συγκεντρώνοντας τα οικοδομικά υλικά που θα μπορούσαν να ξαναχρησιμοποιηθούν .
Οι διαταγές του προκάλεσαν ταραχή στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν σαφές ότι αυτό ήταν η πρώτη κίνηση προς την πολιορκία της πόλης. Ο αυτοκράτορας έσπευσε να στείλει πρεσβευτές στο σουλτάνο για να τονίσουν ότι παρέβαινε μια σοβαρή συνθήκη και να του θυμίσουν ότι ο σουλτάνος Βαγιαζήτ είχε ζητήσει την άδεια του αυτοκράτορα Μανουήλ προτού κτίσει το κάστρο του στο Αναντολού Χισάρ. Οι πρεσβευτές αποπέμφθηκαν χωρίς ακρόαση. Το Σάββατο, στις 15 Απριλίου, άρχισαν τα έργα της κατασκευής του νέου φρουρίου. Ο Κωνσταντίνος αντέδρασε φυλακίζοντας όλους τους Τούρκους που βρίσκονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη, έπειτα όμως κατάλαβε ότι η χειρονομία ήταν μάταιη και τους απελευθέρωσε. Αντίθετα, έστειλε απεσταλμένους φορτωμένους με δώρα για να παρακαλέσει τουλάχιστον τα ελληνικά χωριά στο Βόσπορο να μην πειραχτούν. Ο σουλτάνος δεν έδωσε καμία σημασία. Τον Ιούνιο ο Κωνσταντίνος έκανε την τελευταία του προσπάθεια να λάβει από το Μωάμεθ μια διαβεβαίωση ότι η κατασκευή του κάστρου δεν σήμαινε ότι θα ακολουθούσε επίθεση εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Οι απεσταλμένοι του ρίχτηκαν στη φυλακή και αποκεφαλίστηκαν. Ουσιαστικά επρόκειτο για κήρυξη πολέμου .
Το κάστρο, γνωστό τότε στους Τούρκους ως Μπογάζ Κεσέν, ο κόφτης των Στενών, ή, αλλιώτικα, ο κόφτης του λαιμού, το οποίο σήμερα αποκαλείται Ρούμελι Χισάρ, ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, 31 Αυγούστου 1452. Ο Μωάμεθ είχε περάσει τις προηγούμενες ημέρες στην κοντινή περιοχή. Έπειτα βάδισε με το στρατό του μέχρι τα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Έμεινε εκεί τρεις ημέρες εξετάζοντας προσεκτικά τις οχυρώσεις. Δεν μπορούσε πλέον να υπάρχει καμία αμφιβολία για τις προθέσεις του. Στο μεταξύ εξέδωσε μια προκήρυξη ότι κάθε πλοίο που θα διέσχιζε το Βόσπορο, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, θα έπρεπε να σταματά στο φρούριο για επιθεώρηση. Όποιο δεν συμμορφωνόταν θα βυθιζόταν. Προκειμένου να υλοποιήσει τη διαταγή του έβαλε να τοποθετήσουν τρία κανόνια, τα μεγαλύτερα που είχε δει κανένας μέχρι τότε, σε έναν από τους πύργους που ήταν πιο κοντά στη θάλασσα. Δεν επρόκειτο για μια κούφια απειλή. Στις αρχές Νοεμβρίου δύο βενετικά πλοία που κατέπλεαν από τον Εύξεινο Πόντο αρνήθηκαν να σταματήσουν. Τα κανόνια στράφηκαν εναντίον τους, αλλά εκείνα ξέφυγαν χωρίς ζημιές. Δεκαπέντε ημέρες αργότερα ένα τρίτο προσπάθησε να μιμηθεί το παράδειγμά τους, αλλά βυθίστηκε από έναν κανονιοβολισμό και ο πλοίαρχος, ο Αντώνιος Ρίτζο, και το πλήρωμα αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στο Διδυμότειχο, όπου διέμενε ο σουλτάνος. Αυτός διέταξε τον άμεσο αποκεφαλισμό του πληρώματος, αλλά ο Ρίτζο καταδικάστηκε σε ανασκολοπισμό και το σώμα του να εκτεθεί δίπλα στο δρόμο .
Η τύχη των Βενετών ναυτών τερμάτισε τις όποιες ψευδαισθήσεις ενδεχομένως διατηρούσε ακόμη η Δύση για το χαρακτήρα και τις φιλοδοξίες του σουλτάνου. Η Βενετία βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Είχε τη συνοικία της στην Κωνσταντινούπολη και τα εμπορικά της προνόμια είχαν επικυρωθεί από τον Κωνσταντίνο το 1450. Παράλληλα όμως εμπορευόταν με μεγάλα κέρδη σε οθωμανικά λιμάνια, ενώ υπήρχαν και Βενετοί οι οποίοι πίστευαν ότι η τουρκική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης ίσως έφερνε μεγαλύτερη σταθερότητα και ευημερία στο εμπόριο της Ανατολής. Από την άλλη πλευρά, όταν θα κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη ο σουλτάνος ήταν βέβαιο ότι θα έστρεφε την προσοχή του στις βενετικές αποικίες στην Ελλάδα και στο Αιγαίο. Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στη Γερουσία στα τέλη Αυγούστου μόνο επτά ψήφοι είχαν δοθεί υπέρ μιας πρότασης που συνιστούσε η Κωνσταντινούπολη να αφεθεί στην τύχη της. Εβδομήντα τέσσερις γερουσιαστές είχαν διαφορετική γνώμη. Αλλά τι μπορούσε να κάνει η Βενετία; Είχε στα χέρια της ένα μικρό αλλά δαπανηρό πόλεμο στη Λομβαρδία. Οι σχέσεις της με τον πάπα δεν ήταν εγκάρδιες, ιδίως επειδή η παποσύνη δεν είχε ποτέ πληρώσει για μερικές γαλέρες τις οποίες είχε νοικιάσει από τη Δημοκρατία το 1444. Η συνεργασία με τη Γένοβα ήταν αδύνατη. Ο Βενετός πρεσβευτής στη Νεάπολη έλαβε εντολή να ικετεύσει το βασιλιά Αλφόνσο για βοήθεια, αλλά η απάντηση του βασιλιά ήταν αόριστη. Ο βενετικός στόλος ήταν αρκετά απασχολημένος να προστατεύει τις αποικίες. Η μετατροπή εμπορικών πλοίων σε αξιόμαχα πολεμικά ήταν δαπανηρή. Η αξιοπρέπεια της Δημοκρατίας απαιτούσε τώρα να διακοπούν οι σχέσεις με το σουλτάνο. Αλλά στους Βενετούς διοικητές στην Ανατολή δόθηκαν διφορούμενες διαταγές. Έπρεπε να βοηθούν και να προστατεύουν τους Χριστιανούς, αλλά δεν έπρεπε να επιτίθενται ή να προκαλούν τους Τούρκους. Στο μεταξύ δόθηκε στον αυτοκράτορα άδεια να στρατολογήσει Κρητικούς στρατιώτες και ναύτες .
Η Γένοβα βρισκόταν σε εξίσου δύσκολη κατάσταση και αντέδρασε ακόμη πιο νευρικά. Είχε και εκείνη προβλήματα στην Ευρώπη και χρειαζόταν πλοία για να προστατεύσει τα χωρικά της ύδατα και τις ανατολικές της αποικίες. Η κυβέρνηση δημοσίευσε μία ή δύο προτροπές προς τους λαούς της χριστιανοσύνης να στείλουν βοήθεια εναντίον των Τούρκων, αλλά η ίδια δεν ήταν έτοιμη να στείλει οποιαδήποτε βοήθεια. Σε ιδιώτες Γενοβέζους πολίτες δόθηκε η άδεια να κάνουν ό,τι ήθελαν. Υπήρχε ιδιαίτερη ανησυχία για το Πέραν και τις αποικίες του Ευξείνου Πόντου. Ο ποντεστά του Πέραν διατάχθηκε να προβεί σε οποιοδήποτε διακανονισμό με τους Τούρκους θεωρούσε καλύτερο, με την ελπίδα ότι ακόμη και αν η Κωνσταντινούπολη έπεφτε, η αποικία ίσως να σωζόταν. Παρόμοιες οδηγίες δόθηκαν και στη Μαόνα, την επιτροπή που κυβερνούσε τη Χίο. Σε κάθε περίπτωση οι Τούρκοι δεν έπρεπε να προκαλούνται χωρίς λόγο .
Οι Ραγουζαίοι, όπως και οι Βενετοί είχαν επικυρώσει πρόσφατα τα προνόμιά τους στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα, αλλά κι εκείνοι εμπορεύονταν σε οθωμανικά λιμάνια. Δεν θα διακινδύνευαν κανένα τμήμα του μικρού τους στόλου εναντίον του σουλτανικού, εκτός, ίσως, ως μέρος ενός μεγάλου συνασπισμού .
Παρ' όλη τη δυσαρέσκειά του με τους Βυζαντινούς ο πάπας Νικόλαος σοκαρίστηκε ειλικρινά από την απόδειξη των προθέσεων του σουλτάνου. Είχε προτρέψει το Φρειδερίκο Γ', όταν εκείνος είχε πάει στη Ρώμη για να στεφθεί αυτοκράτορας, το Μάρτιο του 1452, να στείλει ένα αυστηρό τελεσίγραφο στο σουλτάνο. Επρόκειτο όμως για κενή μεγαλοστομία. Όλοι γνώριζαν ότι ο Φρειδερίκος δεν είχε ούτε τη δύναμη ούτε τη διάθεση να το επιβάλει με δράση. Ο Αλφόνσος είχε μεγαλύτερη ανάμιξη. Ήταν βασιλιάς της Νεάπολης με συμφέροντα και διεκδικήσεις στην Ελλάδα, και οι Καταλανοί που εμπορεύονταν στην Κωνσταντινούπολη ήταν υπήκοοί του. Ήταν γεμάτος υποσχέσεις και τις υλοποίησε μέχρι του σημείου να στείλει ένα στολίσκο από δέκα πλοία, για τον οποίο ο πάπας πλήρωσε τα περισσότερα έξοδα, στα νερά του Αιγαίου. Αλλά τον απέσυρε μετά από μερικούς μήνες, όταν συμμάχησε με τους Βενετούς εναντίον του Φραγκίσκου Σφόρτσα του Μιλάνου και ήταν νευρικός για τις αντιδράσεις των Γενοβέζων. Ο Νικόλαος, με το Βησσαρίωνα στο πλευρό του, αναζητούσε βοήθεια από αλλού, αλλά μάταια. Ούτε οι δικοί του πρεσβευτές ούτε εκείνοι του Κωνσταντίνου έλαβαν οποιαδήποτε απάντηση στις εκκλήσεις τους. Τώρα ήταν διατεθειμένος να κάνει ό,τι μπορούσε για τον αυτοκράτορα, καθώς είχε λάβει μια επιστολή που γράφτηκε λίγο μετά την ολοκλήρωση του Ρούμελι Χισάρ από το σουλτάνο, στην οποία ο Κωνσταντίνος αναλάμβανε να θέσει την ένωση σε εφαρμογή .
Ο Ισίδωρος, ο απορριφθείς μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ρωσίας ο οποίος είχε διοριστεί πρόσφατα καρδινάλιος της ρωμαϊκής Εκκλησίας, είχε διοριστεί παπικός λεγάτος στον αυτοκράτορα το Μάιο του 1452. Τώρα αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη. Καθ' οδόν σταμάτησε στη Νεάπολη, όπου στρατολόγησε με δαπάνες του πάπα μια δύναμη διακοσίων τοξοτών, όπως και στη Μυτιλήνη, όπου τον ακολούθησε ο αρχιεπίσκοπος της Χίου Λεονάρδος, Γενοβέζος στην καταγωγή. Έφθασε στην Κωνσταντινούπολη στις 26 Οκτωβρίου. Η στρατιωτική συνοδεία του, όσο μικρή κι αν ήταν, αποτελούσε ένα δείγμα του ότι ο πάπας θα έστελνε πρακτική βοήθεια σε ένα λαό που αναγνώριζε την εξουσία του. Η χειρονομία δεν πήγε χαμένη. Όχι μόνο ο Ισίδωρος έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα και την Αυλή του με σεβασμό, αλλά υπήρξε ακόμη και κάποιος ενθουσιασμός στο λαό. Ο αυτοκράτορας έσπευσε να τον εκμεταλλευθεί. Διορίστηκαν επιτροπές που αντιπροσώπευαν το λαό της πόλης και τους ευγενείς για να δηλώσουν την προσχώρησή τους στην ένωση. Η επιτροπή του λαού συμφώνησε, αφού οι αντίπαλοι της ένωσης αρνήθηκαν να συμμετάσχουν. Η επιτροπή των ευγενών, όπου οι συζητήσεις ήταν σοβαρότερες, θα προτιμούσε ένα συμβιβασμό βάσει του οποίου το όνομα του πάπα θα μνημονευόταν στη λειτουργία αλλά η πραγματική δημοσίευση της ένωσης θα αναβαλλόταν. Αλλά ο αυτοκράτορας, πιεζόμενος από τον Ισίδωρο, τους επιβλήθηκε. Αυτός ο οποίος διεξήγαγε τις διαπραγματεύσεις, ενεργώντας με πολλή διπλωματικότητα, ήταν σχεδόν με βεβαιότητα ο Λουκάς Νοταράς, αλλά δεν άκουσε ευχαριστίες γι' αυτό. Στο Γεννάδιο και στους αδιάλλακτους αντιπάλους της ένωσης φαινόταν ότι πρόδιδε την υπόθεση, ενώ ο Ισίδωρος και οι Λατίνοι αμφέβαλλαν για την ειλικρίνειά του. Είχαν δίκιο, στο βαθμό στον οποίο φαίνεται ότι υποστήριζε τη χρήση της Οικονομίας, του δόγματος που αρέσει στους Ορθόδοξους θεολόγους, και το οποίο επιτρέπει τη συγχώρεση της απόκλισης προς χάρη των υψηλότερων συμφερόντων της χριστιανικής κοινοπολιτείας. Φαίνεται επίσης ότι υπαινίχθηκε πως το όλο ζήτημα θα μπορούσε να ξανατεθεί όταν η κρίση θα είχε λήξει. Ο Γεννάδιος στεναχωρήθηκε βαθιά. Πριν από την άφιξη του Ισιδώρου είχε εκφωνήσει έναν παθιασμένο λόγο στο λαό ικετεύοντάς τον να μην εγκαταλείψει την πίστη των πατέρων του με την ελπίδα υλικής βοήθειας που θα είχε μικρή αξία. Αλλά η θέα των στρατιωτών του καρδιναλίου έκανε το λαό να κλονιστεί. Έτσι ο Γεννάδιος αποσύρθηκε στο κελλί του στον Παντοκράτορα, αφού κόλλησε στην πόρτα του μοναστηριού ένα οργισμένο μανιφέστο στο οποίο προειδοποιούσε για άλλη μια φορά το λαό για την εγκληματική ανοησία του να εγκαταλείψει την πραγματική θρησκεία. Ο Λουκάς Νοταράς του έγραψε λέγοντάς του ότι η αντίδρασή του ήταν μάταιη. Αλλά η επιρροή του άρχισε να ξαναγίνεται αισθητή. Στους δρόμους γίνονταν αντιλατινικές ταραχές και καθώς περνούσαν οι εβδομάδες και δεν έφθαναν άλλα στρατεύματα από τη Δύση, οι εχθροί της ένωσης ανέκτησαν τη δύναμή τους.
Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, Έλληνας ο ίδιος, συμπεριφερόταν με ανεκτικότητα και τακτ, τόσο πολύ ώστε ο έμπιστος του αυτοκράτορα, ο Φραντζής, πρότεινε ότι ίσως θα ήταν φρόνιμο να τον διορίσουν πατριάρχη στη θέση του απόντα Γρηγορίου Μάμμα. Αλλά ο Κωνσταντίνος γνώριζε ότι ο Ισίδωρος δεν θα συμφωνούσε ποτέ σε κάτι τέτοιο. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος όμως, που είχε την περιφρόνηση των Λατίνων για τους Έλληνες, ήταν δυσαρεστημένος. Απαίτησε ο αυτοκράτορας να συλλάβει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης και να διορίσει δικαστές για να τους καταδικάσουν. Ήταν μια ανόητη πρόταση, αφού το μόνο που θα έκανε θα ήταν να δημιουργήσει μάρτυρες. Ο Κωνσταντίνος αρκέστηκε να καλέσει τα μέλη της σύναξης να τον συναντήσουν στο παλάτι, στις 15 Νοεμβρίου, για να εκθέσουν τις αντιρρήσεις τους. Μετά από αίτησή του συνέταξαν και υπέγραψαν ένα έγγραφο όπου ανέλυαν τους λόγους της άρνησής τους να αποδεχθούν την ένωση της Φλωρεντίας. Επαναλάμβαναν τη θεολογική διαφωνία τους με τη διατύπωσή της σχετικά με το Άγιο Πνεύμα, αλλά είπαν ότι θα δέχονταν με ευχαρίστηση μια άλλη σύνοδο που θα συγκαλούνταν στην Κωνσταντινούπολη και στην οποία θα συμμετείχαν εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι όλων των Ανατολικών Εκκλησιών. Το μόνο εμπόδιο γι' αυτό ήταν η κακή προαίρεση των Λατίνων. Προσέθεσαν ότι θα δέχονταν πίσω με χαρά τον πατριάρχη Γρηγόριο εάν τους διαβεβαίωνε ότι συμμεριζόταν την πίστη τους. Δεν είναι γνωστό εάν ο Γεννάδιος ήταν παρών στη συνάντηση με τον αυτοκράτορα. Δεν ήταν μεταξύ των δεκαπέντε που υπέγραψαν το έγγραφο, στους οποίους περιλαμβάνονταν πέντε επίσκοποι, τρεις υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του πατριαρχείου και επτά ηγούμενοι και μοναχοί. Η στάση τους δεν ήταν παράλογη, εάν η ένωση δεν επρόκειτο να προκαλέσει ένα σχίσμα μεταξύ της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης και όλων των άλλων ορθόδοξων Εκκλησιών. Αλλά για τους πολιτικούς η ένωση με τη Δύση, η οποία ίσως έφερνε υλική βοήθεια, είχε προτεραιότητα σε σχέση με την ενότητα με τις ανατολικές Εκκλησίες, οι οποίες δεν ήταν σε θέση να προσφέρουν οποιαδήποτε βοήθεια.
Λίγες ημέρες αργότερα συνέβη η καταβύθιση του βενετικού εμπορικού πλοίου από τα κανόνια του Ρούμελι Χισάρ. Ένα νέο κύμα πανικού σάρωσε την πόλη. Η ανάγκη για βοήθεια από τη Δύση φαινόταν πιο επείγουσα παρά ποτέ. Η παράταξη των ενωτικών ξανακέρδισε υποστηρικτές. Ο Γεννάδιος, φοβούμενος, όπως παραδέχθηκε, ότι η επιθυμία για βοήθεια θα εξαπλωνόταν σαν φωτιά σε δάσος, εξέδωσε άλλη ανακοίνωση, τονίζοντας με έμφαση ότι η βοήθεια από τη Δύση σήμαινε ένωση. Σ' αυτήν επανέλαβε ότι τουλάχιστον εκείνος δεν θα επέτρεπε η πίστη του να κηλιδωθεί με την ελπίδα της βοήθειας, η αποτελεσματικότητα της οποίας ήταν πολύ αμφίβολη. Τα λόγια του διαβάστηκαν και σημειώθηκαν.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1452 πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη μητρόπολη της του Θεού Σοφίας μια επίσημη λειτουργία, παρουσία του αυτοκράτορα και της Αυλής. Στις προσευχές μνημονεύθηκαν ο πάπας και ο απών πατριάρχης και διαβάστηκαν τα διατάγματα της ένωσης της Φλωρεντίας. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος, πρόθυμος να δείξει ότι οι Έλληνες συμπατριώτες του είχαν κερδηθεί στην υπόθεση, ανέφερε ότι η εκκλησία ήταν γεμάτη. Μόνο ο Γεννάδιος και άλλοι οκτώ μοναχοί απουσίαζαν. Άλλα όμως μέλη της ομάδας του παρουσίασαν μια διαφορετική εικόνα. Μεταξύ των Ελλήνων δεν υπήρχε ενθουσιασμός και γι' αυτό το λόγο λίγοι μπήκαν στη μητρόπολη, όπου επιτράπηκε να λειτουργήσουν μόνο ιερείς που είχαν δεχθεί την ένωση. Στον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο ακόμη και ο αυτοκράτορας φάνηκε χλιαρός και αδύναμος στις προσπάθειές του να επιβάλει την ένωση, ενώ ο Λουκάς Νοταράς ήταν, όπως νόμιζε, ανοικτά εχθρός της. Εάν ο Νοταράς πράγματι έκανε την παρατήρηση που αναφέρεται συχνά, δηλαδή ότι προτιμούσε το σαρίκι του σουλτάνου από το καπέλο του καρδιναλίου, αυτή αναμφίβολα προκλήθηκε από ερεθισμό με την αδιαλλαξία Λατίνων όπως ο Λεονάρδος οι οποίοι αρνούνταν να κατανοήσουν τις προσπάθειές του για συμφιλίωση.
Μετά την ανακήρυξη της ένωσης δεν υπήρχε πια ανοικτή αντιπολίτευση. Ο Γεννάδιος παρέμεινε σιωπηλός στο κελλί του. Ο όγκος του λαού δέχθηκε το τετελεσμένο γεγονός με σκυθρωπή παθητικότητα, αλλά λειτουργούνταν μόνο στις εκκλησίες των οποίων οι ιερείς ήταν αμόλυντοι. Ακόμη και αρκετοί από τους υποστηρικτές της ήλπιζαν ότι εάν η πόλη σωζόταν, το διάταγμα θα τροποποιείτο. Εάν την ένωση είχε ακολουθήσει σε σύντομο διάστημα η εμφάνιση πλοίων και στρατιωτών από τη Δύση, τα πρακτικά πλεονεκτήματά της θα είχαν ίσως κερδίσει τη γενική υποστήριξη για λογαριασμό της. Οι Έλληνες, με το δόγμα της Οικονομίας κατά νου, θα μπορούσαν να αναλογιστούν ότι η εγκατάλειψη της πίστης στη θρησκεία τους θα αποζημιωνόταν καλά από τη διατήρηση της χριστιανικής τους αυτοκρατορίας. Αλλά, όπως είχαν τα πράγματα, είχαν πληρώσει το αντίτιμο που είχε ζητηθεί για τη Δυτική βοήθεια και τους είχαν ξεγελάσει .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Προετοιμασίες για την πολιορκία
Στη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 1452 ο σουλτάνος μελετούσε τα σχέδιά του. Κανείς, ούτε μεταξύ των υπουργών του, δεν ήξερε ακριβώς τις προθέσεις του. Θα ήταν άραγε ικανοποιημένος τώρα που το φρούριό του στο Ρούμελι Χισάρ του εξασφάλιζε τον έλεγχο του Βοσπόρου και θα του επέτρεπε να αποκλείσει την Κωνσταντινούπολη τόσο ολοκληρωτικά, ώστε εν καιρώ να αναγκασθεί να παραδοθεί; Έβαλε να του καταστρώσουν σχέδια για ένα υπέροχο νέο παλάτι στην Αδριανούπολη, σε ένα νησί στον ποταμό Έβρο. Μήπως αυτό σήμαινε ότι προς το παρόν δεν έκανε σκέψεις να μεταφέρει την κυβέρνηση του στην αρχαία αυτοκρατορική πρωτεύουσα; Έτσι ήλπιζε ο βεζίρης του ο Χαλήλ. Ο Χαλήλ, είτε έπαιρνε τακτικά δώρα από τους Έλληνες, όπως υποπτεύονταν γενικά, είτε όχι, αντιπαθούσε την ιδέα μιας εκστρατείας κατά της Κωνσταντινούπολης. Μια πολιορκία θα κόστιζε ακριβά και, εάν αποτύγχανε, η ταπείνωση του οθωμανικού κύρους θα ήταν καταστροφική. Επιπλέον στην παρούσα κατάστασή της η Κωνσταντινούπολη ήταν πολιτικά ανίσχυρη και εμπορικά εξυπηρετική. Ο Χαλήλ είχε τους υποστηρικτές του μεταξύ άλλων παλιών υπουργών του Μουράτ. Υπήρχε όμως ένα δραστήριο κόμμα αντίθετο σ' αυτόν, επικεφαλής του οποίου ήταν στρατιωτικοί, όπως ο Ζαγανός και ο Τουραχάν πασάς, με τον ευνούχο Σεχαμπεντίν πίσω τους, και σ' εκείνους έδινε προσοχή ο σουλτάνος .
Ο ίδιος ο Μωάμεθ περνούσε πολλές νύχτες αγρύπνιας εκείνο το χειμώνα καθώς σκεφτόταν την εκστρατεία του. Λέγεται ότι μπορούσε κανείς να τον δει τα μεσάνυχτα να βηματίζει στους δρόμους της Αδριανούπολης ντυμένος σαν απλός στρατιώτης, και ότι όποιος τον αναγνώριζε και τον χαιρετούσε θανατωνόταν αμέσως. Μία νύκτα, περίπου στη δεύτερη αλλαγή της φρουράς, διέταξε ξαφνικά να φέρουν ενώπιόν του το Χαλήλ. Ο γέρο-βεζίρης ήλθε τρέμοντας, φοβούμενος ότι θα άκουγε την αποπομπή του. Προκειμένου να εξευμενίσει τον κύριό του πήρε μαζί του ένα πιάτο που είχε γεμίσει βιαστικά με χρυσά νομίσματα. «Τι είναι αυτό δάσκαλέ μου;», ρώτησε ο σουλτάνος. Ο Χαλήλ μουρμούρισε ότι συνηθιζόταν οι υπουργοί που καλούνταν ξαφνικά σε ακρόαση να φέρνουν δώρα. Ο Μωάμεθ παραμέρισε το πιάτο. Δεν χρειαζόταν τέτοια δώρα. «Θέλω μόνο ένα πράγμα», φώναξε. «Δώσε μου την Κωνσταντινούπολη». Στη συνέχεια αποκάλυψε ότι τελικά είχε πάρει την απόφασή του. Θα έκανε επίθεση στην πόλη το συντομότερο δυνατό. Ο Χαλήλ, νευρικός και αποκαρδιωμένος, υποσχέθηκε την πιστή του υποστήριξη .
Λίγες ημέρες αργότερα, περί τα τέλη Ιανουαρίου, ο σουλτάνος συγκέντρωσε όλους τους υπουργούς του και τους εκφώνησε ένα μακρύ λόγο στον οποίο τους υπενθύμισε τα επιτεύγματα των προγόνων τους. Αλλά, δήλωσε, η τουρκική αυτοκρατορία δεν θα ήταν ποτέ ασφαλής εάν δεν κατείχε την Κωνσταντινούπολη. Οι Βυζαντινοί μπορεί να ήταν αδύναμοι, αλλά αυτό δεν είχε σημασία, αφού είχαν αποδείξει πόσο καλά μπορούσαν να συνωμοτούν με τους εχθρούς των Τούρκων, ενώ λόγω της αδυναμίας τους θα μπορούσαν να παραδώσουν την πόλη στα χέρια των συμμάχων τους οι οποίοι δεν θα ήταν τόσο αναποτελεσματικοί. Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν απόρθητη. Οι προηγούμενες πολιορκίες είχαν αποτύχει για άσχετους λόγους. Τώρα όμως είχε έλθει η ώρα. Η πόλη σπαρασσόταν από θρησκευτικές έριδες. Οι Ιταλοί ήταν αφερέγγυοι ως σύμμαχοι, και πολλοί από αυτούς ήταν προδότες. Επιπλέον, οι Τούρκοι ήταν επιτέλους κυρίαρχοι των θαλασσών. Για τον εαυτό του είπε ότι, εάν δεν ήταν σε θέση να κυβερνά μια αυτοκρατορία στην οποία θα περιλαμβανόταν η Κωνσταντινούπολη, θα προτιμούσε να μην κυβερνά καμία αυτοκρατορία.
Το ακροατήριό του ταράχθηκε. Ακόμη κι εκείνοι στο συμβούλιό του που δεν ενέκριναν τις προθέσεις του δεν τόλμησαν να εκφράσουν τις ανησυχίες τους. Ομόφωνα οι υπουργοί του ακολούθησαν τη γνώμη του και ψήφισαν υπέρ του πολέμου . Μόλις εγκρίθηκε ο πόλεμος ο σουλτάνος διέταξε το στρατιωτικό διοικητή των ευρωπαϊκών επαρχιών, το Νταγί Καρατζά μπέη, να συγκεντρώσει ένα στρατό και να επιτεθεί στις βυζαντινές πόλεις και τα πολίσματα στα παράλια της Θράκης. Οι πόλεις των παραλίων του Ευξείνου Πόντου, η Μεσημβρία, η Αγχίαλος και η Βιζύη, παραδόθηκαν αμέσως κι έτσι απέφυγαν τη λεηλασία. Μερικές όμως πόλεις στα παράλια της Προποντίδας, όπως η Σηλυβρία και η Πέρινθος, προσπάθησαν να αντισταθούν. Καταλήφθηκαν εξ εφόδου, λεηλατήθηκαν και οι οχυρώσεις τους κατεδαφίστηκαν . Ήδη τον προηγούμενο Οκτώβριο ο Τουραχάν μπέης και οι γιοι του είχαν στρατοπεδεύσει στον Ισθμό της Κορίνθου για να κάνουν επιδρομές στην Πελοπόννησο και μ' αυτό τον τρόπο να απασχολούν τους αδελφούς του αυτοκράτορα ώστε να μην μπορέσουν ποτέ να του στείλουν βοήθεια .
Στο λόγο του προς το συμβούλιο ο σουλτάνος είχε τονίσει με έμφαση ότι τώρα είχε την κυριαρχία στη θάλασσα. Οι προηγούμενες απόπειρες εναντίον της πόλης είχαν γίνει μόνο από την ξηρά. Οι Βυζαντινοί είχαν πάντα τη δυνατότητα να ανεφοδιάζονται από τη θάλασσα και, μέχρι πρόσφατα, οι Τούρκοι ήταν υποχρεωμένοι να μισθώνουν χριστιανικά πλοία για τη μεταφορά των στρατών τους μεταξύ της Ευρώπης και της Ασίας. Ο Μωάμεθ ήταν αποφασισμένος αυτό να το αλλάξει. Στη διάρκεια του Μαρτίου του 1453 πλοία κάθε είδους άρχισαν να συγκεντρώνονται στην Καλλίπολη. Ήταν παλιά πλοία πολλά από τα οποία είχαν επισκευαστεί και ξανακαλαφατιστεί. Πολύ περισσότερα όμως ήταν νέα, τα οποία είχαν ναυπηγηθεί βιαστικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών σε ναυπηγεία πόλεων στα παράλια του Αιγαίου. Υπήρχαν τριήρεις, στις οποίες, αντίθετα από τις αρχαίες τριήρεις, οι πάγκοι ήταν όλοι σε ένα επίπεδο. Κάθε σειρά, τοποθετημένη σε μια κάπως λοξή γωνία προς την πλευρά του πλοίου, περιλάμβανε τρεις κωπηλάτες, καθέναν με ένα κοντό κουπί στο δικό του σκαρμό, αλλά και με τα τρία να προεξέχουν μέσα από το ίδιο άνοιγμα. Το πλοίο ήταν χαμηλά στο νερό και είχε δύο κατάρτια, ενώ τα πανιά χρησιμοποιούνταν όταν ο άνεμος ήταν ευνοϊκός. Υπήρχαν διήρεις, κάπως μικρότερα πλοία με ένα κατάρτι, στα οποία οι κωπηλάτες κάθονταν σε ζεύγη σε κάθε πλευρά. Υπήρχαν και φούστες, μακριά πλοία, ελαφρύτερα από τις διήρεις και γρηγορότερα, με μονούς κωπηλάτες σε κάθε πλευρά μπροστά από το κατάρτι και ζεύγη πίσω απ' αυτό. Υπήρχαν γαλέρες, όρος που χρησιμοποιείτο συχνά με ευρεία έννοια για να δηλώσει οποιοδήποτε μεγάλο πλοίο, τριήρη, διήρη ή ιστιοφόρο χωρίς κωπηλάτες, αλλά ο οποίος από τεχνικής πλευράς δήλωνε ένα μεγάλο πλοίο, ψηλότερο από το νερό, με ένα μόνο κρηπίδωμα για μακριά κουπιά. Υπήρχαν επίσης και παραντάρια, βαριές μαούνες με πανιά που χρησιμοποιούνταν για μεταφορές .
Το μέγεθος της σουλτανικής αρμάδας παραδίδεται κατά ποικίλους τρόπους. Τα μεγέθη που παραδίδονται από τους Βυζαντινούς ιστορικούς είναι υπερβολικά διογκωμένα. Αλλά από τις μαρτυρίες των Ιταλών ναυτικών που παρευρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη φαίνεται ότι περιλάμβανε έξι τριήρεις και δέκα διήρεις, περίπου δεκαπέντε γαλέρες με κουπιά, περίπου εβδομηνταπέντε φούστες και είκοσι παραντάρια, μαζί με έναν αριθμό από καΐκια και κότερα, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για τη μεταφορά μηνυμάτων. Επικεφαλής του τέθηκε ο κυβερνήτης της Καλλίπολης, ο βουλγαρικής καταγωγής εξωμότης Σουλεϊμάν Μπαλτόγλου. Οι κωπηλάτες και οι ναύτες ήταν κατά ένα μέρος φυλακισμένοι ή σκλάβοι, πολλοί όμως ήταν εθελοντές που είχαν δελεαστεί από γενναιόδωρους μισθούς. Ο σουλτάνος ενδιαφέρθηκε προσωπικά για το διορισμό των αξιωματικών, θεωρώντας ότι ο στόλος του είχε ακόμη μεγαλύτερη σπουδαιότητα από το στρατό του .
Περί τα τέλη Μαρτίου αυτή η αρμάδα ανέβηκε τα Δαρδανέλλια προς την Προποντίδα, προς κατάπληξη των Χριστιανών, Ελλήνων και Ιταλών. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχαν συνειδητοποιήσει την ισχύ των ναυτικών δυνάμεων του σουλτάνου .
Ενώ ο στόλος περιπολούσε στην Προποντίδα ο τουρκικός στρατός συγκεντρωνόταν στη Θράκη. Όπως και με το ναυτικό, ο σουλτάνος επέβλεψε ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα σε όλη την έκταση των κτήσεών του εργάζονταν οπλουργοί, κατασκευάζοντας ασπίδες, κράνη, θώρακες, ακόντια, σπαθιά και βέλη, ενώ μηχανικοί κατασκεύαζαν βαλλίστρες και πολιορκητικούς κριούς. Η επιστράτευση ήταν γρήγορη αλλά πλήρης. Συγκεντρώθηκαν συντάγματα από κάθε επαρχία, αλλά και όλοι οι στρατιώτες που ήταν στα τιμάριά τους με άδεια. Οι άτακτοι κατατάχθηκαν κατά χιλιάδες. Μόνο οι φρουρές που ήταν απαραίτητες για την προστασία των συνόρων και την αστυνόμευση των επαρχιών έμειναν πίσω, όπως και οι δυνάμεις που διατηρούσε ο Τουραχάν στην Ελλάδα. Το μέγεθος του στρατού προκαλούσε δέος. Οι Έλληνες δήλωσαν ότι στο στρατόπεδο του σουλτάνου είχαν συγκεντρωθεί τριακόσιες ή τετρακόσιες χιλιάδες άνδρες, ενώ ακόμη και οι πιο νηφάλιοι Βενετοί μιλούσαν για εκατόν πενήντα χιλιάδες άνδρες. Πιθανότατα, κρίνοντας από τις τουρκικές πηγές, τα τακτικά στρατεύματα αριθμούσαν περίπου ογδόντα χιλιάδες, εκτός από τους ατάκτους, τους βαζιβουζούκους, που ίσως προσέθεταν άλλους είκοσι χιλιάδες, και τους μη μάχιμους που ακολουθούσαν το στρατό, από τους οποίους πρέπει να υπήρχαν αρκετές χιλιάδες. Την τιμητική θέση κατείχαν τα συντάγματα των γενιτσάρων. Μετά την αναδιοργάνωσή τους από το σουλτάνο Μουράτ, περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα, αριθμούσαν δώδεκα χιλιάδες, από τους οποίους ένα μικρό ποσοστό ήταν τεχνικοί ή δημόσιοι υπάλληλοι και οι φύλακες σκύλων και ιερακοτρόφοι τους οποίους είχε προσθέσει ο ίδιος ο Μωάμεθ. Αυτή την εποχή κάθε γενίτσαρος είχε χριστιανική καταγωγή, αλλά είχε ανατραφεί από την παιδική του ηλικία ως ευσεβής Μωαμεθανός, θεωρώντας το σύνταγμά του ως οικογένειά του και το σουλτάνο ως διοικητή και πατέρα του. Λίγοι γενίτσαροι ίσως και να θυμούνταν τις οικογένειές τους και να έκαναν περιστασιακές πράξεις καλοσύνης απέναντί τους, αλλά ο φανατισμός τους για την πίστη ήταν αναμφισβήτητος και η πειθαρχία τους υπέροχη. Στο παρελθόν δεν είχαν εγκρίνει ιδιαίτερα το Μωάμεθ, αλλά δέχθηκαν με προθυμία μια εκστρατεία εναντίον των απίστων .
Αυτός καθεαυτός ο στρατός ήταν εντυπωσιακός. Ακόμη πιο ανησυχητικές ήταν οι ολοκαίνουργες μηχανές με τις οποίες ήταν εφοδιασμένος. Η απόφαση του Μωάμεθ να επιτεθεί στην Κωνσταντινούπολη την άνοιξη του 1453 οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στους πρόσφατους θριάμβους των κατασκευαστών των πυροβόλων του. Τα κανόνια είχαν χρησιμοποιηθεί στην Ευρώπη για περισσότερο από εκατό χρόνια, αφότου ένας Γερμανός καλόγερος ονόματι Σβαρτς είχε κατασκευάσει ένα κανόνι τα βλήματα του οποίου προωθούνταν με μπαρούτι*. Η αξία των κανονιών σε πολιορκίες έγινε αντιληπτή γρήγορα, αλλά οι δοκιμές των Γερμανών στην πολιορκία του Τσιβιντάλε στη βόρειο Ιταλία, το 1321, και των Άγγλων στο Καλαί, το 1347, δεν ήταν πολύ επιτυχημένες. Τα κανόνια δεν ήταν αρκετά ισχυρά για να προξενήσουν φθορές σε συμπαγείς τοιχοποιίες. Για τα επόμενα εκατό χρόνια το νέο όπλο χρησιμοποιήθηκε κυρίως για το διασκορπισμό των εχθρικών στρατευμάτων στο πεδίο της μάχης ή για την καταστροφή ελαφρών οδοφραγμάτων. Οι Βενετοί είχαν αποπειραθεί να χρησιμοποιήσουν κανόνια σε ναυτικές συγκρούσεις, εναντίον των Γενοβέζων το 1377 . Αλλά τα πλοία της εποχής δεν μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος βαριών μηχανών και τα βλήματα που εκτοξεύονταν από τα ναυτικά κανόνια της περιόδου σπάνια ήταν αρκετά ισχυρά για να βυθίσουν ένα πλοίο, αν και μπορούσαν να προκαλέσουν σημαντικές ζημιές. Ο σουλτάνος Μωάμεθ του οποίου το ενδιαφέρον για τις επιστήμες είχε υποκινηθεί από το γιατρό του, τον Ιταλοεβραίο Ιάκωβο από τη Γαέτα, είχε επίγνωση της σημασίας του πυροβολικού. Στις αρχές της βασιλείας του είχε διατάξει τα χυτήριά του να πειραματιστούν με την παραγωγή μεγαλύτερων κανονιών .
Το καλοκαίρι του 1452 ήλθε στην Κωνσταντινούπολη ένας Ούγγρος μηχανικός ονόματι Ουρβανός και προσέφερε τις υπηρεσίες του στον αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος όμως δεν μπορούσε να του πληρώσει το μισθό που εκείνος πίστευε ότι του άξιζε, ούτε μπορούσε να του προμηθεύσει τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν. Έτσι ο Ουρβανός έφυγε από την πόλη και προσέγγισε το σουλτάνο. Έγινε αμέσως δεκτός σε ακρόαση και ανακρίθηκε. Μόλις δήλωσε ότι μπορούσε να κατασκευάσει ένα κανόνι που θα συνέτριβε τα τείχη και της ίδιας της Βαβυλώνας, του προσφέρθηκε μισθός τετραπλάσιος από εκείνον που ήταν διατεθειμένος να δεχθεί και του προμήθευσαν όλη την τεχνική υποστήριξη που χρειαζόταν. Μέσα σε τρεις μήνες κατασκεύασε το τεράστιο κανόνι που έβαλε ο σουλτάνος επάνω στα τείχη του κάστρου του στο Ρούμελι Χισάρ και το οποίο βύθισε το πλοίο που είχε αποπειραθεί να διασπάσει τον αποκλεισμό. Στη συνέχεια ο Μωάμεθ τον διέταξε να κατασκευάσει ένα κανόνι με διπλάσιο μέγεθος από το πρώτο. Αυτό χυτεύθηκε στην Αδριανούπολη και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο. Το μέγεθος της κάνης του υπολογίζεται ότι ήταν σαράντα πιθαμές, δηλαδή είκοσι έξι πόδια και οκτώ ίντσες. Το πάχος του μπρούντζου γύρω από το σωλήνα ήταν μια πιθαμή, δηλαδή οκτώ ίντσες, και η περιφέρεια του σωλήνα τέσσερις ίντσες στο πίσω μέρος, όπου έμπαινε το μπαρούτι, και δώδεκα πιθαμές στο μπροστινό μισό, όπου έμπαιναν τα βλήματα*. Τα βλήματα λέγεται ότι ζύγιζαν εξακόσια δώδεκα κιλά. Μόλις ετοιμάστηκε μια ομάδα από επτακόσιους άνδρες στους οποίους είχε ανατεθεί η φροντίδα του το τοποθέτησε επάνω σε ένα κάρο που το έσερναν δεκαπέντε ζευγάρια βοδιών. Το έσυραν με κάποια δυσκολία μέχρι τη συνοικία του παλατιού του Μωάμεθ, όπου θα δοκιμαζόταν η δύναμή του. Οι πολίτες της Αδριανούπολης προειδοποιήθηκαν ότι θα ακουγόταν ένας τρομακτικός θόρυβος και ότι δεν έπρεπε να πανικοβληθούν. Πράγματι, όταν ανάφτηκε το φυτίλι και πυροδοτήθηκε το πρώτο βλήμα, η αντήχηση ακούστηκε σε απόσταση εκατό σταδίων και το βλήμα εξακοντίστηκε στον αέρα για ένα μίλι και χώθηκε έξι πόδια μέσα στη γη*. Ο Μωάμεθ ενθουσιάστηκε. Διακόσιοι άνδρες στάλθηκαν να ισοπεδώσουν το δρόμο που οδηγούσε στην Κωνσταντινούπολη και να ενισχύσουν τις γέφυρες, και το Μάρτιο το κανόνι άρχισε το ταξίδι του, συρόμενο από εξήντα βόδια, με διακόσιους άνδρες να βαδίζουν πλάι του για να κρατούν σταθερό το κάρο του κανονιού. Στο μεταξύ υπό τις οδηγίες του Ουρβανού τα χυτήρια παρήγαγαν κι άλλα κανόνια, αν και κανένα δεν επρόκειτο να είναι τόσο τεράστιο ή τόσο διάσημο όσο εκείνο το τέρας .
Σε όλη τη διάρκεια του Μαρτίου ο μεγάλος στρατός του σουλτάνου κινήθηκε κατά τμήματα μέσω της Θράκης προς το Βόσπορο. Η ικανοποίηση όλων των αναγκών μιας τόσο τεράστιας στρατιάς δεν ήταν εύκολη. Όλα όμως είχαν σχεδιαστεί προσεκτικά. Η πειθαρχία ήταν καλή και το ηθικό των στρατευμάτων πολύ ψηλό. Κάθε Μωαμεθανός πίστευε ότι ο ίδιος ο προφήτης θα φύλαγε μια ιδιαίτερη θέση στον παράδεισο για τον πρώτο στρατιώτη που θα κατόρθωνε να μπει στην αρχαία χριστιανική πρωτεύουσα. «Θα κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη», είχε δηλώσει η παράδοση. «Δόξα στον ηγεμόνα και στο στρατό που θα το κατορθώσει». Μια άλλη παράδοση, την οποία οι ιεροκήρυκες προσάρμοσαν ώστε να ταιριάζει με την περίσταση, έλεγε ότι ο Προφήτης ρώτησε τους μαθητές του: «Έχετε ακούσει για μια πόλη η μία πλευρά της οποίας είναι στεριά και οι δύο άλλες θάλασσα; Η ώρα της κρίσεως δεν θα σημάνει μέχρις ότου την καταλάβουν εβδομήντα χιλιάδες γιοι του Ισαάκ». Για τον ενθουσιασμό του ίδιου του σουλτάνου δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία. Τον είχαν ακούσει πολλές φορές να δηλώνει την απόφασή του να είναι ο ηγεμόνας που θα πετύχαινε αυτό τον υπέρτατο θρίαμβο για το Ισλάμ . Ο ίδιος έφυγε από την Αδριανούπολη στις 23 Μαρτίου. Στις 5 Απριλίου έφθασε με τα τελευταία αποσπάσματα του στρατού έξω από τα τείχη της πόλης .
Μέσα στην πόλη η ατμόσφαιρα ήταν πολύ διαφορετική. Η θέα του τεράστιου τουρκικού στόλου που περιπολούσε την Προποντίδα και των τεράστιων κανονιών, με προεξάρχον το τέρας του Ουρβανού, να κινούνται με θόρυβο προς τα χερσαία τείχη, έδειξε στους πολίτες τι μπορούσαν να περιμένουν. Συνέβησαν ένας ή δύο μικροσεισμοί και μερικές καταρρακτώδεις βροχές, και όλα ερμηνεύθηκαν ως κακοί οιωνοί, ενώ άνδρες και γυναίκες θυμόντουσαν όλες τις προφητείες που προέλεγαν το τέλος της αυτοκρατορίας και την έλευση του Αντιχρίστου . Ωστόσο, παρά την αίσθηση απελπισίας, δεν έλειπε το θάρρος. Ακόμη και οι διανοούμενοι που αναρωτιόντουσαν κατά πόσο τελικά η ενσωμάτωση στην τουρκική αυτοκρατορία θα αποδεικνυόταν λιγότερο επιβλαβής για τον ελληνικό λαό από την παρούσα κατάσταση διχασμού, φτώχειας και αδυναμίας, έλαβαν μέρος με όλη τους την καρδιά στις προετοιμασίες για την άμυνα. Σε όλη τη διάρκεια των χειμερινών μηνών μπορούσε κανείς να δει άνδρες, αλλά και γυναίκες, να επισκευάζουν τα τείχη και να καθαρίζουν τις τάφρους, με τον αυτοκράτορα να τους ενθαρρύνει. Όλα τα όπλα μέσα στην πόλη συγκεντρώθηκαν για να αναδιανεμηθούν όπου θα υπήρχε η μεγαλύτερη ανάγκη. Τοποθετήθηκε κατά μέρος ένα χρηματικό ποσό για την αντιμετώπιση των ειδικών δαπανών, στο οποίο συνέβαλαν όχι μόνο η πολιτεία, αλλά και εκκλησίες, μοναστήρια και ιδιώτες. Υπήρχε ακόμη σημαντικός πλούτος στην πόλη, και μερικοί Ιταλοί πίστευαν ότι ορισμένοι Έλληνες θα μπορούσαν να είχαν συνεισφέρει περισσότερα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν υπήρχε τόσο πολύ ανάγκη χρημάτων όσο ανθρώπινου δυναμικού, οπλισμού και εφοδίων, και τώρα το χρήμα δεν μπορούσε να τα αγοράσει .
Ο αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε. Το φθινόπωρο του 1452 είχαν σταλεί πρεσβευτές στην Ιταλία για να παρακαλέσουν για επείγουσα βοήθεια. Η ανταπόκριση ήταν πενιχρή . Μια νέα πρεσβεία στάλθηκε στη Βενετία, αλλά στις 16 Νοεμβρίου η Γερουσία απάντησε ότι ήταν πραγματικά στεναχωρημένη με τα νέα από την Ανατολή, και ότι, εάν ο πάπας και άλλες δυνάμεις επρόκειτο να αναλάβουν δράση, θα συνεργαζόταν και η ίδια με ευχαρίστηση. Οι Βενετοί δεν είχαν μάθει ακόμη την τύχη της γαλέρας του Ρίτζο την προηγούμενη εβδομάδα, αλλά ακόμη και αυτά τα νέα και τα επείγοντα μηνύματα από τη βενετική παροικία της Κωνσταντινούπολης δεν μπορούσαν να τους εξωθήσουν να αναλάβουν αποφασιστική δράση . Ένας απεσταλμένος που στάλθηκε τον ίδιο μήνα στη Γένοβα έλαβε την υπόσχεση για ένα πλοίο, ενώ η κυβέρνηση προσφέρθηκε να κάνει έκκληση για περισσότερη βοήθεια στο βασιλιά της Γαλλίας και στη δημοκρατία της Φλωρεντίας. Οι υποσχέσεις του βασιλιά Αλφόνσου της Αραγωνίας ήταν ακόμη πιο αόριστες, αλλά έδωσε άδεια στους Βυζαντινούς πρεσβευτές να συγκεντρώσουν σιτάρι και άλλα τρόφιμα στη Σικελία για μεταφορά στην Κωνσταντινούπολη. Όταν άρχισε η πολιορκία ήταν απασχολημένοι με το έργο τους και δεν ξαναείδαν ποτέ πια την πατρίδα τους. Ο πάπας Νικόλαος ήταν πρόθυμος να βοηθήσει αλλά ήταν απρόθυμος να δεσμευθεί υπερβολικά μέχρις ότου βεβαιωνόταν ότι η ένωση των Εκκλησιών είχε πραγματικά επιτευχθεί. Εξάλλου δεν μπορούσε να κάνει πολλά χωρίς τους Βενετούς. Επιπλέον η προσοχή του είχε αποσπασθεί από μια εξέγερση στη Ρώμη, τον Ιανουάριο του 1453. Μέχρι την αποκατάσταση της ειρήνης στην πόλη δεν μπορούσε να σκεφθεί για δράση στο εξωτερικό .
Οι επιστολές που ανταλλάχθηκαν μεταξύ της Ρώμης και της Βενετίας αποτελούν δυσάρεστο ανάγνωσμα. Οι Βενετοί δεν ξεχνούσαν ότι η παποσύνη εξακολουθούσε να τους οφείλει χρήματα για την ενοικίαση των γαλερών το 1444, ενώ ο πάπας δεν εμπιστευόταν την καλή διάθεση των Βενετών. Μόνο στις 19 Φεβρουαρίου 1453, λαμβάνοντας τα τελευταία νέα από την Ανατολή, η βενετική Γερουσία αποφάσισε να στείλει αμέσως στην Κωνσταντινούπολη δύο μεταγωγικά, καθένα με τετρακόσιους άνδρες, και να διατάξει δεκαπέντε γαλέρες οι οποίες τώρα επανεξοπλίζονταν, να τα ακολουθήσουν μόλις ήταν έτοιμες. Μετά από πέντε ημέρες η Γερουσία ψήφισε ένα διάταγμα με το οποίο επιβάλλονταν ειδικοί φόροι στους εμπόρους που ασχολούνταν με το εμπόριο της Ανατολής για να καλυφθούν τα έξοδα αυτού του στολίσκου. Την ίδια ημέρα στάλθηκαν επιστολές στον πάπα, στον αυτοκράτορα της Δύσης και στους βασιλείς της Ουγγαρίας και της Αραγωνίας, αναφέροντας ότι, εάν δεν έστελναν αμέσως βοήθεια, η Κωνσταντινούπολη ήταν καταδικασμένη. Παρά ταύτα στις 2 Μαρτίου η Γερουσία εξακολουθούσε να συζητά την οργάνωση αυτού του στολίσκου. Αποφασίστηκε να τεθεί υπό την ηγεσία του Αλβίζο Λόνγκο, αλλά υπό την ανώτατη διοίκηση του αρχιναύαρχου Τζιάκομο Λορεντάν. Μία εβδομάδα αργότερα ψηφίστηκε άλλη μια απόφαση στη Γερουσία, που συνιστούσε τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα. Αλλά οι ημέρες περνούσαν και δεν γινόταν τίποτα. Στις αρχές Απριλίου έφθασαν τελικά επιστολές από τη Ρώμη, όπου αναφερόταν η πρόθεση του πάπα να στείλει πέντε γαλέρες στην Ανατολή. Μια απάντηση από τη Βενετία, με ημερομηνία 10 Απριλίου, συνέχαιρε τους καρδιναλίους γι' αυτή την απόφαση αλλά τους υπενθύμιζε την προηγούμενη αμέλεια του πάπα να εξοφλήσει τα χρέη του. Προσέθετε ότι, σύμφωνα με τις τελευταίες πληροφορίες από την Κωνσταντινούπολη, υπήρχε τώρα πιο επείγουσα ανάγκη για τρόφιμα παρά για άνδρες, και υπενθύμιζε στη Ρώμη, κάπως καθυστερημένα, ότι τα πλοία θα έπρεπε να φθάσουν στα Δαρδανέλλια πριν από τις 31 Μαρτίου, καθώς μετά από τότε οι βόρειοι άνεμοι καθιστούσαν τη διάβαση των Στενών πιο δύσκολη. Η αναχώρηση του βενετικού στολίσκου αποφασίστηκε τελικά για τις 17 Απριλίου, αλλά και τότε υπήρξαν νέες καθυστερήσεις και αναβολές. Όταν τελικά τα πλοία απέπλευσαν από τη Βενετία, η Κωνσταντινούπολη τελούσε υπό πολιορκία ήδη επί δεκαπέντε ημέρες .
Ο πάπας Νικόλαος ανησυχούσε ειλικρινά γι' αυτές τις καθυστερήσεις. Είχε ήδη αγοράσει με προσωπικά του έξοδα ένα φορτίο όπλων και τροφίμων. Το έστειλε στην Κωνσταντινούπολη με τρία γενοβέζικα πλοία, που απέπλευσαν περί τα τέλη Μαρτίου .
Καμία άλλη κυβέρνηση δεν έδωσε προσοχή στις εκκλήσεις του αυτοκράτορα. Με την ελπίδα να προσελκύσει Γενοβέζους εμπόρους να φέρουν τρόφιμα στην πόλη, είχε ανακοινώσει ότι οι εισαγωγές θα ήταν αδασμολόγητες. Αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Οι αρχές της Γένοβας επέμεναν σε μια πολιτική διφορούμενης ουδετερότητας. Υπήρχε η ελπίδα ότι εκείνος ο σπουδαίος Χριστιανός πολέμαρχος, ο Ιωάννης Ουνυάδης, ο αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, θα εκμεταλλευόταν μια στιγμή κατά την οποία οι Τούρκοι είχαν σχεδόν απογυμνώσει από στρατεύματα το σύνορο του Δούναβη. Αλλά οι Ούγγροι είχαν συντριβεί από τις καταστροφές στο τέλος της βασιλείας του Μουράτ, ενώ και ο ίδιος ο Ουνυάδης βρισκόταν σε δύσκολη θέση, καθώς ο κηδεμονευόμενός του, ο βασιλιάς Λαδίσλαος Ε', είχε ενηλικιωθεί στις 14 Φεβρουαρίου και δυσανασχετούσε με την κηδεμονία του. Κανείς από τους Ορθόδοξους ηγεμόνες δεν μπορούσε να προσφέρει βοήθεια . Ο μεγάλος πρίγκιπας της Ρωσίας ήταν πάρα πολύ μακριά και είχε τα δικά του προβλήματα. Είχαν γίνει εκκλήσεις σ' αυτόν, αλλά μάταια . Εξάλλου η Ρωσία είχε σοκαριστεί βαθιά από την ανακήρυξη της ένωσης των Εκκλησιών. Οι ηγεμόνες της Μολδαβίας, Πέτρος Γ' και Αλέξανδρος Β', τσακώνονταν μεταξύ τους. Ο ηγεμόνας της Βλαχίας, ο Λαδίσλαος Β', ήταν υποτελής του σουλτάνου και οπωσδήποτε δεν θα κινούνταν εναντίον του χωρίς τη βοήθεια της Ουγγαρίας . Ο δεσπότης της Σερβίας Γεώργιος ήταν ακόμη πιο πειθαρχικός υποτελής και έστειλε ακόμη και ένα στρατιωτικό σώμα για να ενωθεί με το στρατό του Μωάμεθ. Οι Σέρβοι πολέμησαν γενναία για τον επικυρίαρχό τους, παρά τη συμπάθεια που αισθάνονταν για τους ομοθρήσκους τους στην Κωνσταντινούπολη . Στην Αλβανία ο Σκεντέρμπεης εξακολουθούσε να αποτελεί ένα αγκάθι στα πλευρά του σουλτάνου, αλλά οι σχέσεις του με τους Βενετούς ήταν κακές και οι Τούρκοι είχαν υποκινήσει αντίζηλους φυλάρχους εναντίον του. Κανείς από τους ηγεμόνες του Αιγαίου και τους Ιωαννίτες ιππότες δεν ήταν σε θέση να επέμβει, παρά μόνο ως μέλος ενός μεγάλου συνασπισμού. Τους δεσπότες του Μορέα κρατούσαν υπό έλεγχο οι δυνάμεις του Τουραχάν μπέη. Ο βασιλιάς της Γεωργίας και ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας αντιμετώπιζαν ο καθένας τους μεγάλες δυσκολίες να υπερασπιστούν τα σύνορά τους. Οι εμίρηδες της Ανατολίας, όσο κι αν δυσφορούσαν με το σουλτάνο, είχαν λάβει πολύ πρόσφατα μια γεύση της δύναμης του ώστε να κινηθούν πάλι εναντίον του τόσο σύντομα .
Και όμως, αν και οι κυβερνήσεις επέδειξαν αμέλεια, υπήρξαν άνδρες πρόθυμοι να πολεμήσουν για τη χριστιανοσύνη στην Κωνσταντινούπολη. Η βενετική παροικία στην πόλη προσέφερε αμέριστη υποστήριξη στον αυτοκράτορα. Σε μια συνάντηση στην οποία παρευρέθηκαν ο Κωνσταντίνος, το συμβούλιό του και ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ο Βενετός βάιλος, ο Τζιρόλαμο Μινόττο, δεσμεύθηκε να συμμετάσχει πλήρως στην άμυνα και να μεριμνήσει ώστε κανένα βενετικό πλοίο να μη φύγει από το λιμάνι χωρίς άδεια. Εγγυήθηκε επίσης ότι θα στελλόταν ένας στολίσκος από τη Βενετία και έγραψε επειγόντως εκεί ζητώντας άμεση βοήθεια. Δύο Βενετοί κυβερνήτες εμπορικών πλοίων, ο Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο και ο Αλβίζο Ντιέντο, των οποίων τα πλοία είχαν αγκυροβολήσει στον Κεράτιο κατά την επιστροφή τους από ένα ταξίδι στον Εύξεινο Πόντο, υποσχέθηκαν να παραμείνουν και να συμμετάσχουν στον αγώνα. Συνολικά έξι βενετικά πλοία και τρία από τη βενετική αποικία της Κρήτης κρατήθηκαν στο λιμάνι με τη συναίνεση των κυβερνητών τους και μετατράπηκαν σε πολεμικά, «για την τιμή του Θεού και την τιμή όλης της χριστιανοσύνης», όπως είπε υπερήφανα ο Τρεβιζάνο στον αυτοκράτορα. Μεταξύ των Βενετών που δεσμεύθηκαν να υπερασπιστούν οι ίδιοι τη μεγάλη πόλη την οποία οι πρόγονοί τους είχαν λεηλατήσει πριν από δυόμισι αιώνες ήταν πολλοί που έφεραν τα πιο επιφανή επώνυμα της Δημοκρατίας, Κορνάρο, Μοτσενίγο, Κονταρίνι και Βενιέρ. Όλοι τους επρόκειτο να καταγραφούν σε ένα τιμητικό πίνακα που συντάχθηκε από το συμπατριώτη τους, το ναυτικό γιατρό Νικολό Μπάρμπαρο, του οποίου το απέριττο ημερολόγιο παρέχει πιθανόν την πιο έντιμη περιγραφή της πολιορκίας .
Αυτοί οι Βενετοί προσέφεραν τις υπηρεσίες τους επειδή βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όταν άρχισε ο πόλεμος και ήταν πολύ έντιμοι και υπερήφανοι για να δραπετεύσουν. Υπήρχαν όμως και Γενοβέζοι που ντρέπονταν για τη δειλία της κυβέρνησής τους και οι οποίοι ήλθαν με τη θέλησή τους από την Ιταλία για να πολεμήσουν για τη χριστιανοσύνη. Μεταξύ τους ήταν ο Μαουρίτσιο Καττανέο, οι δύο αδελφοί Τζερόνιμο και Λεονάρντο ντι Λανγκάσκο, και οι τρεις αδελφοί Μποκκιάρντι, ο Πάολο, ο Αντώνιος και ο Τρωίλος, οι οποίοι εξόπλισαν και έφεραν μαζί τους με δικά τους έξοδα μια μικρή ομάδα στρατιωτών*. Στις 29 Ιανουαρίου 1453 η πόλη χάρηκε με τα νέα της άφιξης ενός διάσημου Γενοβέζου στρατιωτικού, του Ιωάννη Τζουστινιάνι Λόνγκο, ενός νέου άνδρα που ανήκε σε μια από τις μεγαλύτερες οικογένειες της Δημοκρατίας και συγγενή της ισχυρής οικογένειας των Ντόρια. Μαζί του έφερε επτακόσιους καλά εξοπλισμένους στρατιώτες, τετρακόσιους από τους οποίους είχε στρατολογήσει στη Γένοβα και τριακόσιους στη Χίο και στη Ρόδο. Ο αυτοκράτορας τον υποδέχθηκε με χαρά και του προσέφερε την επικυριαρχία της Λήμνου, εφόσον οι Τούρκοι αποκρούονταν. Είχε τη φήμη ιδιαίτερα ικανού στην υπεράσπιση οχυρωμένων πόλεων και έτσι του ανατέθηκε αμέσως η διοίκηση όλης της περιοχής των χερσαίων τειχών. Δεν έχασε καθόλου χρόνο μέχρι να αναλάβει τα καθήκοντά του, επιθεωρώντας προσεκτικά όλα τα τείχη και μεριμνώντας για την ενίσχυσή τους, όπου φαινόταν απαραίτητο. Αν και ήταν δύσκολο να πεισθούν οι Βενετοί να συνεργαστούν με ένα Γενοβέζο, η προσωπικότητά του ήταν τέτοια ώστε εξασφάλισε τη συνεργασία τους. Μετά από αίτημά του ο Τρεβιζάνο ξανάνοιξε και καθάρισε την τάφρο που εισχωρούσε από τον Κεράτιο κόλπο, μπροστά από τα τείχη των Βλαχερνών, μέχρι το σημείο όπου το έδαφος άρχιζε να υψώνεται. Πολλοί πολίτες από το Πέραν έλαβαν μέρος στην άμυνα, πιστεύοντας, όπως έγραψε αργότερα ο ποντεστά τους, ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης θα σήμαινε το τέλος της αποικίας τους .
Μερικοί στρατιώτες ανήκαν σε πιο μακρινές χώρες. Η καταλανική παροικία στην πόλη οργανώθηκε υπό τον πρόξενό της, τον Περέ Χούλια, και σ' αυτήν εντάχθηκαν και μερικοί Καταλανοί ναύτες . Από την Καστίλη κατέφθασε ένας γενναίος ευγενής, ο δον Φρανσίσκο ντε Τολέδο, που ισχυριζόταν ότι καταγόταν από την αυτοκρατορική οικογένεια των Κομνηνών, κι έτσι αποκαλούσε τον αυτοκράτορα εξάδελφό του . Στην ομάδα του Τζουστινιάνι υπήρχε ένας μηχανικός ονόματι Γιοχάνες Γκραντ, ο οποίος συνήθως περιγράφεται ως Γερμανός, αλλά που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένας Σκωτσέζος τυχοδιώκτης που είχε βρει το δρόμο προς την Ανατολή μέσω Γερμανίας . Ο Οθωμανός διεκδικητής του θρόνου, ο Ορχάν, που είχε ζήσει στην Κωνσταντινούπολη από την παιδική του ηλικία, προσέφερε στον αυτοκράτορα τις υπηρεσίες του, όπως κι εκείνες του προσωπικού του .
Το κουράγιο του Μινόττο ή του Τζουστινιάνι δεν το έδειξαν όλοι οι Ιταλοί στην πόλη. Τη νύκτα της 26ης Φεβρουαρίου επτά πλοία, έξι από την Κρήτη και ένα από τη Βενετία, υπό την ηγεσία του Πιέτρο Νταβάνζο, ξεγλίστρησαν από τον Κεράτιο κόλπο με επτακόσιους Ιταλούς επιβαίνοντες. Η φυγή τους ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για την άμυνα. Κανείς άλλος, Έλληνας ή Ιταλός, δεν ακολούθησε το παράδειγμά τους .
Όταν άρχισε η πολιορκία απέμεναν στον Κεράτιο κόλπο είκοσι έξι πλοία εξοπλισμένα για πόλεμο, εκτός από τα μικρά σκάφη και τα εμπορικά πλοία των Γενοβέζων του Πέραν, που ήταν αγκυροβολημένα κάτω από τα τείχη της αποικίας τους. Πέντε ήταν βενετικά, πέντε γενοβέζικα, τρία κρητικά, ένα από την Αγκώνα, ένα από την Καταλωνία και ένα από την Προβηγκία, ενώ δέκα ανήκαν στον αυτοκράτορα. Σχεδόν όλα ήταν πλοία με ψηλό κατάστρωμα, χωρίς κουπιά, εξαρτημένα από τα πανιά τους. Σε σύγκριση με την τουρκική αρμάδα επρόκειτο για ένα μικρό στόλο . Η δυσαναλογία σε ανθρώπινο δυναμικό στην ξηρά ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Στα τέλη Μαρτίου, όταν ο τουρκικός στρατός κινούνταν διαμέσου της Θράκης, ο Κωνσταντίνος κάλεσε το γραμματέα του το Φραντζή και του είπε να κάνει μια απογραφή όλων των ανδρών στην πόλη, περιλαμβανομένων των μοναχών, οι οποίοι ήταν ικανοί να φέρουν όπλα. Όταν ο Φραντζής προσέθεσε τους καταλόγους, διαπίστωσε ότι υπήρχαν μόνο τέσσερις χιλιάδες εννιακόσιοι ογδόντα τρεις διαθέσιμοι Έλληνες και λίγο πιο κάτω από δύο χιλιάδες ξένοι. Ο Κωνσταντίνος συγκλονίστηκε με τον αριθμό και διέταξε το Φραντζή να μην τον δημοσιοποιήσει. Αλλά και Ιταλοί μάρτυρες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα . Απέναντι στο σουλτανικό στρατό των περίπου ογδόντα χιλιάδων ανδρών και των ορδών του από ατάκτους, η μεγάλη πόλη, με τα δεκατέσσερα μίλια τειχών, έπρεπε να στηρίξει την άμυνά της σε λιγότερους από επτά χιλιάδες άνδρες.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Η πολιορκία αρχίζει
Το Πάσχα είναι η μεγαλύτερη γιορτή της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όταν κάθε Χριστιανός χαίρεται με την επίγνωση της Ανάστασης του Σωτήρα. Στην καρδιά όμως των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης υπήρχε πολύ λίγη χαρά την Κυριακή του Πάσχα του 1453, η οποία συνέπιπτε με την 1η Απριλίου. Μετά από ένα χειμώνα με πολλές καταιγίδες στο Βόσπορο ερχόταν η άνοιξη. Στους κήπους σε όλη την έκταση της πόλης τα οπωροφόρα δέντρα άνθιζαν. Τα αηδόνια γύριζαν να κελαηδήσουν στα άλση και οι πελαργοί για να κτίσουν τις φωλιές τους στις στέγες. Ο ουρανός ήταν χαραγμένος από μακριές γραμμές από αποδημητικά πουλιά που πετούσαν προς τις θερινές διαμονές τους, μακριά από στο βορρά. Αλλά η Θράκη αντηχούσε από τους ήχους ενός μεγάλου στρατού σε κίνηση, από ανθρώπους, άλογα και βόδια που έσυραν άμαξες που έτριζαν.
Οι πολίτες προσεύχονταν πολλές ημέρες να μπορέσουν τουλάχιστον να επιτελέσουν τις λειτουργίες της Μεγάλης Εβδομάδας με ηρεμία. Αυτό τους παραχωρήθηκε. Το πρώτο εχθρικό απόσπασμα έγινε ορατό τη Δευτέρα, 2 Απριλίου. Μια μικρή ομάδα υπερασπιστών έκανε έξοδο εναντίον τους, σκοτώνοντας μερικούς και τραυματίζοντας πολύ περισσότερους. Αλλά καθώς εμφανίζονταν όλο και περισσότερα τουρκικά στρατεύματα η ομάδα αποσύρθηκε μέσα στην πόλη. Ο αυτοκράτορας διέταξε να καταστραφούν οι γέφυρες της τάφρου και να κλείσουν οι πύλες της πόλης . Επιπλέον την ίδια ημέρα έδωσε εντολές να απλώσουν ένα μεγάλο φράγμα στην είσοδο του Κερατίου κόλπου. Αποτελούνταν από μια μεγάλη αλυσίδα που ήταν στερεωμένη από τη μια άκρη στον πύργο του Ευγενίου, κάτω από την ακρόπολη, και από την άλλη σε έναν πύργο στα θαλάσσια τείχη του Πέραν, και η οποία υποστηριζόταν από ξύλινους πλωτήρες. Υπεύθυνος για την εγκατάστασή της ήταν ένας Γενοβέζος μηχανικός, ο Μπαρτολομέο Σολίνγκο .
Την Πέμπτη, 5 Απριλίου, είχε φθάσει ολόκληρος ο τουρκικός στρατός έξω από τα τείχη, με επικεφαλής τον ίδιο το σουλτάνο. Προσωρινά στρατοπέδευσε σε απόσταση περίπου ενάμισι μιλίου. Την επομένη μετακίνησε τα στρατεύματά του κοντύτερα, στις τελικές τους θέσεις. Αντίστοιχα, και οι υπερασπιστές κατέλαβαν τις καθορισμένες θέσεις τους .
Η πόλη της Κωνσταντινούπολης καταλαμβάνει μια χερσόνησο με χονδρικά τριγωνικό σχήμα, με ελαφρά κυρτωμένες πλευρές. Τα χερσαία τείχη εκτείνονταν από τη συνοικία των Βλαχερνών, στον Κεράτιο, μέχρι τη συνοικία του Στουδίου, στην Προποντίδα, με μια ελαφρά κυρτή καμπύλη. Το μήκος τους ήταν περίπου τέσσερα μίλια. Τα τείχη κατά μήκος του Κερατίου είχαν μήκος περίπου τρεισήμισι μίλια και εκτείνονταν σε μια κοίλη καμπύλη από τις Βλαχέρνες μέχρι το ακρωτήριο της ακρόπολης, γνωστό σήμερα ως ακρωτήριο του σεραγιού, που αντικρίζει το Βόσπορο προς τα βόρεια. Από το ακρωτήριο της ακρόπολης μέχρι το Στούδιον μεσολαβούσε απόσταση περίπου πεντέμισι μιλίων. Τα τείχη περιτριγύριζαν την αμβλεία κορυφή της χερσονήσου η οποία αντικρίζει την είσοδο του Βοσπόρου, και στη συνέχεια ακολουθούσαν μια ελαφρά κοίλη καμπύλη κατά μήκος της ακτής της Προποντίδας. Τα τείχη κατά μήκος του Κερατίου και της Προποντίδας ήταν μονά. Κατά μήκος της Προποντίδας υψώνονταν σχεδόν κατακόρυφα επάνω από τη θάλασσα. Από αυτά ανοίγονταν ένδεκα πύλες προς το νερό, ενώ υπήρχαν και δύο μικρά οχυρωμένα λιμάνια για να διευκολύνουν τα μικρά σκάφη που δεν μπορούσαν να παρακάμψουν το ακρωτήριο για να μπουν στον Κεράτιο αντίθετα προς το βόρειο άνεμο που επικρατούσε. Με το πέρασμα των αιώνων είχε δημιουργηθεί κατά μήκος της ακτής του Κερατίου μια παραλία, η οποία τώρα ήταν γεμάτη με αποθήκες. Προς αυτήν ανοίγονταν δεκαέξι πύλες. Προκειμένου να προστατεύσει την ευπρόσβλητη συνοικία των Βλαχερνών, ο Ιωάννης Καντακουζηνός είχε κατασκευάσει στο δυτικό άκρο μια τάφρο μέσα από τις προσχώσεις η οποία εκτεινόταν ακριβώς κάτω από τα τείχη. Αυτά τα θαλάσσια τείχη ήταν σε αρκετά καλή κατάσταση. Δεν ήταν πιθανό ότι θα δέχονταν σφοδρή επίθεση. Παρόλο που οι Φράγκοι και οι Βενετοί είχαν ανοίξει το 1204 ένα πέρασμα προς το εσωτερικό της πόλης από τον Κεράτιο κόλπο, μια παρόμοια έφοδος θα ήταν εφικτή μόνο εάν ένας εχθρός είχε πλήρη έλεγχο του λιμανιού. Γύρω από την απόληξη της πόλης το ρεύμα ήταν πολύ γρήγορο ώστε αποβατικά σκάφη να μην μπορούν να προσεγγίσουν εύκολα στη βάση των τειχών, ενώ ξέρες και ύφαλοι παρείχαν πρόσθετη προστασία στα τείχη της Προποντίδας.
Η κύρια επίθεση αναμενόταν κατά μήκος των χερσαίων τειχών. Στο βόρειο άκρο η συνοικία των Βλαχερνών προεξείχε από την κύρια γραμμή. Αρχικά αποτελούσε προάστειο, αλλά τον έβδομο αιώνα είχε περιτειχιστεί με ένα μονό τείχος. Αυτό είχε επισκευαστεί τον ένατο και το δωδέκατο αιώνα και είχε ενισχυθεί με τις οχυρώσεις του αυτοκρατορικού παλατιού το οποίο είχε κτίσει επάνω του ο Μανουήλ Α'. Στο χαμηλότερο άκρο του προστατευόταν από την τάφρο του Ιωάννη Καντακουζηνού, η οποία φαίνεται ότι περιέβαλλε τη γωνία όπου τα τείχη έφθαναν στον Κεράτιο κόλπο, μέχρι την αρχή μιας απότομης πλαγιάς, στην οποία ανέβαινε το τείχος προτού κάνει στροφή σε ορθή γωνία για να συναντήσει την κύρια γραμμή των τειχών. Σ' αυτό ανοίγονταν δύο πύλες, γνωστές ως πύλες της Καλιγαρίας και των Βλαχερνών, και μια μικρή πύλη, η οποία είχε κλειστεί, ονόματι Κερκόπορτα, στη γωνία όπου ενωνόταν με το παλιό Θεοδοσιανό τείχος. Το Θεοδοσιανό τείχος, που είχε ανεγερθεί από τον έπαρχο Ανθέμιο κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Θεοδοσίου Β', εκτεινόταν από αυτό το σημείο σε μια αδιάσπαστη γραμμή μέχρι την Προποντίδα. Ήταν ένα τριπλό τείχος. Στην εξωτερική πλευρά υπήρχε ένα βαθύ χαντάκι, μια τάφρος, πλάτους περίπου εξήντα ποδιών, τμήματα της οποίας ήταν δυνατό να πλημμυριστούν, εφόσον υπήρχε ανάγκη. Στο εσωτερικό της τάφρου βρισκόταν ένα χαμηλό οδοντωτό πρόχωμα, πίσω από το οποίο υπήρχε ένα πέρασμα με άνοιγμα περίπου σαράντα με πενήντα πόδια, που διέτρεχε όλο το μήκος των τειχών και ήταν γνωστό ως Περίβολος. Έπειτα υψωνόταν το τείχος που συνήθως περιγράφεται ως εξωτερικό τείχος, ύψους περίπου εικοσιπέντε ποδιών, με τετράγωνους πύργους κατά μήκος του σε διαστήματα που ποίκιλλαν από πενήντα έως εκατό γιάρδες. Στο εσωτερικό του υπήρχε άλλος ένας χώρος, γνωστός ως Παρατείχιον, που ποίκιλλε σε πλάτος μεταξύ σαράντα και εξήντα ποδιών. Έπειτα υψωνόταν το εσωτερικό τείχος, με ύψος περίπου σαράντα ποδιών, με πύργους, άλλους τετράγωνους και άλλους οκταγωνικούς, ύψους περίπου εξήντα ποδιών, κατανεμημένους κατά τρόπο ώστε να καλύπτουν τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των πύργων του εξωτερικού τείχους. Σ' αυτή η γραμμή των τειχών ανοιγόταν ένας αριθμός πυλών μερικές από τις οποίες χρησιμοποιούσε ο πολύς κόσμος, ενώ άλλες ήταν προορισμένες μόνο για το στρατό. Στην παραλία της Προποντίδας υπήρχε μια μικρή πύλη. Έπειτα, προς τα βόρεια, υπήρχε η Χρυσή πύλη, που θεωρούνταν η πρώτη στρατιωτική πύλη και η οποία χρησιμοποιούνταν παραδοσιακά από τον αυτοκράτορα όταν έκανε τελετουργική είσοδο στην πόλη. Στη συνέχεια ήταν η δεύτερη στρατιωτική πύλη, έπειτα η πύλη των Πηγών για το κοινό, τώρα γνωστή ως πύλη της Σηλυβρίας. Κοντά της βρισκόταν η τρίτη στρατιωτική πύλη. Τώρα το έδαφος υψωνόταν, προς την πύλη του Ρηγίου και, πιο κάτω, την τέταρτη στρατιωτική πύλη. Η πύλη του Αγίου Ρωμανού, η σημερινή Τοπ Καπουσί, βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της ράχης. Στη συνέχεια το έδαφος έπεφτε περίπου εκατό πόδια στην κοιλάδα του μικρού ποταμού Λύκου, ο οποίος περνούσε μέσω ενός μικρού οχετού κάτω από τα τείχη, διακόσιες γιάρδες νότια της πέμπτης στρατιωτικής πύλης. Αυτή η πύλη, η οποία συνεπώς βρισκόταν στο βαθύτερο σημείο της κοιλάδας, ήταν γνωστή στους Βυζαντινούς ως πύλη της Αγίας Κυριακής, από το όνομα μιας παρακείμενης εκκλησίας. Φαίνεται όμως ότι η κοινή ονομασία της ήταν στρατιωτική πύλη του Αγίου Ρωμανού, και οι συγγραφείς που περιγράφουν την πολιορκία συνεχώς τη συγχέουν με την πύλη του Αγίου Ρωμανού για το κοινό. Από εκεί το έδαφος υψωνόταν και πάλι προς μια άλλη ράχη, στην κορυφή της οποίας βρισκόταν η Χαρίσια πύλη, η σημερινή πύλη της Αδριανούπολης. Το τμήμα των τειχών που διέσχιζε την κοιλάδα του Λύκου ήταν γνωστό ως Μεσοτείχιον και θεωρούνταν πάντα το πιο ευάλωτο σημείο τους. Η Χαρίσια πύλη μερικές φορές αποκαλούνταν Πολυάνδριον και το τμήμα των τειχών που εκτεινόταν κατά μήκος της ράχης μέχρι την πύλη του Ξυλοκέρκου, ακριβώς πριν από την ένωση με το τείχος των Βλαχερνών, ήταν γνωστό ως Μυριάνδριον .
Όταν ο σουλτάνος Μουράτ επιτέθηκε στην πόλη το 1422, οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν την άμυνά τους στο εξωτερικό τείχος, το οποίο οι Τούρκοι δεν κατόρθωσαν να διασπάσουν. Ο Τζουστινιάνι και ο αυτοκράτορας συμφώνησαν, υπολογίζοντας τα λίγα στρατεύματα που είχαν στη διάθεσή τους, ότι αυτή θα ήταν και πάλι η σωστή στρατηγική. Το εσωτερικό τείχος δεν ήταν δυνατό να επανδρωθεί ταυτόχρονα, αν και από τους πύργους του μπορούσαν να εκτοξεύονται βαρύτερα βλήματα. Οι ζημιές που είχαν προκληθεί στο εξωτερικό τείχος είχαν σε μεγάλο βαθμό επισκευαστεί στη διάρκεια των επόμενων ετών και ο Τζουστινιάνι ανέλαβε προσωπικά να φροντίσει να ολοκληρωθούν οι επισκευές. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, που έβλεπε τον εαυτό του ως ειδικό στη στρατηγική, δήλωσε αργότερα ότι όλοι οι στρατιωτικοί ειδικοί έκαναν λάθος: έπρεπε να υπερασπιστούν το εσωτερικό τείχος. Αυτό όμως, προσθέτει με τυπική κακεντρέχεια εναντίον των Ελλήνων, δεν είχε επισκευαστεί σωστά, γιατί τα χρήματα που είχαν διατεθεί γι' αυτό το σκοπό τα είχαν καταχραστεί δύο Έλληνες, τους οποίους αποκαλεί Ιάγαρο και μοναχό Νεόφυτο. Επρόκειτο για τερατώδη λίβελο. Ο Ιάγαρος, του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Μανουήλ Παλαιολόγος Ίαγρος, ήταν συγγενής του αυτοκράτορα και ένας αξιοσέβαστος πολιτικός του οποίου το όνομα στην πραγματικότητα εμφανίζεται σε αρκετές επιγραφές σε σημεία όπου τα τείχη έχουν επισκευαστεί με προσοχή. Εκείνη την εποχή υπήρχε ένας πολύ γνωστός μοναχός Νεόφυτος, φίλος του αυτοκράτορα αλλά εχθρός της ένωσης. Τώρα ζούσε ήσυχα και με ευλάβεια στη μονή Χαρσιανίτου και δεν συμμετείχε στις δημόσιες υποθέσεις. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς με ποιο τρόπο θα μπορούσε να παρεμβληθεί σε μια κατασκευαστική εργολαβία. Αλλά ο αρχιεπίσκοπος πίστευε ότι δεν υπήρχε τερατούργημα το οποίο δεν ήταν ικανός να διαπράξει ο σχισματικός κλήρος .
Στις 5 Απριλίου οι υπερασπιστές κατέλαβαν τις θέσεις τις οποίες τους είχε καθορίσει ο αυτοκράτορας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας κατέλαβε με τα καλύτερα ελληνικά στρατεύματά του το Μεσοτείχιον, όπου το τείχος διέσχιζε την κοιλάδα του Λύκου. Ο Τζουστινιάνι και οι Γενοβέζοι του μετακινήθηκαν πιο κάτω για να ενωθούν μαζί του σ' εκείνο το σημείο, και το Μυριάνδριον καταλήφθηκε από τους αδελφούς Μποκκιάρντι και τους άνδρες τους. Ο Βενετός βάιλος, ο Μινόττο, και οι επιτελείς του εγκαταστάθηκαν στα αυτοκρατορικά ανάκτορα στις Βλαχέρνες και ήταν υπεύθυνοι για την άμυνά τους, με πρωταρχική αποστολή τον καθαρισμό και το ξαναγέμισμα της τάφρου. Ένας ηλικιωμένος συμπατριώτης τους, ο Τεόντορο Καρίστο, φρόντιζε για το τμήμα των τειχών μεταξύ της πύλης της Καλιγαρίας και του Θεοδοσιανού τείχους. Οι αδελφοί Λανγκάσκο, με τον αρχιεπίσκοπο Λεονάρδο, είχαν εγκατασταθεί πίσω από την τάφρο στο σημείο που κατέληγε στον Κεράτιο κόλπο. Αριστερά από τον αυτοκράτορα βρισκόταν ο Καττανέο με τα γενοβέζικα στρατεύματά του και δίπλα του ο συγγενής του αυτοκράτορα, ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, φυλώντας την πύλη των Πηγών με ελληνικά στρατεύματα. Ο Βενετός Φίλιππος Κονταρίνι ήταν υπεύθυνος για το τμήμα από την πύλη των Πηγών μέχρι τη Χρυσή πύλη, την οποία υπεράσπιζε ένας Γενοβέζος ονόματι Μανουήλ. Αριστερά του, δίπλα στη θάλασσα, ήταν ο Δημήτριος Καντακουζηνός.
Τα θαλάσσια τείχη ήταν επανδρωμένα πιο αραιά. Ο Ιάκωβος Κονταρίνι ήταν υπεύθυνος για το Στούδιον. Δίπλα του, κατά μήκος ενός τμήματος που δεν ήταν πιθανό ότι θα δεχόταν επίθεση, τα τείχη φυλάσσονταν από Έλληνες μοναχούς οι οποίοι μάλλον έπρεπε να φρουρούν και να καλέσουν ενισχύσεις εάν παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη. Κοντά τους, στο λιμάνι του Ελευθερίου ήταν ο πρίγκιπας Ορχάν και οι Τούρκοι του. Στο ανατολικό άκρο της παραλίας της Προποντίδας, κάτω από τον Ιππόδρομο και το παλαιό Ιερό Παλάτιο, ήταν οι Καταλανοί υπό τον Περέ Χούλια. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος είχε εγκατασταθεί με διακόσιους άνδρες στο ακρωτήριο της ακρόπολης. Οι ακτές του Κερατίου φυλάσσονταν από Βενετούς και Γενοβέζους ναύτες υπό την ηγεσία του Γκαμπριέλε Τρεβιζάνο, ενώ στο συμπατριώτη του, τον Αλβίζο Ντιέντο, είχε παραχωρηθεί η διοίκηση των πλοίων στο λιμάνι. Δύο αποσπάσματα με εφεδρείες παρέμεναν μέσα στην πόλη, ένα υπό την ηγεσία του μεγάλου δούκα Λουκά Νοταρά, που στάθμευε στη συνοικία της Πέτρας, κοντά και πίσω από τα χερσαία τείχη, με έναν αριθμό κινητών πυροβόλων, και το άλλο, υπό το Νικηφόρο Παλαιολόγο, κοντά στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, στην κεντρική ράχη. Δέκα πλοία αποσπάστηκαν από το στόλο για να υπηρετήσουν κοντά στο φράγμα. Πέντε από αυτά ήταν γενοβέζικα, τρία κρητικά, ένα από την Αγκώνα και ένα ελληνικό. Εδώ η ηγεσία ανατέθηκε σε ένα Γενοβέζο, μάλλον στο Σολίνγκο, που είχε εγκαταστήσει το φράγμα. Ήταν ουσιώδες να έχουν κάποιον εκεί που θα διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Γενοβέζους του Πέραν, καθώς η αλυσίδα ήταν προσαρμοσμένη κατά το ένα άκρο στα τείχη τους. Γενικά ο αυτοκράτορας φαίνεται ότι προσπάθησε να αναμίξει τα ελληνικά, τα βενετικά και τα γενοβέζικα στρατεύματά του, ώστε να διαπιστώσουν την αλληλεξάρτησή τους και να αποφύγουν τις εθνικιστικές έριδες .
Η άμυνα είχε επάρκεια εφοδιασμού με ακόντια, βέλη, μερικές μικρές βομβάρδες και με βαλλίστρες για να ρίχνουν πέτρες. Στην πόλη υπήρχαν και μερικά κανόνια, αλλά αποδείχθηκαν περιορισμένης αξίας. Υπήρχε έλλειψη από θειάφι γι' αυτά, και διαπιστώθηκε ότι όταν εκπυρσοκροτούσαν από τα τείχη και τους πύργους, όπως ήταν απαραίτητο προκειμένου τα βλήματά τους να φθάνουν στις εχθρικές γραμμές, οι κραδασμοί κατέστρεφαν τις οχυρώσεις*. Οι στρατιώτες φαίνεται ότι διέθεταν καλή αμυντική θωράκιση, καλύτερη από εκείνη των περισσότερων τουρκικών στρατευμάτων .
Το πρωί της 6ης Απριλίου οι στρατιώτες ήταν στις θέσεις τους και οι φρουρές στα τείχη μπορούσαν να δουν τον τουρκικό στρατό να καταλαμβάνει τις δικές του θέσεις. Ο σουλτάνος είχε ήδη αποσπάσει ένα μεγάλο τμήμα του στρατού του, υπό το Ζαγανός πασά, στη βόρεια ακτή του Κερατίου κόλπου, όπου απλώθηκε επάνω στους λόφους του Βοσπόρου, απομονώνοντας με αυτό τον τρόπο το Πέραν και παρατηρώντας κάθε κίνηση που θα έκαναν οι Γενοβέζοι εκεί. Επάνω από το βαλτώδες έδαφος στο μυχό του κόλπου κατασκευάστηκε ένας δρόμος, ώστε ο Ζαγανός πασάς να επικοινωνεί γρήγορα με τις κύριες δυνάμεις. Απέναντι από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, από τον Κεράτιο μέχρι τη Χαρίσια πύλη επάνω στο λόφο, τοποθετήθηκαν τα τακτικά ευρωπαϊκά σώματα του στρατού, υπό τον Καρατζά πασά, που είχε στη διάθεσή του έναν αριθμό από βαριά κανόνια, για χρήση εναντίον του μονού τείχους των Βλαχερνών, και ειδικά εναντίον της ευάλωτης γωνίας όπου το τείχος ενωνόταν με το Θεοδοσιανό τείχος. Από τις νότιες πλαγιές της κοιλάδας του Λύκου μέχρι την Προποντίδα ήταν τα τακτικά στρατεύματα της Ανατολίας, υπό τον Ισάκ πασά, τον οποίο βοηθούσε (χωρίς αμφιβολία επειδή ο σουλτάνος δεν τον εμπιστευόταν απόλυτα) ο Μαχμούτ πασάς, ένας εξωμότης κατά το ήμισυ Έλληνας και κατά το ήμισυ Σλάβος που καταγόταν από την παλιά αυτοκρατορική οικογένεια των Αγγέλων και ο οποίος εξελισσόταν στον πιο στενό φίλο και σύμβουλο του σουλτάνου. Ο ίδιος ο σουλτάνος ανέλαβε την ηγεσία του τμήματος της κοιλάδας του Λύκου απέναντι στο Μεσοτείχιον. Έστησε τη χρυσοκόκκινη σκηνή του περίπου ένα τέταρτο του μιλίου από τα τείχη. Μπροστά της ήταν οι γενίτσαροί του και άλλα επίλεκτα συντάγματα, μαζί με τα καλύτερα κανόνια του, συμπεριλαμβανομένου του μεγάλου αριστουργήματος του Ουρβανού. Οι βαζιβουζούκοι ήταν στρατοπεδευμένοι σε διάφορες ομάδες ακριβώς πίσω από τις κύριες γραμμές, έτοιμοι να μετακινηθούν οπουδήποτε θα υπήρχε ανάγκη. Μπροστά από τις θέσεις τους, σε όλο το μήκος των τειχών, οι Τούρκοι έσκαψαν ένα χαράκωμα που ενισχυόταν από μια έπαλξη από χώμα. Στην κορυφή της ύψωσαν ένα χαμηλό ξύλινο φράχτη, σε τακτικά διαστήματα του οποίου ανοίγονταν μικρές πόρτες .
Ο στόλος, υπό το Μπαλτόγλου, είχε λάβει διαταγές να φροντίσει να μη φθάσουν καθόλου προμήθειες στην πόλη από τη θάλασσα. Κατά μήκος των ακτών της Προποντίδας υπήρχε μια συνεχής περιπολία, ώστε κανένα μικρό σκάφος να μη μπορεί να προσεγγίσει τα μικρά λιμάνια που ήταν εκεί. Αλλά η κύρια αποστολή του Μπαλτόγλου ήταν να ανοίξει δρόμο διαμέσου του φράγματος που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στο Βόσπορο, κοντά στην αποβάθρα που ήταν γνωστή ως Διπλοκιόνιο, όπου τώρα βρίσκεται το ανάκτορο του Ντολμά Μπαχτσέ. Εκεί ενώθηκε μαζί του δέκα ημέρες μετά την έναρξη της πολιορκίας ένας αριθμός από μεγάλα πλοία από τα λιμάνια της βόρειας Ανατολίας, όλα τους εφοδιασμένα με βαριά κανόνια .
Μόλις ο αυτοκράτορας είδε τα τουρκικά στρατεύματα να συγκεντρώνονται μπροστά στα τείχη, πρότεινε στον Τρεβιζάνο οι ναύτες του, η δύναμη των οποίων έφθανε περίπου τους χίλιους, να παρελάσουν ντυμένοι με τις χαρακτηριστικές στολές τους, σε όλο το μήκος των τειχών, ώστε ο σουλτάνος να είναι απόλυτα βέβαιος ότι μεταξύ των εχθρών του βρίσκονταν και Βενετοί. Οι Βενετοί συμφώνησαν με ευχαρίστηση . Ο σουλτάνος, από την πλευρά του, συμμορφούμενος με τον ισλαμικό νόμο, έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στην πόλη, υπό τη σημαία της ανακωχής. Έλεγε ότι, όπως επέβαλλε ο νόμος, θα χάριζε τη ζωή στους πολίτες και δεν θα πείραζε ούτε τις οικογένειές τους ούτε τις περιουσίες τους, εάν παραδίδονταν σ' αυτόν με τη θέλησή τους. Διαφορετικά δεν θα τους έδειχναν κανέναν οίκτο. Αλλά οι πολίτες δεν είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του, ούτε άλλωστε θα εγκατέλειπαν τώρα τον αυτοκράτορά τους .
Μόλις τελείωσε αυτή η τυπική διαδικασία και τα κανόνια τοποθετήθηκαν στις θέσεις τους, οι Τούρκοι άρχισαν τις εχθροπραξίες με έναν ισχυρό κανονιοβολισμό των τειχών. Το σούρουπο εκείνης της πρώτης ημέρας, της 6ης Απριλίου, ένα τμήμα των τειχών κοντά στη Χαρίσια πύλη είχε υποστεί σοβαρές ζημιές, και ένας συνεχής βομβαρδισμός την επόμενη ημέρα το γκρέμισε σε ερείπια. Αλλά όταν έπεσε η νύκτα οι υπερασπιστές κατόρθωσαν να κάνουν επαρκείς επισκευές. Έπειτα ο Μωάμεθ αποφάσισε να περιμένει μέχρις ότου μπορέσει να φέρει περισσότερα κανόνια για να προσβάλει τα ασθενέστερα τμήματα των τειχών. Στο μεταξύ οι στρατιώτες του διατάχθηκαν να ξεκινήσουν εργασίες για να παραγεμίσουν τη μεγάλη τάφρο, ώστε να είναι σε θέση να προελάσουν αμέσως για να καταλάβουν οποιοδήποτε ρήγμα θα έκανε το πυροβολικό. Διέταξε επίσης να αναληφθούν υπονομευτικές εργασίες εναντίον των τμημάτων των τειχών όπου το έδαφος φαινόταν κατάλληλο. Ταυτόχρονα ο Μπαλτόγλου διατάχθηκε να δοκιμάσει την άμυνα του φράγματος. Τα πλοία του έκαναν την πρώτη επίθεση εκεί πιθανόν την 9η Απριλίου. Δεν είχαν επιτυχία, και ο Μπαλτόγλου αποφάσισε να περιμένει την άφιξη της μοίρας του Ευξείνου .
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αναμονής ο σουλτάνος πήρε μερικά από τα καλύτερα στρατεύματά του και μερικά κανόνια για να επιτεθεί σε δύο μικρά φρούρια έξω από τα τείχη, τα οποία εξακολουθούσαν να αντιστέκονται για λογαριασμό του αυτοκράτορα. Το ένα ήταν στα Θεραπειά, σε ένα λόφο επάνω από το Βόσπορο, το άλλο στο χωριό του Στουδίου, κοντά στην ακτή της Προποντίδας. Το φρούριο στα Θεραπειά άντεξε δύο ημέρες, μέχρις ότου τα τείχη του θρυμματίστηκαν από τους κανονιοβολισμούς και το μεγαλύτερο μέρος της φρουράς του σκοτώθηκε. Οι επιζώντες, σαράντα στον αριθμό, παραδόθηκαν τότε χωρίς όρους. Θανατώθηκαν όλοι τους με ανασκολοπισμό. Το μικρότερο φρούριο στο Στούδιο κατεδαφίστηκε σε μερικές ώρες. Οι τριανταέξι επιζώντες από τη φρουρά αιχμαλωτίστηκαν στα ερείπια και παρομοίως ανασκολοπίστηκαν. Αυτό έγινε σε ορατή απόσταση από τα τείχη, ώστε οι πολίτες να δουν τι θα πάθαιναν όσοι αντιστέκονταν στο σουλτάνο. Στο μεταξύ ο Μπαλτόγλου στάλθηκε να καταλάβει τα Πριγκιπόνησα, στην Προποντίδα. Μόνο στο μεγαλύτερο από τα νησιά, την Πρίγκιπο, έγινε κάποια απόπειρα αντίστασης. Εκεί, στην κορυφή ενός λόφου δίπλα στο κύριο μοναστήρι του νησιού, υπήρχε ένας συμπαγής πύργος, κτισμένος από τους μοναχούς ως καταφύγιο εναντίον των πειρατών, πιθανόν την περίοδο κατά την οποία η Καταλανική Εταιρεία έκανε επιδρομές στην αυτοκρατορία. Η μικρή φρουρά του από τριάντα άνδρες αρνήθηκε τώρα να παραδοθεί. Ο Μπαλτόγλου είχε φέρει μαζί του μερικά κανόνια, αλλά τα βλήματα δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα επάνω στην παχιά λιθοδομή. Έτσι, μόλις ο άνεμος έγινε ευνοϊκός, μάζεψε χαμόκλαδα τα οποία έβαλε κοντά στα τείχη και τους άναψε φωτιά, προσθέτοντας θειάφι και πίσσα. Σύντομα οι φλόγες περικύκλωσαν το κτίριο. Μερικοί από τους υπερασπιστές χάθηκαν μέσα στα τείχη, ενώ όσοι δραπέτευσαν μέσα από τις φλόγες πιάστηκαν και θανατώθηκαν. Έπειτα ο Μπαλτόγλου μάζεψε όλους τους άμαχους κατοίκους του νησιού και τους πούλησε για σκλάβους, για να τους τιμωρήσει που επέτρεψαν να προβληθεί αντίσταση στο έδαφός τους .
Στις 11 Απριλίου ο σουλτάνος βρισκόταν και πάλι στη σκηνή του μπροστά στα τείχη και όλα τα μεγάλα κανόνια είχαν τοποθετηθεί σύμφωνα με τις προτιμήσεις του. Την επομένη άρχισε ο βομβαρδισμός, για να διαρκέσει με αμείωτη μονοτονία για περισσότερο από έξι εβδομάδες. Τα κανόνια ήταν δύσχρηστα. Ήταν δύσκολο να παραμένουν στη θέση τους, επάνω στις πλατφόρμες από σανίδες και χαλίκια. Γλιστρούσαν συνεχώς στη λάσπη που είχε δημιουργηθεί από τις βροχές του Απριλίου. Τα μεγαλύτερα από αυτά, συμπεριλαμβανομένου του τέρατος του Ουρβανού, απαιτούσαν τόση προσοχή, ώστε μπορούσαν να πυροβολούν μόνο επτά φορές την ημέρα. Κάθε μία όμως από αυτές τις βολές προξενούσε τεράστιες ζημιές. Τα βλήματα, που προέρχονταν μόλις από την άλλη πλευρά της τάφρου, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού και με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, έσπαγαν σε χίλια κομμάτια καθώς χτυπούσαν τα τείχη, και η τειχοποιία δεν μπορούσε να αντέξει. Οι υπερασπιστές αποπειράθηκαν να μειώσουν την πρόσκρουσή τους κρεμώντας επάνω από τα τείχη κομμάτια από δέρμα και μπάλες από μαλλί, αλλά με περιορισμένα αποτελέσματα. Σε λιγότερο από μία εβδομάδα το εξωτερικό τείχος διαμέσου της κοιλάδας του Λύκου είχε καταστραφεί εντελώς σε πολλά σημεία και η τάφρος μπροστά του είχε γεμίσει σε μεγάλη έκταση, ώστε το έργο
της επισκευής να είναι πολύ δύσκολο. Παρά ταύτα ο Τζουστινιάνι και οι βοηθοί του κατόρθωσαν να υψώσουν ένα φράκτη από πασσάλους. Άνδρες, αλλά και γυναίκες από την πόλη έρχονταν κάθε βράδυ όταν σκοτείνιαζε με σανίδες, βαρέλια και σακιά από χώμα. Ο φράχτης ήταν κατασκευασμένος κυρίως από ξύλα, με βαρέλια γεμάτα με χώμα τοποθετημένα επάνω του ώστε να χρησιμεύουν ως επάλξεις. Ήταν ετοιμόρροπος και εύθραυστος, αλλά τουλάχιστον παρείχε κάποια προστασία για τους αμυνόμενους .
Στο φράγμα του λιμανιού τα πράγματα ήταν καλύτερα. Στις 12 Απριλίου, μόλις έφθασαν οι ενισχύσεις του από τον Εύξεινο Πόντο, ο Μπαλτόγλου έφερε τα μεγαλύτερα πλοία του προς την αλυσίδα. Καθώς πλησίαζε οι τοξότες του εξαπέλυσαν ένα χαλάζι από βέλη εναντίον των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει για να τη φυλάνε και τα κανόνια του έριξαν τα βλήματά τους. Έπειτα, καθώς πλησίαζαν, οι πεζοναύτες του εκτόξευσαν αναμμένους πυρσούς στα χριστιανικά πλοία, ενώ άλλοι προσπαθούσαν να κόψουν τα σχοινιά των αγκυρών τους και άλλοι να ανεβούν επάνω τους με σιδερένια άγκιστρα και σκάλες. Είχαν περιορισμένη επιτυχία. Τα βλήματα των κανονιών δεν μπορούσαν να διαγράψουν τέτοια ανοδική τροχιά ώστε να βλάψουν τις ψηλές χριστιανικές γαλέρες. Ο Μέγας Δουξ Λουκάς Νοταράς είχε σταλεί με τις ενισχύσεις του για να βοηθήσει στην άμυνα η οποία ήταν οργανωμένη καλά. Κάδοι με νερό, μεταφερόμενοι με αλυσίδες ανδρών, έσβηναν τις φωτιές. Τα βέλη και τα ακόντια των Χριστιανών, που εκτοξεύονταν από το μεγαλύτερο ύψος των καταστρωμάτων και των γεφυρών, ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά από εκείνα των Τούρκων, και οι πετροβόλες μηχανές τους προξενούσαν μεγάλες ζημιές. Ενθαρρυμένος από τις επιτυχίες του και βοηθούμενος από θαλασσοπόρους πιο ικανούς από εκείνους των εχθρών, ο χριστιανικός στόλος άρχισε να κινείται για να περικυκλώσει τα τουρκικά πλοία που βρίσκονταν πλησιέστερα στο φράγμα. Προκειμένου να τα σώσει ο Μπαλτόγλου σταμάτησε την επίθεση και έπλευσε πίσω στο αγκυροβόλιό του, κοντά στο Διπλοκιόνιο .
Η ήττα ταπείνωσε το σουλτάνο. Το δραστήριο πνεύμα του διέβλεψε αμέσως ότι εάν τα κανόνια του δεν μπορούσαν να σκοπεύσουν ψηλότερα, δεν θα είχαν μεγάλη αξία εναντίον των ψηλών πλοίων των Χριστιανών. Τα χυτήριά του έλαβαν διαταγές να βελτιώσουν τα σχέδιά τους. Ήταν δύσκολος ο υπολογισμός της αναγκαίας τροχιάς. Μετά όμως από μερικές ημέρες έκαναν βελτιώσεις που ικανοποίησαν το σουλτάνο. Ένα κανόνι με ψηλότερη τροχιά τοποθετήθηκε ακριβώς πέρα από το ακρωτήριο του Γαλατά και άρχισε να πυροβολεί εναντίον των πλοίων που ήταν αγκυροβολημένα κατά μήκος του φράγματος. Η πρώτη βολή απέτυχε, αλλά η δεύτερη προσγειώθηκε ακριβώς στο κέντρο μιας γαλέρας και τη βύθισε, με σημαντικές απώλειες ζωών. Τα χριστιανικά πλοία αναγκάστηκαν να παραμείνουν πίσω από το φράγμα, όπου τα τείχη του Πέραν προσέφεραν προστασία.
Ο Μωάμεθ όμως διατηρούσε περισσότερες ελπίδες στην ξηρά. Υπολόγισε ότι οι ζημιές που προκαλούνταν στα χερσαία τείχη θα του επέτρεπαν να πάρει την πόλη χωρίς να αναγκαστεί να παραβιάσει το φράγμα. Στις 18 Απριλίου, δύο ώρες μετά τη δύση, διέταξε επίθεση εναντίον του Μεσοτειχίου. Με το φως των πυρσών, με τα τύμπανά τους να κτυπούν και τα κύμβαλα να κροταλίζουν, κραυγάζοντας τις πολεμικές κραυγές τους, αποσπάσματα βαριά οπλισμένων πεζών, ακοντιστών, τοξοτών και πεζών της φρουράς των γενιτσάρων όρμησαν προς το φράχτη επάνω από την παραγεμισμένη τάφρο. Κουβαλούσαν πυρσούς για να βάλουν φωτιά στις ξύλινες σανίδες από τις οποίες ήταν φτιαγμένος, και στις άκρες των λογχών τους είχαν προσαρμόσει γάντζους με τους οποίους θα γκρέμιζαν τα βαρέλια με το χώμα που ήταν επάνω του. Μερικοί είχαν σκάλες για να τις βάλουν στα σημεία του τείχους που στέκονταν ακόμη όρθια. Η σύγκρουση ήταν συγκεχυμένη. Στο στενό χώρο στον οποίο είχε εκδηλωθεί η επίθεση η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν χωρίς σημασία, ενώ η θωράκιση των Χριστιανών ήταν πιο αποτελεσματική από εκείνη των Τούρκων και τους επέτρεπε να διακινδυνεύουν με μεγαλύτερη τόλμη. Επικεφαλής ήταν ο Τζουστινιάνι και απέδειξε την αξία του ως ηγέτης. Έλληνες και Ιταλοί εμπνέονταν από την ενεργητικότητα και το θάρρος του και τον υποστήριζαν πιστά. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας δεν ήταν παρών. Φοβήθηκε ότι επρόκειτο για επίθεση σε όλο το μήκος της γραμμής των τειχών και έσπευσε να κάνει επιθεώρηση για να διαπιστώσει εάν ήταν όλοι προετοιμασμένοι.
Ο αγώνας διήρκεσε τέσσερις ώρες. Έπειτα οι Τούρκοι ανακλήθηκαν πίσω στις γραμμές τους. Ο Βενετός Μπάρμπαρο υπολόγισε ότι είχαν χάσει περίπου διακόσιους άνδρες. Ούτε ένας Χριστιανός δεν είχε σκοτωθεί .
Η αποτυχία αυτής της πρώτης επίθεσης εναντίον των τειχών, που ήλθε τόσο γρήγορα μετά την αποτυχία της επίθεσης εναντίον του φράγματος, έδωσε νέα αυτοπεποίθηση στους υπερασπιστές. Αν και ο βομβαρδισμός συνεχίστηκε ακατάπαυστα, βάλθηκαν να επισκευάζουν τα τείχη με νέο ενθουσιασμό. Εάν η βοήθεια από τον έξω κόσμο έφθανε σύντομα, η πόλη θα μπορούσε ακόμη να σωθεί.
Μετά από δύο ημέρες οι ελπίδες τους τονώθηκαν ακόμη περισσότερο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Η απώλεια του Κερατίου κόλπου
Στη διάρκεια των πρώτων δύο εβδομάδων του Απριλίου ο άνεμος φυσούσε δυνατά από το βορρά. Οι τρεις γενοβέζικες γαλέρες που είχε μισθώσει ο πάπας και τις είχε γεμίσει με όπλα και προμήθειες ήταν αποκλεισμένες στη Χίο από τις καταιγίδες. Στις 15 Απριλίου ο άνεμος άλλαξε ξαφνικά σε νοτιά και τα πλοία απέπλευσαν αμέσως για τα Δαρδανέλλια. Καθώς πλησίαζαν στα Στενά ενώθηκε μαζί τους ένα μεγάλο αυτοκρατορικό μεταγωγικό, κατάφορτο με σιτάρι που είχαν αγοράσει οι πρεσβευτές του αυτοκράτορα στη Σικελία, υπό τη διακυβέρνηση ενός έμπειρου ναυτικού ονόματι Φλαντανελά. Τα Δαρδανέλλια ήταν αφύλακτα, καθώς ολόκληρος ο τουρκικός στόλος βρισκόταν τώρα έξω από την Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία έπλευσαν γρήγορα προς την Προποντίδα. Το πρωί της Παρασκευής, 20 Απριλίου, σκοποί στα θαλάσσια τείχη τα είδαν να πλησιάζουν προς την πόλη. Τα είδαν επίσης και οι Τούρκοι φρουροί που έσπευσαν να πληροφορήσουν το σουλτάνο. Εκείνος πήδησε στο άλογό του και κάλπασε πάνω από τους λόφους για να δώσει οδηγίες στο Μπαλτόγλου. Ο ναύαρχος διατάχθηκε να συλλάβει τα πλοία, εφόσον αυτό ήταν δυνατό, διαφορετικά να τα βυθίσει. Δεν έπρεπε να τους επιτραπεί να φθάσουν στην πόλη για κανένα λόγο. Εάν αποτύγχανε σ' αυτή την αποστολή δεν έπρεπε να επιστρέψει ζωντανός.
Ο Μπαλτόγλου ετοίμασε τα πλοία αμέσως. Αποφάσισε να μη χρησιμοποιήσει τα πλοία που είχαν μόνο πανιά, καθώς δεν μπορούσαν να κινηθούν αντίθετα με το δυνατό νότιο άνεμο. Όλος ο υπόλοιπος στόλος του θα ενωνόταν μαζί του. Ο σουλτάνος είχε φέρει μαζί του μερικούς από τους καλύτερους στρατιώτες του.
Αυτοί επιβιβάστηκαν στα μεγαλύτερα μεταγωγικά. Μερικά πλοία ήταν εξοπλισμένα με κανόνια. Άλλα προστατεύονταν με την ανύψωση μικρών και μεγάλων ασπίδων. Μέσα σε δύο ή τρεις ώρες η μεγάλη αρμάδα ξεκίνησε, προωθούμενη από χιλιάδες κουπιά, για να αιχμαλωτίσει τα ανυπεράσπιστα θύματα. Προχωρούσαν βέβαιοι για τη νίκη, με τους κτύπους των τυμπάνων και τους ήχους των σαλπίγγων. Μέσα στην πόλη όσοι πολίτες ήταν διαθέσιμοι από την άμυνα στα τείχη συνωστίζονταν στις πλαγιές της ακρόπολης ή επάνω στην κορυφή του τεράστιου ερειπωμένου ιπποδρόμου, με ανήσυχες ματιές καρφωμένες στα χριστιανικά πλοία, ενώ ο σουλτάνος και οι επιτελείς του παρακολουθούσαν από τις ακτές του Βοσπόρου, ακριβώς μετά τα τείχη του Πέραν.
Νωρίς το απόγευμα, όταν οι Τούρκοι τα προσέγγισαν, τα χριστιανικά πλοία βρίσκονταν ήδη έξω από τη νοτιοανατολική γωνία της πόλης. Ο Μπαλτόγλου από την επικεφαλής τριήρη τούς φώναξε να κατεβάσουν τα πανιά τους. Εκείνα αρνήθηκαν και συνέχισαν την πορεία τους. Έτσι τα τουρκικά πλοία που προηγούνταν τα πλησίασαν. Η θάλασσα ήταν τώρα άγρια, και ο άνεμος φυσούσε αντίθετα με το ρεύμα του Βοσπόρου. Με τέτοιον καιρό ήταν δύσκολοι οι ελιγμοί για τις διήρεις και τις τριήρεις. Επιπλέον τα χριστιανικά πλοία είχαν το πλεονέκτημα του μεγαλύτερου ύψους και ήταν καλά εξοπλισμένα. Από τα καταστρώματά τους, τις ψηλές πρύμνες και πρώρες τους και τις γέφυρες οι ναύτες μπορούσαν να ρίχνουν βέλη, ακόντια και πέτρες στα τουρκικά πλοία από κάτω, ενώ οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να κάνουν πολλά, εκτός από το να προσπαθούν να επιβιβαστούν ή να βάλουν φωτιά στα κύτη. Για σχεδόν μία ώρα τα χριστιανικά πλοία συνέχιζαν να πλέουν, παρεμποδιζόμενα από τα τουρκικά αλλά ξεφεύγοντας συνεχώς. Τότε ξαφνικά, καθώς ήταν έτοιμα να παρακάμψουν το ακρωτήριο κάτω από την ακρόπολη, ο άνεμος σταμάτησε και τα πανιά τους πλατάγισαν νωχελικά. Εδώ ένα παρακλάδι του ρεύματος που κινείται νότια από το Βόσπορο κτυπά στο ακρωτήριο και στρέφει βόρεια προς την ακτή του Πέραν. Η έλξη του είναι ιδιαίτερα έντονη μετά από ένα νότιο άνεμο. Τα χριστιανικά πλοία πιάστηκαν σ' αυτό. Αφού σχεδόν άγγιξαν τα τείχη της πόλης άρχισαν να παρασύρονται σιγά ακριβώς προς το σημείο από το οποίο παρακολουθούσε τη μάχη ο σουλτάνος.
Τώρα φαινόταν εύκολο για τον Μπαλτόγλου να πάρει τη λεία του. Είχε παρατηρήσει τις ζημιές που μπορούσαν να προκαλέσουν στα πλοία του τα πυρά των Χριστιανών, εάν πλησίαζαν πολύ κοντά. Γι' αυτό έφερε τα μεγαλύτερα πλοία του να περικυκλώσουν τον εχθρό σε κάποια απόσταση, για να τα χτυπήσει με κανονιοβολισμούς και εμπρηστικές λόγχες, έχοντας την πρόθεση να τα πλησιάσει και πάλι μόλις εξασθένιζαν. Οι προσπάθειές του ήταν μάταιες. Από τα ελαφρά κανόνια του έλειπε η απαραίτητη ανοδική τροχιά, ενώ όποιες φωτιές άναβαν έσβηναν γρήγορα από τα καλά εκπαιδευμένα χριστιανικά πληρώματα. Έτσι φώναξε στους άνδρες του να προχωρήσουν και να επιβιβαστούν. Ο ίδιος έθεσε ως στόχο του το αυτοκρατορικό μεταγωγικό. Ήταν το μεγαλύτερο από τα χριστιανικά πλοία και το λιγότερο καλά εξοπλισμένο. Έσπρωξε την πλώρη της τριήρους του στην πρύμνη του, ενόσω άλλα πλοία του πλησίαζαν και προσπαθούσαν να προσδεθούν σ' αυτό με άγκιστρα ή με γάντζους που εξακόντιζαν στις αλυσίδες των αγκυρών του. Από τα γενοβέζικα πλοία ένα θεάθηκε περικυκλωμένο από πέντε τριήρεις, ένα άλλο από τριάντα φούστες και το τρίτο από σαράντα παραντάρια γεμάτα με στρατιώτες, αλλά μέσα στη σύγχυση κανένας δεν μπορούσε να πει από απόσταση τι συνέβαινε. Η πειθαρχία επάνω στα χριστιανικά πλοία ήταν υπέροχη. Οι Γενοβέζοι φορούσαν αποτελεσματική θωράκιση και είχαν εφοδιαστεί με άφθονα βαρέλια νερού για να σβήνουν τις φωτιές, καθώς και με τσεκούρια που χρησίμευαν για να κλαδεύουν τα κεφάλια και τα χέρια των ομάδων που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν. Το αυτοκρατορικό μεταγωγικό, αν και λιγότερο κατάλληλο για πολεμικές επιχειρήσεις, μετέφερε βαρέλια γεμάτα με το εύφλεκτο υγρό, γνωστό ως ελληνικό πυρ, το όπλο που είχε σώσει την Κωνσταντινούπολη σε πολλές ναυμαχίες στη διάρκεια των τελευταίων οκτακοσίων ετών. Αυτά χρησιμοποιήθηκαν με καταστρεπτική αποτελεσματικότητα. Από την πλευρά τους οι Τούρκοι μειονεκτούσαν λόγω των κουπιών τους. Τα κουπιά ενός πλοίου μπερδεύονταν με κάποιου άλλου και πολλά έσπαγαν από τα βλήματα που έπεφταν από ψηλά. Όποτε όμως κάποιο τουρκικό πλοίο έβγαινε εκτός μάχης υπήρχε πάντοτε κάποιο άλλο για να πάρει τη θέση του.
Ο πιο απεγνωσμένος αγώνας γινόταν γύρω από το αυτοκρατορικό πλοίο. Ο Μπαλτόγλου δεν θα το άφηνε. Το ένα κύμα των ανδρών του μετά το άλλο προσπαθούσε να επιβιβαστεί σ' αυτό, για να απωθηθεί από το Φλαντανελά και το πλήρωμά του. Αλλά τα όπλα του πλοίου εξαντλούνταν. Οι Γενοβέζοι κυβερνήτες, παρά τις δυσκολίες τους, παρατήρησαν τη σοβαρή του κατάσταση και με κάποιο τρόπο έφεραν τα πλοία τους πιο κοντά δίπλα του. Σύντομα τα τέσσερα πλοία προσδέθηκαν μεταξύ τους. Στους παρατηρητές στην παραλία έδιναν την εντύπωση ενός μεγάλου φρουρίου με τέσσερις πύργους που υψωνόταν επάνω από τη σύγχυση του τουρκικού στόλου.
Όλο το απόγευμα οι πολίτες παρατηρούσαν από τα τείχη και τους πύργους τους τη μάχη με αυξανόμενη ανησυχία. Παρομοίως και ο σουλτάνος, παρακολουθούσε με έξαψη από την ακτή, φωνάζοντας άλλοτε λόγια ενθάρρυνσης, άλλοτε βρισιές και άλλοτε εντολές τις οποίες ο Μπαλτόγλου παρίστανε πως δεν άκουγε, γιατί η μεγαλειότητά του, παρά την εκτίμησή του για τη ναυτική ισχύ, δεν είχε καμία ιδέα από ναυτοσύνη. Στην ανυπομονησία του ο Μωάμεθ έσπρωχνε το άλογό του μέσα στη θάλασσα, ιππεύοντας μέχρι τα ρηχά, μέχρις ότου ο χιτώνας του σερνόταν στο νερό, σα να ήθελε να συμμετάσχει κι ο ίδιος στον αγώνα.
Καθώς πλησίαζε το σούρουπο φαινόταν ότι τα χριστιανικά πλοία δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν πολύ περισσότερο. Είχαν προκαλέσει μεγάλες ζημιές, αλλά υπήρχαν ακόμη ξεκούραστα τουρκικά πλοία για να ριχτούν στην επίθεση. Έπειτα ξαφνικά, καθώς ο ήλιος άρχιζε να δύει, ο άνεμος σηκώθηκε και πάλι με ριπές από το βορρά. Τα μεγάλα πανιά των χριστιανικών πλοίων ξαναγέμισαν, και μπόρεσαν να ανοίξουν δρόμο μέσα από τα τουρκικά σκάφη προς την ασφάλεια του φράγματος. Με το σκοτάδι να πέφτει ο Μπαλτόγλου δεν μπορούσε να αναδιοργανώσει το στόλο του. Αν και ο σουλτάνος εξακολουθούσε να του φωνάζει διαταγές και κατάρες, εκείνος διέταξε υποχώρηση στο αγκυροβόλιο κοντά στο Διπλοκιόνιο. Όταν έπεσε η νύκτα το φράγμα άνοιξε και τρεις βενετικές γαλέρες, υπό την ηγεσία του Τρεβιζάνο, έπλευσαν έξω με δυνατούς ήχους από σάλπιγγες, ώστε οι Τούρκοι να πιστέψουν ότι επρόκειτο να τους επιτεθεί ολόκληρος ο χριστιανικός στόλος και να τηρήσουν αμυντική στάση. Έπειτα τα νικηφόρα πλοία συνοδεύτηκαν στο αγκυροβόλιο μέσα στην ασφάλεια του Κερατίου κόλπου.
Επρόκειτο για μια σπουδαία και εμψυχωτική νίκη. Μέσα στη χαρά τους οι Χριστιανοί διακήρυξαν ότι είχαν χαθεί δέκα ή δώδεκα χιλιάδες Τούρκοι και ούτε ένας Χριστιανός, αν και δύο ή τρεις ναύτες πέθαναν λίγες ημέρες αργότερα από τα τραύματά τους. Ένας πιο νηφάλιος υπολογισμός εκτιμούσε τις τουρκικές απώλειες σε λίγο περισσότερους από εκατό νεκρούς και περισσότερους από τριακόσιους τραυματίες, και τις χριστιανικές απώλειες σε είκοσι τρεις νεκρούς και σχεδόν τα μισά πληρώματα να υποφέρουν από κάποιου είδους τραύμα. Παρά ταύτα τα πλοία είχαν φέρει μια ευπρόσδεκτη αύξηση σε ανθρώπινο δυναμικό και πολύτιμες προμήθειες σε εξοπλισμό και τρόφιμα. Επιπλέον είχαν αποδείξει την υπεροχή της ναυτοσύνης των Χριστιανών .
Ο σουλτάνος ήταν εξοργισμένος. Αν και οι απώλειές του δεν ήταν μεγάλες, η ταπείνωση και η ζημιά στο ηθικό των Τούρκων ήταν σοβαρές. Μια επιστολή που του έγραψε αμέσως μια από τις μεγαλύτερες θρησκευτικές αυθεντίες στο στρατόπεδό του, ο σεΐχης Ακ Σεμσεντίν, του έλεγε ότι ο κόσμος τον κατηγορούσε για την κακή του κρίση και την έλλειψη κύρους και του παράγγελνε αυστηρά να τιμωρήσει τους υπεύθυνους ενόχους, για να μη συμβούν παρόμοιες καταστροφές και στις χερσαίες δυνάμεις του . Την επομένη ο Μωάμεθ κάλεσε ενώπιόν του το Μπαλτόγλου, τον αποκάλεσε δημόσια προδότη, δειλό και ανόητο, και διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Ο δυστυχής ναύαρχος, που είχε τραυματιστεί σοβαρά στο μάτι από μια πέτρα που είχε εκτοξευτεί από ένα από τα πλοία του, σώθηκε από το θάνατο μόνο λόγω της μαρτυρίας των αξιωματικών του σχετικά με την προσωπική του επιμονή και το θάρρος του. Καταδικάστηκε σε στέρηση όχι μόνο των αξιωμάτων του ναυάρχου και του διοικητή της Καλλίπολης, που παραχωρήθηκαν σε έναν από τους έμπιστους του σουλτάνου, το Χαμζά μπέη, αλλά και της προσωπικής του περιουσίας, που διανεμήθηκε στους γενιτσάρους. Στη συνέχεια ραβδίστηκε και αφέθηκε ελεύθερος για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σε φτώχεια και αφάνεια .
Ήδη από την πρώτη αποτυχία των πλοίων του να διασπάσουν το φράγμα ο Μωάμεθ αναρωτιόταν πως να αποκτήσει τον έλεγχο του Κερατίου κόλπου. Αυτή η πικρή ήττα τον εξώθησε να δράσει αμέσως. Κατά τη διάρκεια της λυσσαλέας ναυμαχίας της 20ης Απριλίου ο βομβαρδισμός των τειχών δεν είχε σταματήσει καθόλου. Την 21η ξανάρχισε πιο αμείλικτος παρά ποτέ. Στη διάρκεια της ημέρας ένας μεγάλος πύργος κοντά στην κοιλάδα του Λύκου, γνωστός ως Βακτατινιανός, γκρεμίστηκε καταστρέφοντας ένα μεγάλο μέρος του εξωτερικού τείχους κάτω του. Εάν οι Τούρκοι είχαν διατάξει τότε μια γενική επίθεση, θα είχε σταθεί αδύνατο να τους συγκρατήσουν (έτσι πίστευαν οι αμυνόμενοι). Αλλά ο σουλτάνος δεν ήταν παρών στα τείχη εκείνη την ημέρα, και η διαταγή της επίθεσης δεν δόθηκε. Όταν έπεσε το σκοτάδι το ρήγμα επισκευάστηκε με δοκάρια, χώμα και χαλάσματα .
Ο Μωάμεθ είχε περάσει την ημέρα στο Διπλοκιόνιο. Το πολυμήχανο μυαλό του είχε βρει την απάντηση στο πρόβλημά του. Ήταν μάλλον κάποιος Ιταλός στην υπηρεσία του αυτός ο οποίος του πρότεινε τη δυνατότητα μεταφοράς πλοίων επάνω από την ξηρά. Σε μια από τις πρόσφατες εκστρατείες τους στη Λομβαρδία οι Βενετοί είχαν μεταφέρει θριαμβευτικά έναν ολόκληρο στολίσκο επάνω σε πλατφόρμες με τροχούς, από τον ποταμό Πάδο στη λίμνη Γκάρντα. Εκεί όμως το έδαφος ήταν επίπεδο. Η μεταφορά πλοίων από το Βόσπορο στον Κεράτιο, επάνω από μια ράχη η οποία σε κανένα σημείο της δεν είχε ύψος μικρότερο από διακόσια πόδια από την επιφάνεια της θάλασσας, ήταν ένα πιο δύσκολο πρόβλημα*. Αλλά από το σουλτάνο δεν έλειπαν ούτε το ανθρώπινο δυναμικό ούτε τα υλικά. Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών της πολιορκίας οι μηχανικοί του είχαν κατασκευάσει ένα δρόμο που φαίνεται ότι ανηφόριζε από το Τοπχανέ προς την απότομη κοιλάδα που οδηγεί στη σημερινή πλατεία Ταξίμ, στρίβοντας έπειτα λίγο προς τα αριστερά και κατεβαίνοντας στην κοιλάδα κάτω από τη σημερινή Βρετανική πρεσβεία στο χαμηλό έδαφος κοντά στον Κεράτιο, το οποίο οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Κοιλάδα των Πηγών, και το οποίο τώρα είναι γνωστό ως Κασίμ πασά. Εάν οι ναυτικοί στον Κεράτιο ή οι πολίτες του Πέραν είχαν παρατηρήσει την κατασκευή του δρόμου, χωρίς αμφιβολία θα υπέθεταν ότι ο σουλτάνος ήθελε απλά να έχει ευκολότερη πρόσβαση στη ναυτική του βάση στο Διπλοκιόνιο. Εκεί είχε συσσωρευθεί ξυλεία για την κατασκευή τροχοφόρων κιλλιβάντων για τα πλοία και ένα είδος τροχιών. Είχαν κατασκευαστεί μεταλλικοί τροχοί και είχαν συγκεντρωθεί ζεύγη βοδιών. Στο μεταξύ τοποθετήθηκε στην Κοιλάδα των Πηγών ένας αριθμός πυροβόλων.
Την 21η Απριλίου οι εργασίες επιταχύνθηκαν. Ενόσω χιλιάδες τεχνικοί και εργάτες έκαναν τις τελικές προετοιμασίες, ο σουλτάνος διέταξε το κανόνι του πίσω από το Πέραν να βάλλει συνεχώς εναντίον του φράγματος, ώστε τα πλοία που ήταν σταθμευμένα εκεί να απασχολούνται, ενώ ο μαύρος καπνός θα έκρυβε τη θέα προς το Βόσπορο και θα συγκάλυπτε τις δραστηριότητές του εκεί. Από εσκεμμένο λάθος μερικά βλήματα έπεσαν στα τείχη του ίδιου του Πέραν, για να κρατήσουν τους πολίτες μακριά από αυτά, ώστε να μην μπορούν να παρακολουθούν.
Τα χαράματα της αυγής της Κυριακής 22 Απριλίου ξεκίνησε η παράξενη πομπή των πλοίων. Οι κιλλίβαντες ποντίστηκαν στη θάλασσα και τα πλοία προσδέθηκαν επάνω τους εκεί. Στη συνέχεια τα τράβηξαν στην ξηρά με τροχαλίες και μπροστά από το καθένα ζεύτηκαν ομάδες από βόδια, ενώ ομάδες ανδρών βοηθούσαν στα πιο ανηφορικά και δύσκολα τμήματα της διαδρομής. Σε κάθε πλοίο οι κωπηλάτες κάθονταν στις θέσεις τους, κουνώντας τα κουπιά τους στον άδειο αέρα, ενώ οι αξιωματικοί περπατούσαν επάνω κάτω δίνοντας το ρυθμό. Τα πανιά σηκώθηκαν ακριβώς σα να ήταν τα πλοία στη θάλασσα. Οι σημαίες ανέμιζαν, τα τύμπανα κτυπούσαν και οι φλογέρες και οι σάλπιγγες ηχούσαν, καθώς το ένα πλοίο μετά το άλλο συρόταν επάνω από το λόφο, σα να επρόκειτο για ένα φανταστικό καρναβάλι. Την πομπή οδηγούσε μια μικρή φούστα. Μόλις πέρασε με επιτυχία την πρώτη απότομη πλαγιά, περίπου εβδομήντα τριήρεις, διήρεις, φούστες και παραντάρια ακολούθησαν σε μια γοργή αλληλουχία .
Πολύ πριν από το μεσημέρι οι Χριστιανοί ναυτικοί στον Κεράτιο και οι σκοποί στα τείχη επάνω από το λιμάνι είδαν με τρόμο αυτή την παράξενη κίνηση των πλοίων να κατηφορίζει το λόφο απέναντι τους μέσα στα νερά του Κερατίου, κοντά στην Κοιλάδα των Πηγών. Στην πόλη επικράτησε κατάπληξη. Προτού γλιστρήσει μέσα στο λιμάνι το τελευταίο σκάφος, ο Βενετός βάιλος συσκεπτόταν με τον αυτοκράτορα και τον Τζουστινιάνι και, ακολουθώντας τη συμβουλή τους, κάλεσε τους Βενετούς κυβερνήτες σε μια ιδιαίτερη συνομιλία, στην οποία ο Τζουστινιάνι ήταν ο μόνος παρών από τους ξένους. Έγιναν διάφορες προτάσεις. Μια πρόταση ήταν να υποκινήσουν τους Γενοβέζους του Πέραν να συμμετάσχουν σε μια γενική επίθεση εναντίον του τουρκικού στόλου στο λιμάνι. Με τη βοήθεια των πλοίων τους, τα οποία μέχρι τότε δεν είχαν λάβει μέρος στον πόλεμο, οι Τούρκοι θα μπορούσαν να νικηθούν εύκολα σε μάχη εκ παρατάξεως. Αλλά δεν φαινόταν πιθανό ότι το Πέραν θα επιθυμούσε να εγκαταλείψει την ουδετερότητά του, και ούτως ή άλλως θα χανόταν χρόνος με τις αναγκαίες διαπραγματεύσεις. Μια άλλη πρόταση ήταν να αποβιβάσουν άνδρες στην απέναντι ακτή για να καταστρέψουν τα τουρκικά κανόνια στην Κοιλάδα των Πηγών και στη συνέχεια να προσπαθήσουν να κάψουν τα πλοία. Αλλά δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί μάχιμοι στην πόλη για να διακινδυνεύσουν μια τόσο παρακινδυνευμένη επιχείρηση. Τελικά, ο κυβερνήτης μιας γαλέρας που είχε έλθει από την Τραπεζούντα, ονόματι Τζιάκομο Κόκο, πρότεινε να γίνει αμέσως απόπειρα πυρπόλησης των πλοίων τη νύκτα και προσφέρθηκε να ηγηθεί ο ίδιος της επιχείρησης. Η προσφορά του έγινε δεκτή από το συμβούλιο το οποίο αποφάσισε να δράσει χωρίς να ενημερώσει τους Γενοβέζους στην πόλη. Η μυστικότητα ήταν ουσιώδης και οι Βενετοί ήταν έτοιμοι να παραχωρήσουν τα απαραίτητα πλοία.
Το σχέδιο του Κόκο ήταν να στείλει μπροστά δύο μεγάλα μεταγωγικά, με τα πλευρά τους να προστατεύονται από τα βλήματα των κανονιών με δεμάτια από βαμβάκι και μαλλί. Θα ακολουθούσαν δύο μεγάλες γαλέρες, για να αποκρούσουν κάθε αντίσταση. Κρυμμένες από αυτά τα μεγάλα πλοία δύο μικρές φούστες, προωθούμενες από κωπηλάτες, θα χώνονταν απαρατήρητες ανάμεσα στα τουρκικά πλοία, κόβοντας τα σχοινιά των αγκυρών τους και εξακοντίζοντας εύφλεκτα υλικά εναντίον τους. Προς απογοήτευση του Κόκο αποφασίστηκε να περιμένουν μέχρι τη νύκτα της 24ης για να κάνουν την απόπειρα προκειμένου τα βενετικά πλοία να προετοιμαστούν. Δυστυχώς το μυστικό δεν κρατήθηκε. Με κάποιο τρόπο οι Γενοβέζοι στην πόλη το έμαθαν και εξοργίστηκαν με τον αποκλεισμό τους, υποπτευόμενοι ότι οι Βενετοί επιθυμούσαν να τους κλέψουν τη δόξα. Για να εξευμενιστούν συμφωνήθηκε ότι θα μπορούσαν να διαθέσουν ένα από τα πλοία. Δεν είχαν όμως κανένα έτοιμο, έτσι επέμεναν να υπάρξει μια νέα αναβολή, μέχρι την 28η. Ήταν μια ολέθρια απόφαση. Όλο αυτό το διάστημα οι Τούρκοι προσέθεταν κανόνια στην Κοιλάδα των Πηγών, και ήταν αδύνατο να κρατήσουν όλες τις προετοιμασίες απαρατήρητες. Τα νέα έφθασαν στο Πέραν και σε ένα Γενοβέζο εκεί που πληρωνόταν από το σουλτάνο.
Την Κυριακή, 28 Απριλίου, δύο ώρες πριν από την ανατολή, δύο μεγάλα μεταγωγικά, ένα βενετικό και ένα γενοβέζικο, καλά προφυλαγμένα με τα δεμάτια τους, ξεγλίστρησαν από την προστασία των τειχών του Πέραν, συνοδευόμενα από δύο βενετικές γαλέρες, καθεμία τους με σαράντα κωπηλάτες, υπό τη διοίκηση του ίδιου του Τρεβιζάνο και του υπαρχηγού του, Ζαχαρία Γκριόνι. Τα ακολουθούσαν τρεις ελαφρές φούστες, καθεμία με εβδομήντα δύο κωπηλάτες, με τον Κόκο στο πλοίο που προπορευόταν, και μαζί τους ένας αριθμός από μικρά πλοία που μετέφεραν εμπρηστικές ύλες. Καθώς ξεκινούσαν οι ναύτες παρατήρησαν ένα λαμπερό φως που τρεμόπαιζε σε έναν από τους πύργους του Πέραν. Αναρωτιόντουσαν μήπως αυτό ήταν ένα σινιάλο για τους Τούρκους. Καθώς όμως πλησίαζαν κοντύτερα στον τουρκικό στόλο όλα φαίνονταν ήσυχα. Τα βαριά μεταγωγικά και οι γαλέρες κινούνταν αργά στα ήρεμα νερά, και ο Κόκο έχασε την υπομονή του. Ήξερε ότι το πλοίο του μπορούσε να τα ξεπεράσει, κι έτσι, διψασμένος για δράση και για δόξα, οδήγησε τις φούστες μπροστά από τη γραμμή και κατευθύνθηκε αμέσως εναντίον των Τούρκων. Ακούστηκε ένας ξαφνικός κρότος, καθώς τα τουρκικά κανόνια άνοιξαν πυρ από την ακτή. Είχαν προειδοποιηθεί. Το πλοίο του Κόκο χτυπήθηκε από μια από τις πρώτες βολές. Λίγα λεπτά αργότερα χτυπήθηκε στο μέσον και βυθίστηκε. Μερικοί ναύτες κατόρθωσαν να κολυμπήσουν στη στεριά, αλλά οι περισσότεροι, συμπεριλαμβανομένου του Κόκο, χάθηκαν. Οι άλλες φούστες, με τα μικρά πλοιάρια να τις ακολουθούν, στράφηκαν προς την προστασία που παρείχαν οι γαλέρες. Αλλά μέχρι την ώρα που τις προσέγγισαν τα τουρκικά κανόνια πυροβολούσαν συνεχώς, κατευθύνοντας τις βολές τους με το φως των πυρσών και με τις δικές τους λάμψεις. Τα δύο μεταγωγικά μπροστά χτυπήθηκαν πολλές φορές. Τα δεμάτια τους τα προφύλαξαν από σοβαρές ζημιές, αλλά οι ναύτες τους ήταν πολύ απασχολημένοι να σβήνουν τις φωτιές που σιγόκαιγαν, τις οποίες είχαν προκαλέσει τα βλήματα, για να κάνουν ο,τιδήποτε για τα μικρά πλοία, πολλά από τα οποία βυθίστηκαν. Οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την κύρια προσοχή τους στη γαλέρα του Τρεβιζάνο. Δύο βλήματα που πυροδοτήθηκαν από την πλαγιά του λόφου τη χτύπησαν με τόση δύναμη ώστε άρχισε να γεμίζει νερά. Ο Τρεβιζάνο και το πλήρωμά του αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις βάρκες και να την εγκαταλείψουν. Μετά από αυτή την επιτυχία, στο αμυδρό φως της αυγής τα τουρκικά πλοία εξόρμησαν για επίθεση. Αλλά οι Χριστιανοί κατόρθωσαν να απεμπλακούν. Μετά από μιάμιση ώρα αγώνα και οι δύο μοίρες επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά τους.
Σαράντα χριστιανοί ναύτες κολύμπησαν μέχρι τη στεριά στις τουρκικές γραμμές. Αργότερα την ίδια ημέρα σφαγιάστηκαν σε πλήρη θέα της πόλης. Ως εκδίκηση διακόσιοι εξήντα αιχμάλωτοι που βρίσκονταν στην πόλη μεταφέρθηκαν στα τείχη και αποκεφαλίστηκαν μπροστά στα μάτια των Τούρκων.
Η μάχη είχε δείξει για μια ακόμη φορά ότι οι Χριστιανοί ξεπερνούσαν τους Τούρκους στην ποιότητα των πλοίων τους και σε ναυτικές ικανότητες. Παρά ταύτα είχαν υποστεί μια πολυδάπανη ήττα. Είχαν χάσει μια γαλέρα και μια φούστα και περίπου ενενήντα από τους καλύτερους ναύτες τους. Μόνο ένα τουρκικό πλοίο είχε καταστραφεί. Η αποθάρρυνση στην πόλη ήταν έντονη. Ήταν σαφές ότι δεν ήταν πια δυνατό οι Τούρκοι να εκτοπισθούν από τον Κεράτιο. Δεν είχαν αποκτήσει ολοκληρωτικά την κυριαρχία του, και ο χριστιανικός στόλος εξακολουθούσε να επιπλέει. Αλλά το λιμάνι δεν ήταν πια ασφαλές, και η μακρά γραμμή των τειχών που το αντίκριζε δεν ήταν πια βέβαιο ότι δεν διέτρεχε τον κίνδυνο μιας επίθεσης. Για τους Έλληνες, οι οποίοι θυμόντουσαν ότι από αυτά τα τείχη είχαν μπει στην πόλη οι σταυροφόροι το 1204, η προοπτική φαινόταν ιδιαίτερα απειλητική, ενώ ο αυτοκράτορας και ο Τζουστινιάνι βρίσκονταν σε απόγνωση ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να επανδρώσουν όλες τις οχυρώσεις.
Μετακινώντας το μισό στόλο του μέσα στον Κεράτιο και καταστέλλοντας τις απόπειρες των Χριστιανών να απομακρύνουν τους εισβολείς, ο Μωάμεθ είχε κερδίσει μια μεγάλη νίκη. Φαίνεται ότι εξακολουθούσε να πιστεύει πως η πόλη θα έπρεπε να καταληφθεί με διάσπαση των χερσαίων τειχών. Τώρα όμως μπορούσε να απειλεί συνεχώς τα τείχη του λιμανιού, διατηρώντας παράλληλα αρκετά πλοία έξω από το φράγμα για να κρατά την πόλη αποκλεισμένη. Επιπλέον, ακόμη και αν έφθανε ένας στόλος με ενισχύσεις και κατόρθωνε να διασπάσει τον αποκλεισμό, δεν θα εύρισκε ηρεμία στο λιμάνι. Η νέα κατάσταση του επέτρεπε επίσης να ελέγχει στενότερα το Πέραν. Ο ρόλος των Γενοβέζων εκεί ήταν αισχρά διπρόσωπος. Η κυβέρνηση της Γένοβας είχε παραχωρήσει πλήρη έλεγχο στις τοπικές αρχές, ενώ ενδεχομένως τις συμβούλευε να ακολουθούν πολιτική ουδετερότητας. Αυτό είχαν κάνει επίσημα. Οι γενικές συμπάθειες της αποικίας έκλιναν προς τους ομόθρησκους Χριστιανούς από την άλλη πλευρά του λιμανιού. Αρκετοί από τους πολίτες είχαν συμπράξει με τον Τζουστινιάνι. Οι έμποροι της αποικίας συνέχιζαν να εμπορεύονται με την πόλη, στέλνοντάς της όσα αγαθά μπορούσαν να διαθέσουν. Άλλοι πάλι εμπορεύονταν και με τους Τούρκους, αλλά πολλοί από αυτούς δρούσαν και ως κατάσκοποι, αναφέροντας στον Τζουστινιάνι τις πληροφορίες που συγκέντρωναν στο τουρκικό στρατόπεδο. Οι αρχές είχαν ήδη διακινδυνεύσει την ουδετερότητά τους επιτρέποντας να στερεωθεί η μια άκρη του φράγματος του λιμανιού στα τείχη τους, και παρ' όλο που τα πλοία τους δεν είχαν συμμετάσχει στον αγώνα, φαίνεται ότι οι ναύτες συνήθιζαν να προσφέρουν μικρές υπηρεσίες στα πλοία του φράγματος. Ήταν όμως δύσκολο για οποιονδήποτε Γενοβέζο να συμπαθεί έναν Έλληνα, κι ακόμη δυσκολότερο γι' αυτόν να συμπαθεί ένα Βενετό. Λίγοι ηρωικοί στρατιωτικοί, όπως ο Τζουστινιάνι ή οι αδελφοί Μποκκιάρντι, μπορεί να ρίχνονταν ολόψυχα στον αγώνα, αλλά στο Πέραν, όπου ο μέσος άνθρωπος δεν έβλεπε να απειλείται άμεσα, τέτοιοι ηρωισμοί φαίνονταν λίγο υπερβολικοί.
Οι Έλληνες και οι Βενετοί ανταπέδιδαν την αντιπάθεια. Παρά το ότι θαύμαζαν ειλικρινά τον Τζουστινιάνι και ήταν έτοιμοι να εκτελούν τις διαταγές του, και παρά το ότι επαινούσαν μεγαλόψυχα άλλους γενναίους Γενοβέζους, το Πέραν τους φαινόταν μια φωλιά προδοτών της χριστιανοσύνης. Ο σουλτάνος είναι βέβαιο ότι είχε κατασκόπους εκεί, όπως απέδειξε η ιστορία της τελευταίας μάχης. Είναι βέβαιο επίσης (έτσι πίστευαν) ότι κάποιοι στο Πέραν πρέπει να είχαν γνώση των προετοιμασιών του σουλτάνου να μετακινήσει τα πλοία του επάνω σε ένα δρόμο τόσο κοντά στα τείχη της πόλης. Αν και αναμφίβολα αυτό δεν θα μπορούσαν να το είχαν παρεμποδίσει, τουλάχιστον θα μπορούσαν να είχαν στείλει στην άλλη πλευρά του λιμανιού κάποια προειδοποίηση για την επιχείρηση. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, Γενοβέζος ο ίδιος, έγραψε με κάποια αμηχανία για τη συμπεριφορά των συμπατριωτών του .
Αλλά, αν οι Χριστιανοί στην Κωνσταντινούπολη ήταν δυσαρεστημένοι με τους πολίτες του Πέραν, το ίδιο ήταν και ο σουλτάνος. Δεν μπορούσε να επιχειρήσει να καταλάβει την αποικία ενόσω ήταν απασχολημένος με την πολιορκία της ίδιας της Κωνσταντινούπολης. Για να την καταλάβει εξ εφόδου θα χρησιμοποιούσε περισσότερους άνδρες και πολιορκητικές μηχανές απ' όσες μπορούσε να διαθέσει προς το παρόν, ενώ όποια τυχόν κίνηση έκανε εναντίον της πιθανότατα θα έφερνε ένα γενοβέζικο στόλο στην Ανατολή, κι έτσι θα έχανε την κυριαρχία της θάλασσας. Τώρα όμως που τα πλοία του ήταν στον Κεράτιο περικύκλωσε το Πέραν. Οι έμποροί του δεν μπορούσαν πια να μεταφέρουν εύκολα τα αγαθά τους στην άλλη πλευρά του λιμανιού, στην Κωνσταντινούπολη, μεταδίδοντας τις τελευταίες πληροφορίες για το τουρκικό στρατόπεδο. Εάν το Πέραν δεν ήταν διατεθειμένο να σπάσει την ουδετερότητά του δεν υπήρχαν πολλά που θα μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τη χριστιανική υπόθεση, και ο σουλτάνος φαίνεται ότι ήταν ευχαριστημένος μέσω των κατασκόπων που είχε εκεί για το ότι οι αρχές δεν επρόκειτο να διακινδυνεύσουν κάτι τέτοιο .
Επίσης ο σουλτάνος μπορούσε τώρα να βελτιώσει τις επικοινωνίες του με το στρατό του Ζαγανός στα υψώματα πίσω από το Πέραν, όπως και με το αρχηγείο του ναυτικού στο Βόσπορο. Μέχρι τότε ο μοναδικός δρόμος έκανε μια μεγάλη παράκαμψη γύρω από το βαλτώδη μυχό του Κερατίου, αν και υπήρχε μια συντομότερη διάβαση από ένα άβολο πέρασμα διαμέσου των ανώτερων σημείων του. Τώρα, με τα πλοία του στον Κεράτιο να τον προστατεύουν, μπορούσε να κατασκευάσει μια γέφυρα επάνω από το λιμάνι, ακριβώς δίπλα στα τείχη της πόλης. Ήταν μια πλωτή γέφυρα, φτιαγμένη από περίπου εκατό κρασοβάρελα δεμένα σφιχτά μεταξύ τους ανά ζεύγη και ενωμένα κατά το μήκος, για να σχηματίζουν το πλάτος του περάσματος, με ένα μικρό άνοιγμα ανάμεσα σε κάθε ζεύγος. Επάνω στα βαρέλια υπήρχαν δοκάρια και επάνω τους σανίδες. Πέντε άνδρες μπορούσαν να περπατήσουν επάνω τους κατά μέτωπο, ενώ τα βαρέλια μπορούσαν να σηκώσουν και βαριά κάρα. Έτσι ήταν δυνατή η γρήγορη μεταφορά στρατευμάτων από την ακτή του Πέραν στα τείχη της πόλης κάτω από την προστασία των κανονιών, ενώ τα κανόνια μπορούσαν να βάλλουν εναντίον της συνοικίας των Βλαχερνών υπό μια νέα γωνία .
Οι Χριστιανοί εξακολουθούσαν να κρατούν τα περισσότερα πλοία τους στο φράγμα, για να αποτρέψουν την ένωση των δύο τουρκικών στόλων και για να υποδεχθούν οποιονδήποτε στολίσκο έφθανε για ενίσχυση. Αλλά η παρουσία τους εκεί δεν μπορούσε να κρύψει το γεγονός ότι η άμυνα είχε χάσει τον έλεγχο του Κερατίου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
Η ελπίδα που εξανεμίζεται
Ο σουλτάνος δεν ακολούθησε τη νίκη του με κάποια απόπειρα να επιτεθεί στην πόλη. Προτίμησε προς το παρόν να παρενοχλήσει και να καταπονήσει την άμυνα. Ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών δεν σταμάτησε καθόλου. Κάθε νύκτα ομάδες πολιτών έπρεπε να πηγαίνουν και να κάνουν όσες επισκευές μπορούσαν. Τα κανόνια από τις καινούργιες πλωτές πλατφόρμες σφυροκοπούσαν τη συνοικία των Βλαχερνών. Κάθε τόσο τουρκικά πλοία ξανοίγονταν από το αγκυροβόλιό τους στην άλλη άκρη του Κερατίου και παρίσταναν ότι θα έκαναν επίθεση στα τείχη επάνω από το λιμάνι. Τα ελληνικά και τα βενετικά πλοία έπρεπε να παραμένουν σε επιφυλακή για να τα παρεμποδίζουν. Επί μία εβδομάδα δεν έγινε σχεδόν καμία μάχη εξ επαφής, ούτε υπήρξαν απώλειες ζωών. Αλλά η πόλη είχε να αντιμετωπίσει άλλα προβλήματα. Οι προμήθειες εξαντλούνταν. Άνδρες που έπρεπε να βρίσκονται στις θέσεις τους στα τείχη ζητούσαν συνεχώς άδεια να πάνε πίσω στην πόλη για να βρουν τροφή για τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Τις πρώτες ημέρες του Μαΐου οι ελλείψεις ήταν τόσο έντονες ώστε ο αυτοκράτορας προέβη σε νέα συλλογή χρημάτων από εκκλησίες και από ιδιώτες και με τα χρήματα που συγκεντρώθηκαν αγόρασε όποιες προμήθειες μπόρεσε να βρει, οργανώνοντας μια επιτροπή που θα φρόντιζε ώστε να διανεμηθούν εξίσου. Αυτή έκανε καλά τη δουλειά της. Αν και οι μερίδες ήταν μικρές, κάθε οικογένεια έλαβε το μερίδιό της και δεν υπήρξαν άλλα σοβαρά παράπονα. Αλλά οι κήποι της πόλης είχαν περιορισμένη παραγωγή εκείνη την εποχή, και οι ψαρόβαρκες δεν μπορούσαν πια να ξανοιχτούν στη θάλασσα με ασφάλεια, ούτε καν στον Κεράτιο. Ο αριθμός των βοδιών, των προβάτων και των χοίρων μέσα στα τείχη δεν ήταν ποτέ μεγάλος και ελαττωνόταν γρήγορα, όπως και τα αποθέματα σίτου. Εάν δεν στέλνονταν γρήγορα απ' έξω προμήθειες, ακόμη περισσότερο από άνδρες, οι στρατιώτες και οι πολίτες θα εξαναγκάζονταν σε παράδοση από πείνα .
Έχοντας αυτά κατά νου ο αυτοκράτορας κάλεσε τους ηγέτες των Βενετών, όπως και τους δικούς του προκρίτους, και πρότεινε να σταλεί έξω από το λιμάνι και διαμέσου των Δαρδανελίων ένα γρήγορο πλοίο για να αναζητήσει το στόλο τον οποίο ο Μινόττο είχε υποσχεθεί ότι θα έστελνε η Βενετία. Ο Μινόττο είχε γράψει στη Βενετία στις 26 Ιανουαρίου για να παρακαλέσει σχετικά μ' αυτόν, αλλά δεν είχε λάβει καμία απάντηση. Στην Κωνσταντινούπολη κανείς δεν γνώριζε τις καθυστερήσεις που είχαν προκύψει στη Βενετία, όπου, παρ' όλο που η επιστολή του Μινόττο βρισκόταν στα χέρια της Γερουσίας από τις 19 Φεβρουαρίου, πέρασαν ακριβώς δύο μήνες προτού ξεκινήσει ο στόλος με τις ενισχύσεις. Ο αυτοκράτορας είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στον αρχιναύαρχο, το Λορεντάν, ο οποίος, όπως είχε ακούσει, ήταν ένας γενναίος χριστιανός ηγέτης. Δεν γνώριζε τις οδηγίες που είχαν δοθεί στο ναύαρχο Αλβίζο Λόνγκο στις 13 Απριλίου, ότι δηλαδή έπρεπε να πάρει το στόλο του στην Τένεδο το συντομότερο δυνατό, σταματώντας μόνο για μία ημέρα στην Κορώνη για ανεφοδιασμό. Στην Τένεδο έπρεπε να παραμείνει αγκυροβολημένος μέχρι τις 20 Μαΐου, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη δύναμη και τις κινήσεις του τουρκικού στόλου. Εκείνη την ημέρα θα ενωνόταν μαζί του ο αρχιναύαρχος με τις δικές του γαλέρες και με γαλέρες από την Κρήτη. Έπειτα ολόκληρος ο στόλος θα ανέπλεε τα Δαρδανέλια και θα διάνοιγε δια της βίας δρόμο προς την πολιορκημένη πόλη. Ούτε ήταν γνωστό στην Κωνσταντινούπολη ότι ο Λορεντάν διατάχθηκε να φύγει από τη Βενετία μόλις στις 7 Μαΐου. Επρόκειτο να καταπλεύσει στην Κέρκυρα, όπου θα τον συναντούσε η γαλέρα του κυβερνήτη και θα τον πήγαινε στην Εύβοια. Εκεί θα τον συναντούσαν δύο κρητικές γαλέρες, και όλοι μαζί θα έπλεαν προς την Τένεδο. Εάν ο Λόνγκο είχε ήδη φύγει για την Κωνσταντινούπολη, μία γαλέρα θα έμενε πίσω για να τον ενημερώσει και να τον συνοδεύσει μέσα από τα Στενά. Αλλά δεν έπρεπε να προκαλέσει καμία δράση από τους Τούρκους μέχρι να φθάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου έπρεπε να θέσει τον εαυτό του στη διάθεση του αυτοκράτορα, τονίζοντας με έμφαση σ' εκείνον τις μεγάλες θυσίες που έκανε η Βενετία για να έλθει σε βοήθειά του. Εάν ο Κωνσταντίνος είχε ήδη κλείσει ειρήνη με τους Τούρκους, ο αρχιναύαρχος έπρεπε να πάει στο Μορέα και να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του για να υποχρεώσει το δεσπότη Θωμά να επιστρέψει ορισμένα χωριά τα οποία είχε προσαρτήσει παράνομα. Στις 8 Μαΐου η Γερουσία έλαβε συμπληρωματικές αποφάσεις. Εάν ο Λορεντάν μάθαινε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του ότι ο αυτοκράτορας δεν είχε κλείσει ειρήνη, έπρεπε να επιβλέψει ώστε η Εύβοια να τεθεί στην πρέπουσα κατάσταση άμυνας. Επιπλέον έπρεπε να συνοδεύεται από έναν πρεσβευτή, τον Βαρθολομαίο Μαρτσέλλο, ο οποίος έπρεπε να σπεύσει αμέσως στην Αυλή του σουλτάνου και να διαβεβαιώσει το Μωάμεθ για τις ειρηνικές προθέσεις της Βενετίας. Ο αρχιναύαρχος και οι δυνάμεις του είχαν έλθει μόνο για να συνοδεύσουν πίσω τα εμπορικά πλοία που ασχολούνταν με το εμπόριο στην Ανατολή και να μεριμνήσουν για τα νόμιμα συμφέροντα της Βενετίας. Ο σουλτάνος έπρεπε να δεχθεί πιέσεις να κλείσει ειρήνη με τον αυτοκράτορα και ο αυτοκράτορας να δεχθεί οποιουσδήποτε λογικούς όρους. Εάν όμως ο Μωάμεθ ήταν αποφασισμένος να συνεχίσει με την επιχείρησή του, ο πρεσβευτής δεν έπρεπε να συνεχίσει αλλά να επιστρέψει και να δώσει αναφορά στη Γερουσία.
Οι οδηγίες της Γερουσίας είχαν μελετηθεί προσεκτικά και πιθανόν θα ήταν αποτελεσματικές, εάν υπήρχε απεριόριστος χρόνος. Αλλά κανείς στη Βενετία δεν συνειδητοποιούσε ακόμη τον επίμονο χαρακτήρα του σουλτάνου, ούτε την εξαιρετική ποιότητα των πολεμικών του όπλων. Η απειλή προς την Κωνσταντινούπολη ήταν γνωστή, όλοι όμως πίστευαν ότι με κάποιο τρόπο η μεγάλη πόλη-οχυρό θα άντεχε απεριόριστα .
Ο πάπας, παρά την αγωνία του, ήταν ακόμη πιο νωχελικός. Μόνο στις 5 Ιουνίου, μία εβδομάδα αφότου είχαν τελειώσει όλα, ο αντιπρόσωπός του, ο αρχιεπίσκοπος της Ραγούζας, πληροφόρησε τη Γερουσία για την πρόταση της Αγιότητάς του σχετικά με τις πέντε γαλέρες που επρόκειτο να του δανείσουν για τη σωτηρία της πόλης. Θα πλήρωνε δεκατέσσερις χιλιάδες δουκάτα, ποσό που θα έπρεπε να καλύψει τους μισθούς των πληρωμάτων για τέσσερις μήνες. Στον αρχιεπίσκοπο είπαν ότι δεν ήταν αρκετά, και επέστρεψε στη Ρώμη με το αίτημα ο πάπας να πληρώσει και για ένα μέρος του εξοπλισμού. Στο μεταξύ όμως οι γαλέρες θα προετοιμάζονταν για το ταξίδι .
Αγνοώντας όλες τις καθυστερήσεις και με την ελπίδα να αποκαταστήσει σύντομα επαφή με ένα βενετικό στόλο, ένα βενετικό μπριγκαντίνι από το στολίσκο του Κερατίου ρυμουλκήθηκε μέχρι το φράγμα το απόγευμα της 3ης Μαΐου, με πλήρωμα δώδεκα εθελοντές, όλους μεταμφιεσμένους ώστε να μοιάζουν με Τούρκους. Τα μεσάνυχτα η αλυσίδα μετακινήθηκε για να το αφήσει να περάσει. Σηκώνοντας τα τουρκικά εμβλήματα έπλευσε ανεμπόδιστο με τη βοήθεια του βοριά μέσα από την Προποντίδα και βγήκε στο Αιγαίο .
Στην ίδια την πόλη η υπερένταση άρχισε να φαίνεται στα νεύρα των υπερασπιστών. Η αμοιβαία αντιπάθεια μεταξύ των Βενετών και των Γενοβέζων ξέσπασε σε ανοικτούς τσακωμούς. Οι Βενετοί κατηγορούσαν τους Γενοβέζους για την καταστροφή της 28ης Απριλίου. Οι Γενοβέζοι απαντούσαν ότι όλα οφείλονταν στην απρονοησία του Κόκο. Στη συνέχεια κατηγορούσαν τους Βενετούς ότι έστελναν τα πλοία μακριά, στην ασφάλεια, οποτεδήποτε παρουσιαζόταν ευκαιρία. Οι Βενετοί επισήμαιναν ότι είχαν βγάλει τα πηδάλια από πολλές γαλέρες τους και ότι τα είχαν αποθηκεύσει, όπως και τα πανιά, στην πόλη. Γιατί δεν είχαν κάνει το ίδιο και οι Γενοβέζοι; Οι Γενοβέζοι παρατηρούσαν ότι δεν είχαν πρόθεση να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των σκαφών τους, ιδιαίτερα καθώς πολλοί έπρεπε να σκεφθούν γυναίκες και παιδιά στο Πέραν. Όταν οι Βενετοί παρατήρησαν επιπλέον τους Γενοβέζους γιατί διατηρούσαν επαφές με το στρατόπεδο του σουλτάνου, εκείνοι απάντησαν ότι όποιες διαπραγματεύσεις είχαν κάνει εκεί είχαν γίνει με πλήρη γνώση του αυτοκράτορα, τα συμφέροντα του οποίου ήταν παρόμοια με τα δικά τους. Οι αντεγκλήσεις ήταν τόσο δημόσιες, ώστε στην απελπισία του ο αυτοκράτορας κάλεσε τους ηγέτες και των δύο πλευρών και τους ικέτευσε να διατηρήσουν την ειρήνη. «Ο πόλεμος έξω από τις πύλες μας μάς είναι αρκετός», φώναξε. «Για όνομα του Θεού, μην αρχίσετε πόλεμο μεταξύ σας». Τα λόγια του έφεραν κάποιο αποτέλεσμα. Εξωτερικά η συνεργασία αποκαταστάθηκε. Αλλά η κακή προδιάθεση παρέμενε .
Είναι πιθανό ότι στη διάρκεια εκείνων των ημερών ο αυτοκράτορας προσπάθησε να διαπραγματευθεί με το σουλτάνο. Φαίνεται ότι οι Γενοβέζοι του Πέραν έκαναν δοκιμαστικές έρευνες για λογαριασμό του. Αλλά η προσφορά του σουλτάνου παρέμενε αμετάβλητη. Η πόλη έπρεπε να παραδοθεί σ' εκείνον χωρίς όρους, και στη συνέχεια θα έδινε προσωπικά εγγυήσεις στους πολίτες για τη ζωή και την προσωπική τους περιουσία. Ο αυτοκράτορας θα μπορούσε να αποσυρθεί στο Μορέα, εάν το ήθελε. Οι όροι ήταν απαράδεκτοι. Κανείς μέσα στην πόλη, όποιες κι αν ήταν οι πολιτικές του θέσεις, δεν μπορούσε τώρα να σκεφθεί την ταπείνωση της παράδοσης, ούτε άλλωστε έδινε κανείς μεγάλη πίστη στη μεγαλοψυχία του σουλτάνου. Υπήρχαν πάντως μεταξύ των συμβούλων του αυτοκράτορα αρκετοί που πίστευαν ότι έπρεπε να διαφύγει από την πόλη. Θα ήταν σε καλύτερη θέση να οργανώσει μια εκστρατεία εναντίον των Τούρκων από έξω παρά από μέσα. Οι αδελφοί του και πολλοί συμπαθούντες απ' όλα τα Βαλκάνια σίγουρα θα συσπειρώνονταν γύρω από τη σημαία του, συμπεριλαμβανομένου ίσως του ίδιου του γενναίου Σκεντέρμπεη. Επίσης θα μπορούσε να διεγείρει τη Δυτική Ευρώπη ώστε να κάνει το καθήκον της. Αλλά ο Κωνσταντίνος ήρεμα και σταθερά αρνήθηκε να τους ακούσει. Φοβόταν ότι εάν εγκατέλειπε την πόλη η άμυνα θα κατέρρεε. Εάν η πόλη επρόκειτο να χαθεί, θα χανόταν μαζί της .
Οι Γενοβέζοι του Πέραν είχαν καλούς λόγους να θέλουν την ειρήνη. Την 5η Μαΐου τα τουρκικά κανόνια άρχισαν να βάλλουν επάνω από την πόλη εναντίον των χριστιανικών πλοίων στο φράγμα. Σκόπευαν ειδικά τους Βενετούς, αλλά ένα βλήμα που ζύγιζε διακόσιες λίτρες έπεσε επάνω σε ένα γενοβέζικο εμπορικό πλοίο γεμάτο με ένα πολύτιμο φορτίο μεταξιού και το βύθισε. Αυτό ανήκε σε έναν έμπορο του Πέραν και είχε αγκυροβολήσει κοντά και κάτω από τα τείχη. Η κοινότητα έστειλε αμέσως για να παραπονεθεί στο σουλτάνο, τονίζοντας πόσο χρήσιμη ήταν γι' αυτόν η ουδετερότητα του Πέραν. Οι υπουργοί του δέχθηκαν την αποστολή με κάποια επιθετικότητα. Οι πυροβολητές δεν μπορούσαν να γνωρίζουν, είπαν, ότι το πλοίο δεν ήταν ένα εχθρικό πλοίο, ένα «πειρατικό» που είχε έλθει να βοηθήσει τους εχθρούς τους. Εάν όμως ο ιδιοκτήτης του μπορούσε να αποδείξει την υπόθεσή του, ο σουλτάνος, μόλις καταλάμβανε την Κωνσταντινούπολη, θα μελετούσε το ζήτημα και θα έδινε πλήρη αποζημίωση .
Κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του Μαΐου το μεγάλο κανόνι του Ουρβανού ήταν εκτός λειτουργίας. Στις 6 Μαΐου επισκευάστηκε και ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών παρουσίασε νέα ορμητικότητα, ενώ τα τουρκικά πλοία προφανώς προετοιμάζονταν για μάχη. Η άμυνα σωστά υποψιάστηκε μια επίθεση την επομένη, και έκανε τις δικές της προετοιμασίες. Όταν όμως έγινε η επίθεση, τέσσερις ώρες μετά τη δύση την 7η Μαΐου, κατευθύνθηκε μόνο εναντίον του τμήματος των χερσαίων τειχών στο Μεσοτείχιο. Ένας τεράστιος αριθμός από Τούρκους, εξοπλισμένους ως συνήθως με σκάλες και γάντζους καρφωμένους επάνω στις λόγχες τους, ξεχύθηκε επάνω από την παραγεμισμένη τάφρο. Έγινε σκληρός αγώνας για περίπου τρεις ώρες, αλλά δεν μπόρεσαν να ανοίξουν ένα πέρασμα επάνω από τα ερείπια των τειχών και το φράχτη. Θαύματα ανδρείας αποδόθηκαν σε έναν Έλληνα στρατιώτη ονόματι Ραγκαβή, για τον οποίο λέγεται ότι έκοψε στα δύο τον ίδιο το σημαιοφόρο του σουλτάνου, τον Αμίρ μπέη, αν και ο ίδιος περικυκλώθηκε σύντομα και σκοτώθηκε .
Παρά το ότι το τουρκικό ναυτικό δεν επιτέθηκε εκείνη τη νύκτα, οι συνθήκες στον Κεράτιο φαίνονταν τόσο επισφαλείς, ώστε την επομένη οι Βενετοί αποφάσισαν να αδειάσουν όλο τον πολεμικό εξοπλισμό που κρατούσαν στα πλοία τους και να τον αποθηκεύσουν στον αυτοκρατορικό ναύσταθμο. Την 9η αποφάσισαν επιπλέον ότι όλα τα πλοία τους, εκτός από εκείνα που ήταν απαραίτητα για να φυλάνε το φράγμα, θα έπρεπε να μετακινηθούν στο μικρό λιμάνι που ήταν γνωστό ως Νεώριον, ή Προσφοριανός, ακριβώς πίσω από το φράγμα, κάτω από την ακρόπολη, και ότι τα πληρώματα έπρεπε να μεταφερθούν για να ενισχύσουν την άμυνα της συνοικίας των Βλαχερνών, όπου τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές από τα πυρά των κανονιών επάνω στη γέφυρα. Στην αρχή μερικοί ναύτες ήταν απρόθυμοι να συμφωνήσουν. Μόνο στις 13 Μαΐου ολοκληρώθηκε αυτός ο διακανονισμός. Η κύρια αποστολή των ναυτών ήταν να μεριμνήσουν για την επισκευή του τείχους που προστάτευε τη συνοικία .
Έφθασαν σχεδόν πολύ αργά. Το προηγούμενο βράδυ οι Τούρκοι είχαν εξαπολύσει άλλη μια επίθεση μεγάλης έκτασης, αυτή τη φορά στο ύψωμα κοντά στην ένωση του τείχους των Βλαχερνών και του Θεοδοσιανού. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα όταν άρχισε η επίθεση. Αποκρούστηκε και γρήγορα ανακλήθηκε. Τα τείχη εκεί ήταν ακόμη πολύ γερά .
Στις 14 Μαΐου ο σουλτάνος, ικανοποιημένος μετά την κίνηση των Βενετών γιατί τα πλοία του στον Κεράτιο δεν θα δέχονταν τώρα επίθεση, μετακίνησε τις πυροβολαρχίες του από τους λόφους πίσω από την Κοιλάδα των Πηγών και τις μετέφερε πέρα από την καινούργια γέφυρά του, για να βομβαρδίζουν το τείχος των Βλαχερνών στο τμήμα όπου άρχιζε να ανηφορίζει την πλαγιά. Εκεί προκάλεσαν μικρές ζημιές, έτσι μία ή δύο ημέρες αργότερα τις μετακίνησε και πάλι, ώστε να συνενωθούν με τις κύριες πυροβολαρχίες του στην κοιλάδα του Λύκου. Μπορούσε να δει ότι αυτό ήταν το πιο πρόσφορο τμήμα για επίθεση. Από εκείνη την ώρα ο βομβαρδισμός των άλλων τμημάτων των τειχών ήταν περιοδικός, αλλά εκεί, με την αύξηση του αριθμού των κανονιών, μπορούσε να συνεχίζεται χωρίς διακοπή .
Την 16η και ξανά τη 17η το κύριο τμήμα του τουρκικού στόλου απέπλευσε από το Διπλοκιόνιο για να κάνει επίδειξη εναντίον του φράγματος. Ακόμη όμως το υπερασπίζονταν καλά, κι έτσι και στις δύο περιπτώσεις τα πλοία αποσύρθηκαν χωρίς να ρίξουν ούτε ένα βέλος ή πυροβολισμό. Ένας παρόμοιος ελιγμός πραγματοποιήθηκε την 21η. Όλος ο στόλος κατέφθασε υπό τους ήχους τυμπάνων και σαλπίγγων. Έδωσε τόσο απειλητική εντύπωση, ώστε στην πόλη χτύπησαν οι καμπάνες για να θέσουν όλους σε επιφυλακή. Για άλλη μία φορά αφού παρέλασαν επάνω-κάτω μπροστά από το φράγμα, τα πλοία έπλευσαν ήσυχα πίσω στο αγκυροβόλιό τους. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που απειλήθηκε το φράγμα. Είναι πιθανό ότι το ηθικό των ναυτών, λίγοι από τους οποίους ήταν εκ γενετής Τούρκοι, δεν ήταν πολύ ψηλό, ενώ ούτε ο σουλτάνος ούτε ο ναύαρχός του επιθυμούσαν να διακινδυνεύσουν την ταπείνωση άλλης μίας ήττας .
Στο μεταξύ οι χερσαίες επιχειρήσεις συμπληρώνονταν με απόπειρες εκσκαφής ορυγμάτων κάτω από τα τείχη. Ο σουλτάνος είχε ξεκινήσει παρόμοιες επιχειρήσεις στη διάρκεια των πρώτων ημερών της πολιορκίας, αλλά είχε έλλειψη από αρκετά έμπειρους υπονομευτές. Τώρα ο Ζαγανός πασάς βρήκε μεταξύ των στρατευμάτων του έναν αριθμό από επαγγελματίες υπονομευτές από τα ορυχεία ασημιού του Νόβο Μπρόντο στη Σερβία. Αυτοί διατάχθηκαν να σκάψουν ένα όρυγμα κάτω από τα τείχη, κάπου κοντά στη Χαρίσια πύλη, όπου θεωρήθηκε ότι το έδαφος ήταν κατάλληλο. Άρχισαν την εργασία τους πολύ πίσω, με την ελπίδα ότι θα διέφευγαν της προσοχής. Αλλά το έργο της εκσκαφής τόσο κάτω από την τάφρο όσο και κάτω από το τείχος ήταν πολύ δύσκολο. Αυτό το όρυγμα εγκαταλείφθηκε. Αντίθετα, άρχισαν να σκάβουν κάτω από το μονό τείχος των Βλαχερνών, κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Στις 16 Μαΐου η επιχείρησή τους ανακαλύφθηκε από τους αμυνόμενους. Ο Μέγας Δουξ, Λουκάς Νοταράς, του οποίου αποστολή ήταν να ασχολείται με παρόμοια επείγοντα περιστατικά, ζήτησε τις υπηρεσίες του μηχανικού Γιοχάνες Γκραντ. Μετά από αίτημά του ο Γκραντ έσκαψε ένα αντίθετο όρυγμα και κατόρθωσε να διεισδύσει στο τουρκικό, όπου έκαψε τα ξύλινα υποστηρίγματα. Η οροφή κατέρρευσε θάβοντας πολλούς υπονομευτές. Αυτή η αποτυχία αποθάρρυνε τους Τούρκους σκαπανείς για αρκετές ημέρες, αλλά στις 21 Μαΐου έσκαβαν ορύγματα σε διάφορα τμήματα των τειχών, συγκεντρώνοντας τις προσπάθειές τους κυρίως στο τμήμα κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας. Η εκσκαφή αντίθετου ορύγματος έγινε από τα ελληνικά στρατεύματα του Λουκά Νοταρά, με τον Γκραντ να τα καθοδηγεί. Σε μερικές περιπτώσεις κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους υπονομευτές του εχθρού από τα κοιλώματά τους με καπνό, ενώ σε άλλες πλημμυρίζοντας τα ορύγματα από δεξαμενές ο προορισμός των οποίων ήταν να παρέχουν νερό στην τάφρο .
Ο σουλτάνος είχε ήδη κάνει χρήση μιας άλλης επινόησης. Το πρωί της 18ης Μαΐου οι αμυνόμενοι έφριξαν βλέποντας ένα μεγάλο ξύλινο πύργο με τροχούς να στέκεται έξω από τα τείχη στο Μεσοτείχιον. Οι Τούρκοι τον είχαν συναρμολογήσει στη διάρκεια της νύκτας. Αποτελούνταν από ένα ξύλινο σκελετό που προστατευόταν από στρώσεις δερμάτων από βουβάλια και καμήλες, με σκαλοπάτια στο εσωτερικό του που οδηγούσαν σε μια ψηλότερη εξέδρα, τόσο ψηλή όσο τα εξωτερικά τείχη της πόλης. Στην εξέδρα είχαν συγκεντρωθεί σκάλες για να χρησιμοποιηθούν όταν ο πύργος θα ακουμπούσε στα τείχη. Η κύρια όμως αποστολή του ήταν να παρέχει προστασία στους εργάτες που ασχολούνταν με το παραγέμισμα της τάφρου. Η εμπειρία που είχε αποκτήσει από τις προγενέστερες προσπάθειές του να επιτεθεί είχε διδάξει το σουλτάνο ότι η τάφρος εξακολουθούσε να αποτελεί εμπόδιο και ότι έπρεπε να κατασκευαστούν στερεά περάσματα. Όλη την ημέρα της 18ης οι άνδρες του εργάζονταν για να κατασκευάσουν ένα δρόμο επάνω από την τάφρο, ενώ ο πύργος στεκόταν από πάνω τους, στο χείλος της τάφρου, απέναντι σε έναν πύργο τον οποίο είχε καταστρέψει το πυροβολικό του και η λιθοδομή του οποίου είχε καταρρεύσει από την μπροστινή πλευρά, μέσα στην τάφρο. Με το σούρουπο η αποστολή είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, παρά τη σφοδρή αντίσταση. Ένα μέρος της τάφρου είχε γεμίσει με την πεσμένη λιθοδομή, πέτρες, χώμα και θάμνους, και ο πύργος είχε προχωρήσει στο πέρασμα για να δοκιμάσει την αντοχή του. Αλλά κατά τη διάρκεια της νύκτας μερικοί αμυνόμενοι ξεγλίστρησαν έξω και έβαλαν στα μπάζα βαρελάκια με δυναμίτιδα. Όταν τους έβαλαν φωτιά έγινε μια τεράστια έκρηξη και ο ξύλινος πύργος τυλίχθηκε στις φλόγες και κατέρρευσε, σκοτώνοντας τους άνδρες επάνω του. Το πρωί η τάφρος ήταν και πάλι μισοάδεια και το κοντινό τείχος και ο φράκτης είχαν επισκευαστεί. Άλλοι πύργοι τους οποίους κατασκεύασαν οι Τούρκοι αποδείχθηκαν εξίσου ανεπιτυχείς. Μερικοί καταστράφηκαν και οι υπόλοιποι αποσύρθηκαν .
Παρόμοιες επιτυχίες συγκρατούσαν το ηθικό των Χριστιανών να μην πέσει. Στις 23 Μαΐου είχαν την τελευταία ενθαρρυντική τους εμπειρία. Εκείνη την ημέρα, όπως και τις προηγούμενες ημέρες, οι Τούρκοι αποπειράθηκαν να υπονομεύσουν τα τείχη των Βλαχερνών, αλλά σε αυτή την περίπτωση οι Έλληνες κατόρθωσαν να περικυκλώσουν και να συλλάβουν έναν αριθμό υπονομευτών, συμπεριλαμβανομένου ενός ανώτερου αξιωματικού. Μετά από βασανιστήρια εκείνος τους αποκάλυψε που είχαν τοποθετηθεί όλα τα τουρκικά ορύγματα. Ο Γκραντ κατόρθωσε να τα καταστρέψει το ένα μετά το άλλο, εκείνη την ημέρα και την επόμενη. Το τελευταίο που καταστράφηκε ήταν ένα του οποίου η είσοδος είχε κρυφτεί επιδέξια από έναν από τους ξύλινους πύργους του σουλτάνου. Εάν τα σχέδια δεν είχαν προδοθεί, δεν θα είχε ανακαλυφθεί ποτέ. Από εκείνη τη στιγμή οι Τούρκοι εγκατέλειψαν τις υπονομευτικές δραστηριότητές τους .
Ίσως αντιλαμβάνονταν ότι η υπερένταση από την πλευρά των αμυνομένων δούλευε για λογαριασμό τους. Είναι αξιοσημείωτο πόσο λίγοι Χριστιανοί είχαν σκοτωθεί μέχρι τότε. Πολλοί όμως είχαν τραυματιστεί και όλοι ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι. Οι προμήθειες όπλων, ειδικά του μπαρουτιού, εξαντλούνταν, και τα τρόφιμα ήταν λιγότερα παρά ποτέ. Και την 23η, την ημέρα της νίκης στα ορύγματα, οι ελπίδες των Χριστιανών υπέστησαν ένα τρομερό πλήγμα. Εκείνο το απόγευμα είδαν ένα πλοίο να κάνει ελιγμούς στην Προποντίδα καταδιωκόμενο από έναν αριθμό τουρκικών πλοίων. Κατόρθωσε να τους ξεφύγει και με την κάλυψη του σκότους το φράγμα άνοιξε για να το αφήσει να μπει. Στην αρχή νόμισαν ότι ήταν προπομπός ενός στόλου με ενισχύσεις. Ήταν όμως το μπριγκαντίνι που είχε αποπλεύσει είκοσι ημέρες νωρίτερα για να ψάξει για Βενετούς. Είχε ταξιδέψει μέσα από τα νησιά του Αιγαίου, αλλά δεν είχε βρει κανένα βενετικό πλοίο, ούτε κυκλοφορούσαν φήμες για πλοία σε απόσταση. Όταν φάνηκε περιττή η περαιτέρω έρευνα, ο κυβερνήτης ρώτησε τους ναύτες ποιες ήταν οι επιθυμίες τους. Ένας άνδρας είπε ότι ήταν ανόητο να επιστρέψουν σε μια πόλη που ενδεχομένως ήταν ήδη στα χέρια των Τούρκων. Οι άλλοι όμως τον ανάγκασαν να σωπάσει. Ήταν καθήκον τους, δήλωσαν, να επιστρέψουν και να ενημερώσουν τον αυτοκράτορα, είτε ήταν για ζωή είτε για θάνατο. Όταν παρουσιάστηκαν μπροστά του, δάκρυσε καθώς τους ευχαριστούσε. Καμία χριστιανική δύναμη δεν ερχόταν να συμμετάσχει στη μάχη για την Κωνσταντινούπολη. Η πόλη τώρα, είπε, μπορούσε να εναποθέσει τις ελπίδες της μόνο στο Χριστό και στη μητέρα Του, όπως και στον Άγιο Κωνσταντίνο, τον ιδρυτή της .
Ακόμη και αυτή η πίστη έπρεπε να δοκιμαστεί. Υπήρχαν σημάδια ότι οι ίδιοι οι Ουρανοί έστρεφαν την πλάτη τους στην πόλη. Στη διάρκεια αυτών των ημερών καθένας θυμόταν ξανά τις προφητείες ότι η αυτοκρατορία θα χανόταν. Ο πρώτος χριστιανός αυτοκράτορας ήταν ο Κωνσταντίνος, ο γιος της Ελένης, και ο τελευταίος θα είχε το ίδιο όνομα. Οι άνθρωποι θυμούνταν επίσης μια προφητεία ότι η πόλη δεν θα έπεφτε ποτέ όσο το φεγγάρι θα γέμιζε στον ουρανό. Αυτό είχε χαροποιήσει τους υπερασπιστές όταν αντιμετώπιζαν την επίθεση στη διάρκεια της προηγούμενης εβδομάδας. Στις 24 Μαΐου όμως θα ήταν πανσέληνος, και καθώς το φεγγάρι θα λιγόστευε θα ερχόταν η καταστροφή. Τη νύκτα της πανσελήνου υπήρχε μια έκλειψη και τρεις ώρες σκοτάδι. Πιθανόν την επομένη, όταν όλοι οι πολίτες γνώριζαν το μήνυμα απελπισίας που έφερε το μπριγκαντίνι, και όταν η έκλειψη είχε χαμηλώσει το ηθικό τους, έγινε μια τελευταία έκκληση στη Θεομήτορα. Η πιο ιερή της εικόνα μεταφέρθηκε επάνω στους ώμους των πιστών γύρω από τους δρόμους της πόλης, και όλοι όσοι ήταν διαθέσιμοι από τα τείχη έλαβαν μέρος στη λιτανεία. Καθώς προχωρούσε αργά και με επισημότητα η εικόνα ξαφνικά γλίστρησε από το βάθρο επάνω στο οποίο μεταφερόταν. Όταν οι άνθρωποι έτρεξαν να τη σηκώσουν τους φάνηκε σα να ήταν φτιαγμένη από μολύβι. Μόνο με πολύ μεγάλη προσπάθεια μπόρεσαν να τη ξαναβάλουν στη θέση της. Έπειτα, καθώς η λιτανεία ελισσόταν, ξέσπασε στην πόλη μια νεροποντή. Ήταν σχεδόν αδύνατο να αντιμετωπίσουν το χαλάζι, και η βροχή έπεφτε τόσο καταρρακτώδης, ώστε ολόκληροι δρόμοι πλημμύρισαν και παιδιά σχεδόν παρασύρθηκαν. Η λιτανεία έπρεπε να εγκαταλειφθεί. Την επομένη, σα να μην ήταν αρκετοί τέτοιοι οιωνοί, ολόκληρη η πόλη σκεπάστηκε από πυκνή ομίχλη, ένα φαινόμενο άγνωστο σ' εκείνες τις περιοχές το μήνα Μάιο. Η θεία Παρουσία καλυπτόταν με σύννεφα για να αποκρύψει την αποχώρησή της από την πόλη. Εκείνη τη νύκτα, όταν διαλύθηκε η ομίχλη, παρατηρήθηκε ότι ένα περίεργο φως έπαιζε γύρω από τον τρούλο της μεγάλης εκκλησίας της Αγίας Σοφίας. Το είδαν και στο τουρκικό στρατόπεδο, όπως και οι πολίτες, αλλά και οι Τούρκοι θορυβήθηκαν. Ο ίδιος ο σουλτάνος χρειάστηκε να καθησυχαστεί από τους σοφούς του οι οποίοι ερμήνευσαν το σημάδι ότι έδειχνε πως το φως της πραγματικής πίστης θα φώτιζε σύντομα το ιερό κτίριο. Για τους Έλληνες και τους Ιταλούς συμμάχους τους δεν υπήρχε καμία παρόμοια ανακουφιστική ερμηνεία.
Από τα τείχη μπορούσαν να δουν και φώτα να λαμπυρίζουν σε απόσταση στην ύπαιθρο, πολύ πίσω από το τουρκικό στρατόπεδο, εκεί όπου δεν έπρεπε να υπάρχουν φώτα. Μερικοί αισιόδοξοι φρουροί δήλωσαν ότι ήταν οι φωτιές των στρατευμάτων που έρχονταν με τον Ιωάννη Ουνυάδη να σώσουν τους πολιορκημένους Χριστιανούς. Αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας στρατός. Τα περίεργα φώτα δεν ερμηνεύθηκαν ποτέ .
Τώρα, για μία ακόμη φορά, οι υπουργοί του αυτοκράτορα πήγαν σ' εκείνον για να τον ικετεύσουν να φύγει ενόσω ήταν ακόμη δυνατό, και να οργανώσει την άμυνα της χριστιανοσύνης από κάποιο ασφαλέστερο σημείο, όπου ίσως θα εύρισκε υποστήριξη. Ήταν τόσο καταβεβλημένος, ώστε ενώ του μιλούσαν λιποθύμησε. Όταν συνήλθε τους είπε άλλη μία φορά ότι δεν μπορούσε να εγκαταλείψει το λαό του. Θα πέθαινε μαζί του .
Ο μήνας Μάιος πλησίαζε στο τέλος του, και στους κήπους και τους φράχτες τα τριαντάφυλλα άνθιζαν. Αλλά το φεγγάρι χανόταν, και οι άνδρες και οι γυναίκες του Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης, σύμβολο της οποίας ήταν το φεγγάρι, προετοιμάζονταν να αντιμετωπίσουν την κρίση που όλοι γνώριζαν ότι βρισκόταν επάνω τους.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Οι τελευταίες ημέρες τον Βυζαντίου
Μεταξύ των Χριστιανών οι ελπίδες έσβηναν. Αλλά και στο τουρκικό στρατόπεδο υπήρχε απαισιοδοξία και μια γενική αίσθηση απογοήτευσης. Η πολιορκία είχε κρατήσει επτά εβδομάδες, αλλά παρά ταύτα ο τεράστιος τουρκικός στρατός με τις υπέροχες πολεμικές μηχανές του είχε κατορθώσει ελάχιστα. Οι υπερασπιστές μπορεί να ήταν καταβεβλημένοι και να είχαν ελλείψεις ανδρών και υλικού, ενώ και τα τείχη της πόλης είχαν πάθει σοβαρές ζημιές. Αλλά μέχρι τώρα κανένας στρατιώτης δεν είχε περάσει από μέσα τους. Υπήρχε ακόμη ο κίνδυνος άφιξης βοήθειας από τη Δύση. Οι κατάσκοποι του Μωάμεθ τον είχαν πληροφορήσει ότι ένας στόλος είχε λάβει διαταγές να αποπλεύσει από τη Βενετία, και υπήρχαν φήμες ότι είχε φθάσει ακόμη και μέχρι τη Χίο . Υπήρχε πάντα η πιθανότητα οι Ούγγροι να διασχίσουν το Δούναβη. Στη διάρκεια των πρώτων ημερών της πολιορκίας είχε φθάσει στο τουρκικό στρατόπεδο μια πρεσβεία από τον Ιωάννη Ουνυάδη και είχε υποδείξει ότι, καθώς ο Ουνυάδης δεν ήταν πλέον αντιβασιλέας της Ουγγαρίας, η ανακωχή που είχε υπογράψει με το σουλτάνο για τρία χρόνια δεν ήταν πια δεσμευτική . Επιπλέον το ηθικό μεταξύ των ίδιων των στρατευμάτων του σουλτάνου άρχιζε τώρα να πέφτει. Οι ναύτες του είχαν αντιμετωπίσει ταπεινωτικές αντιξοότητες. Οι στρατιώτες του δεν είχαν κερδίσει μέχρι τώρα καμία νίκη. Όσο περισσότερο του ξέφευγε η πόλη, τόσο εξασθένιζε το προσωπικό του κύρος.
Στην Αυλή του ο γέρο βεζίρης Χαλήλ και οι φίλοι του εξακολουθούσαν να κατακρίνουν την όλη επιχείρηση. Αναλαμβάνοντάς την ο Μωάμεθ είχε αντιταχθεί στις συμβουλές τους. Είναι πιθανό ότι είχαν δίκιο; Ίσως εν μέρει για να τους δείξει ότι δεν ήταν παράλογος και ίσως εν μέρει για να ικανοποιήσει την προσωπική του συνείδηση ως καλός Μωαμεθανός που έπρεπε να αποφεύγει τις συγκρούσεις, εκτός εάν οι άπιστοι αρνούνταν πεισματικά να παραδοθούν, έκανε μια τελευταία πρόταση ειρήνης, ειρήνης όμως με τους δικούς του όρους. Στο στρατόπεδό του βρισκόταν ένας νεαρός ευγενής ονόματι Ισμαήλ, γιος ενός αρνησίθρησκου Έλληνα τον οποίο είχε κάνει υποτελή του ηγεμόνα της Σινώπης. Αυτός ήταν ο απεσταλμένος που έστειλε τώρα στην πόλη. Ο Ισμαήλ είχε Έλληνες φίλους, και έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για να τους πείσει ότι δεν ήταν πολύ αργά για να σωθούν. Με υποκίνησή του όρισαν έναν αντιπρόσωπο για να πάει πίσω στο τουρκικό στρατόπεδο μαζί του. Το όνομα του άνδρα δεν καταγράφηκε. Γνωρίζουμε μόνο ότι δεν κατείχε υψηλό αξίωμα, ούτε καταγόταν από ευγενική οικογένεια. Η συμπεριφορά του σουλτάνου προς τους πρεσβευτές ήταν καταφανώς αβέβαιη και σίγουρα υπήρχε η αίσθηση ότι δεν μπορούσαν να διαθέσουν κανέναν από τους ευγενείς σε μια τόσο επικίνδυνη αποστολή. Εκείνος όμως έγινε δεκτός με ευγένεια από το Μωάμεθ, που τον έστειλε πίσω με το μήνυμα ότι η πολιορκία θα λυνόταν εάν ο αυτοκράτορας αναλάμβανε να πληρώνει έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας από εκατό χιλιάδες χρυσά νομίσματα. Διαφορετικά, εάν το προτιμούσαν, οι πολίτες μπορούσαν να εγκαταλείψουν την πόλη με όλη την κινητή τους περιουσία και κανείς τους δεν θα πάθαινε τίποτε. Όταν η πρόταση παρουσιάστηκε στο συμβούλιο του αυτοκράτορα ένα ή δύο μέλη πίστεψαν ότι ίσως θα ήταν δυνατό να κερδίσουν χρόνο υποσχόμενοι να πληρώσουν το φόρο. Αλλά η πλειοψηφία γνώριζε ότι ένας τόσο μεγάλος φόρος δεν μπορούσε ποτέ να συγκεντρωθεί, και ότι, εάν δεν καταβαλλόταν αμέσως, ο σουλτάνος απλά θα συνέχιζε την πολιορκία. Κανείς τους όμως δεν ήταν διατεθειμένος τώρα να του επιτρέψει να καταλάβει την Κωνσταντινούπολη χωρίς μεγαλύτερη προσπάθεια. Ενδεχομένως, όπως αναφέρουν οι τουρκικές πηγές, ο αυτοκράτορας απάντησε προτείνοντας να παραδώσει όλα όσα του ανήκαν, εκτός από την πόλη, που στην πραγματικότητα αποτελούσε τη μόνη περιουσία που του απέμενε. Σ' αυτά ο σουλτάνος απάντησε ότι η μόνη επιλογή που απέμενε στους Έλληνες βρισκόταν μεταξύ της παράδοσης της πόλης, του θανάτου από το σπαθί ή του προσηλυτισμού στο Ισλάμ .
Αυτές οι απατηλές διαπραγματεύσεις πιθανόν πραγματοποιήθηκαν την Παρασκευή, 25 Μαΐου. Το Σάββατο ο Μωάμεθ συγκάλεσε το μυστικοσυμβούλιό του. Ο βεζίρης, ο Χαλήλ πασάς, στηριζόμενος στην ιστορία των μακρών και διακεκριμένων δημοσίων υπηρεσιών του, ύψωσε το ανάστημά του και απαίτησε να εγκαταλειφθεί η πολιορκία. Ποτέ δεν είχε εγκρίνει την εκστρατεία και τα γεγονότα απέδειξαν ότι είχε δίκιο. Οι Τούρκοι δεν είχαν κάνει καμία πρόοδο. Αντίθετα, είχαν υποστεί μερικές ταπεινωτικές αποτυχίες. Ανά πάσα στιγμή οι ηγεμόνες της Δύσης μπορούσαν να έλθουν σε βοήθεια της πόλης. Η Βενετία είχε ήδη στείλει ένα μεγάλο στόλο. Η Γένοβα, ακόμη και απρόθυμα, θα αναγκαζόταν να κάνει το ίδιο. Ας προσέφερε ο σουλτάνος όρους που θα γίνονταν αποδεκτοί από τον αυτοκράτορα και ας αποσυρόταν προτού προέκυπταν χειρότερες καταστροφές. Ο σεβάσμιος βεζίρης επέβαλε σεβασμό. Πολλοί ακροατές του, ενθυμούμενοι πόσο αναποτελεσματικά είχαν αποδειχθεί τα τουρκικά πλοία στις μάχες τους εναντίον των Χριστιανών, θα πρέπει να ανατρίχιασαν με τη σκέψη των μεγάλων ιταλικών στόλων να κατευθύνονται εναντίον τους. Εξάλλου ο σουλτάνος δεν ήταν παρά ένα παιδί είκοσι ενός ετών. Δεν έθετε σε κίνδυνο τη μεγάλη κληρονομιά του με την ορμητική αφροσύνη της νεότητάς του;
Ο επόμενος που μίλησε ήταν ο Ζαγανός πασάς. Αντιπαθούσε το Χαλήλ και γνώριζε ότι ο σουλτάνος συμμεριζόταν την αντιπάθειά του. Βλέποντας την όψη της άγριας απελπισίας του κυρίου του ως αποτέλεσμα των λόγων του Χαλήλ, δήλωσε ότι δεν πίστευε στους φόβους του μεγάλου βεζίρη. Οι ευρωπαϊκές Δυνάμεις ήταν οξύτατα διχασμένες μεταξύ τους για να αναλάβουν ποτέ κοινή δράση εναντίον των Τούρκων, ενώ ακόμη και αν πλησίαζε κάποιος βενετικός στόλος, πράγμα το οποίο δεν πίστευε, τα όπλα και οι άνδρες του θα ήταν κατά πολύ λιγότερα από τους Τούρκους. Μίλησε για τους οιωνούς που προέβλεπαν την καταστροφή της χριστιανικής αυτοκρατορίας. Μίλησε για τον Μέγα Αλέξανδρο, εκείνο το νεαρό ο οποίος με πολύ μικρότερο στρατό είχε κατακτήσει το μισό κόσμο. Η επίθεση θα έπρεπε να συνεχιστεί, χωρίς σκέψη υποχώρησης. Πολλοί από τους νεώτερους στρατηγούς σηκώθηκαν για να υποστηρίξουν το Ζαγανός. Ο διοικητής των βαζιβουζούκων ήταν ιδιαίτερα ορμητικός στο αίτημά του για εντονότερη δράση. Το ηθικό του Μωάμεθ ανέβηκε, αυτά ήταν που ήθελε να ακούσει. Είπε στο Ζαγανός να πάει έξω, μεταξύ των στρατιωτών και να τους ρωτήσει τί ήθελαν. Ο Ζαγανός επέστρεψε σύντομα με την επιθυμητή απάντηση. Κάθε άνδρας, είπε, επέμενε ότι θα έπρεπε να γίνει άμεση επίθεση. Στη συνέχεια ο σουλτάνος ανακοίνωσε ότι η επίθεση θα πραγματοποιούνταν μόλις μπορούσε να προετοιμαστεί.
Από εκείνη τη στιγμή ο Χαλήλ πρέπει να γνώριζε ότι οι ημέρες του ήταν μετρημένες. Πάντα υπήρξε καλοδιάθετος φίλος για τους Χριστιανούς, με την ανεκτικότητα ενός ευσεβή Μωαμεθανού της παλιάς σχολής, αντίθετα από τυχάρπαστους αρνησίθρησκους όπως ο Ζαγανός και ο Μαχμούτ. Το κατά πόσο είχε πράγματι λάβει δώρα από τους Έλληνες είναι αβέβαιο. Αλλά οι εχθροί του υπαινίχθηκαν τώρα ότι αυτό πράγματι συνέβαινε, και ο σουλτάνος τους πίστεψε με ευχαρίστηση .
Τα νέα για την απόφαση του σουλτάνου έφθασαν γρήγορα στην πόλη. Οι Χριστιανοί στο στρατόπεδό του έριξαν βέλη επάνω από τα τείχη, με επιστολές τυλιγμένες γύρω τους οι οποίες περιέγραφαν τη συνεδρίαση του συμβουλίου .
Σε όλη τη διάρκεια της Παρασκευής και του Σαββάτου ο βομβαρδισμός των χερσαίων τειχών ήταν εντονότερος παρά ποτέ. Αλλά οι ζημιές που προκλήθηκαν επισκευάστηκαν και πάλι γρήγορα. Το Σάββατο το απόγευμα ο φράχτης ήταν το ίδιο γερός όσο πριν. Αλλά στη διάρκεια της νύκτας μπορούσε κανείς να δει τους Τούρκους στο φως των πυρσών τους να φέρνουν υλικά κάθε είδους για να γεμίσουν στερεά την τάφρο, και να μετακινούν τα πυροβόλα τους πιο μπροστά, επάνω στις εξέδρες που είχαν κατασκευάσει. Την Κυριακή ο βομβαρδισμός επικεντρώθηκε επάνω στο φράχτη κατά μήκος του Μεσοτειχίου. Τρεις απευθείας βολές από το μεγάλο κανόνι γκρέμισαν ένα τμήμα του. Ο Τζουστινιάνι, που επέβλεπε τα επισκευαστικά έργα, τραυματίστηκε ελαφρά από ένα θραύσμα και αποσύρθηκε για μερικές ώρες μέχρις ότου η πληγή του επιδεθεί. Επέστρεψε στη θέση του πριν πέσει η νύκτα .
Εκείνη την ίδια ημέρα, την 27η Μαΐου, ο σουλτάνος διέτρεξε έφιππος όλο το στράτευμά του, για να ανακοινώσει ότι η μεγάλη επίθεση θα πραγματοποιούνταν πολύ σύντομα. Τον ακολουθούσαν οι κήρυκές του, σταματώντας εδώ κι εκεί για να διακηρύξουν ότι, όπως επέβαλλαν τα έθιμα του Ισλάμ, θα παραχωρούνταν στους στρατιώτες της πίστης τρεις ημέρες στη διάρκεια των οποίων θα μπορούσαν να λεηλατήσουν την πόλη ελεύθερα. Ο σουλτάνος είχε ορκιστεί στον αιώνιο Θεό και στον προφήτη του, και στους τέσσερις χιλιάδες προφήτες και στις ψυχές του πατέρα και των παιδιών του ότι όλοι οι θησαυροί που θα βρίσκονταν στην πόλη θα διανέμονταν δίκαια μεταξύ των στρατευμάτων. Η διακήρυξη έγινε δεκτή με ιαχές χαράς. Μέσα από τα τείχη της πόλης οι άνθρωποι μπορούσαν να ακούν τα στίφη των Μωαμεθανών να κραυγάζουν με αγαλλίαση: «Δεν υπάρχει άλλος Θεός από το Θεό και ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του» .
Εκείνη τη νύκτα, όπως και τη νύκτα του Σαββάτου, δάδες και πυρσοί φώτιζαν σμήνη εργατών που έριχναν συνεχώς υλικά μέσα στην τάφρο και συγκέντρωναν σωρούς από όπλα πέρα από αυτήν. Αυτή τη νύχτα εργάστηκαν με μεγάλο ενθουσιασμό, κραυγάζοντας και τραγουδώντας, ενθαρρυνόμενοι από φλογέρες και σάλπιγγες, αυλούς και λαγούτα. Τόσο έντονες ήταν οι φλόγες, ώστε για μια ελπιδοφόρα στιγμή οι πολιορκημένοι πίστεψαν ότι το τουρκικό στρατόπεδο είχε πιάσει φωτιά και έσπευσαν στα τείχη για να δουν την πυρκαγιά. Όταν αντιλήφθηκαν την πραγματική αιτία για τα φώτα, δεν μπορούσαν παρά να γονατίσουν και να προσευχηθούν .
Τα μεσάνυχτα, εντελώς ξαφνικά, οι εργασίες σταμάτησαν και όλα τα φώτα έσβησαν. Ο σουλτάνος είχε διατάξει η Δευτέρα να είναι ημέρα ξεκούρασης και εξιλέωσης, ώστε οι πολεμιστές του να προετοιμαστούν για την τελική επίθεση της Τρίτης. Ο ίδιος πέρασε την ημέρα επιθεωρώντας όλα τα στρατεύματά του και δίνοντάς τους διαταγές. Κατ' αρχήν πέρασε έφιππος με μεγάλη συνοδεία τη γέφυρα του Κερατίου προς το Διπλοκιόνιο, για να δει το ναύαρχό του, το Χαμζά μπέη. Ο Χαμζά διατάχθηκε την επομένη να διασκορπίσει τα πλοία του κατά μήκος του φράγματος και περιμετρικά, απέναντι από όλα τα παράλια της πόλης προς την Προποντίδα. Οι άνδρες έπρεπε να εφοδιαστούν με σκάλες και να επιχειρήσουν, όπου ήταν δυνατό, είτε από τα ίδια τα πλοία είτε από μικρά σκάφη, να αποβιβαστούν και να σκαρφαλώσουν στα τείχη, ή, εάν αυτό αποδεικνυόταν ανέφικτο, τουλάχιστον να προσποιούνται επιθέσεις τόσο αδιάλειπτα, ώστε κανένας από τους αμυνόμενους να μην αποτολμήσει να εγκαταλείψει το σημείο. Καθώς επέστρεφε για να δώσει παρόμοιες διαταγές στα πλοία του μέσα στον Κεράτιο, ο Μωάμεθ σταμάτησε έξω από την κύρια πύλη του Πέραν και κάλεσε ενώπιόν του τους άρχοντες της πόλης. Τους διέταξε αυστηρά να φροντίσουν κανείς πολίτης τους να μη προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια στην Κωνσταντινούπολη την επόμενη ημέρα. Εάν δεν υπάκουαν, θα τους τιμωρούσε αμέσως. Στη συνέχεια επέστρεψε στη σκηνή του, για να ξαναβγεί το απόγευμα, οπότε διέτρεξε όλο το μήκος των χερσαίων τειχών, μιλώντας στους αξιωματικούς και αγορεύοντας προς τους άνδρες, καθισμένους όπως ήταν γύρω στο στρατόπεδο . Όταν διαπίστωσε ότι όλα ήταν όπως τα ήθελε, κάλεσε στη σκηνή του τους υπουργούς του και τους αρχηγούς του στρατού και τους μίλησε.
Ο λόγος του μας παραδίδεται από τον ιστορικό Κριτόβουλο, ο οποίος, όπως όλοι οι μορφωμένοι Βυζαντινοί, ήταν μελετητής του Θουκυδίδη και γι' αυτό το λόγο έβαλε στο στόμα των ηρώων του τους λόγους που νόμισε ότι θα εκφωνούσαν ή θα έπρεπε να έχουν εκφωνήσει. Αλλά, μολονότι τα λόγια είναι του ιστορικού, μας δίνουν την έννοια όσων πρέπει να είχε πει ο σουλτάνος. Υπενθύμισε στη συνέλευση τα πλούτη που εξακολουθούσε να περιέχει η πόλη και τα οποία σύντομα θα ήταν δικά τους. Τους υπενθύμισε ότι για αιώνες ήταν ιερό καθήκον των πιστών να καταλάβουν τη χριστιανική πρωτεύουσα και ότι οι παραδόσεις υπόσχονταν επιτυχία. Η πόλη δεν ήταν απόρθητη, τους είπε. Οι εχθροί ήταν λίγοι, κουρασμένοι, με ελλείψεις στον οπλισμό και στις προμήθειες, και διχασμένοι μεταξύ τους. Οι Ιταλοί ασφαλώς δεν θα επιθυμούσαν να πεθάνουν για μια πόλη που δεν ήταν δική τους. Αύριο, δήλωσε, θα έστελνε τους άνδρες του κατά κύματα να επιτεθούν, μέχρις ότου η εξάντληση και η απελπισία κατέβαλλαν τους υπερασπιστές. Παρότρυνε τους αξιωματικούς του να επιδείξουν θάρρος και να κρατούν την πειθαρχία. Στη συνέχεια τους παρήγγειλε να πάνε στις σκηνές τους, να ξεκουραστούν και να είναι έτοιμοι για το σήμα της επίθεσης, όταν δινόταν. Οι ανώτεροι διοικητές έμειναν μαζί του για να λάβουν τις τελικές τους εντολές. Ο ναύαρχος Χαμζά γνώριζε ήδη την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Ο Ζαγανός, αφού διέθετε άνδρες για να συμπράξουν με τους ναύτες που θα έκαναν επίθεση στα τείχη κατά μήκος του Κερατίου κόλπου, θα έπρεπε να μεταφέρει τον υπόλοιπο στρατό του επάνω από τη γέφυρα για την επίθεση εναντίον των Βλαχερνών. Ο Καρατζά πασάς θα ήταν στα δεξιά του, μέχρι το ύψος της Χαρίσιας πύλης. Ο Ισάκ και ο Μαχμούτ, με τα ασιατικά στρατεύματα, θα έκαναν επίθεση στο τμήμα μεταξύ της πύλης του Αγίου Ρωμανού για το κοινό και της Προποντίδας, προς τα κάτω, με επίκεντρο την περιοχή γύρω από την τρίτη στρατιωτική πύλη. Ο ίδιος, με το Χαλήλ και το Σαρουτζά, θα διηύθυνε την κύρια επίθεση, που θα εκδηλωνόταν στην κοιλάδα του Λύκου. Αφού γνωστοποίησε τις επιθυμίες του, αποσύρθηκε για να δειπνήσει και να κοιμηθεί .
Ολόκληρη την ημέρα επικρατούσε μια παράξενη ηρεμία έξω από τα τείχη. Ακόμη και τα μεγάλα κανόνια είχαν σιγήσει. Υπήρχαν μερικοί στην πόλη που δήλωσαν ότι οι Τούρκοι προετοιμάζονταν να αποχωρήσουν. Αλλά η αισιοδοξία τους αποτελούσε απλά μια μάταιη απόπειρα να ανυψώσουν το ηθικό τους. Όλοι γνώριζαν ότι στην πραγματικότητα η ώρα της κρίσης είχε έλθει. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων λίγων ημερών η νευρική υπερένταση των υπερασπιστών είχε εκδηλωθεί με αψιμαχίες και αμοιβαίες κατηγορίες μεταξύ των Ελλήνων, των Βενετών και των Γενοβέζων. Τόσο στους Βενετούς όσο και στους Έλληνες η ουδετερότητα του Πέραν υποδήλωνε ότι δεν μπορούσαν να εμπιστεύονται κανένα Γενοβέζο. Η αλαζονεία των Βενετών προσέβαλλε τόσο τους Γενοβέζους όσο και τους Έλληνες. Οι Βενετοί κατασκεύαζαν στα εργαστήρια της συνοικίας τους ξύλινες ασπίδες και επενδύσεις, και ο Μινόττο διέταξε Έλληνες εργάτες να τις μεταφέρουν στις αμυντικές γραμμές στις Βλαχέρνες. Οι εργάτες αρνήθηκαν να το κάνουν εάν δεν πληρώνονταν, όχι για λόγους απληστίας, όπως προτίμησαν να πιστεύουν οι Βενετοί, αλλά επειδή δυσφορούσαν με παρόμοιες συνοπτικές διαταγές από έναν Ιταλό και επειδή πραγματικά χρειάζονταν χρήματα ή διαθέσιμο χρόνο προκειμένου να βρουν τρόφιμα για τις πεινασμένες οικογένειές τους. Ελάχιστοι Βενετοί είχαν μαζί τους τις οικογένειές τους, και οι γυναίκες και τα παιδιά των Γενοβέζων ζούσαν με άνεση στο Πέραν. Οι Ιταλοί ποτέ δεν συνειδητοποίησαν την ένταση που βάραινε επάνω στους Έλληνες εξαιτίας της βεβαιότητας ότι όλες οι γυναίκες και τα παιδιά τους θα συμμερίζονταν τη δική τους τύχη. Μερικές φορές υπήρχαν καυγάδες για θέματα στρατηγικής. Μόλις έγινε σαφές ότι η μεγάλη επίθεση ήταν επικείμενη, ο Τζουστινιάνι απαίτησε από το Μεγάλο Δούκα Λουκά Νοταρά να μετακινήσει τα κανόνια που ήταν υπό τον έλεγχό του στο Μεσοτείχιον, όπου θα υπήρχε ανάγκη για κάθε διαθέσιμο κανόνι. Ο Νοταράς αρνήθηκε. Πίστευε, και όχι χωρίς λόγο, ότι θα δέχονταν επίθεση και τα τείχη του λιμανιού, τα οποία ήταν ήδη ανεπαρκώς επανδρωμένα. Ανταλλάχθηκαν οργισμένα λόγια, και ο αυτοκράτορας αναγκάστηκε να επέμβει, αν και κουρασμένος. Ο Τζουστινιάνι φαίνεται ότι κέρδισε σ' αυτό το ζήτημα. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος, με το μίσος του για τους Ορθοδόξους, δήλωσε ότι οι Έλληνες ζήλευαν, μήπως τη διάκριση για την άμυνα έπαιρναν οι Λατίνοι, και ότι από τότε και στο εξής ήταν σκυθρωποί και με μισή καρδιά. Προτίμησε να ξεχάσει ότι στην κοιλάδα του Λύκου πολεμούσαν τόσοι Έλληνες, όσοι και Λατίνοι, και ότι ούτε, όπως παραδέχθηκε, κανένας Έλληνας έδειξε έλλειψη ζήλου όταν άρχισε η μάχη .
Εκείνη τη Δευτέρα, με τη γνώση ότι η κρίση βρισκόταν επάνω από τα κεφάλια τους, οι στρατιώτες και οι πολίτες ξέχασαν τις φιλονικίες τους. Ενώ οι άνδρες στα τείχη εργάζονταν για να επισκευάσουν τα κατεστραμμένα αμυντικά έργα, σχηματίστηκε μια μεγάλη λιτανεία. Αντίθετα με τη σιωπή στο τουρκικό στρατόπεδο, στην πόλη ηχούσαν οι καμπάνες των εκκλησιών και τα ξύλινα σήμαντρά τους, καθώς οι εικόνες και τα άγια λείψανα μεταφέρονταν επάνω στους ώμους των πιστών και περιφέρονταν μέσα από τους δρόμους και σε όλο το μήκος των τειχών, σταματώντας για να ευλογήσουν με την ιερή παρουσία τους τα σημεία όπου οι ζημιές ήταν μεγαλύτερες και ο κίνδυνος πιο εμφανής, ενώ το πλήθος που ακολουθούσε πίσω τους, Έλληνες και Λατίνοι, Ορθόδοξοι και Καθολικοί, έψαλλε ύμνους και επαναλάμβανε το Κύριε Ελέησον. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας ήλθε να συμμετάσχει στη λιτανεία και μετά το τέλος της κάλεσε τους προκρίτους και τους διοικητές του, Έλληνες και Ιταλούς, και τους μίλησε. Ο λόγος του καταγράφηκε από δύο άνδρες που ήταν παρόντες, το γραμματέα του Φραντζή και τον αρχιεπίσκοπο Μυτιλήνης. Καθένας τους κατέγραψε το λόγο του αυτοκράτορα με το δικό του τρόπο, προσθέτοντας σχολαστικούς υπαινιγμούς και ευσεβείς αφορισμούς, για να του προσδώσουν μια ρητορική μορφή την οποία κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε. Αλλά οι αφηγήσεις τους συμφωνούν επαρκώς ώστε να γνωρίζουμε την ουσία του. Ο Κωνσταντίνος είπε στους ακροατές του ότι επρόκειτο να αρχίσει η μεγάλη επίθεση. Στους Έλληνες υπηκόους του είπε ότι ένας άνδρας έπρεπε να είναι πάντοτε έτοιμος να πεθάνει, είτε για την πίστη, είτε για την πατρίδα του, είτε για την οικογένειά του, είτε για τον ηγεμόνα του. Τώρα ο λαός του έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να πεθάνει και για τους τέσσερις λόγους. Μίλησε για τη δόξα και τις υψηλές παραδόσεις της μεγάλης αυτοκρατορικής πόλης. Μίλησε για τη δολιότητα του άπιστου σουλτάνου που είχε προκαλέσει έναν πόλεμο προκειμένου να καταστρέψει την αληθινή πίστη και να βάλει τον ψεύτικο προφήτη του στη θέση του Χριστού. Τους παρότρυνε να θυμούνται ότι ήταν απόγονοι των ηρώων της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης, και να είναι αντάξιοι των προγόνων τους. Από την πλευρά του, είπε, ήταν έτοιμος να πεθάνει για την πίστη του, την πόλη και το λαό του. Στη συνέχεια γύρισε προς τους Ιταλούς, ευχαριστώντας τους για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει και αναφέροντας την εμπιστοσύνη του απέναντί τους για τον επικείμενο αγώνα. Τους παρακάλεσε όλους, Έλληνες και Ιταλούς μαζί, να μη φοβηθούν τους τεράστιους αριθμούς του εχθρού και τις βαρβαρικές επινοήσεις με φωτιές και θορύβους που αποσκοπούσαν να τους πανικοβάλουν. Το φρόνημά τους ας παραμείνει ψηλό. Ας είναι γενναίοι και σταθεροί. Με τη βοήθεια του Θεού θα έβγαιναν νικητές.
Όλοι όσοι ήταν παρόντες σηκώθηκαν για να διαβεβαιώσουν τον αυτοκράτορα ότι ήταν έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους και τα σπίτια τους γι' αυτόν. Εκείνος στη συνέχεια περπάτησε αργά γύρω στην αίθουσα, ζητώντας από τον καθένα τους να τον συγχωρήσει εάν ποτέ τον είχε προσβάλει. Ακολούθησαν το παράδειγμά του, όπως κάνουν άνδρες που περιμένουν ότι θα πεθάνουν .
Η ημέρα είχε σχεδόν τελειώσει. Ήδη τα πλήθη κινούνταν προς τη μεγάλη εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Κατά τους προηγούμενους πέντε μήνες κανείς ευσεβής Έλληνας δεν είχε περάσει τις πύλες της για να ακούσει τη Θεία Λειτουργία που είχε μιανθεί από τους Λατίνους και τους εξωμότες. Αλλά εκείνο το απόγευμα η πίκρα τερματίστηκε. Σχεδόν κανένας πολίτης, εκτός από τους στρατιώτες στα τείχη, δεν έμεινε μακριά από αυτή την απελπισμένη λειτουργία ικεσίας. Ιερείς που θεωρούσαν την ένωση με τη Ρώμη θανάσιμο αμάρτημα προσήλθαν τώρα στο Ιερό για να λειτουργήσουν μαζί με τους ενωτικούς αδελφούς τους. Εκεί ήταν ο καρδινάλιος και, στο πλευρό του, επίσκοποι που ποτέ δεν θα αναγνώριζαν την εξουσία του. Όλος ο κόσμος είχε έλθει να εξομολογηθεί και να κοινωνήσει, χωρίς να ενδιαφέρεται εάν τη μετάληψη θα έδινε Ορθόδοξος ή Καθολικός. Δίπλα στους Έλληνες ήταν Ιταλοί και Καταλανοί. Τα χρυσά ψηφιδωτά, με τις εικόνες του Χριστού και των αγίων Του, όπως και των αυτοκρατόρων και των αυτοκρατειρών, λαμποκοπούσαν στο φως χιλίων λαμπάδων και καντηλιών. Από κάτω τους για τελευταία φορά οι ιερείς με τα εξαίσια άμφιά τους κινούνταν στον επίσημο ρυθμό της λειτουργίας. Αυτή τη στιγμή υπήρχε ένωση στην εκκλησία της Κωνσταντινούπολης .
Όταν διαλύθηκε το συμβούλιο του αυτοκράτορα οι υπουργοί και οι διοικητές πέρασαν μέσα από την πόλη για να συμμετάσχουν στη λατρεία. Αφού εξομολογήθηκαν και έλαβαν τη μετάληψη καθένας τους πήγε στη θέση του, αποφασισμένος να νικήσει ή να πεθάνει. Όταν ο Τζουστινιάνι και οι Έλληνες και Ιταλοί σύντροφοί του πήγαν στις καθορισμένες θέσεις τους και πέρασαν μέσα από το εσωτερικό τείχος προς το εξωτερικό και το φράχτη, δόθηκαν διαταγές να κλειστούν πίσω τους οι πύλες του εσωτερικού τείχους, ώστε να μην υπάρξει υποχώρηση .
Αργότερα εκείνο το βράδυ ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήγε ιππεύοντας την αραβική του φοράδα στη μεγάλη εκκλησία και έκανε την ειρήνη του με το Θεό. Έπειτα επέστρεψε μέσα από τους σκοτεινούς δρόμους στο παλάτι του, στις Βλαχέρνες, και κάλεσε το υπηρετικό προσωπικό. Από αυτούς, όπως είχε κάνει και με τους υπουργούς, ζήτησε συγχώρηση για οποιαδήποτε αγένεια είχε δείξει απέναντί τους, και τους αποχαιρέτησε. Ήταν περίπου μεσάνυχτα όταν ανέβηκε πάλι στο άλογό του και πήγε, συνοδευόμενος από τον πιστό του Φραντζή, σε όλο το μήκος των χερσαίων τειχών, για να δει εάν ήταν όλα εντάξει και εάν οι πύλες του εσωτερικού τείχους ήταν κλειστές. Κατά την επιστροφή τους στις Βλαχέρνες ο αυτοκράτορας αφίππευσε κοντά στην πύλη της Καλιγαρίας και πήρε το Φραντζή μαζί του σε έναν πύργο, στην πιο εξέχουσα γωνία του τείχους των Βλαχερνών, από τον οποίο μπορούσαν να δουν έξω στο σκοτάδι και προς τις δύο διευθύνσεις, αριστερά και διαγώνια προς το Μεσοτείχιον και δεξιά και προς τα κάτω προς τον Κεράτιο. Από κάτω τους μπορούσαν να ακούν θορύβους, καθώς ο εχθρός προωθούσε τα κανόνια του επάνω από την παραγεμισμένη τάφρο. Αυτή η δραστηριότητα συνεχιζόταν από τη δύση του ηλίου, έτσι τους είπαν οι φρουροί. Μακριά μπορούσαν να δουν φώτα που λαμπύριζαν, καθώς τα τουρκικά πλοία διέσχιζαν τον Κεράτιο. Ο Φραντζής περίμενε με τον κύριό του για μία ώρα, ή κάπου τόσο. Έπειτα ο Κωνσταντίνος του είπε να φύγει, και από τότε δεν ξανασυναντήθηκαν ποτέ. Η μάχη άρχιζε .
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
H άλωση της Κωνσταντινούπολης
Το απόγευμα της Δευτέρας, 28 Μαΐου, ήταν καθαρό και λαμπερό. Καθώς ο ήλιος άρχισε να δύει προς το δυτικό ορίζοντα, έλαμπε κατ' ευθείαν επάνω στα πρόσωπα των υπερασπιστών στα τείχη, σχεδόν τυφλώνοντάς τους. Αυτή ήταν η ώρα που ξεκίνησε η δραστηριότητα στο τουρκικό στρατόπεδο. Άνδρες παρουσιάστηκαν κατά χιλιάδες για να ολοκληρώσουν το παραγέμισμα της τάφρου, ενώ άλλοι έφερναν κανόνια και πολεμικές μηχανές. Λίγο μετά τη δύση ο ουρανός συννέφιασε και έπεσε μια ραγδαία βροχή. Αλλά οι εργασίες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, και οι Χριστιανοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να τις σταματήσουν. Περίπου στις μιάμιση το πρωί ο σουλτάνος έκρινε ότι όλα ήταν έτοιμα και έδωσε τη διαταγή για την επίθεση .
Ο ξαφνικός θόρυβος ήταν τρομακτικός. Σε όλη την έκταση της γραμμής των τειχών οι Τούρκοι όρμησαν στην επίθεση, βγάζοντας τις πολεμικές κραυγές τους, ενώ τους παρότρυναν τύμπανα, σάλπιγγες και φλογέρες. Τα χριστιανικά στρατεύματα περίμεναν σιωπηλά, όταν όμως οι φρουροί στους πύργους έδωσαν το σύνθημα του συναγερμού, οι εκκλησίες κοντά στα τείχη άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες τους, και η μία εκκλησία μετά την άλλη στην πόλη μετέδιδε τον ήχο του συναγερμού, μέχρις ότου σήμαινε κάθε καμπαναριό. Τρία μίλια πιο μακριά, στην εκκλησία της Αγίας Σοφίας, οι πιστοί ήξεραν ότι η μάχη είχε αρχίσει. Κάθε άνδρας σε μάχιμη ηλικία επέστρεψε στη θέση του, και οι γυναίκες, μεταξύ τους και μοναχές, έσπευσαν στα τείχη για να βοηθήσουν στη μεταφορά λίθων και δοκαριών για την ενίσχυση των αμυντικών έργων, καθώς και κουβάδων με νερό για να φρεσκαριστούν οι υπερασπιστές. Οι γέροι και τα παιδιά βγήκαν από τα σπίτια τους και συνωστίστηκαν μέσα στις εκκλησίες, πιστεύοντας ότι οι άγιοι και οι άγγελοι θα τους προστάτευαν. Μερικοί πήγαν στις ενοριακές τους εκκλησίες, άλλοι στην ψηλή εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο. Την Τρίτη ήταν η γιορτή της, και το κτίριο ήταν διακοσμημένο με τριαντάφυλλα που είχαν περισυλλεγεί από τους κήπους και τους φράχτες. Σίγουρα εκείνη δεν θα εγκατέλειπε τους πιστούς της. Άλλοι επέστρεψαν στη μεγάλη μητρόπολη, ενθυμούμενοι μια παλιά προφητεία που έλεγε ότι, μολονότι οι άπιστοι μπορεί να έμπαιναν μέσα στην πόλη μέχρι το ιερό κτίριο, εκεί θα εμφανιζόταν ένας Άγγελος Κυρίου και θα τους απωθούσε με την αστραφτερή ρομφαία του μέχρι τον όλεθρό τους. Σε όλη τη διάρκεια των σκοτεινών ωρών πριν από την αυγή τα εκκλησιάσματα περίμεναν και προσεύχονταν.
Στα τείχη δεν υπήρχε χρόνος για προσευχές. Ο σουλτάνος είχε προετοιμάσει τα σχέδιά του με προσοχή. Παρά τα αλαζονικά λόγια του προς το στρατό του, η εμπειρία του τού είχε δείξει να σέβεται τον εχθρό. Σ' αυτή την περίπτωση θα τους καταπονούσε προτού διακινδυνεύσει τα καλύτερα στρατεύματά του στη μάχη. Πρώτους έστειλε στη μάχη τους άτακτούς του, τους βαζιβουζούκους. Υπήρχαν πολλές χιλιάδες από αυτούς, τυχοδιώκτες από κάθε χώρα και φυλή, πολλοί Τούρκοι, αλλά πολύ περισσότεροι από χριστιανικές χώρες, Σλάβοι, Ούγγροι, Γερμανοί, Ιταλοί, ακόμη και Έλληνες, όλοι τους έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον των ομοθρήσκων τους Χριστιανών έναντι της αμοιβής που τους έδινε ο σουλτάνος και των λαφύρων που τους υποσχόταν. Οι περισσότεροι από αυτούς έφερναν τα δικά τους όπλα, που ήταν ένα περίεργο μίγμα από γιαταγάνια και σφεντόνες, τόξα και μερικά αρκεβούζια. Σ' αυτούς είχε διανεμηθεί και ένας μεγάλος αριθμός από σκάλες. Ήταν αναξιόπιστα στρατεύματα, εξαιρετικά κατά την πρώτη τους έφοδο, αλλά τα οποία αποθαρρύνονταν εύκολα εάν δεν πετύχαιναν αμέσως. Γνωρίζοντας αυτή την αδυναμία ο Μωάμεθ τοποθέτησε πίσω τους μια γραμμή από άνδρες της στρατιωτικής αστυνομίας, οπλισμένους με μαστίγια και ρόπαλα, που είχαν διαταγές να τους παρακινούν και να κτυπούν και να δέρνουν οποιονδήποτε έδειχνε σημάδια ταλάντευσης. Πίσω από τη στρατονομία ήταν οι γενίτσαροι του σουλτάνου. Εάν κανείς φοβισμένος άτακτος άνοιγε δρόμο μέσα από την αστυνομία, έπρεπε να τον πετσοκόψουν με τα γιαταγάνια τους.
Η επίθεση των βαζιβουζούκων εκτοξεύθηκε σε όλο το μήκος της γραμμής, αλλά άσκησε έντονη πίεση μόνο στην κοιλάδα του Λύκου. Σε άλλα σημεία τα τείχη εξακολουθούσαν να είναι πολύ γερά, και οι επιθέσεις εναντίον τους απέβλεπαν κυρίως να απασχολήσουν τους αμυνόμενους από το να ενισχύσουν τους συντρόφους τους στο ζωτικό τομέα. Εκεί ο αγώνας ήταν σκληρός. Οι βαζιβουζούκοι αντιμετώπιζαν στρατιώτες πολύ καλύτερα εξοπλισμένους και πολύ καλύτερα εκπαιδευμένους από τους ίδιους, ενώ επιπλέον μειονεκτούσαν και λόγω των αριθμών τους. Ήταν συνεχώς ο ένας μέσα στα πόδια του άλλου. Οι πέτρες που εκτοξεύονταν εναντίον τους μπορούσαν να σκοτώσουν ή να τραυματίσουν πολλούς ταυτόχρονα. Αν και μερικοί δοκίμασαν να υποχωρήσουν, οι περισσότεροι συνέχιζαν, ακουμπώντας τις σκάλες τους στα τείχη και στο φράχτη και σκαρφαλώνοντας, για να σφαγιαστούν προτού φθάσουν στην κορυφή. Ο Τζουστινιάνι και όλοι οι Έλληνες και οι Ιταλοί του ήταν εξοπλισμένοι με όλα τα μουσκέτα και τις βομβάρδες που μπορούσαν να βρεθούν στην πόλη. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας έσπευσε να τους ενθαρρύνει. Μετά από περίπου δύο ώρες αγώνα ο Μωάμεθ διέταξε τους βαζιβουζούκους να αποσυρθούν. Είχαν συγκρατηθεί και αποκρουστεί, αλλά είχαν εκπληρώσει το σκοπό τους να καταπονήσουν τον εχθρό.
Μερικοί Χριστιανοί ήλπισαν ότι αυτή ενδεχομένως ήταν μια μεμονωμένη νυκτερινή επίθεση, με σκοπό να δοκιμάσει τη δύναμή τους, και όλοι τους ήλπιζαν για μια στιγμή ανάπαυσης. Δεν τους δόθηκε. Μόλις είχαν προλάβει να ανασυγκροτήσουν τις γραμμές τους και να αντικαταστήσουν τα δοκάρια και τα βαρέλια με χώμα στο φράχτη, όταν εκτοξεύθηκε μια δεύτερη επίθεση. Συντάγματα από Τούρκους της Ανατολίας από το στρατό του Ισάκ, που αναγνωρίζονταν εύκολα από ιδιαίτερες στολές και τους θώρακές τους, εξόρμησαν κατηφορίζοντας από το λόφο έξω από την πύλη του Αγίου Ρωμανού για το κοινό, προς την κοιλάδα, και στράφηκαν ώστε να βρεθούν αντιμέτωποι με το φράχτη. Για άλλη μια φορά οι καμπάνες των εκκλησιών κοντά στα τείχη κτύπησαν για να δώσουν το σημείο του συναγερμού. Αλλά ο ήχος πνίγηκε από το βρόντο του μεγάλου κανονιού του Ουρβανού και των ομοίων του, καθώς ξανάρχισαν να σφυροκοπούν τα τείχη. Μέσα σε λίγα λεπτά οι Ανατολίτες είχαν ριχτεί στην επίθεση. Αντίθετα με τους ατάκτους ήταν καλά εξοπλισμένοι και πειθαρχημένοι, όλοι τους ευσεβείς Μωαμεθανοί, διψασμένοι για τη δόξα να είναι οι πρώτοι που θα έμπαιναν στη χριστιανική πόλη. Με την άγρια μουσική των σαλπιγκτών και των φλαουτιστών να τους ενθαρρύνει, ρίχτηκαν στο φράχτη, σκαρφαλώνοντας ο ένας επάνω στους ώμους του άλλου στις προσπάθειές τους να ακουμπήσουν τις σκάλες τους επάνω στο φράχτη και να ανοίξουν το δρόμο τους προς την κορυφή. Στο αμυδρό φως των πυρσών, με τα σύννεφα να σκεπάζουν συνεχώς το φεγγάρι, ήταν δύσκολο να δει κανείς τι συνέβαινε. Οι Ανατολίτες, όπως και οι άτακτοι πριν από αυτούς, μειονεκτούσαν σε εκείνο το στενό μέτωπο λόγω των αριθμών τους. Η πειθαρχία και η επιμονή τους απλά έκανε τις απώλειές τους βαρύτερες, καθώς οι αμυνόμενοι τους πετούσαν πέτρες και απωθούσαν τις σκάλες τους, ή πολεμούσαν εναντίον τους σώμα με σώμα. Περίπου μία ώρα πριν από την αυγή, όταν αυτή η δεύτερη επίθεση άρχιζε να παραπαίει, ένα βλήμα από το κανόνι του Ουρβανού προσγειώθηκε εντελώς επάνω στο φράχτη, γκρεμίζοντάς τον σε έκταση αρκετών μέτρων. Σηκώθηκε ένα σύννεφο σκόνης καθώς τα μπάζα και το χώμα τινάχθηκαν στον αέρα, και ο μαύρος καπνός της πυρίτιδας τύφλωσε τους αμυνόμενους. Μια ομάδα από τριακόσιους Ανατολίτες όρμησε προς το άνοιγμα που είχε δημιουργηθεί, κραυγάζοντας ότι η πόλη ήταν δική τους. Αλλά, με τον αυτοκράτορα επικεφαλής τους, οι Χριστιανοί τους περικύκλωσαν, σφαγιάζοντας το μεγαλύτερο μέρος και απωθώντας τους υπόλοιπους πίσω στην τάφρο. Η ανάσχεση προκάλεσε σύγχυση στους Ανατολίτες. Η επίθεση ανακλήθηκε, και αποσύρθηκαν στις γραμμές τους. Με θριαμβευτικές κραυγές οι αμυνόμενοι καταπιάστηκαν και πάλι με την επισκευή του φράχτη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν μεγαλύτερη επιτυχία σε άλλους τομείς. Κατά μήκος του νοτίου τμήματος των χερσαίων τειχών ο Ισάκ κατόρθωσε να ασκήσει επαρκή πίεση ώστε να αποτρέψει τους υπερασπιστές να μετακινήσουν άνδρες στην κοιλάδα του Λύκου, αλλά, με τα καλύτερα στρατεύματά του να έχουν μετακινηθεί για να πολεμήσουν εκεί, δεν μπορούσε να κάνει σοβαρή επίθεση. Κατά μήκος της Προποντίδας ο Χαμζά μπέης δυσκολευόταν να φέρει τα πλοία του κοντά στην ακτή. Τα λίγα αποβατικά αγήματα που κατόρθωσε να στείλει αποκρούστηκαν εύκολα από τους μοναχούς στους οποίους είχαν αναθέσει την άμυνα, ή από τον πρίγκιπα Ορχάν και τους οπαδούς του. Σε όλο το μήκος του Κερατίου έγιναν προσποιήσεις, αλλά καμία πραγματική απόπειρα επίθεσης. Γύρω από τη συνοικία των Βλαχερνών ο αγώνας ήταν πιο σκληρός. Στο χαμηλότερο σημείο, κοντά στο λιμάνι, τα στρατεύματα που είχε μεταφέρει ο Ζαγανός επάνω από τη γέφυρα έκαναν συνεχείς επιθέσεις, όπως και οι άνδρες του Καρατζά πασά, ψηλότερα στην πλαγιά. Αλλά ο Μινόττο και οι Βενετοί του μπόρεσαν να κρατήσουν τον τομέα τους στα τείχη απέναντι στο Ζαγανός, και οι αδελφοί Μποκκιάρντι απέναντι στον Καρατζά.
Ο σουλτάνος λέγεται ότι αγανάκτησε για την αποτυχία των Ανατολιτών. Είναι όμως πιθανό ότι πρόθεσή του και με αυτούς, όπως και με τους ατάκτους πριν από εκείνους, ήταν να καταπονήσει τον εχθρό παρά να μπουν οι ίδιοι στην πόλη. Είχε υποσχεθεί ένα μεγάλο βραβείο για τον πρώτο στρατιώτη που θα περνούσε το φράχτη με επιτυχία, και επιθυμούσε αυτό το προνόμιο να καταλήξει σε κάποιο μέλος του δικού του ευνοούμενου συντάγματος, των γενιτσάρων του. Τώρα είχε έλθει η ώρα να μπουν και εκείνοι στη μάχη. Ήταν ανήσυχος, γιατί εάν αποτύγχαναν κι αυτοί θα ήταν δύσκολο να συνεχίσει την πολιορκία. Έδωσε τις διαταγές γρήγορα. Προτού οι Χριστιανοί βρουν χρόνο να φρεσκαριστούν και να κάνουν μερικές χονδρικές επισκευές στο φράχτη, έπεσε επάνω τους μια βροχή από βλήματα, βέλη, ακόντια, πέτρες και σφαίρες, ενώ πίσω από τη βροχή οι γενίτσαροι προέλαυναν βιαστικά, χωρίς να ορμούν παράτολμα, όπως είχαν κάνει οι βαζιβουζούκοι και οι Ανατολίτες, αλλά διατηρώντας τις γραμμές τους σε απόλυτη τάξη, αδιάσπαστες από τα βλήματα του εχθρού. Η πολεμική μουσική που τους παρότρυνε ήταν τόσο δυνατή ώστε ο ήχος μπορούσε να ακούγεται μέσα από τις βροντές των κανονιών από την άλλη πλευρά του Βοσπόρου. Τους οδήγησε ο ίδιος ο Μωάμεθ μέχρι την τάφρο και στάθηκε εκεί φωνάζοντας ενθαρρυντικά καθώς τον προσπερνούσαν. Το ένα κύμα μετά το άλλο από αυτούς τους φρέσκους, υπέροχους και ισχυρά εξοπλισμένους άνδρες ορμούσε στο φράχτη, για να ξηλώσει τα βαρέλια με το χώμα που στέκονταν επάνω του, για να κόψει τα δοκάρια που τον στήριζαν και για να ακουμπήσει τις σκάλες του επάνω του στα σημεία όπου δεν ήταν δυνατό να γκρεμιστεί, κάθε κύμα παραμερίζοντας χωρίς πανικό για το επόμενο. Οι Χριστιανοί ήταν εξουθενωμένοι. Είχαν πολεμήσει για περισσότερες από τέσσερις ώρες με μόνο μερικές στιγμές ανάπαυσης, αλλά πολεμούσαν με απελπισία, γνωρίζοντας ότι εάν έκαναν πίσω, αυτό θα ήταν το τέλος. Πίσω τους στην πόλη οι καμπάνες των εκκλησιών σήμαιναν και πάλι, και στον ουρανό υψώθηκε ένα μεγάλο μουρμούρισμα προσευχών.
Τώρα ο αγώνας στο φράχτη γινόταν σώμα με σώμα. Επί περίπου μία ώρα οι γενίτσαροι δεν μπορούσαν να ανοίξουν δρόμο. Οι Χριστιανοί άρχισαν να πιστεύουν ότι η επίθεση εξασθενούσε κάπως. Αλλά η μοίρα ήταν εναντίον τους. Στη γωνία του τείχους των Βλαχερνών, ακριβώς προτού ενωθεί με το διπλό Θεοδοσιανό τείχος, υπήρχε, μισοκρυμμένη σε έναν πύργο, μια μικρή πύλη εξόδου γνωστή ως Κερκόπορτα. Είχε κλειστεί πριν από πολλά χρόνια, αλλά οι γέροι τη θυμούνταν. Ακριβώς πριν από την έναρξη της πολιορκίας την είχαν ξανανοίξει, για να διευκολύνει τις εξόδους στα πλευρά του εχθρού. Στη διάρκεια του αγώνα οι Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους την είχαν χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά εναντίον των στρατευμάτων του Καρατζά πασά. Αλλά τώρα κάποιος, κατά την επιστροφή του από μια έξοδο, ξέχασε να αμπαρώσει τη μικρή πύλη πίσω του. Μερικοί Τούρκοι παρατήρησαν το άνοιγμα, όρμησαν μέσα από αυτό στην αυλή πίσω του και άρχισαν να ανεβαίνουν μια σκάλα που οδηγούσε στο ανώτερο σημείο του τείχους. Οι Χριστιανοί που βρίσκονταν ακριβώς έξω από την πύλη είδαν τι συνέβαινε και μαζεύτηκαν πίσω για να ξαναπάρουν τον έλεγχό της και να εμποδίσουν άλλους Τούρκους να τους ακολουθήσουν. Μέσα στη σύγχυση περίπου πενήντα Τούρκοι παρέμειναν μέσα από το τείχος, όπου θα μπορούσαν να είχαν περικυκλωθεί και εξοντωθεί, εάν εκείνη τη στιγμή δεν είχε συμβεί μια χειρότερη καταστροφή.
Ήταν ακριβώς πριν από την ανατολή όταν μια βολή βομβάρδας χτύπησε από μικρή απόσταση τον Τζουστινιάνι και διαπέρασε το θώρακά του. Εκείνος, αιμορραγώντας ασταμάτητα και προφανώς πονώντας πολύ, παρακάλεσε τους άνδρες του να τον απομακρύνουν από το πεδίο της μάχης. Ένας από αυτούς πήγε στον αυτοκράτορα που πολεμούσε εκεί κοντά για να ζητήσει το κλειδί μιας μικρής πύλης που οδηγούσε μέσα από το εσωτερικό τείχος. Ο Κωνσταντίνος έσπευσε στο πλευρό του για να τον παρακαλέσει να μην εγκαταλείψει τη θέση του. Αλλά το κουράγιο του Τζουστινιάνι τον είχε εγκαταλείψει, και επέμενε να φύγει. Η πύλη άνοιξε και ο σωματοφύλακάς του τον μετέφερε στην πόλη, μέσα από τους δρόμους, κάτω στο λιμάνι. Τα στρατεύματά του παρατήρησαν την αναχώρησή του. Μερικοί ίσως πίστεψαν ότι είχε υποχωρήσει προκειμένου να υπερασπιστεί το εσωτερικό τείχος, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μάχη είχε χαθεί. Κάποιος φώναξε με τρόμο ότι οι Τούρκοι είχαν διαβεί το τείχος. Προτού προλάβουν να ξανακλείσουν τη μικρή πύλη οι Γενοβέζοι πέρασαν σύσσωμοι από αυτήν. Ο αυτοκράτορας και οι Έλληνες παρέμειναν μόνοι στο πεδίο της μάχης.
Από το άλλο σημείο της τάφρου ο σουλτάνος αντιλήφθηκε τον πανικό. Φωνάζοντας: «η πόλη είναι δική μας», διέταξε τους γενιτσάρους να ξαναεπιτεθούν και έκανε σινιάλο σε ένα λόχο με επικεφαλής ένα γίγαντα που τον έλεγαν Χασάν. Ο Χασάν άνοιξε δρόμο με το σπαθί του επάνω από το ψηλότερο σημείο του σπασμένου φράχτη και θεωρήθηκε ότι είχε κερδίσει το βραβείο. Τον ακολούθησαν περίπου τριάντα γενίτσαροι. Οι Έλληνες αντεπιτέθηκαν. Ο ίδιος ο Χασάν έπεσε στα γόνατα από ένα χτύπημα από πέτρα και σφαγιάστηκε, ενώ δεκαεπτά σύντροφοί του χάθηκαν μαζί του. Αλλά οι υπόλοιποι κράτησαν τις θέσεις τους επάνω στο φράχτη. Οι Έλληνες αντιστέκονταν πεισματικά, αλλά το βάρος των αριθμών τους έσπρωξε πίσω προς το εσωτερικό τείχος. Μπροστά από αυτό βρισκόταν ένα άλλο χαντάκι που είχε εκβαθυνθεί σε ορισμένα σημεία για να πάρουν χώμα προκειμένου να ενισχύσουν το φράχτη. Πολλοί Έλληνες σπρώχτηκαν πίσω, μέσα σε αυτές τις τρύπες και δεν μπορούσαν να βγουν εύκολα έξω, με το μεγάλο εσωτερικό τείχος να υψώνεται πίσω τους. Οι Τούρκοι, που τώρα ήταν στην κορυφή του φράχτη, τους πυροβολούσαν από ψηλά και τους έσφαξαν. Σύντομα πολλοί γενίτσαροι έφθασαν στο εσωτερικό τείχος και σκαρφάλωσαν χωρίς αντίσταση. Ξαφνικά κάποιος κοίταξε ψηλά και είδε τουρκικές σημαίες να κυματίζουν στον πύργο επάνω από την Κερκόπορτα. Ακούστηκε η κραυγή: «η πόλη αλώθηκε».
Ενόσω παρακαλούσε τον Τζουστινιάνι, ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε την είσοδο των Τούρκων μέσα από την Κερκόπορτα. Έσπευσε αμέσως εκεί, αλλά έφθασε πολύ αργά. Μερικοί από τους Γενοβέζους εκεί είχαν καταληφθεί από πανικό. Μέσα στη σύγχυση ήταν αδύνατο να κλείσουν την πόρτα. Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν μέσα από αυτήν, και τώρα οι άνδρες των Μποκκιάρντι ήταν πολύ λίγοι για να τους απωθήσουν. Ο Κωνσταντίνος έστρεψε το άλογό του και κάλπασε πίσω στην κοιλάδα του Λύκου και στα ανοίγματα στο φράχτη. Μαζί του βρισκόταν ο γενναίος Ισπανός που ισχυριζόταν ότι ήταν εξάδελφός του, ο δον Φρανσίσκο από το Τολέδο, ο πραγματικός του εξάδελφος, Θεόφιλος Παλαιολόγος, και ένας πιστός συμπολεμιστής, ο Ιωάννης Δαλμάτης. Μαζί προσπάθησαν, αλλά μάταια, να συσπειρώσουν τους Έλληνες. Η σφαγή ήταν πολύ μεγάλη. Κατέβηκαν από τα άλογά τους και για μερικά λεπτά οι τέσσερις τους κράτησαν την πρόσβαση προς την πύλη από την οποία είχε μεταφερθεί ο Τζουστινιάνι. Η πύλη είχε φρακάρει από χριστιανούς στρατιώτες που προσπαθούσαν να διαφύγουν, καθώς έπεφταν επάνω τους όλο και περισσότεροι γενίτσαροι. Ο Θεόφιλος φώναξε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να ζει και εξαφανίστηκε μέσα στις ορδές που κατέφθαναν. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος γνώριζε τώρα ότι η αυτοκρατορία ήταν χαμένη, και δεν επιθυμούσε να ζήσει περισσότερο από αυτήν. Πέταξε από πάνω του τα αυτοκρατορικά του εμβλήματα και με το δον Φρανσίσκο και τον Ιωάννη Δαλμάτη στο πλευρό του ακολούθησε το Θεόφιλο. Δεν τον ξαναείδαν πια .
Η κραυγή ότι η πόλη είχε χαθεί αντήχησε στους δρόμους. Από τον Κεράτιο και από τα παράλιά του Χριστιανοί και Τούρκοι μαζί μπορούσαν να δουν τουρκικές σημαίες να κυματίζουν επάνω στους ψηλούς πύργους των Βλαχερνών, όπου μόλις λίγα λεπτά νωρίτερα κυμάτιζαν ο αυτοκρατορικός αετός και ο λέοντας του Αγίου Μάρκου. Εδώ κι εκεί ο αγώνας συνεχίστηκε για λίγο. Στα τείχη κοντά στην Κερκόπορτα οι αδελφοί Μποκκιάρντι και οι άνδρες τους συνέχιζαν να πολεμούν, αλλά σύντομα αντιλήφθηκαν ότι δεν μπορούσε να γίνει τίποτε περισσότερο. Έτσι άνοιξαν δρόμο μέσα από τους εχθρούς προς τον Κεράτιο. Ο Πάολο αιχμαλωτίστηκε και σκοτώθηκε, αλλά ο Αντώνιος και ο Τρωΐλος έφθασαν σε ένα γενοβέζικο σκάφος που τους πέρασε απαρατήρητο από τους Τούρκους απέναντι, στην ασφάλεια του Πέραν. Στο πλευρό τους, στο παλάτι των Βλαχερνών, ο Μινόττο και οι Βενετοί του είχαν περικυκλωθεί. Πολλοί σφαγιάστηκαν, αλλά ο ίδιος ο βάιλος και οι κυριότεροι πρόκριτοι συνελήφθησαν αιχμάλωτοι .
Τα σινιάλα που ανέφεραν την είσοδο μέσα από τα τείχη μεταδόθηκαν σε όλο τον τουρκικό στρατό. Τα τουρκικά πλοία στον Κεράτιο έσπευσαν να αποβιβάσουν τους άνδρες τους στην παραλία και να επιτεθούν στα τείχη του λιμανιού. Συνάντησαν μικρή αντίσταση, εκτός από την Ωραία Πύλη, κοντά στο σημερινό Αϊ-βάν Σεράι. Εκεί τα πληρώματα δύο κρητικών πλοίων κλείστηκαν σε τρεις πύργους και αρνήθηκαν να παραδοθούν. Αλλού οι Έλληνες έτρεξαν στα σπίτια τους με την ελπίδα να προστατεύσουν τις οικογένειές τους, και οι Βενετοί πήγαν στα πλοία τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού ένας λόχος Τούρκων ανοίξει δρόμο μέσα από την Πλατεία Πύλη, στην αρχή της κοιλάδας στην οποία εξακολουθεί να δεσπόζει το μεγάλο υδραγωγείο του Ουάλεντα. Ένας άλλος λόχος έφθασε μέσω της Ωραίας Πύλης. Όπου έμπαιναν έστελναν αποσπάσματα μέσα από τα τείχη για να παραβιάσουν άλλες πύλες για τους συντρόφους τους που περίμεναν απέξω. Εκεί κοντά, βλέποντας ότι όλα είχαν χαθεί, ντόπιοι ψαράδες άνοιξαν οι ίδιοι τις πύλες της συνοικίας Πετρίον, με την υπόσχεση ότι τα σπίτια τους δεν θα πάθαιναν τίποτε .
Κατά μήκος του τμήματος των χερσαίων τειχών νότια του Λύκου οι Χριστιανοί είχαν αποκρούσει όλες τις τουρκικές επιθέσεις. Αλλά τώρα το ένα σύνταγμα μετά το άλλο έμπαιναν μέσα από τα ανοίγματα του φράχτη και απλώνονταν και προς τις δύο πλευρές για να ανοίξουν όλες τις πύλες. Οι στρατιώτες επάνω στα τείχη βρέθηκαν περικυκλωμένοι. Πολλοί σκοτώθηκαν προσπαθώντας να ξεφύγουν από την παγίδα, αλλά οι περισσότεροι διοικητές, συμπεριλαμβανομένων του Φιλίππου Κονταρίνι και του Δημητρίου Καντακουζηνού, συνελήφθησαν αιχμάλωτοι .
Έξω από τις ακτές της Προποντίδας τα πλοία του Χαμζά μπέη είδαν επίσης τα σινιάλα και έστειλαν αποβατικά αγήματα στα τείχη. Στο Στούδιον και στα ψαμμαθεία φαίνεται ότι δεν υπήρξε αντίσταση. Οι υπερασπιστές παραδόθηκαν αμέσως, με την ελπίδα ότι τα σπίτια και οι εκκλησίες τους θα απέφευγαν τη λεηλασία . Αριστερά τους ο πρίγκιπας Ορχάν και οι Τούρκοι του συνέχισαν να μάχονται, γνωρίζοντας την τύχη που τους περίμενε εάν έπεφταν στα χέρια του σουλτάνου . Οι Καταλανοί που είχαν πάρει θέσεις κάτω από το παλιό αυτοκρατορικό παλάτι αντιστάθηκαν μέχρις ότου όλοι τους συνελήφθησαν ή σφαγιάστηκαν . Επάνω στην ακρόπολη ο καρδινάλιος Ισίδωρος έκρινε ότι θα ήταν φρόνιμο να εγκαταλείψει τη θέση του. Μεταμφιέστηκε και προσπάθησε να δραπετεύσει .
Ο σουλτάνος διατήρησε τον έλεγχο μερικών συνταγμάτων του για να χρησιμεύσουν ως συνοδεία του και ως στρατονομία. Αλλά τα περισσότερα στρατεύματά του ήδη διψούσαν να αρχίσουν τη λεηλασία. Ιδιαίτερα ανυπόμονοι ήταν οι ναύτες, καθώς φοβούνταν ότι οι στρατιώτες θα τους προλάβαιναν. Ελπίζοντας ότι το φράγμα θα εμπόδιζε τα χριστιανικά πλοία να ξεφύγουν από το λιμάνι και ότι θα μπορούσαν να τα αιχμαλωτίσουν με την άνεσή τους, εγκατέλειψαν τα πλοία τους για να βγουν στη στεριά. Η απληστία τους έσωσε πολλές χριστιανικές ζωές. Αν και ένας αριθμός Ελλήνων και Ιταλών ναυτικών, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου του Τρεβιζάνο, αιχμαλωτίστηκαν προτού μπορέσουν να διαφύγουν από τα τείχη, άλλοι κατόρθωσαν να συνενωθούν με τους πυρήνες των πληρωμάτων που είχαν παραμείνει στα πλοία, ανεμπόδιστοι από οποιαδήποτε τουρκική δράση, και να τα προετοιμάσουν για μάχη, εάν παρουσιαζόταν ανάγκη. Άλλοι κατόρθωσαν να σκαρφαλώσουν στα πλοία προτού αποπλεύσουν, ή να κολυμπήσουν σ' αυτά, όπως ο Φλωρεντινός Τετάλντι. Όταν διαπίστωσε ότι η πόλη είχε πέσει, ο Αλβίζο Ντιέντο, ως διοικητής του στόλου, έπλευσε με μια μικρή βάρκα στο Πέραν για να ρωτήσει τις εκεί γενοβέζικες αρχές εάν είχαν την πρόθεση να συμβουλεύσουν τους συμπατριώτες τους Γενοβέζους να παραμείνουν στο λιμάνι και να αγωνιστούν ή να ξεφύγουν στην ανοικτή θάλασσα. Τα βενετικά του πλοία, υποσχέθηκε, θα συμμορφώνονταν με οποιαδήποτε απόφαση έπαιρναν. Ο ποντεστά του Πέραν συνέστησε να σταλεί μια πρεσβεία στο σουλτάνο για να ρωτήσει εάν θα άφηνε όλα τα πλοία ελεύθερα να φύγουν ή εάν θα διακινδύνευε έναν πόλεμο με τη Γένοβα και τη Βενετία. Η υπόδειξη δεν ήταν εφαρμόσιμη μια τέτοια στιγμή, στο μεταξύ όμως ο ποντεστά είχε κλειδώσει τις πύλες του Πέραν και ο Ντιέντο, μαζί με τον οποίο ήταν ο χρονογράφος Μπάρμπαρο, δεν μπορούσε να επιστρέψει στα πλοία του. Αλλά οι Γενοβέζοι ναύτες των πλοίων που είχαν αγκυροβολήσει κάτω από τα τείχη του Πέραν έκαναν γνωστή την πρόθεσή τους να αποπλεύσουν και επιθυμούσαν να έχουν την υποστήριξη των Βενετών. Μετά από επιμονή τους επιτράπηκε στο Ντιέντο να φύγει με το πλοιάριό του. Εκείνος πήγε κατευθείαν στο φράγμα που ήταν ακόμη κλειστό. Δύο ναύτες του έκοψαν με τσεκούρια τα λουριά που το συγκρατούσαν στα τείχη του Πέραν, κι εκείνο παρασύρθηκε από τους πλωτήρες του. Κάνοντας σινιάλο στα πλοία μέσα στο λιμάνι να τον ακολουθήσουν, ο Ντιέντο απέπλευσε μέσα από το άνοιγμα. Επτά γενοβέζικα πλοία από το Πέραν έπλευσαν πίσω του σε κοντινή απόσταση και λίγο αργότερα συνενώθηκαν μαζί τους τα περισσότερα βενετικά πολεμικά πλοία, τέσσερις ή πέντε από τις γαλέρες του αυτοκράτορα και ένα ή δύο γενοβέζικα πολεμικά πλοία. Όλα είχαν παραμείνει σε αναμονή όσο μπορούσαν να διακινδυνεύσουν, για να περισυλλέξουν πρόσφυγες που κολυμπούσαν προς αυτά. Αφού πέρασε το φράγμα ολόκληρος ο στολίσκος παρέμεινε για περίπου μία ώρα στην είσοδο του Βοσπόρου για να δει εάν θα ξέφευγαν άλλα πλοία. Έπειτα εκμεταλλεύθηκαν τον ισχυρό βοριά που φυσούσε για να διαπλεύσουν την Προποντίδα και, μέσω των Δαρδανελλίων, προς την ελευθερία .
Στη βιασύνη τους για λαφυραγωγία οι ναύτες του Χαμζά είχαν εγκαταλείψει τόσα πολλά από τα πλοία του, ώστε εκείνος ήταν ανίσχυρος να σταματήσει τη φυγή του στόλου του Ντιέντο. Με όσα πλοία του ήταν ακόμη επανδρωμένα έπλευσε μέσα από το σπασμένο φράγμα στον Κεράτιο. Εκεί στο λιμάνι παγίδευσε τα πλοία που είχαν παραμείνει, άλλες τέσσερις ή πέντε αυτοκρατορικές γαλέρες, δύο ή τρεις γενοβέζικες γαλέρες και όλα τα άοπλα βενετικά εμπορικά πλοία. Τα περισσότερα ήταν γεμάτα με πρόσφυγες, τόσο υπεράνω των δυνατοτήτων τους, ώστε δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανοιχτούν στη θάλασσα. Μερικά μικρά σκάφη μπόρεσαν ακόμη να ξεφύγουν απέναντι στο Πέραν. Αλλά με το πλήρες φως της ημέρας δεν ήταν πια εύκολο να ξεφύγουν από τους Τούρκους. Το μεσημέρι το λιμάνι και όλα όσα βρίσκονταν σ' αυτό ήταν στα χέρια των κατακτητών .
Στην πόλη απέμενε μια μικρή εστία αντίστασης. Οι Κρητικοί ναύτες στους τρεις πύργους κοντά στην είσοδο του Κερατίου εξακολουθούσαν να αντιστέκονται και δεν ήταν δυνατός ο εκτοπισμός τους. Νωρίς το απόγευμα, βλέποντας ότι ήταν εντελώς απομονωμένοι, παραδόθηκαν με δυσφορία στους αξιωματικούς του σουλτάνου υπό τον όρο ότι η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμεναν άθικτες. Τα δύο πλοία τους ήταν αραγμένα κάτω από τους πύργους. Ανενόχλητοι από τους Τούρκους, των οποίων είχαν κερδίσει το θαυμασμό, τα καθέλκυσαν και απέπλευσαν για την Κρήτη .
Ο σουλτάνος Μωάμεθ γνώριζε ήδη από πολλές ώρες ότι η πόλη ήταν δική του. Οι άνδρες του είχαν διασπάσει το φράχτη την αυγή και λίγο αργότερα, με το φεγγάρι που άδειαζε να βρίσκεται ακόμη ψηλά στον ουρανό, πήγε να εξετάσει ο ίδιος το ρήγμα μέσα από το οποίο είχαν μπει . Περίμενε όμως μέχρι το απόγευμα προτού κάνει την προσωπική του θριαμβευτική είσοδο στην πόλη, όταν οι πρώτες ακρότητες της σφαγής και της λεηλασίας θα είχαν τελειώσει και θα είχε αποκατασταθεί κάποιο είδος τάξης. Στο μεταξύ επέστρεψε στη σκηνή του, όπου δέχθηκε αντιπροσωπείες από τους φοβισμένους πολίτες και προσωπικά τον ποντεστά του Πέραν . Επιθυμούσε επίσης να ανακαλύψει ποια υπήρξε η τύχη του αυτοκράτορα. Αυτό δεν έγινε ποτέ γνωστό με σαφήνεια. Αργότερα κυκλοφόρησε μία ιστορία στις ιταλικές αποικίες της Ανατολής ότι δύο Τούρκοι στρατιώτες που ισχυρίζονταν ότι είχαν σκοτώσει τον Κωνσταντίνο έφεραν ένα κεφάλι στο σουλτάνο το οποίο αιχμάλωτοι αυλικοί που ήταν παρόντες αναγνώρισαν ότι ήταν του κυρίου τους. Ο Μωάμεθ το τοποθέτησε για ένα διάστημα σε ένα κίονα στην Αυγουσταία Αγορά, στη συνέχεια το παραγέμισε και το έστειλε ως έκθεμα στις κυριότερες αυλές του ισλαμικού κόσμου. Συγγραφείς που ήταν παρόντες στην άλωση της πόλης διηγήθηκαν διάφορες ιστορίες. Ο Μπάρμπαρο ανέφερε ότι μερικοί ισχυρίζονταν πως είδαν το σώμα του αυτοκράτορα ανάμεσα σε ένα σωρό από σκοτωμένους, αλλά ότι άλλοι ισχυρίζονταν ότι δε βρέθηκε ποτέ. Παρομοίως, ο Τετάλντι έγραψε ότι μερικοί είπαν πως το κεφάλι του κόπηκε και άλλοι ότι πέθανε στην πύλη, αφού τον έριξαν στο έδαφος. Προσέθεσε ότι οποιαδήποτε ιστορία θα μπορούσε να είναι αληθινή, καθώς σίγουρα πέθανε ανάμεσα στο πλήθος, και οι Τούρκοι αποκεφάλισαν τα περισσότερα πτώματα. Ο αφοσιωμένος φίλος του, ο Φραντζής, προσπάθησε να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά έμαθε μόνο ότι όταν ο σουλτάνος έστειλε να ψάξουν για το σώμα, πλύθηκε ένας αριθμός από πτώματα και κεφάλια, με την ελπίδα να το αναγνωρίσουν. Τελικά βρέθηκε ένα σώμα με έναν αετό κεντημένο στις κάλτσες και αποτυπωμένο στις περικνημίδες. Υπέθεσαν ότι ήταν το δικό του, και ο σουλτάνος το έδωσε στους Έλληνες για να το θάψουν. Ο ίδιος ο Φραντζής δεν το είδε, και είχε κάποιες αμφιβολίες κατά πόσο ήταν πράγματι του κυρίου του, ούτε άλλωστε μπόρεσε να μάθει που ήταν θαμμένο. Σε μεταγενέστερους αιώνες έδειχναν στους ευσεβείς έναν ανώνυμο τάφο στη συνοικία Βεφά ως χώρο ταφής του αυτοκράτορα. Η αυθεντικότητά του δεν αποδείχθηκε ποτέ και τώρα πλέον έχει παραμεληθεί και λησμονηθεί .
Όποιες κι αν είναι οι λεπτομέρειες, ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν ικανοποιημένος ότι ο αυτοκράτορας ήταν νεκρός. Τώρα δεν ήταν μόνο σουλτάνος, αλλά κληρονόμος και κάτοχος της αρχαίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ
Η τύχη των ηττημένων
Από την εποχή του χαλίφη Ομάρ και των πρώτων μεγάλων κατακτήσεων για την πίστη, η ισλαμική παράδοση έχει καθορίσει το είδος της μεταχείρισης που πρέπει να επιφυλάσσεται στους κατακτημένους λαούς. Εάν μια πόλη ή περιοχή παραδίνεται στον κατακτητή με τη θέλησή της δεν πρέπει να λεηλατείται, αν και ίσως χρειαστεί να καταβάλει μια αποζημίωση. Οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι κάτοικοί της μπορούν να διατηρήσουν τους τόπους λατρείας τους, υποκείμενοι σε συγκεκριμένους κανονισμούς σχετικά με τα ίδια τα κτίρια. Ακόμη και αν η συνθηκολόγηση οφείλεται σε αναπότρεπτη ανάγκη, επειδή η άμυνα δεν μπορεί να αντέξει άλλο, ο κανόνας εξακολουθεί να θεωρείται ότι ισχύει, αν και ο κατακτητής τώρα μπορεί να επιμείνει σε σκληρότερους όρους, επιβάλλοντας βαρύτερα πρόστιμα και απαιτώντας την τιμωρία των πιο αμετανόητων εχθρών του. Όταν όμως μια πόλη καταληφθεί εξ εφόδου, οι κάτοικοι της δεν έχουν δικαιώματα. Στο στρατό των κατακτητών δίνεται το δικαίωμα τριών ημερών απεριόριστης λαφυραγωγίας, και οι πρώην τόποι λατρείας, μαζί με κάθε άλλο κτίριο, καθίστανται περιουσία του κατακτητή ηγέτη, που μπορεί να τα διαθέσει όπως θέλει.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε υποσχεθεί στους στρατιώτες του τις τρεις ημέρες της λαφυραγωγίας στις οποίες είχαν δικαίωμα. Εκείνοι ξεχύθηκαν μέσα στην πόλη. Μετά τη διάσπαση των τειχών από τα πρώτα στρατεύματά του επέμεινε σε μια συγκεκριμένη πειθαρχία. Τα συντάγματα βάδιζαν μέσα το ένα μετά το άλλο, με τη μουσική να παίζει και τις σημαίες να κυματίζουν. Μόλις όμως βρίσκονταν μέσα στην πόλη, όλοι συμμετείχαν στο άγριο κυνήγι της λείας. Στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι η άμυνα είχε τελειώσει. Έσφαζαν όποιον συναντούσαν στους δρόμους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, αδιάκριτα. Το αίμα έτρεχε σε ποτάμια στους κατηφορικούς δρόμους από τα υψώματα της Πέτρας προς τον Κεράτιο. Αλλά σύντομα η δίψα για αίμα κατευνάστηκε. Οι στρατιώτες αντιλήφθηκαν ότι οι αιχμάλωτοι και τα πολύτιμα αντικείμενα θα τους προσπόριζαν μεγαλύτερο κέρδος .
Από τους στρατιώτες που πέρασαν μέσα από το φράχτη ή από την Κερκόπορτα πολλοί στράφηκαν να λεηλατήσουν το αυτοκρατορικό παλάτι στις Βλαχέρνες. Κατέβαλαν τη βενετική φρουρά του και άρχισαν να αρπάζουν όλους τους θησαυρούς του, καίγοντας βιβλία και εικόνες μόλις αποσπούσαν τα καλύμματα και τα πλαίσια με τα κοσμήματα, και σπάζοντας τα ψηφιδωτά και τα μάρμαρα στους τοίχους. Άλλοι κατευθύνθηκαν στις μικρές αλλά υπέροχες εκκλησίες κοντά στα τείχη, τον Άγιο Γεώργιο κοντά στη Χαρίσια πύλη, τον Άγιο Ιωάννη στην Πέτρα και τη χαριτωμένη εκκλησία της μονής του Σωτήρα στη Χώρα, για να τις απογυμνώσουν από τα άφθονα καλύμματά τους, τα άμφια και ότι άλλο ήταν δυνατό να αφαιρεθεί από αυτές. Στη Χώρα άφησαν απείραχτα τα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες αλλά κατέστρεψαν την εικόνα της Θεομήτορος, της Οδηγήτριας, της ιερότερης εικόνας σε όλο το Βυζάντιο, την οποία, όπως έλεγαν οι άνθρωποι, είχε ζωγραφίσει ο ίδιος ο Άγιος Λουκάς. Την είχαν μεταφέρει εκεί από την εκκλησία της πλάι στο παλάτι στην αρχή της πολιορκίας, ώστε η ευεργετική της παρουσία να είναι διαθέσιμη για να εμπνέει τους αμυνόμενους επάνω στα τείχη. Την έβγαλαν από τη βάση της και την έσπασαν σε τέσσερα κομμάτια. Έπειτα άλλοι από τους στρατιώτες έσπευσαν να μπουν στα κοντινά σπίτια, άλλοι προς τις αγορές και τα μεγάλα κτίρια στην ανατολική απόληξη της πόλης .
Οι ναύτες από τα πλοία στον Κεράτιο είχαν ήδη εισέλθει από την Πλατεία πύλη και άδειαζαν τις αποθήκες κατά μήκος των τειχών. Σύντομα μερικοί από αυτούς συνάντησαν μια συγκινητική λιτανεία γυναικών που πήγαιναν προς την εκκλησία της Αγίας Θεοδοσίας, για να προσευχηθούν για την προστασία της αυτή την ημέρα, της γιορτής της. Οι γυναίκες περικυκλώθηκαν και μοιράστηκαν από τους άνδρες που τις συνέλαβαν, οι οποίοι στη συνέχεια προχώρησαν για να λεηλατήσουν την ανθοστόλιστη εκκλησία και να πιάσουν τους πιστούς εκεί . Άλλοι ανέβηκαν στο λόφο για να συνενωθούν με τους στρατιώτες από τα χερσαία τείχη στην απογύμνωση της τριπλής εκκλησίας του Παντοκράτορα και των μοναστικών κτισμάτων που ήταν προσαρτημένα σ' αυτό, όπως και της γειτονικής εκκλησίας του Παντεπόπτη . Άλλοι, που είχαν μπει από την Ωραία Πύλη, σταμάτησαν για να λεηλατήσουν τη συνοικία της αγοράς προτού ανεβούν στο λόφο προς τον Ιππόδρομο και την ακρόπολη. Στο μεταξύ οι ναύτες από τα πλοία στην Προποντίδα είχαν ανοίξει δρόμο μέσα από το παλιό Ιερό Παλάτιο. Οι διάδρομοί του ήταν εγκαταλελειμένοι και μισοερειπωμένοι, αλλά εξακολουθούσαν να υπάρχουν λαμπρές εκκλησίες εκεί, όπως η Νέα Βασιλική την οποία είχε κτίσει ο Βασίλειος Α' περίπου πέντε αιώνες νωρίτερα. Λεηλατήθηκαν όλες εντελώς. Έπειτα οι ναύτες και από τους δύο στόλους και τα πρώτα στίφη στρατιωτών από τα χερσαία τείχη συνέκλιναν στη μεγαλύτερη εκκλησία του Βυζαντίου, τη μητρόπολη της Αγίας Σοφίας .
Η εκκλησία εξακολουθούσε να είναι γεμάτη με κόσμο. Η Θεία Λειτουργία είχε τελειώσει και έψαλλαν τη λειτουργία του Όρθρου. Με τους θορύβους της φασαρίας απέξω οι τεράστιες μπρούντζινες πόρτες του κτιρίου έκλεισαν. Μέσα το εκκλησίασμα προσευχόταν για το θαύμα που μόνο αυτό μπορούσε να τους σώσει. Προσεύχονταν μάταια. Δεν πέρασε πολλή ώρα προτού γκρεμιστούν οι πόρτες από τα σφυροκοπήματα. Οι πιστοί είχαν παγιδευτεί. Μερικοί από τους γέρους και τους ανήμπορους σκοτώθηκαν επιτόπου, αλλά οι περισσότεροι δέθηκαν ή αλυσοδέθηκαν μαζί. Τα πέπλα και τα μαντήλια των γυναικών σκίστηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως σχοινιά. Πολλές από τις ωραιότερες κοπέλες και νέους και πολλοί από τους πιο πλούσια ντυμένους ευγενείς σχεδόν κατασπαράχθηκαν καθώς οι δεσμώτες τους τσακώνονταν γι' αυτούς. Σύντομα μια μακριά πομπή από αταίριαστες μικροομάδες ανδρών και γυναικών δεμένων σφιχτά μεταξύ τους συρόταν προς τους καταυλισμούς των στρατιωτών, για να γίνουν εκεί για μία ακόμη φορά αντικείμενα φιλονικιών. Οι ιερείς συνέχισαν να ψάλλουν στο Ιερό μέχρις ότου συνελήφθησαν και εκείνοι. Αλλά την τελευταία στιγμή, έτσι πίστευαν οι πιστοί, μερικοί από αυτούς άρπαξαν τα πιο ιερά σκεύη και κινήθηκαν προς το νότιο τοίχο του Ιερού. Εκείνος άνοιξε γι' αυτούς και έκλεισε πίσω τους, και εκεί θα παραμείνουν μέχρις ότου το ιερό κτίριο ξαναγίνει πάλι εκκλησία .
Η λεηλασία συνεχίστηκε όλη την ημέρα. Ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια παραβιάστηκαν και οι κάτοικοι τους συνελήφθησαν. Μερικές από τις νεώτερες καλόγριες προτίμησαν το μαρτύριο από την ατίμωση και ρίχτηκαν σε πηγάδια, αλλά οι μοναχοί και οι πιο ηλικιωμένες καλόγριες συμμορφώθηκαν τώρα με την παλιά παράδοση παθητικότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν προέβαλαν αντίσταση. Τα ιδιωτικά σπίτια λεηλατήθηκαν συστηματικά. Κάθε ομάδα λεηλασίας άφηνε στην είσοδο μια μικρή σημαία για να δείχνει πότε ένα σπίτι είχε εκκενωθεί εντελώς. Οι ένοικοι μεταφέρονταν μαζί με τα υπάρχοντά τους. Όποιος κατέρρεε από αδυναμία σφαζόταν, μαζί με έναν αριθμό παιδιών που θεωρήθηκε ότι δεν είχαν αξία. Γενικά όμως τώρα δεν θυσίαζαν τις ζωές των αιχμαλώτων. Υπήρχαν ακόμη σπουδαίες βιβλιοθήκες στην πόλη, μερικές κοσμικές και πολύ περισσότερες σε μοναστήρια. Τα περισσότερα βιβλία κάηκαν, υπήρξαν όμως Τούρκοι αρκετά οξυδερκείς για να αντιληφθούν ότι αποτελούσαν αντικείμενα με εμπορική αξία και διέσωσαν έναν αριθμό ο οποίος αργότερα πουλήθηκε για λίγα νομίσματα σε όποιον ενδιαφερόταν. Στις εκκλησίες γίνονταν σκηνές αίσχους. Πολλοί εσταυρωμένοι με πολύτιμες πέτρες μεταφέρθηκαν με τουρκικά σαρίκια να τους περιβάλλουν έκλυτα. Πολλά κτίρια έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές .
Το βράδυ δεν υπήρχαν πολλά για να λεηλατηθούν και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε όταν ο σουλτάνος κήρυξε ότι η λεηλασία έπρεπε πια να σταματήσει. Οι στρατιώτες είχαν πολλά για να τους κρατούν απασχολημένους για τις επόμενες δύο ημέρες, με το να μοιράζονται τη λεία και να μετρούν τους αιχμαλώτους. Κυκλοφορούσε η φήμη ότι υπήρχαν περίπου πενήντα χιλιάδες από αυτούς, από τους οποίους μόνο πεντακόσιοι ήταν στρατιώτες. Ο υπόλοιπος χριστιανικός στρατός είχε χαθεί, με εξαίρεση τους λίγους άνδρες που είχαν ξεφύγει δια θαλάσσης. Οι νεκροί, συμπεριλαμβανομένων των αμάχων θυμάτων της σφαγής, λέγεται ότι έφθαναν τους τέσσερις χιλιάδες .
Ο ίδιος ο σουλτάνος μπήκε στην πόλη αργά το απόγευμα. Συνοδευόμενος από τους εκλεκτότερους γενίτσαρους της φρουράς του και ακολουθούμενος από τους υπουργούς του προχώρησε αργά μέσα από τους δρόμους προς την εκκλησία της Αγίας Σοφίας. Μπροστά από τις πόρτες της αφίππευσε και έσκυψε να πάρει μια χούφτα χώμα το οποίο έχυσε επάνω από το σαρίκι του. ως πράξη ταπεινοφροσύνης προς το Θεό του. Μπήκε στην εκκλησία και έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός. Έπειτα, καθώς προχωρούσε προς το Ιερό, παρατήρησε έναν Τούρκο στρατιώτη που προσπαθούσε να σπάσει ένα κομμάτι από το μαρμάρινο δάπεδο. Γύρισε σ' αυτόν θυμωμένα και του είπε ότι στην άδεια για λεηλασία δεν συμπεριλαμβανόταν η καταστροφή των κτιρίων. Αυτά τα κρατούσε για τον εαυτό του. Υπήρχαν ακόμη μερικοί Έλληνες που κρύβονταν σε γωνίες και τους οποίους οι Τούρκοι δεν είχαν ακόμη δέσει για να τους πάρουν. Διέταξε να τους αφήσουν να πάνε στα σπίτια τους με την ησυχία τους. Έπειτα βγήκαν μερικοί ιερείς από τα μυστικά περάσματα πίσω από το Ιερό και ζήτησαν το έλεός του. Κι αυτούς τους απομάκρυνε υπό προστασία. Επέμεινε όμως ότι η εκκλησία θα έπρεπε να μετατραπεί αμέσως σε τζαμί. Ένας από τους ουλεμάδες του ανέβηκε στον άμβωνα και προσκύνησε το νικηφόρο Θεό του .
Φεύγοντας από τη μητρόπολη ο σουλτάνος πήγε στην απέναντι πλευρά της πλατείας, στο παλιό Ιερό Παλάτιο. Καθώς περνούσε από τους μισοερειπωμένους διαδρόμους και τις αίθουσές του λέγεται ότι μουρμούρισε τα λόγια ενός Πέρση ποιητή: «Η αράχνη υφαίνει τις κουρτίνες στο παλάτι των Καισάρων, η κουκουβάγια κρώζει στις περιπόλους, στους πύργους του Αφρασιάμπ» .
Με την περιοδεία του σουλτάνου μέσα από την πόλη η τάξη αποκαταστάθηκε. Ο στρατός του είχε κορεσθεί από λάφυρα και η στρατονομία του μερίμνησε ώστε οι άνδρες να επιστρέψουν στους καταυλισμούς τους. Ο ίδιος επέστρεψε στο στρατόπεδό του μέσα από έρημους δρόμους.
Την επομένη διέταξε να παρουσιαστούν ενώπιόν του όλα τα λάφυρα και από αυτά διάλεξε το ποσοστό που εδικαιούτο ως αρχηγός. Μερίμνησε να δοθεί επίσης ένα δίκαιο μερίδιο στους στρατιώτες του τα καθήκοντα των οποίων δεν τους είχαν επιτρέψει να λάβουν μέρος στη λεηλασία. Για τον εαυτό του κράτησε όλα τα αιχμάλωτα μέλη των μεγάλων οικογενειών του Βυζαντίου και όσους από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους είχαν διαφύγει από τη σφαγή. Απελευθέρωσε αμέσως τις περισσότερες από τις ευγενείς αρχόντισσες, παρέχοντας σε πολλές από αυτές χρήματα ώστε να μπορέσουν να απελευθερώσουν τις οικογένειές τους. Αλλά κράτησε τους πιο όμορφους από τους νεαρούς γιους και τις κόρες τους για το σεράι του. Σε πολλούς άλλους νέους δόθηκε ελευθερία και αξιώματα στο στρατό του, υπό τον όρο ότι θα αποκήρυσσαν τη θρησκεία τους. Μερικοί από αυτούς αποστάτησαν, αλλά το μεγαλύτερο μέρος προτίμησε να δεχθεί την ποινή για την πίστη στο Χριστό. Μεταξύ των Ελλήνων αιχμαλώτων ανακάλυψε το Λουκά Νοταρά, το Μέγα Δούκα, καθώς και περίπου εννέα άλλους υπουργούς του αυτοκράτορα. Τους απελευθέρωσε ο ίδιος από τους δεσμώτες τους και τους δέχθηκε ευγενικά, απελευθερώνοντας το Μέγα Δούκα και δύο ή τρεις άλλους. Πολλοί όμως από τους άλλους αξιωματούχους του Κωνσταντίνου, μεταξύ των οποίων και ο Φραντζής, δεν αναγνωρίστηκαν και παρέμειναν στην αιχμαλωσία .
Στους Ιταλούς αιχμαλώτους δεν επιδείχθηκε παρόμοιος οίκτος. Ο Μινόττο, ο Βενετός βάιλος, θανατώθηκε μαζί με έναν από τους γιους του και επτά από τους κυριότερους συμπατριώτες του. Μεταξύ τους ήταν ο Καταρίνο Κονταρίνι, ο οποίος είχε ήδη εξαγοραστεί από τα στρατεύματα του Ζαγανός πασά, αλλά ο οποίος συνελήφθη και πάλι και ζητήθηκαν άλλες επτά χιλιάδες χρυσά νομίσματα για την απελευθέρωσή του. Αυτό ήταν ένα ποσό το οποίο δεν μπορούσε να πληρώσει κανείς από τους φίλους του. Ο Καταλανός πρόξενος, ο Περέ Χούλια, επίσης εκτελέστηκε, μαζί με πέντε ή έξι συμπατριώτες του. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος είχε αιχμαλωτιστεί, αλλά δεν αναγνωρίστηκε και σύντομα εξαγοράστηκε από εμπόρους του Πέραν οι οποίοι είχαν σπεύσει στο τουρκικό στρατόπεδο για να σώσουν Γενοβέζους συμπατριώτες τους. Ο καρδινάλιος Ισίδωρος ήταν ακόμη πιο τυχερός. Είχε πετάξει τα εκκλησιαστικά του άμφια, δίνοντάς τα σε ένα ζητιάνο και φορώντας αντί γι' αυτά τα ράκη του ζητιάνου. Ο ζητιάνος συνελήφθη και θανατώθηκε, και το κεφάλι του επιδεικνυόταν ως το κεφάλι του καρδιναλίου, ενώ ο Ισίδωρος πουλήθηκε για ένα μηδαμινό ποσό σε έναν έμπορο του Πέραν που τον είχε αναγνωρίσει. Ο Τούρκος πρίγκιπας Ορχάν είχε επίσης προσπαθήσει να διαφύγει μεταμφιεσμένος. Είχε δανειστεί το ράσο ενός Έλληνα μοναχού, ελπίζοντας ότι η τέλεια γνώση του των Ελληνικών θα τον γλίτωνε από υποψίες. Αλλά αιχμαλωτίστηκε, προδόθηκε από ένα συγκρατούμενό του και αποκεφαλίστηκε επιτόπου.
Η γενοβέζικη γαλέρα στην οποία είχε μεταφερθεί ο τραυματισμένος Τζουστινιάνι ήταν μία από εκείνες που κατόρθωσαν να διαφύγουν από τον Κεράτιο. Ο Τζουστινιάνι αποβιβάστηκε στη Χίο και πέθανε εκεί μία ή δύο ημέρες αργότερα. Για τους οπαδούς του παρέμεινε ήρωας, αλλά οι Έλληνες και οι Βενετοί, όσο και αν είχαν θαυμάσει πολύ την ενεργητικότητα, τη γενναιότητα και την ηγεσία του σε όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, θεώρησαν ότι στο τέλος είχε φανεί λιποτάκτης. Θα έπρεπε να είχε το θάρρος να αντιμετωπίσει τον πόνο και το θάνατο παρά να διακινδυνεύσει την ολοκληρωτική κατάρρευση της άμυνας με τη φυγή του. Πολλοί, ακόμη και μεταξύ των Γενοβέζων, αισθάνονταν ντροπή γι' αυτόν. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος τον κατηγόρησε σφοδρά για τον άκαιρο τρόμο του.
Η τύχη των Ελλήνων αιχμαλώτων ποίκιλε. Μετά από τρεις ημέρες, όταν η επίσημη περίοδος της λεηλασίας είχε τελειώσει, ο σουλτάνος εξέδωσε μία προκήρυξη που έλεγε ότι όσοι Έλληνες είχαν ξεφύγει από την αιχμαλωσία ή είχαν εξαγοραστεί μπορούσαν να πάνε στα σπίτια τους, όπου η ζωή και η περιουσία τους θα παρέμεναν πλέον ανενόχλητα. Αλλά δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς, ούτε πολλά από τα σπίτια τους ήταν κατοικήσιμα. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Μωάμεθ έστειλε τετρακόσια Ελληνόπουλα ως δώρα σε καθέναν από τους τρεις κυριότερους μωαμεθανούς δυνάστες της εποχής, το σουλτάνο της Αιγύπτου, το βασιλιά της Τυνησίας και το βασιλιά της Γρανάδας . Πολλές ελληνικές οικογένειες δεν επρόκειτο να ξαναενωθούν. Ο Ματθαίος Καμαριώτης, στο θρήνο του για την πόλη, αφηγείται την απεγνωσμένη έρευνα που έκαναν αυτός και οι φίλοι του για να βρουν τους συγγενείς τους. Ο ίδιος έχασε γιους και αδελφούς. Για μερικούς έμαθε αργότερα ότι είχαν σκοτωθεί. Άλλοι απλά εξαφανίστηκαν, ενώ ένοιωσε τη ντροπή της ανακάλυψης ότι ο ανιψιός του είχε επιζήσει αποκηρύσσοντας την πίστη του .
Η καλοσύνη που είχε δείξει ο Μωάμεθ στους επιζώντες υπουργούς του αυτοκράτορα είχε μικρή διάρκεια. Είχε αναφέρει ότι θα έκανε το Λουκά Νοταρά κυβερνήτη της κατακτημένης πόλης. Εάν αυτή ήταν η πραγματική του πρόθεση, σύντομα άλλαξε γνώμη. Η γενναιοδωρία του πάντοτε ελαττωνόταν από καχυποψία, και κάποιοι σύμβουλοι τον προειδοποίησαν να μην εμπιστεύεται το Μέγα Δούκα. Έθεσε λοιπόν την πίστη του σε δοκιμασία. Πέντε ημέρες μετά την άλωση της πόλης παρέθεσε ένα συμπόσιο. Στη διάρκειά του, όταν είχε βαρύνει για τα καλά από το κρασί, κάποιος του ψιθύρισε ότι ο δεκατετράχρονος γιος του Νοταρά ήταν ένα παιδί με εξαιρετική ομορφιά. Αμέσως ο σουλτάνος έστειλε έναν ευνούχο στο σπίτι του Μέγα Δούκα απαιτώντας το παιδί να του σταλεί για την ευχαρίστησή του. Ο Νοταράς, του οποίου οι δύο μεγαλύτεροι γιοι είχαν σκοτωθεί μαχόμενοι, αρνήθηκε να θυσιάσει το παιδί σε μια τέτοια τύχη. Στη συνέχεια στάλθηκε η αστυνομία να φέρει το Νοταρά με το γιο του και το νεαρό γαμπρό του, το γιο του Μεγάλου Δομέστιχου Ανδρόνικου Καντακουζηνού, ενώπιον του σουλτάνου. Όταν ο Νοταράς εξακολούθησε να αψηφά το σουλτάνο, δόθηκαν διαταγές να αποκεφαλιστούν επιτόπου ο ίδιος και τα δύο αγόρια. Ο Νοταράς ζήτησε απλά να εκτελεστούν πριν από εκείνον, μήπως το θέαμα του θανάτου του τα έκανε να λιποψυχήσουν. Όταν χάθηκαν και τα δύο, ξεσκέπασε το λαιμό του στο δήμιο. Την επομένη συνελήφθησαν άλλοι εννέα Έλληνες ευγενείς και στάλθηκαν στο ικρίωμα. Αργότερα λέγεται ότι ο σουλτάνος μετάνιωσε για τους θανάτους τους και ότι τιμώρησε τους συμβούλους που είχαν εγείρει τις υποψίες του. Είναι όμως πιθανό ότι η μετάνοιά του ήταν επίτηδες καθυστερημένη. Είχε αποφασίσει να εξοντώσει τους κυριότερους κοσμικούς αξιωματούχους της παλαιάς αυτοκρατορίας .
Οι γυναίκες τους περιέπεσαν και πάλι στην αιχμαλωσία και αποτέλεσαν τμήμα της μακράς πομπής των αιχμαλώτων που συνόδευσε την Αυλή κατά την επιστροφή της στην Αδριανούπολη. Η χήρα του Νοταρά πέθανε καθ' οδόν στο χωριό Μεσσήνη. Ήταν από αυτοκρατορική γενιά και η σπουδαιότερη δέσποινα στο Βυζάντιο μετά το θάνατο της βασιλομήτορος, ενώ απολάμβανε βαθύτατου σεβασμού ακόμη και από τους αντιπάλους του άνδρα της για την αξιοπρέπεια και τη φιλανθρωπία της . Μία από τις κόρες της, η Άννα, είχε ήδη διαφύγει στην Ιταλία με μερικούς από τους θησαυρούς της οικογένειας .
Ο Φραντζής, του οποίου το μίσος για το Μέγα Δούκα δεν είχε κατευναστεί ούτε από τις αμοιβαίες δυστυχίες τους και ο οποίος παρέθεσε μια πικρόχολη, σκληρή και αναληθή περιγραφή του θανάτου του, χρειάστηκε να υποστεί ο ίδιος μια παρόμοια τραγωδία. Ήταν σκλάβος επί δεκαοκτώ μήνες στο υπηρετικό προσωπικό του επικεφαλής των αλόγων του σουλτάνου, προτού κατορθώσει να απελευθερώσει τον εαυτό του και τη γυναίκα του. Τα δύο παιδιά του όμως, και τα δύο βαφτισμένα από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, κλείστηκαν στο σεράι του σουλτάνου. Το κορίτσι, η Θάμαρ, πέθανε εκεί σε παιδική ηλικία, ενώ το αγόρι θανατώθηκε από το σουλτάνο επειδή αρνήθηκε να υποκύψει στις ακόλαστες επιθυμίες του .
Στις 21 Ιουνίου ο σουλτάνος και η Αυλή του εγκατέλειψαν την κατακτημένη πόλη για την Αδριανούπολη. Ήταν πια μισοερειπωμένη, άδεια, έρημη και μαυρισμένη, σαν από πυρκαγιά, και παράξενα σιωπηλή. Όπου είχαν περάσει οι στρατιώτες υπήρχε ερήμωση. Οι εκκλησίες είχαν βεβηλωθεί και απογυμνωθεί. Τα σπίτια δεν ήταν πια κατοικήσιμα και τα καταστήματα και οι αποθήκες ήταν παραμορφωμένα και γυμνά. Ο ίδιος ο σουλτάνος, καθώς περνούσε μέσα από τους δρόμους είχε συγκινηθεί μέχρι δακρύων. «Τι πόλη παραδώσαμε στη λεηλασία και στην καταστροφή», μουρμούρισε.
Παρ' όλα αυτά είχε μεριμνήσει ώστε να μην ερειπωθεί ολόκληρη η πόλη. Οι πολυπληθείς συνοικίες κατά μήκος της κεντρικής ράχης, οι εμπορικές συνοικίες κατά μήκος του ανατολικού μισού του Κερατίου κόλπου, το παλάτι των Βλαχερνών και τα κοντινά σπίτια των ευγενών, όπως και τα παλιότερα παλάτια και οι εκκλησίες κοντά στον Ιππόδρομο και την ακρόπολη, όλα είχαν υποστεί ζημιές. Αλλά, μετά την ανάγνωση της φρικαλέας ιστορίας της διαρπαγής που μας αφηγούνται οι συντετριμμένοι σύγχρονοι χριστιανοί συγγραφείς, είναι παράξενα εκπληκτική η ανακάλυψη ότι υπήρχαν περιοχές στις οποίες οι εκκλησίες έμειναν κατά τα φαινόμενα ανέγγιχτες. Οι Χριστιανοί συνέχισαν να τις χρησιμοποιούν χωρίς διακοπή. Παρά ταύτα σε μία πόλη που είχε καταληφθεί εξ εφόδου δεν θα έπρεπε να είχε αφεθεί κανένας ναός σ' αυτούς. Η αντίφαση ερμηνεύεται εάν θυμόμαστε τη φύση της πόλης, με τα μεγάλα ανοικτά διαστήματα που διαχώριζαν τα χωριά και τις συνοικίες. Όταν έγινε γνωστό ότι οι Τούρκοι είχαν περάσει μέσα από τα τείχη, οι τοπικοί αξιωματούχοι συγκεκριμένων περιοχών παραδόθηκαν αμέσως με φρόνηση στους επιτιθέμενους και τους δέχθηκαν μέσα από τις πύλες τους. Φαίνεται ότι στη συνέχεια τους έστειλαν με συνοδεία, με τα κλειδιά των διαμερισμάτων τους στο στρατόπεδο του σουλτάνου, και ότι εκείνος δέχθηκε την υποταγή τους και διέθεσε αξιόπιστες αστυνομικές δυνάμεις για να επιβλέψουν ώστε οι εκκλησίες τους και, ίσως, και τα σπίτια τους να προστατευθούν από τη λεηλασία. Έτσι συνέβη να μη θιγούν οι εκκλησίες στο Πετρίον, όπου οι ψαράδες είχαν ανοίξει τις πύλες εκούσια, όπως και στη γειτονική συνοικία του Φαναριού. Αλλά και σε ολόκληρη την περιφέρεια των Ψαμαθείων και του Στουδίου, κοντά στην Προποντίδα, όπου οι αμυνόμενοι δήλωσαν αμέσως υποταγή στους ναύτες του στόλου του Χαμζά μπέη, δεν θίχτηκαν οι εκκλησίες. Αναμφίβολα επίσης ήταν οι πολίτες από εκείνες τις συνοικίες αυτοί οι οποίοι μπόρεσαν να μαζέψουν τα χρήματα με τα οποία εξαγοράστηκαν πολλοί συμπατριώτες τους από λιγότερο τυχερές περιοχές. Εάν δεν είχαν αποφύγει τη λεηλασία, θα είχε σταθεί αδύνατο να βρουν τα χρήματα για την εξαγορά των αιχμαλώτων .
Ακόμη πιο αξιοθαύμαστο ήταν το γεγονός ότι η μεγάλη μητρόπολη των Αγίων Αποστόλων, η δεύτερη σε μέγεθος και σε ιερότητα εκκλησία της πόλης, γλίτωσε τη λεηλασία με το θησαυρό της ανέπαφο. Βρισκόταν κοντά στον κύριο δρόμο που οδηγούσε από τη Χαρίσια πύλη και πρέπει να είχαν περάσει από μπροστά της αναρίθμητοι Τούρκοι στρατιώτες. Προφανώς ο σουλτάνος είχε ήδη αποφασίσει να τη διαφυλάξει για τους χριστιανούς υπηκόους του όταν θα τους είχε πάρει την εκκλησία της Αγίας Σοφίας, και γι' αυτό το λόγο έστειλε αμέσως φρουρούς να την προστατεύσουν .
Οι μεταγενέστεροι σουλτάνοι ήταν λιγότερο ενδοτικοί προς τους Χριστιανούς, και τους πήραν τις εκκλησίες τους τη μία μετά την άλλη. Αλλά ο Μωάμεθ ο Πορθητής, μόλις ολοκληρώθηκε η κατάκτησή του, θέλησε να δείξει ότι θεωρούσε τους Έλληνες πιστούς υπηκόους του, όπως και τους Τούρκους. Η χριστιανική αυτοκρατορία είχε φθάσει στο τέλος της, αλλά εκείνος έβλεπε τον εαυτό του ως διάδοχο των αυτοκρατόρων της και ως τέτοιος είχε επίγνωση των καθηκόντων του .
Το πρώτο μεταξύ αυτών των καθηκόντων ήταν να μεριμνήσει για την ευημερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ο Μωάμεθ γνώριζε καλά τις δυσκολίες της κατά τα πρόσφατα χρόνια, και τώρα μπορούσε να ενημερωθεί πλήρως για τις λεπτομέρειες. Έμαθε ότι ο ενωτικός πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, είχε φύγει από την πόλη το 1451 και ότι, σύμφωνα με τη γενική αντίληψη μεταξύ των Ελλήνων, με αυτό τον τρόπο είχε εκπέσει από το θρόνο του. Έπρεπε να εκλεγεί ένας νέος πατριάρχης, και ήταν προφανές ότι υπήρχε ένας κατάλληλος άνθρωπος για τη θέση, ο τιμημένος ηγέτης της αντίδρασης στην ένωση, ο λόγιος Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος.
Όταν έπεσε η πόλη ο Γεώργιος Σχολάριος βρισκόταν στο κελί του στο μοναστήρι του Παντοκράτορα. Η μεγάλη τριπλή εκκλησία του είχε προσελκύσει αμέσως τις ορδές των εισβολέων. Ενώ μερικοί από αυτούς λεηλατούσαν τα κτίρια, άλλοι έπιασαν τους μοναχούς για να τους πουλήσουν για σκλάβους. Όταν ο σουλτάνος έστειλε να φέρουν ενώπιόν του το Γεώργιο, δεν μπορούσαν να τον βρουν. Τελικά ανακάλυψαν ότι τον είχε αγοράσει ένας πλούσιος Τούρκος της Αδριανούπολης, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί και βρεθεί σε κάποια αμηχανία από την αγορά ενός τόσο σεβάσμιου και μορφωμένου σκλάβου, και ο οποίος του συμπεριφερόταν με τη μεγαλύτερη ευγένεια. Η σύλληψή του αναφέρθηκε στο σουλτάνο και μερικές ημέρες αργότερα έφθασαν στο σπίτι του απεσταλμένοι για να συνοδεύσουν το Γεώργιο πίσω στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Μωάμεθ είχε ήδη αποφασίσει τις γενικές γραμμές της πολιτικής του απέναντι στους Έλληνες υπηκόους του. Επρόκειτο να αποτελέσουν ένα μιλέτ, μια αυτοδιοικούμενη κοινότητα μέσα στην αυτοκρατορία του, υπό την ηγεσία του θρησκευτικού τους ηγέτη, του πατριάρχη, ο οποίος θα ήταν υπόλογος ενώπιον του σουλτάνου για την καλή συμπεριφορά τους. Μετά από κάποιες συζητήσεις ο Γεώργιος Σχολάριος πείστηκε να αποδεχθεί το πατριαρχικό αξίωμα. Όσοι επίσκοποι μπόρεσαν να βρεθούν εκεί κοντά συγκεντρώθηκαν για να αποτελέσουν την Ιερά Σύνοδο, και, κατ' απαίτηση του σουλτάνου, εξέλεξαν επίσημα το Γεώργιο στον πατριαρχικό θρόνο, υπό το μοναστικό του όνομα Γεννάδιος. Αυτό συνέβη μάλλον προτού ο σουλτάνος φύγει από την Κωνσταντινούπολη στα τέλη Ιουνίου, αλλά η χρονολογία είναι λίγο αβέβαιη. Φαίνεται ότι πέρασαν μερικοί μήνες προτού ο Γεννάδιος ενθρονιστεί επίσημα. Η τελετή πιθανόν πραγματοποιήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1454. Το τελετουργικό ήταν αντιγραφή εκείνου της βυζαντινής εποχής. Υπό το ρόλο του ως αυτοκράτορα ο σουλτάνος δέχθηκε σε ακρόαση το νέο πατριάρχη και του παρέδωσε τα διάσημα του αξιώματος, τα άμφια, τη μίτρα και τον επιστήθιο σταυρό. Ο παλαιός σταυρός είχε εξαφανιστεί. Είτε είχε χαθεί κατά τη λεηλασία της πόλης, είτε ο προηγούμενος πατριάρχης, ο Γρηγόριος Μάμμας, τον είχε φυγαδεύσει στη Ρώμη. Έτσι ο ίδιος ο σουλτάνος προμήθευσε ένα νέο, εξαίσιο σταυρό. Διαμορφώθηκε ένα τυπικό που θα πρόφερε ο σουλτάνος, ως ακολούθως: «Να είσαι πατριάρχης με καλή τύχη, και να είσαι βέβαιος για τη φιλία μας, διατηρώντας όλα τα προνόμια που απολάμβαναν οι πατριάρχες πριν από εσένα». Στη συνέχεια ο νέος πατριάρχης ίππευσε ένα υπέροχο άλογο, δώρο του σουλτάνου, και πήγε στην εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, μια και τώρα η εκκλησία της Αγίας Σοφίας ήταν τζαμί. Εκεί, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα, ενθρονίστηκε από το μητροπολίτη Ηρακλείας. Στη συνέχεια περιόδευσε με πομπή την πόλη, επιστρέφοντας για να εγκατασταθεί στην περιοχή των Αγίων Αποστόλων.
Στο μεταξύ ο σουλτάνος και ο πατριάρχης επεξεργάζονταν από κοινού το νέο καταστατικό χάρτη για το μιλέτ των Ελλήνων. Σύμφωνα με το Φραντζή, ο οποίος μάλλον έλαβε τις πληροφορίες του ενόσω εξακολουθούσε να βρίσκεται σε αιχμαλωσία, ο Μωάμεθ έδωσε στο Γεννάδιο ένα έγγραφο με το οποίο του υποσχόταν το απαραβίαστο του προσώπου του, απαλλαγή από την καταβολή φόρων, πλήρη εξασφάλιση από καθαίρεση, πλήρη ελευθερία κινήσεων, καθώς και το δικαίωμα της εσαεί μεταβίβασης αυτών των προνομίων στους διαδόχους του. Παρόμοια προνόμια θα απολάμβαναν και οι ανώτεροι μητροπολίτες και οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας που συγκροτούσαν την Ιερά Σύνοδο. Δεν υπάρχει λόγος αμφισβήτησης αυτής της μαρτυρίας, μολονότι η απαλλαγή από την καθαίρεση φυσικά δεν ακύρωνε το δικαίωμα της Ιεράς Συνόδου να εκθρονίζει κάποιον πατριάρχη με τη δήλωση ότι η εκλογή του ήταν αντικανονική, όπως είχε συμβεί συχνά κατά τη βυζαντινή περίοδο. Τα πατριαρχικά χρονικά του επόμενου αιώνα ισχυρίζονταν ότι σε ένα άλλο έγγραφο ο σουλτάνος υποσχέθηκε στο Γεννάδιο ότι τα έθιμα της Εκκλησίας σχετικά με το γάμο και την ταφή θα κατοχυρώνονταν νομικά, ότι οι Ορθόδοξοι θα γιόρταζαν το Πάσχα ως γιορτή και ότι θα τους επιτρεπόταν ελευθερία κινήσεων κατά τη διάρκεια των τριών ημερών της γιορτής, καθώς και ότι καμία άλλη εκκλησία δεν θα μετατρεπόταν σε τζαμί. Το δικαίωμα της Εκκλησίας να διοικεί την ορθόδοξη κοινότητα φαίνεται ότι θεωρούνταν δεδομένο, εάν κρίνουμε από μεταγενέστερα βεράτια που εξέδωσαν οι τουρκικές αρχές για να επικυρώσουν την εκλογή επισκόπων και για να δηλώσουν τα καθήκοντά τους. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια είχαν εξουσιοδοτηθεί να εκδικάζουν όλες τις υποθέσεις μεταξύ Ορθοδόξων που είχαν θρησκευτικό περιεχόμενο, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούσαν γάμους και διαζύγια, διαθήκες και κηδεμονίες ανηλίκων. Δικαστήρια λαϊκών τα οποία ορίζονταν από τον πατριάρχη επιλαμβάνονταν όλων των άλλων αστικών υποθέσεων μεταξύ ορθόδοξων διαδίκων. Μόνο οι ποινικές υποθέσεις και οι υποθέσεις στις οποίες ήταν αναμεμιγμένοι Μωαμεθανοί κατέληγαν στα τουρκικά δικαστήρια. Η ίδια η Εκκλησία δεν συγκέντρωνε τους φόρους που όφειλαν οι ελληνικές κοινότητες στο κράτος. Αυτό ήταν καθήκον των τοπικών προκρίτων. Αλλά μπορούσε να ζητηθεί από την Εκκλησία να απειλήσει με αφορισμό και άλλες θρησκευτικές ποινές τους Χριστιανούς οι οποίοι δεν πλήρωναν τους φόρους τους ή οι οποίοι δεν συμμορφώνονταν με τα προστάγματα του κράτους. Ο κλήρος απαλλασσόταν από την υποχρέωση καταβολής φόρων, αν και μπορούσε να καταβάλει εισφορές οι οποίες ήταν κατ' όνομα εθελοντικές. Μόνο οι κληρικοί μεταξύ των Χριστιανών επιτρεπόταν να έχουν γενειάδα. Κάθε Χριστιανός όφειλε να φορά μια ευδιάκριτη ενδυμασία και κανείς δεν μπορούσε να φέρει όπλα. Η αρπαγή των αρσενικών παιδιών για τη συγκρότηση του σώματος των γενιτσάρων θα συνεχιζόταν .
Σε γενικές γραμμές αυτοί ήταν οι όροι τους οποίους παραδοσιακά μπορούσαν να αναμένουν οι χριστιανικές κοινότητες από τους μωαμεθανούς κατακτητές. Αλλά στους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης έγινε μια ειδική παραχώρηση. Οι αξιολύπητες μικρές πρεσβείες που είχαν σπεύσει ενώπιον του σουλτάνου με τα κλειδιά των περιφερειών τους, καθώς εκείνος περίμενε να μπει στην κατακτημένη πόλη, ανταμείφθηκαν για το τόλμημά τους. Επίσημα ο κατακτητής φαίνεται ότι απαίτησε μόνο τη μετατροπή της μεγάλης μητρόπολης της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Σε άλλα σημεία, με εξαίρεση τις προστατευμένες περιφέρειες του Πετρίου και του Φαναριού, του Στουδίου και των Ψαμαθείων, ο Χριστιανοί πράγματι έχασαν τις εκκλησίες τους. Σχεδόν όλες τους είχαν λεηλατηθεί πλήρως και βεβηλωθεί, και οι συνοικίες στις οποίες βρίσκονταν είχαν ερημωθεί, θα ήταν άσκοπη η προσπάθεια της αναστήλωσης και του νέου καθαγιασμού τους, ακόμη και εάν είχε δοθεί η άδεια. Ήταν αρκετό, και μάλιστα κάτι περισσότερο απ' ό,τι θα μπορούσαν να περιμένουν οι πιο αισιόδοξοι, το ότι τους είχαν αφεθεί τόσες εκκλησίες, για να προβληματίζουν τους Τούρκους δικηγόρους μεταγενέστερων περιόδων, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί σε μια πόλη που είχε καταληφθεί εξ εφόδου οι ηττημένοι διατήρησαν οποιοδήποτε ναό.
Ο διακανονισμός εξυπηρετούσε τον κατακτητή σουλτάνο, γιατί αποφάσισε ότι αυτές ήταν οι συνοικίες στις οποίες θα έπρεπε να διαμένουν οι χριστιανοί υπήκοοί του στην Κωνσταντινούπολη, και σ' αυτές θα έπρεπε να έχουν κτίρια για να συνεχίζουν τη λατρεία τους. Αλλά με το πέρασμα του χρόνου ο διακανονισμός του ξεχάστηκε. Οι Τούρκοι πήραν από τους Χριστιανούς τις παλιές χριστιανικές εκκλησίες, τη μία μετά την άλλη, για να τις μετατρέψουν σε τζαμιά, μέχρις ότου το δέκατο όγδοο αιώνα μόνο τρεις βυζαντινοί ναοί παρέμεναν στα χέρια των Χριστιανών, η εκκλησία που ήταν γνωστή ως Παναγία των Μογγόλων, που διασώθηκε με ειδικό διάταγμα του Πορθητή το οποίο παραχωρήθηκε στον ευνοούμενο αρχιτέκτονά του, τον Έλληνα Χριστόδουλο, και δύο παρεκκλήσια τόσο μικρά ώστε να παραβλέπονται, ο Άγιος Δημήτριος του Καναβού και ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών. Σε άλλα σημεία οι Χριστιανοί τελούσαν τη λατρεία τους σε νεώτερα κτίρια, σχεδιασμένα ώστε να μην προκαλούν, για να μην αποτελούν κάρφος στα μάτια των νικητών Μωαμεθανών .
Τη διαδικασία την είχε αρχίσει ο ίδιος ο πατριάρχης Γεννάδιος. Η εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, την οποία του είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ, βρισκόταν σε κακή κατάσταση και θα ήταν δαπανηρή η αποκατάστασή της, εάν πράγματι επιτρεπόταν στους Χριστιανούς και πάλι η διακόσμηση ενός τόσο μεγαλοπρεπούς οικοδομήματος. Στην περιοχή στην οποία βρισκόταν είχαν εγκατασταθεί Τούρκοι, που ενοχλούνταν από την παρουσία της. Έπειτα μία ημέρα, πιθανόν το καλοκαίρι του 1454, βρέθηκε στην αυλή της το πτώμα ενός Τούρκου. Αναμφίβολα το είχαν τοποθετήσει εκεί, αλλά η παρουσία του δικαιολογούσε την εκδήλωση εχθρικών διαμαρτυριών από τους Τούρκους. Ο Γεννάδιος φρόνιμα ζήτησε την άδεια να μεταφέρει την έδρα του. Αφού συγκέντρωσε όλους τους θησαυρούς και τα λείψανα που είχαν διασωθεί στην εκκλησία τα μετέφερε στη συνοικία του Φαναριού, στην εκκλησία της γυναικείας μονής της Παμμακαρίστου. Οι καλόγριες μεταφέρθηκαν στα κτίρια που ήταν προσαρτημένα στην κοντινή εκκλησία του Αγίου Ιωάννη στον Τρούλλο, και ο ίδιος ο Γεννάδιος και το επιτελείο του μετακόμισαν στο γυναικείο μοναστήρι. Η Παμμακάριστος παρέμεινε η εκκλησία του πατριαρχείου για περισσότερο από έναν αιώνα. Εκεί ερχόταν ο Πορθητής σουλτάνος να επισκεφθεί το φίλο του Γεννάδιο, για τον οποίο είχε αναπτύξει μεγάλη εκτίμηση. Δεν έμπαινε στην ίδια την εκκλησία, από φόβο μήπως ένθερμοι οπαδοί του το χρησιμοποιούσαν αργότερα ως δικαιολογία για να πάρουν το κτίριο. Αλλά ο ίδιος και ο Γεννάδιος συζητούσαν στο πλαϊνό παρεκκλήσιο, τα εξαίσια ψηφιδωτά του οποίου αποκαλύπτονται τώρα για μία ακόμη φορά για τον κόσμο. Συζητούσαν για πολιτική και για θρησκεία, και μετά από αίτημα του σουλτάνου ο Γεννάδιος έγραψε για χάρη του μια σύντομη και ειρηνική πραγματεία που εξηγούσε και δικαιολογούσε τα σημεία στα οποία τα χριστιανικά δόγματα διέφεραν από τα ισλαμικά. Η διακριτικότητα του σουλτάνου πήγε χαμένη. Το 1586 ο απόγονός του Μουράτ Γ' κατέλαβε την εκκλησία και τη μετέτρεψε σε τζαμί .
Στο μεταξύ ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε αρχίσει την ανοικοδόμηση της Κωνσταντινούπολης. Στην αρχή η ερήμωσή της τον είχε συγκλονίσει. Οι αρχιτέκτονές του συνέχισαν το μεγάλο ανάκτορο που είχε σχεδιάσει στην Αδριανούπολη, επάνω σε ένα νησάκι του ποταμού Έβρου, σα να επρόκειτο να το καταστήσει πρώτη κατοικία του. Σύντομα όμως άλλαξε τη γνώμη του. Ήταν πλέον απόγονος των Καισάρων, έπρεπε να ζει στην αυτοκρατορική πόλη. Έκτισε για τον εαυτό του ένα μικρό παλάτι στην κεντρική ράχη της πόλης, κοντά στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το πανεπιστήμιο, και άρχισε να κάνει σχέδια για ένα μεγαλύτερο παλάτι στη θέση της αρχαίας ακρόπολης. Τούρκοι από όλες τις κτήσεις του ενθαρρύνονταν να εγκατασταθούν στην πόλη. Η κυβέρνηση παρείχε βοήθεια για την κατασκευή σπιτιών και καταστημάτων γι' αυτούς. Στους Έλληνες που είχαν παραμείνει εκεί και στους αιχμαλώτους που είχαν εξαγοραστεί δόθηκαν υποσχέσεις ασφάλειας, ενώ φαίνεται ότι έλαβαν και εκείνοι κυβερνητική βοήθεια. Ένας αριθμός ευγενών βυζαντινών οικογενειών που είχαν φύγει τα τελευταία χρόνια στις επαρχίες πείστηκαν να επιστρέψουν με υπαινιγμούς ότι θα απολάμβαναν τα προνόμια που άρμοζαν στη θέση τους, αν και τα μόνα προνόμια που εξασφάλισε η θέση τους για πολλούς από αυτούς ήταν η φυλάκιση, ακόμη και ο θάνατος, προκειμένου η εξέχουσα θέση τους να μην τους καταστήσει ηγέτες εξεγέρσεων. Όταν εξαλείφθηκαν οι τελευταίοι θύλακες ελληνικής ελευθερίας, οι περισσότεροι κάτοικοί τους μεταφέρθηκαν δια της βίας στην Κωνσταντινούπολη. Από την Τραπεζούντα και τις γειτονικές της πόλεις μεταφέρθηκαν εκεί πέντε χιλιάδες οικογένειες. Σ' αυτές περιλαμβάνονταν όχι μόνο οι ευγενείς οικογένειες, αλλά και καταστηματάρχες, τεχνίτες, και, ειδικότερα, οικοδόμοι για να βοηθήσουν στην κατασκευή νέων σπιτιών, νέων αγορών, νέων ανακτόρων και νέων οχυρώσεων. Έπειτα, καθώς επέστρεψε η ηρεμία και μαζί της η ευημερία, όλο και περισσότεροι Έλληνες έφθασαν με τη θέλησή τους για να εκμεταλλευθούν τα ανοίγματα για εμπόρους και τεχνίτες που προσέφερε η εξαίσια αναγεννημένη πόλη. Από κοντά με τους Έλληνες, και με ειδική ενθάρρυνση του σουλτάνου ήλθαν οι Αρμένιοι, αντίπαλοι των Ελλήνων στην επιθυμία για κυριαρχία στην εμπορική και οικονομική ζωή της πόλης, και μαζί τους, εξίσου, ελπιδοφόρα, αρκετοί Εβραίοι. Οι Τούρκοι επίσης συνέχισαν να συρρέουν, για να απολαύσουν τις ανέσεις της πρωτεύουσας που είχαν κατακτήσει . Πολύ πριν από το θάνατό του, το 1481, ο σουλτάνος Μωάμεθ μπορούσε να αντικρίζει με υπερηφάνεια τη νέα Κωνσταντινούπολη, μία πόλη όπου ανεγείρονταν καθημερινά νέα κτίρια και όπου τα εργαστήρια και οι αγορές έσφυζαν από δραστηριότητα. Μετά την κατάκτηση ο πληθυσμός της είχε αυξηθεί κατά τέσσερις φορές και μέσα σε έναν αιώνα θα αριθμούσε περισσότερο από μισό εκατομμύριο . Είχε καταστρέψει την παλαιά, καταρρέουσα μητρόπολη των βυζαντινών αυτοκρατόρων και στη θέση της είχε δημιουργήσει μια νέα και λαμπρή μητρόπολη στην οποία απέβλεπε οι υπήκοοί του απ' όλα τα δόγματα και τις φυλές να ζουν μαζί με τάξη, ευημερία και ειρήνη.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ
Η Ευρώπη και ο Πορθητής
Το Σάββατο, 9 Ιουνίου 1453, κατέπλευσαν στο λιμάνι του Χάνδακα στην Κρήτη τρία πλοία. Τα δύο από αυτά μετέφεραν τους Κρητικούς ναύτες που ήταν οι τελευταίοι που σταμάτησαν τον αγώνα στην Κωνσταντινούπολη. Μαζί τους έφερναν την είδηση ότι η πόλη είχε πέσει πριν από ένδεκα ημέρες. Σε όλη την έκταση του νησιού επικράτησε κατάθλιψη. «Ποτέ δεν υπήρξε, ούτε θα υπάρξει πιο τρομερό συμβάν», έγραψε ένας γραφέας στη μονή Αγαράθου .
Άλλοι πρόσφυγες είχαν φθάσει στις βενετικές αποικίες της Χαλκίδας και της Μεθώνης, οι κυβερνήτες των οποίων έσπευσαν να στείλουν μηνύματα στη Βενετία. Οι αγγελιαφόροι έφθασαν εκεί στις 29 Ιουνίου. Η Γερουσία συγκλήθηκε εσπευσμένα και ο γραμματέας διάβασε στους τρομοκρατημένους γερουσιαστές τις επιστολές των κυβερνητών. Το επόμενο πρωί έφυγε ένας ταχυδρόμος για να μεταφέρει τα νέα στη Ρώμη. Στις 4 Ιουλίου σταμάτησε στη Μπολώνια για να φέρει τα νέα στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα που διέμενε εκεί. Μετά από τέσσερις ημέρες έγινε δεκτός σε ακρόαση από τον πάπα Νικόλαο Ε'. Ένας άλλος ταχυδρόμος είχε πάει στη Νεάπολη, για να προειδοποιήσει το βασιλιά της Αραγωνίας Αλφόνσο .
Δεν πέρασε πολύς καιρός για να μάθει όλη η χριστιανοσύνη ότι η μεγάλη πόλη βρισκόταν στα χέρια των απίστων. Ο τρόμος ήταν ακόμη μεγαλύτερος γιατί στην πραγματικότητα κανείς στη Δύση δεν το περίμενε. Οι άνθρωποι γνώριζαν ότι η πόλη κινδύνευε, αλλά, απορροφημένοι από τις δικές τους τοπικές ανησυχίες, δεν είχαν συνειδητοποιήσει πόσο έντονος ήταν ο κίνδυνος. Είχαν ακούσει για τις τεράστιες οχυρώσεις της, και είχαν ακούσει ακόμη για τις γενναίες ομάδες που είχαν ξεκινήσει για τη σωτηρία της και για την αρμάδα από τη Βενετία που έπλεε προς τα ανατολικά. Δεν είχαν παρατηρήσει πόσο απελπιστικά μικρή ήταν η φρουρά της σε σύγκριση με τις ορδές των απίστων, ούτε ότι ο σουλτάνος ήταν εφοδιασμένος με πυροβολικό, στο οποίο δεν μπορούσε να αντισταθεί κανένα αρχαίο τείχος. Ακόμη και οι Βενετοί, παρά τις πηγές των πληροφοριών τους και την πρακτική τους πείρα, είχαν πιστέψει, όπως και ο πάπας, ότι οι υπερασπιστές θα μπορούσαν άνετα να κρατήσουν μέχρι την άφιξη ενισχύσεων .
Στην πραγματικότητα οι βενετικές γαλέρες στον εξοπλισμό των οποίων είχε συμβάλει ο πάπας, είχαν φθάσει στις ακτές της Χίου και είχαν αγκυροβολήσει εκεί περιμένοντας ευνοϊκό άνεμο, όταν έφθασαν τα γενοβέζικα πλοία που είχαν διαφύγει από το Πέραν για να τους πουν ότι ήταν πολύ αργά. Ο Βενετός ναύαρχος, ο Λορεντάν, οπισθοχώρησε αμέσως με το στόλο του στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, στη Χαλκίδα, μέχρις ότου φθάσουν νέες οδηγίες από τη Βενετία .
Αυτές τις έλαβε στα μέσα Ιουλίου. Στις 4 Ιουλίου το Κολλέγιο, το ειδικό μυστικοσυμβούλιο του δόγη, συγκλήθηκε σε μια έκτακτη συνεδρίαση. Ο Λουδοβίκος Ντιέντο, ο επικεφαλής των γαλερών από την Κωνσταντινούπολη, είχε φθάσει την προηγούμενη ημέρα και έδωσε πλέον μια περιγραφή της καταστροφής με τα μάτια ενός αυτόπτη μάρτυρα. Η κυβέρνηση αποφάσισε με γνώμονα πολιτική σύνεσης. Αν και στάλθηκαν διαταγές στους κυβερνήτες της Κρήτης, της Χαλκίδας και της Ναυπάκτου να φροντίσουν επειγόντως για την ασφάλεια των οχυρώσεών τους, όπως και για τη συγκέντρωση προμηθειών έναντι μιας πιθανής τουρκικής επίθεσης, στις 5 Ιουλίου στάλθηκε μια επιστολή στο Λορεντάν παραγγέλλοντάς του να ετοιμάσει ένα πλοίο για να μεταφέρει τον πρεσβευτή Βαρθολομαίο Μαρτσέλλο, που εξακολουθούσε να είναι μαζί του, στην Αυλή του σουλτάνου. Μία εβδομάδα αργότερα η Γερουσία ψήφισε την παραχώρηση στο Μαρτσέλλο ενός ποσού μέχρι χίλια διακόσια δουκάτα, για να χρησιμοποιηθούν ως δώρα για το σουλτάνο και τους υπουργούς του. Στις 17 Ιουλίου διαβιβάστηκαν πλήρεις οδηγίες στο Μαρτσέλλο. Θα έπρεπε να πει στο σουλτάνο ότι η Βενετία δεν επιθυμούσε να ακυρώσει τη συνθήκη που είχε γίνει μεταξύ της Δημοκρατίας και του σουλτάνου Μουράτ Β'. Θα έπρεπε να απαιτήσει την απελευθέρωση των γαλερών που είχαν αιχμαλωτιστεί στον Κεράτιο, καμία από τις οποίες, όπως έπρεπε να τονίσει με έμφαση, δεν ήταν πολεμική. Εάν ο σουλτάνος αρνούνταν να ανανεώσει τη συνθήκη με τους παλιούς όρους, ο Μαρτσέλλο θα έπρεπε να στείλει αναφορά στη Βενετία. Εάν όμως ο σουλτάνος έδειχνε συμβιβαστικός, θα έπρεπε να τον πιέσει για την επάνοδο των Βενετών εμπόρων στην Κωνσταντινούπολη με τα προνόμια που απολάμβαναν υπό τους Βυζαντινούς, και θα έπρεπε να εξασφαλίσει την απελευθέρωση όλων των Βενετών αιχμαλώτων των Τούρκων.
Λίγες ημέρες αργότερα δόθηκε άδεια από τη Γερουσία να πάει στην Κωνσταντινούπολη ο γιος του Βενετού βάιλου, του Μινόττο, για να κανονίσει την εξαγορά του πατέρα, της μητέρας και του αδελφού του. Ίσως έσωσε τη μητέρα του, αλλά οι άλλοι ήταν νεκροί. Περίπου την ίδια περίοδο αποφασίστηκε ότι τα χρήματα και τα αγαθά των Ελλήνων που βρίσκονταν σε βενετικά πλοία που είχαν διαφύγει την καταστροφή θα κατάσχονταν και θα χρησιμοποιούνταν για την αποπληρωμή των χρεών που οι Έλληνες εξακολουθούσαν να οφείλουν σε Βενετούς. Η Βενετία χρειαζόταν κάθε αποκατάσταση που μπορούσε να εξασφαλίσει. Οι απώλειές της στην Κωνσταντινούπολη υπολογίζονταν σε διακόσιες χιλιάδες δουκάτα, ενώ άλλες εκατό χιλιάδες είχαν χαθεί από τους Κρητικούς υπηκόους της .
Στη Γένοβα ο πανικός ήταν ακόμη μεγαλύτερος. Οι Γενοβέζοι, εξαντλημένοι από το μακρύ τους πόλεμο εναντίον του Αλφόνσου της Αραγωνίας, και με τους Γάλλους και τους Μιλανέζους να προσπαθούν ο καθένας για λογαριασμό του να τους καταστήσουν υποτελείς, δεν ήταν σε θέση να στείλουν δυνάμεις για να ανακουφίσουν τις αποικίες τους στην Ανατολή. Η ανησυχία τους αυξήθηκε όταν έλαβαν την αναφορά που είχε γράψει στις 17 Ιουνίου ο Άντζελο Λομελλίνο, ο ποντεστά του Πέραν. Σ' αυτήν ανέφερε την τύχη της πόλης του. Περιέγραφε πώς άνοιξε τις πύλες του στο Ζαγανός πασά τη στιγμή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης και πώς, προκειμένου να ευχαριστήσει το σουλτάνο, είχε κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να πείσει τους πολίτες να μη φύγουν με τα πλοία τους. Αμέσως μετά είχε στείλει δύο απεσταλμένους, το Λουτσιάνο Σπίνολα και τον Μπαλντασσάρε Μαρούφφο, ενώπιον του σουλτάνου, με διαταγές να του εκφράσουν εγκάρδια συγχαρητήρια για τη νίκη του και να του ζητήσουν να επιβεβαιώσει τα προνόμια που είχαν παραχωρήσει οι Βυζαντινοί στο Πέραν. Ο Μωάμεθ τους δέχτηκε θυμωμένος. Είχε εξοργιστεί με τη φυγή τόσο πολλών πλοίων από το Πέραν και ειρωνεύτηκε τους πολίτες για το διφορούμενο ρόλο που είχαν παίξει. Μια δεύτερη πρεσβεία που στάλθηκε μία ή δύο ημέρες αργότερα, υπό τους Μπαμπιλάνο Παλλαβιτσίνι και Μάρκο ντε Φράνκι, είχε μεγαλύτερη επιτυχία. Μετά από διαταγές του Μωάμεθ ο Ζαγανός πασάς τους παρέδωσε ένα αυτοκρατορικό φιρμάνι που περιελάμβανε την υπόσχεση ότι η πόλη δεν θα καταστρεφόταν. Οι πολίτες μπορούσαν να κρατήσουν τα σπίτια, τα καταστήματα, τα αμπέλια, τους μύλους, τις αποθήκες και τα πλοία τους. Οι γυναίκες και τα παιδιά τους δεν θα θίγονταν, ούτε θα στρατολογούνταν τα παιδιά τους στο σώμα των γενιτσάρων. Οι εκκλησίες τους θα παρέμεναν σε λειτουργία, αλλά δεν έπρεπε να κτυπούν οι καμπάνες, ούτε να κατασκευαστούν νέες εκκλησίες. Κανείς Τούρκος δεν θα κατοικούσε μεταξύ τους εκτός από τους αξιωματούχους τους σουλτάνου. Θα μπορούσαν να ταξιδεύουν και να εμπορεύονται ελεύθερα σε όλη την έκταση των κτήσεων του σουλτάνου, κατά ξηρά και κατά θάλασσα, ενώ οι Γενοβέζοι υπήκοοι μπορούσαν να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στο Πέραν. Απαλλάσσονταν από ειδικούς φόρους και δασμούς, αλλά κάθε αρσενικός πολίτης έπρεπε να πληρώσει έναν κεφαλικό φόρο. Μπορούσαν να διατηρήσουν τα εμπορικά τους έθιμα, αλλά κατά τα άλλα έπρεπε να υπακούουν στους νόμους του σουλτάνου. Θα έπρεπε να εκλέξουν το δικό τους ηγέτη ή πρόκριτο για να εποπτεύει το εμπόριό τους και να συναλλάσσεται με τις τουρκικές αρχές.
Έτσι το Πέραν περιέπεσε στο καθεστώς οποιασδήποτε χριστιανικής πόλης που υποτασσόταν εθελοντικά στο μωαμεθανικό ζυγό. Οι όροι θα μπορούσαν να είναι χειρότεροι. Σε κάθε περίπτωση, ο ποντεστά έπρεπε να τους δεχτεί. Στις 3 Ιουνίου ο σουλτάνος επισκέφθηκε ο ίδιος το Πέραν. Διέταξε να παραδοθούν όλα τα όπλα των πολιτών και επέμεινε για την καταστροφή των χερσαίων τειχών, συμπεριλαμβανομένης της ακρόπολης, του πύργου του Τιμίου Σταυρού. Εγκαταστάθηκε ένας Τούρκος κυβερνήτης. Ο Λομελλίνο παραιτήθηκε από το αξίωμα του ποντεστά, αλλά του ζητήθηκε από τους συμπολίτες του να παραμείνει ως πρόκριτός τους μέχρι την επιστροφή του στη Γένοβα, τον επόμενο Σεπτέμβριο .
Η απώλεια του Πέραν και ο τουρκικός έλεγχος των Στενών έθεταν σε κίνδυνο την ύπαρξη των γενοβέζικων αποικιών στα βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου, ειδικά την πόλη του Καφφά στην Κριμαία. Αυτή ήταν το λιμάνι προς την Ταρταρία και τις χώρες της κεντρικής Ασίας, και, εάν η Δημοκρατία αναγκαζόταν να την εγκαταλείψει, πολλοί Γενοβέζοι πολίτες που είχαν επενδύσει περιουσίες εκεί θα απαιτούσαν αποζημιώσεις, τις οποίες το δημόσιο ταμείο δεν ήταν πια σε θέση να πληρώσει. Ευτυχώς για τη γενοβέζικη κυβέρνηση ο ισχυρός πιστωτικός οίκος του Συμβουλίου του Αγίου Γεωργίου συμφώνησε να αναλάβει τη διακυβέρνηση αυτών των απομακρυσμένων αποικιών. Οι διευθυντές του Συμβουλίου πίστευαν ότι ήταν ακόμη δυνατή η εξασφάλιση κερδών από αυτές. Αλλά στην πραγματικότητα όλο και λιγότεροι ναυτικοί ήταν διατεθειμένοι να κάνουν το ταξίδι μέσω των Στενών, και όλο και λιγότεροι έμποροι ήταν διατεθειμένοι να πληρώνουν τα διόδια που ζητούσαν οι εκεί αξιωματούχοι του σουλτάνου. Ούτως ή άλλως ήταν αδύνατη η παροχή επαρκούς στρατιωτικής υποστήριξης στις αποικίες. Μέσα σε μισό αιώνα ολόκληρη η αυτοκρατορία της Γένοβας στον Εύξεινο Πόντο είχε εξαφανιστεί, κατακτημένη από τους Τούρκους και τους Τάταρους συμμάχους της .
Η μόνη άλλη σημαντική γενοβέζικη αποικία στην Ανατολή ήταν το νησί της Χίου. Για πολλά χρόνια το κυβερνούσε η Μαόνα, μια εταιρεία που είχε σχηματιστεί από τους κύριους Γενοβέζους εμπόρους και γαιοκτήμονες του νησιού. Μετά την απώλεια του Πέραν, και με την επικείμενη απώλεια των αποικιών του Ευξείνου Πόντου, η Χίος έγινε η κυριότερη προφυλακή της γενοβέζικης αυτοκρατορίας. Αλλά η στρατηγική της σημασία ελαττωνόταν με την παρακμή του εμπορίου με την Άπω Ανατολή. Και εδώ η γενοβέζικη κυβέρνηση δεν μπορούσε ούτε να την εγκαταλείψει, ούτε να τη διατηρήσει. Στη Μαόνα δόθηκαν οδηγίες να κάνει τους δικούς της διακανονισμούς με το σουλτάνο .
Οι μικρότερες εμπορικές πόλεις της Δύσης που είχαν συναλλαγές με την Κωνσταντινούπολη ήταν σε θέση να προσαρμοστούν καλύτερα. Αντίθετα με τη Γένοβα και τη Βενετία ενδιαφέρονταν για το τοπικό εμπόριο παρά γι' αυτό με την Άπω Ανατολή. Όταν λεηλατήθηκε η πόλη η αποικία των Αγκωνιτών υπέστη ζημιές που υπολογίζονταν σε περισσότερα από είκοσι χιλιάδες δουκάτα. Αλλά οι ίδιοι οι Αγκωνίτες δεν θίχτηκαν προσωπικά, φαίνεται επειδή ο Μωάμεθ γνώριζε και συμπαθούσε τον πρόκριτό τους, τον Άντζελο Μπολντόνι*. Μπόρεσαν να συνεχίσουν το εμπόριό τους με την Τουρκία, παρ' όλο που ο επικυρίαρχός τους, ο πάπας, δεν το ενέκρινε . Οι Φλωρεντινοί, των οποίων οι απώλειες υπολογίζονταν περίπου στο ίδιο ποσό, σύντομα δημιούργησαν καλές σχέσεις με το σουλτάνο. Μεταξύ των Ιταλών ήταν οι ευνοούμενοί του, και έτρεφε ιδιαίτερο θαυμασμό για την οικογένεια των Μεδίκων . Οι Καταλανοί, που είχαν πολεμήσει καλά και είχαν υποστεί σοβαρές απώλειες, βρέθηκαν σύντομα πίσω στην Κωνσταντινούπολη, αν και φαίνεται ότι το προξενείο τους δεν ξανάνοιξε . Οι Ραγουζαίοι ήταν έτοιμοι να ανοίξουν ένα προξενείο εκεί με πολύ ευνοϊκούς όρους που είχαν ρυθμίσει με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Αλλά ευτυχώς γι' αυτούς υπήρξαν διοικητικές καθυστερήσεις και έτσι δεν αναμίχθηκαν στην πολιορκία. Χρειάστηκε όμως να περιμένουν πέντε χρόνια προτού μπορέσουν να διαπραγματευθούν μια εμπορική συμφωνία με το σουλτάνο. Από εκεί και πέρα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο εμπόριο της Ανατολής .
Σε πολλούς ευσεβείς Χριστιανούς η ετοιμότητα των εμπορικών πόλεων να εμπορευτούν με τους απίστους φαινόταν προδοσία της πίστης. Ειδικά η Βενετία έπαιζε ένα διφορούμενο ρόλο, προσπαθώντας από τη μία πλευρά να οργανώσει μια σταυροφορία εναντίον των Τούρκων και από την άλλη στέλνοντας φιλικές πρεσβείες στο σουλτάνο για να κατοχυρώσει το εμπόριό της. Ο πρεσβευτής της, ο Μαρτσέλλο, κατόρθωσε μετά από διαπραγματεύσεις ενός έτους να ρυθμίσει μια ανακωχή που επέτρεπε την εξαγορά των υπόλοιπων Βενετών αιχμαλώτων και πλοίων, και παρέτεινε την παραμονή του στην Κωνσταντινούπολη για άλλα δύο χρόνια, προσπαθώντας μάταια να ανακτήσει εμπορικά προνόμια για τους συμπατριώτες του. Το 1456 ανακλήθηκε και ρίχτηκε στη φυλακή για ένα έτος με τη δικαιολογία ότι είχε συγκατατεθεί στην απελευθέρωση μερικών Τούρκων αιχμαλώτων που κρατούνταν στη Χαλκίδα. Θυσιάστηκε σε μια άχαρη απόπειρα να παρουσιαστεί στη χριστιανοσύνη ότι η Δημοκρατία ήταν πράγματι εχθρός των απίστων .
Στα μάτια των Ρωμαίων το θέμα ήταν πιο καθαρό. Έπρεπε να υπάρξει μια ισχυρή και ειλικρινής σταυροφορία με συμμάχους όλες τις δυνάμεις της Δύσης. Ο πάπας Νικόλαος, παρότι καταβεβλημένος και απογοητευμένος, δραστηριοποιήθηκε για να αναλάβει την ηγεσία. Αφότου είχε λάβει τα μοιραία νέα από την Κωνσταντινούπολη έγραφε επιστολές παρακινώντας για δράση. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1453 εξέδωσε μια βούλλα προς όλους τους ηγεμόνες της Δύσης κηρύσσοντας τη σταυροφορία. Κάθε ηγεμόνας καλούνταν να χύσει το αίμα του και το αίμα των υπηκόων του για το σκοπό, και καθένας έπρεπε να διαθέσει ένα δέκατο των προσόδων του . Οι δύο Έλληνες καρδινάλιοι, ο Ισίδωρος και ο Βησσαρίων, τον υποστήριζαν δραστήρια. Ο ίδιος ο Βησσαρίων έγραψε στους Βενετούς, μισοεπιτιμώντας τους και μισοεκλιπαρώντας τους να σταματήσουν τους πολέμους τους στην Ιταλία και να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους σε μια εκστρατεία εναντίον του Αντίχριστου . Ακόμη μεγαλύτερη δραστηριότητα επέδειξε ο παπικός λεγάτος στη Γερμανία, ο Σιενέζος ουμανιστής Αινείας Σίλβιος Πικκολόμινι, ο οποίος στη διάρκεια του 1454 συμμετέσχε σε συνελεύσεις σε όλη την έκταση της περιφέρειάς του στις οποίες επιχειρηματολογούσε με ευγλωττία υπέρ της ανάγκης για μία σταυροφορία. Μετά από επιμονή του ψηφίστηκαν πολλές εξαίρετες αποφάσεις. Αλλά δεν έγινε τίποτε . Ο αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ' είχε πλήρη επίγνωση της τουρκικής απειλής. Αντιλαμβανόταν την απειλή για την Ουγγαρία, όπου ήταν βασιλιάς ο νεαρός εξάδελφός του, ο Λαδίσλαος. Εάν έπεφτε η Ουγγαρία, θα κινδύνευε όλη η δυτική χριστιανοσύνη. Είχε ήδη γράψει στον πάπα, χρησιμοποιώντας ως γραμματέα του το λεγάτο, για να εκφράσει τον τρόμο του για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο Αινείας Σίλβιος Πικκολόμινι προσέθεσε μια προσωπική σημείωση, θρηνώντας, όπως το έθεσε, «το δεύτερο θάνατο του Ομήρου και του Πλάτωνα» .
Παρά ταύτα δεν έγινε καμία σταυροφορία. Αν και οι ηγεμόνες έσπευσαν να συγκεντρώσουν αναφορές για την άλωση της πόλης και οι συγγραφείς έγραψαν θρήνους γεμάτους τρόμο, αν και ο Γάλλος συνθέτης Γουλιέλμος Ντυφαί συνέθεσε ένα θρήνο που ψαλλόταν σε όλη την έκταση των γαλλικών χωρών, κανείς δεν ήταν έτοιμος να αναλάβει δράση. Ο Φρειδερίκος ήταν φτωχός και αδύναμος, χωρίς πραγματική εξουσία επάνω στους Γερμανούς ηγεμόνες. Δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε σταυροφορία ούτε πολιτικά ούτε οικονομικά. Ο Κάρολος Ζ' της Γαλλίας ήταν απασχολημένος με την αναμόρφωση της χώρας του μετά το μακρύ και δαπανηρό πόλεμο με την Αγγλία. Οι Τούρκοι βρίσκονταν πολύ μακριά, κι εκείνος είχε σοβαρότερα προβλήματα πιο κοντά στην πατρίδα του. Στην Αγγλία, που υπέφερε ακόμη περισσότερο από τα αποτελέσματα του Εκατονταετούς πολέμου, οι Τούρκοι φαίνονταν ακόμη πιο απομακρυσμένοι. Ο βασιλιάς Ερρίκος Στ' δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Μόλις είχε χάσει τα λογικά του και ολόκληρη η χώρα γλιστρούσε προς το χάος του πολέμου των Δύο Ρόδων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας Αλφόνσος, του οποίου οι ιταλικές κτήσεις οπωσδήποτε θα απειλούνταν από οποιαδήποτε τουρκική κίνηση προς τα δυτικά, αρκέστηκε σε μερικά περιορισμένα αμυντικά μέτρα. Ήταν πια γέρος και ήθελε μόνο να διατηρήσει την ηγεμονία του στην Ιταλία. Κανένας άλλος βασιλιάς δεν έδειξε οποιοδήποτε ενδιαφέρον, εκτός από το βασιλιά της Ουγγαρίας Λαδίσλαο. Εκείνος είχε σοβαρούς λόγους να ανησυχεί. Αλλά δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με το σπουδαίο αρχιστράτηγό του, τον πρώην αντιβασιλέα Ιωάννη Ουνυάδη. Χωρίς εκείνον και χωρίς συμμάχους δεν μπορούσε να τολμήσει την ανάληψη δράσης .
Ο πάπας διατηρούσε ελπίδες για τον πλουσιότερο ηγεμόνα στην Ευρώπη, το Φίλιππο τον Καλό, δούκα της Βουργουνδίας, γιατί ο Φίλιππος είχε αναφέρει συχνά την επιθυμία του για μία σταυροφορία. Το Φεβρουάριο του 1454 ο Φίλιππος προήδρευσε σε ένα συμπόσιο στη Λιέγη, όπου έφεραν στο βασιλικό τραπέζι ένα φασιανό στολισμένο με πολύτιμους λίθους, ενώ ένας τεράστιος άνδρας, ντυμένος σαν Σαρακηνός, απειλούσε τους καλεσμένους με έναν ελέφαντα-παιχνίδι, και ο νεαρός Όλιβερ ντε λα Μαρς, ντυμένος σαν δεσποινίδα, παρίστανε τις στεναχώριες της μητέρας μας της Εκκλησίας. Όλη η συντροφιά ορκίστηκε με επισημότητα να πάει στον Ιερό πόλεμο. Αλλά η ωραία παντομίμα ήταν χωρίς περιεχόμενο. Ο όρκος του φασιανού, όπως αποκλήθηκε, δεν εκπληρώθηκε ποτέ .
Έτσι, παρόλο που η Δυτική Ευρώπη θρήνησε ευλαβικά, καμία παπική βούλλα δεν μπορούσε να τη συνεγείρει σε δράση. Ο Νικόλαος Ε' πέθανε στις αρχές του 1455. Ο διάδοχός του, ο Καταλανός Κάλλιστος Γ', ήταν αντιδημοφιλής στην Ιταλία λόγω της καταγωγής του, ενώ ήταν και ο ίδιος ετοιμοθάνατος. Εξόπλισε γενναία ένα στόλο τον οποίο έστειλε στο Αιγαίο, όπου κατέλαβε τα νησιά Νάξο, Λήμνο και Σαμοθράκη. Αλλά καμία χριστιανική δύναμη δεν ήταν διατεθειμένη να παραλάβει τα νησιά ως δώρο, και έτσι επέστρεψαν σύντομα στα χέρια των Τούρκων . Ο Αινείας Σίλβιος, που τον ακολούθησε το 1458 ως πάπας Πίος Β', ήταν ακόμη πιο ενεργητικός. Βασισμένος σε υποσχέσεις που είχε λάβει, ήλπισε ότι πραγματικά θα ξεκινούσε μια μεγάλη χριστιανική εκστρατεία για την Ανατολή. Πέθανε το 1464 καθ' οδόν προς την Αγκώνα, για να δώσει θεϊκή ταχύτητα σε μια σταυροφορία η οποία ποτέ δεν συγκεντρώθηκε .
Η Δύση παρέμενε ασυγκίνητη όταν έφθανε η ώρα των έργων. Ο Αινείας Σίλβιος μπορεί να θλιβόταν ειλικρινά, ενώ υπήρχαν και μερικοί ρομαντικοί με ιστορική συνείδηση, όπως ο Όλιβερ ντε λα Μαρς, για τους οποίους ο αυτοκράτορας που έπεσε στην Κωνσταντινούπολη ήταν ο μόνος αυθεντικός αυτοκράτορας, ο πραγματικός κληρονόμος του Αυγούστου και του Κωνσταντίνου, αντίθετα με τον τυχάρπαστο στη Γερμανία . Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Την ευθύνη γι' αυτή την απάθεια είχε σε μεγάλο βαθμό η ίδια η παποσύνη. Για περισσότερο από δύο αιώνες οι πάπες είχαν καταγγείλει τους Έλληνες ως εκ προθέσεως σχισματικούς, και κατά τα πιο πρόσφατα χρόνια παραπονούνταν ανοικτά ότι η προσχώρηση των Βυζαντινών στην ένωση των Εκκλησιών ήταν ανειλικρινής. Οι λαοί της Δύσης, για τους οποίους οι Τούρκοι αποτελούσαν μια πολύ μακρινή απειλή, θα απορούσαν γιατί έπρεπε να τους ζητούν να δώσουν τα χρήματα και τη ζωή τους για να σώσουν αυτούς τους δύστροπους. Είχαν συνείδηση, επίσης, του θυμωμένου φαντάσματος του Βιργιλίου, ο οποίος στη Δύση είχε τη θέση επίτιμου Χριστιανού και μεσσιανικού προφήτη. Εκείνος είχε διηγηθεί τη φρίκη της λεηλασίας της Τροίας από τους Έλληνες. Η λεηλασία της Κωνσταντινούπολης αποτελούσε την ανταπόδοσή της. Συγγραφείς με φιλολογική προδιάθεση και τάση για κλασική φρασεολογία, όπως ο ίδιος ο καρδινάλιος Ισίδωρος, είχαν την τάση να αποκαλούν τους Τούρκους Τεύκρους. Δεν ήταν λοιπόν κληρονόμοι των Τρώων, εάν όχι πραγματικοί Τρώες οι ίδιοι; Μερικές δεκαετίες αργότερα κυκλοφορούσε στη Γαλλία μια επιστολή που υποτίθεται ότι γράφτηκε από τον Μωάμεθ Β' προς τον πάπα Νικόλαο. Σ' αυτήν ο σουλτάνος παριστανόταν να εκφράζει την έκπληξή του γιατί οι Ιταλοί έδειχναν εχθρότητα απέναντί του, αφού κατάγονταν κι εκείνοι από την ίδια τρωική φυλή με τους Τούρκους . Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης παραπονιόταν πικρόχολα ότι στη Ρώμη πίστευαν γενικά πως οι Έλληνες τιμωρούνταν για τις αγριότητές τους στην Τροία , και ο πάπας Πίος Β', του οποίου το όνομα Αινείας θα έπρεπε να του δίνει επιπλέον κύρος, αγωνιζόταν να επισημάνει ότι οι Τεύκροι και οι Τρώες δεν ήταν ταυτόσημοι. Ο θρύλος έβλαπτε τις προσπάθειές του για τη σταυροφορία .
Η ανατολική χριστιανοσύνη δεν μπορούσε να επιδείξει παρόμοια αδιαφορία. Στη διάρκεια του τέλους του καλοκαιριού του 1453 συνωστίζονταν στην Αυλή του σουλτάνου, στην Αδριανούπολη, πρεσβευτές από όλα τα γειτονικά χριστιανικά κράτη. Στις αρχές Αυγούστου έφθασαν απεσταλμένοι από το Γεώργιο Μπράνκοβιτς, το δεσπότη της Σερβίας, εφοδιασμένοι με σημαντικές ποσότητες χρημάτων, όχι μόνο για να δοθούν ως δώρα στο σουλτάνο και τους υπουργούς του, αλλά και για να χρησιμοποιηθούν, περισσότερο φιλανθρωπικά, για την εξαγορά αιχμαλώτων. Τις ακολούθησαν πρεσβείες από τους αδελφούς του νεκρού αυτοκράτορα, το Δημήτριο και το Θωμά, δεσπότες του Μορέα, από τον Ιωάννη Κομνηνό, αυτοκράτορα της Τραπεζούντας, από τον Ιμαρέτ Νταντιάν, βασιλιά της Μινγκρελίας, από το Δορίνο Γατελούζο, ηγεμόνα της Λέσβου και της Θάσου, και από τον αδελφό του Παλαμήδη, ηγεμόνα της Αίνου, από τη Μαόνα της Χίου και από το μεγάλο μάγιστρο των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη. Βρήκαν το σουλτάνο σε καταδεκτική διάθεση. Ζήτησε απλά από κάθε ηγεμόνα αναγνώριση της επικυριαρχίας του και αυξημένο φόρο υποτέλειας. Ο Σέρβος δεσπότης έπρεπε να του καταβάλει δώδεκα χιλιάδες δουκάτα κάθε χρόνο, οι δεσπότες του Μορέα δέκα χιλιάδες, η Μαόνα της Χίου έξι χιλιάδες και ο ηγεμόνας της Λέσβου τρεις. Ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας γλίτωσε με δύο χιλιάδες. Τα ποσά έπρεπε να του τα φέρνουν πρεσβευτές μία φορά κάθε χρόνο. Μόνο οι ιππότες του Αγίου Ιωάννη αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του ή να πληρώσουν φόρο υποτέλειας. Δεν μπορούσαν να το κάνουν, είπαν, χωρίς άδεια από τον επικυρίαρχό τους, τον πάπα. Ο Μωάμεθ προς το παρόν δεν αισθανόταν ικανός να επιβάλει τη θέλησή του στη Ρόδο. Άφησε τους απεσταλμένους των ιπποτών να φύγουν ειρηνικά .
Οι αδελφοί Γατελούζοι ήταν ιδιαίτερα τυχεροί. Λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης ο σουλτάνος είχε στείλει στρατεύματα εναντίον της Αίνου, της πόλης του Παλαμήδη στην ηπειρωτική Θράκη, και ο Παλαμήδης είχε σπεύσει να δηλώσει την υποταγή του. Περίπου την ίδια περίοδο ο τουρκικός στόλος κατέλαβε τα βυζαντινά νησιά Ίμβρο και Λήμνο. Όλοι οι Βυζαντινοί αξιωματούχοι έφυγαν, με εξαίρεση ένα δικαστή της Ίμβρου, τον ιστορικό Κριτόβουλο. Αυτός έγινε φίλος με τον Τούρκο ναύαρχο, το Χαμζά μπέη, και ως αποτέλεσμα των επιδέξιων δολοπλοκιών του, η Λήμνος δόθηκε από το σουλτάνο στον ηγεμόνα της Λέσβου, με αντάλλαγμα έναν ετήσιο φόρο 2.325 δουκάτων, και η Ίμβρος στον ηγεμόνα της Αίνου, με αντάλλαγμα ετήσιο φόρο 1.200 δουκάτων .
Ο ανατολικός χριστιανικός κόσμος ανέπνευσε και πάλι. Παρότι η Κωνσταντινούπολη χάθηκε, ο σουλτάνος φαινόταν διατεθειμένος να επιτρέψει στα μικρότερα κράτη να ζήσουν ανενόχλητα. Έπρεπε όμως να πληρώσουν ακριβά για την ασυλία τους και τα χρήματα δε βρίσκονταν εύκολα. Επιπλέον στην Αυλή του σουλτάνου είχαν γίνει δυσοίωνες αλλαγές.
Τον Αύγουστο του 1453 ο βεζίρης Χαλήλ Τσανταρλή συνελήφθη ξαφνικά και του αφαιρέθηκε το αξίωμά του. Λίγες ημέρες αργότερα θανατώθηκε. Ο Μωάμεθ δεν τον είχε συγχωρήσει ποτέ για το ρόλο που είχε παίξει το 1446. Από εκείνη την περίοδο ήταν ιδιαίτερα ισχυρός και πάρα πολύ σεβαστός ως έμπιστος φίλος του σουλτάνου Μουράτ και ο πρεσβύτερος ηγετικός πολιτικός του βασιλείου. Ο σουλτάνος δεν μπορούσε να τον απομακρύνει μέχρις ότου η Κωνσταντινούπολη καταλήξει με βεβαιότητα στα χέρια του. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να αποξενώσει τις παλιές τουρκικές οικογένειες που τον θεωρούσαν ηγέτη τους. Αλλά οι συμβουλές του είχαν αποδειχθεί λανθασμένες. Πρώτα είχε προσπαθήσει να αποτρέψει και στη συνέχεια να λύσει την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Κατά πόσο φοβόταν ειλικρινά ότι η επιχείρηση θα αποτύγχανε ή θα ενέπλεκε τους Τούρκους σε ένα μεγάλο πόλεμο εναντίον των Δυτικών δυνάμεων, ή κατά πόσο, όπως έλεγαν οι εχθροί του, τον δωροδοκούσαν εκτεταμένα οι Έλληνες, με τους οποίους ήταν γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις, δεν μπορούμε πια να το ξέρουμε. Η κατηγορία της προδοσίας έπρεπε να διατυπωθεί προκειμένου να δικαιολογηθεί η πτώση του. Ακόμη και οι πιο σεβάσμιοι από τους ανατολίτες πολιτικούς τείνουν και αρέσκονται να λαμβάνουν δώρα. Είναι πολύ πιθανό ότι, αν και ειλικρινά αφοσιωμένος στην ευημερία των συμπατριωτών του, ο Χαλήλ μισθοδοτούνταν ταυτόχρονα και από τους Έλληνες. Είχε όμως κάνει εσφαλμένους υπολογισμούς και τιμωρήθηκε γι' αυτό. Μαζί του έπεσαν και οι άλλοι υπουργοί που είχαν επιβιώσει από την περίοδο του Μουράτ, εκτός από τον Ισάκ πασά, αλλά και εκείνος είχε μετατεθεί στην Ανατολία. Ο Ζαγανός πασάς έγινε πλέον μεγάλος βεζίρης, και οι φίλοι του κατέλαβαν κυβερνητικές θέσεις. Ήταν σχεδόν όλοι τους μαχητικοί προσήλυτοι στο Ισλάμ, άνδρες χωρίς σταθερά συμφέροντα και πλήρως εξαρτημένοι από την εύνοια του σουλτάνου, όλοι τους πρόθυμοι να εξωθήσουν τον κύριό τους σε περαιτέρω κατακτήσεις, μόλις οι περιστάσεις θα ήταν κατάλληλες .
Όταν έφθασε αυτή η συγκυρία η ευθύνη βάραινε σε μεγάλη έκταση τους ίδιους τους χριστιανούς ηγεμόνες. Οι Σέρβοι ήταν οι πρώτοι που υπέφεραν. Το 1454 ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς υποχρεώθηκε, με μια επίδειξη δύναμης, να παραχωρήσει ένα μέρος της επικράτειάς του στο σουλτάνο. Η θέση του ήταν λεπτή. Οι Ούγγροι, ακριβώς πέρα από τα βόρεια σύνορά του, ποθούσαν εξίσου με τους Τούρκους να κυριαρχήσουν στα εδάφη του. Η Σερβία έγινε το θέατρο των πολέμων τους. Η αποτυχία του σουλτάνου να κυριεύσει το Βελιγράδι από τον Ιωάννη Ουνυάδη, τον Ιούνιο του 1456, του προκάλεσε μεγαλύτερη αμηχανία. Ο Ουνυάδης πέθανε την επαύριο της νίκης του, ενώ μερικές εβδομάδες αργότερα ο Γεώργιος τραυματίστηκε σε έναν καυγά στο ουγγρικό στρατόπεδο. Άντεξε ακόμη μερικούς μήνες, και πέθανε την παραμονή των Χριστουγέννων, σε ηλικία ενενήντα ετών. Η μεγάλη διπλωματική του εμπειρία και η επιρροή της κόρης του Μάρας, της σεβάσμιας μητριάς του σουλτάνου, του είχαν επιτρέψει να επιβιώσει. Ο διάδοχός του δεν ήταν τόσο σοφός. Ο Γεώργιος άφησε το δεσποτάτο στη χήρα του και στο νεώτερο γιο του, το Λάζαρο. Ο Λάζαρος δυσφορούσε για τη συμμετοχή της μητέρας του στην κληρονομιά. Ο ξαφνικός και ύποπτος θάνατός της μερικούς μήνες αργότερα υποχρέωσε την αρχόντισσα Μάρα να καταφύγει στην Αυλή του σουλτάνου, ενώ οι μεγαλύτεροι αδελφοί της, που είχαν τυφλωθεί και οι δύο πριν από πολλά χρόνια με διαταγές του Μουράτ Β', δραπέτευσαν, ο ένας μαζί της στην Κωνσταντινούπολη και ο άλλος στη Ρώμη. Εκείνη την περίοδο ο Μωάμεθ είχε άλλες ασχολίες, και ο Λάζαρος πέθανε τον Ιανουάριο του 1458 αφήνοντας μια αμφισβητούμενη κληρονομιά. Το 1459 όμως ένας τουρκικός στρατός προέλασε στο δεσποτάτο, καλοδεχούμενος από πολλούς Σέρβους που είχαν κουραστεί από την αταξία. Μέσα σε λίγες εβδομάδες ολόκληρη η Σερβία βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων, εκτός από το Βελιγράδι, το οποίο κράτησαν οι Ούγγροι μέχρι το 1521. Το γειτονικό βασίλειο της Βοσνίας, όπου ήταν βασίλισσα η κόρη του Λαζάρου, Μαρία, κατακτήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Ο βασιλιάς, ο Στέφανος Τομάσεβιτς, αποκεφαλίστηκε και η Μαρία μπήκε σε ένα τουρκικό χαρέμι .
Στο μεταξύ τα τελευταία κατάλοιπα της ελληνικής ανεξαρτησίας εξαφανίζονταν. Τα πρώτα που χάθηκαν ήταν τα εδάφη που είχαν ανατεθεί στους Γατελούζους, ηγεμόνες κατά το ήμισυ Έλληνες. Ο Δορίνος και ο Παλαμήδης πέθαναν και οι δύο το 1455. Ο γιος και διάδοχος του πρώτου ήταν αδύναμος, ενώ του δεύτερου, αχρείος. Ο σουλτάνος βρήκε τις δικαιολογίες για να προσαρτήσει τις χώρες τους. Το 1459 η Ίμβρος, η Τένεδος, η Λήμνος και η πόλη της Αίνου βρίσκονταν στα χέρια των Τούρκων, αν και η διακυβέρνηση της Ίμβρου ανατέθηκε σε ένα χριστιανό κυβερνήτη, στο πρόσωπο του Κριτόβουλου. Η Λέσβος επιβίωσε με αβεβαιότητα μέχρι το 1462, όταν ο Νικόλαος Γατελούζος, ο νεώτερος γιος του Δορίνου, ο οποίος είχε ήδη στραγγαλίσει τον αδελφό του, υποχρεώθηκε να παραδώσει τις χώρες του και στραγγαλίστηκε ο ίδιος .
Το δουκάτο της Αθήνας κυριεύθηκε το 1456. Στο φλωρεντινό δούκα του, το Φράνκο, του οποίου τη νεανική ομορφιά είχε θαυμάσει ο σουλτάνος, επιτράπηκε να παραμείνει επί ακόμη τέσσερα χρόνια ως άρχοντας της Θήβας. Στη συνέχεια θανατώθηκε, οι χώρες του προσαρτήθηκαν και οι γιοι του κατατάχθηκαν στους γενιτσάρους .
Στο Μορέα, όπου οι δεσπότες αδελφοί Δημήτριος και Θωμάς διέκοπταν τις φιλονικίες τους μόνο όταν πλησίαζε ένας εξωτερικός κίνδυνος, τις ειδήσεις της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είχε ακολουθήσει μια εξέγερση των Αλβανών που είχαν εγκατασταθεί στη χερσόνησο. Με τους στασιαστές συντάχθηκαν και πολλοί Έλληνες, ενώ κρυφή υποστήριξη τους έδωσε και η Βενετία. Απελπισμένοι οι αδελφοί κάλεσαν για βοήθεια το σουλτάνο. Ο γέρο-στρατηγός Τουραχάν μπέης διέσχισε τον Ισθμό της Κορίνθου και επανέφερε την τάξη. Έφυγε λέγοντας στους αδελφούς να ζουν ειρηνικά. Εκείνοι όμως σύντομα φιλονίκησαν και πάλι μεταξύ τους και με τους υποτελείς τους και παρέλειψαν να στείλουν στο σουλτάνο το φόρο που του όφειλαν. Την άνοιξη του 1458 ο σουλτάνος οδήγησε προσωπικά ένα στρατό διαμέσου του Ισθμού. Η ίδια η Κόρινθος άντεξε εναντίον του μέχρι τον Αύγουστο, ενώ του αντιστάθηκαν με γενναιότητα και μερικά ακόμη φρούρια, αλλά μάταια. Μετά την πτώση της Κορίνθου και την καταστροφή της χερσονήσου οι δεσπότες πήγαν να κάνουν ειρήνη με τον επικυρίαρχό τους. Τιμωρήθηκαν με την απώλεια του μισού δεσποτάτου, περιλαμβανομένης της Κορίνθου, της Πάτρας, της Αργολίδας και της ίδιας της πρωτεύουσας του Θωμά, της Καρύταινας, ενώ αναγκάστηκαν να πληρώσουν και βαριά αποζημίωση. Κατά την επιστροφή του προς τα βόρεια ο Μωάμεθ σταμάτησε για να επισκεφθεί την Αθήνα, μια πόλη το ένδοξο παρελθόν της οποίας γνώριζε καλά και στην οποία ήθελε να υποβάλει τα σέβη του.
Δεν είχε προλάβει να φύγει όταν οι δεσπότες άρχισαν να φιλονικούν ξανά. Ο Δημήτριος ισχυριζόταν ότι η μόνη σωτηρία για τη χώρα και για τον ίδιο ήταν η υποταγή στους Τούρκους. Ο Θωμάς είχε ελπίδες από το νεοεκλεγέντα πάπα, ο οποίος του είχε υποσχεθεί βοήθεια στο συνέδριο της Μάντουας, που συγκλήθηκε το φθινόπωρο του 1458. Όταν η βοήθεια έφθασε το επόμενο καλοκαίρι στο Μορέα αποτελούνταν από τριακόσιους μισθοφόρους, διακόσιοι από τους οποίους πληρώνονταν από τον Πίο και εκατό από τη δούκισσα του Μιλάνου, Μπιάνκα Μαρία. Σύντομα φιλονίκησαν με το Θωμά, αλλά και μεταξύ τους, και επέστρεψαν στην Ιταλία. Στο μεταξύ ο Δημήτριος κάλεσε τους Τούρκους. Αλλά ο φόρος τον οποίο όφειλαν στο σουλτάνο λησμονήθηκε και πάλι. Σοκαρισμένος από το χάος στο δεσποτάτο και ταραγμένος από την επέμβαση του πάπα σ' αυτό ο Μωάμεθ αποφάσισε να το εξαλείψει.
Στις αρχές Μαΐου του 1460 ο Μωάμεθ εμφανίστηκε στην Κόρινθο επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού. Μετά από μικρό δισταγμό ο Δημήτριος παρέδωσε τον εαυτό του και την πρωτεύουσά του, το Μυστρά. Ο Θωμάς αποτραβήχτηκε φοβισμένος για λίγο στη Μεσσηνία, έπειτα έφυγε δια θαλάσσης στην Κέρκυρα. Εγκαταλελειμμένοι από τους αρχηγούς τους οι Πελοποννήσιοι υποτάχθηκαν, αν και μερικά φρούρια, εμπνεόμενα από έναν υπερήφανο και απελπισμένο ηρωισμό, προέβαλαν αντίσταση και εξουδετερώθηκαν το ένα μετά το άλλο. Είτε καταλαμβάνονταν εξ εφόδου είτε εξαναγκάζονταν σε παράδοση λόγω πείνας, οι πληθυσμοί τους σφαγιάζονταν. Το φθινόπωρο είχε καταληφθεί ολόκληρη η χερσόνησος, εκτός από το κάστρο Σαλμενίκο, του οποίου ο διοικητής, Γραίτζας Παλαιολόγος, άντεξε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, τα βενετικά κάστρα της Μεθώνης και της Κορώνης, που σώθηκαν υποδεχόμενα το σουλτάνο με πλούσια δώρα και τιμές, και την περιζωσμένη από τη θάλασσα πόλη της Μονεμβασίας, που είχε αναγνωρίσει ως κύριό της το Θωμά και μετά τη φυγή του είχε παραχωρήσει την ηγεμονία πρώτα σε έναν Καταλανό πειρατή και στη συνέχεια στον πάπα, που την παρέδωσε το 1464 στη Βενετία .
Στη συνέχεια ήλθε η σειρά της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας. Ο Ιωάννης Δ', ο Μέγας Κομνηνός τον οποίο είχε επιτιμήσει ο Φραντζής επειδή χάρηκε για το θάνατο του Μουράτ Β' και ο οποίος το 1453 είχε εξαγοράσει ασυλία με την υπόσχεση ενός μεγάλου φόρου υποτέλειας στο σουλτάνο, είχε πεθάνει το 1458, αφήνοντας δύο παντρεμένες κόρες και ένα γιο, τον Αλέξιο, ηλικίας μόλις τεσσάρων ετών. Μία μακρά περίοδος αντιβασιλείας θα ήταν σαφώς καταστροφική, έτσι οι Τραπεζούντιοι διόρισαν αυτοκράτορά τους το νεώτερο αδελφό του αυτοκράτορα Ιωάννη, το Δαβίδ. Ο Δαβίδ υπολόγισε ότι ο σουλτάνος ήταν πολύ απασχολημένος στην Ευρώπη για να ασχοληθεί με την ανατολική Μικρά Ασία. Βρισκόταν σε επαφή με τις δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας και με την παποσύνη, και όλοι του υπόσχονταν βοήθεια. Επιπλέον στηριζόταν ειδικά στη φιλία της οικογένειάς του με το μεγαλύτερο από τους τοπικούς Τουρκομάνους φυλάρχους, τον Ουζούν Χασάν, τον ηγεμόνα της φυλής των Ασπροπροβατάδων. Ο Ουζούν Χασάν ήταν ένας τρομερός ηγεμόνας που είχε αναδειχθεί ηγέτης της ανατολικής Μικράς Ασίας στην αντίθεσή της με τους Οθωμανούς. Οι εμίρηδες της Σινώπης και της Καραμανίας ήταν σύμμαχοι του, όπως και ο βασιλιάς της Γεωργίας, γαμπρός του αυτοκράτορα Δαβίδ, και οι Γεωργιανοί βασιλιάδες της Μινγκρελίας και της Αμπχαζίας. Το αίμα του ήταν βασικά χριστιανικό. Η γιαγιά του από τον πατέρα του ήταν μια πριγκίπισσα της Τραπεζούντας και η μητέρα του μια χριστιανή αρχόντισσα από τη βόρειο Συρία. Ο ίδιος είχε παντρευτεί μια πριγκίπισσα της Τραπεζούντας, την κόρη του αυτοκράτορα Ιωάννη, Θεοδώρα, για την οποία ένας Βενετός περιηγητής έγραψε ότι «ήταν κοινώς γνωστό ότι εκείνη την εποχή δεν ζούσε καμία ομορφότερη γυναίκα». Με τον Ουζούν Χασάν φίλο του ο αυτοκράτορας της Τραπεζούντας πίστευε ότι ήταν ασφαλής*.
Ο σουλτάνος Μωάμεθ δεν θα μπορούσε να αγνοήσει μια τέτοια συμμαχία, αλλά τον πόλεμο τον προκάλεσε ο Δαβίδ. Απαίτησε από το Μωάμεθ μια μείωση του φόρου που πλήρωνε ο αδελφός του, και έθεσε το αίτημά του μέσω των πρεσβευτών του Ουζούν Χασάν που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη, προβάλλοντας ακόμη πιο αλαζονικά αιτήματα εκ μέρους του κυρίου τους. Το καλοκαίρι του 1461 ο Μωάμεθ προετοίμασε ένα στρατό και στόλο για να τιμωρήσει αυτές τις αυθάδειες. Όταν ο στόλος, υπό το ναύαρχο Κασίμ πασά, απέπλευσε κατά μήκος των μικρασιατικών παραλίων του Ευξείνου Πόντου, ο σουλτάνος συνάντησε το στρατό του στην Προύσα. Στη θέα μιας τέτοιας δύναμης η μεγάλη συμμαχία άρχισε να καταρρέει. Ενώ τον Ιούνιο ο στρατός βάδιζε προς τη Σινώπη, ο στόλος σταμάτησε για να καταβάλει το γενοβέζικο λιμάνι της Άμαστρης. Περί τα τέλη του μήνα ο στόλος και ο στρατός συναντήθηκαν μπροστά στη Σινώπη. Ο εμίρης Ισμαήλ, που ήταν γαμπρός του Μωάμεθ, έστειλε μάταια το γιο του Χασάν, τον ανιψιό του Μωάμεθ, να προσπαθήσει να απομακρύνει τον κίνδυνο. Ο Μωάμεθ επέμενε στην παράδοση της Σινώπης. Σε αντάλλαγμα προσέφερε στον Ισμαήλ ένα φέουδο που θα αποτελούνταν από τη Φιλιππούπολη και τα γειτονικά χωριά. Ο Ισμαήλ αποδέχθηκε απρόθυμα τους όρους του. Οι Οθωμανοί μπήκαν στη Σινώπη χωρίς αντίσταση, και ο στρατός του σουλτάνου προωθήθηκε στην περιοχή του Ουζούν Χασάν, καταλαμβάνοντας εξ εφόδου το παραμεθόριο φρούριο Κοϋλού Χισάρ. Οι Καραμανίδες δεν έκαναν καμία κίνηση για να προστρέξουν σε ενίσχυση του συμμάχου τους. Ο Ουζούν Χασάν αποσύρθηκε στα ανατολικά, στέλνοντας τη μητέρα του, Σάρα Χατούν, με πολύτιμα δώρα στο στρατόπεδο του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ δέχθηκε την πριγκίπισσα με ευγένεια. Δεν ήθελε ακόμη να αντιπαρατεθεί με τους Ασπροπροβατάδες. Συγκατένευσε στη υπογραφή ειρήνης, υπό τον όρο ότι θα κρατούσε το Κοϋλού Χισάρ. Αλλά οι απόπειρες της Σάρας να σώσει την πατρίδα της νύφης της απέτυχαν. «Γιατί να κουράζεσαι γιε μου», ρώτησε τον οικοδεσπότη της, «για τίποτε καλύτερο από την Τραπεζούντα;». Εκείνος απάντησε ότι το ξίφος του Ισλάμ ήταν στο χέρι του και θα ένοιωθε ντροπή να μην κοπιάσει για την πίστη.
Στις αρχές Ιουλίου ο τουρκικός στόλος έφθασε στην Τραπεζούντα, και οι ναύτες έκαναν απόβαση για να λεηλατήσουν τα περίχωρα. Δεν μπορούσαν να κάνουν προόδους αντιμέτωποι με τα μεγάλα τείχη της πόλης. Στις αρχές Αυγούστου έφθασαν μπροστά στα τείχη οι προφυλακές του στρατού, υπό την ηγεσία του μεγάλου βεζίρη Μαχμούτ. Ο Μαχμούτ, όπως οι περισσότεροι από τους νέους υπουργούς του σουλτάνου, ήταν ένας αρνησίθρησκος, γιος ενός Σέρβου πρίγκιπα και μιας αρχόντισσας από την Τραπεζούντα. Είχε έναν εξάδελφο που ζούσε στην πόλη, το λόγιο Γεώργιο Αμιρούτζη, Τραπεζούντιο στην καταγωγή. Ο Αμιρούτζης ήταν ένας από τους υποστηρικτές της ένωσης στη Φλωρεντία και ο αυτοκράτορας Δαβίδ έτρεφε μεγάλη εκτίμηση γι' αυτόν, όχι μόνο για τη μόρφωσή του αλλά και επειδή οι διασυνδέσεις του στη Ρώμη είχαν αποδειχθεί χρήσιμες κατά τις διαπραγματεύσεις με τη Δύση. Ο Μαχμούτ έστειλε στην πόλη τον Έλληνα γραμματέα του, το Θωμά Καταβοληνό, επίσημα για να καλέσει τον αυτοκράτορα να παραδοθεί αλλά μυστικά για να έλθει σε επαφή με τον Αμιρούτζη. Στην αρχή ο Δαβίδ έδειξε ισχυρογνωμοσύνη. Η σύζυγός του, η αυτοκράτειρα Ελένη, από τη μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Καντακουζηνών, είχε μόλις φύγει για τη Γεωργία για να ζητήσει βοήθεια από το γαμπρό της. Αλλά όταν ο Αμιρούτζης, καλά δασκαλεμένος και πλούσια δωροδοκημένος από το Μαχμούτ, του είπε ότι ο Χασάν είχε συνάψει ειρήνη, και τα νέα επιβεβαιώθηκαν σε επιστολές από τη Σάρα Χατούν, και όταν ο Αμιρούτζης ανέφερε επιπλέον ότι ο Μαχμούτ εγγυούνταν ότι ο σουλτάνος θα έδινε στην αυτοκρατορική οικογένεια κτήματα αλλού, ο αυτοκράτορας ταλαντεύτηκε. Έστειλε στο Μωάμεθ, ο οποίος τώρα πλησίαζε με την κύρια δύναμή του, προτείνοντας να παραδώσει την πόλη εάν του έδιναν κτήματα ίσης έκτασης και αξίας οπουδήποτε επέλεγε ο σουλτάνος, καθώς και να στείλει τη νεώτερη κόρη του Άννα ως νύφη για το σουλτάνο. Ο Μωάμεθ, ο οποίος είχε εξοργιστεί από τη φυγή της αυτοκράτειρας στους Γεωργιανούς, απάντησε απαιτώντας παράδοση άνευ όρων. Με τον Αμιρούτζη να του υπενθυμίζει συνεχώς ότι η αντίσταση ήταν μάταιη και με τη Σάρα να του γράφει δίνοντας τον προσωπικό της λόγο ότι ο ίδιος και η οικογένειά του θα τύγχαναν έντιμης μεταχείρισης, ο Δαβίδ υποχώρησε. Είναι δύσκολο να τον κατηγορήσουμε. Ο Ουζούν Χασάν και οι Τούρκοι σύμμαχοί του τον είχαν προδώσει. Καμία Δυτική δύναμη δεν μπορούσε να έλθει σε βοήθειά του, και οι Γεωργιανοί δεν θα παρενέβαιναν μόνοι. Η Τραπεζούντα με τις ισχυρές οχυρώσεις της μπορεί να αντιστεκόταν μερικές εβδομάδες, αλλά κανείς δεν θα ερχόταν να τη σώσει .
Στις 15 Αυγούστου 1461 έμπαινε στην τελευταία πρωτεύουσα των Ελλήνων ο Τούρκος σουλτάνος. Είχαν περάσει διακόσια χρόνια από την ημέρα κατά την οποία ο Μιχαήλ Παλαιολόγος είχε ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη από τους Λατίνους και μια νέα αυγή φαινόταν να ανατέλλει για τον ελληνικό κόσμο. Οι υποσχέσεις της Σάρα Χατούν τηρήθηκαν. Ο αυτοκράτορας, τα παιδιά του και ο νεαρός ανιψιός του Αλέξιος έγιναν δεκτοί ευγενικά από το σουλτάνο και στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη με ένα ειδικό πλοίο, μαζί με τους αξιωματούχους της Αυλής και όλα τα προσωπικά τους αντικείμενα, εκτός από ένα σωρό από κοσμήματα που δόθηκαν στη Σάρα ως ανταμοιβή για την ευγενική της μεσολάβηση. Δεν παραχωρήθηκε όμως ελευθερία σε όλη την αυτοκρατορική οικογένεια. Η νύφη του Δαβίδ, η Μαρία Γατελούζου, η οποία είχε παντρευτεί τον εξόριστο αδελφό του Αλέξανδρο στην Κωνσταντινούπολη περίπου είκοσι χρόνια νωρίτερα και είχε αποσυρθεί ως χήρα με το νεαρό γιο της στην Τραπεζούντα, μεταφέρθηκε στο σουλτανικό χαρέμι. Εξακολουθούσε να είναι μια γυναίκα με εντυπωσιακή ομορφιά και φαίνεται ότι ο Μωάμεθ την αγάπησε, ενώ ο γιος της έγινε διαβόητος ως ένας από τους ευνοούμενους ακολούθους του .
Στον υπόλοιπο πληθυσμό επιφυλάχθηκε σκληρή μεταχείριση. Οι ηγετικές οικογένειες στερήθηκαν την περιουσία τους και στάλθηκαν εν σώματι στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο σουλτάνος τους παραχώρησε νέα σπίτια και αρκετά χρήματα για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή. Κάθε άλλος άρρην πολίτης, όπως και πολλές γυναίκες και παιδιά, σκλαβώθηκαν και διανεμήθηκαν μεταξύ του σουλτάνου και των υπουργών του. Αλλες γυναίκες στάλθηκαν με πλοία στην Κωνσταντινούπολη, ενώ οκτακόσια αγόρια επιλέχθηκαν για το σώμα των γενιτσάρων .
Τα απομακρυσμένα τμήματα της αυτοκρατορίας καταλήφθηκαν γρήγορα. Η πόλη της Κερασούντας αντιστάθηκε για ένα διάστημα και παραδόθηκε με έντιμους όρους, που άφηναν τους εκεί ελληνικούς πληθυσμούς ήσυχους. Μερικά ορεινά χωριά προέβαλαν αντίσταση. Το κάστρο της Κορδύλης το υπερασπίστηκε πολλές εβδομάδες μια χωριατοπούλα η οποία εξυμνήθηκε για πολύ καιρό σε παλιές ποντιακές μπαλάντες. Αλλά κανένα κάστρο δεν μπορούσε να αντέξει για μεγάλο διάστημα απέναντι στη δύναμη του τουρκικού στρατού. Τον Οκτώβριο ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν πίσω στην Κωνσταντινούπολη, με τις κτήσεις των Μεγάλων Κομνηνών ολοκληρωτικά υπό την κατοχή του .
Επρόκειτο για το τέλος του ελεύθερου ελληνικού κόσμου. «Η Ρωμανία χάθηκε, η Ρωμανία κατακτήθηκε», θρηνούσαν οι ραψωδοί . Υπήρχαν ακόμη μερικοί Έλληνες που ζούσαν κάτω από χριστιανικό ζυγό, στην Κύπρο, στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, και στα λιμάνια της ηπειρωτικής Ελλάδας που εξακολουθούσε να κρατά η Βενετία. Αλλά ζούσαν κάτω από τη διακυβέρνηση ηγεμόνων από ξένη φυλή και από μια διαφορετική μορφή Χριστιανισμού. Μόνο στα άγρια χωριά της Μάνης, στη νοτιοανατολική Πελοπόννησο, στα απότομα βουνά της οποίας κανείς Τούρκος δεν τόλμησε να διεισδύσει, παρέμενε κάποια επίφαση ελευθερίας.
Σύντομα όλος ο ορθόδοξος κόσμος των Βαλκανίων βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων. Όσο ζούσε ο Σκεντέρμπεης οι Αλβανοί διατηρούσαν μια επισφαλή ανεξαρτησία, αλλά μετά το θάνατό του, τον Ιανουάριο του 1468, η χώρα του κυριεύθηκε γρήγορα, και πριν περάσει πολύς καιρός η Βενετία έχασε τα λιμάνια της στα παράλια της Αλβανίας. Πιο βόρεια, στην περιοχή που ήταν γνωστή ως Ζέτα, μερικοί ορεσίβιοι αντιστέκονταν, για να σχηματίσουν την ηγεμονία που αργότερα έγινε γνωστή ως Μαυροβούνιο και η οποία μπορεί κατά περιόδους να αποδεχόταν την τουρκική ή τη βενετική επικυριαρχία, αλλά ποτέ δεν έχασε την αυτονομία της. Η Σερβία και η Βοσνία υποδουλώθηκαν. Πέρα από το Δούναβη οι ηγεμόνες της Βλαχίας είχαν αποδεχθεί την τουρκική επικυριαρχία το 1391, για να την αποκηρύξουν όποτε πλησίαζε ένας ουγγρικός στρατός. Από το 1456 έως το 1462 ο ηγεμόνας Βλαντ, γνωστός ως ανασκολοπιστής από τις μεθόδους που μεταχειριζόταν για όσους διαφωνούσαν μαζί του, αψηφούσε το σουλτάνο και ανασκολόπισε ακόμη και τους απεσταλμένους του. Αλλά μετά την πτώση του η επικυριαρχία του σουλτάνου αποκαταστάθηκε σταθερά*. Στη Μολδαβία ο ηγεμόνας Πέτρος Γ' είχε αποδεχθεί αυτή την επικυριαρχία το 1456. Ο γιος του, Στέφανος Δ', την αποκήρυξε και κράτησε μακριά τους Τούρκους με επιτυχία σε όλη τη διάρκεια της μακράς βασιλείας του, από το 1457 έως το 1504. Εννέα όμως χρόνια μετά το θάνατό του ο γιος του, ο ηγεμόνας Μπογκντάν, υποτάχθηκε στο σουλτάνο Σελήμ Α' .
Παρά ταύτα υπήρχε μια ορθόδοξη δύναμη στις χώρες της οποίας ποτέ δεν μπήκαν οι σουλτανικοί στρατοί. Ενώ το Βυζάντιο έπεφτε όλο και πιο αδιάκοπα κάτω από το ζυγό των Τούρκων, οι Ρώσοι απωθούσαν τους Τάταρους επικυριάρχούς τους και ανακτούσαν την ανεξαρτησία τους. Ο προσηλυτισμός της Ρωσίας είχε αποτελέσει μια από τις δόξες της βυζαντινής Εκκλησίας. Τώρα όμως η θυγατρική χώρα γινόταν ισχυρότερη από τη μητρική. Οι Ρώσοι είχαν πλήρη επίγνωση αυτού του γεγονότος. Ήδη περί το 1390 ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Αντώνιος είχε υποχρεωθεί να γράψει στον κυριότερο ηγεμόνα των Ρώσων, το μεγάλο πρίγκιπα της Μόσχας Βασίλειο Α', για να του υπενθυμίσει πως, ότι και αν συνέβαινε, ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης εξακολουθούσε να είναι ο μοναδικός πραγματικός αυτοκράτορας, ο ορθόδοξος αντιβασιλέας του Θεού επάνω στη γη. Τώρα όμως η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει και ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί. Δεν υπήρχε ορθόδοξος αυτοκράτορας. Επιπλέον η Κωνσταντινούπολη είχε πέσει, όπως νόμιζαν οι Ρώσοι, ως τιμωρία για τις αμαρτίες της, για την αποστασία της να συμφωνήσει στη θρησκευτική ένωση με τη Δύση. Οι Ρώσοι είχαν απορρίψει οργισμένα την ένωση της Φλωρεντίας και είχαν εξορίσει τον ενωτικό αρχιεπίσκοπο Ισίδωρο τον οποίο τους είχαν επιβάλει οι Έλληνες. Τώρα, με το ορθόδοξο μητρώο τους άσπιλο, είχαν το μόνο ηγεμόνα που επιβίωνε στον ορθόδοξο κόσμο, έναν ηγεμόνα του οποίου η δύναμη αυξανόταν σταθερά. Δεν είχε σίγουρα κληρονομήσει την ορθόδοξη αυτοκρατορία; Ο πορθητής σουλτάνος μπορεί να κυβερνούσε στην Κωνσταντινούπολη και να διεκδικούσε τα προνόμια του Βυζαντινού αυτοκράτορα. Αλλά η πραγματική χριστιανική αυτοκρατορία είχε μεταφερθεί στη Μόσχα. «Η Κωνσταντινούπολη έπεσε», έγραφε ο μητροπολίτης Μόσχας το 1458, «επειδή εγκατέλειψε την αληθινή ορθόδοξη πίστη. Αλλά στη Ρωσία η πίστη εξακολουθεί να ζει, η πίστη των επτά οικουμενικών συνόδων, όπως η Κωνσταντινούπολη την παρέδωσε στο μεγάλο πρίγκιπα Βλαδίμηρο. Υπάρχει μόνο μία αληθινή Εκκλησία επάνω στη γη, η Εκκλησία της Ρωσίας». Η διάσωση της χριστιανοσύνης επρόκειτο τώρα να αποτελέσει την αποστολή της Ρωσίας. «Οι χριστιανικές αυτοκρατορίες έχουν πέσει», έγραφε το 1512 ο μοναχός Φιλόθεος, απευθυνόμενος στον κύριό του, το μεγάλο πρίγκιπα ή τσάρο Βασίλειο Γ'. «Στη θέση τους στέκεται μόνο η αυτοκρατορία του ηγεμόνα μας... Δύο Ρώμες έχουν πέσει, αλλά η τρίτη στέκεται και δεν θα υπάρξει τέταρτη... Είσαι ο μόνος χριστιανός ηγεμόνας στον κόσμο, ο κύριος όλων των πιστών Χριστιανών». Ο πατέρας του Βασιλείου Γ' είχε προσδώσει κάποια νομιμότητα στον ισχυρισμό μέσω μιας επιγαμίας με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Αλλά για τους μυστικιστές που πίστευαν στην τρίτη Ρώμη ο γάμος ήταν άσχετος. Εάν χρειάζονταν δυναστικοί ισχυρισμοί, προτιμούσαν να ανατρέχουν στο γάμο του πρώτου χριστιανού ηγεμόνα τους, του Βλαδίμηρου, με την Άννα, πριν από πέντε αιώνες, ένα γάμο που στην πραγματικότητα δεν είχε δώσει απογόνους. Αλλά η κληρονομιά της Μόσχας δεν είχε καμία σχέση με την επίγεια διπλωματία: είχε σαφώς διαταχθεί από το Θεό.
Έτσι οι Ρώσοι αποκόμισαν κάποιο όφελος από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι μόνοι μεταξύ των Ορθοδόξων. Για τους Ορθόδοξους του παλαιού βυζαντινού κόσμου, που στέναζαν στη σκλαβιά, η γνώση ότι εξακολουθούσε να υπάρχει ένας μεγάλος, αν και απομακρυσμένος ορθόδοξος ηγεμόνας, έφερνε παρηγοριά και ελπίδα ότι θα τους προσέφερε προστασία και ότι, ίσως, κάποια ημέρα ερχόταν να τους σώσει και να τους ξαναδώσει την ελευθερία τους. Ο πορθητής σουλτάνος μετά βίας παρατήρησε την ύπαρξη της Ρωσίας. Οι διάδοχοί του στους αιώνες που θα ακολουθούσαν δεν θα μπορούσαν να μιμηθούν την περιφρόνησή του .
Πράγματι, η Ρωσία ήταν πολύ μακριά. Ο σουλτάνος Μωάμεθ είχε άλλες, κοντινότερες έννοιες. Η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης τον είχε καθιερώσει αμετάκλητα ως μία από τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, και είχε να παίξει το ρόλο του στη δυναμική της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι Χριστιανοί ήταν όλοι εχθροί του, και το ήξερε. Έπρεπε να φροντίσει να μην ενωθούν εναντίον του.
Αυτός ο στόχος δεν ήταν τόσο δύσκολος. Η αποτυχία των χριστιανικών δυνάμεων να προστρέξουν στη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης είχε αποδείξει πόσο απρόθυμες ήταν να πολεμήσουν για την πίστη τους, εάν δεν εμπλέκονταν τα άμεσα συμφέροντά τους. Μόνο η παποσύνη και μερικοί λόγιοι και ρομαντικοί, διάσπαρτοι στη Δύση, είχαν συγκλονιστεί ειλικρινά με τη σκέψη της μεγάλης ιστορικής χριστιανικής πόλης που περιέπεσε στα χέρια των απίστων. Μερικοί από τους Ιταλούς που έλαβαν μέρος στην άμυνα της πόλης, όπως ο Τζουστινιάνι και οι αδελφοί Μποκκιάρντι, μπορεί να είχαν παρακινηθεί από χριστιανικά αισθήματα. Οι κυβερνήσεις τους όμως έκαναν ωραίους εμπορικούς υπολογισμούς. Θα ήταν καταστροφικό για το εμπόριό τους να αφήσουν να πέσει η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, αλλά θα ήταν εξίσου καταστροφικό να προσβάλουν τους Τούρκους με τους οποίους ήδη συναλλάσσονταν επικερδώς. Οι Δυτικοί μονάρχες δεν είχαν ενδιαφέρον. Ακόμη και ο βασιλιάς της Αραγωνίας, με τα όνειρά του για μια αυτοκρατορία στην Ανατολή, δεν ήταν έτοιμος να μετατρέψει τα όνειρά του σε δράση. Η τουρκική κυβέρνηση απέκτησε σύντομα πλήρη αντίληψη για όλα αυτά. Ποτέ δεν έλειψαν οι καλοί διπλωμάτες από την Τουρκία. Ο σουλτάνος ενδεχομένως θα αναγκαζόταν να πολεμήσει με τη Βενετία και την Ουγγαρία και ίσως και με τους λίγους συμμάχους που θα μπορούσε να συσπειρώσει ο πάπας, αλλά θα πολεμούσε τον έναν μετά τον άλλο. Κανείς δεν έσπευσε σε βοήθεια της Ουγγαρίας στη μοιραία μάχη του Μοχάτς. Κανείς δεν έστειλε ενισχύσεις στους Ιωαννίτες ιππότες στη Ρόδο. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε όταν η Κύπρος χάθηκε για τους Βενετούς. Η Βενετία και οι Αψβούργοι όντως θα συσπειρώνονταν για τη ναυτική εκστρατεία που θριάμβευσε στη Ναύπακτο, αλλά δεν προέκυψαν μεγάλα οφέλη. Οι Αψβούργοι ηγεμόνες είχαν ήδη υποχρεωθεί να υπερασπιστούν μόνοι τη Βιέννη. Στη Γερμανία ή στην Ιταλία οι άνθρωποι ίσως να έτρεμαν για πολλές δεκαετίες στη σκέψη ότι οι Τούρκοι ήταν τόσο κοντά, αλλά αυτό δεν τους απέσπασε από τους εμφυλίους πολέμους τους. Και όταν ο χριστιανικότατος βασιλιάς της Γαλλίας, προδίδοντας το ρόλο που είχε παίξει η χώρα του στις ένδοξες ημέρες των Σταυροφοριών, προτίμησε να συμμαχήσει με τον άπιστο σουλτάνο εναντίον του Αγίου Ρωμαίου αυτοκράτορα, τότε έγινε σαφές σε όλους ότι το σταυροφορικό πνεύμα είχε εξαφανιστεί.
Χάρτης της Κωνσταντινούπολης του Buondelmonti, περίπου 1420 μ.Χ. βιβλίο Insularium Henrici Martelli German 2 |
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ
Οι επιζήσαντες
Η συνείδηση της Δυτικής Ευρώπης είχε ενοχληθεί αλλά δεν είχε εξεγερθεί. Οι Έλληνες καρδινάλιοι, ο Ισίδωρος και ο Βησσαρίων, μπορεί να έκαναν κηρύγματα και να παρακαλούσαν, και ο πάπας Πίος Β', με την αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό, να συγκέντρωνε με δυσκολία τα μέσα για τη σωτηρία της Ανατολής. Αλλά η μόνη χρησιμότητα που μπορούσαν να εξασφαλίσουν ήταν να απαλύνουν τη μοίρα των απελπισμένων προσφύγων που είχαν ξεφύγει από τους Τούρκους.
Δεν υπήρχαν πολλοί από αυτούς. Οι πιο φτωχοί είχαν αναγκαστεί να παραμείνουν στην Ανατολή και να υποστούν ό,τι τους τύχαινε. Από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στο δράμα μερικοί δέχτηκαν εκούσια τη ζωή κάτω από το σουλτάνο. Πολύ περισσότεροι κρατήθηκαν στη φυλακή ή θανατώθηκαν. Οι υπόλοιποι αναζήτησαν καταφύγιο στην Ιταλία.
Οι δύο αυτοκρατορικές δυναστείες σύντομα οδηγήθηκαν σε σχεδόν πλήρη εξαφάνιση. Από τους επιζώντες αδελφούς του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ο δεσπότης Δημήτριος αρχικά αντιμετωπίστηκε με ευγένεια από το σουλτάνο. Του δόθηκε ένα φέουδο από τα εδάφη που προηγουμένως ανήκαν στους Γατελούζους, η πόλη της Αίνου και τα νησιά Λήμνος και Ίμβρος, όπως και τμήματα της Θάσου και της Σαμοθράκης. Αυτά του απέφεραν ένα ετήσιο εισόδημα εξακοσίων χιλιάδων ασημένιων νομισμάτων, τα μισά από τα νησιά και τα μισά από την Ίμβρο. Επιπλέον, του αποστέλλονταν κάθε χρόνο εκατό χιλιάδες νομίσματα από το νομισματοκοπείο του σουλτάνου. Επί επτά χρόνια έζησε ήρεμα στην Αίνο με τη σύζυγό του Ζωή και τον αδελφό της, το Ματθαίο Ασάνη, ο οποίος τον παλιό καιρό είχε διατελέσει κυβερνήτης του στην Κόρινθο και τώρα ήταν υπεύθυνος για το τοπικό μονοπώλιο αλατιού. Περνούσε τον καιρό του απολαμβάνοντας τις χαρές του κυνηγιού και του τραπεζιού και δίνοντας αρκετό από τον πλούτο του στην Εκκλησία. Το 1467 ξαφνικά του αφαίρεσαν το φέουδό του. Σύμφωνα με την ιστορία που πίστευε ο Φραντζής, οι υποτακτικοί του Ματθαίου είχαν κάνει λαθροχειρίες στο εισόδημα που προοριζόταν για το σουλτάνο από τις αλυκές, και ο Ματθαίος και ο Δημήτριος είχαν θεωρηθεί υπεύθυνοι. Η τύχη του Ματθαίου δεν καταγράφηκε. Ο Δημήτριος στερήθηκε τις προσόδους του και στάλθηκε να ζήσει φτωχός στο Διδυμότειχο. Εκεί, περνώντας μία ημέρα ο σουλτάνος, τον παρατήρησε και τον λυπήθηκε. Του παραχώρησε μια ετήσια επιχορήγηση από πενήντα χιλιάδες ασημένια νομίσματα, που θα καταβάλλονταν από το αυτοκρατορικό μονοπώλιο αραβοσίτου. Αυτό δεν κράτησε πολύ. Σύντομα ο ίδιος και η σύζυγός του ασπάστηκαν το μοναχισμό. Εκείνος πέθανε σε ένα μοναστήρι στην Αδριανούπολη το 1470 και εκείνη έζησε μόνο μερικούς μήνες παραπάνω. Το μοναδικό τους παιδί, η Ελένη, είχε επίσημα μπει στο σουλτανικό χαρέμι, αλλά φαίνεται ότι διατήρησε την παρθενία της και έζησε σε δική της κατοικία στην Αδριανούπολη. Πέθανε λίγα χρόνια πριν από τους γονείς της, αφήνοντας τα κοσμήματα και τα φορέματά της στο πατριαρχείο .
Ο δεσπότης Θωμάς είχε δραπετεύσει με τη γυναίκα και τα παιδιά του στην Κέρκυρα, παίρνοντας μαζί τους την κάρα του απόστολου Ανδρέα που φυλασσόταν στην Πάτρα. Στα τέλη του 1460 πήγε με το κειμήλιο στην Ιταλία και στις 7 Μαΐου 1461 έκανε πανηγυρική είσοδο στη Ρώμη. Μία εβδομάδα αργότερα ο πάπας, στον οποίο είχε δωρήσει το λείψανο, του απένειμε το παράσημο του Χρυσού Ρόδου. Ο Θωμάς παρέμεινε στην Ιταλία ελπίζοντας κάποια ημέρα να επιστρέψει στο Μορέα. Ο πάπας του παραχώρησε μία σύνταξη τριακοσίων χρυσών δουκάτων κάθε μήνα, στα οποία οι καρδινάλιοι αργότερα προσέθεσαν άλλα πεντακόσια από τα εισοδήματά τους. Η αξιοπρέπειά του και το ωραίο παρουσιαστικό του, το οποίο διατήρησε και κατά τη γεροντική του ηλικία, εντυπωσίαζαν τους Ιταλούς, και ο Θωμάς τους ευχαρίστησε ασπαζόμενος δημόσια την καθολική πίστη. Η σύζυγός του, η Αικατερίνη Ζαχαρία την οποία είχε αφήσει στην Κέρκυρα, πέθανε εκεί τον Αύγουστο του 1462. Το 1465 κάλεσε τα παιδιά του στη Ρώμη. Μερικές ημέρες μετά την άφιξή τους πέθανε, στις 12 Μαΐου, σε ηλικία πενηνταέξι ετών .
Ο Θωμάς είχε τέσσερα παιδιά. Το μεγαλύτερο, η Ελένη, είχε παντρευτεί σε παιδική ηλικία το Λάζαρο Γ' Μπράνκοβιτς, από τον οποίο είχε τρεις κόρες. Το 1459, λίγο μετά το θάνατο του συζύγου της, πάντρεψε τη μεγαλύτερη, τη Μαρία, με το βασιλιά της Βοσνίας Στέφανο. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν τη Βοσνία η νεαρή βασίλισσα μπήκε στο χαρέμι ενός Τούρκου στρατηγού, ενώ η Ελένη και οι δύο νεώτερες κόρες της διέφυγαν στη Λευκάδα. Ένα από τα κορίτσια, η Μιλίτσα, παντρεύτηκε τον άρχοντα της Κεφαλλονιάς και της Λευκάδας, το Λεονάρδο Γ' Τόκκο, αλλά πέθανε άτεκνη μετά από λίγους μήνες. Η άλλη, η Ειρήνη, παντρεύτηκε τον Ιωάννη Καστριώτη, γιο του Σκεντέρμπεη, και μετά το θάνατο του πεθερού της αποσύρθηκε μαζί του στην Ιταλία. Η Ελένη παρέμεινε στην Αυλή του γαμπρού της στη Λευκάδα, και τελικά μπήκε σε ένα μοναστήρι και πέθανε εκεί το 1474 .
Οι αδελφοί και οι αδελφές της Ελένης ήταν πολύ νεώτεροι. Ο Ανδρέας είχε γεννηθεί το 1453, ο Μανουήλ το 1455 και η Ζωή πιθανόν το 1456. Τα ορφανά υιοθετήθηκαν από την παποσύνη. Τον Ιούνιο του 1456 η Ζωή παντρεύτηκε ένα Ρωμαίο ευγενή από την οικογένεια των Καράτσιολο, αλλά σύντομα κατέληξε παιδί-χήρα. Το 1472 ο πάπας Σίξτος Δ' εξασφάλισε ένα διπλωματικό θρίαμβο, όπως νόμιζε, κανονίζοντας το γάμο της με τον τσάρο της Ρωσίας Ιβάν Γ'. Ο γάμος πραγματοποιήθηκε στο Βατικανό, με τον τσάρο να αντιπροσωπεύεται με εκπρόσωπό του. Στη νύφη δόθηκε ως δώρο από τον πάπα μια προίκα από έξι χιλιάδες χρυσά δουκάτα. Αλλά όταν έφθασε στη Ρωσία η Ζωή, που ξαναβαπτίστηκε Σοφία, ξέχασε τον Καθολικισμό της και ρίχτηκε με ζέση στην πολιτική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η κόρη της Ελένη επέστρεψε στους κόλπους του Καθολικισμού όταν παντρεύτηκε το βασιλιά της Πολωνίας, Αλέξανδρο Γιαγκέλλον. Αλλά ο γιος της Βασίλειος Γ' και οι διάδοχοί του παρέμειναν υπέρμαχοι της Ορθοδοξίας. Η βασίλισσα Ελένη της Πολωνίας πέθανε άτεκνη. Το γενεαλογικό δέντρο του Βασιλείου Γ' έσβησε μετά από έναν αιώνα, με τη δισέγγονή του Αναστασία Φεοντόροβνα και το θείο της, τον τσάρεβιτς Δημήτριο.
Οι γιοι του Θωμά είχαν λιγότερο ευυπόληπτες σταδιοδρομίες. Ο νεώτερος, ο Μανουήλ, πέρασε τη νεότητά του στην Ιταλία, με μια παπική σύνταξη πενήντα δουκάτων το μήνα. Περί το έτος 1477 πήγε ξαφνικά στην Κωνσταντινούπολη και παρέδωσε τον εαυτό του στο έλεος του σουλτάνου. Ο Μωάμεθ τον δέχτηκε με ευγένεια και του παραχώρησε ένα κτήμα και μια σύνταξη. Εκεί παντρεύτηκε, αλλά το όνομα της συζύγου του είναι άγνωστο, όπως και η ημερομηνία του θανάτου του. Από τους δύο γιους του ο μεγαλύτερος, ο Ιωάννης, πέθανε νέος. Ο νεώτερος, ο Ανδρέας, προσηλυτίστηκε στο Ισλάμ και τελείωσε τις ημέρες του ως αυλικός αξιωματούχος με το όνομα Μεχμέτ πασάς. Φαίνεται ότι δεν άφησε απογόνους. Ο μεγαλύτερος γιος του Θωμά, ο Ανδρέας, προτίμησε να παραμείνει στην Ιταλία ζώντας με μια παρόμοια γλισχρή σύνταξη πενήντα δουκάτων το μήνα. Τον αντιμετώπιζαν ως διάδοχο του αυτοκρατορικού θρόνου και ο ίδιος υπέγραφε με τη φράση "Deo gratia fidelis Imperator Constantinopolitanus". Αλλά η συμπεριφορά του κάθε άλλο παρά υπήρξε αυτοκρατορική. Το 1480 παντρεύτηκε μια γυναίκα από τους δρόμους της Ρώμης ονόματι Κατερίνα και δημιούργησε μεγάλα χρέη. Έπεισε τον πάπα Σίξτο Δ' να του δώσει δύο εκατομμύρια χρυσά δουκάτα για να χρηματοδοτήσει μια εκστρατεία στο Μορέα και χρησιμοποίησε τα χρήματα για άλλους σκοπούς. Ούτε όμως αυτά ούτε η ετοιμότητά του να πουλά τίτλους και προνόμια σε κοινωνικά φιλόδοξους ξένους έσωσαν τα οικονομικά του. Ένα ταξίδι που έκανε περί το 1490 στην Αυλή της αδελφής του στη Ρωσία δεν απέβη χρηματικά παραγωγικό. Δεν τον ενθάρρυναν να παραμείνει εκεί. Τελικά ανακάλυψε ένα φίλο στο πρόσωπο του βασιλιά της Γαλλίας Καρόλου Η', τον οποίο επισκέφθηκε το 1491 και από τον οποίο πληρώθηκαν μερικά από τα χρέη του. Ο Ανδρέας χαιρέτησε την εισβολή του Καρόλου στην Ιταλία το 1493 και έσπευσε στα βόρεια για να ενωθεί μαζί του. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1494 υπέγραψε ένα σύμφωνο με τον Κάρολο, παραχωρώντας του γενναιόδωρα όλα τα δικαιώματά του στους θρόνους της Κωνσταντινούπολης, της Τραπεζούντας και της Σερβίας, διατηρώντας για τον εαυτό του μόνο το δεσποτάτο του Μορέα. Όταν τον επόμενο Μάιο ο Κάρολος εγκαταστάθηκε στη Νεάπολη, υποσχέθηκε στον Ανδρέα μια ετήσια χορηγία χιλίων διακοσίων χρυσών δουκάτων. Είναι αμφίβολο εάν η χορηγία πληρώθηκε μετά την αναχώρηση του Καρόλου από την Ιταλία, ενώ σίγουρα τερματίστηκε με το θάνατο του βασιλιά το 1498. Σύντομα ο Ανδρέας δημιούργησε πάλι χρέη. Στις αρχές του 1502 υπέγραψε ένα νέο συμβόλαιο με το οποίο παραχωρούσε όλα τα δικαιώματά του στους Ισπανούς μονάρχες, Φερδινάνδο και Ισαβέλλα, αλλά από εκείνους δεν έλαβε χρήματα. Όταν πέθανε, τον Ιούνιο εκείνου του έτους, η χήρα του αναγκάστηκε να παρακαλέσει τον πάπα για το ποσό των εκατόν τεσσάρων δουκάτων, για να πληρώσει τα έξοδα της κηδείας του. Ο Ανδρέας άφησε ένα γιο, ονόματι Κωνσταντίνο, ένα χαριτωμένο αλλά άχρηστο αγόρι το οποίο για ένα διάστημα διοίκησε την παπική φρουρά. Η χρονολογία του θανάτου του Κωνσταντίνου είναι άγνωστη .
Με τους δύο εγγονούς του Θωμά, το Μεχμέτ πασά στην Κωνσταντινούπολη και τον ακαμάτη Κωνσταντίνο στη Ρώμη, η αυτοκρατορική γενιά των Παλαιολόγων έφθασε στο τέλος . Ο δευτερεύων κλάδος, με προέλευση από τον Ανδρόνικο Β', ο οποίος κυβερνούσε στο Μοντφεράτ από τις αρχές του δέκατου τέταρτου αιώνα, εξέλιπε κατά τους άρρενες απογόνους το 1536, ενώ οι κτήσεις του περιήλθαν μέσω της κληρονομιάς των θηλέων απογόνων στους μαρκησίους της Μάντουας. Το παιδί του δεσπότη Θεοδώρου, η Ελένη Παλαιολογίνα, βασίλισσα της Κύπρου, πέθανε το 1458 και το μοναδικό της παιδί, η βασίλισσα Καρλόττα, πέθανε εξόριστη και άτεκνη στη Ρώμη το 1487 . Οι μόνοι απόγονοι του Μανουήλ Παλαιολόγου που ζουν σήμερα πρέπει να βρίσκονται στη νότιο Ιταλία, σε οικογένειες που κατάγονται από τον Ιωάννη Καστριώτη, το γιο του Σκεντέρμπεη .
H μοίρα της αυτοκρατορικής οικογένειας της Τραπεζούντας ήταν ακόμη πιο άμεσα τραγική. Ο αυτοκράτορας Δαβίδ απόλαυσε μια άνετη σύνταξη για δύο χρόνια. Αλλά το 1463 ο απατηλός φίλος του, ο Γεώργιος Αμιρούτζης, ανέφερε στις τουρκικές αρχές ότι ο πρώην αυτοκράτορας είχε λάβει μία επιστολή από την ανιψιά του, τη σύζυγο του Ουζούν Χασάν, στην οποία πρότεινε ο αδελφός της ο Αλέξιος ή ένας από τους δικούς του γιους να πάει να την επισκεφθεί. Ο σουλτάνος επέλεξε να θεωρήσει αυτή την ενέργεια ως προδοσία. Ο Δαβίδ ρίχτηκε σε μια φυλακή στην Αδριανούπολη στις 26 Μαρτίου 1463 και την 1η Νοεμβρίου ο ίδιος, έξι από τους επτά γιους του και ο ανιψιός του Αλέξιος εκτελέστηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Τα πτώματά τους απαγορεύτηκε να θαφτούν, και όταν η αυτοκράτειρα Ελένη έσκαψε τάφους γι' αυτά με τα ίδια της τα χέρια και τα απόθεσε, καταδικάστηκε σε πρόστιμο δεκαπέντε χιλιάδων δουκάτων, τα οποία έπρεπε να πληρωθούν μέσα σε τρεις ημέρες, διαφορετικά θα θανατωνόταν και εκείνη. Αφοσιωμένοι φίλοι και υπηρέτες συγκέντρωσαν το ποσό, αλλά εκείνη αποσύρθηκε για να περάσει το σύντομο διάστημα της υπόλοιπης ζωής της ντυμένη με ρούχα από σακιά, σε μια καλύβα από άχυρα. Ο νεώτερος γιος της, ο Γεώργιος, ανατράφηκε ως Μωαμεθανός. Αργότερα του επιτράπηκε να επισκεφθεί τον Ουζούν Χασάν, από την Αυλή του οποίου διέφυγε στην αδελφή του στη Γεωργία. Μεταστράφηκε στο Χριστιανισμό και παντρεύτηκε μια Γεωργιανή πριγκίπισσα από την οποία φαίνεται ότι απέκτησε απογόνους, αλλά η μετέπειτα ιστορία της οικογένειας είναι άγνωστη. Η άλλη αδελφή του, η Άννα, στάλθηκε στο σουλτανικό χαρέμι και αργότερα δόθηκε, αλλά μόνο για ένα μικρό διάστημα, στο Ζαγανός πασά, τον κυβερνήτη της Μακεδονίας. Είχε και εκείνη προσηλυτισθεί βίαια στο Ισλάμ, αλλά αργότερα κατόρθωσε να αποσυρθεί στην ύπαιθρο κοντά στη γενέτειρά της, την Τραπεζούντα. Ίδρυσε ένα χωριό που ονομάστηκε Κυράννα από το όνομά της, και εκεί ενίσχυσε με τα εισοδήματά της μια εκκλησία. Η χήρα Μαρία Γατελούζου έζησε ήρεμα στο αυτοκρατορικό χαρέμι και ο γιος της, ένας άλλος Αλέξιος, συνέχισε να απολαμβάνει τη στοργή του σουλτάνου. Η τελική του τύχη είναι άγνωστη. Σύμφωνα με την παράδοση του παραχωρήθηκαν κτήματα ακριβώς έξω από τα τείχη του Πέραν και ήταν γνωστός στους ντόπιους ως γιος του μπέη. Σ' αυτόν οφείλει το όνομά της η σημερινή συνοικία Μπεήογλου .
Λίγα είναι γνωστά για την τύχη όσων από τους υπουργούς του Κωνσταντίνου επέζησαν από την πτώση της αυτοκρατορίας ή των οικογενειών τους. Εάν ανέκτησαν την ελευθερία τους, τους αρκούσε να ζουν στην αφάνεια. Μόλις αποκαταστάθηκε η τάξη ο σουλτάνος φάνηκε διατεθειμένος να επιτρέψει την εξαγορά των αιχμαλώτων. Με την παραλαβή μιας επιστολής με χαμερπείς κολακείες από το λόγιο Φραγκίσκο Φίλελφο απελευθέρωσε την πεθερά του Φίλελφο, Μανφρεντίνα Ντόρια, τη χήρα του Μανουήλ Χρυσολωρά, και την έστειλε στην Ιταλία να βρει το γαμπρό της, με τον οποίο λέγεται ότι στο παρελθόν διατηρούσε σκανδαλωδώς στενές σχέσεις . Ο πιστός γραμματέας και φίλος του Κωνσταντίνου, ο Φραντζής, κατόρθωσε μετά από μερικά χρόνια να εξαγοράσει τον εαυτό του και τη σύζυγό του. Αποσύρθηκαν στην Κέρκυρα, όπου διατήρησε το ενδιαφέρον για τους συμπατριώτες του και τη στοργή για την οικογένεια του κυρίου του. Πήγε στη Λευκάδα με πρόσκληση της κόρης του Θωμά, της Σέρβας χήρας πριγκίπισσας, για να επισκεφθεί το γαμπρό της, Λεονάρδο Τόκκο, του οποίου η αδελφή ήταν η πρώτη γυναίκα του αυτοκράτορά του, και το 1466 ταξίδεψε στη Ρώμη, για να παρευρεθεί στο γάμο της πριγκίπισσας Ζωής με το σύζυγό της, τον Καράτσιολο. Λίγο αργότερα ο ίδιος και η σύζυγός του ασπάστηκαν το μοναχισμό. Στο μοναστήρι του ολοκλήρωσε τη συγγραφή των απομνημονευμάτων του και στο τέλος του έργου παρενέβαλε τη διακήρυξη της πίστης του. Σ' αυτήν, παρά τη φιλία του με την ενωτική μερίδα της Εκκλησίας του, δεν μπόρεσε να πείσει τον εαυτό του να προσυπογράψει το δόγμα της διπλής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος. Οι ιστορικές του σημειώσεις εκτείνονται μέχρι το έτος 1477. Φαίνεται ότι πέθανε το 1478 .
Μερικοί πρόσφυγες αποσύρθηκαν στη Βενετία, για να συναντήσουν την κόρη του παλιού εχθρού του Φραντζή, του Λουκά Νοταρά. Η Άννα Νοταρά έζησε εκεί πολλά χρόνια, αφιερώνοντας όσα χρήματα διέθετε στην ανακούφιση των συμπατριωτών της .
Οι δύο Έλληνες καρδινάλιοι συνέχισαν να ζουν στην Ιταλία. Το 1459, μετά το θάνατο του Γρηγορίου Μάμμα, ο πάπας αναγόρευσε τον Ισίδωρο πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αψηφώντας όλες τις παραδόσεις της βυζαντινής Εκκλησίας. Ο Ισίδωρος πέθανε το 1463 και τον διαδέχθηκε στον κενό τίτλο ο Βησσαρίων. Ο Βησσαρίων εξακολούθησε να ζει μέχρι το 1472, δαπανώντας τα εισοδήματά του για τη δημιουργία μιας εξαιρετικής βιβλιοθήκης με ελληνικά κείμενα, την οποία κληροδότησε στην πόλη της Βενετίας, και δίνοντας βοήθεια σε Έλληνες πρόσφυγες. Ο αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος επέστρεψε στην έδρα του στη Λέσβο και βρισκόταν εκεί όταν οι Τούρκοι κατέκτησαν το νησί το 1462. Επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη ξανά, αυτή τη φορά όμως ως αιχμάλωτος. Εξαγοράστηκε γρήγορα και πήγε στην Ιταλία, όπου πέθανε το 1482 .
Ο Γεώργιος Αμιρούτζης, ο οποίος λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε γράψει μια ικετευτική επιστολή στο Βησσαρίωνα ζητώντας χρήματα για να εξαγοράσει το νεώτερο γιο του, Βασίλειο, είχε κερδίσει αθόρυβα την εύνοια των Τούρκων με τις ραδιουργίες του στην Τραπεζούντα. Ο εξάδελφός του, ο Μαχμούτ πασάς, παρέμεινε πιστός φίλος του και τον σύστησε στο σουλτάνο. Η θέση του βελτιώθηκε όταν ο μεγαλύτερος γιος του, ο Αλέξανδρος, έγινε Μωαμεθανός. Ο σουλτάνος Μωάμεθ εντυπωσιάστηκε από την ευρυμάθειά του και του ανέθεσε να κάνει μια σύγχρονη έκδοση της γεωγραφίας του Πτολεμαίου, για την οποία ο Αλέξανδρος, καλός πλέον Αραβας λόγιος, βρήκε τα αραβικά ονόματα και στη συνέχεια έκανε μια πλήρη αραβική μετάφραση. Αργότερα, το 1463, ο Γεώργιος ερωτεύτηκε τη χήρα του τελευταίου δούκα της Αθήνας, που ζούσε με μια σύνταξη στην Κωνσταντινούπολη, και θέλησε να την παντρευτεί, παρ' όλο που η σύζυγός του ζούσε ακόμη. Ο πατριάρχης Διονύσιος αρνήθηκε να επικυρώσει τη δίγαμη ένωση. Έτσι ο Γεώργιος ραδιούργησε για να εκθρονίσει τον πατριάρχη και έγινε ο ίδιος Μωαμεθανός. Πέθανε ξαφνικά λίγες εβδομάδες αργότερα, ενώ έπαιζε ζάρια. Ήταν η θεία δίκη γι' αυτόν .
Ο μόνος από τους λογίους που είχαν φωτίσει τα τελευταία χρόνια της βυζαντινής ελευθερίας, ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, κλήθηκε να παίξει ένα δημιουργικό ρόλο στην ταξινόμηση του νέου κόσμου, ενώνοντας την Εκκλησία του λαού του και παρέχοντάς του μια Αυλή στην οποία τα παλιά δράματα της αυτοκρατορικής εθιμοτυπίας μπορούσαν να συνεχίσουν να υφίστανται στο σκοτάδι, έως ότου ξαναέλθει η αυγή και το Βυζάντιο ξαναγεννηθεί σα φοίνικας .
Αυτή η αυγή δεν ήλθε ποτέ. Η παλιά οικουμενική αυτοκρατορία του Βυζαντίου χάθηκε για πάντα.
Είναι εύκολος ο ισχυρισμός ότι στον ευρύ ρου της ιστορίας το έτος 1453 αντιπροσωπεύει πολύ λίγα πράγματα. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν ήδη καταδικασμένη. Ελαττωμένη, ολιγάνθρωπη και εξαθλιωμένη, ήταν αναπόφευκτο να χαθεί όποτε οι Τούρκοι επέλεγαν να κινηθούν για να την εξοντώσουν. Η αντίληψη ότι οι Βυζαντινοί λόγιοι έσπευδαν στην Ιταλία εξαιτίας της πτώσης της πόλης τους είναι αβάσιμη. Για περισσότερο από μία γενιά η Ιταλία ήταν γεμάτη από Βυζαντινούς καθηγητές, ενώ από τις δύο σημαντικές πνευματικές φυσιογνωμίες μεταξύ των Ελλήνων που ζούσαν το 1453 η μία, ο Βησσαρίων, βρισκόταν ήδη στην Ιταλία, ενώ η άλλη, ο Γεννάδιος, εξακολούθησε να παραμένει στην Κωνσταντινούπολη. Εάν το εμπόριο των ιταλικών ναυτικών δημοκρατιών επρόκειτο να εξανεμιστεί, αυτό οφειλόταν περισσότερο στην ανακάλυψη των ωκεάνιων δρόμων, παρά στον έλεγχο των Στενών από τους Τούρκους. Πραγματικά, η Γένοβα παρήκμασε γοργά μετά το 1453, αλλά αυτό συνέβη σε μεγάλο βαθμό λόγω της επισφαλούς θέσης της στην Ιταλία. Η Βενετία συνέχισε ζωηρά το εμπόριο με την Ανατολή για πολλά χρόνια. Εάν οι Ρώσοι προέβαλαν πλέον ως υπερασπιστές της Ορθοδοξίας, με τη Μόσχα στη θέση της τρίτης Ρώμης, αυτό δεν ήταν μια επαναστατική ιδέα. Η ρωσική σκέψη κινούνταν ήδη προς τα εκεί, με τους ρωσικούς στρατούς να απωθούν τους άπιστους Τατάρους πέρα από τις στέπες, ενόσω η Κωνσταντινούπολη βυθιζόταν περισσότερο στη φτώχεια και έκανε ανόσιες συναλλαγές με τη Δύση. Όλοι αυτοί οι σπόροι είχαν ήδη φυτευθεί. Η άλωση της Κωνσταντινούπολης απλά επιτάχυνε το θερισμό. Εάν ο σουλτάνος Μωάμεθ ήταν λιγότερο αποφασιστικός, ή ο Χαλήλ πασάς περισσότερο πειστικός, ή εάν η βενετσιάνικη αρμάδα είχε αποπλεύσει δεκαπέντε ημέρες νωρίτερα, ή εάν κατά την τελευταία κρίση ο Τζουστινιάνι δεν είχε τραυματιστεί στα τείχη και η παράπλευρη πύλη της Κερκόπορτας δεν είχε μείνει μισάνοιχτη, μακροπρόθεσμα λίγα θα είχαν αλλάξει. Το Βυζάντιο ίσως θα είχε εξακολουθήσει να υφίσταται για μία ακόμη δεκαετία και η τουρκική εξάπλωση στην Ευρώπη θα είχε καθυστερήσει. Αλλά η Δύση δεν θα είχε επωφεληθεί από την ανάπαυλα. Αντίθετα, θα θεωρούσε τη διατήρηση της Κωνσταντινούπολης ως σημάδι ότι τελικά ο κίνδυνος δεν ήταν τόσο πιεστικός. Θα είχε στραφεί με ανακούφιση στις δικές της υποθέσεις, και μετά από μερικά χρόνια οι Τούρκοι θα επαναλάμβαναν την επίθεση.
Παρά ταύτα η ημερομηνία της 29ης Μαΐου σηματοδοτεί ένα σημείο-καμπή στην ιστορία. Σηματοδοτεί το τέλος μιας παλιάς ιστορίας, της ιστορίας του βυζαντινού πολιτισμού. Για χίλια εκατό χρόνια στεκόταν στο Βόσπορο μια πόλη όπου το πνεύμα αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού και η μάθηση και τα γράμματα του κλασικού παρελθόντος ήταν αντικείμενα μελέτης και διαφυλάσσονταν. Χωρίς τη βοήθεια των Βυζαντινών σχολιαστών και γραφέων θα γνωρίζαμε ελάχιστα σήμερα για τη λογοτεχνική παραγωγή της αρχαίας Ελλάδας. Αυτή ήταν επίσης μία πόλη οι ηγεμόνες της οποίας επί αιώνες είχαν εμπνεύσει και ενθαρρύνει μια σχολή τέχνης χωρίς αντίστοιχο στην ανθρώπινη ιστορία, μία τέχνη που προέκυπτε από ένα συνεχώς διαφοροποιούμενο μίγμα της ψυχρής εγκεφαλικής αίσθησης των Ελλήνων για την αρμονία των πραγμάτων και ενός έντονου θρησκευτικού αισθήματος που έβλεπε στα έργα τέχνης την ενσάρκωση του θείου και τον καθαγιασμό της ύλης. Αυτή ήταν, επιπλέον, μια μεγάλη κοσμοπολίτικη πόλη, όπου παράλληλα με τα εμπορεύματα ανταλλάσσονταν ελεύθερα και οι ιδέες, και της οποίας οι πολίτες έβλεπαν τους εαυτούς τους όχι ως μία φυλετική ενότητα, αλλά ως κληρονόμους της Ελλάδας και της Ρώμης, καθαγιασμένους από τη χριστιανική πίστη. Όλα αυτά τώρα έφθασαν στο τέλος. Η νέα φυλή των κυριάρχων αποθάρρυνε τη μάθηση μεταξύ των χριστιανών υπηκόων της. Χωρίς την υποστήριξη μιας ελεύθερης κυβέρνησης η βυζαντινή τέχνη άρχισε να παρακμάζει. Η νέα Κωνσταντινούπολη ήταν μια εξαίσια πόλη, πλούσια, πολυάνθρωπη και κοσμοπολίτικη, καθώς και γεμάτη από ωραία οικοδομήματα. Αλλά η ομορφιά της εξέφραζε την κοσμική αυτοκρατορική ισχύ των σουλτάνων, όχι το βασίλειο του χριστιανικού θεού επί της γης, ενώ οι κάτοικοί της διαφοροποιούνταν ως προς τη θρησκεία. Η Κωνσταντινούπολη ξαναγεννήθηκε, για να αποτελέσει το επίκεντρο της προσοχής επί πολλούς αιώνες, αλλά ήταν η Ισταμπούλ, όχι το Βυζάντιο.
Τίποτα λοιπόν δεν εξασφάλισε η γενναιότητα των τελευταίων ημερών του Βυζαντίου; Εντυπωσίασε το σουλτάνο, όπως κατέστησε σαφές η αγριότητά του μετά την κατάληψη της πόλης. Με τους Έλληνες δεν θα διακινδύνευε. Πάντοτε θαύμαζε την ελληνική μόρφωση. Τώρα ανακάλυπτε ότι το ηρωικό ελληνικό πνεύμα δεν είχε πεθάνει εντελώς. Μπορεί όταν αποκαταστάθηκε η ηρεμία ο θαυμασμός του να τον ενθάρρυνε να μεταχειριστεί τους Έλληνες υπηκόους του πιο ήπια. Οι όροι που εξασφάλισε ο πατριάρχης Γεννάδιος από εκείνον ένωσαν και πάλι την ελληνική Εκκλησία και την πλειοψηφία του ελληνικού λαού κάτω από μια αυτόνομη κυβέρνηση. Το μέλλον δεν θα ήταν εύκολο για τους Έλληνες. Τους δόθηκε η υπόσχεση για ειρήνη και δικαιοσύνη, όπως και ευκαιρίες πλουτισμού. Αλλά ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Η δουλεία αναπόφευκτα φέρνει αποθάρρυνση και οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αποφύγουν τις συνέπειές της. Επιπλέον, ήταν εξαρτημένοι τελικά από την καλή θέληση του κυριάρχου τους. Όσο ζούσε ο Πορθητής σουλτάνος η μοίρα τους δεν ήταν πολύ άσχημη. Αλλά εμφανίστηκαν και σουλτάνοι οι οποίοι δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τον πολιτισμό του Βυζαντίου και οι οποίοι ήταν υπερήφανοι που ήταν αυτοκράτορες του Ισλάμ, χαλίφες και αρχηγοί των Πιστών. Σύντομα το μεγάλο οικοδόμημα της οθωμανικής διακυβέρνησης βρέθηκε σε παρακμή. Οι Έλληνες χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τη διαφθορά με απιστίες και τις δολοπλοκίες με αντίθετες δολοπλοκίες. Η ιστορία των Ελλήνων κάτω από τον τουρκικό ζυγό είναι μη εποικοδομητική και μελαγχολική. Και όμως, παρά τα σφάλματα και τις αδυναμίες της η Εκκλησία επιβίωσε, και όσο επιβίωνε η Εκκλησία ο Ελληνισμός δεν θα πέθαινε.
Η Δυτική Ευρώπη, με προγονικές αναμνήσεις ζήλιας για το βυζαντινό πολιτισμό, με τους πνευματικούς της συμβούλους να καταγγέλλουν τους Ορθοδόξους ως αμαρτωλούς σχισματικούς, και με μια αίσθηση ενοχής να την καταδιώκει, ότι στο τέλος είχε εγκαταλείψει την πόλη, προτίμησε να ξεχάσει το Βυζάντιο. Δεν μπορούσε να ξεχάσει το χρέος της προς τους Έλληνες, αλλά θεωρούσε ότι όφειλε το χρέος μόνο στην κλασική περίοδο. Οι Φιλέλληνες που πήγαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο της ανεξαρτησίας μιλούσαν για το Θεμιστοκλή και τον Περικλή, αλλά ποτέ για τον Κωνσταντίνο. Πολλοί διανοούμενοι Έλληνες μιμήθηκαν το παράδειγμά τους, παρασυρμένοι από τη δαιμονική αυθεντία του Κοραή, μαθητή του Βολταίρου και του Γίββωνα, για τους οποίους το Βυζάντιο ήταν ένα απαίσιο ιντερλούδιο δεισιδαιμονίας, που ήταν καλύτερο να αγνοηθεί. Έτσι ο πόλεμος της ανεξαρτησίας ποτέ δεν κατέληξε στην απελευθέρωση του ελληνικού λαού αλλά μόνο στη δημιουργία ενός μικρού βασιλείου της Ελλάδας. Στα χωριά οι άνθρωποι γνώριζαν καλύτερα. Εκεί θυμούνταν τους θρήνους που είχαν συντεθεί όταν έφθασαν τα νέα ότι η πόλη είχε πέσει, τιμωρημένη από το Θεό για την πολυτέλεια, την υπερηφάνεια και την αποστασία της, αλλά πολεμώντας μέχρι το τέλος σε μια ηρωική μάχη. Θυμούνταν εκείνη τη φρικτή Τρίτη, μια ημέρα την οποία όλοι οι πραγματικοί Έλληνες θεωρούν ακόμη αποφράδα. Αλλά το πνεύμα τους σκιρτούσε και το κουράγιο τους μεγάλωνε καθώς διηγούνταν για τον τελευταίο χριστιανό αυτοκράτορα που στεκόταν στο ρήγμα, εγκαταλελειμένος από τους Δυτικούς συμμάχους του, αποκρούοντας τους απίστους, μέχρις ότου οι αριθμοί τους τον κατέβαλαν και πέθανε, με την αυτοκρατορία ως σάβανό του.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α'
Οι κυρίες πηγές για την ιστορία της άλωσης της Κωνσταντινούπολης
Ο ιστορικός της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι τυχερός γιατί διαθέτει ένα σημαντικό αριθμό σύγχρονων περιγραφών του δράματος, μερικές γραμμένες από επαγγελματίες ιστορικούς, άλλες οι οποίες αποτελούν ημερολόγια ή αναφορές που γράφτηκαν βιαστικά από άνδρες που ήταν παρόντες στην πολιορκία. Είναι αξιοπρόσεκτο πόσο επιβεβαιώνουν η μία την άλλη, όσο επιτρέπει η φυλή και η θρησκεία του συγγραφέα. Παραθέτω εδώ μια σύντομη περιγραφή των πιο σημαντικών από αυτές.
1. Ελληνικές. Από τους Έλληνες σύγχρονους ιστορικούς μόνο ένας ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Αυτός ήταν ο Γεώργιος ΦΡΑΝΤΖΗΣ, ο οποίος είναι σχεδόν βέβαιο ότι αποκαλούσε τον εαυτό του Σφραντζή, αν και η οικογένεια ενδέχεται αρχικά να ονομαζόταν Φραντζή (Φράγκος; Ή Φραγκίσκος;) και αργότερα να άλλαξε το όνομά της σε αυτή τη μορφή. Η καταγωγή του ήταν από την Πελοπόννησο και γεννήθηκε λίγο μετά το 1400. Σε πολύ νεαρή ηλικία μπήκε στη γραμματεία του αυτοκράτορα Μανουήλ Β' και μετά το θάνατο του Μανουήλ προσκολλήθηκε στο γιο του Μανουήλ, τον Κωνσταντίνο, στην υπηρεσία του οποίου παρέμεινε κατά τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του Κωνσταντίνου. Παντρεύτηκε μια μακρινή εξαδέλφη της αυτοκρατορικής οικογένειας και έγινε ο πιο έμπιστος φίλος και σύμβουλος του Κωνσταντίνου. Ο ίδιος δεν ήταν υπέρ της ένωσης των Εκκλησιών, αλλά ήταν έτοιμος να υποστηρίξει πιστά την πολιτική του κυρίου του. Είχε τις δικές του προκαταλήψεις. Αντιπαθούσε τους αδελφούς του κυρίου του, το Θεόδωρο και το Δημήτριο, και ζήλευε ιδιαίτερα το Μέγα Δούκα Λουκά Νοταρά, τον οποίο θεωρούσε αντίζηλο στην Αυλή και για τον οποίο ήταν συνεχώς άδικος. Είχε τη νευρική έπαρση του αξιωματούχου της Αυλής, αλλά στην πραγματικότητα έπαιξε σημαντικό ρόλο εκεί. Είναι εύκολο να δεχθούμε ελαφρυντικά για τις αντιπάθειές του. Πέρα από αυτές οι αφηγήσεις του είναι έντιμες και πειστικές. Το έργο του επιβιώνει πλέον σε δύο μορφές, ένα chronicum minus που διαπραγματεύεται την περίοδο από το 1413 έως το 1477, δηλαδή την περίοδο που καλύπτει η ζωή του, και ένα chronicum majus, που εκθέτει ολόκληρη την ιστορία της οικογένειας των Παλαιολόγων και προσθέτει υλικό στο chronicum minus. H σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει σχεδόν με βεβαιότητα ότι το majus συντέθηκε τον επόμενο αιώνα από κάποιο Μακάριο Μελισσηνό. Παρά ταύτα η περιγραφή της πολιορκίας περιλαμβάνεται στην αρχική εκδοχή. Ο Φραντζής φαίνεται ότι έχασε τις αυθεντικές σημειώσεις του την εποχή της αιχμαλωσίας του από τους Τούρκους, αλλά τις ξαναέγραψε όσο η μνήμη του ήταν ακόμη νωπή. Είναι κάπως ασαφής ως προς τις λεπτομερείς χρονολογίες, αν και έδωσε μεγάλη έμφαση στη χρονολογική ακρίβεια, και δεν εγκατέλειψε ποτέ τις προκαταλήψεις του. Από κάθε άλλη άποψη η αφήγησή του είναι έντιμη, ζωηρή και πειστική. Έγραψε καλά Ελληνικά σε ένα εύκολο, απέριττο ύφος .
Ο ΔΟΥΚΑΣ, του οποίου το μικρό όνομα ήταν ενδεχομένως Μιχαήλ, ήταν μια πιο σκοτεινή προσωπικότητα για τη ζωή της οποίας γνωρίζουμε ελάχιστα. Φαίνεται ότι πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της στην υπηρεσία των Γενοβέζων και την περίοδο της πολιορκίας ζούσε μάλλον στη Χίο. Ήταν παθιασμένος υποστηρικτής της ένωσης των Εκκλησιών και έτεινε να βλέπει τα πάντα με τα μάτια των Λατίνων φίλων του. Αρχίζει το έργο του με μια σύντομη επισκόπηση της παγκόσμιας ιστορίας μέχρι το 1341, στη συνέχεια δίνει κάπως περισσότερες λεπτομέρειες, και ακόμη περισσότερες μετά το 1389. Το έργο τερματίζεται το 1462. Είναι γραμμένο ολόκληρο σε μια ζωηρή, δημοσιογραφική ντοπιολαλιά. Οι σύγχρονοι ιστορικοί εκτιμούν την αξιοπιστία του πολύ, περισσότερο, όπως πιστεύω, απ' όσο αξίζει. Για τα γεγονότα στην Αυλή του Μωάμεθ Β' οι περιγραφές του είναι ανεκτίμητες. Μάλλον πήρε τις πληροφορίες του από Γενοβέζους πράκτορες και εμπόρους που διέμεναν εκεί. Αλλά δεν ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη και διαπράττει αρκετά ολισθήματα σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν εκεί. Επίσης είναι καταφανώς άδικος για κάθε Έλληνα ο οποίος δεν συμμεριζόταν την άποψή του σχετικά με την ένωση των Εκκλησιών .
Ο Αθηναίος Λαόνικος ΧΑΛΚΟΚΟΝΔΥΛΗΣ έγραψε την ιστορία του λίγο καιρό μετά το 1480, όταν ήταν πολύ γέρος. Είχε διατελέσει μαθητής του Πλήθωνα στο Μυστρά και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Πελοπόννησο. Το έργο του, όπως και του Δούκα, αρχίζει με μια σύντομη αφήγηση της παγκόσμιας ιστορίας, το κύριο όμως θέμα του είναι η άνοδος της οθωμανικής δυναστείας, θέμα του είναι μάλλον οι Τούρκοι παρά οι Έλληνες. Είχε μελετήσει καλά τον Ηρόδοτο και το Θουκυδίδη και έγραψε σ' ένα εσκεμμένα αρχαϊκό ύφος. Οι χρονολογίες του μερικές φορές είναι κάπως μπερδεμένες και δεν δίνει πολλές λεπτομέρειες σχετικά με την κυρίως πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Διέθετε όμως την αντίληψη ενός ιστορικού για τη γενικότερη ροή των πραγμάτων. Το βιβλίο του έχει τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα ενός ενσυνείδητου έργου τέχνης .
Ο τέταρτος σύγχρονος Έλληνας ιστορικός, ο ΚΡΙΤΟΒΟΥΛΟΣ, ζούσε την περίοδο της πολιορκίας ως αξιωματούχος στην Ίμβρο. Ανήκε στη μερίδα των Ελλήνων που θεωρούσαν την τουρκική κατάκτηση αναπότρεπτη, αν και τραγική, και ήθελε να συμφιλιώσει τους συμπατριώτες του με τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Η ιστορία του εκτείνεται από το 1451 έως το 1467. Ήρωας της είναι ο σουλτάνος. Ο Κριτόβουλος συγκινήθηκε και εντυπωσιάστηκε από τον ηρωισμό των Ελλήνων και δεν κάνει καμία απόπειρα να εξωραΐσει τα δεινά τους, αν και τείνει υποκριτικά να παραβλέπει ή να συγχωρεί τις αγριότητες που διέπραξε ο ίδιος ο Μωάμεθ. Η περιγραφή του για την πολιορκία έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθώς έλαβε τις πληροφορίες του από Τούρκους και από Έλληνες που ήταν παρόντες. Εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες προφυλάσσει την υπόληψη του σουλτάνου, είναι έντιμη, απροκατάληπτη και πειστική .
Η «συνοπτική» ομάδα χρονικών που σχετίζονται με τα ονόματα του Δωρόθεου Μονεμβασίας και του Μανουήλ Μαλαξού, όπως και η Χρονική Έκθεσις, δεν προσθέτουν τίποτε στις γνώσεις μας για την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης αλλά παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τα γεγονότα αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση. Για λόγους ευκολίας παρέπεμψα στη Χρονική Έκθεση και στα δύο χρονικά που δημοσιεύθηκαν στη σειρά της Βόννης με τα ονόματα Historia Politica (Πολιτική ιστορία) και Historia Patriarchica (Πατριαρχική ιστορία) . Η πληρέστερη περιγραφή που παρατίθεται στο Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων (κώδικας Barberini Graecus III) είναι αξιοσημείωτη κατά το ότι ως προς την πολιορκία αντιγράφει σχεδόν κατά λέξη την πολύ ανθελληνική αναφορά του Λεονάρδου της Χίου .
Οι διάφοροι θρήνοι για την άλωση τη Κωνσταντινούπολης παρουσιάζουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον ως λαϊκή ποίηση παρά ως ιστορικές μαρτυρίες, εκτός από το βαθμό στον οποίο απεικονίζουν τις λαϊκές παραδόσεις και απόψεις .
Από την ελληνική αλληλογραφία που έχει διασωθεί η πιο σημαντική είναι του Γεωργίου Σχολαρίου Γενναδίου, για το φως που ρίχνει σε γεγονότα και προσωπικότητες στα χρόνια που προηγήθηκαν αμέσως πριν από το 1453. Ειδικότερα μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε την πολιτική του Λουκά Νοταρά, για τον οποίο ο Φραντζής, ο Δούκας και οι λατινικές πηγές είναι σταθερά άδικες .
2. Σλαβονικές. Υπάρχουν δύο σημαντικές σλαβονικές πηγές για την πολιορκία. Η μία είναι συνήθως εσφαλμένα γνωστή ως το Ημερολόγιο του Πολωνού γενιτσάρου. Ο συγγραφέας ήταν κάποιος Σέρβος, ο Μιχαήλ Κονσταντίνοβιτς από την Οστροβίτσα, ο οποίος υπηρέτησε στο απόσπασμα που έστειλε ο δεσπότης της Σερβίας για να βοηθήσει το σουλτάνο και ο οποίος αργότερα αποσύρθηκε στην Πολωνία. Ποτέ δεν υπήρξε γενίτσαρος. Έγραψε την περιγραφή του σε ένα περίεργο μίγμα Πολωνικών και Σερβικών. Δίνει λίγες λεπτομέρειες, αλλά έχει ενδιαφέρον επειδή παρουσιάζει την άποψη των ακούσιων χριστιανών συμμάχων του σουλτάνου.
Η δεύτερη εμφανίζεται υπό διάφορους τύπους, ως το Σλαβικό Χρονικό, σε μια παλαιά σλαβονική διάλεκτο που φαίνεται περισσότερο βαλκανική παρά ρωσική, και από την οποία διασώζονται αρκετές εκδοχές, όπως και σε μία ρωσική, μία ρουμανική και μία βουλγαρική εκδοχή . Βασίζεται σαφώς στην περιγραφή κάποιου που ήταν παρών στην Κωνσταντινούπολη και κράτησε κάποιας μορφής ημερολόγιο, αλλά έχει αλλοιωθεί σημαντικά. Οι χρονολογίες έχουν αλλαχθεί και μπλεχτεί, και έχουν προστεθεί ένας φανταστικός πατριάρχης και μία φανταστική αυτοκράτειρα. Κάθε τόσο όμως τα επεισόδια αναφέρονται με τόση ζωντάνια, ώστε να φέρουν τη σφραγίδα της αλήθειας. Η ρωσική εκδοχή αποδίδεται σε κάποιον Νέστορα-Ισκεντέρ. Ίσως αυτό να ήταν το όνομα του αρχικού συγγραφέα.
3. Δυτικές. Κατά πολύ η πιο χρήσιμη από τις δυτικές πηγές είναι το ημερολόγιο της πολιορκίας που κράτησε ο Νικολό ΜΠΑΡΜΠΑΡΟ. Ήταν Βενετός από καλή οικογένεια που σπούδασε ιατρική και πήγε στην Κωνσταντινούπολη ως γιατρός πλοίου σε μία από τις μεγάλες βενετικές γαλέρες, λίγο πριν από την έναρξη της πολιορκίας. Βρισκόταν σε επαφή με τους Βενετούς διοικητές και ήταν ο ίδιος παρατηρητικός και ευφυής. Έκανε καθημερινές καταχωρήσεις στο ημερολόγιό του. Σε κάποια χρονική στιγμή διέτρεξε το κείμενο και παρενέβαλε μία ή δύο παραπομπές, και πρέπει να άλλαξε την ημερομηνία της έκλειψης, η οποία πέφτει έξω κατά μία ή δύο ημέρες. Ως καλός Βενετός απεχθανόταν τους Γενοβέζους και χαιρόταν να αναφέρει ο,τιδήποτε συνέβαλε στη δυσφήμισή τους. Ήταν όμως λιγότερο εχθρικός προς τους Έλληνες από τους περισσότερους Δυτικούς. Χάρη σ' αυτόν γνωρίζουμε τη χρονολογική διαδοχή των γεγονότων .
Η επόμενη κατά τη σημασία είναι η αναφορά που κατέγραψε ο ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΤΗΣ ΧΙΟΥ, ο αρχιεπίσκοπος της Λέσβου, ο οποίος έγραψε στη Χίο περίπου έξι εβδομάδες μετά την πτώση της πόλης. Η μνήμη του ήταν ακόμη νωπή και η έκθεσή του είναι ζωηρή και πειστική, στο βαθμό στον οποίο θυμόμαστε την έχθρα του για όλους τους Έλληνες. Θεωρούσε ακόμη και τον αυτοκράτορα πολύ συγκαταβατικό και υπαινίχθηκε ότι ο ανώτερός του, ο καρδινάλιος Ισίδωρος, ήταν κάπως υπερβολικά αδύναμος. Παράλληλα δεν υπήρξε λιγότερο επικριτικός για τους συμπατριώτες του Γενοβέζους και έτεινε να κατηγορεί τον Τζιουστινιάνι για την εγκατάλειψη της θέσης του. Ήταν ένας σκληρός άνθρωπος, με τάση αυτοεπιβεβαίωσης, αλλά καλός ρεπόρτερ .
Οι επιστολές του καρδιναλίου ΙΣΙΔΩΡΟΥ προς τον πάπα και όλους τους πιστούς είναι σύντομες και μας λένε λίγα, αλλά έχουν γραφτεί με κύρος .
Η αναφορά που έγραψε λίγες ημέρες μετά την άλωση της πόλης ο Άντζελο Τζιοβάννι ΛΟΜΕΛΛΙΝΟ, ο ποντεστά του Πέραν, για να τη στείλει στη γενοβέζικη κυβέρνηση είναι πολύτιμη, όχι μόνο για την περιγραφή της τύχης της πόλης του, αλλά και για τις απόψεις του σχετικά με την τύχη της Κωνσταντινούπολης. Ο Λομελλίνο δηλώνει ότι οι Γενοβέζοι του Πέραν πήγαν να πολεμήσουν στα τείχη σε μεγάλους αριθμούς, γνωρίζοντας ότι εάν έπεφτε η Κωνσταντινούπολη, το Πέραν δεν θα μπορούσε να επιβιώσει .
Μία σύντομη περιγραφή από τον ηγούμενο των Φραγκισκανών στην πόλη δεν λέει πολλά, με εξαίρεση τη λεηλασία.
Άλλοι Δυτικοί που ήταν παρόντες στην πολιορκία και έγραψαν τις εκθέσεις τους ήταν ο Φλωρεντινός στρατιώτης ΤΕΤΑΛΝΤΙ, ο Γενοβέζος ΜΟΝΤΑΛΝΤΟ, ο Χριστόφορος ΡΙΚΚΕΡΙΟ, και ο λόγιος από τη Μπρέσια Ουμπερτίνο ΠΟΥΣΚΟΥΛΟΥΣ. Από αυτές η πιο χρήσιμη είναι η έκθεση του Τετάλντι. Γράφτηκε για να σταλεί στον καρδινάλιο της Αβινιόν, Αλαίν ντε Κετιβύ, και δίνει ορισμένες λεπτομέρειες που δεν ανευρίσκονται αλλού. Ο Τετάλντι αντιμετώπισε δίκαια τόσο τους Βενετούς όσο και τους Γενοβέζους και παραδέχθηκε ότι οι Έλληνες πολέμησαν καλά. Ο Μοντάλντο επίσης παραθέτει μερικές πρόσθετες λεπτομέρειες, όπως και ο Ρικκέριο στη ζωηρή έκθεσή του. Ο Πούσκουλους, που έγραψε τη δική του ιστορία σε περισπούδαστους στίχους μετά από πολλά χρόνια, είναι λίγο ανακριβής σχετικά με τον πραγματικό αγώνα, στον οποίο ίσως δεν έλαβε μέρος προσωπικά, και παρουσιάζει περισσότερο ενδιαφέρον σχετικά με γεγονότα που προηγήθηκαν της πολιορκίας. Απεχθανόταν τους Έλληνες.
Χρήσιμες πληροφορίες μπορούν να εξαχθούν από το Φλωρεντινό Αντρέα ΤΣΑΜΠΙΝΙ. Για το έργο του σχετικά με την οθωμανική ιστορία, που γράφτηκε περί τα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα, φαίνεται ότι συμβουλεύθηκε επιζήσαντες από την πολιορκία. Ο ΖΟΡΖΙ ΝΤΟΛΦΙΝ, του οποίου το σύντομο έργο βασίζεται στην αναφορά του Λεονάρδου της Χίου, επίσης έλαβε πρόσθετες πληροφορίες από επιζήσαντες. Η τουρκική ιστορία που γράφτηκε από τον Έλληνα πρόσφυγα Καντακουζηνό ΣΠΑΝΤΟΥΤΖΙΝΟ επαναλαμβάνει περιγραφές της λεηλασίας της πόλης από αυτόπτες μάρτυρες .
4. Τουρκικές. Οι τουρκικές πηγές για την πολιορκία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης είναι περίεργα απογοητευτικές. Θα περίμενε κανείς αυτό το πιο αξιόλογο επίτευγμα του σπουδαιότερου Οθωμανού σουλτάνου να έχει καταγραφεί πλήρως από Οθωμανούς ιστορικούς και χρονογράφους. Όπως έχει η υπόθεση, όλοι αφηγούνται την κατασκευή του κάστρου στο Ρούμελι Χισάρ, αλλά από τις επιχειρήσεις της πολιορκίας τους ενδιαφέρουν μόνο το χερσαίο ταξίδι του τουρκικού στόλου και η τελική επίθεση. Από την άλλη πλευρά ενδιαφέρονται έντονα για τις ραδιουργίες και την πολιτική της σουλτανικής Αυλής. Ο ΑΣΙΚ ΠΑΣΑ ΖΑΝΤΕ, που έγραψε αμέσως μετά το τέλος της βασιλείας του Μωάμεθ Β', είναι έντονα εχθρικός προς τον Χαλήλ πασά, όπως ήταν και οι σύγχρονοί του ΤΟΥΡΣΟΥΝ ΜΠΕΗΣ και ΝΕΣΡΙ. Στους επαίνους τους για το σουλτάνο που βασίλευε, τον Βαγιαζήτ Β', τείνουν κάπως να δυσφημούν τον Μωάμεθ Β' προς χάρη των συμβούλων του, όπως ο Μαχμούτ. Παρά ταύτα οι εκθέσεις τους είναι πολύτιμες επειδή παρουσιάζουν το πολιτικό κλίμα μεταξύ των Τούρκων. Ο πρώτος Τούρκος ιστορικός που δίνει την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται για την ιστορία της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης είναι ο ΣΑΝΤΕΝΤΙΝ, που έγραψε στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα, αλλά, ως συνήθως με τους μωαμεθανούς ιστορικούς, επαναλαμβάνει, ακόμη και αντιγράφει, τις αφηγήσεις προγενέστερων ιστορικών. Η έκθεσή του για την πολιορκία συμφωνεί με εκείνη των Ελλήνων ιστορικών .
Στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα στην ιστορία είχε αρχίσει να παρεισφρύει η φαντασία. Ο ΕΒΛΙΓΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΙ, που την αφηγείται και πάλι αναλυτικά, ισχυριζόμενος ότι έλαβε όλες τις πληροφορίες γι' αυτήν από τον παπού του, παραθέτει έναν αριθμό από εντυπωσιακές λεπτομέρειες, περιλαμβανομένης μιας μεγάλης ιστορίας σχετικά με μια πριγκίπισσα της Γαλλίας η οποία επρόκειτο να γίνει σύζυγος του Κωνσταντίνου αλλά αιχμαλωτίστηκε από το σουλτάνο. Ενδεχομένως πήρε αυτή τη λεπτομέρεια από Έλληνες γνωστούς που του διηγούνταν την άλωση της πόλης το 1204 και η πριγκίπισσα ήταν στην πραγματικότητα η αυτοκράτειρα Αγνή, η κόρη του Λουδοβίκου Ζ' της Γαλλίας και χήρα των Αλεξίου Β' και Ανδρόνικου Α'. Σε κάθε περίπτωση φαίνεται ότι στηρίχθηκε περισσότερο σε κουτσομπολιά και φήμες και όχι σε προγενέστερες γραπτές πηγές .
Οι μεταγενέστερες τουρκικές πηγές απλά αναπαράγουν τα έργα των προγενεστέρων.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β'
Oι εκκλησίες της Κωνσταντινούπολης μετά την άλωση
Σύμφωνα με μία πάγια καθιερωμένη μωαμεθανική παράδοση οι κάτοικοι μιας κατακτημένης χριστιανικής πόλης η οποία είχε αρνηθεί να παραδοθεί έχαναν την προσωπική τους ελευθερία και τους χώρους της λατρείας τους, και στους κατακτητές στρατιώτες δίνονταν τρεις ημέρες απεριόριστης λεηλασίας. Όλοι οι ιστορικοί της άλωσης της Κωνσταντινούπολης διηγούνται τη λεηλασία των εκκλησιών της πόλης. Αναμφισβήτητα λεηλατήθηκαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια. Αλλά ως πραγματικό γεγονός γνωρίζουμε από σύγχρονες γραπτές πηγές για τη λεηλασία μόνο τεσσάρων εκκλησιών, της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Ιωάννη στην Πέτρα και της εκκλησίας της Χώρας, κοντά στο ρήγμα των χερσαίων τειχών, και της Αγίας Θεοδοσίας, κοντά στον Κεράτιο . Αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν ότι η τριπλή εκκλησία του Παντοκράτορα λεηλατήθηκε, και αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι ο Γεννάδιος, ο οποίος ήταν μοναχός στο μοναστήρι που ήταν προσκολλημένο σ' αυτήν, αιχμαλωτίστηκε. Η Αγία Σοφία μετατράπηκε αμέσως σε τζαμί. Οι υπόλοιπες παρέμειναν για κάποιο διάστημα άδειες και μισοερειπωμένες και μετατράπηκαν αργότερα. Υπάρχουν ακόμη αρκετές άλλες εκκλησίες για τις οποίες γνωρίζουμε ότι ήταν σε χρήση στα χρόνια πριν από την πτώση της πόλης, αλλά για τις οποίες δεν διαθέτουμε μεταγενέστερες μαρτυρίες. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι λεηλατήθηκαν και εγκαταλείφθηκαν. Σ' αυτές περιλαμβάνονταν οι εκκλησίες στην περιοχή του παλαιού αυτοκρατορικού παλατιού και γύρω από την ακρόπολη, όπως η Νέα Βασιλική του Βασιλείου Α', ή ο Άγιος Γεώργιος των Μαγγάνων . Αλλά η ιστορία των επομένων ετών δείχνει ότι ένας αριθμός εκκλησιών παρέμεινε σε χριστιανικά χέρια και αυτές φαίνεται ότι έμειναν άθικτες. Η μεγάλη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων, δεύτερη σε μέγεθος και φήμη μόνο ως προς την Αγία Σοφία, παραδόθηκε από το σουλτάνο στον πατριάρχη Γεννάδιο για δική του χρήση, με τα κειμήλιά της ακέραια, αφού μπόρεσε να τα πάρει μαζί του όταν εγκατέλειψε εκούσια το κτίριο λίγους μήνες αργότερα. Η εκκλησία της Παμμακάριστου, στην οποία μετακινήθηκε στη συνέχεια, λειτουργούσε ως εκκλησία γυναικείας μονής, η οποία είχε παραμείνει ανενόχλητη. Όταν την παρέλαβε μπόρεσε να μετακινήσει τις καλόγριες με τα ιερά τους κειμήλια στην κοντινή εκκλησία και μονή του Αγίου Ιωάννη στον Τρούλλο . Όχι πολύ μακρυά, στις παρυφές της συνοικίας των Βλαχερνών, η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου Καναβού έμεινε άθικτη. Σε ένα άλλο σημείο της πόλης η εκκλησία της Περιβλέπτου στα Ψαμμαθεία παρέμεινε ελληνική μέχρι τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, όταν ο σουλτάνος Ιμπραήμ την έδωσε στους Αρμενίους για να ευχαριστήσει την Αρμένισσα ευνοούμενή του, μια εύσωμη κυρία γνωστή ως Σεκέρπαρτσε, ή «κομμάτι ζάχαρης». Ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών, εκεί κοντά, ήταν άθικτος. Οι εκκλησίες του Λιβός, του Αγίου Ιωάννη στο Στούδιον και του Αγίου Ανδρέα εν Κρίσει φαίνεται ότι παρέμειναν σε χριστιανική χρήση μέχρις ότου μετατράπηκαν σε τζαμιά σε μεταγενέστερες βασιλείες. Η εκκλησία της γυναικείας μονής του Μυρελαίου φαίνεται ότι εξακολουθούσε να παραμένει εκκλησία μέχρι τα τέλη του δέκατου πέμπτου αιώνα . Περίπου την ίδια περίοδο μια εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή εγκαταλείφθηκε επειδή θεωρήθηκε ότι βρισκόταν πολύ κοντά σε ένα τζαμί που είχε ανεγερθεί πρόσφατα .
Πώς συνέβη αυτές οι εκκλησίες να μπορέσουν να διατηρηθούν; Το ερώτημα επρόκειτο να προβληματίσει σύντομα τους Τούρκους. Το 1490 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Β' απαίτησε την παράδοση της πατριαρχικής εκκλησίας, της Παμμακαρίστου. Ο πατριάρχης, ο Διονύσιος Α', κατόρθωσε να αποδείξει ότι ο Μωάμεθ Β' είχε παραχωρήσει οριστικά την εκκλησία στο πατριαρχείο. Ο σουλτάνος υποχώρησε, αφού διέταξε να αφαιρεθεί ο σταυρός στην κορυφή του τρούλλου, αλλά αρνήθηκε να απαγορεύσει στους αξιωματούχους του να καταλάβουν άλλες εκκλησίες .
Περίπου τριάντα χρόνια αργότερα ο σουλτάνος Σελήμ Α', που αντιπαθούσε το Χριστιανισμό, ανέφερε στον τρομοκρατημένο βεζίρη του ότι όλοι οι Χριστιανοί έπρεπε να προσηλυτιστούν δια της βίας στο Ισλάμ. Όταν του είπαν ότι αυτό δεν ήταν εφαρμόσιμο, διέταξε τουλάχιστον όλες οι εκκλησίες τους να κατασχεθούν. Ο βεζίρης προειδοποίησε τον πατριάρχη Θεόληπτο Α', ο οποίος, χάρη σ' έναν έξυπνο δικηγόρο, ονόματι Ξενάκη, κατόρθωσε να φέρει ενώπιον του σουλτάνου τρεις γενιτσάρους, καθέναν τους περίπου εκατό ετών. Ο Θεόληπτος παραδέχθηκε ότι δεν διέθετε γραπτό φιρμάνι για την προστασία των εκκλησιών, καθώς είχε καεί σε μια πυρκαγιά στο πατριαρχείο. Οι τρεις όμως γενίτσαροι που τρέκλιζαν ορκίστηκαν στο Κοράνι ότι βρίσκονταν στη σωματοφυλακή του Πορθητή σουλτάνου όταν περίμενε να εισέλθει θριαμβευτικά στην πόλη, και είχαν δει έναν αριθμό προκρίτων από διάφορα μέρη της πόλης να έρχονται σ' αυτόν φέρνοντας τα κλειδιά των συνοικιών τους ως σύμβολα παράδοσης. Γι' αυτό το λόγο ο Μωάμεθ τους είχε επιτρέψει να κρατήσουν τις εκκλησίες τους. Ο σουλτάνος Σελήμ δέχθηκε αυτές τις αποδείξεις, επιτρέποντας ακόμη στους Χριστιανούς να ξανανοίξουν δύο ή τρεις εκκλησίες (τα ονόματά τους δεν παραδίδονται) τις οποίες είχαν κλείσει οι αξιωματούχοι του .
Το ζήτημα εγέρθηκε και πάλι το 1537, από το Σουλεϊμάν το Μεγαλοπρεπή. Ο πατριάρχης Ιερεμίας Α' παρέπεμψε τότε το σουλτάνο στις αποφάσεις του Σελήμ Α'. Ο Σουλεϊμάν συμβουλεύθηκε τον Σεϊχ-ουλ-Ισλάμ, την ανώτερη μουσουλμανική νομική αυθεντία. Ο σεΐχης διακήρυξε ότι: «απ' όσο είναι γνωστό η πόλη κατακτήθηκε δια της βίας. Αλλά το γεγονός ότι στους Χριστιανούς αφέθηκαν οι εκκλησίες τους αποδεικνύει ότι παραδόθηκε με συνθηκολόγηση». Ο Σουλεϊμάν, που ήταν ο ίδιος καλός νομικός, δέχθηκε αυτή τη γνωμάτευση, και για μία ακόμη φορά οι εκκλησίες αφέθηκαν στην ησυχία τους .
Μεταγενέστεροι σουλτάνοι ήταν λιγότερο ενδοτικοί. Το 1586 ο Μουράτ Γ' προσάρτησε την Παμμακάριστο και τον δέκατο όγδοο αιώνα παρέμεναν στα χέρια των Χριστιανών μόνο τρεις εκκλησίες πριν από την άλωση: ο Άγιος Γεώργιος των Κυπαρισσιών και ο Άγιος Δημήτριος Καναβού, η πρώτη από τις οποίες επρόκειτο σύντομα να καταστραφεί από σεισμό και η δεύτερη σύντομα από φωτιά , και η Παναγία των Μογγόλων, η οποία ενδέχεται να είχε προσαρτηθεί την εποχή της κατάκτησης, αλλά δόθηκε από τον Πορθητή σουλτάνο στον Έλληνα αρχιτέκτονά του, Χριστόδουλο, ο οποίος την παρέδωσε στις εκκλησιαστικές αρχές. Όταν την εποχή του Αχμέτ Γ' οι Τούρκοι προσπάθησαν να την προσαρτήσουν, ο δικηγόρος του πατριάρχη, ο Δημήτριος Καντεμίρ, κατόρθωσε να δείξει στο βεζίρη, τον Αλή Κιοπρουλή, το φιρμάνι που την παραχωρούσε στο Χριστόδουλο . Εξακολουθεί να παραμένει εκκλησία, αν και έπαθε ζημιές κατά τις ανθελληνικές ταραχές του 1955.
Σε ποιο βαθμό μπορεί να θεωρείται αυθεντική η μαρτυρία των ηλικιωμένων γενιτσάρων του πατριάρχη κατά τη βασιλεία του Σελήμ; Ο Δημήτριος Καντεμίρ, ένας Έλληνας με ταταρικό αίμα και άνδρας με τεράστια μόρφωση, έγραψε στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα μία Ιστορία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ένα έργο εξαιρετικής σημασίας, καθώς χρησιμοποίησε κυρίως τουρκικές πηγές, αν και στην πραγματικότητα σπάνια τις κατονομάζει. Σ' αυτό το βιβλίο προβάλλει τη θεωρία ότι η Κωνσταντινούπολη στην πραγματικότητα συνθηκολόγησε, αλλά ενώ οι αντιπρόσωποι του αυτοκράτορα συνόδευαν εκείνους του σουλτάνου στην πόλη, οι Χριστιανοί παρερμήνευσαν την κατάσταση και τους πυροβόλησαν. Έτσι οι εξαγριωμένοι Τούρκοι επιτέθηκαν στα τείχη. Γι' αυτό το λόγο ο σουλτάνος αποφάσισε ότι καθώς η πόλη είχε μισο-συνθηκολογήσει, οι Χριστιανοί μπορούσαν να κρατήσουν τις εκκλησίες τους στη μισή πόλη, στο μισό που εκτεινόταν από το Ακσεράι (το Φόρο του Ταύρου) μέχρι τα τείχη. Η ιστορία αποτελεί προφανώς επινόηση. Ο Καντεμίρ δηλώνει ότι την παρέλαβε από μια τουρκική πηγή, από τον ιστορικό Αλή. Στην πραγματικότητα παρετίθετο στην Πατριαρχική Ιστορία, η οποία είχε γραφεί έναν αιώνα νωρίτερα, αλλά ο συγγραφέας φαίνεται να αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά της. Πιθανόν αποτελεί απόπειρα μερικών Τούρκων να εξηγήσουν γιατί οι Χριστιανοί είχαν διατηρήσει μερικές εκκλησίες. Η ιστορία εμφανίζεται στα έργα κάποιου Χουσεΐν Χεζαρφέν, λίγο παλαιότερου σύγχρονου του Καντεμίρ, αλλά δεν είναι γνωστό κατά πόσο την επινόησε ή την παρέλαβε από κάποια πηγή γνωστή και στους δύο τους .
Αν και η ιστορία μπορεί να είναι παράλογη, ο παραλογισμός της δεν ακυρώνει την ιστορία των γέρων γενιτσάρων. Είναι απαραίτητο να θυμόμαστε την κατάσταση της Κωνσταντινούπολης εκείνη την περίοδο. Δεν ήταν σαν μία σημερινή πόλη, ένα συμπαγές σύνολο σπιτιών. Ακόμη και κατά τις ημέρες της μεγαλύτερης ευημερίας του Βυζαντίου οι διάφορες συνοικίες διαχωρίζονταν από πάρκα και περιβόλια. Το 1453, με τον πληθυσμό της λιγότερο του ενός δεκάτου απ' όσο είχε τον δωδέκατο αιώνα, η πόλη ήταν πλέον ένα σύνολο χωριών, πολλά από τα οποία πρέπει να βρίσκονταν σε αρκετή απόσταση από τα γειτονικά τους. Καθένα πιθανόν περιβαλλόταν από το δικό του φράχτη. Η συνοικία του Πετρίου περιβαλλόταν από πολύ καιρό από ένα ιδιαίτερο τείχος. Θα ήταν απόλυτα δυνατό, όταν διαδόθηκαν τα νέα ότι τα τείχη είχαν διασπασθεί, οι πρόκριτοι μερικών από αυτά τα χωριά να παραδοθούν αμέσως στους Τούρκους που έκαναν επίθεση επιτόπου. Όλα είχαν χαθεί και η περαιτέρω αντίσταση δεν είχε νόημα. Ο επιτόπου διοικητής των Τούρκων θα έστελνε τους προκρίτους με ασφαλή συνοδεία στο σουλτάνο για να ανακοινώσουν στο σουλτάνο την παράδοση, καθώς περίμενε κοντά στα τείχη. Ο Μωάμεθ είχε κρατήσει μερικά από τα έμπιστα στρατεύματά του πίσω για να χρησιμοποιηθούν ως στρατιωτική αστυνομία, και αναμφίβολα θα έστειλε μερικά από αυτά για να προστατεύσουν τα χωριά που είχαν παραδοθεί από τη λεηλασία. Όσα ανέφεραν οι γενίτσαροι ήταν στην πραγματικότητα αλήθεια.
Υπάρχουν μαρτυρίες που ενισχύουν αυτή την εκτίμηση. Στις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα ο Εβλιγιά Τσελεμπί παρατήρησε ότι ορισμένοι ψαράδες του Πετρίου ήταν «απόγονοι των Ελλήνων που άνοιξαν τις πύλες του Πετρίου στο Μωάμεθ Β'», και «είναι απαλλαγμένοι ακόμη και σήμερα από κάθε είδους υποχρεώσεις, και δεν πληρώνουν τη δεκάτη στον επιθεωρητή της αλιείας» . Το δέκατο όγδοο αιώνα ο Άγγλος περιηγητής Τζέημς Ντάλλαγουεη παρατήρησε μία παράδοση, σύμφωνα με την οποία, «ενώ ο γενναίος Κωνσταντίνος υπερασπιζόταν την πύλη του Αγίου Ρωμανού σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια, άλλοι πολιορκημένοι, είτε από δειλία, είτε από απόγνωση, συνθηκολόγησαν με τους κατακτητές και τους άνοιξαν τις πύλες του Φαναριού για να μπουν. Με αφορμή εκείνη την περίσταση έλαβαν από το Μωάμεθ Β' τη γειτονική συνοικία, μαζί με ορισμένα προνόμια . Εάν παρατηρήσουμε ποιες ήταν οι εκκλησίες που επέζησαν από την άλωση της πόλης, διαπιστώνουμε ότι βρίσκονταν όλες (με μία εξαίρεση) είτε στη συνοικία του Πετρίου και του Φαναριού, είτε στα Ψαμμαθεία, κατά μήκος των νοτιοδυτικών κράσπεδων της πόλης. Συνεπώς είναι θεμιτό να υποθέσουμε ότι αυτές οι συνοικίες πράγματι παραδόθηκαν έγκαιρα διατηρώντας έτσι τους χώρους λατρείας τους. Κατά πόσο οι κάτοικοι διατήρησαν επιπλέον τα σπίτια και την προσωπική τους ελευθερία είναι λιγότερο βέβαιο. Η περιγραφή από τον Κριτόβουλο της πόλης μετά τη λεηλασία αφήνει να εννοηθεί ότι καταστράφηκε εξ ολοκλήρου και ότι όλος ο επιζών πληθυσμός σκλαβώθηκε. Η Κωνσταντινούπολη όμως κάλυπτε μεγάλη έκταση. Η ασυλία μερικών απόκεντρων περιοχών ενδέχεται να πέρασε απαρατήρητη. Οπωσδήποτε φαίνεται ότι στην πόλη υπήρχαν πολίτες που ήταν σε θέση να εξαγοράσουν μερικούς από τους αιχμαλώτους.
Ο σουλτάνος δεν επιθυμούσε να κληρονομήσει μια εντελώς ερειπωμένη πόλη και, όπως επρόκειτο να αποδείξει, ανυπομονούσε να εμφανιστεί εξίσου ως αυτοκράτορας των Ελλήνων όσο και σουλτάνος των Τούρκων. Θα τον εξυπηρετούσε να κρατήσει μερικές συνοικίες για τους μελλοντικούς Έλληνες υπηκόους του και να τους αφήσει να διατηρήσουν τις εκκλησίες τους εκεί. Η έγκαιρη παράδοση μερικών χωριών πίσω από τα τείχη θα ήταν βολική. Αυτό ίσως εξηγεί επιπλέον την τύχη της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων. Αυτό το μεγάλο οικοδόμημα υψωνόταν δίπλα στον κύριο δρόμο που οδηγούσε από το τμήμα των τειχών μέσω του οποίου οι Τούρκοι είχαν μπει για πρώτη φορά στην πόλη προς την Αγία Σοφία και την περιοχή του Ιπποδρόμου και του παλαιού παλατιού. Από μπροστά της πρέπει να πέρασαν αναρίθμητοι από τους θριαμβευτές στρατιώτες, και φαίνεται απίστευτο ότι δεν μπήκαν μέσα και δεν την λεηλάτησαν, εκτός εάν παρεμποδίστηκαν δια της βίας. Συνεπώς ο Μωάμεθ πρέπει να είχε στείλει ειδικούς φρουρούς για να τη διασώσει. Δεν μπορεί κανείς παρά να υποθέσει πως είχε ήδη αποφασίσει ότι, αν και η Αγία Σοφία, ως επίσημη μητρόπολη της αυτοκρατορίας, θα έπρεπε να μετατραπεί σε τζαμί, για να αποδείξει ότι οι Τούρκοι ήταν πλέον η αυτοκρατορική εξουσία, οι Έλληνες, ως ο δεύτερος λαός της αυτοκρατορίας του, θα μπορούσαν να διατηρήσουν τη δεύτερη μεγάλη εκκλησία. Φαίνεται ότι την παραχώρησε χωρίς δισταγμό στον πατριάρχη μέσα σε μερικές ημέρες από την άλωση της πόλης. Το γεγονός ότι αργότερα ο πατριάρχης την εγκατέλειψε με τη θέλησή του είναι άσχετο .
Έτσι, αν και η ιστορία του Καντεμίρ για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης είναι σαφώς φανταστική, οι δικηγόροι του σουλτάνου Σουλεϊμάν δεν ήταν γελοίοι όταν γνωμάτευσαν ότι η πόλη είχε ταυτόχρονα καταληφθεί εξ εφόδου και παραδοθεί.
Συντομογραφίες
CSHB: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Βόννη, 1828-1897.
MPG: Migne, Patrologia Graeco-Latina, Παρίσι, 1859-1866. Muratori, R.I.Ss: Muratori, Rerum Italicarum Scriptores, Μιλάνο, 1723-1751.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ι. ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΠΗΓΩΝ
Ellissen, Α. Analekten der mittel - und neugriechischen Literatur, 5 τ., Λειψία, 1855-62.
Giese, F. Die altosmanischen anonymen Chroniken, Μπρεσλάου, 1922.
Jorga, N. Notes et extraits pour servir à l'Histoire des Croisades au XVe. siècle, 6 τ., Παρίσι - Βουκουρέστι, 1899-1916.
Khitrowo, Β. de. Itinéraires russes en Orient, Société de l'Orient latin, série géographique 5, Γενεύη, 1889.
Krekic, B. Regestes des archives de Raguse, in Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen age. Βλ. βιβλιογραφία III.
Λάμπρος Σ. Π. Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά, 4 τ., Αθήνα, 1912-30.
Legrand, Ε. Recueil de chansons populaires grecques, Παρίσι, 1874.
Leunclavius (Löwenklaw), J. Annales Sultanorum Othmanidarum, Φρανκφούρτη, 1588.
Leunclavius (Löwenklaw), J. Historiae Musulmanae Turcorum, Φρανκφούρτη, 1591.
Martene, Ε. και Durand, U. Thesaurus novus anecdotorum, 5 τ., Παρίσι, 1717.
MIGNE, J. P. Patrologiae cursus completus. Series Graeco-Latina, 167 τ., Παρίσι, 1857-76.
Müller, C. Fragmenta historicorum Graecorum, 5 τ., Παρίσι, 1878-85.
Muratori, L. A. Rerum Italicarum scriptores, 25 τ., Μιλάνο, 1723-51.
Notices et extraits des manuscripts de la Bibliothèque du Roi (la Bibliothèque Nationale). Παρίσι, 1877 κ. εξ.
Raynaldi, Ο. Annales ecclesiastici, συνέχεια του Baronius, Annales Ecclesiastici, 15 τ., Λούκκα, 1747-56.
Sansovino, F. Historia universale dell' origine et imperio de' Turchi, 3 τ., Βενετία, 1646.
Σαθας Κ. Ν. Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, 7 τ., Αθήνα, 1872-94.
Thiriet, F. Régestes de deliberations du Senat de Venise concernant la Romanie, 3 τ., Παρίσι-Χάγη, 1959-61.
II. ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
Αβρααμ της Άγκυρας. Mélodie Elégiaque sur le prise de Stambol (μτφρ. M. Brosset, στο Lebeau, Histoire du Bas-Empire, Επιμ. Saint-Martin, xxi, 1836). Βλ. Βιβλιογραφία, μέρος III, πιό κάτω.
Αδάμ της Ουσκ. Chronicon (επιμ. Ε. Μ. Thompson), Λονδίνο, 1904.
Αλέξανδρος, γραφέας. Voyage à Constantinople (1393), στο Khitrovo, Itinéraires russes en Orient.
Ali, Konh-ul-Akhbar. 4 τ., Κωνσταντινούπολη, A. H. 1284, 1867. Άλωσις της Κορδύλης, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 51. Άλωσις της Τραπεζούντος, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 49.
Αναγνώστης Ιωάννης. De Thessalonicensi excidio narratio. Βλ. πιο κάτω, Φραντζής.
'Anonymous Giese'. Tarih Ali Osman, στο Giese, Die altosmanischen anonymen Chroniken.
Ashikrashazade (Derwisch Ahmed, genannt 'Asik-Pasa-Sohn). Von Histenzelt zur Hohen Pforte, extracted from Tarih Ali Osman (επιμ. και μτφρ. R. F. Kreutel), Γκράτς, 1959.
Barbaro, Ν. Giornale dell' assedio di Constantinopoli (επιμ. Ε. Cornet), Βιέννη, 1856.
Bartholomaeus de Jano. Epistola de Crudelitate Turcorum. (M.P.G., CLVIII, 1866).
Bartholomaeus della Pugliola. Historia miscella Bononiensis. (Muratori, R.I.Ss., XVIII, 1731).
Βησσαρίων, Καρδινάλιος. Επιστολή στο δόγη της Βενετίας, στο Jorga, Notes et Extraits, II 1899.
Κάλλιστος, Ανδρόνικος. Monodia de Constantinopoli Capta. (M.P.G., CLXI, 1886).
Καμαριωτης, Ματθαίος. De Constantinopoli capta narratio lamentabilis. (M.P.G., CLX, 1866).
Cambini, A. Della origine de Turchi et Imperio delli Ottomanni, Φλωρεντία, 1537.
Κανανος, Ιωάννης. De Constantinopoli Oppugnata. Βλ. Φραντζής, πιο κάτω.
Καντακουζηνός, Ιωάννης. Historia (επιμ. L. Schopen, CS.H.B., 1828-1832).
Χαλκοκονδύλης, Λαονικος. De Origine ac rebus gestis Turcorum (επιμ. E.Bekker, C.S.H.B., 1843).
Chronica Minora (Βραχέα Χρονικά) (επιμ. Σ. Λάμπρος), Αθήνα, 1932.
Chronicon Estense. (Muratori, R.I.Ss., XV, 1729).
Χρονικόν περί των Τούρκων Σουλτάνων (επιμ. Γ. Τ. Ζώρας), Αθήνα, 1958.
Clavijo, R. Gonzales de. Diary (μτφρ. G. Le Strange), Λονδίνο, 1928.
Κριτοβουλος. De rebus gestis Mechemetis, Müller, Fragmenta historicorum, V. 1883, επίσης, Kritovoulos, History of Mehmed the Conqueror (μτφρ. C. T. Riggs). Πρίνστον, 1954.
Description de Constantinople (1424-53), στο Khitrowo, Itinéraires russes en Orient.
Dolfin, Zorzi. Assedio e presa di Constantinopoli neIl' anno 1453 (επιμ. G. M. Thomas), Μόναχο, 1868.
Δούκας, Μιχαήλ (;). Historia Turco-Byzantina (επιμ. V. Grecu), Βουκουρέστι, 1948, επίσης επιμ. Becker, C.S.H.B., 1834.
Ecthesis Chronica (επιμ. Σ. Λάμπρου), Λονδίνο, 1902.
Ευγενικός, Ιωάννης. Varia, στο Λάμπρο, Παλαιολόγεια και Πελοποννησιακά I, 1912.
Evliya Chelebi. Seyahatname, Narrative of Travels, μτφρ. J. von Hammer (2 τ.), Λονδίνο, 1834. Επίσης αποσπάσματα στο Turkova, 'Le siège de Constantinople'. Βλ. βιβλιογραφία III, πιο κάτω.
Filelfo (Philelphus), F. Cent-dix lettres grecques de François Philelfe (επιμ. Ε. Legrand), Παρίσι, 1892.
Filelfo (Philelphus), F. Επιστολή στο βασιλιά της Γαλλίας, στο Jorga, Notes et Extraits.
Φραγκιςκανοι,. Ηγούμενός τους. Rapporte (Muratori, R.I.Ss., XVIII, 1731).
Φρειδερίκος Γ', Αυτοκράτορας. Επιστολές στο σουλτάνο, στο Jorga, Notes et Extraits, II, 1899.
Γεννάδιος, Γεώργιος Σχολαριος. Oeuvres complètes de Gennade Scholarios (επιμ. L. Petix, X. A. Sidéridès και M. Jugie, 8 τ.) Παρίσι, 1928-1936.
Ιεραξ. Chronicon, στο Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, Ι, 1872.
Historia Politica et Patriarchica Constantinopoleos (επιμ. Ε. Bekker, C.S.Η.Β., 1849).
Ibn Battuta. Voyages (επιμ. C. Defrémery και Β. R. Sanguinetti, 4 t.). Παρίσι, 1893.
Ισίδωρος της Ρωσίας, Καρδινάλιος. Επιστολή στον πάπα Νικόλαο Ε' (M.P.G., CLIX, 1866). Επιστολή προς όλους τους πιστούς, στο Sansovino, Historia Universale, III.
La Marche, Olivier de. Mémoires (επιμ. H. Beaune και J. d' Arbaumont, 4 τ.), Παρίσι 1883-8.
Λεοναρδος της Χίου, Αρχιεπίσκοπος Μυτιλήνης. Epistola ad Papam Nicolaum V. (M.P.G., CLIX, 1866). Ιταλική εκδοχή στο Sansovino, Historie Universale, III.
Λεοναρδος της Χίου. De Lesbo a Turcis Capta (επιμ. C. Hopf). Ρέγκενσμπουργκ, 1866.
Montaldo, Α. de. Della Conquista di Constantinopoli per Maometto II (επιμ. C. Desimoni); Atti della Società Ligure de Storia Patria, Χ, Γένοβα 1874.
Nestor Iskander. The Tale of Tsargrad (σε παλαιά Σλαβονική) (επιμ. Archimandrite Leonid). Memoirs of Ancient Literature and Art, Society of Amateurs of Ancient Literarture. Αγ. Πετρούπολη, 1886.
Νοταράς Λουκάς. Epistolae (M.P.G., CLX).
Notitiae de Portis Constantinopolitanis (επιμ. Preger και Benescevic), B.Z., XXI, XXIII. 1921, 1923.
Φραντζής (Σφραντζης) Γεώργιος. Chronicon (επιμ. Ε. Bekker, C.S.H.B., 1838), περιλαμβάνει επίσης τον Αναγνώστη και τον Κανανό. Βλ. πιο πάνω.
Prus II, Πάπας, Opera Omnia. Βασιλεία, 1551.
Ποντεςτα του Πέραν. Epistola de excidio Constantinopolitano (επιμ. S. de Sacy). Notices et Extraits de la Bibliothèque du Roi, XI. 1827.
"Πολωνός Γενίτσαρος" (Μιχαήλ Κωνσταντίνοβιτς από την Οστρόβιτσα). Memoirs (σε παλαιά Σλαβονική) στο Α. Galezowsky, Zbior Pisarzow Polskieh, V, Βαρσοβία, 1929.
Pusculus, Ubertino. Constantinopoleos libri IV, στο Ellissen, Analekien der mittel - und neugriechischen Literatur, III, 1857.
RiccHERio, Cristoforo. La presa di Constantinopoli, στο Sansovino, Historie Universale, III.
Sa'ad ed-Din. The Capture of Constantinople from the Taj ut-Tevarikh (μτφρ. Ε. J. W. Gibb). Γλασκώβη, 1879.
Sanudo, M. Vitae Ducum Venetorum (Muratori, R.I.Ss., XXII, 1733).
Spandugino Cantacuzino, T. Discorso dell' origine de Principi Turchi, στο Sansovino, Historia Universale, II.
Taci Beyzade (Tag Beg-zäde Ca'fer Celebi). Fethnäme-i Istanbul, Revue Historique publiée par l' Institut d' histoire Ottomane, Κωνσταντινούπολη, 1913.
Tafur, Pero. Travels (επιμ. και μτφρ. Μ. Letts). Λονδίνο, 1926.
Σλαβικό Χρονικό (σε Παλαιά Σλαβονική) Conquest of Tsarigrad (επιμ. J. J. Sreznevsky), Δημοσιεύσεις της Ακαδημίας Επιστημών της Αγ. Πετρούπολης, 2ο τμήμα, Ι, Αγ. Πετρούπολη 1854. Ρωσική και Ρουμανική εκδοχή στο Jorga, 'Une source négliqée de la prise de Constantinople'. Βλ. βιβλιογραφία III, πιο κάτω.
'Terre Hodierne Grecorum et dominia secularia et spiritualia ipsorum' (ΕΠΙΜ. Σ. Λάμπρος) Νέος Ελληνομνήμων VII. Αθήνα 1910.
Tetaldi, Jacobo (Edaldy, Jacques). Informations envoyées tant par Francisco de Franc a Mgr. le Cardinal d' Anignon, que par Jehan Blanchin et Jacques Edaldy, marchant florentin, de la prise de Constantinople, à laquelle le dit Jacques estoit personellement, στο Martène and Durand, Thesaurus novus anecdotorum, I, 1717.
Θάνατος του Κωνσταντίνου Δράγαζη, στο Legrand, Recueil de chansons populaires grecques, no. 48.
Tursun Bey. Chronicle (επιμ. Mehmet Arif), Revue Historique publiée par l'institut d'Historie Ottomane, τμ. 26-38, Κωνσταντινούπολη, 1914-10.
Villalon, C. de. Viaje de Turquia (επιμ. A. G. Solalinde), 2 τ., Μαδρίτη, Βαρκελώνη, 1919.
III. ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΕΡΓΑ
Ahmed Muktar Pasha. The Conquest of Constantinople and the establishment of the Ottomans in Europe. Λονδίνο, 1902.
Alderson, A. D. The Structure of the Ottoman Dynasty. Οξφόρδη, 1956.
Αμαντος Κ. 'La prise de Constantinople', Le Cinq-Centième Anniversaire de la Prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα 1953.
Andreeva, M. 'Zur Reise Manuels II Palaiologos nach West-Europa', B.Z., xxxiv. 1934.
Argenti, P. The Occupation of Chios by the Genoese, 3 τ., Καίμπριτζ, 1958.
Atiya, A. S. The Crusade in the later Middle Ages. Λονδίνο, 1938.
Atiya, A. S. The Crusade of Nicopolis. Λονδίνο, 1934.
Babinger, F. Beitrage zur Frühgeschichte der Turkenherrschaft in Rumelien. Μπρουν-Μόναχο-Βιέννη, 1944.
Babinger, F. Die Geschichtsschreiber der Osmanen und ihre Werke. Λειψία, 1927.
Babinger, F. Mehmed der Eroberer und seine Zeit. Μόναχο, 1953.
Babinger, F. Article 'Orkhan', Encyclopaedia of Islam, III.
Babinger, F. "Von Amurath zu Amurath. Vor- und Nechspiel der Schlacht bei Varna', Oriens, III. Λέυντεν, 1950.
Bakalopulos, A. 'Les limites de l'Empire Byzantin depuis la fin du XlVe siècle jusqu'à sa chute', B.Z., LV, I. 1962.
Baudrillart, Vogt και Rouzies (επιμ., Dictionnaire d' histoire et de géographie ecclésiastique, Παρίσι, 1911) (σε εξέλιξη).
Beck, H. G. 'Humanismus und Palamismus', XII Congrès International des Études Byzantines, Rapports, III. Αχρίδα, 1961.
Beck, H. G. Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich. Μόναχο, 1959.
Beck, H. G. Theodores Metochites. Μόναχο, 1952.
Beckwith, J. The Art of Constantinople. Λονδίνο, 1962.
Berger de Xivrey, M. Mémoire sur la vie et les ouvrages de l' Empereur Manuel Paléologue. Παρίσι, 1861.
Birge, J. K. The Bektashi Order of Dervishes. Λονδίνο, 1937.
Bratianu, G. I. Études Byzantines, d'histoire économique et sociale, Παρίσι, 1938.
Brehier, L. Λήμμα 'Bessarion', στο Baudrillart, Dictionnaire d' histoire et de géographie ecclésiastique. Βλ. πιο πάνω.
Brehier, L. Le Monde Byzantin, I: Vie et mort de Byzance. Παρίσι, 1947.
Cahen, C. 'La campagne de Mantzikert d' après les sources mussulmanes', Byzantion, IX. Βρυξέλλες, 1934.
Cahen, C. 'The Mongols', στο History of the Crusades (επιμ. Setton), II. (Βλ. πιο κάτω).
Cahen, C. 'The Selchukid state of Rum' στο History of the Crusades (επιμ. Setton), Ι. (Βλ. πιο κάτω).
Cahen, C. 'The Turkish invasion: the Selchukids', στο History of the Crusades (επιμ. Setton), II. (Βλ. πιο κάτω).
Cambridge Medieval History, IV. The Eastern Roman Empire, 717-1453. Καίμπριτζ, 1923.
Cantemir, D. History of the Othman Empire (μτφρ. Ν. Tindal). Λονδίνο, 1734.
Charanis, P. 'The strife among the Palaeologi and the Ottoman Turks'. Byzantion, XVI, Ι. Βοστώνη, 1944.
Concasty, M. L. 'les "Informations" de Jacques Tedaldi', Byzantion, XXIV. Βρυξέλλες, 1954.
Csuday, F. Die Geschichten der Ungarn, Zool. Βερολίνο, 1899.
Cuspinian, J. De Turcarum origine. Λέυντεν, 1634.
Dalloway, J. Constantinople ancient and modem, Λονδίνο, 1797.
Delaville Le Roulx, J. La France en Orient au XIVe Siècle, 2 τ. Παρίσι, 1886.
Διαμαντόπουλος, Α. Ν. 'Γεννάδιος ο Σχολάριος ως ιστορική πηγή των περί την άλωσιν χρόνων', Ελληνικά, IX. Αθήνα, 1926.
Diehl, C. 'De quelques croyances byzantines sur la fin de Constantinople', B.Z., XXX. 1930.
Encyclopaedia of Islam (επιμ. Houtsman, Arnold και Basset), 4 τ. Λέυντεν - Λονδίνο, 1913-34.
Encyclopaedia of Islam (new edition, επιμ. Lewis, Pellat και Schacht). Λονδίνο, 1955 (σε εξέλιξη).
Finlay, G. A history of Greece (επιμ. Η. F. Tozer), III. Οξφόρδη, 1877.
Fuchs, F. Die höheren Schulen von Konstantinopel im Mittelalter, Byzantinische Archiv, VIII. Λειψία- Βερολίνο, 1926.
Gegaj, A. L'Albanie et l'invasion turque au XVe siècle Παρίσι, 1937.
Gibbon, E. Decline and Fall of the Roman Empire (επιμ. J. B. Bury), 7 τ., Λονδίνο. 1896-1900.
Gill, J. The Council of Florence, Καίμπριτζ 1959.
Grecu, V. 'La chute de Constantinople dans la littérature populaire roumaine'. Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953.
Grecu, V. 'Pour une meilleure connaissance de l'historien Doukas', Memorial Louis Petit. Βουκουρέστι, 1948.
Grunzweig, A. 'Philippe le Bon et Constantinople', Byzantion, XXIV. Βρυξέλλες, 1954.
Guilland, R. 'Les appels de Constantin XI Paleologue à Rome et à Venise pour sauver Constantinople', Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953.
Gyllius, P. De topographia Constantinopoleos. Λυών, 1561.
Halečki, O. 'Rome te Byzance au temps du grand schisme d' Occident', Collection Theologica, XVIII. Λβωφ, 1937.
Halečki, O. The Crusade of Varna. Ν. Υόρκη, 1943.
Halečki, O. Un Empereur de Byzance à Rome. Βαρσοβία, 1930.
Hammer-Purgstall, J. von. Geschichte des Osmanischen Reiches, 10 τ., Πέστη, 1827-1835.
Hasluck, F. W. Athos and its Monasteries, Λονδίνο, 1924.
Heyd, W. Histoire du commerce du Levant au moyen âge (νέα έκδοση), 2 τ. Λειψία, 1936.
Hill, G. A History of Cyprus, 3 τ., Καίμπριτζ, 1940-8.
Historians of the Middle East (επιμ. Β. Lewis και R. M. Holt), Λονδίνο, 1962.
History of the Crusades (επιμ.. R. M. Setton), Φιλαδέλφεια, 1955 κ.εξ.
Hopf, C. Geschichte Griechenlands von Beginn des Mittelaltes bis auf unserer Zeit, 2 τ., Λειψία, 1870-1.
Houtsma, Μ. Τ. Λήμμα, 'Tughrilbeg', Encyclopaedia of Islam, IV.
Huart, C. Λήμμα 'Janissaries', Encyclopaedia of Islam, II.
Huber, A. Geschichte Österreichs, 5 τ., Γκότα, 1885-96.
Υψηλάντης, Α. Κ. Τα μετά την άλωσιν (επιμ. Α. Γερμανός) Κωνσταντινούπολη, 1870.
Inalcik, Η. Λήμμα 'Bayazed I', Encyclopaedia of Islam (νέα έκδοση) Ι.
Inalcik, Η. Fatih Devri üzerinde tetikler ve vesikalar, Ι. Άγκυρα, 1954.
Inalcik, H. 'Mehmed the Conqueror (1432-1481) and his time', Speculum. ΧΧΧV. Καίμπριτζ, Μασσ., 1960.
Inalcik, Η. Ottoman methods of conquest', Studia Isleunica.ll. Παρίσι, 1954.
Janin, R. Constantinople Byzantine. La géographie ecclésiastique de l'empire byzantine, Pt. I, iii, Les églises et les monastères. Παρίσι, 1953.
JireCek, Κ. Geschichte der Serben, 2 τ. Γκότα, 1911-15.
Jorga, Ν. Byzance après Byzance. Βουκουρέστι, 1935.
Jorga, Ν. Geschichte des osmanischen Reiches, 2 τ. Γκότα, 1908-9.
Jorga, Ν. Histoire des Roumains, 4 τ. Βουκουρέστι, 1937.
Jorga, Ν. 'Une source négligée de ia prise de Constantinople', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XIII. Βουκουρέστι 1927.
Khairullah Effendi. Ta'rikh, Κωνσταντινούπολη, 1851.
Κολιας, Γ. 'Constantin Paleologue, le dernier défenseur de Constantinople,' Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα 1953.
KöprülU, M. F. Les origines de l'empire ottoman. Παρίσι, 1935.
Kramers, J. H. Λήμμα 'Othman I', Encyclopaedia of Islam, I.
Kramers, J. Η. Λήμμα 'Muhammad I', Encyclopaedia of Islam, III.
Kramers, J. H. Die Eroberung von Konstantinopel im 13 und 15 Jahrhunderts durch die Kreuzfahren, durch die nicaeischen Griechen und durch die Türken. Χάλλε 1870.
Krekic, B. Dubrovnik (Raguse) et le Levant au moyen âge. Παρίσι - Χάγη, 1961.
Κυρου, Α. Βησσαρίων ο Έλλην, 2 τ. Αθήνα, 1947.
Λάμπρος, Σ. 'O Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ως σύζυγος', Νέος Ελληνομνήμων, IV. Αθήνα, 1907.
Λάμπρος, Σ. 'Aι εικόνες Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου', Νέος Ελληνομνήμων, III και IV. Αθήνα, 1906-7.
Λάμπρος, Σ. 'Συνθήκη μεταξύ Ιωάννου του Παλαιολόγου και του δουκός της Βενετίας Φραγκίσκου Φόσκαρη', στο Νέο Ελληνομνήμονα, Ι. Αθήνα, 1904.
Λαςκαρις, Μ. Vizantiske princeze u srednjevekovnoj Srbiji. Βελιγράδι 1926.
Laurent, I. Byzance et les Turcs Seldjoucides jusqu'en 1081, Νανσύ, 1913.
Laurent, V. 'Sphrantzes et non Phrantzes', B.Z., XLIV. 1951.
Lebeau, C. Histoire du Bas-Empire (επιμ. J. Saint-Martin), 21 τ. Παρίσι, 1824-1836.
Leigh Fermor, P. The Traveller's Tree. Λονδίνο, 1950.
Lemerle, P. L' Emirart d'Aydin: Byzance et l' Occident. Παρίσι, 1937.
Loenertz, R. J. 'Autour du Chronicon Maius attribué à Georgios Phrantzes', Miscellanea Mercati, III, Studi i Testi Vaticani, CXXIII. Ρώμη, 1946.
Leonertz, R. J. 'Pour la biographie du Cardinal Bessarion', Orientalia Christiana Periodica, Χ. Ρώμη, 1944.
Marinescu, C. 'Le Pape Calixte III, Alphonse V d' Aragon, roi de Naples, et Γ offensive contre les Turcs', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XIX. Βουκουρέστι, 1935.
Marinescu, C. 'Notes sur quelques ambassadeurs byzantins en Occident à la veille de la chute de Constantinople sous les Turcs', Annuaire de l'Institut de Philologie et de l'Histoire Orientales et Slaves, Χ. Βρυξέλλες, 1950.
Masai, F. Plethon et le Platonisme de Mistra. Παρίσι, 1956.
Masso Torrents, I. '40 Octaves à la porte de Constantinople', Εις μνήμην Σ. Λάμπρου. Αθήνα, 1938.
Medlin, W. Κ. Moscow and East Rome. Γενεύη, 1952.
Mercati, G. 'Scritti d' Isidore il Cardinale Ruteno', Studi i Testi, ΧLVI.Ρώμη 1926.
Meyendorff, J. Introduction à l'étude de Grégoire Palamas. Παρίσι, 1959.
Mijatovich, C. Constantine, last Emperor of the Greeks. Λονδίνο, 1892.
Miller, W. Essays on the Latin Orient,. Καίμπριτζ, 1921.
Miller, W. 'The Balkan States', Cambridge Medieval History, IV.
Miller, W. The Latins in the Levant. Λονδίνο, 1908.
Miller, W. Trebizond, the last Christian Empire. Λονδίνο, 1926.
Moravcsik, G. Byzantine - Turcica, 2 τ. Βουδαπέστη, 1942-3.
Mordtmann, Α. Λήμμα 'Dewshirne', Encyclopaedia of Islam, I.
Mordtmann, A. 'Die letzten Tage von Byzanz', Mitteilungen des deutschen Exkursions-Klub, Κωνσταντινούπολη, 1893 ανατ. 1895.
Mordtmann, A. Esquisse topographique de Constantinople. Λίλλη, 1892.
Mordtmann, A. Die Belagerung und Eroberung Constantinopels durch die Türken im Jahre 1453. Στουτγάρδη - Αουγκσμπουργκ, 1858.
Moschopoulos, Ν. 'La prise de Constantinople selon les sources turques', Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L' Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série, Αθήνα, 1953.
Norden, W. Das Papsttum und Byzanz. Βερολίνο, 1903.
Oman, C. W. C. History of the art of war in the Middle Ages, Β ' έκδοση, 2 τ. Λονδίνο, 1924.
Ostrogorsky, G. History of the Byzantine State (μτφρ. J. Hussey), Οξφόρδη, 1955.
Pall, F. 'Autour de la Croisade de Varna', Académie Roumaine, Bulletin de la Section Historique, XXII. Βουκουρέστι, 1941.
Papadopoulos, A. T. Versuch einer Genealogie der Palaiologen. Αμστερνταμ, 1962.
Papadopoulos, T. H. Studies and documents relating to the history of Greek church and people under Turkish domination. Βρυξέλλες, 1952.
Πασπάτης, Α. Γ. Πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως. Αθήνα, 1890.
Pastor, L. History of the Popes from the close of the Middle Ages (μτφρ. F. I. Antrobus), 5 τ. Λονδίνο, 1891-8.
Paulova, M. 'L' Empire byzantin et les Tchèques avant la chute de Constantinople', Byzantinoslavica, XIV. Πράγα, 1953.
Pears, Ε. The destruction of the Greek Empire and the story of the capture of Constantinople by the Turks. Λονδίνο, 1903.
Pears, E. 'The Ottoman Turks to the fall of Constantinople', Cambridge Medieval History, IV.
Radonic, J. Djuradj Kastriot Skenderbeg i Albanija. Βελιγράδι, 1942.
Runciman, S. 'Byzantine and Hellene in the fourteenth century', Τόμος Κωνσταντίνου Αρμενοπούλου. Θεσσαλονίκη, 1952.
Runciman, S. 'The schisme between the Eastern and Western Churches', Anglican Theological Review, XLIV, 4. Έβανστον, 1962.
Schlumberger, G. Le siège, la prise et la sac de Constantinople en 1453. Παρίσι, 1926.
Schneider, A. M. 'Die Bevölkerung Konstantinopels im XV Jahrhundert', Nachrichten der Akademie der Wissenschaften in Göttingen, Phil.-Hist. Klasse. Γκόττινγκεν, 1949.
Sottas, J. Les Messageries Maritimes de Venise au XIVe et XVe siècles. Παρίσι, 1938.
Stasiulevich, M. M. 'The siege and capture of Byzantium by the Turks' (στα Ρωσικά). Memories of the Imperial Academy of Science, znd division, Ι. Αγ. Πετρούπολη, 1854.
Tafrali, Ο. 'Le siège de Constantinople dans les fresques des églises de Bukovine', Mélanges G. Schlumberger, II. Παρίσι, 1924.
Tafrali, O. Thessalonique au quatorzième siècle. Παρίσι, 1913.
Thiriet, F. La Romanie Vénitienne au moyen âge. Παρίσι, 1959.
Τωμαδακης, Ν. Β. Έτούρκευσεν ο Γεώργιος Αμιρούτζης;' Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, XVIII. Αθήνα, 1948. Τωμαδακης, Ν. Β. 'Répercussion immédiate de la prise de Constantinople', Le Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, Fasciscule hors série. Αθήνα 1953.
Τυπαλδος, Τ. Ε. 'Oι απόγονοι των Παλαιολόγων μετά την άλωσιν', Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος VIII. Αθήνα, 1922.
Ulgen, Ali Saim. Constantinople during the era of Mohammed the Conqueror. Αγκυρα, 1939.
Unbegaun, B. 'Les relations vieux-russes de la prise de Constantonple', Revue des Etudes Slaves, IX. Παρίσι, 1929.
üzünscarsili, I. H. Osmanlî Tarihî, 3 τ. Αγκυρα, 1947-51.
Van Millingen, A. Byzantine Churches in Constantinople. Λονδίνο, 1910.
Van Millingen, A. Byzantine Constantinople: the walls of the City. Λονδίνο, 1899.
Vasiliev, A. A. A History of the Byzantine Empire, 324-1453. Μάντισον, 1952.
Vasiliev, A. A. 'Medieval ideas of the end of the world', Byzantion, XVI, 2. Βοστώνη, 1944.
Vasiliev, A. A. 'The journey of the Byzantine Emperor Manuel II Palaeologus in Western Europe' (στα Ρωσικά), Journal of the Ministry of Public Instruction N.S. XXXIX. Αγ. Πετρούπολη, 1912.
Vast, H. Le Cardinal Bessarion (1403-72). Παρίσι, 1878.
Voigt, G. Enea Silvio Piccolomini als Papst Pius II und sein Zeitalter, 3 τ Βερολίνο, 1856-63.
Βογιατζιδης, Ι. 'Το ζήτημα της στέψεως Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου', Λαογραφία VII. Αθήνα, 1923.
Walter, G. La Ruine de Byzance. Παρίσι, 1958.
Wittek, P. Das Fürstentum Mentesche: Studien zur Geschichte Westkleinasiens im 13-15 Jahrhundert. Κωνσταντινούπολη, 1934.
Wittek, P. The rise of the Ottoman Empire. Λονδίνο, 1938.
Yule, Η. The travels of Marco Polo (επιμ. Η. Cordier), 3 τ. Λονδίνο, 1902-20.
Zakythinos, D. 'La prise de Constantinople, et la fin du Moyen Age' και 'La prise de Constantinople, tournant dans la politique et l'économie européennes', Cinq-Centième Anniversaire de la prise de Constantinople, L'Hellénisme Contemporain, fasciscule hors série. Αθήνα, 1953.
Zakythinos, D. Le Despotat grec de Morée, 2 τ. Παρίσι, 1932-55.
Ziegler, A. 'Isidore de Kiev, apôtre de l'Union florentine', Irenikon, XIII. Σεβετόν, 1936.
Ζωρας, Γ. Περί την άλωσιν της Κωνσταντινουπόλεως. Αθήνα, 1959.
Steven Runciman- Η Άλωση Της Κωνσταντινούπολης 1453
Μετάφραση – Επιμέλεια: Νίκος Νικολούδης
Τίτλος πρωτοτύπου: The fall of Constantinople 1453
© Cambridge University Press, 1965
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΔΗΜΑ
Πρώτη έκδοση 2002
Δεύτερη έκδοση 2003
Τριτη εκδοση ΑΘΗΝΑ 2005
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΟΠΟΙΑΔΗΠΟΤΕ ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ
ΕΠΙΣΗΣ
ΔΕΙΤΕ :
Το Ρωσικό Χρονικό, για την Αλωση της Πόλης.
Το Ρωσικό Χρονικό, για την Αλωση της Πόλης.
ΕΠΙΣΗΣ ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΈΡ -ΔΙΑΡΚΕΙΑ 1 ΩΡΑ 55 ΛΕΠΤΑ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟ 1453