Εικόνα 1: Το παραλιακό επίπεδο του ιερού της Ήρας Ακραίας επί του δυτικού ακρωτηρίου της χερσονήσου της Περαχώρας, το οποίο υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους λατρευτικούς τόπους της Κορινθιακής επικράτειας στους Γεωμετρικούς και Αρχαϊκούς χρόνους.
Μια επισκόπηση του οργανωμένου αρχαιολογικού χώρου του ιερού της Ήρας Ακραίας, σε συνδυασμό με τον τρόπο λατρείας της θεάς μέσω της ερμηνείας των ευρημάτων
Στο προηγούμενο μέρος του παρόντος αφιερώματος στο αρχαίο Ηραίο της Περαχώρας, επιδιώξαμε να ανασυνθέσουμε τις ψηφίδες της ιστορίας του ιερού, ανιχνεύοντας πρωταρχικά την διασύνδεση του με την μυθολογική μορφή της Μήδειας. Στην φυσιογνωμία της τραγικής ηρωίδας μάλλον αντικατοπτρίζονταν η υπερβατική προσήλωση των αρχέγονων κατοίκων της περιοχής σε μία προδωρική θεότητα, η οποία αντικαταστάθηκε μεταγενέστερα από την αφοσίωση στο πρόσωπο της Ήρας, που έφερε το κύριο προσωνύμιο «Ακραία» ως «θεά των ακρωτηρίων». Κατόπιν παρακολουθήσαμε την χρονική πορεία του θρησκευτικού συγκροτήματος μέσα από τις καταγραφές των αρχαίων συγγραφέων, διαπιστώνοντας ότι αναδείχθηκε σε έναν από τους σημαντικότερους λατρευτικούς τόπους της αρχαίας Κορινθίας, ακμάζοντας στην Γεωμετρική και Αρχαϊκή εποχή και φθάνοντας στο απόγειο της αίγλης του τον 6ο αιώνα π. Χ.. Η δε λειτουργία του φαίνεται ότι σχετίζονταν στενά με την υπερπόντια αποικιακή εξάπλωση και τα θαλάσσια εμπορικά ταξίδια των Κορινθίων, καθώς εδώ η Ήρα τιμώνταν και ως «Λιμενία», δηλαδή ως «θεά των λιμανιών» και κατ’ επέκταση των ναυτιλλόμενων. Η πανελλήνια φήμη του Ηραίου διατηρήθηκε θαλερή και στους Κλασσικούς και Ελληνιστικούς χρόνους για να σβήσει άδοξα το 146 π. Χ., όταν πιστεύεται ότι καταστράφηκε από τους Ρωμαίους έχοντας την ίδια ολέθρια τύχη με την πόλη της Κορίνθου, ενώ τους επόμενους αιώνες χάθηκε ακόμα και η ανάμνηση του, μέχρι την διενέργεια των ανασκαφικών εργασιών από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών (British School at Athens) την περίοδο 1930 – 1933, υπό την διεύθυνση του τότε διευθυντή του ιδρύματος Humfry Payne (1902 – 1936).
Στην παρούσα δεύτερη ενότητα θα ασχοληθούμε με την περιγραφή των σωζόμενων αρχαίων καταλοίπων και την εκτιμώμενη χρήση των υποδομών του ιερού της Ήρας Ακραίας, τα οποία εκτείνονται χωροταξικά σε μία μακρόστενη έκταση μήκους περίπου 245 μέτρων και πλάτους 45 μέτρων, στην νότια πλευρά του τριγωνικού ακρωτήριου Μελαγκάβι, με τοπογραφικό ορόσημο τον διαγραφόμενο ειδυλλιακό ορμίσκο. Εξαιτίας της διαμόρφωσης του εδάφους, τα οικοδομήματα διατάσσονταν σε τρία διακριτά εδαφικά επίπεδα, που ανέρχονταν κλιμακωτά από τα δυτικά προς τα ανατολικά και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με κλιμακοστάσια, με το κυρίως θρησκευτικό σύμπλεγμα να καταλαμβάνει το παραλιακό μέτωπο του φυσικού λιμένα. Επίσης, θα εντρυφήσουμε και στον τρόπο ενάσκησης της επιχώριας λατρείας προς την θεά, όπως τεκμαίρεται από το είδος των ευρεθέντων αναθημάτων και τις αποδιδόμενες επωνυμίες στην τοπική της υπόσταση, καθώς και από την εικαζόμενη έκφανση των τελετουργικών γευμάτων, που παραθέτονταν στα ανακαλυφθέντα κτίρια εστίασης στην τοποθεσία.
Εικόνα 2: Δορυφορική αποτύπωση του αρχαιολογικού χώρου του Ηραίου. (1): «δυτική αυλή», (2): Αρχαϊκός ναός, (3): θέση Γεωμετρικού ναού, (4): βωμός, (5): διώροφη στοά σχήματος «Γ», (6): εκκλησία Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή, (7): αψιδωτή δεξαμενή, (8): εστιατόριο, (9): αγωγός ύδατος, (10): «ιερή δεξαμενή», (11): κινστέρνα, (12): αναλημματικοί τοίχοι, (13): ισοδομικό τείχος, (14): θεμελιώσεις κτιρίων, (15): πολυγωνικό τείχος, (16): «κτίριο της εστίας», (17): διευθετημένο δρομολόγιο πρόσβασης, (18): χώρος στάθμευσης οχημάτων. Εντός κόκκινων πλαισίων επισημαίνονται τα τρία εδαφικά επίπεδα του ιερού.
Θα ξεκινήσουμε την διερευνητική περιήγηση μας στον αρχαιολογικό χώρο από το κατώτερο δυτικό επίπεδο του και από το πρωιμότερο χρονολογικά οικοδόμημα. Πρόκειται για τον πρωταρχικό ναό προς τιμήν της Ήρας, από τον οποίο διατηρείται σήμερα μόνο ένα τμήμα της θεμελίωσης του βόρειου τοίχου του. Εκτιμάται ότι κτίστηκε περί το 825/820 – 800 π. Χ., στο κέντρο του ορμίσκου και στην θέση όπου διακρίνονται τα ερείπια του μεταγενέστερου βωμού. Η αναγωγή της ανέγερσης του στα τέλη του 9ου αιώνα π. Χ., καθιστά το Ηραίο ως ένα από τα παλαιότερα εντοπισμένα ιερά, που συστήθηκαν την Γεωμετρική εποχή (1050/1025 – 700 π. Χ.) στον Ελληνικό χώρο(1). Σύμφωνα με την πιο διαδεδομένη εκδοχή, εκείνη την περίοδο η χερσόνησος του αρχαίου Πειραίου φέρεται να ανήκε στους Μεγαρείς, οι οποίοι πιστεύεται ότι ίδρυσαν το θρησκευτικό συγκρότημα.
Ο Γεωμετρικός ναός ήταν μονόχωρος με τοιχοποιία ενδεχομένως από ωμόπλινθους, διαθέτοντας κάτοψη απλού αψιδωτού σχήματος, με την κόγχη να διαρρυθμίζεται στην ανατολική πλευρά του. Το σχετικά μικρό κτίσμα παρουσίαζε οριζόντιες διαστάσεις 8 Χ 6 μέτρα και το ύψος του πρέπει να έφτανε περίπου τα 6,50 μέτρα. Η ακριβής αρχιτεκτονική του μορφή θεωρείται ότι προσιδίαζε με το καλλιτεχνικό πρότυπο οκτώ πήλινων ομοιωμάτων οικίσκων, που βρέθηκαν στην τοποθεσία του ιερού της Ήρας Ακραίας και ανταποκρίνονται σε παρόμοια αναθήματα, τα οποία αφιερώνονταν κατά την ύστερη Γεωμετρική (760 – 700 π. Χ.) περίοδο και την Αρχαϊκή εποχή (700 – 490/480 π. Χ.) στα φημισμένα Ηραία του Άργους και της Σάμου. Με βάση το τυπολογικό υπόδειγμα, το οικοδόμημα αποδίδεται σχεδιαστικά έχοντας προστώο, με δύο διπλούς κίονες μπροστά από την είσοδο και άνωθεν ανοιχτό αέτωμα, ενώ φέρει ψηλή δίρριχτη και οξύκορφη στέγη, που ήταν κατασκευασμένη πιθανότατα από πεπιεσμένο άχυρο. Ο δε εξαερισμός και φωτισμός του εσωτερικού, εξασφαλίζονταν από εικοσιπέντε τριγωνικά παράθυρα περιμετρικά στους πλευρικούς καμπυλωτούς τοίχους, καθώς και από τρία ορθογώνια ανοίγματα πάνω από την θύρα εισόδου. Ωστόσο, πλείστοι μελετητές διαφοροποιούνται κάπως από αυτήν την αντιστοίχιση, εκφράζοντας την άποψη ότι το αψιδωτό λατρευτικό κτίριο του Ηραίου της Περαχώρας, μάλλον δεν είχε το χαρακτηριστικό προστώο των υπόψη πήλινων ομοιωμάτων.
Εικόνα 3: Πήλινο ομοίωμα οικίσκου από το ιερό της Περαχώρας (μέσα του 8ου αιώνα π. Χ.). Το καλλιτεχνικό πρότυπο του κτιριακού αναθήματος πιστεύεται ότι ίσως ήταν ο αρχικός αψιδωτός ναός της Ήρας Ακραίας, ο οποίος μάλλον δεν διέθετε προστώο. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 24, σελίδα 3).
Όπως προκύπτει μέσα από την επισταμένη εξέταση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, ο λιτός ναός των Γεωμετρικών χρόνων φαίνεται ότι κατέρρευσε μεταξύ του 750 – 725 π. Χ.. Αυτό το καταστροφικό συμβάν ενδεχομένως να σχετίζεται με την κατάληψη της χερσονήσου του Πειραίου από τους Κορίνθιους, οι οποίοι εκτιμάται πως την απέσπασαν μόνιμα από την Μεγαρική επικράτεια στο τρίτο τέταρτο του 8ου αιώνα π. Χ.. Κατά συνέπεια το ιερό της Ήρας Ακραίας μπορεί να περιήλθε στην κυριότητα της Κορίνθου, ίσως έχοντας υποστεί μερικές φθορές στις εγκαταστάσεις του από μία ευκαιριακή επιδρομή. Από την εύρεση πρωτοκορινθιακών κεράμων του 680 – 675 π. Χ. κάτω από το δάπεδο του κατοπινού Αρχαϊκού ναού, υποδηλώνεται εμμέσως ότι μετά την ερείπωση του αντικαταστάθηκε από ένα απροσδιόριστο ναϊκό οικοδόμημα είτε λίγο δυτικότερα, είτε ακόμα και στην ίδια θέση, χωρίς όμως να έχουν εντοπιστεί αδιάσειστες κτιριολογικές αποδείξεις. Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούμαστε και από την χρονολόγηση των κινητών ευρημάτων, από την οποία διαπιστώνονται πως εξακολουθούν να καταθέτονται πολυάριθμα αφιερώματα στο Ηραίο στην επακόλουθη πρώιμη Αρχαϊκή εποχή (700 – 610 π. Χ.).
Γύρω στα 7 μέτρα δυτικά από την θέση του Γεωμετρικού ναού, κείτονται τα ερείπια του μεταγενέστερου τρίτου και αξιολογότερου ναού της Ήρας Ακραίας, ο οποίος οικοδομήθηκε κατά την ύστερη Αρχαϊκή περίοδο (530 – 490/480 π. Χ.) και ειδικότερα περί τα τέλη του 6ου αιώνα π. Χ.. Για την εξοικονόμηση της απαραίτητης έκτασης προκειμένου να κατασκευαστεί το νέο μεγαλύτερο λατρευτικό κτίριο, απαιτήθηκε να λαξευτεί αρκετά η κείμενη πλαγία. Μάλιστα σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, εκείνο το διάστημα ενδέχεται να πραγματοποιήθηκε μία ευρύτερη ανάπλαση του θρησκευτικού συγκροτήματος, με την δημιουργία πρόσθετων υποδομών και την οριστική διευθέτηση της τοποθεσίας σε τρία εδαφικά επίπεδα.
Εικόνα 4: Τα διατηρούμενα κατάλοιπα του Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας και ένθετη κάτοψη του οικοδομήματος, που ανεγέρθηκε κατά τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ.. Περί το μέσο της νότιας πλευράς διακρίνεται το ημικυκλικό ίχνος μίας νεότερης ασβεστοκαμίνου. (Πηγή ένθετου σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 24, σελίδα 4).
Ο Αρχαϊκός ναός ήταν Δωρικού ρυθμού και για το κτίσιμο του χρησιμοποιήθηκε πωρόλιθος, που προέρχονταν από κάποιο τοπικό λατομείο, ενώ είχε ορθογώνια κάτοψη με οριζόντιες διαστάσεις 10,30 Χ 31 μέτρα και το εκτιμώμενο ύψος του ανέρχονταν περί τα 11 με 12 μέτρα. Ο δε παρατηρούμενος τονισμός του μήκους σε σχέση με το πλάτος του, οφείλεται προφανώς στον περιορισμένο διαθέσιμο χώρο και για αυτόν τον λόγο πιθανολογείται επίσης ότι δεν κατασκευάστηκε μία περιμετρική κιονοστοιχία, κατά το σύνηθες ναοδομικό πρότυπο εκείνης της περιόδου. Δυστυχώς το ανατολικό τμήμα του κτιρίου έχει καταστραφεί σχεδόν ολοσχερώς, σε σημείο που δεν είναι πλέον δυνατόν να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια η ακριβής αρχιτεκτονική δομή του και ιδιαίτερα η διαρρύθμιση της εισόδου του. Εντούτοις από την εξέταση του καλύτερα διατηρούμενου δυτικού τμήματος και των συνολικών χαρακτηριστικών του διαγραφόμενου περιγράμματος, καθώς και από τα ανακαλυφθέντα λίθινα μέλη, μπορούμε να σχηματίζουμε μία αποδεκτή εικόνα της μορφής του.
Εικόνα 5: Σχεδιαστική αναπαράσταση του Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας, ο οποίος εκτιμάται ότι απαρτίζονταν από ένα πρόναο με τέσσερις Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και έναν επιμήκη σηκό. (Πηγή αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 15).
Κατά την επικρατέστερη εκδοχή, ο ναός των Αρχαϊκών χρόνων ήταν πρόστυλος, απαρτιζόμενος από έναν πρόναο με τέσσερις Δωρικούς κίονες στην πρόσοψη και έναν επιμήκη περίκλειστο σηκό(2), έχοντας την θύρα εισόδου στο μέσο της ανατολικής πλευράς του. Το διαμέρισμα του τελευταίου διαιρούνταν σε τρία κλίτη από δύο χαμηλά παράλληλα τοιχία, τα οποία πιθανότατα αποτελούσαν στυλοβάτες υποστηρίζοντας δύο εσωτερικές Δωρικές κιονοστοιχίες. Ο συγκεκριμένος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός θεωρείται εξαιρετικά ασυνήθιστος, ενώ γίνεται ακόμα πιο αινιγματικός από την διαφαινόμενη παρουσία ενός κάθετου τοιχίου, που φαντάζει να τέμνει κάθετα τα κλίτη ή τουλάχιστον το βόρειο εξ’ αυτών. Η υποψία της επιπρόσθετης μεσοτοιχίας προκαλεί την εσφαλμένη εντύπωση περί διαρρυθμίσεως ενός ιδιότυπου οπισθόδομου, καθόσον από δομικής άποψης αποκλείεται μία τέτοια περίπτωση, αφού δεν εντοπίζεται το κατώφλι κάποιας θύρας στην δυτική πλευρά του οικοδομήματος. Αυτός ο εικαζόμενος διαχωρισμός του δυτικού άκρου του σηκού, έδωσε το έναυσμα σε μερικούς ερευνητές να προβούν στην αρκετά αμφιλεγόμενη υπόθεση, ότι ο σχηματιζόμενος χώρος αντιστοιχούσε στο άδυτο του ναού, εσωτερικών διαστάσεων 8 Χ 9 μέτρων περίπου. Δηλαδή συνιστούσε για ένα ιδιαίτερο μέρος, άβατο για τους επισκέπτες και προσκυνητές, στο οποίο μπορούσαν να εισέλθουν μόνο οι ιερείς και οι μυημένοι και εκεί βρίσκονταν απομονωμένο το είδωλο της θεάς, έτσι ώστε να μην βρίσκεται σε κοινή θέα. Ωστόσο, άδυτο είχαν οι ναοί των ιερών που λειτουργούσαν ως μαντεία ή ήταν αφιερωμένοι σε θεότητες με ιαματικές ιδιότητες. Συνεπώς αν εκλάβουμε ως εύλογη αυτή την λίαν επίμαχη αντίληψη, τότε με κάθε επιφύλαξη παρέχεται ένα υποτυπώδες υπόβαθρο στην μοναδική αναφορά του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα περί της ύπαρξης του μαντείου της Ήρας Ακραίας(3), ανάμεσα στο Λέχαιο και τις Παγές (σημερινό κάτω Αλεποχώρι).
Εικόνα 6: Άποψη του Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας, το εσωτερικό του οποίου φαίνεται ότι διαχωρίζονταν σε τρία κλίτη, μάλλον από δύο εσωτερικές Δωρικές κιονοστοιχίες, μία διαρρύθμιση που αποκλίνει από τα συνήθη αρχιτεκτονικά πρότυπα. Στο δυτικό άκρο του μεσαίου κλίτους ήταν τοποθετημένο επί βάθρου το λατρευτικό άγαλμα της θεάς.
Μολονότι η παρουσία ενός αδύτου στον Αρχαϊκό ναό παραμένει ακόμα ασαφής, εντούτοις το λατρευτικό άγαλμα της Ήρας ήταν πράγματι τοποθετημένο στο δυτικό τέλος μεσαίου κλίτους. Σε αυτό το σημείο ανακαλύφθηκε το ορθογώνιο κλιμακωτό βάθρο του, που διακοσμούνταν με ανάγλυφους ρόδακες στην πρόσοψη της κατώτατης βαθμίδας του. Αρχικά το είδωλο της θεάς πιστεύεται ότι θα ήταν ένα ξόανο, δηλαδή ένα ξύλινο ομοίωμα, σύμφωνα με ανάλογα παραδείγματα των Αρχαϊκών χρόνων, ενώ μεταγενέστερα και κατά τον 4ο αιώνα π. Χ., εκτιμάται πως αντικαταστάθηκε από ένα μαρμάρινο άγαλμα(4), πλην όμως δεν μπορεί να καθοριστεί η μορφή του, αφού δεν έχουν ανακτηθεί κάποια μέλη του, ούτε καταγράφεται έστω και μία υποτυπώδης περιγραφή του στις αρχαίες πηγές. Οι δε παρατηρούμενες εγκοπές γύρω από το βάθρο του ειδώλου της Ήρας, φανερώνουν ότι σε αυτές στερεώνονταν οι ξύλινοι πεσσίσκοι ενός προστατευτικού περιμετρικού θωρακίου.
Από την ανασκαφική έρευνα προέκυψαν αρκετά κατασκευαστικά στοιχεία σχετικά με την Δωρική ανωδομή του Αρχαϊκού ναού. Όπως λοιπόν τεκμαίρεται από τα δομικά ευρήματα, η ζώνη πάνω από το επιστύλιο της πρόσοψης αποτελούνταν από εναλλασσόμενα τρίγλυφα και αστόλιστες μετόπες(5), ενώ και τα δύο αετώματα (ανατολικό – δυτικό) δεν πρέπει να έφεραν γλυπτό διάκοσμο. Η δε στέγη του κτιρίου καλύπτονταν από μαρμάρινες κεράμους Λακωνικού τύπου. Επίσης στα γωνιαία ακρωτήρια παριστάνονταν φτερωτές Νίκες, φιλοτεχνημένες από Παριανό μάρμαρο και αντίστοιχα στα κεντρικά ακρωτήρια απεικονίζονταν Κόρες.
Ο Αρχαϊκός ναός της Ήρας Ακραίας φαίνεται ότι υπέστη μία εκτενή ανακαίνιση λίγο μετά τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., όταν όπως προαναφέρθηκε στήθηκε και το μαρμάρινο άγαλμα της θεάς, που κατά την γνώμη πολλών μελετητών προσδιορίζει την κύρια οικοδομική φάση του, καθώς τότε προσέλαβε και την τελική αρχιτεκτονική του διαμόρφωση. Ύστερα από την καταστροφή του από τους Ρωμαίους στα 146 π. Χ., και με το διάβα των αιώνων, τα ερείπια του οικοδομήματος λιθολογήθηκαν διεξοδικά από τους περίοικους για να χρησιμοποιηθούν σε άλλα κτίσματα, με αποτέλεσμα να εκθεμελιωθεί σχεδόν εντελώς το ανατολικό τμήμα του. Επιπλέον στα νεότερα χρόνια κατασκευάστηκε μία ασβεστοκάμινος περίπου στο μέσο της νότιας πλευράς του, διαμέτρου 4,50 μέτρων, που επέφερε μία σοβαρή αλλοίωση στο μέρος και από την οποία είναι ορατό σήμερα το έντονο ημικυκλικό ίχνος καύσης(6).
Εικόνα 7: Τα δομικά απομεινάρια και ένθετες όψεις του τελετουργικού βωμού, που η αρχική κατασκευή του ανάγεται στον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ., ενώ απέκτησε μία περιμετρική Ιωνική κιονοστοιχία περί τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ.. (Πηγή ένθετων σχεδίων: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Ταυτόχρονα με την οικοδόμηση του μεγαλοπρεπούς Δωρικού ναού στους Αρχαϊκούς χρόνους, κατασκευάστηκε στα ανατολικά του και ο προβλεπόμενος βωμός του ιερού στο μέρος του πρωτύτερου Γεωμετρικού ναού. Επρόκειτο για ένα επίμηκες τετράπλευρο κτίσμα από ασβεστόλιθο, διαστάσεων περίπου 3 Χ 5 μέτρων και ύψους γύρω στο 1 μέτρο, που έφερε τρίγλυφα και ακόσμητες μετόπες Δωρικής τεχνοτροπίας και στις τέσσερις όψεις του. Κατά τις διαφαινόμενες εργασίες ανάπλασης του Ηραίου περί τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., το λιθόκτιστο θυσιαστήριο πλαισιώθηκε από περιμετρική κιονοστοιχία με στέγαστρο, η οποία σχηματίζονταν από οκτώ κίονες Ιωνικού ρυθμού, διατασσόμενους ανά τέσσερις σε ανατολική και δυτική πλευρά. Αυτή η προσθήκη κρίθηκε απαραίτητη τόσο για τον εξωραϊσμό του βωμού, όσο και για περισσότερο πρακτικούς σκοπούς, έτσι ώστε να προφυλάσσονται από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες οι ιερείς και οι υψηλοί αξιωματούχοι κατά την εκτέλεση των μυσταγωγικών θυσιών και σπονδών. Επίσης, στην υπώρεια ακριβώς πίσω από την στενή βόρεια πλευρά του τελετουργικού κτίσματος, δημιουργήθηκε ένα κλιμακοστάσιο από όπου ο επισκέπτης προσέγγιζε το παραλιακό επίπεδο του ιερού της Ήρας Ακραίας ακολουθώντας ένα καθοδικό δρομολόγιο και από το οποίο διατηρούνται τουλάχιστον επτά εκ των βαθμίδων του. Ο βωμός ερειπώθηκε όταν οι Ρωμαίοι λεηλάτησαν το Ηραίο στα 146 π. Χ., ενώ σταδιακά καλύφθηκε μαζί με το κλιμακοστάσιο από επιχωματώσεις. Σε αυτό το μέρος και πάνω από τα θαμμένα αρχαία κατάλοιπα, ανεγέρθηκε τον 19ο αιώνα το αρχικό Χριστιανικό εκκλησάκι προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη τού Νηστευτή, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στα 582 – 595 μ Χ., που έμελλε να έχει μία απρόσμενη τύχη, προκειμένου να διευκολυνθούν οι ανασκαφές στις αρχές της δεκαετίας του 1930, όπως θα δούμε παρακάτω.
Εικόνα 8: Άποψη των καταλοίπων και κάτοψη της αύλειας υποδομής στα δυτικά του Αρχαϊκού ναού, που επονομάστηκε συμβατικά ως «δυτική αυλή». Κατασκευάστηκε τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ. και εκτιμάται ότι χρησιμοποιούνταν κυρίως για την υποδοχή των επισκεπτών του Ηραίου. (Πηγή ένθετου σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 24, σελίδα 4).
Για λόγους ιστορικής συνέχειας θα προχωρήσουμε στην εξέταση μίας ευρείας αύλειας υποδομής, λίγο μακρύτερα από το λατρευτικό επίκεντρο του ιερού, πριν προβούμε στην περιγραφή του κτιρίου της εγγύτερης στοάς. Τα ερείπια του υπόψη οικοδομήματος εντοπίζονται στον φυσικό δυτικό βραχίονα του ορμίσκου, το μέρος του οποίου διευθετήθηκε με λατόμευση για την ανέγερση του στον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ.. Είχε ακανόνιστο πεντάγωνο περίγραμμα και οι οριζόντιες διαστάσεις του υπολογίζονται σε 24 Χ 24 μέτρα, ενώ οι τοίχοι του ήταν κτισμένοι με πολυγωνική λιθοδομή, η οποία συνδυάστηκε με μεταγενέστερη οριζόντια τοιχοποιία. Ουσιαστικά οριοθετούνταν από έναν τειχισμένο περίβολο, που στο εσωτερικό του διαμορφώνονταν δύο συνενωμένες στοές με πεσσοστοιχίες στην δυτική και νότια πλευρά του, ή κατά μία άλλη θεώρηση μία ενιαία στοά, σχήματος «Γ», διαθέτοντας κατ’ ελάχιστον συνολικά δεκατέσσερις ορθογώνιους πεσσούς. Το δε κρηπίδωμα των τοίχων του στεγασμένου χώρου και του νοτιοανατολικού τοίχου διατρέχονταν από έδρανο για την ανάπαυση των προσκυνητών. Κατά τις ανασκαφές στην εν λόγω κτιριακή εγκατάσταση την περίοδο 1932 – 1939 ανακαλύφθηκαν τρεις αποσπασματικές επιγραφές, στις οποίες αναγράφονταν το επίθετο «Ακραία» πιστοποιώντας την ονομαστική ταυτότητα του ιερού, όπως αυτή μνημονεύεται στις αρχαίες πηγές, σε συσχετισμό και με ανάλογες καταγραφές σε ευρεθέντα αγγεία.
Εξαιτίας της αύλειας διαρρύθμισης της, αυτή η βοηθητική υποδομή ονομάστηκε συμβατικά από τους αρχαιολόγους ως «δυτική αυλή» και αρχικά θεωρήθηκε μάλλον ενθουσιωδώς ότι είχε το ρόλο μίας αρχαιοελληνικής αγοράς, δηλαδή του οικονομικού και κοινωνικού πυρήνα του λατρευτικού συγκροτήματος, λόγω των πλευρικών στοών με τις πεσσοστοιχίες. Ωστόσο, σύμφωνα με νεότερη επανεξέταση της κτιριακής εγκατάστασης, εκτιμάται ότι προορίζονταν ως χώρος υποδοχής και φιλοξενίας των επισκεπτών ή ότι εξυπηρετούσε διάφορες λειτουργικές του ιερού της Ήρας Ακραίας, όπως σαν ένα μέρος φύλαξης των τελετουργικών σκευών ή είχε παράλληλα και τις δύο χρήσεις.
Εικόνα 9: Ο χώρος της λεγόμενης «δυτικής αυλής» κατά τις ανασκαφές του έτους 1933. Στο εσωτερικό του περιβόλου διακρίνονται τα ερείπια της μεταγενέστερης επιμήκους Ρωμαϊκής αγροικίας, τα οποία σήμερα δεν υφίστανται, αφού απομακρύνθηκαν μετά την επιστημονική μελέτη τους. (Πηγή φωτογραφίας: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Από τις δομικές ενδείξεις καθίσταται αντιληπτό, ότι η επονομαζόμενη «δυτική αυλή» δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις και διασκευές στην πορεία των επόμενων αιώνων. Μάλιστα, έχει διατυπωθεί η μάλλον αμφίβολη άποψη ότι το αύλειο οικοδόμημα καταστράφηκε από τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο στα 390 π. Χ., κατά την επιδρομή του στην Κορινθιακή χερσόνησο του Πειραίου, στα πλαίσια των επιχειρήσεων του αποκαλούμενου «Κορινθιακού πολέμου» (395 – 387 π. Χ.). Όμως κάτι τέτοιο παραμένει στην σφαίρα της εικοτολογίας, καθώς το Ηραίο φαίνεται ότι συνέχισε απρόσκοπτα την λειτουργία του έπειτα από εκείνο το χρονικό σημείο, εξακολουθώντας να έχει υψηλές προσόδους, που προφανώς οφείλονταν στην βαρυσήμαντη αίγλη του. Άλλωστε η μεγάλη οικονομική του ευμάρεια αντικατοπτρίζεται στην τάση αναδιαμόρφωσης του ιερού, η οποία παρατηρείται λίγο μετέπειτα από τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., με την διενέργεια μετασκευών στα υπάρχοντα κτίρια και την δημιουργία νέων υποδομών. Περί το τρίτο τέταρτο του ίδιου αιώνα, παρατηρείται μία κύρια οικοδομική φάση στην «δυτική αυλή», όταν απομονώθηκε ένα τμήμα στην βορειοδυτική πλευρά του περιβόλου της, χωρίς να έχει αποσαφηνιστεί το κίνητρο αυτής της επέμβασης(7).
Η αύλεια εγκατάσταση ερημώθηκε αμέσως μετά την ολέθρια δήωση του Ηραίου από τα Ρωμαϊκά στρατεύματα το 146 π. Χ.. Όμως σύντομα το μέρος θα επαναχρησιμοποιούνταν κατά την Ρωμαϊκή περίοδο, όταν στο εσωτερικό της «δυτικής αυλής» ανεγέρθηκε διαγωνίως ένα επίμηκες κτίσμα, που πιθανολογείται ότι ήταν αγροικία. Απαρτίζονταν από πέντε διαδοχικά δωμάτια, από τα οποία τα δύο διέθεταν θυραία ανοίγματα, περιλαμβάνοντας αποθήκη και μαγειρείο, ενώ σε ένα εξ’ αυτών αποκαλύφθηκε ελαιοτριβείο με έναν αμφορέα ακουμπισμένο στο σημείο εκροής του παραγόμενου ελαίου και ένας πίθος εναποθήκευσης του προϊόντος. Ενδεχομένως, να κτίστηκε μερικά χρόνια ύστερα από την επανίδρυση της Κορίνθου ως Ρωμαϊκής αποικίας από τον δικτάτορα Ιούλιο Καίσαρα (Gaius Iulius Caesar) στα 44 μ. Χ. και να ανήκε σε κάποιο βετεράνο λεγεωνάριο, που απέκτησε μέσω απονομής την ευρύτερη τοποθεσία του δυτικού ακρωτηρίου του Πειραίου. Σήμερα δεν διασώζεται κανένα απολύτως κατάλοιπο από το υπόψη αγροτικό οίκημα, καθώς ισοπεδώθηκε κατά τις ανασκαφές της δεκαετίας του 1930, αφού πρώτα εξετάστηκε και αποτυπώθηκε λεπτομερώς σχεδιαστικά, θεωρούμενο κάπως εσπευσμένα ως αταίριαστο με την αρχαιοελληνική λατρευτική φυσιογνωμία του ιερού της Ήρας Ακραίας(8).
Εικόνα 10: Άποψη της θέσης και ένθετη κάτοψη της διώροφης στοάς του ιερού. Το πέρας των εργασιών της οικοδόμησης της δίπλα από τον τελετουργικό βωμό, ανάγεται πιθανότατα στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ.. Διακρίνεται το περίγραμμα σχήματος «Γ» της κτιριακής υποδομής. (Πηγή ένθετου σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 24, σελίδα 4).
Στο διαφαινόμενο πρόγραμμα της μακρόπνοης ανανέωσης του Ηραίου, που άρχισε να υλοποιείται μεσούσης της ύστερης Κλασσικής περιόδου (400/380 – 323 π. Χ.), προβλέπονταν και η κατασκευή ενός λειτουργικού οικοδομήματος στα ανατολικά και ακριβώς δίπλα από τον στεγασμένο πλέον βωμό. Σε αυτό το μέρος ανεγέρθηκε μία μνημειώδης διώροφη στοά, σχήματος «Γ», με τις απαιτούμενες εργασίες να περατώνονται πιθανώς περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ.. Η δε ανατολική της πτέρυγα είχε μήκος περίπου 16,50 μέτρα (Β-Ν) και πλάτος γύρω στα 5,50 μέτρα, ενώ αντίστοιχα το μήκος της βόρειας πτέρυγας ανέρχονταν περί τα 17,50 μέτρα, με πλάτος που έφτανε γύρω στα 5 μέτρα. Το μέτωπο του ισογείου έφερε μία κιονοστοιχία από δέκα Δωρικούς κίονες και στον οπίσθιο τοίχο υπήρχε ένα κτιστό λίθινο έδρανο επιχρισμένο με καστανωπό κονίαμα, το οποίο διασώζεται σε όλο το μήκος του εκτός από το νότιο άκρο της ανατολικής πτέρυγας. Στον επάνω όροφο υψώνονταν μία σειρά από επίσης δέκα Ιωνικούς ημικίονες, που ενώνονταν με ψηλά ακόσμητα θωράκια προσαρμοσμένα στα μετακιόνια διαστήματα. Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, αυτή η συνδυαστική ιδιαιτερότητα των δύο αρχιτεκτονικών ρυθμών στο κτίριο, συνιστά το πρωιμότερο δείγμα Ιωνικής πρόσοψης πάνω σε Δωρική. Η πρόσβαση από το ισόγειο στον όροφο προφανώς διενεργούνταν μέσω ενός κλιμακοστασίου, από το οποίο όμως δεν έχει διατηρηθεί κάποιο δομικό κατάλοιπο, έτσι ώστε να πιστοποιείται η θέση και η κατασκευαστική του μορφή. Επιπλέον στο κτίριο κατέληγε ένας αγωγός ύδατος του πολύπλοκου υδραυλικού συστήματος, που αναπτύσσεται στα ανατολικά του ιερού.
Εικόνα 11: Τα κατάλοιπα της βόρειας πτέρυγας και προοπτικό σχεδίασμα της μνημειώδους στοάς, η οποία έφερε μία Δωρική κιονοστοιχία στο ισόγειο και μία σειρά από Ιωνικούς ημικίονες στον επάνω όροφο. (Πηγή ένθετου σχεδίου: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Αν και η χρήση της μεγαλοπρεπούς στοάς δεν έχει διευκρινιστεί επακριβώς, εντούτοις θεωρείται ότι εξυπηρετούσε τόσο τις ανάγκες υποδοχής και πρόσκαιρης ανάπαυσης των απλών επισκεπτών και προσκυνητών, όσο και ως εκθετήριο των πολύτιμων και περίτεχνων αναθημάτων του ιερού, ενώ δεν αποκλείεται στον όροφο να διαρρυθμίζονταν και ένα δωμάτιο εναποθήκευσης τους. Με κριτήριο τον διαλαμβανόμενο λειτουργικό σκοπό της, έχει προταθεί ότι η διώροφη υποδομή αντικατέστησε την αποκαλούμενη «δυτική αυλή», έπειτα από την υποτιθέμενη ερείπωση της τελευταίας από τον Αγησίλαο στα 390 π. Χ.. Ωστόσο αυτή η περίπτωση θα πρέπει να εκληφθεί μάλλον ως ανυπόστατη, καθόσον η οικοδόμηση της ανάγεται μερικές δεκαετίες αργότερα. Μάλιστα, αρκετοί μελετητές συνδέουν αδιόρατα την ανέγερση της με μία οικονομική χορηγία του Δημήτριου του Πολιορκητή (337 – 283 π. Χ.), ο οποίος το 303 π. Χ. κατόρθωσε να θέσει υπό τον έλεγχο του την Κορινθία, χωρίς όμως να παραθέτουν ακράδαντα επιχειρήματα. Το σίγουρο είναι ότι η στοά καταστράφηκε από μία πυρκαγιά, καθώς εντοπίζονται έντονα ίχνη καύσης σε πολλά σημεία της. Αυτό το ολέθριο γεγονός πιστεύεται πως συνέβη κατά την σύληση του Ηραίου από τις Ρωμαϊκές λεγεώνες στα 146 π. Χ.. Η δε εγκατάσταση φαίνεται να επαναχρησιμοποιήθηκε στην Ρωμαϊκή περίοδο, αφού επισκευάστηκε τουλάχιστον ένα τμήμα της, ίσως αποτελώντας βοηθητικό εξάρτημα της μακρόστενης αγροικίας με το ελαιοτριβείο στον δυτικό βραχίονα του ορμίσκου.
Εικόνα 12: Άποψη της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννου του Νηστευτή, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως στα 582 – 595 μ. Χ., ο οποίος ανοικοδομήθηκε στα 1932 ανάμεσα στο κατώτερο και στο μεσαίο επίπεδο του αρχαιοελληνικού ιερού, καθώς ο παλαιότερος Χριστιανικός ναΐσκος του 19ου αιώνα καταργήθηκε για να συνεχιστεί η ανασκαφή.
Ανηφορίζοντας σήμερα από το παραλιακό επίπεδο προς τον ανατολικό τομέα του ιερού της Ήρας Ακραίας, απαντάμε την νεότερη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή. Ο σεπτός Χριστιανικός ναΐσκος διαθέτει ένα απέριττο κτιστό τέμπλο και περιμετρικά των τοιχωμάτων είναι στερεωμένες πολλές φορητές εικόνες διαφόρων μεγεθών. Ο βόρειος τοίχος διακοσμείται από τις σύγχρονες αγιογραφίες των ολόσωμων μορφών του εφέστιου Αγίου, της Αγίας Αικατερίνης και της Αγίας Θεοδώρας της «βασίλισσας της Άρτας», ενώ στον νότιο έχουν φιλοτεχνηθεί οι Άγιοι Αντώνιος και Νικόλαος υπό τύπον μεταλλίων(9). Όπως προαναφέρθηκε το παλαιότερο εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη είχε κτιστεί τον 19ο αιώνα, επί των προσχώσεων που είχαν συσσωρευτεί πάνω από τα αρχαία κατάλοιπα στον μυχό του ορμίσκου και στο ύψος του Αρχαϊκού βωμού. Κατά την διάρκεια των πρώτων ανασκαφικών εργασιών, κάτω από το κτίσμα αποκαλύφθηκε το δυτικό άκρο της αψίδας του ναϊκού οικοδομήματος των Γεωμετρικών χρόνων και ένας δόμος του ανατολικού μεσότοιχου του. Έτσι λοιπόν, για την περαιτέρω συνέχιση της διερεύνησης του χώρου, στα 1932 o επικεφαλής Βρετανός αρχαιολόγος Humfry Payne έκρινε ως απολύτως αναγκαία την κατάργηση του Χριστιανικού ναΐσκου και την ανοικοδόμηση του στη τωρινή του θέση, γύρω στα 35 μέτρα ανατολικότερα.
Εικόνα 13: Η υπόγεια δεξαμενή στο μεσαίο επίπεδο του ιερού από τα ανατολικά και κάτοψη αυτής. Η εντυπωσιακή υδροσυλλεκτική κατασκευή του ύστερου 6ου αιώνα π. Χ. διέθετε αψιδωτά άκρα και η χωρητικότητα της υπολογίζεται σε 300 κυβικά μέτρα ύδατος. (Πηγή πρωτότυπου ένθετου σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 20).
Στο μεσαίο επίπεδο του Ηραίου, το βλέμμα του σύγχρονου επισκέπτη μαγνητίζεται από το ευρύ λίθινο περίγραμμα ενός βαθέως ανοίγματος στο έδαφος Πρόκειται για μία υπόγεια δεξαμενή, ένα πραγματικά εντυπωσιακό υδραυλικό έργο εξαιρετικά επιμελούς αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, που προορίζονταν για την συλλογή υδάτων προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβεβλημένη υδροδότηση του ιερού. Επισημαίνεται ότι λόγω της έλλειψης φυσικών υδάτινων πόρων στην περιοχή της χερσονήσου του Πειραίου, ήταν αδιάλειπτη η γενικότερη φροντίδα των κατοίκων για την αποταμίευση καθαρού και πόσιμου νερού. Άλλωστε για την επίτευξη αυτού του σκοπού, επινόησαν ένα τεχνολογικά εξελιγμένο δίκτυο συγκέντρωσης και διοχέτευσης όμβριων υδάτων, το οποίο περιλάμβανε κρήνες, δεξαμενές, υδατοφρεάτια και αγωγούς, που απλώνονται σε μεγάλο μήκος στην τοποθεσία της κώμης του Ηραίου, περί τα 600 μέτρα βορειοανατολικά από το θρησκευτικό συγκρότημα(10).
Η συγκεκριμένη υπόγεια δεξαμενή του ιερού δημιουργήθηκε τον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ., όταν ανεγέρθηκαν ο Αρχαϊκός ναός της Ήρας Ακραίας και ο παρακείμενος βωμός. Η επιμήκης κατασκευή έχει προσανατολισμό ανατολικό – δυτικό, διαθέτοντας παράλληλους τους μακρούς τοίχους και αψιδωτή διαμόρφωση στα στενά άκρα της. Οι εσωτερικές διαστάσεις της υπολογίζονται σε 21,40 Χ 4,20 μέτρα και η χωρητικότητα της υπολογίζεται σε 300 κυβικά μέτρα ύδατος, ενώ το βάθος της ταμιευτήρα της έφτανε τα 4,60 μέτρα έως την επιφανειακή επιστέγαση της. Η λίθινη τοιχοποιία της έχει κτιστεί σύμφωνα με το ορθογώνιο ισοδομικό σύστημα, από την οποία διασώζονται αποσπασματικά επτά σειρές δόμων, χωρίς να ενώνονται μεταξύ τους με συνδέσμους, παρά μόνο στην βόρεια πλευρά του έκτου δόμου. Τα δε πλευρικά τοιχώματα του υδροσυλλεκτικού κτίσματος κλίνουν ελαφρώς προς τα μέσα και ήταν επιχρισμένα με παχύ στεγανωτικό κονίαμα, που κάλυπτε και τον πυθμένα και διατηρείται ακόμα σε άριστη κατάσταση.
Εικόνα 14: Η αψιδωτή δεξαμενή από τα δυτικά και σχεδιαστική αναπαράσταση του εσωτερικού της. Κατά μήκος του πυθμένα της διακρίνεται η διατηρούμενη πεσσοστοιχία, επί της οποίας στηρίζονταν η ξύλινη στέγη της. (Πηγή ένθετης αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 21).
Η στέγη της αψιδωτής δεξαμενής εκτιμάται πως ήταν μάλλον ξύλινη, επίπεδου τύπου, υποστηριζόμενη στα χείλη των τοιχωμάτων και σε μία εσωτερική σειρά έντεκα πεσσών κατά μήκος του κεντρικού άξονα του πυθμένα της, η οποία εξακολουθεί να διατηρείται. Έκαστος πεσσός απαρτίζονταν από δύο τμήματα και έφερε ένα πεσσόκρανο τετράγωνης διατομής. Προκειμένου να εξισορροπηθεί η εδαφική πίεση που ασκούνταν στα πλευρικά τοιχώματα, τοποθετήθηκαν εγκάρσιοι λίθινοι δοκοί αντιστήριξης ενδιάμεσα στον κορμό τουλάχιστον πέντε πεσσών, κυρίως προς το ανηφορικό ανατολικό τμήμα της υδραυλικής κατασκευής. Η δε πρόσβαση στο εσωτερικό για την συντήρηση και τον καθαρισμό του ταμιευτήρα ύδατος, πραγματοποιούνταν από μία κτιστή καθοδική κλίμακα στην δυτική αψίδα της(11). Επίσης, πίσω από την απέναντι ανατολική αψίδα είχε κατασκευαστεί μία μικρότερη ημικυκλική δεξαμενή καθίζησης, διαμέτρου περίπου 3 μέτρων, επενδυμένη και αυτή με στεγανωτικό κονίαμα, έτσι ώστε να κατακάθονται τα φερτά υλικά και η λάσπη του διοχετευόμενου νερού(12). Αυτό το προσάρτημα τροφοδοτούνταν από μία διακλάδωση του βασικού επιφανειακού αγωγού ύδατος, που διέρχονταν γύρω στα 10 μέτρα βορειανατολικά, κατευθυνόμενος προς την διώροφη στοά του παραλιακού επιπέδου και από τον οποίο διακρίνεται επιτόπου ένα μεγάλο κομμάτι της λίθινης αυλάκωσης του.
Η επιβλητική αψιδωτή δεξαμενή εικάζεται ότι απαξιώθηκε πλήρως το 146 π. Χ., όταν επήλθε και το βίαιο τέλος της λειτουργίας του ιερού της Ήρας Ακραίας. Αν και η υδραυλική κατασκευή ταυτοποιήθηκε ως προς την χρήση της στις ανασκαφές της δεκαετίας του 1930, εντούτοις μελετήθηκε εκτενέστερα από τον καθηγητή αρχαιολογίας Richard Allan Tomlinson στα 1965 – 1966, ο οποίος προέβη στην σχεδιαστική και φωτογραφική τεκμηρίωση της. Μάλιστα τότε απομακρύνθηκε το χώμα και οι λοιπές ακαθαρσίες από το εσωτερικό και αποκαταστάθηκε ικανοποιητικά η υποστηρικτική πεσσοστοιχία, ενώ πιστοποιήθηκε η διασύνδεση της υποδομής με τον κύριο αγωγό ύδατος από το πάνω μέρος του ιερού.
Εικόνα 15: Άποψη του μεσαίου επιπέδου του Ηραίου. Διακρίνεται το άνοιγμα της αψιδωτής δεξαμενής και τα κατάλοιπα της διπλανής ορθογώνιας κτιριακής εγκατάστασης του επονομαζόμενου «εστιατορίου», ενώ με κόκκινα βέλη επισημαίνεται το ίχνος του λίθινου αγωγού ύδατος.
Ακριβώς δίπλα από την νότια πλευρά της αψιδωτής δεξαμενής υπήρχε ένα ορθογώνιο οικοδόμημα, εξωτερικών διαστάσεων 11 Χ 13,30 μέτρων περίπου, το οποίο λειτουργούσε ως χώρος παράθεσης τελετουργικών γευμάτων, όπως διαπιστώνεται από την εσωτερική του διαρρύθμιση, με συνέπεια να επονομαστεί από τους αρχαιολόγους ως «εστιατόριο». Σε μία διερευνητική τομή κοντά στον ανατολικού τοίχο του, ανακαλύφθηκαν τα λείψανα ενός πρωιμότερου κτίσματος, που το μεγαλύτερο μέρος τους φαίνεται ότι καλύπτονταν από την μεταγενέστερη θεμελίωση. Σύμφωνα με την επισκόπηση της εδαφικής διαστρωμάτωσης, αυτός ο δυνητικός προκάτοχος του «εστιατορίου» χρονολογείται στον 6ο αιώνα π. Χ. και ενδεχομένως να αναδομήθηκε στα τέλη του ίδιου αιώνα, πιθανότατα την ίδια περίοδο με την κατασκευή της γειτονικής υπόγειας δεξαμενής, λαμβάνοντας την υφιστάμενη τριμερή διαμόρφωση του.
Η είσοδος στην διαλαμβανόμενη υποδομή πραγματοποιούνταν από μια ευμεγέθη και μάλλον δίφυλλη θύρα στο μέσο της βόρειας πλευράς του, από την οποία περνούσαν οι συνδαιτυμόνες σε έναν ευρύ διαμήκη προθάλαμο, εσωτερικών διαστάσεων γύρω στα 3,40 Χ 12,60 μέτρα. Από εδώ αποκτούσαν πρόσβαση μέσω δύο άλλων θυρών στις δύο κύριες αίθουσες συμποσίων, οι οποίες ήταν ισομεγέθεις και τετράγωνου σχήματος, έχοντας εσωτερικές διαστάσεις 6,32 Χ 6,32 μέτρα. Όμως δεν μπορεί να γίνει κάποια περαιτέρω βάσιμη υπόθεση σχετικά με την ανωδομή (πρόσοψη και όψεις) του κτιρίου, τα ανοίγματα των παραθύρων και το είδος της στέγασης του, καθόσον η τοιχοποιία του διασώζεται πολύ αποσπασματικά και σε ανεπαρκές ύψος.
Εικόνα 16: Τα κατάλοιπα και ένθετη κάτοψη του «εστιατορίου» στο μεσαίο επίπεδο του ιερού της Ήρας Ακραίας. Οι δύο κυρίως αίθουσες συμποσίων διέθεταν βοτσαλωτό δάπεδο. (Πηγή ένθετου σχεδιαγράμματος: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Οι δύο αίθουσες συμποσίων του «εστιατορίου» διέθεταν την ίδια εσωτερική διευθέτηση του εξοπλισμού τους, περιλαμβάνοντας έντεκα χαμηλές κλίνες, διαστάσεων 1,80 Χ 0,90 Χ 0,35 μέτρων, διατασσόμενες περιμετρικά στους τοίχους τους. Ουσιαστικά αυτές οι θέσεις κατάκλισης συνίστατο από ογκώδεις πλακοειδείς λίθους, κατεργασμένους κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μοιάζουν με τα ξύλινα πρότυπα ανακλίντρων και εδράζονταν σε μία ελαφρώς υπερυψωμένη ζώνη από κονίαμα, που περιέτρεχε τις πλευρές, ενώ το υπόλοιπο δάπεδο ήταν βοτσαλωτό. Σε κάθε τοίχο εφάπτονταν τρεις κλίνες και το πόδι μίας τέταρτης, ενώ άλλες δύο υπήρχαν εκατέρωθεν της θύρας εκάστης αίθουσας. Μπροστά από αυτές τοποθετούνταν μικρά ξύλινα τραπέζια, πάνω στα οποία εναποθέτονταν τα σκεύη με τα εδέσματα και τα αγγεία του κρασιού. Οι δε παρατηρούμενες υποδοχές κατά διαστήματα στο δάπεδο, θεωρείται ότι έγιναν για την προσαρμογή ενός τουλάχιστον από τα πόδια κάθε τραπεζιού, παρέχοντας σταθερότητα στο έπιπλο.
Ανάλογες εγκαταστάσεις συνεστίασης με το συγκεκριμένο κτίριο του Ηραίου εντοπίζονται και σε διάφορα αρχαιοελληνικά ιερά, παρουσιάζοντας μέχρι ένα βαθμό μία τυποποιημένη ομοιομορφία, τόσο ως προς την αρχιτεκτονική μορφή τους, όσο και ως προς την λειτουργική επίπλωση τους. Ωστόσο, λόγω του περιορισμένου αριθμού ανακλίντρων στις αίθουσες συμποσίων, καθίσταται προφανές ότι αυτές οι υποδομές δεν αποσκοπούσαν στην μαζική εξυπηρέτηση του πλήθους των κοινών προσκυνητών στο πλαίσιο ενός πανηγυρικού θρησκευτικού εορτασμού, αλλά είχαν μία πιο επίσημη χρήση. Κατά πάσα πιθανότητα προορίζονταν για την παράθεση κλειστών τελετουργικών γευμάτων μεταξύ του ιερατείου και για συμπόσια φιλοξενίας των υψηλών επισκεπτών και προσκεκλημένων, όπως κρατικών αξιωματούχων και μελών αριστοκρατικών οικογενειών. Το δε οικοδόμημα του αναφερόμενου «εστιατορίου» πιστεύεται ότι ερημώθηκε στα 146 π. Χ., ακολουθώντας την μοιραία τύχη του ιερού της Ήρας Ακραίας.
Εικόνα 17: Ο χώρος της ανατολικής αίθουσας συμποσίων του «εστιατορίου» και ένθετη αναπαράσταση του εσωτερικού. Διακρίνονται τρεις διατηρούμενες θέσεις λίθινων ανακλίντρων προσκολλημένες στους πλευρικούς τοίχους. (Πηγή ένθετης αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 23).
Σε απόσταση περί τα 30 μέτρα βορειοανατολικά της αψιδωτής δεξαμενής και στο ανατολικό όριο του μεσαίου επιπέδου του Ηραίου, σχηματίζονταν μία ανοιχτή τεχνητή κοιλότητα βάθους 3 μέτρων, η οποία δημιουργήθηκε περί τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ.. Στην λεκάνη της συγκεντρώνονταν επίσης τα όμβρια ύδατα, πλην όμως τα τοιχώματα της δεν πρέπει να ήταν επιχρισμένα με υδραυλικό κονίαμα. Η δε παράδοξη παρουσία της έδωσε το έναυσμα για έναν κύκλο συζητήσεων και διχογνωμιών ανάμεσα στους ακαδημαϊκούς ως προς την χρησιμότητα της. Μερικοί διατείνονται ότι ενδεχομένως να είχε έναν καθαρά εξωραϊστικό χαρακτήρα, όντας μία μικρή διακοσμητική λίμνη, αλλά κάτι τέτοιο αποτελεί μία υπεραπλουστευμένη και μάλλον αφελή εξήγηση. Μία πιο μυστικιστική εκδοχή προέρχεται από το λατρευτικό είδος των εκπληκτικών ευρημάτων, που ανακτήθηκαν κατά τις μεθοδικές ανασκαφικές εργασίες στην κοιλότητα. Μέσα λοιπόν από τις προσχώσεις του εσωτερικού της ανακαλύφθηκαν πολυάριθμες χάλκινες ομφαλωτές φιάλες, κεραμική της Αρχαϊκής εποχής, πήλινα ειδώλια και χάλκινα ειδώλια και περίτεχνα αντικείμενα, εμφανίζοντας μία κλιμακούμενη χρονολόγηση, η οποία παραπέμπει εμμέσως πως η κατάληξη τους στην υδάτινη επιφάνεια της δεν οφείλεται αποκλειστικά σε φυσικά αίτια, αλλά πραγματοποιούνταν στην διάρκεια μίας αδιόρατης τελετουργικής δραστηριότητας, υπό την υπερβατική θεώρηση του εξαγνισμού των προσκυνητών.
Εικόνα 18: Άποψη του ανατολικού άκρου του μεσαίου επιπέδου του Ηραίου. Εντός κόκκινου κύκλου επισημαίνεται κατά προσέγγιση το μέρος όπου βρίσκονταν η υδάτινη τεχνητή κοιλότητα, η οποία δημιουργήθηκε περί τα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ., και επονομάστηκε συμβατικά από τους αρχαιολόγους ως «ιερή δεξαμενή».
Αυτό το θρησκευτικό περίβλημα της τεχνητής κοιλότητας, οδήγησε τους ερευνητές να της προσάψουν το προσωνύμιο «ιερή δεξαμενή». Ο δε Αυστραλιανής καταγωγής αρχαιολόγος Thomas Dunbabin πρότεινε την συσχέτιση των απεικαζόμενων μυστηριακών εκδηλώσεων στο υπόψη μέρος, με την μοναδική πληροφορία του αρχαίου γεωγράφου Στράβωνα, ο οποίος μνημονεύει ότι το ιερό της Ήρας Ακραίας λειτουργούσε ως μαντείο(13), όπως θα εξετάσουμε εκτενέστερα παρακάτω σε ιδιαίτερη ανάλυση για την τοπική λατρεία προς την θεά. Ωστόσο, η απήχηση αυτής της αρκούντως ελκυστικής ερμηνείας, δεν αποκλείει το βάσιμο ενδεχόμενο ο ουσιαστικός λόγος κατασκευής του σκάμματος να ήταν περισσότερο πρακτικός, παράλληλα με την όποια ιερουργική φύση του, καθώς φαίνεται ότι συνδέονταν με τον κεντρικό λίθινο αγωγό ύδρευσης. Ίσως λοιπόν να εντάσσονταν στο σύστημα υδροδότησης του Ηραίου, και αρχικά να χρησιμοποιούνταν ως μία υδροσυλλεκτική λεκάνη για την περισυλλογή και εναποθήκευση όμβριων υδάτων και μετέπειτα κατά την ανάπτυξη του πλέγματος υδροληψίας της περιοχής, να είχε τον ρόλο μίας ενδιάμεσης δεξαμενής διέλευσης, δηλαδή ενός βοηθητικού υδραυλικού έργου που προβλέπεται στα εκτεταμένα υδραγωγεία ελευθέρας ροής, με σκοπό την ρύθμιση του ενεργειακού υψομέτρου, ενεργώντας ως πιεζοθραυστικό φρεάτιο διανομής νερού προς το δυτικό τμήμα του λατρευτικού συγκροτήματος. Η αποκαλούμενη «ιερή δεξαμενή» επιχωματώθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ.(14) και αντικαταστάθηκε από μία υπέργεια κτιστή ορθογώνια κινστέρνα, διαστάσεων 4,20 Χ 8,40 μέτρων περίπου, λίγα μέτρα βορειότερα, από την οποία διακρίνονται τα απομεινάρια των λίθινων τοιχωμάτων της, ενισχύοντας την αντίληψη περί της υδρευτικής χρηστικότητας της.
Εικόνα 19: Τα ερείπια της κτιστής ορθογώνιας κινστέρνας, που αντικατέστησε την ανοιχτή τεχνητή κοιλότητα της επονομαζόμενης «ιερής δεξαμενής», περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ..
Στο ανατολικό άκρο του μεσαίου επιπέδου και νοτίως του μέρους της λεγόμενης «ιερής δεξαμενής», διακρίνονται οι ορθογώνιοι λείοι δόμοι από τις διαταραγμένες βαθμίδες ενός ευρέως κλιμακοστασίου, που η αρχική του διαμόρφωση ανάγεται ανάμεσα στο 760 – 700 π. Χ. και οδηγούσε στην υπερυψωμένη ζώνη του Ηραίου. Στην συνέχεια διαγράφονται δύο αναλημματικοί τοίχοι της ίδιας χρονολόγησης στην ύστερη Γεωμετρική περίοδο(15), οι οποίοι επονομάστηκαν τυπικά από τους ανασκαφείς ως «προμαχώνας» και «ορθογώνιος τοίχος», ενώ ο τελευταίος φέρει μία σειρά εγκοπών σε κανονικά διαστήματα, αδιευκρίνιστης χρηστικότητας. Ο σκοπός αυτών των υποστηρικτικών δομών ήταν αφενός μεν η παρεμπόδιση των κατολισθήσεων χωμάτων από τα υψηλότερα σημεία της τοποθεσίας, αφετέρου δε ο διαχωρισμός του μεσαίου πλατώματος από τον επόμενο τομέα του θρησκευτικού συγκροτήματος.
Στο ανατολικότερο άνδηρο του ιερού της Ήρας Ακραίας ανακαλύφθηκαν θεμέλια κτισμάτων, που τα διάσπαρτα οικοδομικά τους ερείπια είναι ορατά στον επισκέπτη, καλύπτοντας ένα χρονικό φάσμα από τον πρώιμο 7ο αιώνα έως τα τέλη του 5ο αιώνα π. Χ., όπως τεκμαίρεται από την ευρεθείσα κεραμική. Λόγω της πυκνής χωροταξίας τους, ο αρχαιολόγος Humfry Payne αποφάνθηκε πλημμελώς ότι στην σε αυτή την έκταση συγκροτούνταν ένας οργανωμένος οικισμός και χαρακτήρισε τα κτιριακά κατάλοιπα ως «Ελληνιστικές οικίες», αστοχώντας εφελκυστικά και ως προς την χρονολόγηση τους. Όμως αυτή η περίπτωση απορρίφθηκε κατόπιν εμπεριστατωμένων νεότερων επαναξιολογήσεων, λαμβάνοντας υπόψη και την απουσία ενός κοντινού νεκροταφείου, που αν υπήρχε θα συνιστούσε μία ακλόνητη οικιστική ένδειξη. Πλέον τα συγκεκριμένα οικοδομήματα θεωρούνται ως λειτουργικές εγκαταστάσεις του Ηραίου, έχοντας ταυτοποιηθεί ως εστιατόρια και κατασκευές για την εξασφάλιση της υδροδότησης.
Εικόνα 20: Άποψη του υπερυψωμένου ανατολικότερου ανδήρου του Ηραίου. (1): κατάλοιπα κλιμακοστασίου, (2): αναλημματικοί τοίχοι, (3): θεμελιώσεις κτισμάτων, (4): «κτίριο της εστίας», (5): πολυγωνικός τοίχος, (6): ισοδομικό τείχος.
Στο άκρο της υπερυψωμένης ζώνης του Ηραίου ανασκάφηκε ένα επίμηκες μονόχωρο οικοδόμημα, ορθογώνιας κάτοψης, έχοντας εξωτερικές διαστάσεις 9,50 Χ 6,50 μέτρα. Εκτιμάται ότι η πρωιμότερη κατασκευαστική φάση του ανάγεται κατά προσέγγιση στο διάστημα 725 – 700 π. Χ., όπως προκύπτει από την συγκριτική ανάλυση των δεδομένων του αποθέτη των αφιερωμάτων, που ήταν σε άμεση γειτνίαση με την εξωτερική παρειά των θεμελίων του, ενώ αναμφίβολα βρίσκονταν σε λειτουργία τον 7ο αιώνα π. Χ.. Το κτίσμα έχει προσανατολισμό βόρειο – νότιο και εκτιμάται ότι διέθετε δύο εισόδους, από μία στο μέσο της δυτικής και βόρειας πλευράς του. Μάλιστα στην θέση της τελευταίας, που δεν ευθυγραμμίζεται επακριβώς με τον κατά μήκος άξονα, εντοπίστηκαν ίχνη της απανθρακωμένης ξύλινης θύρας. Η δε οροφή του φαίνεται πως καλύπτονταν από μία υστερότερη κεραμοσκεπή, η οποία αντικατέστησε μία παλαιότερη αχυρένια στέγη, αφού βρέθηκαν θραύσματα διακοσμημένων κεραμιδιών του 7ου - 6ου αιώνα π. Χ., κοντά στον δυτικό τοίχο του.
Στο κέντρο του εσωτερικού του ανακαλύφθηκε μία μεγάλη τετράπλευρη εστία, που ουσιαστικά επρόκειτο για έναν ρηχό ορθογώνιο λάκκο διαστάσεων 1,40 Χ 1,00 μέτρο γεμάτο με λεπτή γκριζωπή στάχτη, ο οποίος οριοθετούνταν από τέσσερις λίθινες πλάκες. Από την παρουσία αυτής της κατασκευής δόθηκε στο οικοδόμημα η συμβατική ονομασία «κτίριο της εστίας». Οι τρεις από τις πλάκες είναι από μαλακό ασβεστόλιθο και παρουσιάζουν αλλοίωση από καύση. Κατά πάσα πιθανότητα θεωρείται πως αρχικά αποτελούσαν βάσεις αναθημάτων, που εκθέτονταν σε ένα διαφορετικό μέρος του ιερού και τοποθετήθηκαν στην εστία σε δεύτερη χρήση. Η τέταρτη πλάκα είναι από ανθεκτικότερο σχιστόλιθο και προσαρμόστηκε μεταγενέστερα στην περιφέρεια, προφανώς προς αντικατάσταση μίας πολύ καμένης λίθινης πλευράς. Επίσης, σε τρεις από αυτές παρατηρούνται αφιερωματικές επιγραφές προς την «Ήρα Λευκώλενο», δηλαδή στην «Ήρα με τα λευκά χέρια», ένα προσωνύμιο της θεάς που εμφανίζεται συχνά στα Ομηρικά έπη(16). Η δε πρωιμόμερη αναγραφή φέρεται να φιλοτεχνήθηκε στα μέσα του 7ου αιώνα π. Χ., η επόμενη χρονικά στα τέλη του ίδιου αιώνα και η τρίτη στις αρχές του 6ου αιώνα π. Χ., αλλά δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί κατά πόσο αυτές οι χαράξεις έγιναν επιτόπου, δηλαδή μετά την δημιουργία του τετράγωνου σημείου πυράς εντός της κτιριακής υποδομής.
Εικόνα 21: Τα κατάλοιπα και ένθετη κάτοψη του «κτιρίου της εστίας», του οποίου η αρχική οικοδομική φάση ανάγεται κατά προσέγγιση το χρονικό διάστημα 725 – 700 π. Χ., και είχε ταυτιστεί από τον πρώτο ανασκαφέα Humfry Payne ως ναός αφιερωμένος στην «Ήρα Λιμενία». (Πηγή ένθετου σχεδιαγράμματος: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 21, σελίδα 116).
Ο πρώτος ανασκαφέας του Ηραίου Humfry Payne, έσπευσε να ταυτίσει στα 1932 το «κτίριο της εστίας» με έναν υποτιθέμενο ναό αφιερωμένο στην «Ήρα Λιμενία», βασιζόμενος σε συναφή επιγραφικά ευρήματα με το υπόψη επίθετο της θεάς, που αποκαλύφθηκαν σε κοντινή απόσταση. Η δε κατασκευή της τετράπλευρης εστίας εκλήφθηκε ως ένας ιδιότυπος βωμός. Αυτή η ετυμηγορία του Βρετανού αρχαιολόγου έμελλε να επικρατήσει στους επιστημονικούς κύκλους για τις επόμενες δεκαετίες και διανθίστηκε περαιτέρω. Μια μερίδα μελετητών υποστήριξε μέχρι και πρόσφατα, ότι το κτίσμα αντιστοιχούσε σε ένα μεταβατικό ναϊκό οικοδόμημα, το οποίο αντικατέστησε τον πρωταρχικό αψιδωτό ναό των Γεωμετρικών χρόνων, μετά την κατάρρευση του στο τρίτο τέταρτο του 8ου αιώνα π. Χ.. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, το επίκεντρο της λατρείας της Ήρας μετατοπίστηκε τότε από τον μυχό του ορμίσκου στην υπερυψωμένη ζώνη της τοποθεσίας, σηματοδοτώντας την κυριαρχία της Κορίνθου στο Πειραίο έναντι των Μεγάρων. Στους Κορίνθιους προσάπτεται και η καθιέρωση της επίκλησης «Λιμενία», που αποδίδεται ως «θεά των λιμανιών» και σχετίζεται με τα υπερπόντια ναυτικά ταξίδια τους και την αποικιακή τους εξάπλωση στην λεκάνη της Μεσογείου θάλασσας, κατά την ύστερη Γεωμετρική περίοδο (760 – 700 π. Χ.) και την πρώιμη Αρχαϊκή εποχή (700 – 610 π. Χ.). Σε παλαιότερες αρχαιολογικές δημοσιεύσεις, το «κτίριο της εστίας» εικάζεται πως χρησιμοποιήθηκε για την κάλυψη των θρησκευτικών αναγκών του ιερού, μέχρι την ανέγερση του μεγαλοπρεπούς Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας στον ύστερο 6ο αιώνα π. Χ. και πάλι στο παραλιακό επίπεδο. Κατόπιν φέρεται είτε να παρέμεινε σαν ένας παράλληλος λατρευτικός χώρος, προσδίδοντας στο Ηραίο μία διττή υπόσταση, είτε να απώλεσε τον υπερβατικό του χαρακτήρα και να απέκτησε έναν πιο πρακτικό ρόλο ως μία βοηθητική υποδομή.
Εικόνα 22: Άποψη των καταλοίπων του «κτιρίου της εστίας», το οποίο πιθανότατα λειτουργούσε ως εστιατόριο, όπου παραθέτονταν επίσημα γεύματα σε υψηλούς προσκεκλημένους, σύμφωνα με την νεότερη και πιο ορθολογιστική εκτίμηση του αρχαιολόγου Richard Tomlinson.
Ωστόσο, από τα δεδομένα των ανασκαφικών ερευνών της δεκαετίας του 1960 και μετέπειτα, η χρήση του «κτιρίου της εστίας» επαναπροσδιορίστηκε με μία περισσότερο ορθολογιστική θεώρηση και η οποία πλέον γίνεται κοινώς αποδεκτή. Έτσι λοιπόν ο αρχαιολόγος Richard Tomlinson απέρριψε την άποψη του συναδέλφου του Humfry Payne ότι αντιστοιχούσε με ένα ναό της «Ήρας Λιμενίας», προτείνοντας αρκούντως πειστικά ότι το οικοδόμημα λειτουργούσε ως εστιατόριο, όπου παραθέτονταν λατρευτικά γεύματα σε επίσημους επισκέπτες, προσκυνητές ή υψηλούς καλεσμένους. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί η ανεύρεση στον χώρο ενός αριθμού οβελών όπτησης κρέατος και σιδερένιων δρεπάνων, με τα οποία μάλλον σφαγιάζονταν τα θυσιαζόμενα ή τα προς βρώση ζώα και δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως απλά αναθήματα. Εξάλλου στις επιγραφές των λίθινων πλακών της εστίας μνημονεύονται οι οβελοί που αφιερώθηκαν στην «Ήρα Λευκώλενο», ενώ στην κορυφή τους παρατηρούνται και κάποιες εσοχές, οι οποίες πιστεύεται βάσιμα πως σχηματίστηκαν μακροχρόνια από την συνεχή περιστροφή αυτών των χρηστικών αντικειμένων κατά την διαδικασία ψησίματος.
Ο Richard Tomlinson υπέδειξε την σχεδιαστική αποτύπωση έντεκα ανακλίντρων, διαστάσεων 1,80 Χ 0,90 μέτρων, περιμετρικά των τοίχων του «κτιρίου της εστίας», κατά τα πρότυπα των δύο αιθουσών συμποσίων στο επιβεβαιωμένο εστιατόριο του μεσαίου επιπέδου του ιερού. Πάντως αυτή η εισηγούμενη εσωτερική διαρρύθμιση αμφισβητήθηκε ως προς την διάταξη της, καθώς δεν λαμβάνεται υπόψη η διαφαινόμενη δεύτερη είσοδος στον δυτικό τοίχο. Όμως δεν έχει καταστεί απολύτως σαφές αν αυτό το παράπλευρο άνοιγμα στην θεμελίωση του, δημιουργήθηκε στην πραγματικότητα από μία ακαταχώρητη δοκιμαστική τομή στο πρωιμότερο στάδιο των ανασκαφών. Επίσης, σύμφωνα με μία δυνητική εκδοχή, η ιδιαίτερη τοποθέτηση της εστίας στο κέντρο του εσωτερικού του, παραπέμπει σε έναν ενδεχόμενο τελετουργικό σκοπό της και εντός του οικοδομήματος εκτός από την παράθεση λατρευτικών γευμάτων, ίσως να πραγματοποιούνταν περιστασιακά και θρησκευτικά δρώμενα μυστηριακής φύσεως.
Εικόνα 23: Σχεδιαστική απεικόνιση των τμημάτων από τις τρεις λίθινες πλευρικές πλάκες της κεντρικής πυράς από το «κτίριο της εστίας», με τις επιγραφές που αναφέρονται στην «Ήρα Λευκώλενο» και τους οβελούς οι οποίοι αφιερώθηκαν σε αυτήν. (Πηγή πρωτότυπων σχεδίων: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Εξαιτίας της πιθανολογούμενης ναϊκής υπόστασης του «κτιρίου της εστίας», για κάποιο χρονικό διάστημα εικάζονταν ότι στο Ηραίο συνυπήρχαν παράλληλα δύο ξεχωριστά σεπτά κέντρα, στα οποία η θεά τιμώνταν με διαφορετικά προσωνύμια. Όμως ο ακαδημαϊκός John Salmon έδωσε τέλος στις φιλολογικές έριδες καταρρίπτοντας αυτή την υπόθεση, καθώς κατέδειξε με εύλογα επιχειρήματα ότι το ιερό ήταν ενιαίο(17), με τον λατρευτικό πυρήνα του να μην απομακρύνεται ποτέ από το παραλιακό επίπεδο και συγκεκριμένα από το μέρος των πιστοποιημένων ναών των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων. Επίσης, τεκμηρίωσε αδιάσειστα πως η κύρια επωνυμία της Ήρας στην Περαχώρα ήταν πάντοτε «Ακραία», ως θεότητα του βραχώδους ακρωτηρίου, όπως άλλωστε μνημονεύεται και στις αρχαίες πηγές. Το δε επίθετο «Λιμενία» συνιστούσε μία δευτερεύουσα επίκληση της θεάς, με προέλευση είτε από την τοπογραφική θέση του ναού της στον μυχό του φυσικού λιμένα, είτε από την ιδιότητα της ως προστάτιδα των λιμένων και κατ’ επέκταση των ναυτιλλόμενων.
Το «κτίριο της εστίας» μάλλον αχρηστεύτηκε περί τα τέλη του 5ου αιώνα με αρχές του 4ου αιώνα π. Χ., όταν πρέπει να υπέστη ανεπανόρθωτες φθορές από κάποια φυσική καταστροφή, ίσως από μία ισχυρή σεισμική δόνηση, που έπληξε την περιοχή του Πειραίου. Το ίδιο διάστημα φαίνεται ότι απαξιώνεται μερικώς το ανατολικότερο άνδηρο του Ηραίου, με δεδομένο ότι τότε παρουσιάζονται και οι τελευταίες χρονολογικές ενδείξεις και για τα παρακείμενα οικοδομήματα (κτίσματα εστιατορίων και λοιπές κατασκευές), στα δυτικά της υπόψη εγκατάστασης. Επιπρόσθετα δίπλα και παράλληλα με την δυτική πλευρά του «κτιρίου της εστίας» κτίστηκε ένας πολυγωνικός αναλημματικός τοίχος μήκους περί τα 16,50 μέτρα(18), ενώ σε απόσταση γύρω στα 15 μέτρα ακόμα δυτικότερα, ανεγέρθηκε ένα ισοδομικό τείχος από ογκώδεις κατεργασμένους λίθους, μήκους 21,50 μέτρων περίπου, το οποίο ίσως να περιχαράκωνε πλέον το νέο ανατολικό όριο στην υπερυψωμένη ζώνη του θρησκευτικού συγκροτήματος.
Εικόνα 24: Το ισοδομικό τείχος στην υπερυψωμένη ζώνη του ιερού της Ήρας Ακραίας. Εκτιμάται ότι κατασκευάστηκε περί τα τέλη του 5ου αιώνα/αρχές του 4ου αιώνα π. Χ., όταν απαξιώθηκε μερικώς το ανατολικότερο άνδηρο, προκειμένου να οριοθετηθεί ο χώρος.
Ο τρόπος της λατρείας προς την υπόσταση της Ήρας στο ιερό της Περαχώρας είχε ποικίλες εκφάνσεις και προεκτάσεις, όπως αυτές δύνανται να ερμηνευτούν από την εξέταση των αποδιδόμενων προσωνυμίων προς το πρόσωπο της, την μυθολογική διασύνδεση του τόπου με την Μήδεια, την χρήση των εγκαταστάσεων εστίασης και το είδος των ευρεθέντων αναθημάτων. Ο βασικός επιθετικός προσδιορισμός της θεάς ως «Ακραία» ανταποκρίνεται πρωτίστως στην γεωγραφική ταυτότητα του θρησκευτικού συγκροτήματος ως προς την μεμακρυσμένη θέση του, επί της νότιας πλευράς του τριγωνικού ακρωτηρίου Μελαγκάβι. Εδώ πιθανότατα η Ήρα τιμώνταν αρχέτυπα ως θεότητα των ακρωτήριων, υπό την έννοια μίας οντότητας που εξασφαλίζει την ασφαλή ακτοπλοΐα ως ένας πνευματικός φάρος, ενώ το ίδιο το κτιριακό συγκρότημα του Ηραίου λειτουργούσε ως σταθερό σημείο συσχετίσεως για τον διάπλου του Κορινθιακού κόλπου.
Όταν η περιοχή του Πειραίου πέρασε στην κυριαρχία της Κορίνθου περί το 750 – 725 π. Χ., η λατρευτική εκδήλωση προς το πρόσωπο της θεάς μετεξελίχτηκε, όπως διαφαίνεται από την έτερη τοπογραφική προσφώνηση της. Τότε η Ήρα έλαβε και την επωνυμία «Λιμενία», ως επίκουρος θεότητα που εξασφαλίζει τον ελλιμενισμό των πλοίων, καθώς οι εγκαταστάσεις του τοπικού ιερού της περιέβαλλαν το μικρό επίνειο στο δυτικό ακρωτήριο του Πειραίου. Αυτή η ονοματοθεσία συμπίπτει με την έναρξη του κύματος του αποκαλούμενου ως «δεύτερου Ελληνικού αποικισμού», δηλαδή της οργανωμένης εποικιστικής και εμπορικής εξάπλωσης των αρχαίων Ελλήνων στους θαλάσσιους χώρους της Μεσογείου θάλασσας και του Εύξεινου Πόντου, από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π. Χ., όπου πρωτοστάτησαν οι Ευβοϊκές μητροπόλεις της Χαλκίδας και της Ερέτριας, ιδίως προς την Δύση, για να ακολουθήσει κατά πόδας και η Κόρινθος. Έτσι λοιπόν το Ηραίο πρέπει να απόκτησε μία κομβική σπουδαιότητα στις πεποιθήσεις των Κορινθίων ναυτικών, οι οποίοι αμέσως μετά την αναχώρηση τους από το Λέχαιο πιθανότατα διέρχονταν με τα πλοία τους από το θρησκευτικό συγκρότημα, για να ζητήσουν την αιγίδα της θεάς στο υπερπόντιο ταξίδι τους, ενώ κατά την επιστροφή τους προσκόμιζαν πολύτιμα αφιερώματα στην αρωγό τους για την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος τους.
Εικόνα 25: Πήλινα ειδώλια γυναικών, γυναικεία προτομή, ελαιοδοχείο σε σχήμα ποδιού, και αγγεία (πυξίδα, κωνική οινοχόη, οινοχόη, καλύμματα πυξίδας), διακοσμημένα με παραστάσεις ζώων, από το ιερό της Ήρας Ακραίας – Λιμενίας. 7ος – 6ος αιώνας π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Όπως προαναφέρθηκε ένα τρίτο προσωνύμιο της θεάς, το οποίο χρησιμοποιούνταν στο Ηραίο, αναγράφεται στις λίθινες πλάκες της κεντρικής πυράς στο «κτίριο της εστίας» και πρόκειται για την Ομηρική επίκληση «λευκώλενος». Ο όρος είναι σύνθετος από την ένωση των λέξεων «λευκή» και «ωλένη», σημαίνοντας κυριολεκτικά το άτομο με τα καθαρά χέρια(19), ενώ ερμηνεύεται μεταφορικά ως το εξιλαστήριο άγγιγμα της θεότητας, που έχει εξαγνιστική και προστατευτική επίδραση στον εκάστοτε επικαλούμενο. Μέσα λοιπόν από το πνευματικό πρίσμα της κορύφωσης της ψυχικής κάθαρσης υπό την σκέπη της Ήρας, οι μύστες – προσκυνητές οργάνωναν κοινά λατρευτικά συμπόσια ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης προς την υπόσταση της. Μάλιστα από τον εντοπισμό πολλών οβελών όπτησης κρέατος και στα τρία εδαφικά επίπεδα του αρχαιολογικού χώρου, αλλά και την παρουσία αρκετών υποδομών εστίασης, συμπεραίνεται ότι η παράθεση τελετουργικών γευμάτων αποτελούσε συχνή και μάλλον κύρια δραστηριότητα στο ιερό της Περαχώρας. Σε συνάφεια με την τοπική προσήλωση στην θεά ως προστάτιδας της ναυσιπλοΐας, δεν αποκλείεται κατά την διάρκεια των μυστηριακών συνεστιάσεων να κλείνονταν εμπορικές συμφωνίες ή να λαμβάνονταν καίριες αποφάσεις για επικείμενες αποικιστικές ή άλλου είδους ναυτικές επιχειρήσεις.
Εικόνα 26: Τράπεζα παιγνίου, διακοσμημένα πήλινα Κορινθιακά αγγεία (μικρογραφίες κάλαθων και φιαλών, αρύβαλλος, θραύσματα αρυβάλλων και οινοχόης), και Αττικός ερυθρόμορφος μαστός, από το Ηραίο της Περαχώρας. 7ος – 6ος αιώνας π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εκτός από την παραπάνω υπερβατική ερμηνεία των επιθέτων της θεάς, το Ηραίο της Περαχώρας ήταν άρρηκτα συνυφασμένο και με τις θρησκευτικές παραδόσεις της Κορίνθου. Ιδιαίτερα σχετίζονταν με τον μυθολογικό κύκλο της Μήδειας, όπως αναλύθηκε εκτενώς στο πρώτο μέρος του παρόντος άρθρου, και ειδικότερα με τα δραματικά περιστατικά που συνέβησαν έπειτα από την ανήθικη απιστία του συζύγου της Ιάσονα με την Κορίνθια πριγκίπισσα Γλαύκη ή Κρέουσα. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη η ηρωίδα φέρεται να προκάλεσε τον φρικτό θάνατο της αντίζηλου της και του πατέρα της βασιλιά Κρέοντα, και κατόπιν να φόνευσε με ξίφος τα τέκνα της Μέρμερο και Φέρητα, που είχε αποκτήσει με τον Ιάσονα και να τα ενταφίασε στο τέμενος της Ήρας Ακραίας, προκειμένου να μην ανοίξει και βεβηλώσει κανένας εχθρός τους τύμβους τους(20). Ωστόσο σύμφωνα με μία άλλη παραλλαγή του μύθου, η τραγική μητέρα δεν προέβη στην αποτρόπαια πράξη της παιδοκτονίας, αλλά άφησε τους δύο γιούς της ως ικέτες στο Ηραίο, όπου τους βρήκαν οι Κορίνθιοι και τους κατατραυμάτισαν θανάσιμα ή τους σκότωσαν δια λιθοβολισμού, έτσι ώστε να την τιμωρήσουν για την απώλεια του βασιλιά τους και της κόρης του(21).
Στην μνήμη των σφαγιασθέντων τέκνων της Μήδειας διεξάγονταν από τους Κορίνθιους ετήσιες εορταστικές εκδηλώσεις, με σκοπό τον εξευμενισμό του ειδεχθούς εγκλήματος μέσω της καθαρτήριας επήρειας της Ήρας. Τα ελεγειακά δρώμενα περιλάμβαναν μία πένθιμη πομπή λαμπαδηφορίας από την Κόρινθο προς το ιερό της Περαχώρας, όπου πραγματοποιούνταν εξιλαστήριες θυσίες και εκτελούνταν μία τελετουργική θεατρική παράσταση, με την πλοκή των γεγονότων να αφορά την ιστορία της τραγικής ηρωίδας και του Ιάσονα, από την αρχή της σχέσης τους έως την θλιβερή κατάληξη της. Κατόπιν επιλέγονταν επτά αγόρια και επτά κορίτσια από τις πιο αριστοκρατικές οικογένειες της Κορίνθου και υποχρεώνονταν να διαμείνουν για ένα έτος στο Ηραίο, με κουρεμένα τα μαλλιά και ντυμένα με μαύρες εσθήτες, θρηνώντας τον άδικο χαμό των παιδιών του μυθολογικού ζεύγους. Αυτή η ιδιαίτερη ευλάβεια των Κορινθίων προς το πρόσωπο της Μήδειας, φαίνεται να αποπνέει μία διακριτή χθόνια αύρα, που αντανακλάται στο αυστηρά μυστηριακό τυπικό. Πιθανότατα λοιπόν η μεταφυσική οντότητα της να αντιπροσωπεύει μία προδωρική θεότητα της γης, την οποία αντικατέστησε σταδιακά η λατρεία της Ήρας με επίκεντρο το θρησκευτικό συγκρότημα του Πειραίου.
Εικόνα 27: Πήλινο ειδώλιο κούρου από το ιερό της Ήρας Ακραίας. Ανάγεται στο 600 – 550 π. Χ.. Αποτελεί σπάνιο δείγμα Κορινθιακής κοροπλαστικής των Αρχαϊκών χρόνων. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Μία περισσότερο κοινωνική προσέγγιση των θρησκευτικών πεποιθήσεων γύρω από την υπόσταση της θεάς, αναφύεται μέσα από την επισκόπηση του είδους και της καταγωγής των πλούσιων αναθημάτων, που προσέφεραν πιστοί από κάθε κοινωνική τάξη, αλλά και της διακοσμημένης κεραμικής(22). Τα πολυάριθμα αντικείμενα ανήκουν σε διάφορες χρονικές περιόδους και διαχωρίζονται εκθεσιακά ανάλογα με το υλικό κατασκευής τους σε πήλινα, χάλκινα και ελεφαντοστέϊνα(23). Οι δε εμπειρογνώμονες υπογραμμίζουν εμφατικά ότι η Κορινθιακή τέχνη της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής εποχής, θα ήταν ατελέστατα γνωστή αν δεν υπήρχαν τα κινητά ευρήματα του Ηραίου της Περαχώρας. Εκτός από τα εργαστήρια της Κορίνθου, προέρχονται και από άλλες περιοχές της Ελληνικής περιφέρειας, όπως από το Άργος, την Λακωνία, την Ρόδο, την Χίο, την Αττική, τις Κυκλάδες και την Βοιωτία, κατά χρονολογική κλιμάκωση, φανερώνοντας την αυξανόμενη πνευματική ακτινοβολία του ιερού. Επίσης μία σειρά αφιερωμάτων εκπορεύονται από χώρες της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου θάλασσας, υποδηλώντας εμμέσως έναν διαμετακομιστικό σύνδεσμο των Κορινθίων με εμπόρους από τα παράλια της Εγγύς Ανατολής.
Στα πήλινα ευρήματα συμπεριλαμβάνονται 8 ομοιώματα οικίσκων, των μέσων του 8ου αιώνα π. Χ., για τα οποία πιστεύεται ότι το καλλιτεχνικό τους πρότυπο ήταν ο αψιδωτός ναός της Ήρας Ακραίας των Γεωμετρικών χρόνων(24). Παρόμοια κτιριακά αναθήματα έχουν ανακαλυφθεί σε πολλά αρχαιοελληνικά ιερά, όπως στα Ηραία της Σάμου και του Άργους. Δεν πρόκειται για πιστά αντίγραφα οικοδομημάτων ή για τελείως φανταστικές επινοήσεις, αλλά για συμβατικές αναπαραστάσεις με τα βασικά γνωρίσματα ενός ναού ή μίας οικίας, ανάλογα με την αφιερωματική προαίρεση του ατόμου που τα προσκόμιζε.
Άφθονη είναι η Κορινθιακή κεραμική του 7ου – 6ου αιώνα π. Χ., με την θαυμάσια ζωγραφική διακόσμηση ποικίλης θεματολογίας. Ανάμεσα στα ανακτηθέντα αγγεία ξεχωριστή θέση καταλαμβάνουν οι αρύβαλλοι, οι οινοχόες, οι πυξίδες, οι φιάλες και οι κάλαθοι. Εκτός από την ενδεχόμενη ιερουργική σκοπιμότητα τους, κάποια από αυτά τα σκεύη σίγουρα θα πρέπει να χρησιμοποιούνταν και στα τελετουργικά γεύματα, που παραθέτονταν κατά κόρον στα εστιατόρια του Ηραίου της Περαχώρας. Ιδιαίτερο σύνολο αφιερωμάτων συνιστούν οι πήλινοι εικονιστικοί πίνακες(25), κυρίως με ανθρωποκεντρικές παραστάσεις. Μάλιστα σε έναν από αυτούς αναγνωρίζεται ο μυθικός ήρωας της Κορίνθου Βελλεροφόντης με τον Πήγασο, το φτερωτό του άλογο.
Εικόνα 28: Πήλινοι Κορινθιακοί αρύβαλλοι από το Ηραίο της Περαχώρας, που φέρουν ζωγραφικές παραστάσεις κωμαστών – κωμωδών (επάνω, 610 – 590 π. Χ.) και πομπής θυσίας (κάτω, 600 – 575 π. Χ.). Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Η συλλογή των πήλινων ειδωλίων παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι από την μορφολογία των τεχνουργημάτων προκύπτουν ορισμένα ασφαλή συμπεράσματα τόσο για το καλλιτεχνικός τους ύφος, όσο και για τις επιπρόσθετες προστατευτικές ιδιότητες της Ήρας, με τις οποίες περιβάλλονταν στην περίπτωση του θρησκευτικού συγκροτήματος του αρχαίου Πειραίου. Κατά την διάρκεια της αρχικής περιόδου λειτουργίας του ιερού και ιδίως στον 8ο αιώνα π. Χ., αυτού του είδους τα αναθήματα έλκουν την προέλευση τους μόνο από την Κόρινθο και το Άργος, ενώ με το πέρασμα στην Αρχαϊκή εποχή εκπροσωπούνται και περιοχές της ανατολικής Ελλάδας. Τον 7ο αιώνα π. Χ. κυριαρχούν τα τοπικά Κορινθιακά εργαστήρια κοροπλαστικής με τις χαρακτηριστικές γυναικείες μορφές δαιδαλικής τεχνοτροπίας, δηλαδή εμφανίζοντας μία επιπεδικότητα στην απόδοση τους, χαμηλό μέτωπο, μεγάλους οφθαλμούς και ιδιόμορφη κόμμωση. Τον επόμενο αιώνα παρατηρείται πληθώρα εισαγωγών Αργειακών ειδωλίων, που διαθέτουν μία ιδιάζουσα πλαστική επίθετη διακόσμηση, όπως ενώτια, καλύμματα κεφαλής, επιστήθια κοσμήματα και περιδέραια, ενώ καταμαρτυρούν ότι εξακολουθούσε να υφίσταται ένας στενός δεσμός του Ηραίου της Περαχώρας με το Άργος, ακόμα και στους Αρχαϊκούς χρόνους.
Εικόνα 29: Πήλινα αναθήματα με παραστάσεις γυναικείων μορφών και κεφαλής Σφίγγας (έκθεμα Νο 4), από το ιερό της Περαχώρας, όπου η Ήρα λατρεύονταν ως θεά της γονιμότητας, προστάτιδα του οίκου και ως κουροτρόφος. Χρονολογούνται από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Τα περισσότερα πήλινα ειδώλια αφορούν προσφορές που σχετίζονται άμεσα με την γονιμότητα, την οικιακή δραστηριότητα, την εκπαίδευση και την ανατροφή των τέκνων (κουροτροφία). Οι απεικονίσεις των θηλυκών μορφών αντικατοπτρίζουν την εκτέλεση καθημερινών εργασιών και συνηθειών, καθώς και τα σπουδαιότερα στάδια του κύκλου της ανθρώπινης ζωής, όπως ο γάμος, η τεκνοποίηση και ο θάνατος, σε συνδυασμό με την εκδήλωση λατρείας προς την θεότητα. Η έννοια της προσδοκώμενης ευγονίας ανιχνεύεται έντονα στα αγαλματίδια των γυναικών, που σκεπάζουν με τα χέρια τους την γενετήσια περιοχή ή αγγίζουν το στήθος τους, ενώ σε άλλες παραστάσεις κρατούν περιστέρια ή παιδιά(26). Επιπλέον σε μερικά ειδώλια εμφανίζονται νεάνιδες να φέρουν άνθη και φρούτα ή στεφάνια στο κεφάλι και πιθανολογείται ότι αντιπροσωπεύουν ευλαβείς πιστές κατά την διάρκεια μίας εορτής προς τιμή της Ήρας, συμβολίζοντας παράλληλα και την επιζητούμενη καρποφορία. Η ίδια παραβολική ερμηνεία αποδίδεται και στα πήλινα ομοιώματα κουλουριών, μάλλον Κορινθιακής παραγωγής, τα οποία συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πλέον ενδιαφέροντα ευρήματα του ιερού. Πρόκειται για απομιμήσεις αρχαίων γλυκισμάτων που προσφέρονταν στην θεά σε μεγάλες θρησκευτικές εκδηλώσεις. Παρόμοιες αναπαραστάσεις κουλουριών έχουν ανακαλυφθεί και στα Ηραία του Άργους και της Κέρκυρας. Κάποια από τα ευρήματα μπορούν να εκληφθούν ως προγαμιαία αφιερώματα, όπως οι πήλινοι πίνακες – τράπεζες παιγνίων, με δεδομένο ότι στην αρχαιότητα οι νεαρές μελλόνυμφες εθιμοτυπικά, προσκόμιζαν τα εφηβικά αθύρματα τους στην αντιλήπτορα τους πριν από την τέλεση του γάμου τους.
Έτσι λοιπόν από την φυσιογνωμία των διαλαμβανόμενων αναθημάτων, συμπεραίνεται ότι η Ήρα λατρεύονταν στο επαρχιακό ιερό της Περαχώρας επιπρόσθετα ως θεότητα της γονιμότητας και προαγωγός του υμεναίου. Επίσης η θεά τιμόταν και ως προστάτιδα του οίκου, όπως συνάγεται από την μεγάλη ποσότητα των ευρεθέντων αγαλματιδίων και αντικειμένων, που αφορούν τις καθημερινές χειρωνακτικές ασχολίες. Η επιθυμία για την απρόσκοπτη οικοκυρική μέριμνα εκφράζεται από τα ειδώλια των γυναικείων μορφών, που ζυμώνουν ψωμί επάνω σε τραπέζι, καθώς και από τα πολλά υφαντικά βάρη, σφονδύλια, κουβαρίστρες, αδράχτια και καλαθάκια, ενώ στην ίδια λατρευτική έκφανση μπορούν να ενταχθούν και τα ομοιώματα των οικίσκων.
Μία ομάδα πήλινων αγαλματιδίων καταδεικνύει την ιδιότητα Ήρας ως αρωγού των ναυτιλλόμενων. Σε αυτή συγκαταλέγονται απεικονίσεις γυναικών που φέρουν άνθη και διακοσμημένα πλοία, καθώς και μικρογραφίες καραβιών, που δηλώνουν την δέηση για ένα ευνοϊκό ναυτικό ταξίδι.
Εικόνα 30: Θραύσματα πήλινων κουλουριών των Γεωμετρικών χρόνων από το Ηραίο της Περαχώρας. Πρόκειται για απομιμήσεις αρχαίων γλυκισμάτων που προσφέρονταν στην Ήρα κατά την διάρκεια σημαντικών εορτών. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, pl. 16).
Ανάλογες διαπιστώσεις προκύπτουν και από την πολυπληθή συγκέντρωση των περίτεχνων χάλκινων αναθημάτων, αγαλματιδίων ανθρώπινων μορφών, σκευών και λοιπών απαρτίων, που φανερώνουν την ευμάρεια του ιερού και υποδεικνύουν ότι δημιουργήθηκαν από επιδέξιους Κορίνθιους χαλκουργούς, οι οποίοι παρήγαγαν είδη υψηλής αισθητικής αξίας. Τα ανακαλυφθέντα ειδώλια ζώων (άλογα, ταύροι, κριάρια κ.λπ.) συνδέονται ευθέως τόσο με την γονιμότητα των κοπαδιών, όσο και με την ευφορία των καλλιεργειών. Μάλιστα σε ένα αγαλματίδιο ταύρου διακρίνεται μία αφιέρωση με Σικυώνια γραφή, όπου αναφέρεται ότι τον πρόσφερε ο Ναύμαχος στην Ήρα Λιμενία και χρονολογείται γύρω στο 525 – 500 π. Χ.. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και πληθώρα προσωπικών γυναικείων αντικειμένων, όπως χάλκινα κάτοπτρα, περόνες και πόρπες με έκτυπη διακόσμηση. Οι περόνες αναθέτονταν μόνες τους ή προσαρτημένες σε ενδύματα, ενώ οι σπανιότερες εξ’ αυτών με ομοίωμα ροδιού στην κεφαλή τους, ανάγονται στα τέλη του 6ου – αρχές 5ου αιώνα π. Χ.. Επίσης βρέθηκαν και πολύτιμα κοσμήματα, με ενδεικτικά παραδείγματα του χρυσούς σφηκωτήρες (σπείρα για δέσιμο της κώμης) και τα χρυσά δακτυλίδια.
Στο θρησκευτικό συγκρότημα του αρχαίου Πειραίου η Ήρα λατρεύονταν και ως κουροτρόφος, δηλαδή ως πνευματική επίκουρος στην ανατροφή των τέκνων. Αυτή η ιδιότητα υποδηλώνεται από τα ειδώλια παιδιών και κούρων, καθώς και από τα περίαπτα αποτρόπαιας φύσεως, που αφιερώνονταν από τους γονείς για να προστατέψουν τους απογόνους τους ή για να ευχαριστήσουν την θεά για μία υπερβατική επέμβαση της. Επιπλέον κάποια άλλα ευρήματα αφορούν προδήλως την εκπαίδευση των νεαρών μαθητών, όπως χάλκινες στλεγγίδες (ξύστρο σώματος) και οστέινες φλογέρες.
Εικόνα 31: Χάλκινά ειδώλια από το Ηραίο της Περαχώρας. Απεικονίζονται άλογο (αριστερά, 730 – 700 π. Χ.) και ταύρος (δεξιά 525 – 500 π. Χ.). Στο σώμα του δεύτερου διακρίνεται μία αφιέρωση με Σικυώνια γραφή της ανάθεσης του ειδωλίου στην Ήρα Λιμένια από τον Ναύμαχο. (Πηγή πρωτότυπων φωτογραφιών: πληροφοριακή πινακίδα αρχαιολογικού χώρου).
Η συλλογή των ελεφαντοστέϊνων μικροτεχνημάτων από το ιερό της Ήρας Ακραίας, κατατάσσεται επάξια ανάμεσα στις πλουσιότερες του είδους της Αρχαϊκής εποχής στον Ελληνικό χώρο. Τα αναθήματα είναι εξαιρετικής ποιότητας και η πλειονότητα τους έχει φιλοτεχνηθεί σε Κορινθιακά εργαστήρια, κυρίως εντός του 7ου αιώνα π. Χ., ενώ δεν λείπουν και εισαγωγές από άλλα μέρη, όπως το Άργος και η Σπάρτη. Σε αυτά περιλαμβάνονται ειδώλια γυναικών, σφιγγών και ζώων, πλακίδια, γυναικείες κεφαλές κ.α.. Επίσης βρέθηκαν πάνω από εκατό οστέινες και ελεφάντινες σφραγίδες, που οι περισσότερες είναι δισκοειδείς, αμφίγλυφες και διάτρητες για την ανάρτηση τους. Η θεματολογία των διαφόρων απεικονίσεων είναι κοινή με τις παραστάσεις της αγγειογραφίας των Αρχαϊκών χρόνων, και περιστρέφεται γύρω από μορφές ζώων, πτηνών και μυθικών τεράτων, ταιριάζοντας ιδίως με το πρωτοκορινθιακό καλλιτεχνικό ύφος (720 – 630 π. Χ.).
Στο ιερό της Περαχώρας εντοπίστηκαν και όπλα, όπως ξίφη, αιχμές δοράτων και βελών, καθώς και βλήματα σφενδονών, που φαίνεται ότι αποτελούσαν μία αυτόνομη ομάδα αφιερωμάτων. Τα αντικείμενα αυτά προδίδουν και μία ανδρική προσήλωση στο πρόσωπο της Ήρας, ξεφεύγοντας από την φύση της κατ’ εξοχήν γυναικείας λατρείας, η οποία τεκμαίρεται από την συντριπτική πλειοψηφία των κινητών ευρημάτων. Ενδεχομένως μάλλον στρατεύσιμοι προερχόμενοι από τον αγροτικό πληθυσμό του Πειραίου, να ανέθεταν τελετουργικά κάποια απάρτια της πολεμικής εξάρτησης τους, είτε ως δέηση για μία νίκη τους σε μία επικείμενη μάχη, είτε ως ευχαριστήρια προσφορά για την αίσια έκβαση της. Υπό αυτήν την αντίληψη, ίσως η θεά να είχε εδραιωθεί στις συνειδήσεις των κατοίκων της χερσονήσου και με την ιδιότητα της προμάχου, ελλείψει άλλης εφέστιας θρησκευτικής οντότητας, ικανοποιώντας επικαλυπτικά μία ακόμα διάσταση της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να συνδέονται με τις υπερπόντιες εξορμήσεις των Κορινθίων, κατά τις οποίες ήταν αυξημένος ο κίνδυνος μίας περιστασιακής ναυμαχίας ή πολεμικής σύγκρουσης στους αφιλόξενους μακρινούς προορισμούς. Έτσι λοιπόν μπορούμε να υποθέσουμε ότι ορισμένοι ναύτες ή πεζοναύτες από τα πληρώματα των πλοίων, ζητούσαν με αυτό τον τρόπο την προστασία της Ήρας Λιμενίας ή εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους για την ασφαλή επιστροφή τους.
Εικόνα 32: Δείγματα ελεφαντοστέινων και οστέινων σφραγίδων από το ιερό της Ήρας Ακραίας, που ανάγονται στο 700 – 650 π. Χ.. Φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις γρυπών και φτερωτών δαιμόνων. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Μία ιδιάζουσα κατηγορία ευρημάτων αποτελούν τα εξωτικά αναθήματα, που έφτασαν στο ιερό από την λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου θάλασσας. Ανακαλύφθηκαν στο χωμάτινο γέμισμα της λεγόμενης «ιερής δεξαμενής», και ως χώρες καταγωγής τους προσδιορίζονται η Κύπρος, η Αίγυπτος, η Συρία και η Φοινίκη. Εντύπωση προκαλούν οι εκατοντάδες Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι, δηλαδή κοσμήματα με μορφή σκαθαριού με ιερογλυφικές επιγραφές, τα οποία κατά μία λατρευτική χρηστική έννοια τους τα φορούσαν οι γυναίκες για τους χαρίζουν γονιμότητα. Μια σημαντική ποσότητα από αυτούς ήταν κατασκευασμένοι από φαγεντιανή, ενώ ανακτήθηκαν και άλλα υλικά και μικροαντικείμενα από το ίδιο υλικό. Αξιόλογη είναι και η ανεύρεση Αιγυπτιακών ειδωλίων της θεάς Ίσιδος, η οποία συνδέονταν με τα ταφικά τελετουργικά, τη μητρότητα, την προστασία και τη μαγεία και του ελάσσονος αποτρόπαιου θεού Μπες, που θεωρούνταν ως προστάτης των παιδιών και των γυναικών κατά τη γέννα. Αυτά τα ξενικά αντικείμενα και αγαλματίδια μπορούν να εξηγηθούν ως προϊόντα εμπορικών συναλλαγών και ότι μεταφέρθηκαν από τους Κορίνθιους ναυτικούς, με σκοπό να τα παραδώσουν ως δώρα στις συζύγους τους. Κατόπιν οι γυναίκες τα αφιέρωναν στο ιερό, καθώς στις συμβολικές παραστάσεις τους αναγνωρίζονταν παρόμοιες προφυλακτικές ιδιότητες του καθημερινού βίου με εκείνες της Ήρας Ακραίας – Λιμενίας.
Εικόνα 33: Περόνες και κεφαλές περονών γυναικείων ενδυμάτων από Ηραίο της Περαχώρας. 7ος – 6ος αιώνας π. Χ.. Διακρίνονται δυο από τις κεφαλές (κάτω δεξιά) να έχουν σχήμα ροδιού, οι οποίες αποτελούν σπανιότερο τύπο και απαντώνται στα τέλη 6ου/αρχές 5ου αιώνα π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Ως τελευταία θα ασχοληθούμε με την περίπτωση των διακοσίων χάλκινων ομφαλωτών φιαλών, οι οποίες είναι διακοσμημένες ως απομίμηση του Φρυγικού λωτού. Τα συγκεκριμένα μεταλλικά αγγεία ανακτήθηκαν από μέρος της «ιερής δεξαμενής» και έγιναν αιτία διαφωνιών ως προς την χρήση και τον τρόπο της εναπόθεσης τους, χωρίς να έχει δοθεί μία εντελώς ικανοποιητική ερμηνεία. Τυπολογικά καλύπτουν μία περίοδο περίπου δύο αιώνων (7ος – 6ος αιώνας π. Χ.) και εικάζεται ότι μάλλον δεν επιχωματώθηκαν μαζικά ως μία εφάπαξ προσφορά, αλλά πρόκειται για λειτουργικά αντικείμενα, που συγκεντρώθηκαν εκεί διαχρονικά, είτε στο πλαίσιο μίας επαναλαμβανόμενης μυστικιστικής ιερουργίας, είτε μέσω κάποιας άλλης πιο πεζής διαδικασίας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι αυτού του είδους οι φιάλες χρησιμοποιούνταν συχνότερα για καθαρτήριες σπονδές και σπανιότερα ως σκεύη πόσεως, τίθεται αυθόρμητα το ερώτημα αν είναι ορθό να χαρακτηριστούν σαν απλά ατομικά αναθήματα, που μαζί με άλλες προσφορές ρίχτηκαν στην «ιερή δεξαμενή», όπως υποστήριξε o πρωτοπόρος ανασκαφέας του χώρου Humfry Payne. Κινούμενοι περίπου στο ίδιο σκεπτικό, ορισμένοι μελετητές διατύπωσαν ότι ίσως οι προσερχόμενοι προσκυνητές στο ιερό να έπιναν νερό με αυτά τα σκεύη από την ανοιχτή δεξαμενή, για λόγους εξαγνισμού πριν εισέλθουν στα ενδότερα του Ηραίου.
Αντίθετα ο καθηγητής αρχαιολογίας Richard Tomlinson, εκτιμά ότι οι χάλκινες φιάλες δεν ήταν αφιερώματα σχετιζόμενα με την «ιερή δεξαμενή»(27), αλλά λειτουργικά αντικείμενα που παραθέτονταν σε ειδικές περιστάσεις, όπως σε λατρευτικά συμπόσια υψηλών επισκεπτών ή προσκεκλημένων. Τα αγγεία τηρούνταν αποθηκευμένα σε ερμάρια ενός δωματίου σε κάποιο από τα διαπιστωμένα εστιατόρια της υπερυψωμένης ζώνης του ιερού, ενδεχομένως ακόμα και στο «κτίριο της εστίας». Ωστόσο μετά την διαφαινόμενη μερική απαξίωση του ανατολικότερου ανδήρου, λίγο μετά τα τέλη του 5ου αιώνα π. Χ., και την ερείπωση των οικοδομημάτων του, τα διάφορα εγκαταλειμμένα υλικά, μεταξύ των οποίων και οι διακόσιες φιάλες, ίσως να παρασύρθηκαν από τα ορμητικά όμβρια ύδατα και να κατέληξαν στην «ιερή δεξαμενή», όπου και παρέμειναν μέχρι την κατάργηση της. Βέβαια αυτή η απόθεση τους από φυσικά αίτια, προϋποθέτει μία κατάσταση παρατεταμένης παρακμής του Ηραίου εκείνη την περίοδο, χωρίς όμως να μπορεί να τεκμηριωθεί πειστικά κάτι τέτοιο, εκτός και αν τα υλικά απορρίφθηκαν εκεί σκόπιμα κατά την εκκαθάριση του μέρους ως πλεονάζοντα ή άχρηστα και κατόπιν καλύφθηκαν από το χωμάτινο σφράγισμα της λεκάνης.
Εικόνα 34: Χάλκινη φιάλη με φυλλωτά κοσμήματα απομίμησης Φρυγικού λωτού (αριστερά, περίπου τέλη 7ου αιώνα π. Χ.) και χάλκινος σκύφος (δεξιά, τέλη 7ου/αρχές 6ου αιώνα π. Χ.). Στο χωμάτινο γέμισμα της «ιερής δεξαμενής» του ιερού βρέθηκαν διακόσιες ανάλογες χάλκινες φιάλες. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Μία εναλλακτική ερμηνεία για την παρουσία των διακοσίων χάλκινων φιαλών πρότεινε ο αρχαιολόγος Thomas Dunbabin, ο οποίος αντιπαρέβαλε την χρήση τους με την φημολογούμενη λειτουργία του Ηραίου της Περαχώρας ως μαντείου, όπως το παρουσιάζει εντελώς επιγραμματικά μόνο ο διάσημος αρχαίος γεωγράφος Στράβωνας. Σύμφωνα λοιπόν με τον ισχυρισμό του, οι Κορίνθιοι πλοίαρχοι προσέρχονταν στο ιερό πριν αναχωρήσουν για ένα μακρινό ταξίδι αποικιακής ή εμπορικής φύσεως, προκειμένου να βολιδοσκοπήσουν την εύνοια της Ήρας Ακραίας – Λιμενίας ως προς τον σκοπό τους. Επιζητώντας να λάβουν μία πρόρρηση για την έκβαση του μελλοντικού εγχειρήματος τους, αφού εκτελούσαν τελετουργικές σπονδές με τα αγγεία, ύστερα τα εναπόθεταν στην υδάτινη επιφάνεια της «ιερής δεξαμενής». Αν επέπλεαν τότε η χρησμοδότηση ήταν θετική για τον ενδιαφερόμενο, αν όμως τύχαινε να βυθιστούν πιστεύονταν ότι η εξέλιξη της ναυτικής επιχείρησης θα ήταν δυσοίωνη.
Αυτή η μεταφυσική διάσταση του θέματος, αν και δεν γίνεται πλέον αποδεκτή από τους νεότερους ακαδημαϊκούς, δύναται να συνυφανθεί με τον μυθολογικό κύκλο της Μήδειας και την σχέση της με το ιερό της Ήρας Ακραίας, όπου ενταφίασε ή αφιέρωσε τα δύο αδικοχαμένα τέκνα της ως ικέτες. Οι δε Κορίνθιοι τιμούσαν την μνήμη των σφαγιασθέντων παιδιών της με μία μεγαλοπρεπή ετήσια εορταστική εκδήλωση στο Ηραίο, πραγματοποιώντας εξευμενιστικές θυσίες και τηρώντας ένα χθόνιο τυπικό. Επιπλέον η πριγκίπισσα της Κολχίδας και τραγική μητέρα θεωρούνταν διαβόητη μάγισσα και μάντισσα, ενώ όπως προαναφέρθηκε πιστεύεται πως απηχεί την προσήλωση των γηγενών κατοίκων σε μία προδωρική θεότητα. Ίσως λοιπόν κατά τις διεργασίες της μετάλλαξης αυτής της αρχέγονης θρησκευτικής πίστης προς την Μήδεια στην Γεωμετρική εποχή και την συγχώνευση της στην λατρεία της Ήρας στην Περαχώρα σε τοπικό επίπεδο, να διατηρήθηκαν κάποια γνωρίσματα μυστηριακής και ιεροσκοπικής φύσεως. Ωστόσο, η πληροφορία περί υπάρξεως ενός αυτοτελούς μαντείου στο Ηραίο δεν διασταυρώνεται ιστοριογραφικά, αλλά ούτε και τεκμηριώνεται ρητώς ανασκαφικά προς το παρόν(28), ενώ ο ισχυρισμός της χρησμοδότησης μέσω της επίπλευσης των χάλκινων φιαλών στην «ιερή δεξαμενή», μάλλον θα πρέπει να τεθεί στο φιλολογικό περιθώριο, αφού δεν πιστοποιείται με αναμφισβήτητες αποδείξεις. Ενδεχομένως να είναι πιο δόκιμο αυτά τα σκεύη με την διακρινόμενη Φρυγική διακόσμηση, να συσχετιστούν με τα υπόλοιπα εξωτικά αντικείμενα τα οποία προέρχονται από την λεκάνη της ανατολικής Μεσογείου θάλασσας, όπως οι Αιγυπτιακοί σκαραβαίοι και τα ειδώλια, αφού βρέθηκαν μέσα στον ίδιο αποθέτη, ένα δεδομένο που συνιστά μία απτή ένδειξη για την απόκτηση τους μέσω των εμπορικών θαλάσσιων διαύλων της Κορίνθου με εκείνες τις χώρες και στην συνέχεια να επανεξεταστεί η χρηστικότητα τους.
Εικόνα 35: Χάλκινο αγαλματίδιο με την μορφή του Ηρακλή, από το Ηραίο της Περαχώρας, που χρονολογείται στο 500 – 490 π. Χ.. Εκτιμάται ότι με το υψωμένο δεξί χέρι κρατούσε ένα ρόπαλο και με το προτεταμένο αριστερό ένα τόξο. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Κατά την νοητή περιήγηση μας στον αρχαιολογικό χώρο του Ηραίου της Περαχώρας και την γνωριμία με τα διατηρούμενα μνημειακά κατάλοιπα του, διαπιστώσαμε ότι συνιστούσε ένα εξωαστικό θρησκευτικό κέντρο, ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την αρχαία Κορινθία, διαθέτοντας ένα διακριτό πανελλήνιο κύρος. Η παρουσία του συνδέεται πιθανότατα με την αποικιακή εξάπλωση των Κορινθίων στη Δύση από το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα π. Χ. και έπειτα, καθώς και με ανάπτυξη του διαμετακομιστικού εμπορίου με εξωτικές χώρες της Μέσης Ανατολής, όπως η Αίγυπτος και η Φοινίκη. Αυτές οι ναυτικές δραστηριότητες φαίνεται ότι διενεργούνταν υπό την υπερβατική αιγίδα της Ηρας, που τιμώνταν με τις θαλάσσιες επικλήσεις «Ακραία» και «Λιμενία». Παράλληλα στο ιερό της προσέφευγαν άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις του αυτόχθονος πληθυσμού για να αιτηθούν την εξαγνιστική βοήθεια της «Λευκώλενου» θεάς σε τρέχοντα ζητήματα, καλύπτοντας πνευματικά σχεδόν όλες τις πτυχές του καθημερινού βίου τους. Η Ήρα στην Περαχώρα λατρεύονταν ποικιλοτρόπως, ως προστάτιδα της γονιμότητας και του οίκου, ως κουροτρόφος, ακόμα και ως πρόμαχος των όπλων. Συνεπώς το Ηραίο ήταν ζωτικής σημασίας για τους Κορίνθιους, ενταγμένο αναπόσπαστα στις τοπικές παλαίφατες παραδόσεις και περιβεβλημένο με μυστικιστικές δοξασίες. Σήμερα η τοποθεσία του ειδυλλιακού ορμίσκου στο ακρωτήριο με τον λιθόκτιστο φάρο Μελαγκάβι είναι εξίσου σημαντική ως πολιτιστική παρακαταθήκη, για την συμπλήρωση των γνώσεων μας επί της ναοδομικής αρχιτεκτονικής και των λατρευτικών πρακτικών, που ενασκούνταν στα επαρχιακά ιερά, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα πραγματικό υπόδειγμα αξιοποίησης ενός αρχαιολογικού χώρου.
Στο επόμενο μέρος του παρόντος αρθρογραφικού αφιερώματος θα εξετάσουμε τα οικοδομικά και υδραυλικά κατάλοιπα του αρχαίου οικισμού, τα οποία εντοπίζονται περί τα 600 μέτρα βορειοανατολικά του ιερού της Ήρας Ακραίας και είναι σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό.
Κείμενο – Φωτογραφίες (προσωπικού αρχείου και εξ’ επιλογής)
Γεώργιος Λόης
Συνταγματάρχης (ΤΘ) ε. α.
Γεώργιος Λόης/Facebook.com
e-mail: georgioslois1969@gmail.com
28 Νοεμβρίου 2019
Εικόνα 36: Χάλκινα απάρτια από το ιερό της Ηρας Ακραίας. Λαβή σκεύους σε σχήμα λέοντος (αριστερά, 600 – 575 π. Χ.), στήριγμα κατόπτρου με μορφή γυναίκας (κέντρο, 530 – 525 π. Χ.), ειδώλιο περιστεριού πιθανώς προερχόμενο από άγαλμα (δεξιά, 6ος αιώνας π. Χ.). Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Επεξηγηματικές Σημειώσεις – Παραπομπές
1. Κάτω από τον Γεωμετρικό ναό της Ήρας, ήρθαν στο φως ίχνη ακόμα παλαιότερων κτισμάτων και όστρακα, που ανάγονται γενικότερα στο χρονικό φάσμα της Πρωτοελλαδικής εποχής (3200/3000 – 2000 π. Χ.).
2. Ο σηκός ήταν το κυρίως μέρος ενός αρχαιοελληνικού ναού, όπου βρίσκονταν τοποθετημένο το άγαλμα της θεού ή της θεάς.
3. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’ (Πελοπόννησος), κεφάλαιο VI, εδάφιο 22 (C 380).
4. Κάτω από το βάθρο του λατρευτικού αγάλματος βρέθηκαν νομίσματα του τέλους του 5ου με αρχές του 4ου αιώνα π. Χ., που υποδηλώνουν ότι η τοποθέτηση του έγινε αργότερα, πιθανότατα στο πλαίσιο μίας μετασκευής του ναού.
5. Το τρίγλυφο και η μετόπη ήταν λίθινες ή μαρμάρινες πλάκες, ορθογώνιου σχήματος, και αποτελούσαν αρχιτεκτονικά μέλη της ανωδομής ενός αρχαιοελληνικού ναού. Το πρώτο έφερε τρεις κατακόρυφες γλυφές, δύο ολόκληρες και δύο ημιγλυφές δεξιά και αριστερά, ενώ η δεύτερη μπορούσε είτε να είναι αστόλιστη, είτε να έχει ανάγλυφη ή γραπτή διακόσμηση. Στο τμήμα που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κίονες αντιστοιχούσαν συνήθως δύο μετόπες και τρία τρίγλυφα.
6. Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η ασβεστοκάμινος χρησιμοποιήθηκε τον 5ο αιώνα μ. Χ., για την παραγωγή ασβέστη από το εύκαιρο οικοδομικό υλικό του αρχαίου ιερού, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή του «Εξαμίλιου τείχους» του Ισθμού της Κορίνθου. Κατά μία άλλη άποψη η λειτουργία της ανάγεται σε πιο πρόσφατο χρόνο, ίσως για να εξυπηρετηθούν οι σχετικές ανάγκες για την ανέγερση του παρακείμενου λίθινου φάρου Μελαγκάβι στα τέλη του 19ου αιώνα.
7. Από την ανασκαφική έρευνα συνάγεται ότι αρχικά ο περίβολος της κτιριακής εγκατάστασης περιορίζονταν προς την νότια πλευρά, στηριζόμενος σε έναν πολυγωνικό τοίχο. Επίσης, η μεταγενέστερη τοιχοποιία του δυτικού και βόρειου τμήματος έγινε ταυτοχρόνως, ενώ η ανακάλυψη μίας μινιατούρας μελανόμορφού κύλικα – κρατήρα σφραγισμένης πίσω από τον δυτικό τοίχο, θέτει ένα υστερότερο εξακριβωμένο χρονικό όριο της διαλαμβανόμενης κατασκευαστικής φάσης όχι πέρα από το τελευταίο μέρος του 4ου αιώνα π. Χ..
8. Μάλλον περί τα τέλη του 19ου αιώνα στον δυτικό βραχίονα του ορμίσκου του Ηραίου κατασκευάστηκε μία μικρή αποβάθρα, προκειμένου να πραγματοποιείται ακτοπλοϊκώς ο ανεφοδιασμός των διαμενόντων φαροφυλάκων στον τότε νεόδμητο φάρο Μελαγκάβι.
9. Βλέπε εικόνα 42 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό. Η αγιογράφηση της εκκλησίας συμπληρώνεται σταδιακά.
10. Το πολύπλοκο υδραυλικό σύστημα της κώμης του Ηραίου θα εξεταστεί αναλυτικά στο τρίτο και τελευταίο μέρος του παρόντος άρθρου.
11. Βλέπε εικόνα 43 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
12. Βλέπε εικόνα 44 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
13. Στράβων, «Γεωγραφικά», βιβλίο Η’ (Πελοπόννησος), κεφάλαιο VI, εδάφιο 22 (C 380).
14. Κατά μία εναλλακτική αξιολόγηση, η «ιερή δεξαμενή» φέρεται να καταργήθηκε σε παρελθόντα χρόνο, γύρω στα τέλη του 5ου – αρχές του 4ου αιώνα π. Χ..
15. Βλέπε εικόνα 47 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
16. Ενδεικτικά στην «Ιλιάδα» του Ομήρου η Ήρα μνημονεύεται με την επωνυμία «λευκώλενος Ἥρη» στην ραψωδία Α’, στίχοι 55, 195, 208, 572 και 595, ραψωδία Ε’, στίχος 711, ραψωδία Θ’, στίχος 350, ραψωδία Ο’, στίχος 92, ραψωδία Φ’, στίχος 377, ραψωδία Ω’, στίχος 55.
17. Στον αντίποδα σημειώνεται ότι ο John Salmon δεν αποδέχεται το κτίσμα ως εστιατόριο. Θεωρεί ότι η εστία ήταν μεταγενέστερη προσθήκη σε αυτό και αναφέρει τη πιθανότητα να κατασκευάστηκε ως βοηθητικό κτίσμα, το οποίο θα χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη για τις προσφορές προς την θεά, χωρίς να απορρίπτει εντελώς και το απεικαζόμενο λατρευτικό χαρακτήρα του.
18. Βλέπε εικόνα 48 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
19. Στα αρχαία Ελληνικά με τον όρο «ωλένη» εννοούνταν το χέρι από τον αγκώνα και κάτω, και όχι το ένα από τα δύο οστά του πήχυ του χεριού, όπως αντιστοιχεί σήμερα ανατομικά.
20. Ευριπίδης, «Μήδεια», στίχοι 1378 – 1388.
21. Βιβλιοθήκη Απολλόδωρου», βιβλίο Α’, εδάφιο 9.28 και Παυσανίας, «Ελλάδος Περιήγησις», βιβλίο ΙΙ (Κορινθιακά), κεφάλαιο 3, εδάφια 6 – 11.
22. Τα αναθήματα των Γεωμετρικών και Αρχαϊκών χρόνων του Ηραίου της Περαχώρας έχουν ανασυρθεί κυρίως από δύο αποθέτες, οι οποίοι εντοπίστηκαν δίπλα από τον ναό της Ήρας Ακραίας και πλησίον του «κτιρίου της εστίας» στο ανατολικότερο άνδηρο, ενώ μία σεβαστή ποσότητα αντικειμένων ανακαλύφθηκε στις επιχωματώσεις της αποκαλούμενης «ιερής δεξαμενής». Ο αριθμός των αφιερωμάτων μειώνεται στην Κλασσική εποχή.
23. Ένας περιορισμένος αριθμός κινητών ευρημάτων από το ιερό της Ήρας Ακραίας, εκτίθεται σε ιδιαίτερες προθήκες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Όμως η πλειονότητα των εξαιρετικών τεχνουργημάτων παραμένει φυλασσόμενη σε αποθηκευτικούς χώρους του υπόψη μουσείου, αλλά και του Αρχαιολογικού Μουσείου Ισθμίας, όπου μεταφέρθηκαν τα εκθέματα του οικείου Αρχαιολογικού Μουσείου Περαχώρας, αφού το κτίριο του υπέστη σοβαρότατες φθορές από την ισχυρή σεισμική ακολουθία, που έπληξε την Κορινθία το χρονικό διάστημα από τις 24/25 Φεβρουαρίου έως την 4 Μαρτίου 1981, με επίκεντρο τις Αλκυονίδες νήσους στον Κορινθιακό κόλπο.
24. Βλέπε εικόνα 3 στο κυρίως άρθρο και εικόνα 37 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
25. Βλέπε εικόνα 49 στο επιπλέον φωτογραφικό υλικό.
26. Στην τεκνοποιία παραπέμπουν έμμεσα και τα μεμονωμένα πήλινα ειδώλια περιστεριών και σκύλων.
27. Ο Richard Tomlinson θεωρεί ότι η «ιερή δεξαμενή» είχε αποκλειστικά πρακτική εφαρμογή για την συλλογή του απαραίτητου ύδατος, ανήκοντας στο δίκτυο υδροδότησης του ιερού.
28. Οι υποστηρικτές της αμφιλεγόμενης εκδοχής περί της διαρρύθμισης ενός αδύτου στον Αρχαϊκό ναό της Ήρας Ακραίας, τοποθετούν την λειτουργία του μαντείου εντός του υποτιθέμενου συγκεκριμένου χώρου. Μάλιστα προτείνουν ότι συμμετρικές οπές που παρατηρούνται κατά μήκος των στυλοβατών ,κοντά στην βάση του λατρευτικού αγάλματος, χρησίμευαν ως ένα ηχητικό σύστημα μέσω του οποίου η μάντισσα έδινε φωνητικά την χρησμοδότηση, χωρίς να παραθέτουν αναντίρρητες δικαιολογητικές σκέψεις.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία Μέρους Β’ – Πηγές Διαδικτύου
1. «Perachora I. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia, excavations of the British School of Archaeology at Athens 1930-1933, Architecture Bronze terracottas», Humfry Payne, Clarendon Press, Oxford, 1940.
2. «The Oracle of Hera Akraia at Perachora», Thomas J. Dunbabin, Annual of the British School of Athens 46, p. 61 – 71, 1951.
3. «The Heraeum at Perachora and Corinthian Encroachment», N. G. L. Hammond, Annual of the British School of Athens 49, p. 93 – 102, 1954.
4. «Perachora II. The Sanctuaries of Hera Akraia and Limenia: The pottery, ivories, scarabs and other small objects from the votive deposits of Hera Limenia», Thomas J. Dunbabin, Clarendon Press, Oxford, 1962.
5. «The Stoa by the harbour at Perachora», J. J. Coulton, Annual of the British School of Athens 59, p. 100 – 131, 1964.
6. «The harbour of Perachora», D. J. Blackman, Annual of the British School of Athens 61, p. 192 – 194, 1966.
7. «The Altar of Hera Akraia at Perachora», H. Plommer – F. Salviat, Annual of the British School of Athens 61, p. 207 – 215, 1966.
8. «Perachora, the Heraion», Richard Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 20, μέρος Β1 – Χρονικά (1965), σελίδα 152 – 154, Αθήνα, 1967.
9. «The West Court at Perachora», J. J. Coulton, Annual of the British School of Athens 62, p. 353 – 371, 1967.
10. «Perachora», Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 21, μέρος Β1 – Χρονικά (1966), σελίδα 145 – 147, Αθήνα, 1968.
11. «Perachora», Richard Α. Tomlinson, Αρχαιολογικόν Δελτίον, τόμος 22, μέρος Β1 – Χρονικά (1967), σελίδα 190 – 192, Αθήνα, 1968.
12. «The Heraeum at Perachora and the early history of Corinth and Megara», John Salmon, Annual of the British School of Athens 67, p. 159 – 204, 1972.
13. «Two notes on possible hestiatoria», Richard Α. Tomlinson, Annual of the British School of Athens 75, p. 221 – 228, 1980.
14. «Excavations at the circular building, Perachora», Richard Α. Tomlinson – Κ. Demakopoulou, Annual of the British School of Athens 80, p. 261 – 279, 1985.
15. «Water supplies and ritual at the Heraion Perachora», Richard. A. Tomlinson, Early Greek Cult Practice, Proceedings of the Fifth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 167 – 171, 26 – 29 June 1986, Stockholm, 1986.
16. «The chronology of the Perachora Hestiatorion and its significance», Richard A. Tomlinson, in «Sympotica: a symposium on the symposion», p. 95 – 101, ed. by Oswyn Murray, Oxford; 1990.
17. «Perachora», Richard A. Tomlinson, in «Le sanctuaire grec: huit exposés suivis de discussions», p. 321 – 351, par Schachter Albert, Genève-Vandœuvres,1992.
18. «The sixth century BC temple and the sanctuary and cult of Hera Akraia, Perachora», Blanche Menadier, Dissertation: University of Cincinnati, (Etats-Unis: Ann Arbor: University Microfilms international), Cincinnati, 1995.
19. «Corinthian Medea and the cult of Hera Akraia», Sarah Iles Johnston, in «Medea. Essays on Medea in myth, literature, philosophy and art», p. 44 – 70, editors James J. Clauss & Sarah Iles Johnston, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1997.
20. «The Sanctuary of Hera Akraia and its religious connections with Corinth», Blanche Menadier, Peloponnesian Sanctuaries and Cults, Proceedings of the Ninth International Symposium at the Swedish Institute at Athens, p. 85 – 91, 11 – 13 June 1994, ed. R. Hagg, Stockholm, 2002.
21. «Η λατρεία της Ήρας στα πρώιμα ιστορικά χρόνια», Καλλιόπη Τερματζίδου, πτυχιακή εργασία, σελίδες, 27 – 32, 57 – 65, 115 – 118, 143 – 146, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Ι.ΑΚ.Α., Βόλος, 2006.
22. «Η λειτουργία του αδύτου σε ναούς της ηπειρωτικής Ελλάδας», Λυκίδου Ηρώ, κύρια πτυχιακή εργασία, σελίδες 28 – 29, 30 – 38, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολογίας, Θεσσαλονίκη, 2007.
23. «The circular building at Perachora», R. A. Tomlinson, in «The Corinthia and the Northeast Peloponnese: topography and history from prehistoric times until the end of antiquity: proceedings of the international conference, organized by the Directorate of Prehistoric and Classical Antiquities, the LZ' Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities and the German Archaeological Institute, Athens, held at Loutraki, March 26-29, 2009», p. 175 – 177, München: Hirmer, 2013.
24. «Ηραίο Περαχώρας», Βασιλική Πλιάτσικα, άρθρο από το συλλογικό έργο «Αρχαία Κορινθία», σελίδες 1 – 9, εκδόσεις του Φοίνικα, Αθήνα, 2013.
25. «Ιστορίες από το Ηραίο. Μία εκπαιδευτική περιήγηση στο Ηραίο της Περαχώρας με προτάσεις για δραστηριότητες», γενική επιμέλεια: Γιώτα Κασίμη, κείμενα, σχεδιασμός δραστηριοτήτων: Εύη Πίνη, εικονογράφηση: Γιάννης Νάκας, Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ΛΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, 2013.
26. https://el.wikipedia.org/Ηραίο Περαχώρας.
27. https://peloponnese.events/archeologikos-choros-ireou-perachora.
28. http://innoutworld.blogspot.com/Ηραίον Περαχώρας.
29. http://www.self.gutenberg.org/Heraion of Perachora.
30. https://www.mythicalpeloponnese.gr/Αρχαιολογικός χώρος Ηραίου (Περαχώρα).
31. https://warwick.ac.uk/Sanctuary of Hera at Perachora.
Επιπλέον Φωτογραφικό Υλικό
Εικόνα 37: Πήλινο ομοίωμα οικίσκου – ναΐσκου. Μέσα 8ου αιώνα π. Χ. ένα εκ των συνολικά οκτώ ευρεθέντων στο Ηραίο της Περαχώρας, που θεωρούνται ότι φιλοτεχνήθηκαν έχοντας ως αρχιτεκτονικό πρότυπο τον αψιδωτό γεωμετρικό ναό, του οποίου η κάτοψη και οι όψεις παρουσιάζονται στην ένθετη εικόνα. Εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. (Πηγή ένθετης εικόνας: περιοδικό «Αρχαιολογία και τέχνες», τεύχ. 112, σελ. 116, Σεπ. 2009).
Εικόνα 38: Άποψη του δυτικού τμήματος του Αρχαϊκού ναού της Ήρας Ακραίας. Διακρίνεται το ένα εκ των δύο ενδότερων τοιχίων – στυλοβατών, που διαχώριζαν το εσωτερικό του οικοδομήματος σε τρία κλίτη. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται το ημικυκλικό ίχνος της ασβεστοκαμίνου των νεότερων χρόνων.
Εικόνα 39: Σχεδιαστική αναπαράσταση του βωμού περί τα μέσα του 4ου αιώνα π. Χ., όταν κατασκευάστηκε γύρω από το λιθόκτιστο θυσιαστήριο μία περιμετρική Ιωνική κιονοστοιχία που έφερε στέγαστρο, για λόγους εξωραϊσμού, αλλά και για την προστασία από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες. (Πηγή αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 17).
Εικόνα 40: Άποψη των καταλοίπων και ένθετη σχεδιαστική αναπαράσταση της αποκαλούμενης «δυτικής αυλής». Με κόκκινα βέλη επισημαίνονται οι βάσεις τριών πεσσών της νότιας πεσσοστοιχίας. (Πηγή αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 13).
Εικόνα 41: Άποψη της ανατολικής πτέρυγας και σχεδιαστική αναπαράσταση της διώροφης στοάς σχήματος «Γ» του Ηραίου. Ανεγέρθηκε περί τα τέλη του 4ου αιώνα π. Χ. και εκτιμάται ότι εξυπηρετούσε τις ανάγκες πρόσκαιρης φιλοξενίας των προσκυνητών και ως εκθετήριο των αναθημάτων. (Πηγή αναπαράστασης: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 25, σελίδα 19).
Εικόνα 42: Το εσωτερικό της Χριστιανικής εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη του Νηστευτή, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Ξεχωρίζουν οι νεότερες αγιογραφίες Βυζαντινής τεχνοτροπίας.
Εικόνα 43: Το δυτικό τμήμα της εντυπωσιακής αψιδωτής δεξαμενής του μεσαίου επιπέδου. Διακρίνεται η καθοδική κλίμακα πρόσβασης στο εσωτερικό της, για την συντήρηση και τον καθαρισμό του ταμιευτήρα ύδατος.
Εικόνα 44: Άποψη του ανατολικού τμήματος της αψιδωτής δεξαμενής. Με κόκκινο βέλος επισημαίνεται η θέση της δεξαμενής καθίζησης, στην οποία συγκρατούνταν τα φερτά υλικά του διοχετευόμενου ύδατος.
Εικόνα 45: Τμήμα του λίθινου αγωγού διοχέτευσης ύδατος του δικτύου υδροδότησης του Ηραίου, το οποίο διασώζεται περί τα 10 μέτρα βορειανατολικά της αψιδωτής δεξαμενής.
Εικόνα 46: Άποψη των καταλοίπων του εστιατορίου στο μεσαίο επίπεδο του ιερού, δίπλα από την αψιδωτή δεξαμενή. (1): αίθουσες συμποσίων, (2): προθάλαμος, (3): σωζόμενες θέσεις ανάκλιντρων.
Εικόνα 47: Άποψη των ερειπίων του κλιμακοστασίου που οδηγούσε από το μεσαίο επίπεδο του ιερού στο ανατολικότερο άνδηρο. Διακρίνονται οι διαδοχικοί αναλημματικοί τοίχοι.
Εικόνα 48: Άποψη των καταλοίπων του πολυγωνικού αναλημματικού τοίχου, ο οποίος κατασκευάστηκε περί τα τέλη του 5ου αιώνα με αρχές του 4ου αιώνα π. Χ., μετά την διαφαινόμενη απαξίωση του επονομαζόμενου «κτιρίου της εστίας», πλησίον της νότιας πλευράς του.
Εικόνα 49: Τμήματα πήλινων πινακίων και θραύσματα πήλινων πινάκων, διακοσμημένα με ανθρώπινες μορφές και μυθολογικές παραστάσεις από το Ηραίο Περαχώρας. 7ος – 6ος αιώνας π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εικόνα 50: Θραύσματα πήλινων αναθηματικών κουλουριών των Γεωμετρικών χρόνων από το Ηραίο της Περαχώρας. (Πηγή φωτογραφίας: σύγγραμμα βιβλιογραφίας α/α 12, pl. 16).
Εικόνα 51: Χάλκινα αντικείμενα από το ιερό της Ήρας Ακραίας. Τρέχουσα φτερωτή γυναικεία μορφή (αριστερά) και Γοργώ (κέντρο), που προέρχονται από την διακόσμηση σκευών (560 – 525 π. Χ.), και ειδώλιο καθιστής Σφίγγας (δεξιά, 550 π. Χ.). Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εικόνα 52 Περίτεχνες ελεφαντοστέινες παραστάσεις ανθρώπινων προσώπων από το Ηραίο της Περαχώρας. Αριστερά νεαρού ανδρός (600 – 590 π. Χ.) και δεξιά γυναικός (450 π. Χ.). Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εικόνα 53: Δείγματα ελεφαντοστέινων και οστέινων σφραγίδων από το ιερό της Ήρας Ακραίας, που ανάγονται στο 700 – 650 π. Χ.. Φέρουν ανάγλυφες παραστάσεις με μορφές ανθρώπων, ζώων και μυθολογικών όντων. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εικόνα 54: Πήλινα ειδώλια γυναικείων μορφών από ο Ηραίο της Περαχώρας. 7ος – 6ος αιώνας π. Χ.. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Εικόνα 55: Χάλκινα αγγεία από το ιερό της Ήρας Ακραίας. Κύαθος (αριστερά, αρχές 6ου αιώνα π. Χ.) και τριφυλλόστομες οινοχόες (κέντρο και δεξιά, δεύτερο μισό – αρχές 6ου αιώνα π. Χ.). Οι οινοχόες του συγκεκριμένου τύπου αποτέλεσαν το πρότυπο των αντίστοιχων πήλινων Κορινθιακών αγγείων. Εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Λόης Γεώργιος - Ιστορικός ερευνητής
Συνταγματάρχης ε.α.(τεθωρακισμένων ) του Ελληνικού Στρατού Αποφοίτησε από τη Στρατιωτική Σχολή το 1992. Υπηρέτησε ως αξιωματικός σε διάφορες διοικητικές και επιτελικές θέσεις. Συνταξιοδοτήθηκε το 2014. Ανεξάρτητος ιστορικός ερευνητής. Συγγραφέας ιστορικών θεμάτων σε διαδικτυακούς τόπους
Εκ του ://independent.academia.edu/