Η Γαλλία επέστρεψε Χάλκινα έργα τέχνης του Μπενίν ενώ η Ελλάδα ανακινεί το αίτημα της επιστροφής των γλυπτών του Παρθενώνα.


Η επιστροφή των λεηλατημένων έργων από τη Γαλλία στο Μπενίν είναι ένας σταθμός στον μακροχρόνιο αγώνα των αφρικανικών χωρών για την ανάκτηση της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Τα έργα, τα οποία περιλαμβάνουν τις πόρτες του Παλατιού του Abomey, βασιλικούς θρόνους και χάλκινους πολεμιστές, υποδέχτηκαν επισήμως στο Μπενίν σε μια τελετή υπό την προεδρία του Patrice Talon. Ο Talon παρέλαβε τα έργα από τη γαλλική κυβέρνηση στο Παρίσι. Θα ακολουθήσει επαναπατρισμός έργων του Μπενίν κι από άλλα μουσεία του κόσμου.

«Αυτή η επιστροφή είναι μια μαρτυρία γι’ αυτό που ήμασταν, μια μαρτυρία για το ότι υπήρχαμε σε παλιούς καιρούς, μια μαρτυρία για όσα γνωρίζαμε», είπε ο Talon ενώπιον ενός ακροατηρίου που περιλάμβανε εκπροσώπους των βασιλικών οικογενειών του Μπενίν. Τα αντικείμενα θα στεγαστούν αρχικά σε ένα μουσείο στην πόλη Ouidah προτού μεταφερθούν σε ένα νέο μουσείο που χτίζεται στο Abomey, όπου βρίσκονται τα βασιλικά ανάκτορα του Βασιλείου της πρώην Δαχομέης.

Η αποκατάσταση αυτή είναι η μεγαλύτερη που έχει κάνει η Γαλλία σε πρώην αποικία, αλλά αντιπροσωπεύει μόνο ένα κλάσμα από τα 5.000 έργα των οποίων την επιστροφή αναζητεί το Μπενίν και τα δεκάδες χιλιάδες αφρικανικά έργα που έφτασαν με δόλιους τρόπους σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Περίπου το 90% της πολιτιστικής κληρονομιάς της Αφρικής πιστεύεται τώρα ότι βρίσκεται στην Ευρώπη. Μόνο το μουσείο Quai Branly στο Παρίσι περιέχει περίπου 70.000 αφρικανικά αντικείμενα. Μια έκθεση του 2018 που ανατέθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση ανέφερε ότι περίπου 46.000 από αυτά τα έργα πληρούν τις προϋποθέσεις για επαναπατρισμό.

Η έκθεση που υπέγραψαν ο Σενεγαλέζος οικονομολόγος Felwine Sarr και η Γαλλίδα ιστορικός τέχνης Bénédicte Savoy, πρότεινε την αποκατάσταση όλων των αντικειμένων που αποκτήθηκαν με τη βία ή μέσω άδικων συνθηκών. Η Γαλλία έχει επιστρέψει πολλά αντικείμενα σε πρώην αποικίες στην Αφρική και λέει ότι σκοπεύει να συνεχίσει να το κάνει. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της αποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένου του Talon, είπαν ότι η διαδικασία είναι πολύ αργή και περιορισμένη σε εύρος. Αρκετά άλλα ευρωπαϊκά μουσεία και κυβερνήσεις έχουν επίσης αποφασίσει να επιστρέψουν έργα τέχνης στην Αφρική σε μια εποχή που τα θεσμικά της όργανα παλεύουν με τις πολιτιστικές κληρονομιές της αποικιοκρατίας. Το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ θα επιστρέψει ένα χάλκινο έργο στη Νιγηρία, ενώ η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε τον Απρίλιο ότι θα ξεκινήσει την επιστροφή των χάλκινων του Μπενίν, τα περίφημα γλυπτά από κράμα χαλκού από το Βασίλειο του Μπενίν. 





Να τι γράφει ο νομικός Τζέφρι Ρόμπερτσον για τα χάλκινα του Μπενίν στο βιβλίο του «Σε ποιον ανήκει η ιστορία» (εκδόσεις Free Thinking Zone):

«Η ιστορία της λεηλασίας της πόλης του Μπενίν από τον βρετανικό στρατό, το 1897, πρέπει να ειπωθεί εν συντομία. Στη θέση της σημερινής περιοχής Έντο, στη νότια Νιγηρία, υπήρχε μια πρωτεύουσα με κάποιο βαθμό αυτονομίας, η οποία δυσανασχετούσε για τις βρετανικές εμπορικές εταιρείες που ήθελαν ελεύθερη πρόσβαση στο φοινικέλαιο, στο καουτσούκ και σε άλλους φυσικούς πόρους. Οι εταιρείες πίεζαν τη βρετανική κυβέρνηση να εμπλακεί σε αυτό που περιέγραφαν αδιάντροπα ως συμφέροντα του «εμπορίου και του πολιτισμού», με άλλα λόγια στην αύξηση του κέρδους. Το 1892, ο βασιλιάς υποδέχτηκε Βρετανούς προξένους, οι οποίοι του παρέδωσαν ένα έγγραφο που υπέγραψε με ένα «Χ», παραχωρώντας την κυριαρχία στη Βρετανία και διασφαλίζοντας το ελεύθερο εμπόριο. Όταν ο βασιλιάς Όντα άρχισε να ενεργεί σαν να μην είχε ιδέα τι σήμαινε το έγγραφο (πράγμα πιθανό, αφού ούτε ο ίδιος ούτε κανένας στο βασίλειό του. Ο βασιλιάς αναφέρεται συχνά ως «βασιλιάς Όντα», από άγνοια. «Όντα» σημαίνει στη γλώσσα των Γιορούμπα «βασιλιάς». 


Οι Βρετανοί αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν βίαια μέσα. «Επιμένουμε να αποσπάσουμε υψηλότερα κέρδη», ανέφερε ο Βρετανός γενικός πρόξενος στο υπουργείο Εξωτερικών. Η πρώτη αναγνωριστική αποστολή αρκετών εκατοντάδων (κυρίως ιθαγενών αχθοφόρων, καθώς και ορισμένων Βρετανών αξιωματούχων και εκπροσώπων κάποιας εταιρείας) δεν είχε σκοπό την εισβολή, αλλά οι στρατιώτες του Μπενίν παρεξήγησαν τις προθέσεις τους και τους αποδεκάτισαν, όταν προσπάθησαν να μπουν στην πόλη, η οποία ήταν κλειστή για μια θρησκευτική τελετή. 

Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια αληθινή εισβολή: 1.500 Βρετανοί στρατιώτες, με την υποστήριξη εννέα πλοίων του Βασιλικού Ναυτικού, προχώρησαν σε «επιδρομή τιμωρίας» στην πόλη, σκοτώνοντας μερικούς πολίτες της και καίγοντάς την ολοσχερώς. Σε αυτή την επιχείρηση, οι Βρετανοί πήραν περίπου 3.000 έργα Τέχνης από το παλάτι και τον ναό. 

Το Μπενίν ήταν από κει και πέρα ανοιχτό για βρετανικές επιχειρήσεις, και η λεία μεταφέρθηκε με καραβάνια και μέσα στα σακίδια των στρατιωτών. Το υπουργείο Εξωτερικών αποφάσισε ότι τα λάφυρα έπρεπε να πουληθούν «για να καλυφθεί το κόστος της αποστολής». Το Βρετανικό Μουσείο κράτησε περίπου 700 κομμάτια, ενώ ένα μουσείο στη Βιέννη αγόρασε 167 και το Humboldt του Βερολίνου 580. Άλλα λάφυρα κατέληξαν από την ευρωπαϊκή αγορά Τέχνης σε τουλάχιστον τριάντα συλλογές στην Αμερική. Η έκθεση Sarr-Savoy εντόπισε αναμνηστικές πλάκες, επιτύμβιες προτομές και ένα χαυλιόδοντα σε έκθεση στο Musée du quai Branly-Jacques Chirac στο Παρίσι.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα Χάλκινα του Μπενίν είναι μοναδικά, προϊόν απαράμιλλης τέχνης του 16ου και 17ου αιώνα στη δυτική Αφρική. Δεν είναι πραγματικά χάλκινα -είναι μάλλον ορειχάλκινα, με αμαλγάματα και συχνά με διακοσμητικά από ελεφαντόδοντο και ύφασμα, υπό τη μορφή περίπλοκων μεταλλικών πλακών που απεικονίζουν τη βασιλική οικογένεια μαζί με ιερείς και υπηρέτες. Πρόκειται για δείγμα ενός από τους παλαιότερους και πιο ανεπτυγμένους πολιτισμούς στην Αφρική. 

Δεν έχουν πολιτιστική και ιστορική σημασία μόνο για τους Νιγηριανούς, αλλά για ολόκληρη την περιοχή, την ήπειρο και τον κόσμο -πράγμα που αποδεικνύεται και από την έκθεσή τους στα κυριότερα «παγκόσμια μουσεία» της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ (όπου φοιτητές αρχίζουν να αντιδρούν στηρίζοντας το αίτημα της επιστροφής τους) και στο Παγκόσμιο Μουσείο του Λίβερπουλ, όπου εκτίθενται με υπερηφάνεια: το Λίβερπουλ ήταν ο κόμβος για τις εμπορικές εταιρείες που επέμειναν για την εισβολή στο Μπενίν.

 Αυτή η «επιδρομή τιμωρίας» θεωρούνταν ακόμα  και τότε έγκλημα πολέμου- ενώ η λεηλασία αναγνωριζόταν ως έγκλημα ήδη πριν πολλούς αιώνες. Το κράτος που επέμενε, το 1815, να επιστρέψει τα κλοπιμαία του Ναπολέοντα δεν θα μπορούσε ποτέ να πειστεί να επιστρέψει ούτε ένα κομμάτι στη Νιγηρία, ακόμα και μετά την ανεξαρτησία της χώρας, το 1960. Η Νιγηρία έπρεπε να προσφύγει στην αγορά για να αποκτήσει μερικά αντικείμενα για το εθνικό μουσείο της στο Λάγκος. 

Ακούστηκαν υπαινιγμοί ότι, αν και το δόγμα των «λαφύρων πολέμου» δεν υπάρχει σε πολέμους μεταξύ «πολιτισμένων» (δηλαδή ευρωπαϊκών) εθνών, εφαρμόστηκε στις αποικιακές κατακτήσεις «μη πολιτισμένων» ή μη χριστιανικών φυλών ή βασιλείων. Η Βρετανία προσπάθησε να δικαιολογήσει τη βίαιη συμπεριφορά της, υποστηρίζοντας ότι βρήκε ενδείξεις ανθρωποθυσιών. Ακόμα κι αν είναι αλήθεια, δεν ήταν αυτό το κίνητρο: ο σκοπός της προετοιμασίας της εισβολής ήταν το κέρδος, και η ευκαιρία για τη χρονική στιγμή της ήταν η εκδίκηση.197 Επρόκειτο για βάρβαρη πράξη στην οποία σκότωσαν αναρίθμητους (επειδή κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τους μετρήσει) πολίτες με ξιφολόγχες και μουσκέτα, έκλεψαν την πολύτιμη πολιτιστική περιουσία και στη συνέχεια έκαψαν το παλάτι, τους ναούς και τα σπίτια. Τα Χάλκινα του Μπενίν αφαιρέθηκαν διά της βίας σε κλίμα στρατιωτικής επιθετικότητας και συνεπώς θα πρέπει να επιστραφούν. 

Οι εξαιρέσεις λαμβάνονται υπόψη; Δυτικά μουσεία τα έχουν φροντίσει, αλλά δεν θα απογυμνώνονταν ανεπανόρθωτα αν τα έδιναν πίσω -χωρίς αμφιβολία η Νιγηρία θα τους άφηνε να κρατήσουν κάποια κομμάτια (με εύλογο ενοίκιο). Το Βρετανικό Μουσείο έχει μια θαυμάσια ορειχάλκινη σκάλα στην οποία έχουν τοποθετηθεί περίπου είκοσι από τα Χάλκινα, αλλά έχει κι άλλα και υπάρχουν φήμες ότι υπάρχουν κάμποσα στις αποθήκες. Η κυβέρνηση της Νιγηρίας δεν είναι δικτατορική, παρότι έχει κατηγορηθεί ότι στερεί τα μουσεία από πόρους: μερικά , λένε οι ντόπιοι έφοροι, καταρρέουν, με στέγες που στάζουν και εγκαταστάσεις αποθήκευσης μολυσμένες από έντομα. Αυτό θα ήταν σοβαρή αντίρρηση για την επιστροφή, αλλά η Νιγηρία σχεδιάζει ένα νέο Βασιλικό Μουσείο, στην περιοχή όπου βρισκόταν κάποτε το παλάτι του βασιλιά, με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις για να στεγάσει την έκθεση των αντικειμένων που θα επιστραφούν. Έχει προγραμματιστεί να ανοίξει το 2020, με σκοπό τη μελέτη και έκθεση των Χάλκινων αγαλμάτων.

Το 2007, η κυβέρνηση της Νιγηρίας και η περιοχή Έντο συγκρότησαν την Ομάδα Διαλόγου του Μπενίν, μαζί με μερικά από τα άλλα μουσεία, στη Βρετανία, Αυστρία, Σουηδία και στις Κάτω Χώρες που έχουν Χάλκινα του Μπενίν. Ήταν ανενεργή, έως ότου ζωντάνεψε από τη συγκλονιστική ανακοίνωση του προέδρου Μακρόν, και, τον Δεκέμβριο του 2018, ανακοίνωσε ότι αρκετά δυτικά μουσεία ήταν τελικά έτοιμα να επιστρέψουν μερικά Χάλκινα (θα αποφάσιζαν ποια), αλλά μόνο ως δάνειο. 

Ο Μακρόν τα είχε ντροπιάσει και το δάνειο είναι ένας τρόπος να σώσουν την υπόληψή τους και ίσως να μπορέσουν να κρατήσουν τα εκθέματα. Αλλά ακόμη και ένα μόνιμο μουσειακό δάνειο είναι εμποτισμένο με το χρώμα της αποικιοκρατίας, προδίδοντας τη σταθερή πεποίθηση ότι είχαν αποκτήσει νομίμως τίτλο ιδιοκτησίας με αποικιακή επιθετικότητα και λεηλασία. 

Το Βρετανικό Μουσείο χρησιμοποίησε τη δικαιολογία ότι δεν του επιτρέπεται να τα αποποιηθεί, αλλά οι επίτροποί του δεν ήταν διατεθειμένοι να ζητήσουν από την κυβέρνηση να τροποποιήσει τον νόμο. Δεν είναι έτοιμοι ακόμα να αναγνωρίσουν τις άδικες πράξεις του βρετανικού στρατού στους επιθετικούς πολέμους στην Αφρική και να επιστρέψουν τα λάφυρα: το υπουργείο Διεθνούς Ανάπτυξης, το οποίο διανέμει δισεκατομμύρια σε βρετανική βοήθεια, συχνά για τη στήριξη του βρετανικού εμπορίου, δεν σκέφτηκε να χρηματοδοτήσει μουσεία σε χώρες που ο βρετανικός στρατός είχε λεηλατήσει στο παρελθόν.»

Ζητώντας τα γλυπτά του Παρθενώνα για λογαριασμό της Ελλάδας, ο Robertson λέει ότι παρά τη μοναδικότητα και την αξία τους τα χάλκινα του Μπενίν δεν έχουν την οικουμενική σπουδαιότητα των γλυπτών του Παρθενώνα. Και υπογραμμίζει δύο επιχειρήματα: πρώτον, ότι τα γλυπτά έχουν μεταφερθεί στο Βρετανικό Μουσείο με δόλο, και δεύτερον ότι αν απομακρυνθούν από το Βρετανικό Μουσείο δεν θα «αδειάσει» ο μεγάλος αυτός βρετανικός θεσμός: το Βρετανικό Μουσείο διαθέτει θησαυρούς στις αποθήκες του. Όσο για το Μουσείο της Ακρόπολης είναι ο κατάλληλος τόπος για να εκτεθούν τα γλυπτά. 

«Πηγή:www.athensvoice.gr/

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ