Δύο Γερμανοί αρχαιολόγοι, ο H. Bulle, και ο A. Furtwangler. διενήργησαν αρχαιολογικές ανασκαφές, στον Ορχομενό, στα 1903, και 1905.
Πλησίον τού θησαυρού τού Μινύου, άνοιχθέντων τάφρων κατά διαφόρους διευθύνσεις, ύπό στρώματα γής προϊστορικών χρόνων, εύρέθησαν........ έν τώ πρώτω τώ κατωτάτω στρώματι, τώ άμέσως έπί τού βράχου, κυκλικά κτίσματα, ά είναι λείψανα κατοικιών τών πρώτων κατοίκων τού Όρχομενού.....
Ίδιο ακριβώς σχήμα έχουν και οι μικροί θολωτοί Μυκηναϊκοί τάφοι. Άλλωστε στο δάπεδο τέτοιων νεολιθικών οικιών, έχουν πιστοποιηθεί και ταφές. Το Φαινόμενο, πολύ καλά, θα μπορούσε να οδηγήσει σε τοπικού ενδιαφέροντος, για την Λειβαδιά, συνειρμούς.....
Ιστορία των ανασκαφών
Ο πρώτος που επιχείρησε ανασκαφές στην περιοχή του Ορχομενού, το 1803, ήταν ο γνωστός για τις λεηλασίες του άγγλος λόρδος Έλγιν, αλλά ευτυχώς με αρνητικά αποτελέσματα.
Το 1880 ο Ερρίκος και η Σοφία Σλήμαν ανασκάπτουν τον θολωτό τάφο του Μινύα και το 1886 η ανασκαφή επαναλαμβάνεται με συνεργασία του W. Dorpfeld.
Το 1891-1892 έγιναν έρευνες του Μ. Καμπάνη για τα αποστραγγιστικά κανάλια της Κωπαίδας στο χωριό Πύργος. Το 1893 ο A. de Ridder συνέχισε την ανασκαφή της αρχαίας πόλης και ο Γ. Σωτηριάδης εργάστηκε στον άγνωστης εποχής προϊστορικό τύμβο.
Το 1903-1905 οι Γερμανοί A. Frtwangler και H. Bulle ασχολήθηκαν με τα προϊστορικά ερείπια και την κεραμεική τους.
Οι πρόσφατες ανασκαφές, το 1968-1973 και 1984-1985, οφείλονται στον καθηγητή του πανεπιστημίου Αθηνών και έφορο αρχαιοτήτων Θ. Σπυρόπουλο που ανέσκαψε το Μεσοελλαδικής-Υστεροελλαδικής εποχής νεκροταφείο, το μυκηναϊκό ανάκτορο, το ναό του Διονύσου και το θέατρο-ωδείο της αρχαίας πόλης.
Με τις ανασκαφές αποκαλύφτηκε οτι ήταν τρεις πόλεις κτισμένες η μία πάνω στην άλλη. Η πρώτη στη νεολιθική εποχή, η δεύτερη στην πρωτοελλαδική εποχή και η τρίτη στην υστεροελλαδική. Η τελευταία είχε και πελώριο τριγωνικό τείχος ως την κορυφή του Υφάντειου λόφου.
Νεολιθική Εποχή
Η περιοχή κατοικείται ήδη την Νεολιθική εποχή (4η-3η χιλιετία π.Χ.), αλλά δεν είναι σίγουρος ο εθνολογικός χαρακτήρας των κατοίκων.
Αρχιτεκτονική
Δυτικά του θολωτού τάφου βρέθηκαν κυκλικά κτίσματα αυτής της περιόδου, με διάμετρο 2-6 μέτρα.
Κεραμική
Μεταξύ των διάφορων νεολιθικών κεραμικών ρυθμών στον Ορχομενό διακρίνονται τα μονόχρωμα αγγεία, τα κόκκινα με επίχρισμα, τα μονόχρωμα μελανά, τα εγχάρακτα και τα γραπτά με κόκκινη διακόσμηση σε λευκή επιφάνεια. Στην πρωτοελλαδική (ΠΕ) περίοδο (2800-1900 π.Χ.) εμφανίστηκαν, όπως υποστήριξε ο Kunze, νέα πολιτιστικά στοιχεία στον Ορχομενό και αυτό σε αντίθεση προς όλες τις άλλες γνωστές περιπτώσεις μετάβασης από τη Νεολιθική εποχή στην εποχή του Χαλκού.
Πρωτοελλαδική εποχή
Στην πρωτοελλαδική (ΠΕ) περίοδο (2800-1900 π.Χ.) εμφανίστηκαν, όπως υποστήριξε ο Kunze, νέα πολιτιστικά στοιχεία στον Ορχομενό και αυτό σε αντίθεση προς όλες τις άλλες γνωστές περιπτώσεις μετάβασης από τη Νεολιθική εποχή στην εποχή του Χαλκού.
Αρχιτεκτονική
Από αρχιτεκτονική άποψη διακρίθηκαν τρία αρχιτεκτονικά στρώματα που αποκλήθηκαν αντίστοιχα:
Ορχομενός Ι, Ορχομενός ΙΙ, Ορχομενός ΙΙΙ.
•Ορχομενός Ι:
Κατώτερο και αρχαιότερο στρώμα (στην αρχή της ΠΕ εποχής) με οικοδομήματα που είχαν εξωτερικό τοίχωμα πάχους 1 μέτρο, εσωτερική διάμετρο 2-6 μέτρα, θεμέλια πέτρινα και τοίχους πλίνθινους. Από ορισμένους ερευνητές θεωρήθηκε οτι είχαν κατακόρυφα τοιχώματα, ενώ από άλλους οτι είχαν σχήμα κυψέληςγια αποθήκευση σιτηρών και δημητριακών.
•Ορχομενός ΙΙ:
Εδώ βρέθηκαν οι αρχαιότεροι "βόθροι" (δηλαδή κυλινδρικές κοιλότητες στη γη) χωρίς επίχρισμα. Περιείχαν σε μεγάλη ποσότητα στάχτη καθώς και οστά ζώων, όστρακα αγγείων, λίθινα εργαλεία και χώμα ανάμεικτο με οργανικές ουσίες. Η συνηθισμένη τοποθέτηση των βόθρων ήταν στο δάπεδο των δωματίων των κατοικιών και ίσως στους ακάλυπτους χώρους του οικισμού και χρησίμευαν για ψήσιμο και διατήρηση της φωτιάς. Το εσωτερικό των κατοικιών έχει τις ίδιες διαστάσεις όπως και στην προηγούμενη φάση, δηλαδή 6 μέτρα, χωρίς χώρισμα στα περισσότερα δωμάτια, αλλά με λεπτότερους τοίχους χτισμένους με ωμές πλίνθους.
•Ορχομενός ΙΙΙ:
Βρέθηκε νεώτερο στρώμα βόθρων αλλά με επιχρισμένα με πηλό τοιχώματα. Η κατοίκηση του χώρου συνεχίζεται εντατικά όπως διαπιστώθηκε από τα αλληλοδιάδοχα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα.
Κεραμική
Η ΠΕ κεραμική του Ορχομενού περιλάμβανε διάφορους ρυθμούς όπως τα στιλβωμένα με επίχρισμα αγγεία, τα βαμμένα και τα με μερική διακόσμηση, άλλα με σκούρα και άλλα ανοιχτόχρωμη διακόσμηση, αλλά και χονδροειδή. Βρέθηκαν επίσης πιθάρια αποθηκευτικής χρήσης και αγγεία από άλλες περιοχές του αρχαίου κόσμου (τρωικό "δέπας" του Σλήμαν) γεγονός που δείχνει την ζωηρή εμπορική επικοινωνία του Ορχομενού ήδη την εποχή αυτή.
Μεσοελλαδική εποχή
Στην μεσοελλαδική (ΜΕ) περίοδο (1900-1600 π.Χ.) ο Ορχομενός αποτελεί κέντρο ομοσπονδίας Βοιωτικών πόλεων, εκμεταλλεύεται τα εύφορα εδάφη της Κωπαίδας και η πολιτιστική μεταλλαγή εμφανίζεται στη νέα οικιστική αρχιτεκτονική. Όσον αφορά την τεχνοτροπία της κεραμικής διαπιστώνεται η ομαλή μετάβαση από τη μεσοελλαδική στην υστεροελλαδική περίοδο, αλλά τα κτερίσματα των τάφων δεν είναι εξαιρετικά πλούσια. Έτσι το πρόβλημα του "πολύχρυσου" Ορχομενού εμφανίζεται περίπλοκο, αν και η ονομασία αυτή μάλλον αναφέρεται στη μεταγενέστερη Μυκηναϊκή περίοδο.
Αρχιτεκτονική
Tα κτίσματα της περιόδου αυτής είναι ορθογώνια. Οι διαστάσεις των σπιτιών είναι συνήθως 6Χ10 μέτρα και περιλάμβάνουν αρκετά δωμάτια με εσωτερική εστία και δάπεδο από πατημένο πηλό. Ο γύρω χώρος είναι ξεσκέπαστος και οι αυλές πλακοστρωμένες.
Το ΜΕ νεκροταφείο του Ορχομενού που είχε ανασκαφεί παλαιότερα, είχε σχηματιστεί στα όρια του οικισμού, και περιλάμβανε τάφους περίκλειστους με πλίνθους, 9 κιβωτιόσχημους ή παρεμφερείς και 9 λάκκους. Σε όλους οι ταφές (ανηλίκων και ενηλίκων) ήταν σε συνεσταλμένη στάση.
Το τμήμα του νεκροταφείου (μεσοελλαδικής - υστεροελλαδικής περιόδου) που ανασκάφηκε από τον Θ. Σπυρόπουλο το 1970-1971, περιλάμβανε 15 συλημένους τάφους με αξιόλογα κτερίσματα σύγχρονα με τα ευρήματα των λακκοειδών τάφων των Μυκηνών και υποδηλώνουν οτι ο πλούτος, μετά τον Ελλαδικό Μεσαίωνα, είχε εμφανιστεί πρώιμα και στον Ορχομενό. Οι τάφοι αυτοί ήταν κτισμένοι με λίθινες πλάκες και δύο μονο με πλίνθους.
Κεραμική
Η κεραμική της ΜΕ εποχής του Ορχομενού εμφανίζεται τελείως διαφορετική από αυτήν της προηγούμενης περιόδου. Τα αγγεία είναι καλοψημένα και τόσο καλά στιλβωμένα που δίνουν στην αφή την αίσθηση σαπουνιού. Με τις γωνιώσεις και τις τμήσεις στον ώμο και στο λαιμό φαίνεται να επαναλαμβάνουν προγενέστερα μεταλλικά πρότυπα. Αυτά ήταν τα αγγεία που ο Σλήμαν τα αποκάλεσε μινύεια, ονομασία που συμβατικά γίνεται αποδεκτή γιατί οι Μινύες έζησαν κατά τους Μυκηναϊκούς χρόνους.
Μυκηναϊκή εποχή
Σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα του Θ. Σπυρόπουλου επιβεβαιώθηκε η αρχική άποψη του Bulle ότι ο Μυκηναϊκός οικισμός (1600-1100 π.Χ.) είχε οργανωθεί και στην πλαγιά του Υφάντειου λόφου και στην πεδιάδα δίπλα. Στην ακρόπολη του Ορχομενού δεν βρέθηκαν αξιόλογα κτήρια της περιόδου αυτής. Τα ευρήματα των παλαιών γερμανικών ανασκαφών περιλαμβάνουν διάφορα σπαράγματα τοιχογραφιών με αρχιτεκτονικές παραστάσεις και κρητικής προέλευσης ιερά κέρατα, καθώς και κεραμική που έχει παραμείνει άγνωστη και αδημοσίευτη.
Έτσι η περίοδος αυτή εκπροσωπείται βασικά από το θολωτό τάφο και το ανάκτορο.
Αρχιτεκτονική
Tο ανάκτορο του Ορχομενού είχε κτιστεί νοτιοδυτικά της μονής της Σκριπούς και βορειονατολικά του θολωτού τάφου. Ο Bulle είχε ανακαλύψει βαθύ μυκηναϊκό στρώμα νότια της μονής αλλά μονο με την ανασκαφή του Θ. Σπυρόπουλου (1970-1973) ήρθε στο φως σημαντικό σε έκταση τμήμα του ανακτόρου που παρουσιάζει δύο αλληλοδιάδοχες αρχιτεκτονικές φάσεις.
Παλαιότερο, της υστεροελλαδικής (ΥΕ) ΙΙΙ Α2 φάσης, είναι ένα διμερές κτίσμα που θεωρήθηκε φυλακείο γιατί στο εσωτερικό του βρέθηκαν χάλκινα όπλα. Το κύριο συγκρότημα όμως ανάγεται στους ΥΕ ΙΙΙ Β χρόνους. Ένα τμήμα του, σε μήκος 35 μέτρων, με τέσσερις χώρους, ανασκάφηκε κοντά στα κελιά της μονής και περιλάμβανε τη μεγάλη κυκλική εστία του ανακτόρου και σπαράγματα τοιχογραφιών. Αλλο τμήμα, κοντά στον πυλώνα της μονής, έχει ισχυρότατα θεμέλια πάχους 2 μέτρων, αλλά στενούς εσωτερικούς διαχωριστικούς τοίχους. Οι τοιχογραφίες του ανακτόρου με τον ρεαλισμό που αποπνέουν, ανήκουν στα καλύτερα παραδείγματα της ανακτορικής ζωγραφικής (μεγαλογραφικής και μικρογραφικής) τέχνης των μυκηναϊκών χρόνων.
Της ίδιας εποχής θεωρείται ο θολωτός τάφος του Μινύα, που περιλαμβάνεται στους μεγαλύτερους και καλύτερα κτισμένους θολωτούς τάφους της ύστερης μυκηναϊκής εποχής. Ο τάφος ήταν τελείως συλημένος με μεταλλικό διάκοσμο στη θόλο και πλευρικό δωμάτιο που είχε στέγη τρεις μεγάλες πλάκες από λεπτόκοκκο πρασινωπό ασβεστόλιθο και διάκοσμο σπείρες, λωτούς και ρόδακες. Το παχύ στρώμα τέφρας που βρέθηκε στο δωμάτιο πιθανόν προέρχεται από μεταγενέστερη χρήση του τάφου. Κατά τους Ελληνικούς χρόνους ο τάφος είχε διατηρηθεί αλώβητος και στο εσωτερικό του είχε κτιστεί ηρώο σε σχήμα Π με μαρμάρινους ανδριάντες. Ο τάφος ταυτίζεται με το θησαυρό του Μινύα που αναφέρει ο Παυσανίας.
Ο τύμβος που ανασκάφηκε από τον Γ. Σωτηριάδη πιθανόν να ανήκει στους υστερομυκηναϊκούς χρόνους, ενώ το σύγχρονο νεκροταφείο ανακαλύφθηκε Α και ΒΔ του θολωτού τάφου.
Κεραμική
Τα κινητά ευρήματα από τον μυκηναϊκό Ορχομενό είναι περιορισμένα. Σ' αυτά ανήκει ο ενεπίγραφος (με σημεία της γραμμικής Β μυκηναϊκής γραφής) ψευδόστομος αμφορέας που βρέθηκε στον Ορχομενό. Η περιοχή κατοικήθηκε συνέχεια στη μεταμυκηναϊκή εποχή όπως διαπιστώθηκε από πρωτογεωμετρική κεραμική που είχε και αττική επίδραση.
Από τα τέλη της ΥΕ ΙΙΙ Β φάσης προέρχεται και ο θησαυρός 100 χάλκινων αντικειμένων που περιλαμβάνει εργαλεία, όπλα και αντικείμενα προσωπικής χρήσης.
Ιστορικοί χρόνοι
Κατά τους αρχαϊκούς χρόνους ο Ορχομενός ακμάζει, όπως συνάγεται και από τα αγάλματα και από τις βάσεις των κούρων που βρέθηκαν και από τα λείψανα του αρχαϊκού ναού του Διονύσου και από το ανάγλυφο του Αλξήνορος του Νάξιου (490 π.Χ.) που βρέθηκε στην Πετρομαγούλα. Δυστυχώς όμως, παρ' όλη την ανάπτυξη που σημειώθηκε, ο κλασικός Ορχομενός καταστράφηκε από τα βυζαντινά κτίσματα που έφταναν σε μεγάλο βάθος. Διαπιστώθηκε πάντως ότι η κλασική πόλη επεκτάθηκε στον Υφάντειο λόφο περισσότερο και από τη μυκηναϊκή.
Από την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή ελάχιστα κατάλοιπα είναι γνωστά.
Αρχιτεκτονική
Tα κτίσματα που συνθέτουν την αρχαϊκή πόλη του Ορχομενού έχουν οργανωθεί πάνω σε παλαιότερες νεκροπόλεις και σ' αυτά περιλαμβάνεται ένα μεγαροειδές (6Χ15,5 μέτρα) και ένας μικρός ναός και ιερό του Ασκληπιού.
Ο ναός του Ασκληπιού ανασκάφηκε από τον A. de Ridder (1893) αλλά αναγνωρίστηκε από τον W. Dorpfeld σαν ασκληπιείο διαστάσεων 11,5Χ22 μέτρα με 6Χ11 κίονες δωρικού ρυθμού. Το αρχικό κτίσμα ανήκει στον 6ο-5ο π.Χ. αιώνα και ανακαινίστηκε αργότερα.
Το θέατρο-ωδείο, που ανασκάφηκε το 1972 από τον Θ. Σπυρόπουλο, κτίστηκε στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τους Ρωμαϊκούς χρόνους.
Κεραμική
Νότια της Σκριπούς βρέθηκε τάφος με πρωτοκορινθιακά αγγεία. Γενικά δε με το σημαντικό αριθμό των εισηγμένων από άλλες περιοχές αγγείων που βρέθηκαν, αποδεικνύεται η οικονομική άνθηση του Ορχομενού αυτή την περίοδο.
Μάιος 2005
Άντολφ Φουρτβένγκλερ
Ο Άντολφ Φουρτβένγκλερ (γερμ. Adolf Furtwängler), (1853 - 1907) ήταν Γερμανός αρχαιολόγος, ανθρωπολόγος και ιστορικός της τέχνης. Γεννήθηκε στις 30 Ιουνίου 1853 στο ΦράιμπουρκΠατέρας του ήταν ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, φιλόλογος των αρχαίων Ελληνικών και διευθυντής γυμνασίου. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Φράιμπουρκ, της Λειψίας και του Μονάχου και ήταν μαθητής του Χάινριχ Μπρουν, τη συγκριτική μέθοδο του οποίου στην τέχνη ανέπτυξε περαιτέρω[9] και αναγορεύτηκε διδάκτωρ το 1874. Ήρθε στην Ελλάδα με υποτροφία και έλαβε μέρος στις ανασκαφές στις Μυκήνες, αρχαία Ολυμπία και Αίγινα. Το 1894 έγινε καθηγητής κλασικής αρχαιολογίας στο Μόναχο και ταυτόχρονα διευθυντής του Μουσείου των εκμαγείων κλασικών γλυπτών, ενώ από το 1896 διετέλεσε διευθυντής της αρχαιολογικής συλλογής του Μονάχου.
ιος του ήταν ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, διευθυντής ορχήστρας, κόρη του η Μέριτ, σύζυγος του φιλόσοφου Μαξ Σέλερ, και εγγονός του ο Αντρέας Φουρτβένγκλερ (αρχαιολόγος και νομισματολόγος).
Απεβίωσε στις 10 Οκτωβρίου 1907 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γερμανούς αρχαιολόγους. Δημοσίευσε σημαντικές μελέτες περί της ελληνικής γλυπτικής και αγγειογραφίας. Με το έργο του έθεσε τα θεμέλια της σύγχρονης αξιολόγησης έργων τέχνης και έρευνας. Το έργο του Meisterwerke der griechischen Plastik αποτελεί βασικό έργο για την συλλογή των ελληνικών έργων τέχνης ακόμα και σήμερα, ενώ έχει μεταφραστεί και κυκλοφορήσει σε πολλές γλώσσες.