Το Βεράτι της σημερινής Αλβανίας ανήκε για αιώνες στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ερευνητές το ταυτίζουν με την αρχαία ελληνική Αντιπάτρεια, ενώ οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την πόλη Πουλχεριούπολις και αργότερα Βελεγράδα (λευκή πόλη).
Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος μετά τη νίκη στην Πελαγονία (1259) και της ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261) βρέθηκε αντιμέτωπος με τους Γάλλους του βασιλείου των Ανδεγαυών στην Σικελία. Ο Κάρολος ντ’ Ανζού διεκδικούσε τις χαμένες λατινικές κτήσεις στην Ελλάδα εμφανιζόμενος ως διεκδικητής του θρόνου της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης.
Το 1272 ο Κάρολος ίδρυσε το «βασίλειο της Αλβανίας» στο οποίο περιλαμβάνονταν όλες οι κτήσεις του στην περιοχή, Δυρράχιο, Αυλώνα, Βεράτι, Βουθρωτό. Ο Μιχαήλ αντέδρασε και κατάφερε να ανακτήσει το Βεράτι και το Βουθρωτό.
Το 1279 όμως ο Κάρολος εκμεταλλεύτηκε την ελληνική διχόνοια και συμμάχησε με τον Δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρο κατά του Μιχαήλ, στέλνοντας μάλιστα στην Βόρεια Ήπειρο τον Βουργουνδό στρατηγό του Ούγο ντε Σουλί, γνωστό ως «Ερυθρό», λόγω της κόμης του.
Στα τέλη Αυγούστου, αρχές Σεπτεμβρίου 1280 ο «Ερυθρός» διατάχθηκε να καταλάβει το Βεράτι που αποτελούσε στρατηγικό οδικό κόμβο επί της Εγνατίας. Ο «Ερυθρός» με 2.000 ιππότες και ακολούθους και 6.000 πεζούς κατέλαβε εύκολα κοντινό φρούριο και έφτασε έχω από την πόλη ξεκινώντας την πολιορκία της.
Ο κίνδυνος για την Αυτοκρατορία ήταν θανάσιμος. Αν έπεφτε το Βεράτι άνοιγε ο δρόμος προς τη Μακεδονία. Αν δε η επίθεση του «Ερυθρού» συνδυαζόταν με τις δυνάμεις του Δεσποτάτου της Ηπείρου και του Πριγκιπάτου της Αχαΐας, το σύνολο ευρωπαϊκών των αυτοκρατορικών εδαφών βρισκόταν σε κίνδυνο.
Αντεπίθεση
Ο Μιχαήλ [Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος ]αντέδρασε άμεσα συγκροτώντας μια δύναμη με σκοπό την άρση της πολιορκίας της πόλης, την οποία εμπιστεύθηκε σε έναν από τους καλύτερους στρατηγούς του, τον μέγα δομέστιχο (αρχιστράτηγο) Μιχαήλ Ταρχανείωτη. Μαζί του ήταν και ο μέγας στρατοπεδάρχης Ιωάννης Συναδινός.
Στο μεταξύ είχε έρθει ο χειμώνας και η πόλη κρατούσε. Μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου πάντως οι Γάλλοι είχαν κυριεύσει τα περισσότερα φρούρια περιμετρικά της πόλης αποκόπτοντάς την εντελώς.
Ο βυζαντινός στρατός έφτασε στο Βεράτι στις αρχές της άνοιξης του 1281. Ο Ταρχανείωτης, έξυπνα, κατάφερε με ενέδρες και επιδρομές να καταπονήσει τους Γάλλους, εφοδιάζοντας παράλληλα τη φρουρά με τρόφιμα και όπλα. Τα τρόφιμα και τα εφόδια δέθηκαν σε σχεδίες που αφέθηκαν να παρασυρθούν από το ρεύμα του ποταμού Αψού ο οποίος διασχίζει την πόλη.
Ύστερα από αυτό ο «Ερυθρός» αποφάσισε πως μόνη του ελπίδα ήταν να συντρίψει σε κατά παράταξη μάχη τον στρατό του Ταρχανείωτη. Έτσι κίνησε, με 25 επίλεκτους φρουρούς του, να εκτελέσει αναγνώριση. Όμως έπεσε σε ενέδρα των Βυζαντινών. Το άλογο του «Ερυθρού» σκοτώθηκε, όπως και πολλοί από τους φρουρούς του. Ο ίδιος συνελήφθη αιχμάλωτος.
Όσοι από τους φρουρούς του επέζησαν γύρισαν πανικόβλητοι στο γαλλικό στρατόπεδο και ενημέρωσαν σχετικά. Αμέσως επικράτησε πανικός και οι Γάλλοι εγκαταλείποντας τα πάντα άρχισαν να φεύγουν προς Αυλώνα. Ο Τρχανείωτης όμως δεν θα τους άφηνε να φύγουν έτσι.
Εκμεταλλευόμενος τον πανικό τους επιτέθηκε με το σύνολο των δυνάμεών του και τους αφάνισε κυριολεκτικά. Ελάχιστοι Γάλλοι ξέφυγαν. Οι περισσότεροι σκοτώθηκαν οι αιχμαλωτίσθηκαν, ενώ στα χέρια τω Βυζαντινών έπεσαν και οι πολιορκητικές τους μηχανές. Ήταν η απόλυτη νίκη, η σημαντικότερη που πέτυχε η Αυτοκρατορία από την εποχή της Πελαγονίας.
Εκδότης--Ek tēs Typographias Andreou Koromēla--Δημοσιεύτηκε στις 31 Δεκ 1839 |
Ο υπερφίαλος «Ερυθρός» οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος στην Πόλη μαζί με τους αξιωματικούς και υπέστη την άκρα ταπείνωση παρελαύνοντας στην κεντρική οδό υπό τις αποδοκιμασίες του πλήθους. Στην άλλη πλευρά ο Κάρολος έξαλλος από την ήττα σχεδίασε νέα εκστρατεία αλλά ο Μιχαήλ τον πρόλαβε χτυπώντας τον «εντός έδρας», με τους «Σικελικούς Εσπερινούς».
ΠΗΓΗ: www.history-point.gr/ Φωτ- ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
Σικελικοί Εσπερινοί, έτος 1282.
Οι Ανδεγαυοί
Τον Κορράδο Δ’ τον διαδέχθηκε ο γιος του Κορραδίνος της Σουηβίας και, δεδομένης της μικρής του ηλικίας, η εξουσία της Σικελίας και της Αποστολικής Αποστολής κατελήφθη από τον Μανφρέδο, που έφτασε στο σημείο να ανακηρυχθεί Βασιλιάς της Σικελίας.[Catalano G., Studi sulla Legazia Apostolica di Sicilia, Reggio Calabria 1973, La legazia di Sicilia, p. 40 e ss.] Με τον θάνατο του Ιννοκέντιου Δ’, ο νέος γάλλος πάπας Κλήμης Δ’, επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις του γύρω από τα παπικά φεουδαρχικά δικαιωμάτα στο νησί[Delogu P., Gillou A., Ortalli G., Storia d'Italia a cura di Galasso G, vol I, pp 301-316], κάλεσε στην Ιταλία τον Κάρολο τον Ανδεγαυό, που το 1266 ανακηρύχθηκε από τον πάπα Βασιλιάς της Σικελίας. Ο νέος γάλλος ηγεμόνας κατευθύνθηκε για την κατάληψη του βασιλείου, νικώντας πρώτα τον Μανφρέδο στην μάχη του Μπενεβέντο κι έπειτα τον Κορραδίνο της Σουηβίας στο Ταλιακότσο στις 23 Αυγούστου του 1268.
Τον Κορράδο Δ’ τον διαδέχθηκε ο γιος του Κορραδίνος της Σουηβίας και, δεδομένης της μικρής του ηλικίας, η εξουσία της Σικελίας και της Αποστολικής Αποστολής κατελήφθη από τον Μανφρέδο, που έφτασε στο σημείο να ανακηρυχθεί Βασιλιάς της Σικελίας.[Catalano G., Studi sulla Legazia Apostolica di Sicilia, Reggio Calabria 1973, La legazia di Sicilia, p. 40 e ss.] Με τον θάνατο του Ιννοκέντιου Δ’, ο νέος γάλλος πάπας Κλήμης Δ’, επαναλαμβάνοντας τις απαιτήσεις του γύρω από τα παπικά φεουδαρχικά δικαιωμάτα στο νησί[Delogu P., Gillou A., Ortalli G., Storia d'Italia a cura di Galasso G, vol I, pp 301-316], κάλεσε στην Ιταλία τον Κάρολο τον Ανδεγαυό, που το 1266 ανακηρύχθηκε από τον πάπα Βασιλιάς της Σικελίας.
Ο νέος Γάλλος ηγεμόνας κατευθύνθηκε για την κατάληψη του βασιλείου, νικώντας πρώτα τον Μανφρέδο στην μάχη του Μπενεβέντο κι έπειτα τον Κορραδίνο της Σουηβίας στο Ταλιακότσο στις 23 Αυγούστου του 1268.
Οι Χοενστάουφεν, των οποίων ο βασιλικός οίκος από την ανδρική πλευρά τερματίστηκε με τον Κονραδίνο, σταδιακά εκδιώχθηκαν από την ιταλική πολιτική σκηνή και οι Ανδεγαυοί εξασφάλισαν τον έλεγχο του Βασιλείου της Σικελίας.
Η πτώση του Κονραδίνου αποτέλεσε το προοίμιο σημαντικών εξελίξεων καθώς η σικελική κοινωνία, που είχε υποδεχθεί ένθερμα τον Κάρολο μετά την μάχη του Μπενεβέντο, άλλαξε πλευρά και τάχθηκε εκ νέου υπέρ του αυτοκράτορα.
Η μεταστροφή αυτή εναντίον των Ανδεγαυών, που προκλήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την υπερβολική φορολογική πίεση των Γάλλων, δεν είχε άμεσες πολιτικές συνέπειες αλλά αποτέλεσε το πρώτο βήμα προς τις πολεμικές συγκρούσεις των επερχόμενων Σικελικών Εσπερινών.
Τα μεγάλα έξοδα που είχε προκαλέσει ο πόλεμος (οι Ανδεγαυοί ήταν χρεωμένοι στους γουέλφους τραπεζίτες της Φλωρεντίας) επέφερε μια σειρά από νέους φόρους σε όλο το βασίλειο, που προστέθηκαν σε αυτούς που χρησίμευσαν για να χρηματοδοτήσουν επισφαλείς εκστρατείες στην ανατολή με την επιθυμία της κατάκτησης τα εναπομείναντα εδάφη της πρώην Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.Με την δολοφονία του Κονραδίνου από του Ανδεγαυούς, τα σουηβικά κυριαρχικά δικαιώματα στον θρόνο της Σικελίας πέρασαν σε μία από τις κόρες του Μανφρέδου, την Κωνσταντία Χοενστάουφεν, η οποία στις 15 Ιουλίου του 1262 είχε παντρευτεί τον βασιλιά της Αραγωνίας, Πέτρο Γ’.
Το πολύ δυσαρεστημένο λόγω της γαλλικής κυριαρχίας στο νησί γιβελινικό κόμμα της Σικελίας, που συγκεντρωνόταν κυρίως γύρω από τους Σουηβούς Χοενστάουφεν, αναζήτησε την υποστήριξη της Κωνσταντίας και των αραγονέζων για να οργανώσει μια αντιανδεγαυική εξέγερση. Με την υποστήριξη των βυζαντινών κατασκόπων και τα χρήματα του μεγάλου εχθρού του Καρόλου, Μιχαήλ Παλαιολόγου, η αντιγαλλική εξέγερση ξεκίνησε στις 31 Μαρτίου 1282 από το Παλέρμο και εξαπλώθηκε σε όλη τη Σικελία. Το Σικελικό Κοινοβούλιο παρέδωσε το στέμμα στον Πέτρο Γ’ της Αραγωνίας και την σύζυγό του Κοστάντια.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Κάρολος εγκατέλειψε οριστικά την Καλαβρία, όπου είχε το στρατόπεδό του, και κινήθηκε βόρεια. Παρόλη την υποστήριξη του πάπα Μαρτίνου Δ’, που αφόρισε τον Αραγονέζο βασιλιά, ο Κάρολος δεν κατάφερε ποτέ πια να επιστρέψει στο νησί, με την βασιλική του αυλή να περιοδεύει μεταξύ Καπούας και Απουλίας για αρκετά χρόνια. Ο διάδοχος του Καρόλου, Κάρολος Β’ ο Ανδεγαυός, επέλεξε τελικά την Νάπολη ως νέα έδρα της μοναρχίας του και των διαφόρων διοικητικών της θεσμών.[ M. Amari "Gaspar Amico Storia Popolare del Vespro Siciliano"]
Ενώσω οι φιλοδοξίες των Ανδηγαυών στη Σικελία δέχονταν ισχυρά χτυπήματα από τις συνεχείς τους ήττες, ο Κάρολος Α’ έβαλε ως στόχο να σταθεροποιήσει την εξουσία του στο ηπειρωτικό κομμάτι του βασιλείου, στηριζόμενος σε μια στρατηγική που είχε ως βάσει τους γουέλφους βαρόνους με σκοπό να ενισχύσει την ενότητα του Νότου.
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ