Οι Μεγάλες Δυνάμεις πίσω από το φονικό- Η ντροπή σέρνεται σαν σκιά πίσω από την Ελλάδα, με το που ξαναγεννήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821! Εκείνοι που δολοφόνησαν τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αντί να λογοδοτήσουν, απόλαυσαν αξιώματα – Οι Μεγάλες Δυνάμεις υποδαύλισαν το φονικό!
Η ανήκεστος βλάβη στον οργανισμό του νεογέννητου νεοελληνικού κράτους, φάνηκε από τα πρώτα του βήματα. Στον χρόνο πάνω, ο άνθρωπος που κλήθηκε να κυβερνήσει τους Έλληνες, που μόλις είχαν σηκώσει ανάστημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπεφτε νεκρός, σφαγμένος σαν ζώο έξω από μια εκκλησιά. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας σκοτώθηκε νωρίς, δίχως να προλάβει να δει τα αίσχη που ακολούθησαν και λέρωσαν την Επανάσταση.
27 Σεπτεμβρίου, Κυριακή πρωί στο Ναύπλιο. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, πρώτος Κυβερνήτης του νεότερου Ελληνικού Κράτους, βγαίνει νωρίς από την οικία του, το «Κυβερνείο», που βρίσκεται (ακόμη) στη σημερινή πλατεία Τριών Ναυάρχων και κατευθύνεται στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα. Ο Καποδίστριας συνοδεύεται από δύο σωματοφύλακες: τον 31χρονο μονόχειρα Γεώργιο Κοζώνη, που έχασε το χέρι του κατά τη διάρκεια των μαχών στην Επανάσταση και τον Δημήτριο Λεωνίδη.
Ο κυβερνήτης περπατάει αργά στον Μεγάλο Δρόμο (σήμερα οδός Βασιλέως Κωνσταντίνου) και κοντοστέκεται στη διασταύρωση με την οδό Σωφρόνη (σήμερα Άγγελου Τερζάκη) και στρίβει αριστερά προς το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Ξαφνικά εμφανίζονται μπροστά του συνοδευόμενοι από φρουρούς (τελούν υπό επιτήρηση) ο Γεώργιος και ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης, γιος και αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, που βρίσκεται φυλακισμένος στο Ιτς Καλέ.
Ο Καποδίστριας τούς χαιρετά σηκώνοντας ελαφρά το ημίψηλο καπέλο του και οι Μαυρομιχάληδες ανταποδίδουν το χαιρετισμό. Ο Καποδίστριας συνεχίζει ψύχραιμος προς το ναό του Αγίου Σπυρίδωνος. Οι επίδοξοι δολοφόνοι του Κυβερνήτη φθάνουν πριν από αυτόν στον Άγιο Σπυρίδωνα, ακολουθώντας συντομότερη διαδρομή και περιμένουν προκλητικά στην είσοδο του ναού. Ο κυβερνήτης διακρίνει από μακριά τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη, αλλά δεν δίνει σημασία. Ο Καποδίστριας πλησιάζει στην είσοδο του ναού και βγάζει το καπέλο του για να μπει μέσα. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης τον αρπάζει με δύναμη από το αριστερό χέρι και τον πυροβολεί στην βάση του κρανίου, ενώ ο Γιώργης του καρφώνει το μαχαίρι στη βουβωνική χώρα. Στη δολοφονική επίθεση συμμετέχει κι ένας από τους φρουρούς των Μαυρομιχαλαίων, ο Γιάννης Καραγιάννης, που πυροβολεί εναντίον των σωματοφυλάκων του Καποδίστρια· η σφαίρα του καρφώνεται (και υπάρχει μέχρι σήμερα) στον τοίχο, δίπλα ακριβώς από την είσοδο του ναού.
Στο κτίριο της γαλλικής πρεσβείας
Ο Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει νεκρός, ενώ ο Κοζώνης κυνηγά τους δολοφόνους. Πυροβολεί τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη και η σφαίρα τον βρίσκει στην πλάτη. Ο στρατηγός Φωτομάρας τον πλησιάζει και τον πυροβολεί ξανά ενώ το οργισμένο πλήθος, που τον καταδιώκει τον φθάνει και τον χτυπά με λύσσα· το πλήθος τον σέρνει, νεκρό πιά, μέχρι την πλατεία του Πλάτανου και στη συνέχεια τον πετάει από τα τείχη του φρουρίου στη θάλασσα. Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης καταφεύγει στο κτίριο της γαλλικής πρεσβείας, στην οδό Σταϊκόπουλου και στη συνέχεια παραδίδεται στις Αρχές και καταδικάζεται σε θάνατο· εκτελέστηκε στο Ιτς Καλέ λίγες μέρες μετά.
Ντροπή!
Η Ιστορία έχει γράψει με γράμματα έντονα ότι: «…βαρέως φέροντες τη μεταχείριση αυτή του αρχηγού της οικογενείας τους (Πετρόμπεη), και μέσα στο τεταμένο και από τα γεγονότα κλίμα, οι Κωνσταντίνος και Γεώργιος Μαυρομιχάλης, αδελφός και γιος του Πετρόμπεη αντίστοιχα, εφάρμοσαν το μανιάτικο έθιμο της βεντέτας». Δηλαδή, οι Μαυρομιχαλαίοι θέλοντας να εκδικηθούν τη φυλάκιση του ηγέτη της φαμίλιας τους, έστησαν καρτέρι και σκότωσαν τον Κυβερνήτη της Ελλάδας! Αυτό διδάσκονται και στα σχολεία, με κάποιες ξεθωριασμένες αράδες υποσημείωσης: «Έχει υποστηριχθεί ότι, καταλυτικό ρόλο στη δολοφονία του Καποδίστρια διαδραμάτισαν οι ξένες δυνάμεις»…
Και ήταν πράγματι αυτές, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία) που όπλισαν το χέρι των ανόσιων φονιάδων. Όμως το γεγονός πέρασε στις υποσημειώσεις…
Περίεργες ιδέες και επικίνδυνες...
Η ντροπή σέρνεται σαν σκιά πίσω από την Ελλάδα, με το που ξαναγεννήθηκε μετά την Επανάσταση του 1821! Εκείνοι που δολοφόνησαν τον πρώτο Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, αντί να λογοδοτήσουν, απόλαυσαν αξιώματα – Οι Μεγάλες Δυνάμεις υποδαύλισαν το φονικό!
Η ανήκεστος βλάβη στον οργανισμό του νεογέννητου νεοελληνικού κράτους, φάνηκε από τα πρώτα του βήματα. Στον χρόνο πάνω, ο άνθρωπος που κλήθηκε να κυβερνήσει τους Έλληνες, που μόλις είχαν σηκώσει ανάστημα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, έπεφτε νεκρός, σφαγμένος σαν ζώο έξω από μια εκκλησιά. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας σκοτώθηκε νωρίς, δίχως να προλάβει να δει τα αίσχη που ακολούθησαν και λέρωσαν την Επανάσταση.
Η Ελλάς εφονεύθη! Η Ελλάς εφονεύθη!
Και ήταν πράγματι αυτές, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής (Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία) που όπλισαν το χέρι των ανόσιων φονιάδων. Όμως το γεγονός πέρασε στις υποσημειώσεις…
«…ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης»!
Οι Γάλλοι και οι Βρετανοί πλήρωσαν τους Μαυρομιχαλαίους να σκοτώσουν τον Κυβερνήτη, εκμεταλλευόμενοι και την σκληρή αντιπαλότητα που είχε προκύψει με τους αντιπολιτευόμενους τον Καποδίστρια.
Στην Ύδρα η φωλιά των αντικαποδιστριακών
Κέντρο του αντικαποδιστριακού αγώνα ήταν η Ύδρα, έδρα των καραβοκύρηδων, των Κουντουριώτηδων βασικά που είχαν αρωγούς τους Μιαούλη, Σαχτούρη, Τομπάζη, Κριεζήδες. Ο λόγος για την στάση των Υδραίων ήταν η απαίτηση τους για την «άνευ αναβολής» καταβολή αποζημιώσεων για τις μεγάλες ζημιές και απώλειες των πλοίων τους κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Ο Καποδίστριας, υποσχέθηκε ότι η Ύδρα θα «λάμβανε το μερίδιό της καθ’ όσον το δίκαιον απαιτούσε», μόλις όμως βελτιωνόταν η οικονομική κατάσταση του τόπου.
Οι Υδραίοι, απαιτούσαν την άμεση καταβολή αυτών των αποζημιώσεων. Στην Ύδρα, επίσης, είχαν βρει πρόσφορο έδαφος για τις αντιπολιτευτικές τους δραστηριότητες ο ηγέτης του Αγγλικού κόμματος, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο Σπυρίδων Τρικούπης, ο Αναστάσιος Πολυζωίδης (που δοξάστηκε στη δίκη του Κολοκοτρώνη αργότερα) και Αλέξανδρος Σούτσος, έχοντας τη συμπαράσταση του Αδαμάντιου Κοραή, φίλα προσκείμενο στους Γάλλους.
Όργανο της αντιπολιτευτικής αυτής ομάδας ήταν η εφημερίδα «Απόλλων» του Πολυζωίδη. Η Γαλλία και η Αγγλία, θεωρώντας τον Καποδίστρια ως φίλα προσκείμενο στη Ρωσία, βοηθούσαν τους αντιπολιτευόμενους. Στην Ύδρα υπογράφτηκε το συμβόλαιο θανάτου του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας! Και για να πάρουμε ένα ένα τα γεγονότα από την αρχή.
Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος φόνου
Είναι κατάδηλη η συμμετοχή στο φόνο των δύο φρουρών των Μαυρομιχαλαίων, Ιωάννου Καραγιάννη και Ανδρέα Γεωργίου. Οι δυο τους ήταν επιφορτισμένοι να φρουρούν τους Μαυρομιχαλαίους για να μην δραπετεύσουν, ενόσω τελούσαν υπό περιορισμό στο Ναύπλιο. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν εξαγοραστεί και μυηθεί στο σχεδιαζόμενο έγκλημα και από δεσμοφύλακες είχαν μεταβληθεί σε σωματοφύλακες των υποψήφιων δολοφόνων. Να σημειώσουμε ότι μετά την αλλαγή της εξουσίας ο μεν Καραγιάννης, που είχε καταδικαστεί σε θάνατο, υπηρέτησε ως λοχίας στον στρατό, ο δε Γεωργίου που είχε καταδικαστεί σε 10ετή κάθειρξη προσλήφθηκε ως φρουρός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη!
Στη συνωμοσία συμμετείχε και ο αστυνόμος του Ναυπλίου Παναγιώτης Κακλαμάνος ενώ ήταν καθόλα ενημερωμένος και ο στρατιωτικός διοικητής Γάλλος στρατηγός Ζεράρντ. Τους δύο τελευταίους καταγγέλλει στα απομνημονεύματά του ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
«Ένα πιστόλι θα μας σώσει»
Η μαρτυρία του Κωνσταντίνου Ζωγράφου, γιου κοτζαμπάση των Καλαβρύτων είναι αποκαλυπτική. Ο Ζωγράφος, πρώην φοιτητής Ιατρικής στην Ιταλία, συμφοιτητής και φίλος του Μαυροκορδάτου, διορισμένος από τον Καποδίστρια στο Ακυρωτικό Δικαστήριο, όταν απολύθηκε κατέφυγε στην Ύδρα. Φεύγοντας από το Ναύπλιο, εξομολογήθηκε στον Ανδρέα Λόντο, άνθρωπο του Μαυροκορδάτου και αντίπαλο του Καποδίστρια, ισχυρό τοπάρχη του Μοριά: «Ένα πιστόλι θα μας σώσει από τον άνθρωπο αυτόν», εννοώντας τον Καποδίστρια.
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης πρόσφερε το «πιστόλι» και ο Καποδίστριας επικηρύχθηκε σαν κοινός ληστής. Χίλια φλουριά βενέτικα σ’ όποιον τον σκοτώσει. Ο Ζωγράφος πήρε το μήνυμα και τα φλουριά και ήρθε σε επαφή με έναν παραδόπιστο, πολιτευόμενο μικρό κοτζαμπάση της Πάτρας, που είχε στενές σχέσεις με τους Μαυρομιχάληδες, τον Ανδρέα Καλαμογδάρτη και η συμφωνία έκλεισε.
Οι υποψήφιοι εκτελεστές, πήραν προκαταβολή 250 φλουριά από τον Καλαμογδάρτη, ο οποίος τους βεβαίωσε ότι θα πάρουν και τα υπόλοιπα μετά την εκτέλεση του συμβολαίου. Ο Καλαμογδάρτης είχε όλα τα χρήματα στις τσέπες του, αλλά κράτησε τα περισσότερα για τον εαυτό του, θεωρώντας πως αν κάτι πήγαινε στραβά και οι δράστες σκοτώνονταν δεν επρόκειτο ποτέ να μαθευτεί η αλήθεια. Ακόμα και στη συμφωνία για έναν φόνο απατεώνες και μικροπρεπείς! Την συμμετοχή του Ζωγράφου, Καλαμογδάρτη, Κουντουριώτηδων και του Μαυροκορδάτου στη δολοφονία του Καποδίστρια, αποδεικνύουν τα γεγονότα.
Και φθάνουμε στην ημέρα του φονικού: 27 Σεπτεμβρίου του 1831.
Ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ησπάσθη την εικόνα...
Από τη δικογραφία της υπόθεσης της δολοφονίας του Κυβερνήτη διαβάζουμε την κατάθεση του Σωτήρη Μητρόπουλου από το Ναύπλιο, επιτρόπου της εκκλησίας του Αγίου Σπυρίδωνα, ο οποίος βρισκόταν όρθιος μπροστά από το παγκάρι, πλάι στην πόρτα του ναού τη στιγμή του φονικού: «Κατά την παρελθούσαν Κυριακή (20 Σεπτεμβρίου) ήλθον οι δύο Μαυρομιχάληδες και εστάθησαν έξω της εκκλησίας, ήλθον επίσης και εις τας 26 του τρέχοντος και εστάθησαν εις την ιδίαν θέσιν· ο μεν Κωνσταντίνος έξω, ο δε Γεώργιος μέσα… Εχθές, (27 Σεπτεμβρίου) επίσης ήλθον, εμβήκαν μέσα εις την εκκλησίαν και εξ αυτών ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης ησπάσθη την εικόνα και έπειτα υπήγε και εστάθη ακουμβισμένος εις το φύλλον της θύρας εμβαίνων προς τα αριστερά… Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης ίστατο ότι εμβαίνων εις την θύραν δεξιά, δηλαδή εις το κατώφλιον. Ερχόμενος ο Κυβερνήτης και εμβγάλων το κάλυμμα του, αίφνης ηκούσθησαν δύο κρότοι πιστόλων εκ των δύο μερών της θύρας. Άκουσας τούτο έρριψα τους οφθαλμούς μου έξω και είδον τον Κυβερνήτην καταγής…». Θεοσεβούμενος ο Γιώργης Μαυρομιχάλης, πήρε δύναμη από την εικόνα και σκότωσε, σαν καλός Χριστιανός τον Κυβερνήτη! Ο Θεός μάλλον τον βοήθησε να επιβιώσει μετά την καταδίωξη των φρουρών και του πλήθους…
Κι όλα ήταν προμελετημένα και προετοιμασμένα. Ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης λίγο πριν πεθάνει από την πιστολιά του φρουρού του Καποδίστρια, ζητώντας έλεος, είπε στους αστυνομικούς: «Δεν φταίω εγώ, στρατιώται άλλοι με έβαλαν». Ο ιστορικός και αγωνιστής Νικόλαος Κασομούλης, που έζησε την εποχή των γεγονότων, γράφει ότι ο άλλος δολοφόνος, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, κατέφυγε στο σπίτι του πρέσβη της Γαλλίας βαρόνου Ρουάν, δηλώνοντάς του: «Σκοτώσαμε τον τύραννο. Μπιστευόμαστε την τιμή της Γαλλίας. Να τα άρματά μας».
Να σημειώσουμε ότι συνήγορος υπεράσπιση του δολοφόνου του Καποδίστρια, Γιώργη Μαυρομιχάλη, ανέλαβε ο Σκωτσέζος Έντουαρτ Μάσον που θα τον συναντήσουμε αργότερα σε άλλα σκοτεινά κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, ως εισαγγελέα στη δίκη του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη!
Με χαρές και τραγούδια στην Ύδρα
Ο δικαστής Θεόδωρος Παναγόπουλος στο βιβλίο του «Όλα στο Φως» σημειώνει: «Τη δολοφονία του Καποδίστρια υποδέχτηκαν με χαρές και τραγούδια στην Ύδρα, στη Μάνη, στο Παρίσι, οι «προοδευτικοί» οι «ελευθερόφρονες» οι «συνταγματικοί». Έφτασαν μέχρι στο σημείο να κάνουν γιορτή, στο Ορφανοτροφείο της Αίγινας και έβαλαν τα ορφανά που είχε περιμαζέψει ο Καποδίστριας από τους δρόμους, να τραγουδάνε και να δοξάζουν το θεό, γιατί πέθανε ο «τύραννος»! Στην Ύδρα πρωτοστατούσαν ο 30χρονος δημοσιογράφος Πολυζωίδης, ο μετέπειτα εθνικός μας δικαστής, και ο σατιρικός ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος.
Ο πρώτος έγραφε στην εφημερίδα «Απόλλων» την επομένη της δολοφονίας, ότι ως άνθρωπος λυπάται για το θάνατο του Καποδίστρια, ως πολίτης όμως δεν την καταδικάζει, γιατί καθώς φαίνεται αυτό ήταν και το θέλημα του Θεού!
Κι εδώ ο Θεός συνένοχος…!!!
Ο Λάζαρος Κουντουριώτης, άγαλμα πια στην Ύδρα και ακίνδυνος για τους Κυβερνήτες...
Ένα μήνα μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια ο Πολυζωίδης και η παρέα του εκφράζουν τη μεγάλη τους χαρά και απολαμβάνουν τη νίκη τους, με την εξής δήλωση: «Παύομεν με την έκδοσιν της εφημερίδος μας, επειδή απολαύσαμε τον σκοπό μας. Ο τύραννος δεν υπάρχει πλέον»!
Και τα χρόνια περνούν γρήγορα και οι ηθικοί αυτουργοί μιας ελεεινής δολοφονίας που λέρωσε της σελίδες της Ιστορίας της Ελλάδας, απόλαυσαν εξουσία και τιμές, ο Μαυροκορδάτος γίνεται πρωθυπουργός και ο Κωλέττης το ίδιο και ο φάκελος για τη δολοφονία του Καποδίστρια, που βρίσκεται σκονισμένος από τους καιρούς στα αρχεία του βρετανικού Υπουργείου Εξωτερικών παραμένει ακόμη απόρρητος, 200 χρόνια μετά!
Και η Ελλάδα συνεχίζει το ταξίδι της αναζητώντας ξεκάθαρους ορίζοντες… ακόμα!
Πηγές: Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Σπυρίδων Τρικούπης: «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», Διονύσιος Κόκκινος: «Η Ελληνική Επανάστασις», Ι. Βλαχογιάννης: «Ιστορική Ανθολογία», Θεόδωρου Δ. Παναγόπουλου: «Όλα στο Φως», Σπύρου Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος».
Το ελληνικό Έθνος και τουλάχιστον το Κράτος τού χρωστάει ένα αγιοκέρι και μια χλωρή δάφνη.
Ιωάννης Καποδίστριας: Η παρακαταθήκη του
επόμενο άρθροnext-article
Ιωάννης Καποδίστριας: Η παρακαταθήκη του
Την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 1831 δολοφονήθηκε στο Ναύπλιο, έξω από την εκκλησιά, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας. Το ελληνικό Έθνος και τουλάχιστον το Κράτος τού χρωστάει ένα αγιοκέρι και μια χλωρή δάφνη. Το πολιτικό μνημόσυνό του μας συμφέρει γιατί το έργο του και το ήθος του χαράσσει στους καιρούς μας την οδό της εθνικής σωτηρίας για την έξοδο από την φρικτή παρακμή.
Η παρακαταθήκη του παραδειγματίζει, φρονηματίζει και απαντά καταλυτικά στα θεμελιώδη αιτήματα της εποχής μας. Αποκαλύπτει πώς, στο ελάχιστο διάστημα μιας πυρακτωμένης τριετίας, ένας μοναδικός άνθρωπος -αλλά Καποδίστριας- διέσωσε και δικαίωσε την Εθνεγερσία, κατοχύρωσε την εθνική ανεξαρτησία, διοργάνωσε σύγχρονο Κράτος μέσα από το χάος και την εσχάτη πενία, αντιμετώπισε την έξωθεν επικυριαρχία των ξένων και την έσωθεν αποσχιστική εξουσία ιδιοτελών τοπαρχών και αδιστάκτων υποτελών πολιτικών, υπερασπίσθηκε την εθνική ταυτότητα του Ελληνισμού και διεμόρφωσε το ελληνικό Έθνος σε αμφίδρομο δημοκρατικό δίκτυο πολιτικής κυριαρχίας και αυτοπειθαρχίας. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή του δεν άγγιξε ούτε έναν οβολό του Δημοσίου και πάταξε την διαφθορά. Τα γράμματά του είναι αποκαλυπτικά.[1]
* 1 Αυγούστου 1829, με το αρ. 9 Ψήφισμά της, η Εθνική Συνέλευση όρισε τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας και απεφάσισε, μόλις μπορέσει το Έθνος, να τον αποζημιώσει για όσα πολλά είχε ήδη δαπανήσει ο ίδιος από την περιουσία του. Αρνείται αμέσως την χορηγία. Και, σε τρεις μέρες, γράφει στην Εθνική Συνέλευση: “Επράξαμεν όσα ηδυνήθημεν δια να αποδείξωμεν ότι οι Έλληνες μόνον με τας θυσίας των, και όχι δια προσωπικών πλεονεκτημάτων, δύνανται να φθάσουν όσα υπόσχεται εις αυτούς η εθνική ανεξαρτησία και η ελευθερία. Είμεθα ευτυχείς ότι δι’ αυτό το τόσον θεάρεστον έργον ηδυνήθημεν να προσφέρωμεν εις το θυσιαστήριον της Πατρίδος τα λείψανα της μετρίας καταστάσεώς μας (περιουσίας). Δια τούτον τον λόγον θέλομεν αποφύγει να δεχθώμεν την προσδιοριζομένην ποσότητα δια τα έξοδα του Αρχηγού της Επικρατείας απεχόμενοι να εγγίσωμεν μέχρι και οβολού τα δημόσια χρήματα προς ιδίαν ημών χρήσιν”.
* 30 Αυγούστου 1829, γράφει στους Επιτρόπους Οικονομικών Αργολίδος, Αχαΐας και Λακωνίας: “Μετά μεγάλης απορίας και λύπης μανθάνομεν ότι δεν εδώκατε ακόμη λόγον της οικονομικής σας διαχειρίσεως. Ουδέν άλλο πράγμα εγγίζει τόσον την υπόληψιν των δημοσίων υπηρετών όσον το περί την διαχείρισιν των δημοσίων χρημάτων. Η κυβέρνησις σάς έταξεν επί τούτω εις κεφαλήν διοικήσεων ίνα σας παραστήση ως παράδειγμα πολιτείας εις πάντας τους πολίτας. Εκ των κακών τούτων έξεων του παρελθόντος, το κοινόν κρίνει ότι η κυβέρνησις σάς παρέχει αφορμάς πλουτισμού. Και τω όντι πώς η κυβέρνησις δύναται να σώση τα συμφέροντα του δημοσίου ταμείου όταν αδυνατή να εμποδίση τους ιδικούς της υπηρέτας από του να τα βλάπτουν διηνεκώς; Το κακόν υφίσταται και δύσκολος, αν όχι αδύνατος, θα είναι μετέπειτα η θεραπεία του”.
* 10 Ιουνίου 1827 περιγράφει: “Δεν ευρίσκεται άλλος τόπος γνωστός εις εμέ, καθώς εν Ελλάδι, όπου χιλιάδες και χιλιάδες οικογενειών ανεστίων και καταπείνων υφίστανται πλησίον των κλεπτών. Αι άθλιαι αύται οικογένειαι πάσχουσιν εξ αιτίας των κλεπτοτάτων αρχόντων, υπουργών και καπιτάνων”.
* 22 Νοεμβρίου 1827 παραγγέλλει: “Ως πληροφρούμεθα, οι Τούρκοι αιχμάλωτοι εν Αιγίνη, εν Πόρω και εν Ναυπλίω, ταλαιπωρούνται, γυμνοί όντες ενεστώτος χειμώνος. Η Κυβέρνησις οφείλει να προνοήση υπέρ αυτών. Αν η δαπάνη δεν υπερβαίνη τα 30 ή 40 γρόσια τον άνθρωπον, να διατάξητε να ενδυδώσιν αμέσως”.
Οι Μαυρομιχαλαίοι στη Μάνη επαναστατούν εναντίον του και ετοιμάζονται να τον δολοφονήσουν, αλλά ο αδελφός του Πετρόμπεη Κυριακούλης πέφτει σε μια από τις τελευταίες μάχες κατά των Τούρκων. 26 Αυγούστου 1830 διατάσσει στην Σπάρτη: “Ερευνήσαντες και υμείς επιτοπίως, μοι αναφέρετε ποίαν βοήθειαν δύναται να δώση η Κυβέρνησις εις την οικογένειαν του μακαρίτου. Εάν άλλα μέλη της αυτής γενεάς έσφαλον προς την Κυβέρνησιν, δεν είναι δίκαιον να πάσχη εκ τούτου και η οικογένεια του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη του πεσόντος υπέρ Πατρίδος”.
Ενας κορυφαίος Ευρωπαίος
Είναι κορυφαίος Ευρωπαίος. Στο Συνέδριο της Βιέννης εξισορρόπησε αριστοτεχνικά τα συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων και έτσι διεσφάλισε την 99ετή ευρωπαϊκή ειρήνη από το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων το 1815 μέχρι την έκρηξη του Μεγάλου Πολέμου το 1914. Ενωρίτερα ειρήνευσε την σπαρασσομένη Ελβετία, της έδωσε το έως σήμερα προοδευτικότερο και δημοκρατικότερο πολίτευμα της Ευρώπης σε ομοσπονδιακή βάση και κατοχύρωσε την διεθνή αναγνώριση της ουδετερότητάς της. Η Ελβετία τον τιμά εσαεί. Είχε βαθειά ευρωπαϊκή παιδεία, κυκλοφορούσε σε όλη την Ευρώπη και τον σέβονταν οι επιφανέστεροι Ευρωπαίοι. Θεμελίωσε το πρώτο ελληνικό Κράτος στα πιο προηγμένα ευρωπαϊκά πρότυπα. Ωστόσο, παρέμεινε άχρι θανάτου ακίβδηλος Έλληνας πιστός στην Ορθοδοξία και στις παραδόσεις του Γένους. Αυτός ο κατ’ εξοχήν Ευρωπαίος μερίμνησε άγρυπνος να διατηρήσει την εθνική ταυτότητα των Ελλήνων και τον κατέτρεχε ο φόβος μη ενστερνισθεί η ελληνική νεολαία τα λαμπερά δυτικά πολιτισμικά, φιλοσοφικά και ηθικά κηρύγματα. Ήθελε την Ελλάδα και το ελληνικό Έθνος μέσα στους ευρωπαϊκούς κόλπους αλλά με πλήρη αυτονομία, αυτάρκεια και εθνική ταυτότητα.
Από την αγαπημένη του ιδιαίτερη πατρίδα, την αγγλοκρατούμενη Κέρκυρα, οι Άγγλοι κυρίαρχοι τον καλούν, μέσω του Κ. Λεβέου, να τους στείλει μαθητές σε σχολεία του Λονδίνου. 13 Μαρτίου 1830 απαντά στον Λεβέο: “Η πείρα, άριστος εν πάσιν διδάσκαλος, ήδη κατέδειξεν εις ημάς τα άμουσα αποτελέσματα της επί ξένης αγωγής των νέων. Επιστρέφουσιν εις την Ελλάδα τόσον αποξενωμένοι των ηθών, της γλώσσης και αυτής της θρησκείας των πατέρων των ώστε, και μάθησιν αν απέκτησαν, ευρίσκουν βαρείας δυσκολίας γενέσθαι ωφέλιμοι εις την Πατρίδα. Δεν δύναμαι να αναδεχθώ εις την συνείδησιν και την ευθύνην μου εκπαιδευτικόν σύστημα καταλήγον εις το να αποξενώση και να διαφθείρη την νέαν εκείνην γενεάν εφ’ ης μάλιστα η Ελλάς ελπίζει”.
Ενωρίτερα, ευρισκόμενος στη Μπολώνια, πληροφορείται ότι δεκάδες Ελληνόπουλα ορφανά του Αγώνα φιλοξενούνται και εκπαιδεύονται από Φιλέλληνες στην Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία και Γαλλία. Ευγνωμονεί αλλά ανησυχεί. 6 Νοεμβρίου 1827 γράφει στον Α. Μουστοξείδη: “Ταύτα μοι διαγράφουσι χρέη πλατέα να εκπληρώσω με την βοήθειαν του Θεού ίνα προφυλάξω την νεολαίαν ταύτην, την μόνην καλλίστην ελπίδα της Ελλάδος, εκ των κινδύνων των επαπειλούντων αυτήν εις ξένην γην και μάλιστα όπου λείπει Ορθόδοξος Εκκλησία. Παραδεδομένοι εις των ξένων τα παραδείγματα οι νέοι ούτοι θέλουσι γίνει χαμένοι .και το όνειδος της εξουθενώσεώς των θέλει πέσει εις την Ελλάδα”.
Αφιερωμένος μέχρι τελευταίας πνοής στην Πατρίδα υποφέρει αγόγγυστα όλα τα μαρτύρια και τις τραγικές συνέπειες του εναντίον του εμφυλίου πολέμου. Γνωρίζει άριστα ότι η Γαλλία και προ πάντων η Αγγλία απεργάζονται με τους κοτζαμπάσηδες των εξουδετέρωσή του. Διαισθάνεται ότι έρχεται το τέλος του αλλά μένει πιστός στο εθνικό χρέος του. Την 1η Ιουνίου 1831, εκατόν δεκαοκτώ μέρες πριν δολοφονηθεί, γράφει:
“Εάν πάντα ταύτα είναι δυστυχία δια τον πολυπαθή τούτον τόπον, είναι όμως ευτυχία δι’ εμέ διότι άρχομαι να ελπίζω ότι εντός ολίγου ελευθερούμαι από την άπειρον ευθύνην μου. Θέλω, όμως μείνει εις την χαλάστραν έως της τελευταίας στιγμής και ας κινδυνεύσω να χαθώ”.
Ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας είναι σήμερα πιο επίκαιρος παρά ποτέ.
*δημοσιογράφος, συγγραφέας
[1] Ιωάννης Καποδίστριας, ο Άγιος της Πολιτικής, Ιωάννης Σ. Κορνιράκης, εκδόσεις Ελαία, Πειραιάς
Ιωάννης Καποδίστριας: Ο Έλληνας διπλωμάτης που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο διπλωμάτης που με το πάθος του για την ελευθερία, το απροσκύνητο ήθος και την ευρεία μόρφωση άλλαξε τον ρου της ευρωπαϊκής Ιστορίας υπέρ της Ελλάδος
Όταν σήμερα ομιλούμε για το διπλωματικό έργο του Ιωάννη Καποδίστρια δεν θα πρέπει να αναφερόμαστε σε αυτό ωσάν να ήταν ένα ιστορικό απολίθωμα, αναχρονιστικό και ξεθωριασμένο, αλλά ως μια ζώσα πνευματική και ιστορική πηγή, ανεξάντλητη στον χρόνο, από την οποία ασυγκράτητα αναβλύζουν όλα εκείνα τα ευγενή ιδανικά του τόπου μας και δίνουν πνοή ζωής στην ύπαρξή μας. Αν θα πρέπει ιστορικά να απαντηθεί το πώς ο Καποδίστριας κατάφερε να επιτύχει τελικά τον σκοπό του σε πολιτικό και διπλωματικό επίπεδο και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις να αναγνωριστεί η Ελλάδα διεθνώς ως ανεξάρτητο κράτος, παρά τις μηχανορραφίες και τις ραδιουργίες που υφάνθηκαν εις βάρος του, ιδίως από το λεπτό νήμα της αυστριακής διπλωματίας, αυτή θα ερχόταν σίγουρα από την επιστολή που έγραψε ο καγκελάριος της Αυστρίας πρίγκιπας Κλήμης φον Μέττερνιχ στη Δωροθέα Lieven:
«Τότε μονάχα θα μπορέσω να κοιμηθώ ήσυχα, όταν ο Καποδίστριας θα έχει θανατωθεί! Ενόσω ζει, θα είναι πάντοτε επικίνδυνος. Όμως, για να ειπώ την αλήθεια, αυτός είναι ένας έντιμος και πολύ χρήσιμος άνθρωπος, ενώ εγώ; Ο μόνος αντίπαλος που δύσκολα ηττάται είναι ο απόλυτα έντιμος άνθρωπος, και τέτοιος είναι ο Καποδίστριας.»[1]
Η ιστορική αυτή διαμάχη μεταξύ των δύο αυτών ανδρών ήταν διαμάχη μεταξύ δύο κόσμων. Ο Μέττερνιχ υπήρξε ένας πολιτικός πάντοτε πιστός στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας και της διατήρησης της νομιμότητας στην Ευρώπη. Ένας ακραιφνής οπαδός της πολιτικής της καταπιέσεως και της επιβολής της βίας έναντι σε κάθε απελευθερωτικό κίνημα. Από την άλλη μεριά, η προσέγγιση του Καποδίστρια στο θέμα της επεμβάσεως των μεγάλων δυνάμεων στα επαναστατικά κινήματα των μικρότερων και ασθενέστερων λαών της Ευρώπης υπήρξε ριζικά αντίθετη, όχι μόνο ως προς τους τρόπους, αλλά κυρίως ως προς τα μέσα καταστολής τους. Ο Καποδίστριας χωρίς να επικροτεί τις επαναστάσεις, εν τούτοις, τασσόταν υπέρ της αρχής της μη ένοπλης επεμβάσεως και θεωρούσε πως αυτές οι επαναστάσεις έπρεπε να αντιμετωπιστούν με σταδιακές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα λαμβάνουν υπόψιν κυρίως την παραχώρηση Συντάγματος και Συνταγματικών ελευθεριών, τη λαϊκή κυριαρχία και την πολιτική και εθνική ανεξαρτησία των λαών.
Ένα τέτοιο ιστορικό παράδειγμα αποτελεί το ζήτημα της Νεάπολης, όπου εκεί ο Καποδίστριας πρότεινε ως λύση την αλλαγή κυβερνητικού συστήματος εν αντιθέσει προς τον Μέττερνιχ ο οποίος έβλεπε ως μοναδική λύση την ένοπλη επέμβαση. Αλλά δεν είναι και το μόνο. Στο συνέδριο του Aachen, το 1818, ο Καποδίστριας αγωνίστηκε με παρρησία και σθεναρότητα για τις αξίες και τις ελευθερίες των μικρότερων κρατών, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, ασχέτως αν οι προσπάθειές του δεν τελεσφόρησαν επειδή δεν ταυτίζονταν με τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής.
Οφείλει να μην παροραθεί το γεγονός ότι ο Καποδίστριας σε εκείνο το συνέδριο, παρά τις σθεναρές αντιρρήσεις του Μέττερνιχ, κατάφερε να πείσει τους αντιπροσώπους των μεγάλων Δυνάμεων να αποσύρουν τα στρατεύματα κατοχής από την ηττημένη Γαλλία και ταυτοχρόνως να περιορίσει τις οικονομικές απαιτήσεις των νικητών διασώζοντας τη Γαλλία από την οικονομική κατάρρευση. Ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης προσέφερε στον Καποδίστρια ένα πολύ σημαντικό χρηματικό ποσό. Ο Καποδίστριας όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά. Και όταν εκείνοι επέμειναν, τότε ο Καποδίστριας τους ζήτησε να προσφέρουν από ένα αντίτυπο όσων βιβλίων υπήρχαν διπλά στη βιβλιοθήκη των Παρισίων για τις βιβλιοθήκες που σκόπευε να ιδρύσει στην Ελλάδα.
«Το περιττόν σας είπε, θα γίνει κεφάλαιον της βιβλιοθήκης την οποίαν επιθυμώ να συστήσω εις την πατρίδα μου και άλλο ουδέν υπάρχει εις εμέ χαριέστερον.»[2]
Την ίδια προσπάθεια κατέβαλε και στα συνέδρια του Troppau και του Laibach το 1820 και 1821 τα οποία συνήλθαν προκειμένου να αντιμετωπιστούν από τις Μεγάλες Δυνάμεις τα λεπτής και ίσως εύθραυστης ισορροπίας ζητήματα για τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις που προέκυψαν μετά την έκρηξη των επαναστάσεων αρχικώς στην Ισπανία και στην Νεάπολη και κατόπιν στο Πεδεμόντιο, καθώς και στο συνέδριο της Βιέννης όπου ο Καποδίστριας αγωνίστηκε για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των μαύρων, την κατάργηση του δουλεμπορίου και της δουλείας στις ακτές της Αφρικής. Οι σύνεδροι ταυτίστηκαν πλήρως με τις ανθρωπιστικές ιδέες του Καποδίστρια και υιοθέτησαν τις προτάσεις του διακηρύσσοντας ότι το εμπόριο των νέγρων αντιτασσόταν στους νόμους της ανθρωπότητας και του δημόσιου ήθους.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο διπλωμάτης που με το πάθος του για την ελευθερία, το απροσκύνητο ήθος και την ευρεία μόρφωση άλλαξε άπαξ διά παντός τον ρου της Ευρωπαϊκής Ιστορίας υπέρ της Ελλάδος, η απελευθέρωση της οποίας σήμανε την αρχή της αφύπνισης και των υπόλοιπων αδύναμων και κατατρεγμένων λαών της Ευρώπης που ζούσαν εγκλωβισμένοι στον ιστό της διατήρησης της ισορροπίας ισχύος της Ιεράς Συμμαχίας.
Ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας αφιέρωσε την ζωή του στην Ελλάδα με περισσή αυταπάρνηση, εντιμότητα και προσηνή απλότητα και εκείνη με προθυμία του την πήρε. Και μαζί του πήρε μακριά από τούτο τον τόπο και τον ελεύθερο άνθρωπο, δηλαδή τον κριτικά σκεπτόμενο. Όχι τον εκ πεποιθήσεως αντιδραστικό αλλά τον εξ ανάγκης φιλαλήθη.
Και τέτοιοι άνθρωποι από την εποχή του Σωκράτη διώκονται απηνώς ή χαρακτηρίζονται ως «τύραννοι» όπως αποκαλούσε η αντιπολίτευση της εποχής τον Καποδίστρια.
Ο δε ποιητής Αλέξανδρος Σούτσος έγραφε λίγο πριν τη δολοφονία του:
Τρέμε τύραννε.
Η ώρα του θανάτου σου σημαίνει
Η οργή του Έθνους όλου, η οργή μου σε προσμένει.
Στον ναόν που θα μολύνεις τρέχω να παραμονεύσω,
Τρέχω τρέχω στου Υψίστου τον βωμόν να σε φονεύσω.
Έρχεται... Τον προμηνύουν σάλπιγγες και μουσική.
Έρχεται... Τον προπομπεύει μισθοφόρος φυλακή.
Μιμητής του Αρμοδίου και Αριστογείτων νέος,
Σκέπασε, Μαυρομιχάλη, το σπαθί σου με μυσρίνη
Τον προδότη της πατρίδος κτύπα... Κτύπα και γενναίως
Πέθανε καθώς εκείνοι.
[1] Κούκκου Ελένη, 2005, Ιωάννης Καποδίστριας: ο άνθρωπος, ο Ευρωπαίος διπλωμάτης 1800-1828, εκδόσεις Πατάκη
[2] Κούκκου Ελένη, 2005, Ιωάννης Καποδίστριας: ο άνθρωπος, ο Ευρωπαίος διπλωμάτης 1800-1828, εκδόσεις Πατάκη