Ο Προϊστορικός Οικισμός του Αρχοντικού Γιαννιτσών -Πέλλας


Οι ανασκαφές στην τούμπα του Αρχοντικού που ξεκίνησαν το 1992, αποκαλύπτουν αλλεπάλληλες φάσεις ενός προϊστορικού οικισμού, οι οποίες ξεκινούν από το τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και συνεχίζονται έως την Ύστερη Εποχή του Χαλκού (2300-1300 π.Χ.). Στόχος της έρευνας τέθηκε από την αρχή η μελέτη όλων των όψεων του προϊστορικού αυτού οικισμού, δηλαδή η ανασύνθεση των στοιχείων που σχετίζονται με το παλαιό περιβάλλον, την οικονομία, την τεχνολογία, την κοινωνική οργάνωση, την ιδεολογία κ.λπ.





Θέση και Παλαιοπεριβάλλον

Ο Νομός Πέλλας αποτελεί τμήμα της ευρύτερης γεωγραφικής και πολιτισμικής ενότητας της κεντροδυτικής Μακεδονίας, της οποίας τα όρια αποτελούν ο Αξιός στα ανατολικά και ο Αλιάκμωνας στα νοτιοδυτικά. Τόξο από ορεινούς όγκους περιβάλλει το νομό. Ο Βόρρας και η Τζένα δεσπόζουν στα βόρεια, το Πάικο στα ανατολικά και το Βέρμιο στα δυτικά. Στο άνοιγμα του ορεινού αυτού τόξου απλώνεται η εύφορη πεδιάδα των Γιαννιτσών, που αποτελεί τον πυρήνα της Κεντρικής Μακεδονίας. Ως την περίοδο του Μεσοπολέμου μεγάλο τμήμα της καταλάμβανε η ομώνυμη λίμνη. Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε ριζικά με την αποξήρανση της λίμνης.



Το Αρχοντικό βρίσκεται στο ΒΑ άκρο της σημερινής, εκτεταμένης, εύφορης πεδιάδας των Γιαννιτσών και πλαισιώνεται από χαμηλούς λοφίσκους, που κλιμακώνονται ομαλά μέχρι τους πρόποδες του Πάικου. Πρόσφατες γεωλογικές μελέτες, που έγιναν από ειδικούς επιστήμονες του Α.Π.Θ. στη γύρω περιοχή, έδειξαν ότι στην περίοδο της Προϊστορίας ο οικισμός του Αρχοντικού είχε ιδρυθεί σε λόφο, ο οποίος απείχε περίπου 5 χλμ. Από τη θάλασσα που βρισκόταν στα νότια του. Ο λόφος του οικισμού υψωνόταν στις παρυφές μιας ευρύτερης ημιλοφώδους ζώνης, την οποία διέτρεχαν χείμαρροι, που κατέβαιναν από το Πάικο από τα βόρεια προς τα νότια. Ανάμεσα στο χαμηλό αυτό λοφώδες ανάγλυφο και στη θάλασσα παρεμβαλλόταν ένα πεδινό τμήμα πλάτους 2 περίπου χλμ.



Η μετάβαση προς την παράκτια ζώνη θα πρέπει να γινόταν με τρόπο ομαλό, καθώς διαπιστώθηκε πως το βάθος της θάλασσας νότια του Αρχοντικού πρέπει να ήταν σχετικά μιρκό και ο πυθμένας της να παρουσίαζε μικρές και ήπιες κλίσεις, Ίσως δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί κα μια πλατιά ενδοπαλιρροιακή ζώνη, όπου αναπτύσσονταν ρηχά υφάλμυρα έλη. Η σχέση του οικισμού με τη θάλασσα επιβεβαιώνεται και από την ανέρευση μεγάλου αριθμού θαλασσίων οστρέων του τύπου Cerastoderma Edule που χρησιμοποιήθηκαν για τη διατροφή των κατοίκων.



Αλλά και η παλυνολογική έρευνα, δηλαδή η μελέτη της γύρης από στρώματα του οικισμού, έδειξε πως το περιβάλλον ήταν παράκτιο-παραποτάμιο με σαφείς ενδείξεις για τη γειτνίαση των γλυκών-υφάλμυρων υδάτων και βαλτωδών εκτάσεων. Αναγνωρίστηκαν κάποια είδη δενδρωδών φυτών, όπως Πεύκων, Δρυών, Πουρναριού, Ακρεύθου-Αγριοκυπάρισσου, Πλατανιών αλλά και κάποιων Ποωδών, όπως Αγρωστωδών, Αsteraceae, Amaranthaceae-Chenopodiaceae, Plantago, Typha-Sparganium και παρασίτων.

Ο Οικισμός

Η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε στην κορυφή της τούμπας και στην ανατολική πλαγιά αλλεπάλληλες φάσεις ενός οικισμού, που χρονολογούνται στο τέλος της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού και στη Μέση Εποχή του Χαλκού με βάση μιας σειράς ραδιοχρονολογήσεων (2.300-1.600 ή και αργότερα). Η περίοδος αυτή είναι ελάχιστα γνωστή στη Μακεδονία.



Στην κορυφή της τούμπας αναγνωρίστηκε η νεότερη φάση που ανήκουν σπίτια με λιθινα θεμέλια, τα περισσότερα κατεστραμμένα. Στην ανατολική πλαγιά αποκαλύφθηκε μια παλιότερη φάση κατοίκησης που είχε καταστραφεί από φωτιά. Εδώ σε μια έκταση 200 τ.μ. αποκαλύφθηκαν 5 σπίτια πασσαλόπηκτα, το ένα δίπλα στο άλλο και με κοινό προσανατολισμό. Ήταν κτισμένα με πασσάλους, στοιβαχτό πηλό, κλαδιά και καλάμια. Οι κατασκευές και τα ευρήματα που βρέθηκαν μέσα σε αυτά, δίνουν μια ζωντανή εικόνα για τα προϊστορικά νοικοκυριά του τέλους της πρώιμης Εποχής του Χαλκού (2.300-1.900 π.Χ.).

Πάνω στα δάπεδα των σπιτιών βρέθηκαν πήλινες κατασκευές, μικροί θολωτοί φούρνοι, ανοιχτές εστίες, πάγκοι εργασίας, αποθηκευτικές θήκες που εξυπηρετούσαν στο μαγείρεμα, την αποθήκευση, την προετοιμασία τροφής, το ζέσταμα και το φωτισμό. Ακόμη βρέθηκαν κατασκευές που θα πρέπει να χρησίμευαν στο μαγείρεμα με τον ατμό, έναν τύπο που για πρώτη φορά ανακαλύπτεται στη μακεδονία. Η πυροτεχνολογία των κατασκευών αυτών αποτελεί το αντικείμενο ειδικής έρευνας.

Μέσα στα σπίτια βρέθηκε ένας μεγάλος αριθμός από πήλινα αγγεία, σπασμένα αλλά και πολλά ακέραια, πράγμα ασυνήθιστο σε προϊστορικές ανασκαφές. Αυτά είναι φτιαγμένα με το χέρι και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία σχημάτων, που υποδηλώνουν διαφορετικές χρήσεις. Αγγεία εξαιρετικής ποιότητας με επιφάνεια σκουρόχρωμη, καλά γυαλισμένη και ψηλές λαβές για υγρά, άλλα αγγεία με χονδρά τοιχώματα για τη φύλαξη υγρών ή στερεών προϊόντων ή ακόμα αγγεία για το μαγείρεμα. Οι κάτοικοι του Αρχοντικού κατασκεύαζαν εργαλεία από πέτρα, κόκαλο, πηλό και τα χρησιμοποιούσαν για πελέκια, δρεπάνια, ξέστρα, μαχαίρια κ.λπ..

Η υφαντική πρέπει να ήταν από τις κύριες ασχολίες τους. Όπως δείχνουν τα σφονδύλια και τα βαρίδια που βρέθηκαν μέσα στα σπίτια. Οι κάτοικοι του Αρχοντικού ήταν γεωργοί και κτηνοτρόφοι. Οι ποσότητες από τους απανθρακωμένους σπόρους και οστά ζώων, που βρέθηκαν στα σπίτια και εξετάστηκαν από ειδικούς επιστήμονες έδειξαν ότι οι κάτοικοι του Αρχοντικου καλλιεργούσαν σιτάρι, κριθάρι, όσπρια, μάζευαν βελανίδια, έτρεφαν αιγοπρόβατα και γουρούνια και κυνηγούσαν ελάφια. Παράλληλα όμως εκμεταλλεύονταν τη θάλασσα, όπως δείχνουν οι μεγάλες ποσότητες από όστρεα.

Όλα αυτά ξεδιπλώνουν μια ουσιαστική πτυχή της ζωής των ανθρώπων που έζησαν εδώ και 4000 χρόνια πριν την εποχή μας. Φωτίζουν ένα κομμάτι της προσωπικής τους ζωής, τον καθημερινό μόχθο μέσα στο σπίτι και τις καθημερινές φροντίδες της διαβίωσης τους.

Κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο επιχειρήθηκε η διερεύνηση του στρωματογραφικού προφίλ της τούμπας. Για το λόγο αυτό στη νότια, απότομη πλαγιά ανοίχτηκαν 8 κλιμακωτές τομές διαστάσεων 3Χ2μ.. Τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα δείχνουν ότι οι παλιότερες ενδείξεις κατοίκησης ανάγονται στην Ύστερη Νεολιθική Εποχή. Κεραμική της περιόδου αυτής διαπιστώθηκε στα χαμηλότερα σκάμματα του τομέα που βρίσκονται προς τις υπώρειες της τούμπας. Ωστόσο είναι πιθανό η πρώτη εγκατάσταση στη θέση να ξεκίνησε σε προγενέστερες περιόδους, αφού η ανασκαφή δεν έφτασε ακόμα μέχρι το φυσικό βράχο.


Από τη δεύτερη ανασκαφική περίοδο η έρευνα επικεντρώθηκε στην ομαλή και εκτεταμένη κορυφή της τούμπας και στην ανατολική πλαγιά της. Στόχος υπήρξε ο εντοπισμός και στη συνέχεια η οριζόντια παρακολούθηση των φάσεων της Εποχής του Χαλκού ώστε να γίνει κατανοητός ο τρόπος ανάπτυξης του οικισμού και η οργάνωση του χώρου.

Στην κορυφή και την ανατολική πλαγιά της τούμπας η ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε δύο κύριες οικιστικές φάσεις, με υποφάσεις που αντιστοιχούν σε δύο ευρύτερες, χρονικές περιόδους οι οποίες χαρακτηρίζονται ως φάση Α και φάση Β.


Πρόχους, ένα από τα χαρακτηριστικά αγγεία του Αρχοντικού Γιαννιτσών.


Στην κορυφή αναγνωρίστηκε η νεότερη φάση Α, η οποία χαρακτηρίζεται από οικήματα που είχαν λίθινα θεμέλια κατασκευασμένα από αδρές πέτρες χωρίς συνδετικό υλικό. Τα περισσότερα είναι κατεστραμμένα από μεταγενέστερες επεμβάσεις στο χώρο. 
Ένα μόνο σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Πρόκειται για ένα μονόχωρο, σχεδόν ορθογώνιο κτήριο με προσανατολισμό ΒΔ προς ΝΑ. Από το κτίριο αυτό σώζεται μόνο η λιθόκτιστη θεμελίωση του βόρειου, νότιου και δυτικού τοίχου του, ενώ το ΝΑ τμήμα του έχει καταστραφεί εντελώς από τις ρίζες του δένδρου. 
Ο εσωτερικός χώρος που ορίζουν αυτοί οι 3 τοίχοι έχει πλάτος 4 μ. και μήκος 5 μ.. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν πεσμένες, μικρές, αδρές πέτρες οι οποίες προφανώς προέρχονταν από τους τοίχους καθώς και αρκετή ποσότητα κεραμικής και λίγα κινητά ευρήματα. Πηγές: www.giannitsa.gr  www.pella-net.gr





ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ