Τα κατάλοιπα από τον περίβολο του ναού του Ασκληπιού στο άνω πλάτωμα του ιεροθεραπευτηρίου της αρχαίας Κορίνθου (νοτιοδυτική πλευρά), το οποίο έλαβε τη μορφή ενός πολυτελούς λατρευτικού και ιαματικού συμπλέγματος κατά τον ύστερο 4ο αιώνα π. Χ..
Η ιστορική διαδρομή του ιαματικού συγκροτήματος του Ασκληπιού της αρχαίας Κορίνθου, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν και η μνημειώδης κρήνη της Λέρνας.
Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής της σημερινής Αρχαίας Κορίνθου. Με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται η τοποθεσία του Ασκληπιείου και με κόκκινο τετράγωνο περικλείεται ο οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος της αγοράς των Ρωμαϊκών χρόνων. (1): πλάτωμα ναού του Ασκληπιού, (2): πλάτωμα κρήνης της Λέρνας, (3): θέση γυμνασίου, (4): πιθανή θέση ναού του Δία, (5): κρήνη των Λύχνων, (6): θέατρο, (7): ωδείο, (8): ναός του Απόλλωνα, (9): Αρχαιολογικό Μουσείο, (10): χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων.
Στο παρόν αφιέρωμα θα επιδιώξουμε αποσπασματικά να ανιχνεύσουμε τη διαφαινόμενη ιστορική διαδρομή του Ασκληπιείου της αρχαίας Κορίνθου και να προβούμε σε μία περιγραφή του εκτενούς κτηριακού συμπλέγματος, στο οποίο εντασσόταν οργανικά και η μνημειώδης κρήνη της Λέρνας. Παράλληλα, θα προσπαθήσουμε να εντρυφήσουμε στον τρόπο της λατρείας του Ασκληπιείου στο Κορινθιακό ιερό, μέσα από την επισκόπηση της χωροταξικής διαρρύθμισης των λειτουργικών υποδομών, αλλά και την εξέταση των θεραπευτικών και θρησκευτικών αφιερωμάτων. Τα δε παρατιθέμενα στοιχεία προέρχονται κυρίως μέσα από τις αρχαιολογικές μελέτες και εκθέσεις, καθώς οι συναφείς αναφορές στις αρχαίες πηγές είναι μάλλον πενιχρές. Επίσης, επί του κειμένου θα γίνουν μόνο ενδεικτικές παραπομπές, όπου κρίνεται σκόπιμο, με γνώμονα ότι τα δεδομένα των επιστημονικών συγγραμμάτων της σχετικής βιβλιογραφίας είναι πλήρως τεκμηριωμένα.
Το ιεροθεραπευτήριο της θεοποιημένης προσωπικότητας του Ασκληπιού, θεωρείται ότι αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα ιερά της αρχαίας Κορίνθου. Μάλιστα κατά την άποψη αρκετών ερευνητών, λόγω της εκλεπτυσμένης αρχιτεκτονικής διαρρύθμισής του και της πληθώρας των ιαματικών αναθημάτων, κατατάσσεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα Ασκληπιεία του αρχαιοελληνικού κόσμου, διαθέτοντας ανάλογη λατρευτική ακτινοβολία με εκείνα της Τρίκκης (Τρικάλων), της Επιδαύρου, της νήσου Κω, των Αθηνών και της Περγάμου(1). Πολεοδομικά βρισκόταν σε επαφή με το βόρειο αμυντικό τείχος της πόλης και περίπου στο μέσο της οχυρωματικής γραμμής του. Αμέσως μετά από τη νότια πλευρά του Κορινθιακού θρησκευτικού συγκροτήματος εκτείνονταν οι αθλητικές εγκαταστάσεις του γυμνασίου, η ύπαρξη του οποίου έχει πιστοποιηθεί από τα ευρήματα των ανασκαφών. Προς τα δυτικά και σε κοντινή απόσταση από την κοιλότητα της κρήνης της Λέρνας, έχει εντοπιστεί άλλη μία υπόγεια κρήνη, που επονομάστηκε ως «κρήνη των Λύχνων», λόγω της μεγάλης ποσότητας ευρεθέντων λύχνων. Σε παρακείμενη θέση με την τελευταία, εκτιμάται ότι ορθωνόταν και ο ναός του Δία, ο οποίος μνημονεύεται από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία, όπως θα δούμε παρακάτω, όμως η ακριβής θέση του δεν έχει προσδιοριστεί με απόλυτη σαφήνεια(2).
Εικόνα 3: Η βορειοανατολική πλευρά του περιβόλου του Ασκληπιείου της Κορίνθου, το οποίο αποτελούσε ένα σημαντικότατο ιερό της αρχαίας πόλης, ενώ από ορισμένους ερευνητές συγκαταλέγεται ανάμεσα στα σπουδαιότερα ιεροθεραπευτήρια του αρχαιοελληνικού κόσμου.
Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου για την ίδρυση ενός ιεροθεραπευτηρίου φαίνεται ότι έγινε κατόπιν προσεκτικού σχεδιασμού, καθόσον πληροί βασικά κριτήρια υγιεινής. Βρισκόταν στα βόρεια όρια του αστικού πλέγματος και σε αρκετά απομακρυσμένο σημείο, έτσι ώστε να αποφεύγεται ο ενοχλητικός θόρυβος από την πολυσύχναστη αγορά της αρχαίας Κορίνθου, επιτρέποντας στους ιερείς του θεού της ιατρικής, να επιδίδονται απερίσπαστοι στο διαγνωστικό έργο τους. Επιπρόσθετα, η τοποθεσία διαθέτει και περιβαλλοντικά ευαγή προτερήματα, καθώς είναι εκτεθειμένη στους δυνατούς βόρειους ανέμους, που καθαρίζουν πλήρως την ατμόσφαιρα και στην αρχαιότητα θα προσέφεραν μία ζωογόνα φρεσκάδα δροσιάς τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες, όταν σίγουρα θα αυξανόταν η προσέλευση των πιστών και των ασθενών στο ιαματικό συγκρότημα.
Τόσο από το υπερυψωμένο επίπεδο πλάτωμα του Ασκληπιείου, όσο και από την κοιλότητα της κρήνης της Λέρνας, παρέχεται πανοραματική παρατήρηση προς το πεδίο της ακτογραμμής του Κορινθιακού κόλπου, έχοντας φόντο τους ορεινούς όγκους των Γερανείων, του Ελικώνα και του Παρνασσού. Αυτή η θαυμάσια θέα δημιουργούσε συνθήκες ψυχικής ευφορίας και γαλήνης στους άρρωστους ικέτες, λειτουργώντας καταλυτικά στη μετουσιωτική επίδραση της θεραπείας τους. Επιπλέον στη βραχώδη κοιλότητα της Λέρνας υπήρχε ανέκαθεν μία φυσική πηγή, εξασφαλίζοντας μία σταθερή και ενδεχομένως άφθονη παροχή ύδατος, άκρως απαραίτητη για τη διευκόλυνση της επιζητούμενης ολιστικής φροντίδας υγείας. Οι δε γειτονικές εγκαταστάσεις του γυμνασίου μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες άθλησης και κίνησης των ασθενών. Τα παραπάνω πλεονεκτήματα, σε συνδυασμό με τη λειτουργική διαμόρφωση των υποδομών του και τις χορηγούμενες ιαματικές υπηρεσίες, καθιστούσαν το ιερό του Ασκληπιού στην Κόρινθο ως ένα πρότυπο ιεροθεραπευτήριο, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της δημοφιλίας του κατά την Ελληνιστική εποχή, όταν πλέον είχε λάβει την αρχιτεκτονική μορφή ενός εκτενούς και εκθαμβωτικού συγκροτήματος.
Εικόνα 4: Αεροφωτογραφία της τοποθεσίας του λατρευτικού συμπλέγματος του Ασκληπιείου, όπου αποτυπώνεται η θέση των επιμέρους υποδομών (1): ναός του Ασκληπιού, (2): βωμός, (3): κτίριο του άβατου, (4): δωμάτιο καθαρμών, (5): κιονοστοιχίες, (6): ανατολικό κτίσμα νιπτήρα, (7): ανατολικό κρηναίο οικοδόμημα, (8): κεκλιμένος διάδρομος επικοινωνίας (αναβάθρα), (9): δωμάτια εστίασης, (10): αύλειος χώρος Λέρνας, (11): υπόγεια κρήνη Λέρνας, (12): υποσκαφές δεξαμενές ύδατος. Με μπλε διακεκομμένη γραμμή επισημαίνεται συμβατικά το περιστύλιο της κοιλότητας της Λέρνας. (Πηγή πρωτότυπης φωτογραφίας: ιστολόγιο https://www.corinth-museum.gr).
Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις, κατά την Αρχαϊκή εποχή (610 – 490/480 π. Χ.), στην τοποθεσία υπήρχε ένα πρωταρχικό ανοιχτό τέμενος, ορθογώνιου σχήματος και οριζόντιων διαστάσεων περίπου 5 Χ 7,50 μέτρων, αφιερωμένο προς τιμήν του Απόλλωνα ως θεού θεραπευτή(3), χρονολογούμενο περί το 600 – 575 π. Χ.. Στην τεκμηρίωση αυτής της θρησκευτικής ταυτότητας, συνηγορεί η ανακάλυψη στον αρχαιότερο αποθέτη του Κορινθιακού ιερού των θραυσμάτων από το χείλος ενός κρατήρα με την αναθηματική επιγραφή «ΑΠΕΛ[Λ]ΟΝΟΣ ΕΜΕ». Εντός του πρώιμου ναϊκού οικοδομήματος υπήρχε το λίθινο άγαλμα ή το ξύλινο ξόανο του θεού, το οποίο προστατευόταν από ένα υπερκείμενο κουβούκλιο, έχοντας μπροστά του έναν επιμήκη βωμό και μία τράπεζα προσφορών. Περί τα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ., λίγα μέτρα ανατολικότερα προστέθηκε ένα ακόμα θρησκευτικό κτίσμα, ο αποκαλούμενος «οίκος», που θεωρείται ότι ήταν καθοσιωμένος στον θεοποιημένο Ασκληπιό, καθώς η λατρεία του φαίνεται πως είχε αρχίσει να καθίσταται ιδιαίτερα αγαπητή στον λαό της Κορίνθου, προερχόμενη πιθανότατα από την Επίδαυρο. Ο δε Ασκληπιός λογιζόταν ως γιός του Απόλλωνα(4) και τουλάχιστον στην προκειμένη περίπτωση, θεωρείται ότι η μυστικιστική προσήλωση προς το πρόσωπο του ως θεού της ιατρικής, σταδιακά παραγκώνισε εντελώς την αντίστοιχη ιαματική πίστη προς τον υπερφυσικό πατέρα του, στην πορεία των Κλασσικών χρόνων (490/480 – 323 π. Χ.).
Εικόνα 5: Άποψη των λαξευμένων θεμελιώσεων του ναού του Ασκληπιού, που ανεγέρθηκε τον ύστερο 4ο αιώνα π. Χ. και αντικατέστησε το προγενέστερο μάλλον ανοιχτό τέμενος των Αρχαϊκών χρόνων, το οποίο ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα.
Στις τελευταίες δεκαετίες του 4ου αιώνα μ. Χ., και ενδεχομένως έπειτα από έναν καταστροφικό σεισμό που έπληξε την περιοχή, το Αρχαϊκό τέμενος στο υπερυψωμένο πλάτωμα ανακαινίστηκε εκ βάθρων, όπως διαπιστώνεται από τα κτιριολογικά και κεραμικά ευρήματα. Το γεγονός αυτό ίσως να σηματοδοτεί την έναρξη της νέας οικονομικής άνθησης της Κορίνθου, η οποία διογκωνόταν συνεχώς καθ’ όλη τη διάρκεια της Ελληνιστικής εποχής, καθώς η αρχαία πόλη αξιοποίησε και πάλι τη στρατηγική θέση της στους θαλάσσιους άξονες ναυσιπλοΐας μέσω των δύο λιμένων της, του Λεχαίου και των Κεγχρεών, ελέγχοντας και το πέρασμα του Ισθμού μέσω του Δίολκου, ενώ εκμεταλλεύτηκε και το άνοιγμα των πλούσιων εμπορικών αγορών της ελληνίζουσας Ανατολής. Έτσι λοιπόν, εγκαινιάζοντας την παρατηρούμενη περίοδο πολιτιστικής ανανέωσης, το πρώιμο ναϊκό οικοδόμημα του Απόλλωνα και ο «οίκος» του Ασκληπιού αντικαταστάθηκαν από έναν κομψό ναό Δωρικού ρυθμού, οριζόντιων διαστάσεων 8,32 Χ 14,93 μέτρων, ο οποίος απαρτιζόταν από πρόδομο με τέσσερις κίονες στην αετωματική πρόσοψη και έναν ορθογώνιο σηκό. Το νεόδμητο οικοδόμημα ήταν αφιερωμένο στον θεό – ιατρό Ασκληπιό, που το ιαματικό κύρος του είχε πλέον εδραιωθεί στην Κορινθία, αλλά και σε ολόκληρη την Ελληνική επικράτεια. Σύμφωνα με τη γνώμη των αρχαιολόγων, είναι πολύ πιθανό στο Κορινθιακό ιερό να αποδίδονταν θρησκευτικές τιμές και στην κόρη του Ασκληπιού, την Υγίεια (Υγεία), καθόσον διαπιστώθηκε ότι η βάση του λατρευτικού αγάλματος, προσαρμοσμένη επί του δυτικού τοίχου του σηκού, ήταν αρκετά ευμεγέθης και μακρόστενη, δημιουργώντας την υποψία ότι στήριζε την καλλιτεχνική σύνθεση και των δύο μορφών.
Εικόνα 6: Σχεδιαστική αναπαράσταση της δυτικής πλευράς του περιβόλου του Ασκληπιείου της Κορίνθου τον ύστερο 4ο αιώνα π. Χ.. (1): Δωρικός ναός Ασκληπιού, (2): κτίριο του άβατου, (3): τομή στοάς βόρειας κιονοστοιχίας, (4): αναβάθρα, (5): υποθετικός εξώστης ή αναβάθρα. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plan D).
Ο νέος ναός πλαισιώθηκε από μία στοά με κιονοστοιχία, μάλλον Δωρικού ρυθμού, κατά μήκος της βόρειας πλευράς του βραχώδους λοφίσκου, ενώ σε απόσταση 10,50 μέτρων ανατολικά από την πρόσοψή του κατασκευάστηκε ένας εκτενής επιμήκης βωμός. Πίσω από το κυρίως λατρευτικό οικοδόμημα ανεγέρθηκε το κτίριο του άβατου του ιεροθεραπευτηρίου, όπου πραγματοποιείτο η εγκοίμηση των ασθενών, το οποίο διέθετε και ένα ιδιαίτερο δωμάτιο καθαρμών. Επίσης, στη νοτιοανατολική γωνία της περιμέτρου κατασκευάστηκε ένας μικρός στεγασμένος νιπτήρας, προκειμένου οι πιστοί να προβαίνουν σε ένα προκαταρτικό εξαγνισμό, πριν την είσοδο τους στον χώρο του Ασκληπιείου.
Εικόνα 7: Άποψη των καταλοίπων του κτιρίου του άβατου στη δυτική πλευρά του περιβόλου του Ασκληπιείου. Διακρίνονται η γραμμή των θεμέλιων δόμων της πρόσοψης και η λαξευτή κλίμακα του δωματίου καθαρμών.
Για την φιλοξενία του πλήθους των επισκεπτών και την εξυπηρέτηση πρακτικών θεραπευτικών αναγκών, στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό του ιαματικού συγκροτήματος συμπεριλήφθηκε και η παρακείμενη χαμηλότερη θέση της πηγής της Λέρνας, όπου φαίνεται να υπήρχαν κάποιες προγενέστερες κτιριακές εγκαταστάσεις. Στα πλαίσια των εργασιών ανάπλασης διενεργήθηκαν εκτεταμένες εκσκαφές και λαξεύσεις, έτσι ώστε η υφιστάμενη εδαφική εσοχή να προσλάβει ένα ευρύ τετράγωνο σχήμα. Το μέρος της φυσικής πηγής διευθετήθηκε σε μία υπόγεια μυστικιστική κρήνη, ενώ στα τοιχώματα του διαμορφωθέντος πλατώματος διανοίχτηκαν πέντε υπόσκαφες δεξαμενές ύδατος, χωρητικότητας περίπου 340 κυβικών μέτρων, μία κάτω από το δωμάτιο καθαρμών, τρεις στην νότια πλευρά και μία στην δυτική, που αποτελούσαν τμήμα του πολύπλοκου δικτύου ύδρευσης και αποχέτευσης του Κορινθιακού ιερού, μέσω αγωγών, σωληνώσεων και υδρορροών. Η δε ανατολική πλευρά καταλαμβανόταν από τον πρώτο όροφο του κτιρίου του άβατου, στον οποίο διαρρυθμιζόταν τρεις αίθουσες εστίασης, εξοπλισμένες με λίθινα ανάκλιντρα και τραπέζια. Προκειμένου να δοθεί ένας μνημειώδης χαρακτήρας στον χώρο, ανεγέρθηκε ένα συνεχόμενο τετράγωνο περιστύλιο με μία κεντρική αίθρια αυλή. Στις δε στοές των κιονοστοιχιών πιθανότατα υπήρχαν έδρανα, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι καταπονημένοι πάσχοντες και οι συνοδοί τους, απολαμβάνοντας μερικές στιγμές αναψυχής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η φυσική κοιλότητα της Λέρνας μεταβλήθηκε σε ένα πολυτελές θέρετρο θεραπευτικού και κοινωφελούς σκοπού.
Εικόνα 8: Η είσοδος στην υπόγεια πηγή της Λέρνας. Δεξιά διακρίνεται το άνοιγμα μίας υπόσκαφης δεξαμενής ύδατος.
Η επικοινωνία μεταξύ του άνω πλατώματος του ναού του Ασκληπιού και του χαμηλότερου επιπέδου της Λέρνας ήταν εφικτή μέσω ενός κεκλιμένου διαδρόμου (αναβάθρας), πλάτους 4,70 μέτρων και μήκους περί τα 42 μέτρα, που κατασκευάστηκε κατά μήκος της νότιας πλευράς του βραχώδους γήλοφου. Στη δε δυτική απόληξή του υπήρχε μία πύλη, από την οποία εισέρχονταν οι επισκέπτες σε ένα μικρό ανοιχτό προαύλιο, πριν διέλθουν από το εντυπωσιακό Ιωνικό πρόπυλο του θέρετρου της Λέρνας, που μορφοποιούνταν από τρεις κεντρικούς κίονες και δύο ημικίονες ως πλευρικές παραστάδες.
Εντός του 3ου αιώνα π. Χ. ολοκληρώθηκε η αρχιτεκτονική διαμόρφωση του Ασκληπιείου της αρχαίας Κορίνθου, καθώς ανεγέρθηκαν στοές και στις υπόλοιπες ελεύθερες πλευρές του υπερυψωμένου επιπέδου, οριοθετώντας πλήρως τον ιερό περίβολο του. Ωστόσο, οι στοές που σχηματίζονταν ήταν αρκετά αβαθείς και μάλλον δεν προορίζονταν για την ανάπαυση ή τη συναναστροφή των πιστών, ούτε θα πρέπει να θεωρηθούν απλώς ως διακοσμητικές. Η πιο αληθοφανής εκδοχή είναι ότι πιθανώς χρησιμοποιούνταν ως εικαστικός χώρος, όπου εκθέτονταν τα πολυάριθμα και ποικίλα αναθήματα των ιαθέντων ασθενών (αφιερωματικές επιγραφές ιάσεων, ομοιώματα ανθρώπινων μελών κ.α.), αναρτημένα ή στερεωμένα στους οπίσθιους τοίχους, με σκοπό να προβάλλεται απερίφραστα η θεραπευτική ιδιότητα του Ασκληπιού. Πρωτύτερα ως εκθεσιακό μέρος ίσως να λειτουργούσε η ευρύτερη βόρεια στοά, η οποία μετέπειτα απέκτησε έναν αποκλειστικά κοινόχρηστο χαρακτήρα, εξυπηρετώντας τις ανάγκες φιλοξενίας των επισκεπτών. Η δε είσοδος στον περίβολο του Κορινθιακού ιερού ανοιγόταν στην ανατολική πλευρά, απέναντι από τον μικρό νιπτήρα εξαγνισμού. Επίσης, το ίδιο χρονικό διάστημα, στο νοτιοανατολικό άκρο της αναβάθρας κατασκευάστηκε ένα καλαίσθητο κρηναίο οικοδόμημα με δύο Ιωνικούς κίονες στην πρόσοψη, το οποίο τροφοδοτούνταν από μία δεξαμενή ύδατος, που ήταν παρακείμενη στα νώτα του.
Εικόνα 9: Ομοιώματα ανθρώπινων μελών σε φυσική διάσταση, που αφιερώθηκαν από θεραπευθέντες ασθενείς στο Ασκληπιείο της Κορίνθου, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Ασκληπιό για την ίαση τους. Εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου.
Αυτή η ριζική ανακατασκευή και επέκταση των κτιριακών εγκαταστάσεων, υποδηλώνει ότι το Ασκληπιείο της Κορίνθου γνώρισε μεγάλη ακμή κατά το επακόλουθο διάστημα της πρώιμης και μέσης Ελληνιστικής περιόδου (323 – 150 π. Χ.). Όμως η λίαν ευεργετική δραστηριότητα του ιαματικού συγκροτήματος διακόπηκε απότομα, εξαιτίας της ολοσχερούς καταστροφής της πόλης από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες του ύπατου Λεύκιου Μόμμιου (Lucius Mummius), μετά την καθοριστική μάχη της Λευκόπετρας το 146 π. Χ., στην οποία υπέστη συντριπτική ήττα το στράτευμα της Αχαϊκής συμπολιτείας. Μάλιστα, ο ανώτατος Ρωμαίος αξιωματούχος διάρπαξε τα ωραιότερα έργα τέχνης για να τα αποστείλει στη Ρώμη, ενώ διέταξε αδίστακτα τη θανάτωση όλων των αρρένων πολιτών και τον εξανδραποδισμό του υπόλοιπου πληθυσμού, ανεξάρτητα με την κοινωνική τάξη του κάθε ατόμου. Η δε τοποθεσία της Κορίνθου κηρύχθηκε ως Ρωμαϊκό «δημόσιο πεδίο (ager publicus)», ώστε να αποτραπεί ο επανοικισμός της. Κατά πάσα πιθανότητα, θύμα αυτού του αποτρόπαιου ολέθρου υπήρξε και το περικαλλές ιεροθεραπευτήριο του Ασκληπιού, που μάλλον λεηλατήθηκε απηνώς και περιέπεσε σε μαρασμό. Ωστόσο, το ιαματικό συγκρότημα δεν πρέπει να ερειπώθηκε πλήρως, όπως συνέβη με άλλα δημόσια κτίρια, καθώς φαίνεται ότι οι βασικότερες από τις υποδομές του αποκαταστάθηκαν μετά την παρέλευση ενός αιώνα, χωρίς να μεταβληθεί το αρχιτεκτονικό σχέδιο τους.
Εικόνα 10: Άποψη της εδαφικής κοιλότητας της κρήνης της Λέρνας, όπου διαμορφώθηκε ένα μνημειώδες περιστύλιο με κεντρική αυλή, κατά τη ριζική ανακατασκευή του Ασκληπιείου τον ύστερο 4ο αιώνα π. Χ.. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το άνοιγμα της δυτικής υπόσκαφης δεξαμενής ύδατος.
Το 44 π. Χ. ο δικτάτορας Ιούλιος Καίσαρας (Gaius Iulius Caesar, 49 – 44 π. Χ.) λίγο πριν τη στυγνή δολοφονία του, αποφασίζει να επανιδρύσει την Κόρινθο ως Ρωμαϊκή αποικία, με την επωνυμία «Clara Laus Iulia Corinthus», εποικίζοντας την ερημωμένη τοποθεσία της με απελεύθερα άτομα και βετεράνους λεγεωνάριους. Αυτός ο αέρας ανανέωσης συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς και έφτασε στο απόγειο του στα χρόνια του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (Gaius Octavianus Augustus, 27 π. Χ. – 14 μ. Χ.). Εντός των τειχών ανεγέρθηκαν λαμπρά δημόσια οικοδομήματα, αλλά και εντυπωσιακά ιδιωτικά μνημεία εύπορων Ελλήνων και Ρωμαίων, που προσέδωσαν στην αναγεννημένη πόλη μία εμφατική μεγαλοπρεπή αύρα. Αυτή την περίοδο επαναλειτούργησε το Ασκληπιείο, καθώς επισκευάστηκαν μερικώς οι κτιριακές εγκαταστάσεις του. Ειδικότερα, ανακαινίστηκαν ο ναός, ο βωμός, το κτίριο του Άβατου και η βόρεια κιονοστοιχία του περιβόλου. Οι δε εργασίες αποκατάστασης φαίνεται ότι πραγματοποιήθηκαν με τη χρηματοδότηση ιδιωτών, που τα ονόματα τους διακρίνονταν χαραγμένα σε ένα σωζόμενο τμήμα από το επιστύλιο του ναού. Η διατηρούμενη επιγραφή ήταν στα Λατινικά και είχε ως εξής: «M. AN]TON[IUS] GLAU[C]I F [.] MILES[I]US M[.] ANTON[IUS]». Όπως γίνεται αντιληπτό σε αυτήν αναγνωρίζονται τουλάχιστον δύο δωρητές, ο Γλαύκος, ο γιος του Μιλήσιου και ο Μάρκος Αντώνιος, οι οποίοι θεωρείται ότι μάλλον προέρχονταν από την τάξη των απελεύθερων(5).
Εικόνα 11: Σωζόμενο τμήμα από την ανωδομή (πίσω μέρος επιστυλίου μετά ζωοφόρου) του ναού του Ασκληπιού και ένθετη σχεδιαστική αποτύπωση της χορηγικής επιγραφής με τα ονόματα των δωρητών της ανακαίνισης των υποδομών του Ασκληπιείου, πιθανώς στα χρόνια του Οκταβιανού Αύγουστου. (Πηγή ένθετου σχεδίου: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 11.7).
Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, πιθανώς την περίοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου (Tiberius Claudius Caesar Augustus Germanicus, 41 – 54 μ. Χ.), έγιναν περεταίρω ανακατασκευές στο κτιριακό συγκρότημα του ιεροθεραπευτηρίου. Τότε κλείστηκε ο πλευρικός κεκλιμένος διάδρομος, με αποτέλεσμα να διακοπεί η άμεση επικοινωνία του άνω πλατώματος του ναού και της κοιλότητας της Λέρνας. Κατά μήκος της καταργημένης αναβάθρας δημιουργήθηκαν οκτώ διαδοχικά επιμέρους διαμερίσματα με μεσοτοιχίες, σχεδόν ίδιου μεγέθους, αντιστοιχώντας ενδεχομένως σε αποθηκευτικούς χώρους (κελάρια), και από επάνω τους φέρεται να ανεγέρθηκε ένα επίμηκες κτίσμα, που ίσως να αποτελούσε έναν ξενώνα. Επίσης, ανακαινίστηκε η υποδομή της υπόγειας κρήνης της Λέρνας, οι υπόσκαφες δεξαμενές και η βόρεια κιονοστοιχία του αλλοτινού περιστυλίου του θέρετρου, ενώ απαλείφθηκαν οι υπόλοιπες τρεις, καθώς πρέπει να είχαν υποστεί ανεπανόρθωτες φθορές κατά τη δήωση της Κορίνθου το 146 π. Χ.
Ο σχολαστικός Παυσανίας (110 – 180 μ. Χ.) περιγράφοντας τα αξιοθέατα και τα μνημεία της Κορίνθου κατά την επίσκεψη του στην πόλη περί το 155 μ. Χ.(6), αναφέρει το ιερό του Ασκληπιού και την παρακείμενη κρήνη της Λέρνας. Συγκεκριμένα, ο διάσημος περιηγητής αφηγείται ότι: «(…) όχι μακριά από αυτό το θέατρο, βρίσκεται το αρχαίο γυμνάσιο και πηγή καλουμένη Λέρνα. Γύρω από αυτή στηθήκανε κίονες και ποιηθήκανε έδρανα, για την αναψυχή των εισερχομένων την ώρα του θέρους. Προς αυτό το γυμνάσιο υπάρχουν οι ναοί του Διά και του Ασκληπιού. Τα δε αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας είναι από λευκό μάρμαρο, ενώ του Δία είναι χάλκινο»(7).
Εικόνα 12: Άποψη του πλευρικού κεκλιμένου διαδρόμου επικοινωνίας (αναβάθρα), μεταξύ του ιερού περιβόλου του ναού του Ασκληπιού και της κοιλότητας της κρήνης της Λέρνας.
Αρκετοί ερευνητές διατείνονται ότι ο ναός του Ασκληπιού και η πηγή της Λέρνας δεν ανήκαν σε ένα ενιαίο θρησκευτικό συγκρότημα, αλλά στην πραγματικότητα συνιστούσαν δύο διαφορετικά κτιριακά συμπλέγματα, βασιζόμενοι στη διήγηση του Παυσανία, όπου δεν διαφαίνεται μία στενή διασύνδεση τους. Όμως, πρόκειται για μία μάλλον παραπλανητική εικόνα, που οφείλεται στη διαλαμβανόμενη αρχιτεκτονική παρέμβαση της Ρωμαϊκής περιόδου, με την οποία αχρηστεύτηκε η αναβάθρα. Αυτή η μετατροπή είχε σαν συνέπεια η πλατεία της Λέρνας με την ανακαινισμένη βόρεια κιονοστοιχία της και τα έδρανα ανάπαυσης της, να φαντάζει στα μάτια ενός περαστικού επισκέπτη του 2ου αιώνα ως ένα ανεξάρτητο κέντρο αναψυχής, διαθέτοντας κοσμική ιδιοσυγκρασία, μολονότι πιθανότατα συνιστούσε ακόμα αναπόσπαστο τμήμα του Ασκληπιείου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιαματικές και λατρευτικές ανάγκες σε νερό. Η δε κάθοδος από το άνω πλάτωμα στην κοιλότητα, όπου άλλωστε βρίσκονταν και οι τρεις αίθουσες εστίασης του κτιρίου του άβατου, διενεργείτο απρόσκοπτα από ένα κλιμακοστάσιο στη βορειοδυτική γωνία του ιερού περιβόλου του ναού, ενώ δεν έχει διαπιστωθεί μέχρι στιγμής κάποιος άλλος εναλλακτικός τρόπος πρόσβασης. Επίσης, ενδεχομένως ο Παυσανίας να είχε συλλέξει τις επιγραμματικές πληροφορίες του για τον επίμαχο τομέα της πόλης από κάποιο Κορίνθιο συνοδό του και να μην είχε προσωπική αντίληψη για τα διαλαμβανόμενα αξιοθέατα, αφού η περιγραφή τους δεν είναι λεπτομερής. Ωστόσο, λίαν ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του Παυσανία για τα αγάλματα του Ασκληπιού και της Υγείας, ένα στοιχείο που φαίνεται να επιβεβαιώνει την εκτίμηση των αρχαιολόγων ότι στο μακρόστενο βάθρο του ναού υπήρχαν οι παραστάσεις και των δύο θεοποιημένων μορφών.
Εικόνα 13: Το άνω πλάτωμα του Ασκληπιείου κατά την αρχαιολογική έρευνα των ετών 1929 – 1934. Διακρίνονται οι εγκάρσιοι διαχωριστικοί τοίχοι της Ρωμαϊκής περιόδου, που κατάργησαν τον κεκλιμένο διάδρομο επικοινωνίας με την κρήνη της Λέρνας. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 7.1).
Η κρήνη της Λέρνας μνημονεύεται και από τον Λουκιανό τον Σαμοσατέα (125 – 180), ο οποίος σε ένα έργο του με μορφή επιστολής κάνει λόγο για έναν φαντασιόπληκτο κάτοικο της Κορίνθου, ο οποίος κόμπαζε ψευδώς ότι ήταν κοσμογυρισμένος και εμπειροπόλεμος, έχοντας τραυματιστεί σε μία Ρωμαϊκή εκστρατεία εναντίον των Πάρθων στην Περσία το 165. Αλλά όπως λέει σκωπτικά ο σατυρικός συγγραφέας, αυτός ο ανεκδιήγητος Κορίνθιος δεν είχε ταξιδέψει ούτε μέχρι τις Κεγχρεές, ενώ το πιθανότερο ήταν να «πληγώθηκε» εντός της πόλης καθώς μετέβαινε από το μέρος του Κράνειου στην πηγή της Λέρνας(8). Στο ίδιο χρονικό διάστημα του 2ου αιώνα, χρονολογούνται και δύο αποσπασματικές επιγραφές με αφιερώσεις, στη μία εκ των οποίων αναγράφονται οι ιδιότητες του ιατρού και του ιερέα, παρέχοντας μία απτή ένδειξη ότι το Ασκληπιείο εξακολουθούσε να λειτουργεί ενεργά ως ιεροθεραπευτήριο στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.
Εικόνα 14: Επιγραφή του 2ου αιώνα μ. Χ. που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές και στην οποία αναγράφονται οι ιδιότητες του ιατρού και του ιερέα, μαρτυρώντας έμμεσα ότι το Ασκληπιείο της Κορίνθου, εξακολουθούσε να λειτουργεί ως ιεροθεραπευτήριο στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 65.3).
Μέσα από την εξέταση των αρχαιολογικών δεδομένων, υποδεικνύεται μία βίαιη καταστροφή από πυρκαγιά του κτιριακού συμπλέγματος του ιερού περιβόλου και της Λέρνας, που εκτιμάται ότι συνέβη περί το τέλος του 4ου αιώνα. Σχεδόν όλες οι υποδομές μετατράπηκαν πλέον σε ερείπια και σταδιακά το οικοδομικό υλικό τους αποσπάστηκε, προφανώς για να χρησιμοποιηθεί για την ανέγερση άλλων κτισμάτων στη γύρω περιοχή. Με την πάροδο του χρόνου, η βραχώδης έξαρση του άνω πλατώματος με τα κατάλοιπα του ναού του Ασκληπιού καλύφθηκε από διαδοχικά στρώματα συντριμμιών, χώματος και κατάλοιπων καύσης, πάχους περίπου 70 εκατοστών, ενώ τα κελάρια του Ρωμαϊκού οικοδομήματος στην καταργημένη αναβάθρα πληρώθηκαν με δομικά θραύσματα. Κατά τις ανασκαφές μέσα στις επιχωματώσεις ανακαλύφθηκε ένας αριθμός νομισμάτων, τα οποία κυκλοφόρησαν το διάστημα μεταξύ των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνο Α’ (306 – 337) και Θεοδόσιο Β’ (408 – 450). Τα περισσότερα εξ’ αυτών ήταν τύποι που είχαν κοπεί στα 363 – 408, ενισχύοντας τη χρονολογική αποτίμηση για την οριστική παύση της λειτουργίας του ιεροθεραπευτηρίου της Κορίνθου, εξαιτίας του προαναφερθέντος ολέθριου γεγονότος. Επίσης και οι ευρεθέντες λύχνοι ανήκαν στην ίδια γενική περίοδο.
Παρόμοια τύχη είχε και η κρήνη της Λέρνας, καθώς η υδρευτική υποδομή απαξιώθηκε και η κοιλότητα της πληρώθηκε μάλλον σκόπιμα από διάφορα απορρίμματα. Τα δε νομίσματα και οι λύχνοι που ανακτήθηκαν, κατά τις ανασκαφικές εργασίες και την απομάκρυνση των συσσωρευμένων φερτών υλικών από τα απομεινάρια των περιμετρικών κιονοστοιχιών, ανάγονται επίσης στο προαναφερθέν χρονολογικό εύρος του ύστερου 4ου μεταχριστιανικού αιώνα(9).
Η καταστροφή των εγκαταστάσεων του Ασκληπιείου συμπίπτει χρονικά με την εκτεταμένη απερήμωση και άλλων δημόσιων οικοδομημάτων της αρχαίας Κορίνθου, όπως το διπλανό γυμνάσιο, το θέατρο και το ωδείο. Μάλιστα οι δύο τελευταίες καλλιτεχνικές υποδομές, θεωρείται ότι αχρηστεύτηκαν από την άγρια λεηλασία που υπέστη η πόλη το 396, όταν δέχτηκε τη σφοδρή επιδρομή των Βησιγότθων υπό την ηγεσία του θηριώδους Αλάριχου. Πιθανότατα λοιπόν, η μανιώδης λαίλαπα της βαρβαρικής ορδής να σάρωσε βάναυσα και τον πολεοδομικό τομέα του ιαματικού ιερού του Ασκληπιού.
Εικόνα 15: Οικοδομικά κατάλοιπα στο νοτιοανατολικό τμήμα του Ασκληπιείου, που εκτιμάται ότι καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά στο τέλος του 4ου αιώνα μ. Χ.. Στο βάθος διακρίνεται ο επιβλητικός ορεινός όγκος του Ακροκορίνθου.
Η απηνής λεηλασία της Κορίνθου από τους Βησιγότθους επέφερε ένα θανατηφόρο πλήγμα στην πολιτιστική ζωή της τοπικής κοινωνίας, συντρίβοντας την παγανιστική φυσιογνωμία της. Ο Αλάριχος εκτός από τη ληστρική προδιάθεσή του, είχε θέσει σκοπό κατά την επέλαση του, να προσβάλει κάθε ιερό και μνημείο της πατρώας Ελληνικής λατρείας και παράδοσης, καθώς ο ίδιος ήταν Χριστιανός ανήκοντας στην αίρεση του Αρειανισμού, όπως και οι σκληροτράχηλοι άνδρες του στρατεύματός του. Ωστόσο, η ολοσχερής καταστροφή του Ασκληπιείου και των λοιπών μνημειακών δημόσιων οικοδομημάτων της πόλης, δεν πρέπει αποδίδεται αποκλειστικά στον θρησκευτικό φανατισμό των Βησιγότθων πολεμιστών, αφού μάλλον ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη λαφυραγώγηση των πολύτιμων αντικειμένων τους, παρά για την εκθεμελίωσή τους και ίσως να αρκέστηκαν απλώς στην πυρπόλησή τους. Η μοιραία αποδόμηση των εγκαταστάσεων του ιεροθεραπευτηρίου, πιθανότατα έλαβε χώρα βαθμιαία τα αμέσως επόμενα χρόνια, όταν επικράτησε πλήρως ο Χριστιανισμός στην Ελληνική περιφέρεια. Για την πρωτοχριστιανική κοινότητα της Κορίνθου το ερειπωμένο λατρευτικό και ιαματικό συγκρότημα του Ασκληπιού, ενδεχομένως να θεωρείτο πλέον ως ένας ασήμαντος τόπος, χωρίς καμία απολύτως χρηστική ή τελετουργική αξία. Αυτή συνειδησιακή μεταβολή καθιστούσε ηθική και πρακτικά επιθυμητή πράξη, τον προσπορισμό των διάσπαρτων πώρινων δόμων από τον γκρεμισμένο ναό του ξεπεσμένου αρχαιοελληνικού θεού, όπως και από τις κιονοστοιχίες του περιβόλου του και του κέντρου αναψυχής της Λέρνας, οι οποίοι αποτελούσαν ελκυστικό οικοδομικό υλικό για τους κατοίκους της περιοχής, στην προσπάθεια τους να ανασυστήσουν την πόλη μέσα σε ένα αυστηρά Χριστιανικό περιβάλλον.
Εικόνα 16: Το εσωτερικό της υπόγειας κρήνης της Λέρνας, η οποία εξακολουθεί ακόμα και σήμερα να αναβλύζει νερό.
Πάντως, μετά την καταστροφή του Ασκληπιείου στα τέλη του 4ου αιώνα, η τοποθεσία φαίνεται ότι δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς, καθώς έχουν εντοπιστεί ίχνη μεταγενέστερης κατοίκησης. Το ευμέγεθες Ρωμαϊκό κτίριο πάνω από τα κελάρια της πρώην αναβάθρας, πρέπει να χρησιμοποιήθηκε πρόσκαιρα και ενδεχομένως τμηματικά, όπως συνάγεται από μία σειρά ακανόνιστων οπών για την προσαρμογή ξύλινων δοκών στον νότιο τοίχο. Κατά μήκος της ανατολικής πλευράς του περιβόλου του ναού αποκαλύφθηκε ένα δωμάτιο, το οποίο διέθετε εστία και μερικές επιδαπέδιες αποθηκευτικές εσοχές λαξευμένες στον βράχο. Εικάζεται ότι ανήκε σε μία οικία, ενώ στην εγγύτητά της προς τα ανατολικά ανακαλύφθηκε ένα πηγάδι. Επίσης, κάποια ελάχιστα λείψανα απροσδιόριστων τοιχωμάτων, δημιουργούν την υποψία της παρουσίας και άλλων οικημάτων στο άνω πλάτωμα και κοντά στο νοτιοανατολικό κρηναίο οικοδόμημα στη διάρκεια των Παλαιοχριστιανικών χρόνων, αλλά αυτή η περίπτωση χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο μέρος που κάποτε διέτρεχε η δυτική κιονοστοιχία του αρχαίου περιστυλίου της Λέρνας, είχε κατασκευαστεί από αρχαίο οικοδομικό υλικό ένας μικρός κλίβανος όπτησης κεραμικών, υποδηλώνοντας μία μάλλον περιορισμένη αγγειοπλαστική δραστηριότητα στη υπόψη θέση εκείνη την περίοδο.
Εικόνα 17: Το περίγραμμα ενός κλίβανου αγγειοπλαστικής των Παλαιοχριστιανικών χρόνων επί στο μέρος της αλλοτινής δυτικής κιονοστοιχίας του αρχαίου περιστυλίου της κρήνης της Λέρνας, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές των ετών 1929 – 1934. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 66.1).
Ταυτόχρονα, η τοποθεσία του ιερού του Ασκληπιείου άρχισε να μεταβάλλεται σε χώρο ενταφιασμών, αποτελώντας τμήμα ενός ευρύτερου κοιμητηρίου της Πρωτοχριστιανικής Κορίνθου, που αναπτύχθηκε από τον ύστερο 4ο έως τουλάχιστον και τα μέσα του 6ου αιώνα(10), ως προέκταση του προγενέστερου αρχαιοελληνικού νεκροταφείου της πόλης, το οποίο εκτεινόταν στην τοποθεσία εκτός των βόρειων τειχών. Οι τάφοι που ανασκάφηκαν ήταν ανεπιτήδευτοι και αξιοπρόσεκτα πενιχροί σε αντικείμενα προσφορών προς τους νεκρούς. Η δε τυπολογία τους ποικίλει ανάλογα με τη σύσταση του εδάφους και την οικονομική δυνατότητα των συγγενών του θανόντος. Με βάση τη μορφολογική ομαδοποίησή τους κατανέμονται σε κιβωτιόσχημους τάφους λαξευμένους στο βραχώδες υπόστρωμα με θολωτή οροφή, υπόσκαφες μακρόστενες εσοχές στις αργιλώδεις πλευρικές καταπτώσεις, απλές εναποθέσεις σορών σε ρηχά ορύγματα, που σκεπάζονταν από ευμεγέθεις κεράμους, εγχυτρισμούς (ταφές εντός αγγείων) και λιγοστά σκάμματα στο έδαφος χωρίς κανένα απολύτως κάλυμμα. Επιπλέον ανακαλύφθηκε και μία μαζική ταφή σε μία από τις υπόγειες δεξαμενές της κρήνης της Λέρνας, η οποία ενδεχομένως να διενεργήθηκε εσπευσμένα έπειτα από ένα πολύνεκρο σεισμό ή μία θανατηφόρα επιδημία. Ωστόσο, αξιοπρόσεκτο είναι ότι δεν πραγματοποιήθηκαν ενταφιασμοί εντός του περιγράμματος του ναού του Ασκληπιού, είτε γιατί διατηρούσε ακόμα την αρχαιοπρεπή ιεροφάνεια του, είτε γιατί οι πρώτοι Χριστιανοί πίστευαν ότι ήταν ένας μιαρός ειδωλολατρικός τόπος. Ιδιαίτερα σημαντικές θεωρούνται και οι περισυλλεγείσες επιτύμβιες επιγραφές, καθώς από αυτές αντλούνται αρκετές πληροφορίες για την τοπική Χριστιανική κοινότητα των πρώτων αιώνων της πρώιμης Βυζαντινής περιόδου.
Εικόνα 18: Το βόρειο άκρο του άνω πλατώματος του ναού του Ασκληπιού, το οποίο χρησιμοποιήθηκε για ενταφιασμούς κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται ενδεικτικά τα ανοίγματα από τρεις κιβωτιόσχημους τάφους, λαξευμένους στο βραχώδες υπόστρωμα.
Έπειτα από μία διαφαινόμενη παύση της ανθρώπινης ταφικής δραστηριότητας στον χώρο του ερειπωμένου ιεροθεραπευτηρίου, το υπόγειο διαμέρισμα της φυσικής πηγής της Λέρνας διασκευάστηκε σε ένα ιδιότυπο Χριστιανικό παρεκκλήσι, όπως τεκμαίρεται από τη λάξευση μιας κεντρικής εσοχής ως κόγχη Αγίας Τράπεζας και τη διάνοιξη δύο εκατέρωθεν μικρότερων εσοχών στο ανατολικό τοίχωμα, γνωρίσματα που ανταποκρίνονται στη διαρρύθμιση ενός Ιερού Βήματος. Το υστερότερο χρονικό όριο για αυτή την τροποποίηση ανάγεται στα μέσα του 7ου αιώνα, με βάση τρία ευρεθέντα νομίσματα του αυτοκράτορα Κώνστα Β’ του Πωγωνάτου (641 – 648), τα οποία πρέπει να είχαν παραπέσει τυχαία κατά τις εργασίες διευθέτησης του εσωτερικού. Η δε καθαρτήρια πηγή που άλλοτε ικανοποιούσε τις ανάγκες των προστρεχόντων ικετών στον θεό – ιατρό Ασκληπιό, έχοντας πλέον αποβάλει το παγανιστικό της περίβλημα, μάλλον μετατράπηκε σε έναν ιερό τόπο αγιάσματος της Χριστιανικής λατρείας, όπου προφανώς και πάλι το νερό διέθετε εξαγνιστικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
Δεν γνωρίζουμε πόσο διάρκεσε η χρήση του ιδιόρρυθμου ναϋδρίου στην τεχνητή σπηλαίωση της Λέρνας, αλλά κατά την επικρατέστερη εκδοχή πρέπει να ήταν μάλλον σύντομη. Αρκετά μεταγενέστερα, ανεγέρθηκε ένα μονόχωρο ταπεινό παρεκκλήσιο ακριβώς στη νοτιοανατολική γωνία του αρχαίου περιστυλίου της κρήνης, μετά από το σημείο του Ιωνικού πρόπυλου. Η κατασκευή του χρονολογείται στα τέλη του 9ου με αρχές του 10ου αιώνα, όπως διαπιστώθηκε από την ανακάλυψη ενός νομίσματος του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912) στη θεμελίωση της ημικυκλικής αψίδας του Ιερού Βήματος, καθώς και από το είδος της τοιχοποιίας, που ανταποκρίνεται σε μία λιθοδομή των μέσων Βυζαντινών χρόνων (842 – 1204). Ωστόσο, φέρεται να ανοικοδομήθηκε πάνω στα κατάλοιπα μίας προγενέστερης μικρής εκκλησίας, της ίδιας γενικής κάτοψης, χωρίς να έχει προσδιοριστεί επακριβώς η χρονική τοποθέτηση αυτού του παλαιότερου κτίσματος, ούτε αν συνυπήρξε για κάποιο διάστημα με το ναΰδριο στην υπόγεια πηγή της Λέρνας(11).
Εικόνα 19: Άποψη από το εσωτερικό του υπόγειου διαμερίσματος της πηγής της Λέρνας, το οποίο είχε διασκευαστεί σε ιδιότυπο Χριστιανικό παρεκκλήσι περί τα μέσα του 7ου αιώνα. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται μία από τις τρείς λαξευμένες εσοχές στο ανατολικό τοίχωμα, που αντιστοιχούσαν στις κόγχες ενός Ιερού Βήματος.
Όσον αφορά τον συσχετισμό της αφιέρωσης των δύο διαδοχικών Βυζαντινών παρεκκλησίων προς το πρόσωπο ενός Αγίου ή μίας θρησκευτικής εορτής, δεν είναι δυνατόν να διατυπωθεί καμία υπόθεση, καθόσον δεν υφίσταται κανένα απολύτως απτό στοιχείο. Η δε παρουσία τους στο τμήμα του Χριστιανικού νεκροταφείου της Κορίνθου(12), που είχε επεκταθεί στον χώρο του ιερού του Ασκληπιού, υπαινίσσεται ότι εκτός από μία προσκυνηματική ιδιοσυγκρασία, ίσως να διέθεταν και μία πιο πρακτική χροιά, εξυπηρετώντας πιθανώς και ως κοιμητηριακοί ναΐσκοι, όπου περιστασιακά πραγματοποιούνταν επικήδειες τελετές ή μνημόσυνα θανόντων.
Σε κάποιο απροσδιόριστο χρονικό σημείο της Μεταβυζαντινής εποχής (1453 – 1821) απαξιώθηκε και το ταπεινό παρεκκλήσι στην κοιλότητα της Λέρνας. Μάλλον ήδη από τους πρώτους αιώνες της Οθωμανικής κατοχής, η ευρύτερη τοποθεσία του αρχαίου Ασκληπιείου θα πρέπει πλέον να παρουσίαζε περισσότερο την εικόνα μίας αγροτικής έκτασης των περιχώρων της Κορίνθου, όπου ενδεχομένως να υπήρχαν εποχιακές καλλιέργειες ή απλώς να αποτελούσε ένα βοσκότοπο. Όμως ακόμα και μετά την ερήμωση του ναϋδρίου, στο μέρος της Λέρνας παρατηρήθηκαν τα ίχνη μίας προσωρινής ανθρώπινης παρουσίας. Συγκεκριμένα, το υπόγειο διαμέρισμα της φυσικής πηγής, μετασκευάστηκε για τελευταία φορά σε ένα σπηλαιώδες κατάλυμα. Το κάτω τμήμα του επιχωματώθηκε, με αποτέλεσμα το επίπεδο του δαπέδου να ανέλθει έως το κατώφλι της εισόδου, ενώ οι ένοικοι του φαίνεται ότι εναπόθεταν τα τρόφιμα και πράγματα τους στη σειρά των μικρών εσοχών, που διαρρυθμίζονται στο ανώτερο τμήμα του νότιου τοιχώματος. Επίσης, ανάλογη μεταχείριση είχε και η διπλανή λαξευμένη δεξαμενή ύδατος, η οποία διευθετήθηκε σε ένα αυτοσχέδιο οίκημα, όπως μαρτυρείται από την κατασκευή ενός λίθινου πλαισίου στο εμπρόσθιο άνοιγμα της βόρειας πλευράς της, προκειμένου να δημιουργηθεί μία χαμηλή θύρα.
Εικόνα 20: Το εμπρόσθιο άνοιγμα μίας εκ των λαξευμένων δεξαμενών ύδατος στην κοιλότητα της Λέρνας, που είχε μετατραπεί σε αυτοσχέδιο οίκημα κατά τη Μεταβυζαντινή εποχή, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές των ετών 1929 – 1934. Διακρίνεται το μεταποιημένο λίθινο πλαίσιο της θύρας εισόδου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 25.2).
Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν μερικά νομίσματα της Βενετίας, συνιστώντας μία αμυδρή ένδειξη ότι η διαλαμβανόμενη μεταγενέστερη κατοίκηση ίσως να έλαβε χώρα το διάστημα μεταξύ των ετών 1687 – 1715. Τότε η Κορινθία πέρασε στα χέρια των Βενετών, που σταδιακά από το 1685 είχαν κυριαρχήσει επί των Οθωμανών σε ολόκληρη την Πελοπόννησο, ιδρύοντας το βραχύβιο «βασίλειο του Μορέως». Ένα ακόμα χρονολογικό στοιχείο προέρχεται από την αναπάντεχη ανακάλυψη ενός κρυμμένου «θησαυρού» από ασημένια αντικείμενα, ο οποίος ήταν θαμμένος ένα μέτρο κάτω από το έδαφος στη νοτιοανατολική γωνία της κοιλότητας της Λέρνας. Στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συλλογή περιλαμβάνονται δύο περίτεχνες πιστόλες πυριτόλιθου μήκους 54 εκατοστών, μία λαβή ξίφους, τρεις στρογγυλές πόρπες, που έχουν φιλοτεχνημένο το σχέδιο ενός δικέφαλου αετού, μία τετράγωνη πόρπη, είκοσι δύο κρεμαστά κοσμήματα σε σχήμα πυραμίδας ή βελανιδιού, καθώς και έξι μικροί ράβδοι ασημιού. Τα δύο πυροβόλα όπλα φέρουν επάργυρη έκτυπη διακόσμηση και είναι του αποκαλούμενου «Βαλκανικού τύπου», που χρησιμοποιείτο ευρέως από τα τέλη 17ου/αρχές 18ου αιώνα έως και τα μέσα του 19ου αιώνα, ενώ δύναται να αντιπαραβληθούν με ποικίλα πανομοιότυπα μουσειακά δείγματα.
Ίσως τα ασημένια αντικείμενα να αντιστοιχούν στα κλοπιμαία ενός τοπικού ληστή, που είχε το λημέρι του στην κοιλότητα της Λέρνας, μετατρέποντας σε κρησφύγετα την τεχνητή σπηλαίωση της πηγής και τον υπόσκαφο θάλαμο της διπλανής δεξαμενής. Προκειμένου λοιπόν να μην κινήσει τις υποψίες των αρχών, έθαψε την λεία του σε παρακείμενη θέση, αλλά ο ίδιος πιθανώς να σκοτώθηκε σε μία τυχαία συμπλοκή και έτσι ο «θησαυρός» του παρέμεινε καταχωμένος για πάντα. Όμως δεν αποκλείεται αυτός ο στρατιωτικός εξοπλισμός και τα τιμαλφή να ανήκαν σε έναν Κορίνθιο οπλαρχηγό, ο οποίος να θέλησε για κάποιο λόγο να τα αποκρύψει, χωρίς να μπορέσει να τα ανακτήσει.
Εικόνα 21: Τα αντικείμενα του ασημένιου «θησαυρού», που ανακαλύφθηκε θαμμένος στη νοτιοανατολική γωνία της κοιλότητας της Λέρνας. Χρονολογούνται από τα τέλη του 17ου αιώνα και έπειτα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 69.1).
Το χρονικό διάστημα των ετών 1929 – 1934, διενεργήθηκε συστηματική αρχαιολογική έρευνα στην τοποθεσία του Ασκληπιείου της Κορίνθου και της κρήνης της Λέρνας, με μέριμνα της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα, φέρνοντας στο φως τις αρχαίες λατρευτικές και ιαματικές εγκαταστάσεις. Η διεύθυνση των ανασκαφικών εργασιών είχε ανατεθεί στον καθηγητή Ferdinand Joseph De Waele (1896 – 1977) από το Πανεπιστήμιο του Nijmegen της Ολλανδίας, ο οποίος ήταν προσκολλημένος στο προσωπικό του υπόψη Αμερικανικού ιδρύματος. Ωστόσο, ο Φλαμανδός αρχαιολόγος δεν μπόρεσε να δημοσιεύσει μία τελική επιστημονική πραγματεία με τη λεπτομερή περιγραφή των ανακαλυφθέντων καταλοίπων και τις συναφείς εκτιμήσεις του, καθώς ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Μάλιστα, ένα μεγάλο μέρος των πρωτότυπων φωτογραφιών, σχεδιαγραμμάτων και σημειώσεων χάθηκε κατά την καταστροφή της πόλης του Nijmegen, που τελούσε υπό Ναζιστική κατοχή, από τον σφοδρό βομβαρδισμό της Αμερικανικής αεροπορίας στις 22 Φεβρουαρίου 1944.
Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, λιθολογήθηκαν εκτενώς τα αποκαλυφθέντα αρχαία ερείπια στην κοιλότητα της κρήνης της Λέρνας και ιδιαίτερα τα κατάλοιπα της νότιας αίθουσας εστίασης στον κάτω όροφο του κτιρίου του άβατου, τα οποία διατηρούνταν σε σχετικά καλή κατάσταση.
Εικόνα 22: Δύο πιστόλες πυριτόλιθου με έκτυπη επάργυρη διακόσμηση, που προέρχονται από τον κρυμμένο «θησαυρό» στην κοιλότητα της Λέρνας. Ανήκουν στον αποκαλούμενο «Βαλκανικό τύπο», ο οποίος χρησιμοποιείτο ευρέως από τα τέλη 17ου/αρχές 18ου αιώνα έως και τα μέσα του 19ου αιώνα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, plate 69.2).
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα προσκάλεσε το 1946 τον Αμερικάνο – Καναδό αρχαιολόγο Carl Angus Roebuck (1914 – 1999) από Πανεπιστήμιο Dalhousie (Halifax, Canada), για να εξετάσει ενδελεχώς το διασωθέν αρχειακό υλικό του Ferdinand De Waele σε συνεργασία μαζί του, έτσι ώστε να εκδοθεί ένα εμπεριστατωμένο σύγγραμμα για το ιεροθεραπευτήριο της Κορίνθου. Για τον σκοπό αυτό αναλήφθηκε μία συμπληρωματική ανασκαφή το 1947 στον χώρο του Ασκληπιείου, στην οποία αποκαλύφθηκε και ένα τμήμα του αμυντικού τείχους της αρχαίας πόλης. Ωστόσο, με την εισήγηση των αρχαιολόγων και την έγκριση της Αμερικανικής Σχολής, καθαιρέθηκαν μερικώς οι Ρωμαϊκοί διαχωριστικοί τοίχοι της αναβάθρας, για να καταστεί ευχερής η πρόσβαση στην κρήνη της Λέρνας. Επιπλέον, κατεδαφίστηκαν και οι σωζόμενοι τοίχοι του Μεσοβυζαντινού παρεκκλησίου στη νοτιοανατολική γωνία της κοιλότητας, προκείμενου να τονιστεί περισσότερο η Ελληνιστική ταυτότητα του κτιριακού συμπλέγματος. Έπειτα από το πέρας των ανασκαφικών εργασιών, ο Carl Roebuck εκπόνησε μία αναλυτική μελέτη με τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα των αρχαιολογικών ερευνών, που δημοσιεύτηκε το 1951 με τον τίτλο «The Asklepieion and Lerna (Corinth, vol. XIV, ASCSA)», από την οποία προέρχονται οι περισσότερες πληροφορίες του παρόντος διερευνητικού πονήματος.
Στο δεύτερο μέρος του αφιερώματος για το ιερό του Ασκληπιού και το θέρετρο της κρήνης της Λέρνας, θα ασχοληθούμε με την περιγραφή της αρχιτεκτονικής διαμόρφωσης των θρησκευτικών, ιαματικών, υδρευτικών και λοιπών βοηθητικών υποδομών, μέσα από την εξέταση των διατηρούμενων καταλοίπων τους, επιδιώκοντας να αναδείξουμε την σπουδαιότητα του ιαματικού συγκροτήματος, το οποίο βρίσκεται στην αφάνεια συγκριτικά με άλλα διασημότερα μνημεία της αρχαίας Κορίνθου.
Κείμενο – Φωτογραφίες
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Από τις πληροφορίες των γραπτών πηγών και από τα ανασκαφικά στοιχεία, εκτιμάται ότι κατά την αρχαιότητα τα περιφερειακά Ασκληπιεία σε ολόκληρη την έκταση της Ελληνικής σφαίρας επιρροής ανέρχονταν περίπου στα 320, ενώ ορισμένοι αρχαιοδίφες πιστεύουν ότι πρέπει να ξεπερνούσαν τα 500.
2. Στα νότια της αναφερόμενης ομάδας κτιριακών υποδομών περί το Ασκληπιείο, ανασκάφηκε μία αψιδωτή εγκατάσταση του 1ου αιώνα μ. Χ., που ταυτίστηκε με τον ιππόδρομο (circus) της Κορίνθου των Ρωμαϊκών χρόνων.
3. Το τέμενος στην αρχαιότητα ήταν ένας οριοθετημένος ιερός χώρος αφιερωμένος σε έναν θεό ή ηρώα. Συνήθως αντιστοιχούσε σε ένα ιερό άλσος, στο οποίο υπήρχε ένας ναός και άλλα λατρευτικά οικοδομήματα.
4. Κατά την επικρατέστερη μυθολογική παράδοση, ο Ασκληπιός ήταν γιός του Απόλλωνα από την ένωση του με την Κορωνίδα, την κόρη του Θεσσαλού βασιλιά Φλεγύα.
5. Ως απελεύθερος χαρακτηρίζεται ο πρώην δούλος που απέκτησε επίσημα την ελευθερία του.
6. Εφεξής οι χρονολογίες στο κείμενο θα παρατίθενται χωρίς τον προσδιορισμό «μ. Χ.», καθόσον θεωρείται αυτονόητος.
7. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 4, εδάφιο 5. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι ο Παυσανίας μνημονεύει το γυμνάσιο ως «αρχαίο». Αυτός ο επιθετικός προσδιορισμός ίσως να υποδηλώνει ότι ήδη στον καιρό του επρόκειτο για μία παλαιά αθλητική εγκατάσταση της Ελληνιστικής εποχής, η οποία είχε ανακατασκευαστεί ή επισκευαστεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους.
8. Λουκιανού Σαμοσατέα, Επιστολές, «Πῶς δεῖ ἱστορίαν συγγράφειν», εδάφιο 29.
9. Βρέθηκαν μερικά νομισματικά δείγματα του ηγεμόνα του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους Ονωρίου (393 – 423), και των αυτοκρατόρων του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους Αρκαδίου (395 – 408), και Θεοδοσίου Β’ (408 – 450).
10. Ορισμένοι αρχαιολόγοι αποφαίνονται ότι οι ταφές συνεχίστηκαν στην τοποθεσία του Ασκληπιείου και τον 7ο αιώνα.
11. Από την ανασκαφική τομή των θεμελίων της αψίδας του Ιερού Βήματός, ανακτήθηκε και ένα νόμισμα του αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ (565 – 578), αλλά δεν έχει θεωρηθεί ως ασφαλές αποδεικτικό στοιχείο για τη χρονολόγηση του παλαιότερου ναΐσκου.
12. Σε δυο από τους λαξευμένους τύμβους των Πρωτοχριστιανικών χρόνων στη δυτική πλευρά του άνω πλατώματος του Ασκληπιείου, εντοπίστηκαν ταφές του 10ου και 11ου αιώνα, δημιουργώντας την υπόνοια ότι το Χριστιανικό κοιμητήριο εξακολουθούσε να χρησιμοποιείται και κατά τη μέση Βυζαντινή περίοδο.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου
1. «The Sanctuary of Asklepios and Hygieia at Corinth», Ferdinand Joseph De Waele, American Journal of Archaeology, vol 37, No 3, pp 417 – 451, published by Archaeological Institute of America, Jul – Sep 1933.
2. «The fountain of Lerna and the Early Christian Cemetery at Corinth», Ferdinand Joseph De Waele, American Journal of Archaeology, vol 39, No 3, pp 352 – 359, published by Archaeological Institute of America, Jul – Sep 1935.
3. «The Asklepieion and Lerna», Carl Roebuck, «Corinth, Results of Excavation», Vol. XIV, published by American School of Classical Studies at Athens, Princeton, New Jersey, 1951.
4. «Cure and Cult in Ancient Corinth. A Guide to the Asklepieion», prepared by Mabel Lang, American School of Classical Studies at Athens, Princeton, New Jersey, (produce by The Meriden Gravure Company, Meriden, Conn), 1977.
5. «The Misidentification of Lerna Fountain At Corinth: Implications For Interpretations Of The Corinthian Idol-Food Issue (1 Cor 8:1–11:1)», John Fotopoulos, The New Testament and Early Christian Literature in Greco-Roman Context, pp 35– 50, Brill, Leiden, 2006.
6. «Κόρινθος», άρθρο του Σωκράτη Σ. Κουρσούμη στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδα 53, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
7. «Αρχαία Κόρινθος. Αρχαιολογικός Οδηγός», Guy D. Sanders, Jennifer Palinkas και Ιουλία Τζώνου – Herbst με James Herbst, μετάφραση Μαρία Μιχάλαρου, σελίδες 150 – 153, Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα, Princeton, New Jersey, (printed in Italy), 2018.
8. https://www.corinth-museum.gr/Ιερό Ασκληπιού.
9. http://odysseus.culture.gr/Το Ασκληπιείο της Κορίνθου.
10. http://corinth.ascsa.net/Corinth Publication: Roebuck, Corinth 14, 1951.
11. http://corinth.ascsa.net/Corinth Monument: Asklepieion.