Ο Αρχαίος λιμένας των Κεγχρεών ...

 Αεροφωτογραφία της τοποθεσίας του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Είναι εμφανείς οι δύο εκατέρωθεν τεχνητοί λιμενοβραχίονες, που διαγράφονται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος http://www.corinth-museum.gr).

Η ιστορική πορεία του ανατολικού επινείου της αρχαίας Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο, μέσα από την αναδίφηση στις κυριότερες πηγές και σε συνδυασμό με τις αρχαιολογικές διαπιστώσεις.
Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιοχές της Κορινθίας, τόσο από αρχαιολογικής, όσο και από αρχιτεκτονικής άποψης, είναι η τοποθεσία του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών(1), στην ακτή ανατολικά του σύγχρονου χωριού και δίπλα από την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου.


Οι λιμενικές εγκαταστάσεις των Ρωμαϊκών χρόνων διαμορφώνονταν στο βόρειο άκρο του ομώνυμου όρμου στον Σαρωνικό κόλπο, από τις οποίες διασώζονται αρκετές κτιριακά περιγράμματα, ενώ διακρίνονται καθαρά οι βραχίονες των δύο εκατέρωθεν τεχνητών μόλων, που σήμερα βρίσκονται βυθισμένοι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Δυστυχώς, ως αρχαιολογικός χώρος παραμένει μάλλον αναξιοποίητος και παραμελημένος, χωρίς να έχει τύχει της δέουσας προβολής, παρά την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα του. 

Έτσι λοιπόν, θα επιδιώξουμε να σκιαγραφήσουμε τον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών μέσα από ένα τριμερές αφιέρωμα, σε μία προσπάθεια να αναδείξουμε τα υφιστάμενα μνημειακά κατάλοιπα και γνωρίσουμε την λειτουργικότητα τους. Στο πρώτο μέρος θα ακολουθήσουμε την ιστορική πορεία του πολίσματος από την απώτερη αρχαιότητα έως την νεότερη εποχή, με βάση τις σχετικές αναφορές στις κυριότερες πηγές και σε συνδυασμό με τις διαπιστώσεις των αρχαιολογικών ερευνών. Στην συνέχεια θα ασχοληθούμε με τις διεξαχθείσες ανασκαφές και τις δομικές κατασκευές στις προβλήτες, και στην ευρύτερη τοποθεσία, προκειμένου να προσλάβουμε μία εικόνα για το είδος και την έκταση των λιμενικών υποδομών, αλλά και λοιπών κτισμάτων. Τέλος, σε μία τρίτη ενότητα (και σε μία ακόμα ανάρτηση) θα προβούμε σε μία παρουσίαση των θαυμάσιων επιτοίχιων υαλοθετημάτων, που ανακαλύφθηκαν σε συσκευασίες στο δάπεδο ενός αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο και τα οποία αποτελούν εξαιρετικά και σπάνια δείγματα εικαστικής υαλογραφίας του 4ου αιώνα μ. Χ..



Άποψη των αρχαίων οικοδομικών καταλοίπων επί του βορειοανατολικού μόλου του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, που το μεγαλύτερο τμήμα του βρίσκεται βυθισμένο στην θάλασσα.

Σύμφωνα με την μυθολογία, οι Κεγχρεές έλαβαν την επωνυμία τους από τον Κεγχρία τον γιό του θεού Ποσειδώνα και της νύμφης Πειρήνης, της κόρης του ποτάμιου θεού Αχελώου(2). Ο δε αδερφός του Λέχης έδωσε αντίστοιχα το όνομα του στον λιμένα του Λεχαίου. Αυτή η ονοματοθεσία από δύο αδερφούς στα δύο μητροπολιτικά επίνεια, το ένα στον Σαρωνικό και το άλλο στον Κορινθιακό κόλπο, δηλώνει απερίφραστα ότι οι πολιτιστικές τους διαδρομές ανά τους αιώνες, προοιωνίζονταν να είναι παράλληλες και άρρηκτα συνυφασμένες με την ιστορία της Κορίνθου. Μάλιστα, δεν υπήρξαν ποτέ ανεξάρτητες πόλεις στην αρχαιότητα και δεν έκοψαν δικά τους νομίσματα.

Αν και έχουν εντοπιστεί ίχνη προϊστορικής κατοίκησης στον λόφο πάνω τον βορειοανατολικό μόλο, εντούτοις η συστηματική χρήση των Κεγχρεών ως λιμένα ενδεχομένως να ανάγεται στην Αρχαϊκή εποχή (7ος – 6ο αιώνα π. Χ.), όταν εκτελούνται οι πρώτες εκτεταμένες εργασίες και στο επίνειο του Λεχαίου. Η δε επιλογή της τοποθεσίας ήταν απολύτως εύστοχη, καθόσον βρίσκεται στο μέσο του βορειοδυτικού μυχού του Σαρωνικού κόλπου, από όπου διευκολύνεται η ναυσιπλοΐα μέσω των διαδοχικών νησιών. Ο σχηματιζόμενος όρμος προσφέρονταν για αγκυροβόλιο, καθώς προφυλάσσονταν επαρκώς από τους ισχυρούς νότιους και νοτιοδυτικούς ανέμους, λόγω της παρουσίας του προκαλύπτοντος όγκου των Όνειων Ορέων. Επίσης, από εκεί διέρχονταν το κύριο παραλιακό δρομολόγιο, οδηγώντας με διακλαδώσεις στην Τροιζηνία και Αργολίδα, ενώ μία αρχαία οδός φαίνεται ότι έβαινε απευθείας από το πόλισμα των Κεγχρεών στην Κόρινθο, διανύοντας μία απόσταση 70 σταδίων (περίπου 13 χιλιομέτρων), όπως συνάγεται από την μαρτυρία του γεωγράφου Στράβωνα(3). Στην δε ανάπτυξη τους ως διαμετακομιστικού κέντρου, συνέβαλε θετικά η πρωτοποριακή κατασκευή του περίφημου Δίολκου στον Ισθμό τον 6ο αιώνα π. Χ., μάλλον έπειτα από απόφαση του τύραννου της Κορίνθου Περίανδρου (627 – 584 π. Χ.). Το τεχνικό έργο είχε ως σκοπό την διαπεραίωση των εμπορικών και πολεμικών πλοίων από τον Σαρωνικό στον Κορινθιακό κόλπο, παρέχοντας την δυνατότητα αποφυγής του χρονοβόρου και επικίνδυνου περίπλου της Πελοποννήσου, ιδίως κατά τα διαπόντια ναυτικά ταξίδια από Ανατολή σε Δύση. Ουσιαστικά, επρόκειτο για έναν πλακόστρωτο δρόμο, κυμαινόμενου πλάτους 3,5 με 4 μέτρα και μήκους περί τα 8 χιλιόμετρα, με τα δύο άκρα του να απολήγουν στην παραλία του αρχαίου Σχοινούντα (σημερινό Καλαμάκι) και στο δυτικό πέρας της σύγχρονης διώρυγας (Ποσειδωνία) αντίστοιχα. Στο οδόστρωμα του είχαν λαξευτεί αυλακώσεις για την ασφαλή κύλιση των ξύλινων τροχοφόρων φορέων (ολκοί), επί των οποίων ανελκύονταν και μεταφέρονταν τα πλοία χωρίς το φορτίο τους, πιθανότατα μόνο από δούλους, αφού αρχικά είχαν συρθεί σε μία κεκλιμένη λιθόστρωτη προβλήτα στην ξηρά με την υποβοήθηση ξύλινων κυλίνδρων. Πρωτύτερα και ανάλογα με την κατεύθυνση του προορισμού τους, εκτιμάται ότι τα διακινούμενα προϊόντα και η εξοπλισμός τους εκφορτώνονταν στις Κεγχρεές ή στο Λέχαιο και διακομίζονταν αναλόγως με άμαξες και ζώα στα δύο επίνεια, όπου και θα διενεργούνταν η επαναφόρτωση τους στα ίδια καράβια στο τέλος της διαδικασίας.

Εικόνα 3: Τμήμα του αρχαίου Δίολκου στην περιοχή της Ποσειδωνίας, παραπλεύρως του δυτικού πέρατος της διώρυγας του Ισθμού. Η κατασκευή του πρωτοποριακού τεχνικού έργου τον 6ο αιώνα π. Χ., έδωσε ώθηση στην ανάπτυξη των Κεγχρεών ως διαμετακομιστικού κέντρου.


Σταδιακά άρχισε να σχηματίζεται ο αστικός ιστός στην αναπεπταμένη περιοχή δυτικά του όρμου, που περιβάλλεται από χαμηλούς γήλοφους, στην οποία εκτείνεται και ο σημερινός οικισμός των Κεχριών. Μολονότι τα ευρήματα από την Αρχαϊκή εποχή είναι πενιχρά, ωστόσο από σωστικές ανασκαφές της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών Αθηνών (ΑΣΚΣΑ) και συναφείς έρευνες της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, επισημάνθηκαν εκεί οικιστικά κατάλοιπα τόσο των Κλασσικών, όσο και των Ελληνιστικών χρόνων. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στην υπόψη έκταση εντοπίστηκε νεκροταφείο και των δύο διαλαμβανόμενων ιστορικών εποχών, ενώ στο ύψωμα 200 μέτρα βόρεια του μέσου του αρχαίου λιμένα, καθώς και στο εδαφικό κρηπίδωμα του βορειοανατολικού μόλου, ανακαλύφθηκαν κατά περίπτωση θεμελιώσεις κτισμάτων, κεραμική, ειδώλια και νομίσματα, που καλύπτουν το χρονικό φάσμα από τον 5ο έως τα μέσα του 3ου αιώνα π. Χ..

 Πάντως τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι αρκετά για να προσδιοριστεί επακριβώς η αστική περίμετρος σε σχέση με τις λιμενικές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών για αυτό το διάστημα, λόγω ελλείψεως λοιπών πολεοδομικών τεκμηρίων από ανασκαφικές εργασίες. Σύμφωνα όμως με τις αποχρώσες ενδείξεις, τουλάχιστον ένα τμήμα της βορειοανατολικής προκυμαίας βρίσκονταν ήδη σε χρήση από την Ελληνιστική περίοδο ή κατοικούνταν έστω και περιορισμένα. Στον αντίποδα και εξαιτίας αυτής της διαφαινόμενης χωροταξικής ασάφειας, ορισμένοι νεότεροι μελετητές διατείνονται πως οι παράκτιες προβλήτες και αποβάθρες των Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων διαρρυθμίζονταν πιθανώς κάτω από τις προσχώσεις, οι οποίες δημιούργησαν το πλάτωμα δίπλα και νοτιοδυτικά από τον σημερινό ανασκαμμένο χώρο, μία άποψη που δεν δύναται να πιστοποιηθεί προς το παρόν. 

Το σίγουρο είναι ότι οι Κεγχρεές σύντομα μεταβλήθηκαν σε ένα πολυσύχναστο εμπορικό κόμβο της νοτιοανατολικής Ευρώπης, αφού υποδέχονταν πολυάριθμα πλοία από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, την Κύπρο, την Συρία, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο(4). Άρα λοιπόν, μαζί με την διακίνηση εδώδιμων αγαθών, χρηστικών προϊόντων και υλικών, διαδίδονταν από τα πληρώματα και τους επιβάτες, ποικίλες ιδέες, τεχνικές, συνήθειες, δοξασίες, φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις από μακρινούς και λίαν εξωτικούς τόπους, προσδίδοντας στο ανατολικό επίνειο της Κορίνθου μία αύρα πολυπολιτισμικότητας, η οποία με την πάροδο των αιώνων κατέστη ακόμα εντονότερη, αφήνοντας το ανεξίτηλο στίγμα της κυρίως στην Ρωμαϊκή εποχή.


Εικόνα 4: Οι ανασκαφές στα Ίσθμια και στις Κεγχρεές αποκάλυψαν μεγάλο αριθμό εμπορικών αμφορέων διαφόρων περιόδων, στους οποίους εναποθηκεύονταν εδώδιμα αγαθά, όπως κρασί, λάδι, σιτηρά, αλιεύματα κ. α.. Διέθεταν συνήθως οξυπύθμενο σχήμα για την τοποθέτηση τους σε ειδικές υποδοχές στα αμπάρια των πλοίων. Προθήκη Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.

Κατά την διάρκεια της Κλασσικής εποχής (490/480 – 323 π. Χ.) οι Κεγχρεές χρησιμοποιούνταν ως οχυρός ναύσταθμος, όπου ελλιμενίζονταν τα πολεμικά πλοία των Κορινθίων, προσλαμβάνοντας μία επιπρόσθετη στρατηγική βαρύτητα. Από τότε αρχίζουν και οι σποραδικές καταγραφές του πολίσματος στα αρχαία συγγράμματα, και ειδικότερα μέσα από την αφήγηση του αρχαίου ιστορικού Θουκυδίδη για τον αδελφοκτόνο Πελοποννησιακό πόλεμο (431 – 404 π. Χ.)(5), στον οποίο η Κόρινθος είχε συνταχθεί με την παράταξη της Σπάρτης εναντίον του Αθηναϊκού συνασπισμού. Στα πλαίσια των πολυετών πολεμικών επιχειρήσεων, ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας εκστράτευσε στις Κορινθιακές ακτές τον Σεπτέμβριο του 424 π. Χ., εκτελώντας απόβαση στα παράλια της Σολύγειας (τοποθεσία σημερινού οικισμού Γαλατάκι), στα νοτιοανατολικά των Ονείων ορέων. Οι Κορίνθιοι ηττήθηκαν στην μάχη που ακολούθησε, γιατί είχαν αφήσει τους μισούς οπλίτες τους στο στρατόπεδο των Κεγχρεών, υπό τον φόβο μίας εχθρικής επίθεσης στα νώτα τους. Όταν οι τελευταίοι επανήλθαν με την υπόλοιπη δύναμη τους, οι Αθηναίοι έκριναν σκόπιμο να αποχωρήσουν με τα πλοία τους, λεηλατώντας τις ακτές της Κορινθίας και της Επιδαύρου, χωρίς να εμπλακούν σε νέα σύρραξη εκ του συστάδην. Δώδεκα χρόνια αργότερα, την άνοιξη του 412 π.Χ., οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοι τους επιδιώκοντας να βοηθήσουν τους Χιώτες να αποστατήσουν από τον αντίπαλο συνασπισμό, αποφάσισαν αποστείλουν στο νησί άμεσα τον μισό στόλο τους, μεταφέροντας 21 πλοία από τον Κορινθιακό στον Σαρωνικό κόλπο μέσω του Δίολκου, τα οποία συγκεντρώθηκαν στον λιμένα των Κεγχρεών έτοιμα να αναχωρήσουν. Αλλά οι Κορίνθιοι αρνήθηκαν να επιβιβαστούν σε αυτά, πριν ολοκληρωθεί η εορτή των Ισθμίων, που τελούνταν εκείνη την περίοδο. Από την χρονοτριβή χάθηκε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και οι Αθηναίοι κατάφεραν τελικά να εμποδίσουν τους Πελοποννήσιους να συνδράμουν τους Χιώτες. Η δε ναυτική μοίρα των Λακεδαιμόνιων, έπειτα από αψιμαχίες με τον Αθηναϊκό στόλο, επέστρεψε τελικά στις Κεγχρεές όπου και παρέμεινε αγκυροβολημένη για αρκετό καιρό.


Εικόνα 5: Άποψη οικοδομικών καταλοίπων στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα. Κατά διάρκεια της Κλασσικής εποχής, οι Κεγχρεές χρησιμοποιούνταν ως ναύσταθμος για τα πολεμικά πλοία των Κορινθίων.

Οι εμφύλιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελληνικών πόλεων – κρατών συνεχίστηκαν και στον 4ο αιώνα π. Χ., όταν η Θήβα κατάφερε να αναδειχθεί πρόσκαιρα ως επικρατέστερος δυναμικός παράγοντας στην πολιτικοστρατιωτική σκηνή, μέσα από ένα κυκεώνα ευμετάβλητων συμμαχιών. Η δε περιοχή των Κεγχρεών και των Ονείων ορέων βρέθηκε μερικές φορές στην δίνη των εξελίξεων, όντας ο φυσικός παραστάτης του Ισθμού, της «χερσαίας πύλης» της Πελοποννήσου(6). Όπως διηγείται ο έτερος αρχαίος ιστορικός Ξενοφών, περί τον Δεκέμβριο του 370 π. Χ., οι Βοιωτοί και οι σύμμαχοι τους ανέλαβαν μία εκστρατεία υπέρ του Αρκαδικού Κοινού προελαύνοντας σε Λακωνία και Μεσσηνία. Τότε οι Αθηναίοι αποδέχθηκαν τις εκκλήσεις των Σπαρτιατών, των Κορινθίων και των Φλειασίων να πολεμήσουν στο πλευρό τους ενάντια στους εισβολείς και ανέλαβαν μία πανστρατιά στην Πελοπόννησο τους πρώτους μήνες του 369 π. Χ.. Όταν ο Αθηναίος επικεφαλής Ιφικράτης πληροφορήθηκε ότι οι Βοιωτοί ετοιμάζονταν να επιστρέψουν πίσω, αποφάσισε να τους προλάβει στην περιοχή του Ισθμού. Για να υλοποιήσει τον στόχο του κατέλαβε τις προσβάσεις των Ονείων ορέων, αλλά δεν φρόντισε να διασφαλίσει και την παραλιακή οδό των Κεγχρεών, από όπου πέρασε το στράτευμα του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα, απωθώντας ένα ελαφρύ απόσπασμα Αθηναϊκού και Κορινθιακού ιππικού.

Ωστόσο, την άνοιξη του ίδιου έτους, οι Θηβαίοι πείστηκαν από τους συμμάχους τους, Αρκάδες, Ηλείους και Αργείους, να εκστρατεύσουν εκ νέου στην Πελοπόννησο. Παράλληλα, οι ανταγωνιστές τους Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, Φλειάσιοι, Αθηναίοι, Λακεδαιμόνιοι και λοιποί συνέρρευσαν στο μέρος του Ισθμού και οχύρωσαν τα Όνεια όρη και τα εδάφη τακτικής σημασίας ανάμεσα στο Λέχαιο και τις Κεγχρεές, οι οποίες λειτουργούσαν και ως σταθμός ανεφοδιασμού. Αυτές οι εσπευσμένες προπαρασκευές δεν στάθηκαν ικανές να ανακόψουν τον επελαύνοντα Επαμεινώνδα στις αρχές του καλοκαιριού του 369 π. Χ.., που διέσπασε τον αντίπαλο κλοιό με αιφνιδιαστική πρωινή έφοδο στο πιο εκτεθειμένο σημείο της αμυντικής τοποθεσίας. Κατόπιν οι Θηβαίοι εκτέλεσαν μία πολεμική περιοδεία εντυπωσιασμού στην βορειοανατολική Πελοπόννησο και επιτέθηκαν ανεπιτυχώς στην Κόρινθο, πριν αποσυρθούν στην πατρίδα τους.


Εικόνα 6: Τμήμα από το τείχος του κύριου περιβόλου των αρχαιοελληνικών οχυρώσεων του 4ου αιώνα π. Χ., στα νοτιοδυτικά της διάβασης της Μαρίστας στα Όνεια όρη. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 11, figure 7).

Παρόμοια επιχειρησιακή πλοκή επαναλήφθηκε και στα 367 π. Χ., όταν ο Επαμεινώνδας επικεφαλής ενός εκστρατευτικού σώματος προέλασε προς την Πελοπόννησο, επιζητώντας να υποτάξει τους Αχαιούς για να αυξήσει το γόητρο των Θηβαίων απέναντι στους Αρκάδες και στους άλλους συμμάχους του. Τα στρατεύματα του αντιθηβαϊκού συνασπισμού είχαν εγκατασταθεί και πάλι σε καίριες θέσεις στην περιοχή του Ισθμού, αλλά παραδόξως οι Αθηναίοι και οι μισθοφόροι των Λακεδαιμονίων, που είχαν την ευθύνη του μετώπου προς τον Σαρωνικό κόλπο, είχαν παραμελήσει την φύλαξη των Ονείων ορέων. Αυτό το ατόπημα έγινε αντιληπτό από τον στρατηγό του Άργους Πεισία, που είχε παρακινηθεί από τον Επαμεινώνδα να προκαταλάβει τα Όνεια όρη και εκτελώντας νυκτερινή ενέργεια με το απόσπασμα του, κατέλαβε το ύψωμα πάνω από τις Κεγχρεές (τοποθεσία Στανοτοπίου), το οποίο διατήρησε για επτά ημέρες, διαθέτοντας τα ανάλογα τρόφιμα. Σε αυτό το χρονικό διάστημα κατέφθασαν οι Θηβαίοι και αφού συνενώθηκαν με τους Αργείους, πέρασαν ανενόχλητοι τον ορεινό όγκο και προχώρησαν προς την Αχαΐα, την οποία πρόσδεσαν έστω και προσωρινά στο άρμα του Βοιωτικού Κοινού, πριν αποχωρήσουν ξανά από την Πελοπόννησο.

Η δεδομένη προτίμηση που έδειχνε ο Επαμεινώνδας στην διέλευση του στρατεύματος του από το μέρος των Κεγχρεών κατά τις διαδοχικές εκστρατείες του, φαίνεται ότι οδήγησε τους Κορίνθιους σε συνεργασία με τις άλλες πόλεις της αντιθηβαϊκής παράταξης, να προβούν σε μία πιο μόνιμη αμυντική οργάνωση των Ονείων ορέων, στα πλαίσια της γενικότερης πολεμικής διάταξης στην περιοχή του Ισθμού. Έτσι μάλλον τότε θεμελιώθηκαν οι σωζόμενες οχυρώσεις που ανάγονται στον 4ο αιώνα π. Χ., επί των κορυφών πάνω από τις τοποθεσίες Μαρίστα και Στανοτόπι της υπόψη βουνοσειράς(7), με σκοπό την περιφρούρηση και τον άμεσο έλεγχο των παρακείμενων ορεινών διαβάσεων, αλλά και την πλήρη εποπτεία του έμπροσθεν Ισθμιακού πεδίου. Οι δε Κεγχρεές εξακολούθησαν να διαθέτουν μία βαρύνουσα στρατιωτική σημασία υπό την έννοια ενός ναυτικού ερείσματος στον Σαρωνικό κόλπο, το οποίο μπορούσε να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ελλιμενισμού ενός πολεμικού στόλου, ενώ ταυτόχρονα εξασφάλιζαν την παραλιακή οδική αρτηρία κατά μήκος της βορειοανατολικής Πελοποννήσου. Φθάνοντας στην αυλαία των Κλασσικών χρόνων, το πόλισμα μνημονεύεται ως τειχισμένο στο κείμενο του «Περίπλου» του ψευδο-Σκύλακα(8), που θεωρείται ότι συντάχθηκε γύρω το 330 π. Χ., ενισχύοντας την εντύπωση της αντιστοίχισης του με οχυρό ναύσταθμο.

Εικόνα 7: Δορυφορική αποτύπωση της περιοχής των Κεγχρεών και του ανατολικού τμήματος των Ονείων ορέων. Με κόκκινο χρώμα υποδεικνύεται η θέση των διατηρούμενων οχυρωματικών τειχών του 4ου αιώνα π. Χ. πάνω από τις διαβάσεις της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, ενώ με κίτρινη διακεκομμένη γραμμή επισημαίνονται κατά προσέγγιση τα αρχαία δρομολόγια.

Οι απαρχές της Ελληνιστικής εποχής (323 – 146 π. Χ.) στιγματίστηκαν από τους πολέμους μεταξύ των αντίζηλων επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, που προέκυψαν από την διανομή των εδαφών του αχανούς κράτους του Μακεδόνα στρατηλάτη. Κατά την διάρκεια μίας τέτοιας σύγκρουσης στα 315 π. Χ., ο επίδοξος διεκδικητής του θρόνου της Μακεδονίας Κάσσανδρος διάβηκε τον Ισθμό, προκειμένου να καταβάλλει τον ανταγωνιστή του στρατηγό Πολυπέρχοντα, και πρώην βασιλικό επιμελητή, ο οποίος διέθετε βάσεις στην Πελοπόννησο. Όπως καταγράφει ο Έλληνας ιστορικός Διόδωρος ο Σικελιώτης(9), ο αδυσώπητος Κάσσανδρος κατέλαβε με πολιορκία τις Κεγχρεές και δήωσε την χώρα των Κορινθίων. Έπειτα κυρίευσε με εφόρμηση δύο παρακείμενα φρούρια, αλλά άφησε με συνθήκη τους διασωθέντες άνδρες της φρουράς τους, που είχαν εγκατασταθεί από τον Αλέξανδρο, τον γιό του Πολυπέρχοντα. Όσον αφορά τα δύο ανώνυμα οχυρά, έχει προταθεί αρκετά αληθοφανώς ότι πρόκειται για τα αρχαία περιτειχίσματα πάνω από τις διαβάσεις της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, με γνώμονα ότι ο Διόδωρος αναφέρει την κατάκτηση τους αμέσως μετά την άλωση των γειτονικών Κεγχρεών.

Τον 3ο αιώνα π. Χ. αναδείχθηκε το άστρο της Αχαϊκής Συμπολιτείας ως αντίπαλο δέος των Μακεδόνων στην Πελοπόννησο, με βασικό στρατιωτικό συντελεστή τον διαβόητο Άρατο. Ο Σικυώνιος στρατηγός είχε κατανοήσει από νωρίς ότι το μέλλον της συνομοσπονδίας εξαρτιόνταν κυρίως από την κυριαρχία στον Ισθμό και φρόντισε να ενταχθεί σε αυτή με την βία η Κόρινθος στα 243 π. Χ.. Έκτοτε φαίνεται ότι οι Κεγχρεές αποτελούσαν συχνά χώρο εξόρμησης των στρατευμάτων του για πολεμικές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τον βιογράφο Πλούταρχο(10), περί το 235 π. Χ., ο Άρατος διέταξε να συγκεντρωθεί εκεί με κάθε μυστικότητα μία στρατιά με τα απαραίτητα εφόδια, ενώ πρωτύτερα είχε προκαλέσει με τέχνασμα τον τύραννο του Άργους Αρίστιππο, πιστό οπαδό της Μακεδονικής παράταξης και προσωπικό του εχθρό, να ενεργήσει προς ανακατάληψη των Κλεωνών. Στην συνέχεια, ορμώμενος από το Κορινθιακό επίνειο, επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στους ανυποψίαστους Αργείους και τους καταδίωξε μέχρι τις Μυκήνες, όπου και φονεύθηκε ο ηγεμόνας τους.

Εικόνα 8: Άποψη των οικοδομικών καταλοίπων και του σωζόμενου τμήματος του πύργου στην βορειοανατολική προκυμαία του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Το ανατολικό επίνειο της Κορίνθου, μετά το 243 π. Χ., φαίνεται ότι αποτελούσε συχνά χώρο συγκέντρωσης των στρατευμάτων του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Άρατου του Σικυώνιου.


Τα επόμενα χρόνια, η επέκταση της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην Πελοπόννησο, επέφερε την ανοιχτή ρήξη με την Σπάρτη, με την οποία διατηρούσε σχέσεις μάλλον λυκοφιλίας. Καθώς η κατάσταση εξελίσσονταν δυσμενώς για τους Αχαιούς και ιδίως για τα συμφέροντα του Άρατου, ο τελευταίος προτίμησε να ζητήσει την επικουρία του Μακεδόνα βασιλιά Αντίγονου Γ’ Δώσωνα, συμφωνώντας να του παραδώσει ως αντάλλαγμα την Κόρινθο, μία δύσκολη απόφαση που έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με την έως τότε ασκούμενη πολιτική του. Ο ίδιος εναντιώθηκε στην αναγκαστική αναγνώριση του Σπαρτιάτη βασιλιά Κλεομένη Γ’ ως ηγέτη του στρατού της Συμπολιτείας, ο οποίος εξοργισμένος επανέλαβε άμεσα τις εχθροπραξίες. Έτσι το θέρος του 225 π. Χ., οι Λακεδαιμόνιοι καταλαμβάνουν έναν αριθμό πόλεων του Αχαϊκού συνασπισμού, ανάμεσα τους και την Κόρινθο με τα δύο της επίνεια, εκτός από το φρούριο του Ακροκορίνθου, που εξακολούθησαν να κατέχουν οι Αχαιοί. Ο δε Κλεομένης φέρεται να έδωσε ιδιαίτερο βάρος στην τοποθεσία των Κεγχρεών, ανακατασκευάζοντας τις οχυρώσεις στα Όνεια όρη. Όμως δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την διείσδυση του Μακεδονικού στρατεύματος με επικεφαλής τον ίδιο τον Αντίγονο Γ’ το καλοκαίρι του 224 π. Χ., που προέλασε ταχύτατα έχοντας την αμέριστη συναίνεση των αρχόντων της Αχαϊκής Συμπολιτείας και κατέλαβε την Κόρινθο και το Άργος, ακολουθώντας την υποχώρηση του βασιλιά της Σπάρτης. Τότε συνελήφθη από τους Αχαιούς ο τύραννος του Άργους Αριστόμαχος, ο οποίος είχε επιδείξει επαμφοτερίζουσα στάση, καταλήγοντας να συνταχθεί με τους Λακεδαιμόνιους και μεταφέρθηκε στις Κεγχρεές, όπου τον βασάνισαν μέχρι θανάτου και έπειτα τον καταπόντισαν στην θάλασσα ως προδότη.

Στις δε συγκρούσεις που διενεργήθηκαν από το 224 έως το 222 π. Χ., επικράτησε τελικά ο Αντίγονος Γ’ Δώσων, ενώ ο Κλεομένης κατόρθωσε να διαφύγει στην Αλεξάνδρεια, ελπίζοντας ότι θα τον βοηθήσει ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης, ο Έλληνας  βασιλιάς της Αιγύπτου. Ο τελευταίος είχε ανακηρυχθεί τιμητικά από τον Άρατο ως ανώτατος στρατιωτικός άρχοντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας περί 242/1 π. Χ., όντας ένθερμος υποστηρικτής της αντιμακεδονικής παράταξης. Μάλιστα, από τις πηγές συνάγεται πως οι πρέσβεις του Πτολεμαίου διέμεναν στις Κεγχρεές, εδραιώνοντας ίσως από εκείνη την περίοδο στενούς διεθνείς δεσμούς με τον Κορινθιακό λιμένα, οι οποίοι παρέμειναν αρραγείς τουλάχιστον έως την ύστερη αρχαιότητα, όπως υποδηλώνεται από τα ευρεθέντα περίτεχνα υαλοθετήματα του 4ου αιώνα μ. Χ., που από την θεματολογία τους τεκμαίρεται ότι προέρχονται από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.


Εικόνα 9: Το διατηρούμενο δομικό περίγραμμα του αψιδωτού κτίσματος στον νότιο μόλο, πιθανότατα μέρος αρχαίου ιερού. Στο εσωτερικό του βρέθηκαν τα περίτεχνα υαλοθετήματα του 4ου αιώνα μ. Χ., που πιστεύεται ότι προέρχονται από την Αλεξάνδρεια, υποδηλώνοντας τους στενούς δεσμούς των Κεγχρεών με την Αιγυπτιακή πόλη, οι οποίοι ενδεχομένως να έχουν τις ρίζες τους στα χρόνια του Ελληνιστή βασιλιά Πτολεμαίου Γ’ του Ευεργέτη.

Στα 146 π. Χ. έλαβε χώρα η καθοριστική μάχη της Λευκόπετρας έξω από τα τείχη της Κορίνθου, στην οποία οι υπέρτερες Ρωμαϊκές λεγεώνες υπό τον ύπατο Λεύκιο Μόμμιο (Lucius Mummius) υπερίσχυσαν ολοκληρωτικά του στρατού της Αχαϊκής Συμπολιτείας, που είχε συγκροτήσει ο στρατηγός Διαίος ο Μεγαλοπολίτης. Κατόπιν ο Ρωμαίος διοικητής πυρπόλησε και κατέστρεψε ολοσχερώς την πόλη, αφού προηγουμένως καταλήστεψε τα ωραιότερα έργα τέχνης για να τα αποστείλει στην Ρώμη, ενώ είχε διατάξει την θανάτωση όλων των ανδρών και την πώληση του υπόλοιπου πληθυσμού ως δούλων, ανεξάρτητα με την κοινωνική τάξη του κάθε ατόμου. Η δε τοποθεσία της Κορίνθου κηρύχθηκε ως Ρωμαϊκό «δημόσιο πεδίο (ager publicus)», ώστε να αποτραπεί ο επανοικισμός της. Αυτή η αποθεμελίωση της μητρόπολης που επισφράγισε την αφετηρία της Ρωμαϊκής κυριαρχίας στον Ελληνικό χώρο (146 π. Χ. – 330 μ. Χ.), σίγουρα είχε άμεσο αντίκτυπο και στους δύο λιμένες της, σε Λέχαιο και Κεγχρεές, τα οποία προφανώς απαξιώθηκαν. Η γενικότερη πολιτιστική παρακμή της περιοχής διάρκεσε για έναν αιώνα, καθώς μεταξύ άλλων η Κορινθία παρουσιάζεται σαν ένας εγκαταλειμμένος και ερημωμένος τόπος στα 45 π. Χ., σε μία επιστολή του Ρωμαίου στρατιωτικού κυβερνήτη της Αχαΐας Σέρβιου Σουλπίκιου Ρούφου (Servius Sulpicius Rufus) προς τον φίλο του και διαπρεπή λόγιο Κικέρωνα (Marcus Tullius Cicero)(11).



Εικόνα 10: Υποθαλάσσιες λίθινες θεμελιώσεις κάτω από τον πύργο του βορειοανατολικού μόλου. Οι λιμενικές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών της Κλασσικής/Ελληνιστικής εποχής ενδεχομένως να περιέπεσαν σε αχρηστία, μετά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους το 146 π. Χ..

Όμως τον επόμενο χρόνο η Κόρινθος έμελλε να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Στις αρχές του 44 π. Χ., λίγο πριν την δολοφονία του, ο στιβαρός δικτάτορας Ιούλιος Καίσαρας (Gaius Iulius Caesar) αποφασίζει να επανιδρύσει την πόλη ως Ρωμαϊκή αποικία, με το όνομα «Clara Laus Iulia Corinthus», εποικίζοντας την με απελεύθερα άτομα και βετεράνους λεγεωνάριους. Αυτή η απρόσμενη αναβίωση πιθανότατα συμπαρέσυρε και τις Κεγχρεές σε μία παράλληλη άνθηση. Σταδιακά και καθώς η Ρωμαϊκή Κόρινθος άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς και να μεταβάλλεται σε ένα κοσμοπολίτικο κέντρο, κρίθηκε απαραίτητη η αναβάθμιση και των δύο επινείων της, σε Κορινθιακό και Σαρωνικό κόλπο, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της αυξημένης εμπορικής κίνησης. Όσον αφορά τις Κεγχρεές, σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, οι εργασίες κατασκευής κατάλληλων λιμενικών εγκαταστάσεων ξεκίνησαν πιθανότατα στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.), καταργώντας τις ασυντήρητες προβλήτες των Κλασσικών/Ελληνιστικών χρόνων. Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός απέβλεπε κυρίως στην βελτίωση της αγκυροβολίας των πλοίων, με την δημιουργία κατάλληλων κρηπιδωμάτων στην παραλία και δύο τεχνητών μόλων στην βόρεια και νότια πλευρά, που το μεγαλύτερο μέρος τους βρίσκεται σήμερα βυθισμένο στην θάλασσα και οι οποίοι αποτελούσαν προέκταση δύο εκατέρωθεν μικρών φυσικών ακρωτηρίων. Έτσι θα σχηματίζονταν μία ευρεία εσωτερική λιμενολεκάνη από δύο συγκλίνοντες ογκώδεις κυματοθραύστες, που άφηναν ένα στόμιο εισόδου πλάτους περί τα 150 με 200 μέτρα, συνιστώντας έναν ιδανικό και ασφαλή ναύσταθμο.

Αν και οι αποβάθρες και οι λοιπές εγκαταστάσεις θα δέχονταν μελλοντικά επιπρόσθετες, τροποποιήσεις, επεκτάσεις και βελτιώσεις κατά την διάρκεια της Ρωμαϊκής περιόδου, εντούτοις σύμφωνα με τις φιλολογικές ενδείξεις, ο νέος λιμένας τέθηκε σε λειτουργία πολύ γρήγορα. Το χρονικό διάστημα από το 14 έως το 23 μ. Χ., ο διάσημος γεωγράφος Στράβων συντάσσει το μεγαλύτερο μέρος της πολύτομης κοσμογραφικής πραγματείας του, στην οποία μνημονεύονται οι Κεγχρεές ως «κώμη και λιμήν» όπου κατέπλεαν όσοι ταξίδευαν από την (Μικρά) Ασία(12). Επίσης, ο σύγχρονος του Ρωμαίος ποιητής Οβίδιος παραθέτει σε ένα ποίημα του, ότι στο Κορινθιακό επίνειο επιβιβάστηκε στο σκάφος «Μινέρβα» και πλέοντας από εκεί αποβιβάστηκε στην πολίχνη Τέμπυρα στις ακτές της Θράκης, πριν προχωρήσει οδοιπορικώς προς τον τόπο εξορίας του, στην πόλη Τόμις στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας(13).


Εικόνα 11: Οικοδομικά λείψανα και το διατηρούμενο τμήμα του πύργου στην βορειανατολική προκυμαία. Την Ρωμαϊκή περίοδο κατασκευάστηκαν νέες λιμενικές υποδομές στις Κεγχρεές, με τις σχετικές εργασίες να αρχίζουν πιθανότατα στα χρόνια του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.).

Στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ., οι Κεγχρεές θα συνδεθούν ιστορικά με μία κορυφαία προσωπικότητα του Χριστιανισμού. Εντός του έτους 50 μ. Χ. και στα πλαίσια της δεύτερης περιοδείας του, έρχεται στην Κόρινθο ο Απόστολος Παύλος προερχόμενος από την Αθήνα, χωρίς να διευκρινίζεται η ακολουθηθείσα διαδρομή(14). Μολονότι αρκετοί ιστοριοδίφες και θεολόγοι διατείνονται ότι διάπλευσε τον Σαρωνικό κόλπο και αφίχθηκε πρώτα στον λιμένα των Κεγχρεών, αυτή η θεώρηση δεν δύναται να επιβεβαιωθεί και είναι πιο δόκιμη η εκδοχή να χρησιμοποίησε την χερσαία οδό διερχόμενος από τον Ισθμό. Ο «Απόστολος των Εθνών» παρέμεινε στην Κόρινθο επί ένα έτος και έξι μήνες εξασκώντας την τέχνη του σκηνοποιού για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα κήρυττε τις διδαχές του Ιησού Χριστού στους κατοίκους σε μία ιδιωτική οικία, επειδή οι Ιουδαίοι της πόλης αντιδρούσαν και τον εξύβριζαν, εξαναγκάζοντας τον να αποχωρήσει από την συναγωγή. Ωστόσο, πολλοί από τους Κορίνθιους πίστεψαν στον μονοθεϊστικό λόγο του Παύλου και βαπτίστηκαν, συγκροτώντας την αρχική πρωτοχριστιανική κοινότητα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και μία ευσεβής γυναίκα από τις Κεγχρεές, η Φοίβη, που κόμισε τον σπόρο την νέας θρησκείας στην ιδιαίτερη πατρίδα της. Πρέπει να υπήρξε πολύ δραστήρια και μάλλον να διέθετε κάποιο κύρος, καθώς φέρεται να προστάτεψε πολλούς νεοφώτιστους πιστούς, ακόμα και τον ίδιο τον Παύλο. Στην Φοίβη ανατέθηκαν από τον «Απόστολο των Εθνών» τα καθήκοντα της διακόνου της εκκλησίας των Κεγχρεών(15), ένα λειτούργημα το οποίο τότε δεν αντιστοιχούσε σε ιερατικό αξίωμα, αλλά επρόκειτο για την ενάσκηση της επιμελητείας του τοπικού ευκτήριου οίκου.



Εικόνα 12: Τυπική απεικόνιση της Αγίας Φοίβης, στην οποία ανατέθηκε το λειτούργημα της διακόνου της εκκλησίας των Κεγχρεών από τον Απόστολο Παύλο, κατά την πρώτη επίσκεψη του στην Κόρινθο και την παραμονή του εκεί για ένα χρόνο και έξι μήνες, το χρονικό διάστημα 50 – 51/52 μ. Χ.. (Πηγή παράστασης: ιστοσελίδα http://www.ekklisiastika-eidi.gr).

Μάλλον τους τελευταίους μήνες του 51 μ. Χ., οι Ιουδαίοι της Κορίνθου προσήγαγαν τον Παύλο ενώπιον του ανθύπατου της Αχαΐας Γαλλίωνα, που είχε διοριστεί εκείνο το έτος(16), με την κατηγορία ότι η διδασκαλία του εναντιώνεται στον Μωσαϊκό νόμο. Ο δε Ρωμαίος αξιωματούχος τους απέπεμψε περιφρονητικά, λέγοντας πως δεν επιθυμούσε για γίνει κριτής σε τέτοια ζητήματα. Αφού παρήλθαν αρκετές μέρες από το επεισόδιο, ο Παύλος αποχαιρέτησε τους βαπτισθέντες αδελφούς και αναχώρησε με πλοίο από τις Κεγχρεές για την Έφεσο στα τέλη του 51 ή στις αρχές του 52 μ. Χ.. Πριν τον απόπλου κούρεψε το κεφάλι του στο Κορινθιακό επίνειο, εκπληρώνοντας μία προσωπική του αναθηματική ευχή. Κατά την τρίτη περιοδεία του, ο «Απόστολος των Εθνών» δεν παρέλειψε να διέλθει ξανά από την Κόρινθο, όπου και παρέμεινε επί τρίμηνο τον χειμώνα του 57 – 58 μ. Χ.. Εδώ υπαγόρεψε στον Τέρτιο, έναν από τους εβδομήκοντα αποστόλους, την εκτενή «προς Ρωμαίους επιστολή» και την απέστειλε στην Ρώμη με την Φοίβη, συστήνοντας στην εκεί πρωτοχριστιανική αδελφότητα να υποδεχθούν την διάκονο των Κεγχρεών με τον προσήκοντα τρόπο και να της συμπαρασταθούν σε οτιδήποτε χρειαστεί.

Η ίδρυση μίας ιδιαίτερου παλαιοχριστιανικού ευκτήριου οίκου στο επίνειο της Κορίνθου στον Σαρωνικό κόλπο και η αναχώρηση του Αποστόλου Παύλου για την Έφεσο από αυτό, επιβεβαιώνει την παρουσία ενός οργανωμένου αστικού περιβάλλοντος στις Κεγχρεές στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ., οι οποίες είχαν μετατραπεί και πάλι σε ζωτικό διαμετακομιστικό κέντρο προς τα νησιά του Αιγαίου πελάγους και τις ακτές της Μικράς Ασίας. Έκτοτε η παραλιακή κώμη με τον πολύβουο λιμένα γνωρίζει μια μακρά περίοδο ακμής πλέον των πέντε αιώνων, ενώ οι κάτοικοι της ευημερούν, απασχολούμενοι με την διεκπεραίωση των εμπορικών μεταφορών και την παροχή υπηρεσιών διευκόλυνσης, σίτισης και ενδιαίτησης προς τους ναυτιλλόμενους και τους ταξιδιώτες(17). Όπως προκύπτει από την εξέταση των ανασκαφικών δεδομένων, επρόκειτο για μία πολυπολιτισμική κοινωνία με σφριγηλή οικονομία και διακριτή θρησκευτική ποικιλομορφία, που απαρτίζονταν από εκλεπτυσμένα άτομα με σαφή ροπή προς την καλαισθησία και τις τέχνες.



Εικόνα 13: Κατάλοιπα πολυτελούς Ρωμαϊκού κτιριακού συγκροτήματος με περίστυλη αυλή επί του βορειοανατολικού μόλου, χρονολογούμενο στα τέλη 1ου/αρχές 2ου αιώνα μ. Χ.. Ο αναβαθμισμένος λιμένας των Κεγχρεών εκτιμάται ότι έλαβε την οριστική του χωροταξική διαρρύθμιση στα χρόνια των Αντωνίνων Ρωμαίων αυτοκρατόρων (96 – 191 μ. Χ.).

Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές και ιστορικές ενδείξεις, εκτιμάται ότι οι αναβαθμισμένες λιμενικές εγκαταστάσεις έλαβαν την οριστική χωροταξική τους διαρρύθμιση στα χρόνια της δυναστείας των Αντωνίνων Ρωμαίων αυτοκρατόρων (96 – 191 μ. Χ.), όταν τελειοποιήθηκαν αρχιτεκτονικά οι προκυμαίες και ανεγέρθηκαν πολυτελή δημόσια οικοδομήματα, που διακοσμούνταν από λαμπρά καλλιτεχνήματα. Ο Παυσανίας περιδιαβαίνοντας την Κορινθία περί το 155 μ. Χ., επισκέπτεται τις Κεγχρεές και μας δίνει μία εικόνα για τα αξιοθέατα τους(18). Ο ακούραστος περιηγητής παραθέτει ότι στο δρόμο από τον Ισθμό προς την πολίχνη, συνάντησε ένα ναό της Άρτεμης με αρχαίο ξόανο της. Στο Κορινθιακό επίνειο υπήρχε ναός της Αφροδίτης με λίθινο άγαλμα της και μετά από αυτόν ορθώνονταν ένα χάλκινο άγαλμα του Ποσειδώνα, επί της προβλήτας προς το μέρος της θάλασσας. Επίσης αφηγείται ότι στο έτερο πέρας του λιμένος βρίσκονταν τα ιερά του Ασκληπιού και της Ίσιδας. Τόσο η Αφροδίτη, όσο και η Ίσις, θεωρούνταν ως θεότητες που προστάτευαν την ναυσιπλοΐα και λατρεύονταν ιδιαίτερα στα επίνεια.

Εκείνο τον καιρό αυτοκράτορας της Ρώμης ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (Antoninus Augustus Pius, 138 – 161), που κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του ενδεχομένως να ολοκληρώθηκε η τελευταία φάση των εργασιών ανάπλασης των μόλων. Σε αυτή την εκδοχή μας προσανατολίζει ένα νόμισμα της Κορίνθου της περιόδου του Αντωνίνου, στον οπισθότυπο του οποίου αποτυπώνεται ένας πεταλοειδής λιμένας με περιστύλιο, κάτω από την επιγραφή C[OLONIA] L[AVS] J[VLIA] COR[INTHVS]. Στα δύο άκρα του απεικονίζονται να στέκουν ναοί, εκατέρωθεν ενός ολόσωμου αγάλματος του Ποσειδώνα, που κρατάει στα χέρια του τρίαινα και δελφίνι, ενώ κάτωθεν του πλέουν τρεις γαλέρες. Αυτή η συμβατική παράσταση ερμηνεύεται από τους ειδικούς πως απεικονίζει το επίνειο των Κεγχρεών, προσεγγίζοντας περισσότερο την περιγραφή του Παυσανία. Μάλιστα αφήνουν να εννοηθεί ότι το συγκεκριμένο νόμισμα, κόπηκε προς τιμήν της αποπεράτωσης του έργου των προηγμένων λιμενικών εγκαταστάσεων, αν και μάλλον η συγκεκριμένη παράσταση στον οπισθότυπο φιλοτεχνήθηκε για να τονιστεί το αυτοκρατορικό ενδιαφέρον για τις ναυτικές υποθέσεις.


Εικόνα 14: Οπισθότυποι νομισμάτων της Κορίνθου της περιόδου του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 – 161), στους οποίους κατά μία ερμηνεία παριστάνεται ο αποπερατωμένος  λιμένας των Κεγχρεών. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 8, plate 80a & b).

Μία κάπως πληρέστερη εικόνα για την αρχιτεκτονική διαμόρφωση του Ρωμαϊκού λιμένα μας δίνουν τα οικοδομικά κατάλοιπα, που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Από την αξιολόγηση των ευρημάτων διαπιστώνεται ότι στην βόρεια πλευρά ανοίγονταν μία πλατεία, διαθέτοντας μία απλή στοά, ενώ στα δυτικά υπήρχαν ταβέρνες και εμπορικά καταστήματα. Στην νότια προκυμαία σχηματίζονταν μία σειρά από μεγάλα αποθηκευτικά συγκροτήματα κατά μήκος μίας ευρείας αποβάθρας, στο άκρο της οποίας είχαν κατασκευαστεί δεξαμενές ιχθυοτροφείου. Πίσω από αυτή την λειτουργική διάταξη βρίσκονταν ένα κτιριακό σύμπλεγμα, με κύριο γνώρισμα ένα αψιδωτό κτίσμα με μωσαϊκό δάπεδο, φέροντας ένα μαρμάρινο περιρραντήριο στην κόγχη, όπου οδηγούσε ένας δρόμος περιστοιχιζόμενος από δύο εκατέρωθεν στοές με κιονοστοιχίες. Σύμφωνα με τα ανασκαφικά δεδομένα, το οικοδόμημα είχε θρησκευτική ιδιοσυγκρασία και αρχικά είχε ταυτιστεί με το αναφερόμενο ιερό της Ίσιδας, λόγω της τοπογραφικής θέσης του σε σχέση με την αφήγηση του Παυσανία, και την ανεύρεση στο εσωτερικό του των μοναδικών υαλοθετημάτων με Αιγυπτιακή προέλευση. Όμως πρόσφατα διατυπώθηκε η συζητήσιμη άποψη ότι πρόκειται για ένα  νυμφαίο (Nympheum), εξαιτίας της μάλλον αύλειας διαρρύθμισης του και της παρουσίας του περιρραντηρίου, που παραπέμπει έμμεσα στην λατρεία κάποιας άγνωστης κρηναίας νύμφης, ίσως της Πειρήνης, χωρίς περαιτέρω γραπτά ή ενεπίγραφα στοιχεία.



Εικόνα 15: Ενδεικτικό σχεδιάγραμμα των καταλοίπων του  λιμένα των Κεγχρεών. (1): Ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο», (2): Συγκροτήματα αποθηκών, (3): Μεταγενέστερη Παλαιοχριστιανική βασιλική, (4): Ιχθυοδεξαμενές, (5): Πιθανά εμπορικά καταστήματα, (6): Πιθανή πλατεία, (7): Ιερό της Αφροδίτης, (8): Ερείπια κτισμάτων, (9): Νεκροταφείο υπόγειων θαλαμωτών τύμβων. (Πηγή πρωτότυπου σχεδίου: ιστότοπος http://www.ascsa.edu.gr).


Στην άλλη πλευρά του λιμένα, επί του αυχένα του βορειοανατολικού μόλου εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα διαδοχικών κτισμάτων της Ρωμαϊκής εποχής, που εδράζονταν σε θεμελιώσεις αδιευκρίνιστων υποδομών των ύστερων Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων. Ειδικότερα αποκαλύφθηκε ένα τριμερές οικοδομικό συγκρότημα κατασκευασμένο από οπτόπλινθους, το οποίο απαρτίζονταν από μία ευρύχωρη αίθουσα προς βορρά με ψηφιδωτό δάπεδο, ένα κεντρικό αίθριο με περιστύλιο και ακολούθως ένα τρίτο κτίσμα με ευρεία αυλή, που περιβάλλονταν από διαδρόμους και δωμάτια. Αυτή η μεγαλοπρεπής κτιριακή εγκατάσταση εκτιμάται ότι πιθανότατα αντιστοιχεί στο ιερό της Αφροδίτης, το οποίο είχε αντικρίσει ο Παυσανίας.

 Επίσης λίγο παραπάνω ανασκάφηκαν και άλλα κτίσματα και τεχνικές κατασκευές. Στην συνέχεια της βορειοανατολικής προκυμαίας και στην τοποθεσία της «Ράχης Κουτσογκίλλα» υφίσταται ένας μνημειακός χώρος εξαιρετικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται για ένα εκτεταμένο νεκροταφείο της Ρωμαϊκής εποχής, που ανάγεται από τον 1ο αιώνα μ. Χ. και εξής. Αποτελείται από λακκοειδείς τάφους, κλιβανοειδούς ή κιβωτιόσχημου τύπου, αλλά κυρίως από υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους με επιμήκεις υποδοχές και κόγχες ενταφιασμού στα τοιχώματα, ορισμένοι από τους οποίους έφεραν πλούσιο ζωγραφικό διάκοσμο. 
Πάνω από τις δρομικές εισόδους τους είχαν ανεγερθεί επιτύμβιοι οικίσκοι, αντίγραφα πολυτελών κατοικιών, φανερώνοντας την ευμάρεια των ιδιοκτητών τους(19), οι οποίοι θεωρείται ότι ανήκαν σε μέλη της τοπικής αστικής τάξης και όχι στην αποικιακή αριστοκρατία. Τέλος θα πρέπει να υπογραμμιστεί ξανά ότι και οι δύο μόλοι προεκτείνονταν προς την θάλασσα με επιπρόσθετους τεχνητούς λιμενοβραχίονες, που συνέκλιναν για να δημιουργηθεί η είσοδος του λιμένα και οι οποίοι σήμερα είναι ενάλιοι.


Εικόνα 16: Το εσωτερικό ενός από τους υπόγειους θαλαμωτούς τύμβους (Νο 4) του  νεκροταφείου Κεγχρεών στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», στον οποίο διατηρείται ένα μεγάλο μέρος από τον ζωγραφικό του διάκοσμο.

Η λατρεία της Αφροδίτης στις Κεγχρεές υποδηλώνεται από λίγα ευρεθέντα εδώλια, τα οποία παραπέμπουν στην μορφή της και από ένα νόμισμα της Κορίνθου των χρόνων του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα (Nero Claudius Caesar Augustus Germanicus, 54 – 68), που στον οπισθότυπο του αποτυπώνεται η προτομή της θεάς πάνω από μία γαλέρα με τον τοπωνυμικό λογότυπο «CENCRHEAE»(20). Ωστόσο μεγαλύτερη δυναμική εμφανίζεται να είχε η θρησκευτική προσήλωση των κατοίκων στην Ίσιδα, καθώς στο ιερό της πραγματοποιούνταν τελετουργικές μυήσεις στην μυστηριακή πίστη της, με θυσίες και αναθηματικά γεύματα, που η εξαγνιστική φήμη τους ξεπερνούσε τα τοπικά γεωγραφικά όρια και ήταν διαδεδομένη στην ολόκληρη την Ρωμαϊκή επικράτεια. Η μυστικιστική λατρεία της Αιγύπτιας θεάς πιθανώς είχε διαδοθεί στον Κορινθιακό λιμένα είτε μέσω των εμπορικών οδών, είτε από βετεράνους λεγεωνάριους εποίκους, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στις Ανατολικές επαρχίες.

Ο Απουλήιος (Lucius Apuleius Madaurensis, π. 124 – 170) στο μυθιστόρημα του «Μεταμορφώσεις» μας δίνει μία γλαφυρή εικόνα για τα μυστικιστικά δρώμενα στο ιερό της Ίσιδας στις Κεγχρεές(21), απηχώντας πιθανότατα τα προσωπικά του βιώματα και αντικατοπτρίζοντας μία ευημερούσα κοινωνία στον κομβικό Κορινθιακό λιμένα στην διάρκεια του 2ου αιώνα.
 Ο Λατίνος φιλόσοφος και συγγραφέας περιγράφει την συμβολική μύηση στην λατρεία της θεάς ενός νεαρού άνδρα, με το όνομα Λεύκιος, ο οποίος είχε μεταλλαχθεί σε γάιδαρο εκ παραδρομής και μετά το πέρας της μυσταγωγίας επανήλθε στην ανθρώπινη μορφή του. 
Προηγούνταν ένα δεκαήμερο τελετουργικών καθαρμών, αποχή από κρασί και τροφή, ένδυση του κατηχούμενου με καινούργιο λινό ένδυμα, και κατόπιν θρησκευτική λιτανεία από την Κόρινθο μέχρι το ιερό των Κεγχρεών. Στην πορεία οι ιεροφάντες έψαλαν ύμνους και κουβαλούσαν τα ιερά λατρευτικά αντικείμενα, όπως ειδώλια των θεών και της θεάς, ομοιώματα βωμών, ένα χρυσό φοίνικα, ένα χρυσό αγγείο με την μορφή γυναικείου στήθους που έσταζε γάλα, μία βεντάλια, έναν αμφορέα, και μία λάρνακα που περιείχε «τα απόκρυφα αντικείμενα του ανείπωτου μυστηρίου» της Ίσιδας. 
Κατά την άφιξη της πομπής στην ακτή, λάμβανε χώρα μία ιερουργία εξαγνισμού και αφιερώνονταν ένα πρόσφατα ναυπηγημένο σκάφος, διακοσμημένο με ιερογλυφικά, στο οποίο τοποθετούνταν αναθηματικές προσφορές πριν την καθέλκυση του, ενώ παράλληλα ρίχνονταν στην θάλασσα σπονδές γάλακτος αναμεμειγμένου με ψίχουλα. Έπειτα επιτελούνταν η κορύφωση της μύησης στο ιερό της Ίσιδας και ο νέος προσήλυτος παρέθετε γεύμα στους παρευρισκόμενους, δίκην θρησκευτικών γενεθλίων.



Εικόνα 17: Οπισθότυποι νομισμάτων της Κορίνθου των αυτοκρατόρων Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 – 161) στα αριστερά και του Σεπτίμιου Σέβηρου (193 – 211), με την παράσταση της Ίσιδας Πελαγίας να κρατάει μετα δύο της χέρια ένα φουσκωμένο ιστίο πλοίου. Η Αιγυπτιακή θεά λατρεύονταν ιδιαίτερα στο ιερό της στις Κεγχρεές. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 13, figures 2 & 7).


Κατά τους ύστερους Ρωμαϊκούς χρόνους οι Κεγχρεές εξακολούθησαν να ακμάζουν. Ο δε λιμένας φαίνεται ότι παρουσίαζε αμείωτη εμπορική κίνηση. Στους μόλους έδεναν και ξεφόρτωναν πλοία από μακρινές χώρες μεταφέροντας ταξιδιώτες και μετανάστες ποικίλων πολιτιστικών καταβολών, καθώς και πλουσιοπάροχα φορτία με κρασί, μπαχαρικά, καλλιτεχνήματα και εξωτικά είδη. Με το πέρασμα στην πρώιμη Βυζαντινή περίοδο (324 – 842), συναντάμε ονομαστικά τις Κεγχρεές σε μία επιστολή του Ιουλιανού(22), την οποία συνέταξε περί το τέλος της άνοιξης του 361, ένα χρόνο μετά την πραξικοπηματική ανακήρυξη του ως μόνου αυτοκράτορα από τους στρατιώτες του στο Παρίσι. Σε αυτή καταγράφεται ότι είχε διατάξει την συγκέντρωση πλοίων στο Κορινθιακό επίνειο, πιθανότατα κατά τις προπαρασκευές του ενόψει της σχεδιαζόμενης εκστρατείας του προς την Κωνσταντινούπολη, εναντίον του μέχρι πρότινος συμβασιλέα του Κωνστάντιου Β’.

Στα 365 ο Ελληνικός χώρος συνταράσσεται από έναν ισχυρότατο σεισμό(23), που επιφέρει πολλές φθορές και στα οικοδομήματα των Κεγχρεών. Στα πλαίσια των προσπαθειών αποκατάστασης, εκτιμάται ότι ανακατασκευάζεται το ιερό της Ίσιδας και αποφασίζεται να αποκτήσει περικαλλή επιτοίχια διακόσμηση. Για αυτόν τον σκοπό παραγγέλθηκε σε εργαστήριο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου ένας αριθμός πολύχρωμων υαλοθετημάτων με διάφορες απεικονίσεις, όπως πορτρέτα λογίων και ιματιοφόρων ανδρών, ειδυλλιακών τοπίων του ποταμού Νείλου, αναπαραστάσεις λιμένων και άλλων απλούστερων μοτίβων.
 Μόλις παραλήφθηκαν οι πίνακες, εναποτέθηκαν με την ξύλινη συσκευασία τους περιμετρικά στο δάπεδο του αψιδωτού κτίσματος του ιερού, αναμένοντας την τοποθέτηση τους στις επιφάνειες των τοιχωμάτων. Όμως η εργασία αυτή δεν έγινε ποτέ, γιατί στα 375 η Κορινθία πλήττεται εκ νέου από μία σφοδρή σεισμική δόνηση(24), η οποία έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τις κτιριακές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών. Τότε πρέπει να υπέστη ανεπανόρθωτες ζημιές το ιερό της Ίσιδας, καθόσον η χρήση του διακόπτεται απότομα, όπως υποδεικνύεται από την ανεύρεση άθικτων συσκευασιών με τα υαλοθετήματα κατά τις ανασκαφές.


Εικόνα 18: Αποκατεστημένο καλλιτεχνικό υαλοθέτημα από το ιερό της Ίσιδας στις Κεγχρεές, με την παράσταση οικοδομημάτων στην προκυμαία ενός λιμένα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, σελίδα 165).


Μετά τις καταστροφικές σεισμικές ακολουθίες των ετών 365 και 375, η κοινωνική ζωή και η έντονη εμπορική δραστηριότητα δεν σταμάτησε στις Κεγχρεές, ενώ ενδεχομένως δεν επηρεάστηκαν ούτε από τις λεηλασίες των Γοτθικών ορδών υπό τον στυγερό ηγεμόνα τους Αλάριχο, που λυμαίνονταν την Πελοπόννησο το χρονικό διάστημα 396 – 397. Ωστόσο, ίσως από αυτές τις θεομηνίες να διαταράχθηκε η διαστρωμάτωση του βυθού με αποτέλεσμα να ανυψωθεί η στάθμη της θάλασσας και να καταποντιστούν μεγάλα τμήματα των συγκλινόντων λιμενοβραχιόνων σε βάθος έως και 2 μέτρα, χωρίς να απαξιωθούν οι λιμενικές εγκαταστάσεις της κεντρικής προκυμαίας μεταξύ των δύο μόλων, επιτρέποντας ακόμα την φορτοεκφόρτωση των πλοίων. 

Φυσιολογικά λοιπόν παρατηρούνται νέες εργασίες ανάπλασης και οικοδομικές τροποποιήσεις. Στο κτιριακό σύμπλεγμα του βορειοανατολικού μόλου, δηλαδή στην θέση του απεικαζόμενου ιερού της Αφροδίτης, εκτελούνται ανακατασκευές οι οποίες όμως περιόρισαν την έκταση του και οδήγησαν σταδιακά στην υποβάθμιση της λειτουργίας του. Τον ίδιο καιρό ή κάπως αργότερα ανεγείρεται εκεί ο τετράγωνος πύργος, που δεσπόζει στο σημερινό ακρωτήριο, χτισμένος με αρχαίους ογκώδεις κατεργασμένους δόμους σε δεύτερη χρήση, μάλλον της Ελληνιστικής εποχής. 
Αν και ο σκοπός του δεν έχει ακόμα διευκρινιστεί, εντούτοις εκτιμάται πως δεν επρόκειτο για ένα καθαυτό αμυντικό έργο ή τμήμα μίας οχύρωσης, αλλά υπείχε τον ρόλο παρατηρητηρίου ή φάρου – φρυκτωρίας. Επίσης, στην δύση του 4ου αιώνα ανάγεται και η θεμελίωση ενός μεγαλοπρεπούς κτιριακού συγκροτήματος στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου(25). 

Το συνολικό οικοδόμημα απαρτίζονταν από περίπου δέκα δωμάτια πλαισιωμένα από ευρείς προθαλάμους, τα οποία διατάσσονταν γύρω από ένα αίθριο με περιστύλιο και θεωρείται ότι τουλάχιστον στο αρχικό του στάδιο στέγαζε κάποια δημόσια διοικητική υπηρεσία του Κορινθιακού επινείου, ίσως τελωνειακής φύσεως.




Εικόνα 19: Αεροφωτογραφία του ανασκαμμένου τμήματος στον νότιο μόλο. Οι Κεγχρεές επιβίωσαν των καταστροφικών σεισμών του 365 και 375, συνεχίζοντας ευημερούν ως εμπορικός λιμένας. (1): Αψιδωτό κτίσμα του ιερού της Ίσιδας ή «Νυμφαίου», (2): Συγκροτήματα αποθηκών, (3): Ιχθυοδεξαμενές, (3): Παλαιοχριστιανική βασιλική, (5): Βαπτιστήριο. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος http://www.corinth-museum.gr).

Εκείνη η περίοδος σηματοδοτείται από την βαθμιαία επικράτηση του Χριστιανισμού έναντι των Ελληνορωμαϊκών λατρευτικών πεποιθήσεων, μία κοσμογονική θρησκευτική καμπή που αντανακλάται και στις Κεγχρεές. Περί τα τέλη του 5ου/αρχές 6ου αιώνα το εγκαταλειμμένο ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο» αντικαθίσταται από ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα. Πάνω στην επιχωματωμένη θεμελίωση του αψιδωτού κτίσματος με το περιρραντήριο, κατασκευάζεται ένα νέο κτίριο προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως παρεκκλήσιο. Σε άμεση επαφή με αυτό προς τα δυτικά, ανεγείρεται μία Παλαιοχριστιανική βασιλική, καταλαμβάνοντας ένα μεγάλο τμήμα ενός προγενέστερου αποθηκευτικού συγκροτήματος του λιμένα. Η εκκλησία διαμορφώνονταν από ένα κεντρικό κλίτος με ένα μικρό νάρθηκα και κόγχη ιερού βήματος στα ανατολικά, πλαισιωμένο από διπλά πλευρικά κλίτη, που διαχωρίζονταν με κιονοστοιχίες κατά τον αρχικό αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ενώ διέθετε και έναν μακρόστενο εξωνάρθηκα με μωσαϊκό δάπεδο κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου. Αξιοσημείωτο είναι ότι ένα από τα δύο νότια κλίτη χρησίμευε ως διάδρομος πρόσβασης προς το διαλαμβανόμενο παρεκκλήσι και το πάτωμα του ήταν επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες. Στο δυτικότερο μέρος της κτιριακής διάταξης αναπτύσσονταν το βαπτιστήριο και οι λοιποί βοηθητικοί χώροι. Με βάση την θρησκευτική παράδοση, δεν είναι απίθανο να υποθέσουμε ότι αυτό το μνημειώδες εκκλησιαστικό οικοδόμημα ήταν αφιερωμένο στην μνήμη της Αγίας Φοίβης, της άοκνης διακόνου των Κεγχρεών, που υπήρξε η στυλοβάτης της πρώτης Χριστιανικής κοινότητας του Κορινθιακού επινείου.

Όσον αφορά τον βορειοανατολικό μόλο, παρατηρείται και εκεί μία κατασκευαστική δραστηριότητα, με πιο ενδιαφέρον ένα σπάνιο οκτάγωνο κτίριο με ψηφιδωτό δάπεδο, απροσδιόριστης χρήσεως, χρονολογούμενο στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα. Επιπρόσθετα έξω από την αστική περίμετρο της αρχαίας πολίχνης και σε απόσταση περίπου 700 μέτρα βορειοανατολικά από τον μυχό του λιμένα, ανακαλύφθηκε μία δεύτερη Παλαιοχριστιανική βασιλική, κτισμένη δίπλα σε ένα μεγαλειώδες Ρωμαϊκό μαυσωλείο, η οποία όμως δεν έχει ανασκαφεί σε όλο το εμβαδόν της. 

Στην περίπτωση των Κεγχρεών η μετάβαση στην νέα θρησκεία πρέπει να συντελέστηκε με ομαλό τρόπο, χωρίς να διενεργηθούν έκτροπα εις βάρος των εθνικών ιερών και τεχνουργημάτων. Οι κάτοικοι συνέχισαν να ενταφιάζουν τους νεκρούς τους στους οικογενειακούς υπόγειους τύμβους με τους αναθηματικούς οικίσκους στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, προσαρμόζοντας τα τοπικά ταφικά τους έθιμα στο περίβλημα του εξ’ Ανατολών μονοθεϊστικού δόγματος, όπως διαφαίνεται από τους χαραγμένους σταυρούς στο τοίχωμα ενός από τους υπόσκαφους θαλάμους. Έτσι λοιπόν, η άμπελος του Χριστιανισμού που φύτεψε ο Απόστολος Παύλος στην Κορινθία, απέδωσε πλούσιους καρπούς στον λιμένα των Κεγχρεών.

Εικόνα 20: Τα διατηρούμενα οικοδομικά κατάλοιπα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής (τέλη 5ου/αρχές 6ου αιώνα) του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνονται οι βάσεις των κιόνων της κιονοστοιχίας, που διαχώριζε τα δύο νότια κλίτη της εκκλησίας.

Στην πορεία του 6ου αιώνα και ιδιαίτερα στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’, στην Ελληνική περιφέρεια συνέβη μία σειρά από ολέθρια γεγονότα, τα οποία μνημονεύει ο λόγιος Προκόπιος ο Καισαρεύς(26) και οι δραματικές επιπτώσεις τους έμελλε να αλλάξουν την μοίρα του επινείου. Στα 531 θα ξεσπάσει μία παρατεταμένη επιδημία λοιμού, που θα διαρκέσει πενήντα δύο χρόνια με κάποια διαλείμματα, γνωρίζοντας μεγάλη έξαρση στα 542. 
Η θανατηφόρα μολυσματική ασθένεια εξαπλώθηκε και στην περιοχή της Κορίνθου, ενδεχομένως μειώνοντας δραματικά τον τοπικό πληθυσμό. Επιπλέον, οι σαρωτικοί σεισμοί των ετών 522, 551 και 580, πιθανότατα συγκλόνισαν συθέμελα και τις Κεγχρεές, προκαλώντας υπολογίσιμες φθορές σε κτίρια και λιμενικές εγκαταστάσεις. Σύμφωνα με μία αρκετά διαδεδομένη εκδοχή, η Πελοπόννησος δέχτηκε βίαιες ληστρικές επιδρομές από στίφη Αβαροσλάβων την δεκαετία του 580 και έχει διατυπωθεί πως σε κάποια από αυτές προσβλήθηκε βάναυσα η παραλιακή πολίχνη και οι υποδομές της πυρπολήθηκαν. Ωστόσο ο εξέχων Έλληνας ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος αντικρούει με μάλλον ακλόνητα επιχειρήματα την άποψη περί της εμβέλειας των συγκεκριμένων ξενικών εισβολών στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, καταδεικνύοντας πως οι βάρβαροι δεν προχώρησαν περαιτέρω από την Θράκη(27).

Σε κάθε περίπτωση, από τα τέλη του 6ου έως και τον 7ο αιώνα, ο λιμένας των Κεγχρεών περιέρχεται σε μία κατάσταση σταδιακής εγκατάλειψης, με σύντομα διαστήματα προσπαθειών ανάκαμψης, στα οποία αναβιώνουν οι εμπορικές δραστηριότητες με τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, ακόμα και με την Μέση Ανατολή, όπως καθίσταται αντιληπτό από τα αγγειακά ευρήματα. Έκτοτε μεσολαβεί μία περίοδος παρακμής, ίσως και απερήμωσης, για δύο αιώνες περίπου. Το ανατολικό επίνειο της Κορίνθου επανέρχεται στο προσκήνιο το έτος 883, όταν στα πλαίσια μίας εκστρατείας κατά των Αράβων Σαρακηνών, κατέπλευσε εδώ ο αυτοκρατορικός στόλος με επικεφαλής τον Νικήτα Ωορυφά, ο οποίος έφερε το αξίωμα του «δρουγγάριου του πλωΐμου». 

Ο Βυζαντινός ναύαρχος κατάφερε μέσα σε μία νύχτα να διαπεραιώσει τα πολεμικά πλοία του δια ξηράς, από τις Κεγχρεές στον Κορινθιακό κόλπο και να επιτεθεί στην εχθρική ναυτική δύναμη που ναυλοχούσε εκεί. Σε αυτό το τολμηρό εγχείρημα του, ο Ωορυφάς πιστεύεται ότι εκμεταλλεύτηκε τα διατηρούμενα τμήματα του απαξιωμένου αρχαίου Δίολκου.



Εικόνα 21: Άποψη τμήματος από το μεγαλοπρεπές κτιριακό συγκρότημα στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του 1976. Εκτιμάται ότι ανεγέρθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα και σταμάτησε να χρησιμοποιείται στο τέλος του 6ου/αρχές 7ου αιώνα, όταν το επίνειο των Κεγχρεών πέρασε σε μία κατάσταση παρακμής, που διάρκεσε για περίπου δύο αιώνες. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 56δ).

Κατά τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους (842 – 1204), η σχηματιζόμενη λεκάνη του παλαιού Ρωμαϊκού λιμένα άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται κυρίως ως θαλάσσιο αγκυροβόλιο και ίσως να δημιουργήθηκε ένας μικρός μεσαιωνικός οικισμός, όπως υποδηλώνεται αμυδρά από την ανακάλυψη νομισμάτων, που ανήκουν στους αυτοκράτορες Βασίλειο Β’ Βουλγαροκτόνο (976 – 1015), Αλέξιο Α’ Κομνηνό (1081 – 1118) και Μανουήλ Α’ Κομνηνό (1143 – 1180). Μολονότι οι δύο τεχνητοί μόλοι και οι αποβάθρες της αρχαιότητας είχαν αχρηστευτεί πλήρως από τις φυσικές καταστροφές και πλέον βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, ο απάνεμος ορμίσκος προσφέρονταν για τον ασφαλή κατάπλου πλοίων από τον Σαρωνικό κόλπο, ενώ τα εμπορεύματα και οι επιβάτες μπορούσαν να εκφορτωθούν και να αποβιβαστούν αντίστοιχα στην ακτή με λέμβους. 

Ο δε Βυζαντινός ιστορικός Νικήτας Χωνιάτης παραθέτει ότι τον 12ο αιώνα και συγκεκριμένα στα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, λειτουργούσαν και τα δύο επίνεια της Κορίνθου εξυπηρετώντας τις υπερπόντιες εισαγωγές και εξαγωγές φορτίων, καθώς στις Κεγχρεές ναυλοχούσαν οι καταφθάνοντες από την Ασία και στο Λέχαιο οι εισπλέοντες από την Ιταλία(28). Υπό αυτό το πρίσμα δεν είναι απίθανο να είχαν κατασκευαστεί αποθηκευτικά κτίρια και υποτυπώδεις λιμενικές υποδομές στον ορμίσκο του Σαρωνικού κόλπου κατά την Μεσοβυζαντινή περίοδο, αλλά κάτι τέτοιο δεν δύναται να επιβεβαιωθεί.

Εικόνα 22: Διατηρούμενο τμήμα του Εξαμίλιου τείχους κάτω από την νέα Εθνική Οδό Κορίνθου – Πατρών. Στις 29 Μαρτίου 1415, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος αποβιβάστηκε στον όρμο των Κεγχρεών σχεδιάζοντας να ανακαινίσει την υπόψη οχύρωση του Ισθμού.

Κατά την διάρκεια της Λατινοκρατίας στην Πελοπόννησο και ως τις αρχές του 15ου αιώνα, οι Κεγχρεές ενταγμένες στην καστελλανία της Κορίνθου, παρέμειναν στο περιθώριο των αδιάκοπων πολιτικοστρατιωτικών εξελίξεων στο Φράγκικο πριγκιπάτο του Αχαΐας. Η κατάσταση θα μεταβάλλονταν άρδην μετά το 1404, όταν σταθεροποιήθηκε η ανάκτηση της Κορινθίας από τους Βυζαντινούς, με την οριστική προσάρτηση της περιοχής στο Ελληνικό δεσποτάτο του Μυστρά. Το γεγονός αυτό συνέβαλλε στην ενεργοποίηση των Κεγχρεών ως στρατηγικού τερματικού σταθμού, καθόσον σε αυτόν συνήθως κατέπλεαν όσοι ταξίδευαν από την Κωνσταντινούπολη προς τον Μορέα, ο οποίος συνιστούσε πλέον ένα ζωτικό έδαφος για την συρρικνωμένη αυτοκρατορία. Έτσι λοιπόν, στις 29 Μαρτίου 1415, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, αποβιβάζεται στο επίνειο του Σαρωνικού κόλπου ο αυτοκράτορας Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, όπου δέχτηκε την πλασματική υποταγή του Γενοβέζου ηγεμόνα της Αχαΐας Κεντυρίων Β’ Ζακαρία (Centurione Zaccaria)(29). Ένας από τους βασικούς σκοπούς του Βυζαντινού άνακτα ήταν να ενισχύσει αμυντικά την τοποθεσία του Ισθμού απέναντι στις επιθέσεις των Τούρκων, με την εκτεταμένη επισκευή του παλαιού Εξαμίλιου τείχους, που είχε ανακατασκευαστεί από τον Ιουστινιανό στα μέσα του 6ου αιώνα. Μάλιστα, επέβλεψε προσωπικά την εκτέλεση των εργασιών στην κολοσσιαία οχύρωση των 7,5 χιλιομέτρων με τους 153 πύργους, οι οποίες διεκπεραιώθηκαν εντός του βραχύτατου χρονικού διαστήματος των 25 ημερών, μέσω της υποχρεωτικής εκδούλευσης του τοπικού πληθυσμού.


Εικόνα 23: Η Πελοπόννησος σε απόσπασμα χάρτη της Ελλάδας, έκδοσης έτους 1592, του Φλαμανδού χαρτογράφου και γεωγράφου Abraham Ortelius, όπου με κόκκινο κύκλο επισημαίνεται το επίνειο των Κεγχρεών (Cenchree). (Πηγή: ιστότοπος https://www.davidrumsey.com).

Το φθινόπωρο του 1416, ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος απέστειλε στην Πελοπόννησο τον γιό και διάδοχο του Ιωάννη, προκειμένου να βοηθήσει τον αδελφό του και δεσπότη του Μυστρά Θεόδωρο, στην προσπάθεια του να εδραιώσει την κυριαρχία του σε ολόκληρη την περιφέρεια του Μορέα. Μετά τις επιτυχείς επιχειρήσεις του εναντίον των Φράγκων ηγεμόνων, ο Βυζαντινός πρίγκιπας απέπλευσε από τις Κεγχρεές για την Κωνσταντινούπολη στα 1418. Δέκα χρόνια αργότερα, ο ίδιος ως αυτοκράτορας πλέον χρησιμοποιεί ξανά τον ορμίσκο του αρχαίου λιμένα κατά την επιστροφή του στην Βασιλεύουσα, μετά το πέρας μίας εθιμοτυπικής επίσκεψης του στον Μορέα, στην οποία συναντήθηκε με τον Έλληνα νεοπλατωνικό φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό ή Πλήθωνα. 

Στα 1437 ο Ιωάννης Η’ Παλαιολόγος με την συνοδεία του, αναχώρησε ακτοπλοϊκώς από την Κωνσταντινούπολη για την Ιταλία, προκειμένου να λάβει μέρος στην θρησκευτική σύνοδο της Φερράρας, με θέμα την ένωση της Ανατολικής με την Δυτική Εκκλησία. Στην πορεία ο στολίσκος, αφού πρώτα έπεσε σε θαλασσοταραχή εξαιτίας των ισχυρών ανέμων, κατέπλευσε στις Κεγχρεές, όπου αποβιβάστηκε ο αυτοκράτορας. Κατόπιν διέτρεξε έφιππος την Πελοπόννησο και συναντήθηκε με τους αδερφούς του και δεσπότες του Μορέα, για να τους τονίσει πόσο απαραίτητη ήταν η ομόνοια μεταξύ τους, ενώ διέταξε τον Πλήθωνα να τον ακολουθήσει στην σύνοδο. Παράλληλα, ο στολίσκος αποχωρώντας από το Κορινθιακό επίνειο περίπλευσε τα παράλια του Μορέα και αφίχθηκε στο Ναβαρίνο, απ’ όπου παρέλαβε τον Ιωάννη Η’ Παλαιολόγο για να συνεχίσει την πλεύση του προς την Ιταλική ακτογραμμή.

Στις 10 Δεκεμβρίου του 1446, οι Τούρκοι κυρίευσαν με ορμητική έφοδο το Εξαμίλιο τείχος, που τις επάλξεις του υπερασπίστηκαν πεισματικά οι δύο Βυζαντινοί δεσπότες Θωμάς και Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, οι οποίοι υποχώρησαν στα νότια της ενδοχώρας. Αμέσως μετά την νίκη του, ο σουλτάνος Μουράτ Β’ προέβη άμεσα σε δύο αποτρόπαιες πράξεις. Έπεισε με υποσχέσεις να παραδοθούν τριακόσιοι Έλληνες, που είχαν καταφύγει στις αρχαίες οχυρώσεις των Όνειων ορέων και κατόπιν τους έσφαξε ανελέητα μάλλον στις Κεγχρεές, ενώ άλλους εξακόσιους αιχμαλώτους τους πούλησε ως δούλους για εξιλασμό της ψυχής του πατέρα του. Επίσης, τον Ιούλιο του 1458, όταν ο Ακροκόρινθος πολιορκούνταν ήδη από το Οθωμανικό στράτευμα από τις 15 Μάϊου, ο γενναίος φρούραρχος του Ματθαίος Ασάνης κατόρθωσε να διασπάσει τον εχθρικό κλοιό και να ανεφοδιάσει το κάστρο με τρόφιμα από το Κορινθιακό επίνειο, τα οποία είχε μεταφερεί με πλοίο ο ίδιος από το Ναύπλιο, αλλά τελικά συνθηκολόγησε και παραδόθηκε στον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στις 6 Αυγούστου.

Εικόνα 24: Άποψη της δυτικής πλευράς του Ακροκορίνθου. Τον Ιούλιο του 1458 ο φρούραρχος Ματθαίος Ασάνης κατόρθωσε να ανεφοδιάσει με τρόφιμα το κάστρο από τον λιμένα των Κεγχρεών, διασπώντας τον πολιορκητικό κλοιό των Τούρκων.

Πέντε χρόνια μετέπειτα, η τοποθεσία του Ισθμού θα γίνει και πάλι θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων στις αρχές του Α’ Βενετοτουρκικού πολέμου (1463 – 1479). Από τα μέσα Αυγούστου του 1463, το χερσαίο εκστρατευτικό σώμα της Βενετίας προελαύνει από το Άργος και καταλαμβάνει την περιοχή του κατεστραμμένου Εξαμιλίου τείχους, το οποίο αναστηλώνεται εκ νέου με την συνδρομή των Ελλήνων κατοίκων, διαθέτοντας 136 πύργους αυτή την φορά, με σκοπό να αποκλειστούν οι Οθωμανοί κατακτητές εντός της Πελοποννήσου. Η δε Βενετσιάνικη αρμάδα αποτελούμενη από 32 γαλέρες, αγκυροβόλησε στον λιμένα των Κεγχρεών. Ωστόσο, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, οι Βενετσιάνοι θα αποχωρήσουν άδοξα από την Κορινθία, καθώς αδυνατούν να εκπορθήσουν τον Ακροκόρινθο, που ήταν επανδρωμένος με ισχυρή Τουρκική φρουρά, ενώ στον Ισθμό είχε κάνει την εμφάνιση της μία μεγάλη εχθρική στρατιά.

Από τον πρώτο καιρό της Τουρκοκρατίας οι Κεγχρεές εξακολούθησαν να χρησιμοποιούνται για μεταφορικούς σκοπούς, όπως συνάγεται από την πληροφορία ότι τον Μάϊο του 1480 προσορμίστηκε εκεί ένας Οθωμανικός στόλος, προκειμένου να φορτώσει πυροβόλα όπλα από την Κόρινθο(30). Όμως με την πάροδο του χρόνου, η σημασία τους ως διαμετακομιστικού λιμένα φαίνεται ότι μειώθηκε αισθητά, αλλά δεν απαλείφθηκε εντελώς, καθώς μεταβλήθηκαν οι κύριες υπεράκτιες εμπορικές διαδρομές με την εξέλιξη της ναυσιπλοΐας στην ανοιχτή θάλασσα. Τουλάχιστον από τα τέλη του 16ου αιώνα, ο οικισμός των Κεγχρεών επισημαίνεται σε πολλούς παλαιούς χάρτες και πορτολάνους στα παράλια του Σαρωνικού κόλπου και κοντά στον Ισθμό, με αυτούσιο το αρχαίο τοπωνύμιο στα Λατινικά ως «Cenchree» ή ελαφρώς παραλλαγμένο στα Ελληνικά ως «Κεχραίς» ή «Κεχριαί».



Εικόνα 25: Συμβατική απεικόνιση του επινείου των Κεγχρεών (Cencrea) σε χαρακτικό του Ιταλού εκδότη και τυπογράφου Girolamo Albrizzi στα 1687. (Πηγή χαρακτικού: ιστότοπος http://el.travelogues.gr).

Αξιοπρόσεκτο είναι ένα χαρακτικό του Ιταλού εκδότη Girolamo Albrizzi στα 1687, όπου το Κορινθιακό επίνειο με την ονομασία «Cencrea» απεικονίζεται σαν μία περιτειχισμένη πολίχνη, κατά πάσα πιθανότητα εντελώς συμβατικά(31). Στην τοπιογραφία εμφανίζεται μία πολυγωνική φρουριακή εγκατάσταση με οικήματα στην πλαγιά ενός παρακείμενου κωνικού βουνού, την οποία ορισμένοι ιστοριοδίφες εξομοιώνουν κάπως επιπόλαια, με την γραμμική Βενετσιάνικη οχύρωση στην διάβαση του Στανοτοπίου στα Όνεια όρη, τοποθετώντας έτσι την κατασκευή της αμέσως μετά την κατάληψη της Κορινθίας από τα στρατεύματα της Γαληνότατης Δημοκρατίας τον Αύγουστο του 1687. Αυτή η υπόθεση αν και φαντάζει ελκυστική, εντούτοις κρίνεται ως αρκετά παρακινδυνευμένη και δεν δύναται να διασταυρωθεί. Ο δε Albrizzi επισημαίνει τον όρμο με την μυστηριώδη επωνυμία «porto Sutica», για την οποία διατυπώθηκε η λίαν επισφαλής γνώμη πως πρόκειται για μία εναλλακτική ονομασία του λιμένα των Κεγχρεών, έχοντας προφανή Λατινική προέλευση.

 Όμως, από την ενδελεχή εξέταση των παλαιών χαρτών και την γεωγραφική συσχέτιση των τοπωνυμίων, προκύπτει σαφέστατα ότι ο οικισμός «Sutica» είναι ξεχωριστός και βρίσκονταν νοτιότερα. Συγκεκριμένα εντοπίζεται στον μυχό της επόμενης μεγάλης θαλάσσιας εγκόλπωσης, που μπορεί να ταυτιστεί με σχετική ασφάλεια με τον σημερινό όρμο του Σοφικού. Με βάση αυτό το τοπογραφικό δεδομένο, είναι πιο αληθοφανές ο όρος «Sutica» να προέκυψε από μία παραφθορά του αστικού τοπωνυμίου «Σοφικό». 
Σε αυτή την ερμηνεία μας προσανατολίζει αδιόρατα η ένδειξη ότι και στην τοπιογραφία του Ιταλού εκδότη, η αμφιλεγόμενη επωνυμία καταγράφεται πιο μεσημβρινά από το τειχισμένο πόλισμα των Κεγχρεών. Μάλιστα, πιθανότατα ο όρος να επινοήθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα, καθόσον στον τίτλο του εντύπου στο οποίο περιλαμβάνεται το επίμαχο χαρακτικό, αφήνεται να εννοηθεί ότι στο λεύκωμα περιγράφονται μέρη της Πελοποννήσου, με τα ονόματα που τους έδωσε η Βενετία από το 1684 έως το έτος έκδοσης του στα 1687.



Εικόνα 26: Η περιοχή της Κορινθίας σε απόσπασμα χάρτη της Πελοποννήσου, έκδοσης έτους 1665, του Ολλανδού χαρτογράφου Joan Blaeu, όπου διακρίνονται εμφανώς οι διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις των τοπωνυμίων «Cenchree (Κεγχρεές)» και «Sutica (Σοφικό;)», τα οποία ορισμένοι θεωρούν εσφαλμένα ως ταυτόσημα. (Πηγή: ιστότοπος https://www.davidrumsey.com).

Σε ολόκληρο το διάστημα της Τουρκοκρατίας από τις Κεγχρεές πέρασαν αρκετοί διακεκριμένοι ξένοι περιηγητές και αρχαιοδίφες(32), θέλοντας να επισκεφτούν τα λιγοστά ορατά αρχαία κατάλοιπα του άλλοτε πολυσύχναστου Ρωμαϊκού λιμένα, με οδηγό την διήγηση του Παυσανία. Το επίνειο του Σαρωνικού κόλπου φαίνεται πως ήταν ενεργό και λειτουργούσε ως περιφερειακός εμπορικός σταθμός μέχρι και τον 19ο αιώνα, εξυπηρετώντας τις θαλάσσιες μεταφορές προς την Κορινθία και την βορειοανατολική Πελοπόννησο. Σε αυτή την αντίληψη συνηγορεί η παρουσία των ερειπίων από κάποια νεότερα κτίσματα στην βόρεια πλευρά του αρχαίου λιμένα, τα οποία ανήκαν στις Οθωμανικές τελωνειακές εγκαταστάσεις, σύμφωνα με την τοπική προφορική παράδοση από τους παλαιότερους κατοίκους. Η ουσιαστική αδρανοποίηση του Κορινθιακού επινείου επήλθε με το πέρας του τεχνικού έργου της διάνοιξης της διώρυγας του Ισθμού στα 1893, όταν τα πλοία που προέρχονταν από το Αιγαίο πέλαγος, είχαν πλέον την δυνατότητα να προσεγγίσουν άμεσα το λιμάνι της νέας παραλιακής πόλης της Κορίνθου ή να συνεχίσουν την ρότα τους στον Κορινθιακό κόλπο, βγαίνοντας κατ’ επέκταση στο Ιόνιο πέλαγος. Σήμερα οι Κεγχρεές (Κεχριές) είναι ένα ήσυχο παραθεριστικό μέρος και ο μικρός σύγχρονος οικισμός, που αριθμεί στους 238 μόνιμους κατοίκους (απογραφή 2011), έχει αναπτυχθεί στα δυτικά του ενάλιου νότιου μόλου.


Εικόνα 27: Άποψη του βορειοανατολικού μόλου με τον πύργο σε φωτογραφία του 1905. Τα ορατά οικοδομικά κατάλοιπα του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των αρχαιολόγων από τις αρχές του 20ου αιώνα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικόνα 15).

Αξίζει να αναφερθεί ως ιστορική παρένθεση, ότι από τον μικρό ορμίσκο των Κεγχρεών απέπλευσε το αρματαγωγό «ΛΕΣΒΟΣ», το βράδυ της 13ης Ιουλίου 1974, με κυβερνήτη τον πλωτάρχη Ελευθέριο Χανδρινό και προορισμό το λιμάνι της Αμμοχώστου στην Κύπρο. Το πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού ήταν φορτωμένο με πυρομαχικά και νέους στρατιώτες, που θα αντικαθιστούσαν τους παλαιότερους συναδέλφους τους στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου (ΕΛΔΥΚ). Ο Χανδρινός κατά την εκτέλεση της αποστολής του θα συναντήσει πλείστες αντιξοότητες, με κορυφαία την άνανδρη αποβίβαση των Τούρκων εισβολέων στην Μεγαλόνησο στις 20 Ιουλίου 1974. Εκείνη την ημέρα, με δική του πρωτοβουλία, θα πλήξει με τα πυροβόλα του «ΛΕΣΒΟΣ» τον τουρκοκυπριακό θύλακα της Πάφου, όπου είχαν συγκεντρωθεί περίπου δύο τάγματα Τουρκοκυπρίων. Ο βομβαρδισμός διάρκεσε περίπου δύο ώρες, ενώ ταυτόχρονα αποβιβάστηκε ένα στρατιωτικό απόσπασμα με παλαιούς οπλίτες της ΕΛΔΥΚ, οι οποίοι είχαν επιβιβαστεί από την Αμμόχωστο και διενέργησε εκκαθαριστική επιχείρηση εξουδετερώνοντας πλήρως τις εχθρικές δυνάμεις. Αυτή ήταν μία από τις πολλές ηρωικές στιγμές των Ελληνικών όπλων κατά την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974, που δυστυχώς δεν έμελλε μετουσιωθούν σε μία τελική επιχειρησιακή νίκη, εξαιτίας πολιτικοστρατιωτικών παραγόντων.

Αν και ο αρχαιολογικός χώρος των Κεγχρεών προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ακαδημαϊκών κύκλων από πολύ νωρίς στον 20ο αιώνα, εντούτοις οι συστηματικές ανασκαφικές εργασίες στην τοποθεσία πραγματοποιήθηκαν αρχικά την δεκαετία του 1960, και συνεχίστηκαν περιοδικά το 1976 και ύστερα από το 2002. Στο προσεχές δεύτερο μέρος του αφιερώματος θα ασχοληθούμε με την περιγραφή των αποκαλυφθέντων κτιριακών καταλοίπων, τα οποία καταδεικνύουν με τον πιο εμφαντικό τρόπο την σπουδαιότητα και την αρχιτεκτονική αρτιότητα των εγκαταστάσεων του Ρωμαϊκού λιμένα.



Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Στην νεότερη εποχή έχει επικρατήσει η παρεμφερής ονομασία «Κεχριές».

2. Όπως μας πληροφορεί επιπρόσθετα ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, Στο ποίημα «Μεγάλες Ηοίες» η Πειρήνη παρουσιάζονταν ως κόρη του μυθικού βασιλιά της Σπάρτης Οιβάλου («Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο 2 – «Κορινθιακά», κεφάλαιο 2, εδάφιο 3). Κατά μία πιο ορθολογιστική εκδοχή, το τοπωνύμιο «Κεγχρεές» προέρχεται από το ποώδες φυτό κέγχρος (κεχρί).

3. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’, κεφάλαιο 6, εδάφιο 23. Η ανατολική πύλη των τειχών της αρχαίας Κορίνθου επονομάζονταν «Πύλη Κεγχρεών».

4. Αντίστοιχα το Λέχαιο εξυπηρετούσε ως το λιμάνι για την Ιταλική χερσόνησο και τις υπόλοιπες παραλιακές περιοχές της Μεσογείου θάλασσας.

5. Θουκυδίδης, «Ιστορίαι (Πελοποννησιακός Πόλεμος)», βιβλίο Δ’, κεφάλαια 42 – 45, και βιβλίο Η’, κεφάλαια 10 έως 23.

6. Ξενοφώντα, «Ελληνικά», βιβλίο ΣΤ’, κεφάλαιο V, εδάφιο 51, και βιβλίο Ζ’, κεφάλαιο Ι, εδάφια 15 έως 17, 41 – 42.

7. Εκτός από τις αρχαιοελληνικές φρουριακές εγκαταστάσεις, ακριβώς στο ύψος των διαβάσεων της Μαρίστας και του Στανοτοπίου, εντοπίζονται και πολύ μεταγενέστερες οχυρώσεις, οι οποίες ανεγέρθηκαν την περίοδο της αποκαλούμενης Β’ Βενετοκρατίας (1685/1687 – 1715) στην Πελοπόννησο. Σχετικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Οι Βενετσιάνικες οχυρώσεις στα Όνεια όρη Κορινθίας/19-12-2017.

8. «Περίπλους της θαλάσσης της οικουμένης Ευρώπης καὶ Ασίας καὶ Λιβύης», εδάφιο 55. Στον πρωτότυπο τίτλο αναγράφεται ως συγγραφέας ο εξερευνητής Σκύλαξ ο Καρυανδεύς (6ος/5ος αιώνας π. Χ.), όμως από την εξέταση του κειμένου διαπιστώνεται ότι τα περιγραφόμενα γνωρίσματα πολλών εκ των τοποθεσιών ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή. Για αυτόν τον λόγο, το σύγγραμμα θεωρείται πλέον ως πόνημα ενός άγνωστου συγγραφέα των μέσων του 4ου αιώνα π. Χ., που εξαιτίας της ονομαστικής κατάχρησης έλαβε το προσωνύμιο «ψευδο-Σκύλαξ».

9. Διόδωρος Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», βίβλος ΙΘ’, κεφάλαιο 63, εδάφιο 4.

10. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι», «Άρατος», κεφάλαιο 29, εδάφια 1 έως 6 και κεφάλαιο 44, εδάφιο 6. Επίσης «Άγις και Κλεομένης», κεφάλαιο 41, εδάφιο 1.

11. Cicero, Epistulae ad Familiares, IV, 5, 4, «Servius Sulpicius to Cicero (At Astura). Athens (March)».

12. Βλέπε παραπάνω σημείωση 3.

13. Οβίδιος, «Τρίστια (Tristia)», βιβλίο 1, ποίημα 10. Η πολίχνη Τέμπυρα εκτιμάται ότι βρίσκονταν στην τοποθεσία της Αλεξανδρούπολης, ενώ η πόλη Τόμις ταυτίζεται με την Κωνστάντζα της σημερινής Ρουμανίας.

14. «Πράξεις των Αποστόλων», κεφάλαιο ΙΗ’, εδάφια 1 έως 18.

15. Αποστόλου Παύλου, «Προς Ρωμαίους επιστολή», κεφάλαιο ΙΣΤ’, εδάφια 1 – 2. Η Αγία Φοίβη θεωρείται ως προστάτιδα των νοσοκόμων και η μνήμη της εορτάζεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 3 Σεπτεμβρίου.

16. Το έτος της τοποθέτησης του Γαλλίωνα ως ανθύπατου της Αχαΐας πιστοποιείται από μία επιγραφή, που ανακαλύφθηκε στους Δελφούς και αποτελεί ένα σημαντικότατο στοιχείο για την χρονολόγηση του βίου του Αποστόλου Παύλου.

17. Εικάζεται ότι ο Δίολκος είχε πιθανότατα περιέλθει σε ολική ή μερική αχρηστία, από την αποκοπή ενός τμήματος προς το μέρος του Κορινθιακού κόλπου, εξαιτίας των εκσκαφών σε μήκος 2 χιλιομέτρων για την διάνοιξη διώρυγας, κατόπιν εντολής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρωνα στα 67 μ. Χ.. Πάντως, αυτό το εμπόδιο δεν ανέκοψε την ευδαιμονία του νέου Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, καθόσον εξακολούθησε να αποτελεί κομβικό τερματικό σταθμό των εμπορευμάτων που διακινούνταν από την Ανατολή προς την Δύση, τα οποία μπορούσαν να μεταφερθούν όπως και παλαιότερα με υποζύγια στο έτερο επίνειο του Λεχαίου, για να συνεχίσουν το ταξίδι προς τους προορισμούς τους με άλλα συμβεβλημένα φορτηγά πλοία.

18. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 2, εδάφιο 3. Εφεξής οι χρονολογίες στο κείμενο θα παρατίθενται χωρίς τον προσδιορισμό «μ. Χ.», καθόσον θεωρείται αυτονόητος.

19. Όσον αφορά τους εντυπωσιακούς θαλαμωτούς τύμβους των Κεγχρεών, θα παρατεθούν περισσότερα στοιχεία στο δεύτερο μέρος του παρόντος αφιερώματος με την περιγραφή των αρχαιολογικών καταλοίπων. Σχετικό αναλυτικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών/25-6-2016.

20. Στον οπισθότυπο ενός άλλου νομίσματος της περιόδου του αυτοκράτορα Αδριανού (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117 – 138), τα δύο επίνεια του Λεχαίου και των Κεγχρεών παριστάνονται ως νύμφες με τις επωνυμίες «LECH, CENCH».

21. Απουλήιος, «Μεταμορφώσεις (Ο Χρυσός Γάιδαρος)», κεφάλαια 10 (35) και 11 (25). Το μυθιστόρημα εικάζεται ότι γράφτηκε περί το 153, δηλαδή δύο χρόνια πριν την επίσκεψη του Παυσανία στις Κεγχρεές.

22. «L’empereur Julien. Oeuvres completes», tome I, 2e partie, Lettres et fragments, edition and translation by Joseph Bidez, Paris, 1960.

23. Ammianus Marcellinus, «Res gestae», βιβλίο XXVI (10.15 – 19).

24. Ζώσιμος, «Ιστορία Νέα», βιβλίο 4, εδάφιο 18.

25. Τα κατάλοιπα του υπόψη κτιριακού συγκροτήματος εντοπίζονται πίσω από τον αρχαιολογικό χώρο του νότιου μόλου και ακριβώς μετά την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου (πρώην οικόπεδο Θρεψιάδη), αλλά δεν είναι επισκέψιμα.

26. Τα φυσικά καταστροφικά φαινόμενα που ενέσκηψαν στην επικράτεια του Βυζαντινού κράτους επί βασιλείας του Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), καταγράφονται κατά περίπτωση στα δύο ιστορικά έργα του Προκόπιου «Υπέρ πολέμων λόγοι» και «Περί κτισμάτων».

27. Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμος τρίτος, σελίδες 214 – 224, εκ του τυπογραφείου Νικήτα Πάσσαρη, εν Αθήναις, 1867.

28. Νικήτα Χωνιάτη, «Χρονική Διήγησις», «Τόμος Δεύτερος, της Βασιλείας του Μανουήλ Κομνηνού», εδάφιο 5.

29. William Miller, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 – 1566)», σελίδες 441 – 451, 477 – 479 και 536 – 538, μετάφραση Άγγελου Φουριώτη, εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 1990.

30. C. N. Sathas, «Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας: Documents inédits relatifs à l'histoire de la Grèce au Moyen Âge publiés sous les auspices de la Chambre des députés de Grèce», tome VI, p. 135 & 138, ed. Maisonneuve et Ch. Leclerc, Paris, 1885.

31. Girolamo Albrizzi, «Esatta notitia del Peloponneso, volgarmente penisola della Morea, divisa in otto provincie, Descritte Geograficamente, doue si legge l'Origine de primi habitanti, con li nomi, che diedero alle prouincie, Citt à, & altro con sue Istorie, & acquisti fatti dalla Serenissima Republica di Venetia, dall' Anno 1684, sino al di presente. Adoranto di quantità di figure in Rome. Consacrato al Serenissimo Prencipe Christiano Ernesto, Marchese di Brandemburgo…», Venetia, MDCLXXXVII [=1687].

32. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Γάλλος ιατρός και πρωτοπόρος αρχαιολόγος Jacques Spon (1647-1685), ο Άγγλος κληρικός George Wheler (1651–1724), ο Ιρλανδός ζωγράφος Edward Dodwell (1767 – 1832) και ο Γερμανός ιστορικός και αρχαιολόγος Ernst Curtius (1814 – 1896).


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Χριστιανικαί Κεγχρεαί: Τοπογραφία των Κεγχρεών», Γεώργιος Λαμπάκης, Miscellanea di archeologia, storia e filologia dedicata a Professore Antonio Salinas nel XL anniversario del suo insegnamento accademico, pp. 71 – 80, Palermo, 1907.

2. «Κεγχρεές», Κ. Κρυστάλλη – Βότση, Αρχαιολογικόν Δελτίον 31 Β1 – Χρονικά (1976), σελίδα 64.

3. «Συμβολή στην ιστορική γεωγραφία της περιοχής της Κορίνθου στους μέσους χρόνους», Μιχαήλ Σ. Κορδώση, διδακτορική διατριβή, σελίδες 180 – 184, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 1981.

4. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.

5. «Η μετάβαση από την ειδωλολατρική – παγανιστική λατρεία του Ελληνορωμαϊκού κόσμου στην Χριστιανική λατρεία στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της αρχαίας Κορίνθου. Τόποι λατρείας με βάση τα μέχρι σήμερα ευρήματα των ανασκαφών», Νεκτάριος Μ. Μετζάκης, διπλωματική εργασία, σελίδες 21 – 25 και 82, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών, Πάτρα, 2011.

6. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.

7. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.

8. «Pausanias, II, 2, 3: A Collation of Archaeological and Numismatic Evidence», Robert L. Hohlfelder, Hesperia 39, pp. 326 – 331, 1970.

9. «Kenchreai on the Saronic Gulf: Aspects of its Imperial History», Robert L. Hohlfelder, The Classical Journal 71 (1976), pp. 217 – 226.

10. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: Topography and Architecture», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai I), Leiden, 1978.

11. «Fortifications of Mount Oneion, Corinthia», William R. Caraber and Timothy E. Gregory, Hesperia 75, pp. 327 – 356, ed. American School of Classical Studies at Athens, 2006.

12. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pp. 143 – 181, April 2007.

13. «Isis in Corinth: The Numismatic Evidence. City Image and Religion», Laurent Bricault, Richard Veymiers, «Nile into Tiber. Egypt in the Roman World», pp. 393 – 413, ed. L. Bricault, R. Veymiers and P. G. P. Meyboom, Brill, Leiden – Boston, 2007.

14. «Religion and Society at Roman Kenchreai», Joseph L. Rife, Corinth in context: Comparative Studies on Religion and Society, pp. 391 – 432, eds. S. J. Friesen, D. N. Schowalter, J. C. Walters, Novum Testamentum, Suppl. 134, Leiden, 2010.

15. «Preliminary Report on Early Byzantine Pottery from a Building Complex at Kenchreai (Greece)», Sebastian Heath, Joseph L. Rife, Jorge J. Bravo III, Gavin Blasdel, ISAW Papers 10, 2015.

16. http://www.kenchreai.org/The American Excavations at Kenchreai.

17. http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012.

18. http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive.

19. http://aedik.gr/Ιστορία της Διώρυγας.

20. https://el.wikipedia.org/wiki/Δίολκος.


Β

Ένα περιγραφικό οδοιπορικό στα διατηρούμενα κτιριακά κατάλοιπα του  λιμένα των Κεγχρεών επί ρωμαϊκής εποχής με βάση τα πορίσματα των διενεργηθεισών αρχαιολογικών ερευνών.


: Άποψη του αψιδωτού κτίσματος στον νότιο μόλο, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές του 1966, όταν αποστραγγίστηκε το θαλασσινό νερό από το εσωτερικό του. Διακρίνεται το μωσαϊκό του δαπέδου του με διακόσμηση γεωμετρικών σχημάτων. Σήμερα βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. 


Στο προηγούμενο μέρος του αφιερώματος στις αρχαίες Κεγχρεές, γνωρίσαμε την ιστορία του ανατολικού επινείου της Κορίνθου, και διαπιστώσαμε πως ένας φαινομενικά άσημος τόπος στην νεότερη εποχή, μπορεί να κρύβει ένα πραγματικά σπουδαίο παρελθόν.
 Η κομβική σημασία του παραλιακού πολίσματος αναβαθμίστηκε ιδιαίτερα κατά την διάρκεια της δυναστείας των Αντωνίνων Ρωμαίων αυτοκρατόρων στα τέλη 1ου/μέσα 2ου αιώνα μ. Χ., όταν κατασκευάστηκαν νέες λιμενικές εγκαταστάσεις με τεχνητούς μόλους, που πλαισιώνονταν από χρηστικά κτίρια και λαμπρά ιερά. Τότε μετατράπηκε σε ένα πολυσύχναστο διαμετακομιστικό σταθμό, στον οποίο κατέπλεαν εμπορικά πλοία από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους, την Μικρά Ασία, αλλά και τις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

 Η λειτουργία του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών φαίνεται πως ήταν ακατάπαυστη μέχρι τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ., παρά τα καταστροφικά πλήγματα από τις ισχυρότατες σεισμικές δονήσεις της ύστερης αρχαιότητας, που είχαν σαν αποτέλεσμα την άνοδο της στάθμης της θάλασσας τουλάχιστον κατά δύο μέτρα και τον μοιραίο καταποντισμό των δύο συγκλινόντων λιμενοβραχιόνων. Σε αυτό το χρονικό φάσμα ανήκει η πλειονότητα των σωζόμενων κτιριακών κατάλοιπων στον σημερινό γραφικό ορμίσκο και στην ευρύτερη τοποθεσία, με την περιγραφή των οποίων θα ασχοληθούμε στην συνέχεια, παραθέτοντας πρόσφατο και αρχειακό φωτογραφικό υλικό, προκειμένου να καταστεί πλήρως κατανοητή η αρχιτεκτονική αξία των υφιστάμενων μνημείων. Πριν όμως ξεκινήσουμε το νοητό οδοιπορικό μας στο αλλοτινό επίνειο του Σαρωνικού κόλπου, κρίνεται σκόπιμο να κάνουμε μία σύντομη ανασκόπηση στις διεξαχθείσες αρχαιολογικές έρευνες στον χώρο.

Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση της ευρύτερης τοποθεσίας του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. (1): Νότιος λιμενοβραχίονας, (2): Ιχθυοδεξαμενές, (3): Αποθηκευτικά συγκροτήματα, (4): Ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο», (5): Παλαιοχριστιανική βασιλική, (6): Δημόσιο κτιριακό σύμπλεγμα (7): Πιθανά εμπορικά καταστήματα, (8): Πιθανή πλατεία, (9): Ιερό της Αφροδίτης ή παραθαλάσσια έπαυλη, (10): Πυργοειδές κτίσμα, (11): Βορειανατολικός λιμενοβραχίονας, (12): Αρχαία οικοδομήματα, (13): Υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο της «Ράχης Κουτσογκίλλα», (14): Ελληνιστικά κτίσματα και υπόγεια υδατοδεξαμενή, (15): Ρωμαϊκό ταφικό μνημείο και παλαιοχριστιανική εκκλησία.


Αν και τα αρχαία ερείπια των Κεγχρεών διαγράφονταν ανέκαθεν στην ξηρά και κυρίως ενάλια, εντούτοις εκείνος που τα εξέτασε κάπως πιο επισταμένα, αλλά επιφανειακά, ήταν ο θεολόγος και αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης μόλις στα 1905. Ο διακεκριμένος Έλληνας επιστήμονας συνέταξε μία συνοπτική έκθεση, στην οποία διατυπώνει κάποιες πρώιμες εκτιμήσεις για τα διακρινόμενα μνημεία, επενδύοντας με ένα Χριστιανικό περίβλημα την τοποθεσία, με βασικό άξονα την διασύνδεση της με τον Απόστολο Παύλο και την ίδρυση της τοπικής εκκλησίας περί το 50 – 52 μ. Χ. με διάκονο την Φοίβη. Παραδείγματος χάριν, ενώ ταυτοποιεί με σαφήνεια την παλαιοχριστιανική βασιλική του νότιου μόλου, ανάγοντας την στον 4ο – 5ο αιώνα μ. Χ., χαρακτηρίζει παρελκυστικά ως «κατακόμβες» τους περίπου δέκα υπόσκαφους Ρωμαϊκούς τύμβους, που ο ίδιος είχε καταφέρει να εντοπίσει τότε στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» και νοτίως του λιμένα.

Ωστόσο, οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές έρευνες στο επίνειο των Κεγχρεών διενεργήθηκαν την περίοδο 1962/63 – 1968/69, υπό την διεύθυνση των Αμερικάνων καθηγητών Robert L. Scranton από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και Edwin S. Ramage από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, με μέριμνα της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών των Αθηνών (ΑΣΚΣΑ) και υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Στις εργασίες περιλαμβάνονταν τόσο ανασκαφές στην ξηρά και στους δύο λιμενοβραχίονες, όσο και υποβρύχια επισκόπηση, αποφέροντας εξαιρετικά κινητά ευρήματα και πιστοποιώντας την λειτουργική φύση των κτιριακών καταλοίπων, τα οποία στην πρωτογενή τους μορφή, ανταποκρίνονταν αναμφίβολα στις εγκαταστάσεις ενός προηγμένου τεχνητού λιμένα των Ρωμαϊκών χρόνων.
 Το έτος 1976 και υπό την εποπτεία της αρχαιολόγου Καλλιόπης Κρυστάλλη – Βότση, αποκαλύφθηκε ένα εκτεταμένο οικοδομικό συγκρότημα της ύστερης αρχαιότητας εντός ιδιωτικού οικοπέδου, ευρισκόμενο σε κοντινή απόσταση στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου. Μεταγενέστερα αναλήφθηκε μία νέα μεθοδική εξέταση της τοποθεσίας των Κεγχρεών από το έτος 2000 και πάλι με την επιμέλεια της ΑΣΚΣΑ και το χρονικό διάστημα των ετών 2002 – 2006 πραγματοποιήθηκε ένα πρόγραμμα ενεργητικής μελέτης του εντυπωσιακού υπόγειου Ρωμαϊκού νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με την επωνυμία «Kenchreai Cemetery Project (KCP)», με επικεφαλής τον καθηγητή κλασσικής ιστορίας Joseph L. Rife, από το Πανεπιστήμιο Vanderbilt του Τενεσσί (ΗΠΑ), με την σύμπραξη της ΑΣΚΣΑ και της ΛΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Ακολούθησε μία ακόμα επιμελής φάση διερευνητικών εργασιών στην τελευταία θέση μεταξύ των ετών 2007 – 2015, που αναλήφθηκε από τους ίδιους φορείς και με συνυπεύθυνη την αρχαιολόγο Έλενα Κόρκα, όταν και εκπονήθηκαν εμπεριστατωμένες μελέτες για την ανάδειξη και προστασία των υποβλητικών ταφικών μνημείων, οι οποίες όμως ουδέποτε υλοποιήθηκαν. Επίσης, από το έτος 2011 και εξής, προγραμματίζονται περιστασιακά εκπαιδευτικές ανασκαφές στην περιοχή των Κεγχρεών, με διευθυντή τον προαναφερθέντα Joseph L. Rife και με την συναίνεση του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού. Ουσιαστικά όμως ο κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος σήμερα παραμένει μάλλον αναξιοποίητος και σε κακή κατάσταση, αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία των πολιτειακών ιθυνόντων.

Εικόνα 3: Στιγμιότυπο από τις ανασκαφικές εργασίες της Αμερικανικής αρχαιολογικής ομάδας στον βορειοανατολικό μόλο, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 50d).

Ο σημερινός ειδυλλιακός ορμίσκος του αλλοτινού Κορινθιακού επινείου στον Σαρωνικό κόλπο εμφανίζει μεν πεταλοειδή διαμόρφωση, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί επακριβώς το πραγματικό περίγραμμα της τεχνητής προκυμαίας των Ρωμαϊκών χρόνων. Αυτό συμβαίνει γιατί η προβλήτα και οι υποδομές στο κεντρικό μέρος καλύπτονται από ένα στρώμα επιχωματώσεων, τόσο στην ξηρά, όσο και ενάλια, ενώ η ανασκαφική έρευνα στον υπόψη τομέα είναι μάλλον ελλιπής και έτσι δεν γνωρίζουμε την περαιτέρω ρυμοτομική ανάπτυξη προς την ενδοχώρα. 

Πάντως σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις των Αμερικάνων αρχαιολόγων, ο αρχαίος λιμένας των Κεγχρεών φαίνεται ότι διέθετε μία κάπως πιο ευθύγραμμη διαρρύθμιση στον μυχό του και όχι καθαρά ημικυκλική. Κατά απόλυτη προσέγγιση η θεωρητική περίμετρος του παραλιακού κρηπιδώματος υπολογίζεται σε 480 με 500 μέτρα περίπου και το άνοιγμα μεταξύ των άκρων των δύο μόλων, που αντιστοιχεί στο στόμιο της εισόδου στο θαλάσσιο αγκυροβόλιο προσλαμβάνεται γύρω στα 150 μέτρα(1). 
Το δε εμβαδόν της σχηματιζόμενης λιμενολεκάνης ανέρχεται περί τα 30.000 τετραγωνικά μέτρα, φθάνοντας σε μέγιστο βάθος γύρω στα 30 μέτρα, εντός της οποίας μπορούσε να ναυλοχήσει με ασφάλεια και προστατευμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, ένας ικανός αριθμός μεγάλων εμπορικών πλοίων ή ένας πολεμικός στολίσκος.


Εικόνα 4: Αεροφωτογραφία των αρχαίων καταλοίπων του νότιου μόλου. (1): Συγκροτήματα αποθηκών, (2): Αποβάθρα, (3): Ιχθυοδεξαμενές, (4): Ιερό της Ίσιδας ή «Νυμφαίο», (5): Μεταγενέστερη Παλαιοχριστιανική βασιλική, (6): Βαπτιστήριο βασιλικής. (Πηγή πρωτότυπης φωτογραφίας και ένθετου σχεδιαγράμματος: συγγράμματα βιβλιογραφίας α/α 1, σελίδα 30 και α/α 10, figure 2).

Η περιήγηση μας στον αρχαιολογικό χώρο των Κεγχρεών θα ξεκινήσει από τον νότιο μόλο, όπου τα αρχαία οικοδομικά κατάλοιπα είναι και τα πιο άμεσα προσβάσιμα λόγω της εγγύτητας τους με την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου. Από μορφολογικής άποψης συνιστούσε μία επέκταση ενός μικρού φυσικού ακρωτηρίου προς τα ανατολικά, με την προσθήκη ενός τεχνητού μακρόστενου ανδήρου μήκους περίπου 75 μέτρων, το οποίο ήταν κατασκευασμένο από κυβόλιθους, χώμα και φερτό υλικό, σχηματίζοντας έναν ογκώδη κυματοθραύστη μέσου πλάτους περί τα 17 μέτρα, που σήμερα το γραμμικό περίγραμμα του διακρίνεται ενάλια και σε βάθος 1 – 2 μέτρων.

 Πίσω από αυτόν και προς την ενδοχώρα διαμορφώνονταν η κυρίως προκυμαία με τις λιμενικές εγκαταστάσεις και τα λοιπά κτίρια, έχοντας ένα διαφαινόμενο παραθαλάσσιο κρηπίδωμα γύρω στα 90 με 100 μέτρα. Άρα λοιπόν, σύμφωνα με τους παραπάνω υπολογισμούς, το συνολικό μήκος του νότιου μόλου πρέπει να έφτανε τα 165 με 175 μέτρα. Επίσης, από τα αρχαιολογικά ευρήματα, όπως κεραμική, θραύσματα υαλικών, νομίσματα και λύχνους, υποδεικνύεται ότι η αρχική οικοδομική φάση των κείμενων Ρωμαϊκών υποδομών ανάγεται μάλλον στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου (27 π. Χ. – 14 μ. Χ.), ενώ ορισμένες διατηρούμενες τοιχοποιίες από κατεργασμένους ορθογώνιους ογκόλιθους, ίσως να παραπέμπουν στο ενδεχόμενο της ύπαρξης μίας προγενέστερης προβλήτας της Ελληνιστικής περιόδου στο ίδιο μέρος.

Εικόνα 5: Άποψη των καταλοίπων του νότιου μόλου. Με κόκκινα βέλη επισημαίνεται ένα τμήμα από τις ενάλιες θεμελιώσεις του μεσαίου κτιρίου των αποθηκευτικών συγκροτημάτων του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών.

Μετωπικά στο νοτιοδυτικό σκέλος του νότιου μόλου, διατάσσονταν μία σειρά τριών εκτεταμένων αποθηκευτικών συγκροτημάτων (horrea), που οι προσόψεις τους έβλεπαν σε μία λιθόστρωτη αποβάθρα πλάτους 9 μέτρων περιχαρακωμένη από ένα χαμηλό τοιχίο, η οποία φαίνεται ότι αναπτύσσονταν σε δύο επίπεδα μέσω ενός αναβαθμού, πιθανώς κεκλιμένου, κατά μήκος του οριζόντιου άξονα της(2). Σήμερα διατηρείται ένα αρκετά μεγάλο μέρος από τις θεμελιώσεις τους, ευρισκόμενο κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε βάθος 0,80 έως 1,30 του μέτρου. Αυτές οι αποθηκευτικές εγκαταστάσεις συνιστούν συνήθη κτιριακά εξαρτήματα ενός τεχνητού λιμένα και παρουσιάζουν μία σχετικά τυποποιημένη ομοιομορφία, έχοντας ένα σαφές τραπεζιοειδές σχήμα. Ένα ενδεικτικό πρότυπο για την αρχιτεκτονική τους διάταξη παρέχεται από το μεσαίο εξ’ αυτών, το οποίο διερευνήθηκε κάπως πιο επισταμένα, όντας το μοναδικό που διασώζεται ολόκληρο το περίγραμμα του. Η συγκεκριμένη υποδομή έχει κατά προσέγγιση διαστάσεις 38 μέτρα σε μάκρος, με εύρος 22 μέτρα στην στενότερη ανατολική πλευρά και 26,50 μέτρα στην δυτική. Απαρτίζονταν δε από τρεις παράλληλους στοίχους, διαθέτοντας από έξι τετράπλευρες θαλάμους έκαστος, οι οποίοι επικοινωνούσαν με εσωτερικές θυρίδες.

Παραπλήσια διαρρύθμιση είχαν και τα άλλα δύο εκατέρωθεν συγκροτήματα αποθηκών, διαφέροντας όμως σε μέγεθος, καθώς και στον αριθμό των διαδοχικών θαλάμων. Τα κτίρια διαχωρίζονταν μεταξύ τους από ενδιάμεσους διαδρόμους, οι οποίοι έτεμναν ελαφρώς εγκάρσια τον νότιο μόλο, συνδέοντας την μπροστινή αποβάθρα με ένα μακρύ δρόμο που έβαινε στα νώτα τους. Επίσης, από την διακριτή κατασκευαστική ποικιλομορφία των καταλοίπων τους, συνάγεται ότι είχαν ανακαινιστεί ή επισκευαστεί εκτενώς σε διάφορες χρονικές περιόδους, με την κύρια οικοδομική φάση να ανάγεται μάλλον εντός του 2ου αιώνα μ. Χ.. Από τις διαστάσεις των αποθηκευτικών συγκροτημάτων καθίσταται φανερό ότι διέθεταν ευρεία χωρητικότητα, αντικατοπτρίζοντας την έντονη διαμετακομιστική κίνηση του πολυσύχναστου λιμένα των Κεγχρεών, ενώ οι πολλαπλοί και ευρύχωροι θάλαμοι αυτών παρείχαν την δυνατότητα εναπόθεσης και συντήρησης διαφορετικών εμπορικών προϊόντων, υλικών και αγαθών.



Εικόνα 6: Σχεδιάγραμμα του τομέα καμπής του νότιου μόλου. (Α): Ανατολικό συγκρότημα αποθηκών, (Β): Εξωτερικός λιμενοβραχίονας, (Γ): Αποβάθρα, (Δ): Σύμπλεγμα ιχθυοδεξαμενών, που επισημαίνεται με κόκκινη διακεκομμένη γραμμή. Στην δεξιά φωτογραφία διακρίνεται τμήμα της υποθαλάσσιας κεντρικής λεκάνης των ιχθυοδεξαμενών. (Πηγή πρωτότυπου σχεδιαγράμματος και φωτογραφίας: συγγράμματα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 4 και plate 36b αντίστοιχα).


Στον τομέα καμπής του νότιου μόλου, αμέσως μετά τα αποθηκευτικά συγκροτήματα και κάτω από το σημείο της γένεσης του εξωτερικού λιμενοβραχίονα – κυματοθραύστη(3), εντοπίστηκε υποθαλάσσια ένα σύμπλεγμα ιχθυοδεξαμενών (piscinae) σε βάθος 1,50 μέτρου. Αυτή εγκατάσταση αποτελούνταν από τέσσερις τετράγωνες λεκάνες, μέσων διαστάσεων 5 Χ 5 μέτρων περίπου και άλλες δύο μικρότερες και παραλληλόγραμμες, που έφθαναν στο ένα τρίτο του μεγέθους των προηγούμενων. Όλες τους συγκοινωνούσαν μεταξύ τους με διαφράγματα και πληρώνονταν με θαλασσινό νερό μέσω δύο διαφαινόμενων καναλιών.
 Η υπόψη κατασκευή ουσιαστικά ήταν ένα λειτουργικό ιχθυοτροφείο, όπου εκτρέφονταν διάφορα ψάρια, πιθανότατα ενδημικά είδη του Σαρωνικού κόλπου, καλύπτοντας τις ανάγκες των κατοίκων των Κεγχρεών και των διερχόμενων ταξιδιωτών σε φρέσκα αλιεύματα. Άλλωστε είναι γνωστό ότι οι Ρωμαίοι είχαν εξελίξει ιδιαίτερα την τέχνη της υδατοκαλλιέργειας, ενώ οι μόνιμες ιχθυοδεξαμενές απαντώνται συχνά κοντά σε Ρωμαϊκά επίνεια, όπως διαπιστώνεται σε ανάλογες περιπτώσεις τόσο στον Ελλαδικό χώρο, όσο και ευρύτερα επί των ακτών της Μεσογείου θάλασσας.


Εικόνα 7: Άποψη των μισοβυθισμένων οικοδομικών καταλοίπων του αψιδωτού κτιρίου στον νότιο μόλο, στο οποίο έχει αποδοθεί θρησκευτικός χαρακτήρας.

Στο νότιο τμήμα της προβλήτας και πριν το σύμπλεγμα του ιχθυοτροφείου εκτείνονταν ένα άλλο κτιριακό συγκρότημα, στο οποίο εύλογα αποδόθηκε θρησκευτική ιδιοσυγκρασία. Αρχιτεκτονικά συγκροτούνταν από μία σειρά τετράπλευρων συνενωμένων δωμάτων, με τουλάχιστον δύο εξ’ αυτών να διαθέτουν αψιδωτό άκρο, ανήκοντας όμως σε διαφορετικές οικοδομικές φάσεις. Το πλέον ενδιαφέρον αψιδωτό οικοδόμημα βρίσκονταν πίσω από την μεσαία αποθήκη και το περίγραμμα του είναι ορατό, με την σωζόμενη τοιχοποιία του να εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας και το δάπεδο του να κείτεται ενάλια πλέον σε βάθος 75 εκατοστών. 
Απαρτίζεται από έναν ορθογώνιο προαύλιο χώρο διαστάσεων 7,70 Χ 9,90 μέτρων και μία αψίδα μέγιστου ανοίγματος 5,20 μέτρων (ακτίνα 2,60 μέτρα), η οποία έχει σχήμα ελαφρώς μεγαλύτερο από ημικύκλιο και νοτιοανατολικό προσανατολισμό. Η δε είσοδος στο εσωτερικό πραγματοποιούταν από μία θύρα στο μέσο της νοτιοδυτικής πλευράς του, μέσω ενός καθοδικού κλιμακοστασίου τεσσάρων σκαλοπατιών. 
Κατά την ανασκαφική περίοδο του έτους 1966, αποστραγγίστηκε το θαλασσινό νερό και το κτίριο στεγανοποιήθηκε πρόχειρα περιμετρικά με γαιόσακους. Τότε αποκαλύφθηκε ένα καλοδιατηρημένο μωσαϊκό, που κάλυπτε το δάπεδο του ορθογώνιου τμήματος του, φιλοτεχνημένο σε απλά γεωμετρικά σχέδια. Από την μορφολογία του επιδαπέδιου καλλιτεχνήματος, εκτιμάται ότι το αψιδωτό κτίριο πρέπει να ανεγέρθηκε στο τέλος του 1ου προς τον 2ο αιώνα μ. Χ., δηλαδή πριν από την επίσκεψη του αρχαίου περιηγητή Παυσανία στο Ρωμαϊκής εποχής  επίνειο των Κεγχρεών(4). 

Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η αψίδα ήταν υπερυψωμένη κατά 10 – 15 εκατοστά και καλύπτονταν στο μεγαλύτερο μέρος της από μαρμάρινα ποικιλόχρωμα πλακίδια. Στο δε μέσο αυτής αποκαλύφθηκε μία βυθισμένη οκτάγωνη λεκάνη με μαρμάρινη επένδυση, η οποία διέθετε αγωγούς εισροής και απορροής ύδατος, παραπέμποντας σαφώς σε κάποιου είδους περιρραντήριο.


Εικόνα 8: Το δάπεδο του αψιδωτού κτιρίου, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφική περίοδο του 1966. Διακρίνεται η καθοδική κλίμακα εισόδου στην νοτιοδυτική πλευρά, το μωσαϊκό δάπεδο του κυρίως ορθογώνιου χώρου και η μαρμάρινη οκτάγωνη λεκάνη στο ανατολικό αψιδωτό τμήμα. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 38a).

Στην νότια πλευρά του αψιδωτού οικοδομήματος υπήρχε προσαρτημένο ένα άλλο τετράγωνο βοηθητικό κτίσμα, οριζόντιων διαστάσεων 9 Χ 6 μέτρων περίπου. Αν και η αρχιτεκτονική δομή του προσκτίσματος δεν έχει αποσαφηνιστεί, εντούτοις εικάζεται ότι έφερε ξύλινο πάτωμα, που ήταν υπερυψωμένο κατά 1,70 μέτρα από το μωσαϊκό δάπεδο του διπλανού βασικού κτιρίου.

 Κάτω από αυτό σχηματίζονταν ένας υπόγειος χώρος, βάθους γύρω στα 3 μέτρα, όπου η πρόσβαση πραγματοποιούνταν μέσω μίας ξύλινης δίφυλλης θύρας στο δυτικό άκρο της μεσοτοιχίας, η οποία ανασύρθηκε σε πολύ καλή κατάσταση κατά τις ανασκαφές. Επιπρόσθετα, προς τα δυτικά και κατά μήκος μπροστά από τα δύο προσκολλημένα κτίρια, έβαινε ένας μακρύς προθάλαμος, πλάτους περί τα 3,25 μέτρα, ενώ το ευρύτερο οικοδομικό συγκρότημα φαίνεται ότι διέθετε μία μνημειώδη πύλη στον περίβολο του, που πλαισιώνονταν από δύο ογκώδεις πυργοειδείς παραστάδες.

Από τα πλούσια ανασκαφικά ευρήματα στον νότιο μόλο, τεκμαίρεται ότι η κατασκευαστικές εργασίες της βασικής προκυμαίας με τις κείμενες λιμενικές εγκαταστάσεις και του προεξέχοντα λοξού κυματοθραύστη, είχαν αποπερατωθεί πιθανότατα μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα μ. Χ., ενδεχομένως στα χρόνια του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς (138 – 161). Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων, βρέθηκαν άφθονα κεραμικά και υαλικά θραύσματα, εμπορικοί αμφορείς, λύχνοι και νομίσματα, που καλύπτουν το διαλαμβανόμενο χρονικό φάσμα, ενώ εντοπίστηκαν και αγγεία εισηγμένα κυρίως από χώρες της Ανατολής, φανερώνοντας την διεθνή διαμετακομιστική εμβέλεια του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. 
Εντός του αψιδωτού κτιρίου ανακαλύφθηκαν μεγάλες ποσότητες από τεμάχια ξύλινων επίπλων και διάφορων αντικειμένων, τα οποία διακοσμούνταν κατά περίπτωση με επένδυση από λεπτά φύλλα ελεφαντόδοντου, κεράτου ή κελύφους χελώνας(5). Πολλά από αυτά ήταν ανάγλυφα ή εγχάρακτα σε σχέδια λουλουδιών, ζώων, ανθρώπινων μορφών, αλλά και υπερβατικών φτερωτών οντοτήτων, «αγγέλων» ή «ψυχών», μικρογραφίες κιόνων, κιονόκρανων και λοιπών αρχιτεκτονημάτων.

Εικόνα 9: Σχεδιάγραμμα του αψιδωτού κτιρίου, του προσκτίσματος και του προθαλάμου έμπροσθεν αυτών στον νότιο μόλο. Είναι εμφανές το μοτίβο του μωσαϊκού δαπέδου σε απλά γεωμετρικά σχήματα. . (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 5).


Το κτιριακό συγκρότημα με κύριο αρχιτεκτονικό γνώρισμα το προαύλιο αψιδωτό οικοδόμημα με το μαρμάρινο περιρραντήριο στην κόγχη του, δέχτηκε μεταγενέστερα επανειλημμένες βελτιωτικές επεμβάσεις και συστηματικές ανακαινίσεις, αντανακλώντας την εξέχουσα βαρύτητα του για την κοινωνία των Κεγχρεών, αφού κατά πάσα πιθανότητα συνιστούσε ένα σημαίνοντα λατρευτικό χώρο. Έτσι αρχικά ταυτίστηκε από τον Αμερικανό αρχαιολόγο Robert Scranton με το φημισμένο ιερό της Ίσιδας, το οποίο σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία τοποθετούνταν στην νότια προβλήτα του επινείου των Κεγχρεών. Εκτός από τον γενικό χωροταξικό προσανατολισμό, σε αυτή την αντίληψη συνέτεινε και η εύρεση ενός μεγάλου αριθμού πολυτελών υαλοθετημάτων(6), που προορίζονταν για την επιτοίχια εσωτερική διακόσμηση του αψιδωτού κτίσματος μετά τον ισχυρό σεισμό του έτους 365.

Οι περίτεχνοι υαλοπίνακες πιστεύεται ότι προέρχονταν μάλλον από κάποιο εργαστήριο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου και εντοπίστηκαν εναποτεθειμένοι περιμετρικά του δαπέδου, όντας συσκευασμένοι σε στοιβάδες και εντός ξύλινων πλαισίων, προφανώς αναμένοντας την προσαρμογή τους στα τοιχώματα, σε μία τελική φάση ανάπλασης του ιερού, λίγο πριν την ολέθρια σεισμική δόνηση στα 375. Η δε θεματολογία τους παρουσιάζει μία καλλιτεχνική ποικιλομορφία, καθώς απεικονίζονται λιμάνια με ιχθυόεσσες θάλασσες, πορτρέτα αρχαίων Ελλήνων λογίων, όπως του Ομήρου και του Πλάτωνα, αλλά και ιματιοφόρων ανδρών, ενδεχομένως Ρωμαίων υπάτων, καθώς και ειδυλλιακά τοπία από το περιβάλλον του ποταμού Νείλου. Αυτές λοιπόν οι τελευταίες εξωτικές παραστάσεις θεωρήθηκαν πρωτίστως ως μία σχετικά ασφαλή ένδειξη, για την αληθοφανή ταυτοποίηση του συγκεκριμένου κτιριακού συγκροτήματος στον νότιο μόλο με ιερό της Αιγυπτίας θεάς, που αναφέρεται στις αρχαίες πηγές. Ωστόσο, νεότεροι ερευνητές έχουν διαφωνήσει με αυτή την εξομοίωση, εκφράζοντας την γνώμη ότι το αψιδωτό οικοδόμημα αντιστοιχεί περισσότερο σε ένα Ρωμαϊκό «Νυμφαίο (Nympheum)», αφιερωμένο σε μία άγνωστη νύμφη, λόγω της αύλειας διαρρύθμισης του και της ύπαρξης του περιρραντηρίου. Παράλληλα, οι ίδιοι ακαδημαϊκοί κύκλοι δεν αποκλείουν την εκδοχή να λειτούργησε ως νεοπλατωνική σχολή, κρίνοντας από τις μορφές των αρχαίων φιλοσόφων και λογοτεχνών.

Εικόνα 10: Τμήματα από πολύχρωμα υαλοθετήματα του 4ου αιώνα. Χ., προερχόμενα από το ιερό της Ίσιδας ή το «Νυμφαίο» των Κεγχρεών, στα οποία απεικονίζονται πτηνά, πιθανότατα μία πάπια στα αριστερά και μία ίβιδα στα δεξιά. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 4, σελίδα 167).

Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού ως κυρίαρχης θρησκείας στο ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και περί τα τέλη του 5ου/αρχές 6ου αιώνα μ. Χ., το ήδη απαξιωμένο κτιριακό συγκρότημα του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου» έχει δώσει πλέον την θέση του σε ένα περικαλλές εκκλησιαστικό σύμπλεγμα, που τα κατάλοιπα του είναι και τα πιο αναγνωρίσιμα σήμερα στον αρχαιολογικό τομέα του νότιου μόλου. Στο νοτιοδυτικό τμήμα της μεσαίας αποθήκης, η οποία μάλλον είχε κατεδαφιστεί και έπαψε να υφίσταται, ανεγείρεται μία Παλαιοχριστιανική βασιλική απαρτιζόμενη από τουλάχιστον πέντε κλίτη, τα οποία προστέθηκαν σταδιακά μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα μ. Χ., όταν εκτιμάται ότι παύει να χρησιμοποιείται. 
Φαίνεται δε ότι διέθετε πολυάριθμα εξαρτήματα στον περιβάλλοντα χώρο της. Οι συνολικές διαστάσεις του βασικού οικοδομήματος είναι 19 μέτρα μήκος και 23,50 μέτρα πλάτος, παρουσιάζοντας μία κάπως πεπλατυσμένη κάτοψη. Το κεντρικό κλίτος του κυρίως ναού έφερε μωσαϊκό δάπεδο, από το οποίο εντοπίστηκαν ελάχιστα υπολείμματα και κατέληγε στην αψίδα του Ιερού Βήματος στα ανατολικά με άνοιγμα 4,50 μέτρων, ενώ στα δυτικά διαμορφώνονταν ένας μικρός νάρθηκας με μία θύρα στο κέντρο της μεσοτοιχίας. Μάλιστα έχουν επισημανθεί τρεις διαδοχικές αψιδωτές κόγχες Ιερού Βήματος, υποδηλώνοντας ισάριθμες κατασκευαστικές φάσεις, χωρίς να έχει διευκρινιστεί επακριβώς ο χρονικός προσδιορισμός τους.


Εικόνα 11: Άποψη των οικοδομικών καταλοίπων της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών. (1): Κεντρικό κλίτος κυρίως ναού, (2): Πλευρικά κλίτη, (2α): Κλίτος – μαρμαροθετημένος διάδρομος, (3): Παρεκκλήσι αψιδωτού κτιρίου, (4): Εξωνάρθηκας, (5): Βαπτιστήριο. (Πηγή πρωτοτύπου ένθετης κάτοψης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 3, σελίδα 303).

Ο κυρίως ναός πλαισιώνονταν από δύο στενά κλίτη στα βορειοανατολικά και μία σειρά τριών παράλληλων κλιτών στην νοτιοδυτική πλευρά του, τα οποία αρχικά χωρίζονταν μεταξύ του από κιονοστοιχίες. Από τα τελευταία επιμήκη τμήματα, το μεσαίο καλύπτονταν με μαρμαροθετημένο δάπεδο και εικάζεται ότι συνιστούσε περισσότερο έναν ενδιάμεσο διάδρομο, που οδηγούσε στο προγενέστερο Ρωμαϊκό αψιδωτό κτίριο του ιερού της Ίσιδας ή του «Νυμφαίου», το οποίο μετατράπηκε σε Χριστιανικό παρεκκλήσι του εκκλησιαστικού συμπλέγματος, έχοντας επιχωματωθεί εσπευσμένα η παλαιότερη θεμελίωση του, αποκρύβοντας οριστικά το γεωμετρικό ψηφιδωτό δάπεδο με τις εναποθετημένες στοιβάδες των υαλοθετημάτων, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα στεγανό έδαφος, πάνω από την τότε θαλάσσια στάθμη.

 Αξιοπερίεργο είναι ότι ενδεχομένως κατά την τελευταία οικοδομική φάση της βασιλικής, τοποθετούνται πάγκοι και οι κιονοστοιχίες φέρονται να αντικαθίστανται από συμπαγείς τοίχους, στους οποίους εγκιβωτίζονται οι βάσεις των κιόνων, μία μάλλον άκομψη και δυσλειτουργική αρχιτεκτονική τροποποίηση. Επιπλέον, κατά μήκος του δυτικού μετώπου του κυρίως ναού και των πλευρικών κλιτών, εκτείνονταν ένας μακρόστενος εγκάρσιος εξωνάρθηκας, ακανόνιστου σχήματος, ο οποίος διέθετε μωσαϊκό δάπεδο, ενώ η επιφάνεια του ήταν φανερά επισκευασμένη σε πολλά σημεία της, με την χρήση επαναχρησιμοποιημένων μαρμάρινων πλακών ή μεγάλων πήλινων κεραμιδιών.

Εικόνα 12: Άποψη του μαρμάρινου λιθόστρωτου του κλίτους – διαδρόμου, που φέρεται να οδηγούσε στο μεταποιημένο αψιδωτό παρεκκλήσι, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα διακρίνονται ελάχιστες από τις μαρμάρινες πλάκες. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 46b).

Στα βορειοδυτικά της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής αναπτύσσονταν τα βοηθητικά εξαρτήματα της, που απαρτίζονταν από αρκετά μικρά συνεχόμενα προσκτίσματα διαφόρων διαστάσεων. Το πιο σημαντικό εξ’ αυτών βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από το μεσαίο κλίτος του κυρίως ναού και ταυτοποιήθηκε ως το βαπτιστήριο του εκκλησιαστικού συγκροτήματος, χρονολογούμενο στον 6ο αιώνα μ. Χ., έχοντας οριζόντιες διαστάσεις 6 Χ 10 μέτρα. Η δε κολυμβήθρα του διασώζεται τμηματικά επί τόπου και ήταν μία σχετικά σύνθετη κατασκευή. Από αρχιτεκτονικής άποψης αποτελούνταν από μία κτιστή τετράγωνη λεκάνη με μαρμάρινη επένδυση, με εσωτερική πλευρά 1,60 μέτρα, διαθέτοντας ένα κουβούκλιο προεκτεινόμενο προς τα δυτικά, που στηρίζονταν πάνω σε κιονίσκους, από τους οποίους διατηρούνται ακόμα οι βάσεις τους. Ανάμεσα στους κιονίσκους ήταν προσαρμοσμένα θωράκια και στο μέτωπο ανοίγονταν μία κομψή θύρα, δίκην πύλης. Το δε δάπεδο του βαπτιστηρίου καλύπτονταν από ένα θαυμάσιο προγενέστερο μωσαϊκό με εκλεπτυσμένα σχέδια. Επίσης, τα εσωτερικά τοιχώματα κοσμούνταν από τοιχογραφίες, από τις οποίες κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960, διατηρούνταν ένα εικονογραφικό απόσπασμα σε έναν δόμο, όπου παριστάνονταν η μέση και οι μηροί ενός άνδρα, που βάδιζε προς τα δεξιά και έναντι της οσφύος του διαγράφονταν τα πόδια ενός παιδιού. Μπροστά από αυτόν διακρίνονταν μία γερμένη μορφή προς το έδαφος ενός τρίτου νεαρού ατόμου ή παιδιού, έχοντας τεντωμένα τα χέρια του, το ένα επάνω στο άλλο, και παραμορφωμένο πρόσωπο, ενώ φαίνονταν να χύνονται ποσότητες αίματος από το κεφάλι του, μία σκηνή που ίσως απεικόνιζε το αγωνιώδες μαρτύριο κάποιου Χριστιανού αγίου(7).

Στον χώρο του βαπτιστηρίου βρέθηκαν ακόμα αρκετοί κίονες, μερικά σπασμένα κιονόκρανα, απολήξεις αρχιτεκτονικών τόξων, καθώς και ένας υπολογίσιμος αριθμός από εγχάρακτες πλάκες, που προσιδίαζαν με Πρωτοχριστιανικά θωράκια τέμπλου ή συναφή διαχωριστικά, ορισμένες εκ των οποίων έφεραν αποσπασματικές επιγραφές με Ελληνικά κεφαλαία γράμματα. Επίσης, ένα ακόμα ενδιαφέρον διαμέρισμα ανάμεσα στα προσκτίσματα βορειοδυτικά του εξωνάρθηκα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, διέθετε ένα κεκλιμένο πάτωμα καλυμμένο με μαρμάρινες πλάκες, των οποίων οι αρμοί και οι άκρες του είχαν στεγανοποιηθεί με αδιάβροχο τσιμεντοκονίαμα, ενώ σε μία πλευρά του υπήρχε μία κατασκευή, που παρέπεμπε σε ένα πιθανό λουτήρα. Εξαιτίας αυτών των δομικών χαρακτηριστικών, αυτή η υποδομή ερμηνεύτηκε από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους ως λουτρώνας(8).


Εικόνα 13: Άποψη των καταλοίπων από τα βορειοδυτικά προσκτίσματα του εκκλησιαστικού συμπλέγματος της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών. Σε πρώτο πλάνο διακρίνεται το διαμέρισμα του βαπτιστηρίου, με την τετράγωνη κτιστή κολυμβήθρα και το περίγραμμα του κρηπιδώματος του προεκτεινόμενου κουβουκλίου αυτής.

Σήμερα τα οικοδομικά κατάλοιπα του μνημειώδους εκκλησιαστικού συμπλέγματος στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών είναι τα μόνα προσβάσιμα στον επισκέπτη. Σε διάφορα σημεία του χώρου αντικρίζει κανείς αρκετούς διάσπαρτους κίονες στο έδαφος, ενώ διασώζεται ο στυλοβάτης με πέντε βάσεις κιόνων(9) από ένα κλίτος της νότιας πλευράς της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ωστόσο, από τα μωσαϊκά και τα μαρμαροθετημένα δάπεδα των επιμέρους διαμερισμάτων της και των λοιπών κτιριακών εξαρτημάτων, είναι ορατές μονάχα λιγοστές από τις μαρμάρινες πλάκες του ενδιάμεσου διαδρόμου – κλίτους, που εκτιμάται ότι κατέληγε στο μεταποιημένο αψιδωτό παρεκκλήσι. 

Όσον αφορά την ταυτότητα του συγκεκριμένου ιδρύματος, ο αρχαιολόγος Γεώργιος Λαμπάκης υποθέτει ότι η εκκλησία ανεγέρθηκε από την ευσεβή Χριστιανική κοινότητα του ανατολικού επινείου της Κορίνθου, με βάση την προφορική θρησκευτική παράδοση, πως σε αυτή την θέση του λιμένα επιβιβάστηκε ή αποβιβάστηκε ο Απόστολος Παύλος, κατά τις δύο διελεύσεις του από την Κόρινθο, στα πλαίσια των ιεραποστολικών περιοδειών του. Υπό αυτό το πρίσμα μπορούμε να προβούμε ξανά στην αυθόρμητη εικασία ότι ο κυρίως ναός (ή έστω το παρεκκλήσιο) ίσως να είχε αφιερωθεί στην μνήμη της Αγίας Φοίβης, της ευσεβούς γυναίκας από τις Κεγχρεές, την οποία ο ίδιος ο «Απόστολος των Εθνών» είχε αναγορεύσει ως διάκονο του τοπικού Χριστιανικού ευκτήριου οίκου στα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ..

Εικόνα 14: Το μωσαϊκό δάπεδο του εξωνάρθηκα της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Σήμερα προφανώς καλύπτεται από στρώμα επιχωματώσεων. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 7, πίνακας 112β).


Σε ελάχιστη απόσταση βορειοδυτικά από τα ερείπια του νότιου μόλου, ήρθε στο φως μία σημαντική λιμενική εγκατάσταση του αρχαίου επινείου των Κεγχρεών, εντός ιδιωτικής έκτασης (πρώην οικόπεδο ιδιοκτησίας Θρεψιάδη), που εκτείνονταν ακριβώς μετά και παράλληλα με την Εθνική Οδό Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου. Όπως προαναφέρθηκε, οι πρώτες ανασκαφικές εργασίες στην τοποθεσία αναλήφθηκαν στα 1976, με μέριμνα της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και υπό την επίβλεψη της αρχαιολόγου Καλλιόπης Κρυστάλλη – Βότση(10).

 Τότε αποκαλύφθηκε ένα μεγαλοπρεπέστατο κτιριακό συγκρότημα, που η περίοδος της συστηματικής χρήσης του χρονολογείται από τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ. έως τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ., όπως συνάγεται από το είδος των περισυλλεγέντων κεραμικών αγγείων και των αντιπροσωπευτικών βάσεων από γυάλινα δοχεία. Το σχήμα του μοιάζει να είναι τραπεζοειδές, αλλά οι ακριβείς διαστάσεις του δεν μπορούν να προσδιοριστούν, καθόσον ένα μεγάλο μέρος του κείτεται κάτω από την υφιστάμενη Εθνική Οδό.

 Η αρχιτεκτονική του διαρρύθμιση καθορίζεται γύρω από ένα διακοσμημένο περιστύλιο αίθριο, με τέσσερις κίονες στις μακριές πλευρές και έναν στην μια ανασκαμμένη στενή πλευρά του, γύρω από το οποίο διατάσσονταν πιθανότατα δέκα ισόγεια ευρύχωρα δωμάτια(11). Η είσοδος στο κτιριακό συγκρότημα διενεργούνταν από την δυτική του πλευρά, μέσω ενός άνετου διαδρόμου που διέσχιζε όλο το πλάτος του. Στο δε πρώτο δωμάτιο και στα αριστερά του υπόψη διαδρόμου, εντοπίστηκε η αρχή ενός καλοφτιαγμένου κλιμακοστασίου, φανερώνοντας την ύπαρξη και δεύτερου ορόφου.


Εικόνα 15: Άποψη των καταλοίπων από το περιστύλιο αίθριο του κτιριακού συγκροτήματος (πρώην ιδιοκτησίας Θρεψιάδη), στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών, όπως εντοπίστηκε κατά τις ανασκαφές στα 1976. (Πηγή σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 2, πίνακας 56γ).

Αν και η ακριβής ταυτοποίηση του ευμεγέθους κτιριακού συγκροτήματος παραμένει ακόμα αδιευκρίνιστη, εντούτοις σύμφωνα με την πρώτη ανασκαφέα Καλλιόπη Κρυστάλλη – Βότση, ο διοικητικός χαρακτήρας του θα πρέπει να εκληφθεί ως σαφής και αδιαφιλονίκητος. Κατά την αρχική φάση λειτουργίας του ενδεχομένως να στέγαζε κάποια δημόσια υπηρεσία, ίσως τελωνειακής φύσεως. Επίσης, έχει διατυπωθεί η εικασία πως πρόκειται για μία πολυτελή ιδιωτική κατοικία των ύστερων Ρωμαϊκών χρόνων, λόγω του ευρύχωρου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της εσωτερικής διαμόρφωσης του, χωρίς όμως περαιτέρω τεκμηρίωση.

 Πάντως στην αρχαιότητα το οικοδόμημα εκτιμάται ότι βρίσκονταν στο νότιο άκρο της κεντρικής προκυμαίας και μάλλον πλευρικά του διέρχονταν η κύρια οδός, που κατευθύνονταν από τις Κεγχρεές προς την Κόρινθο και την Πελοποννησιακή ενδοχώρα. Εξαιτίας λοιπόν αυτής προνομιακής θέσης του στον Ρωμαϊκό λιμένα, διέθετε άμεση πρόσβαση στο ναυτικό διαμετακομιστικό εμπόριο. Στην εκδοχή αυτή συντείνουν και οι συναφείς διαπιστώσεις από την αρχαιολογική έρευνα, καθώς σε δύο από τα δωμάτια εντοπίστηκαν τα ευκρινή αποτυπώματα από βάσεις αμφορέων, οι οποίοι φαίνεται ότι αποθηκεύονταν εκεί πλήρεις με συσκευασμένα αγροτικά προϊόντα, αναμένοντας να φορτωθούν στα μεταφορικά πλοία για εξαγωγή.
 Στο δε εσωτερικό του κτιριακού συγκροτήματος ανακαλύφθηκε ένας αξιοσημείωτα μεγάλος αριθμός από τοπικούς και εισαγόμενους αμφορείς και τεμάχια άλλων δοχείων και σκευών, όπως υαλικά και άλλα αντικείμενα (χωνιά, λύχνοι). Πολλά από τα αγγεία και τα κινητά ευρήματα προέρχονταν από τα νησιά του Αιγαίου πελάγους, αλλά και από μακρινούς τόπους, όπως την Κιλικία, την Κύπρο, την Παλαιστίνη (Γάζα), την νοτιοδυτική Ανατολία και την Βόρεια Αφρική, φανερώνοντας με τον καλύτερο τρόπο την πολυπολιτισμική ακτινοβολία των Κεγχρεών ως διεθνούς λιμενικού κόμβου, καθώς και την οικονομική εμβέλεια των εμπορικών συναλλαγών της μητρόπολης Κορίνθου, και κατ’ επέκταση της Πελοποννήσου, φθάνοντας μέχρι τις χώρες της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.

Εικόνα 16: Λύχνοι από το κτιριακό συγκρότημα στα βορειοανατολικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών, με προέλευση από την Βόρεια Αφρική στα αριστερά (3ος – 5ος αιώνας μ. Χ.) και από την Παλαιστίνη στα δεξιά (4ος – 7ος αιώνας μ. Χ.). (Πηγή συραμμένων φωτογραφιών: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).

Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις σε κάποιο χρονικό σημείο του 6ου αιώνα μ. Χ., το υπόψη κτιριακό συγκρότημα υπέστη σοβαρές φθορές από ένα καταστροφικό γεγονός(12), ίσως από τους ισχυρούς σεισμούς των ετών 551 και 580, που συντάραξαν μεταξύ άλλων περιοχών του Ελληνικού χώρου και την Κορινθία, σε συνδυασμό με μία παρεπόμενη πυρκαγιά ή από μία φημολογούμενη βιαιότατη βαρβαρική επιδρομή. Ωστόσο, διαφαίνεται αμυδρά ότι έπειτα από αυτή την περίσταση, επαναχρησιμοποιήθηκε έστω και περιορισμένα για πιο ωφελιμιστικό ή βιομηχανικό σκοπό.

 Από την ανακτηθείσα κεραμική, υποδηλώνεται ότι η εγκατάσταση ενδεχομένως να είχε κάποιο ρόλο στην διανομή των τοπικών αγροτικών αγαθών, τουλάχιστον κατά την τελική φάση δραστηριότητας του, η οποία από το είδος των σκευών, χωνιών και λύχνων, ανάγεται με σχετική σιγουριά πολύ κοντά στα τέλη του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα μ. Χ.(13), όταν και εγκαταλείπεται εντελώς. Δυστυχώς σήμερα τα κατάλοιπα αυτού του μεγαλοπρεπούς οικοδομικού συγκροτήματος δεν είναι επισκέψιμα, καθώς ο χώρος είναι αναξιοποίητος όντας σκεπασμένος από πυκνή βλάστηση, με αποτέλεσμα να παραμένει σε πλήρη ανυποληψία.

Εικόνα 17: Εγχώριος αμφορέας πλαισιωμένος από δύο πήλινα χωνιά μακρύ λαιμού (3ος – 5ος αιώνας μ. Χ.), από το κτιριακό συγκρότημα στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών. (Πηγή συραμμένων φωτογραφιών: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).

Προς τον μυχό της παραλίας του τωρινού ορμίσκου των Κεγχρεών, δηλαδή περίπου στο μέσο της κεντρικής προκυμαίας της αρχαιότητας, εντοπίστηκαν από τους Αμερικάνους αρχαιολόγους την δεκαετία του 1960, τα δομικά κατάλοιπα και άλλων λιμενικών υποδομών, τα οποία σήμερα βρίσκονται επιχωματωμένα και δεν είναι ορατά. Ειδικότερα αποκαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις μίας κτιριακής εγκατάστασης, διαστάσεων κατά προσέγγισή 20 Χ 15 μέτρων, που διαιρούνταν δύο σειρές των τεσσάρων δωματίων εκάστη, με την μία εξ’ αυτών να έχει μέτωπο προς την προβλήτα και την άλλη να βλέπει σε ένα εικαζόμενο δρόμο στα νώτα. 
Μπροστά εκτείνονταν η αποβάθρα, εύρους περί τα 14 μέτρα, σε μία γραμμή πώρινων δόμων, οι οποίοι διακρίνονται υποθαλάσσια. Από επιπρόσθετες διερευνητικές τομές διαπιστώθηκε ότι παραπλεύρως και δυτικά από το υπόψη σύμπλεγμα δωματίων, πιθανότατα υπήρχαν και άλλα παρόμοια κτίρια, ενώ ανάμεσα τους διέρχονταν υπόνομοι κατασκευασμένοι από τσιμεντοκονίαμα. Χρονολογικά, η παλαιότερη οικοδομική φάση σε αυτόν τον τομέα του αρχαίου λιμένα, φαίνεται να τοποθετείται στις αρχές του 1ου αιώνα μ. Χ., και πιστεύεται πως τουλάχιστον κάποια μέρη από τις εν λόγω υποδομές πρέπει να χρησιμοποιούνταν έως και τους μέσους Βυζαντινούς χρόνους(14), όπως εξυπονοείται από το χρονικό φάσμα των ευρεθέντων νομισματικών τεκμηρίων, αν και φαίνεται ότι υπέστησαν μία βίαιη καταστροφή λίγο πριν την αυλαία του 6ου αιώνα μ. Χ..

 Όσον αφορά την λειτουργική φύση τους, έχει προταθεί με βάση δείγματα αμφορέων, ότι κάποια από τα δωμάτια κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελούν εμπορικά καταστήματα (tabernae), για την κάλυψη των αναγκών σε προϊόντα και αγαθά τόσο της τοπικής κοινωνίας των Κεγχρεών, όσο και των ταξιδιωτών ή κατά μία πιο πεζή εκδοχή να ήταν απλώς αποθηκευτικά συγκροτήματα της κεντρικής προκυμαίας ή να ισχύει ένας συνδυασμός και των δύο ενδεχόμενων.

Εικόνα 18: Αριστερά γωνιακό τοίχωμα από κτιριακή εγκατάσταση στα βορειοδυτικά του νότιου μόλου των Κεγχρεών και δεξιά ειδώλιο της θεάς Αφροδίτης, που βρέθηκε κατά τις ανασκαφές στον υπόψη τομέα. (Πηγή ασπρόμαυρης φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 53b και έγχρωμης φωτογραφίας: ιστότοπος http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive).

Μολονότι περιορισμένε σε έκταση, οι ανασκαφές στο μέσο του αρχαίου λιμένα απέφεραν αρκετά κινητά ευρήματα, πληθώρα κεραμικών θραυσμάτων και υαλικών, που μέσα από την εξέταση τους επιβεβαιώνεται η ευμάρεια της τοπικής κοινωνίας στην Ρωμαϊκή περίοδο, σε άμεση αλληλεξάρτηση με την διαχρονική οικονομική σταθερότητα του Κορινθιακού επινείου, λόγω του αδιάλειπτου διαμετακομιστικού εμπορίου.
 Από τα πλέον ενδιαφέροντα είναι ένα πήλινο ειδώλιο της Αφροδίτης, η οποία παρουσιάζεται γυμνή φέροντας μόνο ένα αιχμηρό κάλυμμα κεφαλής και αντανακλά την ιδιαίτερη λατρεία των κατοίκων προς την αρχαιοελληνική θεά, όπως επίσης και μία γλαφυρή μορφή του Διονύσου σε ένα κομμάτι κάδου του 2ου αιώνα μ. Χ.. Ακόμα βρέθηκε ένας σεβαστός αριθμός από λύχνους του 2ου – 3ου αιώνα μ. Χ., με ορισμένους από αυτούς να διακοσμούνται με αξιοπρόσεκτες πλαστικές παραστάσεις, γενικής αλλά και Χριστιανικής θεματολογίας.

Επιπλέον περισυλλέγησαν συνολικά 1097 νομίσματα, Ρωμαϊκής, Βυζαντινής και ξενικής προέλευσης, εκ των οποίων συνάγεται ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα σε αυτόν τον τομέα του λιμανιού των Κεγχρεών κορυφώθηκε τον 4ο – 5ο αιώνα μ. Χ.. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και δύο συγκεντρώσεις 114 και 97 μπρούτζινων – χάλκινων νομισμάτων, που για πρακτικούς λόγους θεωρούνται ως ατομικοί αποθέτες, καλύπτοντας ένα διάστημα από τις αρχές του 1ου έως το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ. Χ.(15). 

Τα περίτεχνα  υαλοθετήματα από τις Κεγχρεές  - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ





Κατά μία άποψη οι υπόψη χρηματικές ποσότητες πρέπει να συσσωρεύθηκαν και να εναποτέθηκαν σκοπίμως στο σημείο της ανασκαφικής εύρεσης τους γύρω στο το έτος 580, σε μία στιγμή εξαιρετικής κρίσης για την Πελοπόννησο και την Ελλάδα γενικότερα. Πολλοί ερευνητές συνδέουν αυτή την διαταραχή με τις απαρχές των φημολογούμενων επιδρομών των Αβαροσλάβων στην περιοχή εκείνο τον καιρό, που επηρέασαν καταλυτικά και την παραλιακή κώμη, σκορπίζοντας την αβεβαιότητα, τον φόβο και τον αφανισμό, χωρίς όμως να δύναται να αποδειχθεί με απόλυτη βεβαιότητα η ακτίνα αυτών των εχθρικών ενεργειών στον Ελληνικό χώρο.
 Ίσως να είναι πιο δόκιμο να συσχετισθεί αυτή η καταστρεπτική περίσταση με την ισοπεδωτική σεισμική ακολουθία του 580, η οποία έπληξε βάναυσα και την Κορινθία. Πάντως δίχως αμφιβολία, η ποικιλομορφία και η χρονική κλιμάκωση του νομισματικού περιεχομένου των δύο αποθετών, υποδεικνύουν ότι τόσο τα «βαρβαρικά», όσο και τα παλαιάς κοπής κέρματα, κυκλοφορούσαν ελεύθερα και γίνονταν αποδεκτά στις εμπορικές συναλλαγές στο επίνειο των Κεγχρεών, μάλλον προκειμένου να ικανοποιούνται οι αυξημένες ανάγκες σε ρευστό χρήμα.

Εικόνα 19: Δοκιμαστικές τομές στα 1963 στην τοποθεσία της βόρειας πλευράς του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Αριστερά η χωμάτινη επιφάνεια της θεωρούμενης πλατείας και δεξιά άποψη κτιριακών καταλοίπων της Πρωτοχριστιανικής περιόδου. (Πηγή φωτογραφιών: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 52a & c).

Στην βόρεια πλευρά του  λιμένα και σε απόσταση 50 – 80 μέτρων από την σημερινή ακτογραμμή, εντοπίστηκαν με δύο δοκιμαστικές τομές στα 1963 οι θεμελιώσεις κάποιων κτιρίων, των οποίων η χρήση δεν έχει προσδιοριστεί λόγω της ελλιπούς αρχαιολογικής έρευνας. Το ένα εξ’ αυτών φέρεται να ανάγεται στους Πρωτοχριστιανικούς χρόνους, ενώ στα βαθύτερα στρώματα βρέθηκε τοιχοποιία και κεραμική της Ελληνιστικής εποχής. Σύμφωνα με τις ανασκαφικές ενδείξεις, σε αυτή την περιοχή ενδεχομένως να διαμορφώνονταν μία πλατεία από πατημένο χώμα και χαλίκι, η οποία διέθετε μετωπικά μία απλή στοά. Εδώ ανακαλύφθηκε ένας ακόμα αποθέτης 34 μπρούτζινων – χάλκινων νομισμάτων, τα οποία ήταν σε πολύ κοντινή διασπορά.
 Μαζί τους υπήρχαν και δύο μικρές μεταλλικές κόπιτσες, που ενδεχομένως να ανήκαν σε ένα υφασμάτινο ή δερμάτινο βαλάντιο. Το δε γέμισμα μέσα στο οποίο βρέθηκαν είχε έντονα ίχνη πυρκαγιάς. Στην πλειοψηφία τους τα νομίσματα είναι Βυζαντινής προέλευσης του 4ου – 6ου αιώνα μ. Χ., και το τελευταίο χρονικά εκδόθηκε στα 575/576 από τον αυτοκράτορα Ιουστίνο Β’ (565 – 574/578), προσανατολίζοντας μας προς την καταληκτική ημερομηνία αυτής της χρηματικής απόθεσης(16).

Κατά μία αληθοφανή εκδοχή, εικάζεται ότι κάποια στιγμή στις τελευταίες δεκαετίες του 6ου αιώνα μ. Χ, ένα άτομο που διέρχονταν από την πλατεία στην βόρεια πλευρά του λιμένα των Κεγχρεών, έχασε το βαλάντιο με τα μετρητά του, μικρής χρηματικής αξίας, και δεν το ανέκτησε ποτέ. Ο λόγος για την απώλεια μπορεί να ήταν τυχαίος και να οφείλεται απλώς σε απροσεξία του κατόχου. Όμως πιθανότατα σχετίζεται με τα σημάδια καύσης στο γέμισμα των νομισμάτων, τα οποία υποδηλώνουν ότι τότε μία τρομερή πυρκαγιά επέφερε σοβαρότατες ζημιές τουλάχιστον στα κτίρια του υπόψη τομέα, με συνέπεια το πανικόβλητο άτομο να χάσει ασυναίσθητα το βαλάντιο του πάνω στην βιασύνη του να διαφύγει. Αυτή η τελευταία πλοκή εναρμονίζεται χρονολογικά με τις συνθήκες συσσώρευσης και των δύο προηγούμενων νομισματικών αποθετών, που ανακαλύφθηκαν στο μέσο της κεντρικής προκυμαίας, καθώς υποτίθεται πως απεκρύβησαν για πάντα περί το 580, είτε θαμμένοι κάτω από τα συντρίμμια του ισχυρότατου σεισμού εκείνου του έτους, με μοιραίο επακόλουθο το ξέσπασμα μίας εκτεταμένης πυρκαγιάς, είτε προληπτικά πριν από μία απεικαζόμενη επιδρομή των Αβαροσλάβων στην Πελοπόννησο, εντός της τρέχουσας δεκαετίας του 6ου αιώνα μ. Χ., κατά την διάρκεια της οποίας λεηλατήθηκαν απηνώς και πυρπολήθηκαν οι Κεγχρεές.


Εικόνα 20: Άποψη των καταλοίπων του μνημειώδους κτιριακού συγκροτήματος στο βορειοανατολικό μόλο των Κεγχρεών, για το οποίο είχε διατυπωθεί αρχικά ότι πρόκειται για το ιερό της Αφροδίτης που μνημονεύεται από τον Παυσανία, ενώ κατά μία νεότερη εκδοχή πρόκειται απλώς για μία πολυτελή Ρωμαϊκής εποχής έπαυλη.

Επόμενος σταθμός του νοητού οδοιπορικού μας στο επίνειο του Σαρωνικού κόλπου αποτελεί ο βορειοανατολικός μόλος, ο οποίος και σε αυτή την περίπτωση δημιουργήθηκε με την τεχνητή προέκταση ενός μικρού φυσικού ακρωτηρίου. Μάλιστα, σύμφωνα με την μαρτυρία του αρχαίου περιηγητή Παυσανία, εδώ βρίσκονταν ένας ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη και έπειτα από αυτόν ήταν στημένο ένα άγαλμα του Ποσειδώνα επί της προκυμαίας. Ο δε βασικός λιμενοβραχίονας ήταν κατασκευασμένος από όγκους σπασμένων λίθων, καθώς και από την συσσώρευση χώματος και λοιπού φερτού υλικού, πλην όμως σήμερα είναι πλέον καταποντισμένος σε βάθος 1 – 2 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η αφετηρία του εντοπίζεται ακριβώς κάτω από την απόληξη του φυσικού ακρωτηρίου, εκεί όπου υπάρχουν τα κατάλοιπα ενός διαφαινόμενου πύργου, και συνέχιζε προς τα νότια για μία απόσταση 110 μέτρων, διαθέτοντας μία διευθετημένη επίπεδη κορυφή πλάτους περίπου 25 – 30 μέτρων και συγκλίνοντας προς το άκρο του απέναντι νότιου κυματοθραύστη.

Στον αυχένα του φυσικού ακρωτηρίου του βορειοανατολικού μόλου, ερευνήθηκαν και ανασκάφηκαν τα εκτεταμένα ερείπια ενός πολύπλοκου κτιριακού συμπλέγματος της Ρωμαϊκής περιόδου, το οποίο είχε ανεγερθεί πάνω σε θεμελιώσεις προγενέστερων ακαθόριστων κατασκευών των ύστερων Κλασσικών και Ελληνιστικών χρόνων. Η αρχική οικοδομική φάση του ανάγεται στα τέλη του 1ου αιώνα π. Χ., όταν και παρατηρείται έντονη οικοδομική δραστηριότητα στην τοποθεσία. Έκτοτε ακολούθησαν επανειλημμένες αναπλάσεις, προσθήκες και επισκευές, που άλλαξαν αξιοσημείωτα την αρχική αρχιτεκτονική του, μέχρι τις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ., οπότε προσέλαβε και την τελική του διαρρύθμιση. Ουσιαστικά το εντυπωσιακό συγκρότημα δύναται να διαχωριστεί σε τρεις επιμέρους διακριτούς χώρους, ενώ στην δυτική του πλευρά προστατεύονταν με αναλημματικό τοιχίο. Μολονότι με το πέρασμα των αιώνων, ολόκληρο το ανατολικό μέρος του έχει καταπέσει στην θάλασσα, εξαιτίας της διάβρωσης, και έτσι καθίσταται δύσκολος ο ακριβής προσδιορισμός του πλάτους του(17), εντούτοις τα διατηρούμενα κατάλοιπα, που απλώνονται σε μέγιστο μήκος περίπου 60 μέτρων, αρκούν για να καταδείξουν την βαρυσήμαντη φυσιογνωμία του.

Εικόνα 21: Άποψη από το βόρειο τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο. Διακρίνεται η διατηρούμενη τοιχοποιία από οπτόπλινθους. Στην ένθετη κάτοψη του οικοδομήματος επισημαίνονται (1): Βόρεια αίθουσα με μωσαϊκό δάπεδο, (2): Μεσαίο τμήμα με περιστύλιο αίθριο, (3): Νότιο τμήμα με εσωτερική αυλή. (Πηγή πρωτοτύπου της ένθετης κάτοψης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, figure 12).

Το βόρειο τμήμα του κτιριακού συγκροτήματος καταλάμβανε μία ευρύχωρη αίθουσα, μέσων διαστάσεων περί τα 11 Χ 15 μέτρα, με καλοφτιαγμένα τοιχώματα από οπτόπλινθους. Το δάπεδο της καλύπτονταν από ένα αξιόλογο μωσαϊκό σε απλά γεωμετρικά σχέδια, το οποίο αποκαλύφθηκε σε καλή κατάσταση στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960 σε ένα διατηρούμενο εμβαδόν 50 τετραγωνικών μέτρων, αλλά σήμερα δεν είναι ορατό στον επισκέπτη, ευελπιστώντας ότι βρίσκεται κάτω από ένα στρώμα επιχωματώσεων(18), πλην όμως διακρίνονται σποραδικά κάποια αποτμήματα του.

Η μεγαλύτερη και καλύτερα κατανοητή υποδομή του ευμεγέθους οικοδομήματος είναι το μεσαίο τμήμα, διαφαινόμενων διαστάσεων περίπου 24 Χ 15 μέτρα, που επίσης ήταν κατασκευασμένο από επιμελημένη τοιχοποιία από οπτόπλινθους. Η μοναδική είσοδος σε αυτό πραγματοποιούνταν από δύο διαδοχικές θύρες, που ανοίγονταν από έναν διάδρομο στα νοτιοδυτικά, ενώ έχει υποστηριχτεί ότι ενδεχομένως να είχε και δεύτερο όροφο. Ειδικότερα, αυτή η αρχιτεκτονική ενότητα, διέθετε ένα περιστύλιο αίθριο με τέσσερις μαρμάρινους κίονες σε κάθε πλευρά, από το οποίο διασώζεται ο περιμετρικός στυλοβάτης και σποραδικά μέλη κιόνων. Το δε πάτωμα στο κέντρο φαίνεται ότι βρίσκονταν χαμηλότερα από την βάση του κρηπιδώματος των κιονοστοιχιών, σχηματίζοντας μία ορθογώνια λεκάνη, διαστάσεων 9,50 Χ 7,30 μέτρων, που ο πυθμένας της ήταν στρωμένος με μαρμάρινες πλάκες, δίνοντας περισσότερο την εντύπωση μιας καλλωπιστικής πισίνας.

Εικόνα 22: Τα σωζόμενα κατάλοιπα του μεσαίου τμήματος του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο. Διακρίνεται το μαρμάρινο κρηπίδωμα από το περιστύλιο αίθριο.

Στα ανατολικά του περιστυλίου διαμορφώνονταν μια σειρά από μακρόστενα δωμάτια, πλάτους 2,50 μέτρων και μήκους 6 μέτρων, τα οποία έχουν αποσαθρωθεί πλήρως από τα κύματα. Οι τοίχοι τους ήταν επιχρισμένοι μέσα – έξω και ορισμένα έφεραν ζωγραφικό διάκοσμο, όπως διαπιστώνεται από λιγοστά ανακτημένα θραύσματα κονιάματος, όπου μεταξύ άλλων παραστάσεων συμπεριλαμβάνονταν και μικρογραφίες ανθρώπων. Σύμφωνα με μερικές αμυδρές δομικές ενδείξεις, κάποια από τα εσωτερικά τοιχώματα τους ενδεχομένως να ήταν επενδυμένα με ορθομαρμάρωση. Τα δε πατώματα των στενόμακρων δωματίων καλύπτονταν με μωσαϊκά μικρών ψηφίδων από μάρμαρο χωρίς κανένα ιδιαίτερο μοτίβο. 
Κάτω από αυτά διέρχονταν μία θολωτή σήραγγα με κεραμική επίστρωση, ύψους 1 μέτρου και πλάτους 66 εκατοστών, με παράπλευρες διεξόδους σε αρκετά σημεία. Αν και η λειτουργία αυτού του υπόγειου δικτύου δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί, εντούτοις ο ανασκαφέας της τοποθεσίας Robert Scranton προτείνει ως πιο πιθανή, την εκδοχή να συνιστούσαν αγωγούς ύδρευσης και να διοχέτευαν τρεχούμενο νερό σε κρήνες ή πισίνες, που ίσως να υπήρχαν στο καταποντισμένο ανατολικό μέρος του κτιριακού συγκροτήματος.
Στα νότια του κεντρικού περιστυλίου αναπτύσσονταν μία τρίτη οικοδομική ενότητα, με τοιχοποιία από πώρινους τετραγωνισμένους δόμους και τσιμέντο, έχοντας μία αρκετά ευρεία εσωτερική αυλή, που περιβάλλονταν από διαδρόμους και δωμάτια σε μία μάλλον πολυδαίδαλη διάταξη. Επιπλέον, δυτικά από το τριμερές σύμπλεγμα εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα ενός βαρέως χαλικόστρωτου δρόμου, ο οποίος έβαινε προς τα βορειοδυτικά γύρω από την εδαφική έξαρση του φυσικού ακρωτηρίου.

Εικόνα 23: Διατηρούμενο τμήμα από το μωσαϊκό δάπεδο της βόρειας αίθουσας του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο.

Το σύνθετο κτιριακό συγκρότημα του βορειοανατολικού μόλου κατατάσσονταν αναμφίβολα ανάμεσα στα πιο εξέχοντα οικοδομήματα του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, αλλά η λειτουργία του δεν έχει πιστοποιηθεί με σαφήνεια. Αρχικά ερμηνεύτηκε ότι είχε λατρευτική υπόσταση και ταυτίστηκε με το ιερό της Αφροδίτης, που αναφέρει ο Παυσανίας, καθώς κατά τις ανασκαφές στα 1963, τα αποκαλυφθέντα ερείπια του νότιου τμήματος θεωρήθηκαν κάπως πρόωρα, πως προσιδίαζαν με τις θεμελιώσεις ενός Ρωμαϊκού ναού. Σε αυτή την απόδοση συνέτεινε η εύρεση μεταξύ άλλων αντικειμένων και μερικών ειδωλίων, τα οποία έδειχναν να παραπέμπουν έστω και σημειολογικά στην μορφή της θεάς Αφροδίτης(19). Ωστόσο νεότεροι ακαδημαϊκοί μελετητές αμφισβητούν έντονα την προσομοίωση του εν λόγω τριμερούς συμπλέγματος με ιερό, καθόσον τα συνολικά αρχιτεκτονικά δεδομένα αποκλίνουν από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, και οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα να πρόκειται για μία πολυτελή παραθαλάσσια Ρωμαϊκή έπαυλη.

Όπως προαναφέρθηκε, το μνημειώδες κτίριο δέχτηκε πολλαπλές και διαδοχικές ανακατασκευές, από την εκτιμώμενη θεμελίωση του στον 1ο αιώνα π. Χ. έως τις αρχές του 3ου αιώνα μ. Χ., φανερώνοντας ότι πράγματι κατείχε μία διακεκριμένη θέση στον λιμένα των Κεγχρεών, καθώς λαμβάνονταν ιδιαίτερη μέριμνα για την διαρκή βελτίωση και εκσυγχρονισμό των υποδομών του. Μία εκτεταμένη ανακαίνιση φέρεται να έγινε μετά τους σεισμούς του 365 και 375, όμως η ολοσχερής καταστροφή θα επέλθει λίγο πριν το τέλος του 6ου αιώνα. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις και τα ίχνη βίαιης καύσης, η κτιριακή εγκατάσταση επλήγη ανεπανόρθωτα από σεισμό και πυρκαγιά. Το γεγονός αυτό δύναται να προσδιοριστεί στην σφοδρότατη σεισμική δόνηση του έτους 580, όταν η δεινή θεομηνία φαίνεται πως άφησε ανεξίτηλα τα σημάδια της στις Κεγχρεές, καθόσον ακολουθεί μία περίοδος παρακμής στο Κορινθιακό επίνειο. Έπειτα από αυτό το κομβικό σημείο, το άλλοτε επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα του βορειοανατολικού μόλου λεηλατείται συστηματικά από τους κατοίκους, για προσπορισμό οικοδομικού υλικού και ασβεστόλιθου, ενώ στον χώρο του έχει διαπιστωθεί η ύπαρξη δύο μεταγενέστερων ασβεστοκάμινων.


Εικόνα 24: Άποψη των λιγοστών καταλοίπων της ανατολικής πλευράς του κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, όπου αναπτύσσονταν μία σειρά από μακρόστενα δωμάτια, τα οποία έχουν διαβρωθεί εντελώς από τα κύματα.

Στην απόληξη του φυσικού ακρωτηρίου και πάνω από την αφετηρία του βυθισμένου βορειανατολικού λιμενοβραχίονα, ορθώνονται τα κατάλοιπα ενός τετράγωνου πυργοειδούς κτίσματος, που εδράζεται σε παλαιότερες θεμελιώσεις. Η λιθοδομή του συνίσταται σε σειρές μεγάλων κατεργασμένων δόμων, διαφόρων μεγεθών, αρμολογημένων με σχετικά μαλακό τσιμεντοκονίαμα. Μάλιστα, είναι τοποθετημένοι κατά τέτοιο τρόπο που παραπέμπει στο ψευδοισόδομικό σύστημα, φαντάζοντας με την πρώτη ματιά να είναι μία αρχαιοελληνική κατασκευή. Ωστόσο, η ανέγερση του ανάγεται στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ή λίγο αργότερα. Κατά μία εκδοχή κτίστηκε στα τέλη του 4ου αιώνα μ. Χ., μάλλον μετά τον σεισμό του 375, ενώ κατά μία μάλλον πιο δόκιμη άποψη οικοδομήθηκε στο δεύτερο μισό του 6ου αιώνα μ. Χ., ίσως μετά την απαξίωση του παρακείμενου τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τοιχοποιία του είναι παρεμφερής με εκείνη των οχυρώσεων του Εξαμίλιου τείχους, που ανακατασκευάστηκαν από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό στα μέσα του ίδιου αιώνα.

Οι εξωτερικές διαστάσεις του πυργοειδούς κτίσματος είναι 6,50 Χ 7,50 μέτρα(20), με πάχος τοιχοποιίας περί το 1,50 μέτρο και διατηρείται σήμερα σε ένα ύψος 3,50 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, φτάνοντας σε επτά σειρές πώρινων δόμων. Η δε είσοδος στο εσωτερικό του φαίνεται ότι γίνονταν από βορειοδυτική του πλευρά, όπου εντοπίζεται ένα υπερυψωμένο άνοιγμα πλάτους 1,50 μέτρων. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Αμερικανών αρχαιολόγων, δεν συνιστούσε τμήμα ενός οχυρωματικού έργου, αλλά πιθανότατα είχε μία περισσότερο χρηστική λειτουργία ως παρατηρητήριο, πύργος επικοινωνίας (φρυκτωρία) ή φάρος, που κατεύθυνε τους ναυτιλλόμενους προς την είσοδο του λιμένα των Κεγχρεών. Ενδεχομένως κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, το πυργοειδές κτίσμα του βορειοανατολικού μόλου στον λιμένα των Κεγχρεών έλαβε την παραπλανητική ονομασία «Μπούρτζι», όπως αποκαλούσαν γενικότερα οι Οθωμανοί τα παράκτια οχυρά.

Εικόνα 25: Το πυργοειδές κτίσμα στον βορειοανατολικό μόλο (τέλη 4ου ή τέλη 6ου αιώνα μ. Χ.), το οποίο εκτιμάται ότι λειτουργούσε ως παρατηρητήριο, πύργος επικοινωνίας (φρυκτωρία) ή φάρος. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η διαφαινόμενη είσοδος στο εσωτερικό του.

Στις υπώρειες του φυσικού ακρωτηρίου στον βορειοανατολικό μόλο, διαπιστώθηκε η ύπαρξη ενός πεζοδρομίου κατασκευασμένου από πώρινους δόμους, μήκους περίπου 14 μέτρων, που διακρίνεται καθαρά υποθαλάσσια. Κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960, σε κοντινή απόσταση στα βορειοανατολικά του περιγραφέντος μνημειώδους κτιριακού συμπλέγματος, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπά δύο κτισμάτων, εκ των οποίων το ένα χρονολογείται στον 2ο ή 3ο αιώνα μ. Χ. και το δεύτερο γύρω στον 5ο αιώνα μ. Χ.. Ακόμα δυτικότερα εντοπίστηκε σύμπλεγμα τοίχων και δαπέδων, με την παλαιότερη φάση τους να ανάγεται με επιφύλαξη στην Ελληνιστική εποχή, αλλά η πλειονότητα τους ανήκει σε κτίρια των Ρωμαϊκών χρόνων από τον καιρό του Χριστού, που μεταποιήθηκαν τους επόμενους τέσσερις αιώνες. Επιπρόσθετα, εγγύτερα προς την παραλία επισημάνθηκαν θεμελιώσεις και άλλων κτισμάτων, αλλά δεν εξετάστηκαν περαιτέρω.
Οι ανασκαφικές εργασίες σε αυτόν τον τομέα των Κεγχρεών επαναλήφθηκαν πιο συστηματικά το διάστημα των ετών 2007 – 2009, υπό την διεύθυνση της αρχαιολόγου Έλενας Κόρκα και του Αμερικανού καθηγητή Joseph L. Rife, φέρνοντας στο φως πολλαπλά κτιριακά κατάλοιπα. Συγκεκριμένα κατά μήκος της σημερινής απότομης ακτογραμμής, που καταλήγει στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», αποκαλύφθηκαν τα δομικά μέρη από πολυτελή κτίσματα, τα οποία ίσως αντιπροσωπεύουν ένα πολεοδομικό τετράγωνο, όπου διέμεναν ευκατάστατες οικογένειες. Στο νοτιοανατολικό μέρος της τοποθεσίας ανασκάφηκαν τα πίσω δωμάτια από αρκετά εντυπωσιακά κτίρια της Ρωμαϊκής εποχής (περίπου 1ος – 3ος/4ος αιώνες μ. Χ.).

 Ενδεχομένως να συνιστούσαν κατοικίες του παραλιακού μετώπου με θέα προς την θάλασσα. Το κεντρικό δωμάτιο ενός εξ’ αυτών, τετράγωνης πλευράς 4,80 μέτρων, έφερε ένα θαυμάσιο πολύχρωμο μωσαϊκό με γεωμετρικά σχέδια, με την σύνθεση να γίνεται πιο καλλιτεχνική πλησιάζοντας προς το εσωτερικό, αναπτυσσόμενη περιμετρικά από την παράσταση της κεφαλής ενός Σειληνού. Σύμφωνα με την αξιολόγηση των αρχαιολόγων, το υπόψη ψηφιδωτό δάπεδο απηχεί τον Ελληνιστικό ή ανατολίτικο ύφος μωσαϊκής τέχνης στις Ρωμαϊκές επαρχίες, που χαρακτηρίζονταν από ένα έμβλημα ως κεντρικό θέμα. με βαθμιδωτές σειρές από διακοσμημένα πεδία και λωρίδες να το περιστοιχίζουν.

Εικόνα 26: Άποψη των καταλοίπων και κάτοψη ενός δωμάτιου από ανασκαμμένο κτίριο στην τοποθεσία πάνω από τον βορειανατολικό μόλο, το οποίο διέθετε μωσαϊκό δάπεδο με κεντρικό απεικονιστικό θέμα το κεφάλι ενός Σειληνού. Σήμερα μάλλον καλύπτεται από επιχωματώσεις. (Πηγή φωτογραφίας: ιστότοπος http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012).

Περίπου 25 μέτρα νοτιότερα από το παραπάνω κτίριο με το μωσαϊκό δάπεδο, εντοπίστηκε ένα περίβλεπτο οικοδομικό συγκρότημα, χρονολογούμενο στον 4ο αιώνα μ. Χ., το οποίο εκτείνονταν γύρω στα 30 μέτρα προς τα ανατολικά και κατέρχονταν πάνω σε ένα τοίχο, που τώρα είναι υποθαλάσσιος. Στην βόρεια έκταση του συμπλέγματος διαμορφώνονταν ένα προσάρτημα με χρηστικό σκοπό, ενδεχομένως για αποθήκευση, ενώ το νότιο μέρος του καλύπτεται από μεταγενέστερα κτίσματα. Εντούτοις στο κεντρικό τμήμα διατηρήθηκε η αυθεντική διαμερισμάτωση, διαθέτοντας εξαιρετική τοιχοποιία. Εδώ διαρρυθμίζονταν ένας διάδρομος με μία ευμεγέθη υδατοδεξαμενή και ένα δωμάτιο με ένα βαθύ κανάλι ύδατος, απαρτίζοντας ουσιαστικά ένα υδραυλικό σύστημα, το οποίο προφανώς παρείχε νερό σε ένα κάτωθεν λουτρό, όντας μία ιδιωτική εγκατάσταση σε μία παραθαλάσσια οικία με βεράντα.
 Οι δε εσωτερικοί χώροι του ήταν διακοσμημένοι με τοιχογραφίες έξοχης ποιότητας και έφερε πολύχρωμο μωσαϊκό λιθόστρωτο, καθώς και επένδυση από εξωτικό μάρμαρο. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα ευρεθέντα οικιακά σκεύη και τα λείψανα πανίδας στο εν λόγω οικοδομικό συγκρότημα, υποδηλώνεται μία ποικιλία διατροφής των ενοίκων του, που ήταν πλούσια σε θαλασσινά.

Φώτο 27: Δομικά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, όπου μεταξύ άλλων εντοπίστηκε και ένα εκτεταμένο κτιριακό σύμπλεγμα, που διέθετε υδραυλικό σύστημα παροχής ύδατος.


Στον ίδιο τομέα ενδιαφέροντος πάνω στο παραλιακό κράσπεδο, ανακαλύφθηκε ένα σημαντικό κτίριο της ύστερης αρχαιότητας, το οποίο είχε εξωτερικό οκτάγωνο σχήμα με μέγιστο πλάτος 14,25 μέτρα. Πίσω από τους ογκώδεις τοίχους του υπήρχαν οκτώ γωνιακοί πεσσοί σε κυκλική διάταξη, που διαιρούσαν τον εσωτερικό χώρο σε ένα περιφερειακό διάδρομο στρωμένο με κεραμίδια και ένα κεντρικό θάλαμο με γεωμετρικό μωσαϊκό δάπεδο. Το κάτω τμήμα των εσωτερικών τοιχωμάτων ήταν επενδυμένο με υποκύανο – γκρίζο μάρμαρο, σκαλισμένο σε τοξωτά πλαίσια με μοτίβα κρινάνθεμων. Μέρος του «Οκταγώνου» έχει καταπέσει στην θάλασσα, ενώ βρέθηκαν αρκετές μνημειακές ταφές με πλούσιες προσφορές κατά μήκος των εξωτερικών τοιχωμάτων του. Το ιδιόμορφο οικοδόμημα ανεγέρθηκε στις αρχές με μέσα του 5ου αιώνα μ. Χ. και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα μ. Χ.
. Όσον αφορά την ταυτότητα του εικάζεται ίσως να είχε ένα θρησκευτικό χαρακτήρα, με δεδομένο ότι στην ύστερη αρχαιότητα τα κτίσματα με οκτάγωνη κάτοψη, απαντώνται τυπικά σε αυτοκρατορικά ή εκκλησιαστικά συμπλέγματα, Χριστιανικά βαπτιστήρια ή μαρτύρια, όπως το οκτάγωνο φωτιστήριο της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του Λεωνίδη στον αρχαίο λιμένα του Λεχαίου ή ο οκτάγωνος επισκοπικός ναός στους Φιλίππους Καβάλας. Κατά μία εναλλακτική οπτική, ενδεχομένως το «Οκτάγωνο» των Κεγχρεών να αντιστοιχεί στον μεγαλοπρεπή τύμβο ενός άγνωστου τοπικού Αγίου, ιεράρχη ή μεγιστάνα, αλλά κάτι τέτοιο θα ήταν μία μάλλον ασυνήθιστη θεώρηση για τον Ελληνικό χώρο, καθώς τάφοι οκταγωνικού τύπου εντοπίζονται στην Μικρά Ασία και την Εγγύς Ανατολή.

Καμία από τις διαλαμβανόμενες κτιριακές εγκαταστάσεις επί των παρυφών της απόκρημνης βορειοανατολικής ακτογραμμής των Κεγχρεών, δεν γίνεται αντιληπτή σήμερα από τον απλό επισκέπτη. Περιδιαβαίνοντας κανείς από τον υπόψη χώρο αντικρίζει ένα συνονθύλευμα από φαινομενικά αδιάφορα ερείπια, χωρίς υποτυπώδεις σημάνσεις, τα οποία πιθανότατα δεν θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον του. 
Τα αρχαία δομικά κατάλοιπα φαντάζουν εγκαταλειμμένα και ασυντήρητα. Μόνο τις καλοκαιρινές περιόδους και περιστασιακά παρατηρείται μία σχετική δραστηριότητα διερεύνησης τους, όταν προγραμματίζονται εκπαιδευτικές ανασκαφές για λίγες εβδομάδες στον Ρωμαϊκό λιμένα των Κεγχρεών (Kenchreai Archaeological Field School), με την συμμετοχή φοιτητών από ξένα πανεπιστημιακά ιδρύματα, υπό την εποπτεία του καθηγητή Joseph L. Rife, οι οποίες όμως συμβάλλουν στην περαιτέρω επισκόπηση τους μόνο σε καθαρά ακαδημαϊκό επίπεδο και όχι στην ευρύτερη ανάδειξη τους ως επισκέψιμα μνημεία.

Φώτο 28: Κτιριακά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του αρχαιολογικού χώρου των Κεγχρεών, που πιθανότατα ανήκουν σε κτίσμα οκταγωνικού σχήματος, μάλλον θρησκευτικού χαρακτήρα. (Πηγή ένθετης κάτοψης «Οκταγώνου»: ιστότοπος http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012).

Ακόμα βορειότερα από την παραπάνω οικιστική ζώνη του παραλιακού μετώπου εκτείνεται η «Ράχη Κουτσογκίλλα», μία πευκόφυτη τοποθεσία που έκρυβε έναν σπουδαίο αρχαιολογικό θησαυρό. Στα 1905 επισημάνθηκαν στην παράκτια πλαγιά από τον Γεώργιο Λαμπάκη μερικοί υπόγειοι τύμβοι, τους οποίους ο διαπρεπής αρχαιολόγος χαρακτήρισε κάπως παρορμητικά ως Χριστιανικές κατακόμβες. Ωστόσο, κατά τις ανασκαφικές εργασίες στις Κεγχρεές στην δεκαετία του 1960, διαπιστώθηκε από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Robert L. Scranton ότι το συγκεκριμένο μέρος αποτελούσε ένα εκτεταμένο νεκροταφείο ποικιλόμορφων ενταφιασμών(21), συστημένο μεσούσης της Ρωμαϊκής εποχής, χωρίς να έχει αποκλειστικά Χριστιανική φυσιογνωμία. Από τότε η «Ράχη Κουτσογκίλλα» είχε κηρυχθεί ως αρχαιολογικός χώρος, πλην όμως δεν διαφυλάχτηκε, με μοιραία συνέπεια να διαταραχθούν ανεπανόρθωτα τα ταφικά μνημεία από εντατικές λαθρανασκαφές.

Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος άρθρου, την περίοδο 2002 – 2006, υλοποιήθηκε ένα μεθοδικό πρόγραμμα ανασκαφικής έρευνας της τοποθεσίας, με την επωνυμία «Kenchreai Cemetery Project (KCP)», με επικεφαλής τον Αμερικάνο καθηγητή Joseph L. Rife. Κατά τις εργασίες χαρτογραφήθηκε λεπτομερώς η έκταση του νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με τις εντυπωσιακές υπόγειες ταφικές κατασκευές, ενώ παρά την σύληση τους βρέθηκαν πολλά κινητά ευρήματα, που φανερώνουν την ευμάρεια των Κεγχρεών στους Ρωμαϊκούς χρόνους, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της ύστερης αρχαιότητας. Ακολούθησε μία δεύτερη φάση συστηματικών ανασκαφών στον χώρο, υπό την διεύθυνση της αρχαιολόγου Έλενας Κόρκα, το χρονικό διάστημα 2007 – 2009 και παράλληλα εκπονήθηκαν αναλυτικές μελέτες για την ανάδειξη και προστασία των ταφικών μνημείων, οι οποίες όμως δεν έχουν ακόμα εκτελεστεί στην πράξη. Μόνο κάποια πρόχειρα προστατευτικά στέγαστρα τοποθετήθηκαν πάνω από ορισμένους υπόγειους τύμβους, αλλά και αυτές οι ακαλαίσθητες ξύλινες ιδιοκατασκευές έχουν αρχίσει να διαλύονται από φυσιολογική φθορά, λόγω έλλειψης συντήρησης.

Εικόνα 29: Η δρομική είσοδος ενός υπόγειου τύμβου του  νεκροταφείου ρωμαίικής περιόδου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», επί της οποίας έχει τοποθετηθεί ένα πρόχειρο προστατευτικό στέγαστρο.


Συνολικά στην ευρύτερη τοποθεσία έχουν εντοπιστεί 58 σημεία ταφών, από τα οποία τα 30 αντιστοιχούν σε υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους(22) και τα 28 είναι λακκοειδείς τάφοι, κλιβανοειδούς ή κιβωτιόσχημου τύπου, ενώ έχει ανακαλυφθεί και μία συστάδα απλών λακκοειδών τάφων. Κατά πάσα πιθανότητα, το μέρος αποτελούσε το βασικό νεκροταφείο των Ρωμαϊκών Κεγχρεών, που αρχικά αναπτύχθηκε από τα μέσα του 1ου αιώνα μ. Χ. έως τα μέσα/τέλη του 3ου αιώνα μ. Χ. και μετέπειτα χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο κατά τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους και έως τα τέλη του 6ου/αρχές 7ου αιώνα μ. Χ.. Οι υπόγειοι τύμβοι αποτελούν εκπληκτικά ταφικά μνημεία και φαίνεται ότι κατά βάση ήταν οικογενειακοί, καθώς περιείχαν πολλαπλούς ενταφιασμούς. Καλύπτονταν δε από ορθογώνιους οικίσκους, συχνά με μνημειώδεις προσόψεις και βαριές θύρες, τα οποία έφεραν αναθηματικές επιγραφές, κατονομάζοντας τον πρωταρχικό κάτοχο του μνήματος.

Οι ευρύχωροι θάλαμοι τους ήταν προσβάσιμοι από κλιμακοστάσια στην ανατολική πλευρά τους και έχουν ορθογώνια κάτοψη με μέσες διαστάσεις 3,73 μέτρα μήκος, 3,27 μέτρα πλάτος και 2,53 μέτρα ύψος, διαθέτοντας θολωτές ή επίπεδες οροφές. Στους περισσότερους από αυτούς, οι νεκροί ενταφιάζονταν ακέραιοι σε επιμήκεις λαξευμένες υποδοχές (loculi) στην κατώτερη ζώνη των τοιχωμάτων, συνήθως δύο σε κάθε πλευρά πλην εκείνης της εισόδου, με τον μέγιστο αριθμό τους να φτάνει τις δέκα θέσεις. Οι δε σοροί εναποθέτονταν εγκιβωτισμένοι σε παράλληλες λαξευτές εσοχές εντός των υποδοχών, που σκεπάζονταν με καλυπτήριες πλάκες ή κεραμίδια και κατόπιν σφραγίζονταν το έμπροσθεν άνοιγμα του επιμήκους διαμερίσματος. Η ανώτερη ζώνη των πλευρικών τοιχωμάτων σε κάθε τύμβο διατρέχεται από μία σειρά αβαθών τοξωτών κογχών, στις οποίες τοποθετούνταν τα αποτεφρωμένα λείψανα άλλων θανόντων ατόμων εντός τεφροδόχων αγγείων. Από την υφιστάμενη διαμόρφωση τους καθίσταται φανερό ότι είχαν σχεδιαστεί για να εξυπηρετήσουν τόσο ενταφιασμούς, όσο και αποτεφρώσεις νεκρών.


Εικόνα 30: Το εσωτερικό ενός θαλαμωτού τύμβου του νεκροταφείου ρωμαίικής περιόδου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», στον οποίο διατηρούνται ίχνη έγχρωμου επιχρίσματος. Διακρίνονται οι επιμήκεις υποδοχές (loculi) για τους ενταφιασμούς νεκρών και οι άνωθεν αυτών αβαθείς κόγχες για την τοποθέτηση τεφροδόχων δοχείων.

Ένα από τα αξιόλογα χαρακτηριστικά των τύμβων είναι η επένδυση των τοιχωμάτων τους με κονίαμα. Ορισμένοι είχαν επίχρισμα λευκού χρώματος, το οποίο διακρίνεται τμηματικά σε δύο υπόγειους θαλάμους, ενώ σε άλλους οκτώ εντοπίστηκαν ίχνη πένθιμων νωπογραφιών. Ωστόσο, στις περισσότερες των περιπτώσεων το κονίαμα έχει υποστεί εκτεταμένη φθορά, λόγω της φυσικής αποσάθρωσης, με συνέπεια να διασώζεται αποσπασματικά ο ζωγραφικός διάκοσμος σε τρεις μόλις τύμβους. Οι καλύτερα διατηρούμενες τοιχογραφίες εντοπίζονται σε ένα ταφικό μνημείο, στο νότιο σκέλος του Ρωμαϊκού νεκροταφείου, και διαχωρίζονται σε τρία επιμέρους διαζώματα πάνω σε λευκό φόντο. Στο κατώτερο διάζωμα διατάσσονταν ελικοειδείς μίσχοι φυτών και μαύρες οδοντώσεις επί της βάσης των τοιχωμάτων. 
Στο μεσαίο παριστάνονταν γιρλάντες από φυλλώματα και λουλούδια, που πάνω τους στέκονταν πουλιά, ενώνοντας τις ζωγραφιστές προσόψεις των επίμηκων υποδοχών (loculi), οι οποίες στον δυτικό τοίχο είναι ναόσχημες διαθέτοντας εκατέρωθεν κιονίσκους Ιωνικού ρυθμού. Στην δε επίστεψη των ναόσχημων πλαισίων αποτυπώνεται από ένα ζεύγος αντικριστών δελφινιών. Στην ανώτερη ζώνη οι κόγχες περιβάλλονταν από απομιμήσεις ορθομαρμαρώσεων και από μία ζωοφόρο, εκτεινόμενη κατά μήκος των τριών τοίχων έναντι της εισόδου, όπου απεικονίζονταν διάφορα ζώα, όπως πουλιά να ατενίζουν κίτρινους κρατήρες, καταδυόμενα δελφίνια γύρω από ένα κίτρινο δίσκο, λευκούς αντικριστούς κύκνους, ιππόκαμπους, ένα κίτρινο ψάρι να κοιτάζει ένα ευμέγεθες πουλί και άλλη φυτική διακόσμηση. Στον ανατολικό τοίχο αποτυπώνονταν σε κάθε ελεύθερη πλευρά της εισόδου δύο κυρτοί κλάδοι, από τους οποίους κρέμονταν δύο δίσκοι με κόκκινους χαλινούς.


Εικόνα 31: Άποψη από τον τοιχογραφικό διάκοσμο ενός υπόγειου τύμβου του νεκροταφείου ρωμαίικής περιόδου  στην «Ράχη Κουτσογκίλλα». Στις προσόψεις των επίμηκων υποδοχών (loculi) έχουν ζωγραφιστεί ναόσχημα πλαίσια με κιονίσκους Ιωνικού ρυθμού και ενώνονται μεταξύ τους με γιρλάντα από φυλλώματα και λουλούδια.

Μεταξύ άλλων ευρημάτων στους υπόσκαφους τύμβους ανακαλύφθηκαν επιπλώσεις και άλλα τεχνουργήματα, που μαρτυρούν την πραγματοποίηση τελετών κατά την διάρκεια της εναπόθεσης των νεκρών, καθώς και μετά την εκφορά. Αρκετοί θάλαμοι περιείχαν πέτρινα έδρανα κατά μήκος του ανατολικού τοίχου, εκατέρωθεν της εισόδου, και τετράγωνους ή κιονοειδείς βωμούς στην δυτική πλευρά, που πρέπει να εξυπηρετούσαν σαν καθίσματα και ως τράπεζες προσφορών ή διάφορων ταφικών αντικειμένων. Οι πενθούντες συγγενείς μετέφεραν μαζί τους λύχνους ελαίου για τον φωτισμό των θαλάμων και τους έβαζαν στο δάπεδο κοντά στις επιμήκεις υποδοχές (loculi), ενδεχομένως ως δώρα ή αναθήματα, κατά την διάρκεια της νεκρώσιμης τελετής. Επιπλέον, αποκομίστηκαν πολλά αγγεία, όπως αμφορείς και οικιακά σκεύη, κύπελλα, φιάλες, και πινάκια, τα οποία σχετίζονται με την προετοιμασία και το σερβίρισμα φαγητού, φανερώνοντας ότι οι οικείοι των θανόντων, είτε προσέφεραν σε αυτούς τροφές και σπονδές, είτε διενεργούσαν επιτόπου επιμνημόσυνα γεύματα. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι ευρεθέντες μολύβδινοι κατάδεσμοι (πινακίδες) με εγχάρακτες κατάρες ή ευχές, που άφηναν οι επισκέπτες των τύμβων πιστεύοντας ότι με αυτόν τον τρόπο το γραπτό μήνυμα τους θα μεταφέρονταν άμεσα στις υπερβατικές δυνάμεις.

Στο νότιο τμήμα του υπόγειου νεκροταφείου της «Ράχης Κουτσογκίλλα» εντοπίστηκε ένα τετράγωνο κτίριο θεμελιωμένο στο βραχώδες υπόστρωμα, που οι τοίχοι του έφεραν λευκό επίχρισμα. Κατά μήκος του νωτιαίου τοίχου διέθετε έναν μεγάλο πάγκο ή εξέδρα, ενώ στο κέντρο του είχε ανοιχτεί ένας μεγάλος κυκλικός λάκκος. Η συγκεκριμένη υποδομή πιστεύεται ότι χρησιμοποιούνταν για τελετουργικούς σκοπούς, όπως ιδιαίτερης λατρείας, επιμνημόσυνων γευμάτων και δείπνων ή ιεροτελεστικού πλυσίματος. Πιο ασφαλείς ενδείξεις για τελετουργικές δραστηριότητες των κατοίκων των Κεγχρεών ήρθαν στο φως στην γειτονική πλαγιά, όπου αποκαλύφθηκαν υπολείμματα πυράς αποτέφρωσης νεκρών ανθρώπων και ζώων, τα οποία είναι τα πρώτα τους είδους τους που έχουν καταγραφεί στον Ελληνικό χώρο για την περίοδο των Ρωμαϊκών χρόνων.


Εικόνα 32: Το εσωτερικό ενός υπόσκαφου τύμβου του νεκροταφείου ρωμαίικής περιόδου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», στον οποίο διατηρούνται ίχνη λευκού επιχρίσματος. Μπροστά από μία επιμήκη υποδοχή ενταφιασμού (loculi), διακρίνεται ένας κιονοειδής βωμός, μάλλον τελετουργικού σκοπού.

Οι μυστικιστικοί υπόσκαφοι τύμβοι στην «Ράχη Κουτσογκίλλα» με τα περικαλλή υπερκείμενα κτίσματα και τον κατά περίπτωση εκλεπτυσμένο ζωγραφικό διάκοσμο των θαλάμων τους, καταδεικνύουν σαφέστατα ότι οι αρχικοί ιδιοκτήτες τους ήταν μάλλον εύποροι κάτοικοι και ανήκαν προφανώς στα ανώτερα στρώματα των αρχαίων Κεγχρεών ή έστω ήθελαν να προσδιορίσουν τους εαυτούς τους ως μέλη μίας εξέχουσας κοινωνικής τάξης μέσα σε ένα Ρωμαϊκό πολιτειακό περιβάλλον. Η ιδιάζουσα αρχιτεκτονική τους βρίσκει μερικά παράλληλα σε διάφορες περιοχές, όπως σε νησιά του ανατολικού Αιγαίου πελάγους, την Μικρά Ασία, την Εγγύς Ανατολή και την Αίγυπτο, κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή, ενώ έχει ανακαλυφθεί ένας παραπλήσιος υπόγειος τύμβος και στην γειτονική Κόρινθο. Φαίνεται λοιπόν πως η τοπική κοινότητα των Κεγχρεών, μοιράζονταν την τεχνοτροπία και τις καλλιτεχνικές ανησυχίες ενός εκλεκτού πολιτισμού της αστικής αριστοκρατίας στη Ρωμαϊκή Ανατολή.

Όμως, η χρήση της «Ράχης Κουτσογκίλλα» μεταβλήθηκε δραματικά κατά την ύστερη αρχαιότητα. Οι επιβλητικοί θαλαμωτοί τύμβοι και οι λοιπές εγκαταστάσεις του νεκροταφείου έπεσαν σταδιακά σε καθεστώς αχρηστίας μετά τον 3ο αιώνα μ. Χ., φθάνοντας συνθήκες πλήρους εγκατάλειψης τον 5ο προς 6ο αιώνα μ. Χ.. Έκτοτε και πιθανόν έως την αυγή του 7ου αιώνα μ. Χ., στην ανατολική πλαγιά αναπτύχθηκε ένα κοιμητήριο Χριστιανικών τάφων, που οι περισσότεροι ήταν λακκοειδείς με απλές επιτύμβιες στήλες, ενώ περιστασιακά πραγματοποιήθηκαν ενταφιασμοί και στους υπόγειους θαλάμους, όπως υποδηλώνεται από την παρουσία εγχάρακτων σταυρών στα τοιχώματα ενός εξ’ αυτών. Αυτή η εξέλιξη αντανακλά την βαθμιαία επικράτηση του Χριστιανισμού, αλλά και την σταδιακή οικονομική παρακμή του Κορινθιακού επινείου.



Εικόνα 33: Συστάδα λακκοειδών τάφων λαξευμένων στο βραχώδες υπόστρωμα στην ανατολική πλαγιά της «Ράχης Κουτσογκίλλα». Ο χώρος του νεκροταφείου ρωμαίικής περιόδου των Κεγχρεών επαναχρησιμοποιήθηκε ως Χριστιανικό κοιμητήριο από τον 5ο/6ο αιώνα μ. Χ. έως τις αρχές του 7ου αιώνα μ. Χ..

Μολονότι ο αστικός ιστός του αρχαίου πολίσματος των Κεγχρεών δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα, λόγω ελλείψεως απτών πολεοδομικών αποδείξεων, εντούτοις διαπιστώθηκε αρκετά έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα 200 μέτρα βόρεια του μυχού του αρχαίου τεχνητού λιμένα, πλην όμως ανάγεται πριν την Ρωμαϊκή περίοδο, όπου ανήκουν οι ταυτοποιημένες λιμενικές υποδομές. Σχεδόν ολόκληρο το ανάγλυφο της υπόψη εδαφικής έξαρσης φαίνεται ότι λατομήθηκε κατά την διάρκεια του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π. Χ., όπως υποδηλώνεται από ένα νόμισμα της Σικυώνας. Μάλιστα, η λαξευμένη διάστρωση της βρέθηκε σε ευρεία έκταση και σε πολύ καλή κατάσταση διατήρησης, στις αρχαιολογικές έρευνες της δεκαετίας του 1960. Στο δε νότιο άκρο της τοποθεσίας αποκαλύφθηκαν Ελληνιστικά κτιριακά κατάλοιπα του 4ου/3ου αιώνα π. Χ., με την καταληκτική χρονολόγηση τους να προσδιορίζεται από ένα νόμισμα των Μεγάρων του 307 – 243 π. Χ. και τρία νομίσματα του Μακεδόνα ηγεμόνα Δημήτριου του Πολιορκητή (303 – 288 π. Χ.). Στις ανασκαφές ήρθαν στο φως κεραμικά θραύσματα, κεραμίδια οροφής και ένας αριθμός πήλινων ειδωλίων, εκ των οποίων δύο εντάσσονται στον 5ο αιώνα π. Χ., δημιουργώντας την υποψία ότι ενδεχομένως να υπήρχαν στον λόφο προγενέστερες κτιριακές εγκαταστάσεις, που καταστράφηκαν κατά την λατόμευση της επιφάνειας του τον αμέσως επόμενο αιώνα. Επιπλέον, εντοπίστηκαν λεκάνες με αδιάβροχο κονίαμα, μία κινστέρνα και μία λαξευμένη υπόγεια δεξαμενή ύδατος, με υδραυλικό επίχρισμα και τοξωτή οροφή, υπό τύπον σήραγγας με δύο διαφαινόμενες διακλαδώσεις στην απόληξη της, μήκους πάνω από 4 μέτρα, στην οποία η είσοδος γίνεται από ένα κλιμακοστάσιο δεκαεπτά σκαλοπατιών(23).


Εικόνα 34: Κατασκευαστικά κατάλοιπα κινστέρνας στον λόφο βόρεια του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφικές εργασίες στα 1965. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α άρθρο 10, plate 53d).

Μία σχετικά άγνωστη αρχαιολογική θέση, πλην όμως εξαιρετικού ενδιαφέροντος, εντοπίζεται περί τα 700 μέτρα στα βορειοανατολικά του λιμένα ρωμαίικής περιόδου  των Κεγχρεών. Η πρόσβαση σε αυτή είναι εφικτή από την διασταύρωση της ΕΟ Ισθμού – Αρχαίας Επιδαύρου, προς την παραλία μεγάλης ξενοδοχειακής επιχείρησης της περιοχής, και κατόπιν στρίβοντας δεξιά στον δεύτερο πλευρικό χωματόδρομο, από όπου συνεχίζοντας περίπου για 100 μέτρα, διακρίνει κανείς τα μαζικά αρχαία ερείπια, δίπλα από την περίφραξη μίας σύγχρονης ιδιωτικής κατοικίας στα ανατολικά. Πρόκειται για τα επιβλητικά κατάλοιπα ενός πομπώδους οικοδομήματος και συγκεκριμένα μίας τετράγωνης εξέδρας (podium), κατά προσέγγιση διαστάσεων 10,50 Χ 10,50 μέτρα, κτισμένης από βαρείς κατεργασμένους πώρινους δόμους και με μαρμάρινη επικάλυψη. Σήμερα η τοιχοποιία του διασώζεται από τρεις έως πέντε σειρές δόμων και σε ένα μέγιστο ύψος 1,70 μέτρων. Σύμφωνα με τις δομικές ενδείξεις, πάνω στην εξέδρα μάλλον εγείρονταν μία υπερκείμενη επίσης τετράγωνη κατασκευή, αλλά μικρότερων οριζόντιων διαστάσεων με ένα σχηματιζόμενο πυρήνα γύρω στα 3,80 Χ 3,30 μέτρα, η οποία επιστέφονταν περιμετρικά από ένα ογκωδέστατο ανάγλυφο γείσο, που έφερε έναν περίτεχνο φυτικό διάκοσμο. Κατά τις ανασκαφές βρέθηκαν πολλά ανάγλυφα αρχιτεκτονικά μέλη, με παραστάσεις φυλλωμάτων, εξυφαινόμενων κορδελών, πλοχμών κ.α., προδίδοντας την λαμπρότητα του οικοδομήματος, ενώ διατηρείται ακόμα στον χώρο ένα τεμαχισμένο τμήμα γωνιακής επίστεψης με περίγλυφα φύλλα άκανθας, το μέγεθος του οποίου είναι πραγματικά εκπληκτικό.


Εικόνα 35: Άποψη των καταλοίπων του μεγαλειώδους  ταφικού μνημείου ρωμαίικής εποχής , που βρίσκεται 700 μέτρα στα βορειοανατολικά του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, και θεωρείται πως ανήκε στον Ρωμαίο αξιωματούχο L. Castricius Requlus.

Το κτίσμα χρονολογείται από τους ειδικούς στον 1ο – 2ο αιώνα μ. Χ. και είχε ανεγερθεί γύρω από μία παλαιότερη δομή, κατασκευασμένη από πώρινους δόμους καλυμμένους με επίχρισμα και τα μεταξύ τους διάκενα είχαν πληρωθεί από μικρούς λίθους αρμολογημένους με κονίαμα. Αρχικά είχε ερμηνευτεί από τον Αμερικάνο αρχαιολόγο Robert Scranton ως αρχαιοελληνικός ναός της Κλασσικής περιόδου, εξαιτίας της φύσεως της τοιχοποιίας. Ωστόσο μετέπειτα ο ίδιος ανασκεύασε την εκτίμηση του, μέσα από την εξέταση των περισυλλεχθέντων ευρημάτων και κυρίως από την μελέτη των πολυάριθμων ενεπίγραφών θραυσμάτων με Λατινική γραφή. Έτσι λοιπόν θεωρείται πλέον ότι αποτελεί ένα Ρωμαϊκό ταφικό μνημείο, απαράμιλλης μεγαλοπρέπειας, το οποίο εικάζεται πως ανήκε στον επαρχιακό δημόσιο λειτουργό (duovir) για μία πενταετία, ονόματι L. Castricius Requlus.

Σε απόσταση περίπου 10 μέτρων νότια από το μνημειώδες  μαυσωλείο ανακαλύφθηκαν οι θεμελιώσεις ορισμένων μεταγενέστερων κτισμάτων, όπως υποδεικνύεται από την ευρεθείσα κεραμική του 5ου – 6ου αιώνα μ. Χ. και τα νομίσματα του 4ου ή πρώιμου 5ου αιώνα μ. Χ., με ενδεικτικό ένα κέρμα του αυτοκράτορα Αρκαδίου (395 – 408). Το δε μεγαλύτερο εξ’ αυτών διαθέτει μία αψιδωτή κόγχη στην ανατολική πλευρά του, και κατά πάσα πιθανότητα αντιστοιχεί σε μία Παλαιοχριστιανική βασιλική, ενώ στο διασωζόμενο κρηπίδωμα της βόρειας πλευράς του διακρίνεται το λίθινο κατώφλι μίας θύρας. Επίσης, περί την διαλαμβανόμενη εκκλησία εντοπίστηκε πλήθος ενταφιασμών της ίδιας χρονικής περιόδου. Παρά την αναμφισβήτητη σπουδαιότητα της, η τοποθεσία του κολοσσιαίου  ρωμαίικής εποχής μνημείου και των παρακείμενων κατοπινών οικοδομημάτων, δεν έχει διερευνηθεί επισταμένα σε όλη την έκταση της, ούτε έχει αναδειχθεί από αρχαιολογικής άποψης, με αποτέλεσμα να αγνοείται εντελώς η ύπαρξη της από τους τυχόν αρχαιόφιλους επισκέπτες στον όρμο των Κεγχρεών.



Εικόνα 36: Ογκώδης γωνιακή επίστεψη με ανάγλυφη διακόσμηση από φύλλα άκανθας, η οποία φανερώνει την απαράμιλλη μεγαλοπρέπεια του  μαυσωλείου   ρωμαίικής εποχής , στην τοποθεσία βορειοανατολικά του αρχαίου επινείου των Κεγχρεών.

Κάπου εδώ ολοκληρώθηκε το δεύτερο μέρος του αφιερώματος μας στον λιμένα των Κεγχρεών. Σε αυτό το νοερό οδοιπορικό μας περιηγηθήκαμε στα διατηρούμενα οικοδομικά μνημεία του υφιστάμενου αρχαιολογικού χώρου(24) και πήραμε μία παραστατική εικόνα για τις προηγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις εκείνης της αρχαίας εποχής, με τους συγκλίνοντες τεχνητούς κυματοθραύστες, που σχημάτιζαν μία ευρεία θαλάσσια λεκάνη για τον ασφαλή ελλιμενισμό των πλοίων και οι οποίοι είναι πλέον ενάλιοι. Πρώτα γνωρίσαμε τα κατάλοιπα των υποδομών του νότιου μόλου με τα τρία τυποποιημένα αποθηκευτικά συγκροτήματα, την εγκατάσταση των έξι ιχθυοδεξαμενών και το κτιριακό σύμπλεγμα του αψιδωτού κτιρίου με το μωσαϊκό δάπεδο και το περιρραντήριο, που ερμηνεύεται είτε ως το ιερό της Ίσιδας, είτε ως  ρωμαίικής εποχής «Νυμφαίο». Στον ίδιο τομέα μελετήσαμε τα ερείπια της μεταγενέστερης πολύκλιτης Παλαιοχριστιανικής βασιλικής, του βαπτιστηρίου και των λοιπών εξαρτημάτων της. Λίγο παρακάτω στα βορειοδυτικά της υποθετικής αφετηρίας του νότιου μόλου, «ξεσκεπάσαμε» τα διαμερίσματα και τα αρχιτεκτονικά μέλη ενός ευμεγέθους κτιριακού οικοδομήματος, με δέκα ευρύχωρα δωμάτια και περιστύλιο αίθριο, στο οποίο αποδίδεται δημόσιος διοικητικός χαρακτήρας. Στην κεντρική προβλήτα του λιμένα απαντήσαμε τα δομικά απομεινάρια, πιθανότατα από μία σειρά εμπορικών καταστημάτων, ενώ βορειότερα στο εσωτερικό φέρεται να διαμορφώνονταν μία πλατεία από πατημένο χώμα και χαλίκι, όπου και εντοπίστηκαν διάφορες θεμελιώσεις αρχαίων κτισμάτων.


Εικόνα 37: Άποψη των καταλοίπων του βορειοανατολικού μαυσωλείου  ρωμαίικής εποχής    . Διακρίνεται η ογκώδης λιθοδομή και ο τετράγωνος εσωτερικός πυρήνας του ταφικού μνημείου.

Φθάνοντας στον βορειοανατολικό μόλο των Κεγχρεών, το ερευνητικό βλέμμα μας προσελκύστηκε από την πλινθόκτιστη επιμελή τοιχοποιία του τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος, με το κεντρικό περιστύλιο αίθριο του να διαρρυθμίζεται γύρω από μία διαφαινόμενη πισίνα και το περικαλλές μωσαϊκό δάπεδο να κοσμεί την βόρεια αίθουσα του, αλλά και τις ψηφιδωτές επιστρώσεις των πατωμάτων στα ανατολικά δωμάτια του. Αρχικά το πολυδαίδαλο οικοδόμημα είχε ταυτιστεί με το ιερό της Αφροδίτης, που υπήρχε στο  ρωμαίικής εποχής επίνειο του Σαρωνικού κόλπου, αλλά νεότεροι μελετητές διατείνονται ότι πρόκειται απλώς για μία πλούσια παραθαλάσσια έπαυλη. Έπειτα προχωρήσαμε κάπως πιο βορειοανατολικά, κατά μήκος της απόκρημνης ακτογραμμής, όπου αποκαλύφθηκαν τα λείψανα από πολυτελή κτίσματα, τα οποία ενδεχομένως να αντιστοιχούν σε ένα πολεοδομικό τετράγωνο, στο οποίο διέμεναν ευκατάστατες οικογένειες, καθώς και ένα σπάνιο κτίριο οκταγωνικής κάτοψης, ενδεχομένως Χριστιανικής φυσιογνωμίας. Περιδιαβαίνοντας την «Ράχη Κουτσογκίλλα» εντυπωσιαστήκαμε από το υπόγειο  ρωμαίικής εποχής νεκροταφείο, με τους επιβλητικούς υπόσκαφους θαλαμωτούς τύμβους, που στα τοιχώματα τους ανοίγονται επιμήκεις υποδοχές ενταφιασμών (loculi) και άνωθεν κόγχες εναπόθεσης τεφροδόχων δοχείων, ενώ ένας εκ αυτών διατηρεί ακόμα ένα εκτενές μέρος των υπέροχων τοιχογραφιών του. Κατόπιν μεταφερθήκαμε στον λόφο 200 μέτρα βόρεια του μέσου του αρχαίου λιμένα, όπου βρέθηκαν θεμελιώσεις κτισμάτων των Ελληνιστικών Κεγχρεών και μία υπόγεια δεξαμενή. Τέλος η περιπλάνηση μας κατέληξε περίπου 700 μέτρα βορειοανατολικότερα, στην τοποθεσία του μεγαλειώδους  μαυσωλείου  ρωμαίικής εποχής  , το οποίο έφερε επιδεικτική ανάγλυφη διακόσμηση, τουλάχιστον στην υπερκατασκευή της επίστεψης του. Τα δε επιβλητικά κατάλοιπα του συντροφεύονται από τα παρακείμενα ερείπια μίας μεταγενέστερης Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας.


Εικόνα 38: Άποψη τμήματος των αποκαλυφθέντων θεμελιώσεων της Παλαιοχριστιανικής εκκλησίας, στην τοποθεσία στα βορειοανατολικά του λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται το λίθινο κατώφλι μίας θύρας, ενώ με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η καμπή της αψιδωτής κόγχης του Ιερού Βήματος.

Ωστόσο, τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα μνημεία, αν όχι στο σύνολο τους, παραμένουν στην αφάνεια, καθώς πρακτικά δεν γίνονται άμεσα αντιληπτά από τον ξέγνοιαστο παραθεριστή, που απολαμβάνει λίγες στιγμές αναψυχής στον σημερινό γραφικό ορμίσκο του αλλοτινού λιμένα των Κεγχρεών. Κατά την άποψη του γράφοντος, αυτός ο καταπληκτικός αρχαιολογικός χώρος, με την ιδιαίτερη ιστορική και αρχιτεκτονική σημασία, επιβάλλεται να τύχει της δέουσας προβολής. Θα μπορούσαν οι αρμόδιοι πολιτειακοί φορείς να μεριμνήσουν πρωταρχικά για τον περιοδικό καθαρισμό των αρχαίων καταλοίπων από την βλάστηση, τα απορρίμματα και τα φερτά υλικά. Κάποιες από τις προσιτές δράσεις, που δεν απαιτούν ένα ιλιγγιώδες κόστος, είναι η τοποθέτηση καλαίσθητων πληροφοριακών πινακίδων με σχεδιαγράμματα, έστω και ξύλινων, σε κάθε μνημειακή θέση και η δημιουργία σηματοδοτημένων περιπατητικών διαδρομών. Ακόμα περαιτέρω, ίσως θα έπρεπε να αποκαλυφθούν μόνιμα τα εντοπισμένα μωσαϊκά δάπεδα των επιμέρους αρχαίων κτισμάτων, και να προστατευτούν με την τοποθέτηση κατάλληλων στεγάστρων, αντί να βρίσκονται θαμμένα κάτω από ένα στρώμα επιχωματώσεων, όπως ευελπιστούμε ότι συμβαίνει.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να υποστηρίξουμε με βάση την προηγούμενη εμπειρία των ανασκαφών της δεκαετίας του 1960, ότι θα ήταν εφικτή η στεγανοποίηση ορισμένων από τις ενάλιες υποδομές του νότιου μόλου, όπως το αψιδωτό κτίσμα, με σκοπό να καταστούν πιο προσβάσιμες. Επίσης, θα συνιστούσε ουσιώδη συμβολή προς αυτή την κατεύθυνση, η υλοποίηση των εκπονηθείσων μελετών για την ανάδειξη των υπόγειων θαλαμωτών τύμβων του  ρωμαίικής εποχής  νεκροταφείου στην «Ράχη Κουτσογκίλλα», προκειμένου να συντηρηθούν και να καταστούν επισκέψιμοι στο ευρύτερο κοινό. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις και τηρουμένων των ασύμμετρων αναλογιών, οι οποίες προκύπτουν από τις τρέχουσες δυσμενείς δημοσιονομικές συνθήκες της χώρας μας, θα ήταν δυνατόν ο παραμελημένος χώρος του αρχαίου πολυπολιτισμικού επινείου των Κεγχρεών να μετατραπεί σε ένα πρότυπο αρχαιολογικό πάρκο, πανελλήνιας εμβέλειας και πόλος έλξης επισκεπτών. Το μόνο που χρειάζεται για να γίνει ένα ξεκίνημα, είναι να ευαισθητοποιηθούν οι ιθύνοντες, και κυρίως οι παράγοντες της δημοτικής αρχής σε συνεργασία με την οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων, αλλά και τυχόν πολιτιστικοί σύλλογοι της περιοχής, δείχνοντας έμπρακτα το ενδιαφέρον και την αγάπη τους για τα ιστορικά μνημεία του τόπου τους.

Εικόνα 39: Άποψη των αρχαίων καταλοίπων στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών, όπως φωτογραφήθηκαν από τον αρχαιολόγο Γεώργιο Λαμπάκη στα 1905. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 1, εικόνα 16).

Επιπρόσθετο Φωτογραφικό Υλικό


Εικόνα 40: Άποψη των ενάλιων διατηρούμενων θεμελιώσεων του μεσαίου αποθηκευτικού συγκροτήματος στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών. Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται ενδεικτικά ορισμένοι από τους εσωτερικούς θαλάμους του.


Εικόνα 41: Στιγμιότυπο από τις υποβρύχιες αρχαιολογικές έρευνες στον νότιο μόλο του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών κατά την δεκαετία του 1960. Είναι εντυπωσιακό το πλήθος των θραυσμάτων από αρχαία αγγεία. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 34c).


Εικόνα 42: Οστέινα και ελεφάντινα μέλη από διακοσμητική επένδυση ξύλινης επίπλωσης. Ανακαλύφθηκαν εντός του αψιδωτού κτιρίου, του θεωρούμενου ως ιερού της Ίσιδας ή κατά μία άλλη εκδοχή ως Ρωμαϊκού «Νυμφαίου», στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Εκτίθενται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.



Εικόνα 43: Ξύλινη θύρα μέσω της οποίας πραγματοποιούνταν η πρόσβαση στο υπόγειο του προσκτίσματος, στο αψιδωτό κτίριο του απεικαζόμενου ως ιερού της Ίσιδας ή Ρωμαϊκού «Νυμφαίου» στο επίνειο των Κεγχρεών. Εκτίθεται σε προθήκη του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας.


Εικόνα 44: Τμήμα τοιχογραφίας από το κτίσμα του βαπτιστηρίου της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον νότιο μόλο του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Ενδεχομένως να απεικονίζονταν η σκηνή του μαρτυρίου ενός Χριστιανού Αγίου. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 48a).


Εικόνα 45: Ο διατηρούμενος στυλοβάτης με τις πέντε βάσεις κιόνων, από ένα κλίτος της νότιας πλευράς της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής του επινείου των Κεγχρεών. Με κόκκινο βέλος επισημαίνονται τα διατηρούμενα τμήματα πλακών από το λιθόστρωτο του κλίτους – διαδρόμου, που οδηγούσε στο παρεκκλήσιο (μεταποιημένο προγενέστερο αψιδωτό κτίριο).


Εικόνα 46: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα της κτιστής κολυμβήθρας του βαπτιστηρίου της Παλαιοχριστιανικής βασιλικής στον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται η τετράγωνη λεκάνη και το περίγραμμα του προεκτεινόμενου κουβουκλίου, που στηρίζονταν σε κιονίσκους.


Εικόνα 47: Άποψη τμήματος της βόρειας αίθουσας του μεγαλειώδους κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, όπως αποκαλύφθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1960. Διακρίνεται μέρος από το περίτεχνο μωσαϊκό δάπεδο, το οποίο σήμερα δεν είναι ορατό. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 51b).


Εικόνα 48: Άποψη των καταλοίπων του τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος στον βορειοανατολικό μόλο, το οποίο έχει ερμηνευτεί ως το ιερό της Αφροδίτης στις Κεγχρεές ή κατά μία νεότερη άποψη ως πολυτελής παραθαλάσσια Ρωμαϊκής εποχής  έπαυλη.

Εικόνα 49: Διατηρούμενο τμήμα ψηφιδωτού δαπέδου από το επιβλητικό κτιριακό συγκρότημα, επί του αυχένα του βορειοανατολικού μόλου στο λιμένα των Κεγχρεών.

Εικόνα 50: Άποψη της απόληξης του φυσικού ακρωτηρίου του βορειοανατολικού μόλου στις Κεγχρεές, όπου δεσπόζει η βάση ενός πυργοειδούς κτίσματος, που πιθανότατα ανάγεται στην ύστερη Ρωμαϊκή περίοδο ή λίγο αργότερα. Εντός κόκκινου πλαισίου επισημαίνονται τα κατάλοιπα της νότιας ενότητας του παρακείμενου τριμερούς κτιριακού συγκροτήματος.

Εικόνα 51: Κτιριακά κατάλοιπα στο βορειανατολικό παραλιακό μέτωπο του λιμένα των Κεγχρεών, όπου πιθανόν να αναπτύσσονταν ένα πολεοδομικό τετράγωνο στην έκταση της σχηματιζόμενης πλαγιάς.


Εικόνα 52: Λεκάνες επιχρισμένες με αδιάβροχο κονίαμα επί του υψώματος στα 200 μέτρα βόρεια του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών, όπως αποκαλύφθηκαν κατά τις ανασκαφικές εργασίες στα 1965. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 10, plate 53c).

Εικόνα 53: Άποψη των καταλοίπων του μεγαλοπρεπούς  ταφικού μνημείου , που βρίσκεται στα 700 μέτρα βορειοανατολικά του αρχαίου λιμένα των Κεγχρεών. Διακρίνεται το σωζόμενο ογκωδέστατο γωνιακό τμήμα από την ανάγλυφη επίστεψη του οικοδομήματος.

\
Κείμενο – Επιλογή Φωτογραφιών
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.


Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Παυσανία, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ («Κορινθιακά»), κεφάλαιο 2, εδάφιο 3.

2. Ammianus Marcellinus, «Res gestae», βιβλίο XXVI (10.15 – 19).

3. Ζώσιμος, «Ιστορία Νέα», βιβλίο 4, εδάφιο 18.

4. Οι θεομηνίες που ενέσκηψαν στον Ελλαδικό χώρο στα χρόνια του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’ (527 – 565), καταγράφονται κατά περίπτωση από τον λόγιο Προκόπιο τον Καισαρέα στα δύο ιστορικά έργα του «Υπέρ πολέμων λόγοι» και «Περί κτισμάτων».

5. Η γενική διεύθυνση των ανασκαφών στον τομέα των Κεγχρεών μοιράζονταν από κοινού στους Αμερικανούς καθηγητές Robert Scranton και John Hawthorne από το Πανεπιστήμιο του Σικάγο και Edwin Ramage και Diether Thimme από το Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, με τον Scranton να έχει την καθολική ευθύνη για την πορεία τους. Με την ανασκαφή στο αψιδωτό κτίριο του νότιου μόλου απασχολήθηκε ειδικότερα η καθηγήτρια Elizabeth Gebhard από το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, έχοντας βοηθό την αρχαιολόγο Leila Ibrahim, η οποία αργότερα ανέλαβε αποκλειστικά την επίβλεψη των εργασιών.

6. Στην αρχαιολογική έκθεση του 1967, ο καθηγητής Robert Scranton χαρακτηρίζει το υπόψη δίπατο οικοδόμημα πιλοτικά ως «ναό (temple)», προδίδοντας του μία αδιόρατη λατρευτική φυσιογνωμία.

7. Ο καθηγητής Robert Scranton σε σχετικό άρθρο του, στο Αρχαιολογικό Δελτίο του έτους 1969, αναφέρει ότι μεταξύ άλλων ήρθε στο φως και ένα θραύσμα υαλοθετήματος, όπου απεικονίζονταν τα πόδια και το φόρεμα μίας απροσδιόριστης γυναικείας μορφής, η οποία στέκονταν σε ένα βάθρο ή αιωρούνταν πάνω από αυτό, πλαισιωμένη από δύο μεγάλες κολώνες ή βρίσκονταν εντός ενός τετράπλευρου περιβλήματος.

8. Από τα συνολικά ανακτηθέντα 75,12 τετραγωνικά μέτρα των υαλοθετημάτων, το 48% των επιφανειών διατηρούνται σε σταθερή κατάσταση, το 28% σε ασταθή και το 21% έχει κονιορτοποιηθεί και είναι αδύνατον να αποκατασταθεί. Το υπολειπόμενο ποσοστό 3% διασώζεται σε ελεύθερες γυάλινες κρούστες, που δε έχουν ενταχθεί σε κάποιους από τους πίνακες.

9. Η κατασκευή του υπόψη ειδικού θαλάμου φύλαξης των υαλοθετημάτων, χρηματοδοτήθηκε από το Γ’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος (ΠΕΠ) Πελοποννήσου.


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου


1. «Εικόνες Διάφανες Χρωματιστές – Από το Λιμάνι των Κεγχρεών», Γεωργιάννα Μωραΐτου, περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 123, σελίδες 28 – 37, Απρίλιος 2007.

2. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.

3. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.

4. «Investigation at Kenchreai 1963», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 33, pp. 134 – 145, 1964.

5. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 20 Β1 – Χρονικά (1965), σελίδες 145 – 152.

6. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 21 Β1 – Χρονικά (1966), σελίδες 141 – 145.

7. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 24 Β1 – Χρονικά (1969), σελίδες 119 – 121.

8. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.

9. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: The Panels of Opus Sectile in Glass», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai II), Leiden, 1976.

10. «The Kenchreai Glass Panels: Selection of Packing Materials», Politimi Loukopoulou, Gorgianna Moraitou, «Glass and Ceramics Conservation 2007», pp. 85 – 92, ed. Lisa Pilosi, Interim Meeting of the ICOM-CC Working Group, Nova Gorica, Slovenia, 27 – 30 August 2007.

11. https://ellinondiktyo.blogspot.com/ Οι γυάλινοι πίνακες των Κεγχρεών.



Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές

1. Οι μετρήσεις έγιναν με βάση τις κλίμακες στα τοπογραφικά διαγράμματα και στις σχεδιαστικές κατόψεις των ανακαλυφθέντων λιμενικών εγκαταστάσεων. Στο πρώτο μέρος του παρόντος αφιερώματος αναφέρθηκε κάπως υπερβολικά, ότι το πλάτος της εισόδου στον λιμένα ενδεχομένως να άγγιζε και τα 200 μέτρα, όπως αναγράφονταν στην πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου.

2. Σε μερικές διαδικτυακές πηγές αναφέρεται ότι τα συγκροτήματα των αποθηκών ήταν πέντε, προσθέτοντας άλλα δύο προς την χερσαία αφετηρία του νότιου μόλου, πλην όμως μία τέτοια πιθανότητα δεν τεκμαίρεται από τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα.

3. Το ανατολικό άκρο του εξωτερικού λιμενοβραχίονα στην είσοδο του λιμένα βρίσκεται σε βάθος 2 μέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

4. Το είδος του μωσαϊκού δαπέδου στο αψιδωτό κτίριο είναι παρόμοιο με ανάλογα παραδείγματα, που εντοπίστηκαν στην αρχαία Κόρινθο και χρονολογούνται στον 1ο αιώνα μ. Χ..

5. Το μεγαλύτερο μέρος των κινητών ευρημάτων από τον νότιο μόλο εκτίθενται σε ιδιαίτερη θεματική ενότητα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην νοτιότερη γωνία της αποβάθρας αποκαλύφθηκε η άκρη μίας μεγάλης βάρκας ή ενός μικρού πλοίου, που όμως δεν έχει ταυτοποιηθεί ακόμα χρονολογικά. Αν είναι αρχαίο θα πρέπει να προέρχεται από τις τελευταίες μέρες χρήσης των λιμενικών εγκαταστάσεων περί τον 6ο ή 7ο αιώνα, όταν το σκαρί εγκαταλείφθηκε επί τόπου.

6. Μία πληρέστερη παρουσίαση των ευρεθέντων πολύχρωμων υαλοθετημάτων, θα παρατεθεί στο προσεχές τρίτο και τελευταίο μέρος του παρόντος αφιερώματος στον αρχαίο λιμένα των Κεγχρεών.

7. Βλέπε εικόνα 44 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

8. Στον τομέα του Παλαιοχριστιανικού συμπλέγματος ανακαλύφθηκαν πάνω από 70 ταφές. Από αυτούς 25 εντοπίστηκαν στον κυρίως ναό της βασιλικής, 4 στον νάρθηκα, 6 στον εξωνάρθηκα, 5 στο πρώτο βορειανατολικό κλίτος, 5 στο πρώτο νοτιοδυτικό κλίτος, 5 στο μαρμαροθετημένο κλίτος – διάδρομο, και 12 στην περιοχή προς τα νοτιοδυτικά. Μερικοί ενταφιασμοί ανάγονται χωρίς αμφιβολία στην περίοδο λειτουργίας του εκκλησιαστικού ιδρύματος τον 5ο/6ο αιώνα μ. Χ., αλλά οι υπόλοιποι είναι σαφώς μεταγενέστεροι, υποδηλώνοντας ότι ο χώρος ενδεχομένως να χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά ως Χριστιανικό κοιμητήριο της τοπικής κοινότητας των Κεγχρεών, ίσως προς το τέλος των πρώιμων Βυζαντινών χρόνων και μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα.

9. Βλέπε εικόνα 45 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

10. Το υπόψη οικόπεδο έχει πλέον περιέλθει στο δημόσιο και αποτελεί δηλωμένο αρχαιολογικό χώρο. Το 2013 η αρχαιολόγος Καλλιόπη Κρυστάλλη – Βότση μεταβίβασε τα δικαιώματα της τοποθεσίας και των ευρημάτων στον καθηγητή Joseph L. Rife, διευθυντή των Αμερικανικών ανασκαφών στις Κεγχρεές, υπό την πατρωνία της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών Αθηνών, ο οποίος από το επόμενο έτος ξεκίνησε μία νέα φάση επαναξιολόγησης του εκτεταμένου αρχαίου οικοδομήματος.

11. Έχουν ανασκαφεί οκτώ δωμάτια από το συγκεκριμένο κτιριακό συγκρότημα, ενώ λόγω αρχιτεκτονικής συμμετρίας, εκτιμάται ότι άλλα δύο βρίσκονται κάτω από το σημερινό οδόστρωμα της Εθνικής Οδού. Επίσης, αρκετά ευρήματα και κυρίως λύχνοι έχουν σαφές Χριστιανικό περίβλημα, ενώ σε ένα από τα κιονόκρανα υπάρχει το σημείο του σταυρού, υποδηλώνοντας ότι πιθανώς μετά από κάποια χρονική στιγμή το προσωπικό της εγκατάστασης είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό.

12. Η στρωματογραφική μελέτη του οικοδομικού συμπλέγματος δεν έχει αποκαλύψει ακόμα πότε ακριβώς πραγματοποιήθηκε αυτή η καταστροφή.

13. Ορισμένοι ερευνητές προσδιορίζουν την τελευταία φάση λειτουργίας του στο χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 580 – 600. Η παρουσία χωνιών ανάμεσα στα ευρήματα φανερώνει ότι σε κάποιο από τα δωμάτια του, μεταγγίζονταν τα υγρά προϊόντα (λάδι, κρασί κ.λπ.) είτε σε μικρότερους αμφορείς για εμπορική διακίνηση, είτε σε ογκώδη δοχεία εναποθήκευσης.

14. Αυτή η πεποίθηση ενισχύεται από την ανεύρεση σε αυτόν τον τομέα του λιμένος, πέντε ασημένιων νομισμάτων του αυτοκράτορα Βασιλείου Β’ Βουλγαροκτόνου (976 – 1025).

15. Μετά τον καθαρισμό και τον διαχωρισμό των τεμαχίων των δύο αποθετών διασώθηκαν μόλις 108 νομίσματα, ενώ εκτός από τα αναμενόμενα Ρωμαϊκά – Βυζαντινά δείγματα, ανάμεσα τους συμπεριλαμβάνονται και τέσσερα νομίσματα των Βανδάλων και άλλα 4 του βασιλιά των Οστρογότθων Τοτίλα (ή Baduila, 541 – 552).

16. Από τα 34 νομίσματα του αρχικού αποθέτη μετά τον καθαρισμό διασώθηκαν τα 16. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και τρία νομίσματα του βασιλιά των Βησιγότθων Θεοδώριχου του Μέγα (511 – 526).

17. Το πλάτος του συγκροτήματος υπολογίζεται κατά προσέγγιση ότι ενδεχομένως να έφτανε στα 36 μέτρα.

18. Βλέπε εικόνα 47 στο επιπρόσθετο φωτογραφικό υλικό.

19. Μεταξύ των λοιπών ευρημάτων στα συντρίμμια του υπόψη συγκροτήματος, συμπεριλαμβάνονται αρκετοί αμφορείς και ποσότητες κεραμικής κυρίως του 1ου αιώνα μ. Χ., πολυάριθμοι λύχνοι και λίγα ποικιλόμορφα ειδώλια.

20. Οι εσωτερικές διαστάσεις του είναι 4,45 Χ 3 μέτρα.

21. Σχετικό αναλυτικό άρθρο του γράφοντος: www.parakato.gr/Το υπόγειο Ρωμαϊκό νεκροταφείο των Κεγχρεών/25-6-2016.

22. Μερικοί υπόγειοι θαλαμωτοί τύμβοι, σαρκοφάγοι και λακκοειδείς τάφοι ανακαλύφθηκαν παραλιακά περίπου στο κέντρο του ευρύτερου γεωγραφικού όρμου των Κεγχρεών, στα ανατολικά των υφιστάμενων στρατιωτικών εγκαταστάσεων, συνιστώντας ένα κάπως απομακρυσμένο περιφερειακό νεκροταφείο της Ρωμαϊκής εποχής. Επίσης έχουν εντοπιστεί σποραδικά και άλλα παρόμοια ταφικά μνημεία στην ενδοχώρα περιμετρικά της θέσης του αρχαίου πολίσματος.

23. Κάπως δυτικότερα από τον υπόψη λόφο, ο Γεώργιος Λαμπάκης αναφέρει ότι στα 1905 είχε εντοπίσει άλλη μία μάλλον ορθογώνια δεξαμενή, διαστάσεων 2,40 Χ 2 μέτρων και βάθους 1,50 μέτρο. Σε ένα από τα τοιχώματα της διατηρούνταν η αποσπασματική παράσταση ενός σταυρού, που περιβάλλονταν από ιχθύες με ψήγματα χρωματισμού. Λόγω του προφανούς θρησκευτικού συμβολισμού, ο Έλληνας αρχαιολόγος θεώρησε εύλογα πως ανήκε στην Πρωτοχριστιανική περίοδο και υπέθεσε ότι πρόκειται για δεξαμενή, η οποία βρίσκονταν στην αγροικία ενός Χριστιανού κατοίκου των Κεγχρεών.

24. Ο χώρος του Ρωμαϊκού λιμένα των Κεγχρεών και τα περιφερειακά αρχαία μνημειακά κατάλοιπα, διέπονται από τις διατάξεις του νόμου Ν. 3028/2002 «Για την προστασία των Αρχαιοτήτων και εν γένει της Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (ΦΕΚ 153/Β/28-6-2002).


Ενδεικτική Βιβλιογραφία – Πηγές Διαδικτύου

1. «Χριστιανικαί Κεγχρεαί: Τοπογραφία των Κεγχρεών», Γεώργιος Λαμπάκης, Miscellanea di archeologia, storia e filologia dedicata a Professore Antonio Salinas nel XL anniversario del suo insegnamento accademico, pp. 71 – 80, Palermo, 1907.

2. «Κεγχρεές», Κ. Κρυστάλλη – Βότση, Αρχαιολογικόν Δελτίον 31 Β1 – Χρονικά (1976), σελίδα 64.

3. «Η Βασιλική των Κεγχρεών», Δημήτριος Πάλλας, Ανατύπωσις εκ του τόμου ΜΖ’ (1987) της επετηρίδας της ΕΒΣ, σελίδες 295 – 309, εν Αθήναις, 1989.

4. «Αρχαιολογικοί θησαυροί της Κορινθίας», σελίδες 163 – 167, Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Κορινθίας, Prefecture of the Corinthia, Κόρινθος, 2008.

5. «Κεγχρεές», άρθρο της Παρασκευής Ευαγγέλογλου στο συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία: Από τους προϊστορικούς χρόνους έως το τέλος της αρχαιότητας», σελίδες 30 – 37, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.

6. «Investigation at Kenchreai 1963», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 33, pp. 134 – 145, 1964.

7. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 19 Β1 – Χρονικά (1964), σελίδες 103 – 107.

8. «Investigation at Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Αρχαιολογικόν Δελτίον 20 Β1 – Χρονικά (1965), σελίδες 145 – 152.

9. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 21 Β1 – Χρονικά (1966), σελίδες 141 – 145.

10. «Investigation at Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Edwin Ramage, Hesperia 36, pp. 124 – 186, 1967.

11. «Shalllow-water Excavation at Kenchreai ΙΙ», Joseph W. Shaw, American Journal of Archaeology 71, pp. 223 – 231, 1967.

12. «Corinthian Kenchreai», Robert Scranton, Αρχαιολογικόν Δελτίον 24 Β1 – Χρονικά (1969), σελίδες 119 – 121.

13. «Shalllow-water Excavation at Kenchreai», Joseph W. Shaw, American Journal of Archaeology 74, pp. 179 – 180, 1970.

14. «A Small Deposit of Bronze Coins from Kenchreai», R. L. Hohlfelder, Hesperia 39, p. 68 – 72, 1970.

15. «A Sixth Century Hoard from Kenchreai», R. L. Hohlfelder Hesperia 42 (1973), 89 – 101, 1973.

16. «The Kenchreai Excavations: The Coins», Proceedings of the International Numismatic Congress, New York and Washington D. C., September, 1973.

17. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: Topography and Architecture», Leila Ibrahim, Robert Lorentz Scranton, Robert H. Brill, (Kenchreai I), Leiden, 1978.

18. «Kenchreai: Eastern Port of Corinth: The Coins», Robert L. Hohlfelder, (Kenchreai III), Leiden, 1978.

19. «Life and Death at a Port in Roman Greece. The Kenchreai Cemetery Project, 2002 – 2006», Joseph Rife, Melissa Moore Morison, Alix Barbet, Richard K. Dunn, Douglas H. Ubelaker, Florence Monier, article in Hesperia, vol. 76 (1), pp. 143 – 181, April 2007.

20. «Religion and Society at Roman Kenchreai», Joseph L. Rife, Corinth in context: Comparative Studies on Religion and Society, pp. 391 – 432), eds. S. J. Friesen, D. N. Schowalter, J. C. Walters, Novum Testamentum, Suppl. 134, Leiden, 2010.

21. «Preliminary Report on Early Byzantine Pottery from a Building Complex at Kenchreai (Greece)», Sebastian Heath, Joseph L. Rife, Jorge J. Bravo III, Gavin Blasdel, ISAW Papers 10, 2015.

22. http://www.kenchreai.org/The American Excavations at Kenchreai.

23. http://www.ascsa.edu.gr/report-on-kenchreai-2012.

24. http://kenchreai.org/Kenchreai Archaeological Archive.

25. http://limenoscope.ntua.gr/Λιμενοσκόπιον - Κόρινθος - Κεγχρεές.

26. http://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=kexries.

27. https://www.researchgate.net/figure/Kenchreai-The-ancient-harbor-and-the-Roman-cemetery-on-the-Koutsongila-Ridge-Contour.


Τα περίτεχνα  υαλοθετήματα από τις Κεγχρεές  - ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ


Οι γυάλινοι πίνακες των Κεγχρεών ...

ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ