«Η πάλη του Ηρακλή με τον Κέρβερο ήταν χάρμα οφθαλμών.
Ο Ερμής χειροκροτούσε σαν μαγεμένο παιδί», γράφει ο Φράι για τον δωδέκατο άθλο του ημίθεου
Το ότι είναι πολλοί οι μελετητές από το εξωτερικό με βαθιές γνώσεις και καλλιέργεια πάνω στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τη γραμματεία και τις παραδόσεις του είναι γνωστό. Αυτό που περιμένει λιγότερο ίσως κανείς είναι έναν Βρετανό κωμικό ηθοποιό σαν τον Στίβεν Φράι να συγκαταλέγεται ανάμεσά τους. Κι όμως, διαβάζοντας κανείς έστω μερικές σελίδες από τους «Ηρωες», το νέο του βιβλίο που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη, καταλαβαίνει πως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε απλώς με έναν θαυμαστή της αρχαίας Ελλάδας, αλλά με άνθρωπο που γνωρίζει καλά τις αρχαίες πηγές και ακριβώς για αυτό νιώθει άνετα να τις μεταφέρει στη σύγχρονη γλώσσα της εποχής του.
Φυσικά ο Φράι το έχει ξανακάνει. Στον προ ολίγων ετών «Μύθο», ο ίδιος έκανε βουτιά στο χαοτικό σύμπαν των αρχαιοελληνικών μύθων, ασχολούμενος κυρίως με τις αμέτρητες θεότητες, κύριες και δευτερεύουσες, με τις οποίες οι Ελληνες συνήθιζαν να ερμηνεύουν τον κόσμο. Αυτή τη φορά σειρά έχουν οι θνητοί, σε ένα αρκετά πιο στοχευμένο βιβλίο, που μας συστήνει με κάθε λεπτομέρεια τους σπουδαιότερους ήρωες της αρχαιότητας: Περσέας, Ηρακλής, Θησέας, Ορφέας, Βελλεροφόντης, Οιδίποδας, Αταλάντη και Ιάσονας αποτελούν ξεχωριστά κεφάλαια, τα οποία δίνουν συγχρόνως την ευκαιρία στον Φράι να αφηγηθεί επιπλέον ιστορίες που τους συνδέουν με το υπόλοιπο παλίμψηστο των μυθολογικών –και όχι μόνο– αφηγήσεων.
Ενας παραμυθάς
Το σημαντικό βέβαια εδώ είναι ότι έχουμε να κάνουμε με έναν σπουδαίο παραμυθά: «Η πάλη του Ηρακλή με τον Κέρβερο ήταν χάρμα οφθαλμών. Ο Ερμής χειροκροτούσε σαν μαγεμένο παιδί και επιδιδόταν σε ενθουσιώδεις κατακόρυφες απογειώσεις με τις φτερωτές φτέρνες του συνεπαρμένος από το θέαμα του Ηρακλή, που, τυλιγμένος σφιχτά με το τομάρι του Λιονταριού της Νεμέας, πάσχιζε να κλειδώσει την ασφυκτική λαβή του γύρω από τους τρεις λαιμούς του εξαγριωμένου θηριώδους λαγωνικού, ενώ το ζώο κινούσε σπασμωδικά τη φιδοουρά του, που κυρτωνόταν, σούβλιζε και κοπανούσε, προκειμένου να βρει εκτεθειμένο θνητό δέρμα και να χώσει τις δοντάρες της, που τρυπούσαν, βέβαια, σαν νυστέρι», γράφει ο Φράι περιγράφοντας τον δωδέκατο άθλο του ήρωα.
Ο Περσέας αποκεφαλίζει τη Μέδουσα σε μια μελανόμορφη όλπη που υπογράφει ο Ζωγράφος του Αμαση.
Κι αν οι άθλοι του Ηρακλή ή η Αργοναυτική Εκστρατεία είναι λίγο έως πολύ γνωστά στον Ελληνα αναγνώστη, οι ερμηνείες και οι προεκτάσεις τους, οι οποίες καταδεικνύουν και το ιστορικό αισθητήριο του συγγραφέα, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ο Ηρακλής για παράδειγμα χαρακτηρίζεται ως «ο ήρωας ιδρυτής της Ελλάδας», μιας και ήταν εκείνος που «έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκκαθάριση του φυσικού κόσμου από τις προαιώνιες θηριώδεις δυνάμεις που τον λυμαίνονταν, καθώς και στην εγκαθίδρυση νέων πολιτικών δυναστειών, που έμελλε να διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην ελληνική ιστορία»· τα παραπάνω αναφέρονται ως κατακλείδα σε ένα κεφάλαιο που περιγράφει πως ο ήρωας συνδέεται άμεσα με την άνοδο στον θρόνο βασιλέων όπως ο Νέστορας, ο Πηλέας, ο Τελαμώνας, ο Τυνδάρεως και άλλοι.
Ο Ηρακλής επιτίθεται στον τρισώματο Γηρυόνη.
Βασικό (και απολαυστικό) χαρακτηριστικό βέβαια των διηγήσεων του Φράι είναι ότι αυτές γίνονται με γλώσσα σύγχρονη, διανθισμένη συχνά από χιούμορ και κάποιο βρετανικό φλέγμα. «Ωσπου ξαφνικά, με το πρώτο φως της αυγής, αντίκρισε το πιο εκπληκτικό θέαμα: ένα πανέμορφο κορίτσι αλυσοδεμένο σε έναν βράχο. Πέταξε κοντά της. “Τι κάνεις εδώ;”. “Τι φαίνεται να κάνω; Και να χαρείς, κράτα το βλέμμα σου στο πρόσωπό μου και μην το ρίξεις παρακάτω”. “Με συγχωρείς, αλλά σε είδα και αμέσως σκέφτηκα μήπως θα μπορούσα να βοηθήσω. Περσέα με λένε”. “Ανδρομέδα, χάρηκα. Πώς το καταφέρνεις και αιωρείσαι;”. “Είναι μεγάλη ιστορία… Ασε με όμως εμένα. Γιατί είσαι δεμένη στο βράχο;” […] “Η μητέρα μου φταίει για όλα. Μια μέρα είπε ευθαρσώς μπροστά σε κόσμο ότι είμαι πιο όμορφη από όλες τις Νηρηίδες και τις Ωκεανίδες του κόσμου”. “E, είσαι”, είπε ο Περσέας. Σιλάνς. Ο Ποσειδώνας, λοιπόν, την άκουσε να καυχιέται και τσατίστηκε τόσο πολύ, ώστε έστειλε ένα θαλάσσιο τέρας, έναν δράκο, που λέγεται Κήτος, να κάνει επιδρομές στα παραλιακά μέρη. […] “Δεν το πιστεύω…”, είπε η Ανδρομέδα. “Απλά δεν το πιστεύω! Πώς το έκανες αυτό;”. “E, εντάξει…” απάντησε ο Περσέας, σπάζοντας τα δεσμά της με δύο απότομα χτυπήματα της άρπης. “Το νερό είναι το στοιχείο μου. Απλά κολύμπησα από κάτω του και το ξεκοίλιασα με τη λεπίδα μου. Να σε πετάξω κάπου;”. Ωσπου να φτάσουν στο παλάτι, είχαν δαγκώσει αμφότεροι τη λαμαρίνα».
Σύγχρονο ενδιαφέρον έχει επίσης το κεφάλαιο για την Αταλάντη, όπου ο Φράι αφηγείται πώς η ηρωίδα από την Αρκαδία είχε πρωταγωνιστικό ρόλο στο περίφημο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου και πώς αργότερα παγιδεύτηκε σε έναν αγώνα δρόμου, ώστε να απαρνηθεί την παρθενία και να παντρευτεί τον Ιππομένη. Η διαχρονικότητα των ελληνικών μύθων είναι ούτως ή άλλως δεδομένη για τον Φράι, ο οποίος αλλού σημειώνει: «Σε τελική ανάλυση, το μαντείο είχε πει στον Ηρακλή ότι θα κέρδιζε την αθανασία μόνο εφόσον ολοκλήρωνε τους άθλους· δεν θα αρκούσε η προσπάθεια. Οπως είχε πει προ αμνημονεύτων, σε ένα μακρινό, πολύ μακρινό γαλαξία, ο Γιόντα: “Κάνε ή μην κάνεις. Προσπάθεια δεν υφίσταται”».https://www.kathimerini.gr/