Η άγνωστη αρχαία ελληνική πόλη στη δυτική Ελλάδα με το βασιλιά που δεν έπρεπε να τον δει ο ήλιος...



Οι Οινιάδες στην Αιτωλοακαρνανία και ο μύθος για τον βασιλιά Ανήλιαγο...
Ιστορίες, μυστήρια, θρύλοι και παραδόσεις… Αυτά συνοδεύουν τις διάφορες τοποθεσίες και πόλεις της Ελλάδας.
Μέρη που έχουν εξερευνηθεί περισσότερο ή λιγότερο και ερείπια που υποδηλώνουν και αποκαλύπτουν σπουδαία γεγονότα από την αρχαιότητα.

Κάτι τέτοιο συμβαίνει και με την αρχαία ελληνική πόλη με τον βασιλιά που δεν έπρεπε να τον δει ο ήλιος. Μια περιοχή άγνωστη στους πολλούς που όμως σε εντυπωσιάζει με όσα μπορεί να σου «διηγηθεί» μέσα από όσα έχουν απομείνει εκεί. Ο λόγος για τις Οινιάδες, μια αρχαία πολιτεία στην Αιτωλοακαρνανία.

Αποτελεί την δεύτερη αρχαία ελληνική πόλη που μας εντυπωσιάζει τόσο πολύ. Η πρώτη ήταν φυσικά η βυθισμένη αρχαία ελληνική πόλη που βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα κάτω από τη θάλασσα.

Ένα βυθισμένο μυστικό που μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Οι Οινιάδες όμως και ο αρχαιολογικός χώρος που πλέον υπάρχει εκεί, είναι ευκολότερα προσβάσιμος και σίγουρα αξίζει να μπει στη λίστα σου. Με την πρώτη ευκαιρία κανόνισε μια ξενάγηση εκεί…

Οι Οινιάδες, λοιπόν, που είναι άγνωστες στους πολλούς ήταν μια αρχαία πολιτεία με σημαντική ιστορία και στρατηγική θέση. Βρίσκεται στην Αιτωλοακαρνανία και γνώρισε μεγάλη ακμή ιδιαίτερα μέχρι τα Ελληνιστικά χρόνια ενώ εκείνη την περίοδο αποτελούσε τη δεύτερη ισχυρότερη πόλη των Ακαρνάνων μετά την Στράτο.

Όσον αφορά τη γεωγραφική της θέση, στην οποία σήμερα βρίσκονται τα ερείπιά της, η πόλη Οινιάδες ήταν χτισμένη στη βόρεια όχθη του ποταμού Αχελώου. Μπορεί να την εντοπίσει κανείς λιγότερο από πέντε χιλιόμετρα δυτικά του σημερινού χωριού Κατοχή. Η θέση στην οποία είχε χτιστεί μόνο τυχαία δεν ήταν. Από εκείνο το σημείο ελεγχόταν τόσο η είσοδος προς τον Πατραϊκό κόλπο αλλά επίσης και η θαλάσσια αρτηρία μεταξύ της Ακαρνανίας και των νησιών Λευκάδας, Ιθάκης και Κεφαλλονιάς. Το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά τις εκβολές του Αχελώου ήταν επίσης σημαντικό. Κι αυτό γιατί αναπτύχθηκε η ναυσιπλοΐα και δημιουργήθηκε λιμάνι με εμπορική δραστηριότητα. Φτάνοντας εκεί μπορείς να δεις ό, τι έχει απομείνει από αυτό και να φανταστείς πώς ήταν η πόλη όσο ήταν ζωντανή.


Μια άγνωστη αρχαία ελληνική πόλη που γνώρισε μεγάλη οικονομική και πολιτισμική ακμή. Είχε μια μεγάλη δυναμική όπως συνέβαινε και με άλλες εύρωστες αρχαίες ελληνικές πόλεις. Ένα παράδειγμα τέτοιας πόλης αποτελεί και η Αρχαία Κασσώπη ή αλλιώς το «Μάτσου Πίτσου» της Αρχαίας Ελλάδας όπως συνηθίζουν να το αποκαλούν.

Την αρχαία ελληνική πόλη Οινιάδες συνοδεύει και μια παράδοση για το βασιλιά της. Μια παράδοση γεμάτη γεγονότα και πρόσωπα όπως συνέβαινε και στην Αρχαία πόλη της Πέλλας όπου κάναμε ένα εξίσου εντυπωσιακό ταξίδι στην ιστορία και τον πολιτισμό.

Εκεί λοιπόν, και συγκεκριμένα στο κάστρο του λόφου ζούσε ένας βασιλιάς ο οποίος λεγόταν Τρίκαρδο. Αυτός ο βασιλιάς είχε ένα πανέμορφο γιο. Ο γιος του είχε το όνομα Ανήλιαγος, επειδή δεν έπρεπε ποτέ να τον δει ο Ήλιος. Όταν ο Ανήλιαγο έγινε βασιλιάς, γνώρισε και αγάπησε την Κυρά-Ρήνη, η οποία κατοικούσε στον πύργο της στην αρχαία τότε πόλη της Αιτωλίας. Λέγεται λοιπόν, ότι κάθε νύχτα την επισκεπτόταν αλλά έφευγε πάντα πριν ξημερώσει..
.Εκ του exploringgreece.μέσω https://www.thebest.gr/


Ο βασιλιάς Ανήλιαγος: ένας άγνωστος μύθος για τις μέρες που ο ήλιος χάνεται μακριά

Ο σπουδαίος Νικόλαος Γ. Πολίτης στις Παραδόσεις (εκδ. Γράμματα 1994), αναφέρει την λαϊκή ιστορία του Ανήλιαγου και της Ανήλιαστης, ερχόμενη από τα Λεχαινά Ηλείας:


«Στο Χλομούτσι ήταν μια βασιλοπούλα, που την αγαπούσε το βασιλόπουλο της Παλιόπολης. Το βασιλόπουλο αυτό το λέγαν Ανήλιαστο, γιατί ποτέ δεν το έβλεπε ο ήλιος ούτε το φως της ημέρας, κι ήταν μοίρα του, αν ήθελε το ιδεί ο ήλιος, να μαρμαρωθεί. Το ίδιο και η βασιλοπούλα, και για τούτο την έλεγαν κι αυτή Ανήλιαστη. Για να βλέπονται, έκαμαν ένα λαγούμι από την Παλιόπολη ώς το Χλουμούτσι. Μια φορά, όμως, κει που γύριζε το βασιλόπουλο στο παλάτι του, έτυχε να βρεθεί όξω από το λαγούμι την ώρα που έκραζε ο πετεινός, και το πήρε η ημέρα και μαρμαρώθηκε. Και βρίσκεται ακόμη μαρμαρωμένο μέσα στο λαγούμι που έτρεξε να μπει. Πολλοί εδοκίμασαν και μπήκαν μέσα στο λαγούμι για να πάν’ από την Παλιόπολη ώς το Χλουμούτσι, για να βρουν το μαρμαρωμένο βασιλόπουλου. Μαζί μ’ αυτούς ήταν κι ένας παπάς. Αλλά, θέλεις από το πολύ σκοτάδι, θέλεις από φόβο, εφοβήθηκαν και γύρισαν πίσω».
Κι εγώ που σε εκείνα τα μέρη δεν την άκουσα, έτυχε μια φορά να μου την πει μια νεράιδα λίγο πιο βόρεια, στη γη της Αιτωλίας και της Ακαρνανίας. Κι από εκεί θα σας την πω:

Σ’ ένα κάστρο, πιθανότατα στο κάστρο του Τρίκαρδου στην Αιτωλοακαρνανία, όπως μου είπανε οι νεράιδες που μου μαρτυρούνε όλα τα αυτά τα υπέροχα μυστικά, ζούσε έναν καιρό και μια φορά ένας λεβέντης όμορφος, ο Ανήλιαγος, πρωτότοκος, θαρρώ, γιος του βασιλιά της περιοχής. Μου είπαν ακόμη οι αγαπημένες μου νεράιδες, πως όταν ακόμα ήταν μωρό μέσα στην κούνια του, έσβησε το φως από το λυχνάρι που του είχε ανάψει ο πατέρας του και οι Νεράιδες τον καταράστηκαν να ζήσει για πάντα δίχως το φως του ήλιου να μπορεί να αντικρίσει. Αλλιώς…θα πέθαινε! Έτσι τον ονόμασαν “Ανήλιαγο” και ο πατέρας του ένα βαθύ του ‘χε φτιάσει παλάτι που έμπαινε μες τη γη, τόσο που δεν έφτανε ποτέ το φως από τις χρυσοφτέρουγες ακτίνες του ήλιου.

Κάθε βράδυ όμως, όταν ο βασιλιάς και παντεπόπτης ήλιος έδυε, έβγαινε απ’ το παλάτι του, περνούσε τον μεγάλο ποταμό του δάσους με τ’ άσπρο άλογό του και πήγαινε ν’ ανταμώσει την αγαπημένη του αρχόντισσα, την κυρά Ρήνη (Ειρήνη), που ζούσε στο δικό της κάστρο.
Γινόταν καιρό αυτό κι όμορφα κυλούσε ο καιρός. Μα ήρθανε μέρες που σκέψεις κακές ρίζωσαν στο μυαλό της κυρά Ρήνης. «Γιατί έρχεται κοντά μου μονάχα νύχτα;», αναρωτιόταν. «Και γιατί πάντοτε φεύγει πριν ξημερώσει;»

Σκέψεις κακές όταν ριζώσουν στο μυαλό μας σαν άρρωστοι φερνόμαστε και πράματα παράλογα θα κάνουμε. Να το ξέρεις και ακόμα καλύτερα να το θυμάσαι: ό,τι σκεφτόμαστε γίνεται η ζωή μας η ίδια λίγο καιρό μετά.
Καθόλου δεν της άρεσε της κυρά Ρήνης αυτή η συνήθεια του αγαπημένου της. «Μην αγαπά κάποια άλλη ο βασιλιάς μου;», δηλητηρίασε το μυαλό της ακόμη περισσότερο κι άλλο να κρατηθεί δε μπόρεσε. Βάλθηκε την αλήθεια να βρει κι ας μη γνώριζε το τίμημα το ακριβό που θα πληρώσει.
Αποφάσισε λοιπόν τον αγαπημένο της να ξεγελάσει και τι συμβαίνει να γνωρίσει. Διέταξε τους έμπιστους υπηρέτες της και σφάξανε όλα τα κοκόρια της περιοχής. Όλα!
Κι ήρθε το επόμενο βράδυ και ο Ανήλιαγος πήγε όπως πάντα στην κυρά Ρήνη με το άλογο του και πέρασε τη νυχτιά μαζί της. Αλλά κοκόρια να λαλήσουν δεν υπήρχαν κι έτσι ξεχάστηκε λίγο περισσότερο ο Ανήλιαγος. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και καβάλησε το άλογό του. Έτρεχε σαν αστραπή για να προλάβει. Πάνω που περνούσε τον ποταμό, λίγο πριν φτάσει στο κάστρο του, τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στην πλάτη, ξεπέζεψε και μαρμάρωσε εκεί για πάντα, πλάι στο ποτάμι του κάστρου του, θαμπωμένος από τη λάμψη του βασιλιά Ήλιου. Η κυρά Ρήνη είχε μάθει επιτέλους την αλήθεια αλλά μάλλον την είχε πληρώσει πολύ ακριβά…

Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης είχε γράψει για το μύθο του Ανήλιαγου το εξής όμορφο ποίημα:

Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Στο βασιλιά του Τρίκαρδου, το μοναχό παιδί
οι μοίρες που το μύρωσαν κατάρα είχαν κάνει
πως άμα ο ήλιος το ειδή
ευθύς θε να πεθάνει
Κι’ ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
από του ήλιου το κακό και φλογισμένο μάτι
τώχτισε επίτηδες βαθύ
μέσα στη γη παλάτι

Χρόνια πέρασαν…Πέθανε ο γέροντας γονιός
και με την ώρα την καλή θα βασιλέψει τώρα

Ανήλιαγος ο μορφονιός
στου Τρίκαρδου τη χώρα
Κι ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
μες’ στα βαθιά παλάτια του και μοναχά το βράδυ
βουνά και κάμπους τριγυρνά
στης νύχτας το σκοτάδι

Κι’ η Κυρά Ρήνη η όμορφη τον είδε μια βραδιά
στο κάστρο εμπρός να κυνηγά μ’ ολόφωτο φεγγάρι
κι ένιωσε αγάπη στην καρδιά
για τ’ άξιο το παλικάρι …

Ο βασιλιάς Ανήλιαγος σαν κάθε βασιλιάς,
τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα δε γυρίζει.
Σ’ αγαπημένη αγκαλιά γυρμένος ξενυχτίζει.
Μα στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό.

Και πριν να φέξει στο βουνό και πριν να φέξει τ’ άστρο
αφήνει ταίρι ζηλευτό
και φεύγει από το κάστρο.

Του κάκου τον ρωτά η Κυρά γιατ’ έτσι πρωινά
την παρατάει μονάχη ! Εκείνος δεν της κρήνει
και μαύρη ζήλεια τυραννά
τη δόλια Κυρά Ρήνη.

Τόσο, που τι σοφίζεται η πονηρή Κυρά:
Όλους με μια τους πετεινούς του κάστρου της σκοτώνει
για να μη νιώσει μια φορά
ο νιος πως ξημερώνει
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή!
Και πριν να ρθεί στον Τρίκαρδο κοντά στην Παλιο-Μάνη,
κατάρα! Ο ήλιος είχε βγει
κι ο νιος είχε πεθάνει





Ο Ανήλιαγος, η κυρά-Ρήνη και ο Γυφτάκης

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή της ιστορίας του Ανήλιαγου και της κυρά-Ρήνης, πολύ λιγότερο ποιητική ασφαλώς.
Σύμφωνα με αυτήν, η κυρά-Ρήνη είναι ξανά μια πολύ όμορφη κοπέλα την οποία αγαπούσαν δύο βασιλόπουλα, ο Ανήλιαγος και ο… Γυφτάκης. Αυτή ήθελε τον Ανήλιαγο, αυτόν αγαπούσε, όμως ο Γυφτάκης ήτανε λέει πολύ ζόρικος και τον φοβόταν η κυρά-Ρήνη. Μάλλον δεν της ήταν κι εντελώς αδιάφορος ο Γυφτάκης.


Κάπως έτσι αποφάσισε να τους βάλει να κάνουνε ένα μεγάλο κατόρθωμα. Ο Γυφτάκης να χτίσει το κάστρο, με τους πυργίσκους, με τις αγορές, με όλα και ο Ανήλιαγος, περνώντας κάτω από τη γη να φέρει στο βουνό όπου καθόταν η κυρά-Ρήνη το νερό της λίμνης. Όποιος τέλειωνε πρώτος, αυτόν θα έπαιρνε η κυρά-Ρήνη.
Άρχισε ο Γυφτάκης με ένα σωρό μαστόρους και δουλευτάδες να χτίζουν το κάστρο και σε δυο χρόνια, έχοντας ρίξει πολλή δουλειά κι ιδρώτα, κατόρθωσε να τελειώσει το κάστρο με όλα του τα κατατόπια.

Η κυρά-Ρήνη ήταν όμως θλιμμένη. Ήταν η μέρα να της παραδώσει τα κλειδιά ο Γυφτάκης κι εκείνη δεν είχε μάθει νέα από τον Ανήλιαγο. «Θα πνίγηκε προσπαθώντας να φέρει το νερό στο βουνό» της έλεγαν όλοι. Ο μόνος που έδειχνε χαρούμενος ήταν ο Γυφτάκης που το γλεντούσε κερνώντας μάστορες και ντουνιά.

Ξαφνικά, ακούστηκε βουητό μέσα από τη γη. Και πετάχτηκε από μέσα ο Ανήλιαγος. «Καλώς τα χαίρεστε μα τραπέζι χωρίς νερό δε γίνεται» τους είπε. Κι η κυρά-Ρήνη έσπευσε αμέσως να τον ανακηρύξει νικητή και να πει πως αυτός τέλειωσε πρώτος τη δουλειά αφού ο Γυφτάκης το είχε ρίξει στο γλέντι και δεν της είχε παραδώσει ακόμα τα κλειδιά. Ετοιμοπαράδοτο με το κλειδί στο χέρι δεν το πήρε η κυρά-Ρήνη και ο Γυφτάκης έμεινε στον άσσο! Και θύμωσε λένε στην Ακαρνανία, και έχτισε απέναντι από της κυρά-Ρήνης άλλο κάστρο, το γυφτόκαστρο και τους πολεμούσε.

Κι όλα αυτά μου τα είπε κάποτε ένας Ακαρνάνας παππούς, αλλά εγώ τα έψαξα και τα διασταύρωσα στον μέγα μαέστρο των εθίμων και της λαογραφίας, τον Νικόλαο Πολίτη.

 Απόστολος Πάππος  31 / 10 / 13  ://www.elniplex.com/





Ιστορικό και Αρχαιολογικό περίγραμμα του νομού Αιτωλοακαρνανίας






Ιερά και νεκροπόλεις στην περιοχή της αρχαίας Αλίκυρνας


ΕΙΚΟΝΕΣ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ

ΓΙΑ ΝΑ ΔΕΙΤΕ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΤΗΣ