Εξισλαμισμοί και επανεκχριστιανισμοί τον 17ο αιώνα: περιπτώσεις Πατρινών στα Ισπανικά αρχεία




Γράφει ο Ι.Κ. Χασιώτης, από το περιοδικό Ελλοπία τ. 9, Φεβρουάριος-Μάρτιος 1992, σελ. 58-61.

Στα τέλη του 16ου και περισσότερο στις αρχές του 17ου αιώνα άρχισαν να περνούν από την τουρκοκρατούμενη Ανατολή προς τη Δύση και αρκετοί μουσουλμάνοι φυγάδες. Όλοι σχεδόν δήλωναν ότι ήταν εξισλαμισμένοι χριστιανοί, κατά κανόνα Έλληνες γενίτσαροι, που επιζητούσαν να επιστρέψουν στη θρησκεία των προγόνων τους.
Το γεγονός ότι o αριθμός των φυγάδων αυτών εμφανίζεται αισθητά αυξημένος στην τελευταία δεκαετία του 16ου και την πρώτη του 17ου αιώνα θα πρέπει ασφαλώς να αποδοθεί στις ασφυκτικές καταστάσεις που δημιουργούσε, κατά την εποχή αυτή, η έξαρση της οθωμανικής διοικητικής και οικονομικής κρίσης, η όποια δεν υπέθαλπε μόνο αντιτουρκικής κινήσεις μεταξύ των χριστιανών, αλλά και αύξηση του κρυπτοχριστιανισμού και αρκετές εκδηλώσεις απείθειας εκ μέρους μουσουλμάνων υπηκόων του σουλτάνου 1.


Στο ίδιο λοιπόν κλίμα ανήκουν και κάποιες πρωτοβουλίες πρώην χριστιανών εξωμοτών να επιστρέψουν στη θρησκεία των γονέων τους. Όσοι όμως επέλεγαν τη λύση αυτή, έπρεπε —για να αποφύγουν το μαρτύριο ή έστω τον ασκητικό αναχωρητισμό— να δραπετεύσουν στη χριστιανική Δύση 2. Η Δύση τους προσείλκυε και για έναν ακόμα λόγο παραπάνω: επειδή δημιουργούσε ελπίδες για οικονομικές αντιπαροχές. Εκείνοι ιδιαίτερα που αυτομολούσαν προς τις ισπανικές κτήσεις της Ιταλίας επηρεάζονταν και από τη φήμη που κυριαρχούσε στην ελληνική Ανατολή για την αυτονόητη σχεδόν επαγγελματική τους αποκατάσταση στους στόλους της Νεάπολης και της Σικελίας 3. Φαίνεται δε μερικοί ήταν απλοί τυχοδιώκτες ή ακόμα και πράκτορες των Οθωμανών, σταλμένοι στη Δύση σε ειδικές κατασκοπευτικές αποστολές.
Οι περισσότεροι, ωστόσο, επιζητούσαν με ειλικρίνεια τον επανεκχριστιανισμό τους, άσχετα αν τον συνδύαζαν και με την εύλογη προσδοκία κάποιας οικονομικής ικανοποίησης. Πάντως, όλοι, αμέσως μετά την άφιξή τους στην Ιταλία, δοκιμάζονταν προσεκτικά από την Ιερή Εξέταση για την εξακρίβωση της γνησιότητας των προθέσεών τους, και στη συνέχεια κατηχούνταν ή βαπτίζονταν (ανάλογα αν ήταν εξωμότες ή εξαρχής μουσουλμάνοι).
Όπως ήταν επόμενο, η «συμφιλίωσή» τους με την Εκκλησία ακολουθούσε κατά κανόνα το ρωμαιοκαθολικό δόγμα και τυπικό 4 (γεγονός που πιστοποιούνταν με ειδικά παπικά έγγραφα και βεβαιώσεις του Santo Officio). Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι προτιμούσαν στο τέλος να ενταχθούν στις ελληνορθόδοξες παροικίες της Ιταλικής χερσονήσου.

Παρά τον σχεδόν πανομοιότυπο χαρακτήρα τους, οι υποθέσεις αυτές παρουσιάζουν, νομίζω, ενδιαφέρον: Αποτελούν, καταρχήν, άγνωστες μαρτυρίες για την ιστορία του παιδομαζώματος (και μάλιστα σε μια φάση της εξέλιξης του θεσμού για την όποια οι πληροφορίες μας είναι αρκετά ισχνές) 5. Επιπλέον προσφέρουν επιμέρους στοιχεία για τη μελέτη του κρυπτοχριστιανισμού και κυρίως του εντελώς αδιερεύνητου ακόμα φαινομένου του επανεκχριστιανισμού κατά την πρώιμη τουλάχιστον τουρκοκρατία 6.


Ανάμεσα στους δεκάδες φυγάδες της κατηγορίας αυτής, που έχω εντοπίσει σε ισπανικές πηγές, συγκαταλέγονται και μερικοί Πατρινοί. Πρόκειται για πρόσωπα αμάρτυρα ως τώρα, των όποιων την προσωπική ιστορία μπορούμε να ιχνηλατήσουμε μέσα από τα υπομνήματα που υπέβαλαν στις ισπανικές αρχές, προκειμένου να επιτύχουν διορισμό σε κάποια έμμισθη θέση της Νεάπολης ή της Σικελίας. Όλα σχεδόν τα διαθέσιμα δείγματα κρύβουν άγνωστες, αλλά συχνές, όπως φαίνεται, ανθρώπινες τραγωδίες: Σε μικρή ηλικία είχαν αποχωριστεί από τις οικογένειές τους με το παιδομάζωμα («diezmo», κατά τη συνηθέστερη απόδοση των ισπανικών πηγών) και είχαν εξισλαμιστεί, για να σταδιοδρομήσουν στη συνέχεια ως «γενίτσαροι» (οι περισσότεροι μάλλον ως Iç oğlan) στην Κωνσταντινούπολη.
Ύστερα από μακρόχρονη θητεία στις «γενιτσαρικές» φρουρές, άλλοτε από μόνοι τους, άλλοτε μετά από παρέμβαση κάποιου εξωτερικού παράγοντα, «ανένηπταν» και αποζητούσαν την επιστροφή τους στην προγονική πίστη. Γνωρίζοντας βέβαια ότι η μεταστροφή αυτή ισοδυναμούσε με θάνατο, διάλεγαν τη φυγή, αρχικά προς την ιδιαίτερη πατρίδα τους και από εκεί, συνοδευόμενοι μερικές φορές από στενά συγγενικά τους πρόσωπα, προς τη χριστιανική Δύση.
Παρά τον στερεότυπο χαρακτήρα τους, οι προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων αυτών παρουσιάζουν μερικές ενδιαφέρουσες ιδιαιτερότητες· τις υπογραμμίζουν, νομίζω, οι παρακάτω ενδεικτικές περιπτώσεις:

Ο Κωνσταντίνος του Δήμου (Constantino di Dimo), γόνος αρχοντικής οικογένειας της Πάτρας (de Petrache en la Morea), αποσπάστηκε βίαια από τους γονείς του, μαζί με αλλά χριστιανόπουλα, όταν ήταν 11 ετών, παρ’ όλο που, όπως ισχυρίστηκε, ο πατέρας του είχε προσπαθήσει να εξαγοράσει τη στρατολόγησή του με 6 χιλ. χρυσά τσεκίνια. Αργότερα, όντας αξιωματούχος της γενιτσαρικής φρουράς στην Κωνσταντινούπολη, παντρεύτηκε την κόρη ενός Τούρκου «principal» του σεραγιού, με την όποια απέκτησε δύο παιδιά. Παρά τη λαμπρή σταδιοδρομία του στα γενιτσαρικά τάγματα, ο Δήμου δεν ξεχνούσε τις θρησκευτικές του καταβολές —τις όποιες μάλιστα ενίσχυσε και η πάρα πολύ καλή ελληνική του μόρφωση (gran letrado de letra griega). Παίρνοντας λοιπόν άδεια από τους προϊσταμένους του για να επισκεφθεί δήθεν τους συγγενείς του στην Πάτρα, έφυγε κρυφά (πιθανότατα στις αρχές του 1602) από την Ελλάδα και, παίρνοντας μαζί του την οικογένειά του και τους γονείς του, κατέφυγε στη Μεσσήνη. Εκεί βαφτίστηκαν χριστιανοί: η γυναίκα του (που ονομάστηκε Ελισάβετ) και το ένα του παιδί (που ονομάστηκε Φραγκίσκος· το άλλο είχε πεθάνει στο ταξίδι της φυγής).


Ο ίδιος, αφού πρώτα πέρασε από τη Ρώμη για να «συμφιλιωθεί» με την Εκκλησία, συνέχισε το ταξίδι του ως την Ισπανία, όπου και εξασφάλισε μηνιαία επιχορήγηση 10 σκούδων, με την υποχρέωση να παρέχει τις υπηρεσίες του στον αντιβασιλέα της Σικελίας*. Δεν διευκρινίζεται στα σχετικά έγγραφα το είδος των υπηρεσιών αυτών του Δήμου, ο όποιος στο μεταξύ είχε εγκατασταθεί, μαζί με άλλους Έλληνες φυγάδες, στο φρούριο San Salvatore της Μεσσήνης.
Πάντως, λίγα κιόλας χρόνια μετά την άφιξή του στην Ιταλία, τον Φεβρουάριο του 1606, θα ζητήσει από τον Ισπανό μονάρχη να εγκρίνει τη μετάθεσή του από τη Σικελία (όπου ήταν, όπως υπογράμμιζε, εντελώς ξένος) στη Νεάπολη (όπου είχε πολλούς συγγενείς και φίλους) και την πρόσληψή του στις υπηρεσίες που σχετίζονταν με τις μυστικές συνεννοήσεις του αντιβασιλέα με τους πράκτορές του στην ελληνική Ανατολή. Λίγους μήνες αργότερα θα αναγκαστεί να περάσει στην Ισπανία και η γυναίκα του, για να συνηγορήσει (με επιτυχία) για τη μετάθεση του φιλάσθενου συζύγου της στη Νεάπολη.


Ο Δήμου δεν πρόλαβε μάλλον να εργαστεί για πολλά χρόνια στη νέα του θέση. Έτσι τουλάχιστον φαίνεται από υπόμνημα που υπέβαλε, το καλοκαίρι του 1618, προς το ισπανικό Συμβούλιο του Κράτους ο γιος του Φραγκίσκος, ζητώντας έμμισθη θέση στο ναυτικό της Νεάπολης, επειδή στο μεταξύ η επιβίωση του ίδιου και της μητέρας του με τον μικρό μισθό των 4 σκούδων τον μήνα —που τους τον είχε εξασφαλίσει, μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο αντιβασιλέας της Νεάπολης D. Pedro Fernandez de Castro, κόμης de Lemos (1610-1616)— ήταν πια προβληματική.


Ανάλογες με του Δήμου, μολονότι σημαντικότερες, ήταν οι υπηρεσίες που πρόσφερε στους Ισπανούς της Νεάπολης και της Σικελίας ένας άλλος πρώην εξωμότης, από την Πάτρα, ο Παύλος Ταπεινός (Paolo Tapino, natural de Petracho). Ο Ταπεινός, ακολουθώντας κι αυτός τη συνηθισμένη διαδικασία όσων κατέφευγαν στην Ιταλία για να επανεκχριστιανιστούν, εγκατέλειψε την πατρίδα και την οικογένειά του, πέρασε στην Ιταλία (όπου και βαφτίστηκε), για να καταλήξει (κατά τα πρώτα χρόνια του 17ου αιώνα) στη Νάπολη και να καταταχθεί στο ναυτικό του «βασιλείου». Από το 1604 τουλάχιστον και στο έξης, ο Ταπεινός χρησιμοποιούνταν ως κατάσκοπος του αντιβασιλέα D. Juan Alonso Pimentel de Herrera, κόμη του Benavente (1603-1610) στην ελληνική Ανατολή, όπου στάλθηκε σε επανειλημμένες αποστολές για τη συλλογή πληροφοριών στρατιωτικού χαρακτήρα (avisos).
Φαίνεται ότι ο Ταπεινός χρησιμοποιούσε ως προκάλυμμα για τις δραστηριότητές του αυτές το εμπόριο, επειδή τον συναντώ, μαζί με άλλα μέλη της ίδιας οικογένειας, σε βενετικά ναυτασφαλιστικά έγγραφα των ετών 1603-1605, να κινείται συχνά μεταξύ λιμανιών της οθωμανικής επικράτειας και εμπορικών κέντρων της ιταλικής χερσονήσου 10. Στο πλαίσιο των κατασκοπευτικών του αποστολών ο Ταπεινός πραγματοποίησε επανειλημμένες «αναγνωρίσεις» στην Αυλώνα, στην Εύβοια (στα 1604 και στα 1613), στην Τένεδο και την Κωνσταντινούπολη (σε δύο τουλάχιστον αποστολές) κ.ά. Κάνοντας μάλιστα χρήση της παλιάς του εξωμοσίας κατάφερε να επιβιβαστεί και στον οθωμανικό στόλο και να στέλνει από εκεί προς τους Ισπανούς πληροφορίες για τις ναυτικές κινήσεις των Τούρκων από πρώτο χέρι. Οι συχνές αυτές μετακινήσεις παρουσίαζαν και άλλους κινδύνους: Σε μιαν από τις αποστολές του, που είχε ως τελικό προορισμό τη Σμύρνη, ο Ταπεινός πιάστηκε αιχμάλωτος από Μπαρμπερίνους πειρατές και μεταφέρθηκε στην Τύνιδα, όπου και έμεινε ως σκλάβος για αρκετά χρόνια. Πέρα όμως από τις κατασκοπευτικές του επιδόσεις, ο Ταπεινός διακρίθηκε και στις εξορμήσεις του νεαπολιτάνικου στόλου στην Αδριατική και το Αιγαίο (όπως λ.χ. στην επιχείρηση του γιου του αντιβασιλέα D. Diego Pimentel, στα 1604).
Για όλες τις υπηρεσίες (τις όποιες, σύμφωνα με τους χαρακτηρισμούς των προϊσταμένων του, πρόσφερε «con gran puntualidad y cuydado y con mucho peligro de su vida», ο Ταπεινός μισθοδοτούνταν τακτικά και από τα ταμεία του νεαπολιτάνικου στόλου και από το ειδικό κονδύλι που προοριζόταν για τις κατασκοπευτικές δραστηριότητες (gastos secretos) του «βασιλείου»”.


Κάπως διαφορετική εμφανίζεται η ιστορία του Γεωργίου Ζαμπάρα (Zambara, griego de Patrazo). Σύμφωνα με όσα υποστήριξαν ο ίδιος και η γυναίκα του στα αλλεπάλληλα υπομνήματά τους προς τις ισπανικές αρχές, ο Ζαμπάρας είχε στρατολογηθεί κι αυτός (όπως και άλλα Ελληνόπουλα, «como se acostumbra en aquellas partes») σε μικρή ηλικία (nino), για να καταταγεί στις «γενιτσαρικές» φρουρές της Κωνσταντινούπολης. Στην οθωμανική πρωτεύουσα υπηρέτησε συνολικά 10 χρόνια. Εκεί παντρεύτηκε μιαν εξισλαμισμένη Ελληνίδα, με την όποια απέκτησε μια κόρη. Κατά την εκστρατεία του σουλτάνου (Μεχμέτ Γ’, 1595-1603) εναντίον του Αυτοκράτορα —στην όποια πήρε και ο ίδιος μέρος (προφανώς κατά την πρώτη φάση του «διαρκούς» πολέμου στην Ουγγαρία, στα 1593-1606)— ξαναβρήκε (χάρη και στην αποκαλυπτική ανάγνωση ενός ελληνικού εκκλησιαστικού βιβλίου), την προγονική του πίστη. Για πέντε ολόκληρα χρόνια έζησαν, αυτός και η γυναίκα του, ως κρυπτοχριστιανοί.
Τελικά, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την αποκρυφία και να δραπετεύσουν στη Δύση: Κατέβηκαν στην Πάτρα, ρευστοποίησαν ένα μέρος της οικογενειακής τους περιουσίας και διαπεραιώθηκαν κρυφά στη Ζάκυνθο, απ’ όπου, με μια γαλλική σαΐτα, κατέφυγαν στη Σικελία. Μετά από ενδελεχή εξέταση της από την Ιερή Εξέταση της σικελικής πρωτεύουσας και με τη φροντίδα του αντιβασιλέα δούκα de Feria, η οικογένεια Ζαμπάρα έγινε (πιθανόν στα 1602) επίσημα δεκτή στη χριστιανική Εκκλησία: ο πατέρας με κατήχηση, η γυναίκα (που ονομάστηκε Αυγουστίνα) και η (ανώνυμη) κόρη τους με βάπτισμα «en la iglesia mayor» του Παλέρμου (μάλλον στον καθολικό καθεδρικό ναό της Αγίας Ροζαλίας).
Την επόμενη κιόλας χρονιά ο Ζαμπάρας έσπευσε στην ισπανική αυλή, στο Valladolid, όπου και εξασφάλισε (το φθινόπωρο τού 1603) έμμισθη θέση (από το 1606, με μισθό 8 σκούδων το μήνα) στο ναυτικό της Σικελίας. Στη θέση αυτή υπηρέτησε ως το θάνατο του στα 1613-12.


Την εποχή ακριβώς που ο Ζαμπάρας βρισκόταν στην προσωρινή πρωτεύουσα του Φιλίππου Γ’, εμφανίστηκε επίσης στο Valladolid άλλο ένα ζευγάρι Πατρινών φυγάδων. Είχαν κι αυτοί δραπετεύσει με τις δύο κόρες τους από την Κωνσταντινούπολη και είχαν καταφύγει στο Παλέρμο, όπου και βαφτίστηκαν χριστιανοί (παίρνοντας αντίστοιχα τα ονόματα Γεώργιος και Αγαθούσα και τα παιδιά τους Μαγδαληνή και Μαρία). Αλλά ο εκπατρισμός τους έριξε, όπως υποστήριξαν στα υπομνήματά τους, στη φτώχεια και την εξαθλίωση: για να μην πεθάνουν της πείνας αναγκάζονταν να ζητιανεύουν στους δρόμους του Παλέρμο. Γι’ αυτό ταξίδεψαν κι αυτοί ως την Ισπανία με σκοπό την εξασφάλιση κάποιας έμμισθης θέσης.


Η ταυτόχρονη όμως παρουσία του Γεωργίου «de Petraqui» και της Αγαθούσας και του ομώνυμου συμπατριώτη τους Γεωργίου Ζαμπάρα «de Petrache» στην ισπανική αυλή δημιούργησε στους πρώτους δυσάρεστες περιπλοκές. Η σύγχυση στα σχετικά με τις υποθέσεις τους βασιλικά έγγραφα εξαιτίας της συνωνυμίας και, κυρίως, της αδυναμίας τους να βρουν στην ισπανική πρωτεύουσα πρόσωπα που να είναι σε θέση να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους και την ειλικρίνεια των ισχυρισμών τους, αλλά και η συχνότητα των (στερεότυπων) αιτημάτων των πρώην «γενιτσάρων», προκάλεσαν την καχυποψία των συμβούλων του Φιλίππου Γ’ για τις πραγματικές προθέσεις του Γεωργίου και της Αγαθούσας και αλλεπάλληλες αναβολές στην ικανοποίηση των οικονομικών τους επιδιώξεων 13.


Την ίδια εποχή έφτασε στη Σικελία και ένας ακόμη μετανοημένος «γενίτσαρος», ο Πατρινός Αναστάσιος Σαμάνας (Anastasio de Mijo Samana de Petrache). Κι αυτός είχε στρατολογηθεί όταν ήταν μικρός (nino) και είχε εξισλαμισθεί με τη βία, αλλά ανένηψε, όταν ενηλικιώθηκε, και παρακινημένος, όπως δήλωσε αργότερα, από τη φήμη για την ευνοϊκή μεταχείριση που επιφύλασσαν οι Ισπανοί στους πρώην γενιτσάρους, αποφάσισε να αυτομολήσει στην Ιταλία 14. Ακολουθώντας λοιπόν το ίδιο δρομολόγιο με τους άλλους αρνησίχριστους συμπατριώτες του, πήγε πρώτα στην Πάτρα, και από εκεί, με τη βοήθεια της αδελφής του Σταματίας και του επίσης εξωμότη κουνιάδου του Ανδρέα Jachlum ή Zahul (;) πέρασε κρυφά στη Ζάκυνθο και στη συνέχεια στο Παλέρμο. Επιστρέφοντας στο μεταξύ ο κουνιάδος του από τη Ζάκυνθο στην Πάτρα, πιάστηκε από τις τουρκικές αρχές και βασανίστηκε για να αποκαλύψει τον σκοπό του μυστικού ταξιδιού τους στα Επτάνησα. Τελικά, μετά από διώξεις που του στοίχισαν τη δήμευση της περιουσίας του, αναγκάστηκε κι αυτός να καταφύγει με τη γυναίκα του στο Παλέρμο. Εκεί πέρασαν και οι τρεις από την προβλεπομένη για την περίπτωσή τους δοκιμασία και κατήχηση και, στη συνέχεια, συνέχισαν το ταξίδι τους (στα τέλη του 1605 ή στις αρχές του 1606) ως την Ισπανία, όπου, μετά από αναμονή μερικών μηνών και την υποβολή αλλεπάλληλων υπομνημάτων, κατάφεραν τελικά να εξασφαλίσουν (στα 1607) μιαν εφάπαξ οικονομική ενίσχυση 200 ρεαλίων για τα έξοδα του ταξιδιού τους, και οι δύο άνδρες έμμισθες θέσεις (3 σκούδων μηνιαίως) στο σικελικό ναυτικό”.


Τον ίδιο χρόνο κατατάχτηκαν στις στρατιωτικές δυνάμεις της Σικελίας και της Νεάπολης δύο ακόμη Πατρινοί: ο Γεώργιος «de nation turco», και ο γενίτσαρος Ανδρέας «de Patraci». Ο πρώτος είχε καταφύγει με τη γυναίκα και τα δύο του παιδιά από την Κωνσταντινούπολη στο Παλέρμο, όπου και βαφτίστηκε οικογενειακώς 6. Ο δεύτερος, μετά από δεκαετή υπηρεσία στις φρουρές της οθωμανικής πρωτεύουσας, εγκατέλειψε κι αυτός τη θέση του και πέρασε στη Ρώμη, για να «συμφιλιωθεί» με την Εκκλησία. Στη συνέχεια, ακολουθώντας το παράδειγμα των άλλων συμπατριωτών του, κατευθύνθηκε στη Νεάπολη, όπου και εγκαταστάθηκε μόνιμα”.


Οι πηγές που αναφέρονται σε περιπτώσεις καταφυγής Πατρινών, αλλά και άλλων Ελλήνων, στην Κάτω Ιταλία αρχίζουν σιγά σιγά να σπανίζουν ή και να σιγούν εντελώς μετά το πέρασμα στη δεύτερη δεκαπενταετία του 17ου αιώνα. Η σιωπή αυτή υποδηλώνει μείωση των προσώπων που περνούσαν στην αντίπερα όχθη του Ιονίου, για να αποφύγουν την τουρκική καταπίεση ή απλώς για να βρουν λύσεις σε περισσότερο συγκεκριμένα προβλήματά τους. Το γεγονός αυτό θα πρέπει να συσχετισθεί, κυρίως, με την κατάσταση που άρχισε να επικρατεί στους τόπους υποδοχής των ανθρώπων αυτών: Η Ισπανία, που είχε ήδη περάσει σε περίοδο βαθιάς παρακμής, δεν αποτελούσε πια την εντυπωσιακή εκείνη μεσογειακή δύναμη, που —με τις θεαματικές ναυτικές της εξορμήσεις, την προβολή μεγαλεπήβολων αντιτουρκικών σχεδίων ή την οικονομική ενθάρρυνση των ποικιλώνυμων συνεργατών της στην τουρκοκρατούμενη Βαλκανική— δελέαζε άλλοτε τους φυγάδες που κατέφευγαν στις κτήσεις της από την οθωμανική επικράτεια. Οι χριστιανοί (αλλά και οι μουσουλμάνοι) υπήκοοι του σουλτάνου δεν έπαψαν βέβαια να αποζητούν την Απαλλαγή από τα ίδια ή ανάλογα αδιέξοδα, που τους δημιουργούσε η κακοδιοίκηση και η χρόνια οικονομική κρίση της αυτοκρατορίας, αλλά στρέφονταν πια σε άλλες κατευθύνσεις.

Σημειώσεις

1. Για τις επιπτώσεις της Οθωμανικής παρακμής στις αντιτουρκικής δραστηριότητες των Ελλήνων: Ι.Κ. Χασιώτης. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις και το πρόβλημα της ελληνικής ανεξαρτησίας, «Ελλάδα: Ιστορία και πολιτισμός», τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1981, σ. 80 κ. εξ. Συχνές αναφορές στην αύξηση του κρυπτοχριστιανισμού, προπάντων μεταξύ των γενιτσάρων, συναντούμε στις ποικίλες εκκλήσεις προς τους ηγεμόνες της Δύσης για ένοπλες επεμβάσεις στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή· βλ. την ενδεικτική έμφαση που αποδίδεται στο ζήτημα αυτό σε ελληνική έκκληση του 1606 προς τους Ισπανούς: «Για βάλτε με το νου σας τι μεγάλη καλοσύνη θέλει γένει σε όλην την χριστιανιτά, πόση σκλαβιά θέλει ελευθερωθεί, χριστιανοί που είναι τη σήμερον εις τα χέρια τους (των Τούρκων), πόσες χιλιάδες Τούρκοι είναι όπου κάμνουν κρυφά χριστιανοί, και τότες θέλουν φανερωθεί τριάντα χιλιάδες γενίτσαροι, που είναι όλοι από χριστιανούς και κρυφά έρχονται στες εκκλησίες και προσκυνούν, και από στανιό τους στέκονται Τούρκοι» (A.G.S. — Ε 1103, αριθ. 237). Για τις επαφές μερικών πασάδων της δυτικής Βαλκανικής με τους Ισπανούς: Ι.Κ. Hassiotis, Spanish Policy toward the Greek Insurrectional Mouvements in the Early Seventeenth Century, “Actes du lie Congr. Intern, des Etudes Balkaniques et Sud-Est Europeennes”, τόμ. 3, Αθήνα 1978, σ. 318-319.

2. Τη λύση άλλωστε της καταφυγής στη Δύση τη συνιστούσε μερικές φορές και η επίσημη Εκκλησία. βλ. λ.χ. τις ενδιαφέρουσες απόψεις για το θέμα αυτό του Αγαπίου Λάνδου, όπου μάλιστα και ειδική αναφορά στους κρυπτοχριστιανούς που κατέφευγαν στην Ισπανία: Δ.Δ. Κωστούλα, Αγάπιος ο Λάνδος, ο Κρης, Γιάννινα 1983, σ. 332-333, και I. Αναστασίου, Εισαγωγικά για τη μελέτη των νεομαρτύρων, «Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην των νεομαρτύρων», Θεσσαλονίκη 1989, σ. 34.

3. Στα 1606 π.χ. ο εξωμότης Άγγελος Ιωάννου από την Προποντίδα (isla de Marmara), δήλωσε ότι για τη φυγή του στη Δύση τον είχε επηρεάσει «la fama que hay en todo Levante, que V(uestra) M(agesta)d (ο βασιλιάς της Ισπανίας) emplea en Sureal servicio a semejantes (όπως ο ίδιος) personas».

4. Είναι ενδεικτικά και τα φραγκικά ονόματα που δίνονται στους νεόφυτους, όπως λ.χ. στην περίπτωση ενός μουσουλμάνου αιχμαλώτου από την Πάτρα, που βαφτίστηκε χριστιανός στο Παλέρμο, παίρνοντας το όνομα Ιωάννης-Βαπτιστής de Santa Catalina (A.G.S. — Ε 3705, χα.: Μαδρίτη, 17 Νοεμβρίου 1627).

5. Για τον θεσμό: Α.Ε. Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τόμ. 2, Θεσσαλονίκη 1976, σ. 60-73.

6. Για τον κρυπτοχριστιανισμό (στις μεταγενέστερες κυρίως φάσεις του) βλ. την εκτενή εισαγωγή της Ε. Νικολαΐδου, Οι κρυπτοχριστιανοί της Σπαθίας (αρχές 18ου αιώνα), Γιάννινα 1979, σ. 15-66.

7. Για τους Iç oğlan: Βακαλόπουλος, ό.π., σ. 67-69 πρβλ. και αύτ., σ. 67 σημ. 127, όπου μνεία δείγματος φυγής επωνύμου Έλληνα εξωμότη προς τη Γερμανία στα 1587.

8. A.G.S. — Ε 1596, αριθ. 362 (1602), Ε 1608, χα. (Μαδρίτη, Ιουλίου και Αυγούστου 1606), Ε 1690, αριθμ. 451 (15 Φεβρουαρίου 1606), αριθ. 483 (22 Ιουνίου 1606), Ε 1704, χα. (30 Ιουλίου 1602), Ε 1705, χα., χ.χ. (1606), Ε 1966 bis, χα. (13 Αυγούστου 1606).

9. A.G.S. — Ε 1970, χα. (Μαδρίτη, 24 Ιουλίου 1618).

10. Α. Tenenti, Naufragaes, corsaires et assurances maritimes a Venise, 1592-1609. Παρίσι 1959, σ. 378, 385, 387, 393, 395, 403, 408, 409, 413, 425, 430.

11. A.G.S. — Ε 1166, αριθ. 121 (πληροφορίες του Ταπεινού, σταλμένες από τον πράκτορα των Ισπανών στη Ζάκυνθο Γεώργιο Λατίνο προς τον αντιβασιλέα της Σικελίας Osuna στις 3 Ιουνίου 1613), Ε 1730, χα. (Μαδρίτη, 18 Φεβρουαρίου 1615: δύο έγγραφα για αύξηση των μισθών του Ταπεινού), Ε 1993, χα. (θετική εισήγηση του Συμβουλίου του Κράτους για τον Ταπεινό, της 5ης Φεβρουαρίου 1615).

12. Για τον Ζαμπάρα πλήθος εγγράφων (συχνά με αλληλεπικαλυπτόμενες ή και αντιφατικές ως ένα βαθμό πληροφορίες) στο A.G.S. — Ε 1588, αριθ. 479 (Valladolid, Σεπτέμβριος 1603), Ε 1598, αριθ. 614 (Νοέμβριος 1603), Ε 1607, χα. (Δεκέμβριος 1605), Ε 1682, χα. (υπόμνημα της χήρας του Ζαμπάρα Αυγουστίνας «de Petrache» 4 Ιουλίου 1618), Ε 1688, χα. (το ίδιο της 3 Νοεμβρίου 1619), Ε 1689, χα. (23 Φεβρουαρίου 1620), Ε 1690, αριθ. 60 (26 Σεπτεμβρίου 1603), Ε 1695, χα. (23 Σεπτεμβρίου 1603), Ε 1711, χα., χ.χ. (Αυγούστου1603), Ε 1730, χα. (υπόμνημα της Αυγουστίνας, για λογαριασμό της ίδιας και των 4 [!] ορφανών παιδιών της, Μαδρίτη, 18 Μαρτίου 1615), Ε 1957, χα. (18 Ιανουαρίου 1606), Ε 1959, χα. (έγγραφα του 1615 και του 1619 για τα αιτήματα της Αυγουστίνας), Ε 1975, χα. (Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 1603), Ε 1977, χα. (14 Δεκεμβρίου 1605). Άσχετος μάλλον με τον Πατρινό θα πρέπει να είναι ο στρατιωτικός Αντώνιος Campara, που τον βρίσκω λίγα χρόνια πρωτύτερα να υπηρετεί στη Φλάνδρα και στη συνέχεια στον στόλο της Νεάπολης: A.G.S. — Ε 1594, αριθ. 261 (σχέδιο αχρονολόγητης επιστολής του Φιλίππου Γ’ προς τον αντιβασιλέα της Νεάπολης).

13. A.G.S. — Ε 1605, χα. (Valladolid, Ίαν. 1606), Ε 1608, χα. (Μαδρίτη, Ιούλιος 1606), Ε 1690, αριθ. 61-62 (26 Σεπτεμβρίου 1603), Ε 1957, χα. (Μαδρίτη, 21 Ιουλίου 1606), Ε 1997, χα. (17 Ιανουαρίου 1606).

14. A.G.S. — Ε 1601, χα. (Φεβρουάριος 1607, όπου ο Σαμάνας ομολογεί ότι πείστηκε να έρθει στη Σικελία «por la fama que en todo Levante hay del buen tratamiento que V(estra) M(agesta)d les haze» (τους εξωμότες που αυτομολούσαν στη Δύση). Πρβλ. και την πιο πάνω σημ. 61.

15. A.G.S. — Ε 1605, χα. (Δεκέμβριος1606), Ε 1608, χα. (Μαδρίτη, Σεπτέμβριος 1606), Ε 1610, χα. (Φεβρουάριος – Απρίλιος 1607), Ε 1690, χα. (3 Ιουνίου 1606), Ε 1692, χα. (22 Ιουλίου 1606), Ε 1707, χα. (Aranjuez, 1 Μαΐου 1607), Ε 1957, χα. (3 Απριλίου – 30 Σεπτεμβρίου 1606).

16. A.G.S. — Ε 1709, χα., χ.χ. (σχέδιο επιστολής [του 1606-1607] του Φιλίππου Γ’ προς τον αντιβασιλέα της Σικελίας για την πρόσληψη του Γεωργίου «de Patraci» με μηνιαίο μισθό 15 σκούδων).

17.  A.G.S. — Ε 1709, χα. (σχέδιο βασιλικής επιστολής προς τον αντιβασιλέα της Νεάπολης, της 12 Μαρτ. 1607, για τη ναυτολόγηση του Ανδρέα «de Petrache» στις γαλέρες του «βασιλείου».


ΕΚ ΤΟΥ ://cognoscoteam.gr/










ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ